Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 354/2025

 Aριθμός  Αποφάσεως 354/2025

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από την Δικαστή Ελένη Μοτσοβολέα, Εφέτη,  που ορίσθηκε από το Τριμελές Συμβούλιο Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιως και την Γραμματέα Ε.Δ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στoν Πειραιά, στις   …………., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Του ανακοπτοντος- ασκούντος προσθέτους λόγους : …………… ο οποίος παραστάθηκε στο ακροατήριο  δια  του πληρεξουσίου δικηγόρου Νικολάου Φιδάντση,

Της καθ’ης η ανακοπή-  καθ’ης οι πρόσθετοι λόγοι   : Της εταιρειας με την επωνυμία  «…………..» και τον διακριτικό τίτλο  «…………..» που εδρεύει στον Πειραιά,  η οποία παραστάθηκε στο ακροατήριο διά  του πληρεξουσίου   δικηγόρου Παντελή Μήτση, βάσει δηλώσεως,

Η  εκκαλούσα και ήδη καθ’ης η ανακοπή    άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 10-10-2017 (με αριθμό έκθεσης  κατάθεσης ……../2017) αγωγή της   κατά του  εναγομένου- εφεσιβλήτου  και ήδη ανακόπτοντος,  επί της οποίας εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία  η με αριθμό 4706/2018  απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου, που απέρριψε την αγωγή.  Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου  η εκκαλούσα -καθ’ης η ανακοπή  με   την από 15-9-2020  ( αριθμ. έκθ. κατ. ………../2020)  έφεσή της.  Επί της ως άνω εφέσεως,η οποία εκδικάσθηκε στις 25-11-2021  ερήμην  του εφεσιβλήτου εξεδόθη  η υπ’ αριθ. 63/2022 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς η οποία δέχθηκε τύποις και κατ’ ουσίαν την έφεση, εξαφάνισε την υπ’ αριθ. 4706/2018 πρωτοβάθμια απόφαση  και δεχθηκε  εν μέρει την αγωγή. Κατά της αποφάσεως αυτής ο ερημοδικασθείς εφεσίβλητος και ήδη  ανακοπτων  άσκησε την από 14-6-2022  (αριθμ. έκθ. κατ.  …………/2022, αρ. προσδ. …………./2022)   ανακοπή ερημοδικίας καθώς και τους από 12-8-2022 (αρ. εκθ. Κατ. ………./2022) προσθέτους λόγους,  που προσδιορίσθηκαν για τη δικάσιμο της 16-2-2023 και μετ’ αναβολή για την δικάσιμο της 15-2-2024, οπότε αναβλήθηκαν  για την δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφηκαν στο πινάκιο.

Κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο, κατά την οποία η υπόθεση εκφωνήθηκε νόμιμα με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο,  ο πληρεξούσιος δικηγόρος της  καθ’ης η ανακοπή ερημοδικίας δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο, αλλά κατέθεσε μονομερή δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και προκατέθεσε προτάσεις, ο δε  πληρεξούσιος δικηγόρος του ανακόπτοντος αναφέρθηκε  στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Κατά το άρθρο 501 του ΚΠολΔ, ανακοπή κατά απόφασης, που έχει εκδοθεί ερήμην επιτρέπεται, αν εκείνος που δικάσθηκε ερήμην δεν κλητεύθηκε καθόλου ή δεν κλητεύθηκε νομίμως ή εμπροθέσμως ή αν συντρέχει λόγος ανώτερης βίας. Ως ανώτερη βία νοείται οποιοδήποτε ανυπαίτιο γεγονός εξαιρετικής φύσης, το οποίο στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν αναμενόταν και δεν θα μπορούσε να προβλεφθεί και αποτραπεί στη συγκεκριμένη περίπτωση, ούτε με μέτρα άκρας επιμελείας και συνέσεως. Ειδικότερα, ως ανώτερη βία, στο πεδίο του δικονομικού δικαίου, νοείται κάθε τυχαίο και ανυπαίτιο γεγονός παρακωλυτικό της εμφανίσεως του διαδίκου στο ακροατήριο και της συμμετοχής του στην εκδίκαση της υποθέσεώς του, το οποίο ήταν εξαιρετικό και απρόβλεπτο και δεν μπορούσε στη συγκεκριμένη περίπτωση να αποτραπεί από αυτόν ούτε με μέτρα άκρας επιμέλειας και συνέσεως, Τέτοιο γεγονός μπορεί να θεωρηθεί, εκτός των άλλων, και κάθε γεγονός, εξαιτίας του οποίου ο διάδικος ή ο δικηγόρος του, περιέρχεται σε κατάσταση αδυναμίας να εμφανιστεί στο δικαστήριο ή να προβεί στις δέουσες ενέργειες για την ανάθεση σε άλλο δικηγόρο της εκτελέσεως της σχετικής πράξεως, εφόσον τα γεγονότα αυτά υπήρξαν απρόβλεπτα και αναπότρεπτα και επιπλέον συνέβαλαν στην επέλευση της ερημοδικίας, Η πιο πάνω δε διάταξη του άρθρου 501 ΚΠολΔ, ως προς τη νομική έννοια της ανώτερης βίας, είναι ουσιαστικού δικαίου (ΑΠ 121/2021, ΑΠ 290/2020, ΑΠ 1540/2017, ΑΠ 1778/2013, ΑΠ 1506/2013, ΕφΠατρ 320/2017 ΤΝΠ Νόμος, X. Απαλαγάκη, ΕρμΚΠολΔ, έκδ. 2019, άρθρο 501 ΚΠολΔ, σελ. 1377 επ.). Εξάλλου, κατά το άρθρο 505 παρ. 1 του ΚΠολΔ, το δικόγραφο της ανακοπής πρέπει να περιέχει τα στοιχεία που απαιτούνται κατά τα άρθρα 118 έως 120 του ΚΠολΔ και τους λόγους της ανακοπής. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι η ανακοπή ερημοδικίας πρέπει να περιέχει ένα τουλάχιστον σαφή και ορισμένο λόγο από εκείνους που ορίζονται στο άρθρο 501 του ΚΠολΔ, δηλαδή τη μη κλήτευση ή τη μη νόμιμη ή μη εμπρόθεσμη κλήτευση ή τη συνδρομή λόγου ανώτερης βίας για τη μη εμφάνιση του ανακόπτοντος στην ερήμην αυτού συζήτηση της υποθέσεως, επί της οποίας στηρίχτηκε η προσβαλλόμενη ερήμην απόφαση (βλ. ΑΠ 1537/2008, Δημ. Νόμος). Αν η ανακοπή ερημοδικίας ασκήθηκε εμπροθέσμως και σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις (άρθρο 503 παρ. 1 και 505 παρ. 1 ΚΠολΔ) και αν πιθανολογείται ότι είναι βάσιμος ο λόγος που προτάθηκε, τότε το Δικαστήριο εξαφανίζει την ερήμην απόφαση, διατάσσει να επιστραφεί το παράβολο (άρθρο 505 παρ. 2 ΚΠολΔ) και αμέσως προχωρεί στην εξέταση της διαφοράς, αφού οι διάδικοι επανέρχονται στην κατάσταση, που υπήρχε πριν από την απόφαση, που εξαφανίστηκε. Άλλως, αν δηλαδή η ανακοπή δεν ασκήθηκε νομίμως και εμπροθέσμως ή αν δεν πιθανολογείται η βασιμότητα του λόγου της, το Δικαστήριο απορρίπτει την ανακοπή και διατάσσει να εισαχθεί το παράβολο στο δημόσιο ταμείο (άρθρο 509 ΚΠολΔ). Από τις διατάξεις αυτές και με στόχο την ταχύτητα στην απονομή της Δικαιοσύνης, προκύπτει ότι το Δικαστήριο αποφαίνεται για την ουσιαστική βασιμότητα του λόγου της ανακοπής ερημοδικίας αμέσως, με την ίδια απόφαση, με την οποία θα κρίνει και το τυπικά παραδεκτό και νόμω βάσιμο της ανακοπής, αρκούμενο σε πιθανολόγηση, το δε ελάττωμα της κλητεύσεως ή η ύπαρξη του περιστατικού ανώτερης βίας, που προκάλεσαν την ερημοδικία του ανακόπτοντος, θα διαγνωσθούν με βάση τα στοιχεία, που επικαλούνται και προσκομίζουν προαποδεικτικώς οι διάδικοι (ΕφΠατρ 320/2017,  ΕφΛαρ 52/2019 ΤΝΠ Νόμος). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπει από τα διαδικαστικά έγγραφα, τα οποία υπάρχουν στη δικογραφία και επικαλούνται οι διάδικοι με τις προτάσεις τους, η εκκαλούσα και ήδη καθ’ης η ανακοπή άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 10-10-2017 (με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………/2017) αγωγή της κατά του εναγομένου-εφεσιβλήτου και ήδη ανακόπτοντος,  με την οποία ζητούσε να αναγνωρισθεί ότι υποχρεούται ο εναγόμενος να της καταβάλει το ποσό των 71.569,36 ευρώ για την οφειλή της επιχείρησης η οποία μεταβιβάσθηκε στον εναγόμενο κατά τα εκεί εκτιθεμενα. Επί της αγωγης αυτής εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία αντιμωλία των διαδίκων η υπ’ αριθ. 4706/2018  απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου, που απέρριψε την αγωγή ως αόριστη, Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου  η εκκαλούσα -καθ’ης η ανακοπή  με   την από 15-9-2020  (αριθμ. έκθ. κατ. ………/2020)  έφεσή της.  Επί της ως άνω εφέσεως,η οποία εκδικάσθηκε στις 25/11/2021 ερήμην  του εφεσιβλήτου και ήδη ανακόπτοντος, εξεδόθη  η υπ’ αριθ. 63/2022 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς η οποία δέχθηκε τύποις και κατ’ ουσίαν την έφεση, εξαφάνισε την υπ’ αριθ. 4706/2018 πρωτοβάθμια απόφαση,  δεχθηκε  εν μέρει την αγωγή και αναγνώρισε ότι ο εναγόμενος υποχρεούται να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 54.185 ευρώ, για οφειλή του  εξ ενοχικής σχέσης κατ’ άρθρο 479 ΑΚ. Κατά της αποφάσεως αυτής ο ερημοδικασθείς εφεσίβλητος και ήδη  ανακοπτων  άσκησε την από 14-6-2022  (αριθμ. έκθ. κατ.  …../ 2022) ανακοπή ερημοδικίας, καθώς και   τους από 12-8-2022 (αρ. εκθ. κατ. ……./2022)  προσθέτους λόγους ανακοπής ερημοδικίας και ζητεί να ακυρωθεί  η υπ’ αριθ. 63/2022 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς ώστε να απορριφθεί η έφεση της καθ’ης η ανακοπή ερημοδικίας κατά της υπ’ αριθ. 4706/2018 πρωτοβαθμίου αποφάσεως και να απορριφθεί η αγωγή της, Η ανακοπή ερημοδικίας και οι πρόσθετοι λόγοι πρέπει να ενωθούν και να συνεκδικασθούν, λόγω της πρόδηλης μεταξύ τους συνάφειας, συνακόλουθα δε δια της συνεκδικάσεως διευκολύνεται η διεξαγωγή της δίκης, επέρχεται μείωση των εξόδων και αποφεύγεται η έκδοση αντιφατικών αποφάσεων (άρθρα 31, 246, 524 ΚπολΔ). Σημειούται ότι ο ισχυρισμός του ανακόπτοντος ότι η καθ’ης ανακοπή πρέπει να δικασθεί ερήμην, διότι παραστάθηκε με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, είναι απορριπτέος, καθόσον στην δικη ενώπιον του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 524 παρ. 2 και 528 ΚΠολΔ, η διαδικασία είναι προφορική, μόνον όταν ασκηθεί έφεση από τον διάδικο που δικάσθηκε ερήμην στον πρώτο βαθμό, οπότε δεν χωρεί παράσταση με δηλωση εκ του άρθρου  242 παρ. 2 ΚΠολΔ για κανέναν διάδικο, ενώ το ίδιο ισχύει  και στις υποθέσεις που δικάζονται στον δεύτερο βαθμό με την διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, διότι στις υποθέσεις αυτές η συζήτηση είναι προφορική και δεν χωρεί η δήλωση του άρθρου 242 παρ. ΚΠολΔ.           Σύμφωνα με τα άρθρα 124 παρ. 2 και 126 παρ. 1 ΚΠολΔ, η επίδοση γίνεται προσωπικά σε εκείνον στον οποίο απευθύνεται το έγγραφο και στον τόπο όπου είναι η κατοικία του. Ως κατοικία του παραλήπτη, στην οποία μπορεί να γίνει η επίδοση, κατά το άρθρο 128 του ΚΠολΔ, θεωρείται το σπίτι ή το διαμέρισμα που είναι προορισμένο για διημέρευση ή διανυκτέρευση του παραλήπτη, σύνοικοι δε θεωρούνται εκείνοι που διαμένουν στο ίδιο διαμέρισμα, προς τους οποίους εγκύρως γίνεται η επίδοση του εγγράφου, αν ο παραλήπτης δεν βρεθεί από τον δικαστικό επιμελητή στην κατοικία του. Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 117, 139, 438 και 440 του ΚΠολΔ, προκύπτει ότι η έκθεση επίδοσης που συντάσσει ο αρμόδιος δικαστικός επιμελητής συνιστά δημόσιο έγγραφο, το οποίο παρέχει πλήρη απόδειξη ως προς όσα βεβαιώνονται σ` αυτήν ότι έγιναν από τον δικαστικό επιμελητή ή ενώπιόν του. Ανταπόδειξη επιτρέπεται μόνο με την προσβολή της ως πλαστής. Αντίθετα, η βεβαίωση του δικαστικού επιμελητή στην έκθεση επιδόσεως ότι στη συγκεκριμένη διεύθυνση, όπου έγινε η επίδοση του εγγράφου, είναι η κατοικία του παραλήπτη, είναι περιστατικό που δεν υποπίπτει από τη φύση του στην άμεση αντίληψη του, καθότι την αλήθεια αυτού οφείλει να διαπιστώσει ο δικαστικός επιμελητής και συνεπώς κατά τούτο η βεβαίωση αυτή δεν παρέχει πλήρη απόδειξη, επιδεχόμενη ανταπόδειξη χωρίς να προσβληθεί η έκθεση ως πλαστή (ΑΠ 374/2015, ΑΠ 1553/2008, ΑΠ 1679/95), το βάρος δε της ανταποδείξεως αυτής φέρει, συμφώνως προς την διάταξη του άρθρου 338 ΚΠολΔ, εκείνος που αμφισβητεί την αλήθεια της σχετικής βεβαιώσεως στην έκθεση του επιμελητή (ΑΠ 1112/2020, ΑΠ 477/2019,  ΑΠ 1553/2008, ΑΠ 236/2006, ΑΠ 361/2004  Δημ.  Νόμος). Ακόμη, κατά τις σαφείς διατάξεις των άρθρων 119 παρ. 1, 3 και 120 ΚΠολΔ, οι διάδικοι οφείλουν να αναγράφουν στα δικόγραφά τους, τα οποία μνημονεύονται στην παρ. 1 του άρθρου 119, την ακριβή διεύθυνσή τους και κάθε μεταβολή της διεύθυνσης πρέπει να γνωστοποιείται με τα δικόγραφα που κοινοποιούνται εκατέρωθεν ή με τις προτάσεις ή με χωριστό δικόγραφο που κατατίθεται στη γραμματεία του δικαστηρίου, στο οποίο εκκρεμεί η υπόθεση, επισυνάπτεται στη δικογραφία και κοινοποιείται στον αντίδικο,  η επίδοση δε εγγράφου που αφορά εκκρεμή δίκη, συμπεριλαμβανομένης και της οριστικής απόφασης, είναι έγκυρη, όταν γίνεται στην κατά το άρθρο 119 αναφερομένη διεύθυνση και αν ακόμα ο αποδέκτης της επίδοσης δεν είχε πια εκεί την κατοικία του, εφόσον αυτός δεν είχε δηλώσει κατά τον πιο πάνω περιοριστικά οριζόμενο τρόπο μεταβολή της κατοικίας του (ΑΠ 902/2001, ΕΑ 451/2019,  ΕφΠατρ 165/2018, ΕφΠειρ 255/2014, ΕφΘεσ 79/2009 στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).     Στην προκειμένη περίπτωση ο ανακόπτων με τον μοναδικό λόγο της υπό κρίση ανακοπής ερημοδικίας και των προσθέτων λόγων αυτής ισχυρίζεται  ότι από το έτος 2018 και εντεύθεν δεν κατοικούσε επί της οδού …………, όπου του  επεδόθη τόσο η κλήση για την συζήτηση της εφέσεως, μετά την οποία  εξεδόθη η  ανακοπτόμενη υπ’ αρι. 63/2022 ερήμην απόφαση, όσον και η ιδία η απόφαση, η επίδοση της οποίας αφετηριάζει την προθεσμία  ανακοπής ερημοδικίας. Ειδικότερα ισχυίζεται ότι δεν κλητεύθηκε νόμιμα στην συζήτηση της υπόθεσης στο δευτεροβάμιο Δικαστήριο, ότι η επίδοση της εφέσεως  έλαβε χώρα επί της οδού  ………. σε ακίνητο που αποτελεί ιδιοκτησία της μητέρας του ………… και αποτελεί την επαγγελματική της εγκατάσταση και ότι ήδη από το έτος 2018 δεν διαμένει εκεί, αλλά στην οδό ……….. και ότι και η επαγγελματική του στέγη στεγάσθηκε εκτός Πειραιά,   επί της οδού ………….. Ότι έλαβε γνώση της εκκλήτου δίκης με την επίδοση της εφετειακής υπ’ αριθ. 63/2022 απόφασης η οποία έλαβε χώρα και πάλι επί της οδού …………. και ότι για την επίδοσή της ανακοπτόμενης αποφάσεως  ενημερώθηκε από την δικαστική επιμελήτρια …………. ότι βρίσκεται στο χρηματοκιβώτιο και την παρέλαβε από εκεί. Ότι η ερημοδικία του στη συζήτηση οφείλεται στην ακυρότητα της κλήτευσής του, διότι δεν έγινε ούτε στον ίδιο προσωπικά, ούτε στην κατοικία του, ούτε σε αντίκλητό του νόμιμα διορισμένο.

Από τα προσκομιζόμενα μετ’ επικλήσεως έγγραφα πιθανολογούνται (509ΚΠολΔ) τα εξής: Ο ανακόπτων ισχυρίζεται ότι από το έτος 2018 είχε παύσει να   κατοικεί επί της οδού ……., αλλα έχει μετακομίσει και κατοικεί έκτοτε επί της οδού …….. Ο ισχυρισμός αυτός δεν πιθανολογείται βάσιμος, Από την υπ’ αριθ.  …./12-8-2021 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Αθηνων, ………..  προκυπτει ότι ακριβές αντίγραφο της από  15-9-2020  (αριθμ. έκθ. κατ. ………./2020)  εφέσεως  με κλήση προς συζήτηση για την δικάσιμο της 25  Νοεμβρίου 2021 επιδόθηκε στον ίδιο τον εκκαλούντα, ως κάτοικο Πειραιώς επί της οδού …………… Δηλαδή, από την ως άνω έκθεση επίδοσης της κλήσεως προς συζήτηση της εφέσεως  πιθανολογειται ότι  ο δικαστικός επιμελητής αναζήτησε τον ανακόπτοντα στην οδό ………, ως τόπο κατοικίας του, τον βρήκε εκεί και του επέδωσε την κλήση προς συζήτηση ιδιοχείρως. Συνεπώς ανεξαρτήτως του εμπροθέσμου της ανακοπής, σε  κάθε περίπτωση  η ανακοπή είναι απορριπτέα κατ’ ουσίαν, διότι ο δικαστικός επιμελητής βεβαιώνει ότι το παρέλαβε ο ίδιος ο ανακοπτων και  υπέγραψε  παρά πόδας ο ίδιος άνευ αντιλογίας, η δε ταυτότης του προς ον η επίδοση  βεβαιώνεται από τον δικαστικό επιμελητή. Συνεπώς αφου δεν προσβάλλεται ως πλαστή υπό την έννοια της διανοητικής πλαστογραφίας η βεβαίωση του επιμελητή ότι βρήκε τον ίδιο τον ανακόπτοντα στην ως άνω διεύθυνση, ούτε προσβάλλεται ως πλαστή  κατά το άρθρο 216 ΠΚ η παρά πόδας της εκθέσεως επιδοσεως υπογραφή του, η επίδοση είναι έγκυρη και δη  ανεξαρτήτως του ότι  πιθανολογείται ότι κατά το ως άνω χρόνο  (ο οποίος είναι προδήλως μεταγενεστερος του 2018) κατοικούσε   εκεί, αφού παρέλαβε ο ίδιος το δικόγραφο της εφέσεως με κλήση προς συζήτηση άνευ αντιρρήσεως. Σημειούται ότι ακόμη κι αν η κατοικία του δεν ευρίσκετο επί της οδού ….., πράγμα το οποιο δεν πιθανολογήθηκε ότι συντρέχει εν προκειμένω κατά τα προεκτεθέντα, και πάλι η επίδοση είναι έγκυρη σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 124 ΚΠολΔ παρ. 1 που προβλεπει ότι  «Η επίδοση επιτρέπεται οπουδήποτε βρεθεί το πρόσωπο προς το οποίο πρόκειται να γίνει», εφόσον πιθανολογήθηκε από την ως άνω  εκθεση επιδόσεως ότι  το παρέλαβε ο ίδιος άνευ αντιρρησεως, Περαιτέρω όσον αφορά τον ισχυρισμό του, κατ’ εκτίμηση, ότι δεν του επεδόθη νόμιμα ούτε και η ανακοπτόμενη απόφαση που αφετηριάζει την προθεσμία της ανακοπής ερημοδικίας, διότι από το 2018 δεν διαμένει στην οδό ……, από αυτά ως άνω αποδεικτικά μέσα δεν πιθανολογήθηκε η βασιμότης του λόγου αυτού. Από την υπ’ αριθ. …./2021 έκθεση επιδόσεως της κλήσεως προς συζήτηση της εφέσεως   πιθανολογείται ότι  αυτός το έτος 2021 κατοικούσε επί της οδού ………, κατά τα προεκτεθέντα, Από την υπ’ αριθ. …./20-4-2022 έκθεση επιδόσεως  του δικαστικού επιμελητή ……….  προκύπτει ότι  η ανακοπτόμενη απόφαση  επεδόθη  στην ιδία ως άνω διεύθυνση διά θυροκολήσεως,  ο δε δικαστικός επιμελητής βεβαίωσε ότι η κατοικία του το έτος 2022 ήταν επί της οδού …… αναγράφοντας «και δεν βρήκα τον ίδιο στην κατοικία του, που βρίσκεται στον Πειραιά, οδός ………». Αλλωστε, εάν πράγματι ο ανακόπτων είχε μεταβάλει την κατοικία του, μπορούσε διαρκούσης της εκκρεμοδικίας εκ της εφέσεως αλλά και μέχρι την επίδοση της ανακοπτομένης αποφάσεως, με χωριστό δικόγραφο που θα κατατίθετο στη γραμματεία του πρωτοβαθμιου δικαστηρίου, στο οποίο εκκρεμούσε η υπόθεση, να  κοινοποιήσει την μεταβολή αυτή  στην αντίδικο του εκκαλούσα σύμφωνα με το άρθρο 119 ΚΠολΔ (ΑΠ 902/2001). Ο ανακόπτων που φέρει το δικονομικο βάρος ανταπόδειξης ότι κατά τον κρίσιμο χρόνο της κλητεύσεως δεν διέμενε στον διεύθυνση που διενεργήθηκε η επίδοση,  προσκομίζει  το  από 19.4.2019 σημείωμα διαπιστώσεων ελέγχου της Δ.Ο.Υ. Α Πειραιά (ΑΑΔΕ) στην οποία αναγράφεται ως  έδρα της επιχείρησης της μητέρας  του  (Υπηρεσίες Προβολής και Διοργάνωσης Καλλιτεχνικων Εκδηλώσεων) η  οδος ……  καθώς και το εκδοθέν το έτος  2018 εκκαθαριστικό  του, στο οποίο αναγράφεται ως  έδρα της δικής του επιχείρησής η οδος ………  Από τα ως άνω δύο έγγραφα, όμως,  δεν πιθανολογείται ότι η κατοικια του δεν ήταν στην οδό …..,  αφού όπως προκύπτει από την υπ’ αριθ. …../2021 έκθεση επιδόσεως της κλήσεως προς συζήτηση της εφέσεως  το έτος 2021 εκεί ευρέθη και του έγινε επίδοση. Η δε υπ’ αριθ. …../20-4-2022 έκθεση επιδόσεως της ανακοπτομένης κάνει λόγο για κατοικία και όχι για επαγγελματική στέγη του ιδίου ή της μητρός του ο δε δικαστικός επιμελητης βεβαίωσε ότι δεν βρήκε τον ανακόπτοντα στην κατοικία του που βρίσκεται στον Πειραιά, οδός …..  Προσκομίζει επίσης την υπ’ αριθ. ……/2018 διαταγή πληρωμής του Πρωτοδικείου Αθηνών που εκδόθηκε εναντίον τον Ιούλιο του  2018, η οποία τον φέρει ως κάτοικο …… Ούτε, όμως, από το ως άνω έγγραφο πιθανολογείται ότι  είχε μεταβάλει κατοικία, διότι η διαταγή πληρωμής εκδίδεται επί τη βάσει των προσκομιζομένων από τον  αιτούντα εγγράφων, δεν ελέγχεται η ακρίβεια ως προς τον τόπο κατοικίας από τον Δικαστή που την εκδίδει και επιπλέον δεν αποκλείεται να πρόκειται για τόπο επαγγελματικής κατοικίας.  Σημειούται ότι στην αυτή ως άνω διευθυνση  τον ανεύρε στις 27-7-2022 και η δικαστική επιμελήτρια στο Εφετείο Αθηνών ………., όπως πιστοποιεί  στην υπ’ αριθ. ……../27-7-2022 εκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης κινητών πραγματων. Επομένως νομιμως του επεδοθη η ανακοπτόμενη απόφαση στην ως ανω διεύθυνση.  Συνεπως με βάση τα ανωτέρω η ως άνω  η ανακοπή είναι απορριπτέα προεχοντως ως απαράδεκτη λόγω εκπροθέσμου ασκήσεως αυτής,  αφού η ανακοπτόμενη απόφαση επιδόθηκε στον ανακόπτοντα στις 20.4.2022  (υπ’ αριθ.  …../20-4-2022 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών ………)    και η ανακοπή ερημοδικίας κατατέθηκε στις 14-6-2022 και επιδόθηκε στις 31.8.2022 (υπ’ αριθ. ………/31.8.2022 εκθεση επιδόσεως  του δικαστικού επιμελητή Εφετείου Αθηνων …………..),  και σε  κάθε περίπτωση η ανακοπή είναι απορριπτέα ως ουσία αβάσιμη, διότι όπως προεκτέθηκε, πιθανολογείται ότι την κλήση για συζήτηση της εφέσεως την παρέλαβε ο ίδιος και υπέγραψε την σχετική έκθεση επιδόσεως,    Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω  πρέπει η κρινόμενη ανακοπή ερημοδικίας να απορριφθεί και  να διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος παραβόλου στο δημόσιο ταμείο  (509 παρ. 1 ΚΠολΔ). Επίσης, πρέπει ο ανακόπτων  που ηττήθηκε, να καταδικασθεί  στα δικαστικά έξοδα της  καθ’ ης η ανακοπή του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας  κατόπιν σχετικού αιτήματός της (άρθρα 176, 183 και 191 παρ. 2 του  ΚΠολΔ) κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων την ανακοπή ερημοδικίας και τους προσθέτους αυτής λόγους,

Απορρίπτει την ανακοπή και τους προσθέτους αυτής λόγους.

Διατάσσει την εισαγωγή του κατατεθέντος παραβόλου στο δημόσιο ταμείο.

Καταδικάζει τον  ανακόπτοντα  στη δικαστική δαπάνη της καθ’ ης η ανακοπή του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, την οποία ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600) ευρω.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, στον Πειραιά, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στις 30.5.2025, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                                                                  Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ