Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 116/2019

Nομικά θέματα που αντιμετωπίστηκαν.

Πραγματικό ελάττωμα του πωληθέντος προιόντος, από την πωλήτρια γερμανική εταιρία  (εναγόμενη), που διαπιστώθηκε από την αγοράστρια εταιρία (ενάγουσα), μετά την παράδοσή του και την επεξεργασία του. Δικαιώματα αγοραστή κατά το γερμανικό δίκαιο.

 

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 116 /2019

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΑΠΟΤΕΛΟΥΜΕΝΟ από τους Δικαστές Αμαλία Μήλιου, Πρόεδρο Εφετών, Αικατερίνη Κοκόλη και Ελένη Σκριβάνου-Εισηγήτρια, Εφέτες, και από τη  Γραμματέα Κ.Δ..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Με την ως άνω υπ’αρ. Γ.Α.Κ/Ε.Α.Κ ………. κλήση της καλούσας- εφεσίβλητης – ενάγουσας, νόμιμα φέρεται προς περαιτέρω συζήτηση η  από 22-12-2016 (με Γ.Α.Κ/Ε.Α.Κ ……..) έφεση της καθ΄ής η κλήση – εκκαλούσας- εναγόμενης κατά της υπ΄αρ. 1555/2016 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, το οποίο δικάζοντας, κατά την τακτική διαδικασία, την από 20-1-1999 (και με αρ. κατάθεσης ………) αγωγή της ενάγουσας – ήδη εφεσίβλητης κατά της εναγόμενης- ήδη εκκαλούσας, την έκανε δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη. Επί της ως άνω έφεσης εκδόθηκε η υπ’αρ. 121/2018 μη οριστική απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, η οποία, αφού έκρινε τυπικά δεκτή την έφεση, χωρίς να εξαφανίσει την εκκαλουμένη, διέταξε τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης για τα θέματα που αναφέρονται σε αυτήν , ορίζοντας πραγματογνώμονα τον ………., χημικό μηχανικό Α.Π.Θ., κάτοικο …… Αττικής, μετά τη διενέργεια της οποίας, επαναφέρεται προς συζήτηση, όπως προαναφέρθηκε, η έφεση, με την παραπάνω  κλήση.

Σύμφωνα με τις διατάξεις του γερμανικού Αστικού Κώδικα, (όπως αυτός ίσχυε μέχρι τις 31-12-2001). §.433. Με τη σύμβαση πώλησης ο πωλητής πράγματος υποχρεούται να παραδώσει το πράγμα στον αγοραστή και να μεταβιβάσει την κυριότητα στο πράγμα … (§ 1). Ο αγοραστής υποχρεούται να πληρώσει στον πωλητή το συμφωνηθέν τίμημα και να παραλάβει το πράγμα που αγόρασε (§2). Εκ των ανωτέρω προκύπτουν οι βασικές υποχρεώσεις τόσο του αγοραστή όσο και του πωλητή, για τον οποίον ειδικότερα προβλέπεται η μεταβίβαση της κυριότητας του πωληθέντος πράγματος και η παράδοσή του ελεύθερου από νομικά και πραγματικά ελαττώματα. §.459: Ο πωλητής πράγματος ευθύνεται απέναντι στον αγοραστή αν το πράγμα κατά το χρόνο, που ο κίνδυνος μεταβαίνει στον αγοραστή, φέρει ελαττώματα, τα οποία εξαφανίζουν ή μειώνουν την αξία του ή την καταλληλότητα του για τη συνήθη ή την προϋποτιθέμενη από τη σύμβαση χρήση του. Επουσιώδης μείωση της αξίας ή της καταλληλότητας δεν λαμβάνεται υπόψη (§1). Ο πωλητής ευθύνεται, επίσης, αν το πράγμα, κατά. το χρόνο της μεταβίβασης του κινδύνου δεν έχει τις συνομολογηθείσες ιδιότητες (§2). §.460. Ο πωλητής δεν ευθύνεται  για ελάττωµα στο πωληθέν πράγµα, αν ο αγοραστής γνώριζε το ελάττωµα κατά την κατάρτιση της πώλησης. Αν µια έλλειψη της παρ. 459 (1) παραµείνει άγνωστη στον αγοραστή λόγω βαρειάς αμέλειας, ο πωλητής ευθύνεται, εφόσον δεν συνοµολόγησε την έλλειψη του ελαττώµατος, µόνον αν αποσιώπησε το ελάττωµα δολίως. §462 Εξαιτίας έλλειψης, για την οποία, σύµφωνα µε τις παραγράφους 459 και 460, ευθύνεται ο πωλητής, ο αγοραστής µπορεί να ζητήσει αναστροφή της πώλησης ή µείωση του τιµήµατος. Ειδικότερα ως προς την πώληση πράγµατος κατά γένος ορισµένου, ο αγοραστής, σύµφωνα µε την §480 BGB, µπορεί αν κατά το χρόνο, κατά τον οποίο ο κίνδυνος µεταβαίνει στον αγοραστή, λείπει συνοµολογηµένη ιδιότητα, ή αν ο πωλητής απέκρυψε µε δόλο το ελάττωµα, αντί της αναστροφής ή της μείωσης του τιµήµατος ή της παροχής μη ελαττωµατικού πράγματος, να απαιτήσει αποζηµίωση για µη εκπλήρωση της σύμβασης. Επί ενοχών γένους η µετάβαση του κινδύνου στον αγοραστή επέρχεται µε τη συγκέντρωση της ενοχής· Ως προς το ζήτηµα της συγκέντρωσης, ο γερµανικός αστικός κώδικας δεν είναι ιδιαίτερα συγκεκριμένος. Σύµφωνα µε την παράγραφο 243 (2) η συγκέντρωση επέρχεται «όταν ο οφειλέτης έχει κάνει από την πλευρά του όλα όσα είναι απαραίτητα για την παροχή ενός τέτοιου πράγματος». Είναι, συνεπώς, ζήτηµα κάθε συγκεκριμένης περίπτωσης να κριθεί, αν ο οφειλέτης έκανε τον αποχωρισµό και την προσφορά του πωληθέντος σύµφωνα µε τους όρους της σύμβασης ή σύµφωνα µε το νόµο ή τα συναλλακτικά ήθη. Η αποζηµίωση εν προκειµένω, η οποία είναι πάντοτε χρηµατική, περιλαµβάνει κάθε θετική ζηµία και το διαφυγόν κέρδος επί σχεδιαζόµενης µεταπώλησης, δηλαδή ο αγοραστής πρέπει να βρεθεί στη θέση που θα βρισκόταν, αν το πράγµα είχε τη συνοµολογηµένη ιδιότητα. Όσον αφορά τον υπολογισµό της αποζηµίωσης, ο αγοραστής έχει δύο δυνατότητες επιλογής: α) να κρατήσει το πράγµα και να ζητήσει τη διαφορά, δηλαδή το ποσό, κατά το οποίο µειούται η αξία του και το διαφυγόν κέρδος, το οποίο στερήθηκε, λόγω της ελλείψεως της ιδιότητας ή β) να αποδώσει το πράγµα και να απαιτήσει αποκατάσταση της ζηµίας, την οποία υπέστη λόγω µη εκτέλεσης της σύμβασης. Ο αγοραστής δικαιούται να επιλέξει αυτή την οδό, χωρίς να υποχρεούται να αποδείξει ότι δεν έχει συµφέρον να κρατήσει το πράγµα. Ειδικότερα δικαιούται καταρχήν να απαιτήσει το τίµηµα, το οποίο κατέβαλε, τα έξοδα της σύμβασης, τις ανώφελες δαπάνες, στις οποίες υποβλήθηκε λόγω της έλλειψης, τα έξοδα για την εξέταση του πράγµατος, τα έξοδα για τυχόν αγορά άλλου πράγµατος, ώστε να καλύψει τις ανάγκες του, το διαφυγόν κέρδος για την περίπτωση µεταπώλησης του πράγµατος, καθώς και το διαφυγόν κέρδος από τη χρήση του πράγµατος µε την ελλείπουσα ιδιότητα.

Από την εκτίμηση των ένορκων καταθέσεων των μαρτύρων των διαδίκων (δύο από κάθε πλευρά), που εξετάστηκαν ενώπιον του Εισηγητή Δικαστή και εμπεριέχονται στην υπ΄αρ. ……./2002 εισηγητική έκθεση αυτού, ο οποίος ορίστηκε με την υπ΄αρ. 34211/2001 προδικαστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσ/κης και στην υπ’ αρ…../2006 εισηγητική έκθεση του Ειρηνοδίκη Αθηνών, ως Εντεταλμένου Δικαστή, (μη λαμβανομένης, όμως, υπόψη της κατάθεσης του μάρτυρα που εξετάσθηκε, με επιμέλεια της ενάγουσας, ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, ……….., η οποία αποτελεί ανυπόστατο αποδεικτικό μέσο. Κι αυτό διότι, σύμφωνα με τη μεταβατική διάταξη της παρ.2 του άρθρου 22 του Ν. 2915/2001, στις υποθέσεις των οποίων η πρώτη συζήτηση είχε προσδιορισθεί να γίνει στο χρονικό διάστημα μεταξύ δημοσίευσης και έναρξης ισχύος του κεφαλαίου Α’ και στις λοιπές εκκρεμείς κατά την έναρξη ισχύος του ίδιου κεφαλαίου δίκες, εφαρμόζονται οι διατάξεις, που ίσχυαν έως το χρόνο έναρξης ισχύος του .Ο  χρόνος δε έναρξης ισχύος του Κεφαλαίου Α’ του ως άνω νόμου, που είχε προβλεφθεί από τα άρθρα 22 και 38 του νόμου αυτού για τις 16-9-2001, μετατέθηκε, με το άρθρο 15 του Ν. 2943/2001, για την 1-1-2002, και συνεπώς, εφόσον η συζήτηση της  αγωγής στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, είχε οριστεί πριν την 1-1-2002 ήτοι στις 14-1-2000, η διεξαγωγή της εμμάρτυρης απόδειξης διεξάγεται σύμφωνα με τις διατάξεις του ΚΠολΔ, όπως αυτός ίσχυε πριν την τροποποίησή του με τον ανωτέρω νόμο), της από 16-7-2018 έκθεσης πραγματογνωμοσύνης του χημικού – μηχανικού ………., που διορίστηκε πραγματογνώμονας με την ως άνω (υπ΄αρ. 121/2018) μη οριστική απόφαση του δικαστηρίου τούτου, καθώς επίσης και όλων των εγγράφων, που νομίμως επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, μεταξύ των οποίων και η από 6-1-2014 τεχνική έκθεση του καθηγητή ενόργανης αναλυτικής χημείας ……που προσκόμισε η ενάγουσα, καθώς και η από 3-10-2017 τεχνική έκθεση του ……- καθηγητή του Γεωπονικού Παν/μίου Αθηνών δ/ντή του εργαστηρίου Γεωργικής Φαρμακολογίας, που παραδεκτά προσκόμισε η εναγόμενη για πρώτη φορά ενώπιον του Εφετείου (άρθρο 529 παρ.1 ΚΠολΔ), αλλά και η από 11-11-2018 έκθεση του τελευταίου, ως τεχνικού συμβούλου της εναγόμενης, με σχόλια επί της ως άνω πραγματογνωμοσύνης, χωρίς να παραλειφθεί κανένα (έγγραφο) κι ανεξαρτήτως αν παρακάτω γίνεται ειδική μνεία σε κάποια από αυτά, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:

Η ενάγουσα – ήδη εφεσίβλητη ανώνυμη εταιρία, της οποίας αντικείμενο είναι η εμπορία γεωργικών προϊόντων και φαρμάκων και εδρεύει στη Θεσσαλονίκη, συνήψε το Φεβρουάριο του 1996, προφορικά  με την εναγόμενη- ήδη εκκαλούσα γερμανική εταιρία, που δραστηριοποιείται στο χώρο παραγωγής και εμπορίας χημικών σκευασμάτων και ειδικότερα γεωργικών προϊόντων, σύμβαση πώλησης 16.000 κιλών εντομοκτόνου μεθυλπαραθείου technical 80%. Για την πώληση αυτή μεσολάβησε η εταιρία. ……., η οποία  αντιπροσωπεύει την εναγόμενη  στην Ελλάδα, όπως και άλλες αλλοδαπές εταιρίες, που όμως, στην προκειμένη περίπτωση, όπως έκρινε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο (και ως προς το σημείο αυτό δεν προσβάλλεται η εκκαλουμένη), δεν ενήργησε ως αποκλειστική αντιπρόσωπος της εναγόμενης, όπως ισχυρίστηκε η ενάγουσα στην αγωγή της, καθώς προέκυψε ότι όλες οι διαπραγματεύσεις και η συμφωνία για την πώληση αυτή, όπως θα αναφερθούν παρακάτω, έγιναν απευθείας μεταξύ των διαδίκων (κυρίως τηλεφωνικά) και η ως άνω εταιρία δεν έλαβε οποιαδήποτε προμήθεια για τη μεσολάβηση.  Ειδικότερα, στις αρχές Ιανουαρίου 1996, η ενάγουσα, σε τηλεφωνική επικοινωνία που είχε με την εναγόμενη εκδήλωσε την επιθυμία της να αγοράσει από αυτήν το ως άνω προϊόν (μεθυλπαραθείο technical 80%), το οποίο χρησιμοποιούνταν ως πρώτη ύλη για την παραγωγή γεωργικών φαρμάκων. Ακολούθως, η εναγομένη, στις 3-1-1996, απέστειλε στην ενάγουσα προτιμολόγιο, σύμφωνα με το οποίο, θα παρέδιδε στην ενάγουσα προς πώληση την ως άνω ποσότητα (16 τόνων) του μεθυλπαραθείου 80%, συσκευασμένου σε 80 σιδερένια βαρέλια, χωρητικότητας 200 κιλών το καθένα, αντί συνολικού τιμήματος 52.480 δολαρίων Η.Π.Α  (ήτοι 3,28 δολαρίων Η.Π.Α ανά κιλό), πληρωτέου εντός ενενήντα (90) ημερών από την ημερομηνία έκδοσης της φορτωτικής του εµπορεύµατος και παραδοτέου µε πλοίο στον Πειραιά. Η εναγόμενη απέστειλε, συγχρόνως, στην ενάγουσα την από 3-1-1996 επιστολή, µε την οποία τη διαβεβαίωνε για την άριστη ποιότητα του πωλούµενου προϊόντος, και της δήλωνε ότι, αν αυτό έχει χαµηλότερη ποιότητα, θα υποχρεούτο σε αποζηµίωση. Η δήλωση αυτή δεν μπορεί να εκτιμηθεί ως σύμβαση εγγύησης μεταξύ των διαδίκων, όπως υποστήριζε η ενάγουσα με την αγωγή της, αλλά, όπως κρίθηκε με την εκκαλουμένη, (κι ως προς αυτό επίσης δεν προσβάλλεται), ως διαβεβαίωση της εναγοµένης- πωλήτριας προς την ενάγουσα – αγοράστρια, για την καλή και εντός των προβλεπόµενων προδιαγραφών ποιότητα του πωλούµενου χηµικού προϊόντος, καθώς και την προσήκουσα, σύμφωνα με το νόμο και την καλή πίστη, εκπλήρωση των συµβατικών της υποχρεώσεων. Στη συνέχεια, εστάλη στην ενάγουσα η µε αρ. …….. επιβεβαίωση παραγγελίας, ενώ, κατόπιν αίτησής της, η εναγόμενη της απέστειλε, επίσης, το από 9-2-1996 πιστοποιητικό ανάλυσης της σύνθεσης του προϊόντος. Στις 20-2-1996 δε, η ενάγουσα, αποδεχόµενη τους ως άνω όρους της πώλησης, έδωσε την οριστική παραγγελία του εν λόγω εμπορεύματος και αποδέχθηκε τη φόρτωση αυτού. Σημειωτέον ότι, η εναγοµένη προσκοµίζει το υπ΄αρ. ΝΝ …… και το από 9-2-1996 πιστοποιητικά ανάλυσης του χημικού αυτού προϊόντος, το πρώτο από την παρασκευάστρια εταιρία και το δεύτερο από την ίδια, των οποίων το περιεχόµενο είναι ταυτόσηµο, ως προς την ποσοστιαία ανάλυση των συστατικών του.

Ακόμη, προέκυψε ότι οι διάδικοι συμφώνησαν, κατόπιν αιτήματος της ενάγουσας – αγοράστριας, η  εναγόμενη πωλήτρια να αποστείλει το εμπόρευμα στον Πειραιά, ήτοι σε τόπο διαφορετικό από τον τόπο εκπλήρωσης της παροχής που ήταν η Θεσσαλονίκη, ώστε να μεταφερθεί αυτό στο εργοστάσιο της εταιρίας  ΄΄ ………..΄΄,  που δραστηριοποιούνταν από το έτος 1935, μεταξύ άλλων, σε εργασίες τυποποίησης (φορμουλαρίσματος) σχετικών προϊόντων και με την οποία συνεργαζόταν (η ενάγουσα) από πολλών ετών, στέλνοντας στο εργοστάσιό της για επεξεργασία όλα τα αντίστοιχα προϊόντα που εισήγαγε. Πράγματι, η εναγόμενη, περί τις αρχές Μαρτίου 1996, παρέδωσε, προς μεταφορά, από το λιμάνι της Αμβέρσας στο λιμάνι του Πειραιά, το εν λόγω πωληθέν εμπόρευμα, µε τα συνοδευτικά αυτού έγγραφα (τιµολόγιο πώλησης πιστοποιητικό ανάλυσης, κατάσταση συσκευασίας και υπ΄αρ. CONT ………. φορτωτική), οπότε με την παράδοση αυτού στον µεταφορέα επήλθε συγκέντρωση της ενοχής και µετάβαση του κινδύνου στον αγοραστή, σύµφωνα και µε το γερµανικό δίκαιο. Το εµπόρευµα παραλήφθηκε στις 10-3-1996 από το λιμάνι του Πειραιά, για λογαριασµό της ενάγουσας και παραδόθηκε στο προαναφερθέν εργοστάσιο, στη …., όπου παρέµεινε αποθηκευµένο. εντός της συσκευασίας του, για έξι μήνες, µέχρι την τυποποίησή του, που έλαβε χώρα το Σεπτέµβριο του έτους 1996. Στις 11-6-1996 η ενάγουσα εξόφλησε το συµφωνηθέν τίµηµα, µέσω  «Εµπορικής Τράπεζας Α.Ε», καταβάλλοντας ποσό 13.006.617 δραχµών (συµπεριλαµβανοµένων της διαφοράς συναλλάγµατος για τη µετατροπή δραχµών σε δολάρια ΗΠΑ, καθώς και των τραπεζικών δικαιωμάτων και εξόδων). Το Σεπτέµβριο του έτους 1996, όπως προεκτέθηκε, πραγµατοποιήθηκε η τυποποίηση του προϊόντος, (φορμουλάρισμα), η οποία συνίστατο στην αραίωση αυτού σε αναμικτήριο, µε διάλυση σε διαλύτη ξυλόλη και προσθήκη γαλακτωµατοποιητών, έτσι ώστε να παραχθεί το τελικό προϊόν (οργανοφωσφορικό εντοµοκτόνο) μεθυλπαραθείο 40% E.C.  Πιο συγκεκριμένα, το πωληθέν προϊόν μεθυλπαραθείο 80%, το οποίο έως τότε βρισκόταν στα βαρέλια με τη μορφή πάστας (κρυσταλλική μορφή), υποβλήθηκε σε θερμόλουτρο, για να υποστεί τήξη και να επιτευχθεί η μεταφορά του, ως παχύρευστου πλέον υγρού, από τα βαρέλια στο αναμικτήριο. Κατά την ανάμιξη, όπως αναφέρει στην ένορκη κατάθεσή του, ενώπιον του Εισηγητή Δικαστή, ο ……, υπάλληλος της ενάγουσας κατά τον καιρό εκείνο (έως τις 31-12-1996), χρησιμοποιήθηκαν μεθυλπαραθείο 80% σε ποσοστό 50% και ξυλόλη/γαλακτωματοποιητές σε ποσοστό 50%. Η ξυλόλη και οι γαλακτωματοποιητές, που προσμιγνύονταν στη δραστική ουσία, έχουν 100% υγρή μορφή, είναι διαυγείς και τους προμηθεύονταν η ενάγουσα από μεγάλες εταιρίες, όπως τη Shell και τη ΒΡ (την ξυλόλη), την Rhone Poulenc και άλλες εταιρίες (τους γαλακτωματοποιητές). Ο ως άνω δε μάρτυρας κατέθεσε, επίσης, ότι, κατά το διάστημα που εργαζόταν στο εργοστάσιο της ενάγουσας, δεν δημιουργήθηκε πρόβλημα κατά τη διαδικασία τυποποίησης μεθυλπαραθείου 80%, που είναι μια συνήθης διαδικασία, πλην μιας φοράς που η χώρα παρασκευής του ήταν η Κίνα, όπως και στην προκειμένη περίπτωση. Το ότι δε το επίδικο προϊόν είχε παρασκευαστεί στην Κίνα, συνομολογείται κι από την εναγόμενη. Μετά το πέρας της ως άνω διαδικασίας του φορμουλαρίσματος το προϊόν, η ποσότητα του οποίου πλέον ανέρχονταν στο διπλάσιο της πωληθείσας πρώτης ύλης, (δηλ. σε περίπου 32 τόνους), συσκευάστηκε σε βαρέλια χωρητικότητας 200 λίτρων το καθένα και μεταφέρθηκε, με δαπάνες της ενάγουσας, στην έδρα της εταιρίας της στη Θεσσαλονίκη, σε τρεις δόσεις ήτοι παραλήφθηκε από την ενάγουσα, στις 12-9-1996 ποσότητα 7.600 λίτρων, στις 24-9-1996, ποσότητα 14.400 λίτρων και στις 21.10.1996, ποσότητα 10.600 λίτρων. Κατόπιν, η ενάγουσα ξεκίνησε, άμεσα, τη διαδικασία µετασυσκευάσεως του φορµουλαρισµένου προϊόντος, ήτοι τη µεταφορά του σε φιάλες, χωρητικότητας µισού και ενός λίτρου αντίστοιχα, εντός των οποίων θα διοχετεύονταν στην αγορά προς λιανική πώληση. Κατά τη διαδικασία, όμως, αυτή, έγινε αντιληπτό ότι το προϊόν περιείχε στερεά σωµατίδια – υπολείµµατα, υπό τη µορφή λεπιών (flakes), µε αποτέλεσµα η διάθεσή του στην αγορά να καθίσταται αδύνατη. Η ενάγουσα, ακολούθως,  περί τις αρχές του έτους 1997, επέστρεψε το ως άνω προϊόν στο εργοστάσιο στη …., που είχε διενεργηθεί το φορμουλάρισμα, όπου, στην προσπάθεια επίλυσης του προβλήματος, επαναλήφθηκε η διαδικασία της ανάδευσης του προϊόντος στο αναµικτήριο και μετά η διήθησή του για κατακράτηση των στερεών σωµατιδίων, καθώς και η ανασυσκευασία του σε βαρέλια των 200 λίτρων. Η νέα µορφή του προϊόντος δεν περιείχε μεν  τα ως άνω στερεά κατάλοιπα, αλλά παρουσίαζε ένα παχύρευστο (διαφορετικού ιξώδους) υπόλειµµα, µε αποτέλεσµα να παραµένει ακατάλληλο προς διάθεση στην αγορά. Η ως άνω διαδικασία, που ακολουθήθηκε στο εργοστάσιο, τόσο κατά την αρχική παραλαβή του προϊόντος, όσο και µετά την επιστροφή του, περιγράφεται και στην από 26-02-1997 τεχνική έκθεση του ……., χηµικού μηχανικού, αρµοδίου, υπαλλήλου του Τµήµατος Γεωργικών Φαρµάκων του εργοστασίου, που ήταν, κατά την επίδικη περίοδο, υπεύθυνος τυποποίησης των γεωργικών φαρµάκων. Ο ίδιος, αναφέρει στην ένορκη κατάθεσή του, ενώπιον του Εντεταλµένου Ειρηνοδίκη Αθηνών, ότι το συγκεκριµένο προϊόν αποτελούσε κοινό φυτοφάρµακο και η διαδικασία τυποποίησής του ήταν συνήθης και λάµβανε χώρα τακτικά στο εργοστάσιο της ……, επί σαράντα περίπου έτη, χωρίς ουδέποτε να έχει δηµιουργηθεί πρόβληµα, πλην µιας περίπτωσης µε πρώτη ύλη παρασκευής στην Κίνα, η οποία περιείχε αδιάλυτα στερεά σωµατίδια, όπως και η επίδικη, γεγονός δηλ. που ανέφερε και ο προαναφερθείς μάρτυρας ………..

Στη συνέχεια, η ενάγουσα προέβη σε όχληση της εναγόμενης πωλήτριας εταιρίας, σχετικά µε το ως άνω πρόβληµα – ελάττωμα του προϊόντος, μεταξύ του Φεβρουαρίου του έτους 1997, (δηλ. µετά τον επανέλεγχό του από το εργοστάσιο στη …..) και πάντως έως το Μάιο του ίδιου έτους. Αυτό, σαφώς συνάγεται από το ότι, στις 15-5-1997, η εναγόμενη απέστειλε, µέσω τηλεοµοιότυπου (fax), επιστολή µε τις διαπιστώσεις και δικές της απόψεις, όσον αφορά στο ελαττωµατικό τελικό προϊόν, ενώ είχε ήδη µεσολαβήσει η αποστολή δείγµατος αυτού στην έδρα της στη …….. και η εξέτασή του από τον υπεύθυνο του χηµικού της εργαστηρίου, όπου, όπως αναφέρεται στην ως άνω επιστολή της, διαπιστώθηκε ότι αυτό: «δεν είναι E.C φορµουλάρισµα, το προϊόν είναι γαλακτώδες χωρίς καθαρή κρυσταλλική εµφάνιση, όπως συνήθως και φυσιολογικώς στις φόρµουλες Ε.Ε. Το προϊόν περιέχει ξένα κοµµάτια/µόρια (δεν γνωρίζουµε την προέλευσή τους, δεν µπορεί να προέρχονται από το δραστικό). Δεν υπάρχει σταθερότης διαλύµατος. Η ιδέα ήταν να κάνουµε ένα συµπληρωµατικό φιλτράρισµα του προϊόντος. Αλλά µετά το φιλτράρισµα υπάρχει επίσης υπόλειµµα 1,3 σχετικά µε τη σταθερότητα του διαλύµατος». Το ίζηµα, όμως, και τα σκουρόχρωµα στερεά σωµατίδια, που ενυπήρχαν στο τελικό προϊόν, δεν αναλύθηκαν από το εργαστήριο της εναγόμενης, προκειμένου να διαπιστωθεί η σύσταση και η προέλευση τους, αλλά αφαιρέθηκαν µε φιλτράρισµα. Ακολούθησε αλληλογραφία μεταξύ των διαδίκων, κατά την οποία η ενάγουσα ισχυρίζονταν ότι το εν λόγω ελάττωμα υπήρχε στο αρχικό πωληθέν προϊόν (µεθυλπαραθείο 80%), και ζητούσε την επίλυση του προβλήματος από την εναγόμενη, ενώ η τελευταία διαμαρτυρόταν για την πάροδο µεγάλου χρονικού διαστήµατος από την πώληση μέχρι τη γvωστοποίηση σε αυτήν από την εναγόμενη- αγοράστρια του ελαττώματος, το οποίο, σε κάθε περίπτωση, απέδιδε στην εσφαλμένη διαδικασία φορμουλαρίσματος, προσφέροντας παράλληλα την τεχνική υποστήριξή της για την αποκατάσταση της βλάβης. Με την από 27-1-1998 επιστολή της, η εναγόμενη ενημέρωσε την ενάγουσα, ότι το προϊόν ελέγχθηκε από το Τμήμα Ερεύνης και Ανάπτυξης της εξειδικευμένης σε θέματα φορμουλαρίσματος γαλλικής εταιρίας Rhone Poulenc και ότι, με βάση συγκεκριμένη διαδικασία, (φιλτράρισμα, προσθήκη γαλακτωματοποιητών, δραστικής ουσίας),   προέκυψε καθαρό και σταθερό διάλυμα. Τα παραπάνω, περί δυνατότητας να ξεπεραστεί το πρόβλημα με σχετικό φιλτράρισμα,  επιβεβαιώνει κι ο μάρτυρας της εναγόμενης ………, τη μαρτυρία του οποίου, επικαλείται η εναγόμενη και παραπονείται στην έφεσή της, ότι ελλιπώς εκτιμήθηκε από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο. Όπως, όμως, επισημαίνεται και στην εκκαλουμένη, δεν υπήρχε ως προς τα παραπάνω, εγγύηση για το χρόνο σταθερότητας και δεν κοινοποιήθηκε στην ενάγουσα το επίσημο έγγραφο των αναλύσεων του ως άνω εργαστηρίου. Επί της ως άνω δε επιστολής απάντησε, για λογαριασμό της ενάγουσας, ο προαναφερθείς ….., με το από 11-2-1998 έγγραφο τεχνικών παρατηρήσεων, σύμφωνα με τις οποίες η προτεινόμενη διαδικασία δεν ήταν ενδεδειγμένη και συμφέρουσα, διότι, μεταξύ άλλων, θα απαιτηθούν υπερβολικά πολλά εργατικά, διότι η διήθηση είναι πολύ αργή, ενώ υπολογίζεται ότι θα παραληφθεί διαυγές περίπου το 50% της ποσότητας. Aκόμη, ο διορισθείς από το παρόν δικαστήριο πραγματογνώμονας …….. είναι κατηγορηματικός και αναλυτικός στην ως άνω έκθεση πραγματογνωμοσύνης του (στη σελ. 70 αυτής) περί μη αναστρεψιμότητας του εν λόγω ελλατώματος του προϊόντος, όπου, εξηγεί ότι . ‘’ Είναι ξεκάθαρο το γεγονός ότι έπρεπε να έχει διαχωρισθεί στο αρχικά παραχθέν προϊόν µεθυλοπαραθείο 80%, η ανεπιθύµητη πρόσµειξη της ρ-νιτροφαινόλης, παραδείγµατος χάριν, µε την γρήγορη κατεργασία του τεχνικού υλικού σε διάλυµα όξινου ανθρακικού νατρίου/ξυλολίου (αποκλειστικά και µόνο κατά την διεργασία παραγωγής του αρχικού προϊόντος µεθυλοπαραθείο 80%). Μετά την παραγωγική διαδικασία του Μεθυλοπαραθείου 80%, η εν λόγω αποµάκρυνση της ρ-νιτροφαινόλης ως σηµαντικής πρόσµειξης, δεν είναι ωφέλιµη διότι, το αρχικό προϊόν µεθυλοπαραθείο 80%, έχει ήδη υποστεί την προαναφερθείσα αποδόµηση λόγω της υδρόλυσης η οποία καταστρέφει οριστικά την εντοµοκτόνο δράση του. Ειδικότερα, στην προκειµένη περίπτωση, ο καθαρισµός της πρόσµειξης παρα-νιτροφαινόλης (σκουρόχρωµα σωµατίδια) από το µεθυλοπαραθείο 80% (ή το µεθυλο παραθείο 40% E.C), δεν επιφέρει κανένα ωφέλιµο αποτέλεσµα, καθόσον η προηγηθείσα υδρόλυση του µεθυλοπαραθείου 80% (που παρήγαγε την εν λόγω σηµαντική πρόσµειξη παρανιτροφαινόλη) έχει ήδη επιφέρει οριστική και αναντίστρεπτη καταστροφή της εντοµοκτόνου δράσεως του για την οποία επροορίζετο’’.

Κατόπιν αυτών, η ενάγουσα κάλεσε την εναγοµένη να την αποζηµιώσει πλήρως, δηλώνοντάς της, ότι σε διαφορετική περίπτωση θα διεκδικήσει δικαστικά τα νόμιμα δικαιώματά της. Σε μια δε τελευταία προσπάθεια αποκατάστασης του ελαττώματος του προϊόντος, ο νόµιµος εκπρόσωπος της εναγόμενης ……. μετέβη το Μάιο του 1998, μαζί με τον υπεύθυνο του χηµικού εργαστηρίου της, ως άνω μάρτυρα ……, στο εργοστάσιο στη ……, ώστε να γίνει επαναφορµουλάρισµα του προϊόντος, αφού ζήτησαν προηγουµένως να υπάρχουν συγκεκριµένου τύπου αντλία και φίλτρα, καθώς και ορισμένη ποσότητα γαλακτωματοποιητών και δραστικής ουσίας. Πράγματι δε, από κοινού με τους αρμόδιους τεχνικούς και υπαλλήλους του ως άνω εργοστασίου, παρόντων και των εκπροσώπων της ενάγουσας, αλλά και του νοµίµου εκπροσώπου της «…..», την οποία ενημέρωναν τα διάδικα μέρη, καθώς, όπως προεκτέθηκε, είχε μεσολαβήσει για την πώληση, ξεκίνησαν την επανεπεξεργασία του προϊόντος, αλλά, λόγω του παχύρευστου ιζήµατος που υπήρχε σε αυτό, ήταν αδύνατη η ροή και διέλευσή του από την αντλία, µε αποτέλεσµα η διαδικασία να αποτύχει και έκτοτε να µην πραγµατοποιηθεί άλλη προσπάθεια αποκατάστασής του.

Η εναγόμενη –εκκαλούσα υποστηρίζει ότι το εν λόγω ελάττωμα στο τελικό προϊόν (μεθυλπαραθείο 40%), όπως αναφέρθηκε παραπάνω, δεν υπήρχε στην πρώτη ύλη (μεθυλπαραθείο 80%), που πώλησε στην ενάγουσα, αλλά δημιουργήθηκε κατά τη διαδικασία τυποποίησης αυτού δηλ. του φορμουλαρίσματος της πρώτης ύλης στο προαναφερθέν εργοστάσιο της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία ‘. ………’’, για την παραγωγή του τελικού προϊόντος (φυτοφαρμάκου). Συγκεκριμένα  ισχυρίζεται, ότι το ελάττωμα μπορεί να οφείλεται, είτε στη μη ενδεδειγμένη χρήση γαλακτωματοποιητών ή διαλυτών (μικρότερης ποσότητας ή και κακής ποιότητας), είτε στις μη ενδεδειγμένες συνθήκες αποθήκευσης του προϊόντος (μη συντηρημένα στέγαστρα, υψηλές θερμοκρασίες κλπ) στο ως άνω εργοστάσιο, στο οποίο παρέμεινε αποθηκευμένο το αρχικό εμπόρευμα  για περισσότερο από 5 μήνες, από την παράδοσή του στις 10-3-1996, έως το φορμουλάρισμα, καθώς και στην κακή κατάσταση των εγκαταστάσεων, στις οποίες διενεργήθηκε αυτό (σκουριασμένες σωληνώσεις, δεξαμενές, αναδευτήρες), δεδομένου μάλιστα ότι η ως άνω εταιρία, βρισκόταν ήδη σε εκκαθάριση από το 1993 και σταμάτησε οριστικά τη λειτουργία της κατά το τέλος του έτους 1997 με αρχές του έτους 1998. Προς επίρρωση δε των παραπάνω προσκομίζει (η εναγόμενη),παραδεκτά το πρώτον ενώπιον του δικαστηρίου τούτου, όπως προαναφέρθηκε, την από 3-10-2017  τεχνική έκθεση – που συντάχθηκε μετά την έκδοση της εκκαλουμένης- του ……., καθηγητή του Γεωπονικού Παν/μίου Αθηνών (Τμήμα Φυτικής Παραγωγής) δ/ντή του εργαστηρίου Γεωργικής Φαρμακολογίας, όπου αναφέρει ότι ‘’…θεωρώ ότι οι πιθανές αιτίες των σκουρόχρωμων ιζημάτων που εντοπίστηκαν στο τελικό προϊόν μεθυλπαραθείο 40% είναι. α) η χρήση μικρότερης της ενδεδειγμένης ποσότητας γαλακτωματοποιητών ή κακής ποιότητας αυτών, β) η κακή τυποποίηση (φορμουλάρισμα) του προϊόντος μεθυλπαραθείου 40%, η  οποία ενδεχομένως, έγινε σε θερμοκρασίες υψηλότερες των ενδεδειγμένων, με αποτέλεσμα το προϊόν να «καεί» και να διαχωριστεί σε δύο φάσεις, γ) η κακή αποθήκευση της πρώτης ύλης, η οποία είναι ευαίσθητη σε υψηλές θερμοκρασίες. Το ως άνω δε πρόβλημα, ήτοι η εμφάνιση σκουρόχρωμων σωματιδίων, μπορεί να οφείλεται ακόμη και σε συνδυασμό των ως άνω αιτιών (α, β, γ)’’. Στο σημείο αυτό πρέπει να αναφερθεί ότι δεν έχει κρατηθεί δείγμα του προϊόντος (ούτε στην αρχική του μορφή ούτε στην τελική του) από κανέναν από τους αντιδίκους, για να είναι δυνατή η ανάλυσή του από τους πραγματογνώμονες- τεχνικούς συμβούλους. Εντούτοις, ο ισχυρισμός αυτός της εναγόμενης, δεν κρίνεται βάσιμος από το παρόν δικαστήριο, όπως κρίθηκε και με την εκκαλουμένη. Το συμπέρασμα αυτό συνάγεται τόσο από την από 16-7-2018 έκθεση πραγματογνωμοσύνης του χημικού – μηχανικού …….., που διατάχθηκε με την ως άνω υπ΄αρ. 121/2018 απόφαση του δικαστηρίου τούτου, η οποία ταυτίζεται εν πολλοίς με την από από 6-1-2014 τεχνική έκθεση του ……….., καθηγητή ενόργανης αναλυτικής χημείας, που προσκόμισε η ενάγουσα ήδη από τον πρώτο βαθμό, όσο και από τα λοιπά αποδεικτικά στοιχεία.

Ειδικότερα, ο ως άνω πραγματογνώμονας (………), αφού αναλύει εμπεριστατωμένα τα στοιχεία, καταλήγει, σχετικά µε τις αιτίες, οι οποίες µπορεί να προκάλεσαν την ύπαρξη του πραγµατικού ελαττώµατος (σκουρόχρωµων στερεών σωµατιδίων) στο τελικό προϊόν του πωληθέντος εµπορεύµατος, στα εξής συμπεράσματα: ‘’Τα σκουρόχρωµα στερεά σωµατίδια – υπολείµµατα υπό τη µορφή λεπιών (Flakes) που παρατηρήθηκαν στο τελικό προϊόν, που προέκυψε από το φορµουλάρισµα (τυποποίηση) του πωληθέντος από την εναγόµενη στην ενάγουσα αρχικού τεχνικού υλικού Μεθυλοπαραθείου 80%, οφείλονται στην χηµική ουσία παρανιτροφαινόλη (ρ-νιτροφαινόλη) που κακώς ενυπήρχε στο αρχικό προϊόν Μεθυλοπαραθείο 80% και η οποία παρήχθη ως ανεπιθύµητη πρόσµειξη από τις χηµικές αντιδράσεις που λαµβάνουν χώρα κατά την παρασκευή (σύνθεση) του αρχικού προϊόντος Μεθυλοπαραθείο 80%, και πιο συγκεκριµένα κατά την υδρόλυση του αρχικού προϊόντος Μεθυλοπαραθείο 80%, γεγονός που τεκµηριώνεται σαφέστατα και από την εκτός προδιαγραφών ύπαρξη των ελευθέρων φαινολών 1,2% (όπως αναλύθηκε στα προηγούµενα), σύµφωνα µε το πιστοποιητικό χηµικής ανάλυσης του πωληθέντος προϊόντος Μεθυλο Παραθείο 80%  και ειδικότερα:  Α) Οφείλονται κατά 100% στην κακή ποιότητα του αρχικά πωληθέντος τεχνικού υλικού (Μεθυλο παραθείο 80%), της εναγόµενης, λόγω υδρόλυσης προς παρανιτροφαινόλη, καθώς η ύπαρξη φαινολών στο αρχικό προϊόν είναι σαφέστατα ανεπιθύµητη και µη- φυσιολογική σε οποιοδήποτε ποσοστό (1,2% ήτο σύµφωνα µε το πιστοποιητικό της χηµικής ανάλυσης του αρχικού πωληθέντος προϊόντος Μεθυλοπαραθείο 80%), και είναι η αποκλειστική αιτία που συνέτεινε στη αναντίστρεπτη δηµιουργία του εν λόγω προαναφερόµενου προβλήµατος. Αυτά τα σκουρόχρωµα στερεά σωµατίδια – ανεπιθύµητες προσµείξεις, εξαρχής ενυπήρχαν στη πωληθείσα πρώτη ύλη (Μεθυλοπαραθείο 80%) και ήτο δυνατόν να διαπιστωθούν από την πωλήτρια µε χηµική ανάλυση και όχι δια γυµνού οφθαλµού (γεγονός πού ήτο εφικτό µόνο στο τελικό αραιωµένο προϊόν Μεθυλο Παραθείο 40% EC, και µετά την µετέπειτα πραγµατοποιηθείσα προαναφερόµενη φυσικοµηχανικήδιεργασία αραίωσης/ φορµουλαρίσµατος – τυποποίησης). Β) Ακόµη και εάν δεν ήταν ενδεδειγµένο το φορµουλάρισµα – τυποποίηση, δηλαδή, στη τυχόν περίπτωση της χρησιµοποίησης κακής ποιότητας ή µη επαρκούς ποσότητας διαλυτών – γαλακτωµατοποιητών κατά την ανάµειξή τους µε το αρχικό προϊόν (Μεθυλοπαραθείο 80%) για τη δηµιουργία του τελικού προϊόντος (φυτοπροστατευτικού φαρµάκου – εντοµοκτόνου) Μεθυλο παραθείου 40%EC, η βλάβη είναι ξεκάθαρα αναστρέψιµη και µη οριστική: α. είτε με την προσθήκη επαρκούς ποσότητας γαλακτωµατοποιητών και διαλύτη ξυλόλιου, β. είτε µε την αντικατάσταση του γαλακτωµατοποιητού ή διαλύτου µε άλλο περισσότερο συµβατό. ΄Αλλωστε, όπως διεξοδικά αναλύθηκε στα προεκτεθέντα, ουδεµία χηµική αντίδραση δεν λαµβάνει χώρα κατά την φυσικοµηχανική διεργασία του φορµουλαρίσµατος/τυποποίησης (αραίωσης µε οργανικό διαλύτη και γαλακτωµατοποιητές και ανάδευσης). ‘’

Στα παραπάνω, σε γενικές γραμμές, συμπεράσματα είχε καταλήξει και ο ως άνω χημικός ……… στην προαναφερθείσα τεχνική έκθεσή του, όπου συγκεκριμένα αναφέρεται ότι ΄΄…κατά την τυποποίηση ή φορμουλάρισμα (ανάμιξη πρώτων υλών) του φυτοπροστατευτικού προϊόντος Παραθείον-Μεθυλ.40%, δεν περιλαμβάνει χημικές αντιδράσεις και δεν παράγονται νέα ορατά ξένα υλικά ή και πρόσθετοι τροποποιητικοί παράγοντες, γι αυτό οι προσμίξεις που είναι δυνατόν να είναι παρούσες στο φυτοπροστατευτικό προϊόν Παραθείον-Μεθυλ. 40% EC, είναι μόνο αυτές που ενυπάρχουν στο τεχνικό υλικό της δραστικής ουσίας Παραθείον-Μεθυλ. 40%…΄΄ και συμπερασματικά ‘’Η αστάθεια του αιωρήµατος µπορεί να οφείλεται: α) στην κακή ποιότητα του Τεχνικού Υλικού Παραθείον-Μεθύλ. 80%, το οποίο: α) έχει υποστεί διάσπαση λόγω οξείδωσης, ή υδρόλυσής του, µε αποτέλεσµα να περιέχει τη στερεή, σκουρόχρωµη χηµική ουσία παρα-νιτροφαινόλη, ή β)  έχει υποστεί διάσπαση λόγω αναγωγής του, µε αποτέλεσµα να περιέχει τη στερεή, σκουρόχρωµη χηµική ουσία ο, o-dimethyl 0-4-aminophenyl thiophosphate (αµινική παραλλαγή του Παραθείον-Μεθύλ). Η εν λόγω µη επιτρεπτή πρόσµιξη είναι ένα ορατό στερεό ξένο υλικό και πρόσθετος τροποποιητικός παράγοντας, που εµποδίζει το σχηµατισµό του προϊόντος σε διαυγές οµογενοποιηµένο αιώρηµα, µε συνέπεια τον πλήρη διαχωρισµό του υγρού όγκου (γαλακτωµατοποιητής, διαλύτης), που επιπλέει στο πάνω µέρος και του στερεού όγκου (τεχνικό υλικό), που καθιζάνει ως παχύρευστη µάζα στο κάτω µέρος. Η εν λόγω βλάβη είναι οριστική και µη αντιστρέψιµη και το φυτοπροστατευτικό προϊόν Παραθείον-Μεθύλ.40% EC θεωρείται κατεστραµµένο και δεν διαθέτει τις φυσικο-χηµικές ιδιότητες και την εντοµοκτόνο δράση του Παραθείον-Μεθύλ. Ενώ, επίσης, μπορεί να οφείλεται γ) στην ελλιπή ποσότητα γαλακτωµατοποιητή ή διαλύτη, ή δ) στη χρήση µη συµβατού γαλακτωµατοποιητή ή διαλύτη, µε συνέπεια το µερικό διαχωρισµό του υγρού όγκου (γαλακτωµατοποιητής, διαλύτης), που επιπλέει στο πάνω µέρος, και του στερεού όγκου (τεχνικό υλικό) που καθιζάνει ως λεπτόρευστη µάζα στο κάτω µέρος αλλά η εν λόγω βλάβη δεν είναι οριστική και είναι αντιστρέψιµη, εάν προστεθεί ανάλογη ποσότητα γαλακτοµατοποιητή ή διαλύτη΄΄.

Εξάλλου, η εμφάνιση των στερεών αυτών σωματιδίων στο τελικό προιόν, δεν μπορεί να οφείλεται σε μη ενδεδειγμένες συνθήκες αποθήκευσής του, όσο αυτό παρέμεινε στο εργοστάσιο της … μέχρι το φορμουλάρισμα και συγκεκριμένα σε υψηλές θερμοκρασίες που αναπτύχθηκαν κατά τη διάρκεια της αποθήκευσης ή σε μη συντηρημένες εγκαταστάσεις, όπως υποστηρίζει η εναγόμενη, επιβεβαιώνουν δε, ο τεχνικός της σύμβουλος ……… (ο οποίος συνέταξε και την από 3-10-2017 τεχνική έκθεση, για την οποία έγινε λόγος παραπάνω) και ο μάρτυράς της ….., τη μαρτυρία του οποίου επικαλείται και στην έφεσή της. Ο ισχυρισμός αυτός, καταρρίπτεται πειστικά από την άνω δικαστική πραγματογνωμοσύνη του .. …, (στην οποία αναφέρεται ρητά ότι  ‘’η θερμική διάσπαση του τεχνικού υλικού Μεθυλοπαραθειου 80% λαμβάνει χώρα όταν θερμανθεί σε πολύ υψηλές θερμοκρασίες (100-120ο C), οπότε μάλιστα υπάρχει κίνδυνος πρόκλησης έκρηξης. Τέτοιες όμως θερμοκρασίες δεν είναι δυνατό να αναπτύχθηκαν στις εγκαταστάσεις του εργοστασίου ΄΄.. ……..’’, κατά την αποθήκευση του προϊόντος’’), αλλά και την ιδιωτική του ……(βλ.π.π). Εκτός, όμως, αυτών, ο ως άνω ισχυρισμός της εναγόμενης, έρχεται σε αντίθεση και με τους κανόνες και τα συμπεράσματα της κοινής λογικής, διότι, αν τα σωματίδια αυτά, που εμφανίστηκαν στο τελικό προϊόν, οφείλονταν στην κακή κατάσταση των εγκαταστάσεων του εργοστασίου της ……. (σκουριά των σωληνώσεων ή των αναδευτήρων, μη προσήκουσες συνθήκες αποθήκευσης κ.α), θα παρουσίαζαν σχετικό πρόβλημα όλα τα προϊόντα -ή τουλάχιστον πολλά από αυτά- που ‘’φορμουλαρίζονταν’’ στο εν λόγω εργοστάσιο, πράγμα που δεν συνέβαινε, πέραν του ότι, αν τα επίμαχα σωματίδια οφείλονταν σε σκουριά, θα ήταν δυνατόν εύκολα να διαχωριστούν από το προϊόν, καθώς δεν επέρχεται αλλοίωση των φυσικοχημικών ιδιοτήτων του.

Με τον πρώτο λόγο της έφεσή της η εναγόμενη παραπονείται ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο στην εκκαλουμένη απόφασή του, έλαβε υπόψη του για το σχηματισμό της δικανικής της πεποίθησης, αποκλειστικά την τεχνική έκθεση του ….., που προσκόμισε η ενάγουσα, ενώ αγνόησε το σύνολο των προσκομισθέντων από αυτήν αποδεικτικών στοιχείων. Τον ίδιο ουσιαστικά ισχυρισμό έχει και στον τρίτο και τέταρτο λόγο της ένδικης έφεσης, όπου παραπονείται ότι (η εκκαλουμένη) δεν έλαβε υπόψη τις μαρτυρικές καταθέσεις των μαρτύρων της (…… και …) και ότι ελλιπώς εκτίμησε τα έγγραφα που προσκόμισε. Οι λόγοι αυτοί, όμως της έφεσης, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι, διότι, αφενός μεν, όπως ρητά αναγράφεται στην εκκαλουμένη, αυτή έλαβε υπόψη της το σύνολο των προσκομισθέντων από τους διαδίκους αποδεικτικών στοιχείων, αφετέρου δε,  εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου στα πλαίσια της δικαιοδοτικής του κρίσης να δώσει ιδιαίτερη  βαρύτητα σε κάποια αποδεικτικά στοιχεία και να τα επικαλεστεί συγκεκριμένα στην αιτιολογία του. Εξάλλου, στην εκκαλουμένη γίνεται ρητή αναφορά στα αποτελέσματα των εργαστηρίων Rhone Poulenc, που επικαλείται η εναγόμενη (στον τέταρτο λόγο της έφεσής της), κατά τα προαναφερθέντα, και με αναλυτική αιτιολογία αντικρούστηκαν αυτά, όπως και στον ως άνω μάρτυρα αυτής (………). Σε κάθε δε περίπτωση, το παρόν δικαστήριο προέβη σε επανεκτίμηση όλων των αποδεικτικών στοιχείων για να καταλήξει στο δικό του συμπέρασμα, κατά τα αναλυτικώς προαναφερθέντα. Μάλιστα, όπως αναφέρθηκε και ανωτέρω, τα συμπεράσματα στην τεχνική έκθεση του …., συμπίπτουν  με αυτά της πραγματογνωμοσύνης του ……

Περαιτέρω, στην ύπαρξη δόλου (έστω ενδεχόμενου) εκ μέρους της εναγόμενης ως προς την απόκρυψη του εν λόγω ελαττώματος του πωλούμενου προϊόντος, κατά τα προαναφερθέντα στη μείζονα σκέψη, συνηγορούν τα εξής στοιχεία . Α) Γνώριζε ότι το ποσοστό που αναφέρεται στο ως άνω πιστοποιητικά χημικής ανάλυσης του προϊόντος που παρέδωσε στην εναγόμενη, το ποσοστό των ελεύθερων φαινολών ανερχόμενο στο 1.2% ήταν πολύ μεγαλύτερο από το επιτρεπόμενο σύμφωνα με τις τεχνικές προδιαγραφές F.A.O, (δωδεκαπλάσια από την ελάχιστη περιεκτικότητα χαρακτηρισμού σημαντικών προσμείξεων που είναι 0,1%), οι οποίες δεν περιλαμβάνονται στις τεχνικές προδιαγραφές του αρχικού προϊόντος μεθυλπαραθείο 80% αλλά ούτε του τελικού προϊόντος μεθυλπαραθείο 40% E.C και προκύπτουν ως παραπροϊόντα των χημικών αντιδράσεων παρασκευής του, (βλ. ως άνω πραγματογνωμοσύνη σελ.67), πράγμα που ήξερε η εναγόμενη ως εξειδικευμένη στην παραγωγή αυτών εταιρία. Παραταύτα, διαβεβαίωσε την ενάγουσα, ότι το προϊόν έχει τις νόμιμες προδιαγραφές και άριστη ποιότητα, ενώ η ενάγουσα δεν μπορούσε να γνωρίζει, εκ των προτέρων, την επίδραση των ελεύθερων φαινολών στην ποιότητα του προϊόντος, ακόμη κι αν το ως άνω ποσοστό αυτών, αναφέρονταν στο πιστοποιητικό ανάλυσης που απέστειλε στην εναγόμενη, απορριπτομένου του περί του αντιθέτου δεύτερου λόγου της έφεσης. Β) Θα μπορούσε η εναγόμενη, ενόψει και των συνεχών οχλήσεων της ενάγουσας, σχετικά με την ύπαρξη του ελαττώματος αυτού στο πωληθέν αρχικά προιόν και για την αποκατάσταση της βλάβης της ένεκα αυτού, να προβεί σε χημική ανάλυση του ιζήματος στο εργαστήριό της, ώστε να αποδείξει, αν όντως έτσι ήταν, ότι το πωληθέν εμπόρευμα δεν είχε πρόβλημα κι αυτό προέκυψε εκ των υστέρων, πράγμα, όμως, που δεν έπραξε, αν και είχε δηλώσει ότι θα το κάνει με την από 15-5-1997 επιστολή της. Όπως χαρακτηριστικά δε αναφέρει ο προαναφερθείς πραγματογνώμονας, το ελάττωμα δεν μπορούσε μεν να διαπιστωθεί διά γυμνού οφθαλμού, αλλά  ήταν δυνατόν να διαπιστωθεί, από την εναγόμενη, με χημική ανάλυση, την οποία, ως μεγάλη εταιρία διαθέτουσα και σχετικό εργαστήριο, όφειλε και μπορούσε να είχε προβεί. Γ) Η ενάγουσα απέφυγε να ενημερώσει την εναγόμενη για την προέλευση του προϊόντος από την Κίνα, αφού κοινοποίησε σε αυτήν πιστοποιητικό ανάλυσης υπογεγραµµένο από το νόµιµο εκπρόσωπό της, χωρίς να της παραδώσει παράλληλα, ως όφειλε, και το πιστοποιητικό ανάλυσης της παρασκευάστριας εταιρίας, το οποίο πρέπει να συνοδεύει το εμπόρευμα και στο οποίο πρέπει να αναγράφονται τα στοιχεία ταυτότητας του παρασκευαστή (επωνυµία, διεύθυνση και λοιπά. στοιχεία επικοινωνίας).

Το δικαστήριο κρίνει δε ότι, τα υπάρχοντα αποδεικτικά στοιχεία αρκούν για το σχηματισμό πλήρους δικανικής πεποίθησης, και δεν χρειάζεται να διαταχθεί η διενέργεια νέας πραγματογνωμοσύνης, όπως ζητεί η εναγόμενη εκκαλούσα με τις προτάσεις της αλλά και με δήλωση της πληρεξούσιας δικηγόρου της ενώπιον του ακροατηρίου του δικαστηρίου τούτου. Κι αυτό διότι, πέραν του ότι η έκθεση του ως άνω διορισθέντος από το δικαστήριο πραγματογνώμονα χημικού – μηχανικού …….., είναι επαρκώς αιτιολογημένη και εμπεριστατωμένη, αντίθετα με τα όσα αβάσιμα ισχυρίζεται η εναγόμενη, σε κάθε περίπτωση αυτή εκτιμάται ελεύθερα από το δικαστήριο και σε συνδυασμό και με τα άλλα αποδεικτικά μέσα, κατά τα προαναφερθέντα, ώστε να καταλήξει στο ως άνω συμπέρασμα.

Σύμφωνα, λοιπόν, με τα ανωτέρω αποδειχθέντα, η ενάγουσα υπέστη ζημία (θετική και αποθετική) από το, πωληθέν σε αυτήν από την εναγόμενη, ως άνω ελαττωματικό προϊόν, την οποία η τελευταία οφείλει, όπως εκτέθηκε και στη μείζονα σκέψη, να αποκαταστήσει. Ειδικότερα, η θετική ζηµία που υπέστη η ενάγουσα ανέρχεται. α) στο ποσό των 13.006.617 δραχμών, που κατέβαλε στην εναγόμενη προς εξόφληση του τιµήµατος του προϊόντος {ήτοι 12.752.640 δρχ, που είναι το λογιστικό ισότιµο του ως άνω ποσού, 185.307 δρχ, ως διαφορά συναλλάγµατος για τη µετατροπή δραχµών σε δολάρια ΗΠΑ -που ήταν πληρωτέο το τίμημα- 68.070 δρχ για εισπραχθέντα τραπεζικά δικαιώµατα και έξοδα (55.500 δρχ για ECART, 2.220 δρχ για ΕΦΤΕ και 10.350   δρχ. για πράξη συναλλάγµατος)} και β) στο ποσό των 337.661 δρχ, που αφορά στη δαπάνη µεταφοράς του προϊόντος από το λιµάνι του Πειραιά στο εργοστάσιο της …… και από εκεί στις εγκαταστάσεις της (ενάγουσας) στη Θεσσαλονίκη, όπως προκύπτει από το υπ’αρ…./22-3-1996 τιµολόγιο παροχής υπηρεσιών του εκτελωνιστή ……… {ήτοι 60.254 δρχ.για πρακτορειακά δικαιώµατα, 5.000 δρχ για χαρτόσηµα – έντυπα κλπ, 189.707 δρχ. για δικαιώµατα ΟΛΠ,  29.500 δρχ για µεταφορικά, 5.000 δρχ για διάφορα έξοδα, 1.000 δρχ για ΔΕΤΕ και 40.000 δρχ για αµοιβή γραφείου, συν Φ.Π.Α. 18% (7.200 δρχ)}. Συνολικά, δηλ. η θετική ζηµία της ενάγουσας ανέρχεται στο ποσό των 13.344.278 δραχμών (13.006.617 + 337.661 δρχ). Ακόμη, η ενάγουσα υπέστη και αποθετική ζημία που συνίσταται στο κέρδος που κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων και με μεγάλη πιθανότητα, θα αποκόμιζε από τη μεταπώληση του ως άνω εμπορεύματος, αν αυτό δεν ήταν ελαττωματικό. Πιο συγκεκριμένα η ενάγουσα θα µεταπωλούσε το προϊόν, των 32.000 λίτρων, που θα προέκυπτε µετά την, με δικά της έξοδα, επεξεργασία του αρχικού προιόντος (βλ.π.π). Ειδικότερα θα εµφιάλωνε την ως άνω ποσότητα σε 22.000 φιάλες του ενός λίτρου και 20.000 φιάλες του µισού λίτρου και θα διέθετε αυτές στην αγορά µε τιµή λιανικής πώλησης 1.490 δρχ και 750 δρχ, έκαστη, αντίστοιχα, όπως οι τιµές αυτές αναφέρονται στον προσκοµιζόµενο τιµοκατάλογο της ενάγουσας για το έτος 1996 -1997. Με βάση τα παραπάνω, η συνολική είσπραξη από την πώληση του φορµουλαρισµένου προϊόντος θα ανέρχονταν σε 47.780.000 δρχ (22.000 Χ 1.490 δρχ = 32.780.000 δρχ για τις φιάλες του ενός λίτρου και 20.000 Χ 750 δρχ = 15.000.000 δρχ για τις φιάλες του µισού λίτρου). Από τις ακαθάριστες αυτές εισπράξεις, πρέπει να αφαιρεθούν, προκειµένου να υπολογιστεί το καθαρό κέρδος της ενάγουσας: α) το καταβληθέν τίµηµα της πώλησης ύψους 13.006.617 δρχ, β) τα παραπάνω έξοδα ύψους 337.661 δρχ, γ) τα έξοδα συσκευασίας συνολικού ύψους 4.134.000 δρχ. (22.000 φιάλες του ενός λίτρου Χ 117 δρχ κόστος ανά φιάλη= 2.574.000 δρχ και 20.000 φιάλες του μισού λίτρου Χ 78 δρχ ανά φιάλη= 1.560.000 δρχ ) και δ) το ποσοστό της έκπτωσης ύψους 20%, επί των πληρωτέων συνόλων των τιμολογίων τους, που χορηγούσε η ενάγουσα στους πελάτες της, κατά πάγια πρακτική, το οποίο (ποσοστό) υπολογίζεται επί των ακαθάριστων εισπράξεων, μετά την αφαίρεση όλων των ανωτέρω (υπό στοιχεία α-γ) κονδυλίων, ήτοι επί του ποσού των (47.780.000 – 13.006.617 – 337.661 – 4.134.000 =) 30.301.722 δραχμών, και  ανέρχεται σε δρχ 6.060.344 δρχ (30.301.722 δρχ Χ 20%), οπότε, τα καθαρά κέρδη της ενάγουσας θα διαμορφώνονταν στο ποσό των (30.301.722 – 6.060.344=) 24.241.378 δρχ. Επομένως, η εναγόμενη οφείλει να καταβάλει στην ενάγουσα, για τις ως άνω αιτίες, το συνολικό ποσό των (13.344.278 + 24.241.378 =) 37.585.656 δραχμών, ήτοι 110.302,73 ευρώ. ΄Αλλωστε, ως προς το ύψος των εν λόγω ποσών της ζημίας, που υπέστη η ενάγουσα (θετικής και αποθετικής), δεν υπάρχει ειδικός λόγος έφεσης. Το ως άνω ποσό πρέπει να υποχρεωθεί η εναγόμενη να καταβάλει στην ενάγουσα με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής έως την πλήρη εξόφληση.

Με τον πέμπτο και τελευταίο λόγο της έφεσής της (στο πρώτο σκέλος αυτού), η εναγόμενη ζητεί, σε περίπτωση που γίνει δεκτή η αγωγή, να μην επιδικαστούν τόκοι από την επίδοση αυτής, που έλαβε χώρα τις 26-4-1999, αλλά από την δημοσίευση της εκκαλουμένης, (άλλως από 18-7-2014 που της επιδόθηκε η κλήση για την επαναφορά της αγωγής ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς), δεδομένου ότι, όπως υποστηρίζει, έχει παρέλθει από τότε πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα, χωρίς υπαιτιότητά της, με αποτέλεσμα αυτοί (τόκοι) να είναι υπέρογκοι, έτσι ώστε να αποτελούν τέτοια επιβάρυνσή της, που εκφεύγει των ορίων της δίκαιης διεξαγωγής της δίκης. Ο ισχυρισμός της αυτός, όμως, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι το γεγονός ότι έχει καθυστερήσει για πολλά έτη η έκδοση οριστικής, και κατ΄ ακολουθίαν, τελεσίδικης απόφασης, επί της ένδικης αγωγής, (λαμβανομένου υπόψη ότι πριν την έκδοση της εκκαλουμένης είχαν προηγηθεί όπως ανωτέρω αναφέρθηκε, η έκδοση μιας προδικαστικής απόφασης (υπ΄αρ.34211/2001) και μιας παραπεμπτικής λόγω αναρμοδιότητας (υπ΄αρ. 3412/2010)  του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης), δεν μπορεί να στερήσει από την ενάγουσα το νόμιμο δικαίωμά της να λάβει τους προβλεπόμενους από το νόμο τόκους, από την επίδοση της αγωγής της. Εξάλλου, το γεγονός που επικαλείται η εναγόμενη, ότι δηλ. η ενάγουσα καθυστέρησε μετά την έκδοση της ως άνω παραπεμπτικής απόφασης, να επαναφέρει την αγωγή της προς συζήτηση, δεν καθιστά την άσκηση του δικαιώματός της για τη λήψη τόκων από την επίδοση της αγωγής, καταχρηστική, ενόψει μάλιστα του ότι, αφενός μεν θα μπορούσε η ίδια η εναγόμενη να επιμεληθεί την επαναφορά αυτή, αφετέρου δε το ότι  έχουν παρέλθει τόσα έτη μέχρι την τελεσίδικη επιδίκαση της αξίωσης της ενάγουσας, επιτείνει, παρά αναιρεί, το δικαίωμά της αυτό. Τέλος, με το δεύτερο σκέλος του  πέμπτου λόγου της έφεσής της, η εναγόμενη ζητεί τη μείωση των δικαστικών εξόδων των 3.350 ευρώ, που επιδικάστηκαν υπέρ της ενάγουσας για τον πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας, με την εκκαλουμένη. Κι αυτό το σκέλος του ως άνω λόγου της έφεσης, πρέπει να απορριφθεί, διότι, με βάση το ύψος του ποσού της ένδικης αξίωσης που επιδικάστηκε στην ενάγουσα (110.302,73 ευρώ), τα παραπάνω προσδιορισθέντα δικαστικά έξοδα από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο (κατ΄ άρθρο 176 ΚΠολΔ), δεν είναι υπερβολικά, αλλά τα προσήκοντα, σύμφωνα και με τα προβλεπόμενα στον Κώδικα περί δικηγόρων (άρθρα 63,68).

Κατόπιν των ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που  με την εκκαλουμένη απόφασή του κατέληξε στην ίδια κρίση με το παρόν και έκανε δεκτή την αγωγή κι ως ουσιαστικά βάσιμη, ως προς την κύρια βάση της τη στηριζόμενη στη σύμβαση της πώλησης, και υποχρέωσε την εναγόμενη να καταβάλει την ενάγουσα με το νόμιμο τόκο, από την επίδοση της αγωγής έως την εξόφληση, το ως άνω συνολικό ποσό των 110.302,73 ευρώ, δεν έσφαλε και ορθώς εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις. Συνεπώς, η κρινόμενη έφεση, πρέπει ν΄ απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη. Τα δε δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης για το δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, (στα οποία θα συνοπολογιστεί η αμοιβή του διορισθέντος από το δικαστήριο πραγματογνώμονα), πρέπει, κατόπιν σχετικού αιτήματός της, να επιβληθούν εις βάρος της εκκαλούσας, λόγω της ήττας της (άρθρα 176, 183 ΚΠολΔ), όπως αυτά ορίζονται στο διατακτικό της παρούσας απόφασης, ενώ τέλος, θα διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου, που κατέθεσε η εκκαλούσα, στο δημόσιο ταμείο, κατ΄ άρθρο 495 παρ.3 εδ.ε ΚΠολΔ .

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει, κατ΄ αντιμωλία των διαδίκων, την έφεση κατά της υπ’αρ. 1555/2016 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία.

Δέχεται τυπικά την έφεση .

Απορρίπτει την έφεση στην ουσία.

Επιβάλλει τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης, για το δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, εις βάρος της εκκαλούσας, τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων οκτακοσίων (2.800) ευρώ .

Διατάσσει να εισαχθεί στο δημόσιο ταμείο, το, κατατεθέν από την  εκκαλούσα, παράβολο.

ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίσθηκε σε μυστική διάσκεψη στον Πειραιά, στις                                 7 Φεβρουαρίου 2019 και ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στον Πειραιά  στις 28 Φεβρουαρίου 2019, απόντων των διαδίκων  και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.

 

            Η  ΠPOEΔPOΣ                                         Η  ΓPAMMATEAΣ