Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 27/2019

ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

Αριθμός Απόφασης:   27/2019

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

 [ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ]

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τη Δικαστή Ευγενία Τσιώρα, Εφέτη, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου και από τη Γραμματέα Κ.Δ..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΑΦΟΥ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

O ΚΠολΔ ορίζει: α) Στη διάταξη του άρθρου 579 παρ. 1, ότι “αν αναιρεθεί η απόφαση, οι διάδικοι επανέρχονται στην κατάσταση που υπήρχε πριν από την απόφαση που αναιρέθηκε και η διαδικασία πριν από την απόφαση αυτήν ακυρώνεται μόνο εφόσον στηρίζεται στην παράβαση για την οποία έγινε δεκτή η αναίρεση. Κάθε απόφαση που στηρίζεται σ’ αυτήν που αναιρέθηκε αναιρείται, εφόσον οι λόγοι της αναίρεσης αναφέρονται και σ’ αυτήν”, β) Στη διάταξη του άρθρου 580 παρ. 3, ότι “αν ο Άρειος Πάγος αναιρέσει την απόφαση για οποιονδήποτε άλλο λόγο, εκτός από εκείνους που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 (δηλαδή για υπέρβαση δικαιοδοσίας ή για παράβαση των διατάξεων των σχετικών με την αρμοδιότητα, αντίστοιχα), παραπέμπει την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση σε άλλο δικαστήριο ισόβαθμο και ομοειδές προς εκείνο το οποίο εξέδωσε την απόφαση που αναιρέθηκε ή στο ίδιο, αν είναι δυνατή η σύνθεσή του από άλλους δικαστές” και γ) Στη μεν διάταξη του άρθρου 581 παρ. 1 Κ.Πολ.Δικ., ότι “στο δικαστήριο της παραπομπής η υπόθεση εισάγεται και συζητείται με κλήση. Δεν είναι απαραίτητο να επιδοθεί η αναιρετική απόφαση”, στη δε διάταξη του άρθρου 581 παρ. 2 ότι “η υπόθεση συζητείται (στο δικαστήριο της παραπομπής) μέσα στα όρια που διαγράφονται με την αναιρετική απόφαση..”. Από το συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων προκύπτει ότι, μετά την παραδοχή της αιτήσεως αναιρέσεως, οι διάδικοι επανέρχονται στην κατάσταση που υπήρχε πριν από τη συζήτηση, μετά την οποία εκδόθηκε η απόφαση που αναιρέθηκε, δηλαδή αναβιώνει η αίτηση παροχής έννομης προστασίας (έφεση, αγωγή). Η απόφαση αναιρείται κατά το μέτρο παραδοχής της αναιρέσεως, δηλαδή ως προς τα κεφάλαιά της, που προσβλήθηκαν με την αναίρεση, όχι δε ως προς άλλα κεφάλαιά της, εκτός αν τα τελευταία συνάπτονται αρρήκτως με τα κεφάλαια, ως προς τα οποία χώρησε αναίρεση της αποφάσεως, οπότε συναναιρούνται (ΑΠ 1131/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1150/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1326/2012 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 650/2015 Δημ. Νόμος). Ειδικότερα, όταν ορίζεται από το άρθρο 579 παρ. 1 Κ.Πολ.Δικ., ότι αν αναιρεθεί η απόφαση, οι διάδικοι επανέρχονται στην κατάσταση που υπήρχε πριν από την απόφαση που αναιρέθηκε, προδήλως εννοεί τους διαδίκους που μετέσχον στην αναιρετική δίκη, μεταξύ των οποίων διεξάγεται κατά παραπομπή η νέα δίκη ενώπιον του Εφετείου. Δεν περιλαμβάνονται και οι διάδικοι εκείνοι οι οποίοι δεν μετέσχον στην αναιρετική δίκη, έστω και αν μετέσχον στην εφετειακή δίκη στα πλαίσια άλλης συνεκδικασθείσας εφέσεως. Ως προς τους διαδίκους αυτούς υπάρχει δεδικασμένο από την τελεσίδικη απόφαση, η οποία μπορεί να έχει καταστεί και αμετάκλητη, γιατί παρήλθε η προς άσκηση αναιρέσεως προθεσμία του νόμου (ΑΠ 632/2018 ό.π., ΑΠ 808/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 161/2013 Δημ. Νόμος, Α.Π. 1717/2002). Τα παράπονα, που είχαν διατυπωθεί ως λόγοι εφέσεως και ως αναιρετικοί λόγοι, κατ’ αρχήν καλύπτονται από το δεδικασμένο της αναιρετικής αποφάσεως. Και στην περίπτωση αυτήν, αν είχαν γίνει δεκτά ως αναιρετικοί λόγοι, τότε το δικαστήριο της παραπομπής δεσμεύεται να τα δεχτεί και ως βάσιμους λόγους της εφέσεως, ενώ, αν είχαν απορριφθεί ως αναιρετικοί λόγοι, είναι ως λόγοι εφέσεως απαράδεκτοι (ΑΠ 1150/2017 ό.π., ΑΠ 251/2016 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1476/2012 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1326/2012 Δημ. Νόμος, ΑΠ 994/2012 Δημ. Νόμος, ΑΠ 738/2012 Δημ. Νόμος, ΑΠ 553/2008 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 250/2016 Δημ. Νόμος, ΕφΘρ 14/2016 Δημ. Νόμος, ΕφΚερκ 2/2016 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 294/2015 Δημ. Νόμος, ΕφΛαρ 125/2015 Δημ. Νόμος, ΕφΘεσ 637/2013 Δημ. Νόμος, ΕφΛαρ 216/2013 Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 4924/2012 Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 2994/2006 Δημ. Νόμος). Ειδικότερα, από τις παραπάνω διατάξεις προκύπτει ότι η αναίρεση της απόφασης και επομένως, και η εξαφάνισή της μπορεί να είναι ολική ή μερική. Τούτο θα εξαρτηθεί από το κατά πόσο έχουν προσβληθεί όλα ή κάποιο από τα περισσότερα κεφάλαια αυτής (ΑΠ 1150/2017 ό.π., ΑΠ 1123/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 251/2016 ό.π., ΑΠ 738/2012 ό.π., ΤριμΕφΛαμ 12/2017 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 305/2016 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 250/2016 ό.π., ΕφΘρ 14/2016 ό.π., ΕφΚερκ 2/2016 ό.π., ΕφΠειρ 650/2015 ό.π., ΕφΠειρ 294/2015 ό.π., ΕφΛαρ 125/2015 ό.π., ΕφΘεσ 637/2013 ό.π.). Η έκταση αυτή της αναιρέσεως προκύπτει από το συγκεκριμένο περιεχόμενο της αναιρετικής αποφάσεως και κατισχύει κάθε αντίθετης γενικής διατυπώσεως αυτής και μάλιστα του τυχόν χαρακτηρισμού της από αυτήν της εκτάσεως της αναιρέσεως της προσβαλλόμενης αποφάσεως ως ολικής (ΑΠ 1150/2017 ό.π., ΑΠ 1123/2017 ό.π., ΑΠ 251/2016 ό.π., ΑΠ 738/2012 ό.π.). Επομένως, στο δικαστήριο της παραπομπής η υπόθεση συζητείται μέσα στα όρια που διαγράφονται με την αναιρετική απόφαση. Στο σύνολό της θεωρείται ότι αναιρείται μια απόφαση όταν η αναιρούσα αυτήν απόφαση δεν περιορίζει με σχετική διάταξη την αναίρεση σε ορισμένο ή ορισμένα κεφάλαια της όλης δίκης ή ως προς μερικούς από τους διαδίκους (ΟλΑΠ 27/2007, ΑΠ 1123/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 845/2010). Στην περίπτωση της εν μέρει αναίρεσης, η απόφαση αναιρείται κατά το μέτρο της παραδοχής της αναίρεσης, δηλαδή ως προς τα πληγέντα κεφάλαιά της, ως τέτοιων νοουμένων των οριστικών διατάξεων της απόφασης, που αποφαίνονται στις επί μέρους αυτοτελείς αιτήσεις παροχής έννομης προστασίας, όπως συμβαίνει στις περιπτώσεις ασκήσεως κυρίας παρέμβασης, ανταγωγής, αντικειμενικής σώρευσης αγωγών, άσκησης παρεμπίπτουσας αγωγής, επεκτείνεται δε στα αρρήκτως συνδεόμενα προς τα αναιρεθέντα κεφάλαιά της, τα οποία συναναιρούνται και επομένως, ως προς ολόκληρο το αναιρεθέν κεφάλαιο η απόφαση αποβάλλει την ισχύ της και παύει να αποτελεί δεδικασμένο, ενώ ως προς τα μη αναιρεθέντα κεφάλαια της απόφασης διατηρείται το δεδικασμένο της. ΄Ετσι με την αναίρεση της απόφασης, κατά το μέτρο παραδοχής της αντίστοιχης αίτησης, οι διάδικοι, οι οποίοι μετέσχον στην αναιρετική δίκη, επανέρχονται στην κατάσταση, που υπήρχε πριν από τη συζήτηση, επί της οποίας εκδόθηκε η αναιρεθείσα, όμως, η διαδικασία πριν την αναιρεθείσα απόφαση ακυρώνεται, μόνον εφόσον στηρίζεται στην παράβαση, για την οποία έγινε δεκτή η αναίρεση, ενώ στο δικαστήριο της παραπομπής η υπόθεση συζητείται μέσα στα όρια, που διαγράφονται από την αναιρετική απόφαση και αφού κατατεθούν προτάσεις κατ` άρθρο 237 ΚΠολΔ (ΑΠ 738/2012 ό.π., ΑΠ 129/2004 Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 7478/2013 Δημ. Νόμος). Οι διάδικοι, ενώπιον του δικαστηρίου της παραπομπής, που, εφόσον πρόκειται περί διαφοράς υπαγόμενης στις ειδικές διαδικασίες, δικάζει κατ’ εφαρμογή των ανάλογων διατάξεων, προτείνουν όποιους ισχυρισμούς μπορούσαν να προτείνουν και κατά τη συζήτηση, κατά την οποία εκδόθηκε η απόφαση που αναιρέθηκε. Το δικαστήριο αυτό, ερευνώντας μόνον τους λόγους εφέσεως, που είναι σχετικοί με τα κεφάλαια της δίκης, για τα οποία αναιρέθηκε η εφετειακή απόφαση, ως προς τα οποία μόνον επανακρίνεται, εφόσον ως προς τα μη αναιρεθέντα κεφάλαια υπάρχει δεδικασμένο, που δεν ανατράπηκε με την αναίρεση, το οποίο, κατά το άρθρο 332 Κ.Πολ.Δ., λαμβάνεται υπόψη από το δικαστήριο αυτεπαγγέλτως. και δεσμεύει έτσι το δικαστήριο της παραπομπής, δεν δεσμεύεται να κρίνει διαφορετικά επί της ουσίας, δεσμευόμενο μόνον για τα νομικά ζητήματα, που επέλυσε η αναιρετική απόφαση με το λόγο αναιρέσεως, που έκανε δεκτό (ΑΠ 1150/2017 ό.π., ΑΠ 1123/2017 ό.π., ΑΠ 886/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 251/2016, ΑΠ 738/2012 ό.π., ΑΠ 63/2009 Δημ. Νόμος, ΤριμΕφΛαμ 12/2017 ό.π., ΕφΠειρ 305/2016 ό.π., ΕφΒορΑιγ 4/2016 Δημ. Νόμος, ΕφΘρ 14/2016 ό.π., ΕφΚερκ 2/2016 ό.π., ΕφΠειρ 294/2015 ό.π., ΕφΛαρ 125/2015 ό.π., ΕφΔωδ 171/2013 Δημ. Νόμος). Η δέσμευση του δικαστηρίου της παραπομπής θεμελιώνεται στη διάταξη του άρθρου 580 § 4 ΚΠολΔ, κατά την οποία οι αποφάσεις της ολομέλειας ή των τμημάτων του Αρείου Πάγου δεσμεύουν τα δικαστήρια, που ασχολούνται με την ίδια υπόθεση ως προς τα νομικά ζητήματα, που έλυσαν (ΑΠ 738/2012 ό.π., ΕφΠειρ 250/2016 ό.π., ΕφΠειρ 650/2015 ό.π., ΕφΛαρ 125/2015 ό.π.). Κατά την έννοια της διάταξης αυτής ως “νομικό ζήτημα” θεωρείται το εννοιολογικό περιεχόμενο, που προσέδωσε η αναιρετική απόφαση στον κανόνα δικαίου, στην παράβαση του οποίου θεμελιώθηκε η αναίρεση, μπορεί δε αυτός να ανάγεται είτε στο ουσιαστικό είτε στο δικονομικό δίκαιο, για τους κατ’ ιδίαν λόγους αναίρεσης που θεσπίζει το αρθ.559 ΚΠολΔ (ΑΠ 923/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 886/2017 ό.π., ΑΠ 534/2015, ΑΠ 1708/2014, ΑΠ 736/2011 Δημ. Νόμος). ΄Ετσι, αν αναιρεθεί απόφαση εφετείου, με την οποία έχουν απορριφθεί αντίθετες εφέσεις των διαδίκων ή έχουν γίνει δεκτές αντίθετες εφέσεις αυτών, εξετάζεται μόνον η έφεση εκείνου, που άσκησε αναίρεση, όχι και η έφεση του αντιδίκου του, που δεν άσκησε αναίρεση, στην πρώτη περίπτωση (απόρριψης των εφέσεων), ή εξετάζεται μόνον η έφεση του αντιδίκου εκείνου που άσκησε αναίρεση στη δεύτερη περίπτωση (αποδοχής και των δύο εφέσεων), αντίστοιχα, όχι όμως και η έφεση εκείνου, που άσκησε αναίρεση κατά το μέρος που αυτή (η έφεση του) έγινε δεκτή με την προσβληθείσα με αναίρεση απόφαση, γιατί, εφόσον δεν προσβλήθηκε με αναίρεση από τον εκκαλούντα, ούτε αναιρέθηκε η απόφαση, κατά το μέρος που έχει απορρίψει την έφεση του μη ασκήσαντος αναίρεση εκκαλούντος ή έκανε δεκτή την έφεση του ασκήσαντος αναίρεση εκκαλούντος, τα αναφερόμενα σ` αυτήν (έφεση που απορρίφθηκε ή έγινε δεκτή, ανάλογα) καλύπτονται από το δεδικασμένο της προσβαλλόμενης απόφασης (βλ. σχετ. ΑΠ 553/2008 ό.π., ΕφΠειρ 832/2014 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 35/2014 Δημ. Νόμος, ΕφΘεσ 637/2013 Δημ. Νόμος, ΕφΔωδ (Μεταβ Κω) 171/2013 Δημ. Νόμος, καθώς και Κ. Μπέη, Τα αντικειμενικά όρια της δίκης ενώπιον του Εφετείου μετά την αναίρεση προγενέστερης απόφασης του, Δ 29.838,841). Εξ άλλου, κατά την έννοια των διατάξεων των άρθρων 321, 322 και 324 του ΚΠολΔ, η τελεσίδικη απόφαση αποτελεί δεδικασμένο, που δεν επιτρέπει να αμφισβητηθεί μεταξύ των ιδίων προσώπων και να καταστεί αντικείμενο νέας δίκης το δικαίωμα που κρίθηκε και η δικαιολογητική σχέση από την οποία αυτό έχει παραχθεί (ΟλΑΠ 7/2013, ΑΠ 886/2017 Δημ. Νόμος). Κατ’ αρχήν, στο δικαστήριο της παραπομπής, οι διάδικοι επανέρχονται δικονομικώς στην κατά τον χρόνο της τελευταίας συζητήσεως υπάρχουσα κατάσταση. Επομένως, από τον προσδιορισμό σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση του σημείου εκκινήσεως της διαδικασίας ενώπιον του δικαστηρίου της παραπομπής καθορίζονται και οι δικονομικές δυνατότητες αφ` ενός των διαδίκων (π.χ. για την προβολή νέων ισχυρισμών, την διεξαγωγή νέων αποδείξεων, την άσκηση αντεφέσεως κ.ο.κ.) και αφ` ετέρου του δικαστηρίου. Η προβολή νέων πραγματικών ισχυρισμών, ως και η επίκληση και προσαγωγή νέων αποδείξεων κρίνονται κατά τις γενικές διατάξεις περί εφέσεως (άρθρα 527 και 529 Κ.Πολ.Δ.). Το ίδιο ισχύει και για την προβολή προσθέτων λόγων εφέσεως και για την άσκηση αντεφέσεως, εφόσον η ενώπιον του δικαστηρίου της παραπομπής συζήτηση είναι η πρώτη και υπάρχει η νόμιμη προθεσμία (ΑΠ 1326/2012 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1411/99 ό.π., ΕφΛαρ 216/2013 Δημ. Νόμος). Αν η απόφαση που αναιρέθηκε είναι εφετείου, δεν ακυρώνεται και η απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, ακόμα και αν αυτή στηρίζεται στο ίδιο ελάττωμα, διότι με την αναίρεση της απόφασης του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου αναβιώνει η εκκρεμοδικία της έφεσης κατά της απόφασης του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου (ΑΠ 963/1999 ΕλΔ 41,51, ΕφΠειρ 650/2015 ό.π.), ως προς την οποία θα αποφανθεί το δικαστήριο της παραπομπής, το οποίο είτε θα δεχθεί την έφεση και θα εξαφανίσει την απόφαση, είτε θα απορρίψει αυτή, επικυρώνοντας την πρωτόδικη απόφαση (ΑΠ 1421/2002 ΧρΙΔ 2003. 145, ΕφΠειρ 650/2015 ό.π.). Το εφετείο, ως Δικαστήριο της παραπομπής, εφόσον η αναιρετική απόφαση δεν ασχολήθηκε με το διαδικαστικό ζήτημα του εμπροθέσμου της εφέσεως ως προϋποθέσεως του παραδεκτού της, θα (επαν)εξετάσει την εν λόγω διαδικαστική προϋπόθεση (ΕφΠειρ 650/2015 Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 7478/2013 Δημ. Νόμος, ΕΑ 4924/2012 Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 2994/2006 Δημ. Νόμος). Περαιτέρω, επί αναιρέσεως εφετειακής αποφάσεως στο σύνολό της α) οι προτάσεις που υποβλήθηκαν κατά τη συζήτηση αυτής (αναιρεθείσας αποφάσεως) δεν λαμβάνονται υπόψη απο το Εφετείο (ΑΠ 778/2004, ΑΠ 434/2009, ΑΠ 352/2004 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 650/2015 ό.π., ΕφΑθ 7478/2013 ό.π., ΕΑ 4924/2012 ό.π., ΕφΑθ 2994/2006 ό.π.) β) δεν λαμβάνεται υπόψη η ασκηθείσα με τις προτάσεις αυτές αντέφεση αν ανάγεται σε κεφάλαιο για το οποίο εχώρησε η αναίρεση (ΑΠ 1145/2015 Δημ. Νόμος, ΑΠ 682/2014 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1070/2008 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1606/2007 Δημ. Νόμος, ΑΠ 107/1987 ΕλΔνη 20 294, ΕφΠειρ 650/2015 ό.π., ΕφΑθ 7478/2013 ό.π., ΕΑ 4924/2012 ό.π., ΕφΑθ 2994/2006 ό.π., ΕφΠειρ 1181/1995 ΕλΔνη 37.1414) και είναι επιτρεπτή από τον εφεσίβλητο η άσκηση αντεφέσεως, κατά τη συζήτηση της μετ` αναίρεση εφέσεως (ΑΠ 1606/2007 ό.π, ΕφΠειρ 650/2015 ό.π., ΕφΑθ 7478/2013 ό.π., ΕΑ 4924/2012 ό.π., ΕφΑθ 2994/2006 ό.π.), γ) είναι επιτρεπτή από τον εκκαλούντα η άσκηση πρόσθετων λόγου εφέσεως (ΟλΑΠ 27/2007 ό.π., ΕφΑθ 7478/2013 ό.π., ΕΑ 4924/2012 ό.π., ΕφΑθ 2994/2006 ό.π.) και δ) είναι επιτρεπτή από τον εναγόμενο ως εφεσίβλητο, μετά την αναίρεση, η πρόταση με τις προτάσεις του στη νέα συζήτηση της εφέσεως, νέων πραγματικών ισχυρισμών, με τις προϋποθέσεις των άρθρων 527 και 269 του ΚΠολΔ (ΑΠ 778/2009, ΑΠ 434/2009, ΑΠ 352/2004 ό.π., ΕφΠειρ 650/2015 ό.π., ΕφΑθ 7478/2013 ό.π., ΕΑ 4924/2012 ό.π., ΕφΑθ 2994/2006 ό.π.). Ειδικότερα, κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 579 παρ. 1 ΚΠολΔ, αν αναιρέθηκε η απόφαση, καταργείται η συζήτηση, κατά την οποία εκδόθηκε η αναιρεθείσα απόφαση, και κατά συνέπεια, οι κατ` αυτήν υποβληθείσες προτάσεις συνακυρώνονται και δεν λαμβάνονται υπόψη από το δικαστήριο που δικάζει εκ νέου την υπόθεση, έστω και αν γίνεται νόμιμη επίκλησή τους, κατ` άρθρο 240 ΚΠολΔ, δηλαδή με προσκομιδή τους σε κυρωμένο αντίγραφο και σύντομη περίληψη επαναφερόμενων ισχυρισμών και αναφορά στις σελίδες των προτάσεων της προηγούμενης συζήτησης που περιέχουν αυτούς. Ειδικότερα, η αναφορά στις προτάσεις που υποβλήθηκαν κατά τη συζήτηση, μετά την οποία εκδόθηκε η αναιρεθείσα απόφαση και η ενσωμάτωσή τους στις προτάσεις, ενώπιον του δικαστηρίου, που δικάζει εκ νέου την υπόθεση δεν συνιστά νόμιμη επίκληση αποδεικτικών μέσων. Η επίκληση (και στην περίπτωση αυτή) μπορεί να γίνει είτε με τις προτάσεις ενώπιον του δικαστηρίου που δικάζει εκ νέου την υπόθεση, είτε, με αναφορά, με τις προτάσεις αυτές, σε συγκεκριμένο μέρος των προσκομιζόμενων προτάσεων της προηγούμενης ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου συζήτησης, όπου γίνεται σαφής και ορισμένη επίκληση των αποδείξεων, κατ` ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 240 ΚΠολΔ (ΑΠ 994/2012 Δημ. Νόμος). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 246 ΚΠολΔ, το Δικαστήριο σε κάθε στάση της δίκης μπορεί, αυτεπαγγέλτως ή ύστερα από αίτηση κάποιου διαδίκου, να διατάξει την ένωση και συνεκδίκαση περισσοτέρων εκκρεμών ενώπιόν του δικών ανάμεσα στους ίδιους ή διαφορετικούς διαδίκους, αν υπάγονται στην ίδια διαδικασία και κατά την κρίση του διευκολύνεται ή επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης ή επέρχεται μείωση των εξόδων. Η συνεκδίκαση, κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, αποσκοπεί στην ενοποίηση της διαδικασίας προς διευκόλυνση ή επιτάχυνση της διεξαγωγής της δίκης ή προς μείωση των εξόδων, αποτελούσα ειδικότερη εκδήλωση της αρχής της οικονομίας της δίκης, χωρίς, όμως, να επιφέρει καμία μεταβολή στις σχέσεις των διαδίκων των ενωμένων διαφορετικών δικών, οι οποίες διατηρούν την αυτοτέλειά τους. Έτσι, με τη συνεκδίκαση δεν μεταβάλλονται οι ενάγοντες ή οι εναγόμενοι κ.λπ. των συνεκδικαζομένων υποθέσεων σε ομοδίκους. Τούτο περαιτέρω σημαίνει ότι δικαίωμα ασκήσεως ενδίκου μέσου κατά της αποφάσεως που εκδόθηκε επί των συνεκδικαζομένων δικών έχει κάθε διάδικος εκάστης από τις αυτοτελείς συνεκδικαζόμενες δίκες, ο οποίος οφείλει να απευθύνει αυτό κατά του αντιδίκου του στην ίδια αυτοτελή δίκη και όχι κατά των διαδίκων των άλλων συνεκδικαζομένων δικών (ΑΠ 594/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1355/2004 ΕλλΔνη 2005.1448, ΤριμΕφΛαρ 74/2018 ΤΝΠΔΣΑθ, Ν. Νίκας, Πολιτική Δικονομία ΙΙΙ, Ένδικα Μέσα, 2007, σελ. 145). Ο ηττηθείς διάδικος των αυτοτελών συνεκδικασθεισών υποθέσεων ασκών έφεση κατά της εκδοθείσης οριστικής αποφάσεως και απευθύνων αυτή κατά διαφόρων διαδίκων δικαιούται, εν όψει και της διατάξεως του άρθρου 514 ΚΠολΔ, να σωρεύσει αυτοτελείς κατά καθενός εκάστου αιτιάσεις, το παραδεκτό των οποίων κρίνεται αυτοτελώς, όχι δε και σε σχέση με τους άλλους, ούτως ώστε αν ο λόγος που αφορά τον ένα διάδικο αντιφάσκει προς τον λόγο που αφορά άλλο διάδικο, να μη δημιουργείται απαράδεκτο του ενός ή πολλώ μάλλον και των δυο λόγων, η αντιφατικότητα των οποίων δικαιολογείται εκ της αντιφατικότητας του περιεχομένου των αυτοτελών εισαγωγικών των δικών δικογράφων (ΑΠ 594/2018 ό.π.). Εξάλλου, από το συνδυασμό της διάταξης του άρθρ. 553§1 περ. β΄ ΚΠολΔ, με τις διατάξεις των άρθρ. 74, 75 και 76§§ 1 & 4 του ίδιου Κώδικα, προκύπτει ότι σε περίπτωση απλής ομοδικίας, οπότε σωρεύονται υποκειμενικά σε κοινή διαδικασία περισσότερες, ανεξάρτητες μεταξύ τους δίκες, υφίστανται δε τόσα αντικείμενα δίκης όσοι και οι απλοί ομόδικοι, η εκδοθείσα οριστική απόφαση καθίσταται αυτοτελώς τελεσίδικη για κάθε έναν από τους ομοδίκους και συνεπώς για όσους ομόδικους η απόφαση είναι ήδη τελεσίδικη, είναι αντίστοιχα ως προς τους ίδιους προσβλητή έκτοτε και με αίτηση αναίρεσης, δηλαδή παρόλο που δεν είναι τελεσίδικη ως προς τους λοιπούς ομοδίκους (ΑΠ 1228/2014 Δημ. Νόμος, ΑΠ 747/2014 Δημ. Νόμος, ΑΠ 505/2011 Δημ. Νόμος). Περίπτωση δε απλής ομοδικίας (υποκειμενικής σώρευσης αγωγών) υπάρχει όταν ενάγουν ή ενάγονται περισσότεροι του ενός, ως εις ολόκληρον δικαιούχοι ή υπόχρεοι για αποζημίωση εξ αδικοπραξίας ή εκ του νόμου, ενώνονται δε σε κοινή διαδικασία πλείονες έννομες σχέσεις δίκης, οι οποίες συνδέουν διάφορα υποκείμενα, χωρίς να επηρεάζεται η ανεξάρτητη δικονομική θέση καθενός από αυτούς έναντι των λοιπών. Τέτοια είναι και η περίπτωση των συγγενών θανόντος εξ αυτοκινητικού ατυχήματος, των οποίων σωρεύονται στην ίδια αγωγή αξιώσεις αποζημιώσεως λόγω χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ψυχικής οδύνης. Και τούτο διότι εκάστη αξίωση εκάστου δικαιούχου είναι αυτοτελής και προσωποπαγής (ΑΠ 747/2014 ό.π.). Από το συνδυασμό δε των διατάξεων των άρθρων 516 και 517 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι, επί απλής ομοδικίας, στην πλευρά των εναγομένων η έφεση απευθύνεται μόνο κατά του αντιδίκου του εκκαλούντος, όχι δε και κατά του απλού ομοδίκου του, εκτός εάν περιέχει κάποια επιβλαβή διάταξη, για τον εκκαλούντα υπέρ του ομοδίκου του. Αν δεν συντρέχει η τελευταία περίπτωση, η κατά του απλού ομοδίκου απευθυνόμενη έφεση είναι απαράδεκτη κατά τις διατάξεις των άρθρων 73 και 532 του ΚΠολΔ (βλ. ΕφΛαρ 169/2005 Δημ. Νόμος). Επομένως, η έφεση του ενός από αυτούς δεν μπορεί να απευθύνεται και κατά του άλλου, διότι το συμφέρον του εκκαλούντος εξαντλείται στην απόρριψη της αγωγής ως προς αυτόν, το δε δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεν μπορεί να περιλάβει στην απόφασή του διάταξη, που να μεταβάλει ως προς τον εφεσίβλητο ομόδικο του εκκαλούντος τα πραγματικά περιστατικά, που έγιναν δεκτά από την εκκαλουμένη (βλ. Α.Π. 642/2007, ΑΠ 645/1986 Σ 18.911, ΕφΑθ 5795/2008 Δημ. Νόμος, ΕφΠατρ 663/2008 Δημ. Νόμος, ΕφΛαρ 169/2005 ό.π., Σαμουήλ “Η Εφεση” εκδ. 5η (2003) παρ. 338). Ο εναγόμενος, όμως, που ηττήθηκε στην κύρια δίκη και του οποίου απορρίφθηκε παράλληλα η προσεπίκληση και η ενωμένη σ` αυτή παρεμπίπτουσα αγωγή αποζημίωσης, δικαιούται να ασκήσει έφεση και να την απευθύνει τόσο εναντίον του κυρίως ενάγοντος, όσο και εναντίον του προσεπικληθέντος και παρεμπιπτόντως εναγομένου. Η τελευταία αυτή έφεση τελεί βέβαια υπό την αίρεση απόρριψης της έφεσης εναντίον του κυρίως ενάγοντος (ΑΠ 1601/2014 Δημ. Νόμος). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 523 § 1 και 2 ΚΠολΔ, ο εφεσίβλητος μπορεί, και αφού περάσει η προθεσμία της έφεσης, να ασκήσει αντέφεση ως προς τα κεφάλαια της απόφασης που προσβάλλονται με την έφεση και ως προς εκείνα που συνέχονται αναγκαστικά με αυτά και αν ακόμη αποδέχθηκε την απόφαση ή παραιτήθηκε από την έφεση (ΟλΑΠ 10/2015 Δημ. Νόμος). Σύμφωνα δε με το άρθρο 674 παρ.1 ΚΠολΔ, η αντέφεση στην ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών ασκούνταν και με τις προτάσεις. Η διάταξη αυτή καταργήθηκε σιωπηρά από 1-1-2016, αφού με το άρθρο τέταρτο του άρθρου 1 του ν. 4335/2015 αντικαταστάθηκε το “βιβλίο τέταρτο” του ΚΠολΔ, που περιείχε τα άρθρα 591 έως 681Δ και περιέχει πλέον τα άρθρα 591 έως 645, με συνέπεια τη σιωπηρή κατάργηση των άρθρων 646 έως 681Δ του ως άνω Κώδικα. Κατά την παρ. 2 του άρθρου 9 του νόμου 4335/2015 οι διατάξεις για τα ένδικα μέσα και τις ειδικές διαδικασίες των άρθρων 591 – 645 ΚΠολΔ εφαρμόζονται για τα κατατιθέμενα από την 1-1-2016 και μετά ένδικα μέσα και αγωγές. Μετά δε την τροποποίηση του Τέταρτου Βιβλίου του ΚΠολΔ, που περιέχει τις διατάξεις περί ειδικών διαδικασιών, με το άρθρο 1 άρθρο τέταρτο του ν 4335/2015, στη διάταξη του άρθρου 591 παρ. 1 παρ. ζ Κ.Πολ.Δ. ορίζεται, ότι η αντέφεση στις ειδικές διαδικασίες ασκείται με ποινή απαραδέκτου με δικόγραφο που κατατίθεται στη γραμματεία του δικαστηρίου, στο οποίο απευθύνεται και επιδίδεται στον αντίδικο, τουλάχιστον οκτώ (8) ημέρες πριν από τη συζήτηση, η οποία ορίζεται υποχρεωτικά κατά την ημερομηνία συζήτησης της κύριας υπόθεσης. Μετά την τροποποίηση αυτή η άσκηση αντέφεσης στις ειδικές διαδικασίες ασκείται με τον ανωτέρω ομοιόμορφο τρόπο, σε αντίθεση με το προϊσχύον δίκαιο, κατά το οποίο η άσκησή της εξαρτιόταν από τις διατάξεις εκάστης ειδικής διαδικασίας. Η νέα διάταξη θα εφαρμόζεται μόνο επί αντεφέσεων που θα ασκηθούν μετά την 1-1-2016, σύμφωνα με τη μεταβατικού δικαίου διάταξη του άρθρου 1 άρθρου ένατου παρ. 2 του ν 4335/2015, ενόψει του ότι η αντέφεση συνιστά ένδικο μέσο υπαγόμενο σε ειδικούς κανόνες. Τούτο συμπορεύεται και με τη διάταξη του άρθρου 12 ΕισΝΚΠολΔ, στην οποία ορίζεται ότι, οι διαδικαστικές πράξεις ρυθμίζονται από τους κανόνες που ισχύουν κατά την άσκησή τους, κανόνας που εφαρμόζεται και επί του διαχρονικού δικαίου που διέπει τις διατυπώσεις της αντέφεσης (βλ. ΑΠ 1156/2018 Δημ. Νόμος, ΤριμΕφΛαρ 74/2018 ΤΝΠΔΣΑθ, Β. Βαθρακοκοίλη, Η Έφεση, 2015, σελ. 390 επ.). Από το άρθρο δε 523 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό και με το άρθρο 522 ΚΠολΔ, προκύπτει, ότι η άσκηση της αντέφεσης, για να είναι παραδεκτή, πρέπει να βρίσκεται μέσα στα όρια του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης, αφού με την άσκησή της δεν μεταβιβάζεται στο σύνολό της η υπόθεση στο Εφετείο, αλλά μόνο κατά τα διαγραφόμενα από την έφεση όρια (ΟλΑΠ 10/2015 Δημ. Νόμος). Επί αγωγής αποζημίωσης δε από αδικοπραξία (άρθρα 914, 297, 292 ΑΚ), αν ο εκκαλών με την έφεση προσβάλλει την πρωτόδικη απόφαση ως προς την υπαιτιότητα, μπορεί ο εφεσίβλητος να ασκήσει αντέφεση ως προς το κεφάλαιο της αποζημίωσης, για υλικές ζημίες, αλλά και για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, γιατί στο εκκληθέν κεφάλαιο της υπαιτιότητας περιλαμβάνονται και εκείνα της αποζημιώσεως και χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης. Δεν ισχύει όμως και το αντίστροφο, δηλαδή αν εκκαλείται μόνον το κεφάλαιο της αποζημίωσης και της χρηματικής ικανοποιήσεως μόνον αυτό μεταβιβάζεται στο Εφετείο, όχι δε και το κεφάλαιο της υπαιτιότητας, γιατί το τελευταίο δεν συνέχεται με τα εν λόγω κεφάλαια. Και τούτο για τον λόγο ότι στην περίπτωση αυτή μεταβιβάζονται στο Εφετείο μόνο τα κεφάλαια της αποζημιώσεως και χρηματικής ικανοποιήσεως από απόψεως ποσοτικού προσδιορισμού τους, η επί των οποίων διάφορη κρίση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου δεν επιδρά επί εκείνου της υπαιτιότητας και με την έννοια αυτή δεν συνέχονται αναγκαστικώς μετ` αυτού (ΟλΑΠ 10/2015 Δημ. Νόμος). Επίσης, από τη διάταξη του άρθρου 522 ΚΠολΔ συνάγεται ότι, αν το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφασή του, απέρριψε την αγωγή κατά παραδοχή αυτοτελούς ισχυρισμού (ένστασης) του εναγομένου, την απόφαση δε αυτή εκκαλεί ο ενάγων, η υπόθεση ή το σχετικό κεφάλαιό της μεταβιβάζονται με την άσκηση της έφεσης στο Εφετείο αδιαίρετα και ως σύνολο, τόσο δηλαδή ως προς την αγωγή όσο και ως προς την ένσταση (ΑΠ 747/2017 ό.π.). Στην προκειμένη περίπτωση, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς ασκήθηκαν: Α) η από 6-3-2010 και με αριθμ. κατάθ. …./12-03-2010 κύρια αγωγή της ……, μη διαδίκου στην παρούσα δίκη, εναντίον των: 1) ……. και 2) Ν.Π.Ι.Δ. με την επωνυμία «ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ», που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, ως ειδικού διαδόχου της ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία «…» της οποίας η άδεια λειτουργίας ανακλήθηκε, με την οποία, κατ’ ορθή εκτίμηση, η ενάγουσα εξέθετε ότι ο πρώτος εναγόμενος, στις 15.7.2009, στον Πειραιά, οδηγώντας το αναφερόμενο στην αγωγή Ι.Χ.Ε. αυτοκίνητο ιδιοκτησίας του, που ήταν ασφαλισμένο στην ως άνω ασφαλιστική εταιρεία, της οποίας η άδεια λειτουργίας ανακλήθηκε και στη θέση της υπεισήλθε το ως άνω Ν.Π.Ι.Δ., προκάλεσε σε αυτήν από αποκλειστική υπαιτιότητά του, τις αναφερόμενες στην αγωγή σωματικές βλάβες, συνεπεία του τροχαίου ατυχήματος, που συνέβη υπό τις συνθήκες που περιγράφονται λεπτομερώς στην αγωγή. Ζητούσε δε, μετά από παραδεκτό περιορισμό του καταψηφιστικού αιτήματος σε αναγνωριστικό, που έγινε με τις προτάσεις της, ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, κατ’ άρθρο 223 ΚΠολΔ, να αναγνωριστεί ότι οι εναγόμενοι οφείλουν να της καταβάλουν εις ολόκληρον ο καθένας, το ποσό των 100.000 € ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, με τους νόμιμους τόκους από την ημέρα του ατυχήματος, άλλως από την επίδοση της αγωγής μέχρις εξοφλήσεως, και να καταδικαστούν αυτοί στα δικαστικά της έξοδα. Β) η από 22-10-2010 αρ. κατάθ. …./25-10-2010 παρεμπίπτουσα αγωγή του δευτέρου των κυρίως εναγομένων της από 6/3/2010 και με αριθμ. κατάθ. …./12.3.2010 αγωγής, Ν.Π.Ι.Δ. με την επωνυμία «ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ», που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, ως ειδικού διαδόχου της ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία «…….», της οποίας η άδεια λειτουργίας ανακλήθηκε, εναντίον του πρώτου των κυρίως εναγομένων, ………. (επί της υπό στοιχείο Α΄ από 06/3/2010 και με αριθμ. κατάθ. …/12-03-2010 αγωγής), με την οποία το ενάγον Ν.Π.Ι.Δ. ζητούσε, μετά από παραδεκτό περιορισμό του καταψηφιστικού αιτήματος σε αναγνωριστικό, που έγινε με τις προτάσεις, ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, να αναγνωριστεί ότι ο εναγόμενος .. .. οφείλει να του καταβάλει ό,τι τυχόν καταβάλει στην ως άνω ενάγουσα . .., με τους νόμιμους τόκους από την καταβολή μέχρι εξοφλήσεως, με απειλή προσωπικής του κράτησης διάρκειας 12 μηνών, ως μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης της απόφασης και να καταδικαστεί στα δικαστικά του έξοδα, για το λόγο ότι αυτός οδηγούσε, κατά το χρόνο του επίδικου ατυχήματος, το Ι.Χ.Ε αυτοκίνητο του, χωρίς την νόμιμη (στην Ελλάδα) άδεια οδήγησης αυτοκινήτου. Γ) η από 6-3-2010 και με αριθμ. κατάθ. ../12-03-2010 κύρια αγωγή των: 1) ……., 2) ……., 3) … …….., 4) .., 5) …….., ατομικά και ως έχουσας τη γονική μέριμνα του ανήλικου αβάπτιστου τέκνου της …., γεννημένου την 07/04/2009, 6) .. ., ατομικά και ως έχοντος τη γονική μέριμνα του ανήλικου αβάπτιστου τέκνου του …, γεννημένου την 07/04/2009 και 7) …., εναντίον των: 1) ……, ……… και 2) Ν.Π.Ι.Δ. με την επωνυμία «ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ», που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, ως ειδικού διαδόχου της ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία «……..», της οποίας η άδεια λειτουργίας ανακλήθηκε, με την οποία οι ενάγοντες, εξέθεταν, κατ’ ορθή εκτίμηση, ότι, ο πρώτος εναγόμενος, στις 15.7.2009 στον Πειραιά, οδηγώντας το αναφερόμενο στην αγωγή Ι.Χ.Ε. αυτοκίνητο, ιδιοκτησίας του, που ήταν ασφαλισμένο στην ως άνω ασφαλιστική εταιρεία, της οποίας η άδεια λειτουργίας ανακλήθηκε και υποκαταστάθηκε γι’ αυτήν το ως άνω Ν.Π.Ι.Δ., προκάλεσε από αποκλειστική υπαιτιότητά του το θάνατο της ………, μητέρας των δύο πρώτων, γιαγιάς των εβδόμου, τρίτου, τετάρτου και πέμπτης των εναγόντων και συγγενούς των λοιπών εναγόντων (ο έκτος ενάγων είναι σύζυγος της πέμπτης ενάγουσας και πατέρας ανήλικου τέκνου – δισέγγονού της), σε τροχαίο ατύχημα που έγινε υπό τις συνθήκες που περιγράφονται λεπτομερώς στην αγωγή αυτή. Ζήτησαν δε αυτοί (μετά από παραδεκτό περιορισμό του καταψηφιστικού αιτήματος σε αναγνωριστικό με τις προτάσεις, που κατέθεσαν ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου), να αναγνωριστεί ότι οι εναγόμενοι οφείλουν να καταβάλουν εις ολόκληρον το ποσό των 150.000 ευρώ, για έκαστο των δύο πρώτων εξ αυτών, 100.000 ευρώ για καθένα εκ των τρίτου, τετάρτου, πέμπτης, έκτου και εβδόμου εξ αυτών και 50.000 ευρώ για το ανήλικο δισέγγονό της, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης τους και τα ποσά αυτά νομιμοτόκως από την ημέρα θανάτου της, άλλως από την επίδοση της αγωγής, να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινώς εκτελεστή και να καταδικαστούν οι εναγόμενοι στη δικαστική τους δαπάνη και Δ) η από 22-10-2010 και με αριθμ. κατάθ. …/25-10-2010 παρεμπίπτουσα αγωγή του δευτέρου των κυρίως εναγομένων της από 6/3/2010 και με αριθμ. κατάθ. …/12.3.2010 αγωγής, Ν.Π.Ι.Δ., με την επωνυμία «ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ», που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, ως ειδικού διαδόχου της ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία «……..», της οποίας η άδεια λειτουργίας ανακλήθηκε, εναντίον του πρώτου των κυρίως εναγομένων, …. (επί της υπό στοιχείο Γ΄ από 06/03/2010 και με αριθμ. κατάθ. …/12-03-2010 αγωγής), με την οποία, και μετά από παραδεκτό περιορισμό του καταψηφιστικού αιτήματος σε αναγνωριστικό (223 ΚΠολΔ), ζητούσε να αναγνωριστεί ότι οφείλει αυτός να του καταβάλει ό,τι τυχόν καταβάλει στους ενάγοντες στην ως άνω υπό στοιχείο (Γ) αγωγή, με το νόμιμο τόκο από την καταβολή μέχρι εξοφλήσεως με απειλή προσωπικής του κράτησης διάρκειας 12 μηνών ως μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης της απόφασης και να καταδικαστεί αυτός στα δικαστικά του έξοδα, καθόσον, κατά το χρόνο του επίδικου ατυχήματος, οδηγούσε το ΙΧΕ αυτοκίνητο του, χωρίς τη νόμιμα αναγνωρισμένη στην Ελλάδα άδεια οδήγησης αυτοκινήτου. Επί των ως άνω υπό στοιχεία Α΄ και Γ΄ από 06/03/2010 κυρίων αγωγών, μετά από συνεκδίκασή τους, με τις υπό στοιχείο Β΄ και Δ΄ από 22/10/2010 παρεμπίπτουσες αγωγές, στις 09/03/2012, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών για ζημίες από αυτοκίνητο και από τη σύμβαση ασφαλίσεως αυτού, εκδόθηκε η με αριθμ. 3115/26-06-2012 οριστική του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, δυνάμει της οποίας απορρίφθηκαν οι υπό στοιχεία Β΄ και Δ΄ παρεμπίπτουσες αγωγές, ως κατ’ ουσίαν αβάσιμες, και συμψηφίστηκε η δικαστική δαπάνη μεταξύ των διαδίκων αυτών, έγινε δεκτή εν μέρει η υπό στοιχείo Α΄ κύρια αγωγή (ήτοι της κυρίως ενάγουσας .. ..) και αναγνωρίστηκε η υποχρέωση των κυρίως εναγομένων της αγωγής αυτής (.. .. και Ν.Π.Ι.Δ με την επωνυμία «Επικουρικό Κεφάλαιο») να καταβάλουν εις ολόκληρον στην ενάγουσα (….) ποσό πέντε χιλιάδων (5.000) ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση, λόγω ηθικής βλάβης, με τους νόμιμους τόκους από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση, απορρίφθηκε δε η υπό στοιχείο Γ΄ κύρια αγωγή, ως απαράδεκτη, ως προς τον 6ο των εναγόντων, ….., ατομικά και ως έχοντος τη γονική μέριμνα του αβάπτιστου και ανήλικου τέκνου του και έγινε δεκτή εν μέρει η υπό στοιχείο Γ΄ κύρια αγωγή ως προς τους 1ο, 2ο, 3ο, 4ο, 5η και 7ο των εναγόντων (ήτοι ως προς τους 1) … . . .., 2) . 3) ……, 4) ….., 5) ….. και 6) …….) και αναγνωρίστηκε η υποχρέωση των κυρίως εναγομένων της αγωγής αυτής (…. και Ν.Π.Ι.Δ. με την επωνυμία «Επικουρικό Κεφάλαιο») να καταβάλουν εις ολόκληρον το ποσό των δέκα χιλιάδων (10.000) ευρώ σε καθένα από τους δύο πρώτους και των έξι χιλιάδων (6.000) ευρώ σε καθένα εκ των λοιπών, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση, επέβαλε δε μέρος της δικαστικής δαπάνης σε βάρος των εν μέρει ηττηθέντων και συμψήφισε αυτή μεταξύ των εναγομένων και του έκτου ενάγοντος της δεύτερης αγωγής. Την ως άνω με αριθμ. 3.115/2012 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς προσέβαλε, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ο δεύτερος των κυρίως εναγομένων των υπό στοιχ. Α΄ και Γ΄ κυρίων αγωγών – παρεμπιπτόντως ενάγον των υπό στοιχ. Β΄ και Δ΄ παρεμπιπτουσών αγωγών και ήδη εκκαλούν, Ν.Π.Ι.Δ., με την προαναφερόμενη ιδιότητά του, με την από 18.6.2013 έφεσή του, η οποία κατατέθηκε, την 01/07/2013, στη Γραμματεία του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με αριθμ. κατάθ. …/01-07-2013, αντίγραφο δε αυτής κατατέθηκε στη Γραμματέα του Δικαστηρίου αυτού, στις 17/12/2013, με αριθμό κατάθεσης …./17-12-2013, την οποία άσκησε εναντίον των 1ου, 2ης, 3ου, 4ου, 5ης και 7ου των κυρίως εναγόντων της υπό στοιχείο Γ΄ από 6-3-2010 και με αριθμ. κατάθ. ../12-03-2010 κύριας αγωγής (ήτοι των: 1) …….., 2) ……., 3) ……, 4) … ., 5) …… και 6) ……), της ενάγουσας της υπό στοιχείο Α΄ από 6-3-2010 και με αριθμ. κατάθ. …/12-03-2010 κύριας αγωγής (…….) και του πρώτου των κυρίως εναγομένων – παρεμπιπτόντως εναγομένου των ως άνω δύο παρεμπιπτουσών αγωγών (…..), για τους λόγους που αναφέρονται σε αυτήν και οι οποίοι ανάγονται σε εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, ζητώντας την εξαφάνιση αυτής με σκοπό να απορριφθούν αμφότερες οι κύριες αγωγές και να γίνουν δεκτές οι παρεμπίπτουσες (εξ αναγωγής) αγωγές. Επί της εφέσεως αυτής, μετά από συνεκδίκασή της, αντιμωλία των διαδίκων, με την ασκηθείσα, στις 23/10/2014, κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, αντέφεση, με τις από 23/10/2014 προτάσεις των 1ου, 2ης, 3ου, 4ου, 5ης και 7ου των κυρίως εναγόντων της υπό στοιχείο Γ΄ κύριας αγωγής και της κυρίως ενάγουσας της υπό στοιχείο Γ΄ αγωγής, εναντίον των κυρίως εναγομένων των υπό στοιχείων Α΄ και Γ΄ κύριων αγωγών, με την οποία ζητούσαν, σε περίπτωση που ήθελε γίνει δεκτή η έφεση, για τους λόγους, που, επίσης, αναφέρονται σε αυτήν και ανάγονται σε εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ζητούσαν την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, με σκοπό να γίνει εν όλω δεκτή ως άνω αγωγή τους, εκδόθηκε, κατά την ίδια ειδική διαδικασία των διαφορών για ζημίες από αυτοκίνητο και από τη σύμβαση ασφαλίσεως αυτού, η με αριθμ. 470/25-08-2015 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς, δυνάμει της οποίας απορρίφθηκε κατ’ ουσίαν η ασκηθείσα με τις από 23/10/2014 προτάσεις αντέφεση και έγινε δεκτή κατ’ ουσίαν η από 18.6.2013 έφεση, εξαφανίστηκε δε η εκκαλουμένη, κατά τα αναφερόμενα στο σκεπτικό κεφάλαια αυτής και απορρίφθηκαν κατ’ ουσίαν οι από 06/03/2010 υπό στοιχεία Α΄ και Γ΄ κύριες αγωγές, καταδικάστηκε δε η ενάγουσα – εφεσίβλητη της υπό στοιχείο Α κύρια αγωγής (.. ..) στα δικαστικά έξοδα του εναγομένου – εκκαλούντος και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας τα οποία όριστηκαν σε εξακόσια (600) ευρώ, καταδικάστηκαν, επίσης, οι εφεσίβλητοι – ενάγοντες στη δικαστική δαπάνη του εκκαλούντος – εναγομένου και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας, η οποία ορίστηκε σε οκτακόσια (800) ευρώ για καθέναν εκ των δύο πρώτων εκ των εφεσιβλήτων – εναγόντων και σε τετρακόσια (400) ευρώ για τους λοιπούς και επιβλήθηκαν τα δικαστικά έξοδα του παρεμπιπτόντως εναγομένου – εφεσιβλήτου του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας σε βάρος του παρεμπιπτόντως ενάγοντος – εκκαλούντος ν.π.ι.δ. με την επωνυμία «ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ», τα οποία ορίστηκαν και για τις δύο παρεμπίπτουσες αγωγές σε πεντακόσια ογδόντα (580) ευρώ. Εναντίον της τελευταίας με αριθμ. 470/2015 αποφάσεως του παρόντος Δικαστηρίου, οι: 1) ……, 2) ……., 3) ……… 4) … ., 5) ….., 6) ….., ατομικά και ως έχοντες τη γονική μέριμνα της ανήλικης θυγατέρας τους ….. και 7) ….., άσκησαν, εναντίον των κυρίως εναγομένων των υπό στοιχείο Α΄ και Γ΄ κύριων αγωγών, την από 2-12-2015 αίτηση αναίρεσης, ενώπιον του Αρείου Πάγου. Επί της αιτήσεως αυτής εκδόθηκε η με αριθμ. …/27-01-2017 απόφαση του Αρείου Πάγου (Δ΄ Τμήμα), με την οποία απορρίφθηκε η ως άνω αίτηση αναίρεσης, ως απαράδεκτη, προς το μη διάδικο στην κατ’ έφεση δίκη έκτο αναιρεσείοντα (……), τόσο ατομικά όσο και ως ασκούντα τη γονική μέριμνα της ανήλικης ……., ως προς τον οποίο, με τη με αριθμ. 3115/2012 απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, είχε απορριφθεί η ως άνω αγωγή τόσο για τον ίδιο ατομικά όσο και ως ασκούντα την γονική μέριμνα της ανηλίκου ……. – δισέγγονης της θανούσας, καθώς και ως προς την πέμπτη αναιρεσείουσα (.. .), μόνο κατά το μέρος, που άσκησε την αίτηση αναίρεσης για λογαριασμό της ως άνω ανήλικης κόρης της, καθόσον στην κατ’ έφεση δίκη είχε παρασταθεί μόνο ατομικά και όχι ως ασκούσα τη γονική μέριμνα της ανήλικης κόρης της και αναιρέθηκε, κατά λοιπά, και κατά το αναφερόμενο στο σκεπτικό της κεφάλαιο η με αριθμ. 470/2015 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς, για την προβλεπόμενη από τον αριθ. 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, παραπέμφθηκε δε η υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους Δικαστή, διότι το Εφετείο «…διέλαβε στην απόφασή του ανεπαρκείς και αντιφατικές αιτιολογίες για το κρίσιμο ζήτημα της υπάρξεως ή μη συντρέχουσας αμέλειας του πρώτου αναιρεσιβλήτου, οδηγού του ζημιογόνου ΙΧΕ αυτοκινήτου, στην επέλευση του ατυχήματος και στην έκταση των συνεπειών του, που αφ’ ενός ασκούσε ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης και ειδικότερα στην επιδίκαση ή μη χρηματικής ικανοποιήσεως, λόγω ψυχικής οδύνης στους αναιρεσείοντες και αφετέρου καθιστούν ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο. Ειδικότερα: 1) δεν διευκρινίζεται στην απόφαση από πόση απόσταση ο πρώτος αναιρεσίβλητος αντιλήφθηκε ή μπορούσε να αντιληφθεί τη θανούσα πεζή, που μαζί με την …., διέσχιζαν κάθετα το οδόστρωμα που κινούνταν το αυτοκίνητο, λαμβανομένου υπόψη ότι ο τραυματισμός συντελέσθηκε την 7η πρωινή στις 15.7.2009 και η οδός στο σημείο του ατυχήματος ήταν ευθεία σε απόσταση 150 μέτρων, 2) δεν διευκρινίζεται σε ποιο ακριβώς σημείο της οδού έγινε το ατύχημα, καθώς και η απόσταση που διήνυσαν οι πεζές επί του οδοστρώματος πριν από την παράσυρσή τους, ενόψει της παραδοχής ότι ο πρώτος αναιρεσίβλητος κτύπησε τις πεζές με το εμπρόσθιο τμήμα του αυτοκινήτου του, 3) δεν εξειδικεύεται η ταχύτητα με την οποία κινούνταν το ζημιογόνο αυτοκίνητο και 4) δεν προσδιορίζεται αν ο πρώτος αναιρεσίβλητος επιχείρησε τροχοπέδηση για την αποφυγή του ατυχήματος…». Νόμιμα φέρεται δε, με την από 11/07/2017 κλήση των εφεσιβλήτων – εναγόντων 1) ………, 2) ……, 3) ………, 4) ………, 5) ……. και 6) ……., η οποία κατατέθηκε στη Γραμματέα του Δικαστηρίου αυτού, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …/11-07-2017 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. ../11-07-2017, κατά τη δικάσιμο, που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, για νέα συζήτηση, η από 18.6.2013 έφεση, κατά το μέρος, κατά το οποίο παραπέμφθηκε η υπόθεση με την ως άνω με αριθμ. 158/2017 απόφαση του Αρείου Πάγου, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, προκειμένου να ερευνηθεί η υπόθεση, μέσα στα όρια που διαγράφονται με την ως άνω αναιρετική απόφαση (άρθρα 579 παρ. 1, 580 παρ. 3, 581 παρ. 1, 3 και 591 παρ. 1 εδ α΄ του ΚΠολΔ), κατά την ίδια ειδική διαδικασία των διαφορών για ζημίες από αυτοκίνητο και από τη σύμβαση ασφαλίσεως αυτού, στην οποία (κλήση) οι καλούντες, αφού εκθέτουν το ανωτέρω ιστορικό της πορείας της, ζητούν να οριστεί νέα δικάσιμος της υποθέσεως, στην οποία καλούνται να παραστούν οι καθ’ ων η κλήση, να γίνουν δεκτές οι εν γένει προτάσεις τους, ν’ απορριφθεί η ως άνω έφεση στο σύνολό της και να γίνει καθ’ ολοκληρίαν δεκτή η ένδικη με αριθμ. κατάθ. …/2010 αγωγή τους. Επομένως, και σύμφωνα με τα προαναφερόμενα, μετά την αναίρεση της παραπάνω απόφασης του Εφετείου, οι διάδικοι, οι οποίοι μετείχαν στη δίκη της αναίρεσης, μεταξύ των οποίων διεξάγεται, κατά παραπομπή, η νέα δίκη ενώπιον του Εφετείου, σύμφωνα με τη ρητή ρύθμιση του άρθρου 579 παρ. 1 ΚΠολΔ, επανέρχονται στην κατάσταση, που ήταν πριν την έκδοση της αναιρεθείσας απόφασης και συγκεκριμένα μόνο κατά το μέρος, που η υπό κρίση έφεση στρέφεται εναντίον των πρώτου, δεύτερης, τρίτου, τετάρτου, πέμπτης, έκτου των εφεσιβλήτων (ήτοι εναντίον των 1) …., 2) ……, 3) …… 4) ……. 5) ….. και 6) ……, οι οποίοι άσκησαν την προαναφερόμενη αίτηση αναίρεσης) και ογδόου των εφεσιβλήτων, διότι μόνο ως προς αυτούς αναιρέθηκε, κατά τ’ αναφερόμενα σε αυτήν κεφάλαια η ως άνω με αριθμ. 470/2015 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου. Επίσης, πρέπει να σημειωθεί ότι η αναίρεση της αποφάσεως, κατά το αναφερόμενο σε αυτήν κεφάλαιο της υπό στοιχείο Γ΄ κύριας αγωγής, συνεπάγεται και την αναίρεση αυτής, κατά το κεφάλαιο της αντίστοιχης υπό στοιχείο Δ΄ παρεμπίπτουσας αγωγής αποζημιώσεως, ως αρρήκτως συνδεόμενο με εκείνο της κύριας αγωγής, διότι δεν είχε ερευνηθεί από το Εφετείο (πρβλ. ΑΠ 1031/2018 Δημ. Νόμος), ούτε είχε απορριφθεί απ’ αυτό σιωπηρά, εφόσον είχε γίνει δεκτό ότι παρέλκει η κατ’ ουσίαν έρευνα των σχετικών λόγων εφέσεως επί της απορρίψεως της υπό στοιχείο Δ΄ παρεμπίπτουσας αγωγής, λόγω της απόρριψης ως κατ’ ουσίαν αβάσιμης της υπό στοιχείο Γ΄ κύριας αγωγής. Όμως, ως προς το μέρος, που η έφεση αυτή αφορά στην ενάγουσα της υπό στοιχείο Α΄ κυρίας αγωγής, ……, έβδομη των εφεσιβλήτων, η οποία δεν είναι διάδικος στην παρούσα δίκη, καθώς δεν μετείχε στη δίκη της αναίρεσης, ούτε άλλωστε, επέσπευσε με τους λοιπούς καλούντες τη συζήτηση της υπόθεσης, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, με την ως άνω κλήση, η οποία στρέφεται μόνον εναντίον των κυρίως εναγομένων, η απόφαση αυτή, όπως δεν αμφισβητείται ειδικώς, έχει καταστεί αμετάκλητη. Εξάλλου, δεν επιβάλλεται η συμμετοχή της ενάγουσας αυτής – εβδόμης των εφεσιβλήτων στην παρούσα δίκη, διότι, κατά το άρθρο 246 ΚΠολΔ, το Δικαστήριο σε κάθε στάση της δίκης μπορεί μεν, αυτεπαγγέλτως ή ύστερα από αίτηση κάποιου διαδίκου, να διατάξει την ένωση και συνεκδίκαση περισσοτέρων εκκρεμών ενώπιόν του δικών, ανάμεσα στους ίδιους ή διαφορετικούς διαδίκους, αν υπάγονται στην ίδια διαδικασία και κατά την κρίση του διευκολύνεται ή επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης ή επέρχεται μείωση των εξόδων, πλην, όμως, η συνεκδίκαση, κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, αποσκοπεί στην ενοποίηση της διαδικασίας προς διευκόλυνση ή επιτάχυνση της διεξαγωγής της δίκης ή προς μείωση των εξόδων, αποτελούσα ειδικότερη εκδήλωση της αρχής της οικονομίας της δίκης, χωρίς να επιφέρει καμία μεταβολή στις σχέσεις των διαδίκων των ενωμένων διαφορετικών δικών, οι οποίες διατηρούν την αυτοτέλειά τους και συνεπώς, κατά τ’ αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, με τη συνεκδίκαση δεν μεταβάλλονται οι ενάγοντες των συνεκδικαζομένων υποθέσεων σε ομοδίκους.  Ως εκ τούτου, ως προς την υπό στοιχείο Α΄ κύρια αγωγή και την αρρήκτως συνδεόμενη με αυτήν υπό στοιχείο Β΄ παρεμπίπτουσα αγωγή, αφού, κατά τα κεφάλαια αυτά, δεν αναιρέθηκε η με αριθμ. 470/2015 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου και κατά συνέπεια δεν μεταβιβάσθηκαν αυτά προς νέα κρίση στο δικαστήριο της παραπομπής, δεν εξετάζονται εκ νέου, ούτε θίγονται, με αποτέλεσμα, ως προς τις παραδοχές αυτές, η απόφαση του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου να έχει καταστεί αμετάκλητη (ΑΠ 886/2017 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 305/2016, ΕφΠειρ 457/2016 Δημ. Νόμος). Περαιτέρω, όπως προκύπτει από την επισκόπησή της, η προαναφερθείσα αναιρετική απόφαση δεν ασχολήθηκε με το διαδικαστικό ζήτημα του εμπροθέσμου της ως άνω εφέσεως, ως πρϋποθέσεως του παραδεκτού αυτής και συνεπώς, πρέπει να επανεξετασθεί η εν λόγω διαδικαστική προϋπόθεση, κατά τ’ αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, αφού το εμπρόθεσμο της κρινόμενης εφέσεως δεν συνιστά χωριστό αντικείμενο δίκης και συνέχεται αναγκαίως με το μέρος της αποφάσεως που αναιρέθηκε, μεταβιβάζεται δε η υπόθεση ως προς αυτό μετά την αναίρεση στο Εφετείο (ΕφΠειρ 250/2016 Δημ. Νόμος, ΕφΚερ 2/2016 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 650/2015 Δημ. Νόμος, ΕφΘεσ. 1667/2015 Δημ. Νόμος, ΕφΛαρ 125/2015 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ. 85/2014 Δημ. Νόμος, ΕφΛαρ. 20/2013 Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 4924/2012 Δημ. Νόμος). Η ένδικη έφεση, κατά της υπ’ αριθμ. 3115/26-06-2012 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών για ζημίες από αυτοκίνητο και από τη σύμβαση ασφαλίσεως αυτού (άρθρα 666 επ., 681 Α ΚΠολΔ, όπως ίσχυαν πριν από την τροποποίηση του Ν. 4335/2015), ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, καθόσον η προσβαλλόμενη απόφαση επιδόθηκε στο εκκαλούν Ν.Π.Ι.Δ. στις 7.6.2013 (βλ. σχετ. τη με αριθμό ……. έκθεση επιδόσεως του Δικαστικού Επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιώς ……..), κατόπιν εγγράφου παραγγελίας του πληρεξουσίου δικηγόρου των εναγόντων, σύμφωνα με τα άρθρα 495 παρ. 1, 511επ., 518 παρ. 2, 591 παρ. 1 του ΚΠολΔ και η υπό κρίση έφεση κατατέθηκε, την 01/07/2013, στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου (άρθρα 19, 495 παρ.1, 2, 511, 513 παρ.1 β, 516 παρ.1, 517, 518 παρ. 2, όπως η τελευταία διάταξη ίσχυε πριν από την αντικατάστασή της από το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του Ν. 4335/2015, Φ.Ε.Κ. Α΄ 87/23.7.2015 –άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ. 2 του Ν. 4335/2015-  και 591 παρ. 1 του ΚΠολΔ). Επισημαίνεται ότι η υπό κρίση έφεση παραδεκτώς απευθύνεται, πλην των εναγόντων-αντιδίκων του εκκαλούντος και κατά του συνεναγομένου του (ογδόου των εφεσίβλητων), επειδή ο δεύτερος των εναγομένων και ήδη εκκαλών είχε ασκήσει κατ’ αυτού την προαναφερθείσα παρεμπίπτουσα αγωγή και επομένως έχει καταστεί αντίδικός του, κατά τα στην ανωτέρω μείζονα σκέψη εκτιθέμενα (βλ. σχετ. ΤριμΕφΛαρ 74/2018 ΤΝΠΔΣΑθ). Επομένως, εφόσον κατατέθηκαν από το εκκαλούν στο δημόσιο ταμείο τ’ απαιτούμενα παράβολα για την άσκηση αυτής (βλ. άρθρ. 495 § 3Α περ. β΄ Κ.Πολ.Δ.), η υπό κρίση έφεση, με την οποία ο εκκαλών παραπονείται για εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, κατά τους ειδικότερα σε αυτήν εκτιθέμενους παραδεκτούς λόγους, ζητώντας να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση, ώστε να απορριφθεί καθ’ ολοκληρίαν η κύρια υπό στοιχείο Γ΄ αγωγή, άλλως να γίνει δεκτή η υπό στοιχείο Δ΄ παρεμπίπτουσα αγωγή του, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή, καθ’ ο μέρος αφορά στην υπό στοιχείο Γ΄ κύρια αγωγή και την υπό στοιχείο Δ΄ παρεμπίπτουσα αγωγή και να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά την ίδια διαδικασία, ως προς τον εκκαλούντα, κατά το μέρος που η υπό κρίση έφεση απευθύνεται εναντίον των πρώτου, δεύτερης, τρίτου, τετάρτου, πέμπτης, έκτου και ογδόου των εφεσιβλήτων, ενόψει και του ότι έχουν κατατεθεί προτάσεις σύμφωνα με το άρθρο 581 παρ. 2 ΚΠολΔ, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των σχετικών λόγων της (ΚΠολΔ 533). Πρέπει, επίσης, να σημειωθεί ότι δεν τίθεται ζήτημα εφαρμογής για την υπό κρίση έφεση των νέων διατάξεων του Ν. 4335/23-7-2015 κατά το μέρος που τροποποίησαν τις διατάξεις του τρίτου βιβλίου του ΚΠολΔ (άρθρα 495-590 ΚΠολΔ), οι οποίες αφορούν και τα ένδικα μέσα, δεδομένου ότι, κατά τη μεταβατική διάταξη του άρθρου ένατου παρ. 2 του ως άνω νόμου, οι διατάξεις αυτές τυγχάνουν εφαρμογής για τα ένδικα μέσα τα κατατιθέμενα από τις 1-1-2016 και εφεξής, ενώ, στην προκειμένη περίπτωση, η κρινόμενη ως άνω έφεση κατατέθηκε πριν την 1-1-2016. Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 674 παρ.1 ΚΠολΔ, οι πρόσθετοι λόγοι έφεσης και η αντέφεση στην ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών ασκούνταν και με τις προτάσεις. Η διάταξη αυτή καταργήθηκε σιωπηρά από 1-1-2016, αφού με το άρθρο τέταρτο του άρθρου 1 του ν. 4335/2015 αντικαταστάθηκε το “βιβλίο τέταρτο” του ΚΠολΔ που περιείχε τα άρθρα 591 έως 681Δ και περιέχει πλέον τα άρθρα 591 έως 645, με συνέπεια τη σιωπηρή κατάργηση των άρθρων 646 έως 681Δ του ως άνω Κώδικα. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 591 παρ.1 περ. ζ’ ΚΠολΔ, όπως αυτό ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 1 άρθρο τέταρτο του ν. 4335/2015, “1. Τα άρθρα 1 έως 590 εφαρμόζονται και στις ειδικές διαδικασίες, εκτός αν αντιβαίνουν προς τις ειδικές διατάξεις των διαδικασιών αυτών. Αν στις ειδικές αυτές διατάξεις δεν ορίζεται διαφορετικά: […] ζ) Ανταγωγή, αντέφεση και πρόσθετοι λόγοι έφεσης, και αναψηλάφησης ασκούνται με ποινή απαραδέκτου με δικόγραφο, που κατατίθεται στη γραμματεία του δικαστηρίου, στο οποίο απευθύνονται και επιδίδεται στον αντίδικο τουλάχιστον οκτώ (8) ημέρες πριν από τη συζήτηση, η οποία ορίζεται υποχρεωτικά κατά την ημερομηνία συζήτησης της κύριας υπόθεσης” (ΑΠ 1156/2018 Δημ. Νόμος). Στην προκειμένη περίπτωση οι ως άνω εφεσίβλητοι άσκησαν (επικουρικά) αντέφεση με τις από 23.10.2014 έγγραφες προτάσεις τους, που κατατέθηκαν κατά τη συζήτηση της εφέσεως, επί της οποίας εκδόθηκε η με αριθμ. 470/2015 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, ισχυριζόμενοι ότι εσφαλμένα το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εκτίμησε τις αποδείξεις, με το να κρίνει συνυπαίτια του ατυχήματος, τη θανούσα συγγενή τους και ζητούσαν, σε περίπτωση που γίνει δεκτή η υπό κρίση έφεση, να γίνει καθ’ ολοκληρία δεκτή η αγωγή τους. Κατά την έννοια του άρθρου 579 ΚΠολΔ, όπως προαναφέρθηκε, μετά την αναίρεση της απόφασης καταργείται κατά την αυτή έκταση και η συζήτηση κατά την οποία είχε εκδοθεί η αναιρεθείσα απόφαση και ως εκ τούτου οι προτάσεις που υποβλήθηκαν κατ’ αυτήν, όταν ανάγονται σε διατάξεις για τις οποίες εχώρησε η αναίρεση, δεν λαμβάνονται υπόψη από το δικάζον την έφεση δικαστήριο και αν ακόμη έγινε νόμιμη επίκληση αυτών κατά το άρθρο 240 ΚΠολΔ. Επομένως, δεν λαμβάνεται υπόψη η ασκηθείσα με τις προτάσεις αυτές αντέφεση, αν ανάγεται σε κεφάλαιο για το οποίο εχώρησε η αναίρεση (ΑΠ 1145/2015 ό.π., ΑΠ 682/2014, ΑΠ 1070/2008 ό.π., ΑΠ 1606/2007 ό.π., ΕφΑθ 7478/2013 ό.π.). ΄Οπως προκύπτει, όμως, από την επισκόπηση των από 15/03/2018 προτάσεων των εναγόντων – εφεσιβλήτων, κατά τη συζήτηση στο παρόν δικαστήριο της παραπομπής, οι τελευταίοι δεν αρκέσθηκαν απλά και μόνο στην απαράδεκτη, άλλωστε, σύμφωνα με τα προαναφερόμενα, επίκληση με τις προτάσεις αυτές της ασκηθείσης (επικουρικής) αντέφεσής τους, οι οποίες, όμως, μετά την αναίρεση δεν λαμβάνονται υπόψη και συνεπώς, δεν θα ερευνηθεί και η αντέφεση, η οποία ασκήθηκε με τις προτάσεις κατά την προηγούμενη συζήτηση, μετά την οποία εκδόθηκε η αναιρεθείσα απόφαση, ως προς το κεφάλαιο της υπαιτιότητας, καθώς και της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ψυχικής οδύνης, κεφάλαιο που αναγκαία συνέχεται με το κεφάλαιο για το οποίο ασκήθηκε η έφεση και εχώρησε η αναίρεση, αλλά, με τις υποβληθείσες με τις από 15/03/2018 προτάσεις τους, κατά τη νέα συζήτηση της υπόθεσης ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, άσκησαν εκ νέου ρητά (επικουρική) αντέφεση, η οποία είναι απορριπτέα και αυτεπαγγέλτως, κατ’ άρθρο 532 ΚΠολΔ, προεχόντως ως απαράδεκτη, διότι, ενόψει του ότι ασκήθηκε με τις έγγραφες προτάσεις επί έδρας, κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, μετά την έναρξη ισχύος του Ν. 4335/2016 και δεν έλαβε χώρα νομότυπη άσκηση της αντέφεσης με ιδιαίτερο δικόγραφο, το οποίο έπρεπε να κατατεθεί στη γραμματεία του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου και να κοινοποιηθεί το δικόγραφο στους αντιδίκους οκτώ ημέρες πριν από τη συζήτηση (άρθρο 591 παρ. 1 παρ. ζ ΚΠολΔ, ως ισχύει μετά το Ν 4335/2015), ως εκ του χρόνου άσκησης της ένδικης αντέφεσης (ήτοι μετά την 1-1-2016, κατʼ άρθρο 1 άρθρου ένατου παρ. 2 του Ν 4335/2015), δεν έχει τηρηθεί η απαιτούμενη έγγραφη προδικασία για τη συντέλεση άσκησης της αντέφεσης, κατά την προκείμενη ειδική διαδικασία των διαφορών από ζημίες σε αυτοκίνητα (δικόγραφο, κατάθεση, σύνταξη έκθεσης και κοινοποίηση οκτώ ημέρες πριν από τη δικάσιμο) (βλ. σχετ. ΑΠ 1156/2018 Δημ. Νόμος, ΤριμΕφΛαρ 74/2018 ΤΝΠΔΣΑθ, ΜονΕφΠατρ 279/2018 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΘεσ 2165/2017 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΑθ 644/2017 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΘεσ 60/2017 Δημ. Νόμος). Συνεπώς, πρέπει, αφού διαταχθεί η ένωση και συνεκδίκαση της έφεσης και της ασκηθείσας με τις από 15/03/2018 προτάσεις αντέφεσης, λόγω της πρόδηλης μεταξύ τους συνάφειας (άρθρα 246, 524 παρ. 1 εδ. α ‘ 591 1 ΚΠολΔ), εφόσον στρέφονται κατά της ίδιας απόφασης και υπάγονται στην ίδια διαδικασία, ν’ απορριφθεί η ασκηθείσα αντέφεση αυτεπαγγέλτως ως απαράδεκτη. Περίπτωση επιβολής δικαστικών εξόδων δεν συντρέχει, καθώς οι αντεφεσίβλητοι δεν υπεβλήθησαν σε ιδιαίτερα έξοδα (ΜονΕφΠατρ 279/2018 ό.π., ΜονΕφΘεσ 2165/2017 ό.π.). ΄Αλλωστε, ως προς την αντεκκαλούσα, ……, η οποία δεν μετείχε στη δίκη της αναίρεσης, ούτε άλλωστε, επέσπευσε με τους λοιπούς καλούντες τη συζήτηση της υπόθεσης, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, με την ως άνω κλήση, η οποία στρέφεται μόνον εναντίον των κυρίως εναγομένων, εφόσον η απόφαση αυτή, όπως δεν αμφισβητείται ειδικώς, έχει καταστεί αμετάκλητη. είναι απορριπτέα η ασκηθείσα αντέφεση ως απαράδεκτη και διότι, κατά το κεφάλαιο αυτό, δεν αναιρέθηκε η με αριθμ. 470/2015 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου και κατά συνέπεια δεν μεταβιβάσθηκε το σχετικό κεφάλαιο της υπό στοιχείο Α΄ κύριας αγωγής προς νέα κρίση στο δικαστήριο της παραπομπής, με αποτέλεσμα, ως προς τις παραδοχές αυτές, η απόφαση του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου να έχει καταστεί αμετάκλητη. Εξάλλου, οι έγγραφες προτάσεις της, καθ’ ο μέρος αφορούν αυτήν, ως μη διαδίκου στην παρούσα δίκη, εφόσον έλαβαν χώρα χωρίς να έχει γίνει νόμιμη έναρξη της δίκης, ως προς αυτήν, είναι αυτοδικαίως άκυρες, ανεξαρτήτως βλάβης, κατά τους ορισμούς του αρθ. 159 αριθ. 2 ΚΠολΔ (άρθρα 62, 73, 108, ΚΠολΔ -πρβλ. ΑΠ 339/2018 Δημ. Νόμος).

Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 297, 298, 299, 300, 330 εδ. β’ και 914 ΑΚ συνάγεται, ότι η αδικοπρακτική ευθύνη προς αποζημίωση προϋποθέτει συμπεριφορά παράνομη και υπαίτια, επέλευση ζημίας και αιτιώδη σύνδεσμο μεταξύ της συμπεριφοράς του δράστη και της ζημίας. Παράνομη είναι η συμπεριφορά που αντίκειται σε απαγορευτικό ή επιτακτικό κανόνα δικαίου, ο οποίος απονέμει δικαίωμα ή προστατεύει συγκεκριμένο συμφέρον του ζημιωθέντος, μπορεί δε η συμπεριφορά αυτή να συνίσταται σε θετική ενέργεια ή σε παράλειψη ορισμένης ενέργειας. Μορφή υπαιτιότητας είναι και η αμέλεια, η οποία υπάρχει, όταν δεν καταβάλλεται η επιμέλεια, που απαιτείται στις συναλλαγές, δηλαδή αυτή, που αν καταβαλλόταν, με μέτρο τη συμπεριφορά του μέσου συνετού και επιμελούς ανθρώπου του κύκλου δραστηριότητας του ζημιώσαντος, θα καθιστούσε δυνατή την αποτροπή του παράνομου και ζημιογόνου αποτελέσματος. Αν η ζημία οφείλεται σε αποκλειστική υπαιτιότητα του παθόντος, δεν οφείλεται αποζημίωση, ενώ, αν διαπιστωθεί οικείο πταίσμα αυτού, το δικαστήριο μπορεί, σύμφωνα με το άρθρο 300 του Α.Κ., να μην επιδικάσει αποζημίωση ή να μειώσει το ποσό της. Αιτιώδης σύνδεσμος υπάρχει, όταν η παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του δράστη ήταν, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας, ικανή, κατά τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων, να επιφέρει τη ζημία και την επέφερε στη συγκεκριμένη περίπτωση (ΑΠ 146/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 632/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 2081/2017 Δημ. Νόμος). Η πρόσφορη αιτιώδης συνάφεια με την παραπάνω έννοια δεν αποκλείεται για το λόγο ότι στην επέλευση ή την έκταση της ζημίας συντέλεσε και ειδική προδιάθεση του ίδιου του παθόντος, ενώ δεν αίρεται η πρόσφορη αιτιώδης συνάφεια, όταν μετά την επέλευση του επιβλαβούς αποτελέσματος επέρχεται άλλο γεγονός, το οποίο επιτείνει το αποτέλεσμα, που είχε επέλθει, εφόσον στην επίταση αυτού συνέτεινε η κατάσταση στην οποία βρισκόταν το βλαπτόμενο πρόσωπο εξ αιτίας του προηγούμενου γεγονότος (ΑΠ 128/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 129/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1257/2001 ό.π., ΕφΔωδ 71/2004 ΤΝΠΔΣΑθ). Η ύπαρξη της υπαιτιότητας δεν αποκλείεται, επίσης, κατ’ αρχήν από το γεγονός, ότι στο αποτέλεσμα του ατυχήματος συνετέλεσε και συντρέχον πταίσμα του ζημιωθέντος, εφόσον δεν διακόπτεται ο αιτιώδης σύνδεσμος, αλλά η ύπαρξη αυτού, προβαλλόμενη από τον υπαίτιο κατ’ ένσταση, συνεπάγεται τη μη επιδίκαση από το δικαστήριο αποζημιώσεως ή τη μείωση του ποσού της (άρθρο 300 του Α.Κ.) (ΑΠ 1051/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 747/2017 Δημ. Νόμος). Η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, ότι τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ως αποδειχθέντα, επιτρέπουν το συμπέρασμα να θεωρηθεί, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, ορισμένο γεγονός ως πρόσφορη αιτία της ζημίας, υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου, γιατί είναι κρίση νομική, αναγόμενη στην ορθή ή μη υπαγωγή από το δικαστήριο της ουσίας των διδαγμάτων της κοινής πείρας στην αόριστη νομική έννοια της αιτιώδους συνάφειας. Δεν αποκλείεται καταρχήν η ύπαρξη του αιτιώδους συνδέσμου από το γεγονός, ότι στο αποτέλεσμα συνετέλεσε και συνυπαιτιότητα του βλαβέντος, εφόσον δεν διακόπτεται ο αιτιώδης σύνδεσμος. Ειδικότερα, από τις διατάξεις αυτές συνάγεται, ότι οι έννοιες της αμέλειας και της συνυπαιτιότητας είναι νομικές και επομένως η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας ως προς τη συνδρομή ή όχι συντρέχοντος πταίσματος του ζημιωθέντος κατά την επέλευση της ζημίας, υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου ως προς το εάν τα περιστατικά, που το δικαστήριο της ουσίας δέχεται ανελέγκτως ως αποδειχθέντα, συγκροτούν την έννοια του συντρέχοντος πταίσματος. Αντιθέτως, ο καθορισμός της βαρύτητας του πταίσματος και του ποσοστού, κατά  το οποίο πρέπει να μειωθεί η αποζημίωση, αφορά εκτίμηση πραγμάτων, που δεν ελέγχεται ακυρωτικώς (ΑΠ 146/2018 ό.π., ΑΠ 1051/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1207/2017 ό.π., ΑΠ 1613/2012 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1455/2012 ό.π., ΑΠ 530/2012 Δημ. Νόμος, ΑΠ 686/2011 Δημ. Νόμος). Εξάλλου, η παράβαση διατάξεων του ΚΟΚ δεν θεμελιώνει αυτή καθεαυτή υπαιτιότητα στην επέλευση αυτοκινητικού ατυχήματος, αποτελεί όμως στοιχείο, η στάθμιση του οποίου από το δικαστήριο της ουσίας θα κριθεί σε σχέση με την ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της συγκεκριμένης πράξης και του επελθόντος αποτελέσματος (ΑΠ 632/2018 ό.π., ΑΠ 146/2018 ό.π., ΑΠ 1051/2017 ό.π., ΑΠ 2081/2017 ό.π., ΑΠ 846/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1207/2017 ό.π., ΑΠ 158/2016 ό.π., ΑΠ 100/2015 Δημ. Νόμος, ΑΠ 2131/2014 Δημ. Νόμος, ΑΠ 2266/2014 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1669/2012 ό.π., ΑΠ 1613/2012 ό.π., ΑΠ 1455/2012 Δημ. Νόμος, ΑΠ 533/2012 Δημ. Νόμος, ΑΠ 530/2012 ό.π., ΑΠ 228/2012 Δημ. Νόμος, ΑΠ 686/2011 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1354/2008 ό.π., ΑΠ 1071/2008 ό.π., ΑΠ 428/2008 ό.π., ΑΠ 1230/2007 ό.π., ΑΠ 1961/2006 ό.π., ΑΠ 75/2005 ό.π.), ενώ μόνη η τήρηση των ελαχίστων υποχρεώσεων που επιβάλλει ο ΚΟΚ, στους οδηγούς των οχημάτων κατά την οδήγησή τους, δεν αίρει την υποχρέωσή τους να συμπεριφέρονται και πέραν των ορίων τούτων, όταν οι περιστάσεις το επιβάλλουν για την αποτροπή ζημιογόνου γεγονότος ή τη μείωση των επιζήμιων συνεπειών (ΑΠ 632/2018 ό.π., ΑΠ 146/2018 ό.π., ΑΠ 1500/2002 ΕλλΔικ 2003.420, ΑΠ 1070/2001 Δημ. Νόμος). Περαιτέρω, από το άρθρο 12 και 19 του Ν. 2696/1999 (ΚΟΚ), ορίζονται υποχρεώσεις και κανόνες προς τους οποίους πρέπει να συμμορφώνεται ο οδηγός κάθε οχήματος, προκειμένου να αποφεύγονται, κατά το δυνατόν, ατυχήματα πεζών και οχημάτων. Ειδικότερα, κατά το άρθρο 12 παρ. 1, ορίζεται ότι «1. Αυτοί που χρησιμοποιούν τις οδούς πρέπει να αποφεύγουν οποιαδήποτε συμπεριφορά που είναι ενδεχόμενο να εκθέσει σε κίνδυνο ή να παρεμβάλλει εμπόδια στην κυκλοφορία, να εκθέσει σε κίνδυνο πρόσωπα …. Οι Οδηγοί υποχρεούνται να οδηγούν με σύνεση και με διαρκώς τεταμένη την προσοχή, να επιδεικνύουν ιδιαίτερη προσοχή στα παιδιά, στους υπερήλικες, στα άτομα με ειδικές ανάγκες και γενικώς στα πρόσωπα που χρειάζονται βοήθεια και να μην προκαλούν γενικά με τη συμπεριφορά τους τρόμο, ανησυχία ή παρενόχληση στους λοιπούς χρήστες των οδών, στους παρόδιους ή στους κατοικούντες πλησίον αυτών…». Κατά το άρθρ. 19 παρ 1, ο οδηγός του οδικού οχήματος, επιβάλλεται να έχει τον έλεγχο του οχήματός του, ώστε να μπορεί σε κάθε στιγμή να εκτελέσει τους απαιτούμενους χειρισμούς”, κατά την παρ. 2, ο οδηγός επιβάλλεται να έχει τον έλεγχο του οχήματός του και πρέπει να έχει την επιβαλλόμενη από τις περιστάσεις ταχύτητα, η οποία μπορεί να είναι και κατώτερη της προβλεπόμενης από το νόμο, κυρίως σε κατοικημένες περιοχές και έχει υποχρέωση να τη μειώνει μέχρι διακοπής της πορείας του, όταν οι περιστάσεις το επιβάλλουν, κατά δε την παράγραφο 3 ορίζεται ότι, “…ιδιαίτερα ο οδηγός επιβάλλεται να μειώνει την ταχύτητα του οχήματός του σε τμήματα της οδού με περιορισμένο πεδίο ορατότητας… κατά τις νυκτερινές ώρες… αν πεζοί που βρίσκονται στην τροχιά του καθυστερούν να απομακρυνθούν, ως και σε κάθε άλλη ειδική περίπτωση, που επιβάλλεται μετριασμός ταχύτητας” (ΑΠ 632/2018 ό.π., ΑΠ 146/2018 ό.π., ΑΠ 747/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1207/2004 ΕλλΔικ 2005.78). Επίσης, κατά το άρθρο 38 του Ν. 2696/1999, «4. Οι πεζοί προκειμένου να διασχίσουν το οδόστρωμα, υποχρεούνται:  α) Αν υπάρχουν στο οδόστρωμα διαβάσεις πεζών, να τις χρησιμοποιούν, στο εδ. β΄ της παρ. 4 του ιδίου άρθρου, ότι «Αν στη διάβαση πεζών, την οποία πρόκειται να χρησιμοποιήσουν, υπάρχουν φωτεινοί σηματοδότες πεζών, να συμμορφώνονται στα σήματά τους.», στο εδ. δ΄, «Σε διαβάσεις που η κυκλοφορία τόσο των πεζών όσο και των οχημάτων δεν ρυθμίζεται με φωτεινούς σηματοδότες, να μην κατεβαίνουν στο οδόστρωμα πριν λάβουν υπόψή τους την απόσταση και την ταχύτητα των οχημάτων τα οποία πλησιάζουν», στο εδ. ε΄ ότι «Αν δεν υπάρχουν στο οδόστρωμα διαβάσεις πεζών, να μην κατεβαίνουν σ’ αυτό, αν δεν βεβαιωθούν ότι δεν θα παρεμποδίσουν την κυκλοφορία των οχημάτων, στη συνέχεια δε να διασχίζουν το οδόστρωμα κάθετα προς τον άξονά του και ζ) να διασχίζουν το οδόστρωμα κάθετα χωρίς να βραδυπορούν ή να σταματούν σε αυτό αδικαιολόγητα (ΑΠ 1613/2012 ό.π, ΑΠ 1455/2012 ό.π., ΑΠ 686/2011 ό.π., ΑΠ 1262/2007 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1207/2004 Δημ. Νόμος, ΑΠ 120/1999 Δημ. Νόμος) και στις παραγράφους 1 εδαφ. α΄ του άρθρου 39 του ίδιου Κώδικα, ορίζονται στην πρώτη ότι “΄Ολοι οι οδηγοί πρέπει να αποφεύγουν να συμπεριφέρονται με τρόπο που μπορεί να θέσει σε κίνδυνο τους πεζούς (ΑΠ 1262/2007 Δημ. Νόμος). Εξάλλου, με το άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος, όπως αυτό ισχύει μετά την αναθεώρησή του με το από 6/17-4-2001 Ψήφισμα της Ζ’ Αναθεωρητικής Βουλής, ορίζεται ότι “οι κάθε είδους περιορισμοί που μπορούν κατά το Σύνταγμα να επιβληθούν στα δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου πρέπει να προβλέπονται είτε απευθείας από το Σύνταγμα είτε από το νόμο, εφόσον υπάρχει επιφύλαξη υπέρ αυτού και να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας”. Η αρχή αυτή, υπό την έννοια του τηρητέου μέτρου της εύλογης αντιστάθμισης προσφοράς και οφέλους, που αποτελεί, όπως προαναφέρθηκε κανόνα συνταγματικής βαθμίδας, επενεργεί σε κάθε είδους κρατική δραστηριότητα, καθώς και όταν πρόκειται για αντικρουόμενα συμφέροντα στο πεδίο του ιδιωτικού δικαίου, αφού η έκταση της αρχής αυτής δεν περιορίζεται μόνο σε ορισμένες περιοχές του δικαίου, αλλά, διατρέχει το σύνολο της έννομης τάξης και συνεπώς πρέπει να λαμβάνεται υπόψη κατά την ερμηνεία και εφαρμογή οποιουδήποτε κανόνα δικαίου. Ενόψει τούτων, δεν καταλείπεται αμφιβολία ότι η ως άνω συνταγματική διάταξη, έστω και αν ρητά δεν αναφέρεται σ’ αυτήν, απευθύνεται και στο δικαστή, όσον αφορά τις σχέσεις των διαδίκων, καθιερώνοντας αυτήν ως δεσμευτική δικαιική αρχή, όπως και άλλες τέτοιες αρχές, που διατρέχουν το δίκαιο και είναι δεσμευτικές (αρχή του σεβασμού της αξίας του ανθρώπου, αρχή της δίκαιης δίκης κ.λπ.). Στην περίπτωση δε υπέρβασης της αρχής της αναλογικότητας πρόκειται για δυσαναλογία μέσου προς το σκοπό, δηλαδή το ασκούμενο δικαίωμα έχει απολέσει την αναλογία του προς τον επιδιωκόμενο σκοπό και συνακόλουθα η άσκησή του είναι απαγορευμένη. Από τα παραπάνω συνάγεται ως γενική νομική αρχή, ότι η έννομη συνέπεια, που είτε προβλέπεται από κανόνα δικαίου κατώτερης τυπικής ισχύος από εκείνες του Συντάγματος, είτε απαγγέλλεται από δικαστικό ή διοικητικό όργανο, πρέπει να τελεί, σε σχέση ανεκτής αναλογίας προς το αντίστοιχο πραγματικό, δηλαδή να μην υπερβαίνει τα όρια, όπως διαγράφονται από τα δεδομένα της κοινής πείρας και της κοινής περί δικαίου συνείδησης σε ορισμένο τόπο και χρόνο, όπως αποτυπώνονται με τη συνήθη πρακτική των δικαστηρίων. Η κρίση δηλαδή του ουσιαστικού δικαστηρίου πρέπει να μην παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας, ούτε να υπερβαίνει τα ακραία όρια της διακριτικής του ευχέρειας, που αποτελεί γενική αρχή του δικαίου και μέσον ελέγχου της κρίσης του δικαστηρίου, χωρίς να υπάγεται στην έννοια της αναλογικότητας. Ενόψει αυτών αν διαπιστώνεται παραβίαση της προβλεπόμενης από το άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος αρχής της αναλογικότητας, αλλά και όταν διαπιστώνεται υπέρβαση από το δικαστήριο της ουσίας των ακραίων ορίων της διακριτικής του ευχέρειας ελέγχονται από τον Άρειο Πάγο ως πλημμέλειες από τους αρ. 1 και 19 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. (Ολ.ΑΠ 9/2015, ΑΠ 2081/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 747/2017 Δημ. Νόμος). Σύμφωνα δε με το άρθρο 932 του ΑΚ, “Σε περίπτωση αδικοπραξίας, ανεξάρτητα από την αποζημίωση για την περιουσιακή ζημία, το δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει εύλογη, κατά την κρίση του, χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Αυτό ισχύει ιδίως για εκείνον που έπαθε προσβολή της υγείας, της τιμής ή της αγνείας του ή στερήθηκε την ελευθερία του. Σε περίπτωση θανάτωσης προσώπου η χρηματική ικανοποίηση μπορεί να επιδικαστεί στην οικογένεια του θύματος λόγω ψυχικής οδύνης”. Από το άρθρο 932 ΑΚ προκύπτει ότι σκοπός της διάταξης είναι να επιτυγχάνεται μία υπό ευρεία έννοια αποκατάσταση του παθόντος για την ηθική του βλάβη, ή την ψυχική οδύνη, λόγω της αδικοπραξίας, ώστε αυτός να απολαύει μία δίκαιη και επαρκή ανακούφιση και παρηγοριά, χωρίς, από το άλλο μέρος, να εμπορευματοποιείται η προσβληθείσα ηθική αξία και να επεκτείνεται υπέρμετρα το ύψος της αποζημιώσεως για ηθική βλάβη, ή την ψυχική οδύνη που δεν μπορεί να αποτιμηθεί επακριβώς σε χρήμα. Με βάση τον σκοπό αυτόν αντλούνται, στη συνέχεια, ως ουσιώδη χαρακτηριστικά της έννοιας του “ευλόγου” εκείνα τα στοιχεία που αποτελούν τα πλέον πρόσφορα μέσα για την εκπλήρωση του εν λόγω σκοπού της διάταξης. Τέτοια στοιχεία είναι κυρίως: το είδος και η βαρύτητα της προσβολής, η περιουσιακή, κοινωνική και προσωπική κατάσταση των μερών και κυρίως του παθόντος, η βαρύτητα του πταίσματος του δράστη (στον βαθμό που επηρεάζει την ένταση της ηθικής βλάβης), η βαρύτητα του τυχόν συντρέχοντος πταίσματος του θύματος, οι όλες ειδικότερες συνθήκες πρόκλησης της ηθικής βλάβης. Στην περίπτωση της εύλογης χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ψυχικής οδύνης, η οποία παρέχεται, κατά το τελευταίο εδάφιο του άρθρου 932 του Α.Κ., στα μέλη της οικογενείας του θύματος, το ποσό αυτής προσδιορίζεται, κατά την ελεύθερη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, ύστερα από την εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών που οι διάδικοι θέτουν υπόψη του, όπως είναι ο βαθμός του πταίσματος του υπόχρεου, σε συνδυασμό με το τυχόν συντρέχον πταίσμα του θύματος, το είδος της προσβολής, της περιουσιακής και κοινωνικής καταστάσεως των μερών, με βάση τους κανόνες της κοινής πείρας και λογικής και με την προϋπόθεση ότι επήλθε ηθική βλάβη ή ψυχική οδύνη στον ενάγοντα στην συγκεκριμένη περίπτωση από την ζημιογόνο αδικοπραξία. Ειδικότερα, στην περίπτωση επιδικάσεως στην οικογένεια του θύματος χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ψυχικής οδύνης από τον θάνατό του, ερευνάται από το δικαστήριο ως πραγματικό ζήτημα και η ύπαρξη μεταξύ των δικαιουμένων προσώπων και του τελευταίου αισθημάτων αγάπης και στοργής όταν ζούσε, η ηλικία του θύματος και των μελών της οικογένειάς του, καθώς και η συμβίωση ή όχι των επιζώντων μελών της οικογένειας με το ίδιο το θύμα. Τα στοιχεία αυτά πρέπει να οδηγούν το δικαστή να σχηματίσει την κατά το άρθρο 932 ΑΚ εύλογη κρίση του (όχι κατά τις υποκειμενικές του ανέλεγκτες αντιλήψεις, αλλά, κατ’ εφαρμογή του αντικειμενικού μέτρου, που θα εφάρμοζε και ο νομοθέτης, αν έθετε ο ίδιος τον κανόνα αποκατάστασης της ηθικής βλάβης στην ατομική περίπτωση. Συνάγεται δε το αντικειμενικό αυτό μέτρο από τον ανωτέρω σκοπό του άρθρου 932 ΑΚ και, μέσω αυτού, από την όλη κλίμακα των υπερκειμένων σκοπών του συστήματος αποζημίωσης λόγω αδικοπραξίας του ΑΚ. Η κρίση του δικαστηρίου ουσίας, όσον αφορά το ύψος της επιδικαστέας χρηματικής ικανοποίησης αποφασίζεται (κατ’ αρχήν αναιρετικώς ανέλεγκτα), με βάση τους ισχυρισμούς και τα αποδεικτικά στοιχεία που θέτουν στη διάθεσή του οι διάδικοι. Επιβάλλεται όμως, σε κάθε περίπτωση να τηρείται, κατά τον καθορισμό του επιδικαζόμενου ποσού, η αρχή της αναλογικότητας ως γενική νομική αρχή και δη αυξημένης τυπικής ισχύος (άρθρα 2 παρ. 1 και 25 του ισχύοντος Συντάγματος) με την έννοια ότι η σχετική κρίση του δικαστηρίου, δεν πρέπει να υπερβαίνει τα όρια, όπως αυτά διαπιστώνονται από τα δεδομένα της κοινής πείρας και την κοινή περί δικαίου συνείδηση σε ορισμένο τόπο και χρόνο, που αποτυπώνονται στη συνήθη πρακτική των δικαστηρίων. Και τούτο, διότι μια απόφαση, με την οποία επιδικάζεται ένα ευτελές ή υπέρμετρα μεγάλο ποσό, ως δήθεν εύλογο κατά την ελεύθερη κρίση του δικαστηρίου, προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης, ή της ψυχικής οδύνης ευτελίζει, στην πρώτη περίπτωση, (όσον αφορά τον παθόντα), το σεβασμό της αξίας του ανθρώπου, και στην δεύτερη, (όσον αφορά τον υπόχρεο), το δικαίωμα της περιουσίας τους, αφού το δικαστήριο επεμβαίνοντας στη διαφορά μεταξύ ιδιωτών πρέπει, όπως προαναφέρθηκε, να τηρεί μια δίκαιη ισορροπία ανάμεσα στα αντιτιθέμενα συμφέροντα, με παράλληλη προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Έτσι η έννοια της αναλογικότητας είναι έννοια αυστηρότερη του “ευλόγου” και συνακόλουθα το “εύλογο” εμπεριέχεται αναγκαίως στο “ανάλογο”. Άλλωστε την αρχή αυτή, υπό την προεκτεθείσα έννοια, εκφράζει και η υπερνομοθετικής ισχύος διάταξη του άρθρου 1 του πρώτου πρόσθετου πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, υπό την έννοια ότι πρέπει να υπάρχει μια ανεκτή σχέση αναλογικότητας μεταξύ των χρησιμοποιούμενων μέσων και του σκοπού που επιδιώκει κάθε μέτρο, το οποίο αποστερεί ένα άτομο από θεμελιακό δικαίωμά του, όπως από την ιδιοκτησία του. Ενόψει όλων αυτών η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, ως προς το ύψος του ποσού της επιδικασθείσης χρηματικής ικανοποίησης, πρέπει να ελέγχεται αναιρετικά, για το αν παραβιάζεται ευθέως ή εκ πλαγίου (άρθρο 559 Κ.Πολ.Δ. αναλόγως από τους αρ. 1 ή 19), η αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 2 παρ. 1 και 25 του Συντάγματος) υπό την προεκτεθείσα έννοια, αλλά και όταν διαπιστώνεται υπέρβαση από το δικαστήριο της ουσίας των ακραίων ορίων της διακριτικής του ευχέρειας (ΑΠ 2081/2017 ό.π., ΑΠ 747/2017 ό.π., ΑΠ 1207/2017 ό.π.). Εξ άλλου, από το άρθρο 300 του Α.Κ. προκύπτει ότι, αν στην γένεση ή την επέλευση της ζημίας και την έκταση αυτής συνετέλεσε και πταίσμα του ζημιωθέντος, ήτοι παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά, το οποίο τελεί σε αιτιώδη σχέση με το επελθόν ζημιογόνο αποτέλεσμα ή την επέλευση ή έκταση της ζημίας, το δικαστήριο μπορεί, κατά την ελεύθερη κρίση του, αφού σταθμίσει τις περιστάσεις και ιδιαίτερα το βαθμό του πταίσματος του ζημιώσαντος και του συνυπαιτίου, να μην επιδικάσει αποζημίωση ή να μειώσει το ποσό αυτής, κατά το ποσοστό του πταίσματος του ζημιωθέντος. Στην περίπτωση της εύλογης χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ψυχικής οδύνης, η οποία παρέχεται, κατά το τελευταίο εδάφιο του άρθρου 932 του Α.Κ., στα μέλη της οικογενείας του θύματος, το ποσό αυτής προσδιορίζεται, κατά την ελεύθερη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, ύστερα από την εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών που οι διάδικοι θέτουν υπόψη του, όπως είναι ο βαθμός του πταίσματος του υπόχρεου, σε συνδυασμό με το τυχόν συντρέχον πταίσμα του θύματος, το είδος της προσβολής, της περιουσιακής και κοινωνικής καταστάσεως των μερών, με βάση τους κανόνες της κοινής πείρας και λογικής και με την προϋπόθεση ότι επήλθε ηθική βλάβη ή ψυχική οδύνη στον ενάγοντα στην συγκεκριμένη περίπτωση από την ζημιογόνο αδικοπραξία. Ειδικότερα, όμως, όταν δικαιούχος αποζημιώσεως και χρηματικής ικανοποιήσεως από αδικοπραξία είναι τρίτος, εμμέσως ζημιωθείς, όπως τα πρόσωπα που αναφέρονται στα άρθρα 928, 929 εδ. β’ και 932 εδ. γ’ του Α.Κ., τα οποία ασκούν αξιώσεις εξ ιδίου δικαίου και όχι ως κληρονόμοι του θανόντος, η συνυπαιτιότητα του θανόντος στην επέλευση του ζημιογόνου αποτελέσματος ή την γένεση ή την έκταση της ζημίας καταλογίζεται και σ’ αυτόν (τρίτο), με την έννοια ότι το ποσό της αποζημιώσεως που επιδικάζεται σ’ αυτόν μειώνεται κατά το ποσοστό του πταίσματος του θανόντος (ΑΠ 2081/2017 ό.π.).

Περαιτέρω, στο άρθρο 3 § 1 της Οδηγίας 72/166/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 24.4.1972 “περί εναρμονίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών των σχετικών με την ασφάλιση της αστικής ευθύνης που προκύπτει από την κυκλοφορία των αυτοκινήτων οχημάτων και με τον έλεγχο της υποχρεώσεως προς ασφάλιση της ευθύνης αυτής” προβλέπεται, ότι κάθε κράτος μέλος λαμβάνει… όλα τα απαραίτητα μέτρα ώστε η αστική ευθύνη, σχετική με την κυκλοφορία οχημάτων με συνήθη στάθμευση στο έδαφος του να καλύπτεται από ασφάλιση”. Η υποχρέωση αυτή καλύπτεται με την πρόβλεψη της υποχρεωτικής κάλυψης με ασφάλιση του κυρίου ή κατόχου του αυτοκινήτου της έναντι τρίτων αστικής ευθύνης (άρθρ. 2 επ. Ν. 489/1976), καθώς και με την πρόβλεψη ποινικής και διοικητικής ευθύνης των προαναφερομένων κυρίου ή κατόχου σε περίπτωση κυκλοφορίας ανασφάλιστου αυτοκινήτου (άρθρ. 12 του ως άνω νόμου). Περαιτέρω, στο άρθρο 1 § 4 της 84/5/ΕΟΚ δεύτερης Οδηγίας του Συμβουλίου της 30.12.1983 “Για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών των σχετικών με την ασφάλιση της αστικής ευθύνης που προκύπτει από την κυκλοφορία των αυτοκινήτων οχημάτων” ορίζεται ότι “κάθε κράτος μέλος ιδρύει ή εγκρίνει οργανισμό, αποστολή του οποίου είναι να αποκαθιστά, τουλάχιστον εντός των ορίων της υποχρέωσης ασφάλισης, τις υλικές ζημίες ή τις σωματικές βλάβες που προκαλούνται από όχημα αγνώστων στοιχείων ή για το οποίο δεν έχει εκπληρωθεί η υποχρέωση ασφάλισης της παραγράφου 1”. Στα πλαίσια του ελληνικού δικαίου το ζήτημα τούτο είχε ήδη προβλεφθεί στα άρθρα 16 επ. του προαναφερόμενου Ν. 489/1976, που κωδικοποιήθηκε με το Π.Δ. 237/1986, με την ίδρυση νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου με την επωνυμία “Επικουρικό κεφάλαιο ασφάλισης ευθύνης από ατυχήματα αυτοκινήτων” και συντετμημένα “ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ”, το οποίο τελεί υπό την εποπτεία και τον έλεγχο του Υπουργού Ανάπτυξης, εδρεύει στην Αθήνα και διέπεται από τις διατάξεις του άνω νόμου. Στη συνέχεια, μέλη του Επικουρικού Κεφαλαίου καθίστανται υποχρεωτικά οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις που ασκούν ασφάλιση αστικής ευθύνης από ατυχήματα αυτοκινήτων, καθώς και τα Ν.Π.Δ.Δ. ή οι οργανισμοί κοινής ωφέλειας των οποίων τα οχήματα εξαιρούνται της υποχρεωτικής ασφάλισης (άρθρ. 18 Ν. 489/1976), για την εκπλήρωση δε του σκοπού του επιβάλλεται εκ του νόμου εισφορά υπέρ αυτού, το ανώτατο όριο της οποίας καθορίζεται με την εκάστοτε απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης, υπολογιζόμενη σε ποσοστό επί των καθαρών ασφαλίστρων (5% κατ’ ανώτατο όριο) του κλάδου αστικής ευθύνης από χερσαία οχήματα, η οποία βαρύνει κατά 70% τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις και κατά 30% τους ασφαλισμένους (άρθρ. 20 § 1 Ν. 489/1976). Από τη νομοθεσία λοιπόν που το διέπει, τον τρόπο λειτουργίας του και τους σκοπούς που εξυπηρετεί, προκύπτει ότι, παρά την ιδιωτικού δικαίου νομική μορφή του, το Επικουρικό Κεφάλαιο επιτελεί κοινωνικό έργο. Με τις διατάξεις των άρθρων 5, 6 §§ 1, 2, 5, 6 και 10 § 1 του ΠΔ/τος 237/1986 καθιερώθηκε η υποχρεωτική ασφάλιση της από αυτοκινητικά ατυχήματα ευθύνης, η οποία καλύπτει την έναντι τρίτων αστική ευθύνη εξαιτίας θανάτωσης ή σωματικής βλάβης ή ζημιών σε πράγματα, στην οποία περιλαμβάνεται και η χρηματική αξίωση για ψυχική οδύνη ή ηθική βλάβη, το δε ασφαλιστικό ποσό είναι τουλάχιστον ίσο με αυτό που καθορίζει κάθε φορά με αποφάσεις της η .. για κάθε είδος κινδύνου που υπάγεται στην υποχρεωτική ασφάλιση. Εξάλλου, κατά το άρθρο 19 § 1 του ιδίου ως άνω ΠΔ/τος, το Επικουρικό Κεφάλαιο είναι υποχρεωμένο να καταβάλει στα πρόσωπα που ζημιώθηκαν την κατά την παρ.2 του άρθρου αυτού αποζημίωση λόγω θανάτωσης ή σωματικών βλαβών ή υλικών ζημιών από αυτοκινητικά ατυχήματα και σε περίπτωση που αυτά προκαλούνται από ανασφάλιστο όχημα ή από όχημα αγνώστων στοιχείων ή ασφαλισμένο σε ασφαλιστική εταιρία που πτώχευσε ή της οποίας η άδεια λειτουργίας ανακλήθηκε. Κατά την παρ. 2 του ίδιου άρθρου, όπως ίσχυε πριν την αντικατάσταση του από το Ν. 4092/2012, η αποζημίωση δεν μπορεί να υπερβεί τα κατά το άρθρο 6 παρ. 5 κατώτατα όρια ασφαλιστικών ποσών του χρόνου ατυχήματος. Περαιτέρω, με το τέταρτο άρθρο του Ν. 4092/2012, ο οποίος, σύμφωνα με το έβδομο άρθρο αυτού, ισχύει από τη δημοσίευση του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (ΦΕΚ 220 τ. Α78.11.2012), εισήχθησαν περιορισμοί στις αποζημιώσεις που καταβάλλει το Επικουρικό Κεφάλαιο σε περίπτωση πτώχευσης του ασφαλιστή ή ανάκλησης της άδειας λειτουργίας του, καθώς επίσης και περιορισμοί στο ύψος της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ψυχικής οδύνης. Ειδικότερα, με το στοιχείο γ’ του άνω άρθρου, αντικαταστάθηκε η παρ.2 του άρθρου 19 του Π.Δ. 237/1986 και προβλέπεται πλέον, μεταξύ άλλων, α) ότι η αποζημίωση που καταβάλλει το Επικουρικό Κεφάλαιο για χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης δεν μπορεί να υπερβεί το ποσό των έξι χιλιάδων (6.000) ευρώ για κάθε δικαιούχο και β) ότι η αποζημίωση, στην περίπτωση πτώχευσης του ασφαλιστή ή άκαρπης εκτέλεσης σε βάρος του ασφαλιστή ή τέλος ανάκλησης της άδειας λειτουργίας ασφαλιστικής εταιρίας, δεν καταβάλλεται ολόκληρη, αλλά με βάση τα ποσοστά που η διάταξη αυτή λεπτομερώς καθορίζει, κυμαινόμενα μεταξύ 70% έως 90%, μη δυνάμενη να υπερβεί κατ’ ανώτατο όριο το ποσό των εκατό χιλιάδων (100.000) ευρώ. Με την ίδια δε αυτή διάταξη ορίστηκε περαιτέρω ότι η εν λόγω ρύθμιση “καταλαμβάνει και τις ήδη γεγενημένες αξιώσεις κατά του Επικουρικού Κεφαλαίου, χωρίς πάντως να θίγει αξιώσεις που έχουν επιδικαστεί με οριστική δικαστική απόφαση” και ότι “οι τόκοι που στις περιπτώσεις της προηγουμένης παραγράφου του παρόντος άρθρου υποχρεούται να καταβάλει το Επικουρικό Κεφάλαιο υπολογίζονται σε κάθε περίπτωση με επιτόκιο έξι τοις εκατό (6%) ετησίως.” Πρέπει να σημειωθεί ότι με την προεκτεθείσα διάταξη του άρθρου 1 παρ. 4 της δεύτερης Οδηγίας 84/5/ΕΟΚ κατά την οποία “κάθε κράτος μέλος ιδρύει ή εγκρίνει οργανισμό, αποστολή του οποίου είναι να αποζημιώνει, τουλάχιστον εντός των ορίων της υποχρέωσης ασφάλισης, τις υλικές ζημίες ή τις σωματικές βλάβες που προκαλούνται από οχήματα αγνώστων στοιχείων ή για τα οποία δεν έχει ολοκληρωθεί η υποχρέωση ασφάλισης που προβλέπεται στην παρ. 1” καλύπτεται και η χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης (Ολ. Α.Π. 9/1993, ΔΕΕ, C-277/12 της 24-10-2013 στην υπόθεση … κατά … …). Περαιτέρω, το άρθρο 9 παρ.1 της Κωδικοποιητικής Οδηγίας 2009/103/ΕΚ ορίζει επακριβώς ποια είναι τα ελάχιστα αυτά ποσά ασφαλιστικής κάλυψης τα οποία θα πρέπει να τηρούνται σε κάθε περίπτωση (ΔΕΚ C-348/98 …14-11-2000. Ακολούθως, σύμφωνα με το άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος, τα δικαιώματα του ανθρώπου, ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου τελούν υπό την εγγύηση του Κράτους, ενώ οι κάθε είδους περιορισμοί που μπορούν να επιβληθούν κατά το Σύνταγμα στα δικαιώματα αυτά πρέπει να προβλέπονται είτε απευθείας από το Σύνταγμα είτε από το νόμο, εφόσον υπάρχει επιφύλαξη υπέρ αυτού και να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας. Τέλος, με το άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης, το οποίο κυρώθηκε με το Ν.Δ. 53/1974 και έχει αυξημένη τυπική ισχύ έναντι των κοινών νόμων, ορίσθηκε ότι “παν φυσικόν ή νομικόν πρόσωπον δικαιούται σεβασμού της περιουσίας του. Ουδείς δύναται να στερηθεί της ιδιοκτησίας του, ει μη δια λόγους δημόσιας ωφέλειας και υπό τους προβλεπόμενους υπό του νόμου ή των γενικών αρχών του διεθνούς δικαίου όρους. Αι προαναφερόμενοι διατάξεις δεν θίγουν το δικαίωμα κάθε κράτους να θέτει σε ισχύ νόμους, τους οποίους κρίνει αναγκαίους προς ρύθμιση της χρήσης αγαθών, σύμφωνα με το δημόσιο συμφέρον ή προς διασφάλιση της καταβολής φόρων ή άλλων εισφορών ή προστίμων”. Υπό τα δεδομένα αυτά οι προεκτεθείσες διατάξεις του Ν.4092/2012 είναι ανίσχυρες για τους ακόλουθους λόγους. O καθορισμός του ποσού των 6.000 ευρώ ως ανωτάτου ορίου για ψυχική οδύνη κάθε δικαιούχου προσκρούει ευθέως στην παρ.4 του άρθρου 1 της δεύτερης Οδηγίας 84/5/ΕΟΚ, κατά την οποία “κάθε κράτος μέλος ιδρύει ή εγκρίνει οργανισμό, αποστολή του οποίου είναι να αποζημιώνει, τουλάχιστον εντός των ορίων της υποχρέωσης ασφάλισης, τις υλικές ζημιές ή τις σωματικές βλάβες που προκαλούνται από οχήματα αγνώστων στοιχείων ή για τα οποία δεν έχει εκπληρωθεί η υποχρέωση ασφάλισης που προβλέπεται στην παρ. 1”, διάταξη η οποία καλύπτει και την χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης, κατά τα προεκτεθέντα. Επίσης, τo επιβληθέν ανώτατο όριο των 6.000 ευρώ είναι αντίθετο και προς την αρχή της stricto sensu αναλογικότητας (άρθρο 25 § 1 εδάφ. δ’ του Συντάγματος), διότι η παρέμβαση αυτή του νομοθέτη δεν είναι πρόσφορη για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού, ήτοι για την εξασφάλιση της βιωσιμότητας του Επικουρικού Κεφαλαίου, αλλά ούτε και αναγκαία για την επίτευξη του σκοπού αυτού, αφού θα μπορούσε να επιτευχθεί το αποτέλεσμα αυτό με ηπιότερο τρόπο, είτε με το να προβλεφθεί μία έκτακτη επιδότηση του από τον κρατικό προϋπολογισμό, είτε με το να υποχρεωθεί αυτό να εξυγιάνει τα οικονομικά του μέσω της αύξησης των εσόδων του και του περιορισμού των λειτουργικών του δαπανών. Εξ ετέρου, η εφαρμογή της ανωτέρω ρύθμισης, η οποία περιορίζει με το ως άνω όριο την ευθύνη του Επικουρικού Κεφαλαίου και επί των ήδη γεγενημένων αξιώσεων είναι ανίσχυρη, διότι είναι αντίθετη προς το προαναφερθέν άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, που κυρώθηκε (μαζί με τη σύμβαση) με το Ν.Δ. 53/1974 και έχει, σύμφωνα με το άρθρο 28 § 1 του Συντάγματος, αυξημένη έναντι των νόμων ισχύ. Με τη διάταξη αυτή κατοχυρώνεται ο σεβασμός της περιουσίας του προσώπου, το οποίο μπορεί να τη στερηθεί μόνο για λόγους δημόσιας ωφέλειας. Στην έννοια της περιουσίας περιλαμβάνονται όχι μόνο τα εμπράγματα δικαιώματα, αλλά και όλα τα δικαιώματα “περιουσιακής φύσεως” και τα κεκτημένα “οικονομικά συμφέροντα”. Καλύπτονται έτσι τα ενοχικά περιουσιακά δικαιώματα και ειδικότερα απαιτήσεις, είτε αναγνωρισμένες με δικαστική ή διαιτητική απόφαση, είτε απλώς γεγενημένες κατά το εθνικό δίκαιο, εφόσον υπάρχει νόμιμη προσδοκία με βάση το ισχύον έως την προσφυγή στο δικαστήριο δίκαιο ότι μπορούν να ικανοποιηθούν δικαστικά (Ολ. ΑΠ 6/2007, Ολ. ΑΠ 40/1998). Έτσι, η ανωτέρω διάταξη του Ν. 4092/2012 με το να περιορίσει δραστικά το ύψος της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ψυχικής οδύνης, καταργεί ουσιαστικά την αστική αυτή απαίτηση των δικαιούχων, που γεννήθηκε με το θάνατο συγγενικού προσώπου σε τροχαίο ατύχημα. Κατά συνέπεια, είναι ασυμβίβαστη προς τη διάταξη του άρθρου 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, αφού τείνει σε αδικαιολόγητη αποστέρηση περιουσιακού στοιχείου των ως άνω προσώπων χωρίς να συντρέχουν λόγοι δημόσιας ωφέλειας. Και τέτοιο λόγο δεν συνιστά το ταμειακό απλώς συμφέρον του Επικουρικού Κεφαλαίου. Ακολούθως, κατά το άρθρο 4 παρ. 1 και 2 του Συντάγματος, οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου. Οι Έλληνες και οι Ελληνίδες έχουν ίσα δικαιώματα. Με τη διάταξη αυτή καθιερώνεται όχι μόνον η ισότητα των Ελλήνων πολιτών έναντι του νόμου, αλλά και η ισότητα του νόμου έναντι αυτών, με την έννοια ότι ο νομοθέτης, κατά τη ρύθμιση ουσιωδώς ομοίων πραγμάτων, σχέσεων ή καταστάσεων και κατηγοριών ή προσώπων, δεν μπορεί να νομοθετεί κατά διαφορετικό τρόπο, εισάγοντας εξαιρέσεις και κάνοντας διακρίσεις, εκτός αν η διαφορετική ρύθμιση δεν είναι αυθαίρετη, αλλά επιβάλλεται από λόγους γενικότερου κοινωνικού ή δημοσίου συμφέροντος, η συνδρομή δε των ειδικών περιστάσεων ή του κοινωνικού ή δημόσιου συμφέροντος υπόκειται στον έλεγχο των δικαστηρίων (Ολ. Α.Π. 3/2006, 38/2005, 30/2005, 23/2004, 11/2008). Τέλος, σύμφωνα με το άρθρο 14 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα, “όλοι είναι ίσοι ενώπιον των δικαστηρίων. Κάθε πρόσωπο έχει το δικαίωμα η υπόθεση του να δικαστεί δίκαια και δημόσια από αρμόδιο, ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο … για αμφισβητήσεις δικαιωμάτων και υποχρεώσεων αστικού χαρακτήρα”. Το ΔΣΑΠΔ έχει ενσωματωθεί στην Ελληνική έννομη τάξη με το Ν. 2462/1997. Κατά την έννοια των διατάξεων αυτών η αρχή της ισότητας των διαδίκων, που συνιστά ειδική εκδήλωση της αρχής της ισότητας, επιβάλλει την ίση μεταχείριση τους από τους νόμους που προσδιορίζουν τους όρους της δικαστικής προστασίας. Επομένως, διατάξεις νόμων, με τις οποίες αναγνωρίζεται υπέρ ενός διαδίκου ευνοϊκή μεταχείριση ως προς το ανωτέρω δικαίωμα, με αποτέλεσμα να τίθεται αυτός σε θέση πλεονεκτικότερη από εκείνη του αντιδίκου του, είναι ανίσχυρες (ΟλΑΠ 4/2017 Δημ. Νόμος, Ολ. Α.Π. 12/2013, Ολ. Α.Π. 4/2012). Κατά συνέπεια, οι διατάξεις με τις οποίες ορίζεται το ποσοστό τόκου υπερημερίας που καταβάλλεται από το Επικουρικό Κεφάλαιο σε 6% ετησίως, δηλαδή σε ποσοστό μικρότερο από εκείνο που υποχρεούνται να καταβάλλουν οι οφειλέτες αυτού και το οποίο ισχύει για όλους τους διαδίκους, έρχεται σε αντίθεση 1) με τα άρθρα 4 παρ. 1 του Συντάγματος και το άρθρο 14 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα, αφού με αυτές αναγνωρίζεται υπέρ του Επικουρικού Κεφαλαίου ευνοϊκή μεταχείριση ενώ τίθεται σε δυσμενέστερη θέση έναντι αυτού ο άλλος διάδικος και 2) με τη διάταξη του προαναφερθέντος άρθρου 1 του πρώτου πρόσθετου πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, δεδομένου ότι με την ανωτέρω ευνοϊκή υπέρ αυτού ρύθμιση επέρχεται βλάβη της περιουσίας του δανειστή το Επικουρικού Κεφαλαίου (στην προκειμένη περίπτωση των αναιρεσιβλήτων) χωρίς να δικαιολογείται τούτο από λόγους δημοσίου συμφέροντος, ενόψει του ότι το απλό ταμειακό συμφέρον του Επικουρικού Κεφαλαίου δεν ταυτίζεται με το δημόσιο ή το γενικό συμφέρον και δεν μπορεί να δικαιολογήσει την παραβίαση των δικαιωμάτων των παθόντων από τροχαία ατυχήματα να απαιτήσουν και να λάβουν τόκους για τις αξιώσεις τους σε ποσοστό ίδιο με εκείνο που καταβάλλουν οι ιδιώτες, ενώ δεν συνιστά τέτοιο λόγο δημοσίου συμφέροντος το γεγονός ότι το Επικουρικό Κεφάλαιο, που είναι νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου, τελεί απλώς υπό τον έλεγχο και την εποπτεία του κράτους (Α.Π. 1025/2015). Τέλος, η ανωτέρω διάταξη έρχεται σε αντίθεση με την ήδη και συνταγματικώς κατοχυρωμένη (άρθρο 25 του Συντάγματος) αρχή της αναλογικότητας, κατά τα προεκτεθέντα. Η αρχή αυτή, η οποία υπαγορεύει την τήρηση της αναλογίας ανάμεσα στον επιδιωκόμενο σκοπό και τα μέσα που χρησιμοποιούνται προδήλως προσβάλλεται στην προκειμένη περίπτωση. Και τούτο, διότι και αν θεωρηθεί ότι ο επιδιωκόμενος σκοπός είναι η προστασία του ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ, το καταβαλλόμενο ποσοστό 6% ως τόκος υπερημερίας, δηλαδή το 1/2 από εκείνο που υποχρεούται να καταβάλλει ο οφειλέτης ιδιώτης, δεν είναι αναλογικό (ΟλΑΠ 4/2017 ό.π., Ολ. Α.Π. 3/2017, Ολ. ΑΠ 4/2012). Περαιτέρω, κατά τις διατάξεις των άρθρων 10 παρ. 1 και 11 του ν. 489/1976 “περί της υποχρεωτικής ασφαλίσεως της εξ ατυχήματος αστικής ευθύνης”, όπως ο νόμος αυτός κωδικοποιήθηκε με το Π.Δ. 237/1986, και οι διατάξεις εκείνες περιλήφθηκαν στα αντίστοιχα ταυτάριθμα άρθρα του, το πρόσωπο που ζημιώθηκε έχει από την ασφαλιστική σύμβαση και μέχρι το ποσό αυτής ιδία αξίωση κατά του ασφαλιστή, ο οποίος δεν μπορεί να αντιτάξει κατ’ αυτού, όταν ασκεί την παραπάνω αξίωση ενστάσεις που απορρέουν από την ασφαλιστική σύμβαση (ΑΠ 594/2018 Δημ. Νόμος). Από το συνδυασμό δε των διατάξεων των άρθρων 361 του Α.Κ 189, 192 Ε.Ν και 11 παρ. 1 του Ν. 489/1976, προκύπτει, ότι μεταξύ ασφαλιστή και ασφαλισμένου μπορεί εγκύρως να συμφωνηθεί, ότι αποκλείεται από τον ασφαλιστή η κάλυψη των ζημιών που προκαλούνται από την κυκλοφορία του οχήματος, όταν ο οδηγός του δεν έχει άδεια που προβλέπεται από το νόμο για την κατηγορία του οχήματος, που οδηγεί. Ο όρος αυτός δεν απαλλάσσει μεν τον ασφαλιστή της υποχρεώσεώς του να αποζημιώσει τον ζημιωθέντα τρίτο, παρέχει, όμως, στον ασφαλιστή το δικαίωμα να εναγάγει τον ασφαλισμένο του και να ζητήσει από αυτόν ό,τι κατέβαλε στον τρίτο που ζημιώθηκε για την αποκατάσταση της ζημίας του (ΑΠ 1877/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 495/2015). Το δικαίωμα αναγωγής ασκείται, είτε με αυτοτελή αγωγή του ασφαλιστή μετά την καταβολή, που έκανε αυτός προς τον τρίτο, είτε με παρεμπίπτουσα αγωγή, πριν από την καταβολή, αν συνενάγονται ως απλοί ομόδικοι ο ασφαλιστής, ο ασφαλισμένος, ο αντισυμβαλλόμενος και ο οδηγός. Στην τελευταία περίπτωση, εφαρμόζεται η διάταξη του άρθρου 69 παρ. 1 περ. Ε’ του Κ.Πολ.Δ. δηλαδή είναι επιτρεπτή η αγωγή εξ αναγωγής και πριν από την καταβολή του ασφαλιστή προς τον τρίτο (ΑΠ 1877/2017 ό.π., ΑΠ 1467/2009). Περαιτέρω, με τη διάταξη του άρθρου 4 του Ν. 3557/2007, μετά το άρθρο 6 του π.δ/τος 237/1986 (που κωδικοποίησε τον Ν 489/ 1976) προστίθενται δύο νέα άρθρα, τα 6α’ και 6β’ από τα οποία το δεύτερο (6β’ ) αναφέρει: “1. Εξαιρούνται από τον ασφαλιστή οι ζημίες που προκαλούνται: α) από οδηγό, ο οποίος στερείται της αδείας οδήγησης που προβλέπεται από το νόμο για την κατηγορία του αυτοκινήτου οχήματος που οδηγεί… 2. Με τη σύμβαση ασφάλισης επιτρέπεται να ορίζονται, πέραν των περιπτώσεων της προηγούμενης παραγράφου, και άλλες περιπτώσεις εξαίρεσης από την ασφαλιστική κάλυψη, εφόσον οι περιπτώσεις αυτές αφορούν μόνον προαιρετική κάλυψη. Κάθε άλλη εξαίρεση είναι αυτοδικαίως άκυρη. 3. Ο ασφαλιστής δεν απαλλάσσεται από την ευθύνη του έναντι των ζημιωθέντων τρίτων, προβάλλοντας τις εξαιρέσεις των προηγουμένων παραγράφων, οι οποίες ισχύουν αποκλειστικά στο πλαίσιο της σχέσης του με τον ασφαλισμένο”. Παρόμοια απαλλακτική ρήτρα υπέρ του ασφαλιστή, η οποία, όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 1 επ. ν. 2496/ 1997 και του άρθρου 11 παρ. 1 ν. 489/1976, σε συνδυασμό προς τη διάταξη του άρθρου 361 του ΑΚ (που ορίζει ότι “για τη σύσταση ή αλλοίωση ενοχής από δικαιοπραξία απαιτείται σύμβαση, εφόσον ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά”), μπορεί εγκύρως να συμφωνηθεί μεταξύ ασφαλιστή και ασφαλισμένου και να συμπεριληφθεί ως συμβατικός όρος στην ασφαλιστική σύμβαση, δεν απαλλάσσει μεν τον ασφαλιστή από την υποχρέωσή του να αποζημιώσει τον ζημιωθέντα τρίτο, παρέχει όμως σε αυτόν το δικαίωμα να εναγάγει τον ασφαλισμένο του και να ζητήσει από αυτόν, ό,τι κατέβαλε στον ζημιωθέντα τρίτο για την αποκατάσταση της ζημίας του. Η απαλλακτική αυτή ρήτρα δεσμεύει τον ασφαλισμένο, ακόμη και αν αυτός δεν υπέγραψε τη σύμβαση ασφαλίσεως που την περιέχει, αρκεί να έλαβε γνώση αυτής και να την αποδέχτηκε ((ΑΠ 1877/2017 ό.π., ΑΠ 426/2002, ΑΠ 843/2001, ΑΠ 588/2001, ΑΠ 535/2001). Εκ των ως άνω διατάξεων προκύπτει, αφενός μεν, ότι απαγορεύεται η οδήγηση οδικού οχήματος από οδηγό, ο οποίος στερείται άδειας οδηγήσεως, αφετέρου δε, ότι αποκλείονται της ασφαλίσεως ζημίες οι οποίες προκαλούνται κατά τον χρόνο που ο οδηγός στερείται της ανωτέρω αδείας, δηλαδή δημιουργείται κατά τον ως άνω τρόπο δέσμευση του ασφαλισμένου από τους όρους της ασφαλιστικής συμβάσεως (ΑΠ 1877/2017 ό.π., ΑΠ 390/2013, ΑΠ 751/2000). Από τις ανωτέρω διατάξεις, συνδυαστικά εκτιμώμενες, προκύπτει σαφώς ότι, για την εφαρμογή της διάταξης του άρθρ. 6β’ παρ. 1 εδ. α’ του Ν. 489/1976, μετά το Ν. 3557/2007, δεν απαιτείται να υπάρχει αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της ελλείψεως της κατά νόμο απαιτούμενης άδειας οδήγησης και της ζημίας, που προκαλεί ο οδηγός ασφαλισμένου οχήματος και αρκεί το γεγονός και μόνο ότι αυτός δεν διαθέτει κατά το χρόνο του ατυχήματος την προβλεπόμενη από το νόμο και για την κατηγορία του οχήματος που οδηγεί, άδεια ικανότητας οδηγού. Στην περίπτωση αυτή ο ασφαλιστής δικαιούται αναγωγικά στρεφόμενος κατά του οδηγού ή του ασφαλισμένου ή του λήπτη της ασφάλισης να απαιτήσει από αυτούς, όσα κατέβαλε ή θα καταβάλει στον παθόντα τρίτο (ΑΠ 1877/2017 ό.π.). Κατά το άρθρο δε 281 ΑΚ, η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, το δικαίωμα θεωρείται ότι ασκείται καταχρηστικά, όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου, που προηγήθηκε ή η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε, κατά το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε, ή οι περιστάσεις που μεσολάβησαν, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν τη γένεση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή τη μεταγενέστερη άσκησή του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου. Τούτο συμβαίνει, ιδίως, όταν από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου έχει δημιουργηθεί στον υπόχρεο, και μάλιστα ευλόγως, η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμά του. Μόνη δε η αδράνεια του δικαιούχου ή του δικαιοπαρόχου του για μακρό χρόνο και πάντως μικρότερο απ` αυτόν της παραγραφής, δεν αρκεί για να καταστήσει καταχρηστική την μετέπειτα άσκηση του δικαιώματος, ακόμη και όταν δημιούργησε στον οφειλέτη την πεποίθηση ότι δεν υπάρχει το δικαίωμα ή ότι δεν πρόκειται πλέον να ασκηθεί, αλλά απαιτείται να συντρέχουν επιπλέον ειδικές συνθήκες και περιστάσεις, προερχόμενες κυρίως από τη συμπεριφορά των μερών και σε αιτιώδη μεταξύ τους συνάφεια ευρισκόμενες, με βάση τις οποίες, καθώς και την αδράνεια του δικαιούχου, η μεταγενέστερη άσκηση του δικαιώματος, που τείνει σε ανατροπή της κατάστασης, που δημιουργήθηκε υπό τις παραπάνω ειδικές συνθήκες και περιστάσεις και διατηρήθηκε για μακρό χρόνο, να εξέρχεται των ορίων που επιβάλλει η διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ. Δεν είναι πάντως απαραίτητο η επιχειρούμενη από το δικαιούχο ανατροπή της διαμορφωμένης αυτής κατάστασης να προκαλεί αφόρητες ή δυσβάστακτες συνέπειες στον οφειλέτη, αλλά αρκεί να έχει και απλώς δυσμενείς επιπτώσεις στα συμφέροντά του (ΟλΑΠ 8/2018 Δημ. Νόμος, Ολ ΑΠ 7/2002, ΟλΑΠ 8/2001, ΑΠ 495/2015).

Εξάλλου, κατά το άρθρο 520 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ. το δικόγραφο της έφεσης πρέπει να περιέχει τα στοιχεία που απαιτούνται κατά τα άρθρα 118 έως 120 του ίδιου κώδικα και τους λόγους της έφεσης. Οι λόγοι της έφεσης συνίστανται σε ορισμένες αιτιάσεις κατά της εκκαλούμενης απόφασης που αναφέρονται είτε σε παραδρομές του εκκαλούντος είτε σε νομικά ή πραγματικά σφάλματα του δικαστηρίου. Τα σφάλματα του δικαστηρίου είναι δυνατό να ανάγονται είτε στην εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του ουσιαστικού ή δικονομικού δικαίου είτε στην εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, η οποία επαρκώς προσδιορίζεται όταν αναφέρεται στο εφετήριο ότι εξαιτίας αυτής οδηγήθηκε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο σε εσφαλμένο πόρισμα και διατακτικό, χωρίς να είναι αναγκαία η εξειδίκευση των σφαλμάτων ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων, αφού το εφετείο, λόγω του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης (άρθρο 522 Κ.Πολ.Δ.), επανεκτιμά από την αρχή την ουσία της υπόθεσης και κρίνει την ορθότητα του διατακτικού. Εξάλλου, από το άρθρο 522 Κ.Πολ.Δ. προκύπτει ότι με την άσκηση της έφεσης η υπόθεση μεταβιβάζεται στα όρια που καθορίζονται από αυτήν και τους πρόσθετους λόγους στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, δηλ. μόνον κατά τα προσβαλλόμενα “κεφάλαια” (ΑΠ 791/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 747/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 207/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1344/2015 Δημ. Νόμος, ΑΠ 258/2015), κατά το άρθρο δε 536 του ίδιου Κώδικα, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεν μπορεί να εκδώσει απόφαση επιβλαβέστερη για τον εκκαλούντα, χωρίς ο εφεσίβλητος να ασκήσει δική του έφεση ή αντέφεση, εκτός αν το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, μετά την εξαφάνιση της πρωτόδικης απόφασης, δικάζει την υπόθεση κατ’ ουσίαν (ΑΠ 224/2016 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1344/2015 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΠειρ 487/2016 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΠειρ 501/2015 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΠειρ 235/2014 Δημ. Νόμος). Από τα άρθρα 522, 524, 535 παρ. 1, 536 Κ.Πολ.Δ. προκύπτει ότι με την άσκηση της έφεσης η υπόθεση μεταβιβάζεται στα όρια που καθορίζονται από αυτήν και τους πρόσθετους λόγους στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, το οποίο έχει, ως προς την αγωγή, την αυτή, όπως και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο εξουσία σχετικά με το νόμω βάσιμο, το ορισμένο και το παραδεκτό της αγωγής και μπορεί αν ο εκκαλών παραπονείται για την κατ’ ουσίαν απόρριψη της αγωγής του να εξετάσει αυτεπάγγελτα και να την απορρίψει μετ’ εξαφάνιση  της εκκαλουμένης, ως μη νόμιμη χωρίς έτσι να γίνεται η εκδιδόμενη απόφαση επιβλαβέστερο γι’ αυτόν (ΑΠ 1344/2015 ό.π.). Από τη διάταξη του άρθρου 522 ΚΠολΔ, συνάγεται ότι αν το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφασή του, απέρριψε την αγωγή κατά παραδοχή αυτοτελούς ισχυρισμού (ένστασης) του εναγομένου, την απόφαση δε αυτή εκκαλεί ο ενάγων, η υπόθεση ή το σχετικό κεφάλαιό της μεταβιβάζονται με την άσκηση της έφεσης στο Εφετείο αδιαίρετα και ως σύνολο, τόσο δηλαδή ως προς την αγωγή όσον και ως προς την ένσταση και δεν υπάρχει ανάγκη να επαναφέρει την τελευταία και ο ενάγων με τις προτάσεις του στο Εφετείο κατά τους ορισμούς του άρθρου 240 Κ.Πολ.Δ. Στην αντίστροφη περίπτωση αν δηλαδή η αγωγή έγινε δεκτή και απορρίφθηκε ένσταση του εναγομένου κατ’ αυτής, ο τελευταίος με την άσκηση έφεσης κατά της αποφάσεως του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου μπορεί να επαναφέρει στο Εφετείο την ένσταση αυτή, μόνο με λόγο έφεσης ή με πρόσθετο λόγο και όχι απλά με τις προτάσεις του (ΑΠ 747/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 431/2016 Δημ. Νόμος). Από τις ίδιες ως άνω διατάξεις προκύπτει ότι το Εφετείο μετά την εξαφάνιση της απόφασης του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου κατά παραδοχή λόγου έφεσης και τη διακράτηση από αυτό της υπόθεσης για περαιτέρω εκδίκαση δεν δεσμεύεται πλέον από την αρχή της μη χειροτέρευσης του εκκαλούντος, η εξουσία του όμως αυτή να εξετάζει τα θέματα που υποβλήθηκαν πρωτοδίκως τελεί υπό τον περιορισμό του άρθρου 522 Κ.Πολ.Δ. δηλαδή στο μέτρο που η υπόθεση μεταβιβάζεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους. Η τελευταία αυτή διάταξη ρυθμίζει ειδικώς, σε σχέση με την έφεση, την καθιερούμενη από το άρθρο 106 του Κ.Πολ.Δ. γενική αρχή της διάθεσης, σύμφωνα με την οποία το δικαστήριο ενεργεί μόνον ύστερα από αίτηση διαδίκου και αποφασίζει με βάση τους πραγματικούς ισχυρισμούς που προτείνουν και αποδεικνύουν οι διάδικοι και τις αιτήσεις που υποβάλλουν, εκτός αν ο νόμος ορίζει διαφορετικά. Έτσι το Εφετείο κρίνει αν οι κατώτεροι δικαστές αποφάσισαν ορθώς ή μη επί τη βάσει των εκτιθεμένων στην έφεση λόγων, ήτοι των αποδιδομένων από τον εκκαλούντα στην πρωτόδικη απόφαση σφαλμάτων και παραλείψεων, τα οποία συνιστούν τη νομική βάση της εφέσεως. Επομένως, σφάλματα ή παραλείψεις μη προσβληθέντα υπό του διαδίκου με λόγους εφέσεως δεν μπορούν να εξετασθούν αυτεπάγγελτα υπό του Εφετείου ούτε συγχωρείται σ’ αυτό, αν τα διαπιστώσει, να απαγγείλει την εξαφάνιση της εκκληθείσας απόφασης (ΑΠ 1344/2015 ό.π., ΑΠ 892/2013 – 878/2000 – 192/1998 – 1326/1984 ΝοΒ 33, 997). Λόγοι δε έφεσης δεν είναι παραδεκτοί (και αν καθ’ υπόθεση υποβάλλονται) εφόσον αναφέρονται στο μέρος του κεφαλαίου της εκκαλουμένης που ωφελεί τον εκκαλούντα. Έτσι οι μόνοι δυνάμενοι να υποβληθούν παραδεκτώς λόγοι θα αφορούν, κατ’ ανάγκη την βλαπτική για τον εκκαλούντα διάταξη ως προς την οποία και μόνο έχει έννομο συμφέρον να ασκήσει έφεση, γι’ αυτό και σε περίπτωση παραδοχής κάποιου από τους λόγους της έφεσης η εξαφάνιση της απόφασης θα είναι μερική, αποκλειομένης της αποδικάσεως του μέρους του κεφαλαίου που επιδικάστηκε με μόνη την έφεση του ενάγοντος – εκκαλούντος και χωρίς την άσκηση έφεσης ή αντέφεσης από τον εφεσίβλητο – εναγόμενο (ΑΠ 1344/2015 ό.π., ΑΠ 12/1992 ΕλλΔνη 34,347). Εξάλλου, κατά την διάταξη του άρθρου 240 του Κ.Πολ.Δικ., για την επαναφορά ισχυρισμών που προβλήθηκαν σε προηγούμενη συζήτηση στο ίδιο ή ανώτερο δικαστήριο αρκεί η επανυποβολή τους με σύντομη περίληψη και αναφορά στις σελίδες των προτάσεων της προηγούμενης συζητήσεως που τους περιέχουν και που προσκομίζονται απαραιτήτως σε επικυρωμένο αντίγραφο. Κατά την έννοια της τελευταίας αυτής διατάξεως, η επίκληση, με τις προτάσεις που υποβάλλονται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο κατά την συζήτηση, μετά την οποία εκδίδεται η προσβαλλόμενη απόφαση, ισχυρισμών με γενική αναφορά στις πρωτόδικες προτάσεις δεν αρκεί, ούτε είναι νόμιμη, αλλά απαιτείται και σύντομη περίληψη των ισχυρισμών και αναφορά στις σελίδες των πρωτόδικων προτάσεων που τους περιέχουν (ΑΠ 1346/2012, ΑΠ 446/2011, ΑΠ 1154/2002, πρβλ. Ολομ. ΑΠ, 23/2008, 14/2005, 9/2000). Απαιτείται, δηλαδή, η αναφορά αυτή να είναι σαφής και ορισμένη σε τρόπο ώστε να προκύπτει από αυτή ο εκ νέου επικαλούμενος ισχυρισμός, ο οποίος είχε προβληθεί κατά την προηγούμενη συζήτηση και επαναλαμβάνεται κατά τη νέα, με την αναφορά στις προτάσεις της προηγούμενης συζητήσεως (ΑΠ 446/2011). Σύμφωνα με όσα αναπτύχθηκαν, η μη λήψη υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας ισχυρισμού που έχει επανυποβληθεί νόμιμα ενώπιον του Εφετείου είναι θεμελιωτική του αναιρετικού λόγου από τον αριθμό 8 περ. β’ του άρθρου 559 του Κ.Πολ.Δικ. (της μη λήψεως υπόψη “πραγμάτων” που προτάθηκαν), στους ισχυρισμούς δε αυτούς υπάγεται και η πιο πάνω ένσταση περί συνυπαιτιότητας του παθόντος στην πρόκληση τροχαίου ατυχήματος (άρθρο 300 του Α.Κ.) (ΑΠ 2081/2017 Δημ. Νόμος). Κατά τη διάταξη δε του άρθρου 527 ΚΠολΔ είναι απαράδεκτη η προβολή στην κατ’ έφεση δίκη πραγματικών ισχυρισμών που δεν προτάθηκαν στη πρωτόδικη δίκη, το δε απαράδεκτο λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως. Ο κανόνας αυτός αποτελεί εκδήλωση της κατά το άρθρο 269 παρ.1 του ιδίου Κώδικα αρχής του άνευ επικουρίας δικάζεσθαι. Κατ’ εξαίρεση όμως της πιο πάνω απαγόρευσης, κατά τον αριθμό 1 της διάταξης αυτής είναι επιτρεπτή η προβολή των εν λόγω ισχυρισμών για πρώτη φορά στο Εφετείο, πολύ δε περισσότερο η επαναφορά τους στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο εάν αυτοί είχαν προβληθεί, έστω απαραδέκτως, στο πρώτο βαθμό, όταν τους προβάλλει ο εναγόμενος (ή ο ενάγων), ως εφεσίβλητος προς απόκρουση της κατ’ αυτού ασκηθείσας έφεσης και προς διατήρηση του διατακτικού της εκκαλουμένης από τον αντίδικό του απόφασης (ΑΠ 1152/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1143/2015, ΑΠ 865/2015, ΑΠ 773/2007, ΑΠ 352/2004) και μάλιστα χωρίς να υπόκειται στους περιορισμούς του άρθρου 269 του ΚΠολΔ (ΑΠ 288/1980), η συνδρομή των οποίων (περιορισμών) συνιστά άλλο λόγο εξαίρεσης από τον πιο πάνω κανόνα, κατ’ εφαρμογή του αριθμού 3 της πιο πάνω διάταξης (ΑΠ 1152/2017 ό.π.). Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 335, και 338 έως 341 του Κ.Πολ.Δ. 591 παρ. 1 και 681Α` του Κ.Πολ.Δικ. συνάγεται ότι το δικαστήριο και κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών για ζημιές από αυτοκίνητο και από την σύμβαση ασφαλίσεως αυτού, για να σχηματίσει τη δικανική του πεποίθηση ως προς τη βασιμότητα ή μη των προβαλλόμενων από τους διαδίκους πραγματικών γεγονότων που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, υποχρεούται να λαμβάνει υπόψη όλα τα νόμιμα αποδεικτικά μέσα που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι για άμεση και έμμεση απόδειξη, χωρίς να είναι ανάγκη να γίνεται ειδική μνεία και χωριστή αξιολόγηση του καθενός από αυτά, κατ` αντιδιαστολή προς τα λοιπά έγγραφα και εν γένει προς τα άλλα αποδεικτικά μέσα, τα οποία φέρονται ότι ελήφθησαν υπόψη προς σχηματισμό της κρίσεώς του. Βέβαια δεν αποκλείεται το δικαστήριο της ουσίας να μνημονεύει και να εξαίρει μερικά από τα αποδεικτικά μέσα, λόγω της, κατά την ελεύθερη κρίση του, μεγαλύτερης σημασίας τους, αρκεί να γίνεται αδίστακτα βέβαιο από το όλο περιεχόμενο της αποφάσεως ότι συνεκτιμήθηκαν όλα τα αποδεικτικά μέσα που επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν νόμιμα οι διάδικοι. Η παράβαση της υποχρεώσεως αυτής ιδρύει το λόγο της αναιρέσεως του άρθρου 559 αριθ. 11 περ. γ` του Κ.Πολ.Δικ. υπό την αποκλειστική προϋπόθεση ότι το πραγματικό γεγονός που επικαλείται ο διάδικος ασκεί ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, αφού μόνο ένα τέτοιο (ουσιώδες) γεγονός καθίσταται αντικείμενο αποδείξεως (Ολ.ΑΠ 14/2005 και 2/2008, ΑΠ 808/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 895/ 2011). Από το άρθρο δε 321 ΚΠολΔ, το οποίο ορίζει, ότι όσες οριστικές αποφάσεις των πολιτικών δικαστηρίων δεν μπορούν να προσβληθούν με ανακοπή ερημοδικίας και έφεση είναι τελεσίδικες και αποτελούν δεδικασμένο, προκύπτει, ότι οι αποφάσεις των ποινικών δικαστηρίων δεν αποτελούν δεδικασμένο στην πολιτική δίκη (ΑΠ 302/2016 Δημ. Νόμος). Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 6 παρ. 2 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, που κυρώθηκε με το Ν.Δ. 53/1974, “Παν πρόσωπον κατηγορούμενον επί αδικήματι τεκμαίρεται ότι είναι αθώον μέχρι της νομίμου αποδείξεως της ενοχής του”. Ταυτόσημη είναι και η διάταξη του άρθρου 14 παρ. 3 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα, το οποίο κυρώθηκε με το Ν. 2642/1997 και ορίζει ότι “Κάθε πρόσωπο που κατηγορείται για ποινικό αδίκημα τεκμαίρεται ότι είναι αθώο, εωσότου η ενοχή του αποδειχθεί σύμφωνα με το νόμο”. Με τις ως άνω αυξημένης τυπικής ισχύος διατάξεις κατοχυρώνεται το τεκμήριο αθωότητας του κατηγορουμένου, το οποίο αποτελεί κατ` αρχήν τη δικονομική έκφανση του σεβασμού της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, συνδεόμενο άμεσα με την αρχή της ενοχής (άρθρα 7.1 Συντ. και 14 Π Κ). Το περιεχόμενό του συντίθεται από τις αρχές ότι: 1. Κανένας δε μπορεί να καταδικασθεί ή να κηρυχθεί ένοχος, αν δεν έχει δικασθεί σύμφωνα με το νόμο και ύστερα από μια νόμιμη δικαστική διαδικασία. 2. Καμία ποινή ή άλλη ανάλογη κύρωση δε μπορεί να επιβληθεί σε βάρος προσώπου, εφόσον η ενοχή του δεν έχει απαγγελθεί σύμφωνα με τους τύπους, που προβλέπει ο νόμος. 3. Κανένας δε μπορεί να υποχρεωθεί να αποδείξει την αθωότητά του. 4. Η αμφιβολία είναι πάντοτε υπέρ του κατηγορουμένου. Εάν η τέλεση μιας ποινικά κολάσιμης πράξης δικαιολογεί παράλληλα και αστική αξίωση του παθόντος για προστασία των οικονομικών του συμφερόντων, κατά την εκδίκαση του συγκεκριμένου βιοτικού γεγονότος στα πολιτικά δικαστήρια, θα τύχει μεν εφαρμογής το τεκμήριο της αθωότητας, πλην, όμως, η εφαρμογή του πρέπει να περιορίζεται στα όρια, που η δογματική του θέση και κατάταξη προσδιορίζουν. Συγκεκριμένα: 1. Ο εναγόμενος, στον οποίο αποδίδεται η διάπραξη του εγκλήματος, θα πρέπει και στην (πολιτική) δίκη να αντιμετωπίζεται από το δικαστήριο ως αθώος με τις ίδιες εγγυήσεις, όπως και ενώπιον της αντίστοιχης ποινικής δίκης. 2. Δεν πρέπει η νομοθεσία και ειδικότερα το αστικό δίκαιο και η πολιτική δικονομία να θέτουν τεκμήρια ενοχής, τεκμήρια από τα οποία θα προκύπτει άνευ αποδείξεως η ενοχή του εναγομένου για τη διάπραξη του ποινικού και συγχρόνως αστικού αδικήματος. 3. Δεν πρέπει το βάρος αποδείξεως της μη τελέσεως του ποινικού και συγχρόνως αστικού αδικήματος να επιρρίπτεται στον εναγόμενο. 4. Κατά την αναφορά του πολιτικού δικαστηρίου σε τυχόν προεκδοθείσα αθωωτική απόφαση ποινικού δικαστηρίου δεν πρέπει να γίνεται αμφισβήτηση του αθωωτικού αποτελέσματος αυτής, ιδίως με την επίκληση ότι α) είναι προϊόν αμφιβολιών και όχι βεβαιότητας του δικαστηρίου για την αθωότητα, β) ότι λήφθηκε όχι ομόφωνα αλλά κατά πλειοψηφία, γ) ότι στηρίχθηκε στη μη απόδειξη του υποκειμενικού στοιχείου του αδικήματος (δόλου), δ) ότι διαφώνησε ο εισαγγελέας της έδρας κ.α. Ωστόσο, ο σεβασμός του τεκμηρίου αθωότητας δεν μπορεί να έχει την έννοια ότι το πολιτικό δικαστήριο κωλύεται να καταλήξει μετά από αποδείξεις και με πλήρως αιτιολογημένη δικανική κρίση, συνεκτιμώντας φυσικά και την αθωωτική ποινική απόφαση- σε διαφορετικό αποδεικτικό πόρισμα, υποχρεούμενο να αποδεχθεί οπωσδήποτε την ποινική αθώωση και να τη θέσει ως βάση στην απόφασή του. Οι διατάξεις των άρθρων 93 – 96 Συντ. αφενός κατοχυρώνουν τη διάκριση των δικαστηρίων και αφετέρου κατανέμουν μεταξύ τους τη δικαιοδοσία σε διοικητική, πολιτική ή αστική και ποινική, κατ` αντιστοιχία των προβλεπόμενων δικαστηρίων και των υπαγόμενων σε αυτά διαφορών ή και υποθέσεων. Βασική συνέπεια, που αναδεικνύει το ουσιαστικό περιεχόμενο της διάκρισης των δικαιοδοσιών είναι το διακριτό δεδικασμένο των αποφάσεων κάθε δικαιοδοτικής λειτουργίας, το οποίο ορίζεται διαφορετικά από τον αντίστοιχο δικονομικό νομοθέτη (άρθρα: 321 επ. ΚΠολΔ, 57 ΚΠΔ, 197 ΚΔΔ). Οι ρυθμίσεις αυτές επιβάλλουν το δεδικασμένο να είναι, κατ’ αρχήν, δεσμευτικό μόνον εντός της οικείας δικαιοδοσίας, με αποτέλεσμα οι αποφάσεις των ποινικών δικαστηρίων να μην αποτελούν δεδικασμένο για την πολιτική δίκη. Περαιτέρω, αποδεικτική δέσμευση από δικαστικές αποφάσεις άλλων δικαιοδοτικών κλάδων μπορεί να γίνει ανεκτή μόνον όταν υπάρχει σχετική νομοθετική πρόβλεψη, είτε σε διατάξεις του ουσιαστικού δικαίου είτε σε διατάξεις της οικείας δικονομίας (όπως στο άρθρο 5 παρ. 2 ΚΔΔ). Επομένως, το πολιτικό δικαστήριο, όταν αποφασίζει περί του αν τελέσθηκε το αστικό και συγχρόνως ποινικό αδίκημα, δεν δεσμεύεται από την τυχόν προηγηθείσα σχετική απόφαση ποινικού δικαστηρίου, αθωωτική ή καταδικαστική και δύναται να καταλήξει σε αποδεικτικό πόρισμα αντίθετο εκείνης. Επιβάλλεται, όμως, να λάβει σοβαρά υπόψη του ως ισχυρό τεκμήριο την ποινική κρίση και μπορεί να αφίσταται από αυτήν με απόλυτα αιτιολογημένη απόφαση (βλ. σχετ. ΑΠ 1422/2017 ό.π., ΑΠ 808/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 302/2016 ό.π., ΑΠ 213/2014, ΑΠ 1870/2014, ΑΠ 1503/2012, ΑΠ 667/2013, ΑΠ 77/2012, ΑΠ 240/2011). Τέλος, κατά το άρθρο 534 του ίδιου Κώδικα, αν το αιτιολογικό της πρωτόδικης απόφασης κρίνεται εσφαλμένο, αλλά το διατακτικό της ορθό, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο αντικαθιστά τις αιτιολογίες και απορρίπτει την έφεση (ΑΠ 224/2016 Δημ. Νόμος).

Από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης της μάρτυρος, που εξετάσθηκε στο ακροατήριο του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, μ’ επιμέλεια των κυρίως εναγόντων της υπό στοιχείο Γ΄ κύριας αγωγής και την ανωμοτί εξέταση του πρώτου των κυρίως εναγομένων – παρεμπιπτόντως εναγομένου (……..), οι οποίες περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης αυτού, από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που προσκομίζονται με επίκληση από τους διαδίκους είτε προς άμεση ή έμμεση απόδειξη είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (άρθρα 336 παρ. 3, 339 και 395 του ΚΠολΔ – ΑΠ 60/2008 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1201/2007 Δημ. Νόμος), τα οποία στην προκείμενη διαδικασία λαμβάνονται υπόψη ακόμη και αν δεν πληρούν τους όρους του νόμου (άρθρα 671 παρ. 1 εδ. α΄ και 681 Α ΚΠολΔ, όπως ίσχυαν πριν την τροποποίησή τους με το Ν. 4335/2015) (ΟλΑΠ 15/2003 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1563/2006 Δημ. Νόμος, ΑΠ 284/1999 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1462/1996 Δημ. Νόμος),  έστω και αν δεν μνημονεύονται ένα προς ένα (ΟλΑΠ 848/1981 ΝοΒ 30.441, ΟλΑΠ 8/1987 ΝοΒ 1988.75, ΑΠ 187/2010 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1697/2010 Δημ. Νόμος, ΑΠ 722/2004 Δημ. Νόμος, ΑΠ 152/2002 Δημ. ΤΝΠΔΣΑθ, ΜονΕφΑθ 407/2018 Δημ. Νόμος), για κάποια από τα οποία γίνεται ιδιαίτερη σημείωση παρακάτω, χωρίς, όμως, να αγνοείται η σημασία και η σπουδαιότητα των υπολοίπων και χωρίς να παραλείπεται κανένα, κατά την επανεκτίμηση της ουσίας της διαφοράς (ΑΠ 211/2006 ΝοΒ 54.849, ΑΠ 1659/2005 ΔΕΕ 2006,173, ΑΠ 250/2000 ΕλλΔνη 41.980, ΜονΕφΑθ 407/2018 ό.π.), από όλα τα έγγραφα της ποινικής δικογραφίας που εκτιμώνται ως δικαστικά τεκμήρια, από τη με αριθμ. ……. ένορκη βεβαίωση της μάρτυρος ……., ενώπιον της Συμ/φου Πειραιώς ………., που ελήφθη με επιμέλεια των εναγόντων της υπό στοιχείο Γ΄ κυρίας αγωγής, κατόπιν προηγούμενης κλητεύσεως των εναγομένων αυτής, κατ’ άρθρο 671 παρ. 1 του ΚΠολΔ, όπως ίσχυε πριν την τροποποίησή του με το Ν. 4335/2015 (βλ. σχετ. με αρ. …….. εκθέσεις επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιώς ……..), τις φωτογραφίες των οποίων η γνησιότητα δεν αμφισβητήθηκε (444 αριθμ. 3, 448 παρ. 2, 457 παρ. 4 ΚΠολΔ), τα διδάγματα της κοινής πείρας, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ), την εν γένει αποδεικτική διαδικασία και τους ισχυρισμούς των διαδίκων, όσους νόμιμα και παραδεκτά επανυποβάλλουν, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Στις 15/7/2009 και περί ώρα 07.00 π.μ., ήτοι υπό συνθήκες πλήρους φυσικού φωτισμού, ο πρώτος εναγόμενος – παρεμπιπτόντως εναγόμενος, ……., γεννηθείς το έτος 1973 (ηλικίας 36 ετών), στην Αλβανία, οδηγούσε το υπ’ αριθμ. κυκλοφορίας ……. Ι.Χ.Ε. αυτοκίνητο, ιδιοκτησίας του, εργοστασίου κατασκευής Ford Fiesta, το οποίο ήταν ασφαλισμένο στην ασφαλιστική εταιρία, με την επωνυμία «……….», της οποίας η άδεια ανακλήθηκε στις 25/2/2010 και στη θέση της οποίας υπεισήλθε το δεύτερο εναγόμενο Ν.Π.Ι.Δ. «Επικουρικό Κεφάλαιο» – παρεμπιπτόντως ενάγον, επί της οδού Τζαβέλα στον Πειραιά, με κατεύθυνση από Ευαγγελίστρια προς Φάληρο. Η οδός αυτή (Τζαβέλα), στο ύψος της διασταύρωσής της με την οδό Ματρώζου, είναι πλάτους 10,5 μέτρων, με δύο (2) λωρίδες κυκλοφορίας, μονής κατεύθυνσης και ευθεία. Η οδός Ματρώζου, στο σημείο εκείνο, είναι μονόδρομος, με πλάτος οδοστρώματος 6,00 μ., μία λωρίδα κυκλοφορίας και ευθεία. Την ώρα εκείνη το οδόστρωμα της ως άνω οδού Τζαβέλα ήταν ξηρό, η κυκλοφορία των οχημάτων ήταν πυκνή και των πεζών κανονική, η ορατότητα επαρκής και οι καιρικές συνθήκες αίθριες. Στο σημείο εκείνο το όριο ταχύτητας είναι το προβλεπόμενο από τον Κ.Ο.Κ. εντός κατοικημένων περιοχών, δηλ. 50 χλμ/ώρα (άρθρο 20 παρ. 1) (βλ. από 15/07/2009 έκθεση αυτοψίας και πρόχειρο σχεδιάγραμμα της τροχαίας). Την ίδια ώρα η …, ηλικίας περίπου 94 ετών, η οποία ήταν σε καλή κατάσταση υγείας και ήταν μητέρα των δύο πρώτων εναγόντων και γιαγιά των λοιπών καλούντων – εναγόντων και η ……, ηλικίας 69 ετών (ενάγουσα στην υπό στοιχείο Α’ αγωγή, ως προς την οποία, κατά τ’ ανωτέρω, δεν ερευνάται η υπόθεση), επιχείρησαν να διασχίσουν κάθετα την οδό Τζαβέλα, στο ύψος της διασταύρωσης αυτής με τη οδό Ματρώζου και αμέσως μετά από αυτήν, από σημείο, που δεν επιτρέπεται για πεζούς, ενώ, σε απόσταση δέκα περίπου μέτρων, υπήρχε διάβαση πεζών, με κατεύθυνση από αριστερά προς τα δεξιά σε σχέση με την πορεία του ως άνω οδηγού του Ι.Χ.Ε. – πρώτου εναγομένου (και όχι στην αντίστροφη κατεύθυνση, όπως από παραδρομή αναφέρει η από 15/7/2009 σχετική έκθεση αυτοψίας – σχεδιάγραμμα), βαδίζοντας αργά. Ειδικότερα, η ως άνω ….. επιχείρησε να διασχίσει κάθετα την ως άνω οδό Τζαβέλα, χωρίς προηγουμένως να βεβαιωθεί ότι μπορεί να το πράξει χωρίς να παρακωλύσει τα οχήματα που κινούνταν επ’ αυτής. Τη στιγμή, όμως, που η ……. διέσχιζε κάθετα την οδό Τζαβέλα, με τη συνοδό της, ο πρώτος εναγόμενος, κινούμενος στην αριστερή λωρίδα κυκλοφορίας με ταχύτητα ανωτέρα της επιτρεπομένης των 50 χιλ./ώρα και χωρίς να υπάρχει κάποιο εμπόδιο στην πορεία του, το οποίο να περιόριζε την ορατότητά του, η οδός δε ήταν ευθεία, επέπεσε, αμέσως μετά το σημείο της διασταυρώσεως αυτής με την οδό Ματρώζου, με το εμπρόσθιο τμήμα του αυτοκινήτου, που οδηγούσε, αρχικά επί της δεξιάς πλευράς της πεζής, ……. και εν συνεχεία επί της πεζής ….., η οποία βάδιζε εξ αριστερών της τελευταίας και συγκεκριμένα, ενώ η …… πλησίαζε στο μέσον περίπου του οδοστρώματος και είχε διασχίσει κάθετα απόσταση περίπου 5 μ. επί της οδού Τζαβέλα και από αριστερά προς τα δεξιά σε σχέση με την πορεία του πρώτου των εναγομένων, όπως προκύπτει και από την κηλίδα αίματος, που αποτυπώνεται στο πρόχειρο σχεδιάγραμμα της τροχαίας, η οποία εντοπίστηκε στο μέσον του οδοστρώματος της οδού Τζαβέλα. Λόγω δε του ατυχήματος και της παράσυρσής της η μεν …… τραυματίστηκε και διεκομίσθη στο Νοσοκομείο, όπου διαπιστώθηκε ότι υπέστη πνευμονικό οίδημα ισχαιμικού τύπου αλλοιώσεων του μυοκαρδίου σε έδαφος κακώσεων θώρακος, λεκάνης και κάτω άκρου, συνεπεία των οποίων και ως μόνης ενεργούς αιτίας, επήλθε ο θάνατος αυτής το απόγευμα της ιδίας ημέρας, η δε ……, η οποία βάδιζε εξ αριστερών της θανούσας, τραυματίστηκε και υπέστη θλάση του δεξιού ώμου, δεξιού αγκώνα, δεξιού γονάτου και κνημών, εκχυμώσεις, μώλωπες. Το όχημα του πρώτου εναγομένου υπέστη υλικές ζημίες στο εμπρόσθιο τμήμα του. Υπό τα περιστατικά αυτά το Δικαστήριο κρίνει ότι το επίδικο ατύχημα και ο θανάσιμος τραυματισμός της .. .. οφείλεται κατ’ αρχήν στον πρώτο εναγόμενο, οδηγό του με αριθμ. κυκλοφορίας ……… Ι.Χ.Ε. αυτοκινήτου, ο οποίος, αν και κινούνταν σ’ ευθεία οδό, σε απόσταση 150 μέτρων, και δεν υπήρχε κάποιο εμπόδιο, που να περιορίζει την ορατότητά του, έχοντας αναπτύξει ταχύτητα ανωτέρα της επιτρεπομένης των 50 χιλ/ώρα, υπό συνθήκες πλήρους φυσικού φωτισμού, περί ώρα 07.00 π.μ. και αίθριες, δεν επέδειξε τη δέουσα επιμέλεια και προσοχή, την οποία ο μέσος συνετός και ευσυνείδητος οδηγός θα κατέβαλε, κάτω από τις ίδιες περιστάσεις, κατά τους κανόνες της επιμελούς οδήγησης, κοινής πείρας και λογικής και δεν οδηγούσε με σύνεση και με διαρκώς τεταμένη την προσοχή του, που όφειλε και μπορούσε να καταβάλει, ούτε ασκούσε τον έλεγχο και την εποπτεία του οχήματός του, ώστε να μπορεί σε κάθε στιγμή να εκτελεί τους απαιτούμενους χειρισμούς, προκειμένου να αποφευχθεί το ατύχημα (ή έστω να έχει αυτό λιγότερο επαχθείς συνέπειες), με αποτέλεσμα να μην αντιληφθεί εγκαίρως την πεζή, η οποία διέσχιζε κάθετα το οδόστρωμα από αριστερά προς τα δεξιά σε σχέση με την πορεία του, στη λωρίδα κυκλοφορίας του, ούτε ρύθμισε στο προσήκον μέτρο την ταχύτητά του έμπροσθεν του εμποδίου, που υπήρχε στην τροχιά του, και δη των ως άνω πεζών, αν και ήταν ευχερώς αντιληπτές απ’ αυτόν, τουλάχιστον από απόσταση 30 μ., ούτε προέβη στη δέουσα αντίδραση (και δη στην προκειμένη περίπτωση στην έγκαιρη τροχοπέδηση του οχήματός του, άλλως στην ενέργεια αποφευκτικού ελιγμού προς τα δεξιά (βλ. πρόχειρο σχεδιάγραμμα της τροχαίας, στο οποίο δεν αποτυπώνονται ούτε ίχνη τροχοπέδησης ούτε ίχνη πλάγιας ολίσθησης), αν και μπορούσε, χωρίς να προκαλέσει κίνδυνο στους λοιπούς χρήστες της οδού, σε σχέση με την απόσταση ακινητοποίησης του οχήματός του και του χρόνου αντίδρασης ενός μέσου οδηγού, διότι δεν προέκυψε ότι εκείνη τη στιγμή κινούνταν άλλα οχήματα στη δεξιά λωρίδα κυκλοφορίας, αλλά συνέχισε την πορεία του (έχοντας πράσινο σηματοδότη) και πλησίασε τις πεζές σε απόσταση τέτοια, ώστε να επιπέσει με την εμπρόσθια δεξιά πλευρά του οχήματος, που οδηγούσε, επί της δεξιάς πλευράς της θανούσας και να παρασύρει την ως άνω πεζή, …., τη στιγμή που η τελευταία είχε διασχίσει κάθετα απόσταση περίπου 5 μ. επί της αριστερής λωρίδας κυκλοφορίας (άρθρα 12 παρ. 1΄, 19 παρ. 1-3, 39 παρ. 1 εδ. α΄ του Κ.Ο.Κ. και 330 εδ. β΄ του Α.Κ.) και να προκληθεί ο θανάσιμος τραυματισμός της. Εάν, όμως, είχε τεταμένη την προσοχή του, οδηγούσε με ταχύτητα εντός του επιτρεπομένου ορίου των 50 χιλ/ώρα και είχε λάβει τ’ άνω μέτρα ασφαλείας κρίνεται ότι θα επιτύγχανε αποτελεσματική πέδηση του οχήματός του, προτού επιπέσει επί της ως άνω πεζής, άλλως σε αποφευκτικό ελιγμό προς τα δεξιά και θα είχε αποφευχθεί το εν λόγω ατύχημα (άρθρα 12 παρ. 1΄, 19 παρ. 1-3, 20 παρ. 1, 39 παρ. 1 εδ. α΄ του Κ.Ο.Κ. και 330 εδ. β΄ του Α.Κ.), υφισταμένης για το λόγο αυτό αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της κατά παράβαση των ως άνω διατάξεων του Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας οδηγήσεως του οχήματός του και του επελθόντος βλαπτικού αποτελέσματος. Η ταχύτητα δε του πρώτου εναγομένου προκύπτει ότι ήταν ανωτέρα της επιτρεπομένης των 50 χιλ/ώρα ιδίως από την απόσταση, την οποία διήνυσαν οι πεζές κάθετα επί του οδοστρώματος, ήτοι, βαδίζοντας αργά, διήνυσαν απόσταση περίπου 5 μ. πριν από την παράσυρσή τους από τον πρώτο εναγόμενο με το εμπρόσθιο τμήμα του αυτοκινήτου του, σε συνδυασμό με την παράσυρση και το θανάσιμο τραυματισμό της ως άνω πεζής. Συνυπαίτια, όμως, του ως άνω ατυχήματος και του θανάσιμου τραυματισμού της και δη ανεξαρτήτως της αμέλειας του ανωτέρω οδηγού, είναι, κατά την κρίση του Δικαστηρίου και η θανούσα, διότι από έλλειψη της προσοχής, την οποία όφειλε και μπορούσε να καταβάλει, χωρίς προηγουμένως να ελέγξει και βεβαιωθεί ότι δεν θα παρεμποδίσει την κυκλοφορία των οχημάτων που κινούνταν επί του οδοστρώματος, το οποίο είχε πρόθεση να διασχίσει κάθετα και ειδικότερα του ζημιογόνου αυτοκινήτου του πρώτου εναγομένου, που πλησίαζε και ήταν ευχερώς αντιληπτό απ’ αυτήν, λόγω της ευθύτητας της οδού και του υπάρχοντος πλήρους φυσικού φωτισμού, ώστε να μην επιχειρήσει την κίνησή της αυτή, εάν προηγουμένως δεν βεβαιωθεί ότι με αυτήν δεν θα παρεμποδίσει την κυκλοφορία των οχημάτων, εκ των οποίων το επερχόμενο όχημα που οδηγούσε ο πρώτος εναγόμενος, όπως όφειλε και μπορούσε να πράξει, καθώς δεν υπήρχε κάποιο εμπόδιο, που να περιορίζει εκ δεξιών την ορατότητά της, επιχείρησε να διασχίσει κάθετα, χωρίς έλεγχο, το οδόστρωμα της οδού Τζαβέλα, η οποία ήταν μονής κατεύθυνσης, από σημείο όπου δεν υπήρχαν διαβάσεις πεζών και από αριστερά προς τα δεξιά σε σχέση με την πορεία του ανωτέρω αυτοκινήτου. Αποτέλεσμα της αμελούς αυτής συμπεριφοράς της θανούσας, ήταν να παρεμποδίσει την ομαλή πορεία του αυτοκινήτου, που οδηγούσε ο πρώτος εναγόμενος (άρθρα 38 παρ. 4 του Κ.Ο.Κ. και 330 εδ. β΄ του Α.Κ. Το ποσοστό ευθύνης για το ένδικο ατύχημα προσδιορίζεται σε 60% για τον ως άνω οδηγό του Ι.Χ.Ε. αυτοκινήτου και 40% για τη θανούσα πεζή. Δυνάμει δε της με αριθμ. 1169/24-10-2016 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Πειραιώς, η οποία δεν προκύπτει ότι έχει καταστεί αμετάκλητη, καθώς δεν προσκομίζονται πιστοποιητικά της Γραμματείας του Εφετείου Πειραιώς και της Γραμματείας της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου περί μη ασκήσεως ενδίκων μέσων κατ’ αυτής (παρά μόνον η από 19/04/2017 βεβαίωση της Γραμματέως του Ποινικού Τμήματος του Εφετείου Πειραιώς περί καταχώρησης της αποφάσεως αυτής «…στο ειδικό βιβλίο του άρθρου 9 Ν. 969/1979 την 19/04/2017 καθαρογραμμένη και υπογεγραμμένη από τον Πρόεδρο…») και εκτιμάται ελεύθερα ως δικαστικό τεκμήριο, ο οδηγός του ως άνω Ι.Χ.Ε. αυτοκινήτου, ……, κηρύχθηκε ένοχος για την πράξη της ανθρωποκτονίας από αμέλεια (άρθρο 302 Π.Κ.) (βλ. σχετ. ΑΠ 363/2018 Δημ. Νόμος) και ειδικότερα του ότι την 15/07/2009, στον Πειραιά, «… από αμέλειά του, δηλαδή από έλλειψη της προσοχής, την οποία όφειλε κατά τις περιστάσεις και μπορούσε να καταβάλει, προξένησε σε άλλον το θάνατο, χωρίς να προβλέψει το αξιόποινο αποτέλεσμα που παρήχθη από την κατωτέρω πράξη του και ειδικότερα, τυγχάνοντας οδηγός του με αριθμ. ….. Ι.Χ.Ε. αυτοκινήτου, ιδιοκτησίας του, ενώ έβγαινε με αυτό από της οδού Τζαβέλα με κατεύθυνση από Πειραιά προς Ν. Φάληρο, έχοντας καταλάβει το αριστερό άκρο της ως άνω οδού, δεν οδηγούσε με σύνεση και προσοχή και δεν είχε τον πλήρη έλεγχο του αυτοκινήτου, ώστε να μπορεί σε κάθε στιγμή να εκτελεί τους απαιτούμενους χειρισμούς και έχοντας αναπτύξει ταχύτητα υπερβαίνουσα το επιτρεπόμενο στην περιοχή όριο των 50 χιλ/ώρα, επιπέσει επ’ αυτών με το εμπρόσθιο μέρος του αυτοκινήτου επί της πεζής, …., η οποία εκείνη την ώρα επιχειρούσε μαζί με τη συνοδό της, …, να διασχίσουν κάθετα την οδό Τζαβέλα, με αποτέλεσμα να προκαλέσει το θανάσιμο τραυματισμό της πεζής ..». Επιβλήθηκε δε στον οδηγό του Ι.Χ.Ε. αυτοκινήτου ποινή φυλάκισης είκοσι (20) μηνών, η εκτέλεση της οποίας ανεστάλη για τρία (3) έτη. Επομένως, πρέπει να απορριφθεί ως κατ’ ουσίαν αβάσιμος ο ισχυρισμός των εναγομένων, που προβλήθηκε με προφορική δήλωση των πληρεξουσίων Δικηγόρων τους πριν από την έναρξη της προφορικής στο ακροατήριο συζήτησης επί της ουσίας της υπόθεσης και καταχωρήθηκε συνοπτικά στα οικεία πρακτικά συνεδριάσεως, για τους ειδικότερους λόγους που ανέπτυξαν εκτενώς και επαναφέρεται παραδεκτά ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, περί αποκλειστικής υπαιτιότητας της θανούσας στην πρόκληση του θανάσιμου τραυματισμού της (ο οποίος συνιστά κατά μεν τη βάση της αγωγής που στηρίζεται στο Ν. ΓΠΝ/1911 την ένσταση του άρθρου 5 παρ. 1 αυτού, κατά δε τη βάση της αγωγής που στηρίζεται στις περί αδικοπραξιών διατάξεις του Α.Κ. άρνηση της υπαιτιότητας). Περαιτέρω, πρέπει να γίνει δεκτή εν μέρει η ένσταση συντρέχοντος πταίσματος της θανούσας στην πρόκληση του θανάσιμου τραυματισμού της, την οποία οι εναγόμενοι είχαν προβάλει, με προφορική δήλωση των πληρεξουσίων Δικηγόρων τους πριν από την έναρξη της προφορικής στο ακροατήριο συζήτησης επί της ουσίας της υπόθεσης και καταχωρήθηκε συνοπτικά στα οικεία πρακτικά συνεδριάσεως, για τους ειδικότερους λόγους που ανέπτυξαν εκτενώς, επαναφέρεται δε παραδεκτά ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου και η οποία συνιστά καταλυτική εν μέρει της αγωγής ένσταση, που είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 6 του Ν. ΓΠΝ /1911, 300 του Α.Κ., ως κατ’ ουσία βάσιμη (βλ. σχετ. ΟλΑΠ 1115/1986 ΕλλΔικ 28.107, ΟλΑΠ 423/1985 ΕλλλΔικ 26.469, ΑΠ 1417/1991 ΕλλΔικ 34.52, ΑΠ 657/1988 ΕλλΔικ 30.309, ΑΠ 1618/87 ΕλλΔικ 29.1375). Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο, με την εκκαλούμενη απόφασή του, κατέληξε, ως προς την υπό στοιχείο Γ΄ κύρια αγωγή και την υπό στοιχείο Δ΄ παρεμπίπτουσα αγωγή, στην κρίση ότι συνυπαίτιος του ένδικου ατυχήματος ήταν και ο πρώτος εναγόμενος της κύριας αγωγής, ….., κατά ποσοστό 60% και η θανούσα, κατά ποσοστό 40%, εκτίμησε ορθά τις αποδείξεις, απορριπτομένου ως κατ’ ουσίαν αβασίμου του πρώτου λόγου της υπό κρίση έφεσης περί αποκλειστικής υπαιτιότητας της θανούσας στην πρόκληση του ένδικου ατυχήματος, άλλως περί συνυπαιτιότητας του οδηγού του ως άνω Ι.Χ.Ε. αυτοκινήτου στην πρόκληση του ένδικου ατυχήματος (άρθρο 300 Α.Κ.) σε ποσοστό μικρότερο αυτού που έκρινε το πρωτοβάθμιο. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με το να οδηγηθεί στην προαναφερθείσα κρίση, δεν παραβίασε ούτε ευθέως, είτε με εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή, είτε με εσφαλμένη υπαγωγή, ούτε εκ πλαγίου τις προεκτεθείσες ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 297, 300, 330 και 914 του Α.Κ. και 12, 19 και 38 του ν. 2696/1999 (Κ.Ο.Κ.). Κατόπιν τούτων, υπόχρεοι προς χρηματική ικανοποίηση των κυρίως εναγόντων, ως προς τους οποίους ερευνάται από το παρόν Δικαστήριο η υπόθεση, είναι ο πρώτος εναγόμενος, ως οδηγός και ιδιοκτήτης του ζημιογόνου οχήματος και το δεύτερο εναγόμενο, το οποίο υπεισήλθε στις υποχρεώσεις της ασφαλιστικής εταιρίας, στην οποία ήταν ασφαλισμένο το ζημιογόνο όχημα, κατά το χρόνο του ατυχήματος για τις ζημίες που θα προκαλούσε σε τρίτους και της οποίας η άδεια ανακλήθηκε. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι η θανατωθείσα (….), ηλικίας περίπου 94 ετών, μητέρα των δύο πρώτων εναγόντων, …… και ……, γεννηθέντων τα έτη 1944 και 1947 αντίστοιχα και γιαγιά των 3ου, 4ου, 5ης και 6ου των καλούντων – εναγόντων (ήτοι των …… ……. γεννηθέντων τα έτη 1980, 1982, 1978 και 1973 αντίστοιχα, παρά την ηλικία της, είχε εν γένει καλή υγεία. Οι ως άνω ενάγοντες διατηρούσαν ιδιαίτερες σχέσεις στοργής και αγάπης με αυτήν. Λόγω του αιφνίδιου και βίαιου θανάτου της, όλοι οι προαναφερόμενοι δοκίμασαν βαθύτατο πόνο και θλίψη και ως εκ τούτου προς απάμβλυνση της ψυχικής οδύνης, την οποία υπέστη έκαστος και προς ψυχική παρηγοριά και ηθική τους ανακούφιση, δικαιούνται εύλογης χρηματικής ικανοποίησης, κατ’ άρθρο 932 Α.Κ.. Επίσης, ο πρώτος εναγόμενος, έχει γεννηθεί το έτος 1973 στην Αλβανία, είναι έγγαμος με δύο ανήλικα τέκνα και είναι ελαιοχρωματιστής. Το Δικαστήριο, συνεπώς, λαμβάνοντας υπόψη: α) τις συνθήκες του ατυχήματος, β) το βαθμό του πταίσματος του αδικοπραγήσαντος – υποχρέου (πρώτου εναγομένου), που συνιστά και ποινικό αδίκημα (άρθρα 28, 302 παρ. 1 Π.Κ.), γ) τη συνυπαιτιότητα της θανούσας για τον τραυματισμό και θάνατό της, δ) το βαθμό της συγγένειας των ως άνω εναγόντων μετά της θανούσας και την εντεύθεν ψυχική οδύνη που υπέστησαν για τον αδόκητο θάνατο του προσφιλούς συγγενικού τους προσώπου, ε) την ηλικία της θανούσας (94 ετών, κατά το χρόνο του ατυχήματος) και την εν γένει καλή κατάσταση της υγείας της, στ) το γεγονός ότι διατηρούσαν καλές σχέσεις μαζί της, ζ) την κοινωνικοοικονομική θέση και κατάσταση των εναγόντων (εκ των οποίων οι δύο πρώτοι είναι συνταξιούχοι) και του πρώτου των εναγομένων, μη λαμβανομένης υπόψη της περιουσιακής κατάστασης του δευτέρου των εναγομένων (βλ. σχετ. ΑΠ 716/2008 Δημ. Νόμος), καθορίζει ότι το εύλογο ποσό χρηματικής ικανοποίησης για ψυχική οδύνη ανέρχεται στο ποσό των 10.000 ευρώ για έκαστο των δύο πρώτων εναγόντων και 6.000 ευρώ για έκαστο των 7ου, 3ου, 4ου και 5ης των κυρίως εναγόντων. Στο ως άνω ποσό σημειώνεται ότι δεν περιλαμβάνεται το ποσό των 44 ευρώ, το οποίο επιδικάστηκε στους δύο πρώτους των εναγόντων, ως πολιτικώς εναγόντων, ενώπιον των ποινικών Δικαστηρίων, μ’ επιφύλαξη προς αναζήτηση του υπολοίπου ποσού ενώπιον του πολιτικών δικαστηρίων. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δεν παραβίασε την αρχή της αναλογικότητας, ούτε υπερέβη τα ακραία όρια της διακριτικής ευχέρειάς του, αφού τα επιδικασθέντα ποσά δεν αφίστανται -κατά την κοινή πείρα, τη δικαστηριακή πρακτική και την περί δικαίου συνείδηση- από τα επιδικαζόμενα σε παρόμοιες περιπτώσεις ποσά (βλ. σχετ. ΑΠ 845/2018 Δημ. Νόμος). Επομένως, ο υποστηρίζων τα αντίθετα δεύτερος λόγος της εφέσεως, με τον οποίο το εκκαλούν αποδίδει στην πληττομένη απόφαση τις αιτιάσεις ότι, κατά παράβαση της αρχής της αναλογικότητας και καθ’ υπέρβαση των ακραίων ορίων της διακριτικής του ευχέρειας, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, κατά την εφαρμογή των διατάξεων αυτών του ουσιαστικού δικαίου, επιδίκασε στα παραπάνω πρόσωπα, ως εύλογη χρηματική τους ικανοποίηση, λόγω ψυχικής οδύνης, από τον θανάσιμο τραυματισμό του συγγενούς τους τα προαναφερόμενα ποσά, τα οποία, όμως, είναι, κατά το εκκαλούν, δυσανάλογα μεγάλα σε σχέση με αυτά που επιδικάζονται σε ανάλογες περιπτώσεις και προκύπτουν από τις συνθήκες της αδικοπραξίας (τροχαίου ατυχήματος), είναι απορριπτέος ως κατ’ ουσίαν αβάσιμος. Ο τρίτος λόγος έφεσης, με τον οποίο ο εκκαλών αποδίδει στην εκκαλουμένη απόφαση την πλημμέλεια ότι εσφαλμένα έκανε δεκτή εν μέρει την υπό στοιχείο Α΄ κύρια αγωγή της ενάγουσας ….. και απέρριψε ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη την ασκηθείσα επ’ αυτής παρεμπίπτουσα αγωγή, τυγχάνει απορριπτέος ως απαράδεκτος, δεδομένου ότι η προαναφερόμενη εφετειακή απόφαση δεν αναιρέθηκε στο σύνολό της, σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στην ανωτέρω νομική σκέψη της παρούσας. Περαιτέρω, όσον αφορά στην υπό στοιχείο Γ΄ παρεμπίπτουσα αγωγή, αποδείχθηκε ότι ο πρώτος των εναγομένων – παρεμπιπτόντως εναγόμενος, ……, οδηγούσε το ως άνω αυτοκίνητό του, κατά το επίδικο ατύχημα, χωρίς να έχει νόμιμη ελληνική άδεια ικανότητας οδήγησης, διέθετε, όμως, αλβανική (με αρ. 641219) και είχε την ικανότητα οδήγησης του ως άνω Ι.Χ.Ε. αυτοκινήτου. Ο παρεμπιπτόντως εναγόμενος, πριν τη σύναψη της ασφαλιστικής συμβάσεως, είχε γνωστοποιήσει την υπάρχουσα άδεια ικανότητας οδήγησής του και συνεπώς, την έλλειψη ελληνικής αδείας ικανότητας οδήγησης Ι.Χ.Ε. (και σε κάθε περίπτωση ευχερώς μπορούσε η ασφαλιστική εταιρία να διαπιστώσει ως εκ των σχετικών στοιχείων που εξ αρχής είχε στην κατοχή της την έλλειψη αυτής), αλλά παρόλα αυτά, συνήφθη η εν λόγω ασφαλιστική σύμβαση και η ασφαλιστική εταιρία, της οποίας διάδοχος είναι το ως άνω Ν.Π.Ι.Δ., εισέπραξε το αναλογούν ασφάλισμα. ΄Αλλωστε, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας και των συναλλακτικών ηθών, η τιμολόγηση του ασφαλιστηρίου συμβολαίου είθισται να γίνεται ανάλογα με το χρόνο έκδοσης της εκάστοτε άδειας οδήγησης του αντισυμβαλλόμενου, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί στον παρεμπιπτόντως εναγόμενο, ο οποίος ήταν αντισυμβαλλόμενος και οδηγός του ζημιογόνου οχήματος, δικαιολογημένα η πεποίθηση ότι η ασφαλιστική εταιρία, η οποία εισέπραξε το ασφάλισμα και στη θέση της οποίας υπεισήλθε το παρεμπιμπόντως ενάγον, δεν επρόκειτο να επικαλεστεί την έλλειψη της άδειας ικανότητας οδηγού, με βάση σχετικό όρο της συμβάσεως, αλλά και το νόμο. Συνεπώς, το ουσιαστικό δικαίωμα, που προβάλλεται με την υπό κρίση υπό στοιχείο Δ΄ παρεμπίπτουσα αγωγή, ασκείται καταχρηστικά και ως εκ τούτου η παρεμπίπτουσα αυτή αγωγή είναι απορριπτέα, κατά παραδοχή της προβαλλόμενης εκ μέρους του ασφαλιζόμενου – παρεμπιπτόντως εναγόμενου σχετικής ενστάσεως εκ του άρθρου 281 ΑΚ, η οποία παραδεκτώς επαναφέρεται (βλ. σχετ. ΑΠ 495/2015, ΑΠ 1255/2011 ό.π.), όπως ορθώς έκρινε και η εκκαλουμένη ως προς αυτήν (η οποία απέρριψε, σιωπηρώς και την επικουρική βάση αυτής περί αδικαιολογήτου πλουτισμού, η οποία, άλλωστε, ήταν απορριπτέα ως μη νόμιμη, καθώς στηρίζεται στα ίδια με την κύρια βάση αυτής πραγματικά περιστατικά, διότι η αξίωση του αδικαιολόγητου πλουτισμού, από άποψη ουσιαστικού δικαίου είναι επιβοηθητική, ασκούμενη όταν δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις για τη θεμελίωση αξίωσης από σύμβαση ή αδικοπραξία -βλ. σχετ. ΟλΑΠ 8/2018 Δημ. Νόμος). Κατόπιν τούτων, εφόσον το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε, ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου την εφαρμοσθείσα, ως άνω, ουσιαστική διάταξη του άρθρου 281 του ΑΚ, πρέπει ν’ απορριφθεί ως κατ’ ουσίαν αβάσιμος ο τετάρτος λόγος της έφεσης. Πρέπει δε να σημειωθεί ότι από την προσβαλλόμενη απόφαση και ειδικότερα από την περιεχόμενη σ’ αυτή βεβαίωση ότι λήφθηκαν υπόψη όλα τα επικαλούμενα και προσκομιζόμενα από τους διαδίκους έγγραφα, σε συνδυασμό με τις σκέψεις και το σύνολο των αποδεικτικών αναλύσεων που περιέχει, δεν καταλείπεται καμιά απολύτως αμφιβολία ότι, για το σχηματισμό του αποδεικτικού της πορίσματος, έλαβε υπόψη της και συνεκτίμησε όλα τ’ αποδεικτικά μέσα. Σημειώνεται ότι προς τούτο αρκεί η γενική αναφορά του είδους του αποδεικτικού μέσου (μάρτυρες, έγγραφα, πραγματογνωμοσύνη κ.λ.π.), που έλαβε υπόψη του το δικαστήριο, χωρίς την ανάγκη ειδικής μνείας και αξιολογήσεως εκάστου και χωρίς διάκριση από ποια αποδεικτικά μέσα προκύπτει άμεση και από ποια έμμεση απόδειξη (βλ. σχετ. ΑΠ 621/2016 Δημ. Νόμος, ΑΠ 160/2013 Δημ. Νόμος, ΑΠ 645/2012 Δημ. Νόμος). Κατόπιν των ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφαση έκανε δεκτή εν μέρει την υπό κρίση υπό στοιχείο Γ΄ κύρια αγωγή ως κατ’ ουσία βάσιμη, ως προς τους 1ο, 2ο, 3ο, 4ο, 5η και 7ο των εναγόντων (ήτοι ως προς τους ……….) και αναγνωρίστηκε ότι οι εναγόμενοι οφείλουν να καταβάλουν, εις ολόκληρον έκαστος, σ’ έκαστο των δύο πρώτων εναγόντων το ποσό των δέκα χιλιάδων (10.000) ευρώ και εις έκαστον των 3ου, 4ου, 5ης και 7ου των εναγόντων το ποσό των έξι χιλιάδων (6.000) ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής αυτής έως την εξόφληση, επέβαλε δε σε βάρος των εναγομένων (ευθυνομένων εις ολόκληρον) μέρος της δικαστικής δαπάνης των εναγόντων που όρισε για έκαστο των δύο πρώτων εναγόντων στο ποσό των τριακοσίων πενήντα (350) ευρώ και για έκαστο των 3ου, 4ου, 5ης και 7ου των εναγόντων στο ποσό των διακοσίων είκοσι (220) ευρώ, έστω και με εν μέρει διαφορετική αιτιολογία, ορθά, κατ’ αποτέλεσμα, ερμήνευσε και εφάρμοσε τις, ουσιαστικού δικαίου, ως άνω διατάξεις, αναφορικά με τα ουσιώδη για την έκβαση της δίκης ζητήματα της συνδρομής των θεμελιωτικών του αγωγικού αιτήματος πραγματικών περιστατικών (προϋποθέσεων), απέρριψε δε την υπό στοιχείο Δ΄ παρεμπίπτουσα αγωγή ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη, και ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις (βλ. σχετ. ΤριμΕφΠειρ 357/2016 Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 980/2014 Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 174/2014 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 662/2012 Δημ. Νόμος, ΕφΛαρ 209/2012 Δημ. Νόμος). Συνεπώς, αφού αντικατασταθεί η εν μέρει διαφορετική αιτιολογία της εκκαλουμένης, με αυτή της παρούσας απόφασης (άρθρο 534 του ΚΠολΔ) (ΑΠ 1319/2015 Δημ. Νόμος, ΑΠ 2234/2013 Δημ. Νόμος, ΑΠ 845/2011 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΠειρ 30/2016 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 216/2015 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 544/2015 Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 174/2014 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 662/2012 Δημ. Νόμος, ΕφΛαρ 209/2012 Δημ. Νόμος), πρέπει να απορριφθούν ως κατ’ ουσίαν αβάσιμοι όλοι οι λοιποί λόγοι έφεσης, με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα. Κατόπιν των ανωτέρω, μη υπάρχοντος άλλου παραπόνου κατά της εκκαλουμένης, πρέπει να απορριφθεί, ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη, η υπό κρίση έφεση, κατά της με αριθμ. 3.115/2012 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία, καθ’ ο μέρος παραπέμφθηκε η υπόθεση με τη με αριθμ. 158/2017 απόφαση του Αρείου Πάγου (Δ΄ Πολιτική Τμήμα), ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, προς περαιτέρω εκδίκαση. Δεν συντρέχει δε περίπτωση να διαταχθεί με την παρούσα η εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο του παραβόλου, το οποίο κατατέθηκε από το εκκαλούν για την άσκηση αυτής (άρθρ. 495 § 3 Κ.Πολ.Δ.), λόγω της σχετικής διάταξης περί αποδόσεως αυτού στη με αριθμ. 470/2015 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, καθ’ ο μέρος η τελευταία δεν αναιρέθηκε. Τέλος, πρέπει το εκκαλούν να καταδικαστεί, λόγω της ήττας του, στα δικαστικά έξοδα των καλούντων – εφεσιβλήτων και του καθ’ ου η κλήση – εφεσιβλήτου του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, καθ’ ο μέρος παραπέμφθηκε η υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, με τη με αριθμ. 158/2017 απόφαση του Αρείου Πάγου (Δ΄ Πολιτικού Τμήματος), κατά παραδοχή σχετικού νομίμου αιτήματός τους (άρθρα 106, 176, 183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ) (βλ. σχετ. ΕφΠειρ 294/2015 Δημ. Νόμος), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό της απόφασης.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων: Α) την από 18/06/2013 έφεση, η οποία κατατέθηκε, την 01/07/2013, στη Γραμματεία του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με αριθμ. κατάθ. …/01-07-2013, αντίγραφο δε αυτής κατατέθηκε στη Γραμματέα του Δικαστηρίου αυτού, στις 17/12/2013, με αριθμό κατάθεσης …/17-12-2013, καθ’ ο μέρος παραπέμφθηκε προς περαιτέρω εκδίκαση, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, με τη με αριθμ. 158/2017 απόφαση του Αρείου Πάγου (Δ΄ Πολιτικού Τμήματος) και Β) την ασκηθείσα με τις από 15/03/2018 προτάσεις αντέφεση.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ ό,τι κρίθηκε στο σκεπτικό ότι πρέπει ν’ απορριφθεί.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ ως απαράδεκτη την ασκηθείσα με τις από 15/03/2018 προτάσεις αντέφεση.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και απορρίπτει κατ’ ουσίαν την από 18/06/2013 έφεση, η οποία κατατέθηκε, την 01/07/2013, στη Γραμματεία του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με αριθμ. κατάθ. ../01-07-2013, αντίγραφο δε αυτής κατατέθηκε στη Γραμματέα του Δικαστηρίου αυτού, στις 17/12/2013, με αριθμό κατάθεσης …/17-12-2013, καθ’ ο μέρος παραπέμφθηκε προς περαιτέρω εκδίκαση, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, με τη με αριθμ. 158/2017 απόφαση του Αρείου Πάγου (Δ΄ Πολιτικού Τμήματος)

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος του εκκαλούντος τα δικαστικά έξοδα των καλούντων – εφεσιβλήτων και του καθ’ ου η κλήση – εφεσιβλήτου, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, καθ’ ο μέρος παραπέμφθηκε η υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, το ύψος των οποίων καθορίζει για έκαστο των δύο πρώτων καλούντων – εφεσιβλήτων στο ποσό των πεντακοσίων πενήντα (550 ευρώ), για έκαστο των λοιπών καλούντων – εφεσιβλήτων στο ποσό των τριακοσίων πενήντα (350) ευρώ και για τον καθ’ ου η κλήση – εφεσίβλητο στο ποσό των διακοσίων ενενήντα (290) ευρώ.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριό του σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στον Πειραιά, στις 15/01/2019, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων Δικηγόρων τους.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                                Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ