Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 26/2019

ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

Αριθμός Απόφασης:  26/2019

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

 [ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ]

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τη Δικαστή Ευγενία Τσιώρα, Εφέτη, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου και από τη Γραμματέα Γ.Λ..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η εκκαλούσα ανώνυμη εταιρία κατέθεσε, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, την από 20/03/2012 και με αριθ. έκθ. κατάθ. ……../15-05-2012 ανακοπή της κατά του πρώτου εφεσίβλητου (εκπροσωπούμενου ειδικά στην προκειμένη περίπτωση από τους Προϊσταμένους της Δ.Ο.Υ. Φ.Α.Ε. Πειραιά και της Δ.Ο.Υ. Γ’ Πειραιά) και κατά της υπ’ αριθ. ……./1-3-2012 ατομικής ειδοποίησης χρεών της Δ.Ο.Υ. Φ.Α.Ε. Πειραιά και των υπ’ αριθ. …/29-03-2012 και …/29-2-2012 ταμειακών βεβαιώσεων. Επί της ανακοπής αυτής, καθώς και επί των κατατεθεισών ενώπιον του ίδιου Δικαστηρίου: α) από 7/9/2012 και με αριθμ. κατάθ. ……/19-9-2012 ανακοίνωσης δίκης — προσεπίκλησης σε παρέμβαση του πρώτου εφεσίβλητου κατά των δεύτερης και τρίτου των εφεσίβλητων και β) από 13/3/2013 και με αριθμ. κατάθ. ……/21-3-2013 πρόσθετης παρέμβασης των τελευταίων κατά της εκκαλούσας και υπέρ του πρώτου εφεσίβλητου, οι οποίες συνεκδικάστηκαν, στις 23/05/2013, εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, η με αριθ. 5755/08-11-2013 απόφαση του άνω Δικαστηρίου, η οποία απέρριψε την ανακοπή και έκανε δεκτές την ανακοίνωση δίκης και την πρόσθετη παρέμβαση. Την ως άνω απόφαση με αριθμό 5755/08-11-2013 προσέβαλε, ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, η ανακόπτουσα με την από 09/12/2013 έφεσή της, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. ../20-12-2013, αντίγραφο δε αυτής κατατέθηκε στο Γραμματέα του Δικαστηρίου αυτού, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …/11-04-2014 και Ειδ. Αριθμό Κατάθεσης …/11-04-2014, δικάσιμος της οποίας ορίστηκε αρχικά η 02/04/2015 και μετ’ αναβολή η 17/09/2015, οπότε ματαιώθηκε η συζήτηση αυτής, λόγω των βουλευτικών εκλογών της 20/9/2015 και με τους ασκηθέντες, με ιδιαίτερο δικόγραφο, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, από 25-07-2016, με Γεν. Αριθ. Κατάθ. ../29-07-2016 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …/29-07-2016 πρόσθετους λόγους έφεσης, δικάσιμος των οποίων, ορίστηκε αρχικά η 08/12/2016 και μετ’ αναβολή αυτή που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας. Νόμιμα φέρεται δε προς συζήτηση, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, με την από 05/10/2015, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …/06-10-2015 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …/06-10-2015 κλήση του πρώτου των εφεσιβλήτων, Ελληνικού Δημοσίου, νομίμως εκπροσωπουμένου από τους Προϊσταμένους των Δ.Ο.Υ. Φ.Α.Ε. Πειραιά και Γ΄ Πειραιά, η ως άνω από 09/12/2013 έφεση, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …/20-12-2013, αντίγραφο δε αυτής κατατέθηκε στο Γραμματέα του Δικαστηρίου αυτού, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …./11-04-2014 και Ειδ. Αριθμό Κατάθεσης …/11-04-2014, δικάσιμος της οποίας (κλήσης) ορίστηκε αρχικά η 18/02/2016, μετ’ αναβολή η δικάσιμος της 08/12/2016, οπότε, εν συνεχεία, ανεβλήθη για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας. Συνεπώς, η υπό κρίση έφεση και οι πρόσθετοι λόγοι αυτής πρέπει να συνεκδικαστούν, λόγω της πρόδηλης συνάφειάς τους (άρθρα 246, 524 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.), αλλά και του παρακολουθηματικού χαρακτήρα των πρόσθετων λόγων σε σχέση με την έφεση (βλ. σχετ. ΕφΠειρ 27/2016 Δημ. Νόμος, Χ. Απαλαγάκη, ΕρμΚΠολΔ, άρθρο 520 ΚΠολΔ).

Η υπό κρίση από 09/12/2013 έφεση, η οποία κατατέθηκε από την ηττηθείσα ανακόπτουσα, στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …./20-12-2013, αντίγραφο δε αυτής κατατέθηκε στο Γραμματέα του Δικαστηρίου αυτού, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …./11-04-2014 και Ειδ. Αριθμό Κατάθεσης …./11-04-2014, κατά του καθ’ ου η ανακοπή – ανακοινούντος τη δίκη – προσεπικαλούντος σε παρέμβαση (πρώτου των εφεσιβλήτων), των καθ’ ων η ανακοίνωση δίκης – προσεπίκληση σε παρέμβαση – προσθέτως παρεμβαινόντων (δεύτερης και τρίτου των εφεσίβλητων) και κατά της με αριθ. 5755/08-11-2013 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, μετά από συνεκδίκαση των: Α) από 20/03/2012 και με αριθ. έκθ. κατάθ. …/15-05-2012 ανακοπής της εκκαλούσας, κατά του πρώτου εφεσίβλητου (εκπροσωπούμενου ειδικά στην προκειμένη περίπτωση από τους Προϊσταμένους της Δ.Ο.Υ. Φ.Α.Ε. Πειραιά και της Δ.Ο.Υ. Γ’ Πειραιά) και κατά της υπ’ αριθ. ……../1-3-2012 ατομικής ειδοποίησης χρεών της Δ.Ο.Υ. Φ.Α.Ε. Πειραιά και των υπ’ αριθ. ../29-03-2012 και …/29-2-2012 ταμειακών βεβαιώσεων και Β) των κατατεθεισών ενώπιον του ίδιου Δικαστηρίου: α) από 7/9/2012 και με αριθμ. κατάθ. …/19-9-2012 ανακοίνωσης δίκης — προσεπίκλησης σε παρέμβαση του πρώτου εφεσίβλητου κατά των δεύτερης και τρίτου των εφεσίβλητων και β) από 13/3/2013 και με αριθμ. κατάθ. …/21-3-2013 πρόσθετης παρέμβασης των τελευταίων κατά της εκκαλούσας και υπέρ του πρώτου εφεσίβλητου, η οποία (με αριθ. 5755/08-11-2013 απόφαση) απέρριψε την ανακοπή και έκανε δεκτές την ανακοίνωση δίκης και την πρόσθετη παρέμβαση, ασκήθηκε σύμφωνα με τους νόμιμους τύπους και εμπρόθεσμα, κατά τα άρθρα 495, 496, 498, 499, 500, 511, 516 παρ. 1, 517 εδάφ. α’, 518 παρ. 1 και 520 παρ. 1 Κ.Πολ,Δ, εφόσον δεν προκύπτει ότι έλαβε χώρα επίδοση της πρωτόδικης απόφασης και δεν παρήλθε τριετία από τη δημοσίευση της απόφασης αυτής, στις 08/11/2013 (άρθρο 518 αριθ. 2 Κ.Πολ.Δ.), ενόψει του ότι το πρωτότυπο της έφεσης κατατέθηκε στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 20/12/2013. Συνεπώς, εφόσον κατεβλήθη από την εκκαλούσα το νόμιμο παράβολο, ύψους διακοσίων (200) ευρώ, για την άσκηση της υπό κρίση έφεσης, κατ’ άρθρο 495 παρ. 4 του ΚΠολΔ, όπως το εδάφιο β΄ της παρ. 4 προστέθηκε με το άρθρο 93 παρ.1 Ν.4139/2013, ΦΕΚ Α 74/20.3.2013 και πριν την αντικατάστασή της με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015 –ΦΕΚ Α΄ 87/23.7.2015-, με έναρξη ισχύος 1/1/2016 –άρθρο ένατο παρ. 2 του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015- (και προ της τροποποιήσεως του πρώτου εδαφίου της παρ. 3 της διατάξεως του άρθρου 495 ΚΠολΔ από το άρθρο 35 παρ. 2 του Ν. 4446/2016 -ΦΕΚ Α΄ 240/22.12.2016-, με έναρξη ισχύος ένα μήνα μετά τη δημοσίευση του νόμου αυτού -άρθρο 45 Ν. 4446/2016-, βλ. σχετ. μεταβατική διάταξη του άρθρου 44 του Ν. 4446/2016 -ΦΕΚ Α΄ 240/22.12.2016-) (πρβλ. ΑΠ 1850/2013 Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 233/2013 ΤΝΠΔΣΑθ, ΕφΑθ 4606/2012 ΤΝΠΔΣΑθ), η υπό κρίση από 09/12/2013 έφεση πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή (άρθρο 532 ΚΠολΔ) και να ερευνηθεί, κατά την ίδια διαδικασία, που εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, για να κριθεί η νομική και ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της (άρθρο 533 παρ.1 ΚΠολΔ).

Κατά το άρθρο 520 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ., “πρόσθετοι λόγοι έφεσης ως προς τα κεφάλαια της απόφασης που έχουν προσβληθεί με την έφεση και εκείνα που αναγκαστικά συνέχονται με τα κεφάλαια αυτά ασκούνται μόνο με ιδιαίτερο δικόγραφο που κατατίθεται στη γραμματεία του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, και αφού συνταχθεί έκθεση κάτω από το δικόγραφο αυτό, κοινοποιείται στον εφεσίβλητο τριάντα ημέρες πριν από τη συζήτηση της έφεσης”. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει με σαφήνεια ότι για την άσκηση των πρόσθετων λόγων της έφεσης απαιτείται να συντελεσθούν και οι δύο ως άνω, συμπλεκτικώς οριζόμενες, διαδικαστικές πράξεις, της κατάθεσης δηλαδή του περιέχοντος αυτούς δικογράφου στη γραμματεία του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου και της κοινοποίησης στον εφεσίβλητο, οι οποίες αποτελούν την έγγραφη προδικασία της άσκησης, κατά την έννοια του άρθρου 111 Κ.Πολ.Δ. και, εφόσον δεν ορίζεται άλλως, πρέπει αμφότερες να λάβουν χώρα πριν από την τιθέμενη αποκλειστική προθεσμία των τριάντα ημερών πριν από τη συζήτηση της έφεσης. Από την ίδια ως άνω διάταξη του άρθρου 520 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ., σε συνδυασμό προς εκείνες των άρθρων 242 παρ. 1 και 281 του ίδιου Κώδικα, προκύπτει περαιτέρω ότι ως ημέρα συζήτησης της υπόθεσης για τον υπολογισμό της προθεσμίας κατάθεσης και κοινοποίησης του δικογράφου των πρόσθετων λόγων έφεσης, νοείται εκείνη, κατά την οποία εκφωνήθηκε η υπόθεση και άρχισε η εκδίκαση της, ανεξάρτητα αν αυτή είναι η, κατά τα άρθρα 226 παρ. 1 και 498 παρ. 1 του αυτού Κώδικα από το γραμματέα του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, αρχικώς ορισθείσα προς συζήτηση ή μεταγενέστερη που προσδιορίστηκε μετά από αναβολή ή ματαίωση (ΟλΑΠ 27/2007). Στην περίπτωση, επομένως, που χώρησε συζήτηση της έφεσης και το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, χωρίς να εξαφανίσει την εκκαλούμενη απόφαση, διέταξε νέες ή συμπληρωματικές αποδείξεις ή επανάληψη της συζήτησης, κατ’ άρθρο 254 Κ.Πολ.Δ., δεν υπάρχει πλέον περιθώριο για άσκηση πρόσθετων λόγων και αυτοί απορρίπτονται ως απαράδεκτοι, διότι, κατά τη ρητή αναφορά του άρθρου 254 του Κ.Πολ.Δ., η επαναλαμβανόμενη συζήτηση θεωρείται συνέχεια της προηγούμενης και, επομένως, η συζήτηση της έφεσης έχει ήδη αρχίσει με την (προηγούμενη) αρχική συζήτηση (βλ. σχετ. ΑΠ 365/2017 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 27/2016 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 56/2016 Δημ. Νόμος). Τυχόν μη επίδοση ή μη εμπρόθεσμη επίδοση του δικογράφου καθιστά απαράδεκτους τους πρόσθετους λόγους και το απαράδεκτο αυτό λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως (ΑΠ 426/2008, ΑΠ 989/2007, ΕφΠειρ 27/2016 ό.π.), κατ` εφαρμογήν της διατάξεως του άρθρου 532 του ΚΠολΔ, η οποία εφαρμόζεται και επί των πρόσθετων λόγων εφέσεως για την ταυτότητα του νομικού λόγου (βλ. ΑΠ 416/2001 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΑθ 2870/2018 Δημ. Νόμος). Ως “κεφάλαιο”, κατά την έννοια του άρθρου 520 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., νοείται κάθε οριστική διάταξη της πρωτοβάθμιας αποφάσεως, με την οποία το δικαστήριο αποφαίνεται για το ορισμένο και παραδεκτό ή και τη βασιμότητα ενός αυτοτελούς αιτήματος για παροχή έννομης προστασίας, καθώς και για τις τυχόν ενστάσεις, που προβλήθηκαν ως άμυνα κατά του αιτήματος αυτού (βλ. ΑΠ 189/2016, ΑΠ 249/2016, ΑΠ 1359/2011, ΑΠ 1543/2007 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΑθ 2870/2018 ό.π.). Ως “αναγκαίως συνεχόμενο” προς τα εκκληθέντα κεφάλαια νοείται μια οριστική διάταξη της πρωτοβάθμιας αποφάσεως, η οποία έχει τέτοια συνάφεια προς κάποια από τις εκκληθείσες, είτε γιατί αποτελεί ζήτημα προκριματικό για την παραδοχή τους, είτε γιατί πηγάζει από την αυτή ιστορική αιτία και διαμορφώνει ή προσδιορίζει το περιεχόμενο εκείνων, έτσι, ώστε τυχόν διαφορετική κρίση του εφετείου ως προς το συνεχόμενο κεφάλαιο, από εκείνη της πρωτόδικης αποφάσεως, να επηρεάζει και την κρίση επί των εκκληθέντων κεφαλαίων (βλ. ΑΠ 249/2016, ΑΠ 684/2013, ΑΠ 238/2001 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΑθ 2870/2018 ό.π.). Ειδικότερα, όταν πρόκειται για ανακοπή των άρθρων 583 επ. ιδίου κώδικα (ΑΠ 1626/1995 ΕλΔ/νη 1998.94), στην οποία περιέχονται περισσότεροι του ενός λόγοι, κάθε λόγος ανακοπής συνιστά ίδια και αυτοτελή βάση, δεδομένου ότι πρόκειται για υποχρεωτική αντικειμενική σώρευση περισσότερων ανακοπών (πρβλ και ΑΠ 408/2000 Δημ. Νόμος και ΕλΔ/νη 2000.1335, ΕφΔωδ 66/2008 Δημ. Νόμος). Στην περίπτωση αυτή τα κεφάλαια της εκκαλουμένης είναι όσα και οι σωρευμένες ανακοπές και έτσι, στο Εφετείο μεταβιβάζεται μόνο το κεφάλαιο της αποφάσεως που προσεβλήθη με την έφεση, δηλαδή ο λόγος της ανακοπής, του οποίου την πλημμέλεια επικαλέστηκε προσηκόντως με την έφεσή του ο εκκαλών (βλ. ΑΠ 408/2000 ο.π, ΕφΔωδ 66/2008 ό.π.). Περαιτέρω κατά το άρθρο 585 § 2 του ΚΠολΔ, η ανακοπή ασκείται όπως και η αγωγή και πρέπει στο δικόγραφό της να περιέχονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο όλοι οι λόγοι αυτής. Νέοι λόγοι, που δεν περιέχονται στο δικόγραφο της ανακοπής, δεν επιτρέπεται να προταθούν από τον ανακόπτοντα για πρώτη φορά με τρόπο διαφορετικό απ` αυτόν που καθορίζεται στο άρθρο 585 § 2 εδ. β` ΚΠολΔ και δη με τις έγγραφες προτάσεις του ανακόπτοντος της πρωτοβάθμιας ή δευτεροβάθμιας δίκης, ή με το δικόγραφο της έφεσης ή της αναίρεσης κατά της απόφασης που απέρριψε την ανακοπή. Έτσι μόνο το περιεχόμενο της ανακοπής και εκείνο των τυχόν ασκηθέντων πρόσθετων λόγων της οριοθετεί το αντικείμενο της δίκης επί της ανακοπής και συμπλήρωση του περιεχομένου των λόγων της ανακοπής με τις προτάσεις ή την έφεση δεν επιτρέπεται (ΑΠ 1626/1995 ΕφΔωδ 66/2008 ό.π.). Εξάλλου, κατά το άρθρο 126 παρ. 1 εδ. ε’ ΚΠολΔ η επίδοση για το Δημόσιο γίνεται σε εκείνους, που το εκπροσωπούν, σύμφωνα με το νόμο. Κατά το άρθρο 85 παρ. 1 του ΚΕΔΕ (ν.δ/γμα 356/1974), επί δικών του νομοθετήματος αυτού, το Δημόσιο εκπροσωπεί ο Διευθυντής του Δημόσιου ταμείου, κατά του οποίου στρέφεται και κοινοποιείται κάθε δικόγραφο με ποινή απαραδέκτου. Σε κάθε, όμως, περίπτωση, με την ίδια ως άνω κύρωση, απαιτείται κοινοποίηση του δικογράφου και στον Υπουργό των Οικονομικών. Κατά το άρθρο δε 5 του “Κώδικος Νόμων περί δικών του Δημοσίου” (Διάταγμα 26.6/10.7.1944), “μόνον αι προς τον Υπουργόν Οικονομικών κατά τας διατάξεις του από 24/28 Μαρτίου 1867 ν.ΡλΡ γενόμεναι κοινοποιήσεις οποιουδήποτε δικογράφου επί δικών του Δημοσίου παράγουσι εννόμους συνεπείας. Η διάταξις εφαρμόζεται και όταν το Δημόσιον εκπροσωπείται δικαστικώς εκ μέρους των διευθυντών ταμείων ή οικονομικών εφόρων ή τελωνών ή ετέρου οποιουδήποτε κρατικού οργάνου, της προς τον Υπουργό Οικονομικών επιδόσεως απαιτουμένης και τότε ως προσθέτου τοιαύτης, επί συνεπεία ακυρότητος αυτεπαγγέλτως εξεταζομένης”. Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι, για να είναι έγκυρη η επίδοση προς το Δημόσιο του σχετικού δικογράφου, πρέπει να γίνει, με ποινή απαραδέκτου στις δίκες του ΚΕΔΕ, ακυρότητας δε στις λοιπές, τόσο στον Υπουργό Οικονομικών, όσο και στο αρμόδιο όργανο και τούτο για μεγαλύτερη εξασφάλιση των συμφερόντων του Δημοσίου. Σε αντίθετη περίπτωση, δηλαδή αν δεν επιδοθεί το δικόγραφο και στον Υπουργό Οικονομικών, η επίδοση δεν έχει ολοκληρωθεί και δεν παράγει έννομες συνέπειες, με αποτέλεσμα, ανεξαρτήτως βλάβης του Δημοσίου, να επέρχεται απαράδεκτο ή ακυρότητα, η οποία εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (Ολομ. ΑΠ 34/1988 Δημ. Νόμος, ΑΕΔ 27/2004 Δημ. Νόμος, ΑΠ 126/2012 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1801/2012 Δημ. Νόμος, ΑΠ 15/2011 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1515/2010 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1058/2009 Δημ. Νόμος, ΑΠ 955/2009 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1853/2005 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1105/2005 Δημ. Νόμος, ΑΠ 120/2003 Δημ. Νόμος, ΑΠ 924/2002 Δημ. Νόμος, ΑΠ 432/2002 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1778/1999 Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 392/2009 Δημ. Νόμος, ΕφΠατρ 373/2009 Δημ. Νόμος, ΕφΠατρ 204/2008 Δημ. Νόμος, ΕφΠατρ 1323/2007 Δημ. Νόμος, ΕφΑιγ 158/2006 Δημ. Νόμος, ΕφΛαρ 50/2005 Δημ. Νόμος, ΕφΠατρ 353/2003 Δημ. Νόμος, ΜονΠρΛαρ 172/2007 Δημ. Νόμος). Οι διατάξεις αυτές δεν παραβιάζουν την αρχή της αναλογικότητας και δεν αντίκεινται στα άρθρα 25 § 1 του Συντάγματος, 6 § 1, 8 § 2, 9 § 2 και 10 § 2 της ΕΣΔΑ (βλ. Α.Ε.Δ. 27/2004, ΣτΕ 166/2013 Δημ. Νόμος, ΑΠ 126/2012 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1515/2010 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1058/2009). Στην προκειμένη περίπτωση, η εκκαλούσα ανώνυμη εταιρία άσκησε, με ιδιαίτερο δικόγραφο, επί της από 09/12/2013 έφεσης, η οποία κατατέθηκε από την ηττηθείσα ανακόπτουσα, στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …/20-12-2013, τους από 25-07-2016, με Γεν. Αριθ. Κατάθ. …/29-07-2016 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …/29-07-2016, πρόσθετους λόγους έφεσης, κατά του Ελληνικού Δημοσίου, όπως νόμιμα, εν προκειμένω, εκπροσωπείται από τους Προϊσταμένους της Δ.Ο.Υ. Φ.Α.Ε. Πειραιά και της Δ.Ο.Υ. Γ’ Πειραιά (καθ’ ου η ανακοπή – ανακοινούντος τη δίκη – προσεπικαλούντος σε παρέμβαση  και ήδη πρώτου των εφεσιβλήτων), των καθ’ ων η ανακοίνωση δίκης – προσεπίκληση σε παρέμβαση – προσθέτως παρεμβαινόντων (δεύτερης και τρίτου των εφεσίβλητων) και κατά της ως άνω με αριθ. 5755/08-11-2013 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, ζητώντας να γίνουν αυτοί δεκτοί και ν’ ακυρωθούν η με αριθ. ../1-3-2012 ατομική ειδοποίηση χρεών της Δ.Ο.Υ. ΦΑΕ Πειραιά και οι υπ’ αριθ. ../29-03-2012 και …/29-2-2012 ταμειακές βεβαιώσεις. Πλην, όμως, η εκκαλούσα δεν προσκομίζει ούτε επικαλείται σχετικές εκθέσεις επιδόσεως στους εφεσιβλήτους, κατά τ’ αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, των ως άνω από 25-07-2016, με Γεν. Αριθ. Κατάθ. ../29-07-2016 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …/29-07-2016 πρόσθετων λόγων επί της από 09/12/2013 έφεσης, η οποία κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. ../20-12-2013, αντίγραφο δε αυτής κατατέθηκε στο Γραμματέα του Δικαστηρίου αυτού, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …/11-04-2014 και Ειδ. Αριθμό Κατάθεσης …./11-04-2014, τουλάχιστον τριάντα (30) ημέρες πριν από τη δικάσιμο, που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, για τη συζήτηση της έφεσης (ήτοι της 19/04/2018), ώστε, μετά από τη συνεδίκασή τους με την υπό κρίση έφεση, μετά από αυτεπάγγελτο έλεγχο (άρθρο 532 ΚΠολΔ), να δύναται να κριθεί το εμπρόθεσμο ή μη αυτών και να προχωρήσει το Δικαστήριο, εν συνεχεία, στον έλεγχο των υπολοίπων προϋποθέσεων του παραδεκτού αυτών, καθώς και του νόμω και ουσία βασίμου τους, εφόσον, κατά τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, από τη διάταξη του άρθρου 520 παρ. 2 ΚΠολΔ, προκύπτει με σαφήνεια ότι για την άσκηση των πρόσθετων λόγων της έφεσης απαιτείται να συντελεσθούν και οι δύο ως άνω, συμπλεκτικώς οριζόμενες, διαδικαστικές πράξεις, της κατάθεσης, δηλαδή, του περιέχοντος αυτούς δικογράφου στη γραμματεία του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου και της κοινοποίησης στους εφεσιβλήτους, οι οποίες αποτελούν την έγγραφη προδικασία της άσκησής τους, κατά την έννοια του άρθρου 111 Κ.Πολ.Δ., και, εφόσον δεν ορίζεται άλλως, πρέπει αμφότερες να λάβουν χώρα πριν από την τιθέμενη αποκλειστική προθεσμία των τριάντα ημερών πριν από τη συζήτηση της έφεσης (βλ. σχετ. ΕφΠειρ 27/2016 ό.π.).

Περαιτέρω, κατά το άρθρο 94 παρ. 1 του Συντάγματος, «Στο Συμβούλιο της Επικρατείας και τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια υπάγονται οι διοικητικές διαφορές, όπως νόμος ορίζει…», στη δε παρ. 2 ορίζεται ότι: «Στα πολιτικά δικαστήρια υπάγονται οι ιδιωτικές διαφορές καθώς και οι υποθέσεις εκούσιας δικαιοδοσίας, όπως νόμος ορίζει». Σε εφαρμογή των συνταγματικών αυτών ορισμών, σύμφωνα με τα άρθρ. 1 και 9 του ν. 1.406/1983, όλες οι διοικητικές διαφορές ουσίας από 11.6.1985 υπάγονται στη δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, ενώ κατά το άρθρ. 1 ΚΠολΔ οι διαφορές του ιδιωτικού δικαίου ανήκουν στη δικαιοδοσία των τακτικών πολιτικών δικαστηρίων. Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται, ότι προκειμένου για έννομη σχέση δημοσίου δικαίου, ως προς την οποία έχει καθιερωθεί από το νόμο δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων, αποκλείουσα την ανάμειξη των πολιτικών δικαστηρίων, δεν είναι δυνατή η έγερση ενώπιον των τελευταίων αγωγής (ΑΠ 990/2012 ΤΝΠΔΣΑθ). Αντιθέτως, υπάρχει δικαιοδοσία των πολιτικών Δικαστηρίων, όταν υφίσταται σχέση ιδιωτικού δικαίου (ΑΕΔ 10/1993, ΑΠ 990/2012 ό.π.). Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων του άρθρου 94 του Συντάγματος, των άρθρων 1 και 2 του Ν. 1406/83 και του άρθρου 73 του Κ.Ε.Δ.Ε. (Ν.Δ. 356/74, Α` 90), προκύπτει ότι οι διαφορές που γεννώνται κατά τη διαδικασία της αναγκαστικής εκτελέσεως είναι διοικητικές μεν, αν η υποκείμενη σχέση, στην οποία στηρίζεται ο τίτλος του άρθρου 2 παρ. 2 του Κ.Ε.Δ.Ε. και που αποτελεί το θεμέλιο της εκτελέσεως, είναι σχέση δημοσίου δικαίου, ιδιωτικές δε αν η υποκείμενη σχέση, στην οποία στηρίζεται ο εν λόγω τίτλος, είναι σχέση ιδιωτικού δικαίου (ΑΕΔ 14/2003 Δημ. Νόμος, Α.Ε.Δ. 23/99, 18/93, 8102, 5/03, ΕλΣυν 46/2010 Δημ. Νόμος, ΔΕφΑθ 1227/1991 Δημ. Νόμος, Δημ. Τομαρά, Η αναγκαστική είσπραξη δημοσίων εσόδων κατά τον ΚΕΔΕ, έκδ. 2011, σελ. 4). Περαιτέρω, κατά την έννοια του άρθρου 2 παρ. 2 ν.δ. 356/1974 (Κ.Ε.Δ.Ε.), όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο δημοσιεύσεως της αποφάσεως του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου και πριν αντικατασταθεί με την παρ. 2 του άρθρου 7 ν. 4224/2013 με έναρξη ισχύος την 1-1-2014, νόμιμο τίτλο για την είσπραξη των δημοσίων εσόδων αποτελούν: α) Η βεβαίωση κατά το νόμο και ο προσδιορισμός από τις αρμόδιες διοικητικές ή άλλες αρχές του εισπρακτέου ποσού, του είδους του εσόδου και της αιτίας για την οποία αυτό οφείλεται, δηλαδή η πράξη καταλογισμού χρηματικού ποσού σε βάρος διοικουμένου με δημόσιο έγγραφο, το οποίο εκδίδεται από αρμόδια αρχή και ενσωματώνει την ατομική διοικητική πράξη, β) Τα δημόσια ή ιδιωτικά έγγραφα, από τα οποία αποδεικνύεται η οφειλή, γ) Τα δημόσια ή ιδιωτικά έγγραφα, από τα οποία πιθανολογείται η οφειλή, ως προς την ύπαρξη και το ποσό αυτής, κατά την έννοια του άρθρου 347 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (ΑΠ 251/2018 Δημ. Νόμος). Κατά το άρθρο δε 73 παρ. 1, 2 του ν.δ. 356/1974: “1. Η προ της ενάρξεως της εκτελέσεως ανακοπή του οφειλέτου ασκείται: α) κατά της εκδοθείσης ατομικής ειδοποιήσεως, β) κατά του εκδοθέντος και μη εκτελεσθέντος εντάλματος προσωπικής κρατήσεως και γ) κατά του νομίμου τίτλου, εκδικάζεται δε υπό των καθ’ ύλην αρμοδίων δικαστηρίων κατά τας διατάξεις των άρθρων 583-585 του Κώδικος Πολιτικής Δικονομίας. Διά ταύτης επιτρέπεται η προβολή πάσης αντιρρήσεως ουσιαστικού ή δικονομικού δικαίου ως και η αμφισβήτησις του κατ’ ουσίαν βασίμου της απαιτήσεως του Δημοσίου, εφ’ όσον ο προσδιορισμός ταύτης δεν έχει ανατεθή εις δικαστήρια ή εις διοικητικάς επιτροπάς αποφαινομένας μετά δυνάμεως δεδικασμένου. 2. Η κατά της αρξαμένης εκτελέσεως ανακοπή του οφειλέτου ασκείται ενώπιον πάντοτε του Μονομελούς Πρωτοδικείου του τόπου της εκτελέσεως και διά τους κάτωθι περιοριστικώς αναφερομένους λόγους: α) Εάν η εκτέλεσις εχώρησε βάσει ακύρου τίτλου προς είσπραξιν. β) Εάν το χρέος απεσβέσθη διά καταβολής ή διά συμψηφισμού κατά τας διατάξεις του άρθρου 83 του παρόντος Ν. Διατάγματος ή συνεπεία διαγραφής, αποδεικνυομένων εγγράφως. γ) Εάν επιγενομένως απεσβέσθη άλλως το χρέος του οφειλέτου, της αποσβέσεως αποδεικνυομένης εγγράφως. δ) Εάν το χρέος παρεγράφη. ε) Εάν ο διωκόμενος ως διάδοχος του υποχρέου δεν είναι ο νόμω υπόχρεως. στ) Εάν ο διωκόμενος δεν υπόκειται εις προσωπικήν κράτησιν και ζ) Εάν κατά την εκτέλεσιν εχώρησαν παραλείψεις ή ακυρότητες, τηρουμένων των εν άρθρω 75 του παρόντος Ν. Διατάγματος οριζομένων. Αμφισβήτησις άλλη περί της υπάρξεως της οφειλής προς το Δημόσιον είναι απαράδεκτος εν τη διαδικασία ταύτη” (ΑΠ 251/2018 ό.π.). Εξάλλου, το άρθρο 4 παρ. 1 του Κ.Ε.Δ.Ε., όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο δημοσιεύσεως της αποφάσεως του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου και πριν αντικατασταθεί με την παρ. 5 του άρθρου 7 ν. 4224/2013 με έναρξη ισχύος την 1-1-2014, ορίζει: “Άμα τη βεβαιώσει ποσού τινός εις το Δημόσιον Ταμείον ως δημοσίου εσόδου ο Διευθυντής του Δημοσίου Ταμείου υποχρεούται να αποστείλει προς τον οφειλέτην ατομικήν ειδοποίησιν περιέχουσαν τα στοιχεία του οφειλέτου, το είδος και το ποσόν του χρέους, το οικονομικόν έτος εις ο ανήκει τούτο, τον αριθμόν και την χρονολογίαν του τριπλοτύπου βεβαιώσεως και την χρονολογίαν πληρωμής του χρέους ή εκάστης δόσεως εις περίπτωσιν καταβολής εις δόσεις”. Περαιτέρω, κατά μεν τη διάταξη του άρθρου 55 του π.δ. 16/1989 “Κανονισμός λειτουργίας Δ.Ο.Υ.” “Για κάθε οικονομικό έτος και έσοδο, συντάσσονται από τις αρμόδιες Αρχές και στέλνονται στις Δ.Ο.Υ. τίτλοι είσπραξης, στους οποίους πρέπει να περιέχονται: α) …, ε). Το είδος του εσόδου, το οφειλόμενο ποσό αναλυμένο σε κωδικούς αριθμούς εσόδου ή εκτός προϋπολογισμού λογαριασμούς, σε ακέραιες μονάδες, κατά δε το άρθρο 61 του ιδίου π.δ/τος η βεβαίωση πραγματοποιείται με την καταχώριση των στοιχείων του τίτλου είσπραξης στις αντίστοιχες ενδείξεις των στηλών του διπλότυπου βιβλίου παραλαβής και βεβαίωσης εισπρακτέων εσόδων, από το οποίο παίρνει τον αύξοντα αριθμό και τη χρονολογία, η οποία είναι και της βεβαίωσης”. Από το συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων προκύπτουν τα εξής: Στη δίκη που ανοίγεται με την ανακοπή του άρθρου 73 παρ. 1 ΝΔ 356/1974 “Περί Κώδικος Εισπράξεως Δημοσίων Εσόδων”, σε συνδυασμό προς τις διατάξεις των άρθρων 583-585 ΚΠολΔ, η οποία μπορεί να ασκείται τόσο κατά του “νομίμου τίτλου” όσο και κατά της ταμειακής βεβαίωσης, εφόσον αποτελεί και αυτή εκτελεστή διοικητική πράξη, ο μεν ανακόπτων επέχει κατ’ αρχήν θέση εναγομένου, το δε καθού (Δημόσιο) θέση ενάγοντος, και έτσι το τελευταίο βαρύνεται με την επίκληση των γεγονότων, της οποίας το βάρος θα έφερε, αν ασκούσε το δικαίωμά του με αγωγή (ΑΠ 251/2018 ό.π., ΑΠ 1601/2014 Δημ. Νόμος). Περαιτέρω, κατά την έννοια του άρθρου 2 παρ. 2 του ΚΕΔΕ, νόμιμο τίτλο αποτελεί η πράξη καταλογισμού χρηματικού ποσού εις βάρος διοικουμένου, που εντοπίζεται σε δημόσιο έγγραφο, το οποίο εκδίδεται από την αρμόδια αρχή και ενσωματώνει την ατομική διοικητική πράξη, από αυτόν δε (τον τίτλο), με τη συνδρομή των δημοσίων ή ιδιωτικών εγγράφων, που τον συνοδεύουν, αποδεικνύεται ή πιθανολογείται βεβαία και εκκαθαρισμένη απαίτηση. Στο νόμιμο τίτλο πρέπει να αναφέρεται η ακριβής αιτία της οφειλής, ώστε, σε περίπτωση αμφισβητήσεως, να είναι δυνατός ο δικαστικός έλεγχος. Τούτο δε, διότι με βάση το “νόμιμο τίτλο” είναι δυνατόν να επισπευσθεί αναγκαστική εκτέλεση, χωρίς να έχει προηγηθεί διαγνωστική δίκη και έκδοση δικαστικής απόφασης, που θα καθιστούσε σαφείς την αιτία ή τις επιμέρους αιτίες του (φερόμενου ως) οφειλόμενου συνολικού χρέους. Η ανάγκη αυτή καθίσταται εντονότερη, όταν ο ουσιαστικός καθορισμός του χρέους δεν έγινε από το Ελληνικό Δημόσιο (η δράση του οποίου διέπεται από την αρχή και το τεκμήριο της νομιμότητας), αλλά από τρίτο πρόσωπο, όπως είναι ο αρχικός δανειστής (ΑΠ 251/2018 ό.π., ΕφΠειρ 797/2014 Δημ. Νόμος), αναλόγως δε και στην περίπτωση που το Δημόσιο ενεργεί ως εκδοχέας απαιτήσεων (ΑΠ 251/2018 ό.π.). Από τη βεβαίωση, ως νόμιμο τίτλο εισπράξεως (βεβαίωση υπό ευρεία έννοια), διακρίνεται η ταμειακή βεβαίωση (βεβαίωση υπό στενή έννοια), που είναι αναγκαία για να μπορεί να επιδιωχθεί η είσπραξη της απαιτήσεως του Δημοσίου, δηλαδή συνιστά αυτή τίτλο εκτελέσεως. Ο νόμιμος τίτλος δεν συμπίπτει με την ταμειακή βεβαίωση, πλην μεταξύ τους υφίσταται στενή αιτιακή σχέση, ώστε σε περίπτωση που η ταμειακή βεβαίωση δεν στηρίζεται σε νόμιμο τίτλο, όπως σε τίτλο στον οποίο δεν προσδιορίζεται επαρκώς το χρέος, να είναι αυτή ακυρωτέα (ΑΠ 251/2018 ό.π.). Περαιτέρω, ο Άρειος Πάγος με σειρά αποφάσεών του έχει δεχθεί ότι, αν ούτε η ταμειακή βεβαίωση της οφειλής ούτε η ατομική ειδοποίηση, που εκδίδει, κατά το άρθρο 4 παρ. 1 Κ.Ε.Δ.Ε., η αρμόδια φορολογική αρχή και κοινοποιείται, επίσης, στον οφειλέτη, δεν περιέχει τα καθοριζόμενα στην ως άνω διάταξη στοιχεία, προκειμένου ο οφειλέτης να λάβει επαρκή και ασφαλή γνώση για το είδος του χρέους, το ύψος του, τη χρονολογία βεβαίωσης και γενικά να κατατοπίζεται επαρκώς για την οφειλή του, τότε η έλλειψη αυτή μπορεί να οδηγήσει, κατόπιν ασκήσεως ανακοπής, κατά το άρθρο 73 παρ. 1 Κ.Ε.Δ.Ε., στην ακύρωση αυτών, αλλά μόνο με τη συνδρομή των όρων και προϋποθέσεων του άρθρου 75 Κ.Ε.Δ.Ε., σχετικά με το στοιχείο της βλάβης του οφειλέτη του Δημοσίου, δηλαδή, αν και εφόσον η έλλειψη αυτή επέφερε στον οφειλέτη αδυναμία ουσιαστικής ή δικονομικής προστασίας των δικαιωμάτων του, η οποία δύναται να επανορθωθεί μόνο με την κήρυξη της ακυρότητας της προσβαλλόμενης πράξεως, ιδίως ενόψει της υπάρξεως περισσοτέρων χρεών με διαφορετικές το καθένα συνέπειες για τον οφειλέτη. Γίνεται ωστόσο δεκτό ότι βλάβη με την ανωτέρω έννοια δεν υφίσταται ο οφειλέτης τόσο στην περίπτωση που η επίδοση της ταμειακής βεβαιώσεως και της ατομικής ειδοποιήσεως συνοδεύεται από τα αναγκαία έγγραφα (δημόσια ή ιδιωτικά), που προσδιορίζουν επαρκώς την οφειλή, όσο και στην περίπτωση που γνωστοποιούνται αυτά στον οφειλέτη με οποιονδήποτε τρόπο, με ή χωρίς αίτησή του, αλλά πάντως πριν από τη λήξη της προθεσμίας ανακοπής κατά της εκτελέσεως, έτσι ώστε να είναι σε θέση να προβάλλει αυτός με δικονομικά παραδεκτό τρόπο τους ισχυρισμούς του κατά της οφειλής (ΑΠ 1177/2017, 391/2017, 392/2017, 393/2017, 394/2017, 1247/2015, 434/2015, 175/2015, 1898/2014, 2284/2009). Αντιθέτως, με σειρά άλλων αποφάσεών του ο Άρειος Πάγος έχει δεχθεί ότι, εφόσον στον Κ.Ε.Δ.Ε. δεν προβλέπεται κοινοποίηση της ταμειακής βεβαιώσεως στον οφειλέτη, ούτε επιβάλλεται να συνοδεύεται από τα έγγραφα, που συγκροτούν το νόμιμο τίτλο, ή να παρατίθενται αναλυτικά σ’ αυτή τα μερικότερα ποσά της οφειλής ή η αιτιολογία τους, αρκεί το Δημόσιο να προσκομίσει τα έγγραφα του νόμιμου τίτλου προς απόδειξη της απαιτήσεώς του, κατά τη συζήτηση της υποθέσεως στο ακροατήριο, οπότε παρέχεται στον μεν οφειλέτη η δυνατότητα αμφισβητήσεως της οφειλής του στη σχετική δίκη, στο δε δικαστήριο η δυνατότητα ελέγχου της βασιμότητάς της (ΑΠ 273/2016, 340/2017, 341/2017, 342/2017). Με τα δεδομένα αυτά, ενόψει του ότι πρόκειται για ζήτημα εξαιρετικής σημασίας, αλλά και για την ενότητα της νομολογίας, με τη με αριθμ. 251/2018 ομόφωνη απόφαση του Α2 πολιτικού τμήματος του ΑΠ παραπέμφθηκε στην Πλήρη Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 563 παρ. 2 περ. β’ ΚΠολΔ και 23 παρ. 1 και 2 εδ. γ περ. β’ του κυρωθέντος με το ν. 1756/1988 “Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών”, το ζήτημα, κατά πόσον η ταμειακή βεβαίωση και η συναφής προς αυτήν ατομική ειδοποίηση, που επιδίδεται στον οφειλέτη του Δημοσίου, στην οποία αναγράφεται μόνο το συνολικό ποσό οφειλής, χωρίς περιγραφή αυτής, ήτοι χωρίς αναγραφή της αιτίας αυτής, αλλά και χωρίς να γίνεται διαχωρισμός κατά κεφάλαιο, συμβατικούς τόκους, τόκους υπερημερίας, τυχόν ανατοκισμό τόκων και προσαυξήσεων, όπως και τυχόν άλλων εξόδων, για να είναι ορισμένη, πρέπει τα στοιχεία αυτά να γνωστοποιούνται στον οφειλέτη με οποιονδήποτε τρόπο, με ή χωρίς αίτησή του, αλλά πάντως πριν από τη λήξη της προθεσμίας ανακοπής κατά της εκτελέσεως, ώστε να είναι εφικτός ο έλεγχος της ύπαρξης και του ύψους της οφειλής εκ μέρους του, αλλά και από το δικαστήριο, στην περίπτωση, που ο οφειλέτης αμφισβητήσει το ποσό αυτό, ή αντιθέτως αρκεί το Δημόσιο να προσκομίσει τα έγγραφα του νόμιμου τίτλου προς απόδειξη της απαιτήσεώς του, κατά τη συζήτηση της υποθέσεως στο ακροατήριο, οπότε παρέχεται στον μεν οφειλέτη η δυνατότητα αμφισβητήσεως της οφειλής του στη σχετική δίκη, στο δε δικαστήριο η δυνατότητα ελέγχου της βασιμότητάς της. ΄Εχει δε κριθεί, ότι εφόσον στην ατομική ειδοποίηση περιέχεται, όπως ορίζεται στο άρθρο 4 του Κ.Ε.Δ.Ε., η πράξη ταμειακής βεβαίωσης του σχετικού χρέους, τότε η ανακοπή είναι δυνατό, κατ` εκτίμηση του δικογράφου, να θεωρηθεί ότι στρέφεται κατά της ταμειακής βεβαίωσης και να ερευνηθεί η ανακοπή ως προς αυτήν (πρβλ. ΣτΕ 1552/2017 Δημ. Νόμος, ΣτΕ 1639/2003 Δημ. Νόμος, (βλ. σχετ. και Ν. Πανταζή, Κώδικας Εισπράξεως Δημοσίων Εσόδων, ΚΕΔΕ – ΝΔ 356/1974, έκδ. 2018, σελ. 26-28, 286 επ., 295-296, 297-298).

Εξάλλου, από τα άρθρα 455, 460 και 461 εδ.α ΑΚ προκύπτουν τα εξής: Με τη σύμβαση της εκχωρήσεως ο δανειστής, αποκαλούμενος εκχωρητής, μεταβιβάζει σε άλλον, αποκαλούμενο εκδοχέα, την ενοχική απαίτησή του χωρίς τη συναίνεση του οφειλέτη. Ο εκδοχέας όμως δεν αποκτά δικαίωμα απέναντι στο οφειλέτη πριν ο ίδιος ή ο εκχωρητής αναγγείλει την εκχώρηση στον οφειλέτη. Ο οφειλέτης ελευθερώνεται αν πριν από την αναγγελία καταβάλει στον εκχωρητή το χρέος, ενώ μετά την αναγγελία πρέπει, για την απόσβεση της ενοχής, να καταβάλει το χρέος όχι προς τον εκχωρητή, έναντι του οποίου δεν υπάρχει πια οφειλή εκείνου, αλλά προς τον εκδοχέα (ΑΠ 1059/2012 Δημ. Νόμος, ΑΠ 966/2012 Δημ. Νόμος, ΕφΘεσ 2082/2012 Δημ. Νόμος). Η εκχώρηση αποτελεί τρόπο μεταβίβασης της απαίτησης και στα πλαίσια άλλων νόμων που επιδιώκουν ειδικότερους σκοπούς. Ειδικότερα, κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 455 του Α.Κ. εκχώρηση είναι η σύμβαση μεταξύ δανειστού και τρίτου, με την οποία ο πρώτος μεταβιβάζει απαίτησή του στο δεύτερο. Η εκχώρηση είναι σύμβαση διαθέσεως και αναιτιώδης, δηλαδή ανεξάρτητη από την αιτία, μπορεί δε να γίνεται και αντί καταβολής ή χάριν καταβολής. Η κατά τα άνω εκχώρηση της απαίτησης σε τρίτο, αποτελεί μεταβολή απλώς του προσώπου του δικαιούχου, δεν συνιστά αλλοίωση της ενοχής και η μεταβιβαζόμενη απαίτηση, παρά την αλλαγή του προσώπου του δανειστή παραμένει η ίδια ως και προηγουμένως. Γι` αυτό και η ιδιαίτερη δικονομική μεταχείριση της απαιτήσεως δεν παύει από την εκχώρησή της (βλ. ΑΠ 826/2001 ΕλΔ 43.731, ΑΠ 293/2001 ΕλΔ 42.1582, ΑΠ 335/2009 ΕΕΝ 2000.488, ΑΠ 1067/1972 ΝοΒ 21.1033, ΑΠ 275/1974 ΝοΒ 22.1273, ΕΑ 5629/2006 Δημ. Νόμος, ΕφΑΘ 5752/1988 ΕλΔ 35.125, Μπαλή: ΕνοχΔ, Εκδ. Γ΄ παρ. 153, σελ. 476, Σούρλα: στην ΕρμΑΚ εισαγ. άρθ. 45-470, ΠΒ αριθ. 6, Κρητικό: στο Γεωργιάδη – Σταθόπουλου: Αστ. Κώδιξ: υπό το άρθρο 455 αριθ. 1 έως 5). Αντικείμενο εκχωρήσεως είναι μόνο οι απαιτήσεις του δανειστού κατά του οφειλέτου, δηλαδή οι ενοχικές αξιώσεις, είτε αυτές πηγάζουν από ενοχικό δικαίωμα είτε από οποιοδήποτε άλλο τοιούτο και εφ` όσον οι τοιαύτες ενοχικές απαιτήσεις είναι αυτοτελείς και δεν είναι ανεκχώρητες (βλ. Κρητικό: ό.π. αριθ. 30 έως 34, ΑΠ 159/1984 ΝοΒ 33.1015, ΑΠ 14/1993 ΝοΒ 41.1066). Αντικείμενο εκχωρήσεως µπορεί να αποτελέσουν όχι µόνο υπάρχουσες, αλλά και μελλοντικές απαιτήσεις (Ολ. Α.Π. 302/1959), αρκεί ο προσδιορισµός τους να είναι εφικτός, να πρόκειται δηλ. για απαιτήσεις οριστές, όπως μάλιστα συμβαίνει και επί μεταβιβάσεως κάθε απαιτήσεις του εκχωρητή από κατονομαζόμενη έννοµη σχέση (ΑΠ 311/2011 Δημ. Νόμος). Από τις διατάξεις δε των άρθρων 448, 455, 458, 460, 462 και 463 ΑΚ, σε συνδυασμό και προς εκείνες των άρθρων 200 και 288 του ιδίου Κώδικα, σαφώς συνάγεται, ότι ο εκδοχέας γίνεται, από και δια της αναγγελίας της εκχώρησης, κύριος της εκχωρηθείσας απαίτησης, με όλα τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα που συνδέονται αναπόσπαστα με τη φύση της απαίτησης, χωρίς βελτίωση ή χειροτέρευση της προηγούμενης νομικής θέσης του οφειλέτη και ότι ο τελευταίος μπορεί να αντιτάξει κατά του εκδοχέα όλες τις ουσιαστικές ενστάσεις που του ανήκουν από την απαίτηση κατά του εκχωρητή, εφόσον δεν συναρτώνται στενά με το πρόσωπο του τελευταίου (μη προσωπαγείς) και εφόσον η γέννησή τους εντάσσεται σε χρόνο πριν από εκείνο της αναγγελίας (ΑΠ 1147/2011 Δημ. Νόμος). Η εκχώρηση είναι άτυπη, όπως προκύπτει εξ αντιδιαστολής από το άρθρο 457 ΑΚ, που επιβάλλει την υποχρέωση συντάξεως περί αυτής δημόσιου εγγράφου αν το ζητήσει ο εκδοχέας. Συνέπεια δε του αναιτιώδους χαρακτήρα της συμβάσεως εκχωρήσεως είναι ότι δεν απαιτείται τήρηση τύπου και όταν η αποτελούσα την αιτία της εκχωρήσεως βασική σύμβαση είναι τυπική δικαιοπραξία (ΑΠ 335/2009 Δημ. Νόμος). Σύμφωνα δε με το άρθρο 459 Α.Κ. με την εκχώρηση της κύριας απαίτησης, αν δεν συμφωνήθηκε διαφορετικά, μεταβιβάζεται και η απαίτηση για τους καθυστερούμενους τόκους. Η ίδια ρύθμιση αρμόζει και για τους μη δεδουλευμένους τόκους, οι οποίοι, εφόσον δεν υπάρχει αντίθετη συμφωνία, ακολουθούν την εκχωρηθείσα κύρια απαίτηση (ΑΠ 1463/1998 ό.π.). Από τις διατάξεις δε των άρθρων 455 επ. Α.Κ., σε συνδυασμό προς εκείνες των άρθρων 1 παρ. 2 και 2 του ν.δ. 356/1974 (ΚΕΔΕ) και 4 παρ.7 του ν. 2238/94 “Κύρωση του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος”, προκύπτει ότι ο υπόχρεος έναντι του Δημοσίου προς καταβολή φόρου για εισόδημα που αποκτά από την εκμίσθωση ακινήτου, όπως είναι και ο εκμισθωτής αυτού, σύμφωνα με το άρθρο 20 του άνω ν.2238/94, μπορεί να εκχωρήσει προς το Δημόσιο τα μη εισπραχθέντα από αυτόν μισθώματα, στην καταβολή των οποίων υποχρεούται ο μισθωτής, με σχετική δήλωσή του, που υποβάλλεται στον αρμόδιο για τη φορολογία του προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ., παραδίδοντας συγχρόνως σ’ αυτόν τα αποδεικτικά της εκχωρούμενης απαιτήσεως έγγραφα. Από της δηλώσεως αυτής του εκχωρητού, συνοδευομένης με βεβαίωση του ιδίου ότι δεν κατέχει άλλα αποδεικτικά της εκχωρούμενης απαιτήσεως έγγραφα, το Δημόσιο ως εκδοχέας της εκχωρούμενης απαιτήσεως υποκαθίσταται, ως προς την απαίτηση αυτή, στα δικαιώματα του εκχωρητού, ως ειδικός διάδοχος αυτού, μη απαιτουμένης, κατά την ειδικώς ρυθμίζουσα την εκχώρηση αυτή διάταξη του άνω άρθρου 4 παρ. 7 του ν. 2238/94, αναγγελίας της εκχωρήσεως προς τον εκχωρούμενο οφειλέτη, η δε εκχωρούμενη απαίτηση αποτελεί δημόσιο έσοδο που εισπράττεται από τον εκχωρούμενο οφειλέτη, σύμφωνα με τις διατάξεις του Κ.Ε.Δ.Ε.. Στον εκχωρούμενο οφειλέτη, εναντίον του οποίου επισπεύδεται διοικητική εκτέλεση προς είσπραξη της ως άνω ιδιωτικής φύσεως εκχωρηθείσης απαιτήσεως, παρέχεται το δικαίωμα να ασκήσει ανακοπή, κατά τα άρθρα 73 επ. του Κ.Ε.Δ.Ε., η οποία δικάζεται από το αρμόδιο πολιτικό δικαστήριο, σύμφωνα με τα άρθρα 583- 585 Κ.Πολ.Δ.. Με την ανακοπή αυτή επιτρέπεται η προβολή κάθε αντιρρήσεως, ουσιαστικού ή δικονομικού δικαίου, κατά του νομίμου τίτλου και της απαιτήσεως, στην απόδειξη της οποίας υποχρεούται το καθ’ ου η ανακοπή Δημόσιο (ΑΠ 645/2017 Δημ. Νόμος, Α.Π. 1245/2010 Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 1288/2008 Δημ. Νόμος). Εκτελεστή δε διοικητική πράξη στο στάδιο της είσπραξης του εσόδου πριν από την έναρξη της εκτέλεση είναι η πράξη της ταμειακής βεβαίωσης του χρέους ως εσόδου του Δημοσίου («βεβαίωση στενής έννοιας»), η οποία είναι προσβλητή ενώπιον των τακτικών διοικητικών Δικαστηρίων, όχι δε η δήλωση εκχώρησης μη εισπραχθέντων μισθωμάτων, που συνοδεύεται από τα σχετικά αποδεικτικά των οφειλομένων μισθωμάτων έγγραφα, με την οποία μεταβιβάζεται από τον εκχωρητή (εκμισθωτή) στο Δημόσιο (εκδοχέα) η εκχωρούμενη απαίτηση (των οφειλομένων μισθωμάτων), καθόσον η δήλωση αυτή αποτελεί μεταβιβαστική της εκχωρούμενης απαιτήσεως πράξη του εκχωρητή προς τον εκδοχέα, η οποία στερείται εκτελεστού χαρακτήρα και δεν είναι εκτελεστή διοικητική πράξη (βλ. σχετ. ΔΕφΑθ 2424/1998 Δ.Δικ. 1989, 915, ΔΕφΑθ 3834/1987 Δ.Δικ. 1989, 183). Σύμφωνα δε με το άρθρο 3 παρ. 3 του Κ.Ε.Δ.Ε, όπως ίσχυε μέχρι τις 31/12/2013 (ήτοι προ της αντικαταστάσεώς του με το άρθρο 7 παρ. 4 του Ν. 4224/2013 (ΦΕΚ Α 288/31.12.2013), «3. Επί χρεών του αυτού οφειλέτου αναγομένων εις διάφορα οικονομικά έτη πάσα καταβολή άγεται κατά πρώτον εις πίστωσιν χρέους ούτινος επίκειται η παραγραφή, μη υπάρχοντος δε τοιούτου εις πίστωσιν του χρέους του ανήκοντος εις το τρέχον εκάστοτε οικονομικόν έτος. Χρέη ανήκοντα εις παρελθόντα οικονομικά έτη εξοφλούνται κατά προτεραιότητα της χρονολογικής σειράς βεβαιώσεως αυτών. Η κατά τα προηγούμενα εδάφια πίστωσις ενεργείται έστω και αν ο οφειλέτης ώρισεν άλλως…». ΄Ηδη, με το άρθρο 7 παρ. 4 του Ν. 4224/2013 (ΦΕΚ Α 288/31.12.2013), η ως άνω διάταξη αντικαταστάθηκε ως εξής: «…3. Αν ο οφειλέτης έχει περισσότερα χρέη, υποδεικνύει, κατά το χρόνο της καταβολής, το χρέος που θέλει να πιστωθεί. Στην περίπτωση που ο οφειλέτης δεν υποδεικνύει ή η πίστωση διενεργείται χωρίς τη βούλησή του, όπως στην περίπτωση λήψης διοικητικών ή αναγκαστικών μέτρων ή συμψηφισμού που χωρεί αυτεπαγγέλτως, η Φορολογική Διοίκηση πιστώνει οποιαδήποτε οφειλή. Σε περίπτωση κατά την οποία οι διατάξεις της παρούσας παραγράφου δεν είναι σύμφωνες με τις διατάξεις του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας (ν. 4174/2013), οι διατάξεις αυτού υπερισχύουν, για τα έσοδα που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του…».

Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 249 εδ. α’ ΚΠολΔ, αν η διάγνωση της διαφοράς εξαρτάται ολικά ή εν μέρει από την ύπαρξη ή ανυπαρξία μιας έννομης σχέσης ή την ακυρότητα ή τη διάρρηξη μιας δικαιοπραξίας, που συνιστά αντικείμενο άλλης δίκης εκκρεμούς σε πολιτικό ή διοικητικό δικαστήριο ή από ζήτημα που πρόκειται να κριθεί ή κρίνεται από διοικητική αρχή, το δικαστήριο μπορεί, αυτεπαγγέλτως, ή ύστερα από αίτηση κάποιου διαδίκου, να διατάξει την αναβολή της συζήτησης εωσότου περατωθεί τελεσίδικα ή αμετάκλητα η άλλη δίκη ή εωσότου εκδοθεί από τη διοικητική αρχή απόφαση που δεν μπορεί να προσβληθεί. Από τη διατύπωση και το σκοπό της διάταξης αυτής, η οποία έχει θεσπιστεί προς εξοικονόμηση χρόνου και δαπάνης και προς αποφυγή εκδόσεως αντιφατικών αποφάσεων, συνάγεται ότι η εφαρμογή της δεν είναι εκ προοιμίου ασυμβίβαστη με την αναιρετική δίκη. Αυτό συμβαίνει, προεχόντως, όταν κάποιο σοβαρό νομικό ζήτημα, το οποίο πρέπει να επιλυθεί από το οικείο αναιρετικό τμήμα, έχει παραπεμφθεί ήδη στην Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, ως ζήτημα εξαιρετικής σημασίας όπου και εκκρεμεί (ΑΠ 448/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 109/2017 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 283/2010 αδημ.).

Τέλος, κατά το άρθρο 522 Κ.Πολ.Δ. με την άσκηση της εφέσεως η υπόθεση μεταβιβάζεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο μέσα στα όρια που καθορίζονται με την έφεση και τους πρόσθετους λόγους. Η διάταξη αυτή ρυθμίζει ειδικώς, σε σχέση με την έφεση, την καθιερούμενη από το άρθρο 106 Κ.Πολ.Δ. γενική αρχή της διαθέσεως, σύμφωνα με την οποία το δικαστήριο ενεργεί μόνο ύστερα από αίτηση διαδίκου και αποφασίζει με βάση τους πραγματικούς ισχυρισμούς που προτείνουν και αποδεικνύουν οι διάδικοι και τις αιτήσεις που υποβάλλουν, εκτός αν ο νόμος ορίζει διαφορετικά. Το αίτημα συνεπώς της εφέσεως και οι λόγοι αυτής, που το στηρίζουν, οριοθετούν το μεταβιβαστικό αποτέλεσμα της εφέσεως. Το εφετείο, για να αποφασίσει αν πρέπει ή όχι να εξαφανίσει την εκκαλούμενη απόφαση, είναι υποχρεωμένο να περιοριστεί στην έρευνα μόνο των παραπόνων, που διατυπώνονται με τους λόγους της εφέσεως ή τους πρόσθετους λόγους και των ισχυρισμών τους οποίους, ως υπεράσπιση κατά των λόγων αυτών, προβάλλει, σύμφωνα με το άρθρο 527 αριθ. 1 Κ.Πολ.Δ., ο εφεσίβλητος, καθώς και εκείνων των ζητημάτων η έρευνα των οποίων προηγείται, ως αναγκαίο προαπαιτούμενο, για να ληφθεί απόφαση σε σχέση με τα παράπονα που διατυπώνονται με τους λόγους εφέσεως και τα οποία κατά νόμο εξετάζει αυτεπαγγέλτως το δικαστήριο, όπως είναι το ορισμένο ή η νομική βασιμότητα της αγωγής ή της ενστάσεως, που αυτεπαγγέλτως τα εξετάζει το εφετείο στην περίπτωση που με την έφεση διατυπώνονται παράπονα μόνο για την κρίση ως προς την ουσιαστική βασιμότητα αυτών (ΑΠ 1481/2013 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1778/2011 Δημ. Νόμος, Α.Π.1625/2011, ΑΠ 496/2010 Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 4924/2012 Δημ. Νόμος, ΕφΘεσ 496/2011 Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 37/2009 Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 6311/2007 Δημ. Νόμος, ΕφΔωδ 58/2002 Δημ. Νόμος). Συνεπώς και οι λόγοι ανακοπής, που επέχουν γενικώς θέση ιστορικής βάσης της αγωγής, εφόσον απορρίφθηκαν πρωτοδίκως, επαναφέρονται στο Εφετείο από τον εκκαλούντα ανακόπτοντα μόνο με λόγο της έφεσής του κατά της πρωτόδικης απόφασης, ως παράπονο κατ` αυτής, και όχι με τις κατ’ έφεση προτάσεις του (ΑΠ 1349/2013 ό.π., ΑΠ 13/2010 Δημ. Νόμος, ΑΠ 408/2000 Δημ. Νόμος, ΕφΛαρ 599/2011 ΤΝΠΔΣΑθ, ΕφΔωδ 66/2008 Δημ. Νόμος).

Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την επισκόπηση του φακέλου της δικογραφίας, η ανακόπτουσα ανώνυμη εταιρία, με την επωνυμία «……….» και ήδη εκκαλούσα, με την από 20/03/2012 και με αριθ. έκθ. κατάθ. ../15-05-2012 ανακοπή της, κατά του πρώτου εφεσίβλητου (εκπροσωπούμενου ειδικά στην προκειμένη περίπτωση από τους Προϊσταμένους της Δ.Ο.Υ. ΦΑ.Ε. Πειραιά και της Δ.Ο.Υ. Γ’ Πειραιά ανακοπή της, ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, αφού εξέθετε ότι το καθ’ ου Ελληνικό Δημόσιο, δια της Δ.Ο.Υ. Φ.Α.Ε. Πειραιά, εξέδωσε, με βάση τις υπ’ αριθ. ../29-03-2012 και ../29-2-2012 ταμειακές βεβαιώσεις, την υπ’ αριθ. ../1-3-2012 ατομική ειδοποίηση χρεών, σε βάρος της, ζήτησε για τους λόγους που ανέφερε, να ακυρωθεί η άνω ατομική ειδοποίηση χρεών και οι άνω ταμειακές βεβαιώσεις.

Από τις διατάξεις των άρθρων 91 και 92 KΠολΔ προκύπτει ότι η ανακοίνωση της εκκρεμούς δίκης δεν αποτελεί μορφή αιτήσεως παροχής ενδίκου προστασίας και δεν δημιουργεί υποχρέωση του Δικαστηρίου ν’ αποφανθεί περί αυτής. Ο τρίτος, όμως, προς τον οποίο ανακοινώθηκε η δίκη, χωρίς να υποχρεούται ν’ απαντήσει στην ιστορική της βάση, δικαιούται να παρέμβει προσθέτως στη διαδικασία (ΟλΑΠ 17/2004 Δημ. Νόμος, AΠ 1667/1980 NοB 29.1079, EA 3129/1988 Δίκη 21.302, EA 11791/1987 AρχN 40. 151), υποστηρίζοντας τον ένα από τους διαδίκους, εφόσον έχει έννομο συμφέρον προς τούτο, (EA 13.433/1987 NοB 36. 127). Η πρόσθετη αυτή παρέμβαση, ανεξάρτητα από το αν γίνεται εκούσια ή ύστερα από προσεπίκληση ή ανακοίνωση, ασκείται σύμφωνα με τις διατάξεις που ισχύουν για την αγωγή και κοινοποιείται σε όλους τους διαδίκους (άρθρα 80 και 81 παρ. 1 ΚΠολΔ). Αν παρόλα αυτά δεν μετάσχει στη διαδικασία, το Δικαστήριο δεν έχει την υποχρέωση να ασχοληθεί με την ανακοίνωση, δεδομένου ότι οι δυσμενείς συνέπειες για τον τρίτο, ο οποίος, ενώ του ανακοινώθηκε η δίκη δεν ενδιαφέρθηκε να λάβει μέρος σε αυτήν, δηλαδή η απώλεια του δικαιώματος της τριτανακοπής κατά της απόφασης, επέρχονται απευθείας από το νόμο (ΑΠ 2179/1998 Ελ.Δ/νη 1998, 1681, ΕφΛαρ 164/2004 Δημ. Νόμος, ΕΑ 3129/1988 ΝοΒ 36.1243). Εξάλλου από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 86, 87 και 88 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι με την προσεπίκληση σκοπείται ο εξαναγκασμός τρίτου να παρέμβει σε εκκρεμή δίκη και να υποστεί τις συνέπειες της απόφασης. Τα υποκειμενικά όρια της δίκης έναντι τρίτων με την προσεπίκληση διευρύνονται. Οι περιπτώσεις προσεπίκλησης αναφέρονται στο νόμο περιοριστικά (άρθρα 86, 87 και 88 Κ.Πολ.Δικ). Για την άσκησή της πρέπει να συντρέχουν όλες οι γενικές διαδικαστικές προϋποθέσεις που αφορούν το πρόσωπο του τρίτου ή στο αντικείμενο της δίκης. Πρέπει ακόμη να συντρέχουν και άλλες ειδικές προϋποθέσεις, ανάμεσα στις οποίες και η ιδιότητα του προσεπικαλουμένου ως τρίτου. Δεν επιτρέπεται να προσεπικληθεί ήδη διάδικος (π.χ. άλλος συνεναγόμενος) εφόσον αυτός δεν είναι τρίτος. Τότε η προσεπίκληση είναι απαράδεκτη. Δεν θίγεται όμως η τυχόν με την προσεπίκληση ενωθείσα παρεμπίπτουσα αγωγή αποζημίωσης κατά του τρίτου, η οποία ασκείται για την περίπτωση ήττας του εναγομένου (ΑΠ 2/2009 Δημ. Νόμος, ΑΠ 245/2006 Δημ. Νόμος, ΕφΔωδ 25/2006 Δημ. Νόμος, ΕφΛαρ 110/2006 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 222/2005 Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 8069/2004 Δημ. Νόμος, ΕφΠατρ 259/2004 Δημ. Νόμος, EφΘεσ 1969/2003 Δημ. Νόμος, ΕφΠατρ 802/2003 Δημ. Νόμος, ΕφΘεσ 1969/2003 Αρμ 2005. 361, ΕφΛαρ 26/2004 Αρμ 2004.992, ΕφΠατρ 22/2003 Δημ. Νόμος). Στην προκειμένη περίπτωση, το καθ’ ου η ανακοπή Ελληνικό Δημόσιο και ήδη πρώτο των εφεσιβλήτων, με την από 7/9/2012 και με αριθμ. κατάθ. ../19-9-2012 ανακοίνωση δίκης – προσεπίκλησης σε παρέμβαση, κατά των δεύτερης και τρίτου των εφεσίβλητων (………….), ισχυρίζεται ότι, εναντίον αυτού, ασκήθηκε η ως άνω ανακοπή, το περιεχόμενο της οποίας παραθέτει αυτολεξεί, επικαλούμενο δε έννομο συμφέρον, διότι οι αναφερόμενες στις προσβαλλόμενες με αριθμ. ../29-03-2012 και ../29-2-2012 ταμειακές βεβαιώσεις, με βάσει τις οποίες εκδόθηκε η συμπροσβαλλόμενη με αριθμ. …/1-3-2012 ατομική ειδοποίηση χρεών της Δ.Ο.Υ. Φ.Α.Ε. Πειραιά, προέρχονται από εκχώρηση απαιτήσεων των καθ’ ων η προσεπίκληση – ανακοίνωση δίκης, κατά της ως άνω ανακόπτουσας – οφειλέτριας ανώνυμης εταιρίας και ήδη εκκαλούσας, από οφειλόμενη προς τους καθ’ ων η προσεπίκληση – ανακοίνωση μισθώματα, δυνάμει δηλώσεων εκχώρησης μη εισπραχθέντων μισθωμάτων ακινήτου προς την αρμόδια Δ.Ο.Υ., ανακοίνωσε τη δίκη σε αυτούς, προκειμένου οι προς ων η ανακοίνωση, ν’ ασκήσουν παρέμβαση υπέρ αυτού, με σκοπό να απορριφθεί η ανακοπή.

Κατά το άρθρο δε 80 ΚΠολΔ, αν σε δίκη που εκκρεμεί μεταξύ άλλων τρίτος έχει έννομο συμφέρον να νικήσει κάποιος διάδικος, έχει δικαίωμα, μέχρι την έκδοση αμετάκλητης αποφάσεως, να ασκήσει πρόσθετη παρέμβαση για να τον υποστηρίξει (ΑΠ 1171/2012 Δημ Νόμος). Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι πρόσθετη παρέμβαση μπορεί να ασκηθεί και το πρώτον ενώπιον του Αρείου Πάγου (ΟλΑΠ 1/1996, ΑΠ 1171/2012 ό.π.). Σε αντίθεση προς την κύρια, με την πρόσθετη παρέμβαση δεν προβάλλεται καμία ιδιαίτερη και αυτοτελής αξίωση ούτε ζητείται η αναγνώριση δικαιώματος του παρεμβαίνοντος κατά των αρχικών διαδίκων. Ο προσθέτως παρεμβαίνων προσέρχεται στη δίκη, όχι για να ζητήσει δικαστική προστασία έναντι των αρχικών διαδίκων, αλλά για να υποστηρίξει τις αιτήσεις του ενός από τους δύο. Δεν διευρύνει τα υποκειμενικά όρια της εκκρεμούς δίκης και δεν προσλαμβάνει την ιδιότητα του κυρίου διαδίκου, εκτός αν ανέλαβε τη δίκη κατ’ άρθρο 85 ΚΠολΔ. Περαιτέρω, η δίκη, που ανοίχθηκε με την πρόσθετη παρέμβαση, δεν είναι αυτοτελής και ανεξάρτητη, αλλά εξαρτάται από την κυρία δίκη που έχει ανοιχθεί με την αγωγή ή το ένδικο μέσο, από την οποία δεν μπορεί να χωριστεί και η περάτωση αυτής (κυρίας) επιφέρει και την περάτωση της δίκης, που ανοίχθηκε με την πρόσθετη παρέμβαση (ΑΠ 1426/2013 ΤΝΠΔΣΑθ). Από την παραπάνω διάταξη και τον συνδυασμό αυτής με τη διάταξη του άρθρου 68 του ιδίου Κώδικα, προκύπτει, ότι απαραίτητη προϋπόθεση για την άσκηση προσθέτου παρεμβάσεως, είναι η ύπαρξη εννόμου συμφέροντος, το οποίο πρέπει να προσδιορίζεται στο δικόγραφο της παρεμβάσεως, κατά τη ρητή διάταξη του άρθρου 81 παρ. 1 εδ. β` ΚΠολΔ. Έννομο δε συμφέρον προς παρέμβαση υφίσταται, όταν με αυτή μπορεί να προστατευθεί δικαίωμα του παρεμβαίνοντος ή να αποτραπεί η δημιουργία εις βάρος του νομικής υποχρεώσεως, που, είτε απειλούνται από τη δεσμευτικότητα και την εκτελεστότητα της αποφάσεως που θα εκδοθεί, είτε υπάρχει κίνδυνος προσβολής τους από τις αντανακλαστικές συνέπειές της (ΟλΑΠ 8/1998, ΑΠ 1171/2012 Δημ Νόμος). Ειδικότερα, το έννομο συμφέρον του παρεμβαίνοντος μπορεί να στηρίζεται είτε στο γεγονός ότι η ισχύς της αποφάσεως στην  κύρια δίκη εκτείνεται και στις έννομες σχέσεις αυτού, οπότε πρόκειται για αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση και  εφαρμόζονται οι διατάξεις των για την αναγκαστική ομοδικία άρθρων 76, 77 και 78 Κ.Πολ.Δ., είτε απλώς στο γεγονός ότι ο παρεμβαίνων έχει κάποια ουσιαστική συνάρτηση με το αντικείμενο της κύριας δίκης και επηρεάζεται από την έκβασή της, χωρίς όμως ο ίδιος και ο αντίδικος του υπερ ου η παρέμβαση να συνδέονται με οποιαδήποτε έννομη σχέση, έτσι ώστε η ισχύς της αποφάσεως στην κύρια δίκη να μην εκτείνεται στις έννομες σχέσεις εκείνου που άσκησε την πρόσθετη παρέμβαση, οπότε πρόκειται για απλή (μη αυτοτελή) πρόσθετη παρέμβαση. Σε περίπτωση απλής πρόσθετης παρεμβάσεως ο παρεμβαίνων έχει δικαίωμα να  ενεργήσει όλες τις επιτρεπόμενες διαδικαστικές πράξεις προς το συμφέρον του υπερ ου η παρέμβαση. Οι πράξεις του, όμως,  είναι ισχυρές, εφόσον δεν είναι αντίθετες προς τις πράξεις του υπερ ου η παρέμβαση, ο οποίος ειδικότερα έχει δικαίωμα να δηλώσει αντίρρηση προς ορισμένη πράξη εκείνου και να την καταστήσει ανίσχυρη (ΑΠ 776/2001 Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 6399/2006 Δημ. Νόμος). Ανεξαρτήτως αυτών, η άσκηση της απλής ή αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης δεν θέτει κανέναν από τους αρχικούς διαδίκους εκτός δίκης, πλην αντιθέτων πράξεων του υπέρ ου η παρέμβαση διαδίκου, που δύναται να δηλώσει αντιρρήσεις για ορισμένες πράξεις του παρεμβαίνοντος, προκειμένου να τις καταστήσει ανίσχυρες (ΑΠ 776/2001 Δημ. Νόμος, ΕφΑΘ 6399/2006  Δημ. Νόμος). Εξ` άλλου, ως τρίτος, κατά την έννοια της ιδίας διατάξεως του άρθρου 80 ΚΠολΔ, νοείται εκείνος, ο οποίος δεν έχει προσλάβει την ιδιότητα του διαδίκου στην αρχική δίκη, μη ταυτιζόμενος νομικώς με κάποιον από αυτούς, όπως συμβαίνει επί καθολικής ή οιονεί καθολικής διαδοχής, ενώ θεωρούνται ως τρίτοι, δικαιούμενοι να ασκήσουν πρόσθετη παρέμβαση, οι ειδικοί διάδοχοι των αρχικών διαδίκων, ανεξαρτήτως του χρόνου που απέκτησαν την ιδιότητα αυτή, προ ή κατά τη διάρκεια της δίκης (ΑΠ 1171/2012 Δημ Νόμος, ΕφΘεσ 617/2010 Δημ. Νόμος, ΕφΔωδ 276/2005 Δημ. Νόμος, ΕφΔωδ 120/2004 Δημ. Νόμος). Στην προκείμενη περίπτωση οι καθ’ ων η ανακοίνωση δίκης – προσεπικαλούμενοι (……….), με την προαναφερθείσα από 13/3/2013 και με αριθμ. κατάθ. …/21-3-2013 πρόσθετη παρέμβασή τους, επικαλούμενοι έννομο συμφέρον, συνιστάμενο στο γεγονός ότι οι απαιτήσεις τους, ως εκμισθωτών, κατά της καθ’ ης η πρόσθετη παρέμβαση μισθώτριας, από δεδουλευμένα μισθώματα ακινήτου, που βεβαιώθηκαν με τις προσβαλλόμενες με την ανακοπή ταμειακές βεβαιώσεις, εκχωρήθηκαν στο Ελληνικό Δημόσιο από τους προσθέτως παρεμβαίνοντες, ως υποκείμενα της φορολογικής ενοχής, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα και ότι η ακύρωση των προσβαλλόμενων πράξεων, σε περίπτωση που κριθεί ότι οι απαιτήσεις, που αναφέρονται σε αυτές, είναι ανύπαρκτες, θα γεννήσει φορολογική τους υποχρέωση, έναντι του Ελληνικού Δημοσίου, αν και δεν έχουν εισπραχθεί τα μισθώματα, άσκησαν πρόσθετη παρέμβαση υπέρ του καθ’ ου η αίτηση, Ελληνικού Δημοσίου και υπέρ του κύρους των προσβαλλόμενων πράξεων και εναντίον της ανακόπτουσας, ζητώντας να απορριφθεί η υπό κρίση ανακοπή.

Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, αφού συνεκδίκασε, στις 23/05/2013, αντιμωλία των διαδίκων, την από 20/03/2012 και με αριθ. έκθ. κατάθ. ../15-05-2012 ανακοπή, την από 7/9/2012 και με αριθμ. κατάθ. …/19-9-2012 ανακοίνωση δίκης – προσεπίκληση και την 13/3/2013 και με αριθμ. κατάθ. …/21-3-2013 πρόσθετη παρέμβαση, με την εκκαλουμένη, με αριθ. 5755/08-11-2013 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, απέρριψε την ανακοπή και έκανε δεκτές την ανακοίνωση δίκης και την πρόσθετη παρέμβαση. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται η εκκαλούσα με την υπό κρίση έφεσή της, για λόγους, που ανάγονται σ’ εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου, καθώς και, όπως επικαλείται, σ’ εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί την εξαφάνιση της εκκαλούμενης απόφασης, με σκοπό να γίνει δεκτή η υπό κρίση ανακοπή και να επιβληθούν σε βάρος των αντιδίκων της τα δικαστικά έξοδα αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας. Για την ως άνω ανακοπή υφίσταται δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων, καθόσον, όπως προαναφέρθηκε, η ανακύψασα με αυτήν διαφορά είναι ιδιωτικού δικαίου, ενόψει του ότι ιδιωτική είναι η φύση της επικαλούμενης οφειλής της ανακόπτουσας έναντι των αρχικών δανειστών της (εκχωρητών), η οποία δεν αναιρείται από το γεγονός ότι η απαίτηση του Δημοσίου έναντι των τελευταίων, προς ικανοποίηση της οποίας έγινε η εκχώρηση και πρόκειται να επιχειρηθεί διοικητική εκτέλεση κατά της οφειλέτριας (ανακόπτουσας), είναι φύσεως δημοσίου δικαίου ως αφορώσα φορολογική υποχρέωση των εκχωρητών. Περαιτέρω, με τον πρώτο λόγο της έφεσής της, η εκκαλούσα, κατ’ ορθή εκτίμηση, ισχυρίζεται ότι η εκκαλουμένη εσφαλμένα το νόμο εφάρμοσε και ειδικότερα τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 1 και 2 παρ. 1, 2 του ν.δ. 356/1974 (Κ.Ε.Δ.Ε.) και απέρριψε τον πρώτο λόγο της ανακοπής της, δεδομένου ότι η υπ’ αριθμ. …/2012 ατομική ειδοποίηση του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. ΦΑΕ Πειραιά και οι συμπροσβαλλόμενες ταμειακές βεβαιώσεις τυγχάνουν αόριστες, καθόσον σ’ αυτές αναγράφεται γενικά το οφειλόμενο ποσό, χωρίς να γίνεται περαιτέρω οποιαδήποτε συγκεκριμένη αναφορά για το είδος και την αιτία της οφειλής, για τις «βεβαιωτικές» της οφειλής πράξεις και δεν κοινοποιήθηκαν σε αυτήν συνοδευτικά έγγραφα των ως άνω βεβαιώσεων, με συνέπεια να συντρέχει ουσιαστική βλάβη σε βάρος της, αφού έτσι δεν μπορεί να γνωρίζει ακριβώς την αιτία και το ύψος της οφειλής, ώστε να δύναται να αμυνθεί, ενόψει και του ότι η εκχώρηση μισθωμάτων, από την οποία πηγάζει η οφειλή, πραγματοποιείται κατόπιν μονομερούς δήλωσης του εκχωρητή, χωρίς ν’ απαιτείται αναγγελία στον οφειλέτη, και για το λόγο αυτό πρέπει να ακυρωθούν οι ως άνω προσβαλλόμενες πράξεις. Με την εκκαλουμένη, όπως προκύπτει από την επισκόπηση του περιεχομένου της, ο λόγος αυτός, κατά μεν το σκέλος, που στρέφεται κατά της ατομικής ειδοποίησης, κρίθηκε απορριπτέος ως απαράδεκτος, κατά δε το σκέλος, που στρέφεται κατά των ταμειακών βεβαιώσεων, απορρίφθηκε ως αόριστος, διότι κρίθηκε ότι «…δεν βάλει με ειδικό κατ’ αυτών λόγο, ούτε αποδίδει κάποια πλημμέλεια ως προς το περιεχόμενό τους, παρά εμμέσως, μέσω δηλαδή της φερόμενης μη αναφοράς των βεβαιωτικών πράξεων στην ατομική ειδοποίηση της οφειλής, επιχειρεί να καταστήσει αυτές (βεβαιωτικές πράξεις) ελλιπείς ως προς την αιτία της οφειλής στην οποία αφορούν…» και ότι «…Εξάλλου η τυχόν πλημμέλεια της ατομικής ειδοποίησης ως προς την αναγκαιότητα ή μη αναφοράς των βεβαιωτικών πράξεων της οφειλής, δεν καθιστά ακυρωτέα τη βεβαιωτική πράξη (ταμειακή βεβαίωση)…». Με τη με αριθμ. 1337/7-7-2014 απόφαση δε του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε επί της από 20/3/2014 και με αριθμ. κατάθ. …/2014 αιτήσεως της ανακόπτουσας, μετά από συζήτηση που έγινε, στις 25/06/2014, ερήμην του Ελληνικού Δημοσίου, κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, ενόψει της ασκήσεως της υπό κρίση εφέσεως, έγινε, όμως, δεκτή η αίτησή της και ανεστάλη η διαδικασία εκτέλεσης, που επισπεύδεται σε βάρος της ανακόπτουσας με τη με αριθμ. …/2012 ατομική ειδοποίηση χρεών του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Φ.Α.Ε. Πειραιώς και των με αριθμ. ../29-02-2012 και ../29-02-2012 ταμειακών βεβαιώσεων, μέχρι την έκδοση απόφασης επί της υπό κρίση από 9/12/2013 και με αριθμ. κατάθ. …/2014 έφεσης, που άσκησε η ανακόπτουσα κατά της με αριθμ. 5575/2013 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (τακτική διαδικασία), ήτοι της εκκαλουμένης, υπό τον όρο ότι αυτή θα συζητηθεί κατά την προσδιορισθείσα δικάσιμο της 2/4/2015. Ειδικότερα, με την ως άνω 1337/7-7-2014 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς πιθανολογήθηκε η νομική και ουσιαστική βασιμότητα του πρώτου λόγου της υπό κρίση ανακοπής και εν συνεχεία η ευδοκίμηση του πρώτου λόγου της υπό κρίση εφέσεως και συγκεκριμένα πιθανολογήθηκε ότι «…Δυνάμει της υπ’ αριθμ. …./2012 ατομικής ειδοποίησης χρεών, που εκδόθηκε με βάση τις υπ’ αριθμ. …/29-2-2012 και …/29-2-2012 ταμειακές βεβαιώσεις και του αντίστοιχου χρηματικού καταλόγου του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. ΦΑΕ Πειραιά, η αιτούσα κλήθηκε να καταβάλει το ποσό των 68.429,06, με την αιτιολογία «λοιποί φόροι», χωρίς ωστόσο να δίδεται καμία περαιτέρω ανάλυση και αιτιολογία του φερόμενου ως οφειλόμενου ποσού και χωρίς να εξειδικεύεται η αιτία της οφειλής αυτής. Ειδικότερα, στην εν λόγω ατομική ειδοποίηση, δεν γίνεται αναφορά στο είδος των φόρων, η προέλευσή τους και ποια περίοδο αφορούν. Από τις δηλώσεις εξάλλου εκχώρησης μισθωμάτων του έτους 2011 των 2ου και 3ου των εφεσιβλήτων – εκμισθωτών του μίσθιου ακινήτου που υποβλήθηκε στη Δ.Ο.Υ. Γ’ Πειραιά, δεν προκύπτουν έγγραφα που να βεβαιώνουν το ύψος των οφειλόμενων μισθωμάτων. Στην περίπτωση δε που οι δηλώσεις εκχώρησης αποτέλεσαν το νόμιμο τίτλο, όταν το εκχωρούμενο ποσό καθίσταται έσοδο του Δημοσίου συντάσσεται βεβαιωτική, άλλως καταλογιστική πράξη, με βάση την οποία συγκροτείται ο νόμιμος τίτλος. Τέτοια βεβαιωτική πράξη, στην οποία αναγράφεται ο προσδιορισμός του εισπρακτέου ποσού, το είδος του εσόδου και η αιτία οφειλής του, δεν κοινοποιήθηκε στην αιτούσα, με συνέπεια να στερηθεί της δυνατότητας να ελέγξει το είδος του εσόδου και την αιτία για την οποία αυτό οφείλεται. Έτσι όμως προκαλείται ασάφεια και σύγχυση στην αιτούσα ως προς το είδος και το ύψος της συνολικής απαίτησης του καθ’ ου, τούτο δε συνεπάγεται ουσιώδη βλάβη της απούσας, συνιστάμενη στην αδυναμία της να ελέγξει το ακριβές ύψος της οφειλής της και να αποκρούσει αυτή, η οποία (βλάβη) δεν μπορεί να επανορθωθεί διαφορετικά, παρά μόνο με την κήρυξη της ακυρότητας…». Το ζήτημα αυτό, όμως, εάν, δηλαδή, η ταμειακή βεβαίωση και η συναφής προς αυτήν ατομική ειδοποίηση, που επιδίδεται στον οφειλέτη του Δημοσίου, στην οποία αναγράφεται μόνο το συνολικό ποσό οφειλής, χωρίς περιγραφή αυτής, ήτοι χωρίς αναγραφή της αιτίας αυτής, αλλά και χωρίς να γίνεται διαχωρισμός κατά κεφάλαιο, συμβατικούς τόκους, τόκους υπερημερίας, τυχόν ανατοκισμό τόκων και προσαυξήσεων, όπως και τυχόν άλλων εξόδων, για να είναι ορισμένη, πρέπει τα στοιχεία αυτά να γνωστοποιούνται στον οφειλέτη με οποιονδήποτε τρόπο, με ή χωρίς αίτησή του, αλλά πάντως πριν από τη λήξη της προθεσμίας ανακοπής κατά της εκτελέσεως, ώστε να είναι εφικτός ο έλεγχος της ύπαρξης και του ύψους της οφειλής εκ μέρους του, αλλά και από το δικαστήριο, στην περίπτωση, που ο οφειλέτης αμφισβητήσει το ποσό αυτό, ή αντιθέτως αρκεί το Δημόσιο να προσκομίσει τα έγγραφα του νόμιμου τίτλου προς απόδειξη της απαιτήσεώς του, κατά τη συζήτηση της υποθέσεως στο ακροατήριο, οπότε παρέχεται στον μεν οφειλέτη η δυνατότητα αμφισβητήσεως της οφειλής του στη σχετική δίκη, στο δε δικαστήριο η δυνατότητα ελέγχου της βασιμότητάς της, αφού χαρακτηρίστηκε γενικότερου ενδιαφέροντος, έχει ήδη παραπεμφθεί στην Τακτική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου με την υπ’ αριθμ. 251/01.02.2018 απόφαση του παρόντος Α2’ Πολιτικού Τμήματος αυτού. Καθίσταται, λοιπόν, εμφανές ότι στην προκείμενη διαφορά, της οποίας αντικείμενο αποτελεί η ορθή εφαρμογή των ως άνω διατάξεων, το δικαστήριο δεν πρέπει να αποφανθεί πριν από την έκδοση απόφασης από την πλήρη ολομέλεια του Αρείου Πάγου (ΑΠ 109/2017 ό.π., ΕφΠειρ 283/2010 αδημ.). ΄Ηδη δε, οι δεύτερη και τρίτος των εφεσιβλήτων κατέθεσαν, στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου, την από 10/01/2018 και Γεν. Αριθμ. Κατάθ. ../10-01-2018 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …/10-01-2018 αίτησή τους, ενώπιον του Αρείου Πάγου, εναντίον της ανακόπτουσας, με αίτημα την αναίρεση της με αριθμ. 103/28.02.2017 αποφάσεως του παρόντος Δικαστηρίου, εκδοθείσας, κατά την τακτική διαδικασία, μεταξύ των ιδίων ως άνω διαδίκων, κατά το μέρος που έκανε δεκτή την από 5-5-2014 και με αριθ. κατάθ. …/5-5-2014 έφεση της ανακόπτουσας και τους από 29-7-2016 και με αριθ. κατάθ. ../29-7-2016 πρόσθετους λόγους της, κατά της με αριθμ. 5249/2013 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, εκδοθείσας κατά την τακτική διαδικασία και με την οποία (με αριθμ. 103/2017 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου) εξαφανίστηκε η ως άνω με αριθμ. 5249/2013  απόφαση, απορρίφθηκε η από 2-3-2011 και με αριθ. κατάθ. …/9-3-2011 ανακοπή, κατά το μέρος που στρέφεται κατά της υπ’ αριθ. 12/7-1-2010 ατομικής ειδοποίησης χρεών της Δ.Ο.Υ. Φ.Α.Ε. Πειραιά και έγινε δεκτή η ανακοπή, κατά το μέρος που στρέφεται κατά των με αριθ. ../23-12-2009 και ../23-12-2009 ταμειακών βεβαιώσεων της ιδίας Δ.Ο.Υ. και ακυρώθηκαν οι τελευταίες. Συνεπώς, για την ενότητα της νομολογίας και προκειμένου να αποφευχθεί η έκδοση αντιφατικών αποφάσεων, ιδίως στην προκειμένη περίπτωση, που το καθ’ ου η ανακοπή φέρεται ότι ενήργησε ως εκδοχέας απαιτήσεων, συντρέχει εύλογα περίπτωση εφαρμογής της διάταξης του άρθρου 249 ΚΠολΔ, σύμφωνα και με όσα αναπτύχθηκαν στην μείζονα σκέψη. Κατόπιν αυτού, αφού συνεκδικαστούν, Α) η από 09/12/2013 έφεση, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. ../20-12-2013, αντίγραφο δε αυτής κατατέθηκε στο Γραμματέα του Δικαστηρίου αυτού, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. ../11-04-2014 και Ειδ. Αριθμό Κατάθεσης ../11-04-2014 και Β) οι από 25-07-2016, με Γεν. Αριθ. Κατάθ. ../29-07-2016 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …/29-07-2016 πρόσθετοι λόγοι έφεσης, επιφυλασσομένου του Δικαστηρίου, λόγω της έκδοσης μη οριστικής απόφασης, να κρίνει περί του τυπικά δεκτού αυτών (πρόσθετων λόγων), ανάλογα με την προσκόμιση ή μη, στη μετ’ αναβολή συζήτηση, των σχετικών εκθέσεων επιδόσεως αυτών, πρέπει να ανασταλεί, κατά τα λοιπά, η πρόοδος της παρούσης δίκης, μέχρι να εκδοθεί οριστική απόφαση από την Τακτική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, για το αναφερόμενο στο σκεπτικό της με αριθμ. 251/01.02.2018 απόφασης του Α2’ Πολιτικού Τμήματος του Αρείου Πάγου ζήτημα, που έχει παραπεμφθεί σ’ αυτή (βλ. ΑΠ 448/2018 ό.π., ΑΠ 109/2017 ό.π., ΕφΠειρ 283/2010 αδημ.), καθώς ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό της παρούσας. Τέλος, στην παρούσα απόφαση δεν διαλαμβάνεται διάταξη για την τύχη του παραβόλου που έχει καταθέσει η εκκαλούσα, καθώς και για τα δικαστικά έξοδα, δεδομένου ότι η παρούσα είναι μη οριστική.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ, αντιμωλία των διαδίκων: Α) την από 09/12/2013 έφεση, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. ../20-12-2013, αντίγραφο δε αυτής κατατέθηκε στο Γραμματέα του Δικαστηρίου αυτού, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. ../11-04-2014 και Ειδ. Αριθμό Κατάθεσης ../11-04-2014 και Β) τους από 25-07-2016, με Γεν. Αριθ. Κατάθ. ../29-07-2016 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. ../29-07-2016 πρόσθετους λόγους έφεσης.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά την υπό κρίση έφεση και

ΑΝΑΒΑΛΛΕΙ, κατά τα λοιπά, τη συζήτηση της από 09/12/2013 έφεσης και των από 25-07-2016 πρόσθετων λόγων αυτής, μέχρι να εκδοθεί οριστική απόφαση από την Τακτική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου για το αναφερόμενο στο σκεπτικό της με αριθμ. 251/01.02.2018 απόφασης του Α2’ Πολιτικού Τμήματος του Αρείου Πάγου ζήτημα, που έχει παραπεμφθεί σ’ αυτή.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριό του σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στον Πειραιά, στις 15/01/2019, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων Δικηγόρων τους.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                                Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ