Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 404/2025

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Δ΄ ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ     404 /2025

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΑΠΟΤΕΛΟΥΜΕΝΟ από τη Δικαστή Ελένη Σκριβάνου, Εφέτη, η οποία ορίστηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Κ.Σ.

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά στις ………….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Του ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: 1) ……………., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Λεμονιά Καπετάνιου (με δήλωση, κατ΄ άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ).

Του ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: Ελληνικού Δημοσίου, όπως νόμιμα εκπροσωπείται από τον Υπουργό Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, με ΑΦΜ ………., που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα, οδός ……………, το οποίο εκπροσωπήθηκε από τη δικαστική πληρεξούσια του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους Αθηνά Αβράμη (με δήλωση, κατ΄ άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ).

Ο ΕΚΚΑΛΩΝ άσκησε, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κατά του εφεσίβλητου – εναγόμενου Ελληνικού Δημοσίου, την από 20.11.2020, με Γενικό Αριθμό Κατάθεσης και Ειδικό Αριθμό Κατάθεσης αντίστοιχα (Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ.) …………./26-11-2020, αγωγή, την οποία το ως άνω Δικαστήριο έκανε εν μέρει δεκτή με την υπ΄αρ. 2869/15.9.2022 οριστική απόφασή του.

Την απόφαση αυτή, κατά το μέρος που απέρριψε την αγωγή του, πρόσβαλε ο ενάγων – εκκαλών, με την κρινόμενη από 29.4.2024 έφεσή του, απευθυνόμενη στο παρόν Δικαστήριο, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιώς με Γενικό Αριθμό Κατάθεσης και Ειδικό Αριθμό Κατάθεσης, αντίστοιχα  (Γ.Α.Κ/Ε.Α.Κ.) ……./22.7.2024, αντίγραφο της οποίας κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. ………./22.7.2024, προσδιορίστηκε δε προς συζήτηση για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο με αρ. 24.

ΚΑΤΑ ΤΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ της υπόθεσης και κατά την εκφώνησή της από το πινάκιο, η πληρεξούσια δικηγόρος του εκκαλούντος και η δικαστική πληρεξούσια του εφεσίβλητου, ύστερα από δήλωσή τους, που έγινε σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 242 παρ.2 ΚΠολΔ, δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο του δικαστηρίου, αλλά προκατέθεσαν προτάσεις.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ  ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η κρινόμενη έφεση κατά της υπ’αρ. 2869/15.9.2022 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 επ., 511, 513, 516 παρ.1, 518 παρ.2 ΚΠολΔ), δεδομένου ότι δεν προκύπτει, ούτε οι διάδικοι επικαλούνται, ότι έλαβε χώρα επίδοση της εκκαλουμένης και από τη δημοσίευση αυτής μέχρι την άσκηση της έφεσης, δεν έχει παρέλθει διάστημα μεγαλύτερο της διετίας. Εξάλλου, ο εκκαλών έχει καταθέσει το προβλεπόμενο από το άρθρο 495 παρ. 3 εδ.α ΚΠολΔ, παράβολο του Δημοσίου (βλ. τη σχετική σημείωση της Γραμματέα του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, κάτωθεν της προαναφερθείσας έκθεσης κατάθεσης του δικογράφου της έφεσης). Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να εξετασθεί περαιτέρω  από το Δικαστήριο τούτο, που είναι καθ΄ύλη και κατά τόπο αρμόδιο, κατά την ίδια διαδικασία με την οποία εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρα 19, 533 παρ.1,2 ΚΠολΔ) και μέσα στα όρια που καθορίζονται από αυτούς (άρθρο 522 ΚΠολΔ).

Κατά τις διατάξεις των νόμων 8 παρ. 1 Κωδ. (7.39), 9 παρ. 1 Πανδ. (50.14), 2 παρ. 20 Πανδ. (41.4), 6 Πανδ. (44.3), 76 παρ. 1 Πανδ. (18.1) και 7 παρ. 3 Πανδ. (23.3) του προϊσχύσαντος Βυζαντινορωμαϊκού Δικαίου, οι οποίες, σύμφωνα με το άρθρο 51 του ΕισΝΑΚ, έχουν εφαρμογή για την απόκτηση κυριότητας, εφόσον τα δικαιογόνα γεγονότα έγιναν κατά τον χρόνο, που αυτές ίσχυαν, ήταν επιτρεπτή η κτήση κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία σε ακίνητα, που ανήκαν στο Δημόσιο, ακόμη και αν αυτά ήταν δημόσια δάση ή δασικές εκτάσεις. Σύμφωνα με τις προαναφερθείσες διατάξεις, μπορούσε να αποκτηθεί η κυριότητα ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία, κατόπιν άσκησης νομής επ’ αυτού με καλή πίστη και διάνοια κυρίου, για χρονικό διάστημα μιας συνεχούς τριακονταετίας, με τη δυνατότητα εκείνου που χρησιδέσποζε, να συνυπολογίσει στο χρόνο της δικής του νομής και εκείνο του δικαιοπαρόχου του, εφόσον είχε γίνει με νόμιμο τρόπο καθολικός ή ειδικός διάδοχος αυτού. Σύμφωνα δε με τις διατάξεις των ν. 20,12 Πανδ.(5.8) ν. 27 Πανδ. (18.1), 10,15 παρ.3,17 και 48 Πανδ. (41.3), 3 και 5 παρ.1 Πανδ. (41.10), 109 Πανδ. (50.16) και 2παρ.7 και 1 Πανδ. (51.4), ως “καλή πίστη” θεωρούνταν η ειλικρινής πεποίθηση του χρησιδεσπόζοντος, ότι με την κτήση της νομής του πράγματος δεν προσβάλλεται κατ’ ουσίαν το δικαίωμα κυριότητας άλλου. Από τον συνδυασμό των διατάξεων αυτών, προς εκείνες των άρθρ. 18 και 21 του ν. ΔΞΗ’/1912 και των διαταγμάτων “περί δικαιοστασίου”, που εκδόθηκαν βάσει αυτού και του άρθρου 21 του ν.δ. της 22/16.5.1926 “περί διοικητικής αποβολής από των κτημάτων της Αεροπορικής Αμύνης”, συνάγεται ότι προκειμένου περί δημόσιων κτημάτων (ακόμη και εκείνων που περιήλθαν στο Ελληνικό Δημόσιο, με βάση την από 9 Ιουλίου 1832 συνθήκη της Κωνσταντινουπόλεως, καθώς και τα από 6 Ιουνίου 1830 και 7 Ιουλίου 1830 πρωτόκολλα του Λονδίνου), στα οποία περιλαμβάνονται και τα δημόσια δάση, για την κτήση επ’ αυτών κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία έπρεπε η τριακονταετής, με διάνοια κυρίου και καλή πίστη του νομέα, νομή να είχε συμπληρωθεί μέχρι και τις 11.9.1915 (Ολ.ΑΠ 75/1987, ΑΠ 1133/2020, ΑΠ 7/2019, ΑΠ 8/2019, ΑΠ 826/2018, ΑΠ 582/2018, ΑΠ 1443/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Μον.Εφ.Πειρ. 340/2024, Μον.Εφ.Πειρ. 626/2023, Μον.Εφ.Πειρ. 506/2019 Ιστοσελ.Εφ.Πειρ.). Εφόσον δε, είχε συμπληρωθεί μέχρι τις 11.9.1915 ο χρόνος της έκτακτης χρησικτησίας, δεν έχουν εφαρμογή και δεν ασκούν καμιά έννομη επιρροή σε σχέση με την κυριότητα, που αποκτήθηκε με αυτή, οι διατάξεις του άρθρου 215 του ν. 4173/1929, όπως τροποποιήθηκαν και συμπληρώθηκαν με τις διατάξεις των άρθρων 37 του α.ν. 1539/1938 και 16 του α.ν. 192/1946, επαναλήφθηκαν δε σε εκείνη του άρθρου 58 του ν.δ. 86/1969 “περί δασικού κώδικος”, με τις οποίες ορίζεται ότι νομέας σε δημόσια κτήματα θεωρείται το Δημόσιο, έστω και αν δεν ενήργησε σ` αυτά καμία πράξη νομής και ότι μόνο η βοσκή επί δημόσιων δασών, μερικώς δασοσκεπών εκτάσεων, λιβαδιών και χορτολιβαδικών εδαφών δεν θεωρείται ποτέ ως πράξη νομής ή οιονεί νομής και ότι η νομή από τρίτους στα ακίνητα αυτά θεωρείται ότι ασκείται μόνο με την υλοτομία ή την εκμετάλλευση αυτών ως ιδιωτικών εκτάσεων με βάση άδεια της δασικής αρχής (ΑΠ 7/2019 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 8/2019 ό.π., ΑΠ 1023/2018 ό.π.). Ούτε ασκεί επιρροή στην κυριότητα, που αποκτήθηκε, η μεταγενέστερη διάταξη του άρθρου 62 παρ. 1 του ν. 998/1979 “περί προστασίας των δασών και των δασικών εν γένει εκτάσεων της χώρας”, με την οποία ορίζεται ότι “σε κάθε φύσεως αμφισβητήσεις ή διενέξεις ή δίκες μεταξύ του Δημόσιου και φυσικού ή νομικού προσώπου, το οποίο επικαλείται ή αξιώνει οποιαδήποτε δικαιώματα εμπράγματα ή όχι επί των δασών, των δασικών εκτάσεων κλπ., το ως άνω φυσικό ή νομικό πρόσωπο οφείλει να αποδείξει την ύπαρξη του δικαιώματος του” και πολύ περισσότερο η εκδιδόμενη με βάση το άρθρο 191 του ν.δ. 86/1969 απόφαση του Νομάρχη, με την οποία κηρύσσεται η επίδικη έκταση δασωτέα ή αναδασωτέα, αφού ο ιδιοκτήτης της συγκεκριμένης έκτασης εξακολουθεί να παραμένει κύριος αυτής και μετά την κήρυξή της ως αναδασωτέα (Ολ.ΑΠ 21/2005, ΑΠ 279/2019 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ  7/2019 ό.π.). Περαιτέρω, από τις ρυθμίσεις, που ακολούθησαν της Συνθήκης του Λονδίνου της 6 Ιουνίου 1827 και περιέχονται στο Πρωτόκολλο του Λονδίνου της 21.1/3.2.1830 “περί ανεξαρτησίας της Ελλάδος” και στα ερμηνευτικά αυτού πρωτόκολλα της 4/16.6.1830 και της 19.6./1.7.1830, σε συνδυασμό με τις ρυθμίσεις της από 27.6./9.7.1832 Συνθήκης της Κωνσταντινουπόλεως “περί οριστικού διακανονισμού των ορίων της Ελλάδος” και του άρθρου 16 του ν. της 21.6./10.7.1837 “περί διακρίσεως δημοσίων κτημάτων”, προκύπτει ότι το Ελληνικό Δημόσιο δεν έγινε καθολικός διάδοχος του Τουρκικού Κράτους, αλλά στην κυριότητά του περιήλθαν εκείνα μόνο τα κτήματα των Οθωμανών, τα οποία κατά τη διάρκεια του πολέμου κατέλαβε με τις στρατιωτικές δυνάμεις και δήμευσε και εκείνα, τα οποία, κατά το χρόνο υπογραφής των άνω τριών πρωτοκόλλων, είχαν εγκαταλειφθεί από τους αναχωρήσαντες από την απελευθερωθείσα Ελλάδα Οθωμανούς, πρώην κυρίους αυτών και δεν είχαν καταληφθεί από τρίτους έως την έναρξη ισχύος του ανωτέρω νόμου περί διακρίσεως κτημάτων, όχι, όμως, και όσα, κατά την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης και ακολούθως, κατέχονταν από Έλληνες ιδιώτες, με διάνοια κυρίου, έστω και χωρίς έγκυρο και ισχυρό, κατά το οθωμανικό δίκαιο, τίτλο (ταπί, χοτζέτι ή βουγιουρδί). Σημειωτέον ότι, ως προς τα ευρισκόμενα στην Αττική οθωμανικά κτήματα δεν μπορεί να γίνει λόγος για την περιέλευσή τους στην κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου με το δικαίωμα του πολέμου, αφού η Αττική δεν κατακτήθηκε με τα όπλα, αλλά παραχωρήθηκε στο Ελληνικό Κράτος, στις 31.3.1833, με βάση την από 27.6./9.7.1832 Συνθήκη της Κωνσταντινουπόλεως και κατόπιν σχετικών συμφωνιών μεταξύ των ελληνικών και των τουρκικών αρχών, ενώ, εξάλλου, κατά τη διάρκεια της τρίτης τουρκικής κυριαρχίας στην Αττική (25-5-1827 έως 31-3-1833) και, ειδικότερα, κατά το έτος 1829, ο Σουλτάνος, ως έχων, κατά το οθωμανικό δίκαιο, την κυριαρχία εφ’ όλης της γης, που ανήκε στο οθωμανικό κράτος, είχε εκδώσει θέσπισμα, με το οποίο παραχώρησε δωρεάν στους Αθηναίους -Οθωμανούς και Έλληνες- την κυριότητα των ήδη κατεχομένων από αυτούς ακινήτων της Αττικής, τα σχετικά δε ιδιοκτησιακά δικαιώματά τους αναγνωρίσθηκαν ακολούθως με το από 21.1./3-2-1830 Πρωτόκολλο “περί ανεξαρτησίας της Ελλάδος” και με την προαναφερόμενη Συνθήκη της Κωνσταντινουπόλεως (ΑΠ 279/2019, ΑΠ 7/2019, ΑΠ 1182/2018, ΑΠ 73/2018 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 826/2018, Μον.Εφ.Πειρ. 506/2019 ό.π.). Ακόμη, από τις διατάξεις των άρθρων 1 του β.δ. της 3/1.12.1833, 1 και 3 του β.δ. της 17/29.11.1836, συνάγεται ότι για τις εδαφικές εκτάσεις, οι οποίες, κατά την έναρξη της ισχύος των εν λόγω β.δ., είχαν το χαρακτήρα λιβαδίου ή δάσους και για τις οποίες δεν είχαν αναγνωριστεί ιδιοκτησιακά δικαιώματα τρίτων, υπάρχει υπέρ του Δημοσίου τεκμήριο κυριότητας, το οποίο μπορούσε να ανατραπεί μόνον εφόσον αποδεικνυόταν 30ετής καλόπιστη νομή του τρίτου έως τις 11.9.1915 (ΑΠ 826/2018 ό.π.).

Εξάλλου, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 369, 1033, 369, 1192, 1194 και 1198 ΑΚ, συνάγεται ότι, αποκτά κάποιος κυριότητα ακινήτου με παράγωγο τρόπο, ύστερα από συμφωνία με τον κύριο του ακινήτου ότι μετατίθεται σ` αυτόν η κυριότητα για κάποια νόμιμη αιτία, εφόσον η σχετική συμφωνία γίνεται με συμβολαιογραφικό έγγραφο και υποβάλλεται σε μεταγραφή. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, επίσης, ότι, μεταξύ των προϋποθέσεων που απαιτούνται για την απόκτηση της κυριότητας ακινήτου με σύμβαση, είναι, ο μεταβιβάσας να ήταν κύριος του ακινήτου που μεταβιβάστηκε. Περαιτέρω, κατά μεν τη διάταξη του άρθρου 1045 ΑΚ, εκείνος που έχει στη νομή του για μια εικοσαετία πράγμα κινητό ή ακίνητο γίνεται κύριος αυτού με έκτακτη χρησικτησία, κατά δε το άρθρο 974 του ίδιου Κώδικα, όποιος απέκτησε τη φυσική εξουσία πάνω στο πράγμα (κατοχή) είναι νομέας, αν ασκεί την εξουσία αυτή με διάνοια κυρίου. Με τις διατάξεις αυτές, για την κτήση της κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία, απαιτείται άσκηση νομής επί συνεχή εικοσαετία, με τη δυνατότητα εκείνου που απέκτησε τη νομή του πράγματος με καθολική ή με ειδική διαδοχή να συνυπολογίσει στο χρόνο της δικής του νομής και το χρόνο νομής του δικαιοπαρόχου του, κατ` άρθρο 1051 ΑΚ. Ακόμη, από τον συνδυασμό των προαναφερόμενων διατάξεων με εκείνες των άρθρων 1094 ΑΚ, 70, 216 παρ.1 ΚΠολΔ προκύπτει, ότι, για την πληρότητα της αναγνωριστικής αγωγής κυριότητας ακινήτου, του οποίου η κυριότητα αποκτήθηκε με παράγωγο τρόπο, πρέπει ο ενάγων να αναφέρει, εκτός των άλλων, ότι κατέστη κύριος του επίδικου ακινήτου για ορισμένη αιτία με συμβολαιογραφικό έγγραφο και μεταγραφή και ότι ο άμεσος δικαιοπάροχος του ήταν κύριος του πράγματος που μεταβίβασε. Ο τρόπος κτήσης της κυριότητας επί του επιδίκου από το δικαιοπάροχο του ενάγοντος δεν είναι στοιχείο της αγωγής. Μόνο αν ο εναγόμενος ήθελε αμφισβητήσει με τις προτάσεις του της πρώτης πρωτοβάθμιας συζήτησης την κυριότητα του τελευταίου και των προ αυτού κτητόρων του επιδίκου, υποχρεούται ο ενάγων, για το ορισμένο της αγωγής, να αναφέρει είτε με την αγωγή καθ` υποφορά, είτε με τις προτάσεις του της ίδιας συζήτησης της αγωγής ορισμένο νόμιμο τρόπο με τον οποίο ο δικαιοπάροχος του έγινε κύριος του ακινήτου, τέτοιος δε τρόπος μπορεί να είναι εκείνος της κτήσης της κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία. Συνίσταται δε ο εν λόγω τρόπος στο ότι ο δικαιοπάροχος του ενάγοντος έχει στη νομή του, δηλαδή στην φυσική του εξουσία με διάνοια κυρίου, το ακίνητο για μια συνεχή εικοσαετία, ενώ κατά το Βυζαντινορωμαϊκό δίκαιο, που ίσχυε μέχρι την εισαγωγή του ΑΚ (στις 23.2.1946), ο τρόπος αυτός συνίστατο στο ότι το ίδιο πρόσωπο είχε στην νομή του με καλή πίστη το ακίνητο για μια συνεχή τριακονταετία. Επίσης, για το ορισμένο της αγωγής, σ` αυτήν την τελευταία περίπτωση, πρέπει ο ενάγων στο δικόγραφο της αγωγής του να αναφέρει τις διακατοχικές πράξεις του δικαιοπαρόχου του στο ακίνητο (ΑΠ 1125/2018, ΑΠ  96/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 2065/2009 ΝοΒ 2010.1991, AΠ 1879/2008, Εφ.Πειρ. 584/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Αν η αγωγή στηρίζεται σε έκτακτη χρησικτησία, πρέπει ο ενάγων να αναφέρει τις υλικές και εμφανείς πράξεις νομής που άσκησε συνεχώς επί 20 τουλάχιστον έτη πάνω στο ακίνητο, με τις οποίες φανερώνεται η βούλησή του να το έχει σαν δικό του, δυνάμενος να συνυπολογίσει, όπως ήδη προαναφέρθηκε, στο χρόνο της δικής του νομής και το χρόνο νομής του δικαιοπαρόχου του. Τα ίδια ισχύουν και επί αναγνωριστικής αγωγής κυριότητας ακινήτου μεταξύ ιδιώτη (ως ενάγοντα) και Ελληνικού δημοσίου (ως εναγόμενου). Στη σχετική δίκη ο ιδιώτης έχει υποχρέωση, για το ορισμένο της αγωγής του, να επικαλεστεί ότι απέκτησε το επίδικο ακίνητο με κάποιο νόμιμο τρόπο. Σε περίπτωση που ο τίτλος κτήσης του είναι παράγωγος (π.χ. αγορά), εάν το Δημόσιο αμφισβητήσει την κυριότητα του δικαιοπαρόχου του, τότε ο ιδιώτης θα πρέπει, συμπληρώνοντας με τις προτάσεις του την αγωγή στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, να επικαλεστεί τον τρόπο κτήσης κυριότητας των δικαιοπαρόχων του μέχρι να αναχθεί σε πρωτότυπο τρόπο, που κατά κανόνα θα είναι η έκτακτη χρησικτησία (ΑΠ 1125/2018 ό.π., Εφ.Πειρ. 584/2015 ό.π.). Ο ιδιώτης, όμως, δεν είναι υποχρεωμένος να επικαλεστεί και ότι το επίδικο ακίνητο είναι δεκτικό χρησικτησίας (επειδή π.χ. δεν είναι δημόσιο, μετά τη συμπλήρωση έκτακτης χρησικτησίας κατά το Βυζαντινορωμαϊκό δίκαιο σε βάρος του Δημοσίου, μέχρι τις 11.9.1915) ή ότι εξαιρείται από αυτή, ως δημόσιο κτήμα (άρθρα 21 του Ν.Δ 22.4/16.5.1926 και 4 του Ν.Δ 1539/1938), καθόσον ο ισχυρισμός ότι το ακίνητο δεν είναι δεκτικό ή εξαιρείται της χρησικτησίας δεν αποτελεί στοιχείο του ορισμένου της πιο πάνω αγωγής, αλλά ένσταση, η οποία πρέπει να προταθεί και να αποδειχθεί από το Δημόσιο (ΑΠ 1125/2018 ό.π., ΑΠ 1535/2003, ΑΠ 325/2002 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Τέλος, από τον συνδυασµό των διατάξεων των άρθρων 6 παρ. 2 παρ. α και β και 17 παρ. 4 του ν. 2664/1998, προκύπτει ότι, σε περίπτωση ανακριβούς πρώτης εγγραφής ως προς το δικαιούχο εμπράγματου δικαιώµατος στα κτηµατολογικά βιβλία, δηλαδή όταν στο κτηµατολογικό φύλλο και δη στις πρώτες εγγραφές αναγράφεται ως δικαιούχος κυριότητας (ή άλλου εµπράγµατου δικαιώµατος) διαφορετικό πρόσωπο από τον πραγµατικό δικαιούχο, µπορεί, όποιος έχει έννοµο συµφέρον, στρεφόµενος κατά του αναγραφόµενου στο κτηµατολογικό φύλλο ως κυρίου ή των καθολικών του διαδόχων και σε περίπτωση που εχώρησε µεταβίβαση και κατά του ειδικού διαδόχου, να ζητήσει την αναγνώριση του προσβαλλόµενου µε την ανακριβή εγγραφή δικαιώµατος και τη διόρθωση της πρώτης εγγραφής. Η εν λόγω αγωγή του άρθρου 6 παρ. 2 του ν. 2664/1998 απευθύνεται ενώπιον του αρμόδιου καθ΄ύλη και κατά τόπο (Μονοµελούς ή Πολυµελούς) Πρωτοδικείου, το οποίο συγκροτείται από τον Κτηµατολογικό Δικαστή (άρθρο 17 παρ. 4 του ν. 2664/1998), δικάζοντος κατά την τακτική διαδικασία. Κρίσιµος δε χρόνος για την ύπαρξη εµπράγµατου δικαιώµατος, που προσβάλλεται µε τις ανακριβείς πρώτες εγγραφές, είναι αυτός της έναρξης του Κτηµατολογίου σε µία περιοχή, όπως καθορίζεται µε σχετική απόφαση του ΟΚΧΕ, και όχι αυτό της έγερσης της αγωγής του άρθρου 6 παρ. 2 του ν. 2664/1998. Περαιτέρω, κατά την παρ. 1 του άρθρου 9 του ως άνω ν. 2664/1998, ‘’Ακίνητα που δεν έχουν εγγραφεί ως ανήκοντα σε ορισμένο πρόσωπο και φέρονται στα κτηματολογικά βιβλία και στα λοιπά στοιχεία του Κτηματολογίου ως ακίνητα «αγνώστου ιδιοκτήτη», θεωρείται ότι ανήκουν στην κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου μόλις καταστεί οριστική η πρώτη εγγραφή’’, ενώ, σύμφωνα με την παρ. 3 περ.ββ του άρθρου 6  του ίδιου νόμου, όταν πρόκειται για διόρθωση αρχικής εγγραφής επί γεωτεμαχίου με την ένδειξη «αγνώστου ιδιοκτήτη» κατά την έννοια της παρ. 1 του άρθρου 9 και ο δικαιούχος επικαλείται ως τίτλο κτήσης την έκτακτη χρησικτησία, ασκείται η αγωγή της παρ. 2 που απευθύνεται κατά του Ελληνικού Δημοσίου.

Στην προκείμενη περίπτωση, ο ενάγων εξέθετε στην ως άνω από 26.11.2020 αγωγή του, κατ΄ εκτίμηση του δικογράφου της, ότι είναι αποκλειστικός κύριος ενός ιδιωτικού ακινήτου, ευρισκομένου στα Αμπελάκια της νήσου Σαλαμίνας, έκτασης 393,50 τ.μ., το οποίο αποτελείται από δύο όµορα ακίνητα, έκτασης 192,36 τ.µ. και 291,14 τ.µ., που έχουν λάβει στα κτηµατολογικά βιβλία του Κτηµατολογικού Γραφείου Σαλαµίνας ΚΑΕΚ ………… και ………….., αντίστοιχα, όπως λεπτομερώς περιγράφονται στην αγωγή κατά θέση, όρια και αξία. Ότι την κυριότητα των εν λόγω ακινήτων, απέκτησε δυνάμει έκτακτης χρησικτησίας, καθώς ασκεί επ΄αυτών τις αναφερόμενες στην αγωγή πράξεις νομής που προσιδιάζουν στη φύση τους, για χρονικό διάστημα πέραν της 20 ετίας, προσµετρώντας στον χρόνο νοµής του και αυτόν των δικαιοπαρόχων του. Ότι, στη νομή του ενιαίου αρχικά ακινήτου υπεισήλθε δυνάμει άτυπης δωρεάς από τον πατέρα του ………. (το έτος 1989) και άτυπης πώλησης από τη θεία του ………….  (το έτος 1992). Ότι οι ως άνω δικαιοπάροχοί του είχαν αποκτήσει την κυριότητα του ίδιου ακινήτου, σε ποσοστό ½ εξ αδιαιρέτου έκαστος εξ΄αυτών, με παράγωγο τρόπο, δυνάμει των επίσης αναφερόμενων στην αγωγή συµβολαίων, που μεταγράφηκαν νόμιμα. Ότι, κατά την κτηματογράφηση της περιοχής, παρέλειψε να υποβάλλει δήλωση του δικαιώµατός του επί των επίδικων ακινήτων με αποτέλεσμα τα τελευταία να καταχωρηθούν ως «αγνώστου ιδιοκτήτη». Ζητούσε δε ακολούθως, ο ενάγων, επικαλούµενος έννοµο συµφέρον, λόγω της προσβολής του εµπράγµατου δικαιώµατός του ένεκα της ανακριβούς πρώτης κτηµατολογικής εγγραφής: α) να αναγνωριστεί κύριος των ως άνω επίδικων ακινήτων και β) να διαταχθεί η διόρθωση της εν λόγω ανακριβούς κτηματολογικής εγγραφής, ώστε να φαίνεται ο ενάγων ως αποκλειστικός και πλήρης κύριος των ακινήτων αυτών, αντί του εσφαλμένου «άγνωστος ιδιοκτήτης».

Με την εκκαλουμένη απόφασή του (υπ΄αρ. 2869/2022), το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, έκρινε παραδεκτή την αγωγή, καθώς τηρήθηκε η προβλεπόμενη, από τις οικείες διατάξεις του ν. 2664/1998, προδικασία και ορισμένη (παρά τους αβάσιμους περί του αντιθέτου ισχυρισμούς του εναγόμενου – εφεσίβλητου, διότι, εφόσον ο ενάγων επικαλείται στην αγωγή ότι το επίδικο ακίνητο είναι ιδιωτική έκταση και όχι δημόσιο κτήμα, δεν χρειάζεται να αναφέρεται στο δικόγραφό της ότι αυτό είναι δεκτικό χρησικτησίας, επειδή π.χ. δεν είναι δημόσιο ή επειδή αυτή συμπληρώθηκε κατά το β.ρ. δίκαιο σε βάρος του Δημοσίου έως τις 11.9.1915, δεδομένου ότι, όπως αναφέρθηκε στη μείζονα σκέψη, ο ισχυρισμός ότι το ακίνητο δεν είναι δεκτικό ή εξαιρείται της χρησικτησίας ως δημόσιο κτήμα, δεν αποτελεί στοιχείο του ορισμένου της πιο πάνω αγωγής, αλλά ένσταση, που πρέπει να προταθεί και να αποδειχθεί από το Δημόσιο), πλην του αιτήματός της περί προσμέτρησης στο χρόνο νομής του ενάγοντος του χρόνου νομής των δικαιοπαρόχων του, το οποίο απέρριψε ως αόριστο, διότι δεν διαλαμβάνονται στην αγωγή πράξεις νομής των τελευταίων. Στη συνέχεια, το ως άνω πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, αφού έκρινε την αγωγή νόμιμη, κατά το μέρος που κρίθηκε ορισμένη, έκανε εν μέρει δεκτή αυτήν και ως ουσιαστικά βάσιμη και αναγνώρισε τον ενάγοντα, σε ποσοστό ½ εξ αδιαιρέτου, κύριο των επίδικων ακινήτων, δυνάμει έκτακτης χρησικτησίας, διέταξε δε τη διόρθωση της αρχικής εγγραφής στα κτηµατολογικά βιβλία του Κτηµατολογικού Γραφείου Σαλαµίνας ως προς τα ανωτέρω ακίνητα, ώστε να αναγραφεί ο ενάγων ως κύριος αυτών, κατά το ως άνω ποσοσό, με τίτλο κτήσης την έκτακτη χρησικτησία ενώ, τέλος, επέβαλε, μέρος από τη δικαστική δαπάνη του ενάγοντος, κατόπιν σχετικού αιτήματός του, εις βάρος του εναγόμενου Ελληνικού Δηµοσίου, μειωμένη κατ’ άρθρο 22 παρ.1 του ν. 3693/1957, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στην εκκαλουμένη.

Ήδη κατά της ανωτέρω οριστικής απόφασης, κατά το μέρος που απέρριψε την αγωγή του, παραπονείται  ο ενάγων – εκκαλών, με την κρινόμενη έφεσή του για τους λόγους που εκθέτει σ΄ αυτήν και ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητεί δε την εξαφάνισή της, ώστε να γίνει συνολικά δεκτή  η αγωγή του.  Από την εκτίμηση της υπ΄αρ. ……/22-2-2021 ένορκης βεβαίωσης  της μάρτυρα …………., την οποία προσκομίζει ο ενάγων – εκκαλών και ελήφθη, με επιμέλεια του τελευταίου, ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιώς, κατόπιν νόμιμης και εμπρόθεσμης κλήτευσης του εναγόμενου – εφεσίβλητου, όπως προκύπτει από την υπ΄αρ. ………../16. 12. 2020 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιώς ……….., καθώς επίσης και όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:

Ο πατέρας του ενάγοντος …………. και η εξαδέλφη αυτού και θεία του ενάγοντος ……….., κατέστησαν συγκύριοι, σε ποσοστό ½ εξ αδιαιρέτου έκαστος, με αγορά από τους ………….και ………….., δυνάμει του υπ΄αρ. ………./1966 συμβολαίου του συμβολαιογράφου Σαλαμίνας ………….., που μεταγράφηκε νόμιμα στα οικεία βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας (τομ. …, α.α. …), των με αρ. … και … αγροτεμαχίων, κειμένων στη θέση «…» της κοινότητας Αμπελακίων Σαλαμίνας, όπως εμφαίνονται στο από Μαρτίου 1966 ρυμοτομικό διάγραμμα του πολιτικού μηχανικού …………, συνολικής έκτασης 390 τ.μ., συνορευόμενα: Ανατολικά εν μέρει με το υπ΄αρ. 45 αγροτεμάχιο και εν μέρει με άγνωστο επί συνολικής τεθλασμένης πλευράς μέτρων 33,30, Δυτικά με ιδιωτική οδό πλάτους 4 μέτρων επί συνολικής πλευράς 30 μέτρων, Βόρεια με ιδιωτική οδό επί προσώπου μέτρων 6,50 και Νότια με ιδιωτική οδό πλάτους 4 μέτρων επί προσώπου μέτρων 15. Οι ανωτέρω πωλητές είχαν αποκτήσει τα αγροτεμάχια αυτά, ως τμήμα ευρύτερης έκτασης, δυνάμει του υπ΄αρ. ……../1966 συμβολαίου αγοράς του ίδιου ως άνω συμβολαιογράφου, το οποίο έχει επίσης μεταγραφεί νόμιμα στα οικεία βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας (τομ. ….., α.α. ….), από τον ……………, ο οποίος το είχε αποκτήσει ως ευρύτερη έκταση 10.513 τ.μ., δυνάμει του υπ΄αρ. …………/1957 συμβολαίου αγοράς του συμβολαιογράφου Σαλαμίνας ………., που μεταγράφηκε νόμιμα στα ως άνω βιβλία μεταγραφών (τομ. …., α.α. …..), από τον ………….. Στον τελευταίο είχε περιέλθει με αγορά από τους …………. και ……………, δυνάμει του υπ΄αρ. ……../1942 συμβολαίου του συμβολαιογράφου Σαλαμίνας ………., που μεταγράφηκε νόμιμα στα ως άνω βιβλία μεταγραφών (τομ. ….., α.α. …..), ενώ σε αυτούς είχε περιέλθει η έκταση αυτή, στον μεν πρώτο, με αγορά από την …………….., δυνάμει του υπ΄αρ. …………/1942 συμβoλαίου του ίδιου ως άνω συμβολαιογράφου, που μεταγράφηκε νόμιμα στα ίδια βιβλία μεταγραφών (τομ……, α.α. …..), στη δε δεύτερη, με δωρεά αιτία θανάτου από τον πατέρα της, δυνάμει του υπ΄αρ. ………/1939 συμβολαίου του ίδιου επίσης συμβολαιογράφου (……..), που μεταγράφηκε στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας (τομ. …., α.α. ….). Επίσης, αποδείχθηκε, όπως δέχθηκε και η εκκαλουμένη απόφαση (ως προς το κεφάλαιό της δε αυτό δεν προσβάλλεται με την ένδικη έφεση), ότι, το έτος 1989, ο ως άνω πατέρας του ενάγοντος …………., κατόπιν άτυπης δωρεάς, παρέδωσε στον ενάγοντα τη νομή του ανήκοντος σε αυτόν, κατά συγκυριότητα ½ εξ αδιαιρέτου, ανωτέρω ακινήτου. Έκτοτε, μέχρι την άσκηση της αγωγής (αλλά και μέχρι και σήμερα), ο ενάγων, είτε ο ίδιος είτε δια αντιπροσώπου, ασκούσε πράξεις νομής επί του ακινήτου αυτού, διανοία συγκυρίου κατά το ως άνω ποσοστό, που προσιδιάζουν στη φύση του και συγκεκριμένα το επισκεπτόταν αρκετές φορές το χρόνο, προέβαινε σε καθαρισμό αυτού, στην επισκευή της περίφραξής του, έδινε εντολή στον εξάδελφο του …………. να το φροντίζει, όταν ο ίδιος αδυνατούσε κ.α. Περαιτέρω, προέκυψε ότι, ο ενάγων, από το έτος 1992, ασκεί τις ανωτέρω πράξεις νομής, μέχρι και σήμερα και στο έτερο ήμισυ του εν λόγω ακινήτου, η νομή του οποίου περιήλθε σε αυτόν δυνάμει άτυπης πώλησης από την προαναφερθείσα συγκυρία του ακινήτου ….., θεία του ενάγοντος. Το γεγονός αυτό αναφέρει η μάρτυρας ……, σύζυγος του ενάγοντος, στην προαναφερθείσα ένορκη βεβαίωσή της, η οποία δεν αντικρούεται από κάποιο άλλο αποδεικτικό μέσο. Ακόμη, προέκυψε ότι, η ως άνω . ……. υπέγραψε το ίδιο έτος (1992), το υπ΄αρ. ……/7.1.1992 πληρεξούσιο, ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών ……….., δυνάμει του οποίου όριζε τον ενάγοντα πληρεξούσιό της προκειμένου αυτός να πωλήσει το ποσοστό συγκυριότητάς της επί του ανωτέρω περιγραφόμενου ακινήτου, το οποίο αυτή είχε αποκτήσει με το προαναφερθέν υπ΄αρ. …………/1966 συμβόλαιο. Το εν λόγω πληρεξούσιο δεν αναιρεί τα παραπάνω περί άτυπης πώλησης, παρά την περί του αντιθέτου κρίση περί τούτου του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, και κυρίως δεν αναιρεί το ότι ο ενάγων υπεισήλθε στη νομή του ακινήτου αυτού και κατά το έτερο ήμισυ, καθώς, όπως ρητά και πειστικά αναφέρει η ως άνω ενόρκως βεβαιούσα: ‘’…η θεία του πώλησε το μερίδιό της άτυπα στον σύζυγό μου (ενν. ενάγοντα). Επειδή πρόθεσή του ήταν να το πουλήσει, τον διόρισε και πληρεξούσιο, για να έχει τη δυνατότητα να το πουλήσει και να το μεταβιβάσει σε οποιονδήποτε τρίτο, τα χρήματα που είχε λάβει το 1992 η ………… ήταν 200.000 δραχμές’’. Αναφέρει περαιτέρω η ίδια μάρτυρας ότι, στη συνέχεια, επειδή ήταν δύσκολο να πουληθούν, συνέχισε να ασκεί ο ενάγων πράξεις νομής επί των αγροτεμαχίων αυτών πιστεύοντας ότι του ανήκαν πλέον 100%. Εξάλλου, τα εν λόγω ακίνητα έχουν περιληφθεί στις δηλώσεις ενιαίου φόρου ιδιοκτησίας ακινήτων (ΕΝΦΙΑ) του ενάγοντος για τα έτη 2016 και μετά και έχει καταβληθεί από αυτόν ο αναλογών φόρος. Με βάση τα ανωτέρω, προέκυψε ότι ο ενάγων, κατά τον χρόνο άσκησης της αγωγής είχε ήδη καταστεί κύριος ολόκληρου του επίδικου ακινήτου, δυνάμει έκτακτης χρησικτησίας, καθώς ασκούσε, όπως προαναφέρθηκε, πράξεις νομής επ΄αυτού, διανοία κυρίου, συνεχώς και αδιαλείπτως, χωρίς ποτέ να ενοχληθεί από κανένα, για χρονικό διάστημα πέραν της 20 ετίας. Εσφαλμένα, συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε ότι ο ενάγων δεν κατέστη κύριος του επίδικου ακινήτου κατά το ποσοστό ½ εξ αδιαιρέτου που ανήκε στη θεία του ……………., με την αιτιολογία ότι, δεν αποδείχθηκε ότι είχε εκδηλώσει προς την τελευταία την απόφαση του να νέμεται το όλο ακίνητο αποκλειστικά για τον εαυτό του και ότι εκείνη είχε λάβει γνώση της ανωτέρω απόφασής του, δεδομένου ότι, σύμφωνα με τις παραπάνω παραδοχές του παρόντος Δικαστηρίου, εφόσον η …………… είχε προβεί σε άτυπη πώληση του ως άνω ποσοστού της στο εν λόγω ακίνητο προς τον ενάγοντα, είχε παραδώσει τη νομή του στον τελευταίο και γνώριζε ότι, από το έτος 1992, εκείνος ασκεί, διανοία κυρίου, πράξεις νομής επ΄αυτού, ήτοι επί ολόκληρου πλέον του ακινήτου.

To εναγόµενο – ήδη εφεσίβλητο Ελληνικό Δημόσιο υποστηρίζει με τις ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου προτάσεις του, επαναλαµβάνοντας τους πρωτοδίκως προβληθέντες ισχυρισµούς του, ότι η κυριότητα των επίδικων ακινήτων περιήλθε σε αυτό: α) µε τη συνθήκη της Κωνσταντινουπόλεως και τα πρωτόκολλα του Λονδίνου, β) άλλως κατά τις διατάξεις του από 3/15.12.1833 β.δ. ως λιβάδι ή βοσκότοπος, γ) άλλως κατά τις διατάξεις του από 10.7.1837 β.δ. ως αδέσποτα κατά τον χρόνο εκείνο. Οι ισχυρισµοί αυτοί όμως, όπως ορθά κρίθηκε και από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, είναι απορριπτέοι για τους εξής λόγους: ο πρώτος, προεχόντως ως µη νόµιµος, διότι, κατά τα προεκτεθέντα στη μείζονα σκέψη, για ακίνητα, όπως τα επίδικα, τα οποία ευρίσκονται εντός της Αττικής, δεν δύναται να γίνει λόγος για περιέλευσή τους στο Ελληνικό Δηµόσιο «δικαιώµατι πολέµου», αφού η Αττική δεν είχε κατακτηθεί διά των όπλων αλλά παραχωρήθηκε στο Ελληνικό Κράτος την 31η Μαρτίου 1833 βάσει της από 27-6/9.7.1832 Συνθήκης της Κωνσταντινουπόλεως. Οι δε δεύτερος και τρίτος των ως άνω ισχυρισμών, πέραν της αοριστίας τους (καθώς το εναγόμενο επαναλαμβάνει το πραγματικό των ως άνω διατάξεων, χωρίς περαιτέρω προσδιορισμό), σε κάθε περίπτωση, ουδόλως αποδείχθηκε η ουσιαστική βασιμότητά τους, αφού από το προδιαληφθέν αποδεικτικό υλικό, τα επίδικα, τα οποία αποτελούσαν ένα ενιαίο αρχικά ακίνητο, δεν προέκυψε ότι ανήκε κάποτε σε Οθωµανούς ή ότι υπήρξε λιβάδι ή βοσκότοπος κατά την ηµεροµηνία της 3/15.12.1833 ή ότι ήταν αδέσποτο. Εξάλλου, και στο υπ΄αρ. πρωτ. 493 ΑΠΑ 2021/19-1-2021 έγγραφο της Κτηματικής υπηρεσίας Πειραιά – Νήσων και Δυτικής Αττικής, που προσκομίζεται από το εναγόμενο, αναφέρεται ότι τα εν λόγω επίδικα ακίνητα δεν εμπίπτουν σε γνωστό και καταγεγραμμένο μέχρι σήμερα δημόσιο κτήμα…. Εφόσον λοιπόν δεν αποδείχθηκε ο χαρακτήρας των ακινήτων αυτών ως δημοσίων κτημάτων (γεγονός το βάρος απόδειξης του οποίου φέρει το εναγόμενο, το οποίο δεν προσκόμισε κάποιο αποδεικτικό προς τούτο στοιχείο), δεν απαιτείται, για την κτήση της κυριότητάς τους με έκτακτη χρησικτησία, η συμπλήρωση της 30ετούς καλόπιστης νομής μέχρι το έτος 1915, κατά τις διατάξεις του Βυζαντινορωμαϊκού δικαίου, αλλά αρκεί η συμπλήρωση της 20 ετούς νομής, με βάση τις διατάξεις του άρθρου 1045 του ΑΚ, στοιχείο που συντρέχει εν προκειμένω, όπως παραπάνω αναφέρθηκε. Ακόμη, αποδείχθηκε ότι, το ανωτέρω ακίνητο αποτελούν τα ακίνητα που έχουν λάβει, στα κτηματολογικά βιβλία του Κτηματολογικού γραφείου Σαλαμίνας: α) ΚΑΕΚ …………. το οποίο, στο από Οκτωβρίου 2019 τοπογραφικό διάγραμμα της τοπογράφου μηχανικού ………….., εμφαίνεται με τα γράμματα Β-Γ-Δ-Ε-Ζ-Η-Β, έκτασης 192,36 τ.μ. και συνορεύει: Βόρεια, σε πλευρά προσώπου Δ-Ε-Ζ τεθλασμένη 18,11 μέτρων (Δ-Ε 12,31 μ. + Ε-Ζ 5,8 μ.), με εγκεκριμένη ανώνυμη οδό, Βορειοανατολικά, σε πλευρά Ζ-Η 1,79 μέτρων, με ιδιοκτησία με ΚΑΕΚ …………., Νότια, σε πλευρά προσώπου Γ-Β 17,00 μέτρων, με οδό Κυκλάδων, Ανατολικά, σε πλευρά Η-Β 16,06 μέτρων, με ιδιοκτησία με ΚΑΕΚ ……… και Δυτικά, σε πλευρά Γ-Δ  6,94 μέτρων, με ανώνυμη εγκεκριμένη οδό, και β) ΚΑΕΚ …………, το οποίο, στο ως άνω τοπογραφικό διάγραμμα, εμφαίνεται με τα γράμματα Α-Β-Η-Θ-Α, έκτασης 201,14 τ.μ. και συνορεύει: Βορειοανατολικά, σε πλευρά Ζ-Η-Θ 14,84 μέτρων (Ζ-Η 1,79 μ. + Η-Θ 13,05 μ.), με ιδιοκτησία με ΚΑΕΚ ………….., Νότια, σε πλευρά προσώπου Β-Α 13,00 μέτρων με οδό ονομαζόμενη Κυκλάδων, Ανατολικά, σε πλευρά προσώπου Α-Θ 14,89 μέτρων με ανώνυμη εγκεκριμένη οδό και Δυτικά, σε πλευρά Η-Β 16,06 μέτρων με ιδιοκτησία με ΚΑΕΚ ………… Η αποτύπωση των εν λόγω ακινήτων µε ΚΑΕΚ ……… και ……….. ταυτίζεται µε την αποτύπωσή τους στο από Μαρτίου 1966 ρυµοτοµικό διάγραµµα του πολιτικού µηχανικού ……….. ως υπ΄αρ. …. και …… αγροτεµάχια, αντίστοιχα, καθώς και µε την αποτύπωση τους στα οικεία κτηµατολογικά διαγράµµατα. Ωστόσο, τα ακίνητα αυτά καταχωρήθηκαν ανακριβώς στα κτηµατολογικά βιβλία του Κτηµατολογικού Γραφείου Σαλαµίνας µε την ένδειξη «αγνώστου ιδιοκτήτη». Ενόψει δε όλων των ανωτέρω, πρέπει η αγωγή να γίνει, κατά το μέρος που κρίθηκε ορισμένη και νόμιμη, συνολικά δεκτή και ως ουσιαστικά βάσιμη, να αναγνωριστεί ότι ο ενάγων είναι κύριος των ανωτέρω ακινήτων, σε ποσοστό 100%, δυνάμει έκτακτης χρησικτησίας και να διαταχθεί η αντίστοιχη διόρθωση των πρώτων εγγραφών στα οικεία κτηµατολογικά βιβλία.

Κατόπιν τούτων, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, στο βαθμό που κατέληξε σε διαφορετική κρίση με το παρόν, αναγνωρίζοντας τον ενάγοντα συγκύριο των επίδικων ακινήτων σε ποσοστό ½ εξ αδιαιρέτου και όχι αποκλειστικό κύριο αυτών (σε ποσοστό 100%), εσφαλμένα εφάρμοσε τον νόμο και κακώς εκτίμησε τις αποδείξεις. Πρέπει λοιπόν, κατά το βάσιμο περί τούτου λόγο της έφεσης, να εξαφανισθεί. Ακολούθως, πρέπει να γίνει δεκτή η κρινόμενη έφεση δεκτή και ως ουσιαστικά βάσιμη και, αφού κρατηθεί η υπόθεση στο Δικαστήριο αυτό και ερευνηθεί κατ΄ ουσία, πρέπει να γίνει δεκτή η αγωγή, σύμφωνα τα προαναφερθέντα, κι ως ουσιαστικά βάσιμη και να αναγνωριστεί ο ενάγων κύριος των εν λόγω ακινήτων σε ποσοστό 100%. Επίσης, πρέπει να διαταχθεί η διόρθωση της αρχικής κτηματολογικής εγγραφής στα οικεία κτηματολογικά φύλλα των βιβλίων του Κτηματολογικού Γραφείου Σαλαμίνας, ως προς τα ως άνω ακίνητα, τα οποία εσφαλμένα φέρονται ως «αγνώστου ιδιοκτήτη»,  ώστε να αναγραφεί ο ενάγων αποκλειστικός κύριος αυτών δυνάμει έκτακτης χρησικτησίας, κατά τα προεκτεθέντα. Τα δικαστικά έξοδα του ενάγοντος- εκκαλούντος και τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, κατόπιν σχετικού αιτήματός του, θα επιβληθούν εις βάρος του εναγόμενου – εφεσίβλητου Ελληνικού Δημοσίου, λόγω της ήττας του (άρθρα 176, 183 ΚΠολΔ), μειωμένα, όμως, κατ΄ άρθρο 22 παρ.1 του ν. 3693/1957, που διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 52 αρ. 18 του Εισ.Ν.Κ.Πολ.Δ., όπως ισχύει μετά την έκδοση της Κ.Υ.Α. 134423/8.12.1992 των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης (Φ.Ε.Κ. Β` 11/20.1.1993), η οποία εκδόθηκε κατ΄ εξουσιοδότηση του άρθρου 5 του ν. 1738/1987, όπως ειδικότερα ορίζονται στο διατακτικό. Τέλος, θα διαταχθεί η απόδοση του παραβόλου της έφεσης στον καταθέσαντα αυτό, εκκαλούντα, κατ΄ άρθρο 495 παρ.3 εδ.ε΄ ΚΠολΔ.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει την έφεση κατ΄ αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται την έφεση κατά το τυπικό και ουσιαστικό της μέρος.

Εξαφανίζει την εκκαλουμένη υπ΄αρ. 2869/2022 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που δίκασε τη διαφορά των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία.

Κρατεί την αγωγή.

Δικάζει επί της ουσίας την υπόθεση.

Δέχεται την αγωγή.

Αναγνωρίζει τον ενάγοντα κύριο (σε ποσοστό 100%) των ακινήτων που έχουν λάβει ΚΑΕΚ ………. και …………… στα κτηµατολογικά βιβλία του Κτηµατολογικού Γραφείου Σαλαµίνας, όπως αυτά περιγράφονται στο σκεπτικό της παρούσας απόφασης.

Διατάσσει τη διόρθωση των αρχικών εγγραφών στα οικεία κτηματολογικά φύλλα των κτηματολογικών βιβλίων του Κτηματολογικού Γραφείου Σαλαμίνας, ώστε στα καταχωρημένα σε αυτά ως άνω ακίνητα (με ΚΑΕΚ ………. και …………..) να αναγραφεί ο ενάγων ως κύριος, σε ποσοστό 100%, δυνάμει έκτακτης χρησικτησίας, αντί του εσφαλμένου «άγνωστος ιδιοκτήτης».

Επιβάλλει τα δικαστικά έξοδα του ενάγοντος – εκκαλούντος και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, εις βάρος του εναγόμενου – εφεσίβλητου Ελληνικού Δημοσίου, τα οποία ορίζει (μειωμένα) στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ.

Διατάσσει την απόδοση του παραβόλου της έφεσης (e-παράβολο με αρ. …………., ποσού 100 ευρώ) στον καταθέσαντα αυτό εκκαλούντα.

KPIΘHKE, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, στο ακροατήριό του και σε έκτακτη δημόσια αυτού συνεδρίαση στις 23 Ιουνίου 2025, απόντων των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.

Η  ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                H  ΓPAMMATEAΣ