Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 385/2025

EΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός  Αποφάσεως  385/2025

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από την Δικαστή Ελένη Μοτσοβολέα, Εφέτη,  που ορίσθηκε από το Τριμελές Συμβούλιο Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιως και την Γραμματέα Κ.Σ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στον Πειραιά, την …………., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Των    εκκαλούντων :Της Ναυτιλιακής εταιρείας  με την επωνυμία  «…………….», που εδρεύει στον Πειραιά, όπως εκπροσωπείται νόμιμα, 2) ……….., 3)  ……………, οι  οποίοι   στο ακροατήριο  εκπροσωπήθηκαν από τον  πληρεξουσιο   δικηγόρο, Βλαδίμηρο  Σαρμαζανίδη.

Της   εφεσίβλητης   : Της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία  «,,,,,,,,,,,,»  και τον διακριτικό τίτλο ……… που εδρεύει στο ………….. Αττικής  και εκπροσωπείται νόμιμα, αδειοδοτηθείσας νομίμως από την ΤΡΑΠΕΖΑ ΕΛΛΑΔΟΣ, σύμφωνα με το Ν. 4354/2015, δυνάμει της υπ’ αριθμ. 220/1/13.3.2017 απόφασης της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων (880/16-3-2017 ΦΕΚ),  ενεργούσα με την ιδιότητά της  ως μη δικαιούχος και μη υπόχρεος διάδικος,  διαχειρίστρια των απαιτήσεων,  των οποιων δικαιούχος τυγχάνει η αλλοδαπή εταιρεία ειδικού σκοπού με την επωνυμία « …… που εδρεύει στο …. Ιρλανδίας,  όπως εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία  δυνάμει της από    σύμβασης πώλησης   και μεταβίβασης  επιχειρηματικών απαιτήσεων  κατέστη ειδικός διάδοχος  της ανώνυμης  τραπεζικής   εταιρείας με την επωνυμία  « ….. και τον διακριτικό τίτλο ……. κατόπιν   μεταβίβασης σε αυτήν από την τελευταία  απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις στο πλαίσιο τιτλοποίησης απαιτήσεων, σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 3156/2003, η οποία εκπροσωπήθηκε διά του πληρεξουσίου δικηγόρου  Σπύρου Λάλα βάσει δηλώσεως.

Οι  ανακόπτοντες και ήδη  εκκαλούντες άσκησαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 21-6-2022 και με αριθμό έκθεσης  κατάθεσης …………/2023 ανακοπή κατά  της  καθ’ης η ανακοπή και ήδη εφεσιβλητης,  και ζήτησαν  να γίνει δεκτή. Επί της  ανωτέρω ανακοπής,  εκδόθηκε η υπ’  αριθμ. 1862/2024 απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου, που απέρριψε την ανακοπή. Την απόφαση αυτή προσέβαλαν ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου  οι ανακόπτοντες   με την  από 7-8-2024 και με αριθμ. εκθ. καταθ. ………/2024 έφεσή τους,   αντίγραφο της οποίας κατατέθηκε στη Γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου με αριθμό κατάθεσης …………/2024 και  προσδιορίσθηκε για τη δικάσιμο  που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας.

Κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο, κατά την οποία η υπόθεση εκφωνήθηκε νόμιμα με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο, ο πληρεξούσιος δικηγόρος της εφεσίβλητης δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο, αλλά κατέθεσε μονομερή δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και προκατέθεσε προτάσεις, ο δε πληρεξούσιος δικηγόρος των εκκαλούντων αναφέρθηκε στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΝΟΜΟ

Η υπό κρίση    έφεση των ανακοπτοντων κατά της υπ’ αριθ. 1862/2024 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς , το οποίο δίκασε την  από 21-6-2022 και με αριθμό έκθεσης  κατάθεσης …………/2023 ανακοπή   κατά την  ειδική   διαδικασία των περιουσιακών διαφορων, έχει ασκηθεί νομοτύπως   και εμπροθέσμως (άρθρα   495 παρ. 1, 2, 498, 511, 513 παρ. 1β, 516 παρ. 1, 517,  518  ΚΠολΔ ), αφού δεν προκύπτει επίδοση της εκκαλουμένης ενώ εξάλλου δεν έχει  παρέλθει διετία από την δημοσίευσή της,  αρμοδίως δε φέρεται  προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου ( άρθρο 19 ΚΠολΔ) και για το παραδεκτό της  έχει καταβληθει  και το νόμιμο παράβολο (βλ. το με κωδικό πληρωμής  …………../2024 παράβολο) σύμφωνα με την παράγραφο 3 εδ.3 του άρθρου  495  του ΚΠολΔ. Είναι τυπικά δεκτή και πρέπει να εξετασθεί ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των κατ’ ιδίαν λόγων της (533 παρ. 1 ΚΠολΔ) κατά την αυτή ως άνω   διαδικασία  .

Με την  από 21-6-2022 (με αριθμό έκθεσης  κατάθεσης ………../2023) ανακοπή  οι ανακόπτoντες  και ήδη εκκαλούντες  ζητούσαν, για τους  λόγους που αναφέρουν, να ακυρωθεί  αφενός η υπ’ αριθμ. …./2023 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε για απαίτηση της καθ’ης η ανακοπή σε βάρος τους, συνολικού ποσού 200.000,00 ευρώ, πλέον τόκων και εξόδων, που απορρέει από την  μεταξύ της πρώτης ανακόπτουσας και ήδη  πρώτης εκκαλούσας και της    τραπεζικής εταιρείας « …………….»  καταρτισθείσα υπ’ αριθ. ……./7-11-2007 σύμβαση στεγαστικού δανείου  (όπως τροποιήθηκε με την  από 28.4.2009 τροποποιητική σύμβαση),  με την οποία χροηγήθηκε στην πρώτη τοκοχρεολυτικό στεγαστικό  δάνειο ύψους 450.000 ευρώ,  για την εκπλήρωση των όρων του οποίου εγγυήθηκαν  ο δεύτερος και η τρίτη των  ανακοπτόντων και ήδη εκκαλούντων, αφετέρου η από 26-5-2023 επιταγή προς πληρωμή που έχει τεθεί κατω από αντίγραφο του πρώτου εκτελεστού απογράφου της ως άνω διαταγής πληρωμής καθώς επίσης και να καταδικασθεί η καθ’ ης στη δικαστική τους δαπάνη.   Επί της ανωτέρω ανακοπής  εξεδόθη η εκκαλουμένη, δια της οποίας το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε την ανακοπή. Κατά της απόφασης  αυτής παραπονούνται οι ανακόπτοντες και ήδη εκκαλούντες   με την υπό κρίση  έφεσή τους  για τους αναφερόμενους  σε αυτήν λόγους που ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και  πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και διώκουν  την εξαφάνισή της εκκαλουμένης, ώστε να γίνει δεκτή η ανακοπή τους.                           Με τον πρώτο λόγο ανακοπής,  που επαναφέρεται με τον πρώτο λόγο έφεσης οι ανακόπτοντες και ήδη εκκαλούντες εκθέτουν ότι η καθ’ης η ανακοπή και ήδη εφεσίβλητη δεν νομιμοποείται ενεργητικά να υποβάλει αίτηση προς έκδοση διαταγής πληρωμής και να επισπεύσει αναγκαστική εκτέλεση, διότι δεν διαθέτει την ιδιότητα του κατ’ εξαίρεση νομιμοποιούμενου διαδίκου (μη δικαιούχου)  σύμφωνα με τις επιταγές του Ν. 3156/2003 και ως εκ τούτου αποκλείεται  εκ του νόμου η κατ’ εξαίρεση νομιμοποίηση της καθ’ης η ανακοπή  υπό την ιδιότητα της διαχειρίστριας αναφορικά με την εκ μέρους της επισπευση της εκτελεστικής διαδικασίας. Στην προκειμένη περίπτωση υπο  τα εκτιθέμενα, κατόπιν της από 10-12-2023 αιτησεως της  καθ’ης η ανακοπής και ήδη εφεσίβλητης εξεδόθη η  υπ’ αριθμ. 283/2023 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς,  για απαίτηση της καθ’ης η ανακοπή σε βάρος των ανακοπτόντων, συνολικού ποσού 200.000,00 ευρώ, πλέον τόκων και εξόδων, που απορρέει από την  μεταξύ της πρώτης ανακόπτουσας και ήδη  πρώτης εκκαλούσας και της  τραπεζικής εταιρείας «……………»  καταρτισθείσα υπ’ αριθ. ……./7-11-2007 σύμβαση στεγαστικού δανείου  (και την  από 28.4.2009 τροποποιητική συμβαση),  με την οποία χορηγήθηκε στην πρώτη, ως πιστούχο, τοκοχρεολυτικό στεγαστικό  δάνειο ύψους 450.000 ευρώ,  για την εκπλήρωση των όρων του οποίου εγγυήθηκαν  ο δεύτερος και η τρίτη των  ανακοπτόντων και ήδη εκκαλούντων. Επίσης υπό τα εκτιθέμενα  δυνάμει της από 24-6-2019 σύμβασης μεταβίβασης τιτλοποιούμενων απαιτήσεων, διεπόμενης από τις διατάξεις   του  Ν. 3156/2003 (περίληψη της οποίας καταχωρήθηκε στα δημόσια βιβλία του άρθρου 3 του ν. 2844/2000 του  Ενεχυροφυλακείου Αθηνών στον τόμο … με αρ. ….., με αριθμό πρωτοκόλλου ……/24.6.2019),  η αρχική δανειστρια τραπεζική εταιρεία   «…………»   μεταβίβασε λόγω πώλησης με τιτλοποίηση αυτών των απαιτήσεων σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 3156/2003 προς την εδρεύουσα στο ………  Ιρλανδίας αλλοδαπή εταιρεία ειδικού σκοπού με την επωνυμία «« …………….»», νομίμως εκπροσωπούμενη”, επιχειρηματικές απαιτήσεις, μεταξύ των οποίων και την ένδικη απαίτηση,   και η τελευταία κατέστη ειδική διάδοχος της αρχικής δανείστριας και δικαιούχος της ένδικης απαίτησης. Η ως άνω εταιρεία ειδικού σκοπού  ανέθεσε, όπως εκτίθεται,   την διαχείριση της επίδικης απαιτήσεως  στην  ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «…………..»  δυνάμει της από  24.6.2019 σύμβασης ανάθεσης διαχείρισης απαιτήσεων (του ν. 3156/2003) όπως νόμιμα καταχωρήθηκε στο δημόσιο βιβλίο του άρθρου 3 του Ν. 2844/2000 (στον τόμο 10 με αρ. 187, με αριθμό πρωτοκόλλου …../24.6.2019 και ακολούθως,  δυνάμει της από 30.3.2020 σύμβασης ανάθεσης διαχείρισης απαιτήσεως, όπως αυτή καταχωρήθηκε νόμιμα στο δημόσιο βιβλίο του άρθρου 3 του Ν. 2844/2000 του Ενεχυροφυλακείου (στον τόμο .. με αρ. …., με αριθμό πρωτοκόλλου ………./29.4.2020),   ανατέθηκε η διαχείριση  στην εταιρεία ειδικού σκοπού «………»  (σύμφωνα με τον νομο 4354/2015 και δυνάμει της υπ’ αριθ. 220/1/13.3.2017 απόφασης της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων), ή οποία μετονομάσθηκε σε «………….»  και η οποια  ως μη δικαιούχος διάδικος αιτήθηκε και   πέτυχε την εκδοση της υπ’ αριθ. …../2023 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελού Πρωτοδικείου Πειραιώς ποσού 200.0000,00 ευρώ και στην συνέχεια επέδωσε την 31-5-2023 αντιγραφο εξ απογράφου εκτελεστού της ως διαταγής πληρωμής με επιταγή προς πληρωμή.   Με τον πρώτο λόγο ανακοπής  οι ανακόπτοντες ισχυρίζονται ότι η «……………» δεν νομιμοποιείται ενεργητικά να  υποβάλει αίτηση προς εκδοση διαταγής πληρωμής και  να επισπεύσει αναγκαστική εκτέλεση, διότι  δεν διαθέτει την ιδιότητα του κατ’ εξαίρεση νομιμοποιούμενου διαδίκου (μη δικαιούχου)  σύμφωνα με τις επιταγές του Ν. 3156/2003.  Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως μη νόμιμος, καθόσον  κατά την παράλληλη και συνδυαστική εφαρμογή των Ν. 4354/2015 και Ν. 3156/2003, οι Εταιρείες Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις (Ε.Δ.Α.Δ.Π) έχουν την κατ` εξαίρεση νομιμοποίηση του άρθρου 2 παρ. 4 του Ν. 4354/2015, προς άσκηση κάθε ένδικου βοηθήματος και κάθε άλλης δικαστικής ενέργειας προς είσπραξη των υπό διαχείριση απαιτήσεων, ανεξάρτητα από το ειδικότερο νομικό πλαίσιο, με βάση το οποίο συντελείται η μεταβίβαση των υπό διαχείριση απαιτήσεων, δηλαδή ακόμη και όταν η μεταβίβαση των απαιτήσεων και η ανάθεση της διαχείρισής τους στις εν λόγω εταιρείες συντελείται σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 3156/2003 για την τιτλοποίηση των απαιτήσεων (ΟλΑΠ 1/2023 ΤΝΠ  ΝΟΜΟΣ).  Επομένως, η καθ’ης η ανακοπή  εταιρεία «………….» , στην οποία, δυνάμει της προαναφερόμενης σύμβασης διαχείρισης ανατέθηκε από την εταιρεία απόκτησης «………………….», ειδική διαδοχο  της   τραπεζικής εταιρείας «………………» η διαχείριση της επίδικης απαίτησης, με βάση τις διατάξεις του άρθρου 10 παρ. 4 του Ν. 3156/2003,   δικαιούται  να ασκήσει, κατ` εξαίρεση νομιμοποιούμενη ως μη δικαιούχος διάδικος, κάθε ένδικο βοήθημα, που κατατείνει στην είσπραξη της ένδικης υπό διαχείριση απαίτησης.  Εξάλλου  από την τελολογική  ερμηνεία  της εφαρμοστέας διάταξης συνάγεται ότι  ο σκοπός του νομοθέτη  είναι να εξοπλίσει τον συμβατικώς νομιμοποιηθέντα προς είσπραξη  και με την δικονομική εξουσία να ενεργεί στη δίκη και στο στάδιο της εκτέλεσης κάθε αναγκαία για την είσπραξη διαδικαστική πράξη με την ιδιοτητα του μη δικαιούχου διαδίκου, διαφορετικά η όποια ανατιθέμενη διαχείριση δεν θα μπορούσε  στην πράξη να ασκηθεί λυσιτελώς, τυχόν δε αξίωση ειδικής ρητής expressis verbis – πανηγυρικής στο νόμο διατύπωση  περί του ότι  και οι εταιρείες του Ν. 3156/2003 νομιμοποιούνται  ενεργητικά και παθητικά να ενεργούν δικονομικές  διαδικαστικές πράξεις απαραίτητες για την άσκηση της συμβατικώς ανατεθείσας σε αυτές διαχειριστικής εξουσίας, κρίνεται ιδιαίτερα αυστηρή και εκτός πλαισίου τελεολογικής ερμηνείας του νόμου. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που με την  προσβαλλόμενη απόφαση έκρινε ομοίως και απέρριψε τον ανωτέρω λόγο ανακοπής ως μη νόμιμο  με παρόμοιες  αιτιολογίες, οι οποίες, όπου κρίνεται αναγκαίο, συμπληρώνονται παραδεκτά, κατ` άρθρο 534 ΚΠολΔ, με την παρούσα, ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο, όσα δε περί  του αντιθέτου υποστηρίζονται με τον ως άνω λόγο εφέσεως είναι αβάσιμα και απορριπτέα.

Σύμφωνα με το άρθρο 10 του Ν. 3156/2003, που επιγράφεται “Τιτλοποίηση απαιτήσεων”, “…Τιτλοποίηση απαιτήσεων είναι η μεταβίβαση επιχειρηματικών απαιτήσεων λόγω πώλησης με σύμβαση που καταρτίζεται εγγράφως μεταξύ “μεταβιβάζοντος” και “αποκτώντος” σε συνδυασμό με την έκδοση και διάθεση, με ιδιωτική τοποθέτηση μόνον, ομολογιών οποιουδήποτε είδους ή μορφής, η εξόφληση των οποίων πραγματοποιείται: α) από το προϊόν είσπραξης των επιχειρηματικών απαιτήσεων που μεταβιβάζονται ή β) από δάνεια, πιστώσεις ή συμβάσεις παραγώγων χρηματοοικονομικών μέσων. Για τους σκοπούς του νόμου αυτού “ιδιωτική τοποθέτηση” είναι η διάθεση των ομολογιών σε περιορισμένο κύκλο προσώπων, πoυ δεν μπορεί να υπερβαίνει τα εκατόν πενήντα. Αμοιβαία κεφάλαια και εταιρείες επενδύσεων xαρτοφυλακίου με έδρα την Ελλάδα μπορούν να μετέχουν σε ιδιωτική τοποθέτηση, εφόσον οι ομολογίες έχουν αξιολογηθεί πιστοληπτικά από έναν διεθνώς αναγνωρισμένο οίκο αξιολόγησης (risk rating agency) σε ποσοστό το οποίο χαρακτηρίζεται διεθνώς ως επενδυτικού βαθμού (investment grade)… (παρ. 1). Για τους σκοπούς του νόμου αυτού “μεταβιβάζων” είναι έμπορος με κατοικία ή έδρα στην Ελλάδα ή στην αλλοδαπή, εφόσον έχει εγκατάσταση στην Ελλάδα. “Αποκτών” είναι το νομικό πρόσωπο ή νομικά πρόσωπα, τα οποία έχουν ως αποκλειστικό σκοπό την απόκτηση επιχειρηματικών απαιτήσεων για την τιτλοποίησή τους σύμφωνα με το νόμο αυτόν (“εταιρεία ειδικού σκοπού”), προς τα οποία μεταβιβάζονται λόγω πώλησης οι επιχειρηματικές απαιτήσεις. Εκδότης των ομολογιών είναι ο ίδιος ο αποκτών (παρ. 2). Αν η εταιρεία ειδικού σκοπού εδρεύει στην Ελλάδα, πρέπει να είναι ανώνυμη εταιρεία και διέπεται από τις διατάξεις του νόμου αυτού και συμπληρωματικά από τις διατάξεις περί ανωνύμων εταιρειών και τις διατάξεις του ν.δ. 17 Ιουλίου /13 Αυγούστου 1923, εφόσoν δεν είναι αντίθετες με το νόμο αυτόν. Η διάταξη της περιπτώσεως (γ) της παραγράφου 1 του άρθρου 48 του κ.ν, 2190/1920 δεν εφαρμόζεται (παρ 3). …Η ονομαστική αξία κάθε ομολογίας είναι τουλάχιστον εκατό χιλιάδες (100.000) ευρώ (παρ.5). Οι απαιτήσεις που μεταβιβάζονται με σκοπό την τιτλοπoίηση μπορεί να είναι απαιτήσεις κατά οποιουδήποτε τρίτου, ακόμη και των καταναλωτών, υφιστάμενες ή μελλοντικές, εφόσον αυτές πρoσδιορίζονται ή είναι δυνατόν να προσδιορισθούν με οποιονδήποτε τρόπο. Επίσης μπορεί να μεταβιβάζονται και απαιτήσεις υπό αίρεση. Διαπλαστικά ή άλλα δικαιώματα, ακόμη και αν δεν αποτελούν παρεπόμενα δικαιώματα κατά την έννοια του άρθρου 458 του ΑΚ, εφόσον συνδέονται με τις μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις, μπορούν να μεταβιβάζονται μαζί με αυτές. Ο μεταβιβάζων υποχρεoύται να γνωστοποιεί τη γένεση των απαιτήσεων στην εταιρεία ειδικού σκοπού. Η πώληση των μεταβιβαζόμενων απαιτήσεων διέπεται από τις διατάξεις των άρθρων 513 επ. του ΑΚ, η δε μεταβίβαση από τις διατάξεις των άρθρων 455 επ. του ΑΚ, εφόσον οι διατάξεις αυτές δεν αντίκεινται στις διατάξεις του νόμου αυτού (παρ. 6). Η εταιρεία ειδικού σκοπού, για τους σκοπούς της τιτλοποίησης, καθώς και για λόγους αντιστάθμισης κινδύνου, μπορεί να συνάπτει πάσης φύσεως δάνεια, η πιστώσεις και ασφαλιστικές ή εξασφαλιστικές συμβάσεις, περιλαμβανομένων και συμβάσεων χρηματοοικονομικών παραγώγων. Στους σκοπούς της τιτλοποίησης του προηγουμένου εδαφίου περιλαμβάνονται ενδεικτικώς η άντληση των κεφαλαίων που απαιτούνται για την απόκτηση των μεταβιβαζομένων απαιτήσεων, η έκδοση και διάθεση των ομολογιών, η εξόφληση αυτών και των πάσης φύσεως δανείων, πιστώσεων και λοιπών συμβάσεων και το πρόγραμμα του δανείου (παρ.7). Η σύμβαση μεταβίβασης των τιτλοποιούμενων απαιτήσεων καταχωρίζεται σε περίληψη που περιέχει τα ουσιώδη στοιχεία αυτής, σύμφωνα με το άρθρο 3 του ν. 2844/2000 (ΦΕΚ 220 Α`) και κατισχύει των συμφωνιών μεταξύ μεταβιβάζοντος και τρίτων περί ανεκχωρήτου των μεταξύ τους απαιτήσεων. Eπιτρέπεται η μεταβίβαση περαιτέρω απαιτήσεων στην εκδότρια και η προσθήκη αυτών σε εκείνες οι οποίες ήδη χρησιμοποιούνται για την εξασφάλιση των απαιτήσεων που σχετίζονται με την τιτλοποίηση, εφόσoν η μεταβίβαση δεν επιφέρει την υποβάθμιση της αξιολόγησης του ομολογιακού δανείου (παρ. 8). Από την καταχώριση της σχετικής σύμβασης σύμφωνα με την προηγούμενη παράγραφο επέρχεται η μεταβίβαση των τιτλοποιούμενων απαιτήσεων, εκτός αν άλλως ορίζεται στους όρους της σύμβασης, η δε μεταβίβαση αναγγέλλεται εγγράφως από τον μεταβιβάζοντα ή την εταιρεία ειδικού σκοπού στον οφειλέτη. Με την αναγγελία πρέπει να oρίζoνται και οι απαιτήσεις, στις οποίες αφορά η μεταβίβαση (παρ. 9). Ως αναγγελία λογίζεται η καταχώριση της σύμβασης αυτής στο δημόσιο βιβλίο του άρθρου 3 του ν. 2844/ 2000, σύμφωνα με τη διάταξη της παραγράφου 8 του άρθρου αυτού. Πριν από την αναγγελία δεν αποκτώνται έναντι τρίτων δικαιώματα που απορρέουν από τη μεταβίβαση λόγω πώλησης της παραγράφου 1. Καταβολή προς την εταιρεία ειδικού σκοπού πριν από την αναγγελία ελευθερώνει τον οφειλέτη έναντι του μεταβιβάζοντος και των ελκόντων δικαιώματα από την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου αυτού (παρ.10). Καταπιστευτική μεταβίβαση των απαιτήσεων δεν επιτρέπεται και οποιοσδήποτε καταπιστευτικός όρος δεν ισχύει. Επιτρέπεται η αναπροσαρμογή ή πίστωση του τιμήματος της πωλήσεως και η υπαναχώρηση από τη σύμβαση πώλησης κατά τους όρους της σχετικής σύμβασης και τις διατάξεις των άρθρων 513 επ. του ΑΚ, καθώς και μεταγενέστερη συμφωνία για την αναμεταβίβαση στον μεταβιβάζοντα απαιτήσεων, που μεταβιβάσθηκαν για τους σκοπούς τιτλοποίησης. Η αναχρηματοδότηση υφιστάμενου δανείου ή αναπροσαρμογή των όρων αυτού δεν επιτρέπεται να βλάπτει τα δικαιώματα των υφιστάμενων ομολογιούχων, ούτε να επιφέρει την υποβάθμιση της αξιολόγησης του ομολογιακού δανείου (παρ.11). Στις μεταβιβασθείσες ή μεταβιβαστέες απαιτήσεις, με την επιφύλαξη της παραγράφου 18, δεν επιτρέπεται να συσταθεί ενέχυρο ή άλλο βάρος. Αν μεταβιβαζόμενη απαίτηση απαρτίζεται με υποθήκη ή προσημείωση υποθήκης ή ενέχυρο ή άλλο παρεπόμενο δικαίωμα ή προνόμιο, το οποίο έχει υπoβληθεί σε δημοσιότητα με καταχώριση σε δημόσιο βιβλίο ή αρχείο, για τη σημείωση της μεταβολής του δικαιούχου αρκεί η καταχώριση της βεβαίωσης της καταχώρισης στο δημόσιο βιβλίο του άρθρου 3 του ν. 2844/2000 και η μνεία σε περίληψη του εμπράγματου βάρους, του παρεπόμενου δικαιώματος ή του προνομίου. Από την καταχώριση για κάθε ενέχυρο σε σχέση με τις τιτλοποιούμενες απαιτήσεις επέρχονται τα αποτελέσματα των άρθρων 39 και 44 του ν.δ. 17.7/13.08.1923 (παρ.12). Η πώληση και η μεταβίβαση απαιτήσεων σύμφωνα με το άρθρο αυτό, συμπεριλαμβανομένων των απαιτήσεων από τραπεζικά δάνεια και πιστώσεις πάσης φύσεως, κατά κεφάλαιο, τόκους και λοιπά έξοδα, δεν μεταβάλλει την ουσιαστική, δικονομική και φορολογική φύση των μεταβιβαζόμενων απαιτήσεων και των σχετικών δικαιωμάτων, όπως ίσχυαν αυτά πριν από τη μεταβίβαση σύμφωνα με τις κατά περίπτωση εφαρμoστέες διατάξεις. Ειδικά προνόμια που ισχύουν υπέρ του μεταβιβάζοντος διατηρούνται και ισχύουν υπέρ της εταιρείας ειδικού σκοπού. Στα ειδικό προνόμια του προηγούμενου εδαφίου περιλαμβάνονται και τα προνόμια περί την εκτέλεση (δυνάμει του ν.δ. 17.7./13.8.1923 ή άλλης διάταξης) και εκπτώσεις και απαλλαγές από φόρους και τέλη πόσης φύσεως που ίσχυαν κατά τις κατά περίπτωση εφαρμoστέες διατάξεις στο πρόσωπο του μεταβιβάζοντος αναφορικά με την επιδίωξη των μεταβιβαζόμενων απαιτήσεων και την ενάσκηση κάθε σχετικού δικαιώματος (παρ.13). Με σύμβαση που συνάπτεται εγγράφως η είσπραξη και εν γένει διαχείριση των μεταβιβαζόμενων απαιτήσεων μπορεί να ανατίθεται σε πιστωτικό ή χρηματοδοτικό ίδρυμα, που παρέχει νομίμως υπηρεσίες σύμφωνα με το σκοπό του στον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο, στον μεταβιβάζοντα ή και σε τρίτο, εφόσoν ο τελευταίος είτε είναι εγγυητής των μεταβιβαζόμενων απαιτήσεων είτε ήταν επιφορτισμένος με τη διαχείριση ή την είσπραξη των απαιτήσεων πριν τη μεταβίβασή τους στον αποκτώντα. Αν η εταιρεία ειδικού σκοπού δεν εδρεύει στην Ελλάδα και οι μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις είναι απαιτήσεις κατά καταναλωτών πληρωτέες στην Ελλάδα, τα πρόσωπα στα οποία ανατίθεται η διαχείριση πρέπει να έχουν εγκατάσταση στην Ελλάδα. Σε περίπτωση υποκατάστασης του διαχειριστή, ο υποκατάστατος ευθύνεται αλληλεγγύως και εις ολόκληρου με τον διαχειριστή (παρ.14). Ο διαχειριστής των μεταβιβαζόμενων απαιτήσεων σύμφωνα με την προηγούμενη παράγραφο υποχρεούται να καταθέτει, αμέσως με την είσπραξή τους, το προϊόν των τιτλοποιούμενων απαιτήσεων, υποχρεωτικά σε χωριστή έντοκη κατάθεση που τηρείται στον ίδιο, εφόσον είναι πιστωτικό ίδρυμα, διαφορετικά σε πιστωτικό ίδρυμα που δραστηριοποιείται στον Ευρωπαϊκό Οικονομικό χώρο. Στην κατάθεση γίνεται ειδική μνεία ότι αυτή αποτελεί χωριστή περιουσία διακριτή από την περιουσία του διαχειριστή και του πιστωτικού ιδρύματος στο οποίο κατατίθεται. Κάθε εμπράγματη ασφάλεια που παρέχεται για λογαριασμό των ομολογιούχων, τα κεφάλαια, που εισπράττει ο διαχειριστής για λογαριασμό τους ή οι κινητές αξίες που κατατίθενται σε αυτόν, δεν υπόκεινται σε κατάσχεση, συμψηφισμό ή άλλου είδους δέσμευση από τον ίδιο ή τους δανειστές του ούτε περιλαμβάνονται στην πτωχευτική περιουσία του. (παρ.15). Στο δημόσιο βιβλίο του άρθρου 3 του ν. 2844/2000 της έδρας του μεταβιβάζοντος σημειώνεται η σύμφωνα με την παράγ. 14 ανάθεση της διαχείρισης και κάθε σχετική μεταβολή (παρ.16). Τα ποσό που προκύπτουν από την είσπραξη των απαιτήσεών που μεταβιβάζονται και οι αποδόσεις της κατάθεσης που αναφέρονται στην παράγρ. 15 διατίθενται για την εξόφληση των εκδιδόμενων ομολογιών, κατά, κεφάλαιο, τόκους, έξοδα, φόρους και πάσης φύσεως δαπάνες, καθώς και των λειτουργικών δαπανών της εταιρείας ειδικού σκοπού και των απαιτήσεων κατ` αυτής, όπως ορίζεται στους όρους του ομολογιακού δανείου και του προγράμματος (παρ.17). Επί των μεταβιβαζόμενων απαιτήσεων και της κατάθεσης που αναφέρεται στην παράγραφο 15 υφίσταται νόμιμο ενέχυρο υπέρ των ομολογιούχων και των λοιπών δικαιούχων σύμφωνα με την προηγούμενη παράγραφο, με την καταχώριση της κατά την παράγραφο 1 σύμβασης στο δημόσιο βιβλίο του άρθρου 3 του ν. 2844/2000. Οι απαιτήσεις για τις οποίες υπάρχει το νόμιμο ενέχυρο κατατάσσονται πριν από τις απαιτήσεις του άρθρου 975 ΚΠολΔ, εκτός εάν ορίζεται διαφορετικό στους όρους του δανείου…(παρ.18). Από της καταχωρίσεως, το κύρος της πώλησης και μεταβίβασης της παραγράφου 1, των παρεπόμενων προς τις μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις δικαιωμάτων και του νομίμου ενεχύρου, δεν θίγεται από την επιβολή οποιουδήποτε συλλογικού μέτρου ικανοποίησης των πιστωτών, που συνεπάγεται την απαγόρευση ή τον περιορισμό της εξουσίας διάθεσης των περιουσιακών στοιχείων του μεταβιβάζοντος της εταιρείας ειδικού σκοπού ή τρίτου εγγυοδότη ή δικαιούχου παρεπόμενου δικαιώματος ή του προσώπου που αναλαμβάνει την είσπραξη και διαχείριση των μεταβιβαζόμενων απαιτήσεων, ούτε από την υποβολή σχετικής αίτησης κατ` αυτών. Το ίδιο ισχύει και όταν πρόκειται για μελλοντικές απαιτήσεις, η γένεση των οποίων επέρχεται μετά την επιβολή του συλλογικού μέτρου ή την υποβολή της σχετικής αίτησης” (παρ.19).  Περαιτέρω, σύμφωνα με την υπ` αρ. 161338/2003 ΥΑ του Υπουργού Δικαιοσύνης (ΦΕΚ Β` 1688/2003) “Καθορισμός εντύπου δημοσίευσης συμβάσεων του άρθρου 10 παρ. 8 του ν. 3156/2003”, η οποία καταργήθηκε με την υπ` αρ. 20783/2020 ΥΑ του Υπουργού Δικαιοσύνης (ΦΕΚ Β` 4944/09.11.2020), αλλά εφαρμόζεται κατά τον κρίσιμο χρόνο, “Οι προβλεπόμενες από το άρθρο αυτό συμβάσεις, συντάσσονται σε έντυπο, το οποίο εκτυπώνεται σε λευκό χαρτί γραφής 100 γραμμαρίων και αποτελείται από ένα φύλλο. Το φύλλο έχει διαστάσεις 42 εκατοστά (πλάτος) επί 29,7 εκατοστά (μήκος) και διαιρείται σε δύο ημίφυλλα. Στην πρώτη σελίδα του εντύπου αναγράφονται: 1) τα στοιχεία των συμβαλλομένων, 2) οι όροι της σύμβασης (το νόμισμα και ποσό του τιμήματος αγοράς, ημερομηνία υπογραφής της σύμβασης πώλησης, εφαρμοστέο δίκαιο και δικαιοδοσία και λοιποί ουσιώδεις όροι), 3) Ο τύπος των μεταβιβαζόμενων επιχειρηματικών απαντήσεων (γενική περιγραφή της επιχειρηματικής απαίτησης και νόμισμα). Στη δεύτερη σελίδα του εντύπου αναγράφονται: το οφειλόμενο κεφάλαιο ανά επιχειρηματική απαίτηση και ανά σύνολο, τα ονοματεπώνυμα και δ/νσεις των οφειλετών και εγγυητών και οι παρεπόμενες εμπράγματες και ενοχικές απαιτήσεις. Στην ίδια σελίδα τίθενται επίσης η ημερομηνία και οι υπογραφές των συμβαλλομένων και η θεώρηση αυτών. Στην τρίτη σελίδα του εντύπου καταχωρίζονται οι τυχόν μεταβολές των συμβάσεων αυτών. Το αναλυτικό περιεχόμενο κάθε σελίδας με τις οικείες υποσημειώσεις εμφαίνεται στα προσαρτημένα στο παράρτημά της παρούσας απόφασης υποδείγματα”. H νομοθετική ρύθμιση του άρθρου 10 του Ν. 3156/2003 κρίθηκε απαραίτητη για τον εκσυγχρονισμό των χρηματοδοτικών τεχνικών στην Ελλάδα προς όφελος των ελληνικών επιχειρήσεων και της οικονομίας όπως ρητά αναφέρεται και στην οικεία εισηγητική έκθεση. Ειδικότερα με το άρθρο αυτό προβλέπεται ρύθμιση για την τιτλοποίηση απαιτήσεων, που αποτελούν έναν ιδιαίτερα διαδεδομένο τρόπο χρηματοδότησης στην αλλοδαπή, καλύπτοντας κατ` αρχήν απαιτήσεις από στεγαστικά δάνεια και στη συνέχεια πάσης φύσεως επιχειρηματικές απαιτήσεις (π.χ. απαιτήσεις μιας τράπεζας από δάνεια που αποτελούν μια από τις πλέον διαδεδομένες περιπτώσεις τιτλοποιήσεων διεθνώς). Στην πιο απλή μορφή της συνίσταται στην εκχώρηση απαιτήσεων από έναν ή περισσότερους τομείς δραστηριότητας μιας εταιρείας προς μία άλλη εταιρεία, που έχει ως ειδικό σκοπό την αγορά των εν λόγω απαιτήσεων έναντι τιμήματος. Από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων συνάγονται τα εξής: α) Προκειμένου να αντλήσουν περισσότερα κεφάλαια για τις χρηματοδοτικές τους ανάγκες, εμπορικές επιχειρήσεις (πιστωτικά ιδρύματα, αλλά και μεγάλες επιχειρήσεις) μπορούν να προσφύγουν στον συγκεκριμένο θεσμό μεταβιβάζοντας τις επιχειρηματικές τους απαιτήσεις λόγω πώλησης στις προς τούτο συνιστώμενες εταιρείες ειδικού σκοπού, οι οποίες ακολούθως τις “τιτλοποιούν” ενσωματώνοντάς τες σε ομολογίες που εκδίδουν, συγκεκριμένης ονομαστικής αξίας τουλάχιστον 100.000 ευρώ εκάστης, που εν συνεχεία διαθέτουν (με ιδιωτική τοποθέτηση) σε ένα περιορισμένο κύκλο προσώπων όχι άνω των 150, η δε εξόφλησή τους πραγματοποιείται από το προϊόν είσπραξης των επιχειρηματικών απαιτήσεων, που μεταβιβάζονται ή από δάνεια πιστώσεις ή συμβάσεις παραγώγων χρηματοοικονομικών μέσων. β) Η μεταβίβαση των τιτλοποιούμενων απαιτήσεων επέρχεται από μόνη την καταχώρηση της σχετικής έγγραφης σύμβασης στο δημόσιο βιβλίο του άρθρου 3 του ν. 2844/2000 (ΑΠ 909/2021), η δε καταχώρηση αυτή λογίζεται και ως αναγγελία. γ) Η είσπραξη και εν γένει διαχείριση των μεταβιβαζομένων απαιτήσεων μπορεί να ανατίθεται με έγγραφη σύμβαση εντολής/διαχείρισης από την αποκτώσα εταιρεία ειδικού σκοπού, σε πιστωτικό ή χρηματοδοτικό ίδρυμα, νομίμως λειτουργούν στον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο, στον μεταβιβάζοντα ή σε τρίτο (είτε είναι εγγυητής των εν λόγω απαιτήσεων, είτε ήταν επιφορτισμένος με τη διαχείριση ή την είσπραξή τους πριν τη μεταβίβαση), καταχωρίζεται δε και αυτή η σύμβαση (όπως και κάθε μεταβολή) στο παραπάνω δημόσιο βιβλίο(ΑΠ 909/2021). Από δε την παράλληλη και συνδυαστική εφαρμογή του Ν. 4354/2015 “Διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων κ.λ.π.”, και του άρθρου 10 του ανωτέρω Ν. 3156/2003, προκύπτει ότι οι Εταιρείες Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις (Ε.Δ.Α.Δ.Π), που προβλέπονται στον Ν. 4354/2015, έχουν την κατ` εξαίρεση νομιμοποίηση του άρθρου 2 παρ. 4 του νόμου αυτού προς άσκηση κάθε ένδικου βοηθήματος και κάθε άλλης δικαστικής ενέργειας προς είσπραξη των υπό διαχείριση απαιτήσεων, ανεξάρτητα από το ειδικότερο νομικό πλαίσιο, με βάση το οποίο συντελείται η μεταβίβαση αυτών, δηλαδή ακόμη και όταν η μεταβίβαση των απαιτήσεων και η ανάθεση της διαχείρισής τους στις εν λόγω εταιρείες συντελείται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 10 του Ν. 3156/2003 για την τιτλοποίηση των απαιτήσεων(ΟλΑΠ 1/2023). δ) Επιτρέπεται η μεταγενέστερη συμφωνία για την αναμεταβίβαση στον μεταβιβάζοντα απαιτήσεων που μεταβιβάστηκαν για σκοπούς τιτλοποίησης, για δε τη σημείωση της μεταβολής του δικαιούχου στη συγκεκριμένη περίπτωση αρκεί και πάλι η καταχώρηση στο δημόσιο βιβλίο του άνω νόμου. ε) οι εν λόγω συμβάσεις (τιτλοποίησης) συντάσσονται σε συγκεκριμένο έντυπο (όπως τούτο περιγράφεται λεπτομερώς στην προμνημονευθείσα ΥΑ 161388/2003), με αναφορά στην πρώτη σελίδα αυτού των στοιχείων των συμβαλλομένων, των ουσιωδών όρων της σύμβασης και του τύπου των μεταβιβαζομένων επιχειρήσεων, στη δεύτερη σελίδα του οφειλομένου κεφαλαίου ανά επιχειρηματική απαίτηση και ανά σύνολο με τα ονοματεπώνυμα και τις διευθύνσεις οφειλετών και εγγυητών, και τις παρεπόμενες εμπράγματες και ενοχικές απαιτήσεις και τέλος στην τρίτη σελίδα των τυχόν μεταβολών των συμβάσεων αυτών, μεταξύ των οποίων και οι προαναφερόμενες, κατόπιν “αποτιτλοποίησης – αποχαρακτηρισμού των δανείων”, όρος που καθιερώθηκε κατά τη διαδικασία επαναμεταβίβασης στον αρχικό δικαιούχο των εκχωρηθεισών προς τιτλοποίηση απαιτήσεων από τις εν λόγω δανειακές συμβάσεις, ο οποίος και χρησιμοποιείται κατά την καταχώρισή τους στο δημόσιο βιβλίο του άρθρου 3 ν. 2844/2000 (ΑΠ 909/2021). στ) Από την διάταξη της παρ. 6 εδ. τελευταίο του ανωτέρω άρθρου 10, που ορίζει ότι για την μεταβίβαση της τιτλοποιούμενης απαίτησης εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 455 επ. ΑΚ για την εκχώρηση απαιτήσεως, εφόσον αυτές δεν αντίκεινται στις διατάξεις του νόμου αυτού, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 455, 458, 460, 462 και 463 ΑΚ, προκύπτει ότι και στην περίπτωση της με εκχώρηση μεταβίβασης απαιτήσεων προς τιτλοποίηση, κατά το ανωτέρω άρθρο, η απαίτηση του μεταβιβάζοντος-εκχωρητή μεταβιβάζεται όπως είναι στην εκδοχέα-εταιρεία ειδικού σκοπού, η οποία καθίσταται δανειστής και ασκεί στο δικό της όνομα τις αγωγές τις οποίες μπορούσε και ο εκχωρητής να ασκήσει προς ικανοποίησή του, μη δυνάμενη μόνο να επικαλεστεί προνόμια συνδεόμενα προς το πρόσωπο του εκχωρητή-δανειστή, ο δε οφειλέτης οφείλει να εκπληρώσει την παροχή κατά την έκταση και κατά τον τρόπο, τόπο και χρόνο που υποχρεούτο να εκπληρώσει αυτή (παροχή) και προς τον εκχωρητή. Δηλαδή η εκχώρηση δικαιώματος έχει σαν αποτέλεσμα τη συμμεταβίβαση όλων των παρεπομένων δικαιωμάτων (μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και η υποθήκη, που τυχόν ασφαλίζει την μεταβιβασθείσα απαίτηση) με παρακολουθηματικό τρόπο, δηλαδή χωρίς να χρειάζεται να γίνει ιδιαίτερη μνεία αυτών. Επομένως, από και δια της αναγγελίας της εκχώρησης, η οποία, όπως προαναφέρθηκε, στην περίπτωση του ανωτέρω άρθρου 10 Ν. 3156/2003 συντελείται με μόνη την καταχώρηση σε περίληψη, που περιέχει τα προαναφερθέντα ουσιώδη στοιχεία της σύμβασης μεταβίβασης, στο ανωτέρω βιβλίο, η εκδοχέας γίνεται, κυρία της εκχωρηθείσας απαίτησης, με όλα τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα που συνδέονται αναπόσπαστα με τη φύση της απαίτησης, χωρίς βελτίωση ή χειροτέρευση της προηγούμενης νομικής θέσης του οφειλέτη, ο τελευταίος δε μπορεί να αντιτάξει κατά της εκδοχέα όλες τις ουσιαστικές ενστάσεις, που του ανήκουν από την απαίτηση, κατά του εκχωρητή, εφόσον δεν συναρτώνται στενά με το πρόσωπο του τελευταίου (μη προσωποπαγείς) και εφόσον η γέννησή τους εντάσσεται σε χρόνο πριν από εκείνο της αναγγελίας (πρβλ επί εκχώρησης κατά τις κοινές διατάξεις ΑΠ 1074/2022, ΑΠ 1109/2020). Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 925 παρ. 1 του ΚΠολΔ, o καθολικός ή ειδικός διάδοχος του δικαιούχου οφείλει να κοινοποιήσει στον καθ` ου η εκτέλεση επιταγή προς εκτέλεση και τα νομιμοποιούντα αυτόν έγγραφα. Η υποχρέωση αυτή επιβάλλεται τόσο για την έναρξη, όσο και για τη συνέχιση της υπό του δικαιοπαρόχου αρξάμενης εκτέλεσης, είναι δε ανεξάρτητη και πρέπει να γίνεται ακόμα και όταν o καθ` ου η εκτέλεση έλαβε με άλλο τρόπο γνώση της διαδοχής. Ως νομιμοποιούντα τo διάδοχο έγγραφα νοούνται τα αποδεικνύοντα τη διαδοχή και πρέπει να κοινοποιούνται, είτε αυτά είναι δημόσια είτε ιδιωτικά. Η παράβαση του άρθρου 925 παρ. 1 ΚΠολΔ συνεπάγεται ακυρότητα της εκτέλεσης ανεξαρτήτως βλάβης, δεδομένου ότι η φράση του νόμου “δεν δύναται να αρχίσει ή να συνεχίσει την αναγκαστική εκτέλεση” είναι ισοδύναμη με την απειλή ακυρότητας. Ως προς την υποχρέωση ειδικότερα συγκοινοποίησης των νομιμοποιητικών εγγράφων και στην περίπτωση της καθολικής διαδοχής, με δεδομένη τη συνθετότητα και την ποικιλία των επιμέρους πράξεων, από τις οποίες απαρτίζεται αυτή, άρα και των αντιστοίχων εγγράφων, που την πιστοποιούν, η απαίτηση συγκοινοποίησης στον καθ` ου η εκτέλεση οφειλέτη, στο πλαίσιο της ρύθμισης του άρθρου 925 παρ. 1 ΚΠολΔ, όλων των εγγράφων που απαιτεί ο νόμος για τη συντέλεσή της, εκτός του ότι δεν συμπορεύεται με το πνεύμα της ρύθμισης του ανωτέρω άρθρου 925 παρ. 1 ΚΠολΔ, είναι και ιδιαιτέρως πολυτελής, εξόχως δαπανηρή, αλλά και παρεμβάλλει σοβαρά εμπόδια, δυσχεραίνοντας αδικαιολογήτως την πρόσβαση των δανειστών στην εκτελεστική διαδικασία. Η αναγκαστική εκτέλεση βάζει μεν συνήθως τον τύπο πριν από την ουσία, όχι, όμως, σε βαθμό που εγγίζει τα όρια της κατάχρησης. Κατ` ανάγκη λοιπόν, όπως άλλωστε υποδεικνύει η ίδια η ρύθμιση του νόμου, πρέπει να επιλεγούν εκείνα μόνο τα έγγραφα, που αποδεικνύουν την συντέλεση της καθολικής διαδοχής και συνεπώς στοιχειοθετούν τη νομιμοποίηση του καθολικού διαδόχου (πρβλ επί καθολικής διαδοχής σε περίπτωση συγχώνευσης ανωνύμων εταιρειών ΑΠ 1343/2022, ΑΠ 345/2006). Αντίστοιχα στην ανωτέρω περίπτωση ειδικής διαδοχής του δικαιούχου τιτλοποιούμενης απαίτησης με σύμβαση μεταβίβασης αυτής από την μεταβιβάζουσα επιχείρηση στην αποκτώσα εταιρεία ειδικού σκοπού, κατά τους ορισμούς του άρθρου 10 του Ν. 3156/2003, εφόσον τα αποτελέσματα της μεταβίβασης επέρχονται αυτοδικαίως εκ του νόμου και χωρίς άλλη διατύπωση και έναντι τρίτων και ιδίως του οφειλέτη της απαίτησης, από την καταχώριση της σύμβασης μεταβίβασης σε περίληψη στο δημόσιο βιβλίο του άρθρου 3 του ν. 2844/2000, με το ειδικότερο περιεχόμενο, που καθορίζεται στην υπ` αρ. 161338/2003 ΥΑ του Υπουργού Δικαιοσύνης, είναι προφανές ότι, αφενός η νομιμοποίηση της αποκτώσας εταιρίας αρχίζει ακριβώς από τότε, όπως από την καταχώρηση στο ίδιο αυτό βιβλίο της σύμβασης ανάθεσης της διαχείρισης των μεταβιβασθεισών απαιτήσεων σε Εταιρεία Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις (Ε.Δ.Α.Δ.Π), που προβλέπεται στον Ν. 4354/2015, αρχίζει και η νομιμοποίηση της τελευταίας να αρχίσει ή να συνεχίσει την αναγκαστική εκτέλεση ως διαχειρίστρια της αποκτηθείσας από την εταιρεία ειδικού σκοπού απαίτησης και αφετέρου ότι τα έγγραφα, που πιστοποιούν τις ανωτέρω πράξεις και ολοκληρώνουν τη μεταβίβαση και την ανάθεση της διαχείρισης, είναι τα μόνα κρίσιμα, τα οποία θα πρέπει να συγκοινοποιούνται στον οφειλέτη με την επιταγή εκτέλεσης, η δε κοινοποίηση των εγγράφων αυτών είναι αρκετή και ανταποκρίνεται πλήρως στη νομοτυπική μορφή των εγγράφων που αξιώνει το άρθρο 925 παρ. 1 ΚΠολΔ. Όλα τα υπόλοιπα σχετικά έγγραφα, στα οποία περιλαμβάνεται και η ίδια η σύμβαση μεταβίβασης της τιτλοποιούμενης απαίτησης, όση σπουδαιότητα και σοβαρότητα και αν παρουσιάζουν για τη διαδικασία της μεταβίβασης καθ` εαυτήν, δεν αποτελούν αναγκαία έγγραφα για την απόδειξη της νομιμοποίησης της επισπεύδουσας την αναγκαστική εκτέλεση (ΑΠ 739/2024, ΑΠ 909/2021, ΕφΘεσ 177/2022 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Με τον δεύτερο λόγο ανακοπής, που επαναφέρεται με τον δεύτερο λόγο εφέσεως οι ανακόπτοντες  προβάλλουν τον ισχυρισμό  ότι η καθ’ης η ανακοπή, κατά την υποβολή αίτησης προς έκδοση της προσβαλλόμενης διαταγής  πληρωμής δεν απέδειξε  την ενεργητική της νομιμοποίηση προς τούτο, διότι    προσκόμισε  αποσπάσματα μονον των δημοσιεύσεων στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών των συμβασεων πώλησης και διαχείρισης της επίδικης απαίτησης καθώς και αποσπάσματα του παραρτήματος, ενώ θα έπρεπε να κατατεθούν ολόκληρες οι συμβάσεις, προκειμένου να αποδειχθεί  ότι η επιδικη απαίτηση περιλαμβάνεται στις μεταβιβασθείσες απαιτήσεις και στην ανατεθείσα διαχείριση  προς την εφεσίβλητη από  την εταιρεία αποκτήσεως « …….».   Από όλα τα έγγραφα που επικαλούνται  και προσκομίζουν οι διάδικοι, τα οποία λαμβάνονται υπόψη είτε προς άμεση απόδειξη (άρθρα 432 επ. ΚΠολΔ) είτε για την συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (άρθρα 336 § 3, 339, 395 ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά  περιστατικα: Δυνάμει της υπ’ αριθ. ……./7-11-2007 σύμβασης στεγαστικού δανείου  (όπως τροποιήθηκε με την από 28.4.2009 τροποποιητική σύμβαση ) που καταρτίστηκε μεταξύ της τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «………….»  και της πρώτης ανακόπτουσας και ήδη  πρώτης εκκαλούσας  χορηγήθηκε σε αυτην τοκοχρεολυτικό στεγαστικό  δάνειο ύψους 450.000 ευρώ,  για την εκπλήρωση των όρων του οποίου εγγυήθηκαν  ο δεύτερος και η τρίτη των  ανακοπτόντων και ήδη εκκαλούντων. Λόγω  μη καταβολής των ληξιπρόθεσμων δόσεων  η ως άνω Τράπεζα με την από 13.1.2010 καταγγελία – εξώδικη πρόσκληση νομίμως επιδοθείσα στους ανακόπτοντες κατήγγειλε την άνω σύμβαση δανειου,  μετέφερε το κατάλοιπο των τηρηθέντων λογαριασμών  σε λογαριασμό οριστικής καθυστέρησης και κάλεσε τους ανακόπτοντες να της καταβάλουν το  ποσό των 478.725,30 ευρώ. Στην συνέχεια με την από 28.5.2010 Πρόσθετη Πράξη, την οποία συνήψε η προαναφερόμενη αρχικη δανειστρια  τράπεζα με την  πρώτη ανακόπτουσα,  έλαβε χώρα συμβατική ρύθμιση της σε οριστική καθυστέρηση οφειλής της  προς την Τράπεζα που απέρρεε από την υπ’ αριθ. ……./7.11.2007 συμβαση τοκοχρεολυτικου δανείου και την καταγγελία αυτής που έλαβε χώρα στις 13.1.2010.   Η πρώτη ανακόπτουσα, όμως,  δεν τήρησε τους όρους της  ως άνω σύμβασης-πρόσθετης πραξη ρύθμισης οφειλής καθώς καθυστέρησε την καταβολή των οφειλόμενων τοκοχρεωλυτικών δόσεων διότι δεν κατέβαλε, ως όφειλε  ποσό ύψους  1.458,29 ευρώ εναντι της δόσης 28.5.2011 και τις δόσεις 28.6.2011, 28.7.2011, 28.8.2011, 28.9.2011 και 28.10.2011 ύψους 2.142,29 ευρώ εκάστη   και έτσι η Τράπεζα  στις 9.11.2011 προέβη στην καταγγελία  της ως άνω σύμβασης- πρόσθετης πράξης ρύθμισης οφειλής και στο κλείσιμο του τηρηθέντος λογαριασμού,  κάλεσε δε τον οφειλέτη να καταβάλει το ποσό των 540.245,34 ευρώ πλέον τόκων με την από 9-11-2011 εξώδικη δήλωση-καταγγελία-πρόσκληση, νομίμως επιδοθείσα στην πρωτοφειλέτρια στις 15-11-2011 (σχ. Υπ’ αριθ.  ……../15.12.2011 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Αθηνών ……………).  Περαιτέρω  δυνάμει της από 24-6-2019 σύμβασης  μεταβίβασης τιτλοποιούμενων απαιτήσεων, διεπόμενης από τις διατάξεις   του  Ν. 3156/2003 (περίληψη της οποίας καταχωρίστηκε  στα δημόσια βιβλία του άρθρου 3 του ν. 2844/2000 του  Ενεχυροφυλακείου Αθηνών στον τόμο … με αρ. ……, με αριθμό πρωτοκόλλου …../24.6.2019),  η αρχική δανειστρια τραπεζική εταιρεία   «…………..»   μεταβίβασε λόγω πώλησης με τιτλοποίηση αυτών των απαιτήσεων σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 3156/2003 προς την εδρεύουσα στο …..  Ιρλανδίας αλλοδαπή εταιρεία ειδικού σκοπού με την επωνυμία «« ……………..»», νομίμως εκπροσωπούμενη “, επιχειρηματικές απαιτήσεις, μεταξύ των οποίων και την ένδικη απαίτηση.  Ακολούθως η ως άνω εταιρεία ειδικού σκοπού δυνάμει της από  24.6.2019 σύμβασης ανάθεσης διαχείρισης απαιτήσεων (του ν. 3156/2003) όπως νόμιμα καταχωρίστηκε στο δημόσιο βιβλίο του άρθρου 3 του Ν. 2844/2000 (στον τόμο ….. με αρ. …., με αριθμό πρωτοκόλλου …../24.6.2019) ανέθεσε αρχικά  την διαχείριση των απαιτήσεων που της μεταβιβάσθηκαν συμπεριλαμβανομένης και της επίδικης απαιτήσεως στην μεταβιβάσασα Τράπεζα. Στη συνέχεια, με την από 20-3-2020 απόφαση του Τμήματος Ασφαλιστικών ΑΕ και Χρηματοδοτικών Ιδρυμάτων της Δ/νσης Εταιρειών Υπουργείου Ανάπτυξης και Επενδύσεων, η οποία καταχωρίστηκε στο Γ.Ε.ΜΗ στις 20-3-2020 με αριθμό ……, εγκρίθηκε η διάσπαση με απόσχιση του κλάδου της τραπεζικής δραστηριότητας της αρχικής δανείστριας  Τράπεζας με σύσταση νέας εταιρείας με την επωνυμία ” ………….” (Επωφελούμενη).  Με τον τρόπο αυτό η ” ………” υποκαταστάθηκε στα δικαιώματα της αρχικής δανείστριας  Τράπεζας ως καθολική διάδοχος αυτής, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 16 Ν. 2515/1997, καθώς και 57 και 70 Ν. 4601/2019. Κατόπιν αυτής της μεταβολής η εταιρεία ειδικού σκοπού “«« …………..»” με την από 30-3-2020 σύμβαση διαχείρισης, περίληψη της οποίας καταχωρίστηκε στα ως άνω δημόσια βιβλία στις 29-4-2020, (στον τόμο …., με αύξ. αριθ. …. και αρ. πρωτ. …./29.4.2020) ανέθεσε τη διαχείριση των απαιτήσεων στην ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία ” ……….», η οποία έχει λάβει άδεια από την Τράπεζα της Ελλάδος, σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 4354/2015, δυνάμει της 220/1/13-3-2017 απόφασης της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων (ΦΕΚ Β αριθ. 880/16-3-2017) και η οποία, με την από 5-6-2020 απόφαση της Έκτακτης Γενικής Συνέλευσης των μετόχων της, άλλαξε την επωνυμία της σε “«……………» ήδη εφεσίβλητη. Ενόψει των ανωτέρω, η εφεσίβλητη ανώνυμη εταιρεία, στην οποία, δυνάμει της προαναφερόμενης σύμβασης διαχείρισης ανατέθηκε από την εταιρεία απόκτησης « ………..» η διαχείριση της επίδικης απαίτησης, με βάση τις διατάξεις του άρθρου 10 παρ. 4 του Ν. 3156/2003, δικαιούται να ασκήσει, κατ` εξαίρεση νομιμοποιούμενη ως μη δικαιούχος διάδικος, κάθε ένδικο βοήθημα, που κατατείνει στην είσπραξη της ένδικης υπό διαχείριση απαίτησης.  Ακολούθως η ως άνω διαχειρίστρια εταιρεία ενεργώντας ως μη δικαιούχος διάδικος αιτήθηκε την έκδοση διαταγής πληρωμής και εξεδόθη η ανακοπτόμενη διαταγής πληρωμής, με την οποία υποχρεώθηκαν η πρωτοφειλέτρια και οι εγγυητές  να καταβάλουν το ποσό των 200.000, 000 ευρώ πλέον νομίμως τόκων και εξόδων. Ακριβές επικυρωμένο φωτοτυπικό αντίγραφο από πρώτο εκτελεστό απόγραφο της εν λόγω διαταγής πληρωμής επιδόθηκε από την  καθ’ης η ανακοπή  στην πρωτοφειλέτρια και στους εγγυητές στις 31-5-2023 με την από 26-5-2023 επιταγή προς πληρωμή.  Από τα αυτά ως αποδεικτικά μέσα   αποδεικνύεται ότι η καθ’ης κατά την  υποβολή της από 10-12-2012 αίτησής της  προς έκδοση της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, προσκόμισε όλα τα ανωτέρω αναφερομενα έγγραφα, που αποδεικνύουν την μεταβίβαση της ένδικης απαίτησης στην ως άνω αλλοδαπή εταιρεία ειδικού σκοπού « …………» και την ανάθεση της διαχείρισης αυτής στην καθ’ης η ανακοπή και ήδη εφεσίβλητη. Ειδικότερα προσκομίσθηκαν,μεταξύ των λοιπών νομιμοποιητικών εγγράφων   1. Αντίγραφο από το Ενεχυροφυλακείο Αθηνών αποσπάσματος της υπ’ αριθ. Πρωτ. ……/24.6.2019 σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης επιχειρηματικών  απαιτήσεων που εχει εγγραφεί στα βιβλία του ν. 2844/2000 του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών στον τόμο … με αριθμό …  2. Αντίγραφο από το Ενεχυροφυλακείο Αθηνών αποσπάσματος της υπ’ αριθ. …../24.6.2019 σύμβασης διαχείρισης επιχειρηματικών απαιτήσεων που εχει εγγραφεί στα βιβλία του ν. 2844/2000 του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών στον τόμο … με αριθμό …, 3. Αντίγραφο  από το Ενεχυροφυλακείο Αθηνών της με αριθ. Πρωτ. …./29.4.2020 σύμβασης διαχείρισης επιχειρηματικών απαιτήσεων που εχει εγγραφεί στα βιβλία του ν. 2844/2000 του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών στον τόμο … με αριθμό …. , 4. Αντίγραφο  από το Ενεχυροφυλακείο Αθηνών της με αριθ. Πρωτ. …./29.4.2020 σύμβασης διαχειρισης επιχειρηματικών απαιτήσεων που εχει εγγραφεί στα βιβλία του ν. 2844/2000 του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών στον τόμο … με αριθμό …. , 5. Το υπ’ αριθ. 880/16-3-2017 ΦΕΚ αναφορικά με την παροχή αδείας για την διαχείριση απαιτήσεως στην …………………, σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 4354/2015, 6. Αντίγραφο της υπ’ αριθ. Πρωτ. …../10.6.2020 ανακοίνωσης Γ.Ε.Μ.Η. της καταχωρισης της υπ’ αριθ. 6104/10.6.2020 αποφασης της Υπηρεσίς του Γ.Ε.Μ.Η. του Επιμελητηρίου Αθηνών,  με την οποία εγκρίθηκε η τροποποίηση του καταστατικού  της εταιρείας «…………..» με την από 5.6.2020 αποφαση της Έκτακτης Γενικής Συνέλευσης των μετοχων της και η αλλαγή της επωνυμίας της σε  “«………..».  Τα ανωτέρω  αναφερόμενα έγγραφα που προσκομίσθηκαν για την έκδοση της διαταγής πληρωμής (και κοινοποιήθηκαν για την έναρξη της αναγκαστικής εκτέλεσης) από την  εφεσίβλητη  εταιρεία διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις, στην οποία είχε νομίμως ανατεθεί από την  εταιρεία ειδικού σκοπού « ……………» η είσπραξη και διαχείριση της ένδικής απαίτησης, ήταν αρκετά για να αποδείξουν, κατά τα άρθρα 919 και 925 ΚΠολΔ, αφενός ότι η « ………………….» κατέστη ειδικός διάδοχος της απαίτησης της αρχικής δικαιούχου «…………………», αφού η τελευταία είχε μεταβιβάσει με εκχώρηση λόγω πωλήσεως, κατά το άρθρο 10 του Ν.3156/2003, την ένδικη κατά του πρωτοφειλέτη απαίτησή της και η μεταβίβαση αυτή είχε καταχωρηθεί νόμιμα κατά τα αναγκαία και ουσιώδη στοιχεία της σε περίληψη στο ειδικό βιβλίο του άρθρου 3 Ν. 2844/2000,(η καταχώρηση δε αυτή,  επέχει θέση αναγγελίας της εκχώρησης), αφετέρου δε ότι η εφεσίβλητη  ήταν νομίμως αδειοδοτηθείσα κατά τον Ν. 4354/2015 εταιρεία διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις, στην οποία η « ……………..», εκδοχέας της απαίτησης, είχε αναθέσει, με σύμβαση που επίσης καταχωρήθηκε στο ανωτέρω βιβλίο, την είσπραξη και διαχείριση της απαίτησης, με συνέπεια να νομιμοποιείται αυτή (εφεσίβλητη) να αιτηθεί την έκδοση διαταγής πληρωμής και να αρχίσει την ένδικη αναγκαστική εκτέλεση, χωρίς να απαιτείται, σύμφωνα με τη μείζονα σκέψη, να κοινοποιήσει και το συνολικό κείμενο της σύμβασης μεταβίβασης, και της σύμβασης ανάθεσης της διαχείρισης. Στην περίπτωση ειδικής διαδοχής του δικαιούχου τιτλοποιούμενης απαίτησης με σύμβαση μεταβίβασης αυτής από την μεταβιβάζουσα επιχείρηση στην αποκτώσα εταιρεία ειδικού σκοπού, κατά τους ορισμούς του άρθρου 10 του Ν. 3156/2003, εφόσον τα αποτελέσματα της μεταβίβασης επέρχονται αυτοδικαίως εκ του νόμου και χωρίς άλλη διατύπωση και έναντι τρίτων και ιδίως του οφειλέτη της απαίτησης, από την καταχώριση της σύμβασης μεταβίβασης σε περίληψη στο δημόσιο βιβλίο του άρθρου 3 του ν. 2844/2000, με το ειδικότερο περιεχόμενο, που καθορίζεται στην υπ` αρ. 161338/2003 ΥΑ του Υπουργού Δικαιοσύνης, είναι προφανές ότι, αφενός η νομιμοποίηση της αποκτώσας εταιρίας αρχίζει ακριβώς από τότε, όπως από την καταχώρηση στο ίδιο αυτό βιβλίο της σύμβασης ανάθεσης της διαχείρισης των μεταβιβασθεισών απαιτήσεων σε Εταιρεία Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις (Ε.Δ.Α.Δ.Π), που προβλέπεται στον Ν. 4354/2015, αρχίζει και η νομιμοποίηση της τελευταίας να αρχίσει ή να συνεχίσει την αναγκαστική εκτέλεση ως διαχειρίστρια της αποκτηθείσας από την εταιρεία ειδικού σκοπού απαίτησης και αφετέρου ότι τα έγγραφα, που πιστοποιούν τις ανωτέρω πράξεις και ολοκληρώνουν τη μεταβίβαση και την ανάθεση της διαχείρισης, είναι τα μόνα κρίσιμα, τα οποία θα πρέπει να συγκοινοποιούνται στον οφειλέτη με την επιταγή εκτέλεσης, η δε κοινοποίηση των εγγράφων αυτών είναι αρκετή και ανταποκρίνεται πλήρως στη νομοτυπική μορφή των εγγράφων που αξιώνει το άρθρο 925 παρ. 1 ΚΠολΔ. Όλα τα υπόλοιπα σχετικά έγγραφα, στα οποία περιλαμβάνεται και η ίδια η σύμβαση μεταβίβασης της τιτλοποιούμενης απαίτησης και η σύμβαση αναθεσης της διαχείρισης, όση σπουδαιότητα και σοβαρότητα και αν παρουσιάζουν για τη διαδικασία της μεταβίβασης καθ` εαυτήν, δεν αποτελούν αναγκαία έγγραφα για την απόδειξη της νομιμοποίησης της επισπεύδουσας την αναγκαστική εκτέλεση.  Τα έγγραφα που νομιμοποιούν, συνεπώς,  την εταιρεία που ανέλαβε την διαχείριση των μεταβιβασθεισών απαιτήσεων είναι η καταχώριση σε περίληψη που περιέχει τα ουσιώδη στοιχεία των συμβάσεων μεταβίβασης και ανάθεσης της διαχείρισης, σύμφωνα με το αρ. 3 του ν. 2844/2000, ήτοι η δημοσίευση του εντύπου που καθορίσθηκε με την υπ’ αριθ. 161/338/2003 απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης στο ενεχυροφυλακείο του τόπου κατοικίας ή της έδρας του μεταβιβάζοντος, με το σχετικό αποσπασμα των μεταβιβαζομενων απαιτήσεων απ’ οπου φαίνεται η καταχώριση της μεταβίβασης της απαίτησης του καθ’ ου η εκτέλεση.  Υπό  την συνδυασμένη ερμηνεία των διατάξεων 10 παρ. 8-9, 14 και 16 του ν. 3156/2003 συνάγεται  ότι για την επελευση των εννόμων αποτελεσμάτων τοσο της μεταβιβασης, όσο και της ανάθεσης διαχείρισης αρκεί η ολοκλήρωση της καταχώρισης περίληψης στο δημόσιο βιβλίο του άρθρου 3 Ν. 2844/2000, χωρίς να απαιτείται κάποια επιπλεον διατύπωση. Εν προκειμένω η εφεσίβλητη  προσκομισε κατά την υποβολή της αίτησης προς έκδοση της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής άπαντα τα απολύτως αναγκαία για την συγκεκριμενη μεταβίβαση και αναθεση διαχείρισης  έγγραφα,  που αποδεικνύουν την διαχειριστική της εξουσία, ως αυτά μνημονεύθηκαν ανωτέρω και ειδικότερα τις δημοσιεύσεις σε περίληψη των συμβασεων μεταβίβασης και ανάθεσης της διαχείρισης, με το σχετικό αποσπασμα των μεταβιβαζομένων απαιτήσεων στο οποιο φαίνεται η καταχώριση της μεταβίβασης της απαίτησης του καθ’ου η εκτέλεση. Εφόσον οι περιλήψεις των προαναφερομένων συμβάσεων μεταβίβασης της απαίτησης και ανάθεσης της διαχείρισης  έχουν καταχωρισθεί στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών και δεδομένου ότι με την ως άνω καταχώριση  έχουν νομίμως συντελεσθεί η μεταβίβαση της επίδικης απαίτησης και η εν συνεχεία ανάθεση της διαχείρισής της στην εφεσίβλητη, κατά τα προεκτεθέντα,  δεν απαιτείται να προσκομισθούν κατά την υποβολή της αίτησης της διαταγής πληρωμης και να συγκοινοποιηθούν με την επιταγή  ολόκληρα τα κειμενα  των ως άνω συμβάσεων. Επομένως, ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Ως εκ τούτου, η προσβαλλόμενη απόφαση που έκρινε ομοίως και απέρριψε τον ανωτέρω λόγο ανακοπής ως αβάσιμο με παρόμοιες  αιτιολογίες, οι οποίες, όπου κρίνεται αναγκαίο, αντικαθίστανται και συμπληρώνονται παραδεκτά, κατ` άρθρο 534 ΚΠολΔ, με την παρούσα, δεν έσφαλε, όσα δε περί  του αντιθέτου υποστηρίζονται με τον ως άνω λόγο εφέσεως είναι αβάσιμα και απορριπτέα.

Περαιτέρω, όσον αφορά  ισχυρισμό των ανακοπτόντων ότι οι ανακοπτόμενες πράξεις πρέπει να ακυρωθούν διότι  σε κάθε περίπτωση δεν τηρήθηκαν προ της πωλήσεως του επίδικου δανείου οι διατυπώσεις του άρθρου 3 παρ.2 του ν. 4354/2015, ήτοι της προηγούμενης και προ της πωλήσεως του επίδικου δανείου έγγραφης, εξώδικης πρόσκλησης των ανακοπτόντων περί διακανονισμού της οφειλης λεκτέα τα εξής: Σύμφωνα με το άρθρο 3 παρ.2 του ν. 4354/2015 ορίζεται ότι « 2. Αναγκαία προϋπόθεση για να προσφερθούν προς πώληση οι απαιτήσεις των πιστωτικών ή χρηματοδοτικών ιδρυμάτων από μη εξυπηρετούμενα δάνεια “, εφόσον ο δανειολήπτης είναι καταναλωτής κατά την έννοια του άρθρου 1α του ν. 2251/1994,” είναι να έχει προσκληθεί με εξώδικη πρόσκληση ο δανειολήπτης και ο εγγυητής μέσα σε δώδεκα (12) μήνες πριν από την προσφορά, πριν ή μετά τη θέση σε ισχύ του παρόντος νόμου, να διακανονίσει τις οφειλές του βάσει γραπτής πρότασης κατάλληλης ρύθμισης με συγκεκριμένους όρους αποπληρωμής σύμφωνα και με τις διατάξεις του Κώδικα Δεοντολογίας (ν. 4224/2013). Εξαιρούνται από την ως άνω προϋπόθεση απαιτήσεις επίδικες ή επιδικασθείσες και απαιτήσεις κατά οφειλετών μη συνεργάσιμων κατά την έννοια της παρ. 2 του άρθρου 1 του ν. 4224/2013, όπως αυτή ισχύει».  Από την ανωτέρω διάταξη του άρθρου 3 παρ.2 του ν. 4354/2015   δεν συνάγεται ότι η παραβίαση  αυτής, ήτοι  η μη τήρηση εκ μέρους της Τράπεζας  της  εξώδικης πρόσκλησης  του δανειολήπτη και του εγγυητή  περί διακανονισμού της οφειλης  επάγεται ακυρότητα της μεταβιβασεως της απαιτήσεως.   Άλλωστε η ως άνω διάταξη δεν περιέχει απαγόρευση καταρτίσεως αυτής της δικαιοπραξίας, ώστε να εμπίπτει στην διαταξη του άρθρου 174 ΑΚ που απαγγέλει ακυρότητα.  Η μη τήρηση  της διαδικασίας που προβλέπει το ως άνω άρθρο   δεν καθιστά άνευ ετέρου άκυρη, ως αντίθετη κατά το άρθρο 174 ΑΚ σε απαγορευτική διάταξη νόμου,  την πώληση της απαιτήσεως.  Επομένως ο ως άνω λόγος ανακοπής πρέπει να απορριφθεί προεχόντως ως μη νόμιμος.  Σημειούται ότι  επί του αναλόγου θεματος της καταγγελίας  της συμβάσεως  δανείου  χωρίς   την τηρηση εκ μέρους  της  Τράπεζας της διαδικασίας,  που προβλέπει ο Κώδικας Δεοντολογίας ( Ν 4224/2013), έχει νομολογηθεί ότι  από τον σκοπό και το κείμενο του Κώδικα συνάγεται ότι τυχόν παράβαση των κανόνων που συγκροτούν τη ΔΕΚ συνεπάγεται μόνο εποπτικής φύσεως κυρώσεις και, συνεπώς, η μη τήρηση της ΔΕΚ από τα υπόχρεα ιδρύματα, δεν επιφέρει κατά την ΑΚ 174 αυτοδίκαιη ακυρότητα της πραγματοποιηθείσας καταγγελίας  (ΑΠ 323/2021 Νόμος).   Σε κάθε δε περίπτωση ο ως  άνω λόγος πρέπει να απορριφθεί και ως αβάσιμος, δεδομένου ότι  η ως άνω διάταξη  του άρθρου 3 παρ.2 του ν. 4354/2015 εφαρμόζεται επί συνεργάσιμων οφειλετων, το οποίο δεν συντρέχει εν προκειμένω. Από τα αυτά ως άνω αποδεικτικά μεσα   αποδείχθηκε, ως προεκτέθηκε, ότι  η ένδικη σύμβαση δανείου είχε καταγγελθεί από την Τράπεζα από τις 13.1.2010, λόγω μη τηρησεως των συμβατικών υποχρεώσεων εκ μέρους της πρωτοφειλέτριας.  Στην συνέχεια, με αίτημα της  πρωτοφειλέτριας, συνήφθη μεταξύ της  αρχικής δανείστριας Τράπεζας και της δανειολήπτριας  η   από 28.5.2010 Πρόσθετη Πράξη, με την οποία  έλαβε χώρα συμβατική ρύθμιση της σε οριστική καθυστέρηση οφειλής της  προς την Τράπεζα που απέρρεε από την υπ’ αριθ. ……./7.11.2007 συμβαση τοκοχρεολυτικου δανείου και την καταγγελία αυτής που είχε λάβει  χώρα στις 13.1.2010.   Η πρώτη ανακόπτουσα, όμως, δεν τήρησε και πάλι  τους όρους της  ως άνω σύμβασης-πρόσθετης πραξης ρύθμισης οφειλής διότι δεν κατέβαλε, ως όφειλε  ποσό ύψους  1.458,29 ευρώ εναντι της δόσης 28.5.2011 και τις δόσεις 28.6.2011, 28.7.2011, 28.8.2011, 28.9.2011 και 28.10.2011 ύψους 2.142,29 ευρώ εκάστη  με αποτέλεσμα  η Τράπεζα να καταγγείλει με την από 9-11-2011 εξώδικη δήλωση-καταγγελία-πρόσκληση,που επιδόθηκε στην πρωτοφειλέτρια στις 15-11-2011  την ως άνω σύμβαση- πρόσθετη πράξη ρύθμισης οφειλής και να καστατεί ληξιπρόθεσμη η απαίτηση. Ακολούθως  στις 13.10.2016, κατόπιν νέου  αιτήματος των ανακοπτόντων υπεγράφη μεταξύ τραπεζης, της  πρωτοφειλέτριας  και των  εγγυητών  νέα σύμβαση ρύθμισης της οφειλής τους, η οποια όμως εν τέλει  ανετραπη, διότι η πρώτοφειλέτρια δεν τήρησε και πάλι τους οικονομικούς όρους  της τελευταίας αυτής σύμβασης- ρύθμισης οφειλης. Επομένως το πρωτοβαθμιο Δικαστήριο που σιγή απέρριψε τον ως άνω λόγο ανακοπής, δεν έσφαλε και ο συναφής λόγος εφέσεως πρέπει να απορριφθει.

Σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 1 του Ν. 128/1975 “επιβάλλεται από το έτος 1976 εισφορά, βαρύνουσα τα πάσης φύσεως εν Ελλάδι λειτουργούντα πιστωτικά ιδρύματα, περιλαμβανομένης και της Τραπέζης της Ελλάδος, υπέρ του εν τη παραγράφω 1 του παρόντος άρθρου λογαριασμού, ανερχομένη εις ποσοστόν ένα (1) επί τοις χιλίοις ετησίως επί του ετησίου ύψους εντός εκάστου ημερολογιακού έτους μηνιαίων υπολοίπων των χορηγουμένων υπ` αυτών πάσης φύσεως δανείων ή πιστώσεων, περιλαμβανόμενων και των δυνάμει της από 19 Μαρτίου 1962 μεταξύ των Τραπεζών συμβάσεως, ως αύτη ετροποποιήθη και συνεπληρώθη μεταγενεστέρως, συμφωνηθεισών εισφορών”. Επίσης, σύμφωνα με το άρθρο 174 ΑΚ, δικαιοπραξία που αντιβαίνει σε απαγορευτική διάταξη του νόμου, αν δεν συνάγεται κάτι άλλο, είναι άκυρη. Τέτοια δικαιοπραξία είναι αυτή που συνάπτεται κατά παράβαση απαγορευτικού κανόνα δικαίου, όταν δηλαδή ο ίδιος ο κανόνας δικαίου θεσπίζει ως έννομη συνέπεια την ακυρότητα ή όταν θεσπίζεται απαγόρευση με ταυτόχρονη αποδοκιμασία του περιεχομένου της δικαιοπραξίας, κατά τον σκοπό του νόμου, ο οποίος (σκοπός) πληρούται με την ακυρότητα ως έννομη συνέπεια της απαγορεύσεως. Από τη γραμματική διατύπωση όμως της πιο πάνω διάταξης του άρθρου 1 παρ. 3 του Ν. 128/1975, δεν προκύπτει η θέσπιση απαγορευτικού, με την παραπάνω έννοια, κανόνα δικαίου, αφού ο νόμος ορίζει την επιβολή της εισφοράς και το υπόχρεο να την καταβάλει πρόσωπο, χωρίς όμως να ορίζει ούτε την υποχρεωτική μετακύλισή του ούτε όμως και την απαγόρευση μετακύλισής του. Ο χαρακτήρας, άλλωστε, της εισφοράς αυτής, ως είδος δημοσιονομικής επιβάρυνσης, αρχικά για συγκεκριμένο σκοπό (επιδότηση δανείων προς εξαγωγικές επιχειρήσεις) και μετά την τροποποίηση που επέφερε ο ν. 2065/1992, ως, από οικονομική άποψη, γενικό έσοδο του Δημοσίου, δικαιολογεί την αναζήτηση της σημασίας της λέξης “βαρύνουσα” στη φορολογική νομοθεσία, όπως αυτή προκύπτει από τη χρήση της λέξης αυτής σε νόμους που θεσπίζουν φόρους ή εισφορές. Αλλά ούτε και αντικειμενικά, από το ρυθμιστικό σκοπό του νόμου, προκύπτει βάση αποδοκιμασίας της συμβατικής μετακύλισης της εν λόγω εισφοράς, αφού σκοπός του νόμου παραμένει η έμμεση ενίσχυση, μέσω της εισφοράς αυτής, της επιδότησης των επιτοκίων συγκεκριμένων δανείων επ` ωφελεία της εθνικής οικονομίας, χωρίς να προκύπτει ότι το πρόσωπο που πρέπει να επιβαρυνθεί τελικά είναι τα πιστωτικά ιδρύματα. Εξάλλου, από μακρού χρόνου τα τραπεζικά επιτόκια διαμορφώνονται ελευθέρως (ΑΠ 756/2015, ΑΠ 2037/2014), οπότε υπό το καθεστώς αυτό η θέσπιση απαγόρευσης μετακύλισης της άνω εισφοράς από τα τραπεζικά ιδρύματα στους πιστούχους δεν είναι εφικτή και από τη φύση του πράγματος. Και τούτο γιατί, στο μέτρο που οι Τράπεζες μπορούν ελεύθερα να καθορίζουν τα επιτόκια των χορηγήσεων, θα μπορούν και να υπολογίσουν το ποσοστό της εισφοράς του Ν. 128/1975 στο ύψος του επιτοκίου που προσφέρουν, χωρίς ειδική αναφορά της εισφοράς αυτής στη σύμβαση. Τότε όμως η απαγόρευση, αν γινόταν δεκτό ότι έχει απαγορευτικό χαρακτήρα η διάταξη του άρθρου 1 παρ. 3 του Ν. 128/1975, θα εξαρτιόταν από το εάν θα αναφερόταν ή όχι στη σύμβαση ο τρόπος υπολογισμού του επιτοκίου και, συνεπώς, η εν λόγω εισφορά. Αλλά και εάν η μετακύλιση της εν λόγω εισφοράς έχει, εν όψει και της διατάξεως του άρθρου 293 ΑΚ, ως συνέπεια την κατά το ποσοστό της εισφοράς αύξηση του συμβατικά καθοριζομένου επιτοκίου πέραν του προβλεπομένου ανώτατου ορίου, και τότε η απαγόρευση δεν θα προέκυπτε από τον Ν. 128/1975, αλλά από τη διάταξη που θα όριζε ανώτατο όριο τραπεζικού επιτοκίου. Συμπερασματικά, εν όψει των προαναφερθέντων, προκύπτει ότι από το ν. 128/1975 δεν απαγορεύεται η συμβατική μετακύλιση της εισφοράς που θεσπίζεται με το νόμο αυτό. Η ρυθμιστική ισχύς του ως άνω νόμου εξαντλείται στον καθορισμό του υπόχρεου έναντι του Δημοσίου προσώπου στο πλαίσιο της εννόμου σχέσης που ιδρύεται με τη σχετική διάταξη και αφορά, επομένως, αποκλειστικά στην κάθετη σχέση μεταξύ κράτους και πιστωτικών ιδρυμάτων και όχι στην οριζόντια τοιαύτη μεταξύ πιστωτικών ιδρυμάτων και πιστούχων – δανειοληπτών. Η μετακύλιση της εισφοράς στους τελευταίους επιτρέπεται με βάση την αρχή της ιδιωτικής αυτονομίας και εφόσον δεν απαγορεύεται από άλλη διάταξη, ως τέτοιας νοουμένης της θέσπισης ανωτέρου ορίου επιτοκίου, το οποίο θα υπερέβαινε η εισφορά αυτή και μόνο αν δεν υπήρχε αντίθετη ρύθμιση. Επομένως, ο υπολογισμός του ποσοστού της εισφοράς του ν. 128/1975 για τον καθορισμό του επιτοκίου σύμβασης πίστωσης, με έμμεσο αποτέλεσμα τη συμβατική μετακύλιση της εισφοράς αυτής στον πιστούχο, είναι νόμιμη, γιατί δεν αντίκειται στη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 3 του ν. 128/1975, η οποία δεν καθιερώνει απαγορευτικό κανόνα δικαίου κατ` άρθρο 174 του ΑΚ, ούτε σε άλλον απαγορευτικό κανόνα δικαίου. Εντάσσεται δε στο πλαίσιο του ελεύθερου καθορισμού των τραπεζικών επιτοκίων, που μπορεί να ελεγχθεί μόνο από άποψη διαφάνειας, ιδίως όταν επιβάλλεται χωρίς προηγούμενη επαρκή ενημέρωση ή κατά τρόπο κεκαλυμμένο, πράγμα, που δεν συμβαίνει στην περίπτωση που στη σύμβαση γίνεται, κατά τον καθορισμό του επιτοκίου, ειδική αναφορά για τη χρέωση του δανειολήπτη και με την εισφορά του ν. 128/1975, προσδιοριζόμενη σε ποσοστό επί τοις εκατό (ΑΠ 368/2019, ΑΠ 430/2005), ουσιαστικά δε προσαυξάνει το ποσοστό τους και λογίζεται, κατά το άρθρο 293 παρ. 1 εδ. α` ΑΚ, ως τόκος και, συνεπώς, νομίμως ανατοκίζεται και κεφαλαιοποιείται μετά των λοιπών καθυστερούμενων τόκων, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 12 του ν. 2601/1998, αφού αποτελεί μέρος του ετήσιου πραγματικού επιτοκίου (ΑΠ 1369/2022, ΑΠ 669/2020). Κατά συνέπεια, σε περίπτωση που στη σύμβαση γίνεται, κατά τον καθορισμό του επιτοκίου, ειδική αναφορά για τη χρέωση του δανειολήπτη και με την εισφορά του ν. 128/1975, προσδιοριζόμενη σε ποσοστό επί τοις εκατό και αποτελούσα ουσιαστικά μέρος του επιτοκίου, οι απαιτήσεις διαφάνειας και ενημέρωσης έχουν ικανοποιηθεί και, κατά συνέπεια, η σχετική ρήτρα είναι έγκυρη (ΑΠ 1073/2023,ΑΠ 1133/2022, ΑΠ 669/2020, ΑΠ 368/2019, ΑΠ 999/2019 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Με τον τρίτο  λόγο ανακοπής που επαναφέρεται με τον τρίτο λογο εφέσεως, οι ανακόπτοντες  ισχυρίζονται  ότι η πιστώτρια τράπεζα   παράνομα και καταχρηστικά, με προδιατυπωμένους  στην επίδικη πιστωτική σύμβαση όρους, απαλλάχθηκε από την εισφορά του Ν. 128/1975, μετακυλώντας το βάρος αυτής προς την δανειολήπτρια, χωρίς να αναφέρει ειδική αιτία για την εν λόγω επιβάρυνση, το δε ποσοστό αυτής καίτοι φόρος, παρανόμως αθροιζόταν  στο συμβατικό επιτόκιο προσαυξάνοντάς το, ώστε  οι ως άνω όροι  να πάσχουν ακυρότητας κατ’ άρθρο  174 ΑΚ και περαιτέρω βάσει επίσης   προδιατυπωμένου  συμβατικού  όρου  καθ’ όλη τη διάρκεια της σύμβασης,  χρέωνε αυτήν παράνομα με ποσά για την εν λόγω εισφορά, τα οποία στη συνέχεια κεφαλαιοποιούσε, εκτόκιζε και  ανατόκιζε ομοίως παράνομα, αφού είχε ενσωματώσει την εισφορά στο επιτόκιο,  με συνέπεια η ένδικη απαίτηση να είναι μη εκκαθαρισμένη,  λόγω των παρανόμως χρεωθέντων ποσών εξαιτίας  του παράνομου ανατοκισμού  της εισφοράς του ν. 128/75. Ότι η εισφρορά του ν. 128/75 τους επεβλήθη με όρο καταχρηστικά  χωρίς προηγούμενη ενημέρωσή τους.  Περαιτέρω ισχυρίζονται ότι   από το απόσπασμα των λογαριασμών που προσκομίσθηκαν είναι ανέφικτο να προκύψει έστω και με απλούς  μαθηματικούς υπολογισμούς σε ποιο  ποσό ανέρχονται οι παράνομες χρεώσεις του λογαριασμού, ήτοι τα ποσά που χρεώθηκαν λόγω του παράνομου εκτοκισμού και ανατοκισμού της εισφοράς  του Ν. 128/75, με τις οποίες  χρεώσεις επιβαρύνθηκε η ένδικη απαίτηση και ότι η ακυρότητα των επιμέρους ποσών επηρεάζει την αποδεικτικότητα με έγγραφα, αλλά και το εκκαθαρισμενο του συνόλου της απαιτήσεως, αφού  στο απόσπασμα των εμπορικών βιβλίων που προσκομίσθηκαν από την  καθ’ης δεν είναι δυνατός ο διαχωρισμός  των επιμέρους ποσών, αφενός λόγω του είδους της εγγραφής, αφετέρου λόγω της ενσωμάτωσης στο λογαριασμό των ποσών της εισφοράς στα ποσά των τόκων. Ο ερευνώμενος αυτός  λόγος ανακοπής, είναι απορριπτέος  προεχόντως ως αόριστος, καθόσον ελλείπει οιαδήποτε σύνδεση αυτού  με συγκεκριμένο κονδύλιο του οποίου ζητείται η ακύρωση. Οι ανακόπτοντες δεν προσδιορίζουν κατά ποιό ποσό επιβαρυνεται η επιτασσόμενη απαίτηση εξαιτίας των επικαλούμενων ως καταχρηστικών όρων    ούτε   θίγουν  επιμέρους κονδύλια  επαρκώς προσδιορισμένα. Ο ειδικότερος προσδιορισμός  των κονδυλίων που προσβάλλονται  είναι απαραίτητος  και για τον πρόσθετο λόγο  ότι η τυχόν ακυρότητα κάποιου κονδυλίου συνεπάγεται ακυρότητα αντίστοιχου ποσού της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, η οποία αποτελείται  από περισσότερα  επιμέρους κονδύλια, χωρίς να πλήττει αυτή στο σύνολό της. Ειδικότερα δεν  εκτίθεται  εάν με τους επικαλούμενους ως καταχρηστικούς όρους επηρεάζεται κάποιο συγκεκριμένο κονδύλιο από τα αναγραφόμενα στο λογαριασμό  και κυρίως ποια έπρεπε να είναι η συνολική οφειλή τους, αν δεν υπήρχαν  οι επικαλούμενοι ως καταχρηστικοί  αυτοί όροι,  ενώ παράλληλα δεν εκτίθεται ότι συνεπεία των ανωτέρω  όρων της συμβάσεως επιβαρύνθηκαν οι ίδιοι ουσιωδώς ή ότι η ύπαρξη των όρων συντέλεσε στη μη κανονική  εκπλήρωση των από την σύμβαση υποχρεώσεών τους, στην καταγγελία εκ μέρους της Τράπεζας της σύμβασης και στην διαμόρφωση του οφειλόμενου ποσού.  Εξάλλου ο ανωτέρω λόγος ανακοπής πρέπει να  απορριφθεί και ως μη νόμιμος. Και τούτο διότι όπως προαναφέρθηκε στην προηγηθείσα μείζονα σκέψη, ο υπολογισμός του ποσοστού της εισφοράς του ν. 128/1975 για τον καθορισμό των δανείων της τράπεζας, με έμμεσο αποτέλεσμα τη μετακύλιση της εισφοράς αυτής στον πιστούχο, έγκυρα μπορεί να συμφωνηθεί συμβατικά μεταξύ αυτού και της πιστοδότριας τράπεζας, χωρίς μάλιστα να απαιτείται ειδικότερη αιτιολόγηση της συμφωνίας αυτής, είναι νόμιμος γιατί δεν αντίκειται στη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 3 του ν. 128/1975, η οποία δεν καθιερώνει απαγορευτικό κανόνα δικαίου κατ’ άρθρο 174 ΑΚ ούτε σε άλλον απαγορευτικό κανόνα δικαίου, εντάσσεται δε στο πλαίσιο του ελεύθερου καθορισμού των επιτοκίων (ΑΠ 330/2010, ΑΠ 35/2011, ΑΠ 570/2010), ο δε έλεγχος του αντίστοιχου συμβατικού όρου περιορίζεται στην τήρηση των όρων της διαφάνειας.  Εν προκειμένω, σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στην ανωτέρω νομική σκέψη, νόμιμα επιβλήθηκε στην δανειολήπτρια η εν λόγω εισφορά, αφού αυτή ήταν η συμφωνία των συμβαλλομένων μερών με σχετικό συμβατικό όρο, η οποία ήταν καθ’ όλα έγκυρη ως μη προσκρούουσα σε απαγορευτική διάταξη νόμου, δεδομένου και ότι οι απαιτήσεις διαφάνειας και ενημέρωσης ικανοποιήθηκαν, αφού για τη χρέωση αυτή πραγματοποιήθηκε ειδική αναφορά στη σύμβαση.  Ο περαιτέρω, περιλαμβανόμενος στον ίδιο λόγο της ενδίκου ανακοπής, ισχυρισμός των ανακοπτόντων  ότι παρανόμως τα ποσά αυτά προστίθεντο στο εκάστοτε υπόλοιπο του λογαριασμού και εκτοκίζοντο, είναι απορριπτέος ως   αόριστος, αφού οι ανακόπτοντες δεν αναφέρουν επακριβώς τα επί πλέον ποσά με τα οποία επιβαρύνθηκαν παράνομα και ποιο τελικά είναι το ποσό που από αυτά τα κονδύλια οφείλουν, ώστε να κριθεί η βασιμότητα του εν λόγω ισχυρισμού τους και σε καταφατική περίπτωση να αφαιρεθούν αυτά από το συνολικό ποσό της απαίτησης που αναγράφεται στην προαναφερόμενη διαταγή πληρωμής, παρά μόνο προτείνεται από αυτούς μία γενική και ασαφής αμφισβήτηση της ορθότητας του λογαριασμού που τηρείτο προς εξυπηρέτηση της επίδικης  συμβάσεως. Σε κάθε περίπτωση πρέπει να  απορριφθεί  και ως νόμω αβάσιμος καθόσον το ποσό της εισφοράς του Ν. 128/1975 νόμιμα μπορεί να ανατοκίζεται, αφού αποτελεί μέρος του ετήσιου πραγματικού επιτοκίου (βλ. Σπ. Ψυχομάνη, άρθρο «Τα τραπεζικά επιτόκια» σε ΝοΒ 1995, σελ. 16-17). Εν προκειμένω, δοθέντος ότι η εν λόγω εισφορά αποτελούσε, με βάση τις προαναφερόμενες ρητές προβλέψεις της ένδικης δανειακής σύμβασης, μέρος του ετήσιου πραγματικού επιτοκίου, νόμιμα κεφαλαιοποιείται, εκτοκίζεται και ανατοκίζεται, κατά τα προεκτεθέντα. Η εισφορά του ν. 128/75, εφόσον συμφωνηθεί η μετακύλιση στον δανειολήπτη, όπως εν προκειμένω, λογίζεται σύμφωνα με τη διαταξη του άρθρου 293 παρ. 1 εδ.α ΑΚ ως τόκος και ως τόκος, νόμιμα ανατοκίζεται και κεφαλαιοποιείται μετά των λοιπων καθυστερούμενων τόκων,  αφού αποτελεί  μέρος του ετήσιου πραγματικού επιτοκίου. Ως εκ τούτου, εφόσον η μετακύλιση της εισφοράς του ν. 128/75 δεν είναι παράνομη και η εισφορά νόμιμα ανατοκίζεται και κεφαλαιοποιείται,  δεν επηρεάζεται ούτε η αποδεικτικότητα της απαίτησης της καθ’ης με έγγραφα, ούτε το εκκαθαρισμένο του συνόλου της απαίτησης (ΑΠ 999/2019,  Εφ Λαμ 5/2022, ΕφΠατρ 58/2021  ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου υπήρξε ενημέρωση της δανειολήπτριας, αφού αποτέλεσε αντικείμενο της μεταξύ τους συμβάσεως και δεν συντρέχει άλλος λόγος για την απαγόρευση της σχετικής ρήτρας. Από το περιεχόμενο του επίμαχου συμβατικού όρου (3.4), προκύπτει ότι σε αυτόν υπάρχει συγκεκριμένη αναφορά στην ειδική εισφορά του ν. 128/1975 και συνεπώς οι απαιτήσεις διαφάνειας και ενημέρωσης έχουν τηρηθεί. Ως εκ τούτου, η προσβαλλόμενη απόφαση που έκρινε ομοίως και απέρριψε τον ανωτέρω λόγο ανακοπής με παρόμοιες αιτιολογίες, οι οποίες, όπου κρίνεται αναγκαίο, αντικαθίστανται και συμπληρώνονται παραδεκτά, κατ` άρθρο 534 ΚΠολΔ, με την παρούσα, δεν έσφαλε, όσα δε περί  του αντιθέτου υποστηρίζονται με τον ως άνω λόγο εφέσεως είναι αβάσιμα και απορριπτέα.

Aπό το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 281 ΑΚ, 116 και 933 Κ.Πολ.Δ. και 25 παρ. 3 του Συντάγματος συνάγεται ότι λόγο της ανακοπής του άρθρου 933 Κ.Πολ.Δ. μπορεί να αποτελέσει και η αντίθεση της επισπευδόμενης διαδικασίας της αναγκαστικής εκτελέσεως στην καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή στον κοινωνικό ή οικονομικό σκοπό του δικαιώματος προς επίσπευση της εκτελέσεως. Κατά το άρθρο 281 Α.Κ.: “Η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται, αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος.” Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, η οποία αποσκοπεί στην πάταξη της κακοπιστίας και της ανηθικότητος στις συναλλαγές και γενικώς στην άσκηση κάθε δικαιώματος, για να θεωρηθεί η άσκηση του δικαιώματος καταχρηστική, πρέπει η προφανής υπέρβαση των ορίων που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο οικονομικός ή κοινωνικός σκοπός του δικαιώματος να προκύπτει από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου και του υποχρέου ή από την πραγματική κατάσταση που δημιουργήθηκε ή από τις περιστάσεις που μεσολάβησαν ή από άλλα περιστατικά, τα οποία, χωρίς κατά νόμον να εμποδίζουν τη γέννηση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή την άσκησή του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου, ως αντιτιθεμένη στο περί δικαίου αίσθημα και την ηθική τάξη και προκαλούσα έντονη εντύπωση αδικίας. Απαιτείται δηλαδή για να χαρακτηρισθεί καταχρηστική η άσκηση δικαιώματος, να έχει δημιουργηθεί στον υπόχρεο από τη συμπεριφορά του δικαιούχου, σε συνάρτηση και με εκείνη του υπόχρεου, και μάλιστα ευλόγως, η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμά του. Επίσης οι πράξεις του υποχρέου και η κατάσταση πραγμάτων που διαμορφώθηκε υπέρ αυτού πρέπει να τελούν σε αιτιώδη σχέση με την προηγουμένη συμπεριφορά του δικαιούχου, αφού, κατά τους κανόνες της καλής πίστεως, οι συνέπειες που απορρέουν από πράξεις άσχετες προς αυτή τη συμπεριφορά δεν συγχωρείται να προβάλλονται προς απόκρουση του δικαιώματος. Μόνη η μακροχρόνια αδράνεια του δικαιούχου και όταν ακόμη δημιούργησε στον οφειλέτη την πεποίθηση ότι δεν υπάρχει το δικαίωμα ή ότι δεν πρόκειται πλέον να ασκηθεί, δεν αρκεί για να καταστήσει καταχρηστική τη μεταγενέστερη άσκησή του, αλλά απαιτείται να συντρέχουν επιπρόσθετα ειδικές συνθήκες και περιστάσεις, προερχόμενες κυρίως από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου και του οφειλέτη, ενόψει των οποίων και της αδρανείας του δικαιούχου η επακολουθούσα άσκηση του δικαιώματος που τείνει σε ανατροπή της κατάστασης που δημιουργήθηκε υπό τις παραπάνω ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε επί μακρό χρόνο, να εξέρχεται των ορίων που τίθενται με τη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ. Στην περίπτωση αυτή η επιχειρούμενη από τον δικαιούχο ανατροπή της κατάστασης προκαλεί συνέπειες για τον υπόχρεο. Το ζήτημα δε αν οι συνέπειες που επάγεται η άσκηση του δικαιώματος είναι επαχθείς για τον υπόχρεο πρέπει να αντιμετωπίζεται και σε συνάρτηση με τις αντίστοιχες συνέπειες που μπορεί να επέλθουν εις βάρος του δικαιούχου από την παρακώλυση της ικανοποιήσεως του δικαιώματός του. Για την κατάφαση της καταχρηστικότητας δεν είναι απαραίτητο η άσκηση του δικαιώματος να προκαλεί αφόρητες ή δυσβάστακτες συνέπειες για τον υπόχρεο, θέτοντας σε κίνδυνο την οικονομική του υπόσταση, αλλά αρκεί να έχει δυσμενείς απλώς επιπτώσεις στα συμφέροντά του (OλΑΠ 6/2016).    Μόνο το γεγονός ότι η άσκηση του δικαιώματος στη συγκεκριμένη περίπτωση επιφέρει βλάβη έστω και μεγάλη στον οφειλέτη δεν μπορεί να αποτελέσει κατάχρηση δικαιώματος κατ` άρθρον 281 ΑΚ, παρά μόνον αν τούτο μπορεί να συνδυασθεί και με άλλες περιπτώσεις ως λ.χ. και όταν ο δανειστής δεν έχει συμφέρον στην άσκηση του δικαιώματος. Ελλειψη όμως συμφέροντος δεν μπορεί να υπάρχει όταν ο δανειστής, όπως έχει δικαίωμα από τη σύμβαση, αποφασίζει να εισπράξει την απαίτησή του, διότι τούτο αποτελεί δικαίωμα συνυφασμένο με τη διαχείριση της περιουσίας του, τον τρόπο της οποίας (διαχειρίσεως) αυτός μπορεί να αποφασίζει, εκτός αν στη συγκεκριμένη περίπτωση υπάρχει υπέρβαση και δη προφανής των αρχών της καλής πίστεως, των χρηστών ηθών και του οικονομικού και κοινωνικού σκοπού του δικαιώματος (ΟλΑΠ 5/2011,  ΑΠ 535/2015, ΑΠ 91/2011, ΑΠ 823/2010, ΑΠ 1472/2004 ΤΝΠ NΟΜΟΣ).Με τον τέταρτο και τον πέμπτο λόγο ανακοπής (οι οποίοι επαναφέρονται με τους τέταρτο και πεμπτο   λόγους εφέσεως), οι ανακόπτοντες διώκουν την ακυρωση των ανακοπτόμενων πράξεων ισχυριζόμενοι ότι προσπάθησαν να ρυθμίσουν εξωδικαστικά την οφειλή τους, η πρότασή τους, όμως, δεν έγινε δεκτή από την επισπεύδουσα,  ότι  είναι αντίθετη στα χρηστά ήθη  η ενέργεια της καθ’ης να κοινοποιήσει την εκδοθείσα διαταγη πληρωμής στον οφειλέτη με επιταγή προς πληρωμή και να αρχίσει η διαδικασία αναγκαστικης εκτέλεσης, ενώ ο  οφειλέτης έχει αρχίσει τις  απαραίτητες ενέργειες ώστε να υποβάλει αίτηση για συμβιβασμό,  ότι η προσπάθεια ρύθμισης έγινε και στα πλαίσια του Κώδικα Δεοντολογίας και ότι η πιστώτρια  όφειλε να τους απαντήσει πριν υποβάλει την αίτηση για έκδοση διαταγής πληρωμής. Περαιτέρω ισχυρίζονται  ότι η άσκηση του δικαιώματος της καθής που επιδικώκεται  με την έκδοση διαταγής πληρωμής και όχι με την άσκηση τακτικής αγωγής συνιστά  καταχρηστική άσκηση δικαιώματος, καθόσον έχει ως συνέπεια  την εισαγωγή τους  στην βάση δεδομένων Τειρεσίας Α.Ε.  Ο λόγος αυτός με τον οποίον επιχειρείται να θεμελιωθεί η καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος της καθ’ης η ανακοπή να επιδιώξει την αξίωση της με την έκδοση διαταγής πληρωμής και την επίδοση επιταγής προς εκτέλεση, είναι απορριπτέος ως μη νόμιμος, γιατί τα πραγματικά περιστατικά που τον συγκροτούν, και αληθή υποτιθέμενα, δεν αρκούν για να καταστήσουν καταχρηστική την άσκηση της αξίωσης της καθ` ης η ανακοπή, δεδομένου του ότι η τελευταία, ασκώντας συμβατικό δικαίωμά της, επεδίωξε την είσπραξη της απαίτησής της κατά των ανακοπτοντων, ενεργώντας προς ικανοποίηση θεμιτού συμφέροντος της, συνυφασμένου με τη διαχείριση της περιουσίας της. Το γεγονός ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση η άσκηση του συμβατικού δικαιώματος της καθ’ης θα επιφερει ενδεχομένως βλαβη  στους ανακόπτοντες, την οποία, εξάλλου, δεν προσδιορίζουν κατά τρόπο ορισμένο, εκθέτοντας συγκεκριμένα περιστατικά, που να την θεμελιώνουν δεν μπορεί να στοιχειοθετήσει κατάχρηση δικαιώματος, παρά μόνο αν τούτο μπορεί να συνδυασθεί και με άλλες περιστάσεις, όπως λ.χ. αν η καθ’ης δεν είχε συμφέρον στην άσκηση του δικαιώματος, στοιχείο που δεν προκύπτει με βάση τα ιστορούμενα, ενοψει μάλιστα του ότι οι ανακόπτοντες δεν επικαλούνται  πρόσθετα στοιχεία συμπεριφοράς της  εφεσιβλήτης  από τα οποία να προκύπτει ότι αυτή τους δημιούργησε την  πεποίθηση ότι (η καθής) δεν θα ασκήσει το δικαίωμά της. Έλλειψη, όμως, συμφέροντος, κατά τα εκτιθέμενα στην άνω μείζονα σκέψη της παρούσας, δεν υφίσταται επειδή η καθ’ης αποφάσισε, όπως είχε δικαίωμα από την ένδικη δανειακή σύμβαση, να εισπράξει άμεσα την απαίτησή της μέσω της έκδοσης διαταγής πληρωμής και την επίδοση επιταγής προς εκτέλεση, με σκοπό να αποτρέψει και τη διόγκωση του χρέους, διότι τούτο αποτελεί δικαίωμα συνυφασμένο με τη διαχείριση της περιουσίας της, τον τρόπο της οποίας (διαχείρισης) μόνο αυτή μπορεί να αποφασίζει, εκτός βέβαια αν στη συγκεκριμένη περίπτωση υπάρχει προφανής υπέρβαση, στοιχείο που δεν προκύπτει εν προκειμένω από τα ιστορούμενα στο δικόγραφο της ανακοπής.  Ωσαύτως απορριπτέος ως μη νόμιμος  πρέπει να απορριφθεί καί ο λόγος της καταχρηστικότητας του δικαιώματος της καθ ής για έκδοση διαταγής πληρωμής, (281 ΑΚ), λόγο τον οποίο οι ανακοπτοντες  συνδέουν με το γεγονός της μη τήρησης της διαδικασίας του Κώδικας Δεοντολογίας, καθώς, η επικαλούμενη συμπεριφορά της πιστώτριας δεν στοιχειοθετεί καταχρηστικότητα. Η τήρηση της διαδικασίας που προβλέπει ο Κώδικας Δεοντολογίας, δεν άγει υποχρεωτικά σε συμβιβαστική λύση μεταξύ των συμβαλλομένων μερών, αφού η όποια επιτευχθείσα λύση θα πρέπει να συμβαδίζει με τις ισχύουσες εποπτικές υποχρεώσεις των πιστωτικών ιδρυμάτων (βλ. σχετ. Ρόκα/Γκόρτσο/Μικρουλέα/Λιβαδά, Στοιχεία Τραπεζικού Δικαίου, 2016, σελ. 507), ώστε μόνη η απόρριψη των προτάσεων των ανακοπτόντων από την  τράπεζα δεν δύναται να θεμελιώσει τον προβαλλόμενο περί καταχρηστικότητας ισχυρισμό. Ως εκ τούτου, η προσβαλλόμενη απόφαση που έκρινε ομοίως και απέρριψε τους ανωτέρω λόγους ανακοπής ως μη νόμιμους  με παρόμοιες  αιτιολογίες, οι οποίες, όπου κρίνεται αναγκαίο, αντικαθίστανται και συμπληρώνονται παραδεκτά, κατ` άρθρο 534 ΚΠολΔ, με την παρούσα, ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο, όσα δε περί  του αντιθέτου υποστηρίζονται με τους ως άνω λόγο εφέσεως είναι αβάσιμα και απορριπτέα. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, μη υπάρχοντος ετέρου λόγου προς έρευνα  των ανωτέρω, η ανακοπή  πρέπει να απορριφθεί. Συνεπώς το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, ορθώς κατ`αποτέλεσμα με την εκκαλουμένη απόφασή του απέρριψε την ανακοπή, με αιτιολογίες που αντικαθίστανται και συμπληρώνονται  εν μέρει κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα ανωτέρω με τις αιτιολογίες της παρούσας απόφασης, όσα δε περί του αντιθέτου υποστηρίζονται με τους επί μέρους λόγους της υπό κρίση  εφέσεως των ανακοπτοντων, είναι αβάσιμα και απορριπτέα. Επομένως, η υπό κρίση έφεση  πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της, μετά μερική αντικατάσταση και  συμπλήρωση αιτιολογιών. Τέλος, πρέπει τα δικαστικά έξοδα της καθ’ης η ανακοπής του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, κατά παραδοχή του σχετικού νομίμου αιτήματος της, να επιβληθούν σε βάρος των  ανακοπτοντων,  λόγω της ήττας τους (άρθρα 106, 176, 182 189 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με τα άρθρα 63, 65, 66, 68 παρ. 1, 69  του Ν. 4194/2013 – Κώδικα Δικηγόρων), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό,  μετά δε την απόρριψη της εφέσεως, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος παραβόλου στο δημόσιο ταμείο (495 παρ. 3 εδ. 3 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει την έφεση αντιμωλίαν των  διαδίκων.

Δέχεται τύποις και απορρίπτει κατ’ ουσίαν την υπό κρίση έφεση.

Επιβάλλει εις βάρος των εκκαλούντων την δικαστική δαπάνη της εφεσίβλητης, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, την οποίαν καθορίζει σε δύο   χιλιάδες   (2.000) ευρώ.

Διατάσσει την εισαγωγή του κατατεθέντος παραβόλου στο δημόσιο ταμείο.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά   σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις  13 Ιουνίου 2025, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                     Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ