Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 117/2019

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ 

Αριθμός απόφασης    117/2019

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές Αμαλία Μήλιου, Πρόεδρο Εφετών, Αικατερίνη Κοκόλη, Αγγελική Δέτση – Εισηγήτρια, Εφέτες, και από τη Γραμματέα Γ.Λ.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Από την προσκομιζόμενη με αρ. …….. έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή Εφετείου Βορείου Αιγαίου, ………, συνάγεται ότι ακριβές αντίγραφο της κρινόμενης έφεσης με πράξη προσδιορισμού δικασίμου  για την αρχική δικάσιμο της 18ης-5-2017, οπότε η συζήτηση της υπόθεσης αναβλήθηκε για τη δικάσιμο, που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης, εγγραφόμενης της αναβολής στο οικείο πινάκιο, επιδόθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα στην πέμπτη εφεσίβλητη, ………….. Ωστόσο, αυτή, κατά την ορισθείσα μετ’ αναβολή δικάσιμο, δεν εμφανίστηκε στο ακροατήριο ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο και πρέπει, συνεπώς,  η υπόθεση να συζητηθεί ερήμην της ανωτέρω εφεσίβλητης (άρθρο 524 § 1 ΚΠολΔ), μη αντιπροσωπευόμενης, όμως,  από τους λοιπούς αναγκαίους ομοδίκους της-εφεσίβλητους, ενόψει του ότι  πρόκειται για δίκη διανομής κοινού πράγματος, οπότε η σχετική αγωγή έχει διπλό χαρακτήρα, όπως προκύπτει από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 798 και 799 ΑΚ, 480 § 3, 481 αριθ. 2, 483 και 489 ΚΠολΔ, και η θέση κάθε κοινωνού ως ενάγοντος ή εναγομένου είναι συμπτωματική, εξαρτώμενη από το ποιος είχε την πρωτοβουλία να ασκήσει την αγωγή, κάθε δε κοινωνός είναι συγχρόνως ομόδικος και αντίδικος των υπόλοιπων συγκοινωνών (ΑΠ 149/2012, ΑΠ 319/2012 ΝΟΜΟΣ).

Η υπό κρίση έφεση της ηττηθείσας στον πρώτο βαθμό ενάγουσας κατά της υπ’ αριθμ. 2894/2015 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία, ερήμην της πέμπτης εναγομένης, ………,  έχει ασκηθεί νομότυπα με κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του εκδόντος την προσβαλλόμενη απόφαση δικαστηρίου στις 28-9-2016 και εντός της τριακονθήμερης προθεσμίας από την επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης στις 8-9-2016 (βλ. με αρ. …….. έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή Εφετείου Βορείου Αιγαίου, ……….), αρμοδίως δε φέρεται προς εκδίκαση στο Δικαστήριο αυτό (άρθρα 19, 144 § 2, 495, 499, 511, 513 § 1β, 516, 517, 518 § 1 ΚΠολΔ) και για το παραδεκτό της έχει κατατεθεί  από την εκκαλούσα το, κατ’ άρθρο 495 § 3 ΚΠολΔ, παράβολο. Περαιτέρω, όπως προκύπτει από τα έγγραφα, που βρίσκονται στη δικογραφία, μετά την άσκηση της ένδικης αγωγής και κατά τη διάρκεια της εκκρεμοδικίας απεβίωσε, στις 31-12-2012, η τρίτη εναγομένη, …………., γεγονός που δηλώθηκε κατά τη συζήτηση αυτής (της αγωγής), στις 1-4-2015 στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο από τον πληρεξούσιο δικηγόρο, ………, ο οποίος, επίσης, δήλωσε ότι την βιαίως διακοπείσα δίκη συνεχίζει εκουσίως η εκ των συγκληρονόμων της άνω θανούσας θυγατέρα της, τέταρτη εναγομένη, ………… Από τις διατάξεις των άρθρων 34, 35 ΑΚ, 62, 63, 313 § 1 περ. δ’ και 517 ΚΠολΔ προκύπτει ότι,  έφεση, η οποία απευθύνεται κατά προσώπου που έχει αποβιώσει  κατά το χρόνο ασκήσεώς της, απορρίπτεται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο για ακυρότητα του δικογράφου της λόγω έλλειψης απαραίτητης διαδικαστικής προϋπόθεσης (Σ. Σαμουήλ, Η έφεση, εκδ. 2003, παράγρ. 48, 79, 340), εκτός αν ο εκκαλών δεν είχε λάβει γνώση του θανάτου του εφεσίβλητου μέχρι την άσκηση της εφέσεως. Στην προκειμένη περίπτωση η κρινόμενη έφεση στο εισαγωγικό μέρος αυτής  στρέφεται και κατά της  ως άνω αποβιώσασας,  ……….., ενώ ήδη στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο είχε δηλωθεί ο θάνατός της και η επανάληψη της δίκης από την προαναφερόμενη καθολική διάδοχό της. Συνεπώς, η έφεση είναι άκυρη, καθόσον στρέφεται κατά της ανωτέρω αποβιώσασας, ………. Πρέπει, ωστόσο, να σημειωθεί ότι, από το ίδιο το περιεχόμενο της έφεσης (σελ. 13-14 του δικογράφου της), όπου γίνεται αναφορά στο θάνατο  αυτής κατά τη διάρκεια της πρωτοβάθμιας δίκης και την υπεισέλευση στη θέση της των εξ αδιαθέτου κληρονόμων της- θυγατέρων της, ……… (τέταρτη εφεσίβλητη) και ……… (πέμπτη εφεσίβλητη), προκύπτει ότι η ένδικη έφεση στρέφεται κατά της 4ης και 5ης των εφεσιβλήτων, τόσο ατομικά όσο και με την ιδιότητά τους ως καθολικών διαδόχων της αποβιώσασας διαδίκου, παραδεκτώς μετά την υπεισέλευσή τους στη θέση της αρχικής διαδίκου ήδη από το στάδιο της πρωτοβάθμιας δίκης. Επομένως,  σύμφωνα με τα ανωτέρω, η έφεση, πρέπει να κηρυχθεί άκυρη ως προς την τρίτη εφεσίβλητη, ενώ κατά τα λοιπά πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί ως προς τη βασιμότητα των λόγων της, κατά  την ίδια  διαδικασία (άρθρα 533 και 535 § 1 ΚΠολΔ).

Η ενάγουσα, ήδη εκκαλούσα, με την κρινόμενη από 24-4-2012 (αρ. κατάθ. ……..) αγωγή της, που άσκησε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, εναντίον των εναγομένων, ήδη εφεσίβλητων,  ιστορούσε ότι η ίδια και οι εναγόμενοι είναι συγκύριοι και συγκληρονόμοι, λόγω εξ αδιαθέτου κληρονομικής διαδοχής, κατά τα μνημονευόμενα ποσοστά εξ αδιαιρέτου ο καθένας, των λεπτομερώς περιγραφόμενων κατά θέση, έκταση και όρια τριών ακινήτων, τα οποία αποτελούσαν κληρονομιαία περιουσία του ……….., οι οποίοι απεβίωσαν χωρίς να αφήσουν διαθήκη. Ότι η ίδια και οι εναγόμενοι αποδέχτηκαν την επαχθείσα σε αυτούς κληρονομία, δυνάμει των αναφερόμενων συμβολαιογραφικών δηλώσεων αποδοχής κληρονομίας, που μεταγράφηκαν νόμιμα. Ότι η αντικειμενική αξία των ανωτέρω τριών ακινήτων, τα οποία βρίσκονται το πρώτο (1ο) επί της οδού ……… στην …… Πειραιά,  το δεύτερο (2ο) επί της οδού …… στο Νέο Φάληρο και το τρίτο (3ο) στον οικισμό Πόρτο Γερμενό του δήμου Βιλλίων Αττικής, ανέρχεται σε 362.682,33 ευρώ και ότι οι εναγόμενοι αρνούνται να συναινέσουν στην εξώδικη διανομή τους. Ζητούσε δε  να λυθεί η μεταξύ των διαδίκων κοινωνία με δικαστική απόφαση, να διαταχθεί η πώλησή τους με δημόσιο πλειστηριασμό, ενόψει του ανέφικτου της αυτούσιας διανομής τους, να διοριστεί υπάλληλος του πλειστηριασμού η αναφερόμενη συμβολαιογράφος Πειραιώς ή ο νόμιμος αναπληρωτής της, να διανεμηθεί το επιτευχθέν πλειστηρίασμα ανάλογα με το μερίδιο, που αναλογεί στον καθένα από τους διαδίκους, καθώς και να επιβληθεί η δικαστική δαπάνη σε βάρος της διανεμητέας περιουσίας. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η προσβαλλόμενη με αρ. 2894/2015 οριστική απόφαση του ανωτέρω  Δικαστηρίου, το οποίο, αφού διέταξε την επανάληψη της βιαίως διακοπείσας δίκης λόγω θανάτου της τρίτης εναγομένης, ………., και δίκασε την υπόθεση ερήμην της πέμπτης εναγομένης, ήδη πέμπτης εφεσίβλητης, απέρριψε την αγωγή, διότι δεν τηρήθηκε η νόμιμη προδικασία για το παραδεκτό της συζήτησής της και συγκεκριμένα, διότι η αγωγή δεν ενεγράφη, κατ’ άρθρο 220 ΚΠολΔ, στα βιβλία του αρμόδιου υποθηκοφυλακείου για τα δύο πρώτα από τα ως άνω υπό διανομή ακίνητα. Κατά της ανωτέρω απόφασης η ενάγουσα άσκησε την κρινόμενη έφεσή της, με το μοναδικό λόγο της οποίας ισχυρίζεται ότι, αναφορικά με το 1ο και 2ο ακίνητα  η ένδικη αγωγή της είχε εγγραφεί νόμιμα και εμπρόθεσμα στο υποθηκοφυλακείο Πειραιά, πλην όμως από παραδρομή δεν είχε προσκομιστεί το ορθό πιστοποιητικό εγγραφής στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο και ζητεί, έτσι, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη, ώστε στη συνέχεια το δικαστήριο να προχωρήσει στην έρευνα της ουσίας της υπόθεσης και να κάνει δεκτή την αγωγή της. Οι λόγοι έφεσης αποτελούν παράπονα κατά της εκκαλουμένης απόφασης, που μπορεί να αναφέρονται εκτός άλλων και σε παραδρομές του εκκαλούντος, οι οποίες ανάγονται στη συμπεριφορά αυτού κατά την πρωτόδικη δίκη έως το τέλος της συζήτησης, κατά την οποία εκδόθηκε η οριστική απόφαση (Βαθρακοκοίλης, Ερμηνεία ΚΠολΔ, υπό άρθρο 520, αρ. 31, 35). Συνεπώς, ο προβαλλόμενος από την εκκαλούσα λόγος έφεσης είναι νόμιμος και αποδεικνύεται και ουσία βάσιμος. Ειδικότερα, από το επικαλούμενο και προσκομιζόμενο από την εκκαλούσα με αρ. ……../25-5-2012 πιστοποιητικό του υποθηκοφυλακείου Πειραιά  προκύπτει ότι η ένδικη αγωγή, καθόσον αφορά το 1ο και 2ο επίκοινα ακίνητα, ενεγράφη εμπρόθεσμα στο αρμόδιο υποθηκοφυλακείο. Πρέπει, επομένως, η έφεση να γίνει δεκτή και κατ’ ουσίαν, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση και να κρατήσει το παρόν Δικαστήριο την ένδικη αγωγή για να τη δικάσει.

Κατά το άρθρο 800 ΑΚ, η διανομή γίνεται αυτουσίως, αν το αντικείμενο ή τα αντικείμενα που πρόκειται να διανεμηθούν είναι δυνατόν, χωρίς μείωση της αξίας, να διαιρεθούν σε  ομοειδή μέρη ανάλογα προς τις μερίδες των κοινωνών. Κατά  δε τη διάταξη του άρθρου 480 § 1 ΚΠολΔ, το Δικαστήριο αποφασίζει την αυτούσια διανομή, αν είναι δυνατή η διαίρεση του διανεμητέου σε μέρη ανάλογα προς τις μερίδες των κοινωνών, δίχως να μειώνεται η αξία του. Από τις διατάξεις αυτές, σε συνδυασμό με αυτήν του άρθρου 481 § 1  ΚΠολΔ, κατά την οποία το δικαστήριο δεν είναι υποχρεωμένο να διατάξει απόδειξη, αν κρίνει ότι η αυτούσια διανομή είναι προδήλως δυνατή, αδύνατη ή ασύμφορη, συνάγεται ότι, η κρίση περί αδυνάτου ή ασυμφόρου της αυτούσιας διανομής ή αντιθέτως περί του δυνατού αυτής είναι κρίση πραγματικών γεγονότων και γι’ αυτό είναι αναιρετικώς ανέλεγκτη (ΑΠ 1104/2008 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 211/2006 ΕλΔνη 47.777). Επομένως, αν η παραπάνω διαίρεση του διανεμητέου είναι ανέφικτη, δηλαδή αν το κοινό αντικείμενο δεν μπορεί να διαιρεθεί με βάση τον προορισμό, που έχει από τη φύση του, κατά τις αντιλήψεις που επικρατούν στις συναλλαγές, δεν διατάσσεται η αυτούσια διανομή του. Αν η διανομή με τους παραπάνω τρόπους είναι ανέφικτη ή ασύμφορη, το Δικαστήριο διατάζει την πώληση του διανεμητέου επικοίνου με πλειστηριασμό, κατ’ άρθρο 484 ΚΠολΔ, λαμβάνοντας υπόψη του, εκτός από τις μερίδες των κοινωνών, το είδος, τις διαστάσεις, καθώς και το εμβαδόν του διανεμητέου. Από τα παραπάνω προκύπτει ότι ο τρόπος λύσεως της κοινωνίας, δηλαδή αν η λύση θα γίνει με αυτούσια διανομή ή με πώληση με πλειστηριασμό, ανήκει στην κυριαρχική εξουσία του Δικαστηρίου (ΑΠ 913/2011, ΑΠ 1895/2009 ΝΟΜΟΣ). Στην εξουσία του δικαστηρίου, επίσης, εναπόκειται να κρίνει, αν θα διαταχθεί ή όχι πραγματογνωμοσύνη, προκειμένου περί αυτούσιας διανομής (ΑΠ 1053/1993 ΕλΔνη 1994.1577, ΕΑ 10087/2002 ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, από τις ίδιες ως άνω διατάξεις καθώς και τις διατάξεις του άρθρου 480Α του ίδιου κώδικα προκύπτει ότι, το δικαστήριο για να διατάξει την αυτούσια διανομή κοινού οικοπέδου, στο οποίο υπάρχει οικοδομή, με σύσταση χωριστής ιδιοκτησίας πρέπει να είναι δυνατή η διαίρεσή του σε μέρη ανάλογα με τις μερίδες των κοινωνών, δίχως να μειώνεται η αξία του ή να κρίνεται εφικτή, και μόνο κατόπιν σχετικής αίτησης του κοινωνού, και χωρίς να αντιβαίνει στο συμφέρον των λοιπών συγκυριών η σύσταση χωριστής ιδιοκτησίας κατ’ ορόφους ή μέρη ορόφων, κατ’ άρθρο 480Α § 1 (οριζόντια ιδιοκτησία) [ΑΠ 913/2011, ΑΠ 256/2007 ΝΟΜΟΣ, ΕΑ 2760/2013 ΕλΔνη 2014.139,192, ΕΘ 299/2012 ΑΡΜ 2013.276]. Το αίτημα δε για αυτούσια διανομή με σύσταση οριζόντιας  ιδιοκτησίας μπορεί να υποβληθεί και με τις προτάσεις οποιουδήποτε από τους συγκύριους διαδίκους κατά την πρώτη στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο συζήτηση της αγωγής περί διανομής, διαφορετικά είναι απορριπτέο ως απαράδεκτο (ΑΠ 1588/2008, ΑΠ 1602/2008 ΝΟΜΟΣ), αφού το δικαστήριο δεν έχει την δυνατότητα να επιλέξει αυτεπαγγέλτως τον εν λόγω τρόπο διανομής, αλλά επιλαμβάνεται σχετικώς μόνον κατόπιν ρητού αντίστοιχου, και με τις (πρωτόδικες) προτάσεις υποβαλλόμενου, αιτήματος κοινωνού, το οποίο και ως προς την άσκησή του υπόκειται στους περιορισμούς της διάταξης του άρθρου 269 ΚΠολΔ (ΑΠ 1588/2008, ΑΠ 1602/2008, ΑΠ 256/2007 ΝΟΜΟΣ), ενώ το εν λόγω αίτημα μπορεί να υποβληθεί παραδεκτά στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, αν ο διάδικος δικάσθηκε ερήμην στον πρώτο βαθμό και για το λόγο αυτόν έγινε δεκτή η έφεσή του και εξαφανίσθηκε η απόφαση (ΑΠ 913/2011 ΝΟΜΟΣ, ΕΘ 299/2012 ΑΡΜ 2013.276). Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1113, 795, 798, 799 ΑΚ, 478 επομ. ΑΚ, 118 αριθ. 4 και  916 παρ 1α  ΚΠολΔ προκύπτει ότι τα απαραίτητα κατά νόμο στοιχεία της βάσης της αγωγής, με την οποία ζητείται η διανομή κοινού πράγματος, είναι η συγκυριότητα  του ενάγοντος, η  μεταξύ αυτού και του εναγομένου κοινωνία, η ακριβής περιγραφή του  διανεμητέου ακινήτου, η μη συμφωνία  του εναγομένου για εξώδικη διανομή και σχετικό αίτημα (ΑΠ 1427/2011 ΑΡΜ 2012.242). Δεν  είναι όμως αναγκαίο  να εκτίθεται  στην αγωγή και ο τρόπος, με τον οποίο ο ενάγων και ο εναγόμενος, έγιναν συγκύριοι, εκτός αν ο εναγόμενος αμφισβητώντας τη νομιμοποίηση της αγωγής,  ισχυρισθεί  ότι δεν έχουν κανένα δικαίωμα κυριότητας επί του διανεμητέου, ούτε ο  ενάγων ούτε ο εναγόμενος, οπότε υποχρεούται ο ενάγων, με τις προτάσεις της πρώτης συζήτησης, να καθορίσει και τον τρόπο, με τον οποίο οι  διάδικοι έγιναν συγκύριοι του διανεμητέου (ΑΠ 1283/2013 ΝοΒ 2014.96, ΑΠ 1617/2005 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 970/2005 ΕλΔνη 2005.418, ΕΑ 4336/2010 ΝΟΜΟΣ). Επίσης, δεν είναι αναγκαίο να εκτίθενται στην αγωγή, αναφορικά με την περιγραφή του διανεμητέου ακινήτου, οι πλευρικές του διαστάσεις και ο καθ’ όρια προσανατολισμός του, ούτε να κατονομάζονται οι  ιδιοκτήτες των ομόρων ακινήτων (ΑΠ 164/2014, ΑΠ  1482/2014, ΑΠ 832/2013, ΑΠ 1185/2012, ΕΠειρ 68/2016 ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, κατά τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 1710 § 1, 1193, 1195, 1198 και 1199 ΑΚ, η κληρονομική διαδοχή, είτε χωρεί εκ του νόμου είτε εκ διαθήκης,  αποτελεί παράγωγο τρόπο κτήσης της κυριότητας των κληρονομιαίων κινητών και ακινήτων πραγμάτων, η κυριότητα, όμως, των ακινήτων, που περιλαμβάνονται στην κληρονομία, όπως και κάθε άλλο εμπράγματο δικαίωμα σε αυτά, μεταβιβάζεται στον κληρονόμο αναδρομικώς από το χρόνο θανάτου του κληρονομουμένου, μόνο εφόσον αυτός (κληρονόμος) αποδεχθεί με δημόσιο έγγραφο την κληρονομία και η αποδοχή αυτή μεταγραφεί ή εκδοθεί κληρονομητήριο και μεταγραφεί αυτό. Έτσι, επί αγωγής διανομής κοινού πράγματος, που η συγκυριότητα του ενάγοντος στο επίδικο ακίνητο στηρίζεται στην κληρονομική διαδοχή, στοιχεία του κύρους αυτής αποτελούν, κατά τη διάταξη του άρθρου 216 § 1 ΚΠολΔ, τόσο η αποδοχή κληρονομίας όσο και η μεταγραφή της ή η έκδοση κληρονομητηρίου και η μεταγραφή αυτού, η παράλειψη δε των στοιχείων αυτών στην αγωγή καθιστά την τελευταία αόριστη, της αοριστίας αυτής μη δυνάμενης να συμπληρωθεί με τις προτάσεις της πρώτης συζήτησης της (αγωγής) [ΑΠ 619/2012 ΝΟΜΟΣ].

Εν προκειμένω η ένδικη αγωγή με το εκτεθέν πιο πάνω περιεχόμενο είναι επαρκώς ορισμένη, παρά τα αντίθετα υποστηριζόμενα από τους εναγόμενους, αφού περιέχει, εκτός άλλων, ακριβή περιγραφή των διανεμητέων ακινήτων με την αντικειμενική αξία εκάστου, αλλά και αναφορά των αποδοχών κληρονομίας και της μεταγραφής τους εκ μέρους των συγκυρίων-συγκληρονόμων. Περαιτέρω, είναι και  νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 785, 795, 798, 799,  800, 801, 1033, 1002, 1113, 1117, 1192, 1194, 1198, 1199, 1710, 1813 επ., 1846, 1884 ΑΚ και 478, 479, 480,  481, 484 ΚΠολΔ, πλην του παρεπόμενου αιτήματος περί διορισμού από το Δικαστήριο συγκεκριμένου συμβολαιογράφου ως επί του πλειστηριασμού υπαλλήλου, το οποίο κρίνεται απορριπτέο ως νόμω αβάσιμο, καθόσον από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 484 § 1, 927 και 954 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι, ο επισπεύδων τον πλειστηριασμό συγκύριος ορίζει και τον επ’ αυτού υπάλληλο, εφόσον στον ΚΠολΔ δεν υφίσταται αντίστοιχη διάταξη του άρθρου 1092 § 2 της προϊσχύσασας Πολιτικής Δικονομίας, κατά την οποία, το δικαστήριο που διέτασσε την πώληση του επικοίνου πράγματος, διόριζε και τον αρμόδιο συμβολαιογράφο, και συνεπώς εν προκειμένω εφαρμόζονται οι γενικές διατάξεις (ΑΠ 226/1974 ΝοΒ 22.1167). Ακόμη, για το παραδεκτό της ένδικης αγωγής α) προσκομίζονται τα τρία από 10-3-2015 πιστοποιητικά καταβολής Ενιαίου Φόρου Ιδιοκτησίας Ακινήτου (άρθρο 54 Α § 5 Ν. 4174/2013, όπως τροποπ. με τον Ν. 4254/2014), β) καταβλήθηκε το προσήκον τέλος δικαστικού ενσήμου μετά των αναλογούντων ποσοστών υπέρ τρίτων (βλ. με αρ. ……. διπλότυπο είσπραξης της ΔΟΥ Γ’ Πειραιώς με τα επικολληθέντα επ’ αυτού ένσημα) και γ) προσκομίζονται τα  με αρ. …….. και ……… πιστοποιητικά έγγραφής  των υποθηκοφυλακείων Βιλλίων Αττικής και Πειραιώς αντίστοιχα, αφορώντα και τα τρία επίδικα ακίνητα, περί εγγραφής της ένδικης αγωγής, κατ’ άρθρο 220 ΚΠολΔ. Πρέπει, επομένως, η αγωγή να ερευνηθεί περαιτέρω και από ουσιαστική άποψη.

Από την εκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων των διαδίκων, που εξετάστηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου και περιλαμβάνονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απομαγνητοφωνημένα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, καθώς και από όλα τα έγγραφα, που νόμιμα μετ’ επικλήσεως προσκομίζουν οι διάδικοι, για να χρησιμεύσουν είτε προς άμεση απόδειξη είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, συμπεριλαμβανομένων και των φωτογραφιών των επίδικων ακινήτων, που η γνησιότητά τους δεν αμφισβητήθηκε, αποδείχθηκαν τα παρακάτω πραγματικά περιστατικά : Τα επίδικα υπό διανομή ακίνητα είναι : 1) Μία διόροφη οικία, νεοκλασσικού ρυθμού, κείμενη σε οικόπεδο, άρτιο και οικοδομήσιμο, εκτάσεως (του οικοπέδου) 123,45 τμ.,  που βρίσκεται στον Πειραιά, στη θέση «……..»,  επί της οδού ….. 4, και συνορεύει ανατολικά με πρώην οικόπεδο ………. και ήδη με ……….και ………., δυτικά με πρώην οικόπεδο ……. και ήδη με οικία ………, βόρεια με πρώην οικόπεδα …… και ήδη με οικία ……. και νότια με την οδό ……., η οποία αποτελεί πάροδο της οδού ……… , όπως αυτό εμφαίνεται με τα στοιχεία Α-Β-Γ-Δ-Ε-Ζ-Η-Θ-Α στο από Ιανουαρίου 1986 τοπογραφικό διάγραμμα του πολιτικού μηχανικού …….., που προσαρτάται στο με αρ. ……. συμβόλαιο αγοραπωλησίας του συμβολαιογράφου Πειραιά …… Η εν λόγω οικοδομή, η οποία δεν έχει υπαχθεί στο σύστημα της οριζόντιας ιδιοκτησίας  κατά τον Ν. 3741/1929, αποτελείται από ισόγειο όροφο επιφάνειας 70 τμ. και πρώτο πάνω από το ισόγειο όροφο επιφάνειας περίπου 60 τμ. Η αντικειμενική αξία του παραπάνω ακινήτου ανέρχεται στο ποσό των 172.016,30 ευρώ, εκ του οποίου 25.137 ευρώ η αντικειμενική αξία του Α’ διαμερίσματος του ισογείου, 25.137 ευρώ η αντικειμενική αξία του Β’ διαμερίσματος του ισογείου, 55.860 ευρώ η αντικειμενική αξία του πρώτου ορόφου και 65.882,30 ευρώ η αξία του δικαιώματος του υψούν. 2) Η υπό στοιχεία Ε-1 χωριστή, οριζόντια ιδιοκτησία (διαμέρισμα) του δώματος πολυκατοικίας, κτισμένης σε οικόπεδο εκτάσεως 837,17 τμ., που βρίσκεται στη θέση «. …», πλησίον της αγοράς του συνοικισμού Νέου Φαλήρου, εντός του εγκεκριμένου σχεδίου Νέου Φαλήρου δήμου Πειραιώς, επί της οδού …….., το οποίο (οικόπεδο) συνορεύει  βόρεια με ακίνητο ιδιοκτησίας …….., νότια με πολυκατοικία διαφόρων αγνώστων συνιδιοκτητών, ανατολικά με οικόπεδο ιδιοκτησίας αγνώστων ιδιοκτητών και δυτικά με την οδό ………., όπως αυτό εμφαίνεται με στοιχεία Α-Β-Γ-Δ-Ε-Ζ-Η-Θ-Α στο από Απριλίου 1972 τοπογραφικό διάγραμμα του πολιτικού μηχανικού …….., που προσαρτάται στη με αρ. ……. πράξη σύστασης οριζοντίου ιδιοκτησίας και κανονισμού πολυκατοικίας του συμβολαιογράφου Αθηνών ……….. Το εν λόγω διαμέρισμα είναι επιφάνειας 42 τμ. και αποτελείται από δύο κύρια δωμάτια, λουτρό, κουζίνα και βεράντα επιφάνειας 98 τμ., έχει δε ποσοστό συνιδιοκτησίας επί του οικοπέδου 12 χιλιοστά εξ αδιαιρέτου και συνορεύει βόρεια με ακάλυπτο χώρο δώματος και πέραν τούτου με βόρειο όριο πολυκατοικίας, νότια με ακάλυπτο χώρο δώματος, με πλατύσκαλο ορόφου, με κλιμακοστάσιο και με φωταγωγό, ανατολικά με ακάλυπτο χώρο του δώματος και πέραν αυτού με ανατολικό όριο της πολυκατοικίας και δυτικά με ακάλυπτο χώρο του δώματος και με κλιμακοστάσιο. Η αντικειμενική αξία του παραπάνω διαμερίσματος ανέρχεται σε 42.336 ευρώ. 3) Ένα ακίνητο, που βρίσκεται στη θέση …….., εντός της ζώνης του οικισμού Πόρτο Γερμενό, της κτηματικής περιφέρειας Δήμου Μάνδρας-Ειδυλλίας, τέως Δήμου Βιλλίων Αττικής,  επιφάνειας 2.331,21 τμ. περίπου, το οποίο προήλθε από τη συνένωση δύο όμορων ακινήτων, ήτοι ενός ακινήτου εκτάσεως 2.000 τμ. περίπου, το οποίο συνορεύει  ανατολικά και δυτικά με πευκοδάσος κληρονόμων ………, βόρεια με ελαιόφυτο ……. και νότια με ελαιόφυτο ….., και ενός ακινήτου εκτάσεως 331,21 τμ. περίπου, το οποίο συνορεύει βόρεια με το προηγούμενο ακίνητο, νότια με ιδιοκτησία ……., ανατολικά  με ιδιοκτησία ……… και δυτικά με το προηγούμενο ακίνητο, όπως αυτό εμφαίνεται  με τα στοιχεία Α-Β-Γ-Δ-Ε-Ζ-Η-Θ-Ι-Κ-Λ-Μ-Ν-Ξ-Ο-Π-Α στο από Δεκεμβρίου 1980 τοπογραφικό διάγραμμα του αγρονόμου τοπογράφου μηχανικού ……, που προσαρτάται στο με αρ. …… συμβόλαιο πώλησης του συμβολαιογράφου Ειδυλλίας ……… Επί του οικοπέδου αυτού, δυνάμει της υπ’ αρ. …….. οικοδομικής άδειας της Δ/νσης Πολεοδομίας Ελευσίνας Νομαρχίας Αττικής έχει ανεγερθεί οικοδομή, αποτελούμενη  από υπόγειο (βοηθητικός χώρος), ισόγειο (κατοικία) εμβαδού 73 τμ., πρώτο (Α’) όροφο (κατοικία) εμβαδού 72 τμ. και δεύτερο (Β’ ) όροφο (κατοικία) εμβαδού 41,10 τμ. Τμήματα της οικοδομής αυτής κατασκευάστηκαν καθ’ υπέρβαση της ως άνω οικοδομικής άδειας (αυθαίρετα), πλην όμως έχουν ήδη τακτοποιηθεί σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 4178/2013. Ειδικότερα, τακτοποιημένα είναι τμήμα του υπογείου εμβαδού 7,50 τμ., τμήμα του ισογείου εμβαδού 27,60 τμ., τμήμα του (Α’) ορόφου εμβαδού 35,30 τμ. και ολόκληρος ο (Β’) όροφος. Ωστόσο, σύμφωνα με την υπ’ αρ. πρωτ. 4273/19-12-1985 απόφαση χαρακτηρισμού εκτάσεως ως δασικής του Δασαρχείου Αιγάλεω  της Δ/νσης Δασών Διαμερίσματος Δυτικής Αττικής, Νομαρχίας Αττικής, τμήμα του εν λόγω ακινήτου εμβαδού 107 τμ. αποτελεί δασική έκταση. Η αντικειμενική δε αξία του ανέρχεται στο συνολικό ποσό των 148.330,03 ευρώ, εκ του οποίου 6.426 ευρώ αντιστοιχεί στην αντικειμενική αξία του υπογείου, 46.512 ευρώ αντιστοιχεί στην αντικειμενική αξία του ισογείου, 51.680 ευρώ αντιστοιχεί στην αντικειμενική αξία του (Α’) ορόφου, 19.152 ευρώ αντιστοιχεί στην αντικειμενική αξία του (Β’) ορόφου και 24.560,03 ευρώ αντιστοιχεί στην  αξία του δικαιώματος του υψούν.

Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι τα διανεμητέα ακίνητα -από το 1ο  ακίνητο μόνο το ποσοστό των 145/220 ή 232/352 εξ αδιαιρέτου- περιήλθαν στην ενάγουσα, κατά πλήρη κυριότητα και σε ποσοστό 3/8 εξ αδιαιρέτου το καθένα από κληρονομία του πατέρα της, ………, ο οποίος απεβίωσε στις 29-9-1991, δυνάμει της υπ’ αρ. …… δήλωσης αποδοχής κληρονομίας της συμβολαιογράφου Αθηνών ……, που έχει μεταγραφεί νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του υποθηκοφυλακείου Πειραιώς (τ. .., αρ. μεταγ. …). Στην πρώτη εναγομένη  και στο δεύτερο εναγόμενο τα ίδια ακίνητα περιήλθαν, κατά πλήρη κυριότητα και σε ποσοστό 2/8 και 3/8 εξ αδιαιρέτου αντίστοιχα, από κληρονομία του ιδίου παραπάνω αποβιώσαντος (σύζυγος της πρώτης και πατέρας του δεύτερου), δυνάμει της με αρ. …….. δήλωσης αποδοχής κληρονομίας της συμβολαιογράφου Πειραιώς ………, που έχει μεταγραφεί νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του υποθηκοφυλακείου Πειραιά (τ. …, αρ. μεταγ. …). Στις δε τέταρτη και πέμπτη των εναγομένων το 1ο από τα άνω περιγραφόμενα ακίνητα (αυτό στην ……) -και ειδικότερα  ποσοστό 120/352 αυτού- περιήλθε  κατά πλήρη κυριότητα α) σε ποσοστό 3/8 (ή 45/352) εξ αδιαιρέτου στην καθεμία από κληρονομία του πατέρα τους, …….., ο οποίος απεβίωσε στις 16-1-2000, δυνάμει της με αρ. ……. δήλωσης αποδοχής κληρονομίας του συμβολαιογράφου Πειραιά ……, που έχει μεταγραφεί νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του υποθηκοφυλακείου Πειραιά (τ. .., αρ. μεταγ. ..) και β) σε ποσοστό 15/352 εξ αδιαιρέτου στην καθεμία επί ποσοστού 30/352 εξ αδιαιρέτου του ακινήτου από κληρονομία της μητέρας τους, ………., αρχικώς 3η εναγομένη, η οποία απεβίωσε στις 31-12-2012, δυνάμει της υπ’ αρ. ……. δήλωσης αποδοχής κληρονομίας της συμβολαιογράφου Πειραιώς …….. ……, που έχει μεταγραφεί νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του υποθηκοφυλακείου Πειραιά (τ. …, αρ. μεταγ. ..). Στο δικαιοπάροχο της ενάγουσας και των δύο πρώτων εναγομένων, ……., τα επίδικα ακίνητα είχαν περιέλθει ως εξής : 1) Το 1ο  ακίνητο στην .. κατά ποσοστό 145/200 εξ αδιαιρέτου (ή 232/352 εξ αδιαιρέτου) α) σε ποσοστό 60/220 εξ αδιαιρέτου, δυνάμει του υπ’ αρ. …… συμβολαίου διανομής του συμβολαιογράφου Πειραιώς ……, νόμιμα μεταγεγραμμένου, β) σε ποσοστό 15/220 εξ αδιαιρέτου, από κληρονομία της μητέρας του, ………, δυνάμει της υπ’ αρ. ….. εκθέσεως αποδοχής κληρονομίας του γραμματέα του Πρωτοδικείου Αθηνών, νόμιμα μεταγεγραμμένης, σε συνδυασμό με την υπ’ αρ. 3915/1962 απόφαση (χορήγησης κληρονομητηρίου) του Πρωτοδικείου Πειραιώς, νομίμως μεταγεγραμμένης, και γ) σε ποσοστό 70/220 εξ αδιαιρέτου, με αγορά από την ………, δυνάμει του υπ’ αρ. ……… συμβολαίου αγοραπωλησίας του συμβολαιογράφου Πειραιώς …….., νόμιμα μεταγεγραμμένου. 2) Το 2ο ακίνητο  στο Νέο Φάληρο περιήλθε στον …….. με αγορά από τον …….., δυνάμει του υπ’ αρ. ….. συμβολαίου του συμβολαιογράφου Αθηνών …….., νόμιμα μεταγεγραμμένου. 3) Το 3ο ακίνητο στο Πόρτο Γερμενό περιήλθε  σε αυτόν με αγορά και συνένωση δύο όμορων ακινήτων και δη  το τμήμα του ακινήτου έκτασης 2.000 τμ., α)σε ποσοστό 1/2  εξ αδιαιρέτου με αγορά από την …….., δυνάμει του υπ’ αρ. ….. συμβολαίου του συμβολαιογράφου Ειδυλλίας ….., νόμιμα μεταγεγραμμένου, β) στο υπόλοιπο ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου με αγορά από την ……….., δυνάμει του υπ’ αρ. ….. πωλητηρίου συμβολαίου,  του συμβολαιογράφου Πειραιώς ……., νόμιμα μεταγεγραμμένου, το δε δεύτερο τμήμα του όλου ακινήτου, έκτασης 331,21 τμ., με αγορά από τους ……….., δυνάμει του υπ’ αρ. …….. συμβολαίου του συμβολαιογράφου Ειδυλλίας ……., νομίμως μεταγεγραμμένου. Εξάλλου, στον απώτερο δικαιοπάροχο της τέταρτης  και πέμπτης εναγομένων, ……., το 1ο  από τα επίδικα ακίνητα είχε περιέλθει  κατά ποσοστό 75/220 εξ αδιαιρέτου ως εξής : α) σε ποσοστό 60/220 εξ αδιαιρέτου από διανομή, δυνάμει του υπ’ αρ. …….. συμβολαίου του συμβολαιογράφου Πειραιά …….., νόμιμα μεταγεγραμμένου, β) σε ποσοστό 15/220 εξ αδιαιρέτου, από κληρονομία της μητέρας του, ……., δυνάμει της υπ’ αρ. …….έκθεσης αποδοχής κληρονομίας του γραμματέα του Πρωτοδικείου Αθηνών, νομίμως μεταγεγραμμένης, σε συνδυασμό με την υπ’ αρ. 3915/1962 απόφαση (κληρονομητηρίου)  του Πρωτοδικείου Πειραιώς, νομίμως μεταγεγραμμένη. Τέλος, στη  ………, αρχική τρίτη εναγομένη, στην θέση της οποίας υπεισήλθαν οι τέταρτη και πέμπτη των εναγομένων, το ποσοστό των 30/352 εξ αδιαιρέτου από το 1ο ακίνητο είχε περιέλθει σε ποσοστό 1/4 (ή 2/8) εξ αδιαιρέτου από κληρονομία του συζύγου της, …….., δυνάμει της υπ’ αρ. …./14-9-2000 δήλωσης αποδοχής κληρονομίας του συμβολαιογράφου Πειραιά ……., νομίμως μεταγεγραμμένης. Με βάση τα ως άνω αναφερόμενα λοιπόν, όλοι οι διάδικοι είναι συγκύριοι, κατά τα προαναφερόμενα ποσοστά, στο 1ο ακίνητο, που βρίσκεται στην Καστέλλα, ενώ στα άλλα δύο ακίνητα (στο Νέο Φάληρο και στο Πόρτο Γερμενό) η συγκυριότητα υφίσταται μόνο ανάμεσα στην ενάγουσα και τους δύο πρώτους εναγομένους.

Περαιτέρω, αποδείχθηκε  ότι  οι   εναγόμενοι  δεν   συμφωνούν   στην εξώδικη διανομή των παραπάνω κοινών ακινήτων. Επί πλέον η αυτούσια διανομή τους κρίνεται  προδήλως ανέφικτη, ενόψει των ποσοστών συγκυριότητας των διαδίκων σε αυτά, του μεγέθους των ακινήτων, της αξίας τους και των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών τους. Συγκεκριμένα, όσον αφορά το 1ο επίκοινο, θα πρέπει να γίνουν πέντε μερίδια, τα οποία να αντιστοιχούν στα ποσοστά συγκυριότητας των διαδίκων, ήτοι 24,72% (ή 87/352) για καθένα από την ενάγουσα και τον δεύτερο εναγόμενο, 16,48% (ή 58/352) για την πρώτη εναγομένη και 17,04% (ή 60/352) για καθεμία από τις τέταρτη και πέμπτη εναγόμενες, η αξία των οποίων να ανέρχεται σε 42.515,39 €, 28.343,60 €, 42.515,39 €, 29.320,96 € και 29.320,96 € αντίστοιχα. Τούτο, όμως, κατά τις αντιλήψεις που επικρατούν στις συναλλαγές αλλά και τα διδάγματα της λογικής είναι προδήλως ανέφικτο, ενόψει της μικρής έκτασης του οικοπέδου (123,45 τμ), αλλά και της ύπαρξης της προπεριγραφόμενης διόροφης οικοδομής με τα τρία διαμερίσματα, τα οποία οπωσδήποτε δεν μπορούν να διαιρεθούν σε πέντε μερίδια. Η δυνατότητα, εξάλλου, για διανομή με  σύσταση χωριστών οριζόντιων ιδιοκτησιών  δεν μπορεί να ερευνηθεί, εφόσον δεν υποβλήθηκε σχετικό αίτημα από ουδένα των διαδίκων. Εξάλλου, η αυτούσια διανομή του 2ου και 3ου ακινήτων μεταξύ των  συγκυρίων (της ενάγουσας και των δύο πρώτων εναγομένων) είναι, επίσης, προδήλως ανέφικτη. Ειδικότερα, αναφορικά με το 2ο ακίνητο (διαμέρισμα στο Νέο Φάληρο), του οποίου η αντικειμενική αξία ανέρχεται σε 42.336 ευρώ, με βάση τα ποσοστά συγκυριότητας των συγκυρίων (37,5% της ενάγουσας, 25% της πρώτης εναγομένης και σε  37,5% του δεύτερου εναγομένου), τα μερίδια τους  αποτιμώνται αντίστοιχα σε  15.876 €,  10.584 € και 15.876 €. Με βάση λοιπόν αυτά, ενόψει και της μικρής έκτασης του ακινήτου (διαμέρισμα 42 τμ. μαζί με βεράντα  98 τμ.), είναι προφανές, με βάση τα διδάγματα της συναλλακτικής πείρας και  λογικής, ότι δεν μπορεί να γίνει αυτούσια διανομή του άνω ακινήτου, αφού δεν είναι δυνατόν να διανεμηθεί σε τρία μερίδια, αξίας ανάλογης με την αξία του μεριδίου εκάστου συγκυρίου και χωρίς να μειώνεται η αξία του διανεμητέου. Ομοίως, αναφορικά με τον 3ο επίκοινο, ενόψει της ανισότητας των μεριδίων των συγκυρίων, της έκτασης του ακινήτου, της θέσης του εκτός οικισμού, αλλά και του γεγονότος ότι περιλαμβάνει έκταση δασική, δεν είναι δυνατή η αυτούσια διανομή του σε τρία τμήματα, όσα δηλαδή και οι συγκοινωνοί, τα οποία να μπορούν να αποτελέσουν άρτια και οικοδομήσιμα οικόπεδα. Και τούτο, διότι όταν το επίκοινο ακίνητο ευρίσκεται εκτός ρυμοτομικού σχεδίου ή εκτός των ορίων νομίμως υφισταμένου προ του έτους 1923 οικισμού, τότε η αυτούσια διανομή αυτού δια κατατμήσεως σε μικρότερα γαιοτεμάχια ανάλογα προς τις μερίδες των συγκυρίων, είναι κατά νόμο δυνατή και επιτρεπτή, όταν τα δημιουργούμενα γαιοτεμάχια είναι άρτια και οικοδομήσιμα, και συγκεκριμένα όταν έχουν εμβαδόν τέσσερα (4) στρέμματα και από 1-1-2004 ελάχιστο πρόσωπο επί κοινοχρήστου δρόμου είκοσι πέντε (25) μέτρων (ΑΠ 515/2013 ΝΟΜΟΣ), προϋποθέσεις που δεν συντρέχουν στην προκειμένη περίπτωση. Με βάση δε την αντικειμενική αξία του εν λόγω ακινήτου και τα ποσοστά συγκυριότητας της ενάγουσας και των δύο πρώτων εναγομένων, τα μερίδια  αυτών αποτιμώνται αντίστοιχα σε  55.623,76 €,  37.082,51 € και 55.623,76 €. Ως εκ τούτου  δεν είναι δυνατή η αυτούσια διανομή του εν λόγω ακινήτου σε τόσα μέρη όσα τα μερίδια των κοινωνών χωρίς μείωση της αξίας του, ενώ σχετικά με τη δυνατότητα σύστασης οριζόντιων ιδιοκτησιών επί του ακινήτου τούτου, και αν υποτεθεί ότι είναι δυνατός αυτός ο τρόπος διανομής, δεν έχει υποβληθεί τέτοιο αίτημα από  τους διαδίκους. Η αδυναμία αυτούσιας διανομής των τριών επίκοινων ακινήτων επιβεβαιώνεται τόσο από το μάρτυρα απόδειξης, …….., πολιτικό μηχανικό, ο οποίος επιβεβαιώνει και την 5-4-2015 προσκομισθείσα από την ενάγουσα τεχνική του έκθεση, όσο και από το μάρτυρα ανταπόδειξης, ……….., πολιτικό μηχανικό, ο οποίος, σε ερώτηση για την δυνατότητα αυτούσιας διανομής των ακινήτων, έδωσε αρνητική απάντηση (βλ. σελ. 149-150 απομαγνητοφωνημένων πρακτικών πρωτοβαθμίου δικαστηρίου : «ΕΙΣΗΓΗΤΡΙΑ : Πείτε μας τώρα αν μπορεί να διανεμηθούν αυτουσίως τα ακίνητα. ΜΑΡΤΥΡΑΣ : Όχι. Γι’ αυτό και είχαν συμφωνήσει σε αυτό το ποσό»). Το ανέφικτο εξάλλου της αυτούσιας διανομής ως προς το πρώτο ακίνητο συνομολογεί η τέταρτη εναγομένη με τις προτάσεις της, ενώ οι δύο πρώτοι εναγόμενοι με την προσθήκη στις προτάσεις τους, που κατέθεσαν ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, παραδέχονται ότι πράγματι, η αυτούσια διανομή  των δύο πρώτων ακινήτων είναι ανέφικτη και οδηγεί σε σημαντική απομείωση της αξίας τους.

Κατά το άρθρο 281 ΑΚ, η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη, ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, το δικαίωμα θεωρείται ότι ασκείται καταχρηστικά και όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου, που προηγήθηκε ή η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε, κατά το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε, δεν δικαιολογούν τη μεταγενέστερη άσκησή του κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου, αφού τείνει στην ανατροπή καταστάσεως που δημιουργήθηκε υπό ορισμένες ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε για πολύ χρόνο, με επακόλουθο να συνεπάγεται επαχθείς συνέπειες για τον υπόχρεο (ΟλΑΠ 17/1995). Απαιτείται, δηλαδή, για να χαρακτηρισθεί καταχρηστική η άσκηση του δικαιώματος, να έχει δημιουργηθεί στον υπόχρεο, από τη συμπεριφορά του δικαιούχου, σε συνάρτηση και με εκείνη του υπόχρεου και μάλιστα ευλόγως, η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμά του. Απαιτείται ακόμη οι πράξεις του υπόχρεου και η υπ’ αυτού δημιουργηθείσα κατάσταση, επαγόμενη ιδιαιτέρως επαχθείς για τον υπόχρεο επιπτώσεις, να τελούν σε αιτιώδη σύνδεσμο με την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου. Μόνη, όμως, η αδράνεια επί μακρό χρόνο του δικαιούχου, και όταν ακόμα δημιούργησε στον υπόχρεο την πεποίθηση, ότι δεν υπάρχει το δικαίωμα ή ότι δεν πρόκειται να ασκηθεί πλέον αυτό, δεν αρκεί να καταστήσει καταχρηστική τη μεταγενέστερη άσκηση αυτού, αλλά απαιτείται να συντρέχουν επιπρόσθετα ειδικές συνθήκες και περιστάσεις, προερχόμενες κυρίως από την προηγηθείσα συμπεριφορά τόσο του δικαιούχου όσο και του υπόχρεου, εφόσον όμως η συμπεριφορά του τελευταίου τελεί σε αιτιώδη σχέση με εκείνη του δικαιούχου, ενόψει των οποίων καθώς και της αδράνειας του δικαιούχου η επακολουθούσα άσκηση του δικαιώματος, που τείνει σε ανατροπή της καταστάσεως, που δημιουργήθηκε από τις παραπάνω ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε επί μακρό χρόνο, να εξέρχεται των ορίων που τίθενται με το άρθρο 281 ΑΚ (ΟλΑΠ 8/2001, ΟλΑΠ 19/1998, ΑΠ 581/2018 ΝΟΜΟΣ). Η ένσταση της καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος μπορεί να προβληθεί και κατά της αγωγής διανομής κοινού πράγματος, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις της (ΟλΑΠ 7/2002, ΑΠ 581/2018 ΝΟΜΟΣ). Οι δύο πρώτοι εναγόμενοι με τις προτάσεις τους, που κατέθεσαν ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου προβάλλουν την ένσταση καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος, επικαλούμενοι  ως πραγματικά περιστατικά για την θεμελίωσή της, ότι η ενάγουσα αδράνησε επί 22 έτη να διεκδικήσει την κληρονομιαία περιουσία της, με αποτέλεσμα να ενεργήσουν οι ίδιοι επί των επίκοινων ακινήτων επωφελείς δαπάνες, ότι τα τελευταία τρία χρόνια βρίσκονταν σε διαπραγματεύσεις με την ενάγουσα για συμβιβαστική επίλυση της διαφοράς και είχαν καταβάλλει 5.000 ευρώ ως προκαταβολή σε εκτέλεση σχετικού συμφωνητικού συμβιβασμού, το οποίο πάντως διεκδίκησαν  έναντι της ενάγουσας με αγωγή στο Ειρηνοδικείο Μαραθώνα, ότι επιπλέον ο δεύτερος εξ αυτών έχει λάβει προέγκριση δανείου για την αγορά των ιδανικών μεριδίων, ότι η τακτοποίηση των αυθαίρετων κατασκευών στο ακίνητο στο Πόρτο Γερμενό έχει καθυστερήσει λόγω των χρονοβόρων διαδικασιών και ότι η ενάγουσα προβαίνει στην άσκηση της ένδικης αγωγής, για να τους εξουθενώσει και ενώ γνωρίζει ότι το ακίνητο στην Καστέλλα χρησιμοποιείται από τους ίδιους ως πρώτη κατοικία τους. Υπό τα ανωτέρω περιστατικά, ωστόσο, δεν στοιχειοθετείται καταχρηστική  συμπεριφορά της ενάγουσας, υπό την έννοια του άρθρου 281 ΑΚ και πρέπει, άρα η ένσταση αυτή να απορριφθεί ως νόμω αβάσιμη. Ακόμη, οι ίδιοι εναγόμενοι με τις προτάσεις τους προβάλλουν ένσταση καθ’ ύλην αναρμοδιότητας του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία όμως τυγχάνει απορριπτέα ως αλυσιτελώς προβαλλόμενη, καθόσον πλέον έχει εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση και το παρόν Δικαστήριο δικάζει εξ αρχής την ένδικη αγωγή. Ομοίως απορριπτέο ως αβάσιμο είναι και το αίτημα, που υπέβαλαν, για διενέργεια πραγματογνωμοσύνης, καθόσον το ανέφικτο της αυτούσιας διανομής των επίκοινων ακινήτων είναι πρόδηλο, χωρίς να είναι αναγκαία η προσφυγή σε πραγματογνωμοσύνη, το δε δικαστήριο, σύμφωνα με όσα αναπτύχθηκαν στη μείζονα σκέψη της παρούσας, δεν υποχρεούται να διατάξει αποδείξεις, εφόσον κρίνει ότι η διαίρεση του διανεμητέου είναι προδήλως δυνατή, αδύνατη ή ασύμφορη (ΑΠ 975/2007 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1361/1996 ΕλΔνη 38.1793, ΕΘ 299/2012 ΑΡΜ 2013.276, ΕΑ 6132/2002 ΕλΔνη 44.1398). Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, δεδομένου ότι ο τρόπος λύσεως της κοινωνίας ανήκει στην κυριαρχική εξουσία του Δικαστηρίου και δεν περιλαμβάνεται στο αίτημα της αγωγής, η ένδικη αγωγή πρέπει να γίνει δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη και να διαταχθεί η πώληση των επίδικων ακινήτων με πλειστηριασμό, ώστε κάθε κοινωνός – συγκύριος να λάβει από το εκπλειστηρίασμα ανάλογο ποσό προς το ιδανικό του μερίδιο, το οποίο ανέρχεται στα προαναφερθέντα ποσοστά εξ αδιαιρέτου για έκαστο από τους διαδίκους.

Τέλος,  τα έξοδα της δίκης διανομής βαρύνουν τη διανεμητέα περιουσία, όπως κάθε δαπάνη για το  κοινό πράγμα (άρθρο 794 ΑΚ), με την έννοια του  καταλογισμού τους  σε βάρος όλων των διαδίκων ανάλογα με το ποσοστό συγκυριότητας καθενός επί του διανεμητέου  κοινού πράγματος (ΕΑ 1075/2011, ΕΔωδ 39/2006 ΝΟΜΟΣ, ΕΘ 305/2001 ΑρχΝομ 2003.81). Δικαστικά και εξώδικα έξοδα της δίκης διανομής είναι τα αναγκαία έξοδα, που έγιναν από όλους ή μερικούς από τους διαδίκους (άρθρο 189 ΚΠολΔ) για την περάτωση της δίκης  διανομής, ανεξάρτητα από την ιδιότητα, με την οποία λαμβάνει μέρος στη δίκη εκείνος που τα κατέβαλε. Ο καθορισμός δε της αμοιβής του δικηγόρου για τη σύνταξη αγωγής διανομής και προτάσεων σ΄ αυτήν θα  γίνει με βάση την αξία της αξιούμενης με την αγωγή ιδανικής μερίδας (ΕΠειρ 942/2000 ΠειρΝομ 2000.437). Με βάση τον προσδιορισμό της αξίας της διανεμητέας περιουσίας  κατά το χρόνο της  πρώτης στο  ακροατήριο  συζήτησης της αγωγής (ΑΠ 16/2013 ΝΟΜΟΣ) και σύμφωνα με τη γενική διάταξη του κώδικα περί δικηγόρων, τα δικαστικά έξοδα,  στα οποία υποβλήθηκε  η ενάγουσα (6% επί του αντικειμένου της διαφοράς  -με βάση το ιδανικό της μερίδιο στα επίκοινα- για σύνταξη αγωγής και εφέσεως και προτάσεων ενώπιον του Πρωτοδικείου και του Εφετείου και επί πλέον παραστάσεις στα ακροατήρια, δικαστικό ένσημο, επιδόσεις κλπ μικροέξοδα), ανήλθαν για το 1ο ακίνητο στο ποσό των  4.399,72 ευρώ και για τα 2ο  και 3ο ακίνητα στο ποσό των 6.432,99 ευρώ. Τα δικαστικά έξοδα, στα οποία υποβλήθηκαν οι εναγόμενοι, που παραστάθηκαν (4% επί του  αντικειμένου της διαφοράς – με βάση το ιδανικό μερίδιο του καθενός στα επίκοινα- για σύνταξη  προτάσεων ενώπιον του πρωτοβαθμίου  Δικαστηρίου και του Εφετείου και επί  πλέον παραστάσεις στα ακροατήρια κλπ μικροέξοδα), ανήλθαν α) για το 1ο ακίνητο στο ποσό των  1.158,93 ευρώ για την πρώτη εναγομένη, στο ποσό των 1.735,90 ευρώ για το δεύτερο εναγόμενο και στο ποσό των 1.322,46 ευρώ για την τέταρτη εναγομένη, β) για τα 2ο και 3ο ακίνητα στο ποσό των 1.906,66 ευρώ για την πρώτη εναγομένη και στο ποσό των 2.909,99 ευρώ για το  δεύτερο εναγόμενο. Επομένως, συνολικά για το 1ο ακίνητο δαπανήθηκαν (4.399,72 + 1.158,93 + 1.753,90 + 1.322,46) 8.617 ευρώ (κατά στρογγυλοποίηση), για δε τα 2ο και 3ο ακίνητα δαπανήθηκαν (6.432,99 + 1.906,66 + 2.859,99) 11.200 ευρώ (κατά στρογγυλοποίηση). Ανάλογα προς το ποσοστό συγκυριότητας των διαδίκων  στο 1ο κοινό ακίνητο, από το ποσό των 8.617 ευρώ, ποσοστό  24,72% βαρύνει  την ενάγουσα (= 2.130,12 ευρώ), το 16,48% την πρώτη εναγομένη  (= 1.420,08 ευρώ), το 24,72% το δεύτερο εναγόμενο (= 2.130,12 ευρώ) και το 17,04% την τέταρτη εναγομένη (= 1.468,34 ευρώ). Από το ποσό αυτό η ενάγουσα επιβαρύνθηκε ως δικά της έξοδα το ποσό των 4.399,72 ευρώ και έτσι της οφείλεται ακόμη το ποσό των 2.269,60 ευρώ. Από την άλλη μεριά οι εναγόμενοι επιβαρύνθηκαν με τα εξής ποσά, η πρώτη εναγομένη με το ποσό των 1.158,90 ευρώ, ο δεύτερος εναγόμενος με το ποσό των 1.735,90 ευρώ και η τέταρτη εναγομένη με το ποσό των 1.322,46 ευρώ, ενώ η πέμπτη εναγομένη, που δεν παραστάθηκε, δεν επιβαρύνθηκε με κανένα ποσό. Συνεπώς, οι εναγόμενοι οφείλουν στην ενάγουσα, η πρώτη εναγομένη (1.420,08 € το ποσό των δικαστικών εξόδων που της αναλογεί να καταβάλει – 1.158,90 € το ποσό που επιβαρύνθηκε=) 261,18 ευρώ, ο δεύτερος εναγόμενος (2.130,12 € το ποσό που του αναλογεί – 1.735,90 € το ποσό που επιβαρύνθηκε =) 394,22 ευρώ, η τέταρτη εναγομένη (1.468,34 € το ποσό που της αναλογεί – 1.322,46 € το ποσό που επιβαρύνθηκε =) 145,88 ευρώ και η πέμπτη εναγομένη (1.468,34 € το ποσό που της αναλογεί – 0 δεν επιβαρύνθηκε ουδέν =) 1.468,34 ευρώ. Ανάλογα δε προς το  ποσοστό συγκυριότητας τη ενάγουσας και των δύο πρώτων εναγομένων στα 2ο και 3ο κοινά ακίνητα από το ποσό των δικαστικών εξόδων των 11.200 ευρώ, ποσοστό  37,5 % βαρύνει  την ενάγουσα (=4.200 ευρώ), το 25% βαρύνει την πρώτη εναγομένη  (=2.800 ευρώ) και το 37,5 % βαρύνει το δεύτερο εναγόμενο (=4.200 ευρώ). Από το ποσό αυτό   η ενάγουσα επιβαρύνθηκε ως δικά της έξοδα το ποσό των 6.432,99 ευρώ και  ακόμη της οφείλεται  ποσό (6.432,99 – 4.200 =) 2.232,99 ευρώ. Από την άλλη μεριά η πρώτη εναγομένη επιβαρύνθηκε με το ποσό των 1.906,66 ευρώ και οφείλει ακόμη στην ενάγουσα (2.800 € το ποσό των εξόδων που της αναλογεί να καταβάλει – 1.906,66 € το ποσό που επιβαρύνθηκε=) 893,34 ευρώ, ο δε δεύτερος εναγόμενος επιβαρύνθηκε με το ποσό των 2.859,99 ευρώ και οφείλει ακόμη στη ενάγουσα (4.200 € το ποσό που του αναλογεί – 2.859,99 €  το ποσό που επιβαρύνθηκε =) 1.340,01 ευρώ. Συνολικά, δηλαδή, η πρώτη εναγομένη οφείλει να καταβάλει στην ενάγουσα (261,18 + 893,34=) 1.154,52 ευρώ και ο δεύτερος εναγόμενος της οφείλει (394,22 + 1.340,01=) 1.734,23 ευρώ. Συνακόλουθα, πρέπει να καταδικαστούν οι εναγόμενοι να καταβάλουν στη ενάγουσα τα προαναφερόμενα ποσά δικαστικών εξόδων. Επίσης, πρέπει να ορισθεί παράβολο ερημοδικίας για  την περίπτωση που η πέμπτη εφεσίβλητη ασκήσει ανακοπή ερημοδικίας κατά της παρούσας απόφασης (άρθρα 501, 502 § 1, 505 § 2 ΚΠολΔ) κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό και να διαταχθεί η επιστροφή του παραβόλου στην καταθέσασα εκκαλούσα, εφόσον η έφεσή της έγινε δεκτή (άρθρο 495 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΚΗΡΥΣΣΕΙ άκυρη την από 28-9-2016 (ειδ. αρ. κατάθ. ………..) έφεση ως προς την τρίτη εφεσίβλητη, ………..

ΔΙΚΑΖΕΙ την άνω έφεση ερήμην της πέμπτης εφεσίβλητης, ………., και κατ’ αντιμωλία των λοιπών διαδίκων.

ΟΡΙΖΕΙ το παράβολο ερημοδικίας σε διακόσια πενήντα (250) ευρώ.

ΔΕΧΕΤΑΙ την έφεση τυπικά και κατ΄ ουσίαν.

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την εκκαλουμένη με αρ. 2894/2015 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά.

ΚΡΑΤΕΙ την υπόθεση και

ΔΙΚΑΖΕΙ την  από 24-4-2012 (αρ. κατάθ. ……..) αγωγή.

ΔΕΧΕΤΑΙ αυτήν.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ τη διανομή των επιδίκων κοινών ακινήτων, που κρίθηκαν ως διανεμητέα και αναφέρονται λεπτομερώς στο σκεπτικό της παρούσας απόφασης δια πωλήσεως με δημόσιο πλειστηριασμό, προκειμένου ο καθένας από τους διαδίκους να λάβει από το εκπλειστηρίασμα, που θα επιτευχθεί, ποσό ανάλογο με το ποσοστό συγκυριότητάς του σ’ αυτά.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ τα δικαστικά έξοδα σε βάρος της διανεμητέας περιουσίας, τα οποία ορίζει συνολικά στο ποσό των οκτώ χιλιάδων εξακοσίων δεκαεπτά (8.617) ΕΥΡΩ για το πρώτο (1ο ) από τα διανεμητέα ακίνητα και στο ποσό των έντεκα χιλιάδων διακοσίων (11.200) ΕΥΡΩ για τα δεύτερο (2ο) και τρίτο (3ο) από τα διανεμητέα ακίνητα, από τα οποία α) όσον αφορά στο πρώτο ακίνητο καταλογίζει στην ενάγουσα  το ποσό των  δύο χιλιάδων εκατόν τριάντα ΕΥΡΩ και δώδεκα ΛΕΠΤΩΝ (2.130,12), στην πρώτη εναγομένη το ποσό των  χιλίων τετρακοσίων είκοσι ΕΥΡΩ και οκτώ ΛΕΠΤΩΝ (1.420,08), στο δεύτερο εναγόμενο το ποσό των  δύο χιλιάδων εκατόν τριάντα ΕΥΡΩ και δώδεκα ΛΕΠΤΩΝ (2.130,12), στην τέταρτη εναγομένη το ποσό των χιλίων τετρακοσίων εξήντα οκτώ ΕΥΡΩ και τριάντα τεσσάρων ΛΕΠΤΩΝ (1.468,34) και στην πέμπτη εναγομένη το ποσό των χιλίων τετρακοσίων εξήντα οκτώ ΕΥΡΩ και τριάντα τεσσάρων ΛΕΠΤΩΝ (1.468,34), β) όσον αφορά στα δεύτερο και τρίτο διανεμητέα ακίνητα καταλογίζει στην ενάγουσα το ποσό των τεσσάρων χιλιάδων διακοσίων (4.200) ΕΥΡΩ, στην πρώτη εναγομένη το ποσό των δύο χιλιάδων οκτακοσίων (2.800) ΕΥΡΩ και στο δεύτερο εναγόμενο το ποσό των  τεσσάρων χιλιάδων διακοσίων (4.200) ΕΥΡΩ.

 ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ αμοιβαίως τα παραπάνω ποσά δικαστικών εξόδων και ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ τους εναγόμενους να καταβάλουν στην ενάγουσα για  δικαστικά έξοδα της διανομής και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας, η πρώτη εναγομένη το συνολικό ποσό των χιλίων εκατόν πενήντα τεσσάρων ΕΥΡΩ και πενήντα δύο ΛΕΠΤΩΝ (1.154,52), ο δεύτερος εναγόμενος το ποσό των χιλίων επτακοσίων τριάντα τεσσάρων ΕΥΡΩ και είκοσι τριών ΛΕΠΤΩΝ (1.734,23), η τέταρτη εναγομένη το ποσό των εκατόν σαράντα πέντε ΕΥΡΩ και ογδόντα οκτώ ΛΕΠΤΩΝ (145,88) και η πέμπτη εναγομένη το ποσό των χιλίων τετρακοσίων εξήντα οκτώ ΕΥΡΩ και τριάντα τεσσάρων ΛΕΠΤΩΝ (1.468,34).

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε στις 17 Ιανουαρίου 2019 στον Πειραιά, δημοσιεύτηκε δε στο ίδιο μέρος σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του, στις  28 Φεβρουαρίου 2019, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.

 

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                      Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ