Αριθμός 375/2025
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Τμήμα 4ο
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Σοφία Καλούδη, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Ε.Δ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις …………., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :
ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «……………..» (………………) και τον διακριτικό τίτλο «………..» (…………), πρώην με την επωνυμία «……………» (…………….) με διακριτικό τίτλο «………….» (………………), η οποία εδρεύει στο ……. Αττικής, με ΑΦΜ ……… Δ.Ο.Υ. ΦΑΕ Πειραιά και με αρ. ΓΕΜΗ ……………., όπως εκπροσωπείται νόμιμα, αδειοδοτηθείσας από την Τράπεζα της Ελλάδος σύμφωνα με τον νόμο 4354/2015, δυνάμει της με αριθμ. 220/1/13.03.2017 απόφασης της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων [υπ’ αριθμ. 880/16.3.2017 ΦΕΚ (τ. Β’)], ως μη δικαιούχου διαδίκου και ως διαχειρίστριας των απαιτήσεων της αλλοδαπής εταιρείας ειδικού σκοπού με την επωνυμία «………….» (…………..), που εδρεύει στο ……….. της Ιρλανδίας με αριθμό καταχώρισης στο μητρώο εταιρειών …….., όπως εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία κατέστη ειδική διάδοχος της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας υπό την επωνυμία «…………..» (…………..) και τον διακριτικό τίτλο «………….», που εδρεύει στην Αθήνα, με ΑΦΜ …….. ΔΟΥ ΦΑΕ ΑΘΗΝΩΝ, κατόπιν μεταβίβασης στο πλαίσιο τιτλοποίησης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις της ανωτέρω ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας σύμφωνα με τις διατάξεις Ν. 3156/2003, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό της Δικηγόρο Νικόλαος Νάκη [ΔΕ ΝΙΚΟΛΑΟΣ Γ. ΝΑΚΗΣ -ΜΑΡΙΑ Γ. ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ] (με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.).
ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1) ………….., 2) ………….. και 3) ……………, οι οποίοι άπαντες δεν εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο Δικηγόρο.
Οι εφεσίβλητοι κατέθεσαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 21.10.2022 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………./2022) ανακοπή, καθώς και τους από 4.1.2023 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………../2023) πρόσθετους λόγους ανακοπής. Επί της ως άνω ανακοπής και των προσθέτων αυτής λόγων, εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ, 1168/2023 απόφαση του προαναφερόμενου Δικαστηρίου, που δέχθηκε την ανακοπή.
Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου η καθ΄ ης η ανακοπή και ήδη εκκαλούσα με την από 9.5.2023 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ΠΡΩΤ ……../2023 -ΓΑΚ/ΕΑΚ ΕΦΕΤ ……./2023) έφεσή της, της οποίας δικάσιμος ορίσθηκε αρχικά η 4η.4.2024, μετά δε από αναβολή, η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης.
Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.
Ο πληρεξούσιος δικηγόρος της εκκαλούσας, ο οποίος παραστάθηκε με δήλωση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ανέπτυξε τους ισχυρισμούς του με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσε.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Η υπό κρίση έφεση κατά της με αριθμό 1168/2023 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, με την παρουσία των διαδίκων, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα με την κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου στις 11-5-2023, δηλαδή εντός της από το άρθρο 518 παρ.1 του ΚΠολΔ οριζόμενης προθεσμίας, διότι, όπως προέκυψε, αντίγραφο της εκκαλουμένης επιδόθηκε στην εκκαλούσα στις 13-4-2023 (βλ. το προσκομιζόμενο επιδοθέν αντίγραφο με σχετική επισημείωση του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Αθηνών, ……..), ενώ κατατέθηκε και το σχετικό νόμιμο παράβολο (άρθρο 495 παρ.4 ΚΠολΔ) (…………/2023). Πρέπει, συνεπώς να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί περαιτέρω, κατά την ίδια διαδικασία, ώστε να κριθεί το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρα 532, 533 παρ. 1 ΚΠολΔ), ερήμην των εφεσιβλήτων, οι οποίοι, αν και έχουν νομίμως και εμπροθέσμως κληθεί κατά την αρχικώς ορισθείσα συζήτηση στις 4-4-2024 (βλ. την υπ’ αριθμ. ……/16-5-2023 έκθεση της δικαστικής επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιώς, ………….., περί επιδόσεως αντιγράφου της έφεσης με κλήση για συζήτηση στην κατ’άρθρο 143 παρ.1 ΚΠολΔ αντίκλητο αυτών, παρασταθείσα πρωτοδίκως πληρεξούσια δικηγόρο τους, ………- για την νομιμότητα της επίδοσης βλ. και ΑΠ 457/2025, 41/2025 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), οπότε η υπόθεση αναβλήθηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή, η δε εγγραφή της υπόθεσης στο πινάκιο της μετ’ αναβολής δικασίμου ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων ( άρθρο 226 παρ. 4 εδ. γ΄ και δ΄ ΚΠολΔ), δεν εμφανίστηκαν ούτε εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο κατά την εκφώνηση της υποθέσεως από τη σειρά του οικείου πινακίου. Το Δικαστήριο, ωστόσο, θα προχωρήσει στη συζήτηση της υποθέσεως σαν να ήταν παρόντες όλοι οι διάδικοι, δεδομένου ότι προσκομίστηκαν το εισαγωγικό δικόγραφο (ανακοπή) καθώς και το δικόγραφο των προσθέτων λόγων, οι πρωτοδίκως κατατεθείσες προτάσεις των εφεσιβλήτων καθώς και τα πρακτικά συνεδριάσεως του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (άρθρο 524 παρ. 4 Κ.Πολ.Δ).
ΙΙ. Με την με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………/2022 ανακοπή και τους ασκηθέντες με αυτοτελές δικόγραφο (αρ. εκθ. κατ …………/2023) πρόσθετους λόγους οι ανακόπτοντες και ήδη εφεσίβλητοι ζητούσαν την ακύρωση της από 1-9-2022 εντολής προς εκτέλεση του πληρεξούσιου δικηγόρου της καθ’ής και ήδη εκκαλούσας, κάτωθι αντιγράφου του πρώτου εκτελεστού απογράφου της με αριθμό ……./2018 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, καθώς και της με αριθμό ……../2022 έκθεσης κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας της δικαστικής επιμελήτριας στο Εφετείο Πειραιώς, ………… Επ’αυτής εκδόθηκε η εκκαλούμενη οριστική απόφασή του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, που την έκανε δεκτή ως προς τον τέταρτο λόγο της, περί ακυρότητας των προσβαλλόμενων πράξεων, λόγω αοριστίας του περιορισμού του ποσού της απαίτησης, για το οποίο επιβλήθηκε η κατάσχεση. Η καθής η ανακοπή με την κρινόμενη έφεση της παραπονείται για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και ζητεί την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, ώστε η ανακοπή να απορριφθεί στο σύνολο της.
ΙΙΙ. Από τα νομίμως προσκομιζόμενα έγγραφα προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά. Κατόπιν αιτήσεως της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «……………….» εκδόθηκε η υπ’ αριθ. ……/27.12.2018 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία οι ανακόπτοντες και ήδη εφεσίβλητοι διατάχθηκαν να καταβάλουν στην αιτούσα εις ολόκληρον έκαστος το συνολικό ποσό των (CΗΡ) 589.169,31 ελβετικών φράγκων στο ισόποσο σε ευρώ με βάση την ισοτιμία του χρόνου εξόφλησης, εντόκως, με επιτόκιο υπερημερίας, που υπερβαίνει το συμβατικό κατά 2,5 εκατοστιαίες μονάδες και εξαμηνιαίο ανατοκισμό των τόκων από 7.12.2017 (επομένη της επίδοσης της καταγγελίας), για απαίτηση απορρέουσα από την υπ’ αριθ. …………../28.7.2004 σύμβαση δανείου που καταρτίστηκε μεταξύ της αιτούσας Τράπεζας και της ομόρρυθμης εταιρίας με την επωνυμία «.………..», για την οποία εγγυήθηκαν οι εφεσίβλητοι, καθώς και το ποσό 14.803,00 ευρώ για δικαστικά έξοδα. Αντίγραφο του πρώτου εκτελεστού απογράφου αυτής με την από 7-1-2019 επιταγή προς πληρωμή του ποσού της επιδόθηκε νόμιμα στους εφεσίβλητους στις 24-1-2019. Ακολούθως, η απαίτηση αυτή μεταβιβάστηκε μαζί με άλλες λόγω τιτλοποίησης στην αλλοδαπή εταιρεία ειδικού σκοπού με την επωνυμία «……………..» (……………..), σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 3156/2003, δυνάμει της από 18-6-2019 σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης απαιτήσεων, περίληψη της οποίας καταχωρήθηκε αυθημερόν στα δημόσια βιβλία του άρθρου 3 του Ν. 2844/2000 του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών στον τόμο …… με αυξ. αριθμό ……. και έλαβε αριθμό πρωτοκόλλου ……/18.06.2019 (άρθρο 10 παρ. 8 του ν. 3156/2003) (βλ. και το συναφές απόσπασμα εκ του Παραρτήματος που έχει επισυναφθεί στην ως άνω περίληψη σελίδα 129), ενώ με σύμβαση διαχείρισης, που καταρτίστηκε την ίδια ημέρα μεταξύ της αποκτώσας αλλοδαπής εταιρίας και της τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «…………..», περίληψη της οποίας καταχωρήθηκε νόμιμα με αριθ. πρωτ. ……./18.06.2019 στα βιβλία του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών στον Τόμο ….. με αυξ. αριθ. …….., ανατέθηκε στην τελευταία η διαχείριση των μεταβιβασθέντων απαιτήσεων (άρθρο 10 παράγραφοι 14, 15 του Ν. 3156/2003), η επωνυμία της οποίας τροποποιήθηκε σε «…………..» μετά την τροποποίηση του καταστατικού της στις 10-6-2020 (βλ. σχετική ανακοίνωση με αριθμ. πρωτ. ……../10-6-2020 της Δ/νσης ΓΕΜΗ ΑΕ, ΕΠΕ και ΥΜΣ τμ. Β του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Αθηνών). Εν συνεχεία, δυνάμει της από 6.7.2022 δεύτερης επιταγής προς πληρωμή, που τους επιδόθηκε στις 11.7.2022, κάτωθι αντιγράφου εξ απογράφου της ανωτέρω διαταγής πληρωμής, αυτοί επιτάχθηκαν να καταβάλουν εις ολόκληρον έκαστος στην καθής η ανακοπή και ήδη εκκαλούσα, ως διαχειρίστρια της απαίτησης: 1) για κεφάλαιο το ως άνω ποσό των ελβετικών φράγκων στο ισόποσο σε ευρώ με βάση την ισοτιμία του χρόνου εξοφλήσεως, εντόκως κατά τα ανωτέρω και εξαμηνιαίο ανατοκισμό των τόκων από την επομένη της επίδοσης, με την σημείωση στην επιταγή ότι το ως άνω ποσό ισούται, σύμφωνα με την επίσημη ισοτιμία CΗΡ- € κατά την ημερομηνία σύνταξης της, με 595.120,52 ευρώ, 2) για συμβατικούς τόκους υπερημερίας επί του ανωτέρω κεφαλαίου και τόκους από εξαμηνιαίο ανατοκισμό των τόκων υπερημερίας, για το χρονικό διάστημα από 7.12.2017 μέχρι την σύνταξη της επιταγής, το συνολικό ποσό των CΗΡ 169.364,92, ως προκύπτει εκ της συγκοινοποιούμενης από 06.07.2022 καρτέλας εξωλογιστικού υπολογισμού ποσού οφειλής μετά τόκων, με την σημείωση στην επιταγή ότι το ως άνω ποσό ισούται, σύμφωνα με την επίσημη ισοτιμία CΗΡ-€ κατά την ημερομηνία σύνταξης της, με 171.075,68 ευρώ. 3) το ποσό των 14.803,00 ευρώ για επιδικασθείσα δικαστική δαπάνη, 4) το ποσό των 31,00 ευρώ για αμοιβή σύνταξης της πρώτης από 7.1.2019 επιταγής προς πληρωμή, 5) το ποσό των 43,40 ευρώ για δαπάνη επίδοσης της πρώτης από 7.1.2019 επιταγής προς πληρωμή, 6) το ποσό των 5,00 ευρώ για έξοδα έκδοσης φωτοαντιγράφου του απογράφου, κινητού ενσήμου της πρώτης από 7.1.2019 επιταγής προς πληρωμή, 7) το ποσό των 62,00 ευρώ για αμοιβή σύνταξης της από 6.7.2022 επιταγής προς πληρωμή, και, τέλος, 8) το ποσό των 43,40 ευρώ για δαπάνη επίδοσης της τελευταίας, ήτοι συνολικώς: (α) το ποσό των CΗΡ 758.534,23, στο ισόποσο σε ευρώ με βάση την ισοτιμία του χρόνου εξοφλήσεως, εκ του οποίου το ποσό των CΗΡ 589.169,31, εντόκως, με το συμβατικό επιτόκιο υπερημερίας που υπερβαίνει το ενήμερο συμβατικό (2,92400%) κατά 2,5 εκατοστιαίες μονάδες και εξαμηνιαίο ανατοκισμό των τόκων από την επομένη της επίδοσης μέχρις ολοσχερούς εξοφλήσεως, (β) το ποσό των 14.882,40 ευρώ, εντόκως με το νόμιμο επιτόκιο υπερημερίας από την επομένη της επιδόσεως της πρώτης επιταγής προς πληρωμή, ήτοι από 25.1.2019 μέχρις ολοσχερούς εξόφλησης, γ) το ποσό των 105,40 ευρώ, εντόκως με το νόμιμο επιτόκιο υπερημερίας από την επομένη της επιδόσεως της από 6.7.2022 επιταγής προς πληρωμή μέχρις ολοσχερούς εξόφλησης. Ακολούθως, με την από 1-9-2022 έγγραφη εντολή κάτωθεν αντιγράφου του εκτελεστού απογράφου της διαταγής πληρωμής του πληρεξούσιου δικηγόρου της εκκαλούσας, Νικολάου Νάκη, κατασχέθηκε, δυνάμει της με αριθμό ……./ 2022 έκθεσης κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας της δικαστικής επιμελήτριας στο Εφετείο Πειραιώς, …………, το δικαίωμα επικαρπίας της πρώτης εφεσίβλητης, ………., στις ειδικότερα περιγραφόμενες με στοιχεία ΥΠ1, ΥΠ2, Ι1, Ο1, Ι2, και Ο2 οριζόντιες ιδιοκτησίες σε οικοδομή στις Σπέτσες, καθώς και το δικαίωμα ψιλής κυριότητας επι των ιδίων αυτοτελών ιδιοκτησιών, και δη αφενός της δεύτερης εφεσίβλητης σε αυτές με στοιχεία ΥΠ2, Ι2, και Ο2 και αφετέρου του τρίτου εφεσιβλήτου στις λοιπές με στοιχεία ΥΠ1, Ι1, Ο1. Συγκεκριμένα, η κατάσχεση επιβλήθηκε κατά τα οριζόμενα στην ως άνω έγγραφη εντολή για το ποσό των 150.000 ευρώ με την ισοτιμία CΗΡ-€ κατά την ημέρα της κατάσχεσης, με την ειδικότερη μνεία στην προσβαλλόμενη έκθεση κατάσχεσης «ότι το ποσό κατάσχεσης αποτελεί μέρος της συνολικής επιταχθείσας απαίτησης, με την ρητή επιφύλαξη για την είσπραξη του υπολοίπου επιταχθέντος ποσού με άλλη αναγκαστική εκτέλεση ή αναγγελία στον ίδιο ή σε άλλον πλειστηριασμό … ο περιορισμός στο ποσό αυτό έγινε αποκλειστικά και μόνο για μείωση των εξόδων…». Κατά τα ανωτέρω, ο περιορισμός του ποσού, για το οποίο επιβλήθηκε η προσβαλλόμενη κατάσχεση, είναι ορισμένος και δεν καθιστά την ως άνω απαίτηση, για την είσπραξη της οποίας επισπεύδεται η προσβαλλόμενη αναγκαστική εκτέλεση, αβέβαιη και ανεκκαθάριστη, ενώ περαιτέρω, ενόψει της διάταξης του άρθρου 423 ΑΚ και εφόσον δεν προέκυψε διαφορετική σειρά καταλογισμού της παροχής με συμφωνία των μερών, αυτός γίνεται σύμφωνα με τη σειρά του νόμου και ως εκ τούτου δεν τίθεται ζήτημα αοριστίας της έκθεσης κατάσχεσης (ΜΕφΔωδ 229/2024, ΜΕφΑνΚρ 108/2023 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Μετά ταύτα, ο τέταρτος λόγος της ανακοπής, με τον οποίο οι εφεσίβλητοι διατείνονται τα αντίθετα, είναι απορριπτέος ως ουσιαστικά αβάσιμος, το δε πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που έκανε αυτόν δεκτό ως ουσιαστικά βάσιμο έσφαλε κατα την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και εκτίμησε πλημμελώς τις αποδείξεις, και ο λόγος της έφεσης, πρέπει να γίνει δεκτός ως ουσιαστικά βάσιμος. Συνακόλουθα, μετά την ουσιαστική παραδοχή της εφέσεως πρέπει να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση και το Δικαστήριο τούτο να κρατήσει και να δικάσει την υπόθεση, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λοιπών λόγων της ανακοπής, που δεν εξετάστηκαν από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο.
IV. Με τον πρώτο λόγο της ανακοπής οι ανακόπτοντες-εφεσίβλητοι αρνούνται την ενεργητική νομιμοποίηση της καθής η ανακοπή-εκκαλούσας να επιβάλλει κατάσχεση σε βάρος της περιουσίας τους, διότι η διαχείριση της επίδικης απαίτησής, που μεταβιβάστηκε λόγω τιτλοποίησης στην ως άνω αλλοδαπή εταιρία ειδικού σκοπού, με βάσει τις διατάξεις του ν. 3156/2003, ανατέθηκε ακολούθως σε αυτην με βάση τις διατάξεις του ίδιου νόμου και όχι του ν. 4354/2015, που επιτρέπει κατά αρχήν στις εταιρίες διαχείρισης να προβαίνουν σε κάθε δικαστική ενέργεια για την είσπραξη των υπο διαχείριση απαιτήσεων. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως μη νόμιμος, διότι, όπως αποφάνθηκε σχετικώς και η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου με την με αριθμό 1/2023 απόφαση της, κατά την παράλληλη και συνδυαστική εφαρμογή των Ν. 4354/2015 και Ν. 3156/2003, οι Εταιρείες Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις (Ε.Δ.Α.Δ.Π) (όπως η καθής-εκκαλούσα) έχουν την κατ` εξαίρεση νομιμοποίηση του άρθρου 2 παρ. 4 του Ν. 4354/2015, προς άσκηση κάθε ένδικου βοηθήματος και κάθε άλλης δικαστικής ενέργειας προς είσπραξη των υπό διαχείριση απαιτήσεων, ανεξάρτητα από το ειδικότερο νομικό πλαίσιο, με βάση το οποίο συντελείται η μεταβίβαση των υπό διαχείριση απαιτήσεων, δηλαδή ακόμη και όταν η μεταβίβαση των απαιτήσεων και η ανάθεση της διαχείρισής τους στις εν λόγω εταιρείες συντελείται σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 3156/2003 για την τιτλοποίηση των απαιτήσεων.
V. Κατά τα οριζόμενα στη διάταξη του άρθρου 3 § 2 ν. 4354/2015 «αναγκαία προϋπόθεση για να προσφερθούν προς πώληση οι απαιτήσεις των πιστωτικών ή χρηματοδοτικών ιδρυμάτων από μη εξυπηρετούμενα δάνεια, εφόσον ο δανειολήπτης είναι καταναλωτής κατά την έννοια του άρθρου 1α του ν. 2251/1994, είναι να έχει προσκληθεί με εξώδικη πρόσκληση ο δανειολήπτης και ο εγγυητής μέσα σε δώδεκα (12) μήνες πριν από την προσφορά, πριν ή μετά τη θέση σε ισχύ του παρόντος νόμου, να διακανονίσει τις οφειλές του βάσει γραπτής πρότασης κατάλληλης ρύθμισης με συγκεκριμένους όρους αποπληρωμής σύμφωνα και με τις διατάξεις του Κώδικα Δεοντολογίας (ν. 4224/2013). Εξαιρούνται από την ως άνω προϋπόθεση απαιτήσεις επίδικες ή επιδικασθείσες και απαιτήσεις κατά οφειλετών μη συνεργάσιμων κατά την έννοια της παρ. 2 του άρθρου 1 του ν. 4224/2013, όπως αυτή ισχύει. Επί μεταβιβάσεως απαιτήσεων μη εξυπηρετούμενων δανείων και πιστώσεων ο νέος εκδοχέας συνεχίζει τη διαδικασία του Κώδικα Δεοντολογίας από το στάδιο που ήταν πριν τη μεταβίβαση». Το εν λόγω ειδικό νομοθέτημα (ν. 4354/2015) κατατάσσεται στην κατηγορία των «εποπτικού δικαίου» διατάξεων του τραπεζικού δικαίου και, στο βαθμό που δεν προβλέπει ρητές αποκλίσεις από τις γενικώς ισχύουσες ρυθμίσεις του ΑΚ, αναφορικά με την υπόσταση και το κύρος των συμβάσεων πώλησης και εκχώρησης των μη εξυπηρετούμενων απαιτήσεων (π.χ. ειδικός συστατικός τύπος, με διπλή δημοσιότητα της σύμβασης εκχώρησης, κατ’ άρθρο 3 §§ 1, 3, 4, 6 ν. 4354/2015), εφαρμόζονται οι κοινές διατάξεις του ΑΚ, δυνάμει και της ρητής παραπομπής του άρθρου 3 § 1 εδ. γ΄ ν. 4354/2015. Περαιτέρω, από ουδεμία διάταξη του ν. 4354/2015 προκύπτει, ότι το κύρος τόσο της υποσχετικής δικαιοπραξίας πώλησης της μη εξυπηρετούμενης απαίτησης όσο και της σύμβασης εκχώρησης αυτής, η οποία διαρθρώνεται από τον ΑΚ ως μια κατεξοχήν αναιτιώδης δικαιοπραξία, εξαρτάται από την τήρηση της ως άνω υποχρέωσης για προηγούμενη εξώδικη πρόσκληση του οφειλέτη να ρυθμίσει την οφειλή του. Επομένως, αφ’ ης στιγμής ως μόνη νόμιμη προϋπόθεση για την ανάπτυξη των εννόμων συνεπειών της κατ’ άρθρο 3§1 ν. 4354/2015 σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης μη εξυπηρετούμενων απαιτήσεων, με το τυπολογικά ειδικώς ορισμένο περιεχόμενο, βάσει της § 1 εδ. α΄ του ίδιου ως άνω άρθρου, τίθεται η τήρηση του συστατικού έγγραφου τύπου και των διατυπώσεων της διπλής δημοσιότητας, κατ’ άρθρο 3 §§ 1, 3, 4, 6 ν.4354/2015, συνάγεται ότι τυχόν μη τήρηση της ως άνω διαδικασίας (προηγούμενη εξώδικη πρόσκληση του οφειλέτη να ρυθμίσει την οφειλή του) συνεπάγεται μόνον την ευθύνη της τράπεζας σε επίπεδο διοικητικής εποπτείας και όχι την ακυρότητα ή την ανενέργεια της υποσχετικής και μεταβιβαστικής σύμβασης, ως κύρωση σε επίπεδο ουσιαστικού αστικού δικαίου (ΜΕφΠειρ 485/2024 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
VI. Με τον δεύτερο λόγο της ανακοπής οι ανακόπτοντες -εφεσίβλητοι διατείνονται ότι η επισπευδομένη σε βάρος τους εκτέλεση είναι άκυρη, λόγω έλλειψης ενεργητικής νομιμοποίησης της καθής η ανακοπή-εκκαλούσας, που ανάγεται στην ακυρότητα της σύμβασης μεταβίβασης της ένδικης απαίτησης από την απώτερη δικαιούχο πιστώτρια τράπεζα στην αλλοδαπή εταιρεία ειδικού σκοπού, διότι δεν τηρήθηκαν οι προϋποθέσεις του άρθρου 3 παρ.2 του ν.4354/2015, περί εξώδικης πρόσκλησης της πιστούχου και των ιδίων ως εγγυητών προ 12μήνου από την προσφορά των απαιτήσεων προς πώληση, ώστε να διακανονίσουν την οφειλή τους, βάσει γραπτής πρότασης κατάλληλης ρύθμισης, σύμφωνα και με τις διατάξεις του Κώδικα Δεοντολογίας των Τραπεζών, με αποτέλεσμα να πάσχει ακυρότητας και η σύμβαση ανάθεσης της διαχείρισης της στην καθ’ ης η ανακοπή-εκκαλούσα. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος προεχόντως ως νόμω αβάσιμος, καθόσον η εγκυρότητα της σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης λόγω τιτλοποίησης της επίδικης απαίτησης, και συνακόλουθα η σύμβαση για την ανάθεση της διαχείρισης της στην καθής- εκκαλούσα δεν θίγονται, κατά τα προαναφερόμενα, λόγω έλλειψης προηγούμενης εξώδικης πρόσκλησης των ανακοπτόντων οφειλετών προς ρύθμιση του χρέους, η οποία συνεπάγεται την ευθύνη της τράπεζας σε επίπεδο διοικητικής εποπτείας και μόνον, ενώ σε κάθε περίπτωση σε βάρος των τελευταίων είχε ήδη, πριν την μεταβίβαση της απαίτησης, εκδοθεί η προαναφερόμενη διαταγή πληρωμής, που την επιδίκαζε, και ως εκ τούτου δεν απαιτείτο εν προκειμένω η τήρηση της προαναφερόμενης υποχρέωσης.
VII. Με τον τρίτο λόγο της ανακοπής, οι ανακόπτοντες-εφεσίβλητοι ισχυρίζονται ότι τυγχάνει άκυρη η από 1-9-2022 εντολή του πληρεξουσίου δικηγόρου της καθής-εκκαλούσας για εκτέλεση, διότι δόθηκε συνημμένη στο σώμα του πρώτου εκτελεστού απογράφου της διαταγής πληρωμής, και όχι κάτωθεν αυτού, ενώ δεν όριζε ρητά το όνομα του δικαστικού επιμελητή κατά τα οριζόμενα στη διάταξη του άρθρου 927 ΚΠολΔ. Ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί ως νόμω αβάσιμος κατά το πρώτο σκέλος του, διότι η εντολή προς εκτέλεση εγκύρως δίνεται με έγγραφο που επισυνάπτεται στο αντίγραφο του πρώτου εκτελεστού απογράφου της διαταγής πληρωμής, και ως ουσιαστικά αβάσιμος κατά το δεύτερο σκέλος του, διότι δεν προσκομίστηκε η εν λόγω έγγραφη εντολή. Σημειώνεται δε σχετικά, ότι η καθής η ανακοπή- εκκαλούσα με τις προτάσεις της ισχυρίζεται, ότι η εντολή δόθηκε σε μέλος -εταίρο, δίχως ειδικότερο προσδιορισμό, της εταιρίας δικαστικών επιμελητών με την επωνυμία «……………….», μέλος της οποίας είναι και η δικαστική επιμελήτρια. ……………., που τελικώς προέβη στη σύνταξη της προσβαλλόμενης έκθεσης κατάσχεσης, οπότε ουδεμία ακυρότητα της διαδικασίας προκύπτει ενόψει του ότι δεν απαγορεύεται η ανάθεση της εντολής προς εκτέλεση σε περισσότερους δικαστικούς επιμελητές (Β. Βαθρακοκοίλη, ΚΠολΔ, 1997, τμ. Ε, άρθρο 927, παρ. 18, σελ. 324).
VIII. Με τον πέμπτο λόγο της ανακοπής, οι ανακόπτοντες-εφεσίβλητοι, ισχυρίζονται ότι η σε βάρος τους διαδικασία πάσχει ακυρότητας, διότι δεν κατατέθηκαν στην υπάλληλο του πλειστηριασμού τα νομιμοποιητικά της καθ’ής έγγραφα, που συνεπιδόθηκαν σε αυτούς με την από 6-7-2022 επιταγή προς πληρωμή, κατ’ άρθρο 925 ΚΠολΔ, ενώ κατατέθηκε μια απλή έγχρωμη φωτοτυπία του πιστοποιητικού βαρών. Ο λόγος αυτός κατά το πρώτο σκέλος του πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμος διότι τα ως άνω έγγραφα δεν αναφέρονται μεταξύ αυτών που πρέπει να κατατίθενται στον υπάλληλο του πλειστηριασμού σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 995 παρ.4 ΚΠολΔ. Κατά το δεύτερο σκέλος του, αυτός πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος, διότι το κατατεθέν στην υπάλληλο του πλειστηριασμού, συμβολαιογράφο Αθηνών, …………….., υπ’αρίθμ. ……/9-9-2022 πιστοποιητικό βαρών του Υποθηκοφύλακα Σπετσών είναι το πρωτότυπο, όπως προκύπτει και από το επικυρωμένο από την τελευταία αντίγραφο που προσκομίζεται από την καθής-εκκαλούσα, όπου αναφέρεται ρητώς ότι αποτελεί ακριβές φωτοτυπικό αντίγραφο εκ του πρωτοτύπου που προσαρτάται στην με αριθμό ………/14-9-2022 πράξη της ως άνω συμβολαιογράφου.
IX. Με τον πρώτο πρόσθετο λόγο οι ανακόπτοντες- εφεσίβλητοι επικαλούνται καταχρηστική συμπεριφορά της αρχικής δανείστριας τράπεζας, η οποία εκμεταλλευόμενη την απειρία τους και την άγνοια επι τραπεζικο οικονομικών θεμάτων δεν τους ενημέρωσε προσηκόντως για τους κινδύνους από την μετατροπή της οφειλής τους σε ελβετικό φράγκο ούτε για τη δυσμενή εξέλιξη του χρέους τους, αλλά τους υποχρέωσε να αναγνωρίσουν το έτος 2013 εγγράφως την οφειλή τους, παρά τις επίμονες προσπάθειες τους για ανεύρεση συμβιβαστικής λύσης, και το έτος 2017 κατήγγειλε τη σύμβαση τους δίχως να τηρήσει τον Κώδικα Δεοντολογίας Τραπεζών, αρνούμενη να συμπράξει για την ρύθμιση της οφειλής τους, όπως άλλωστε πράττει και η καθής-εκκαλούσα. Ο ως άνω λόγος κατά το σκέλος του αυτό απαραδέκτως προβάλλεται εν προκειμένω, κατ’ άρθρο 935 ΚΠολΔ, διότι όπως αναφέρεται και στην ένδικη ανακοπή σε συνδυασμό και με τις πρωτοδίκως κατατεθείσες προτάσεις των ανακοπτόντων-εφεσίβλητων, αυτοί έχουν ασκήσει την με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …………./2022 ανακοπή κατά της από 6-7-2022 επιταγής προς πληρωμή, που δεν έχει εισέτι εκδικασθεί, με την οποία ο λόγος αυτός μπορούσε να προβληθεί, καθόσον ήταν ήδη γεγενημένος κατά τον χρόνο της άσκησης της, ενώ επιπλέον η ένδικη ανακοπή δεν ασκείται υπό την αίρεση ευδοκιμήσεως της προγενέστερης αυτής ανακοπής, κατά το άρθρο 69 παρ. 1 περ. δ ΚΠολΔ (ΑΠ 242/2001 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, με τον ίδιο λόγο οι ανακόπτοντες-εφεσίβλητοι ισχυρίζονται ότι η αντίδικος καταχρηστικά αρνείται ακόμα και μετά τις όψιμες οχλήσεις τους κατά τον Δεκέμβριο του 2022 να ορίσει κάποιον υπεύθυνο για να μπορέσουν να ξεκινήσουν εκ νέου οι συζητήσεις για την επίτευξη ρεαλιστικής και βιώσιμης ρύθμισης της οφειλής τους. Ο λόγος κατά το σκέλος αυτό πρέπει, ομοίως, να απορριφθεί, και δη ως αβάσιμος κατ’ ουσίαν, διότι ουδέν σχετικό προσκομίστηκε και ως εκ τούτου ουδόλως αποδείχθηκε.
Χ. Με τον δεύτερο και τρίτο εκ των προσθέτων λόγων οι ανακόπτοντες-εφεσίβλητοι ισχυρίζονται, ότι είναι άκυρη η από 1-9-2022 εντολή προς εκτέλεση του πληρεξουσίου δικηγόρου της καθής-εκκαλούσας, διότι με αυτήν ζητείται η επιβολή κατάσχεσης για το ποσό των 150.000 ευρώ με την ισοτιμία CHF/ ευρώ κατά την ημέρα της κατάσχεσης, προς περιορισμό των εξόδων κατάσχεσης και με ρητή επιφύλαξη για την είσπραξη του συνόλου της απαιτήσεως με αναγγελία στον ίδιο ή σε άλλο πλειστηριασμό, με συνέπεια να μην είναι ορισμένο αλλά ούτε και οριστό το ως άνω ποσό, διότι δεν είναι εκ των προτέρων γνωστή η εν λόγω ισοτιμία, ενώ δεν διευκρινίζεται πως το ποσό αυτό επιμερίζεται μεταξύ των περισσότερων ακινήτων που κατάσχονται. Ακόμη, η επιβολή κατάσχεσης, ποσού 150.000 ευρώ σε κάθε ακίνητο και όχι συνολικώς, έγινε καθ’ υπέρβαση της ως άνω εντολή κατάσχεσης, αλλά και καταχρηστικά, διότι η κατάσχεση ενός εξ αυτών θα αρκούσε για την είσπραξη του ποσού της κατάσχεσης, όπως περιορίστηκε, ενώ ο περιορισμός του ποσού της κατάσχεσης θα οδηγήσει σε νέες διαδικασίες εκτέλεσης και αύξηση των σχετικών εξόδων, που θα τους επιβαρύνουν. Τέλος, διατείνονται ότι με την κοινή κατάσχεση των περισσότερων ακινήτων παραβιάζεται η διάταξη του άρθρου 1001 παρ. 2 ΚΠολΔ, διότι αυτοί δεν είναι συγκύριοι των κατασχεθέντων ακινήτων, ενώ στην έκθεση κατάσχεσης δεν αναφέρονται οι εμπορικές αξίες των επιμέρους δικαιωμάτων τους σε αυτά, παρα μόνον η συνολική εμπορική αξία εκάστου. Για τις ανωτέρω αιτιάσεις λεκτέα τα εξής: 1) το ποσό των 150.000 ευρώ, για το οποίο επιβλήθηκε η κατάσχεση στο σύνολο της ακίνητης περιουσίας των ανακοπτόντων, με την ισοτιμία CHF/ ευρώ κατά την ημέρα της κατάσχεσης, βάσει της από 1-9-2022 εντολής του πληρεξουσίου δικηγόρου της καθής-εκκαλούσας είναι επαρκώς ορισμένο, καθώς δεν είναι αυτό που εξαρτάται από την αναφερόμενη συναλλαγματική ισοτιμία, η οποία αναφέρεται μόνον προς συνάρτηση αυτού προς την επίδικη απαίτηση, που είναι σε ξένο νόμισμα (291 ΑΚ). 2) δεν δύναται να γίνει λόγος για επιμερισμό του ποσού των 150.000 ευρώ στα επιμέρους ακίνητα, ούτε συνάγεται κάτι τέτοιο από την από 1-9-2022 σχετική εντολή του πληρεξουσίου δικηγόρου της καθής-εκκαλούσας, διότι οι ανακόπτοντες ευθύνονται για την καταβολή της απαίτησης αλληλεγγύως και εις ολόκληρον και όχι διαιρετά. 3) δεν προκύπτει ότι η συνολική οφειλή των ανακοπτόντων (758.534,23 ελβετικά φράγκα) κατά τον χρόνο κατάσχεσης υπολειπόταν σημαντικά της συνολικής εκτιμηθείσας αξίας των κατασχεμένων ακινήτων (750.043 ευρώ), δεδομένου ότι η καθής-εκκαλούσα επιφυλάχθηκε ρητώς για την είσπραξη του συνόλου της απαιτήσεως, ακόμα και με αναγγελία στον ίδιο πλειστηριασμό. Σημειώνεται δε, ότι στις 7-9-2022 (ημέρα επιβολής της κατάσχεσης) η ισοτιμία ελβετικού φράγκου προς το ευρώ ήταν 0,97356 μέση τιμή (βλ. δελτίο συναλλάγματος ΤτΕ) και συνεπώς η συνολική απαίτηση της ανερχόταν σε (758.534,23χ 0,97356=)718.953,21 ευρώ. 4) ο περιορισμός του ποσού της κατάσχεσης δεν έγινε καταχρηστικά, αλλά για περιορισμό των εξόδων, που εν τέλει αποβαίνει προς όφελος των καθών η εκτέλεση, οφειλετών, 5) δεν παραβιάστηκε η διάταξη του άρθρου 1001 παρ.2 ΑΚ με την κοινή κατάσχεση των περισσότερων ακινήτων, στα οποία έχουν εμπράγματα δικαιώματα οι ανακόπτοντες (επικαρπία και ψιλή κυριότητα), κατά τα προαναφερόμενα, καθόσον έκαστο αυτών θα εκτεθεί στον πλειστηριασμό ενιαία, και επομένως, οι υποψήφιοι πλειοδότες δεν θα έχουν τη δυνατότητα να ενδιαφερθούν χωριστά για την απόκτηση της επικαρπίας και χωριστά για την απόκτηση της ψιλής κυριότητας στο κατασχεμένο ακίνητο, τη σειρά δε κατακύρωσης δύναται να επιλέξει η επικαρπώτρια όλων των κατασχεθέντων ακινήτων, πρώτη ανακόπτουσα-εφεσίβλητη και 6) το γεγονός ότι στην κατασχετήρια έκθεση δεν αναφέρονται οι εμπορικές αξίες των δικαιωμάτων των ανακοπτόντων σε αυτά, παρα μόνον η συνολική εμπορική αξία εκάστου των ακινήτων, δεν επιφέρει την ακυρότητα της κατάσχεσης (ΜΕφΑθ 3081/2021 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), ενώ σε κάθε περίπτωση η κατασχετήρια έκθεση δύναται να διορθωθεί αντιστοίχως κατόπιν ασκήσεως της αίτησης του άρθρου 954 ΚΠολΔ. Κατόπιν τούτου, οι ως άνω ερευνώμενοι λόγοι της ανακοπής πρέπει να απορριφθούν.
ΧΙ. Με τον τέταρτο πρόσθετο λόγο οι ανακόπτοντες-εφεσίβλητοι ισχυρίζονται ότι στην από 6-7-2022 επιταγή προς πληρωμή, με βάση την οποία επιβλήθηκε η προσβαλλόμενη αναγκαστική κατάσχεση, δεν προσδιορίζεται το συνολικό ποσό των οφειλόμενων τόκων, με συνέπεια, αυτή να πάσχει ακυρότητας, λόγω αοριστίας, ενώ επιπλέον αφορά και σε απαίτηση από άκυρη δανειακή σύμβαση, που περιέχει καταχρηστικούς ΓΟΣ. Και ο λόγος αυτός απαραδέκτως προβάλλεται εν προκειμένω, κατ’ άρθρο 935 ΚΠολΔ, διότι όπως προαναφέρθηκε, κατά της από 6-7-2022 επιταγής προς πληρωμή έχει ασκηθεί η με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …………../2022 ανακοπή, με την οποία αυτός μπορούσε να προβληθεί, καθόσον ήταν ήδη γεγενημένος κατά τον χρόνο της άσκησης της.
ΧΙΙ. Κατά τα οριζόμενα στη διάταξη του άρθρου 995 παρ.1 ΚΠολΔ «Αντίγραφο της κατασχετήριας έκθεσης επιδίδεται μόλις περατωθεί η κατάσχεση στον καθ` ου η εκτέλεση, αν ήταν παρών, και, αν αυτός αρνηθεί να παραλάβει το έγγραφο που του επιδίδεται, ο επιμελητής συντάσσει έκθεση για την άρνησή του. Αν είναι απών ή δεν είναι δυνατή η άμεση κατάρτιση του αντιγράφου, η επίδοση γίνεται το αργότερο την επομένη της ημέρας που έγινε η κατάσχεση, εφόσον εκείνος κατά του οποίου στρέφεται η εκτέλεση έχει την κατοικία του στην περιφέρεια του δήμου όπου έγινε η κατάσχεση, διαφορετικά μέσα σε οκτώ (8) ημέρες από την κατάσχεση. Η παράλειψη των διατυπώσεων αυτών επιφέρει ακυρότητα». Ως παρουσία του καθού η εκτέλεση νοείται η σωματική, που αποτελεί πραγματικό γεγονός και αποδεικνύεται από την έκθεση κατάσχεσης, η οποία ως δημόσιο έγγραφο έχει πλήρη απόδειξη. Αυτή (παρουσία) κρίνεται με βάση την περάτωση της κατάσχεσης, η οποία ολοκληρώνεται με την ανάγνωση και υπογραφή της σχετικής έκθεσης, οπότε και γίνεται η επίδοση. Αν ο καθού η εκτέλεση απουσιάζει υπο την ανωτέρω έννοια από τον τόπο της κατάσχεσης επιβάλλεται η επίδοση αντιγράφου της έκθεσης κατάσχεσης σε αυτόν εντός ορισμένης προθεσμίας υπο τις ανωτέρω διακρίσεις, με βάση την κατοικία του. Στην περίπτωση αυτή έχουν εφαρμογή τα άρθρα 142 και 122 επ. ΚΠολΔ (Β. Βαθρακοκοίλης, ΚΠολΔ, άρθρο 995, παρ. 3, σελ. 200, ΓνωμΕισΑΠ1/2025 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
XΙΙΙ. Με τον πέμπτο και τελευταίο πρόσθετο λόγο οι ανακόπτοντες- εφεσίβλητοι διατείνονται ότι η κατάσχεση ακύρως επιβλήθηκε, διότι δεν επιδόθηκε νόμιμα στην πρώτη εξ αυτών αντίγραφο της κατασχετήριας έκθεσης, κατά παράβαση των όσων ορίζει η διάταξη του άρθρου 995 παρ.1 ΚΠολΔ, και δη δεν επιδόθηκε σε αυτήν προσωπικά, αλλά στην φερόμενη ως συνεργάτιδα-κόρη της, ενώ δεν γίνεται στη σχετική έκθεση επίδοσης ειδικότερη αναφορά στον τόπο που αυτή (επίδοση) έλαβε χώρα, ούτε ότι αυτή αναζητήθηκε και της ζητήθηκε να καταβάλει το ποσό της κατάσχεσης. Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από τη προσκομιζόμενη κατασχετήρια έκθεση καθώς και τη με αριθμό ……/7-9-2022 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Εφετείο Πειραιά ………….., παρόντες στον τόπο της κατάσχεσης κατά τον χρόνο διενέργειας αυτής, ήταν μόνον η δεύτερη και ο τρίτος των ανακοπτόντων, που δήλωσαν αδυναμία να καταβάλουν το ποσό της κατάσχεσης, και στους οποίους επιδόθηκε αντίγραφο της κατασχετήριας έκθεσης, ενώ για την πρώτη ανακόπτουσα, που απουσίαζε, αντίγραφο αυτής επιδόθηκε αυθημερόν στο κατάστημα της στη Ντάπια Σπετσών, στην αναφερόμενη ως συνεργάτιδα της, κόρη αυτής, δεύτερη ανακόπτουσα. Η ως άνω επίδοση τυγχάνει νόμιμη (άρθρο 129 ΚΠολΔ) και τα όσα περί του αντιθέτου ισχυρίζονται οι ανακόπτοντες με τον ερευνώμενο λόγο έφεσης είναι αβάσιμα και απορριπτέα.
XIV.Μετά ταύτα, η ανακοπή πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη και να καταδικασθoύν οι ανακόπτοντες στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της καθής η ανακοπή και για τους δυο βαθμούς δικαιοδοσίας, κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό (άρθρο 176 παρ.1, 191 παρ.2 και 183 ΚΠολΔ) καθώς και να διαταχθεί η απόδοση του κατατεθέντος κατά την άσκηση της έφεσης παραβόλου στη τελευταία.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει την έφεση ερήμην των εφεσιβλήτων.
Δέχεται τυπικά και ουσιαστικά την έφεση.
Εξαφανίζει τη με αριθμό 1168/2023 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.
Κρατεί και δικάζει την με αριθμό κατάθεσης …………./2022 ανακοπή και τους ασκηθέντες με αυτοτελές δικόγραφο (αρ. εκθ. κατ ………/2023) πρόσθετους λόγους.
Απορρίπτει την ανακοπή και τους πρόσθετους λόγους.
Διατάσσει την απόδοση στην εκκαλούσα του με αριθμό ………………./ 2023 παραβόλου.
Καταδικάζει τους ανακόπτοντες- εφεσίβλητους στα δικαστικά έξοδα της καθής η ανακοπή -εκκαλούσας και για τους δυο βαθμούς δικαιοδοσίας και ορίζει αυτά στο ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 10 Ιουνίου 2025, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και του πληρεξουσίου δικηγόρου της εκκαλούσας.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ