ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Αριθμός 403/2025
ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από τους Δικαστές Κωνσταντίνα Ταμβάκη, Πρόεδρο Εφετών, Μαρία Παπαδογρηγοράκου Εφέτη και Βασίλειο Τζελέπη Εφέτη – Εισηγητή και από τη Γραμματέα Ε.Δ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του την ………………, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :
ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία <<…………..>> και το διακριτικό τίτλο <<………….>> που εδρεύει στο ………….. Αττικής επί της ……….. με ΑΦΜ ….., όπως εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιά της δικηγόρο Ελένη Παντελίδη [ ΔΕ ΠΑΝΤΕΛΙΔΗ – ΝΤΑΡΑΝΤΑΝΗ ΚΑΙ ΣΥΤΝΕΡΓΑΤΕΣ].
ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: Ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία <<………..>> που εδρεύει στην Αθήνα ………… με ΑΦΜ ……., όπως εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο της Δικηγόρο Νικόλαο Γερασίμου [Δ.Ε. ΓΕΡΑΣΙΜΟΥ & ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ] με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ.2 Κ.ΠολΔ.)
Η εκκαλούσα άσκησε, ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κατά της εφεσίβλητης την από 30.12.2022 με ΓΑΚ/ΕΑΚ …………./2022 αγωγή της, επί της οποίας εκδόθηκε, κατά την τακτική διαδικασία αντιμωλία των διαδίκων, η υπ’ αριθμ. 4124/2023 οριστική απόφαση του άνω Δικαστηρίου, η οποία απέρριψε την αγωγή ως κα’ ουσίαν αβάσιμη ως εκ της πλασματικής ερημοδικίας της ενάγουσας συνεπεία της μη καταβολής του απαιτούμενου τέλους δικαστικού ενσήμου. Την ως άνω απόφαση προσέβαλε, ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου η ενάγουσα με την από 22.4.2024 με ΓΑΚ/ΕΑΚ Πρωτ ………./2024 και ΓΑΚ/ΕΑΚ Εφετ …………../2024 έφεση, η οποία προσδιορίσθηκε να συζητηθεί για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας.
Κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου στην αναγραφόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης δικάσιμο εκφωνήθηκε με τον προσήκοντα τρόπο από τη σειρά του οικείου πινακίου η υπόθεση, η μεν πληρεξούσια δικηγόρος της εκκαλούσας, αφού έλαβε το λόγο από την Πρόεδρο, αναφέρθηκε στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε, ο δε πληρεξούσιος δικηγόρος της εφεσίβλητης δεν παραστάθηκε, αλλά προκατέθεσε τις προτάσεις του και με σχετική δήλωσή του, σύμφωνα με το άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ, ότι συμφωνεί να συζητηθεί η ένδικη έφεση, χωρίς να παρασταθούν.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η από 22.4.2024 με ΓΑΚ/ΕΑΚ Πρωτ …………/2024 και ΓΑΚ/ΕΑΚ Εφετ …………./2024 έφεση της εκκαλούσας – ενάγουσας κατά της αντιδίκου της και της υπ΄ αριθμ. 4124/2023 οριστικής απόφασης του Ναυτικού Τμήματος του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε, ερήμην της ενάγουσας, κατά την τακτική διαδικασία επί της από 30.12.2022 με ΓΑΚ/ΕΑΚ ………../2022 αγωγής ασκήθηκε κατά τους νομίμους τύπους, στους οποίους συγκαταλέγεται η προσκομιδή του προβλεπομένου στον νόμο παραβόλου και εμπροθέσμως, ήτοι της προβλεπομένης στις διατάξεις του άρθρο 518 παρ.2ΚΠολΔ καταχρηστικής προθεσμίας των δύο ετών από την δημοσίευση της εκκαλουμένης απόφασης (18.12.2023) και δεν αμφισβητείται ειδικώς από την εφεσίβλητη, ενόψει του ότι η ένδικη έφεση ασκήθηκε δια καταθέσεως ενώπιον του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου την 26.4.2024. Ασκήθηκε, συνεπώς, κατά τις διατάξεις των άρθρων 144 § 1, 145, 495 §§1, 2, 3, 496, 499, 500, 511, 513 §1 εδάφ. α΄, 516 § 1, 517 εδάφ. α΄, 518 § 2 και 520 §1 Κ.Πολ.Δ. Πρέπει, επομένως, η ανωτέρω έφεση, η οποία παραδεκτά φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ως καθ’ ύλην και κατά τόπον αρμοδίου προς εκδίκασή της, ενόψει και της ναυτικής φύσης της διαφοράς (άρθρα 19 και 31 παρ.1 του ΚΠολΔ, και 51 παρ.6 στοιχ.α΄του ν.2172/1993), να γίνει τυπικά δεκτή και να διερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων, που διαλαμβάνονται στο υπό κρίση δικόγραφο (άρθρα 522 και 533 παρ. 1 του ΚΠολΔ), κατά την αυτή ως άνω διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη πρωτόδικη απόφαση με την επισήμανση ότι για το παραδεκτό της άσκησης της έφεσης καταβλήθηκε το ………………… e- παράβολο ποσού 150 ευρώ.
Κατά την έννοια των διατάξεων των άρθρων 2 και 8 του ν. ΓπΟΗ/1912 “Περί δικαστικών ενσήμων”, όπως ερμηνεύθηκε αυθεντικά με το άρθρο 7 παρ. 1 του ν.δ/τος 1544/1942 και τροποποιήθηκε με το άρθρο 11 του ν.δ. 4189/1961, η παράλειψη προκαταβολής από τον ενάγοντα του οφειλομένου κατά τα άρθρα 2 και 3 του ν. ΓπΟΗ/1912 τέλους δικαστικού ενσήμου, η οποία εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο, δεν επάγεται απαράδεκτο της αγωγής ή της συζητήσεώς της, αλλά ο παραλείπων την καταβολή ενάγων, λογίζεται, κατά νόμιμο πλάσμα, ως μη εμφανιζόμενος και δικάζεται ερήμην, με επακόλουθο να απορρίπτεται η αγωγή του, λόγω πλασματικής ερημοδικίας, ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 272 παρ. 1 του ΚΠολΔ, όπως αυτή ισχύει με το άρθρο 2 άρ. δεύτερο παρ. 2 του ν. 4335/2015 (ΑΠ 538/2019, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1293/2018, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1485/2018, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 2031/2017, ΤΝΠ ΑΠ, ΑΠ 1572/2013 ΤΝΠ ΑΠ). Η απόρριψη, όμως, αυτή έχει την έννοια ότι αναφέρεται σε κήρυξη ακυρότητας λόγω μη προσήκουσας παράστασης του ενάγοντος, όπως αυτή επιβάλλεται από την ανωτέρω δικονομικού δικαίου διάταξη του άρθρου 2 του ν. ΓΠΟΗ/1912, επί αγωγής υποκείμενης σε τέλος δικαστικού ενσήμου. Η ακυρότητα δε αυτή, που εξετάζεται και αυτεπαγγέλτως, συνεπάγεται ακολούθως και την πλασματική ερημοδικία αυτού και την απόρριψη της αγωγής για ουσιαστικό και όχι για τυπικό λόγο. Ως εκ τούτου, η απόρριψη της αγωγής για τον παραπάνω λόγο συνεπάγεται τη δημιουργία δεδικασμένου περί της ουσιαστικής αβασιμότητας της αγωγής, όταν η σχετική απόφαση καταστεί τελεσίδικη (ΑΠ 1572/2013, Α.Π. 1337/2011 ΤΝΠ ΑΠ), ανεξαρτήτως μάλιστα εάν ο ενάγων θεωρήθηκε ως κατ’ αντιμωλία δικαζόμενος, αφού τελικώς η αγωγή απορρίπτεται λόγω μη καταβολής του δικαστικού ενσήμου (ΑΠ 65/2022). Κατά της αποφάσεως που απορρίπτει την αγωγή λόγω μη καταβολής του τέλους δικαστικού ενσήμου ο ενάγων δικαιούται να ασκήσει έφεση, μοναδικός λόγος της οποίας δύναται να είναι η άρση της ειρημένης παραλείψεως, δηλαδή η εκ των υστέρων καταβολή του άνω τέλους. Αν ο λόγος αυτός είναι βάσιμος, η πρωτόδικη απόφαση εξαφανίζεται, μετά δε την εξαφάνισή της, χωρεί ενώπιον του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου, νέα συζήτηση της υποθέσεως, κατά την οποία ο ενάγων, κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 528 ΚΠολΔ, δύναται να προτείνει όλους τους πραγματικούς ισχυρισμούς, τους οποίους και πρωτοδίκως ηδύνατο να προτείνει, χωρίς να δεσμεύεται από τους περιορισμούς του άρθρου 527 του ΚΠολΔ (ΑΠ 538/2019, ΑΠ 668/2015, ΑΠ 1572/2013, ΑΠ 1095/2006). Επίσης, ο ενάγων σε περίπτωση που δικάστηκε πρωτοδίκως ερήμην και απορρίφθηκε η αγωγή του λόγω μη καταβολής δικαστικού ενσήμου, καίτοι δεν είχε υποχρέωση καταβολής αυτού, μπορεί να ασκήσει έφεση κατά της πρωτόδικης απόφασης, προβάλλοντας ως λόγο την έλλειψη υποχρέωσής του να καταβάλει δικαστικό ένσημο, οπότε το Εφετείο, αν κρίνει βάσιμο το λόγο αυτό, θα κάνει δεκτή την έφεση και θα εξαφανίσει την πρωτόδικη απόφαση κατά τα ανωτέρω εκτιθέμενα (ΑΠ 65/2022 ΤΝΠ ΑΠ).
Στη προκειμένη περίπτωση, η ενάγουσα, κατά την εκδίκαση της υπόθεσης σε πρώτο βαθμό, δεν προσκόμισε το προσήκον τέλος δικαστικού ενσήμου, ούτε κατά την προθεσμία προκατάθεσης των προτάσεών της, ούτε κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο με αποτέλεσμα να θεωρηθεί ότι δεν έλαβε κανονικά μέρος στη συζήτηση της αγωγής της, λόγω της πλασματικής ερημοδικίας της, και ακολούθως να δικαστεί ερήμην, η δε αγωγή της, να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη. Η ηττηθείσα ενάγουσα στην παρούσα έφεσή της διατείνεται ότι κατέβαλε το αναλογούν τέλος δικαστικού ενσήμου και ζητεί αφού αυτή (έφεση) γίνει δεκτή, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη και να γίνει δεκτή στο σύνολό της η αγωγή της. Από τα έγγραφα της δικογραφίας προκύπτει πράγματι ότι η εκκαλούσα κατέβαλε και προσκομίζει με επίκληση προς τούτο στο παρόν δευτεροβάθμιο δικαστήριο το αναλογούν για το αντικείμενο της αγωγής της τέλος δικαστικού ενσήμου και δη το με αριθμό …………………e – παράβολο σε συνδυασμό με την από 23.4.2024 απόδειξη ηλεκτρονικής τραπεζικής συναλλαγής. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, πρέπει να γίνει δεκτός ο μοναδικός λόγος της έφεσης ως βάσιμος, να γίνει δεκτή η έφεση ως βάσιμη κατ’ ουσίαν, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη, να χωρήσει νέα συζήτηση της υπόθεσης, κατά την οποία η εκκαλούσα, κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 528 ΚΠολΔ, θα μπορεί να προτείνει όλους τους πραγματικούς ισχυρισμούς, τους οποίους και πρωτοδίκως μπορούσε να προτείνει.
I) Από τη διάταξη του άρθρου 296 παρ. 1 του ΑΚ “για τόκους κάθε είδους οφείλεται τόκος, αν τέτοιος τόκος συμφωνηθεί ή αν ζητηθεί με αγωγή, και στις δύο περιπτώσεις μόνο για οφειλόμενους τόκους ενός ολοκλήρου τουλάχιστον έτους ή μιας χρήσης αν πρόκειται για το δημόσιο. Η συμφωνία για πληρωμή τέτοιου τόκου πρέπει να γίνεται, ή η αγωγή να επιδίδεται, αφού λήξει το έτος ή η χρήση”. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι ο ανατοκισμός είναι επιτρεπτός, αν αυτός συμφωνηθεί ή αν ζητηθεί με καταψηφιστική αγωγή από το δανειστή. Και στις δύο αυτές περιπτώσεις ο ανατοκισμός είναι επιτρεπτός με τον περιορισμό ότι καθυστερούνται απαιτητοί τόκοι τουλάχιστον ενός έτους (ή μιας χρήσεως αν πρόκειται για το Δημόσιο) και η συμφωνία καταρτίσθηκε ή η αγωγή ασκήθηκε μετά την πάροδο ενός τουλάχιστον έτους (ή μιας χρήσεως για το Δημόσιο), δηλαδή, αφού έχει συμπληρωθεί κατά την κατάρτιση της συμφωνίας ή την άσκηση της αγωγής ετήσια ή και μεγαλύτερη (ποτέ όμως βραχύτερη του έτους) χρήση του κεφαλαίου και συνεπώς, εφόσον θα υπάρχουν δεδουλευμένοι, ήτοι ληξιπρόθεσμοι και απαιτητοί, τόκοι τουλάχιστον ενός έτους ή μιας χρήσεως. Αίτημα της αγωγής με την οποία ζητούνται τόκοι τόκων, είναι η επιδίκασή τους από την επίδοσή της, αφού ο ανατοκισμός δεν ανατρέχει στο παρελθόν, έως την εξόφληση του τοκοφόρου ποσού των τόκων, η οποία διακόπτει και τον ανατοκισμό. Περαιτέρω, από την παραπάνω διάταξη προκύπτει ειδικότερα ότι για τη γένεση της αξίωσης για τόκους τόκων δεν αρκεί κατά το ουσιαστικό δίκαιο η άσκηση της κυρίας αγωγής για τη νομιμότοκη καταβολή του οφειλόμενου κεφαλαίου, όπως αρκεί κατ’ άρθρο 346 ΑΚ η άσκηση της αγωγής αυτής για τη γένεση τόκων επί του κεφαλαίου αυτού (η απαίτηση για τους οποίους είναι παρεπόμενη του κεφαλαίου που ζητείται με την αγωγή), αλλά απαιτείται, εάν δεν υπάρχει συμφωνία περί ανατοκισμού, η άσκηση ξεχωριστής αγωγής για τους τόκους τόκων (με τη συνδρομή των προϋποθέσεων που προαναφέρθηκαν), αφού το αίτημα της καταβολής τόκων επί του ποσού των καθυστερούμενων τόκων δεν θεωρείται παρεπόμενο της κυρίας απαίτησης. Η άσκηση ξεχωριστής αγωγής όμως έχει την έννοια ότι δεν είναι επιτρεπτή, σύμφωνα με τα άρθρα 283 και 525 παρ. 3 ΚΠολΔ, η υποβολή αιτήματος για την καταβολή τόκων επί των τόκων το πρώτον με τις προτάσεις είτε κατά την πρωτόδικη είτε κατά την κατ’ έφεση δίκη ή με πρόσθετο λόγο έφεσης (Ολ.ΑΠ 10/2007, ΑΠ 126/2008) και όχι ότι είναι απαράδεκτη η υποβολή με το δικόγραφο της αγωγής για την κύρια απαίτηση (άρθρο 218 παρ. 1 ΚΠολΔ) και του αιτήματος, με την αντίστοιχη βάση, για την καταβολή τόκων επί των καθυστερούμενων τόκων του κεφαλαίου (εφόσον συντρέχουν οι ως άνω ουσιαστικές προϋποθέσεις), οι οποίοι είναι ήδη δεδουλευμένοι (ληξιπρόθεσμοι και απαιτητοί), όπως οι τόκοι που οφείλονται λόγω της παρόδου της δήλης ημέρας προς εκπλήρωση οφειλόμενης παροχής, αφού και στην περίπτωση αυτή ασκείται ιδία αγωγή για την απαίτηση αυτή. Εξ άλλου, για να είναι ορισμένη η περί ανατοκισμού οφειλομένων τόκων αγωγή, πρέπει να περιέχει, σύμφωνα με το άρθρο 216 ΚΠολΔ, εκτός των άλλων, σαφή έκθεση α) του ποσού των δεδουλευμένων τόκων, τους οποίους οφείλει ο οφειλέτης, β) της χρονικής περιόδου της τοκογονίας, η οποία θα πρέπει να είναι, κατ’ ελάχιστο, περίοδος ενός έτους και γ) της ασκήσεως της αγωγής μετά τη συμπλήρωση του ελάχιστου, κατά τα παραπάνω, χρονικού διαστήματος (ΑΠ 517/2012, 2319/2009, 1847/2007).
II) Κατά τη διάταξη του άρθρου 346 ΑΚ ο οφειλέτης χρηματικής οφειλής και αν δεν είναι υπερήμερος, οφείλει νομίμους τόκους αφότου επιδόθηκε η αγωγή για το ληξιπρόθεσμο χρέος. Οι τόκοι αυτοί, από τότε που θα γεννηθούν, με την επίδοση της σχετικής αγωγής, αποτελούν αυθύπαρκτη απαίτηση, ανεξάρτητα από την απαίτηση του κεφαλαίου (ΕΑ 6592/1988 ΕλΔ 31.171, ΕΑ2855/1986 ΕλΔ 27.862, ΕΠ 124/1996 αδημοσ. στον Γεωργιάδη-Σταθόπουλο ΑΚ άρθρ. 293 αρ. 5). Η είσπραξή τους επιδιώκεται συνήθως ως παρεπόμενη απαίτηση του κεφαλαίου, αλλά μπορεί να επιδιωχθεί η είσπραξη των οφειλομένων (“δεδουλευμένων”) τόκων με αυτοτελή κυρία αγωγή και μετά την περάτωση της δίκης, για την κυρία απαίτηση κατά την έκδοση της αποφάσεως που την επιδικάζει (ΕΑ 68/84 ΕλΔ 26.67, ΕΠ 124/96 αδημ., Γ.Μπαλή Ενοχ. Δ. 3η έκδ. παρ. 18). Εξάλλου η μη σώρευση στην αγωγή για απόδοση κεφαλαίου αιτήματος περί αποδόσεως τόκων δεν καλύπτεται από τις περί δεδικασμένου διατάξεις του άρθρου 324 ΚΠολΔ (ΕΠ 124/1996 ο.π., σύμφωνος Κ.Μπέης σε σχόλιο επί της εκκαλουμένης στη Δ.28.1258, 130/1998 ΕφΠειρ). Είναι επομένως παραδεκτή η μεταγενέστερη αγωγή για τόκους, στην περίπτωση που στην αρχική αγωγή για το κεφάλαιο δεν είχε σωρευθεί αίτημα για επιδίκαση τόκων.
III) Κατά τις διατάξεις των άρθρ. 321, 322, 324 και 331 ΚΠολΔ, το δεδικασμένο, που πηγάζει κατά λογική αναγκαιότητα από το σκοπό της πολιτικής δίκης και αποτυπώνει το τέλος ενεργοποίησης του δικαιοδοτικού μηχανισμού, που τέθηκε σε κίνηση προκειμένου να αποκατασταθούν οι διαταραγμένες ισορροπίες στο χώρο του ουσιαστικού δικαίου, δηλαδή αποτελεί έννομη συνέπεια της δικαστικής απόφασης που διασφαλίζει τη δεσμευτικότητα του περιεχομένου της, απορρέει από τις τελεσίδικες αποφάσεις των πολιτικών δικαστηρίων και εκτείνεται τόσο στο ουσιαστικό ζήτημα αναφορικά με έννομη σχέση που κρίθηκε ύστερα από άσκηση αγωγής, ανταγωγής, κύριας παρέμβασης ή ένστασης συμψηφισμού, όσο και στο δικονομικό ζήτημα που κρίθηκε σε συνάρτηση με το ουσιαστικό ζήτημα, υπάρχει δε μεταξύ των ίδιων προσώπων με την ίδια ιδιότητα μόνο για το δικαίωμα που κρίθηκε, κυρίως ή παρεμπιπτόντως, και εφόσον πρόκειται για το ίδιο αντικείμενο και την ίδια ιστορική και νομική αιτία. Ειδικότερα ταυτότητα νομικής αιτίας υπάρχει όταν σε μεταγενέστερη δίκη ανακύπτει ως νομικό γεγονός παραγωγικό, τροποποιητικό ή καταργητικό της επίδικης έννομης σχέσης αυτό που στηρίζει ήδη τελεσίδικη απόφαση, δηλαδή απαιτείται ταυτότητα της διάταξης που συγκρότησε τη μείζονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού της τελεσίδικης απόφασης προς τη διάταξη που επικαλείται ρητά ή σιωπηρά ο ενάγων προκειμένου να στηρίξει τη νέα του αγωγή, ενώ ταυτότητα ιστορικής αιτίας υπάρχει όταν τα περιστατικά που συγκροτούν το πραγματικό της νομικής διάταξης που εφαρμόστηκε σε προηγούμενη δίκη, είναι τα ίδια μ’ αυτά που συγκροτούν το πραγματικό της εφαρμοστέας και στη νέα δίκη νομικής διάταξης (ΑΠ 1198/1997). Η ταυτότητα, εξ άλλου, των προσώπων ως αναγκαία υποκειμενική προϋπόθεση για τη λειτουργική ενέργεια του δεδικασμένου είναι επακόλουθο του ισχύοντος στην πολιτική δίκη κατά το άρθρ. 106 ΚΠολΔ συζητητικού συστήματος και σημαίνει ότι το δεδικασμένο δεσμεύει μόνον τα πρόσωπα μεταξύ των οποίων κατά τα άρθρ. 325 – 329 ΚΠολΔ ισχύει και πάντως μόνον εφόσον αυτά βρίσκονται σε σχέση αντιδικίας και όχι ομοδικίας (ΑΠ 1025/1993). Αποκλείεται έτσι η επέκταση του δεδικασμένου σε τρίτα πρόσωπα απλώς και μόνον επειδή η διαφορά τους είναι όμοια κατά την ιστορική και νομική αιτία της με το αντικείμενο δίκης στην οποία δεν μετείχαν και ούτε βέβαια είναι κατ’ αρχήν δυνατή η ανάλογη διεύρυνση των δεσμευόμενων από το δεδικασμένο προσώπων [βλ. και Κονδύλη, Το δεδικασμένο κατά τον ΚΠολΔ (2007) §29 σ.587 – 591]. Μάλιστα τα υποκειμενικά όρια του δεδικασμένου ισχύουν και ως προς τα ζητήματα που κρίθηκαν παρεμπιπτόντως με την απόφαση και καταλαμβάνονται από το δεδικασμένο της με τις προϋποθέσεις του άρθρ. 331 ΚΠολΔ, δηλαδή εφόσον αποτελούν αναγκαία προϋπόθεση του κύριου ζητήματος και το δικαστήριο ήταν υλικά αρμόδιο να αποφασίσει και για τα παρεμπίπτοντα αυτά ζητήματα. Κατά την έννοια αυτή το δεδικασμένο χαρακτηρίζεται σε όλες τις σχετικές περιπτώσεις ως ουσιαστικό σε αντιδιαστολή προς το τυπικό δεδικασμένο ή τελεσιδικία της απόφασης και καλύπτει ολόκληρο το δικανικό συλλογισμό ως ενιαίο σύνολο (ΑΠ 1019/1993, 1137/2006), εμποδίζοντας να αμφισβητηθεί μεταξύ των αυτών προσώπων και να καταστεί αντικείμενο νέας δίκης το δικαίωμα που κρίθηκε και η δικαιολογική σχέση που το στηρίζει, δηλαδή το σύνολο των έννομων συνεπειών που κρίθηκαν ότι απορρέουν από την έννομη σχέση και όχι τα πραγματικά γεγονότα που τη γέννησαν ή αναλόγως την κατέλυσαν. Η απαγόρευση αυτή ενεργεί τόσο θετικά, με την έννοια ότι το δικαστήριο, στο οποίο ανακύπτει εξ αφορμής άλλης δίκης, είτε ως κύριο είτε ως προδικαστικό, το δικαίωμα που κρίθηκε με τελεσίδικη απόφαση, οφείλει να θέσει ως βάση της απόφασής του το δεδικασμένο που προκύπτει από την προηγούμενη τελεσίδικη απόφαση, λαμβάνοντας αυτό ως αμάχητη αλήθεια, όσο και αρνητικά, με την έννοια ότι απαγορεύεται η άσκηση νέας αγωγής για το δικαίωμα που καλύπτεται από το δεδικασμένο (ne bis in idem), η οποία, αν παρόλα αυτά ασκηθεί, απορρίπτεται ως απαράδεκτη (βλ. ΑΠ 2028 / 2014 με περαιτέρω παραπομπές σε παλαιότερη νομολογία του ίδιο Δικαστηρίου: ΑΠ 47/2006, 613/2007, 522/2008, 249/2011,256/2011, 1286/2011). Εξαίρεση από τη διπλή αυτή δέσμευση δικαιολογείται όταν ο κρίσιμος για τη μεταγενέστερη δίκη χρόνος διέρρευσε υπό νομικό καθεστώς διαφορετικό από εκείνο που υπήρχε κατά τον κρίσιμο στην προηγούμενη δίκη χρόνο, κατά τον οποίο και κρίθηκε η επίδικη τότε απαίτηση, αφού στην περίπτωση αυτή δεν υπάρχει η αναγκαία για την ενεργοποίηση του δεδικασμένου ταυτότητα νομικής αιτίας (ΟλΑΠ 34/1992, ΑΠ 128/2008) ή όταν στη μεταγενέστερη αγωγή γίνεται επίκληση νέων πραγματικών περιστατικών που συντελέστηκαν σε χρόνο που ήταν αδύνατη πλέον η παραδεκτή επίκλησή τους στο πλαίσιο της προηγούμενης δίκης (ΑΠ 1312/2006, 641/2008, 226/2001).
IV)Στη προκειμένη περίπτωση, η ενάγουσα ασφαλιστική εταιρεία με την υπό κρίση αγωγή της εκθέτει ότι με την ιδιότητά της ως εκδοχέως, καθολικής διαδόχου, μόνης και αποκλειστικής δικαιούχου των εκχωρηθεισών απαιτήσεων δυνάμει της από 22.4.2021 σύμβασης εκχώρησης, της εκχωρήτριας εταιρείας με την επωνυμία <<……………….>> διατηρεί κατά της εναγομένης ασφαλιστικής εταιρείας αξίωση για τη καταβολή συνολικού ποσού 652.562,19 €, που αντιστοιχεί στους επιδικασθέντες υπολειπόμενους τόκους και δικαστικά έξοδα που επιδικάσθηκαν με την υπ’ αριθ. 3446/2017 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, ως αυτή επικυρώθηκε με την υπ’ αριθ. 88/2020 απόφαση του Εφετείου Πειραιώς. Ότι οι οφειλόμενοι τόκοι υπερημερίας και επιδικίας υπολογίζονται στην αγωγή με βάση το επιδικασθέν κεφάλαιο των 430.000 ευρώ και προσδιορίζονται με βάση το ισχύον ανά ημέρα επιτόκιο υπερημερίας πλέον 2% επιτοκίου επιδικίας κατά τα ειδικότερα σε αυτή χρονικά διαστήματα, τα οποία εκτίθενται αναλυτικά στους διαλαμβανόμενους στην αγωγή πίνακες υπολογισμού, οι οποίοι (τόκοι) κατέστησαν επίδικοι με την από 7.7.2006 και με αριθ. κατ. …………../2006 αγωγή, η οποία ασκήθηκε από την εταιρεία <<……………>>, πλοιοκτήτρια του καταστραφέντος λόγω πυρκαγιάς σκάφους, ασφαλισμένου στην ενάγουσα εταιρεία κατά των υπαιτίων της πυρκαγιάς εταιρειών <<……………>> και <<………..>>, στη θέση της οποίας (………………….) υπεισήλθε λόγω υποκαταστάσεως εκ του νόμου αλλά και συμβατικά το έτος 2009 η εδώ ενάγουσα ασφαλιστική εταιρεία. Ότι η εναγομένη εξόφλησε μόνον κατά κεφάλαιο την εκχωρηθείσα σε αυτή απαίτηση ποσού 430.000 ευρώ με τους αναλογούντες τόκους για το χρονικό διάστημα από 22.3.2021 έως 8.4.2022 με συνέπεια να διατηρεί κατ’ αυτής απαίτηση για τη καταβολή νόμιμων τόκων για το χρονικό διάστημα από 7/7/2006 (ημερομηνία επίδοσης της ανωτέρω αναφερόμενης αγωγής) μέχρι την 22.4.2021, οπότε και καταρτίστηκε η ένδικη σύμβαση εκχώρησης, η οποία επέχει θέση καταβολής. Με βάση το πιο πάνω ιστορικό ζητεί κατά την κύρια βάση της αγωγής να της καταβληθεί α) για δεδουλευμένους νομίμους τόκους του τελεσιδίκως επιδικασθέντος και ήδη καταβληθέντος (την 8/4/2022) κεφαλαίου των 430.000 €, από την 7/7/2006 (ημερομηνία επίδοσης της σχετικής αρχικής αγωγής της ασφαλισμένης σε αυτήν εταιρίας μέχρι και την 22/4/2021, ημερομηνία που έλαβε χώρα η υπογραφή της επέχουσας θέση καταβολής (δόση αντί καταβολής) ένδικης Σύμβασης Εκχωρήσεως, ποσό συνολικού ύψους 635.562,19 €, καθώς και β) το ποσό των 17.000 € για την επίσης εκχωρηθείσα στην ενάγουσα εταιρία (επιδικασθείσα με την υπ’ αριθ. 3446/2017 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά) δικαστική δαπάνη. Ήτοι συνολικά το ποσό των 652.562,19 €, εκ του οποίου το ποσό των 635.562,19 € που αφορά τόκους, νομιμοτόκως, κατ’ άρθρο 296 ΑΚ, από την 26/4/2021, ότε και οχλήθηκε προς καταβολή, μεταξύ άλλων, και αυτών, καθώς παρήλθε χρονικό διάστημα πέραν του έτους από την όχληση αυτή, μέχρι την πλήρη και ολοσχερή εξόφληση αυτών. Άλλως όλως επικουρικώς να υποχρεωθεί η εναγομένη με βάση τις διατάξεις του αδικαιολογήτου πλουτισμού να της καταβάλει το ανωτέρω συνολικό ποσό των 652.562,19 €, κατά το οποίο έχει καταστεί αδικαιολογήτως πλουσιότερη και το οποίο συνδέεται αιτιωδώς με την αντίστοιχη περιουσιακή της μας ζημία και ακόμη επικουρικότερα, να υποχρεωθεί η αντίδικος να της καταβάλει, τυχόν διαφοροποιημένο ποσό κριθέν από το παρόν Δικαστήριο ως οφειλόμενο, για δεδουλευμένους νομίμους τόκους του τελεσιδίκως επιδικασθέντος κεφαλαίου των 430.000 €, για το διάστημα από 7/7/2006 έως και 22/4/2021. Τέλος να καταδικασθεί στη δικαστική της δαπάνη. Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα η αγωγή κατά την περί καταβολής δεδουλευμένων τόκων και ανατοκισμού κύρια βάση αυτής είναι πλήρως ορισμένη, καθώς σύμφωνα με τα όσα εκτέθηκαν στην άνω υπό στοιχεία<<Ι και ΙΙ>>μείζονες σκέψεις της παρούσας στο δικόγραφο της αγωγής διαλαμβάνονται όλα εκείνα τα στοιχεία του πραγματικού που συγκροτούν το πραγματικό του επικαλούμενου κανόνα δικαίου των διατάξεων των άρθρων 346 και 296 ΑΚ καθώς αναφέρεται το κεφάλαιο και τα παραγωγικά της απαίτησης κεφαλαίου πραγματικά περιστατικά από το οποίο παρήχθησαν οι ένδικοι τόκοι, το ποσό των δεδουλευμένων τόκων τους οποίους οφείλει η εναγόμενη, ο τρόπος υπολογισμού αυτού, οι χρονικές περίοδοι της τοκοφορίας του κεφαλαίου ενώ επιπλέον στην αγωγή κατά το μέρος που αφορά την αξίωση ανατοκισμού γίνεται μνεία της ελάχιστης περιόδου έτους, μετά την πάροδο του οποίου ασκήθηκε η υπό κρίση αγωγή. Κατά συνέπεια τα όσα αντίθετα ισχυρίζεται η εναγόμενη με τις προτάσεις της περί αοριστίας του δικογράφου της αγωγής πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα. Ωστόσο με βάση τα εκτιθέμενα στην αγωγή πραγματικά περιστατική η κύρια νομική βάση αυτής ερειδόμενη στην απαίτηση δεδουλευμένων τόκων πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη λόγω της δεσμευτικής ισχύος του δεδικασμένου που παρήχθη από την 3446/2017 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά και την υπ’ αριθ. 88/2020 απόφαση του Εφετείου Πειραιώς το οποίο λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως, αλλά και κατόπιν προβολής της σχετικής νόμιμης ενστάσεως που υπέβαλε η εναγομένη με τις νομίμως κατατεθείσες προτάσεις της στο παρόν Δικαστήριο με τις εξής σκέψεις: Δυνάμει της υπ’ αριθ. 3446/2017 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά η εταιρία «………………» υποχρεώθηκε να καταβάλει στην εταιρία «………..» ποσό των 430.000 €, με το νόμιμο τόκο επιδικίας από την επίδοση της αγωγής αυτής (7/7/2006), πλέον επιδικασθείσας δικαστικής δαπάνης ύψους 17.000 €. Κατά της ανωτέρω αποφάσεως κατόπιν άσκησης εφέσεων από τα διάδικα στη δίκη εκείνη μέρη εκδόθηκε η υπ’ αριτο θ. 88/2020 απόφαση του Εφετείου Πειραιά, η οποία κράτησε και δίκασε την από 12/7/2010 και με ΓΑΚ …………../2010 και ΕΑΚ ……../2010 Κύρια Παρέμβαση – Αγωγή – πλαγιαστική αγωγή της ενάγουσας εταιρείας «……….» ως προς την επικουρική της βάση κατά της πρώτης πλαγιαστικώς εναγομένης εταιρίας «………», δέχθηκε εν μέρει αυτή και αναγνώρισε ότι η «………..» οφείλει να καταβάλει στην ασφαλισμένη της εταιρία «……….» το ποσό των τετρακοσίων τριάντα χιλιάδων ευρώ (430.000), με το νόμιμο τόκο από την καταβολή του από την τελευταία («………..» στην ειδική διάδοχο της ενάγουσας «……………..» της από 7/7/2006 και με ΓΑΚ …/2006 και ΕΑΚ …./2006 αγωγής, ήτοι της πλαγιατικώς ενάγουσας εταιρείας «………..», ήδη νυν ενάγουσας, επιβάλλοντας της μέρος των δικαστικών εξόδων και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας ποσού ύψους 14.000 ευρώ. Να σημειωθεί δε ότι n διάταξη της υπ’ αριθ. 3446/2017 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, σύμφωνα με την οποία n εταιρία με την επωνυμία «…………..», εναγόμενη επί της από 7/7/2006 αγωγής της ασφαλισμένης στην εδώ ενάγουσα εταιρίας «…………..», υποχρεώθηκε να καταβάλει στην τελευταία ως αποζημίωση για την καταστροφή του σκάφους της το ποσό των 430.000 €, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής την 7/7/2006 πλέον δικαστικής δαπάνης 17.000 €, ουδέποτε προσεβλήθη με ένδικο μέσο κατά τα αναφερόμενα στην υπό κρίση αγωγή και μετά την τελεσιδικία της υπ’ αριθ. 88/2020 απόφαση του Εφετείου Πειραιώς έχει ήδη καταστεί αμετάκλητη. Από την ανάγνωση του διατακτικού των δύο ανωτέρω αποφάσεων επί των οποίων εδράζεται η υπό κρίση αγωγική αξίωση προκύπτει ότι το παρεπόμενο αίτημα για την επιδίκαση τόκων επί της από 7.7.2006 και με αριθ. κατ. …………./2006 αγωγής, η οποία ασκήθηκε από την εταιρεία <<……………….>> και επί της οποίας ερείδεται η ένδικη απαίτηση της νυν ενάγουσας έχει ήδη καταστεί αντικείμενο έρευνας και αμετάκλητης πλέον δικαστικής κρίσης από τα επιληφθέντα της αγωγής πολιτικά Δικαστήρια σε πρώτο και δεύτερο βαθμό και αποτελεί κατ’ άρθρο 322 ΚΠολΔ ουσιαστικό ζήτημα που κρίθηκε υπό τις προϋποθέσεις που θα αναφερθούν κατωτέρω. Πλέον συγκεκριμένα το δεδικασμένο που παράγεται από τις προαναφερόμενες δύο αποφάσεις, σύμφωνα και με τα όσα εκτέθηκαν στις υπό στοιχεία <<<ΙΙ & ΙΙΙ>> εκτείνεται και στο κριθέν παρεπόμενο ζήτημα της τοκοφορίας των καταψηφισθεισών απαιτήσεων αποζημιώσεως που αφορούν αφενός το υπαίτιο της ένδικης πυρκαγιάς νομικό πρόσωπο στη θέση του οποίου υπεισήλθε η νυν ενάγουσα κατά κεφάλαιο και τόκους, αφετέρου την έκταση της αποζημιωτικής ευθύνης της δικονομικής εγγυήτριας του πρώτου υπαιτίου κατά κεφάλαιο και τόκους. Επομένως η αγωγική αξίωση για τη καταβολή δεδουλευμένων τόκων κρίθηκε στο πλαίσιο της πρώτης αγωγής (2006), οπότε το δεδικασμένο που παράγεται από τις προαναφερθείσες δύο αποφάσεις των πολιτικών Δικαστηρίων παρεμποδίζει την εξέταση της παρούσας αγωγής για την εκφορά νέας δικαιοδοτικής κρίσης επί ζητήματος που έχει ήδη κριθεί. Πλέον συγκεκριμένα, όπως άλλωστε και η ίδια η ενάγουσα εκθέτει στην αγωγή της, η 3446/2017 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία αναγνώρισε και καταψήφισε την υποχρέωση της εναγομένης εταιρείας «……………» για την καταβολή αποζημιώσεως ποσού 430.000 ευρώ, την οποία η ενάγουσα επικαλείται για τη θεμελίωση της κρινόμενης αγωγικής αξιώσεώς της έχει επιληφθεί του παρεπόμενου ζητήματος και έχει κρίνει με δύναμη δεδικασμένου για την τοκοφορία του επιδικασθένος κεφαλαίου εντός καθορισμένου χρονικού πλαισίου που άρχεται από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και λήγει με την ολοσχερή εξόφληση της απαίτησης αυτής. Κατά συνέπεια στο πλαίσιο της υπό κρίση αγωγής η απαίτηση δεδουλευμένων τόκων δεν αποτελεί ένα αυτόνομο και ανεξάρτητο κεφάλαιο ως αβασίμως διατείνεται η ενάγουσα προκειμένου να εκφύγει της δεσμευτικότητας της ισχύος του δεδικασμένου, σύμφωνα με τα όσα εκτίθενται στις άνω μείζονες σκέψεις της παρούσας. Επιπλέον πρέπει να αναφερθεί ότι στο πλαίσιο της παρούσας δίκης το δεδικασμένο εισέρχεται με τη μορφή παρεμπίπτοντος ζητήματος που κρίθηκε με τις προαναφερόμενες δύο πολιτικές αποφάσεις το δεδικασμένο των οποίων η ενάγουσα επικαλείται για τη θεμελίωση της ουσιαστικού δικαίου αξιώσεώς της, την απαίτηση τόκων επιδικίας σύμφωνα με τις προϋποθέσεις της διατάξεως του άρθρου 331 ΚΠολΔ, με την επισήμανση ότι το δικαστήριο της πρώτης αγωγής επί της οποίας εκδόθηκαν οι ανωτέρω δύο αποφάσεις ήταν καθ’ ύλην αρμόδιο να αποφασίσει για τα θέματα τα οποία έκρινε. Εξάλλου πρέπει να επισημανθεί ότι η επιχειρούμενη από την ενάγουσα θεμελίωση της ένδικης αξιώσεώς της στην 88/2020 απόφαση του Εφετείου Αθηνών στην οποία ορίζεται η έκταση της αποζημιωτικής ευθύνης της νυν εναγομένης με την εκεί ιδιότητα της δικονομικής εγγυήτριας της αντισυμβαλλόμενης της, ασφαλισμένης σε αυτή, πλοιοκτήτριας εταιρείας «………….» και ο χρονικός ορίζοντας της υποχρέωσης τοκοφορίας που καταψηφίσθηκε σε βάρος της, αλυσιτελώς προβάλλεται, δεδομένου ότι δεν πρόκειται για διαφορετικό ζήτημα από αυτό που έχει ήδη κριθεί αναφορικά με το ζήτημα των τόκων, καθώς η έκταση της ευθύνης της νυν εναγόμενης ασφαλιστικής εταιρείας με βάση την 88/2020 απόφαση του Εφετείου Αθηνών προσδιορίζεται από τη διαδικαστική συμπεριφορά της ασφαλισμένης της, υπόχρεης προς αποζημίωση, πλοιοκτήτριας εταιρείας, (……………» από την οποία έχει εξαρτηθεί η δική της υποχρέωση προς αποζημίωση. Επιπλέον με βάση τα όσα εξέθεσε η ενάγουσα για τη θεμελίωση της ενεργητικής της νομιμοποίησης την οποία εδράζει στην από 22.4.2021 σύμβαση εκχώρησης της εταιρείας <<………………>>,[όπου μεταξύ άλλων εκχώρησε πλήρως στην εκδοχέα ενάγουσα από την ημερομηνία υπογραφής του συμφωνητικού αυτού την απαίτηση της εκχωρήτριας σε βάρος της ασφαλιστικής εταιρίας «……..», για νόμιμους τόκους επί του εκχωρούμενου ποσού, μέχρι την πλήρη και ολοσχερή εξόφληση του, καθιστάμενη με τον τρόπο αυτό δικαιούχος της ένδικης απαίτησης], υπάρχει και η αναγκαία για τη κατάφαση του δεδικασμένου προϋπόθεση της υποκειμενικής ταυτότητας μεταξύ των διαδίκων σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 325 αρ.2 ΚΠολΔ, δεδομένου ότι ως προς την ενάγουσα η επικαλούμενη από την τελευταία συμβατική υποκατάστασή της στα δικαιώματα και στις υποχρεώσεις της ασφαλισμένης <<……………….» της νυν εναγομένης εταιρείας συνιστά νόμιμη περίπτωση διεύρυνσης των υποκειμενικών ορίων αυτού. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω η βάση της αγωγής που ερείδεται στη αναζήτηση δεδουλευμένων τόκων χρονικού διαστήματος από 7/7/2006 έως 26/4/2021 πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη λόγω του δεδικασμένου που παράγεται από τις με αριθμούς 3446/2017 και 88/2020 αποφάσεις του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά και Εφετείου Πειραιά αντιστοίχως που παρεμποδίζει την εκδίκαση της παρούσας αγωγικής βάσης. Ακολούθως το περί ανατοκισμού αίτημα της αγωγής που σύμφωνα με αυτή καταλαμβάνει τόκους κεφαλαιοποιημένων τόκων από 7/7/2006 έως 26/4/2021 μετά την απόρριψη της κύριας βάσης της αγωγής λόγω δεδικασμένου πρέπει να απορριφθεί ομοίως ως απαράδεκτο καθώς ελλείπει το απαιτούμενο κατ’ άρθρο 68 ΚΠολΔ έννομο συμφέρον για την παροχή έννομης προστασίας. Επίσης απορριπτέο ως απαράδεκτο τυγχάνει και το αίτημα για την καταβολή της επιδικασθείσας με την 88/2020 απόφαση του Εφετείου Πειραιώς δικαστική δαπάνη από ευρώ 17.000 καθώς σύμφωνα με τα όσα αναφέρθηκαν ανωτέρω και η αναζήτηση της απαίτησης αυτής προσκρούει στο δεδικασμένο που παρήχθη με την τελευταία επί του παρεπόμενου τούτου ζητήματος. Ομοίως απορριπτέο λόγω δεδικασμένου κατά τα ανωτέρω ειδικότερα αναφερόμενα τυγχάνει και το δεύτερο επικουρικό αίτημα της αγωγής περί καταβολής δεδουλευμένων τόκων του ίδιου χρονικού διαστήματος σε οποιοδήποτε χρηματικό ποσό ήθελε προσδιορισθεί από το παρόν Δικαστήριο. Επίσης η πρώτη επικουρική βάση της αγωγής που εδράζεται στον αδικαιολόγητο πλουτισμό είναι επιβοηθητικής ουσιαστικά φύσης και μπορεί να ασκηθεί μόνον όταν λείπουν οι προϋποθέσεις της αγωγής από τη σύμβαση ή την αδικοπραξία, εκτός εάν θεμελιώνεται σε πραγματικά περιστατικά διαφορετικά ή πρόσθετα από εκείνα στα οποία στηρίζεται η αγωγή από τη σύμβαση ή την αδικοπραξία, και τελεί υπό την ενδοδιαδικαστική αίρεση (επικουρικώς) της απόρριψης της κύριας βάσης της αγωγής από τη σύμβαση ή την αδικοπραξία (ΑΠ 16/2008), πρέπει να απορριφθεί ως νόμω αβάσιμη καθώς στηρίζεται στα ίδια πραγματικά περιστατικά στα οποία θεμελιώνεται και η αγωγή από τη σύμβαση εκχώρησης, οπότε η ενάγουσα μπορεί να ασκήσει τις αξιώσεις της από αυτή, όχι όμως να προσφύγει έστω και επικουρικά στη βάση του αδικαιολόγητου πλουτισμού (ΑΠ 2019/2007). Τέλος, μετά την εξαφάνιση της εκκαλουμένης απόφασης και ως προς την περί δικαστικής δαπάνης διάταξη της, τα δικαστικά έξοδα αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας πρέπει να επανακαθορισθούν και να επιβληθούν σε βάρος της ενάγουσας λόγω της ήττας της (άρθρα 183, 176, 191.2 Κ.Πολ.Δ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.
Δέχεται τυπικά και ουσιαστικά την από22.4.2024 με ΓΑΚ/ΕΑΚ Πρωτ ………/2024 και ΓΑΚ/ΕΑΚ Εφετ …………../2024 έφεση.
Εξαφανίζει τη με αριθμό 4124/2023 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς Τμήματος Ναυτικών Διαφορών.
Διατάσσει την απόδοση στην εκκαλούσα του παραβόλου άσκησης της έφεσης που μνημονεύεται στο σκεπτικό.
Κρατεί και δικάζει την από 30.12.2022 με ΓΑΚ/ΕΑΚ …………./1022 αγωγή.
Απορρίπτει αυτή.
Επιβάλλει στην ενάγουσα τη δικαστική δαπάνη της εναγομένης και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, την οποία ορίζει στο ποσό των δεκατεσσάρων χιλιάδων (14.000) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά στις 5 Ιουνίου 2025.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, στις 19/6/2025.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ