Αριθμός 392/2025
ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Τμήμα 4ο
Αποτελούμενο από τους Δικαστές Θεώνη Μπούρη, Πρόεδρο Εφετών, Ελένη Σκριβάνου, Εφέτη και Σοφία Καλούδη, Εφέτη-Εισηγήτρια και από τη Γραμματέα Ε.Δ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του την ………….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των:
ΑΝΑΚΟΠΤΟΥΣΑΣ: …………… η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιά της δικηγόρο Ζωή Παπαγεωργίου.
ΚΑΘ΄ ΩΝ Η ΑΝΑΚΟΠΗ: 1) Ελληνικού Δημοσίου, όπως εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό Οικονομικών, που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα (οδός ……….) (ΑΦΜ ………), το οποίο εκπροσωπήθηκε από τη δικαστική πληρεξουσία ΝΣΚ Κωνσταντίνα Πάτσου, 2) ………….. 3) ……….. και 4) ………….. οι οποίοι δεν εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο.
ΚΟΙΝΟΠΟΙΟΥΜΕΝ ΠΡΟΣ
Την Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων, όπως νόμιμα εκπροσωπείται από τον Προϊστάμενο του Τελωνείου Ελευσίνας, που εδρεύει στην Ελευσίνα Αττικής (οδός ………..), η οποία εκπροσωπήθηκε από την δικαστική πληρεξουσία ΝΣΚ Κωνσταντίνα Πάτσου.
Η ανακόπτουσα άσκησε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 26.2.2020 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………./2020) αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ 2493/2021 απόφαση του προαναφερόμενου Δικαστηρίου, που απέρριψε την αγωγή.
Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου η ενάγουσα και ήδη ανακόπτουσα με την από 17.12.2021 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ΠΡΩΤ …………/2021-ΓΑΚ/ΕΑΚ ΕΦΕΤ ……./2021) έφεσή της, επί της οποίας εκδόθηκε, ερήμην της εκκαλούσας, η υπ΄ αριθμ 264/2023 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, η οποία δέχθηκε τα σε αυτήν αναφερόμενα.
Η ενάγουσα-εκκαλούσα και ήδη ανακόπτουσα κατέθεσε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου την από 6.7.2023 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ……../2023) ανακοπή ερημοδικίας, της οποίας δικάσιμος ορίσθηκε αρχικά η 7η.3.2024, μετά δε από αναβολή, η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης.
Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.
Η πληρεξούσια δικηγόρος της ανακόπτουσας και η δικαστική πληρεξουσία ΝΣΚ του πρώτου εκ των καθ΄ων η ανακοπή και της προς ης η κοινοποίηση, αφού έλαβαν διαδοχικά το λόγο από την Πρόεδρο, αναφέρθηκαν στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Κατά την εκφώνηση της υπόθεσης με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο οι δεύτερος, τρίτη και τέταρτη των καθ’ ών η ανακοπή ερημοδικίας, δεν εμφανίσθηκαν στο ακροατήριο ούτε αντιπροσωπεύθηκαν νομίμως από πληρεξούσιο δικηγόρο. Αυτοί έχουν κλητευθεί νομίμως να παρασταθούν κατά τη συζήτηση της υπόθεσης κατά την αρχικώς ορισθείσα δικάσιμο στις 7-3-2024 (βλ. τις εκθέσεις επίδοσης με αριθμό …, …. και ……./10-7-2023 του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Αθηνών, ……), οπότε η συζήτηση της υπόθεσης αναβλήθηκε για την δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή, και συνεπώς πρέπει να δικασθούν σαν να ήταν παρόντες (άρθρο 510 ΚΠολΔ).
ΙΙ. Η κρινόμενη ανακοπή ερημοδικίας κατά της με αριθμό 264/2023 απόφασης του Δικαστηρίου τούτου, που δίκασε την από 17-12-2021 (αρ. καταθ. ………../2021) έφεση της ανακόπτουσας κατά της με αριθμό 2493/2021 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία, αφενός ματαιώθηκε η συζήτηση της έφεσης μεταξύ της απολειπομένης εκκαλούσας και του δεύτερου, της τρίτης και της τέταρτης των εφεσιβλήτων, και αφετέρου απορρίφθηκε αυτή ως προς το πρώτο εφεσίβλητο ως ανυποστήρικτη (λόγω ερημοδικίας της ανακόπτουσας-εκκαλούσας), ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρο 503 παρ. 1 του ΚΠολΔ), με την κατάθεση δικογράφου στην γραμματεία του δικαστηρίου, που εξέδωσε την προσβαλλομένη απόφαση (αρ. 495 § 1 Κ.Πολ.Δ.) στις 10-7-2023, δηλαδή εντός της από το άρθρο 503 παρ.1 ΚΠολΔ οριζόμενης προθεσμίας από την επίδοση της ανακοπτόμενης στις 23-6-2023 (βλ. σχετική επισημείωση της δικαστικής επιμελήτριας στο Εφετείο Πειραιώς, ………., επι του προσκομιζόμενου επιδοθέντος αντιγράφου), ενώ καταβλήθηκε και το ορισθέν παράβολο, ποσού 250 ευρώ (βλ. το με αριθμό …………./2023 ηλεκτρονικό παράβολο). Ωστόσο, αυτή τυγχάνει απαράδεκτη και απορριπτέα, κατά το μέρος, που στρέφεται κατά του δεύτερου, της τρίτης και της τέταρτης των καθών η ανακοπή ερημοδικίας – εφεσίβλητων, ως προς τους οποίους είχε ματαιωθεί η συζήτηση της έφεσης, καθόσον στην ανακοπή ερημοδικίας, όπου δεν υπάρχει ρητή δικονομική πρόβλεψη για την παθητική νομιμοποίηση γίνεται δεκτό, ότι αυτή πρέπει να απευθύνεται κατά του αντιδίκου του ερημοδικασθέντος, που νίκησε (βλ. Βαθρακοκοίλης, ΚΠολΔ ερμηνευτική -νομολογιακή ανάλυση,τμ Γ, 1995, άρθρο 502, παρ. 22, σελ.131-132, Εφ Λαρ 88/2022 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Κατά τα λοιπά αυτή πρέπει να γίνει τυπικώς δεκτή και να εξετασθεί περαιτέρω ως προς τη νομική και ουσιαστική βασιμότητά της.
ΙΙΙ. Κατά τη διάταξη του άρθρου 501 παρ. 1 του ΚΠολΔ ανακοπή κατά αποφάσεως που έχει εκδοθεί ερήμην του ανακόπτοντος επιτρέπεται, αν εκείνος που δικάστηκε ερήμην δεν κλητεύθηκε καθόλου ή δεν κλητεύθηκε νόμιμα ή εμπρόθεσμα ή αν συντρέχει λόγος ανώτερης βίας. Ως ανώτερη βία νοείται κάθε απρόβλεπτο και εξαιρετικό γεγονός, είτε αντικειμενικό είτε σχετικό με το πρόσωπο του διαδίκου που ερημοδικάστηκε ή του πληρεξουσίου του δικηγόρου, το οποίο στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν μπορεί να αποτραπεί ούτε με μέτρα εξαιρετικής επιμέλειας και σύνεσης. Ειδικότερα, η εν λόγω δικονομική ανώτερη βία είναι έννοια ταυτιζόμενη, κατά τον πυρήνα της, προς την ομώνυμη έννοια του ουσιαστικού δικαίου, διαφοροποιούμενη έναντι της τελευταίας μόνον κατά τις συνέπειες, ως συνεπαγόμενη τη δυνατότητα επαναφοράς των πραγμάτων στην πρότερα κατάσταση, με ανατροπή της κύρωσης από την παράβαση του δικονομικού βάρους, ενώ κατά το ουσιαστικό δίκαιο λειτουργεί ως λόγος απαλλαγής του οφειλέτη, εμφανιζόμενη ως στενότερη έννοια έναντι του τυχηρού, όπου τούτο δημιουργεί ευθύνη του οφειλέτη (βλ. ΑΠ 1260/2010 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1793/2009 ΕλλΔνη 2010 681, ΑΠ 1562/2008 ΝΟΜΟΣ). Όπως προεκτέθηκε, το γεγονός που συνιστά την εν λόγω ανώτερη βία μπορεί να αφορά και τον πληρεξούσιο δικηγόρο του διαδίκου και συγκεκριμένα την αιφνίδια ασθένειά του, λόγω της οποίας αυτός δεν μπόρεσε να παραστεί ενώπιον του δικαστηρίου κατά τη συζήτηση της υποθέσεως ή να ειδοποιήσει τον εντολέα του ή άλλο δικηγόρο για την αντικατάστασή του. Σημειωτέον, ότι, όταν η ανώτερη βία αφορά και τον πληρεξούσιο δικηγόρο του διαδίκου, όπως στην τελευταία περίπτωση, για να διαπιστωθεί εάν το σχετικό γεγονός συνιστά ανώτερη βία, πρέπει να χρησιμοποιηθούν όχι μόνον υποκειμενικά κριτήρια, όπως είναι εύλογο για το διάδικο, αλλά αντικειμενικά κριτήρια, αφού το λειτούργημα που ο δικηγόρος ασκεί, απαιτεί την προσήκουσα εκπλήρωση των ανειλημμένων υποχρεώσεων του ακόμη και από το μέσο νομικό παραστάτη (βλ. ΑΠ 1253/2018, 67/2015, 1624/2014, 1506/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 87/2022, 353/2016, 431/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Γ. Διαμαντόπουλο «Η ανώτερη βία ως λόγος ερημοδικίας» εκδ. 1997 αρ. ΙΙ 2 σελ. 38 επ., 62 επ. και 72 επ., Β. Βαρθακοκοίλη ΚΠολΔ άρθρο 501 αρ. 13). Εξάλλου, κατά το άρθρο 505 παρ. 1 του ΚΠολΔ, το δικόγραφο της ανακοπής πρέπει να περιέχει τα στοιχεία που απαιτούνται κατά τα άρθρα 118 έως 120 του ΚΠολΔ και τους λόγους της ανακοπής. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι η ανακοπή ερημοδικίας πρέπει να περιέχει ένα τουλάχιστον σαφή και ορισμένο λόγο από εκείνους που ορίζονται στο άρθρο 501 του ΚΠολΔ, δηλαδή τη μη κλήτευση ή τη μη νόμιμη ή μη εμπρόθεσμη κλήτευση ή τη συνδρομή λόγου ανώτερης βίας για τη μη εμφάνιση του ανακόπτοντος στην ερήμην αυτού συζήτηση της υποθέσεως, επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη ερήμην απόφαση. Αν η ανακοπή ασκήθηκε εμπροθέσμως και σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις (άρθρα 503 παρ. 1 και 505 παρ. 1 του ΚΠολΔ) και αν πιθανολογείται ότι είναι βάσιμος ο λόγος που προτάθηκε, τότε το δικαστήριο εξαφανίζει την ερήμην απόφαση, διατάσσει να επιστραφεί το παράβολο (άρθρο 505 παρ. 2 ΚΠολΔ) και αμέσως προχωρεί στην εξέταση της διαφοράς, αφού οι διάδικοι επανέρχονται στην κατάσταση που υπήρχε πριν από την απόφαση που εξαφανίστηκε. Σε διαφορετική περίπτωση, το δικαστήριο απορρίπτει την ανακοπή και διατάσσει να εισαχθεί το παράβολο στο δημόσιο ταμείο (άρθρο 509 ΚΠολΔ).
ΙV. Στην προκείμενη περίπτωση, η ανακόπτουσα ζητεί με την υπό κρίση ανακοπή ερημοδικίας να εξαφανιστεί η με αριθμό 264/2023 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, που εκδόθηκε ερήμην αυτής, για το λόγο ότι ο πληρεξούσιος δικηγόρος της δεν μπόρεσε να παραστεί στο Δικαστήριο και να την εκπροσωπήσει λόγω ανωτέρας βίας. Ειδικότερα, αυτή ισχυρίζεται ότι ο πληρεξούσιος δικηγόρος της, που την εκπροσωπεί και στην παρούσα δίκη, το πρωί της δικασίμου στις 2-3-2023 και περί ώρα 8.00 εκκίνησε από το γραφείο του στην οδό ……… στην Αθήνα, προκειμένου να παραστεί κατά τη συζήτηση της υπόθεσης της ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, με ώρα έναρξης συνεδρίασης 9.30 π.μ, πλην, όμως, καθ’ οδόν ασθένησε αιφνιδίως, και συγκεκριμένα ένιωσε δύσπνοια, σκοτοδίνη και ζάλη, και για το λόγο αυτό μεταφέρθηκε εκτάκτως σε ιατρείο ιδιώτη ψυχιάτρου στο Κολωνάκι, ο οποίος διέγνωσε ότι υπέστη κρίση πανικού και του συνέστησε αποχή από τις επαγγελματικές του υποχρεώσεις επι τριήμερο. Εξαιτίας δε της κατάστασης της υγείας του, αυτός δεν μπόρεσε τελικώς να παραστεί κατά την συζήτηση της υπόθεσης ούτε να εξεύρει άλλον συνάδερφο του δικηγόρο για να τον εκπροσωπήσει, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα. Ο ως άνω ισχυρισμός αποτελεί ορισμένο και νόμιμο λόγο ανακοπής ερημοδικίας, σύμφωνα με τις προεκτεθείσες σκέψεις, και πρέπει να εξετασθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική του βασιμότητα. V. Από τα προσκομιζόμενα έγγραφα, πιθανολογήθηκαν τα ακόλουθα: Με την υπ` αριθμ. 2493/2021 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά τη τακτική διαδικασία, αντιμολία των διαδίκων, απορρίφθηκε η με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………../ 2020 αγωγή της ανακόπτουσας. Κατά της ανωτέρω απόφασης η τελευταία άσκησε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου την με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………../ 2021 έφεση της, η συζήτηση της οποίας ορίστηκε αρχικώς για τη δικάσιμο στις 8-12-2022 και μετά από αναβολή για τη δικάσιμο στις 2-3-2023, κατά την οποία η εκκαλούσα (και νυν ανακόπτουσα) και ο δεύτερος, η τρίτη και η τέταρτη των εφεσίβλητων δεν εμφανίστηκαν στο ακροατήριο κατά την εκφώνηση της υπόθεσης, ούτε εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο, ενώ το πρώτο εφεσίβλητο (νυν πρώτο καθού η ανακοπή ερημοδικίας) παραστάθηκε κανονικά, με αποτέλεσμα το Δικαστήριο, αφού έλεγξε το νομότυπο της κλήτευσης των απολειπόμενων διαδίκων, να κηρύξει τη συζήτηση ματαιωθείσα μεταξύ της εκκαλούσας και του δεύτερου της τρίτης και της τέταρτης των εφεσιβλήτων και να απορρίψει την έφεση ως προς το πρώτο εφεσίβλητο, απλό ομόδικο, κατ’ άρθρο 524 παρ.3 εδ. α’ ΚΠολΔ. Αναφορικά με τον λόγο μη εμφάνισης του πληρεξούσιου δικηγόρου της εκκαλούσας-ανακόπτουσας κατά την συζήτησης της υπόθεσης της προσκομίζεται η από 2-3-2023 χειρόγραφη βεβαίωση του ιδιώτη ψυχιάτρου, ……………, σύμφωνα με την οποία αυτός προσήλθε εκτάκτως στο ιατρείο του στο Κολωνάκι, ώρα 9.00 π.μ, όπου διαγνώστηκε με δύσπνοια πανικού και συνεστήθη τριήμερη αποχή από τις επαγγελματικές του υποχρεώσεις. Μετα ταύτα, και δεδομένου ότι η έναρξη συνεδρίασης του Τριμελούς Εφετείου Πειραιώς ήταν στις 9.30 π.μ, πιθανολογείται ότι το κώλυμα του πληρεξουσίου δικηγόρου της ανακόπτουσας να παραστεί κατά τη συζήτηση της έφεσης της, συνιστά ανωτέρα βία, με την έννοια του απρόβλεπτου και εξαιρετικού γεγονότος, το οποίο στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν μπορούσε να αποτραπεί ούτε με μέτρα εξαιρετικής επιμέλειας και σύνεσης, καθόσον σε κάθε περίπτωση αυτός είχε μαζί του τον φάκελο της υπόθεσης με τις προτάσεις και τα σχετικά προς κατάθεση έγγραφα, ο χρόνος δε, δεν επαρκούσε για να τα αναλάβει κάποιος συνεργάτης του και να παρασταθεί για λογαριασμό της ανακόπτουσας, ενώ τυχόν αίτημα για αναβολή της υπόθεσης δεν θα είχε έρεισμα στο νόμο, διότι η υπόθεση είχε ήδη αναβληθεί μια φορά κατά την αρχικώς ορισθείσα δικάσιμο της έφεσης στις 8-12-2022 (άρθρο 241 ΚΠολΔ). Ως εκ τούτου, πιθανολογήθηκε η ουσιαστική βασιμότητα του λόγου της ανακοπής ερημοδικίας και επομένως, πρέπει, ενόψει των ανωτέρω, να γίνει αυτή δεκτή ως προς το πρώτο καθού η ανακοπή, Ελληνικό Δημόσιο, ως κατ’ ουσίαν βάσιμη, να εξαφανισθεί αντιστοίχως η ανακοπτόμενη ερήμην απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, να διαταχθεί η επιστροφή του παραβόλου, που κατέθεσε η ανακόπτουσα για την άσκηση της ανακοπής ερημοδικίας και το Δικαστήριο να προχωρήσει στην εξέταση της έφεσης, αφού οι διάδικοι επανέρχονται στην κατάσταση πριν από την απόφαση που εξαφανίσθηκε (άρθρο 509 παρ.1 του ΚΠολΔ). VI. H υπο κρίση έφεση ασκήθηκε στις 17-12-2021 νομότυπα και εμπρόθεσμα με την κατάθεση δικογράφου στην γραμματεία του δικαστηρίου, που εξέδωσε την προσβαλλομένη απόφαση, εντός της από το άρθρο 518 παρ.1 του ΚΠολΔ οριζόμενης προθεσμίας από την επίδοση αντιγράφου της εκκαλουμένης απόφασης (βλ. την από 17-11-2021 σχετική επισημείωση επι του επιδοθέντος αντιγράφου του δικ. επιμελητή στο Εφετείο Πειραιώς, ………………), ενώ κατατέθηκε και το νόμιμο παράβολο, συνολικού ποσού 150 ευρώ, κατ΄άρθρο 495 παρ. 4 του, ΚΠολΔ (βλ. το με αριθμό …………………/ 2021 e- παράβολο). Πρέπει, συνεπώς να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί περαιτέρω, κατά την ίδια διαδικασία, ώστε να κριθεί το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρα 532, 533 παρ. 1 ΚΠολΔ). VII. Με την από 26-2-2020 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……………../ 2020 αγωγή της η ενάγουσα ζήτησε, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα σε αυτήν και κατ’ εκτίμηση του συνόλου του περιεχομένου της, να ακυρωθεί η εκ μέρους της αποδοχή κληρονομίας του αποβιώσαντος στις 27.01.2018, χωρίς να αφήσει διαθήκη, πατρός της, …………., για ουσιώδη νομική πλάνη ως προς την διαδικασία αποποίησης, β) άλλως και επικουρικώς, να ακυρωθεί η έκπτωση από το ευεργέτημα της απογραφής, για ουσιώδη νομική πλάνη, ως προς τη διαδικασία που θα έπρεπε να ακολουθηθεί για την ολοκλήρωση της, στρέφεται δε :α) κατά του Ελληνικού Δημοσίου, ως δανειστή της κληρονομίας, καθόσον μετά την πάροδο της ως άνω προθεσμίας αποποίησης, της κοινοποιήθηκε από τη Ε’ ΔΟΥ Πειραιώς αλλά και το Τελωνείο Πειραιώς, με την ιδιότητα της ως εξ αδιαθέτου κληρονόμου του ως άνω κληρονομουμένου, ατομική ειδοποίηση για καταβολή ληξιπροθέσμων χρεών του τελευταίου, και β) κατά των αδερφών του πατέρα της, ως εξ αδιαθέτου κληρονόμων αυτού της επόμενης τάξης. Επ’ αυτής εκδόθηκε η εκκαλουμένη οριστική απόφασή του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, που την απέρριψε κατά το μέρος που στρέφεται κατά του πρώτου εναγόμενου, Ελληνικού Δημοσίου, διότι δεν επιδόθηκε στον Προϊστάμενο της ΑΑΔΕ, ως εκπρόσωπο του Ελληνικού Δημοσίου, αλλά στον Υπουργό των Οικονομικών, και ως μη νόμιμη ως προς τους λοιπούς εναγόμενους. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται η ενάγουσα προβάλλοντας λόγους, που ανάγονται στην εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, και ζητεί την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, ώστε η αγωγή της να γίνει δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη. VΙII. Κατά τα άρθρα 1847 παρ. 1 εδ. α και 1850 εδ. β ΑΚ ο κληρονόμος μπορεί να αποποιηθεί την κληρονομία μέσα σε προθεσμία τεσσάρων μηνών που αρχίζει από τότε που έμαθε την επαγωγή και το λόγο της. Αν περάσει η προθεσμία, η κληρονομία θεωρείται ότι έχει γίνει αποδεκτή. Επίσης, κατά το άρθρο 1857 εδ. β περ. α’ , γ’ και δ’ του ίδιου Κώδικα, η αποδοχή της κληρονομίας που οφείλεται σε πλάνη κρίνεται σύμφωνα με τις διατάξεις για τις δικαιοπραξίες, η δε πλάνη σχετικά με το ενεργητικό ή το παθητικό της κληρονομίας δεν θεωρείται ουσιώδης, ενώ οι διατάξεις του άρθρου αυτού εφαρμόζονται και σε αποδοχή που συνεπάγεται από την παραμέληση της προθεσμίας για αποποίηση, κατά δε το άρθρο 1901 εδ. α ΑΚ ο κληρονόμος ευθύνεται και με τη δική του περιουσία για τα χρέη της κληρονομίας. Περαιτέρω, κατά τα άρθρα 140 και 141 ΑΚ, αν κάποιος καταρτίζει δικαιοπραξία και η δήλωση του δεν συμφωνεί από ουσιώδη πλάνη με τη βούλησή του, έχει δικαίωμα να ζητήσει την ακύρωση όταν αναφέρεται σε σημείο τόσο σπουδαίο για την όλη δικαιοπραξία, ώστε αν το πρόσωπο γνώριζε την πραγματική κατάσταση, δεν θα επιχειρούσε τη δικαιοπραξία. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι η αποδοχή της κληρονομίας που συνάγεται από την παραμέληση της προθεσμίας αποποίησης, μπορεί να προσβληθεί από τον κληρονόμο λόγω πλάνης, όταν με τον τρόπο αυτό η συναγόμενη κατά πλάσμα του νόμου αποδοχή δεν συμφωνεί με τη βούλησή του, από ουσιώδη πλάνη, δηλαδή από άγνοια ή εσφαλμένη γνώση της κατάστασης που διαμόρφωσε τη βούλησή του, όταν αυτή αναφέρεται σε σημείο τόσο σπουδαίο για την αποδοχή της κληρονομίας, ώστε αν ο κληρονόμος γνώριζε την αληθινή κατάσταση ως προς το σημείο αυτό, δε θα άφηνε να παρέλθει άπρακτη η προθεσμία αποποίησης. Η εσφαλμένη δε γνώση ή άγνοια, που δημιουργεί τη μεταξύ βούλησης και δήλωσης διάσταση, η οποία όταν είναι ουσιώδης θεμελιώνει δικαίωμα προσβολής της δήλωσης λόγω πλάνης, μπορεί να οφείλεται και σε άγνοια ή εσφαλμένη γνώση των προαναφερομένων νομικών διατάξεων για την αποδοχή της κληρονομίας. Υπάρχει δε πλάνη περί το δίκαιο της αποδοχής της κληρονομίας και όταν ο κληρονόμος τελεί σε άγνοια που ανάγεται α) στο σύστημα της κτήσης της κληρονομίας κατά τον ΑΚ που επέρχεται αμέσως μετά το θάνατο του κληρονομουμένου, οπότε η προθεσμία του άρθρου 1847 ΑΚ δεν αρχίζει, γιατί η άγνοια αποκλείει την γνώση της επαγωγής της κληρονομίας και β) σε άγνοια μόνο της ύπαρξης της προθεσμίας του άρθρου 1847 ΑΚ προς αποποίηση ή της κατά το άρθρο 1850 ΑΚ νομικής σημασίας της παρόδου της προθεσμίας αυτής άπρακτης (Ολ ΑΠ 3/1989, ΑΠ 827/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Γνώση της επαγωγής, ως γεγονός της έναρξης της τετράμηνης προθεσμίας, νοείται η γνώση από τον κληρονόμο του θανάτου του κληρονομούμενου, γνώση δε του λόγου επαγωγής συνιστά η εκ διαθήκης ή κατά την εξ αδιαθέτου διαδοχή κλήση του κληρονόμου στην κληρονομιά. Εξάλλου, όταν πρόκειται για εξ αδιαθέτου διαδοχή, οπότε η συγγενική σχέση μεταξύ κληρονόμου και κληρονομουμένου είναι από την αρχή δεδομένη και γνωστός στον κληρονόμο ο χρόνος του θανάτου του κληρονομούμενου, η τετράμηνη προς αποποίηση προθεσμία αρχίζει κατά κανόνα (εκτός συνδρομής μεταγενέστερων της επαγωγής γεγονότων, όπως έκπτωση του προηγουμένου, αποποίηση κλπ.) από τότε που ο κληρονόμος έλαβε γνώση του θανάτου του κληρονομούμενου συγγενούς του. Όταν ο κληρονόμος αποποιηθεί νομίμως και εμπροθέσμως την επαχθείσα σε αυτόν κληρονομιά, θεωρείται η προς τον αποποιηθέντα επαγωγή ότι δεν έγινε και η κληρονομιά επάγεται σ’ εκείνον, ο οποίος θα καλούνταν αν ο αποποιηθείς δε ζούσε κατά το χρόνο του θανάτου του κληρονομούμενου. Στην περίπτωση αυτή η προθεσμία της αποποίησης της κληρονομιάς στη μερίδα εκείνου που αποποιήθηκε δεν αρχίζει από τη γνώση του θανάτου του κληρονομουμένου, αλλά από τη γνώση της αποποίησης, διότι στην περίπτωση αυτή η επαγωγή της κληρονομιάς συνδέεται με γεγονότα μεταγενέστερα του θανάτου του κληρονομουμένου (αποποίηση). Και ναι μεν και πάλι κατά πλάσμα του νόμου ο χρόνος επαγωγής ανατρέχει στο χρόνο του θανάτου του κληρονομουμένου σαν να μην υπήρχε εκείνος που αποποιήθηκε, όμως, όπου ο νόμος απαιτεί για κάποια νομική ενέργεια γνώση της επαγωγής εννοεί και τα μεταγενέστερα αυτά γεγονότα προ της γνώσεως των οποίων η προς αποποίηση προθεσμία δεν αρχίζει (ΑΠ 1534/2011, ΑΠ 426/2002, ΕφΘεσ 1920/2013 ΤΝΠ Νόμος). Εξάλλου, εάν έχει χωρήσει πλασματική αποδοχή της κληρονομιάς λόγω της προαναφερθείσας πλάνης η έναρξη της προθεσμίας αποποιήσεως προϋποθέτει την ακύρωση της πλασματικής αποδοχής τελεσιδίκως, ώστε η εν συνεχεία αποποίηση να επιφέρει τα έννομα αποτελέσματά της (ΑΠ 572/2016 ό.π.). Η ακύρωση επέρχεται με τελεσίδικη δικαστική απόφαση, η οποία ισχύει αναδρομικά και αναπτύσσει συνέπειες erga omnes (για τις erga omnes συνέπειες που αναπτύσσει η απόφαση που ακυρώνει δικαιοπραξία κατ’ άρθρα 154 και 155 ΑΚ, που εφαρμόζονται εν προκειμένω, κατ’άρθρο 1857 παρ.2 ΑΚ, βλ. και ΑΠ 745/ 2020, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Τέλος, δεν συντρέχει τέτοια περίπτωση πλάνης, όταν αυτή αναφέρεται όχι σε έννομες συνέπειες, των οποίων την επέλευση επιδιώκει αμέσως η δήλωση της βούλησης, αλλά σε συνέπειες επερχόμενες από το νόμο, ανεξάρτητα από τη βούληση του προσώπου. Επομένως, στην περίπτωση της έκπτωσης από το ευεργέτημα της απογραφής, λόγω μη εμπρόθεσμης σύνταξης απογραφής της κληρονομίας (άρθρα 1901 εδάφ. α, 1902, 1903, 1904 και 1911 παρ. 1 του Α.Κ.), δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη πλάνη του κληρονόμου, αφού η έκπτωση επέρχεται από το νόμο ως συνέπεια της παράλειψης ενεργείας του κληρονόμου και όχι ως άμεση επιδίωξη δήλωσης της βούλησης αυτού (ΑΠ 246/1993, ΑΠ 470/1996,ΕφΛαρ 118/2019, ΕφΠατρ875/2008, ΕφΑθ 6188/1995 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 215, 237, 238 ΚΠολΔ, που ορίζουν το πλαίσιο της νέας τακτικής διαδικασίας ενώπιον των πρωτοβάθμιων δικαστηρίων, οι οποίες, κατά την διάταξη του άρθρου 1 άρθρου ενάτου παρ. 1 του Ν. 4335/2015, εφαρμόζονται για τις κατατιθέμενες μετά την 01/01/2016 αγωγές, διαμορφώνεται η εξέλιξη της έγγραφης διεξαγωγής της δίκης στη βάση συγκεκριμένων κάθε φορά προθεσμιών, που δημιουργούν επί μέρους στάδια προόδου της δίκης. Ειδικότερα, στο άρθρο 215 παρ. 2 ΚΠολΔ ορίζεται ότι στην περίπτωση του άρθρου 237 η αγωγή επιδίδεται στον εναγόμενο μέσα σε προθεσμία 30 ημερών από την κατάθεσή της και αν αυτός ή κάποιος από τους ομόδικους διαμένει στο εξωτερικό ή είναι άγνωστης διαμονής μέσα σε προθεσμία 60 ημερών, αν δε η αγωγή δεν επιδοθεί μέσα στην προθεσμία αυτή, θεωρείται ως μη ασκηθείσα, στο άρθρο 237 ΚΠολΔ ορίζεται ότι μέσα σε προθεσμία 100 ημερών ή 130 ημερών αν κάποιος από τους διαδίκους διαμένει στο εξωτερικό ή είναι άγνωστης διαμονής, η οποία αρχίζει από την επίδοση της αγωγής, οι διάδικοι οφείλουν να καταθέσουν τις προτάσεις τους και να προσκομίσουν όλα τα αποδεικτικά μέσα και τα διαδικαστικά έγγραφα, που επικαλούνται σ` αυτές (παρ. 1), ότι οι αμοιβαίες αντικρούσεις γίνονται με προσθήκη στις προτάσεις, που κατατίθεται μέσα στις επόμενες 15 ημέρες από την λήξη της ανωτέρω προθεσμίας της παρ.1, οπότε κλείνει και ο φάκελος της δικογραφίας (παρ. 2), ότι μέσα σε 15 ημέρες από το κλείσιμο του φακέλου ορίζεται ο δικαστής και για τις υποθέσεις του πολυμελούς πρωτοδικείου η σύνθεση του δικαστηρίου και ο εισηγητής καθώς και η ημέρα και ώρα συζήτησης της υπόθεσης στο ακροατήριο του δικαστηρίου, σε δικάσιμο που ορίζεται σε χρόνο όχι μεγαλύτερο από 30 ημέρες από την παρέλευση της ανωτέρω δεκαπενθήμερης προθεσμίας, κατά την οποία δικάσιμο η εγγραφή της υπόθεσης στο πινάκιο γίνεται με πρωτοβουλία του γραμματέα και ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων (παρ. 3). Με τις ανωτέρω διατάξεις θεσπίζονται σύντομες σχετικά προθεσμίες ενέργειας τόσο των διαδίκων όσο και του δικαστηρίου, ειδικά δε για την παράλειψη του ενάγοντος να επιδώσει την αγωγή στον εναγόμενο εντός των προθεσμιών του άρθρου 215 παρ. 2 ΚΠολΔ επιβάλλεται ως κύρωση να θεωρηθεί η αγωγή ως μη ασκηθείσα, δηλαδή ανυπόστατη (ΑΠ 343/2023, ΑΠ 1181/2022). Κατά το άρθρο 126 παρ.1 εδ. δ` ΚΠολΔ, η επίδοση για το Δημόσιο γίνεται σε εκείνους που το εκπροσωπούν σύμφωνα με το νόμο, ενώ στη διάταξη του άρθρου 5 του Κώδικα των νόμων περί Δικών του Δημοσίου (Διάταγμα 26.6/10.7.1944) ορίζεται ότι μόνο οι κοινοποιήσεις προς τον Υπουργό Οικονομικών οποιουδήποτε δικογράφου επί δικών του Δημοσίου παράγουν νόμιμες συνέπειες και ότι η διάταξη αυτή εφαρμόζεται και όταν το Δημόσιο εκπροσωπείται δικαστικώς από άλλον, εκτός του Υπουργού των Οικονομικών, είτε από τους διευθυντές των ταμείων ή Οικονομικούς εφόρους ή τελώνες ή άλλο οποιοδήποτε κρατικό όργανο, οπότε η επίδοση προς τον Υπουργό των Οικονομικών απαιτείται προσθέτως, με συνέπεια, στην περίπτωση παράλειψής της, την ακυρότητα, που ερευνάται αυτεπαγγέλτως. Επιπρόσθετα, κατά τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 1 του ως άνω διατάγματος, αι προς τον Υπουργόν των Οικονομικών κατά τους κειμένους νόμους επιδόσεις γίνονται εν τω οικήματι ενω εδρεύει η Διεύθυνσις Νομικών Υπηρεσιών (ήδη Νομικό Συμβούλιο του Κράτους). Εξάλλου, κατά τις διατάξεις του άρθρου 8 παρ. 1 περ. γ` και παρ. 3 περ. α` του ν. 3086/2002 “Οργανισμός του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους”, “Ο Πρόεδρος του Ν.Σ.Κ.: α) …… β) ……. γ) υπογράφει τα αποδεικτικά των κάθε είδους δικογράφων και δικαστικών αποφάσεων που επιδίδονται στο Δημόσιο, καθώς και κάθε εγγράφου που αφορά σε υποθέσεις της αρμοδιότητάς του (άρθρο 8 παρ. 1 περ. γ`). ….. Ο Πρόεδρος με πράξη του μπορεί να εξουσιοδοτήσει: α) Νομικό Σύμβουλο ή Πάρεδρο, που υπηρετεί στην Κεντρική Υπηρεσία, να υπογράφει τις εκθέσεις επίδοσης δικογράφων, δικαστικών αποφάσεων και γενικά εγγράφων προς το Δημόσιο (άρθρο 8 παρ. 3 περ. α`). Από τις ως άνω διατάξεις, που ως ειδικές κατισχύουν αντιθέτων διατάξεων περί επίδοσης του ΚΠολΔ, προκύπτει ότι η επίδοση προς τον Υπουργό των Οικονομικών, ως εκπρόσωπο του Ελληνικού Δημοσίου γίνεται στο οίκημα που εδρεύει το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους και το αποδεικτικό επίδοσης υπογράφεται από τον Πρόεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους ή από τον εξουσιοδοτημένο από αυτόν για να υπογράφει τα αποδεικτικά επίδοσης προς το Δημόσιο Νομικό Σύμβουλο ή Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου, εξ αυτών που υπηρετούν στην Κεντρική Υπηρεσία αυτού (ΑΠ 1309/2015). Εξάλλου, κατά το άρθρο 85 παρ.1 του ΚΕΔΕ (ν.δ. 356/1974), επί δικών του νομοθετήματος αυτού το Δημόσιο εκπροσωπεί ο Διευθυντής του Δημόσιου Ταμείου (ήδη Προϊστάμενος Δ.Ο.Υ.), κατά του οποίου στρέφεται και κοινοποιείται κάθε δικόγραφο με ποινή απαραδέκτου. Σε κάθε, όμως περίπτωση, με την ίδια ως άνω κύρωση, απαιτείται κοινοποίηση του δικογράφου και στον Υπουργό των Οικονομικών. Ήδη, όμως, στις διατάξεις του άρθρου 1 του ν. 4389/2016 ορίζεται : ” 1. Συνιστάται Ανεξάρτητη Διοικητική Αρχή χωρίς νομική προσωπικότητα με την επωνυμία Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων (Α.Α.Δ.Ε.) (στο εξής η “Αρχή”), με σκοπό τον προσδιορισμό, τη βεβαίωση και την είσπραξη των φορολογικών, τελωνειακών και λοιπών δημοσίων εσόδων, που άπτονται του πεδίου των αρμοδιοτήτων της”… “4. Από την έναρξη λειτουργίας της Αρχής καταργείται η Γενική Γραμματεία Δημοσίων Εσόδων του Υπουργείου Οικονομικών […]”, στο άρθρο 2 ορίζεται ότι “1. Η Αρχή ασκεί όλες τις αρμοδιότητες της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων (Γ.Γ.Δ.Ε.) του Υπουργείου Οικονομικών, που προβλέπονται, κατά την ημερομηνία έναρξης λειτουργίας της, στις διατάξεις της Υποπαραγράφου Ε2 της παραγράφου Ε` του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012 (Α` 222), σε οποιαδήποτε άλλη διάταξη της κείμενης νομοθεσίας […] καθώς και τις αρμοδιότητες που της ανατίθενται με τον παρόντα νόμο και με οποιαδήποτε άλλη γενική ή ειδική διάταξη. 2. […]”, στο άρθρο 17 ότι “1. Η Αρχή συγκροτείται από όλες τις οργανικές μονάδες που υπάγονται, κατά την ημερομηνία έναρξης της λειτουργίας της, στη Γενική Γραμματεία Δημοσίων Εσόδων, σύμφωνα με τις διατάξεις του π.δ. 111/2014 (Α` 178, διορθ. σφαλμ. Α` 25/24-2-2015) “Οργανισμός του Υπουργείου Οικονομικών” […]. 2. […]”, στο άρθρο 36 ότι “1. Η Αρχή εκπροσωπείται δικαστικώς και εξωδίκως από τον Διοικητή της και παρίσταται αυτοτελώς, εκπροσωπώντας το Δημόσιο, σε κάθε είδους δίκες που έχουν ως αντικείμενο πράξεις ή παραλείψεις της ή τις έννομες σχέσεις που την αφορούν. Οι επιδόσεις των δικογράφων στις δίκες αυτές γίνονται σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις προς τον Διοικητή αντί του Υπουργού των Οικονομικών. Ειδικώς για την εκπροσώπηση και την επίδοση των δικογράφων σε δίκες που αφορούν σε φορολογικές εν γένει διαφορές και σε διαφορές που αναφύονται κατά είσπραξη των δημοσίων εσόδων, εφαρμόζονται, κατά περίπτωση, οι διατάξεις του άρθρου 25 παρ. 1 περίπτωση α’, σε συνδυασμό προς το άρθρο 49 (παράγραφοι 2 και 4) και 219 παρ. 2 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (ν. 2717/1999, Α’ 97) και 85 παρ. 1, εδάφιο πρώτο του ν.δ. 356/1974 (Α’ 90). Η προβλεπόμενη στο άρθρο 85 παρ. 1 εδάφιο δεύτερο του ν.δ. 356/1974 κοινοποίηση στον Υπουργό Οικονομικών γίνεται προς τον Διοικητή, στην Κεντρική Υπηρεσία του ΝΣΚ”, […]”, στο άρθρο 41 ότι “1. […] 2. Από την έναρξη λειτουργίας της Αρχής: α) Οι οργανικές μονάδες Κεντρικές, Ειδικές Αποκεντρωμένες και Περιφερειακές, που υπάγονται στη Γ.Γ.Δ.Ε., όπως καθορίζονται στις διατάξεις του π.δ. 111/2014 (Α` 178 και 25) και τα συλλογικά όργανα της Γ.Γ.Δ.Ε. μεταφέρονται στην Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων και αποτελούν στο σύνολό τους υπηρεσίες και συλλογικά όργανα της Αρχής. […]”, στο δε άρθρο 43 ότι “Οι διατάξεις του παρόντος Κεφαλαίου [άρθρα 1-43] ισχύουν από 1η Ιανουαρίου 2017, εκτός και αν ορίζεται διαφορετικά σε επιμέρους διατάξεις του”. Έτσι, η Δ.Ο.Υ. ως περιφερειακή υπηρεσία της Γενικής Διεύθυνσης Φορολογικής Διοίκησης της Γ.Γ.Δ.Ε. (άρθρα 2 παρ. 2 περ. γ υποπερ. ιι, 69 παρ. 2 περ. Γ, 80 π.δ. 111/2014, Α’ 178) αποτελεί ήδη περιφερειακή υπηρεσία της Α.Α.Δ.Ε. και το Ελληνικό Δημόσιο εκπροσωπείται, σύμφωνα με τις προεκτεθείσες διατάξεις, που παρατίθενται παραπάνω, από τον Διοικητή της Α.Α.Δ.Ε. (ΣτΕ 1215/2017). Από τις παραπάνω διατάξεις προκύπτει ότι, ειδικώς, η επίδοση της αγωγής με την οποία διώκεται η ακύρωση, λόγω πλάνης, της πλασματικής αποδοχής της κληρονομίας, η οποία επήλθε στο πρόσωπό του κληρονόμου, με την πάροδο άπρακτης της προθεσμίας αποποίησης, και η αναγνώριση της εγκυρότητας της γενομένης, εκ των υστέρων, δήλωσης αποποίησης της κληρονομίας, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 1711, 1846 1847, 1848, 1849, 1850, 1851, 1856, 1857 ΑΚ και 70 ΚΠολΔ, με την οποία επιδιώκεται η οριοθέτηση του κληρονομικού δικαιώματος του διάδικου – κληρονόμου και το καταληκτικό της δίκης πόρισμα έχει ως συνέπειες, μεταξύ άλλων, και την απάλειψη της ιδιότητας του οφειλέτη του Δημοσίου από το πρόσωπο του διάδικου ως κληρονόμου, ανεξάρτητα αν ο διάδικος έλαβε γνώση της ιδιότητάς του ως κληρονόμου με αφορμή την είσπραξη της απαίτησης από την αρμόδια ΔΟΥ του Δημοσίου, γίνεται είτε στον Υπουργό Οικονομικών (άρθρ. 5 του Κώδικα των νόμων περί Δικών του Δημοσίου (Διάταγμα 26.6/10.7.1944) είτε στον Διοικητή της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων, άρθρ. 1 παρ. 1 και 4, 17 παρ. 1, 36 παρ. 1. 41 παρ. 1, 43 του ν. 4389/2016, 85 του ν.δ. 356/1974, άρθρα 2 παρ. 2 περ. γ υποπερ. ιι, 69 παρ. 2 περ. Γ, 80 π.δ. 111/2014, Α’ 178). (βλ. πρόσφατα διαμορφωμένη νομολογία ΑΠ 503/2024, 361/2024, 1497 και 1498/ 2023 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
IX. Στην προκειμένη περίπτωση, η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα με την αγωγή της ιστορούσε, ότι στις 27.01.2018 απεβίωσε ο πατέρας της, ……………., κάτοικος εν ζωή Πειραιά Αττικής, χωρίς να αφήσει διαθήκη, και κατέλειπε αυτήν μοναδική εξ αδιαθέτου κληρονόμο του, ότι στις 17-5-2018 μετέβη στη γραμματεία του Τμήματος Εκούσιας Δικαιοδοσίας του Ειρηνοδικείου Πειραιά, όπου η υπάλληλος σε σχετική της ερώτηση αναφορικά με τον τρόπο αποποίησης της κληρονομίας, της υπέδειξε δύο έντυπα που ανέγραφαν το μεν πρώτο «Δήλωση Αποποίησης Κληρονομιάς» το δε δεύτερο «Δήλωση Αποδοχής Κληρονομιάς Επ’ Ωφελεία Απογραφής», ότι τελικώς επέλεξε το δεύτερο έντυπο, μετά από σχετική σύσταση της υπαλλήλου, ότι ουδέποτε ενημερώθηκε για την διαδικασία απογραφής, που όφειλε να ακολουθήσει στη συνέχεια, και τις επιπτώσεις που θα είχε η μη τήρηση της, ότι αντιθέτως θεωρούσε ότι με την κατάθεση του σχετικού εντύπου ολοκληρώθηκε η εκ μέρους της αποποίηση της κληρονομίας του πατέρα της, που εξ αρχής δεν επιθυμούσε να περιέλθει σε αυτήν, ότι εξαιτίας της άγνοιας των ανωτέρω αυτή δεν προέβη στην απογραφή της κληρονομίας με αποτέλεσμα να εκπέσει του ευεργετήματος και να θεωρηθεί εξ αδιαθέτου κληρονόμος του θανόντος πατρός της, και ότι στις 30.10.2019 της κοινοποιήθηκε από το Τελωνείο Ελευσίνας η από 22.10.2019 και με αριθ. πρωτ. …………../2013 Ατομική Ειδοποίηση Υπερημερίας, σύμφωνα με την όποια έπρεπε να καταβάλλει το ποσό των 149.992.935,38 ευρώ, ως μοναδική κληρονόμος αυτού. Ζητούσε δε, κατά συνολική εκτίμηση του δικογράφου της αγωγής να ακυρωθεί η κατά τα ανωτέρω εκ μέρους της αποδοχή κληρονομίας του αποβιώσαντος στις 27.01.2018, χωρίς να αφήσει διαθήκη, πατρός της, ……………, για ουσιώδη νομική πλάνη, β) Άλλως και επικουρικώς, να ακυρωθεί η έκπτωση της από το ευεργέτημα της απογραφής, επειδή αγνοούσε τη διαδικασία που θα έπρεπε να ακολουθηθεί για την ολοκλήρωση της. Η αγωγή με το ως άνω περιεχόμενο και αίτημα, με την οποία διώκεται πρωτίστως η οριοθέτηση του κληρονομικού δικαιώματος της ενάγουσας, ορθώς, σύμφωνα και με τα προεκτεθέντα, επιδόθηκε για το πρώτο εναγόμενο, Ελληνικό Δημόσιο, στο νόμιμο εκπρόσωπο αυτού, Υπουργό Οικονομικών και τον Προϊστάμενο Τελωνείου Ελευσίνας (βλ. την υπ’ αριθ. ………../05.03.2020 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών, ……….., και την υπ’ αριθ. ………./05.03.2020 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών, ……………..) το δε πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που έκρινε ότι η επίδοση της έπρεπε να γίνει οπωσδήποτε στον Διοικητή της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων, και εκ του λόγου αυτού θεώρησε ότι η άσκηση της (αγωγής) δεν ολοκληρώθηκε, έσφαλε, του σχετικού λόγου της εφέσεως γενομένου δεκτού ως ουσιαστικά βάσιμου. Συνακόλουθα, μετά την ουσιαστική παραδοχή της εφέσεως πρέπει να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση και το Δικαστήριο τούτο να κρατήσει και να δικάσει την αγωγή ως προς το πρώτο εναγόμενο. Η αγωγή κατά το επικουρικό της αίτημα είναι μη νόμιμη και πρέπει να απορριφθεί, διότι η έκπτωση από το ευεργέτημα της απογραφής, ως παράλειψη υλικής πράξης, δεν υπόκειται σε ακύρωση λόγω ουσιώδους πλάνης κατά τις διατάξεις των άρθρων 140 επ. του Α.Κ., δεδομένου ότι αυτές οι διατάξεις αυτές αναφέρονται στις δικαιοπραξίες και δεν εφαρμόζονται στις υλικές πράξεις, στις οποίες ο νόμος προσδίδει έννομες συνέπειες (ΑΠ 217/2023, 470/1996 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Κατά τα λοιπά αυτή είναι νόμιμη στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 140, 1847 παρ.1εδ. α’ ,1848 παρ.1, 1850 και 1857 ΑΚ και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα.
Χ. Από τις με αριθμό …. και …./30-10-2020 ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιώς, για τις οποίες κλήθηκε νόμιμα το πρώτο εναγόμενο (βλ. τη με αριθμό …../26-10-2020 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Αθηνών ………….) και τα έγγραφα που νόμιμα προσκομίζονται με επίκληση αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: Στις 27.01.2018 απεβίωσε ο …………., κάτοικος εν. ζωή Πειραιά Αττικής, χωρίς να αφήσει διαθήκη, και κατέλειπε μοναδική εξ αδιαθέτου κληρονόμο του, την ενάγουσα, τέκνο του εκτός γάμος γεννηθέντος, που αναγνώρισε εκουσίως με την με αριθμό ……../1989 πράξη της συμβολαιογράφου Πειραιώς, ……….. (βλ το με αριθμό, πρωτ. ………../2018 Δήμου Πειραιά, γραφείο αστικής κατάστασης). Αυτή έχουσα τη σαφή βούληση να αποποιηθεί την κληρονομία του πατέρα της, με τον οποίο δεν διατηρούσε σχέσεις, μετέβη στις 17-5-2018 στη γραμματεία του Τμήματος Εκούσιας του Ειρηνοδικείου Πειραιά. Εκεί η αρμόδια υπάλληλος της υπέδειξε δύο έντυπα, που ανέγραφαν το μεν πρώτο «Δήλωση Αποποίησης Κληρονομιάς» το δε δεύτερο «Δήλωση Αποδοχής Κληρονομιάς Επ’ Ωφελεία Απογραφής», κατά σύσταση δε της τελευταίας επέλεξε το δεύτερο εξ αυτών, θεωρώντας, μετά από εσφαλμένη πληροφόρηση, ότι θα είχε ισοδύναμα αποτελέσματα με την αποποίηση της κληρονομίας του θανόντος και θα επέφερε την απαλλαγή της από τα χρέη του, χωρίς να χρειαστεί να πράξει κάτι άλλο. Κατόπιν τούτου, η ενάγουσα η οποία εργάζεται ως υπάλληλος γραφείου και στερείται νομικών γνώσεων, εφησύχασε και δεν προέβη σε οιαδήποτε άλλη ενέργεια αποποίησης της κληρονομίας, εντός του νομίμου χρονικού διαστήματος, ενώ δεν προχώρησε ούτε σε σύνταξη της απογραφής, την υποχρέωση για τήρηση της οποίας παντελώς αγνοούσε, με συνέπεια να εκπέσει του σχετικού ευεργετήματος. Ακολούθως, στις 30.10.2019 της κοινοποιήθηκε από το Τελωνείο Ελευσίνας η από 22.10.2019 και με αριθ. πρωτ. …………../2013 Ατομική Ειδοποίηση Υπερημερίας, σύμφωνα με την οποία έπρεπε να καταβάλλει το ποσό των 149.992.935,38 ευρώ, ως μοναδική κληρονόμος του πατρός της. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα, η οποία είχε εξ αρχής πρόθεση να μην καταστεί κληρονόμος του αποβιώσαντος πατέρα της και πίστευε ότι είχε ακολουθήσει την ορθή προς τούτο διαδικασία, τελούσε καθ’ όλο το ανωτέρω χρονικό διάστημα σε πλάνη, οφειλόμενη σε εσφαλμένη πληροφόρηση και άγνοια των σχετικών διατάξεων, καθόσον η ως άνω αποδοχή της κληρονομίας με το ευεργέτημα της απογραφής και η μη αποποίησή της εντός τεσσάρων μηνών από την επαγωγή δεν συμφωνούσε με τη πραγματική βούλησή της. Η πλάνη της δε αυτή κρίνεται ως ουσιώδης, διότι αναφέρεται σε σημείο τόσο σπουδαίο για την αποδοχή της κληρονομιάς, ώστε αν γνώριζε την αληθινή κατάσταση περί του ότι η αποδοχή της κληρονομίας με το ευεργέτημα της απογραφής δεν ισοδυναμούσε κατ’αποτέλεσμα με αποποίηση αυτής, δεν θα άφηνε να παρέλθει άπρακτη η προθεσμία αποποίησης και θα αποποιούνταν εξ αρχής την κληρονομιά αντί να την αποδεχθεί με το ευεργέτημα της απογραφής (βλ. ad hoc ΑΠ 217/2023 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, η αγωγή δεν υπέπεσε στην προβλεπόμενη από τη διάταξη του άρθρου 1857 παρ. 2 ΑΚ εξάμηνη προθεσμία, η οποία, παρά το γράμμα της, δεν συνιστά παραγραφή αλλά αποσβεστική προθεσμία (ΑΠ 361/2024 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), για το λόγο ότι η πλάνη της ενάγουσας ήρθη στις 10-2019 (οπότε της κοινοποιήθηκε η ως άνω ατομική ειδοποίηση για καταβολή χρεών, με την ιδιότητα της ως κληρονόμου του πατέρα της) και η αγωγή ασκήθηκε νόμιμα στις 5-3-2020, με την επίδοση αντιγράφου της στον Υπουργό Οικονομικών και τον Προϊστάμενο Τελωνείου Ελευσίνας κατά τα προαναφερόμενα, πριν την παρέλευση εξαμήνου. Με βάση τα ανωτέρω πρέπει να γίνει δεκτή η αγωγή ως ουσιαστικά βάσιμη ως προς το πρώτο εναγόμενο, Ελληνικό Δημόσιο, και να ακυρωθεί η αποδοχή κληρονομιάς με το ευεργέτημα της απογραφής του θανόντος πατέρα της ενάγουσας, ενώ τέλος, τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας πρέπει να συμψηφισθούν μεταξύ τους, λόγω της δυσχερούς ερμηνείας των κανόνων δικαίου που εφαρμόστηκαν (άρθρο 179 εδ.β’ ΚΠολΔ) και να αποδοθεί στην ενάγουσα-εκκαλούσα το παράβολο που κατατέθηκε κατά την άσκηση της έφεσης (άρθρο 495 παρ.4 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ με απόντες τους δεύτερο, τρίτη και τέταρτη των καθών η ανακοπή ερημοδικίας και αντιμολία των λοιπών διαδίκων.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ τυπικώς την ανακοπή ερημοδικίας κατά της με αριθμό 264/2023 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Πειραιώς ως προς τους δεύτερο, τρίτη και τέταρτη των καθών η ανακοπή ερημοδικίας.
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικώς και κατ’ ουσίαν την ανακοπή ερημοδικίας ως προς το πρώτο των καθών η ανακοπή ερημοδικίας, Ελληνικό Δημόσιο .
ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την υπ΄αριθμ. 264/2023 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πειραιά ως προς το πρώτο των καθών η ανακοπή ερημοδικίας, Ελληνικό Δημόσιο.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την απόδοση του κατατεθέντος με αριθμό ……………/2023 παραβόλου στην ανακόπτουσα.
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμολία την με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …………../2021 έφεση μεταξύ της εκκαλούσας και του πρώτου εφεσίβλητου, Ελληνικού Δημοσίου.
ΔΕΧΕΤΑΙ την έφεση τυπικά και ουσιαστικά.
ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ τη με αριθμό 2493/2021 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς ως προς το πρώτο εναγόμενο, Ελληνικό Δημόσιο.
ΚΡΑΤΕΙ και ΔΙΚΑΖΕΙ την με αριθμό κατάθεσης …………../2020 αγωγή ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς μεταξύ της ενάγουσας και του πρώτου εναγομένου.
ΔΕΧΕΤΑΙ την αγωγή ως προς το πρώτο εναγόμενο.
ΑΚΥΡΩΝΕΙ την εκ μέρους της ενάγουσας αποδοχή της κληρονομίας του αποβιώσαντος στις 27-1-2018, χωρίς να αφήσει διαθήκη, πατέρα της, ……………….
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την απόδοση στην εκκαλούσα -ενάγουσα του με αριθμό ……………../ 2021 παραβόλου.
ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ τα δικαστικά έξοδα αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας μεταξύ των διαδίκων.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά την 22α Μαΐου 2025 και δημοσιεύθηκε στις 17 Ιουνίου 2025 σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού με απόντες τους διαδίκους, την πληρεξούσια δικηγόρο της ανακόπτουσας και τη δικαστική πληρεξουσία ΝΣΚ του πρώτου εκ των καθ΄ων η ανακοπή και της προς ης η κοινοποίηση.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ