ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Αριθμός Απόφασης 351/2025
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Γεωργία Παναγιωτοπούλου, Εφέτη, την οποία όρισε η Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς και τη Γραμματέα Κ.Σ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά, στις ………………, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της εκκαλούσας: Της Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία <<……………..>>, που εδρεύει στην Αθήνα, οδός ……………, όπως εκπροσωπείται, με ΑΦΜ ………. ΔΟΥ ΦΑΕ Αθηνών, η οποία εκπροσωπήθηκε στην παρούσα δίκη από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Δημήτριο Παπαδημητρίου (ΑΜ ΔΣΑ ……….) που κατέθεσε την από 17.2.2025 έγγραφη δήλωση (άρθρ. 242 παρ.2 ΚΠολΔ).
Της εφεσίβλητης: Της Εταιρείας με την επωνυμία <<…………….>>, η οποία έχει την καταστατική της έδρα στις ………… και στην οδό …………, όπως νόμιμα εκπροσωπείται και αντιπροσωπεύεται στην Ελλάδα από την εταιρεία με την επωνυμία <<……………….>>, η οποία έχει την ίδια παραπάνω έδρα στις ….. και έχει εγκαταστήσει γραφείο στην Ελλάδα, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν.27/75, όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει και που στην πραγματικότητα εδρεύει στην …….. Αττικής, στη συμβολή των οδών………………….., όπως και αυτή νόμιμα εκπροσωπείται, η οποία εκπροσωπήθηκε στην παρούσα δίκη από την πληρεξούσια δικηγόρο της Χριστίνα Γενναδοπούλου (ΑΜ ΔΣΠ ……).
Η αιτούσα, ήδη εκκαλούσα, με την από 15.12.2022 κλήση της, που κατατέθηκε στη γραμματεία του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ΓΑΚ/……./ΕΑΚ/……../2022, εισήγαγε προς συζήτηση, ως προς το αίτημα διενέργειας έκτακτου ελέγχου, κατ’άρθρο 142παρ.3 Ν.4548/2018, της καθ’ης εταιρείας με την επωνυμία ……………..” και ήδη εφεσίβλητης, την από 19.4.2021 αίτησή της, που κατατέθηκε αρχικά στη γραμματεία του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ΓΑΚ/……/ΕΑΚ/……/2021, προσδιορίστηκε και συζητήθηκε κατά τη δικάσιμο της 3.6.2021 και επ’αυτής εκδόθηκε η υπ’αριθ. 2881/2022 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, με την οποία διέταξε το χωρισμό της υπόθεσης αναφορικά με το ανωτέρω αίτημα και παρέπεμψε την αίτηση, κατά το μέρος αυτό, προς εκδίκαση στο αρμόδιο Τμήμα Ναυτικών Διαφορών του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά. Το Δικαστήριο εκείνο, κατά τη δικάσιμο της 14.2.2023, συζήτησε, ερήμην της καθ’ης, την υπόθεση, κατά το μέρος που εισήχθη ενώπιόν του με την από 15.12.2022 κλήση, και εξέδωσε την υπ’αριθ. 3613/2023 οριστική απόφαση με την οποία απέρριψε την αίτηση
Την απόφαση αυτή προσέβαλε η ηττηθείσα καλούσα – αιτούσα εταιρεία με την επωνυμία ………………, με την από 28.11.2023, (στο εκδόν δικαστήριο με γεν.αριθ.καταθ. …/19.1.2024 και ειδ. αριθ.καταθ. …./19.1.2024 και στο Εφετείο με γεν.αριθ.καταθ. …./19.1.2024 και ειδ.αριθ.καταθ. …../19.1.2024) έφεση, η οποία προσδιορίστηκε προς συζήτηση για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο.
Η υπόθεση εκφωνήθηκε στη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε αντιμωλία των διαδίκων.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, οι οποίοι παραστάθηκαν όπως αναφέρεται ανωτέρω, αναφέρθηκαν στους ισχυρισμούς τους που περιέχονται στις νομίμως και εμπροθέσμως κατατεθειμένες προτάσεις τους και ζήτησαν να γίνουν αυτοί δεκτοί.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 270, 524 §§ 1 και 2 και 528 ΚΠολΔ, όπως οι άνω διατάξεις ίσχυαν κατά το χρόνο άσκησης της έφεσης, προκύπτει ότι είναι υποχρεωτική η προφορική συζήτηση ενώπιον όλων των πρωτοβάθμιων δικαστηρίων, ενώ ενώπιον των δευτεροβάθμιων δικαστηρίων η προφορική συζήτηση είναι υποχρεωτική μόνο στην περίπτωση κατά την οποία η έφεση κατά της πρωτόδικης απόφασης ασκήθηκε από το διάδικο, που δικάστηκε στον πρώτο βαθμό ερήμην, οπότε, με την τυπική παραδοχή της έφεσης, η οποία λειτουργεί ως υποκατάστατο της καταργηθείσας αναιτιολόγητης ανακοπής ερημοδικίας, εξαφανίζεται η πρωτόδικη απόφαση, μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους, χωρίς να απαιτείται να ευδοκιμήσει προηγουμένως κάποιος λόγος της έφεσης και αναδικάζεται η υπόθεση από το εφετείο, ενώπιον του οποίου η συζήτηση γίνεται πλέον προφορικά. Κατά συνέπεια, στην περίπτωση αυτή, που είναι υποχρεωτική η προφορική συζήτηση ενώπιον του εφετείου, οπότε εφαρμόζονται όλες οι διατάξεις του άρθρου 270, δεν έχει εφαρμογή η διάταξη του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, και επομένως δεν είναι επιτρεπτή η παράσταση κατά τη συζήτηση με κοινή δήλωση των διαδίκων, που υπογράφεται από τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους, ή με δήλωση του ενός ή ορισμένων μόνο πληρεξουσίων, ότι δεν θα παραστούν κατά την εκφώνηση. Η απαγόρευση της παράστασης με δήλωση πληρεξούσιου δικηγόρου στην περίπτωση του άρθρου 528 ΚΠολΔ ισχύει όχι μόνο για το διάδικο, ο οποίος δικάστηκε ερήμην στον πρώτο βαθμό σαν να ήταν παρών, ή ενόψει της ισχύος κατά το χρόνο συζητήσεως της αγωγής στον πρώτο βαθμό είχε συναχθεί σε βάρος του το τεκμήριο σιωπηρής ομολογίας ή παραίτησης ως προς την αγωγή (άρθρα 271, 272 παρ. 1 ΚΠολΔ) και με την έφεση ο εκκαλών ζητούσε την ανατροπή του τεκμηρίου αυτού, οπότε η εκκαλουμένη απόφαση εξαφανίζεται αμέσως χωρίς έρευνα των λόγων της έφεσης, αλλά και για τον αντίδικο του, ο οποίος είχε παραστεί κανονικά στον πρώτο βαθμό, γιατί διαφορετικά προφορική συζήτηση δεν νοείται, ώστε να παρέχεται η δυνατότητα εκατέρωθεν ακροάσεως και κατ’ αντιδικία συζητήσεως της υποθέσεως, για να εξασφαλίζεται η αρχή της δίκαιης δίκης, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ (ΑΠ 1478/2019, 11/2016, ΕφΔυτΜακ 17/2020, ΕφΠειρ(Μον) 341/2021, ΕφΠειρ 332/2015 δημ. νόμος). Η υποβολή τέτοιας δήλωσης από μη παριστάμενο πληρεξούσιο δικηγόρο διαδίκου κατά την εκφώνηση της υπόθεσης, για την οποία είναι υποχρεωτική η προφορική συζήτηση, συνιστά μη προσήκουσα παράσταση αυτού έστω και αν έχει καταθέσει προτάσεις, συνεπαγόμενη την ερημοδικία του (Ερμηνεία ΚΠολΔ Κεραμέα Κονδύλη-Νίκα, συμπλήρωμα στο άρθρο 271, ΕφΑθ 726/ 2006, ΕλλΔνη 2007/632, ΕφΑθ 3137/2009, ΕλλΔ/νη 2009/1520, ΕφΑθ 3287/2008, ΕλλΔ/νη 2008/1514). Εάν ο μη προσηκόντως παριστάμενος και γι’ αυτό ερήμην δικαζόμενος διάδικος είναι ο εκκαλών, τότε η έφεση του απορρίπτεται σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 524 παρ. 3 ΚΠολΔ και η απόρριψη συντελείται κατ’ ουσίαν, ανεξάρτητα από την υποβολή ή μη σχετικού αιτήματος του εφεσίβλητου, διότι ο εκκαλών με την απουσία του ή τη μη προσήκουσα παράσταση του θεωρείται ότι παραιτείται από την έφεση και αποδέχεται την πρωτόδικη απόφαση (ΑΠ 635/2020, ΑΠ 1478/2019, ΑΠ 11/2016, ΕφΔωδ 28/2020, ΕφΔυτΜακ 17/2020, ΕφΠειρ(Μον) 341/2021 δημ. νόμος). Αντίθετα, εφόσον η έφεση ασκηθεί από τον αντίδικο του πρωτοδίκως ερημοδικασθέντα, ο οποίος παρέστη κατά την ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου διεξαχθείσα δίκη, οι προτάσεις αμφοτέρων των διαδίκων μπορούν να κατατεθούν έως την έναρξη της συζητήσεως της εφέσεως στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, αυτοί δε παραδεκτά παρίστανται κατά την εκφώνηση της υποθέσεως και αν δεν εμφανισθούν, αλλά υποβάλλουν δήλωση μη εμφανίσεως κατά την εκφώνηση της υποθέσεως κατά το άρθρο 242 παρ.2 Κ.Πολ.Δ (ΑΠ 2150/2014. ΑΠ 2151/2024, δημ. νόμος). Στην προκειμένη περίπτωση, κατά τη δικάσιμο της 20.2.2025, οπότε εκφωνήθηκε η υπόθεση με αριθμό πινακίου ……., στο ακροατήριο εμφανίστηκε μόνο η πληρεξουσία δικηγόρος της εφεσίβλητης, ενώ ο πληρεξούσιος δικηγόρος της εκκαλούσας παρέστη με δήλωση κατ’άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ. Η κατά τα άνω παράσταση, με δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου της εκκαλούσας, η οποία είναι αντίδικος της πρωτοδίκως ερημοδικασθείσας καθ’ης η αίτηση και ήδη εφεσίβλητης, είναι επιτρεπτή και νόμιμη, σύμφωνα με τα εκτεθέντα στην προηγηθείσα μείζονα σκέψη, καθόσον στην προκειμένη περίπτωση η προφορική συζήτηση δεν είναι υποχρεωτική και συνακόλουθα οι προτάσεις μπορούσαν να κατατεθούν μέχρι την έναρξη της συζήτησης στο ακροατήριο και ο πληρεξούσιος δικηγόρος της εκκαλούσας να μη παρασταθεί στο ακροατήριο και να καταθέσει την από την ανωτέρω διάταξη (242 παρ. 2) προβλεπόμενη δήλωση.
Η υπό κρίση, από 28.11.2023 και υπό ΓΑΚ/ΕΑΚ/………../19.1.2024 έφεση της ηττηθείσας αιτούσας, ήδη εκκαλούσας, κατά της υπ’αριθ. 3613/2023 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που εκδόθηκε κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, ερήμην της καθ’ης η αίτηση, ήδη εφεσίβλητης, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, γεγονός που δεν αμφισβητείται από αμφότερους τους διαδίκους, από τα έγγραφα δε στοιχεία της προκείμενης δικογραφίας δεν προκύπτει επίδοση της εκκαλουμένης (άρθρ 495 παρ.1 και 2,499, 511, 513 παρ.1 στοιχ.β`, 516 παρ.1, 517, 518 παρ.1 και 591 παρ.1 ΚΠολΔ) και εισάγεται αρμόδια και παραδεκτά για να συζητηθεί ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου (άρθρο 19 ΚΠολΔ). Επιπλέον έχει κατατεθεί το απαιτούμενο κατ` άρθρο 495 παρ.3 ΚΠολΔ παράβολο (βλ το με αριθ. ……………./2024 ηλεκτρονικό παράβολο αξίας 100,00 ευρώ). Συνεπώς, η έφεση πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρ. 522 παρ.1 και 533 παρ. 1 ΚΠολΔ) κατά την ίδια διαδικασία.
Ι. Κατά το άρθρο 10 Α.Κ, η ικανότητα του νομικού προσώπου ρυθμίζεται από το δίκαιο της έδρας του. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι από το δίκαιο της έδρας του νομικού προσώπου ρυθμίζονται τα επί μέρους ζητήματα που αφορούν την ίδρυση, την έναρξη, την έκταση της ικανότητας δικαίου, τη λύση, την επωνυμία και τη διαχείριση του νομικού προσώπου, καθώς και την αντιπροσωπευτική εξουσία και την ευθύνη των οργάνων του. Ως «έδρα» δε στη διάταξη αυτή νοείται όχι η καταστατική, αλλά η πραγματική, ο τόπος, δηλαδή, όπου είναι εγκατεστημένα τα όργανα που κινητοποιούν τον οργανισμό του νομικού προσώπου, ασκείται πραγματικά η διοίκηση και λαμβάνονται οι βασικές για τη λειτουργία του αποφάσεις. Απόκλιση από τον θεσπιζόμενο με το άρθρο 10 ΑΚ κανόνα της πραγματικής έδρας του νομικού προσώπου εισάγεται με το άρθρο 1 του Ν. 791/1978, σύμφωνα με το οποίο ναυτιλιακές εταιρίες, των οποίων η σύσταση έγινε κατά τους νόμους αλλοδαπής πολιτείας, εφόσον είναι ή ήσαν πλοιοκτήτριες ή διαχειρίστριες πλοίων υπό ελληνική σημαία ή είναι εγκατεστημένες ή ήθελαν εγκατασταθεί στην Ελλάδα, δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 25 του Ν. 27/1975 ή των Α.Ν. 89/1967 και 378/1968, διέπονται ως προς τη σύσταση και ικανότητα δικαίου, από το δίκαιο της χώρας, στην οποία βρίσκεται κατά το καταστατικό τους η έδρα τους, ανεξαρτήτως του τόπου από τον οποίο διευθύνονται ή διευθύνονταν εξ ολοκλήρου ή εν μέρει οι υποθέσεις τους. Η εφαρμογή των διατάξεων τούτων του άρθρου 1 του Ν. 791/1978 επεκτάθηκε και στις αλλοδαπές εταιρίες, πλοιοκτήτριες πλοίων υπό ξένη σημαία, εφόσον τα πλοία τους, διαχειρίζονταν γραφεία ή υποκαταστήματα εταιρειών του άρθρου 25 του Ν. 27/1975. Οι παραπάνω αναφερθείσες δύο περιπτώσεις αποτελούν εξαιρετικό δίκαιο, κατ’ απόκλιση του άρθρου 10 Α.Κ, όπως η έννοιά του προσδιορίσθηκε παραπάνω, αφού ρητά συνδέουν την ικανότητα δικαίου αυτών στην Ελλάδα με το δίκαιο της χώρας της καταστατικής έδρας τους. Επομένως, σύμφωνα με το άρθρο 10 Α.Κ, εταιρίες των οποίων τα όργανα διοίκησης λειτουργούν πράγματι στην Ελλάδα, διέπονται γενικά, άρα και ως προς τη σύσταση και ικανότητα δικαίου, από το ελληνικό δίκαιο, έστω και αν στο καταστατικό τους προβλέπεται άλλη «εθνικότητα» ή η έδρα τους έχει ορισθεί με το καταστατικό εκτός Ελλάδος. Αν, συνεπώς, διαπιστωθεί, ότι η πραγματική έδρα της εταιρίας που φέρεται ως αλλοδαπή, βρίσκεται στην Ελλάδα και δεν έχουν τηρηθεί οι διατυπώσεις ίδρυσης (σύστασης και δημοσιότητας) που επιτάσσει το ελληνικό δίκαιο για το συγκεκριμένο εταιρικό τύπο, η εν λόγω εταιρία είναι άκυρη και θεωρείται ως «εν τοις πράγμασι» ομόρρυθμη εταιρεία, οι δε εταίροι των εταιριών αυτών ευθύνονται απεριορίστως και εις ολόκληρον μετά της εταιρίας, σύμφωνα προς τις διατάξεις των άρθρων 249 παρ. 1 και 258 παρ. 3 Ν. .4072/2012. Τούτο, όμως, δεν ισχύει, προκειμένου περί ναυτιλιακών εταιριών πλοιοκτητριών ή διαχειριστριών πλοίων υπό ελληνική σημαία ή πλοίων υπό ξένη σημαία, εφόσον είναι εγκατεστημένες στην Ελλάδα δυνάμει αδείας ή τα πλοία αυτών διαχειρίζονται ή διαχειρίζονταν γραφεία ή υποκαταστήματα εταιριών εγκατεστημένα εντός της ημεδαπής, δυνάμει ομοίως αδείας, καθόσον, κατά τα παραπάνω, διέπονται ως προς τη σύσταση, τη νομική προσωπικότητα και την ικανότητα δικαίου από το δίκαιο της χώρας, όπου ευρίσκεται η καταστατική έδρα αυτών, ανεξαρτήτως του τόπου διεύθυνσης των εταιρικών υποθέσεων. Η άδεια εγκατάστασης των εταιριών αυτών, των γραφείων ή των υποκαταστημάτων τους στην Ελλάδα, χορηγείται με κοινή απόφαση των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας και Εμπορικής Ναυτιλίας, που δημοσιεύεται, κατά το άρθρο 25 του πιο πάνω νόμου (Ν. 27/1975), όπως τροποποιήθηκε με τα άρθρα 28 Ν. 814/1978, 77 παρ. 5 Ν. 1892/1990 και 4 Ν. 2234/1994, στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και έκτοτε επέρχονται και οι έννομες συνέπειές της. Σε περίπτωση όμως που ανακληθεί η άδεια εγκατάστασης των ως άνω εταιριών, οι εταιρίες αυτές, από τη δημοσίευση ομοίως της σχετικής υπουργικής απόφασης στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, εφόσον συνεχίζεται η λειτουργία τους, επειδή δεν έχουν συσταθεί κατά τις διατάξεις του ελληνικού δικαίου, θεωρούνται κατά τα ανωτέρω ως ομόρρυθμες «εν τοις πράγμασι» και τα μέλη της διοίκησης και οι μέτοχοι αυτών ευθύνονται απεριορίστως και εις ολόκληρον μετά της εταιρίας, σύμφωνα προς τις διατάξεις των άρθρων 249 παρ. 1 και 258 παρ. 3 Ν. 4072/2012 (Ολ.Α.Π. 2/2003, ΕλλΔνη 1994, 1249, Α.Π. 1183/2019, Α.Π. 803/2010, Α.Π. 812/2008, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 427/2020 δημ. σε ιστοσελίδα Εφετείου Πειραιώς). Εξάλλου, ως προς το αντικειμενικό πεδίο εφαρμογής της διάταξης του άρθρου 1 παρ. 1 ν. 791/1978, το Ακυρωτικό με την ολΑΠ 2/1999 απεφάνθη – κρίνοντας την έννοια της έδρας για τους σκοπούς του διεθνούς δικονομικού δικαίου, υπό την έννοια της δωσιδικίας των δικαστηρίων της πραγματικής έδρας της εναγόμενης αλλοδαπής εταιρείας – ότι «η διάταξη αυτή εισάγει, κατ’ απόκλιση από τον γενικό κανόνα της ΑΚ 10, διαφορετική ρύθμιση, ειδικά ως προς τις ναυτιλιακές εταιρείες και μόνο ως προς τα θέματα της σύστασης και ικανότητας δικαίου αυτών), τάχθηκε δηλαδή υπέρ μιας συσταλτικής ερμηνείας. Οι αποφάσεις δε των Δικαστηρίων ουσίας που ακολούθησαν έκριναν ότι η ρύθμιση του ν. 791/1978 ως εξαιρετική πρόβλεψη καλεί σε εφαρμογή το δίκαιο του τόπου ίδρυσης του νομικού προσώπου μόνο για τα ρητά και αποκλειστικά εκεί απαριθμούμενα θέματα της σύστασης, κατά δε λογική και νομική ακολουθία και της λύσης αυτού (ΑΠ 1.709/1990 [ποιν.], ΑΠ 1.593/1988 [Συμβ.] ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 427/2020 , ΕφΠειρ 40/2010 ό.π.) – όχι όμως και της εκκαθάρισης (ΑΠ 796/1994 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, όπου κρίση για την ικανότητα του νομικού προσώπου να παρίσταται σε δίκες μετά τη λύση του για τους σκοπούς της εκκαθάρισης, contra όμως ΕφΠειρ 427/2020 ό.π.), καθόσον αυτή αφορά κατ’ εξοχήν δικαιώματα τρίτων – της αναγνώρισης της νομικής προσωπικότητας, της έναρξης (ΑΠ 1.699/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και έκτασης της γενικής ικανότητας δικαίου (υπό την έννοια in abstracto ικανότητας του νομικού προσώπου να καθίσταται αποδέκτης των κανόνων της εννομης τάξης, χωρίς να προεξοφλείται η κτήση συγκεκριμένων δικαιωμάτων και η δημιουργία συγκεκριμένων υποχρεώσεων), στην οποία περιλαμβάνεται και η εκπροσωπευτική εξουσία των οργάνων του νομικού προσώπου (ΑΠ 186/2008 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), εξαιρούμενων όμως των ειδικών ικανοτήτων δικαίου, όπως π.χ. η πτωχεuτική (ΕφΠειρ 74/2011, ΕφΠειρ 12/2011, ΕφΠειρ 159/2004 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Αντίθετα κατά το δίκαιο της πραγματικής έδρας κρίνονται άπαντα τα λοιπά ζητήματα εταιρικής φύσης, όπως η ευθύνη των διαχειριστών της και των εκπροσώπων της, ο δικαστικός έλεγχος της διαχείρισης (ΕφΠειρ 355/2019 ό.π.), ζητήματα δικονομικής φύσης (ΑΠ 803/2010, ΑΠ 812/2008, ΕφΠειρ 355/2019, ΕφΠειρ 618/2004 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), όπως η κρίσιμη έδρα για την έναρξη της προθεσμίας έφεσης, η διεθνής δικαιοδοσία των ελληνικών δικαστηρίων (ΟλΑΠ 2/1999, ΕφΠειρ 381/2015, ΕφΠειρ 266/2014, ΕφΠειρ 207/2011, ΕφΠειρ 161/2003 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), η θεμελίωση της ενεργητικής και παθητικής νομιμοποίησης (ΕφΠειρ 427/2020 ό.π.) αλλά και ζητήματα μικτής (δικονομικής και ουσιαστικής) φύσης, όπως ο διορισμός προσωρινής διοίκησης, κατ’ άρθρα 69, 740 ΑΚ και 786 ΚΠολΔ (ΕφΠειρ 427/2020 ό.Π., ΕφΠειρ 403/2004 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜΕφΠειρ 647/2020). Συμπερασματικά και κατά τη μάλλον κρατούσα τόσο στην ελληνική νομολογία όσο και την επιστήμη άποψη, το δίκαιο της καταστατικής έδρας διέπει εξαιρετικά τη σύσταση, τη νομική προσωπικότητα και την ικανότητα δικαίου του αλλοδαπού νομικού προσώπου (ΟλΑΠ 2/2003, ΑΠ 803/2010, ΑΠ 812/2008, ΕφΠειρ 151/2016, ΕφΠειρ 618/2004, ΜΕφΠειρ 58/2020 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), συνακόλουθα δε και τις εσωτερικές της σχέσεις (interna corρoris), ενώ το δίκαιο της πραγματικής έδρας περιορίζεται στις εξωτερικές σχέσεις (externa corporis) (ΑΠ 186/2008, ΕφΠειρ 4012010 ό.π., ΕφΠειρ 345/2021). Εξάλλου, στα ζητήματα που ανάγονται στην εσωτερική εταιρική λειτουργία εντάσσονται ιδίως η σύνθεση, εκλογή, συγκρότηση, σύγκληση και συνεδρίαση των εταιρικών οργάνων, η αρμοδιότητα αυτών και η λήψη αποφάσεων, η κτήση και απώλεια της ιδιότητας του μέλους Δ.Σ (ΕφΠειρ 345/2021, αλλά και της μετοχικής ιδιότητας, τα δικαιώματα των μετόχων, τα δικαιώματα της μειοψηφίας, καθώς και τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις που απορρέουν από τις μετοχές (ΑΠ 419/2000 ΝοΒ 2001.626, Χ. Παμπούκης, Ιδιωτικό Διεθνές Δίκαιο, Νομική Βιβλιοθήκη 2020, αριθ. 679), ενώ στα ζητήματα που αφορούν την προς τα έξω λειτουργία του νομικού προσώπου εντάσσονται, μεταξύ άλλων, η συγκεκριμένη δικαιοκτητική ικανότητα της εταιρείας (ως προς την ανάληψη συγκεκριμένων υποχρεώσεων ή την κτήση συγκεκριμένων δικαιωμάτων), η κτήση της εμπορικής ιδιότητας από τους διοικητές ή/και τους μετόχους, η ευθύνη των εταιρικών οργάνων έναντι τρίτων, η ευθύνη του μετόχου φυσικού προσώπου έναντι τρίτων και οι προϋποθέσεις για την άρση της αυτοτέλειας της νομικής προσωπικότητας (ΕφΠειρ 462/2018, ΕφΠειρ 586/2012, ΕφΑθ 4.801/2009, ΕφΠειρ 1.000/2006, ΜΕφΠειρ 238/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), η ευθύνη της εταιρείας λόγω απόκτησης συνόλου περιουσίας Κ.ά. (Λ. Αθανασίου, Η μεταχείριση των αλλοδαπών ναυτιλιακών εταιρίων από τη νομολογία lex & forum 1/2022, σ. 45). Η θέση αυτή, μολονότι, δε δικαιολογείται από το γράμμα του ν. 791/1978, δεδομένου ότι αυτός αναφέρεται ρητά μόνο στη σύσταση και την ικανότητα δικαίου – σε αντίθεση προς την ΑΚ 10 που αναφέρεται μόνο στην ικανότητα δικαίου, ερμηνεύεται δε με ευρύτητα, ως άνω εκτέθηκε – βασίζεται, όμως, σε τελολογικές σκέψεις, καθόσον το νομικό πρόσωπο κατά την εσωτερική του συγκρότηση και λειτουργία αποτελεί έναν ενιαίο οργανισμό και επομένως το αυτό δίκαιο οφείλει να διέπει τη νομική προσωπικότητα, καθώς και de Iege ferenda τις εσωτερικές του σχέσεις, ενώ οι εξωτερικές σχέσεις κείνται εκτός της οργανικής του λειτουργίας και, ως εκ τούτου, ορθότερο είναι να κρίνονται με βάση την εγγύτητα, η οποία δικαιολογεί αφενός την υιοθέτηση του κριτηρίου της πραγματικής έδρας και αφετέρου ως θέμα νομικού χαρακτηρισμού της lex causae, δημιουργούμενου δε, κατ’ αυτόν τον τρόπο, ενιαίου καθεστώς αφενός ως προς την κατάσταση των αλλοδαπών εταιρειών (πότε δηλαδή μία εταιρεία είναι αλλοδαπή) και αφετέρου ως προς το εφαρμοστέο δίκαιο (κατά ποιο δίκαιο αναγνωρίζεται η νομική προσωπικότητά της και τη διέπει ως ενιαίο οργανισμό) (Χ. Παμπούκης, Ιδιωτικό Διεθνές Δίκαιο, ο.π. αριθ. 675), με αποτέλεσμα να καθίσταται δυνατή η προβλέψιμη και μη ανατρέψιμη εκ των υστέρων εσωτερική οργάνωση, κατανομή καθηκόντων και εξουσιών, αποφάσεων και διενέργεια διαχειριστικών πράξεων αυτού. Ανεξάρτητα όμως από το εφαρμοστέο δίκαιο οι κανόνες αμέσου εφαρμογής του κράτους της πραγματικής έδρας της αλλοδαπής εταιρίας, δεδομένου ότι ο ν. 791/1978 αποσκοπούσε αποκλειστικά στη διασφάλιση της υπόστασης των αλλοδαπών ναυτιλιακών κεφαλαιουχικών εταιρειών ελληνικών συμφερόντων που πριν την εισαγωγή του θεωρούνταν άκυρες ή ανυπόστατες και όχι γενικά στη ρύθμιση του εφαρμοστέου δικαίου και την ανατροπή ειδικά ως προς τις εταιρείες αυτές της θεμελιώδους επιλογής του ελληνικού ιδιωτικού διεθνούς δικαίου υπέρ του δικαίου της καταστατικής έδρας, που θα είχε ως αποτέλεσμα να απομονώσει τις εταιρείες αυτές από το δικαιϊκό καθεστώς εντός του οποίου λειτουργούν (Χ. Παμπούκης, Νομικά Πρόσωπα και ιδίως Εταιρείες στις Συγκρούσεις Νόμων, εκδ. Σάκκουλα, 2004, αριθ. 76 επ.). Ειδικότερα, ως κανόνες αμέσου εφαρμογής στο πλαίσιο του ημεδαπού εταιρικού δικαίου δύνανται να χαρακτηρισθούν, μεταξύ άλλων, όσοι αποσκοπούν στην προστασία των ασθενών ομάδων, όπως π.χ. των μετόχων της μειοψηφίας (Β. Κιάντος, Ιδιωτικό δίκαιο του Διεθνούς Εμπορίου, εκδ. Σάκκουλα, 2002, σ. 161, Ε. Μαστρομανώλης, Το δίκαιο της καταστατικής έδρας: σύγχρονες εξελίξεις σε Το Ιδιωτικό Διεθνές Δίκαιο του Εμπορίου, Πρακτικά 17ου Συνεδρίου Ελλήνων Εμπορικολόγων, εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη 2008, σ. 55 [64]). Και τούτο, διότι ο Έλληνας νομοθέτης εξοπλίζει με διατάξεις αναγκαστικού δικαίου τα λεγόμενα «δικαιώματα μειοψηφίας» προς το σκοπό περιστολής της παντοδυναμίας της πλειοψηφίας, καθόσον είναι προφανές ότι στην κεφαλαιουχική εταιρεία κυριαρχεί βούληση των μετόχων της πλειοψηφίας – η οποία πολλές φορές διοικεί την εταιρεία αποκλειστικά με γνώμονα το συμφέρον της, αγνοώντας τα εύλογα συμφέροντα των μετόχων της μειοψηφίας, όσο ισχυρή και αν αυτή είναι, συχνά μάλιστα αγνοώντας ακόμα και το πραγματικό συμφέρον του ίδιου του νομικού προσώπου – θεσπίζοντας δε, κατ’ αυτόν τον τρόπο, ένα νομοθετικό κίνητρο για επενδύσεις στην ανώνυμη εταιρεία και συμβάλλοντας, βέβαια, παράλληλα και στην καλλιέργεια κλίματος εμπιστοσύνης μεταξύ των μετόχων (Αντωνόπουλος/Λ. Γρηγοριάδης, Δίκαιο Κεφαλαιουχικών Εταιριών, τ. 1, εκδ. Σάκκουλα, 2022, σ. 386).
ΙΙ. Περαιτέρω, δυνάμει του άρθρου 189 εδ. α` του ν. 4548/2018 «Αναμόρφωση του δικαίου των ανωνύμων εταιρειών» (ΦΕΚ Α 104/13.6.2018), με ημερομηνία έναρξης ισχύος του νόμου αυτού στις 1.1.2019 (άρθρο 190, βλ. και επιμέρους μεταβατικές διατάξεις στο άρθρ. 187), οι ως άνω διατάξεις του ν. 2190/1920, καταργήθηκαν και το δικαίωμα της μειοψηφίας να ζητήσει τη διενέργεια έκτακτου ελέγχου της ανώνυμης εταιρείας, προβλέπεται πλέον στις διατάξεις των άρθρων 142-143 του νέου νόμου, με τις οποίες διατηρείται η ίδια βασική ρυθμιστική δομή και λειτουργία του έκτακτου ελέγχου. Σύμφωνα με το άρθρο 142 ν.4548/2018 ισχύει από 01.01.2019 (ΦΕΚ Α΄104/13.06.2018): «1. Δικαίωμα να ζητήσουν έκτακτο έλεγχο της εταιρείας από το δικαστήριο, που δικάζει κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, έχουν: α] Μέτοχοι της εταιρείας που αντιπροσωπεύουν το ένα εικοστό (1/20) τουλάχιστον του καταβεβλημένου κεφαλαίου, β)[…]. 2. Ο έλεγχος κατά την παράγραφο 1 διατάσσεται, αν πιθανολογούνται πράξεις που παραβιάζουν διατάξεις του νόμου ή του καταστατικού της εταιρείας ή αποφάσεις της γενικής συνέλευσης. Σε κάθε περίπτωση, η αίτηση ελέγχου πρέπει να υποβάλλεται μέσα σε τρία (3) έτη από την έγκριση των χρηματοοικονομικών καταστάσεων της χρήσης, εντός της οποίας τελέστηκαν οι καταγγελλόμενες πράξεις. 3. Μέτοχοι της εταιρείας, που εκπροσωπούν το ένα πέμπτο (1/5) του καταβεβλημένου κεφαλαίου, δικαιούνται να ζητήσουν από το δικαστήριο τον έλεγχο της εταιρείας, εφόσον από την όλη πορεία αυτής, αλλά και με βάση συγκεκριμένες ενδείξεις, καθίσταται πιστευτό ότι η διοίκηση των εταιρικών υποθέσεων δεν ασκείται όπως επιβάλλει η χρηστή και συνετή διαχείριση. […]». Με την ανωτέρω διάταξη του άρθ. 142 ν. 4548/2018 η οποία αντικατέστησε την παρόμοιας διατύπωσης και περιεχομένου προϊσχύουσα διάταξη του άρθρου 40 του κ.ν. 2190/1920, καθιερώνεται το δικαίωμα των μετόχων που αντιπροσωπεύουν τη μειοψηφία του 1/20 και του 1/5 του καταβεβλημένου εταιρικού κεφαλαίου ανώνυμης εταιρείας, με τις ειδικότερες διακρίσεις που κατωτέρω εκτίθενται, να ζητήσουν από το αρμόδιο δικαστήριο της έδρας της εταιρείας να διαταχθεί ο έκτακτος έλεγχος της εταιρείας, δικαίωμα το οποίο αποβλέπει καταρχήν στη συγκέντρωση στοιχείων για την άσκηση αγωγής αποζημίωσης κατά εταιρικών οργάνων, στην αναζήτηση τυχόν ευθυνών τους, αλλά και γενικότερα στην ενημέρωση της γενικής συνέλευσης σχετικά με τον τρόπο άσκησης της διαχείρισης και η άσκηση του οποίου δεν εμποδίζεται από την έγκριση του ισολογισμού ή την απαλλαγή του διοικητικού συμβουλίου από την ευθύνη του με απόφαση στην οποία συμμετείχαν και οι αιτούντες. Ειδικότερα, προϋπόθεση ασκήσεως δικαιώματος ελέγχου από τη «μικρή μειοψηφία» (που αντιπροσωπεύει το 1/20 του καταβεβλημένου κεφαλαίου) είναι η καταγγελία συγκεκριμένων πράξεων, από τις οποίες πιθανολογείται η παραβίαση διατάξεων οποιουδήποτε νόμου ή του καταστατικού ή των αποφάσεων της γενικής συνέλευσης, με σκοπό, κατά κύριο λόγο, την προστασία των συμφερόντων των ενδιαφερομένων προσώπων και ιδιαίτερα της μειοψηφίας των μετόχων. Ο έκτακτος έλεγχος, λοιπόν, της «μικρής μειοψηφίας» περιορίζεται σε έλεγχο νομιμότητας (χρηστότητας), ήτοι περιορίζεται μόνο στην εξακρίβωση παραβάσεων (σχετικώς προς τη διαχείριση των εταιρικών υποθέσεων) των διατάξεων των νόμων ή του καταστατικού ή αποφάσεως της γενικής συνελεύσεως της ανωνύμου εταιρείας, όπως είναι η απόκρυψη κερδών, οι λογιστικές παραλείψεις και αταξίες. Η αξιούμενη πιθανολόγηση στην περίπτωση αυτή δεν έχει ως αντικείμενο τον νομικό χαρακτηρισμό των επικαλούμενων γεγονότων ως παράβασης. Ο νομικός χαρακτηρισμός γίνεται από το δικαστήριο κατά την υπαγωγική μέθοδο και δεν υπόκειται στην αξιολογική εκτίμηση του πιθανού, διότι αντικείμενο της πιθανολόγησης είναι μόνο πραγματικά γεγονότα. Αντίστοιχα, για την άσκηση του δικαιώματος ελέγχου που ζητείται από τη «μεγάλη μειοψηφία» (που αντιπροσωπεύει το 1/5 του καταβεβλημένου εταιρικού κεφαλαίου), δεν απαιτείται να γίνει επίκληση πράξης που πιθανολογεί παράβαση νόμου, του καταστατικού ή των αποφάσεων της γενικής συνέλευσης, αλλά αρκεί να προταθεί ότι κατά τον χρόνο υποβολής της αίτησης «καθίσταται πιστευτόν εκ της όλης πορείας των εταιρικών υποθέσεων ότι η διοίκηση της εταιρίας δεν ασκείται όπως επιβάλλει η χρηστή και συνετή διοίκηση». Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, δηλαδή, πρέπει να γίνεται επίκληση και απόδειξη πραγματικών γεγονότων που συνιστούν μη χρηστή και ασύνετη διαχείριση των εταιρικών υποθέσεων που αναφέρονται στις συναλλαγές της εταιρίας με τρίτους ή στη διοίκηση του νομικού προσώπου της. Ο έκτακτος έλεγχος, λοιπόν, της μεγάλης μειοψηφίας δεν περιορίζεται σε έλεγχο νομιμότητας (χρηστότητας), ήτοι δεν περιορίζεται μόνο στην εξακρίβωση παραβάσεων (σχετικώς προς τη διαχείριση των εταιρικών υποθέσεων) των διατάξεων των νόμων ή του καταστατικού ή αποφάσεως της γενικής συνελεύσεως της ανωνύμου εταιρίας, όπως είναι η απόκρυψη κερδών, οι λογιστικές παραλείψεις και αταξίες, αλλά είναι και έλεγχος σκοπιμότητας (συνέσεως), ήτοι επεκτείνεται στην εξακρίβωση του εάν οι διαχειριστικές πράξεις ωφελούν ή ζημιώνουν την εταιρία, δηλαδή εάν επαυξάνουν το ενεργητικό και τα κέρδη της ή όχι. Επομένως, σύμφωνα με τα ανωτέρω, έλεγχος της ανώνυμης εταιρίας από τη «μικρή μειοψηφία» διατάσσεται, αν το δικαστήριο πιθανολογήσει ότι έχουν τελεστεί οι καταγγελλόμενες πράξεις που αποτελούν παράβαση του νόμου, του καταστατικού ή των αποφάσεων της γενικής συνέλευσης. Αντίθετα, έλεγχος ανώνυμης εταιρείας από τη «μεγάλη μειοψηφία» διατάσσεται μόνο, αν το Δικαστήριο κρίνει ότι αποδείχθηκαν πλήρως τα περιστατικά που αφορούν τη μη χρηστή και συνετή διαχείριση, την κακή οικονομική πορεία της εταιρίας και την αιτιώδη σύνδεση της κακής πορείας με την κακή διοίκηση. Μόνη αρνητική προϋπόθεση του ελέγχου της «μεγάλης μειοψηφίας» είναι να μην εκπροσωπείται αυτή στο διοικητικό συμβούλιο της εταιρίας δι’ εκπροσώπων της, πολλώ δε μάλλον να μην συμμετέχει κάποιο μέλος της στο διοικητικό συμβούλιο της εταιρίας. Η αρνητική αυτή προϋπόθεση δεν ισχύει για τον έλεγχο από τη «μικρή μειοψηφία», αφού ούτε από το γράμμα αλλά ούτε και από το πνεύμα του νόμου διαφαίνεται πρόθεση του νομοθέτη να επιβάλει τέτοια προϋπόθεση στην άσκηση του δικαιώματος ελέγχου της «μικρής μειοψηφίας». Η αίτηση μπορεί να στρέφεται κατά του νομικού προσώπου της εταιρίας αλλά και κατά των μελών της ελεγκτέας διοικήσεως, τα οποία ομοδικούν (άρθρο 74 παρ. 2 ΚΠολΔ), ως συνυποκείμενα με εκείνη (διοίκηση) στον έλεγχο και ευθυνόμενα είτε εκ της εντολής είτε εκ του αδικήματος (βλ. ΑΠ 1484/2019, ΑΠ 289/1999, ΕφΘεσ 2360/2019 με περαιτέρω παραπομπές ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, στο άρθρο 141παρ.12 του Ν.4548/2018 ορίζεται ότι <<Σε όλες τις περιπτώσεις του παρόντος άρθρου οι αιτούντες μέτοχοι οφείλουν να αποδεικνύουν τη μετοχική τους ιδιότητα και εκτός από τις περιπτώσεις του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 6 και της παραγράφου 10, τον αριθμό των μετοχών που κατέχουν κατά την άσκηση του σχετικού δικαιώματος. Τέτοια απόδειξη αποτελεί και η κατάθεση των μετοχών τους σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στην παράγραφο 2 του άρθρου 124. Προκειμένου για εταιρείες με μετοχές εισηγμένες σε ρυθμιζόμενη αγορά, η απόδειξη της μετοχικής ιδιότητας μπορεί να γίνεται με κάθε νόμιμο μέσο και πάντως βάσει ενημέρωσης που λαμβάνει η εταιρεία από το κεντρικό αποθετήριο τίτλων, εφόσον παρέχει υπηρεσίες μητρώου ή μέσω των συμμετεχόντων και εγγεγραμμένων διαμεσολαβητών στο κεντρικό αποθετήριο τίτλων σε κάθε άλλη περίπτωση>>. Σημειωτέον ότι υπό το προηγούμενο νομοθετικό καθεστώς του Κ.Ν. 2190/1920, κατά την παρ.4 του άρθρου 40, οι αιτούντες μέτοχοι έπρεπε, μέχρι να εκδοθεί απόφαση επί της αίτησής τους, να έχουν κατατεθειμένες τις μετοχές τους στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων ή στην Τράπεζα της Ελλάδας ή σε άλλη αναγνωρισμένη ελληνική τράπεζα, σε χρόνο όχι λιγότερο των 30 ημερών από την υποβολή της αίτησης. Η υποχρέωση αυτή αναφερόταν στη συνήθη περίπτωση της κανονικής έκδοσης των μετοχών, οι οποίες βρίσκονταν στην κατοχή των αιτούντων τη διενέργεια δικαστικού ελέγχου μετόχων και δεν σκοπούσε στον αποκλεισμό τους από την άσκηση του δικαιώματος ελέγχου σε περίπτωση που δεν είχε προηγηθεί η νόμιμη έκδοση και κατοχή των μετοχών ή ήταν πρακτικά ανέφικτη η κατάθεσή τους όταν η ιδιότητα του μετόχου προέκυπτε από άλλα στοιχεία (ΕφΑθ 145/2012, ΕφΠειρ 444/2009, δημ. ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Αυτονόητο όμως είναι ότι, αν οι μετοχικοί τίτλοι δεν έχουν εκδοθεί από την εταιρία ή αν για κάποιο λόγο δεν βρίσκονται στην κατοχή των μετόχων, οι μέτοχοι βαρύνονται με την απόδειξη της μετοχικής τους ιδιότητας και του ποσοστού που κατέχουν με άλλο τρόπο. Σε κάθε περίπτωση, η απόδειξη μπορεί να γίνει και από εταιρικά έγγραφα (βιβλίο μετοχών), με μάρτυρες ή με δικαστική ομολογία του αντιδίκου (ΑΠ 1439/2015, ΕφΑΘ 2197/2015 NΟMOΣ).
ΙΙΙ. Από τις διατάξεις των άρθρων 68 και 216 παρ. 1 ΚΠολΔ συνάγεται ότι για την παροχή έννομης προστασίας απαιτείται, εκτός από το έννομο συμφέρον, η νομιμοποίηση των διαδίκων, η ύπαρξη δηλ. δικαιώματος υπερασπίσεως της υποθέσεως στην οποία δικάζεται κάποιος ως ενάγων και γενικά ως αιτούμενος έννομη προστασία (ενεργητική νομιμοποίηση) ή ως εναγόμενος (καθ’ ού η αίτηση – παθητική νομιμοποίηση) ή εξουσία διεξαγωγής της δίκης για συγκεκριμένο δικαίωμα ή έννομη σχέση, η οποία (νομιμοποίηση) καθορίζεται από τον εφαρμοστέο κανόνα του ουσιαστικού δικαίου και συμπίπτει, εκτός από ορισμένες εξαιρέσεις (των λεγομένων μη δικαιούχων ή μη υπόχρεων διαδίκων) με την ιδιότητα του υποκειμένου του επιδίκου δικαιώματος ή της έννομης σχέσεως, έστω και αν αυτός αποδεικνύεται αναληθής, οπότε η αγωγή θα απορριφθεί ως αβάσιμη λόγω ανυπαρξίας του επιδίκου δικαιώματος. Η νομιμοποίηση είναι διαδικαστική προϋπόθεση της δίκης και γι’ αυτό εξετάζεται (και) αυτεπάγγελτα σε κάθε στάση της δίκης και κατά συνέπεια η έλλειψη της συνεπάγεται την απόρριψη της αγωγής ως απαράδεκτης (βλ. σχ. Μπέη, Πολιτική Δικονομία σελ. 357 επ., 360, Βαθρακοκοίλη, ΚΠολΔ – Ερμηνευτική – νομολογιακή ανάλυση τ. Α`, σελ. 393 επ., ΕφΠειρ 318/1998, ΕλλΔ/νη 39. 919/20, ΕφΑθ 1172/1998, ΕλλΔ/νη 39.658).
Η αιτούσα και ήδη εκκαλούσα, απηύθυνε την από 19.4.2021 (υπ’αριθ.καταθ. …………./2021) αίτησή της αρχικά ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και μετά από παραπομπή από το ανωτέρω Δικαστήριο, που διέταξε το χωρισμό της υπόθεσης ως προς το αίτημα που θα εκτεθεί κατωτέρω, εισήγαγε αυτήν, με την από 15.12.2022 (υπ’αριθ.καταθ. …………/2022) κλήση, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά. Εξέθετε δε με την ανωτέρω αίτηση ότι τυγχάνει ανώνυμη εταιρεία με αντικείμενο δραστηριότητας την κατασκευή και εκμετάλλευση ακινήτων, που έχει επεκταθεί, μεταξύ άλλων, στην αγορά, εκμετάλλευση και πώληση πλοίων, είτε απευθείας από την ίδια είτε μέσω της συμμετοχής της στο μετοχικό κεφάλαιο ή και τη διοίκηση άλλης, αλλοδαπής ή ημεδαπής εταιρείας. Οτι υπό την προαναφερόμενη ιδιότητα του μετόχου συμμετείχε κατά ποσοστό 25% στο μετοχικό κεφάλαιο, ήτοι με 125 ανώνυμες εις τον κομιστή μετοχές (επί συνόλου 500 μετοχών) της καθ’ης η αίτηση, αλλοδαπής εταιρείας, η οποία έχει την καταστατική της έδρα στις …………., στην πραγματικότητα όμως εδρεύει στην Κηφισιά και είναι πλοιοκτήτρια του φορτηγού πλοίου M/V ”UA”, νηολογίου Παναμά, με αρ. ΙΜΟ ……….. Οτι η αρχική κεφαλαιακή της συνεισφορά ανήλθε στο ποσό των 4.500.000,00 δολ ΗΠΑ, για την αγορά του επίδικου πλοίου, αποκτώντας μετοχές που αντιπροσωπεύουν ποσοστό συμμετοχής 25% στο συνολικό μετοχικό κεφάλαιο της καθ’ης, ενώ στη συνέχεια συμμετείχε στις τρεις συνολικά αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου της καθ’ης, στις 8.5.2017 με το ποσό των 50.000,00 δολ ΗΠΑ, στις 1.4.2020 με το ποσό των 150.000,00 δολ ΗΠΑ και στις 5.8.2020 με το ποσό των 100.000,00 δολ ΗΠΑ. Οτι το τίμημα αγοράς του ανωτέρω πλοίου, που ανήλθε στο ποσό των 29.000.000,00 δολ ΗΠΑ, δυνάμει του από 26.2.2010 ιδιωτικού συμφωνητικού αγοραπωλησίας, καλύφθηκε εν μέρει από ίδια κεφάλαια και εν μέρει από τραπεζικό δανεισμό ύψους 11.000.000,00 δολ ΗΠΑ, από αλλοδαπή τράπεζα. Οτι η καθ’ης ανέθεσε την αποκλειστική διαχείριση του πλοίου στην εταιρεία ……………, συμφερόντων, μεταξύ άλλων, του κυρίου μετόχου της καθ’ης, …………., χωρίς να την ενημερώσει σχετικά ή να λάβει την έγκρισή της ως προς την ανάθεση της διαχείρισης στην ανωτέρω εταιρεία καθώς και για το ύψος της αμοιβής διαχείρισης. Οτι καθ’ολη την κρίσιμη χρονική περίοδο από τις 19.2.2010 έως την άσκηση της αίτησης, ουδέποτε έλαβε ουσιαστική ενημέρωση από εκπροσώπους της καθ’ης η αίτηση, ούτε για τα άλλα βασικά λειτουργικά έξοδα του πλοίου, η μόνη δε ατελής ενημέρωση που ελάμβανε αφορούσε τους διάφορους πλόες του πλοίου, τους λιμένες φόρτωσης και εκφόρτωσης, ενώ κατά καιρούς, της αποστέλλονταν, μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου κάποιες ανώνυμες και ανυπόγραφες επιστολές της καθ’ης με επιγραμματική αναφορά στο εναπομείναν κεφάλαιο και τόκους της τράπεζας για την αποπληρωμή του υφιστάμενου δανείου. Οτι οι προσκλήσεις για τις Γενικές Συνελεύσεις των μετόχων ήταν ανυπόγραφες και σε αυτές αναγράφονταν μόνο η επωνυμία και το σήμα της διαχειρίστριας εταιρείας. Οτι κατά την προτελευταία, από 29.11.2019 πρόσκληση σε Γενική Συνέλευση των μετόχων της καθ’ης, κλήθηκαν και παραστάθηκαν, εκτός από την ίδια και τους λοιπούς μετόχους της καθ’ης και οι μέτοχοι άλλων πέντε (5) πλοιοκτητριών εταιρειών, που είχαν σχέση με το ………, τα πλοία των οποίων διαχειρίζεται η ίδια ως άνω διαχειρίστρια εταιρεία, με μοναδικά θέματα αφενός την απαλλαγή των μελών του ΔΣ των έξι (6) πλοιοκτητριών εταιρειών, συμπεριλαμβανομένης της καθ’ης, από κάθε διαχειριστική τους ευθύνη και αφετέρου την επανεκλογή τους. Οτι τόσο σε αυτήν όσο και σε όλες τις προηγούμενες συνελεύσεις, δεν αναφέρονταν εγγράφως ούτε τους γνωστοποιήθηκαν ποτέ τα ονόματα, η ιδιότητα και τα αξιώματα των μελών του ΔΣ των πλοιοκτητριών, συμπεριλαμβανομένης και της καθ’ης, ούτε τα ονόματα των μετόχων και τα ποσοστά συμμετοχής τους στο μετοχικό κεφάλαιο της εκάστοτε πλοιοκτήτριας εταιρείας (συμπεριλαμβανομένης της καθ’ης), με αποτέλεσμα να μην είναι δυνατό να εξακριβωθεί η ύπαρξη νόμιμης απαρτίας για τη λήψη έγκυρης απόφασης. Οτι (και πάλι) με ανώνυμες και ανυπόγραφες ηλεκτρονικές επιστολές της καθ’ης στις 20.3.2020 και στις 16.7.2020, κλήθηκε να συμμετάσχει σε δύο διαδοχικές αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου ποσού 600.000,00 δολ ΗΠΑ και 400.000,00 δολ ΗΠΑ αντίστοιχα, εντός εκβιαστικής και ασφυκτικής προθεσμίας είκοσι (20) ημερών, χωρίς να προηγηθεί έκτακτη Γενική Συνέλευση των μετόχων της καθ’ης. Οτι ως λόγος για τις ανωτέρω έκτακτες αυξήσεις του μετοχικού κεφαλαίου, αναφέρονταν αφενός η διενέργεια ειδικής επιθεώρησης του πλοίου και αφετέρου η τοποθέτηση – εγκατάσταση σε αυτό <<Συστήματος Διαχείρισης και Επεξεργασίας Θαλασσίου ‘Ερματος>> (Ballast Water Treatment System – BWTS), σύμφωνα με τα πρότυπα του Κανονισμού του Διεθνούς Ναυτιλιακού Οργανισμού, τα οποία ουδέποτε εγκρίθηκαν από τη Γενική Συνέλευση και δεν προέκυψαν εκτάκτως αλλά ήταν γνωστά στην καθ’ης εκ των προτέρων. Οτι ο κυρίαρχος μέτοχος της καθ’ης, …………… την έπεισε να συμμετάσχει στις ανωτέρω αυξήσεις, στις οποίες πράγματι συμμετείχε με το ποσό των 250.000,00 δολ ΗΠΑ, επειδή της ανέφερε ότι με την επιτυχή ολοκλήρωση της ειδικής επιθεώρησης του πλοίου και την τεχνική αναβάθμιση αυτού, οι ημερήσιοι ναύλοι που θα ελάμβανε θα <<εκτοξεύονταν>> στα ύψη και τα μερίσματα που θα διανέμονταν στην αιτούσα, θα ήταν και αυτά αισθητά υψηλότερα. Οτι παρά την προσδοκία για άμεση κερδοφορία, που της δημιούργησαν οι διαβεβαιώσεις του κυρίαρχου μετόχου …………., όλως αιφνιδίως έλαβε, στις 6.11.2020, μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, με το οποίο ενημερώθηκε ότι το επίδικο πλοίο επρόκειτο να πωληθεί αντί τιμήματος 8.500.000,00 δολ ΗΠΑ, παρά το γεγονός ότι στην από 20.3.2020 πρόσκληση που της απέστειλε η καθ’ης και αφορούσε την πρώτη αύξηση μετοχικού κεφαλαίου, το ίδιο πλοίο κοστολογείτο από την καθ’ης στο ποσό των 9.500.000,00 δολ ΗΠΑ. Οτι μετά ταύτα, προκειμένου να ελέγξει τη διαχειριστική λειτουργία της καθ’ης, ζήτησε από την τελευταία τη χορήγηση όλων των καταστατικών και νομιμοποιητικών εγγράφων, τα οποία όμως ουδέποτε της δόθηκαν, ενώ η καθ’ης αρνήθηκε να της χορηγήσει το Καταστατικό και τον Εσωτερικό Κανονισμό αυτής, το Πιστοποιητικό Μετόχων και τους Τίτλους Μετοχών, ενώ αρνήθηκε να της βεβαιώσει, έστω και προφορικά, τη σύνθεση του Διοικητικού Συμβουλίου της. Οτι κατά τη διεξαγωγή της τελευταίας ετήσιας Γενικής Συνέλευσης των μετόχων, στις 30.12.2020, δεν ελέγχθηκε η νομιμοποίηση των φερόμενων ως μετόχων, ούτε προσκομίστηκαν από τους παρασταθέντες μετόχους της καθ’ης οι τίτλοι των μετοχών τους. Οτι καθ’όλη τη χρονική περίοδο των ετών 2010-2021, έλαβαν χώρα από τη διοίκηση της καθ’ης, μη χρηστές και μη συνετές ενέργειες και παραλείψεις, συνιστάμενες στο ότι δεν παραδόθηκαν στην αιτούσα οι Τίτλοι Μετοχών και ο Πίνακας των Μετοχών της καθ’ης, δεν έλαβε τα πλήρη ιδρυτικά έγγραφα αυτής και δη το Πιστοποιητικό Σύστασης, το Καταστατικό και τον Εσωτερικό Κανονισμό της, σε καμία από τις κοινοποιηθείσες ηλεκτρονικές προσκλήσεις για Γενική Συνέλευση δεν αναφέρονταν τα θέματα της εκάστοτε ημερήσιας διάταξης, ενώ οι εν λόγω προσκλήσεις αποστέλλονταν ανώνυμες και ανυπόγραφες, στις Γενικές Συνελεύσεις δεν δηλώνονταν η σύνθεση του Διοικητικού Συμβουλίου της καθ’ης ούτε βεβαιωνόταν η ταυτότητα των μετόχων, με συνέπεια να μην διαπιστώνεται η νόμιμη ή μη απαρτία, δεν έλαβε (η αιτούσα) ουσιαστική και πλήρη ενημέρωση για τις εταιρικές υποθέσεις και την οικονομική διαχείριση της καθ’ης, δεν της κοινοποιήθηκαν αποδεικτικά τραπεζικών πληρωμών και εμβασμάτων που αφορούσαν πάσης φύσεως πληρωμές προς το Διοικητικό Συμβούλιο και διανομές μερισμάτων στους μετόχους, ουδέποτε έλαβε γνώση των ετήσιων οικονομικών καταστάσεων, ούτε των αντιγράφων πρακτικών του Διοικητικού Συμβουλίου και της Γενικής Συνέλευσης των μετόχων για καίριες αποφάσεις που ελάμβανε η καθ’ης και αφορούσαν, μεταξύ άλλων, την αγορά, δανειοδότηση, εκτέλεση δεξαμενισμών, ειδικών επιθεωρήσεων και λοιπών τεχνικών εργασιών, δεν της κοινοποιήθηκαν ποτέ τα αποδεικτικά των τραπεζικών εμβασμάτων που έλαβε η καθ’ης από την αλλοδαπή τράπεζα για τη χρηματοδότηση αγοράς του πλοίου, ούτε της γνωστοποιήθηκαν οι πληρωμές που αφορούν την πληρωμή της διαχειρίστριας, δεν της κοινοποιήθηκαν τα αποδεικτικά των τραπεζικών πληρωμών και εμβασμάτων για πληρωμές που εκτέλεσαν η καθ’ης και η διαχειρίστρια εταιρεία και αφορούν τους εισπραττόμενους ναύλους, την ασφάλιση, αγοραπωλησία, επάνδρωση, πρακτόρευση, ταξινόμηση σε Νηογνώμονα (Κλάση), το δεξαμενισμό, την ειδική επιθεώρηση και κάθε φύσεως επισκευή και τεχνική εργασία επί του πλοίου, ούτε έλαβε αντίγραφα των παραστατικών εγγράφων για το ακριβές κόστος της ειδικής επιθεώρησης του πλοίου και της τεχνικής αναβάθμισής του, για την κάλυψη των οποίων ζητήθηκαν και έγιναν οι αυξήσεις του μετοχικού κεφαλαίου της καθ’ης και τέλος δεν της κοινοποιήθηκαν τα αποδεικτικά των τραπεζικών πληρωμών και εμβασμάτων από την πώληση του πλοίου που έγινε στις 9.2.2021 από την αγοράστρια αυτού. Οτι πέραν των ανωτέρω, μετά την ολοκλήρωση της ειδικής επιθεώρησης του πλοίου και της τεχνικής αναβάθμισης αυτού, η τιμή πώλησής του θα έπρεπε να είναι ανώτερη κατά τουλάχιστον 1.000.000,00 δολ ΗΠΑ. Με βάση το ιστορικό αυτό ζητούσε α) να διαταχθεί η χορήγηση πίνακα μετοχών της καθ’ης κατ’άρθρο 141παρ.11 του Ν.4548/2018, β) να διαταχθεί ο κατ’άρθρο 142 παρ.3 έκτακτος έλεγχος της καθ’ης, με το διορισμό ως ορκωτού ελεγκτή – λογιστή, του αναφερόμενου μέλους του ΣΟΕΛ, άλλως ενός ορκωτού λογιστή και ενός αναπληρωματικού αυτού από τον κατάλογο που τηρείται στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Αθηνών, για την χρονική περίοδο από 19.2.2010 έως και το χρόνο άσκησης της αίτησης, όσον αφορά τις σχέσεις και τις συναλλαγές: ι) της καθ’ης με τη διαχειρίστρια εταιρεία αναφορικά με τη διαχείριση του πλοίου M/V <<UA>> και ιδίως τον έλεγχο όλων των τιμολογήσεων, τραπεζικών πληρωμών και εμβασμάτων που έγιναν και αφορούν αμοιβές διαχείρισης, ιι) της καθ’ης με τρίτες εταιρείες και ειδικότερα με ασφαλιστές πλοίων, αλληλοασφαλιστικούς οργανισμούς, μεσίτες ναυτασφαλίσεων, ναυλομεσίτες, μεσίτες αγοραπωλησιών πλοίων, εταιρείες πληρωμάτων, ναυτικούς πράκτορες, ναυλωτές, νηογνώμονες, ναυπηγεία, εταιρείες πετρελεύσεων και λιπαντικών, οι οποίες παρείχαν συναφείς υπηρεσίες καθ’όλη τη διαχείριση, εκμετάλλευση και λειτουργία του πλοίου και ιδίως τον έλεγχο όλων των τιμολογήσεων, πληρωμών και εμβασμάτων που έγιναν από την καθ’ης, κατά τους επίδικους χρόνους και αφορούν τους εισπραττόμενους ναύλους, την ασφάλιση, αγοραπωλησία, επάνδρωση, πρακτόρευση, ναύλωση, ταξινόμηση, δεξαμενισμό, τακτική επιθεώρηση και κάθε φύσεως τεχνική εργασία και επισκευή του πλοίου καθώς και τις κάθε είδους προμήθειες και πετρελεύσεις αυτού, ιιι) της καθ’ης με την αλλοδαπή τράπεζα <<……………..>> καθώς και με οποιαδήποτε άλλη τράπεζα που χρηματοδότησε την αγορά του πλοίου κατά το έτος 2010, της καθ’ης με οποιαδήποτε τράπεζα που διατηρούσε λογαριασμό και εμβάστηκε η προκαταβολή και το τίμημα από την πώληση του πλοίου στις 9.2.2021 από την αγοράστρια εταιρεία <<……………>> και ο έλεγχος όλων των συναφών τραπεζικών πληρωμών και εμβασμάτων που έγιναν κατά την αγορά και πώληση του πλοίου, iv) της καθ’ης με τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου της και τους μετόχους της και ιδίως ο έλεγχος των πάσης φύσης πληρωμών, συμπεριλαμβανομένων των μερισμάτων και τραπεζικών εμβασμάτων που έλαβαν χώρα προς όλα τα ανωτέρω φυσικά ή νομικά πρόσωπα και v) κάθε άλλης σχετικής πράξης ή παράλειψης της εταιρικής διοίκησης της καθ’ης κατά τους κρίσιμους χρόνους μεταξύ 19 Φεβρουαρίου 2010 έως την άσκηση της αίτησης, γ) να διαταχθούν όλα τα όργανα της καθ’ης, ως ειδικότερα εκτίθενται σε αυτήν, να επιτρέψουν και να ανέχονται τον ανωτέρω έλεγχο και να διευκολύνουν τους ελεγκτές κατά τη διενέργεια του ελέγχου με κάθε τρόπο και ιδίως με παράδοση των αναφερόμενων εγγράφων, δ) να απειληθεί η κατ’άρθρο 947παρ.1 ΚΠολΔ χρηματική ποινή μέχρι του ποσού των 100.000,00 ευρώ και προσωπική κράτηση έως δώδεκα (12) μηνών σε βάρος όλων των οργάνων της καθ’ης και ιδίως του Προέδρου και Διευθύνοντος Συμβούλου, των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου, των Γενικών Διευθυντών, των Οικονομικών και λοιπών Διευθυντών, των υπαλλήλων λογιστηρίου και υπαλλήλων λοιπών τμημάτων για κάθε περίπτωση παράβασης της υποχρέωσης αυτών να επιτρέψουν και να ανέχονται τον ανωτέρω έλεγχο και ε) να καταδικασθεί η καθ’ης στην καταβολή του συνολικού κόστους του γενόμενου ελέγχου και της αμοιβής των ορκωτών λογιστών (και τυχόν αναπληρωματικών αυτών) καθώς και στη δικαστική της δαπάνη. Το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών, με την προαναφερόμενη υπ’αριθ. 2881/2022 απόφασή του, διέταξε το χωρισμό της υπόθεσης ως προς το αίτημα για διενέργεια έκτακτου ελέγχου της καθ’ης κατ’άρθρο 142 παρ.3 του Ν.4548/2018 και παρέπεμψε την αίτηση ως προς αυτό, στο Τμήμα Ναυτικών Διαφορών του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, ως αρμόδιο δικαστήριο, ενώ αναφορικά με το αίτημα χορήγησης στην αιτούσα, πίνακα μετοχών της καθ’ης, κατ’άρθρο 141 παρ.11 του ως άνω νόμου, κράτησε την υπόθεση προς εκδίκαση και απέρριψε την αίτηση ως προς το αίτημα αυτό ως απαράδεκτη. Ακολούθως η αιτούσα, με την από 15.12.2022 κλήση εισήγαγε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, ως αρμοδίου καθ’ύλην, λειτουργικά και κατά τόπον δικαστηρίου, την αίτηση ως προς το παραπεμφθέν από το αρχικώς επιληφθέν δικαστήριο αίτημα. Το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιά, δικάζοντας ερήμην της καθ’ης η αίτηση, ήδη εφεσίβλητης, κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, απέρριψε την αίτηση, ως προς το μέρος που εισήχθη ενώπιόν του, ως απαράδεκτη, λόγω έλλειψης νομιμοποίησης της αιτούσας, καθόσον δεν τηρήθηκε η προβλεπόμενη από τη διάταξη του άρθρου 141παρ.12 (εσφαλμένα αναφέρεται η παρ.11) του Ν. 4548/2018, σε συνδυασμό με το άρθρο 142παρ.2 του ιδίου νόμου (που κρίθηκε εφαρμοστέος καθώς η νομική μορφή της καθ’ης προσομοιάζει προς την ανώνυμη εταιρεία του ελληνικού δικαίου) τυπική προϋπόθεση της απόδειξης της κατοχής των μετοχών που νομιμοποιούν την αιτούσα να ζητήσει τον έλεγχο της εταιρείας. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται η αιτούσα με την κρινόμενη έφεση και με τον διαλαμβανόμενο σε αυτήν μοναδικό λόγο, που ανάγεται, κατά την προσήκουσα εκτίμησή του σε εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία του νόμου και ζητεί να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη ώστε να γίνει καθ’ολοκληρία δεκτή η από 19.4.2021 αίτησή της και να καταδικαστεί η εφεσίβλητη στη δικαστική της δαπάνη αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας.
Με τον μοναδικό λόγο της έφεσής της, η εκκαλούσα – αιτούσα παραπονείται ότι η εκκαλουμένη, κατ’εσφαλμένη κρίση απέρριψε την αίτησή της ως απαράδεκτη λόγω έλλειψης ενεργητικής νομιμοποίησης αυτής (αιτούσας), με το σκεπτικό ότι δεν τήρησε την, προβλεπόμενη από τη διάταξη του άρθρου 141παρ.12 (εσφαλμένα αναφέρεται η παρ. 11 στην εκκαλουμένη) του Ν. 4548/2018, σε συνδυασμό με το άρθρο 142παρ.2 του ιδίου νόμου, τυπική προϋπόθεση, ήτοι δεν απέδειξε ότι κατέχει τις μετοχές που τη νομιμοποιούν να ζητήσει τον έλεγχο της καθ’ης, ενώ ορθά εάν έκρινε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, έπρεπε, για το σχηματισμό της κρίσης του, να λάβει υπόψη ότι η καθ’ης εταιρεία, κατά τη συζήτηση της αίτησης ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (το οποίο εξέδωσε την υπ’αριθ. 2881/2022 παραπεμπτική στο εκδόσαν την εκκαλουμένη απόφαση δικαστήριο), παρέστη δια της πληρεξουσίας δικηγόρου της, η οποία αναγνώρισε και συνομολόγησε το περιεχόμενο της αίτησης και την κατά ποσοστό 25% συμμετοχή της αιτούσας στο μετοχικό κεφάλαιο της καθ’ης. Επίσης ότι η ως άνω πληρεξούσια δικηγόρος, κατά την εξέταση του μάρτυρα της αιτούσας στο ακροατήριο, του απηύθυνε την ερώτηση: <<‘Ολο αυτό το χρονικό διάστημα από την αγορά του πλοίου το 2010 έως την πώληση του πλοίου το 2020, έδινε ενημερωτικές καταστάσεις η πλευρά του ………… προς τους μετόχους του 25%;>>, επιβεβαιώνοντας έτσι και αναγνωρίζοντας τόσο την μετοχική της ιδιότητα όσο και το ποσοστό αυτής, άλλως επικουρικά ότι η ως άνω πληρεξούσια δικηγόρος της καθ’ης ουδένα ισχυρισμό προέβαλε αναφορικά με τη νομιμότητα της αίτησης και την εταιρική, κατά 25%, συμμετοχή της αιτούσας στο μετοχικό κεφάλαιο της καθ’ης, άλλως ότι συνομολόγησε πλήρως την τυπική και ουσιαστική νομιμότητα της αίτησης. Επί του λόγου αυτού λεκτέα είναι τα ακόλουθα: Από το συνδυασμό των άρθρων 142παρ.3,5 και 141παρ.12 του Ν. 4548/2018, σαφώς προκύπτει ότι σε περίπτωση άσκησης του δικαιώματος ελέγχου που ζητείται από τη “μεγάλη μειοψηφία”, (που αντιπροσωπεύει το 1/5 του καταβεβλημένου εταιρικού κεφαλαίου) και κατατείνει στην εξακρίβωση από το δικαστήριο, της μη χρηστής και συνετής διαχείρισης, της κακής οικονομικής πορείας της εταιρίας και της αιτιώδους σύνδεσης αυτών, κρίνεται δηλαδή από το δικαστήριο εάν οι διαχειριστικές πράξεις της διοίκησης ωφελούν ή ζημιώνουν την εταιρία (έλεγχος σκοπιμότητας), οι αιτούντες μέτοχοι οφείλουν να αποδείξουν τη μετοχική τους ιδιότητα και τον αριθμό των μετοχών που κατέχουν κατά την άσκηση του ανωτέρω δικαιώματος προκειμένου να νομιμοποιηθούν ενώπιον του δικαστηρίου. Προκειμένου δε για άυλες μετοχές, η απόδειξη της μετοχικής ιδιότητας μπορεί να γίνει με κάθε νόμιμο μέσο και δη βάσει ενημέρωσης που λαμβάνει η εταιρεία ή βεβαίωσης ή άλλης μορφής πιστοποίησης κατά περίπτωση. Ο τρόπος απόδειξης της κατοχής των μετοχών αναφέρεται στο νόμο ενδεικτικά και όχι περιοριστικά και ο αιτών ή οι αιτούντες δύνανται να αποδείξουν ότι κατέχουν τις μετοχές τους με κάθε άλλο πρόσφορο αποδεικτικό μέσο φέροντας και το σχετικό βάρος απόδειξης. Στην προκειμένη περίπτωση, κατόπιν αυτεπάγγελτης έρευνας από το δικαστήριο, προέκυψε ότι η αιτούσα δεν τήρησε την προβλεπόμενη από τη διάταξη του άρθρου 141παρ.12 του Ν. 4548/2018, σε συνδυασμό με το άρθρο 142παρ.2 του ιδίου νόμου, τυπική προϋπόθεση της απόδειξης κατοχής των μετοχών και του ποσοστού αυτών στο συνολικό μετοχικό κεφάλαιο της καθ’ής, που τη νομιμοποιούν να ζητήσει τον έκτακτο έλεγχό της, καθώς από τα προσκομιζόμενα από την ίδια έγγραφα, ήτοι τις από 2.2.2011, 8.2.2012, 15.1.2015 και 17.2.22015 επιστολές του Διευθυντή και των εκπροσώπων της καθ’ης κ.κ …….. και ……….., που προσκομίζονται στην αγγλική γλώσσα και σε επίσημη μετάφραση στην ελληνική, τα οποία παραδεκτά επισκοπούνται κατά το παρόν στάδιο της διαδικασίας, προκύπτει μόνο η ιδιότητα της αιτούσας ως μετόχου της καθ’ης εταιρείας, χωρίς να αποδεικνύεται ο αριθμός των μετοχών που αυτή κατέχει και δικαιολογεί την εκ μέρους της άσκηση του δικαιώματος έκτακτου ελέγχου της καθ’ης. Τέτοια απόδειξη δεν μπορεί να συναχθεί ούτε από την από 18.2.2010 επιστολή της καθ’ης προς την αιτούσα, με την οποία την καλούσε να καταβάλλει το ποσό των 4.500.000,00 δολ ΗΠΑ σε τραπεζικό της λογαριασμό για τη συμμετοχή της, με ποσοστό 25%, στην καθ’ης, ενόψει αφενός της παλαιότητας του εγγράφου αυτού, αφού κρίσιμος χρόνος είναι αυτός της άσκησης του δικαιώματος του μετόχου και αφετέρου ότι επακολούθησαν αυξήσεις του μετοχικού κεφαλαίου. Εξάλλου, σε περίπτωση αδυναμίας προσκόμισης των μετοχών, η μετοχική ιδιότητα ή και ο αριθμός των μετοχών, μπορεί να αποδειχθεί με δικαστική ομολογία από τον αντίδικο του αιτούντος, κατά τα διαλαμβανόμενα στην υπό στοιχ. ΙΙ νομική σκέψη. Ωστόσο στην προκειμένη περίπτωση, η υποβολή προς το μάρτυρα της αιτούσας, κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, από την πληρεξούσια δικηγόρο της καθ’ης, της ερώτησης με το προαναφερθέν περιεχόμενο, ουδόλως συνιστά δικαστική ομολογία της καθ’ης, ούτε αναγνώριση της μετοχικής ιδιότητας της αιτούσας, ούτε του ποσοστού των μετοχών που αυτή κατέχει, καθόσον με την εν λόγω ερώτηση και με τη διατύπωση αυτής, η ως άνω πληρεξούσια δικηγόρος επεδίωξε μόνο να αντικρούσει τον ισχυρισμό της αιτούσας ότι κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα δεν ελάμβανε πλήρη και ουσιαστική ενημέρωση από τα μέλη της διοίκησης, για τις εταιρικές υποθέσεις και την οικονομική διαχείριση της καθ’ης και όχι να αναπληρώσει την εκ του νόμου επιβαλλόμενη υποχρέωση της αιτούσας να αποδείξει την μετοχική της ιδιότητα και το ποσοστό των μετοχών που κατέχει. Ούτε ο επικουρικά προβαλλόμενος ισχυρισμός της εκκαλούσας – αιτούσας, ότι ενώ η πληρεξούσια δικηγόρος της καθ’ης τελούσε σε γνώση του περιεχομένου της ένδικης αίτησης (στο ιστορικό της οποίας μνημονεύεται το ποσοστό συμμετοχής της αιτούσας στο εταιρικό κεφάλαιο της καθής), εντούτοις δεν αντέταξε ισχυρισμούς αναφορικά με την νομιμότητα της αίτησης και την εταιρική κατά 25% συμμετοχή της αιτούσας στο εταιρικό κεφάλαιο, συνιστά παραδοχή της μετοχικής ιδιότητας της αιτούσας και του ποσοστού των μετοχών που αυτή κατέχει. Ενόψει του ότι, η απόδειξη της μετοχικής ιδιότητας και του αριθμού των μετοχών που κατέχει ο αιτών τον έκτακτο έλεγχο, συνιστά αυτεπαγγέλτως εξεταζόμενη τυπική προϋπόθεση για τη νομιμοποίησή του, η έλλειψη της οποίας επιφέρει την απόρριψη της αίτησης ως απαράδεκτης, πρέπει, όταν επιχειρείται η απόδειξή της με δικαστική ομολογία, αυτή να είναι ρητή, σαφής, ορισμένη και μη αμφισβητούμενη, συνθήκη που όμως δεν εκπληρώθηκε στην κρινόμενη περίπτωση. Μετά ταύτα ο μοναδικός λόγος της έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε όμοια και απέρριψε την αίτηση, κατά το μέρος που εισήχθη ενώπιόν του με την από 15.12.2022 κλήση, ήτοι ως προς το αίτημα διενέργειας εκτάκτου ελέγχου της καθ’ης κατ΄άρθρο 142παρ.3 Ν.4548/2018, δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, αλλά ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις προμνημονευόμενες διατάξεις, όσα δε αντίθετα υποστηρίζει η εκκαλούσα – αιτούσα με τον ανωτέρω μοναδικό λόγο της έφεσής της, κρίνονται απορριπτέα στο σύνολό τους ως ουσιαστικά αβάσιμα. Κατόπιν τούτου, πρέπει η κρινόμενη έφεση να απορριφθεί ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη και να διαταχθεί η εισαγωγή του υπ’ αριθ. ……………/2024 ηλεκτρονικού παραβόλου της έφεσης στο δημόσιο ταμείο (άρθρο 495 παρ. 3 ΚΠολΔ, όπως η αρχική παρ. 4 προστέθηκε με το άρθρο 12 παρ. 2 Ν. 4055/2012 και αναριθμήθηκε σε παρ. 3 με το άρθρο 1 άρθρο τρίτο Ν. 4335/2015, ισχύοντος από 1.1.2016, και εν συνεχεία τροποποιήθηκε από το άρθρο 35 παρ. 2 Ν. 4446/2016).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων την από 28.11.2023 (υπ’αριθ.καταθ. ………./19.1.2024) έφεση, κατά της υπ’αριθ. 3613/2023 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, εκδοθείσας κατά την διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας.
Δέχεται την έφεση τυπικά και
Απορρίπτει αυτήν κατ΄ουσίαν.
Διατάσσει την εισαγωγή του υπ.’ αριθ. ………………./2024 ηλεκτρονικού παραβόλου της έφεσης στο δημόσιο ταμείο.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, στο ακροατήριό του, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξουσίους δικηγόρους στις 29.5.2025
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ