Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 337/2025

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

4ο ΤΜΗΜΑ

Αριθμός αποφάσεως  337 /2025

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Θεώνη Μπούρη, Πρόεδρο Εφετών, Ελένη Σκριβάνου και Βασιλική Παπιγκιώτη – Εισηγήτρια – Εφέτες και από τη Γραμματέα Ε.Δ

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, την ………… για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Του εκκαλούντος: ……………, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Νικόλαο Χατζή, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.

Του εφεσίβλητου: ……………., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δρακούλη Δρακουλόγκωνα, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.

Ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος, άσκησε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά την από 15-10-2009 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………../2009 αγωγή του, ο δε αντενάγων και ήδη εκκαλών άσκησε, ενώπιον του ιδίου Δικαστηρίου, την από 7-3-2013 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …………./2013 ανταγωγή του, ζητώντας τα διαλαμβανόμενα σε αυτή. Το Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιά εξέδωσε την υπ’ αριθμ. 3863/2023 απόφαση, με την οποία, αφού συνεκδίκασε την αγωγή και την ανταγωγή απέρριψε την ανταγωγή και δέχτηκε εν μέρει την αγωγή. Την απόφαση αυτή προσέβαλε ο εναγόμενος, με την από 20-5-2024 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ενώπιον του Πρωτοδικείου Πειραιά ……../2024 έφεσή του (αριθμός κατάθεσης δικογράφου και προσδιορισμού δικασίμου ενώπιον του Εφετείου Πειραιά, …………./2024), δικάσιμος για τη συζήτηση της οποίας ορίστηκε η αναγραφόμενη στην αρχή της παρούσας.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, η οποία εκφωνήθηκε από τη σειρά της στο οικείο πινάκιο, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, αλλά προκατέθεσαν προτάσεις, με τις οποίες ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η φερόμενη προς συζήτηση και κρίση ενώπιον του παρόντος, αρμοδίου, καθ’ ύλη και κατά τόπο, Δικαστηρίου (άρθρα 19 και 29 παρ. 1ΚΠολΔ), παραπάνω έφεση, ασκήθηκε από τον, κατά τα ανωτέρω διαλαμβανόμενα, πρωτοδίκως ηττηθέντα διάδικο νομίμως και εμπροθέσμως με κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του εκδόντος την προσβαλλόμενη απόφαση δικαστηρίου στις 20-5-2024 και εντός τριάντα ημερών από την επίδοση της εκκαλουμένης στον εναγόμενο – εκκαλούντα, η οποία έλαβε χώρα στις 24-4-2024 [(βλ. επισημείωση της δικαστικής επιμελήτριας ……….. σε αντίγραφο της εκκαλουμένης που προσκομίζει ο εκκαλών) (άρθρα 495 – 499, 511, 513 παρ. 1β, 516, 517, 518 παρ. 1]. Πρέπει, επομένως, η έφεση να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί, περαιτέρω, κατά το παραδεκτό και βάσιμο των επιμέρους λόγων της, κατά την τακτική διαδικασία που εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, δεδομένου ότι, για το παραδεκτό της, έχει καταβληθεί και κατατεθεί το, απαιτούμενο από τη διάταξη του άρθρου 495 παρ. 3 ΚΠολΔ, παράβολο (υπ’ αριθμ. κωδ. παραβ. …………….. παράβολο, ποσού 150 ευρώ).

Με την από 15-10-2009 αγωγή του, ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος εκθέτει, ότι αντιμετωπίζει προβλήματα υγείας που του δημιουργούν μεταξύ άλλων και ελαφριά νοητική υστέρηση. Ότι, ο εναγόμενος, γνωρίζοντας την κατάστασή του αυτή, καθώς και το γεγονός ότι ετύγχανε αποκλειστικός κύριος των λεπτομερώς περιγραφόμενων στην αγωγή του ακινήτων και εκμεταλλευόμενος την ανωτέρω κατάσταση του, εξαιτίας της οποίας δεν ήταν σε θέση να αντιληφθεί τις συνέπειες της υπογραφής του συμβολαίου μεταβίβασης της κυριότητας των ανωτέρω ακινήτων, τον έπεισε να του μεταβιβάσει με το υπ’ αριθ. ………../19-12-2007 συμβόλαιο αγοραπωλησίας της συμβολαιογράφου Κορυδαλλού …….., λόγω πωλήσεως, τα ανωτέρω ακίνητα, αγοραίας αξίας ανερχόμενης στο ποσό των 250.000 ευρώ, έναντι του τιμήματος των 80.000 ευρώ, το οποίο υπολείπονταν της αντικειμενικής αξίας των επιδίκων ακινήτων, κατά 2.089,11 ευρώ, καταβαλλόμενο σε δύο δόσεις, στις 15-1-2008 και στις 15-2-2008. Ότι την 15η Ιανουαρίου 2008, που ήταν καταβλητέα η πρώτη δόση, συνετάγη η υπ’ αριθ. …………./15-1-2008 πράξη εξοφλήσεως τιμήματος οριζόντιας ιδιοκτησίας της ιδίας ως άνω συμβολαιογράφου, με την οποία δήλωσε ότι ολόκληρο το τίμημα, που είχε πιστωθεί εξοφλήθηκε ένα μήνα πριν λήξει η δεύτερη ως άνω δόση. Ότι, λόγω της ανωτέρω κουφότητας και απειρίας του δεν αντιλήφθηκε τη σημασία και τις συνέπειες της υπογραφής, τόσο κατά τη μεταβιβαστική ως άνω σύμβαση, όσο και κατά την πράξη εξόφλησης, όπως ειδικότερα εκτίθεται στο δικόγραφο. Ότι, συνειδητοποίησε την απώλεια τον μοναδικών του περιουσιακών στοιχείων, χωρίς μάλιστα να εισπράξει ποσό, πλην αυτού των 5.000 ευρώ που δαπάνησαν ο εναγόμενος και η μητέρα του για την εξόφληση κάποιων λογαριασμών του, στις 8-7-2008 όταν ο εναγόμενος του κοινοποίησε εξώδικη δήλωση – διαμαρτυρία, την οποία ακολούθησε η από 10-7-2008 αίτηση ασφαλιστικών μέτρων, ενώπιον του Ειρηνοδικείου Νικαίας, με την οποία ο εναγόμενος ζητούσε να αναγνωριστεί νομέας των επιδίκων. Με βάση τα πραγματικά αυτά περιστατικά, ζητεί, πέραν των παρεπόμενων αιτημάτων, κατ’ εκτίμηση του δικογράφου: α) να αναγνωρισθεί η ακυρότητα του υπ’ αριθ. …../2007 αγοραπωλητήριου συμβολαίου της συμβολαιογράφου Κορυδαλλού ……. . και της υπ’ αριθ. ……./2008 πράξης εξόφλησης της ιδία ως άνω συμβολαιογράφου, β) να αναγνωριστεί ότι δεν του κατεβλήθη το αναγραφόμενο τίμημα των 80.000 ευρώ και γ) να αναγνωρισθεί κύριος των επιδίκων ακινήτων και να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να του τα αποδώσει. Περαιτέρω, ο εναγόμενος, με χωριστό δικόγραφο, άσκησε την από 7-3-2013 ανταγωγή, με την οποία, όπως αυτή παραδεκτά διορθώθηκε, ισχυρίζεται ότι τόσο το προαναφερθέν αγοραπωλητήριο συμβόλαιο, όσο και η ανωτέρω αναφερόμενη πράξη εξόφλησης είναι καθ’ όλα έγκυρα και νόμιμα, ότι, ο αντεναγόμενος, ενήργησε απόλυτα συνειδητά, κατά τη γενόμενη μεταβίβαση των ανωτέρω ακινήτων, ότι η επίμαχη αγοραπωλησία δεν ήταν καταπλεονεκτική και ότι παρά τα ανωτέρω έχει προβεί σε κατάληψη των επιδίκων όπως ειδικότερα εκτίθεται στο δικόγραφο. Για το λόγο αυτό, ζητεί, πέραν των παρεπόμενων αιτημάτων: α) να αναγνωρισθεί, η εγκυρότητα, του υπ’ αριθ. …../2007 αγοραπωλητήριου συμβολαίου της Συμβολαιογράφου Κορυδαλλού ………… β) να αναγνωρισθεί, η εγκυρότητα της υπ’ αριθ. ……/2008 πράξης εξόφλησης της ιδίας ως άνω συμβολαιογράφου, γ) να αναγνωρισθεί, ότι κατεβλήθη το αναγραφόμενο τίμημα των 80.000 ευρώ, δ) να αναγνωρισθεί κύριος των επιδίκων ακινήτων και να υποχρεωθεί ο αντεναγόμενος να του τα αποδώσει. Το Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιά εξέδωσε την υπ’ αριθμ. 3863/2023 απόφασή του, με την οποία, αφού συνεκδίκασε την αγωγή και την ανταγωγή, απέρριψε την ανταγωγή ως απαράδεκτη και δέχτηκε εν μέρει την αγωγή. Ειδικότερα, όσον αφορά στην αγωγή, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο απέρριψε ως αόριστο το αίτημα περί υποχρέωσης του εναγόμενου να αποδώσει τα επίδικα ακίνητα και ως μη νόμιμο το αίτημα περί αναγνώρισης ότι δεν καταβλήθηκε το ποσό των 80.000 ευρώ, καθότι αντικείμενο δικαστικής διάγνωσης μπορεί να αποτελέσει μόνο η αναγνώριση εννόμων σχέσεων ή δικαιωμάτων και όχι πραγματικών γεγονότων. Περαιτέρω, η αγωγή έγινε εν μέρει δεκτή, ως βάσιμη κατ’ ουσίαν, αναγνωρίστηκε η ακυρότητα του υπ’ αριθ. ……/2007 αγοραπωλητήριου συμβολαίου της Συμβολαιογράφου Κορυδαλλού ……………. και αναγνωρίστηκε ο ενάγων ως κύριος των επιδίκων ακινήτων. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται ήδη ο εναγόμενος, αναφορικά με την παραδοχή της αγωγής (δεν υπάρχει λόγος έφεσης σχετικά με την απόρριψη της ανταγωγής)  και ζητεί με τους λόγους έφεσης του, οι οποίοι ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, να εξαφανιστεί η προσβαλλόμενη απόφαση, ώστε, εν τέλει, να απορριφθεί η ένδικη αγωγή. Επισημαίνεται, ότι πριν την έκδοση της εκκαλουμένης, επί των ανωτέρω αναφερομένων αγωγής και ανταγωγής, είχε εκδοθεί η υπ’ αριθμ. 6494/2013 μη οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, με την οποία διατάχθηκε η διενέργεια ιατρικής πραγματογνωμοσύνης.

Με τον πρώτο λόγο έφεσης, κατ’ εκτίμηση των λόγων αυτής, ο εκκαλών ισχυρίζεται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο δεν απέρριψε την αγωγή ως αόριστη. Ειδικότερα, ο εκκαλών διαμαρτύρεται ότι στο αγωγικό δικόγραφο αναφέρεται, ότι ο ενάγων πάσχει από ελαφριά νοητική υστέρηση, χωρίς να εξειδικεύει σε ατομικό και προσωπικό επίπεδο τις δραστηριότητες για τις οποίες είναι ανίκανος. Επίσης, ο εκκαλών διαμαρτύρεται για τον λόγο ότι δεν συγκεκριμενοποιείται στην αγωγή από τον ενάγοντα το αποτέλεσμα της υποτιθέμενης εκμετάλλευσης της κουφότητας και της απειρίας του. Ο λόγος αυτός έφεσης τυγχάνει απορριπτέος, καθότι στην αγωγή υφίσταται σαφής και πλήρως αιτιολογημένη έκθεση των γεγονότων που τη θεμελιώνουν, ακριβής περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και συγκεκριμένο αίτημα. Περαιτέρω, ο ενάγων αναφέρεται λεπτομερώς στην υφιστάμενη, κατά τους ισχυρισμούς του, νοητική του υστέρηση, αναγράφει δε και πιστοποιητικά του Δρομοκαΐτειου Νοσοκομείου Αττικής για να θεμελιώσει τα όσα ισχυρίζεται. Επιπλέον, αναφέρεται ότι η νοητική του κατάσταση δημιούργησε τις προϋποθέσεις, ώστε να καταστεί θύμα εκμετάλλευσης του εναγόμενου και να λάβει περιουσιακά ωφελήματα που βρίσκονται σε φανερή δυσαναλογία με την παροχή.  Επομένως, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που έκρινε ορισμένη την αγωγή, ορθά εφάρμοσε το νόμο και ο υπό κρίση λόγος έφεσης πρέπει, όπως προαναφέρθηκε, να απορριφθεί.

Από τα πρακτικά των συζητήσεων ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, από όλα τα νόμιμα με επίκληση προσκομιζόμενα έγγραφα, μερικά από τα οποία αναφέρονται κατωτέρω, από τις υπ’ αριθμ. …, …, …../11-5-2010 ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων του εναγόμενου, που δόθηκαν ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών ……….. μετά από νομότυπη κλήτευση του ενάγοντος, από την υπ’ αριθμ. ……/17-7-2023 δικαστική πραγματογνωμοσύνη του ψυχιάτρου ……… και από τα διδάγματα της κοινής πείρας, αποδείχθηκαν, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει του υπ’ αριθμ. ……/19-12-2007 αγοραπωλητήριου συμβολαίου της συμβολαιογράφου Κορυδαλλού ………, ο ενάγων μεταβίβασε προς τον εναγόμενο κατά πλήρη κυριότητα νομή και κατοχή : 1) την με αριθμό επτά (7) αποθήκη του υπογείου πολυκατοικίας κτισμένης σε οικόπεδο που βρίσκεται στον Κορυδαλλό στη θέση «…………..» της περιφερείας του Δήμου Κορυδαλλού μέσα στο εγκεκριμένο σχέδιο της πόλης αυτής και στην οδό …. που φέρει τους αριθμούς ……….. Το οικόπεδο αυτό έχει έκταση 408,20 τ.μ., εμφαίνεται με τα περιβάλλοντα αλφαβητικά στοιχεία ΑΒΓΔΑ στο από Μάρτιο 1997 τοπογραφικό διάγραμμα του πολιτικού μηχανικού ……….. και το οποίο υπάρχει προσαρτημένο στην με αριθμό ……/1997 πράξη σύστασης οριζόντιας ιδιοκτησίας και κανονισμού πολυκατοικίας του συμβολαιογράφου Νικαίας . …….. Η ως άνω αποθήκη έχει επιφάνεια  8 τ.μ. και ποσοστό συνιδιοκτησίας επί του οικοπέδου δέκα χιλιοστά (10%ο) και 2) Ένα διαμέρισμα του δευτέρου (2ου) πάνω από το ισόγειο – πυλωτή ορόφου της ιδίας ως άνω πολυκατοικίας, το οποίο εμφαίνεται στο σχεδιάγραμμα κάτοψης τυπικού ορόφου 1ου, 2ου, 3ου, 4ου, 5ου, 6ου και 7ου και στον πίνακα κατανομής ποσοστών του πολιτικού μηχανικού ……., τα οποία υπάρχουν προσηρτημένα στην με αριθμό ……/97 πράξη του ως άνω συμβολαιογράφου Νικαίας …………., αποτελείται από καθιστικό — τραπεζαρία (ενοποιημένα) κουζίνα, διάδρομο, δύο υπνοδωμάτια, λουτρό, WC και ημιϋπαίθριο χώρο προς τον ακάλυπτο χώρο, έχει ιδιόκτητη επιφάνεια 90 τ.μ., επιφάνεια ημιϋπαιθρίων χώρων 14 τ.μ., και ποσοστό συνιδιοκτησίας στο οικόπεδο εκατόν τριάντα τρία χιλιοστά (133%ο). Στο διαμέρισμα αυτό ανήκει η αποκλειστική χρήση της με στοιχεία Ρ2 ανοικτής θέσης στάθμευσης αυτοκινήτων – γκαράζ, η οποία βρίσκεται στην πυλωτή και έχει επιφάνεια 10 τ.μ, φέρει δε το ως άνω διαμέρισμα τα κτηματολογικά στοιχεία …./……..  Η ως άνω αποθήκη και το διαμέρισμα αποτελούν ανεξάρτητες αυτοτελείς και διακεκριμένες οριζόντιες ιδιοκτησίες, σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 3741/29 και των άρθρων 1002 και 1117 του ΑΚ σε συνδυασμό και με την υπ’ αριθ. …../97 σύσταση οριζόντιας Ιδιοκτησίας και κανονισμού πολυκατοικίας του συμβολαιογράφου Νικαίας ………. που νόμιμα έχει μεταγραφεί στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Νικαίας στον τόμο …. και αριθμό …… Το τίμημα της αγοραπωλησίας των ανωτέρω λεπτομερώς αναφερομένων οριζοντίων ιδιοκτησιών, σύμφωνα με τα αναγραφόμενα στο πιο πάνω συμβόλαιο, συμφωνήθηκε στο ποσόν των 80.000 ευρώ, ήτοι μικρότερο κατά 2.089,11 ευρώ της αντικειμενικής του αξίας. Το ποσόν αυτό (σύμφωνα με τα αναγραφόμενα στο συμβόλαιο) συμφωνήθηκε ότι θα κατεβάλλετο σε δύο ισόποσες μηνιαίες άτοκες δόσεις των 40.000 ευρώ εκάστη, εκ των οποίων η πρώτη θα κατεβάλλετο στις 15 Ιανουαρίου 2008 και η δεύτερη στις 15 Φεβρουάριου 2008. Σημειώνεται ότι η κυριότητα του ενάγοντος ως δικαιοπαρόχου των ως άνω ακινήτων στον εναγόμενο ουδόλως αμφισβητείται από τον τελευταίο. Περαιτέρω, αποδείχτηκε ότι ο ενάγων, γεννηθείς το έτος 1981, κατοικούσε στο παραπάνω αναφερόμενο διαμέρισμα της πολυκατοικίας, επί της οδού ………..,  η οποία ανεγέρθηκε το έτος 1997, μαζί με τον πατέρα του και τη γιαγιά του. Πάσχει από παρεγκεφαλίτιδα άλλως από το γονιδιακό σύνδρομο Arnold chiari 2, το οποίο του δημιουργεί κινητικά και νοητικά προβλήματα. Ειδικότερα τα διανοητικά προβλήματα που έχουν πάσχοντες από το εν λόγω σύνδρομο εκδηλώνονται στην ηλικία των 25 με 30 ετών επιδεινώνονται με την πάροδο των χρόνων και ο ασθενής γίνεται ολοένα ανίκανος να διαχειριστεί ακόμα και τις καθημερινές συναλλαγές του, όπως αγορές σε εμπορικά καταστήματα, ενώ μπορεί εύκολα να εξαπατηθεί και να χειραγωγηθεί από κάποιον. Ο δείκτης νοημοσύνης του, σύμφωνα με την από 25-11-2008 ψυχολογική εκτίμηση του Ψ.Ν.Α «Δρομοκαΐτειο»,  κυμαινόταν μεταξύ 55 και 60, τότε, κατά τον επίδικο χρόνο, χαρακτηριστικό της ελαφράς νοητικής στέρησης που εμφάνιζε. Εξαιτίας της ασθένειας αυτής έχει μειωμένη κριτική και αφαιρετική ικανότητα, έχει την ανάγκη να προσκολλάται σε πρόσωπα εμπιστοσύνης ώστε να νιώθει ασφαλής και ικανός να αντιμετωπίζει την καθημερινότητά του. Ο ενάγων, όπως προαναφέρθηκε, κατοικούσε στο εν λόγω διαμέρισμα με τον πατέρα του μέχρι το έτος 2002 οπότε εκείνος απεβίωσε και στη συνέχεια με τη γιαγιά του μέχρι το έτος 2006 οπότε απεβίωσε και αυτή. Στην ίδια πολυκατοικία και συγκεκριμένα στον τρίτο όροφο αυτής, κατοικούσαν σε ιδιόκτητο διαμέρισμα ο ………, η σύζυγός του …………… και ο γιος τους, ήτοι ο εναγόμενος. Ο ενάγων, μετά τον θάνατο της γιαγιάς του και δοθέντος, ότι δεν διατηρούσε σχέσεις με τη μητέρα του, η οποία έχει δημιουργήσει νέα οικογένεια και κατοικεί στη Σάμο, δυσκολευόταν ιδιαίτερα να αντιμετωπίσει την καθημερινότητα και να ανταποκριθεί ακόμη και σε απλές υποχρεώσεις. Στο πλαίσιο αυτό άρχισε να προσκολλάται στον εναγόμενο και στην οικογένεια του, οι οποίοι λόγω της γειτνίασης και της γνωριμίας τους με τον ενάγοντα από το έτος 1997 γνώριζαν τη νοητική κατάστασή του. Ειδικότερα, ο εναγόμενος και η οικογένεια του, γνώριζαν ότι ο ενάγων δεν είχε τελειώσει καν το δημοτικό σχολείο, εξάλλου από την καθημερινή επαφή που είχαν μαζί του είχαν αντιληφθεί, ότι δεν μπορεί να φροντίσει επαρκώς τον εαυτό του, ούτε να διαχειριστεί έστω και τις πιο απλές υποθέσεις του. Υπό αυτές τις συνθήκες, ο εναγόμενος, συνεπικουρούμενος από τη μητέρα του προσέγγισαν περισσότερο τον ενάγοντα και η ………… έγινε το πλέον κοντινό του πρόσωπο και τον βοηθούσε στη διαχείριση των εσόδων (σύνταξη του πατέρα του) και των εξόδων του, γεγονός που, ενόψει των προαναφερομένων δυσχερειών που αντιμετώπιζε ένεκα της ασθενείας του, πρακτικά συνεπαγόταν ότι, με τη συναίνεση του, η ………….. επιδρούσε στη διαχείριση της περιουσίας του, επιμελούνταν δε ακόμη και της διατροφής του, ετοιμάζοντας του καθημερινά φαγητό, αναλαμβάνοντας έτσι σε σημαντικό βαθμό την φροντίδα του ενάγοντος. Υπό αυτές τις συνθήκες και έχοντας την εμπιστοσύνη του ενάγοντος, ο εναγόμενος και η μητέρα του αποφάσισαν από κοινού να αποκτήσουν τις προαναφερόμενες οριζόντιες ιδιοκτησίες, που ανήκαν στον ενάγοντα, ήτοι την με αριθμό 7 αποθήκη του υπογείου και το διαμέρισμα του δευτέρου ορόφου, της πιο πάνω οικοδομής, στο οποίο ανήκει και η αποκλειστική χρήση της με στοιχεία Ρ2 ανοιχτής θέσης στάθμευσης αυτοκινήτου – γκαράζ της πυλωτής. Προκειμένου να τον πείσουν ότι θα πρέπει να πουλήσει την περιουσία του, εμπιστευόμενοι την ανικανότητά του να αντιλαμβάνεται την αξία των πραγμάτων και να διαχειρίζεται την περιουσία του, του παρέστησαν ψευδώς ότι έχει χρέη, και για να μην αντιμετωπίσει δυσάρεστες συνέπειες έπρεπε να πουλήσει το διαμέρισμά του, υποσχόμενοι ότι θα του κατέβαλαν ως τίμημα το ποσό των 250.000 χιλιάδων ευρώ, εκ των οποίων 170.000 ευρώ θα κατατίθεντο  σε τραπεζικό του λογαριασμό πριν την υπογραφή του σχετικού συμβολαίου. Στο τελευταίο δε, θα αναγραφόταν ως τίμημα το ποσό των 80.000 ευρώ, το οποίο υπολειπόταν της αντικειμενικής του αξίας κατά 2.089,1 ευρώ και θα πιστώνονταν σε δύο δόσεις, καταβλητέες στις 15-1-2008 και 15-2-2008. Για να αμβλύνουν τις τυχόν αντιρρήσεις του και για να μην αντιληφθεί τις συνέπειες των πράξεων του, του υποσχέθηκαν ότι θα μπορούσε να μένει στο διαμέρισμα για όσο χρονικό διάστημα ήθελε. Περαιτέρω, τον έπεισαν  να μεταβιβάσει την κυριότητα των ιδιοκτησιών του στον εναγόμενο,  ενώ στις 19-12-2007, εκμεταλλευόμενοι την προαναφερόμενη νοητική του κατάσταση, του παρέστησαν ψευδώς, ότι δήθεν είχαν καταθέσει σε τραπεζικό λογαριασμό που τηρούσε ο ενάγων στην Τράπεζα Πειραιώς το μέρος του τιμήματος της αγοραπωλησίας που δεν θα αναγραφόταν στο συμβόλαιο και ανερχόταν σε 170.000 ευρώ (250.000-80.000 = 170.000), με αποτέλεσμα ο ενάγων να υπογράψει το υπ’ αρ…./19-12-2007 αγοραπωλητήριο συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Κορυδαλλού ……….., με το οποίο μεταβίβασε στον εναγόμενο τις ως άνω ιδιοκτησίες και θέση στάθμευσης, με αναγραφόμενο και πιστωθέν τίμημα 80.000 ευρώ. Ακολούθως, στις 15-1-2008 έπεισαν τον ενάγοντα ότι δήθεν είχαν καταθέσει στον ίδιο ως άνω τραπεζικό λογαριασμό του και το ποσό των 80.000 ευρώ του πιστωθέντος τιμήματος και έτσι αυτός υπέγραψε και την υπ’ αριθμ. ……./15-1-2008 συμβολαιογραφική πράξη εξόφλησης τιμήματος αγοραπωλησίας οριζόντιας ιδιοκτησίας της ίδιας ως άνω συμβολαιογράφου, με την οποία δήλωσε ότι εξοφλήθηκε και έλαβε εμπρόθεσμα και άτοκα από τον εναγόμενο το ποσό των 80.000 ευρώ που του όφειλαν από το τίμημα που πιστώθηκε στο προαναφερόμενο συμβόλαιο. Το γεγονός ότι δεν καταβλήθηκε το παραπάνω ποσό στον ενάγοντα, προκύπτει ιδίως από το ότι δεν υφίστανται σχετικές αποδείξεις από τραπεζικές καταθέσεις, οι οποίες να το αποδεικνύουν. Από τα διδάγματα δε της κοινής πείρας, προκύπτει ότι για ένα τόσο σημαντικό ποσό θα υπήρχε τραπεζική απόδειξη ανάληψης (σε περίπτωση που η εξόφληση γινόταν σε μετρητά) ή και κατάθεσης του χρηματικού ποσού εκ μέρους του εναγόμενου. Προσκομίζονται, δε κάποιες τραπεζικές αποδείξεις ανάληψης χρηματικών ποσών εκ μέρους του εναγόμενου, οι οποίες, ωστόσο, αφορούν σε μικρότερα χρηματικά  ποσά. Αντιθέτως, αποδεικνύεται μόνο η πληρωμή εκ μέρους του εναγόμενου κάποιων εκκρεμών χρεών του ενάγοντα, οι οποίες όμως δεν ξεπερνούν το ποσό των 10.000 ευρώ. Επομένως, δεν καταβλήθηκε το παραπάνω τίμημα των 80.000 ευρώ στον ενάγοντα, το οποίο, άλλωστε υπολείπονταν της πραγματικής αξίας των επίδικων ακινήτων. Συνεπώς, ο σχετικός λόγος έφεσης που υποστηρίζει τα αντίθετα, κρίνεται απορριπτέος.

Με τον δεύτερο λόγο έφεσης ο εκκαλών διαμαρτύρεται για τον λόγο ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη και δεν εκτίμησε ορθά την υπ΄αριθμ. ……/17-7-2023 δικαστική πραγματογνωμοσύνη. Καταρχάς στο σκεπτικό της εκκαλουμένης αναγράφεται «από την υπ΄αριθμό …………../17-7-2023 δικαστική πραγματογνωμοσύνη του Ψυχιάτρου ………». Καθίσταται σαφές, ότι από προφανή παραδρομή αναγράφεται το όνομα του ενάγοντος και όχι του διορισθέντος πραγματογνώμονα ……….. .. Πέραν τούτου, ο διορισθείς πραγματογνώμονας ……….., αναφέρει στην πιο πάνω πραγματογνωμοσύνη του: «α) για την περίοδο 12/2007 έως και 01/2008 δεν αναφέρονται στοιχεία που να παρουσιάζουν διαφορετική κλινική εικόνα από την παρούσα εικόνα. Ο ………….. δεν είχε σύγχυση ή αδυναμία αντίληψης και είχε επίγνωση του περιεχομένου των δικαιοπραξιών. 2) Δεν παρουσίαζε εξασθένηση της βουλήσεώς του, είχε την κριτική ικανότατα και μπορούσε να προσδιορίσει την εκτέλεση των ενεργειών του, όπως την συγκεκριμένη αγοραπωλησία». Η συναισθηματική του ανωριμότητα, και η συναισθηματική του αστάθεια στις σχέσεις του όμως τον οδηγεί σε παρορμητικές αποφάσεις και σε συχνές αλλαγές των αποφάσεών του». Ο πραγματογνώμονας για να καταλήξει στο συμπέρασμα αυτό έλαβε υπόψη του, μεταξύ άλλων: α) την από 19-7-2005 ιατρική γνωμάτευση του ΙΚΑ, στην οποία αναφέρεται ότι ο ενάγων πάσχει από παρεγκεφαλιδική συνδρομή επί εδάφους παραλλαγής Arnold Chiari με συνοδό νοητικής στέρησης, β) την από 22-7-2008 ιατρική γνωμάτευση του ΙΚΑ, στην οποία αναφέρεται ότι ο ενάγων πάσχει από νοητική καθυστέρηση και έντονη συναισθηματική διαταραχή ανώριμης προσωπικότητας, γ) το από 30-9-2019 πιστοποιητικό από το Δρομοκαΐτειο νοσοκομείο, σύμφωνα με το οποίο ο ενάγων παρουσιάζει μειωμένη κριτική και αφαιρετική ικανότητα, δυσκολία στις αριθμητικές πράξεις και συναισθηματική ανωριμότητα, στοιχεία απότοκα της ελαφράς νοητικής καθυστέρησης που δεν του επιτρέπουν να περατώνει με επιτυχία προβλήματα διαχειριστικής φύσεως, δ) το από 18-11-2008 έγγραφο του Δρομοκαΐτειου νοσοκομείου, στο οποίο αναφέρεται ότι ο δείκτης νοημοσύνης του κυμαίνεται μεταξύ 55 – 60, γεγονός που παραπέμπει σε ελαφρά νοητική καθυστέρηση,  ε) την από 1-7-2002 απόφαση Επιτροπής σύμφωνα με την οποία πάσχει από νοητική στέρηση, παρεγκεφαλιδική αταξία, αμφοτερόπλευρη πυραμιδική συνδρομή επί εδάφους εγκεφαλικής δυσπλασίας τύπου Arnold Chiari. Ωστόσο, ο πραγματογνώμονας κατέληξε στο παραπάνω συμπέρασμα, χωρίς να αιτιολογεί επαρκώς, με ποιον τρόπο ένας άνθρωπος, ο οποίος είναι απόφοιτος δημοτικού, πάσχει από παρεγκεφαλική συνδρομή και είχε  κατά τον κρίσιμο χρόνο δείκτη νοημοσύνης μεταξύ  55 και 60, δύναται να αντιληφθεί πλήρως και να αξιολογήσει επαρκώς τα αποτελέσματα μιας συμβολαιογραφικής πράξης μεταβίβασης ακινήτου. Δεν εξηγείται, επίσης, με επιστημονικά κριτήρια, με ποιον τρόπο είχε τη δυνατότητα να κατανοήσει ο ενάγων ότι η μεταβίβαση του ακινήτου γίνεται με πίστωση του τιμήματος σε δύο δόσεις, με δικαίωμα εγγραφής προσημείωσης, με δεδομένο μάλιστα, ότι η δικηγόρος που τον εκπροσωπούσε στο συμβόλαιο ήταν επιλογή της συμβολαιογράφου με τυπική παράσταση. Άλλωστε, τα προαναφερόμενα ζητήματα είναι συχνά δύσκολο να γίνουν αντιληπτά ακόμη και από ανθρώπους που δεν βρίσκονται στη νοητική κατάσταση που ήταν ο ενάγων. Επομένως, και από τα διδάγματα της κοινής πείρας, καθίσταται σαφές, ότι ο ενάγων αδυνατούσε ως συμβαλλόμενος να εκτιμήσει τις συνέπειες και τη σημασία της πράξεως του, από έλλειψη συνήθους πείρας ως προς τα οικονομικά δεδομένα και μεγέθη, αλλά και ως προς τη συγκεκριμένη συναλλαγή, ήτοι μεταβίβαση ακίνητου με συμβολαιογραφική πράξη.  Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο,  το οποίο δέχτηκε τα ίδια και δεν στηρίχτηκε ως προς την ουσιαστική εκτίμηση της ένδικης διαφοράς, στην παραπάνω πραγματογνωμοσύνη, ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις και εφάρμοσε τον νόμο και, επομένως, ο δεύτερος λόγος έφεσης τυγχάνει απορριπτέος.

Με τον τρίτο λόγο έφεσης ο εναγόμενος επαναφέρει την προβληθείσα πρωτοδίκως ένσταση καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος. Ειδικότερα, ισχυρίζεται ότι ο ενάγων εισέπραξε το τίμημα της πώλησης του ακινήτου, περαιτέρω δε, ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις των άρθρων 178, 179 ΑΚ για την έγερση της υπό κρίση αγωγής και ότι μοναδικός σκοπός του ενάγοντος είναι ο παράνομος πλουτισμός του. Ωστόσο, τα ως άνω αναφερόμενα  εκ μέρους του εναγόμενου αποτελούν άρνηση της αγωγής και δεν δύναται να στοιχειοθετήσουν την ένσταση του άρθρου 281 ΑΚ. Επιπλέον, με τον ίδιο λόγο έφεσης ο εκκαλών – εναγόμενος ισχυρίζεται ότι παρήλθε σημαντικό χρονικό διάστημα από την επέλευση του βιοτικού συμβάντος μέχρι την κατάθεση της υπό κρίση αγωγής. Όμως, ούτε ο ισχυρισμός αυτός μπορεί να βρει έρεισμα στην προαναφερόμενη διάταξη, διότι αφενός μεν η αγωγή ασκήθηκε δύο περίπου έτη μετά την κατάρτιση του επίδικου συμβολαίου, χρονικό διάστημα που δεν κρίνεται σημαντικό, περαιτέρω, σε κάθε περίπτωση, μόνη η αδράνεια του δικαιούχου για την άσκηση του δικαιώματος, καθώς και η καλόπιστη πεποίθηση του υπόχρεου ότι δεν υπάρχει το δικαίωμα κατ` αυτού ή ότι αυτό δεν πρόκειται ν` ασκηθεί εναντίον του, έστω και αν αυτή δημιουργήθηκε από την αδράνεια του δικαιούχου, δεν αρκεί να καταστήσει καταχρηστική την επιγενόμενη άσκηση του δικαιώματος, χωρίς τη συνδρομή και άλλων ειδικών συνθηκών και περιστάσεων (ΟλΑΠ 6/2016, ΟλΑΠ 5/2011, Νόμος). Επομένως, ορθά το πρωτοβάθμιο δικαστήριο απέρριψε την προβληθείσα από τον εναγόμενο ένσταση καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος και ο σχετικός τρίτος λόγος έφεσης τυγχάνει απορριπτέος.

Πέραν τούτων, αποδείχτηκε ότι, κατά του εναγόμενου και της μητέρας του …………., ο ενάγων υπέβαλε την από 24-2-2010 μήνυση (ΑΒΜ ………….) για το αδίκημα της απάτης σε βαθμό κακουργήματος σε βάρος του, κατ’ άρθρ. 386 παρ. 3 του ΠΚ. Στον εναγόμενο ασκήθηκε ποινική δίωξη για φυσική αυτουργία σε απάτη με περιουσιακό όφελος και ζημία στον ενάγοντα άνω των 120.000 ευρώ, ενώ στη δεύτερη των μηνυομένων και μητέρα του εναγόμενου  ασκήθηκε ποινική δίωξη για απλή συνέργεια σε απάτη με περιουσιακό όφελος και ζημία στον ενάγοντα άνω των 120.000 ευρώ, πράξη η οποία φέρεται τελεσθείσα κατά το χρονικό διάστημα από 19- 12-2007 έως και την 15-1-2008 με το να παράσχει στον συγκατηγορούμενο της (εναγόμενο) ……….. συνδρομή πριν από την από αυτόν τέλεση, αλλά και κατά την τέλεση της άδικης πράξης που αυτός φέρεται ότι διέπραξε σε βάρος του ενάγοντος στον Κορυδαλλό. Επί της ως άνω ασκηθείσας ποινικής δίωξης, εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 112/2022 απόφαση ΠΕφΚακ Πειραιώς, με την οποία κηρύχθηκαν ένοχοι αμφότεροι οι κατηγορούμενοι για τις πράξεις για τις οποίες κατηγορούνταν, ήδη δε η ως άνω απόφαση κατέστη αμετάκλητη, μετά την έκδοση της υπ’ αριθμ. 1181/2023 απόφασης του Αρείου Πάγου, με την οποία απορρίφθηκε η ασκηθείσα από τους κατηγορούμενους  (ήτοι, τον εναγόμενο και τη μητέρα του) αίτηση αναίρεσης. Απ’ όλα τα ανωτέρω αναφερόμενα, προκύπτει ότι ο ενάγων, από ολιγωρία, ένεκα της οποίας δεν μπορούσε ως συμβαλλόμενος να εκτιμήσει τις συνέπειες και τη σημασία της πράξης του και από έλλειψη συνήθους πείρας ως προς τα οικονομικά δεδομένα και μεγέθη, ως προς τις τιμές και ως προς τις συναλλαγές, και ιδίως αναφορικά με τη συγκεκριμένη κατηγορία συναλλαγών, ήτοι συναλλαγών μεγάλης αξίας όπως είναι η συμβολαιογραφική σύμβαση μεταβίβασης ακινήτου, προέβη στην επίμαχη αγοραπωλησία στην οποία υφίστατο προφανής δυσαναλογία μεταξύ παροχής και αντιπαροχής, ήτοι κατά την κοινή αντίληψη λογικού ανθρώπου, έμπειρου στις συναλλαγές, η διαφορά της αντικειμενικής αξίας των περιουσιακών ωφελημάτων απ’ αυτή που συμφωνήθηκε υπερβαίνει το μέτρο, που είναι φυσικό και επιτρεπτό, κατά τη συναλλακτική καλή πίστη να κερδίζει κάποιος από οικονομική σύμβαση, με αντίστοιχη ζημία του αντισυμβαλλομένου ενάγοντος, η δε δυσαναλογία είναι φανερή και αναφέρεται στην αντικειμενικώς εκτιμώμενη οικονομική αξία της παροχής και της αντιπαροχής κατά το χρόνο της δικαιοπραξίας. Επομένως, η ως άνω σύμβαση πώλησης και μεταβίβασης είναι άκυρη (αφού η ακυρότητα εκ του αρ. 179 καταλαμβάνει τόσο την υποσχετική όσο και την εκποιητική – εμπράγματη σύμβαση) και ο ενάγων παραμένει κύριος του αντικειμένου της παροχής. Τα όσα αντίθετα ισχυρίζεται ο εναγόμενος – εκκαλών, τα οποία αναφέρει διηγηματικά στο δικόγραφο της έφεσής του, βάλλοντας κατά του συνόλου της εκκαλουμένης, τυγχάνουν απορριπτέα. Συνεπώς, οι σχετικοί λόγοι έφεσης τυγχάνουν απορριπτέοι. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που δέχθηκε όσα και το παρόν, ορθά ερμήνευσε και εφήρμοσε τον νόμο, ελλείψει δε άλλου λόγου έφεσης, πρέπει η τελευταία να απορριφθεί κατ’ ουσίαν, στο σύνολό της. Ο εκκαλών πρέπει να καταδικαστεί στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων του εφεσίβλητου, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, λόγω της ήττας του (άρθρα 176, 183 ΚΠολΔ), για τον ίδιο δε λόγο πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή του παράβολου, που προκαταβλήθηκε κατά την κατάθεση της έφεσης από αυτόν, στο Δημόσιο Ταμείο (άρθρο 495 παρ 4 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό της παρούσας απόφασης.

ΠΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ την έφεση αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ αυτήν κατ’ ουσίαν.

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον εκκαλούντα στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων του εφεσίβλητου, τα οποία ορίζει στο ποσό των τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή του παράβολου, που έχει προκαταβληθεί από τον εκκαλούντα, στο Δημόσιο Ταμείο.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στον Πειραιά, στις 22/5/2025 και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων  τους, στις 26/5/2025.

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                                Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ