Αριθμός 332 /2025
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Τμήμα 4o
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Σοφία Καλούδη, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Ε.Δ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις …………., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :
ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: ……………. η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιά της δικηγόρο Αλεξάνδρα Σιούλη (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).
ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: Ελληνικού Δημοσίου, νομίμως εκπροσωπούμενου από τον κ. Υπουργό Οικονομικών, που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα (…………….) (ΑΦΜ ………), το οποίο εκπροσωπήθηκε από την δικαστική πληρεξουσία ΝΣΚ Καλλιόπη Στόλη.
Η εκκαλούσα άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 24.12.2013 και με αριθ εκθ καταθ …./2013 αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκαν η υπ΄ αριθμ 2219/2022 μη οριστική απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που διέταξε την επανάληψη της συζήτησης για τους λόγους που σε αυτήν αναφέρονται και η υπ΄ αριθμ 3417/2023 απόφασή του, που απέρριψε την αγωγή.
Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα με την απ΄ 15.4.2024 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ΠΡΩΤ …………./2024-ΓΑΚ/ΕΑΚ ΕΦΕΤ ………./2024) έφεσή της, της οποίας δικάσιμος ορίσθηκε η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης.
Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.
Η πληρεξούσια δικηγόρος της εκκαλούσας, η οποία παραστάθηκε με δήλωση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ανέπτυξε τους ισχυρισμούς της με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσε και η δικαστική πληρεξουσία ΝΣΚ του εφεσιβλήτου, αφού έλαβε τον λόγο από την Πρόεδρο, αναφέρθηκε στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Η υπό κρίση έφεση κατά της με αριθμό 3417/2023 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία με την παρουσία των διαδίκων, παραδεκτά φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 του ΚΠολΔ) και έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, με την κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 18-4-2024, δηλαδή εντός της από το άρθρο 518 παρ. 1 του ΚΠολΔ οριζόμενης προθεσμίας, καθόσον δεν προέκυψε επίδοση της εκκαλουμένης, ενώ κατατέθηκε και το με αριθμό …………../ 2024 νόμιμο παράβολο (άρθρο 495 παρ.4 ΚΠολΔ). Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά την ίδια διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ).
ΙΙ. Με την από 24-12-2013 (αρ. κατάθ…………./2013) αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η ως άνω εκκαλουμένη απόφαση, η ενάγουσα, και ήδη εκκαλούσα, εξέθετε, ότι οι αναφερόμενοι απώτεροι δικαιοπάροχοι της νέμονταν ήδη από το έτος 1850 το ειδικότερα περιγραφόμενο κατ’ είδος, θέση, έκταση και όρια, επίδικο ακίνητο (αγροτεμάχιο), που βρίσκεται στη θέση «……» της πρώην Κοινότητας Σεληνίων του νυν Δήμου Σαλαμίνος, και ειδικότερα το καλλιεργούσαν συνεχώς και αδιαλείπτως, ότι ο πάππος της από την πατρική γραμμή, που απεβίωσε το έτος 1979 και το νεμόταν κατά τον ίδιο τρόπο από το έτος 1913, είχε καταστεί πλήρης και αποκλειστικός κύριος αυτού με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας, ότι μετά τον θάνατο του η συννομή του επιδίκου περιήλθε στον αποβιώσαντα την 1.5.2007 πατέρα της, ………………., μοναδική εξ αδιαθέτου κληρονόμος του οποίου τυγχάνει η ίδια, και στη προαποβιώσασα αυτού στις 1.12.2002 γιαγιά της (από την πατρική γραμμή), …… χήρα ………., το γένος ………, οι οποίοι συνέχισαν να ασκούν πράξεις νομής σε αυτό και κατέστησαν έτσι συγκύριοι κατ’ εξ αδιαιρέτου ποσοστό 75% ο πρώτος και 25% η δεύτερη. Ότι μετά τον θάνατο της μητέρας του, …….., ο …………… συνέχισε να ασκεί τη νομή επί του επιδίκου με διάνοια πλέον αποκλειστικού κυρίου, ως μοναδικός εξ αδιαθέτου κληρονόμος της, χωρίς όμως να αποδεχθεί νομίμως την κληρονομιά της, και τέλος, ότι στο κτηματολογικό φύλλο του επίδικου ακίνητου, που καταχωρίστηκε στα οικεία βιβλία του Κτηματολογικού Γραφείου Σαλαμίνας με ΚΑΕΚ ………, καταχωρίστηκε εσφαλμένα ως δικαιούχος, κατά πλήρες δικαίωμα κυριότητας, το Ελληνικό Δημόσιο προσβάλλοντας το εμπράγματο δικαίωμα των ως άνω πραγματικών συγκυρίων, ……… και ………. Ζητούσε δε, επικαλούμενη έννομο συμφέρον της ως μοναδική εξ αδιαθέτου κληρονόμος του πατέρα της : α) να αναγνωρισθούν ο πατέρας της, ……., και η γιαγιά της, ……….., συγκύριοι του επίδικου ακινήτου κατά ποσοστό 75% και 25% εξ αδιαιρέτου αντίστοιχα, άλλως να αναγνωρισθεί αποκλειστικός κύριος του επιδίκου ο πατέρας της, ………….., β) να αναγνωριστεί το κληρονομικό δικαίωμα της ίδιας επί του επιδίκου, ως μόνης εξ αδιαθέτου κληρονόμου του ………, προκειμένου στη συνέχεια να προβεί σε αποδοχή της κληρονομιάς του και σε καταχώριση της οικείας συμβολαιογραφικής πράξης στο κτηματολογικό φύλλο του επιδίκου, γ) να διορθωθεί η ανακριβής πρώτη εγγραφή, ώστε να καταχωριστεί στο κτηματολογικό φύλλο του επίδικου ακινήτου το δικαίωμα συγκυριότητας του …….. και της …………., άλλως το δικαίωμα αποκλειστικής κυριότητας του ………… Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με τη με αριθμό 2219/2022 μη οριστική απόφαση του διέταξε την επανάληψη της συζήτησης της υπόθεσης, προκειμένου να προσκομισθούν τα ειδικότερα αναφερόμενα στο διατακτικό της έγγραφα, ακολούθως δε, με την εκκαλουμένη απόφαση του, αφού ανακάλεσε μερικώς την προηγούμενη μη οριστική απόφαση του, έκρινε την αγωγή νόμιμη μόνον ως προς αιτήματα περι αναγνώρισης της κυριότητας του αμέσου δικαιοπάροχου της ενάγουσας, πατέρα αυτής, ……………, κατά ποσοστό 75% εξ αδιαιρέτου και περί διόρθωσης της αρχικής εγγραφής, ώστε να καταχωρισθεί αυτός στο κτηματολογικό φύλλο του επίδικου ως δικαιούχος κυριότητας κατά το ποσοστό αυτό, και στη συνέχεια την απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμη. Κατά της απόφασης αυτής, με την οποία θεωρείται ότι συμπροσβάλλεται και η ως άνω μη οριστική απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, παραπονείται η ενάγουσα με την ένδικη έφεση της, επικαλούμενη εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, και ζητεί να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη, με σκοπό να γίνει δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη η αγωγή της.
ΙΙΙ. Σύμφωνα με το άρθρο 6 παρ. 2 του ν. 2664/1998 “Εθνικό Κτηματολόγιο” σε περίπτωση ανακριβούς πρώτης εγγραφής ως προς το δικαιούχο εμπράγματου δικαιώματος στα κτηματολογικά βιβλία, δηλαδή όταν στο κτηματολογικό φύλλο και συγκεκριμένα στις πρώτες εγγραφές αναγράφεται ως δικαιούχος κυριότητας διαφορετικό πρόσωπο από τον πραγματικό κύριο μπορεί, όποιος έχει έννομο συμφέρον στρεφόμενος κατά του αναγραφόμενου στο κτηματολογικό φύλλο ως κυρίου ή των καθολικών του διαδόχων και σε περίπτωση που εχώρησε μεταβίβαση και κατά του ειδικού διαδόχου, να ζητήσει την αναγνώριση του προβαλλόμενου με την ανακριβή εγγραφή δικαιώματος και τη διόρθωση της πρώτης εγγραφής. Η αγωγή αυτή έχει διττό χαρακτήρα (αναγνωριστικό-διορθωτικό) και περιεχόμενο του αιτήματος της είναι η αναγνώριση του δικαιώματος, που ισχυρίζεται ότι έχει ο ενάγων επί του σχετικού ακινήτου και η διόρθωση της αντίστοιχης ανακριβούς εγγραφής. Η ανωτέρω αγωγή απευθύνεται ενώπιον του αρμοδίου καθ’ ύλην και κατά τόπο (Μονομελούς ή Πολυμελούς) Πρωτοδικείου, δικάζοντος κατά την τακτική διαδικασία (βλ. ΑΠ 277/2019, Επιθ.Ακινη. 2019/521). Για το ορισμένο αυτής θα πρέπει, πέραν των λοιπών στοιχείων που απαιτούν οι διατάξεις των άρθρων 1094 του ΑΚ και 70, 216 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ, να αναφέρεται στο εισαγωγικό δικόγραφο η κυριότητα του ενάγοντος επί του σχετικού ακινήτου, του οποίου πρέπει να γίνεται ακριβής περιγραφή, με προσδιορισμό του κατά θέση, έκταση, είδος και όρια, και, εάν ο επικαλούμενος τρόπος κτήσης κυριότητας είναι η έκτακτη χρησικτησία κατ’ άρθρο 1045 του ΑΚ, τότε ο ενάγων πρέπει να επικαλεσθεί την εικοσαετή νομή (άρθρο 974 ΑΚ) και να καθορίσει συγχρόνως και τις μερικότερες υλικές πράξεις αυτής, που προσιδιάζουν στη φύση και τον προορισμό του ακινήτου και, κατά την αντικειμενική συναλλακτική αντίληψη, είναι δηλωτικές εξουσίασης αυτού (βλ. ΑΠ 141/2018, ΑΠ 80/2015 και ΑΠ 27/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 522, 524, 535 § 1 και 536 ΚΠολΔ, στα πλαίσια του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης το εφετείο έχει, εντός των ορίων που καθορίζονται με το εφετήριο και το δικόγραφο των τυχόν πρόσθετων λόγων, την ίδια, όπως και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, εξουσία ως προς την αγωγή σε σχέση με τη νομική βασιμότητα, το ορισμένο και το παραδεκτό αυτής, δηλαδή επί των ζητημάτων ως προς τα οποία και πρωτοδίκως υπήρχε δυνατότητα αυτεπάγγελτης έρευνας. Για το λόγο αυτό μπορεί, κατά τον έλεγχο των κεφαλαίων της εκκαλουμένης τα οποία μεταβιβάστηκαν ενώπιόν του, αν και ο εκκαλών παραπονείται για την κατ’ ουσίαν απόρριψη της αγωγής του, να κρίνει ότι η αγωγή ήταν αόριστη ή γι’ άλλο λόγο απαράδεκτη ή νομικά αβάσιμη και να την απορρίψει για τον προσήκοντα λόγο, κατ’ αυτεπάγγελτη μάλιστα έρευνα, χωρίς δηλαδή την υποβολή ειδικού παραπόνου (ΑΠ 769/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 224/2016, Ε7 2016/1277, ΑΠ 356/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), αφού δεν εκδίδεται έτσι απόφαση επιβλαβέστερη για τον εκκαλούντα (ΑΠ 258/2015, ΤριμΕφΠειρ. 478/2015, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Της απορρίψεως της αγωγής προηγείται τότε η εξαφάνιση της εκκαλουμένης και δεν αρκεί η αντικατάσταση των αιτιολογιών της κατ’ άρθρο 534 ΚΠολΔ, διότι αυτή οδηγεί πάντοτε σε διαφορετικό, κατά το αποτέλεσμα, διατακτικό, είναι δε κατά κανόνα η απόφαση αυτή επωφελέστερη για τον εκκαλούντα από την εκκληθείσα (ΑΠ 92/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1493/2007, ΝοΒ 2008/356, ΤριμΕφΘεσ. 696/2014, ΕπισκΕΔ 2014/164), καθώς μεταβάλλονται επί το ευμενέστερο γι’ αυτόν τα αντικειμενικά όρια του δεδικασμένου, δεδομένου ότι επί της δικονομικής απορρίψεως το δεδικασμένο καταλαμβάνει μόνο το δικονομικό ζήτημα (άρθρο 322 § 1 εδαφ. β ΚΠολΔ) που κρίθηκε οριστικά, χωρίς να εκτείνεται στο ουσιαστικό ζήτημα της ύπαρξης ή μη του επιδίκου δικαιώματος (άρθρο 324 ΚΠολΔ), επιτρέποντας έτσι την επάνοδο του ενάγοντος με νέα αγωγή, απαλλαγμένη από τις ελλείψεις που οδήγησαν στην περί του απαραδέκτου της προηγούμενη κρίση (Δ. Κονδύλης, ο.π., § 17, αρ. 3, σελ. 323, Στ. Δραγατσίκη, Αντικατάσταση των αιτιολογιών κατά το άρθρο 534 ΚΠολΔ, σε ΕπιστΕπετ ΔΣΘ 2005/357 επομ. [379]. Στ. Καραμέρος, Η αρχή της μη χειροτερεύσεως της θέσεως του εκκαλούντος επί απορρίψεως από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο της αγωγής κατά τον ΚΠολΔ, σε ΕπιστΕπετ ΔΣΘ 2004/265 επομ. [281 – 282], Κ. Μακρίδου, Η διάκριση απαράδεκτης και νόμω αβάσιμης αγωγής στα πλαίσια της αοριστίας, σε Αρμ. 1995/288 επομ. [294], πρβλ. ΑΠ 1279/2004, Δνη 2005/141, ΜΕφΠειρ 416/2024, ΜΕφΠειρ 26/2023, 295/2023, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
IV. Εν προκειμένω, η αγωγή με το προεκτεθέν περιεχόμενο τυγχάνει αόριστη, καθόσον οι αναφερόμενες σε αυτήν υλικές πράξεις νομής επι του επιδίκου (καλλιέργεια) αφορούν μόνον στους απώτερους δικαιοπαρόχους της ενάγουσας, και όχι και στον πατέρα της, ………. και την γιαγιά της, ………….., το γένος …….., για τους οποίους ουδέν αναφέρεται σχετικώς. Εν τούτοις το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εκτιμώντας εσφαλμένως, ότι οι πράξεις αυτές αφορούν και στον ως άνω άμεσο δικαιοπάροχο της ενάγουσας, πατέρα της (η αναγνώριση της κυριότητας του οποίου επι του επιδίκου αποτελεί και το αντικείμενο της αγωγής), την έκρινε ορισμένη και ακολούθως την απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμη. Επισημαίνεται δε ,ότι και η ίδια η ενάγουσα με την υπο κρίση έφεση της (σελ.5), δηλώνει εμφατικά, ότι η αναφερόμενη στην αγωγή καλλιέργεια του επιδίκου, που σημειωτέον αποτελεί τη μόνη διακατοχική πράξη που περιέχεται στο δικόγραφο προς θεμελίωση της αγωγής στις διατάξεις περί έκτακτης χρησικτησίας, δεν αφορά στον δικαιοπάροχο πατέρα της, ο οποίος ουδέποτε το καλλιέργησε, αλλά μόνον στους απώτερους δικαιοπαρόχους της, ενώ για πρώτη φορά επικαλείται ότι αυτός το νεμόταν προβαίνοντας σε τακτικό καθαρισμό του. Κατά συνέπεια, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που με την εκκαλούμενη απόφασή του απέρριψε την αγωγή ως ουσιαστικά αβάσιμη, παρά το γεγονός ότι ήταν απορριπτέα ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας, έσφαλε ως προς την ερμηνεία κι εφαρμογή του νόμου. Ενόψει δε, του ότι δεν είναι εν προκειμένω επιτρεπτή η αντικατάσταση της αιτιολογίας της εκκαλουμένης, διότι η απόρριψη της αγωγής ως ουσία αβάσιμη, αντί ως αόριστη, συνεπάγεται ουσιώδη μεταβολή του παραγομένου δεδικασμένου, η έφεση πρέπει να γίνει δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη, να εξαφανιστεί η προσβαλλόμενη απόφαση και αφού κρατηθεί η υπόθεση στο Δικαστήριο τούτο, η αγωγή να απορριφθεί ως απαράδεκτη. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου-εναγόμενου, Ελληνικού Δημοσίου, αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας πρέπει να επιβληθούν σε βάρος της εκκαλούσας-ενάγουσας, λόγω της ήττας της (176, 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), αλλά μειωμένα, (22 αρθρ. 1 ν. 3693/1957, σε συνδ. με άρθρ. 7, 9 νδ 2698/1993), και τέλος, να διαταχθεί η απόδοση σε αυτήν του κατατεθέντος κατά την άσκηση της έφεσης παραβόλου, σύμφωνα με όσα ειδικότερα αναφέρονται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ την έφεση με την παρουσία των διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ την έφεση τυπικά και κατ’ουσίαν.
ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την με αριθμό 3417/2023 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και τη συμπροσβαλλόμενη με αριθμό 2219/2022 μη οριστική απόφαση του ιδίου Δικαστηρίου,
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή στην εκκαλούσα του παραβόλου που κατέθεσε κατά την άσκηση της εφέσεως.
ΚΡΑΤΕΙ την υπόθεση και δικάζει την από 24-12-2013 (αρ. κατάθ………../ 2013) αγωγή.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ αυτήν.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ τα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου-εναγομένου, για αμφότερους τους βαθμούς δικαιοδοσίας, εις βάρος της εκκαλούσας-ενάγουσας, και τα ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 23 Μαΐου 2025, χωρίς την παρουσία των διαδίκων, της πληρεξουσίας δικηγόρου της εκκαλούσας και της δικαστικής πληρεξουσίας ΝΣΚ του εφεσιβλήτου.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ