ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αριθμός Αποφάσεως 338 /2025
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από την Δικαστή Ελένη Μοτσοβολέα, Εφέτη, που ορίσθηκε από το Τριμελές Συμβούλιο Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιως και την Γραμματέα Κ.Σ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στoν Πειραιά, την ……….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Των εκκαλούντων: 1) ……….2) ………, 3) ………… 4) ……….., 5) Της ομορρύθμου εταιρείας με την επωνυμία «………..» που εδρεύει στην ……… Αττικής, 6) ………., συμβολαιογράφου Αθηνών, οι οποίοι παραστάθηκαν στο ακροατήριο διά του πληρεξουσιου δικηγόρου, Μιλτιάδη Νικολόπουλου.
Του εφεσιβλητου: ……………, ο οποίος παραστάθηκε στο ακροατήριο διά του πληρεξουσιου δικηγόρου Άγγελου Μπατουδάκη.
Οι ενάγοντες ζήτησαν να γίνει δεκτή η από 29.07.2013 και με αριθμό κατάθεσης …./2013 αγωγή τους, την οποία άσκησαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Το ως άνω Δικαστήριο με την υπ’ αριθ. 3145/2020 απόφασή του, δικάζοντας ερήμην των εναγόντων απέρριψε την αγωγή. Την απόφαση αυτή προσέβαλαν ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου οι εκκαλούντες με την από 11-11-2020 και με αριθμ. εκθ. καταθ. ………/2020 έφεσή τους, αντίγραφο της οποίας κατατέθηκε στη Γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου με αριθμό κατάθεσης ……./2021 και προσδιορίσθηκε για τη δικάσιμο της 17-2-2022, οποτε ανεβλήθη για την δικάσιμο της 12-1-2023 και στην συνέχεια αναβλήθηκε για την δικάσιμο της 21-9-2023, οπότε αποσύρθηκε λόγω απεργίας δικαστικών γραμματέων και επαναπροσδιορίσθηκε με την υπ’ αριθ. 75/2023 Πράξη του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου του Εφετείου Πειραιώς, για την δικάσιμο της 16-11-2023 και μετ’ αναβολή για την δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας.
Κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο, κατά την οποία η υπόθεση εκφωνήθηκε νόμιμα με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων αναφέρθηκαν στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 294, 295, 297, 299, 522 και 524 παρ. 1 ΚΠολΔ προκύπτει ότι με την άσκηση παραδεκτής έφεσης κατά της πρωτόδικης απόφασης αναβιώνει η εκκρεμοδικία που δημιουργήθηκε με την έγερση της αγωγής, μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση. Συνεπώς, ο ενάγων έχει έκτοτε το δικαίωμα να παραιτηθεί από το δικόγραφο της αγωγής του, είτε με δήλωση καταχωριζόμενη στα πρακτικά είτε με δικόγραφο επιδιδόμενο στον εναγόμενο είτε με δήλωση στις προτάσεις. Η παραίτηση αυτή επάγεται την κατάργηση της δίκης και στους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας και την έμμεση άρση της ισχύος της πρωτόδικης απόφασης, εφόσον γίνει χωρίς αντίρρηση του εφεσίβλητου, καθώς και όταν αυτός μεν αντιλέγει, αλλά δεν δικαιολογεί έννομο συμφέρον προς περάτωση της δίκης με έκδοση οριστικής απόφασης. (ΑΠ 350/2024, ΑΠ 1517/2010, AΠ 926/2009 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ ). Στην προκειμένη περίπτωση κατά την εκδίκαση της υπόθεσης ενώπιον του δευτεροβαθμιου Δικαστηρίου στην αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο η πρώτη, η τρίτη, ο τέταρτος, η πέμπτη και η έκτη των εκκαλούντων, με σχετική δήλωσή του πληρεξουσίου δικηγόρου τους που καταχωρίσθηκε στα πρακτικά συνεδρίασης του ως άνω δικαστηρίου, δήλωσαν ότι παραιτούνται από το δικόγραφο της από 29.7.2013 ένδικης αγωγής τους, επί της οποίας εκδόθηκε η ανωτέρω εκκαλούμενη (3145/2020) απόφαση. Η παραίτηση αυτή, εφόσον η έφεση εχει ασκηθεί εμπροθέσμως και ο εφεσίβλητος δεν προέβαλε αντίρρηση, επάγεται την κατάργηση της δίκης και στους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας.
Σύμφωνα με το άρθρο 528 ΚπολΔ ( όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 16 παρ. 4 του Ν. 2915/2001 και εν συνεχεια με το άρθρο 44 του Ν. 3994/2011) «αν ασκηθεί έφεση από τον διάδικο που δικάσθηκε ερήμην, η εκκαλούμενη απόφαση εξαφανίζεται μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους, ανεξάρτητα από τη διαδικασία που τηρήθηκε. Ο εκκαλών δικαιούται να προβάλει όλους τους ισχυρισμούς που μπορούσε να προτείνει πρωτοδίκως». Από τη διάταξη αυτή σαφώς προκύπτει ότι, παρά την κατάργηση των τεκμηρίων εκ της ερημοδικίας των διαδίκων (παραιτήσεως και ομολογίας της αγωγής) που θέσπιζαν τα άρθρα 271 και 272 ΚΠολΔ, μετά την οποία εξέλιπαν πλέον οι λόγοι για τη χορήγηση αναιτιολόγητης ανακοπής και, κατ` επέκταση, εφέσεως με όμοια αποτελέσματα, εν τούτοις, η ανωτέρω διάταξη διατήρησε ευθέως την έφεση κατά ερήμην αποφάσεων ως υποκατάστατο της αναιτιολόγητης ανακοπής ερημοδικίας. Τούτο, ρητώς ορίζεται στην αιτιολογική έκθεση του νόμου 2915/2001, προκύπτει δε και από την αντιπαραβολή του άρθρου 528 προς τα άρθρα 522 και 535 του ΚΠολΔ. Ειδικότερα : ι) Το άρθρο 522 θεσπίζει το μεταβιβαστικό αποτέλεσμα της εφέσεως, διαγράφοντας τα όρια αυτού. Η ίδια ρύθμιση επαναλαμβάνεται και στο άρθρο 528. Η επανάληψη αυτή θα ήταν άσκοπη και νομοτεχνικά περιττή, αν πράγματι ο νομοθέτης ήθελε να ρυθμίσει κατά τον ίδιο τρόπο την έφεση κατά των ερήμην και κατά των αντιμωλία εκδιδομένων αποφάσεων. Επειδή όμως τούτο δεν συμβαίνει, δηλαδή ο νομοθέτης δεν θέλησε να δώσει στο άρθρο 528 λειτουργία διαφορετική από εκείνη που είχε υπό την ισχύ του ν. 2207/1994, η διατύπωσή του παρέμεινε χωρίς καμία ως προς αυτό μεταβολή, υποδεικνύοντας ότι η έφεση, όταν λειτουργεί ως αναιτιολόγητη ανακοπή, δεν συνεπάγεται την εξαφάνιση της πρωτοδίκου αποφάσεως στο σύνολό της, αλλά στην έκταση που προσδιορίζουν τα όρια του μεταβιβαστικού αποτελέσματος. ιι) Το άρθρο 528 ορίζει ότι «αν ασκηθεί έφεση από διάδικο που δικάστηκε ερήμην, η εκκαλούμενη απόφαση εξαφανίζεται μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους». Και μόνη η ύπαρξη του άρθρου αυτού περιορίζει το κανονιστικό πεδίο του άρθρου 535 επί των κατ` αντιμωλία εκδιδομένων αποφάσεων, ορίζοντας σχετικώς ότι «αν ο λόγος της έφεσης κριθεί βάσιμος, η απόφαση που προσβάλλεται εξαφανίζεται και το δευτεροβάθμιο δικαστήριο κρατεί την υπόθεση και τη δικάζει κατ` ουσίαν». Η διαφορά στη φραστική διατύπωση των δύο αυτών ομόλογων άρθρων καταδεικνύει ότι την μεν εξαφάνιση της ερήμην αποφάσεως, μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους, επιφέρει η εμπρόθεσμη και παραδεκτή άσκηση εφέσεως, χωρίς να απαιτείται ευδοκίμηση του επικαλούμενου λόγου εφέσεως (ΑΠ 579/2018, 1015/2005 Νομος), ενώ την εξαφάνιση της αποφάσεως που εκδόθηκε κατ` αντιμωλία επιφέρει η παραδοχή κάποιου λόγου της ως βασίμου κατ` ουσίαν. Αν ο νομοθέτης ήθελε πράγματι να ρυθμίσει κατά τρόπο ενιαίο την τύχη του ενδίκου αυτού μέσου, είτε στρέφεται κατ` ερήμην είτε κατ` αντιμωλία αποφάσεως, αν δηλαδή ήθελε η εξαφάνιση της εκκαλουμένης να επέρχεται μόνο μετά την κατ` ουσίαν παραδοχή κάποιου λόγου της εφέσεως, αρκούσε γι` αυτό η διάταξη του άρθρου 535, ενώ το άρθρο 528 θα ήταν περιττό. Την ύπαρξή του δε δεν θα δικαιολογούσε ούτε η δυνατότητα που το δεύτερο εδάφιό του παρέχει στον εκκαλούντα για την κατ` εξαίρεση προβολή νέων ισχυρισμών, καθόσον το εδάφιο αυτό ανήκει νομοτεχνικά στο αντικείμενο του άρθρου 527, όπου και όφειλε να ενταχθεί ως τέταρτη εξαίρεση. Η σκόπιμη συνεπώς διατήρηση του άρθρου 528 με δομή ίδια ουσιαστικά με εκείνη που του είχε προσδώσει ο ν. 2207/1994, υποδηλώνει σαφώς ότι για την εξαφάνιση της πρωτοδίκου αποφάσεως, εφόσον αυτή εκδόθηκε σαν να ήταν παρών ο διάδικος, δεν απαιτείται να ευδοκιμήσει προηγουμένως κάποιος λόγος της εφέσεως, αλλ` αρκεί η τυπική παραδοχή της, καθόσον αυτή έχει τα αποτελέσματα της καταργηθείσης αναιτιολόγητης ανακοπής ερημοδικίας (ΑΠ 285/2023, ΑΠ 546/2014 Νόμος, ΑΠ 1015/2005 Νόμος),, με αποτέλεσμα η υπόθεση να αναδικάζεται από το εφετείο που μετατρέπεται, στην περίπτωση αυτή, ουσιαστικά, σε πρωτοβάθμιο δικαστήριο (ΑΠ 495/2017). Η εξαφάνιση της εκκαλούμενης απόφασης γίνεται μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους έφεσης. Και με τη διάταξη αυτή εφαρμόζεται η καθιερούμενη από το άρθρο 106ΚΠολΔ γενική αρχή της διάθεσης, σύμφωνα με την οποία το δικαστήριο ενεργεί μόνον ύστερα από αίτηση διαδίκου και αποφασίζει με βάση τους πραγματικούς ισχυρισμούς που προτείνουν και αποδεικνύουν οι διάδικοι και τις αιτήσεις που υποβάλλουν, εκτός αν ο νόμος ορίζει διαφορετικά, την οποία αρχή ρυθμίζει ειδικά η διάταξη του άρθρου 522ΚΠολΔ. Έτσι, στην περίπτωση που ο διάδικος ο οποίος δικάστηκε ερήμην στον πρώτο βαθμό, διατυπώνει με την έφεσή του παράπονα για την κρίση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, ως προς την ουσιαστική βασιμότητα της αγωγής, το εφετείο, εφόσον η έφεση είναι τυπικά παραδεκτή, εξαφανίζει την απόφαση χωρίς ανάγκη να γίνει δεκτός, ως βάσιμος κατ’ ουσίαν, κάποιος λόγος της έφεσης. Όμως, η εξαφάνιση της απόφασης οριοθετείται από το μεταβιβαστικό αποτέλεσμα της έφεσης, όπως αυτό προσδιορίζεται από τα παράπονα που διατυπώνονται με την έφεση ή τους πρόσθετους λόγους έφεσης του εκκαλούντος, ή την αυτοτελή έφεση ή αντέφεση του εφεσίβλητου και των ισχυρισμών που ο τελευταίος προβάλλει, ως υπεράσπιση, κατά των λόγων της έφεσης, σύμφωνα με το άρθρο 527 αρ. 1ΚΠολΔ, καθώς και εκείνων των ζητημάτων, η έρευνα των οποίων προηγείται, ως αναγκαίο προαπαιτούμενο για να ληφθεί απόφαση σχετικά με τα παράπονα της έφεσης και τα οποία κατά νόμο εξετάζει αυτεπαγγέλτως το δικαστήριο, όπως είναι το ορισμένο ή η νομική βασιμότητα της αγωγής (ΑΠ 579/2018 Νόμος). Αν, επομένως, ο εκκαλών αρνηθεί τους αγωγικούς ισχυρισμούς ή προβάλλει εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων ως προς τη βάση της αγωγής, η απόφαση πλήττεται στο σύνολό της και πρέπει να εξαφανιστεί ως προς όλες της τις διατάξεις της (Σ. Σαμουήλ “Η Έφεση” Ε`, έκδοση ΣΤ, § 1146), χωρίς να απαιτείται να γίνει προηγουμένως δεκτός κάποιος λόγος έφεσης και η υπόθεση συζητείται εκ νέου στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, στο οποίο ο εκκαλών- εναγόμενος μπορεί να προβάλει όλους τους πραγματικούς ισχυρισμούς, που θα μπορούσε να είχε προτείνει στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, αν είχε παραστεί (ΑΠ 230/2020, 579/2018, 11/2016 ΝΟΜΟΣ). Έτσι για την εξαφάνιση της ερήμην πρωτόδικης απόφασης επί ερημοδικιας του ενάγοντος οφειλομένης στην μη εμφάνιση ή μη προσήκουσα παράστασή του στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, δεν απαιτείται η επίκληση και η απόδειξη της βασιμότητας κάποιου λόγου έφεσης, αλλά αρκεί η τυπική παραδοχή της έφεσης ως νομότυπα και εμπρόθεσμα ασκηθείσας (Χαρ. Απαλαγάκη- Στ. Σταματόπουλος Ο Νέος Κωδικας Πολιτικής Δικονομιας, σελ. 1744). Κατά δε το άρθρο 524 παρ. 2 του ιδίου Κώδικα, «η προφορική συζήτηση είναι υποχρεωτική μόνο στην περίπτωση του άρθρου 528. Η κατάθεση των προτάσεων και της προσθήκης σε αυτές γίνεται στις προθεσμίες του εδαφίου β της παραγράφου 1». Πράγματι στην περίπτωση αυτή, εφόσον η έφεση εξακολουθεί να λειτουργεί ως υποκατάστατο της καταργημένης αναιτιολόγητης ανακοπής ερημοδικίας, επιφέρει – χωρίς έρευνα των λόγων της- την εξαφάνιση της εκκαλουμένης απόφασης, ανεξάρτητα πλέον από το είδος της διαδικασίας, και την εκδίκαση της υπόθεσης από το Εφετείο. Έτσι αυτό μετατρέπεται, στην περίπτωση αυτή, ουσιαστικά σε πρωτοβάθμιο δικαστήριο (ΑΠ 11/2016, ΑΠ 2150/2014 ΑΠ1015/2005ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Από το συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων, προκύπτει ότι είναι υποχρεωτική η προφορική συζήτηση ενώπιον όλων των πρωτοβάθμιων δικαστηρίων, ενώ ενώπιον των δευτεροβάθμιων δικαστηρίων η προφορική είναι υποχρεωτική μόνο στην περίπτωση κατά την οποία η έφεση κατά της πρωτόδικης απόφασης ασκήθηκε από το διάδικο, που δικάστηκε στον πρώτο βαθμό ερήμην, οπότε, με την τυπική παραδοχή της έφεσης, η οποία λειτουργεί ως υποκατάστατο της καταργηθείσας αναιτιολόγητης ανακοπής ερημοδικίας, εξαφανίζεται η πρωτόδικη απόφαση, μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους, χωρίς να απαιτείται να ευδοκιμήσει προηγουμένως κάποιος λόγος της έφεσης και αναδικάζεται η υπόθεση από το εφετείο, ενώπιον του οποίου η συζήτηση γίνεται πλέον προφορικά. Κατά συνέπεια, στην περίπτωση αυτή, που είναι υποχρεωτική η προφορική συζήτηση ενώπιον του Εφετείου, οπότε εφαρμόζονται όλες οι διατάξεις του άρθρου 270, δεν έχει εφαρμογή η διάταξη του άρθρου 242 § 2 ΚΠολΔ, και έτσι δεν είναι επιτρεπτή η παράσταση κατά τη συζήτηση με κοινή δήλωση των διαδίκων, που υπογράφεται από τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους, ή με δήλωση του ενός ή ορισμένων μόνο πληρεξουσίων, ότι δεν θα παραστούν κατά την εκφώνηση. Η απαγόρευση της παράστασης με δήλωση πληρεξούσιου δικηγόρου στην περίπτωση του άρθρου 528 ΚΠολΔ ισχύει όχι μόνο για το διάδικο, ο οποίος δικάστηκε ερήμην στον πρώτο βαθμό σαν να ήταν παρών, ή ενόψει της ισχύος κατά το χρόνο συζητήσεως της αγωγής στον πρώτο βαθμό είχε συναχθεί σε βάρος του το τεκμήριο σιωπηρής ομολογίας ή παραίτησης ως προς την αγωγή (άρθρα 271 παρ., 272 παρ. 1 ΚΠολΔ) και με την έφεση ο εκκαλών ζητούσε την ανατροπή του τεκμηρίου αυτού, οπότε η εκκαλουμένη απόφαση εξαφανίζεται αμέσως χωρίς έρευνα των λόγων της έφεσης, αλλά και για τον αντίδικό του, ο οποίος είχε παραστεί κανονικά στον πρώτο βαθμό, γιατί διαφορετικά προφορική συζήτηση δεν νοείται, ώστε να παρέχεται η δυνατότητα εκατέρωθεν ακροάσεως και κατ` αντιδικία συζητήσεως της υποθέσεως, για να εξασφαλίζεται η αρχή της δίκαιης δίκης, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ (ΑΠ 2150/2014). |
||
Η υπό κρίση έφεση της ενάγουσας και ήδη εκκαλούσας, ….. συζύγου … ., το γένος ……….., κατά της υπ’ αριθ. 3145/2020 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε ερήμην της (κατά την τακτική διαδικασία) και απέρριψε την από 29.07.2013 και με αριθμό κατάθεσης ……../2013 αγωγή λόγω της ερημοδικίας, έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως (άρθρα 495 παρ. 1, 2, 498, 511, 513 παρ. 1β, 516 παρ. 1, 517, 518 ΚΠολΔ ), αφού η εκκαλουμένη επιδόθηκε στις 3-11-2020 και η έφεση κατατέθηκε στις 12-11-2020, αρμοδίως δε φέρεται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 ΚΠολΔ) και για το παραδεκτό της έχει καταβληθει και το νόμιμο παράβολο (υπ’ αριθ. ……………../2020) σύμφωνα με την παράγραφο 3 εδ. 3 του άρθρου 495 του ΚΠολΔ. Πρέπει, επομένως, η έφεση να γίνει τυπικά δεκτή, να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη στο σύνολό της, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα στην άνω νομική σκέψη, να διακρατηθεί η υπόθεση από το Δικαστήριο αυτό και να ερευνηθεί περαιτέρω η αγωγή της εκκαλούσας ως προς το νόμω και ουσία βάσιμο αυτής κατά την αυτή ως άνω διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε και η εκκαλουμένη απόφαση (524 παρ.1, 532, 533 παρ. 1, 535 παρ. 1, 528 ΚΠολΔ), ενώ, τέλος, το παράβολο που η εκκαλούσα προκατέβαλε κατά την κατάθεση της εφέσεώς της, πρέπει να αποδοθεί σε αυτήν (άρθρο 495 παρ. 3 εδ. 3 ΚΠολΔ).
Με τις διατάξεις των άρθρων 57 και 59 του ΑΚ προστατεύεται η προσωπικότητα και κατ’ επέκταση η αξία του ανθρώπου, ως ατομικό δικαίωμα κατοχυρωμένο από το άρθρο 2 παρ. 1 του Συντάγματος, αποτελεί δε η προσωπικότητα πλέγμα αγαθών που συνθέτουν την υπόσταση του προσώπου και είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένα μαζί του. Τα αγαθά αυτά δεν αποτελούν μεν αυτοτελή δικαιώματα, αλλά επί μέρους εκδηλώσεις – εκφάνσεις (πλευρές) του ενιαίου δικαιώματος επί της προσωπικότητας, ενώ η προσβολή της προσωπικότητας, σε σχέση με οποιαδήποτε από τις εκδηλώσεις αυτές, συνιστά προσβολή της συνολικής έννοιας της προσωπικότητας. Τέτοια προστατευόμενα αγαθά είναι, μεταξύ άλλων, η τιμή και η υπόληψη κάθε ανθρώπου, είναι δε τιμή η εκτίμηση που απολαμβάνει το άτομο στην κοινωνία με βάση την ηθική αξία που έχει λόγω της συμμόρφωσής του με τις νομικές και ηθικές του υποχρεώσεις, ενώ υπόληψη είναι η εκτίμηση που απολαμβάνει το άτομο στην κοινωνία, με βάση την κοινωνική του αξία, συνεπεία των ιδιοτήτων και ικανοτήτων του για την εκπλήρωση των ιδιαίτερων κοινωνικών του έργων ή του επαγγέλματός του. Προϋποθέσεις για την προστασία της προσωπικότητας, της οποίας η παράνομη και συγχρόνως υπαίτια προσβολή συνιστά ειδικότερη μορφή αδικοπραξίας, οπότε συνδυαστικά εφαρμόζονται και οι διατάξεις των άρθρων 914, 919, 920, 932 του ΑΚ, είναι, σύμφωνα με τις διατάξεις των παραπάνω άρθρων, (α) η ύπαρξη προσβολής της προσωπικότητας με πράξη ή παράλειψη άλλου, που διαταράσσει μια ή περισσότερες εκδηλώσεις της σωματικής, ψυχικής, πνευματικής και κοινωνικής ατομικότητας του βλαπτόμενου κατά τη στιγμή της προσβολής, (β) η προσβολή να είναι παράνομη, που συμβαίνει όταν γίνεται χωρίς δικαίωμα ή με βάση δικαίωμα, το οποίο, όμως, είτε είναι μικρότερης σπουδαιότητας στο πλαίσιο της έννομης τάξης, είτε ασκείται υπό περιστάσεις που καθιστούν την άσκηση του καταχρηστική, κατά την έννοια των άρθρων 281 του ΑΚ και 25 παρ. 3 του Συντάγματος, (γ) υπαιτιότητα (πταίσμα) του προσβολέα, όταν πρόκειται ειδικότερα για επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης, λόγω ηθικής βλάβης, εξαιτίας της παράνομης προσβολής της προσωπικότητας (ΟλΑΠ 2/2008 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 292/2020 ΝΟΜΟΣ), εκδηλούμενη, είτε με τη μορφή του δόλου, είτε με τη μορφή της αμέλειας, η οποία υπάρχει, όταν δεν καταβάλλεται η επιμέλεια, που απαιτείται στις συναλλαγές (άρθρο 330 παρ. 2 του ΑΚ) και (δ) επέλευση ηθικής βλάβης στον προσβληθέντα, τελούσα σε αιτιώδη σύνδεσμο με την παράνομη και υπαίτια προσβολή. Η προσωπικότητα του ανθρώπου μπορεί να προσβληθεί σε οποιαδήποτε έκφανση ή εκδήλωσή της (σωματική, πνευματική, ηθική, τιμή κλπ.). Έτσι, η απόδοση σε κάποιον πράξεων που η κοινωνία αποδοκιμάζει, διότι ενέχουν απαξία, εμπίπτει στα όρια της προσβολής της προσωπικότητας. Τέτοιες δε πράξεις, διαταρακτικές της κοινωνικής προσωπικότητας του ανθρώπου, είναι και εκείνες που εμπεριέχουν ονειδισμό ή αμφισβήτηση της προσωπικής ή επαγγελματικής εντιμότητας του προσώπου, ενώ αδιάφορη για το χαρακτήρα της προσβολής ως παράνομης είναι η φύση της διάταξης, η οποία ενδέχεται, με την προσβολή, να παραβιάζεται και η οποία μπορεί να ανήκει σε οποιοδήποτε κλάδο ή τμήμα του δικαίου. Συνεπώς, παράνομη προσβολή της προσωπικότητας δημιουργείται και από ποινικά κολάσιμη πράξη, όπως συμβαίνει, όταν το άτομο προσβάλλεται στην τιμή και στην υπόληψη του με ισχυρισμούς συκοφαντικούς, κατά την έννοια του άρθρου 363 του ΠΚ (ΑΠ 512/2023, ΑΠ 1017/2022, ΑΠ 292/2020 ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 363 του κυρωθέντος με το Ν. 4619/2019 νέου ΠΚ (με ημερομηνία έναρξης ισχύος από την 01.07.2019), «Αν στην περίπτωση του προηγούμενου άρθρου, το γεγονός είναι ψευδές και ο υπαίτιος γνώριζε ότι αυτό είναι ψευδές τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και χρηματική ποινή και αν τελεί την πράξη δημόσια με οποιονδήποτε τρόπο ή μέσω του διαδικτύου, με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών και χρηματική ποινή», ενώ σύμφωνα με την ίδια διάταξη, όπως αντικαταστάθηκε και ισχύει από την 01.05.2024, δυνάμει των άρθρων 54 και 138 παρ. 1 του Ν. 5090/2024, «Όποιος με οποιονδήποτε τρόπο ενώπιον τρίτου ισχυρίζεται ή διαδίδει για κάποιον άλλον εν γνώσει του ψευδές γεγονός που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του άλλου τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών (3) μηνών και χρηματική ποινή και αν τελεί την πράξη δημόσια με οποιονδήποτε τρόπο ή μέσω του διαδικτύου, με φυλάκιση τουλάχιστον έξι (6) μηνών και χρηματική ποινή. Στην έννοια του τρίτου δεν περιλαμβάνονται δημόσιοι λειτουργοί ή υπάλληλοι που λαμβάνουν γνώση των ισχυρισμών για τα διάδικα μέρη, κατά την ενάσκηση καθήκοντος στο πλαίσιο πολιτικής, ποινικής ή διοικητικής δίκης». Από την αντιπαραβολή των δυο διατάξεων, προκύπτει ότι η νεότερη διάταξη του άρθρου 363 του ΠΚ, όπως ισχύει μετά το Ν. 5090/2024, είναι επιεικέστερη από εκείνη που αντικατέστησε, δεδομένου ότι στην έννοια του τρίτου – απαραιτήτου στοιχείου προς στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής υπόστασης του υπόψη αδικήματος – δεν περιλαμβάνονται εισέτι οι δημόσιοι λειτουργοί ή υπάλληλοι που λαμβάνουν γνώση των ισχυρισμών για τα διάδικα μέρη, κατά την ενάσκηση καθήκοντος στο πλαίσιο πολιτικής, ποινικής ή διοικητικής δίκης. Για τη θεμελίωση του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφήμησης ως προς τα αντικειμενικά του στοιχεία, θα πρέπει η διάδοση ή ο ισχυρισμός του ψευδούς γεγονότος αφενός να επισυμβεί ενώπιον τρίτου προσώπου, αφετέρου να είναι κατάλληλος, δηλαδή πρόσφορος, ως αντιτιθέμενος στην ηθική και στην ευπρέπεια, να βλάψει την τιμή και την υπόληψη του άλλου. Οι δύο αυτές προϋποθέσεις (“τρίτος” και “δυνατότητα βλάβης της τιμής και υπόληψης”) μπορεί να συνδέονται υπό την έννοια ότι ένα γεγονός, που αντικειμενικά μπορεί να βλάψει την τιμή και την υπόληψη του παθόντος, να μην είναι δυνατόν να προκαλέσει τη βλαπτική του ενέργεια, όταν ανακοινώνεται ενώπιον προσώπων που έχουν κάποια συγκεκριμένη ιδιότητα ή όταν η ανακοίνωση γίνεται υπό ορισμένες περιστάσεις. Η προσφορότητα κρίνεται από τον τόπο, χρόνο, το είδος του γεγονότος, το πρόσωπο που αφορά, από τον τρίτο ή τρίτους ενώπιον των οποίων διαδίδεται και γενικά από τις περιστάσεις. Ως “τρίτος” της οικείας ποινικής διάταξης δεν μπορεί να θεωρηθεί πρόσωπο θεσμικά αρμόδιο, ήτοι ειδικώς, συνταγματικώς και δικονομικώς εξουσιοδοτημένο να παραλαμβάνει και να εξετάζει μηνύσεις, καταγγελίες, αναφορές των πολιτών (π.χ. ο εισαγγελέας, ο φυσικός δικαστής μίας υπόθεσης), καθόσον κατά την ενάσκηση των καθηκόντων του αποβάλλει (δικονομικά επιβεβλημένο) την προσωπική του “ταυτότητα” και εξυπηρετεί αποκλειστικά τον ανατεθειμένο σ’ αυτό θεσμικό ρόλο του αμερόληπτου κριτή. Με άλλα λόγια, παρότι φυσικά πρόσωπα, κατά την ανατεθείσα σ’ αυτούς εξουσία εκφράζουν και υλοποιούν ένα συγκεκριμένο πολιτειακό ρόλο, στην υπηρεσία της απρόσωπης, αμερόληπτης, αφηρημένης απονομής δικαιοσύνης. Το δικαστικό πρόσωπο δεν είναι “τρίτος” θεσμικά και δικονομικά ως προς το βιοτικό συμβάν, όπως π.χ. ο οποιοσδήποτε παρών, ο οποίος θα λάβει γνώση της δυσφημιστικής εκδήλωσης ή ο απλός θεατής του βιοτικού συμβάντος κατά τον χρόνο της εξέλιξής του. Τα δικαστικά πρόσωπα, κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους, έχουν αυστηρά προκαθορισμένους ρόλους, δεν εκφράζουν την προσωπική τους άποψη, δεν δικαιούνται να προβαίνουν σε σχολιασμό όσων εκτίθενται στα πλαίσια της οικείας διαδικασίας (προδικασίας και κύριας διαδικασίας), δεν διασκέπτονται δημοσίως (άρθρο 371 (ήδη 369) του ΚΠοινΔ και άρθρο 301 του ΚΠολΔ), δεν τους αφορά το πρόσωπο των διαδίκων (in rem εξελίσσεται η ποινική δίκη, in personam κηρύσσεται η ενοχή ή η αθωότητα, άρθρο 370 (ήδη 368) του ΚΠοινΔ). Τα δικαστικά πρόσωπα διατυπώνουν μόνο τη δικανική τους κρίση ως προς τη βασιμότητα των ερευνητέων γεγονότων, ακολουθώντας τους κανόνες απόδειξης, είτε της πολιτικής, είτε της ποινικής δικονομίας. Η διατύπωση της κρίσης τους είναι το αποτέλεσμα της αξιολόγησης του αποδεικτικού υλικού και είναι υποχρεωτική εκ του καθήκοντός τους, αφού καλούνται να διαμορφώσουν μια έννομη σχέση ή να αποδώσουν ποινική ευθύνη, ως όργανα πολιτείας και στο όνομα του ελληνικού λαού, η δε όποια κρίση τους δεν μπορεί να περιέχει προσωπικές κρίσεις ή εκτιμήσεις για την τιμή και υπόληψη κάποιου προσώπου. Δεν μπορούν οι ανύπαρκτες, ως δικονομικό μέγεθος, “υπόνοιες” του εισαγγελέα ή του δικαστή, κατά την εκδίκαση μίας υπόθεσης, να αναχθούν σε δικονομικό μέγεθος μετρήσιμο που αξιολογείται για τον σχηματισμό της δικαστικής κρίσης. Επιπροσθέτως, ενόψει του χαρακτήρα της συκοφαντικής δυσφήμησης ως εγκλήματος αφηρημένης – συγκεκριμένης διακινδύνευσης, η διακινδύνευση της τιμής και της υπόληψης είναι αποκλεισμένη ενώπιον ενός δικαστικού λειτουργού, με το σκεπτικό ότι είναι νομικά, λογικά και ηθικά ασύμβατη με τον ρόλο και τα καθήκοντα των δικαστών, οι οποίοι, όποτε κληθούν να δικάσουν, είτε θα αχθούν σε αθωωτική κρίση, οπότε ουδεμία τρώση της τιμής και της υπόληψής του θα υποστεί ο ψευδώς καταγγελθείς (το αντίθετο θα τυγχάνει και δικαστικής επικύρωσης η αθωότητά του), είτε θα καταλήξουν σε καταδικαστική απόφαση, οπότε ήταν (και με επίσημη πολιτειακή επικύρωση) αληθή τα καταγγελθέντα. Έτσι τα δικαστικά πρόσωπα (δικαστές, εισαγγελείς) που λαμβάνουν υποχρεωτικά γνώση του δυσφημιστικού ισχυρισμού κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, ιδίως όταν καλούνται να αποφανθούν σχετικά με αυτό το ίδιο το δυσφημιστικό γεγονός, δεν είναι εξ αυτού και μόνο του λόγου τρίτοι, με την έννοια που απαιτεί η διάταξη του άρθρου 363 του ΠΚ, ούτε εξ αυτού και μόνο μπορεί να θεωρηθεί δεδομένη η προσφορότητα του γεγονότος για προσβολή της τιμής. Το ίδιο ισχύει αναλογικά και για τα λοιπά πρόσωπα που συμπράττουν στην ποινική διαδικασία ή πολιτική δίκη, όπως είναι ο δικαστικός γραμματέας, ο οποίος συμπράττει στη διαδικασία της καταχώρησης της μήνυσης ή της ένορκης κατάθεσης μάρτυρα, οι ανακριτικοί υπάλληλοι που ορίζονται από τον εισαγγελέα για τη διενέργεια προανακριτικών πράξεων, ο δικαστικός επιμελητής, ο οποίος ως άμισθος δημόσιος λειτουργός είναι αρμόδιος για την επίδοση δικογράφων και εξωδίκων εγγράφων στην πολιτική δίκη, οι δικηγόροι, οι οποίοι ως δημόσιοι λειτουργοί εκπροσωπούν και υπερασπίζονται τους εντολείς τους σε κάθε δικαστήριο, αρχή ή υπηρεσία ή εξωδικαστικό θεσμό (άρθρο 1 παρ. 1 του Ν. 4194/2013), τα μέλη πειθαρχικών συμβουλίων, επιτροπών, ανεξάρτητων αρχών κλπ. Άλλωστε, για τα πρόσωπα αυτά δεν προκύπτει ότι λαμβάνουν γνώση του περιεχομένου των συγκεκριμένων δικογράφων, παρά μόνο των στοιχείων που είναι αναγκαία για τον ορθό δικονομικά χειρισμό της υπόθεσης. Τυχόν αντίθετη θέση θα οδηγούσε σε φαλκίδευση του συνταγματικού δικαιώματος δικαστικής προστασίας και εξάρτηση της άσκησής του από το μέγεθος της ψυχικής αντοχής ή ανθεκτικότητας του προτιθέμενου να το ασκήσει στο ενδεχόμενο καταμήνυσής του, εκ μέρους εκείνου κατά του οποίου στρέφεται, με την θεώρηση των εκπροσώπων της δικαστικής λειτουργίας ως “τρίτων”. Επομένως, τα ανωτέρω πρόσωπα, χωρίς τη συνδρομή ιδιαιτέρων άλλων περιστάσεων που δικαιολογούν την προσφορότητα της προσβολής της τιμής και της υπόληψης του εγκαλούντος, δεν είναι τρίτοι με την έννοια που προαναφέρθηκε, και συνεπώς δεν στοιχειοθετείται εν προκειμένω η αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφήμησης. Στο αυτό, άλλωστε, αιτιολογικό και δικαιοπολιτικό υπόβαθρο εδράζεται και η Αιτιολογική Έκθεση του Ν. 5090/2024 σχετικά με την τροποποίηση του άρθρου 363 του νέου ΠΚ, διαλαμβάνοντας ότι «Με την κατάργηση της απλής δυσφήμησης του άρθρου 362 του ΠΚ το αξιόποινο περιορίζεται στις περιπτώσεις που η διάδοση ενώπιον τρίτου συνοδεύεται από την υπερχειλή υποκειμενική υπόσταση της γνώσης της ψευδούς υπόστασης του γεγονότος που είναι πρόσφορο να βλάψει την τιμή και την υπόληψη άλλου. Επίσης, από την έννοια του τρίτου, αποδέκτη της διάδοσης εξαιρούνται τα πρόσωπα που λαμβάνουν υποχρεωτικά γνώση του δυσφημιστικού ισχυρισμού κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, οπότε εξ αυτού και μόνο δεν μπορεί να θεωρηθεί δεδομένη η προσφορότητα του γεγονότος για προσβολή της τιμής. Στην ανωτέρω εξαίρεση δεν περιλαμβάνονται ισχυρισμοί που στρέφονται κατά άλλων (πλην των διαδίκων) μερών ή περιπτώσεις που οι αποδέκτες των διαδόσεων (δημόσιοι λειτουργοί ή υπάλληλοι), συνδέονται προσωπικά με τα διάδικα μέρη έτσι ώστε η γνωριμία αυτή να αίρει την απροσφορότητα του γεγονότος να βλάψει την τιμή, λόγω μη αποστασιοποίησης των λειτουργών ή υπαλλήλων από τα διάδικα πρόσωπα. Αυτό ισχύει για τους δημόσιους λειτουργούς ή υπαλλήλους που συμπράττουν στην ποινική διαδικασία ή πολιτική ή διοικητική δίκη, όπως είναι ο εισαγγελέας, ο δικαστής, ο δικαστικός γραμματέας, ο οποίος συμπράττει στη διαδικασία της καταχώρησης της μήνυσης ή της ένορκης κατάθεσης μάρτυρα, οι ανακριτικοί υπάλληλοι που ορίζονται από τον εισαγγελέα για τη διενέργεια προανακριτικών πράξεων, ο δικαστικός επιμελητής, ο οποίος ως άμισθος δημόσιος λειτουργός είναι αρμόδιος για την επίδοση δικογράφων και εξωδίκων εγγράφων ενόψει ή στο πλαίσιο πολιτικής δίκης. Άλλωστε, για τα τελευταία αυτά πρόσωπα δεν προκύπτει ότι λαμβάνουν γνώση του περιεχομένου των συγκεκριμένων δικογράφων, παρά μόνο των στοιχείων που είναι αναγκαία για τον ορθό δικονομικά χειρισμό της υπόθεσης. Επίσης, για τον προσδιορισμό της έννοιας του τρίτου χρησιμοποιήθηκε στοχευμένα ο διευρυμένος και γενικός ορισμός της «δίκης» που περιλαμβάνει κάθε στάδιο από την προδικασία (π.χ. αστυνομική προανάκριση, άρα καταλαμβάνει και προανακριτικούς υπάλληλους κατά την αυτεπάγγελτη αστυνομική προανάκριση) μέχρι την αμετάκλητη απόφαση» (ΕφΑθ 1240/2024 ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 617/2024).
Η ενάγουσα με την υπό κρίση αγωγή της, εξέθετε ότι δυνάμει του υπ’ αριθ. …………/2.3.2021 συμβολαίου της συμβολαιογράφου Αθηνών ……….., που μεταγράφηκε νόμιμα, η …………, η ενάγουσα και η ………. μεταβίβασαν, λόγω πώλησης, στον εναγόμενο κατόπιν υπόδειξης της ομορρύθμου εταιρείας με την επωνυμία «………………..» εργολάβου οικοδομών, της οποίας νόμιμος εκπρόσωπος τυγχάνει ο ………….., μία οριζόντια ιδιοκτησία, επί οικοδομής, κτισμένης σε οικόπεδο εμβαδού 240,70 τ.μ., το οποίο βρίσκεται στην κτηματική περιφέρεια του Δήμου Κερατσινίου Αττικής, στην θέση «………» (επί των οδών ……………..) και συγκεκριμένα του μεταβίβασαν την οριζόντια ιδιοκτησία – διαμέρισμα του πρώτου υπέρ το ισόγειο ορόφου, με στοιχεία Α-1 εμβαδού 76,50 τ.μ., στην οποία ανήκε η αποκλειστική χρήση του υπό στοιχεία Ρ-5 ανοικτού (υπαίθριου ) χώρου στάθμευσης αυτοκινήτου εμβαδού 11 τ.μ. στον ακάλυπτο χώρο του οικοπέδου, προς την οδό …….., αντί τιμήματος 25.000.000 δραχμών ήδη 73.368 ευρώ. Ότι με το υπ’ αριθ. …../2.3.2011 συμβόλαιο αγοραπωλησίας της ιδίας ως άνω συμβολαιογράφου, που μεταγράφηκε νόμιμα, μεταβιβάσθηκε στον εναγόμενο από την ενάγουσα και την …….. και η κείμενη στην ιδία ως άνω οικοδομή, υπό στοιχεία Υ-1 οριζόντια ιδιοκτησία- αποθηκη του υπογείου, εμβαδού 4 τ.μ., με ποσοστό συγκυριότητας επί του οικοπέδου 2/1000 εξ αδιαιρέτου, αντί τιμήματος 120.000 δρχ. και ήδη 352,16 ευρώ. Ότι ο εναγόμενος προσέβαλε παρανόμως και υπαιτίως το δικαίωμα στην προσωπικότητά της με αδικοπρακτική συμπεριφορά που συνίσταται στην τέλεση σε βάρος της της αξιόποινης πράξης της συκοφαντικής δυσφήμισης. Ότι ειδικότερα ο εναγόμενος άσκησε εναντίον της και κατά των …………., της εταιρείας την επωνυμία «………… και κατά της ………. την από 24-3-2009 (αρ. εκθ. Κατ. ………../4-5-2009) αγωγή του, με την οποία ζητούσε να ακυρωθούν αμφότερες οι συμβολαιογραφικές πράξεις αγοραπωλησίας των ως άνω οριζοντίων ιδιοκτησιών ή να αντικατασταθούν με νέες οριζόντιες ιδιοκτησίες ή να του καταβάλουν το τίμημα της αγοραπωλησίας ανερχομένου στο ποσό των 168.000 ευρώ και να υποχρεωθούν στην καταβολή χρηματικού ποσού 250.000 για την ηθική βλάβη που υπέστη, ισχυριζόμενος ότι το ακίνητο που αγόρασε δεν διέθετε την συμφωνηθείσα ιδιότητα (δικαίωμα χρήσης θέσης στάθμευσης), διότι κατά την υπογραφή της υπ’ αριθ. ………./22-9-1998 πράξης του νόμου 1221/1981 της συμβολαιογράφου Αθηνών ……… καθορίσθηκε ότι η πολυκατοικία θα εξυπηρετείται από τέσσερις θέσεις στάθμευσης, ενώ με την υπ’ αριθ. …………/1999 πράξη συστάσεως δημιουργήθηκε μία επιπλέον θέση στάθμευσης με τα στοιχεία Ρ-5, η οποία μεταβιβάσθηκε στον εναγόμενο, η οποία, όμως δεν υφίστατο. Περαιτέρω ισχυριζόταν με την ίδια αγωγή ότι ουδέποτε εκλήθη ο εναγόμενος να συμπράξει στην διόρθωση της πράξης σύστασης οριζοντίου ιδιοκτησίας και ότι ενάγουσα με τους λοιπούς οικοπεδούχους και την εργολήπτρια εταιρεία παρανόμως και τεχνηέντως διόρθωσαν την πράξη σύστασης εν απουσία του διανοίγοντας του μία δεύτερη είσοδο του ισογείου καταστήματος που γειτνιάζει με τη επίδικη θέση στάθμευσης. Ισχυριζόταν επίσης στην άνω αγωγή του ότι η πρόθεση των οικοπεδούχων και της εργολήπτριας ήταν να τον εξαπατήσουν και ότι προέβησαν σε όλες τις προπαρασκευαστικές ενέργειες της απάτης και τέλος την πραγματοποίησαν, φροντίζοντας παράλληλα να διορθώσουν μόνοι τους και την σύσταση οριζοντίου ιδιοκτησίας με τρόπο που εξυπηρετούσε τα συμφέροντά τους. Ότι η ως άνω αγωγή συζητήθηκε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών στις 29-5-2013. Ότι ο εναγόμενος δεν αρκέσθηκε στην κατάθεση μόνον τακτικής αγωγής, αλλά υπέβαλε και την από 6-7-2007 μηνυτήρια αναφορά επέχουσα θέση εγκλήσεως (ΑΒΜ/………..), κατά της ενάγουσας και των λοιπών οικοπεδούχων και του ……… για την πράξη της κακουργηματικής απάτης. ΄Ότι μετά την διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης εξεδόθη η υπ’ αριθ. …….. απορριπτική διάταξη του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών, κατά της οποίας ο εναγόμενος άσκησε προσφυγή, ότι η προσφυγή έγινε δεκτή με την υπ’ αριθ. ……/2009 διάταξη του Εισαγγελέως Εφετών, ο οποίος παρήγγειλε την άσκηση ποινικής δίωξης για το αδίκημα της απάτης. Ότι μετά την διενέργεια κυρίας ανάκρισης εξεδόθη το υπ’ αριθ. 1185/2012 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, το οποίο απεφάνθη να μην γίνει κατηγορία εναντίον της με την αιτιολογία ότι με την δημιουργία της νέας πέμπτης θέσης στάθμευσης δεν υπάρχει παρανομία, καθόσον με βάση σχετικά έγγραφα της Πολεοδομίας είχε τηρηθεί η νόμιμη προϋπόθεση των 2/3 του χώρου πρασίνου. Ότι ενώ το όλο θέμα είχε κριθεί με την έκδοση του ως άνω απαλλακτικού βουλεύματος, ο εναγόμενος στις 25-4-2013 υπέβαλε νέα μήνυση (με ΑΒΜ: Β …………./25-4-2013) για το αδίκημα της κακουργηματικής απάτης στηριζόμενος στην από 14-2-2013 έκθεση ελέγχου του τεχνικού του συμβούλου …….., ο οποίος επί ματαίω προσπάθησε να ανατρέψει το υπολογισμό πρασίνου που έγινε από τον …………, πολιτικό μηχανικό, και ελέχθη από την Πολεοδομία ευρεθείς ορθός και σύννομος. Οτι στην από 24-3-2009 αγωγή του εναγομένου αλλά και στις ως άνω ασκηθείσες εις βάρος της προαναφερθείσες μηνύσεις διαλαμβάνονται τα αναλυτικά αναφερόμενα στην υπό κρίση αγωγή ψευδή και συκοφαντικά σε βάρος της γεγονότα, τα οποία περιήλθαν σε γνώση τρίτων προσώπων, με τον διασυρμό της ενώπιων Αστικών Δικαστηρίων και Ποινικών Αρχών (υποβάλλοντας έγγραφες εξηγησεις προς τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών), ευρισκόμενη στην δυσάρεστη θέση (μετά από άσκηση του δικηγορικού λειτουργήματος πλέον των τριάντα ετών) να παρίσταται στο δικαστήριο για πρώτη φορά ως εναγομένη, αντιμετωπίζοντας τις εύλογες απορίες των λοιπών συναδέλφων παρευρισκομενων στην δικαστική αίθουσα, αλλά και ως κατηγορουμένη στις ασκηθείσες εναντίον της μηνύσεις. Ότι εξαιτίας της ανωτέρω παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς της εναγόμενης υπέστη ηθική βλάβη λόγω της προσβολής της προσωπικότητάς της. Με βάση αυτό το ιστορικό ζήτησε, να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να της καταβάλει το ποσό των 40.000,00 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που υπέστη από την προαναφερόμενη αδικοπρακτική συμπεριφορά της, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής έως την εξόφληση, να απαγγελθεί σε βάρος της εναγόμενης προσωπική κράτηση διάρκειας ενός έτους, να υποχρεωθεί ο εναγόμενος με απειλή χρηματικής ποινής και προσωπικής κράτησης να παραλείπει κάθε μελλοντική προσβολή και να καταδικασθεί ο εναγόμενος στην καταβολή της δικαστικής του δαπάνης. Το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς με την υπ’ αριθ. 3145/2020 οριστική απόφασή του, που εκδόθηκε, κατά την τακτική διαδικασία, απέρριψε την αγωγή λόγω της ερημοδικίας της ενάγουσας (και των εκεί λοιπών εναγόντων). Στην υπό κρίση αγωγή παραδεκτώς σωρεύονται τα επικαλούμενα ως συκοφαντικά πραγματικά περιστατικά που υπό τα εκτιθέμενα περιλαμβάνονται σε μία αγωγή και δύο μηνύσεις, ήτοι στην από 24-3-2009 (αρ. εκθ. Κατ. ………/4-5-2009) αγωγή, στην από 6-7-2007 μηνυτήρια αναφορά επέχουσα θέση εγκλήσεως (ΑΒΜ/………..) και στην από 25-4-2013 νέα μήνυση (με ΑΒΜ: Β ………./25-4-2013), απορριπτομένου του ισχυρισμού του εναγομένου ότι η αγωγή είναι αόριστη λόγω απαραδέκτου σωρεύσεως αγωγών. Σε κάθε περίπτωση ο ισχυρισμός του εναγομένου είναι μη νόμιμος, διότι η απαράδεκτη σώρευση έχει ως μόνη κύρωση όχι το απαράδεκτο λόγω αοριστίας αλλά τον χωρισμό των απαραδέκτως σωρευομένων αγωγών.
Περαιτέρω, όμως, η αγωγή είναι ορισμένη και νόμιμη μόνον ως προς τις υποθέσεις που υπό τα εκτιθέμενα έφθασαν στο ακροατήριο και έλαβαν γνώση, κατ’ ορθήν εκτίμηση, οι παρευρισκόμενοι δικηγόροι πέραν των παραστάντων στην υπό κρίση υπόθεση. Έτσι η υπό κρίση αγωγή είναι νόμιμη ως προς το σκέλος της από 24-3-2009 (αρ. εκθ. Κατ. ……../4-5-2009) αγωγής που, υπό τα εκτιθέμενα, τα περιλαμβανόμενα σε αυτήν ψευδή και συκοφαντικά εις βάρος της ενάγουσας πραγματικά περιστατικά περιήλθαν σε γνώση των παρευρισκομένων στην δικαστική αίθουσα δικηγόρων – συναδέλφων της ενάγουσας κατά την δικάσιμο της πολιτικής δίκης στις 29-5-2013 ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, ενώ είναι μη νόμιμη κατά το σκέλος, που, υπο τα εκτιθέμενα, τα ψευδή και συκοφαντικα περιήλθαν σε γνωση των δημόσιων λειτουργών ή υπαλλήλων στα πλαίσια της άσκησης των υπηρεσιακών τους καθηκόντων και αρμοδιοτήτων και των δικηγόρων που παρέστησαν στην εν λόγω δίκη, καθόσον τα πρόσωπα αυτά δεν εμπίπτουν στην έννοια του «τρίτου» ως στοιχείο της κατάφασης της αντικειμενικής υπόστασης του αδικήματος που τυποποιείται στη διάταξη του άρθρου 363 ΠΚ, κατά τα προεκτεθέντα. Ακολούθως η αγωγή είναι μη νόμιμη ως την πρώτη από 6-7-2007 μηνυτήρια αναφορά (επέχουσα θέση εγκλήσεως) (………….) στην οποία, υπο τα εκτιθέμενα, περιλαμβάνονται τα επικαλούμενα ψευδή και συκοφαντικά εις βάρος της ενάγουσας πραγματικά περιστατικά, διότι επί της ως άνω εγκλήσεως εξεδόθη αμετάκλητο απαλλακτικό βούλευμα ( 1185/2012 ) κι ως εκ τούτου τα επικαλούμενα συκοφαντικά πραγματικά περιστατικά περιήλθαν σε γνωση μόνον δημόσιων λειτουργών και υπαλλήλων που έλαβαν γνώση των περιεχόμενων στην έγκληση του εναγόμενου ισχυρισμών, στα πλαίσια της άσκησης των υπηρεσιακών τους καθηκόντων και αρμοδιοτήτων, και δη του συντάξαντος την έγκληση δικηγόρου του εναγομένου, του πληρεξούσιου δικηγόρου της ενάγουσας, των εισαγγελέων, των δικαστών και των δικαστικών γραμματέων, καθόσον τα πρόσωπα αυτά δεν εμπίπτουν στην έννοια του «τρίτου» ως στοιχείο της κατάφασης της αντικειμενικής υπόστασης του αδικήματος που τυποποιείται στη διάταξη του άρθρου 363 του ΠΚ, όπως αντικαταστάθηκε από την 01.05.2024, δυνάμει των άρθρων 54 και 138 παρ. 1 του Ν. 5090/2024. Σε κάθε περίπτωση, δεν συντρέχει περίπτωση παράνομης και υπαίτιας προσβολής του δικαιώματος της ενάγουσας στην προσωπικότητά της με αδικοπρακτική συμπεριφορά της εναγόμενης συνιστάμενης στην τέλεση σε βάρος του της αξιόποινης πράξης της απλής δυσφήμισης, μετά την κατάργηση από την 01.05.2024 του άρθρου 362 του νέου ΠΚ με το άρθρο 136 περ. α’ του Ν. 5090/2024. Τέλος η αγωγή είναι αόριστη ως προς τα περιλαμβανόμενα στην δεύτερη από 25-4-2013 μηνυτήρια αναφορά (με ΑΒΜ: Β ………./25-4-2013) επικαλούμενα ψευδή και συκοφαντικά εις βάρος της ενάγουσας πραγματικά περιστατικά, διότι δεν εκτίθεται αν ακολούθησε ποινική δίκη στο ακροατήριο ώστε να λάβουν γνώση τρίτοι παρευρισκόμενοι στο ακροατήριο. Επομένως με το ανωτέρω περιεχόμενο και αίτημα η κρινόμενη αγωγή κατά το σκέλος της που αφορά σε απροσδιόριστο αριθμό δικηγόρων -συναδέλφων της ενάγουσας που παρευρίσκονταν στο ακροατήριο της πρωτόδικης αστικής δίκης κατά την δικάσιμο της 29-5-2013 και έλαβαν υπό τα εκτιθέμενα γνώση των φερόμενων ως ψευδών και συκοφαντικών σε βάρος της ενάγουσας ισχυρισμών, που περιέχονταν στην από 24-3-2009 (αρ. εκθ. Κατ. …./4-5-2009) αγωγή του εναγομένου, είναι επαρκώς ορισμένη, αφού αναφέρονται το είδος της προσβολής της προσωπικότητας της ενάγουσας, εξαιτίας της αδικοπρακτικής συμπεριφοράς του εναγόμενου που συνίσταται στην τέλεση σε βάρος του της αξιόποινης πράξης της συκοφαντικής δυσφήμισης, η παράνομη πράξη του εναγόμενου που προκάλεσε την προσβολή της προσωπικότητας της ενάγουσας, ο αιτιώδης σύνδεσμός της με αυτήν, καθώς και ότι ο εναγόμενος τελούσε σε υπαιτιότητα και νόμιμη στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 57, 59, 297, 299, 330, 346, 914, 932 του ΑΚ, 363 του ΠΚ, 1047, 176 του ΚΠολΔ, πλην του αιτήματος να παραλειφθεί κάθε μελλοντική προσβολή της προσωπικότητας, το οποίο είναι αόριστο διότι, απαραίτητη προϋπόθεση για την προστασία του δικαιώματος στην προσωπικότητα σε περίπτωση προσβολής του, με τη μορφή της παράλειψης της προσβολής στο μέλλον, είναι η επίκληση από μέρους του θιγόμενου της ύπαρξης βάσιμης απειλής και πραγματικού κινδύνου είτε επικείμενης προσβολής είτε επανάληψης της προσβολής της προσωπικότητας του προσβληθέντος στο μέλλον, περιστατικά τα οποία ουδόλως επικαλείται η ενάγουσα στην προκειμένη περίπτωση. Ο ισχυρισμός, του εναγομένου ότι η αγωγή είναι αόριστη διότι δεν εκτίθεται ποιοι ήταν οι τρίτοι που έλαβαν γνώση των φερομένων ως συκοφαντικών, είναι απορριπτέος, διότι σαφώς εκτίθεται στην υπό κρίση αγωγή ότι έλαβε γνώση απροσδιόριστος αριθμός δικηγόρων που παρίσταντο σε άλλες δίκες της αυτής δικασίμου (29-5-2013). Ο ισχυρισμός, επίσης, του εναγομένου ότι η από 24-3-2009 (αρ. εκθ. Κατ. ……/4-5-2009) αγωγή δεν είχε συζητηθεί μέχρι την έγερση της υπό κρίση αγωγής στηρίζεται σε εσφαλμένη προϋπόθεση, διότι όπως αποδεικνύεται από τα κατωτέρω μνημονευόμενα έγγραφα αυτή συζητήθηκε στις 29-5-2013, ήτοι προ της εγέρσεως της υπό κρίση αγωγής (22-10-2013). Επομένως η αγωγή, κατά το μέρος που κρίθηκε ορισμένη και νόμιμη πρέπει να ερευνηθεί κατ’ ουσίαν, δεδομένου ότι έχει καταβληθεί και το απαιτούμενο τέλος δικαστικού ενσήμου.
Από την εκτίμηση της νομίμως μετ’ επικλήσεως προσκομιζομένης υπ’ αριθ. …../20-9-2023 ενορκου βεβαιώσεως του ………., ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών ……….., που ελήφθη με πρωτοβουλία της ενάγουσας και ήδη εκκαλούσας κατόπιν νομοτύπου και εμπροθέσμου κλητεύσεως του εναγομένου και ήδη εφεσίβλητου (υπ’ αριθ. ….. Γ/14.9.2023 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφερείας του Εφετείου Πειραιώς …………), της νομίμως μετ’ επικλήσεως προσκομιζομένης υπ’ αριθ. ……./20-9-2023 ενόρκου βεβαιώσεως του …….., Πολιτικού Μηχανικού, κατοίκου Κερατσινίου Αττικής ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών ………., που ελήφθη με πρωτοβουλία του εναγομένου κατόπιν νομοτύπου και εμπροθέσμου κλητεύσεως της ενάγουσας (υπ’ αριθ. ……./15-9-2023 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφερείας του Εφετείου Αθηνών ………..), η οποία θα ληφθεί υποψη ακόμη κι αν εδόθη ενώπιον αναρμοδίως κατά τόπον οργάνου, διότι υπό τη νέα διατύπωση της διάταξης του άρθρου 424 ΚΠολΔ, όπως αυτή τρποποιήθηκε με το άρθρο 23 του Ν. 4842/13-10-2021, το πεδίο εφαρμογής της οποίας καταλαμβάνει και τις εκκρεμείς υποθέσεις, όπως και η παρούσα ένδικη υπόθεση(κατά ρητή πρόβλεψη του άρθρου 116 παρ.1 περ. β` του Ν.4842/2021, όπως αυτή διορθώθηκε με το άρθρο 65 παρ. 1 Ν. 4871/10-12-2021), καθίσταται σαφές ότι πλέον απαράδεκτο της ένορκης βεβαίωσης απαγγέλλεται αποκλειστικά για τους λόγους που απαριθμούνται περιοριστικά υπό στοιχ. α` έως δ` στο άρθρο 424 ΚΠολΔ, μεταξύ δε των άνω περιπτώσεων, δεν περιλαμβάνεται η λήψη της ένορκης βεβαίωσης ενώπιον οργάνου που αναφέρεται στο άρθρο 421 ΚΠολΔ, δεν είναι, όμως, κατά τόπον αρμόδιο, ενώ στις λοιπές περιπτώσεις μόνον εφόσον διαπιστώνεται δικονομική βλάβη του αντιδίκου, (ΑΠ 1278/2023 Νόμος), επίκληση της οποίας δεν γίνεται εν προκειμένω, της από 15.9.2023 τεχνικής έκθεσης του Πολιτικού Μηχανικού ……… η οποία εκτιμάται ως γνωμοδότηση του άρθρου 390 ΚΠολΔ, της από 6-5-2021 τεχνικής έκθεσης του πολιτικού μηχανικού ……… που εκτιμάται ως ιδιωτική γνωμοδότηση του άρθρου 390 ΚΠολΔ, της από 25-11-2013 έκθεσης πραγματογνωμοσύνης της διορισθείσας κατ’ εντολή της Πταισματοδίκου του Ε Προανακριτικού Τμήματος του Πρωτοδικείου Πειραιώς, δικαστικής πραγματογνώμονος, ………, Πολιτικου Μηχανικού, της από 9 Μαίου 2013 τεχνικής έκθεσης του Πολιτικού Μηχανικου ………., και της από 14-2-2013 έκθεσης ελέγχου του ………., Πολιτικού Μηχανικού, εκ των οποίων οι δύο τελευταίες εκτιμώνται ως έγγραφα διότι δεν εδόθησαν στα πλαίσια της προκειμένης δίκης όπως ορίζει το άρθρο 390 ΚΠολΔ, ως και από την συνεκτίμηση όλων ανεξαιρέτως των νομίμως μετ’ επικλήσεως προσκομιζομένων υπό των διαδίκων εγγράφων, τα οποία λαμβάνονται υπόψη είτε προς άμεση απόδειξη (άρθρα 432 επ. ΚΠολΔ) είτε για την συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (άρθρα 336 § 3, 339, 395 ΚΠολΔ), , σε συνδυασμό με τα διδάγματα της κοινής πείρας, που το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψιν αυτεπαγγέλτως (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ), αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει του υπ’ αριθ. ………/2.3.2021 συμβολαίου της συμβολαιογράφου Αθηνών …………., που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Πειραιά (τόμο ……. αύξοντα αριθμό ……..) η ……….., η ενάγουσα και η ………. μεταβίβασαν, λόγω πώλησης, στον εναγόμενο κατόπιν υπόδειξης της ομορρύθμου εταιρείας με την επωνυμία «……….» εργολάβου οικοδομών, της οποίας νόμιμος εκπρόσωπος τυγχάνει ο …………., μία οριζόντια ιδιοκτησία, επί οικοδομής, κτισμένης σε οικόπεδο εμβαδού 240,70 τ.μ., το οποίο βρίσκεται στην κτηματική περιφέρεια του Δήμου Κερατσινίου Αττικής, στην θέση «Δραπετσώνα» (επί των οδών …………..) και συγκεκριμένα του μεταβίβασαν την οριζόντια ιδιοκτησία – διαμέρισμα του πρώτου υπέρ το ισόγειο ορόφου, με στοιχεία Α-1 εμβαδού 76,50 τ.μ., με ποσοστό συγκυριότητας επί του οικοπέδου 134/1000 εξ αδιαιρέτου, στην οποία ανήκε η αποκλειστική χρήση του υπό στοιχεία Ρ-5 ανοικτού (υπαίθριου ) χώρου στάθμευσης αυτοκινήτου εμβαδού 11 τ.μ. στον ακάλυπτο χώρο του οικοπέδου, προς την οδό ……, αντί τιμήματος 25.000.000 δραχμών ήδη 73.368 ευρώ. Η ανωτέρω οικοδομή είχε ανεγερθεί με το σύστημα της αντιπαροχής, δυνάμει της υπ’ αριθ. ……/19.11.1998 άδειας της Διεύθυνσης Πολεοδομίας Κερατσινίου και είχε υπαχθεί στις διατάξεις της οριζόντιας ιδιοκτησίας δυνάμει της υπ’ αριθ…../2.3.1999 πράξης σύστασης οριζόντιας ιδιοκτησίας της ιδίας ως άνω συμβολαιογράφου, που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Πειραιώς (τ. …, α.α. ….), η δε ως άνω μεταβιβασθείσα στον εναγόμενο οριζόντια ιδιοκτησία και η ανήκουσα σε αυτήν αποκλειστική χρήση της ανοικτής θέσης στάθμευσης συμπεριλαμβάνονται στις ιδιοκτησίες, τις οποιες οι ως άνω πωλήτριες, ως οικοπεδούχοι, είχαν συμφωνήσει να μεταβιβάσουν στην εργολάβο – εταιρεία ή σε οποιοδήποτε από αυτήν υποδεικνυόμενο πρόσωπο, ως εργολαβικό αντάλλαγμα, δυνάμει του υπ’ αριθ. …./2.3.1999 προσυμφώνου – ερργολαβικού συμβολαίου. Επιπλέον με το υπ’ αριθ. …/2.3.2011 συμβόλαιο της ιδίας ως άνω συμβολαιογράφου, που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Πειραιώς (τόμο …. και αυξοντα αριθμό …..), μεταβιβάσθηκε στον εναγόμενο από την ενάγουσα και την ………… κατά κυριότητα, επίσης λόγω πώλησης και η κείμενη στην ιδία ως άνω οικοδομή, υπό στοιχεία Υ-1 οριζόντια ιδιοκτησία- αποθηκη του υπογείου, εμβαδού 4 τ.μ., με ποσοστό συγκυριότητας επί του οικοπέδου 2/1000 εξ αδιαιρέτου, αντί τιμήματος 120.000 δρχ. και ήδη 352,16 ευρώ. Με την υπογραφη των ανωτέρω συμβολαίων στις 2.3.2021, παραδόθηκε στον ενάγοντα η νομή των πωληθέντων ακινήτων κι αυτός έκτοτε διέμενε στην ανωτέρω οριζόντια ιδιοκτησία – διαμέρισμα και έκανε αποκλειστική χρήση της ανήκουσας σ’ αυτή θέσης στάθμευσης. Στις 26.4.2007 επιδόθηκε στον εναγόμενο η από 18.4.2007 εξώδική δήλωση της ……………, κυρίας οριζοντίων ιδιοκτησιών – καταστημάτων στο ισόγειο της ιδίας οικοδομής, η οποία ισχυριζόταν ότι η εκ μέρους του εναγομένου χρήση της παραπάνω ανοικτής θέσης στάθμευσης δεν στηριζόταν σε νόμιμο δικαίωμα του, αφού δεν προβλεπόταν στο από Σεπτεμβρίου 1998 διάγραμμα κάτοψης ισογείου του αρχιτέκτονα μηχανικού …………, το οποίο διάγραμμα είχε προσαρτηθεί στην υπ’ αριθ. ……../22.9.1998 πράξη του ν. 1221/1981 της συμβολαιογράφου Αθηνών ………., που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Πειραιώς (τόμο …. με αύξοντα αριθμό ….) και είχε κατατεθεί στο αρμόδιο Πολεοδομικό Γραφείο του Δήμου Κερατσινίου. Στην συνέχεια ο εναγόμενος υπεβαλε την από 6-7-2007 μηνυτήρια αναφορά (επέχουσα θέση εγκλήσεως) (……….), σε βάρος της ενάγουσας, της …………. για το αδίκημα της απάτης. Ακολούθως άσκησε την από 24-3-2009 (αρ. εκθ. Κατ. …./4-5-2009) επίμαχη αγωγή του, με την οποία … να ακυρωθούν αμφότερες οι ως άνω συμβολαιογραφικές πράξεις (…../2001 και …./2001) πωλήσεως και μεταβιβάσεως ακινήτων, και να αντικατασταθεί η οριζόντια ιδιοκτησία που ο εναγόμενος αγόρασε με νέα οριζόντια ιδιοκτησία, άλλως να αναγνωρισθεί ότι υποχρεούνται να του καταβάλουν το τίμημα της αγοραπωλησίας ανερχομένου στο ποσό των 168.000 ευρώ καθώς και το χρηματικό ποσό των 250.000 για την ηθική βλάβη που υπέστη, ισχυριζόμενος ότι εξαπατήθηκε από τους τους εμπλεκόμενους στην άνω αγοραπωλησία συμπεριλαμβανομένης και της νυν ενάγουσας, αφού συνέπραξε στην προς αυτόν πώληση της οριζόντιας ιδιοκτησίας Α-1 μετά αποκλειστικής χρήσης του χώρου στάθμευσης Ρ-5, ο οποίος δεν υφίσταται (δικαίωμα χρήσης θέσης στάθμευσης) αλλά και μετέπειτα αφού δεν εκλήθη να συμπράξει στην υπ’ αριθ. ………/26.5.2006 πράξη διόρθωσης- τροποίησης της συστάσεως οριζοντίου ιδιοκτησίας ως οφείλετο βάσει του κανονισμού της πολυκατοικίας, η οποία συνετάγη παράνομα και καταχρηστικά από τους οικοπεδούχους και την εργολήπτρια εταιρεία, οι οποίοι διορθώνουν τεχνηέντως την πράξη σύστασης με την υπ’ αριθμ …../2006 πράξη διόρθωσης με τρόπο που να εξυπηρετεί τα συμφέροντά τους, ότι η δεύτερη είσοδος του ισογείου καταστήματος προς την οδό ….. που προστίθεται στην άνω πράξη διόρθωσης δεν υπήρχε από την αρχή κατά την ανέγερση της πολυκατοικίας, αλλά ανοίχθηκε εντός του 2006 μετά την αγορά του διαμερίσματος από αυτόν, ότι η πρόθεση των οικοπεδούχων και της εργολήπτριας ήταν να τον εξαπατήσουν και ότι προέβησαν σε όλες τις προπαρασκευαστικές ενέργειες της απάτης και τέλος την πραγματοποίησαν, φροντίζοντας παράλληλα να διορθώσουν μόνοι τους και την σύσταση οριζοντίου ιδιοκτησίας με τρόπο που εξυπηρετούσε τα συμφέροντά τους. Η αγωγή αυτή συζητήθηκε ενώπιον του ακροατηρίου του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών κατά την δικάσιμο της 29-5-2013,κατά την οποία εξετάσθηκαν μάρτυρες, ήτοι ο …….., πολιτικός μηχανικος, επιμελεία του εναγομένου εκεί ενάγοντος και ο …………., συνταξιούχος δικηγόρος επιμελεία της ενάγουσας εκεί εναγομένης και των λοιπών εκεί εναγομένων και εξεδόθη η υπ’ αριθ. 2608/2014 αποφαση του άνω Δικαστηρίου, η οποία απέρριψε την αγωγή. Επί της ως άνω δε από 6-7-2007 εγκλήσεως (ΑΒΜ/……….) εξεδόθη προ της συζητήσεως της άνω αγωγής το υπ’ αριθ. 1185/2012 αμετάκλητο απαλλακτικό βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, το οποίο απεφάνθη να μην γίνει κατηγορία εναντίον της ενάγουσας ( και των λοιπών εκεί κατηγορουμένων) για το αδίκημα της απάτης με την αιτιολογία ότι με την δημιουργία της νέας πέμπτης θέσης στάθμευσης δεν υπάρχει κάποιου είδους παρανομία, καθόσον έχει τηρηθεί η προϋπόθεση των 2/3 του χώρου πρασίνου και ότι εν όψει τούτου το πωληθέν διαμέρισμα με τις συνομολογηθείσες αυτού ιδιοτητες νομίμως επωλήθη στον εγκαλούντα. Από τα αυτά ως άνω αποδεικτικά μέσα αποδεικνυεται ότι οι διαλαμβανόμενοι στην ως άνω από 24-3-2009 (αρ. εκθ. κατ. ……/4-5-2009) αγωγή ισχυρισμοί δεν είναι αληθείς. Η μη πρόβλεψη και αποτύπωση της ανοικτής θέσης στάθμευσης, που μεταβιβάσθηκε στον εναγόμενο, στο διάγραμμα κάτοψης ισογείου που υπεβλήθη στο Πολεοδομικό γραφείο, για την έκδοση της σχετικής άδειας ανέγερσης (υπ’ αριθ. ……/19-11-2008) δεν καθιστά την εν λόγω θέση στάθμευσης παράνομη. Ειδικότερα ο νόμος 1221/1981, με τις διατάξεις του άρθρου 1 παρ. 1 και 3 αυτού, απαιτεί, ως προϋπόθεση έκδοσης άδειας ανέγερσης οικοδομής, την εκπλήρωση της υποχρέωσης δημιουργίας χώρων στάθμευσης (στεγασμένων η μη) με την σύνταξη σχετικής δήλωσης ενώπιον συμβολαιογράφου, μεταγραφόμενης στα οικεία βιβλία μεταγραφών. Η ανωτέρω υποχρέωση θεωρείται εκπληρωθείσα όταν στην σχετική συμβολαιογραφική πράξη και ακολούθως στα υποβαλλόμενα σχέδια αποτυπώνονται οι ελάχιστες θέσεις στάθμευσης που απαιτούνται για κάθε ανεγειρόμενη οικοδομή, χωρίς να αποκλείεται η δημιουργία νέων θέσεων μεταγενέστερα, υπό την προϋπόθεση, αν αυτές πρόκειται να δημιουργηθούν στον ακάλυπτο χώρο (ανοικτές), ότι δεν απομειώνεται ο ελάχιστος απαιτούμενος χώρος φύτευσης (πρασίνου). Σε περίπτωση που δημιουργηθούν με την συμβολαιογραφική σύσταση οριζοντίων ιδιοκτησιών της πολυκατοικίας και κανονισμού αυτής νέες θέσεις στάθμευσης με πλακόστρωση πέραν των δηλωθέντων στην πράξη του ν. 1221/1981, σε χώρο που προοριζόταν κατ’ εφαρμογή της εκδοθείσας οικοδομικής άδειας για φύτευση, κατά παράβαση του άρθρου 366 του κωδικοποιητικού διατάγματος από 14.7.99 (ΦΕΚ Δ 580/27.7.99), ήτοι του άρθρου 23 παρ. 1 του Κτιριοδομικού Κανονισμού, ΥΑ 3046/304 (ΦΕΚ 59 Δ/1989) χωρίς να προηγηθεί ενημέρωση του σχετικού φακέλου στην Πολεοδομία, ακόμη κι αν η ενημέρωση θα μπορούσε να περιορίσει νομίμως τον αρχικό χώρο φύτευσης κατ’ άρθρο 1 παρ. 2β του Π.Δ. 3.8.1987 (ΦΕΚ 749 Δ/1987), υφίσταται πολεοδομική παράβαση, χωρίς, όμως τούτο να σημαίνει ότι καθίσταται ανύπαρκτη η νέα θέση στάθμευσης στον ακάλυπτο χώρο που προοριζόταν αρχικά για φύτευση, ως δικαίωμα αποκλειστικής χρήσης αυτής του αναφερόμενου στην σύσταση ιδιοκτήτη ορισμένης οριζόντιας ιδιοκτησίας έναντι των άλλων συνιδιοκτητών της πολυκατοικίας, καθώς αρκεί για την σύσταση της θέσης αυτής η σχετική πρόβλεψη στη σύσταση οριζοντίων ιδιοκτησιών και κανονισμού πολυκατοικίας και η μεταγραφή της σχετικής συμβολαιογραφικής πράξης. Το άρθρο 23 παρ. 1 του Κτιριοδομικού Κανονισμού δεν προβλέπει ως κύρωση για τη μη τήρηση του ελάχιστου χώρου φύτευσης στον ακάλυπτο χώρο του οικοπέδου την ακυρότητα της δικαιοπραξίας με την οποία τυχόν δημιουργούνται θέσεις στάθμευσης επί του προοριζόμενου για φύτευση χώρου. Στην προκειμένη περίπτωση, για την έκδοση άδειας ανέγερσης της οικοδομής, απαιτούνταν κατ’ ελάχιστο όριο, τέσσερις θέσεις στάθμευσης, οι οποίες αναφέρονταν στην προαναφερομένη υπ’ αριθ. …../22.9.1998 πράξη του ν. 1221/1981 της παραπάνω συμβολαιογράφου και αποτυπώνονταν στο υποβληθέν διάγραμμα, μεταξύ των οποίων, όμως δεν περιλαμβανόταν και η επίδικη θέση. Ειδικότερα, παρότι, με βάση το αρχικό σχέδιο, είχε αποφασισθεί η σύσταση και της επίδικης ανοικτής θέσης στάθμευσης και μάλιστα είχε αποτυπωθεί σε έτερο με ιδία ημεροχρονολογία (από Φεβρουαρίου 1998) διάγραμμα κάτοψης του ισογείου του ως άνω αρχιτέκτονα μηχανικού ………., που στη συνέχεια προσαρτήθηκε στην υπ’ αριθ. ……../2.3.1999 πράξη σύστασης οριζόντιας ιδιοκτησίας της συμβολαιογράφου, …….., παρά ταύτα δεν είχε αποτυπωθεί στο υποβληθέν στο Πολεοδομικό Γραφείο του Δήμου Κερατσινίου, από Φεβρουαρίου 1998 διάγραμμα του ιδίου ως άνω αρχιτέκτονα μηχανικού, ούτε είχε συμπεριληφθεί στην προαναφερόμενη υπ’ αριθ. …../22.9.1998 πράξη της συμβολαιογράφου Αθηνών ………… Η παράλειψη, όμως, αυτή σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν αναφορικά με τις υποχρεώσεις που επιβάλλει ο ν. 1221/1981 δεν καθιστά την επίδικη ανοικτή θέση στάθμευσης ανύπαρκτη, αλλά αντιθέτως αυτή νομίμως συστάθηκε με την συνταχθείσα μεταγενέστερα υπ’ αριθ. ……/2.3.1999 πράξη σύστασης οριζόντιας ιδιοκτησίας στην οποία (πράξη σύστασης οριζόντιας ιδιοκτησίας) και νομίμως καθορίσθηκε ότι η θέση θα ανήκει στην αποκλειστική χρήση της υπό στοιχεία Α-1 οριζόντιας ιδιοκτησίας – διαμερίσματος του πρώτου υπέρ το ισόγειο ορόφου, που πωλήθηκε και μεταβιβάσθηκε στον εναγόμενο. Σημειούται ότι δεν υπήρχε κώλυμμα για την δημιουργία νέας θέσης στάθμευσης ούτε πολεοδομικώς, ήτοι από την άποψη της τηρήσεως του ελάχιστου απαιτούμενου χώρου φύτευσης (πρασίνου), διότι η επίδικη ανοικτή θέση στάθμευσης δεν καταλαμβάνει παρανόμως χώρο, που με βάση το από 3-8-1987 π.δ. πρέπει να παραμείνει ακάλυπτος προς φύτευση. Τούτο άλλωστε αποδεικνύεται από το μετ’ επικλήσεως προσκομιζόμενο υπ’ αριθ. πρωτ. ……../20-10-2010 έγγραφο του Τμήματος Πολεοδομίας της Διεύθυνσης Τεχνικών Υπηρεσιών του Δήμου Κερατσινίου μετα των συνοδευτικών από 11-10-2010 τεχνικής έκθεσης και διαγράμματος κάλυψης, που εξεδόθη κατόπιν του υπ’ αριθ. ……../23-9-2010 εγγράφου της 27ης Τακτικής Ανακρίτριας του Πρωτοδικειου Αθηνών, κατά την διενέργεια κυρίας ανακρίσεως, δυνάμει της υπ’ αριθ. ………εισαγγελικής παραγγελίας, για την πράξη της κακουργηματικής απάτης κατόπιν της προαναφερθείσας απο 6-7-2007 εγκλήσεως του εναγομένου, στο οποίο ρητώς αναφέρεται ότι η θέση στάθμευσης Ρ5 που μεταβιβάσθηκε στον εναγόμενο δεν καταλαμβάνει χώρο από τον απαιτούμενο χώρο πρασίνου. Μάλιστα, όπως αποδεικνύεται από την μετ’ επικλήσεως προσκομιζόμενη από 16-9-2010 ένορκη κατάθεση της Προϊσταμένης της Πολεοδομίας του Δήμου Κερατσινίου, ……….. ενώπιον της 27ης Ανακρίτριας του Πρωτοδικείου Αθηνών, η δημιουργία νέων χώρων στάθμευσης στον ακάλυπτο χώρο, πέραν αυτών που έχουν ορισθεί με την άδεια, δεν είναι παράνομη, υπό την προϋποθεση ότι τα 2/3 εκ του συνολικού ακάλυπτου χώρου της οικοδομής παραμένουν ελεύθερα ως χώρος φύτευσης. Επίσης η διορισθείσα κατ’ εντολή της Πταισματοδίκου του Ε Προανακριτικού Τμήματος του Πρωτοδικείου Πειραιώς, δικαστική πραγματογνώμων, ……….., Πολιτικός Μηχανικος, στην από 25-11-2013 έκθεση πραγματογνωμοσύνης καταλήγει στο συμπέρασμα ότι «η δημιουργία της επίμαχης θέσης στάθμευσης δεν δημιουργεί υπέρβαση του απαιτούμενου εμβαδού φύτευσης, αφού δεν καταλαμβάνει τμήμα από τον απαιτούμενο χώρο πρασίνου». Σημειούται ότι στις 28-5-2013, μία ημέρα προ της συζητήσεως της επίμαχης από 24-3-2009 (αρ. εκθ. Κατ. ……/4-5-2009) αγωγής, το Τμήμα Πολεοδομίας της Διεύθυνσης Τεχνικών Υπηρεσιών του Δήμου Κερατσινίου εξέδωσε το υπ’ αριθ. Πρωτ. …./28-5-2013 έγγραφο, στο οποίο ρητώς αναφέρεται ότι «…η θέση Ρ-5 δεν καταλαμβάνει χώρο από τον απαιτούμενο χώρο πρασίνου, υπολογίζεται στο επιτρεπόμενο ποσοστό 80%…». Επομένως το γεγονός ότι η επίδικη ανοικτή θέση στάθμευσης δεν αποτυπώνεται στο υποβληθέν στο Πολεοδομικό γραφείο διάγραμμα, δεν επηρεάζει την νομιμότητα σύστασής της κι ως εκ τούτου δεν εμποδίζει την γένεση του ως άνω δικαιώματος αποκλειστικής χρήσης θέσης στάθμευσης στον ακάλυπτο χώρο του οικοπέδου με την σχετική πρόβλεψη στην σύσταση οριζόντιων ιδιοκτησιών και κανονισμού πολυκατοικίας, που έχει νομίμως μεταγραφεί και ως εκ τούτου δεν υφίστατο πραγματικό ελάττωμα, όπως ο ενάγων ισχυριζόταν με την από 24-3-2009 (αρ. εκθ. Κατ. ……/4-5-2009) αγωγή του. Επομένως οι ισχυρισμοί που διαλαμβάνονται στην επίμαχη από 24-3-2009 (αρ. εκθ. Κατ. …./4-5-2009) αγωγή ότι εξαπατήθηκε διότι η επίδικη θέση στάθμευσης πωλήθηκε στον εναγόμενο με πραγματικό ελάττωμα αποδεικνύονται αναληθείς και συκοφαντικοί. Περαιτέρω απεδείχθη ότι ο εναγόμενος στην επίμαχη αγωγή διέλαβε ισχυρισμούς ότι η ενάγουσα δικηγόρος μετά των λοιπών οικοπεδούχων και της εργολήπτριας εταιρείας μεθόδευσε δολίως την συγκάλυψη της ανωτέρω απάτης με το να τροποποιήσουν τεχνηέντως και χωρίς την συμμετοχή του την σύσταση οριζοντίου ιδιοκτησίας, διανοίγοντας μία δεύτερη είσοδο που γειτνιάζει με τη επίδικη θέση στάθμευσης, η οποία δεν είχε αποτυπωθεί στα υποβληθέντα στο Πολεοδομικό Γραφείο σχέδια ούτε γινόταν αναφορά της στην πράξη σύστασης οριζοντίου ιδιοκτησίας. Οι ισχυρισμοί αυτοί είναι ψευδείς και δυσφημιστικοί διότι εμφανίζουν την ενάγουσα ότι μετήρχετο δόλιες ενέργειες προς συγκάλυψη της προηγηθείσης ισχυριζομένης απάτης. Απεδείχθη από τα αυτά ως άνω αποδεικτικά μέσα ότι οι οικοπεδούχοι και η εργολήπτρια εταιρεία προέβησαν πράγματι σε διόρθωση της προαναφερόμενης υπ’ αριθ. ……/2-3-1999 πράξης σύστασης οριζόντιας ιδιοκτησίας χωρίς την σύμπραξη του ενάγοντος με την υπ’ αριθ. …../26-5-2006 πράξη διόρθωσης σύστασης οριζόντιας ιδιοκτησίας της συμβολαιογράφου Νίκαιας …….., που μεταγράφηκε νόμιμα, στην οποία αναφέρετο ότι η με αριθμό 1 οριζόντια ιδιοκτησία του ισογείου καταστήματος είχε και μια δεύτερη είσοδο προς την οδό ……., η οποία γειτνιάζει με την επίδικη θέση στάθμευσης. Η εν λόγω τροποποίηση, όμως, ήταν σύννομος, διότι προβλέπετο από το άρθρο 5 της υπ’ αριθ. ……/2.3.1999 πράξη σύστασης το οποιο οριζε ότι « Η εργολήπρια εταιρεία μπορεί να κάνει, όποτε θελει και κατά την απόλυτη κρίση της, οποιεσδήποτε τροποποιήσεις στις παραπάνω οριζόντιες ιδιοκτησίες της πολυκατοικίας που οι οκοπεδούχοι πρέπει να της μεταβιβάσουν…. Ειdiκότερα μπορεί… να διαρρυθμίζει εσωτερικά τις ιδιοκτησίες της…. Τις τροποποιήσεις αυτές, που θα γίνονται σύμφωνα με τις διατάξεις του Νόμου 3741/1929 και των άρθρων 1002 και 1117 του ΑΚ, θα μπορεί να τις κάνει η εργολήπτρια εταιρεία μονομερώς, χωρίς τη συμμετοχή των αφ’ ενός συμβαλλομένων οκιοπεδούχων ή των μελλοντικών συνιδιοκτητών, ενεργούσα στην περίπτωση αυτή κατ’ εντολή και για λογαριασμό αυτών δυνάμει της πράξης συστάσεως…», τούτο δε ήταν εν γνώσει του εναγομένου, ο οποίος με την αγορά που έκανε, ήτοι με τα δύο υπ’ αριθ. ….. και …./2-3-2001 μεταβιβαστικά συμβόλαια προσχώρησε ανεπιφύλακτα στην υπ’ αριθμ. …./1999 πράξη συστάσεως και κανονισμού σχέσεων συνιδιοκτητών πολυκατοικίας και έλαβε γνώση του ως άνω όρου. Το γεγονός ότι η δεύτερη είσοδος δεν είχε αποτυπωθεί στα υποβληθέντα στο Πολεοδομικό γραφείο σχέδια, ούτε γινόταν αναφορά της στην πράξη σύστασης οριζόντιας ιδιοκτησίας δεν είχε οποιαδήποτε έννομη συνέπεια αναφορικά με την επίδικη ανοικτή θέση στάθμευσης, η δε μεταγενέστερη διευθέτηση, ήτοι η υποβολή νέου σχεδίου στο Πολεοδομικό γραφείο με αποτύπωση της δεύτερης εισόδου και η αναφορά της ύπαρξής της στην υπ ‘ αριθ. …../26.5.2006 πράξη διόρθωσης ήταν σύννομη με βάση τα προεκτεθέντα. Μάλιστα η Πολεοδομία Κερατσινίου ήδη από το έτος 2010 είχε αποφανθεί, όπως αποδεικνύεται από το μετ’ επικλήσεως προσκομιζόμενο υπ’ αριθ. πρωτ. …../20-10-2010 έγγραφο του Τμήματος Πολεοδομίας της Διεύθυνσης Τεχνικών Υπηρεσιών του Δήμου Κερατσινίου, ότι η δεύτερη έξοδος του καταστήματος προς την οδό …. δύναται να υφίσταται όπως υπολογίσθηκε στο διάγραμμα κάλυψης. Επομένως η μεταγενέστερη νομιμοποίηση της δεύτερης εισόδου ήταν σύννομη σύμφωνα με το ως άνω έγγραφο της πολεοδομίας και αποφασίσθηκε συννόμως με την υπ’ αριθ. ……./26.5.2006 πράξη διόρθωσης της συστάσεως, όπως ανωτέρω εξετέθη και για την νομιμοποίηση της θέσεως σταθμεύσεως. Κατά συνέπειαν απεδείχθη και η γνώση του εναγομένου ως προς το ότι ήταν ψευδείς και δυσφημιστικοί οι άνω ισχυρισμοί. Σημειούται ότι η υπ’ αριθ. 98/2021 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πειραιώς η οποία εξεδόθη επί της από 10.11.2014 ( αρ. κατ. 973 /2014) εφέσεως που άσκησε ο εναγόμενος κατά της υπ’ αριθ. 2608/2014 αποφάσεως, απέρριψε την έφεση κρίνοντας, αφενός ότι η παράλειψη πρόβλεψης και αποτύπωσης της ανοικτής θέσης στάθμευσης στο διάγραμμα κάτοψης ισογείου που υπεβλήθη στο Πολεοδομικό Γραφείο για την έκδοση της σχετικής άδειας ανέγερσης (υπ’ αριθ. ……./19-11-1998) δεν καθιστά την εν λόγω θέση ανύπαρκτη, αλλά αντιθέτως αυτή νομίμως συστάθηκε με την συνταχθείσα μεταγενέστερα υπ’ αριθ. ……./2.3.1999 πράξη σύστασης οριζόντιας ιδιοκτησίας στην οποία (πράξη σύστασης οριζόντιας ιδιοκτησίας) και νομίμως, καθορίσθηκε ότι η θέση θα ανήκει στην αποκλειστική χρήση της υπό στοιχεία Α-1 οριζόντιας ιδιοκτησίας – διαμερίσματος του πρώτου υπερ το ισόγειο ορόφου, που πωλήθηκε και μεταβιβάσθηκε στον εναγόμενο κι ότι δεν υφίστατο πραγματικό ελάττωμα κι αφετέρου, αναφορικά με την δεύτερη είσοδο του ισογείου καταστήματος, ότι η μεταγενέστερη διευθέτησή της με την υπ’ αριθ. ………/26.5.2006 πράξη διόρθωσης της συστάσεως οριζόντιας ιδιοκτησίας ήταν σύννομη. Επομένως οι ως άνω ισχυρισμοί που διαλαμβάνονται στην επίμαχη από 24-3-2009 (αρ. εκθ. Κατ. ……../4-5-2009) αγωγή του, τους οποίους ο εναγόμενος υποστήριξε ενώπιον του ακροατηρίου του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών κατά την δικάσιμο της 29-5-2013 ήταν ψευδείς και συκοφαντικοί. Ο εναγόμενος απεδείχθη ότι εγνώριζε το αναληθές των ισχυρισμών του. Μάλιστα ενώ είχε ήδη λάβει γνώση του υπ’ αριθ. πρωτ. …../20-10-2010 εγγράφου του Τμήματος Πολεοδομίας της Διεύθυνσης Τεχνικών Υπηρεσιών του Δήμου Κερατσινίου, της από 16-9-2010 ένορκης καταθέσεως της Προϊσταμένης της Πολεοδομίας και του υπ’ αριθ. 1185/2012 αμετάκλητου απαλλακτικού βουλεύματος, το οποίο αποφαινόταν να μην γίνει κατηγορία σε βάρος της ενάγουσας για το αδίκημα της απάτης, ο ενάγων συζήτησε την αγωγή του κατά την ανωτέρω δικάσιμο εξέτασε μάρτυρες και υποστήριξε τους ως άνω ψευδείς ισχυρισμούς του. Το ότι ο ενάγων εγνώριζε το αναληθές των ισχυρισμών του και παρά ταύτα ήγειρε την επίμαχη αγωγή και συζήτησε αυτήν αποδεικνύεται και από το ότι παρότι είχε λάβει γνώση δημόσιων εγγράφων της Πολεοδομίας και του βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών, παρά ταύτα επέμεινε και στην συζήτηση της αγωγής, η οποία είχε συνεπεία το να γίνει αντιληπτό το περιεχόμενό της και σε απροσδιόριστο αριθμό παρευρισκομένων δικηγόρων, οι οποίοι είχαν δικάσιμο εκείνη την ημέρα, με αποτέλεσμα την συκοφαντική δυσφήμιση της εναγούσης δικηγόρου, η οποία ενεφανίσθη στους συναδέλφους της ότι μετήρχετο απάτη και δολίες ενεργειες για την συγκάλυψη αυτής. Σημειούται, επίσης, ότι επί της από 24-4-2013 μεταγενέστερης μηνύσεως του εναγομένου έχει εκδοθεί η υπ’ αριθμ. 1512/2019 απόφαση του Β’ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς,με την οποία ο πρώτος εναγόμενος έχει αθωωθεί αμετακλήτως για το αδίκημα της συκοφαντικής δυσφήμισης, το δεδικασμένο, όμως της ποινικής αποφάσεως δεν δεσμεύει την πολιτική δίκη, εάν το πολιτικό Δικαστήριο από τα προσκομισθέντα αποδεικτικά μέσα καταλήξει σε διαφορετική κρίση. Το παρόν Δικαστήριο δεν δεσμεύεται από την άνω απαλλακτική κρίση και μετ’ εκτίμηση των άνω αποδεικτικών μέσων κρίνει ότι ο εναγόμενος ενήργησε ως άνω με την έγερση και συζήτηση της αγωγής εν γνώσει του ότι με αυτά που ισχυρίσθηκε εν γνώσει της αναληθείας τους δυσφημεί συκοφαντικώς την ενάγουσα. Επομένως οι ανωτέρω σε βάρος της ενάγουσας ισχυρισμοί που διαλαμβάνονταν στην επίμαχη αγωγή ήταν αναληθείς, εν γνώσει του εναγομένου, και συκοφαντικοί σε βάρος της ενάγουσας και περιήλθαν σε γνώση των δικηγόρων που παρευρέθηκαν κατά την δημόσια επ’ ακροατηρίω εκδίκαση της επίμαχης αγωγής, με συνέπεια να τρωθεί η τιμή και η επαγγελματική υπόληψη της ενάγουσας, καθώς την παρουσιάζουν ως ανέντιμο επαγγελματία, που μετέρχεται απατη και παρανόμα τεχνασμάτα και πρακτικες και να υποστεί η ενάγουσα προσβολή της προσωπικότητάς της. Συνεπώς η ενάγουσα δικαιούται χρηματικής ικανοποίησης, η οποία ανέρχεται, λαμβανομένων υπόψη του είδους της προσβολής, της έκτασης της βλάβης, των συνθηκών τέλεσης της αδικοπραξίας, της βαρύτητας του πταίσματος του εναγομένου, του είδους και της φύσης της προσβολής της ενάγουσας και της οικονομικής και κοινωνικής κατάστασης των διαδίκων μερών, στο ποσό των 5.000 ευρώ, που κρίνεται εύλογο και σύμφωνα και με την αρχή της αναλογικότητας( ΟλΑΠ 9/2015, ΑΠ 491/2015, ΑΠ 531/2014 ΝΟΜΟΣ), η οποία εφαρμόζεται και κατά τον καθορισμό του ύψους της χρηματικής ικανοποίησης, την οποία δικαιούται ο παθών από αδικοπραξία δεδομένου ότι το άνω ποσό βρίσκεται εντός των ορίων της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου. Κατ’ ακολουθίαν όλων των ανωτέρω, πρέπει η κρινόμενη αγωγή να γίνει εν μέρει δεκτή ως και κατ’ ουσίαν βάσιμη ως προς την δεύτερη εναγουσα και να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να καταβάλει σε αυτήν το ποσό των πέντε χιλιάδων (5.000,00 ευρώ), με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την ολοσχερή εξόφληση. Σημειουται ότι λόγω του επιδικασθεντος ποσού δεν δύναται να διαταχθεί προσωπικη κράτηση (1047 παρ. 2 ΚΠολΔ). Τέλος, πρέπει να καταδικασθεί ο εναγόμενος σε μέρος των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, λόγω της εν μέρει νίκης του (άρθρα 183 και 178 του ΚΠολΔ), κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δέχεται τυπικά την έφεση και θεωρεί κατηργημένη την δίκη και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας ως προς την πρώτη, την τρίτη, τον τέταρτο, την πέμπτη και την έκτη των εκκαλούντων.
Δικάζει αντιμωλία των λοιπών διαδίκων.
Δέχεται τυπικά και κατ’ ουσίαν την έφεση ως προς την δεύτερη ενάγουσα.
Εξαφανίζει την υπ’ αριθ. 3145/2020 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς ως προς όλες τις διατάξεις της που αφορούν στην δεύτερη ενάγουσα.
Κρατεί την υπόθεση και δικάζει την από 27.09.2013 ( με αριθμό κατάθεσης ……../2013) αγωγή ως προς την δεύτερη εναγουσα.
Απορρίπτει ότι στο σκεπτικό κρίθηκε ως απορριπτέο.
Δέχεται εν μέρει την αγωγή ως προς την δεύτερη ενάγουσα.
Υποχρεώνει τον εναγόμενο να καταβάλει στην (δεύτερη) ενάγουσα το ποσό των πέντε χιλιάδων ευρώ (5.000,00 ε), με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την ολοσχερή εξόφληση.
Διατάσσει την επιστροφή στην εκκαλούσα – δεύτερη ενάγουσα του παράβολου που κατατέθηκε στην Γραμματέα του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου.
Καταδικάζει τον εναγόμενο στην καταβολή μέρους των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων πεντακοσίων (1.500,00) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, στον Πειραιά, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στις 27.5.2025, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ