Αριθμός 376/2025
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Ναυτικό Τμήμα
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Μαρία Παπαδογρηγοράκου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Κ.Σ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις …………., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :
Α) ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: Εδρεύουσας στην ….. Κύπρου εταιρείας περιορισμένης ευθύνης δια μετοχών με την επωνυμία «…………» (με ΑΦΜ …..), η οποία εκπροσωπείται νόμιμα, εκπροσωπήθηκε δε από τον πληρεξούσιό της Δικηγόρο Παναγιώτη Χατζηαναγνώστου [Χατζηαναγνώστου & Αναγνωστόπουλος Δικηγορική Εταιρεία].
ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: Ανώνυμης Τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «…………» (πρώην «………..»), με ΑΦΜ …………., που εδρεύει στην Αθήνα, νομίμως εκπροσωπούμενης, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό της Δικηγόρο Μάριο Χαλιακόπουλο.
Β) ΑΣΚΟΥΣΑΣ ΤΟΝ ΠΡΟΣΘΕΤΟ ΛΟΓΟ ΕΦΕΣΗΣ: Εταιρείας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία “………..”, η οποία εδρεύει στην ………… Κύπρου, όπως νομίμως εκπροσωπείται (ΑΦΜ …………), η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό της Δικηγόρο Παναγιώτη Χατζηαναγνώστου [Χατζηαναγνώστου & Αναγνωστόπουλος Δικηγορική Εταιρεία].
ΚΑΘ’ΗΣ Ο ΠΡΟΣΘΕΤΟΣ ΛΟΓΟΣ ΕΦΕΣΗΣ: Ανώνυμης Τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «…………», που εδρεύει στην Αθήνα, και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό της Δικηγόρο Μάριο Χαλιακόπουλο.
Γ) ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: Εταιρίας με την επωνυμία «………….», με ΑΦΜ ……………, που εδρεύει στον Πειραιά και τελεί υπό εκκαθάριση, νόμιμα εκπροσωπούμενης από την εκκαθαρίστριά της κα ……….., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό της Δικηγόρο Παναγιώτη Χατζηαναγνώστου [Χατζηαναγνώστου & Αναγνωστόπουλος Δικηγορική Εταιρεία].
ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: Ανώνυμης Τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «…………» (πρώην «………..»), με ΑΦΜ ……….., που εδρεύει στην Αθήνα, νομίμως εκπροσωπούμενης, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό της Δικηγόρο Μάριο Χαλιακόπουλο.
Δ) ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: Ανώνυμης Τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «……….» που εδρεύει στην Αθήνα, με ΑΦΜ ……………, νομίμως εκπροσωπούμενης, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό της Δικηγόρο Μάριο Χαλιακόπουλο.
ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1) Εδρεύουσας στην ………. Κύπρου εταιρείας περιορισμένης ευθύνης δια μετοχών με την επωνυμία «………….», νομίμως εκπροσωπούμενης, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό της Δικηγόρο Παναγιώτη Χατζηαναγνώστου [Χατζηαναγνώστου & Αναγνωστόπουλος Δικηγορική Εταιρεία], 2) Εταιρείας με την επωνυμία «………..», που εδρεύει στον Πειραιά, με ΑΦΜ ……….., νομίμως εκπροσωπούμενης, η οποία δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο και 3) Εταιρίας με την επωνυμία «…………..», που εδρεύει στον Πειραιά, με ΑΦΜ …………., νομίμως εκπροσωπούμενης, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό της Δικηγόρο Παναγιώτη Χατζηαναγνώστου [Χατζηαναγνώστου & Αναγνωστόπουλος Δικηγορική Εταιρεία].
Ε) ΠΡΟΣΘΕΤΩΣ ΠΑΡΕΜΒΑΙΝΟΥΣΑΣ: Ανώνυμης εταιρείας διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις με την επωνυμία «. ……….», που εδρεύει στο Δήμο Αθηναίων, ΑΦΜ ……., νόμιμα εκπροσωπούμενης, η οποία δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο.
ΥΠΕΡ ΗΣ Η ΠΡΟΣΘΕΤΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ: Ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «……….», που εδρεύει στην Αθήνα, νόμιμα εκπροσωπούμενης, η οποία δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο.
ΚΑΘ’ΩΝ Η ΠΡΟΣΘΕΤΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ: 1)Εδρεύουσας στην ………. Κύπρου εταιρεία περιορισμένης ευθύνης δια μετοχών με την επωνυμία «………..», νόμιμα εκπροσωπούμενης, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό της Δικηγόρο Παναγιώτη Χατζηαναγνώστου [Χατζηαναγνώστου & Αναγνωστόπουλος Δικηγορική Εταιρεία], 2) Εταιρείας με την επωνυμία «……………..», που εδρεύει στον Πειραιά, νόμιμα εκπροσωπούμενης, η οποία δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο και 3) Εταιρίας με την επωνυμία «…………….», που εδρεύει στον Πειραιά, νόμιμα εκπροσωπούμενης, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό της Δικηγόρο Παναγιώτη Χατζηαναγνώστου [Χατζηαναγνώστου & Αναγνωστόπουλος Δικηγορική Εταιρεία].
ΣΤ) ΠΡΟΣΘΕΤΩΣ ΠΑΡΕΜΒΑΙΝΟΥΣΑΣ: Ανώνυμης εταιρείας διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις με την επωνυμία «………………..», που εδρεύει στο Δήμο Αθηναίων, ΑΦΜ ……….., νόμιμα εκπροσωπούμενης, η οποία δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο.
ΥΠΕΡ ΗΣ Η ΠΡΟΣΘΕΤΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ: Ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «……………», που εδρεύει στην Αθήνα, νόμιμα εκπροσωπούμενης, η οποία δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο.
ΚΑΘ’ΗΣ Η ΠΡΟΣΘΕΤΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ: Εταιρίας με την επωνυμία «………….», που εδρεύει στον Πειραιά, με ΑΦΜ ………….., νόμιμα εκπροσωπούμενης, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό της Δικηγόρο Παναγιώτη Χατζηαναγνώστου [Χατζηαναγνώστου & Αναγνωστόπουλος Δικηγορική Εταιρεία].
Ζ) ΠΡΟΣΘΕΤΩΣ ΠΑΡΕΜΒΑΙΝΟΥΣΑΣ: Ανώνυμης εταιρείας διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις με την επωνυμία «………..», που εδρεύει στο Δήμο Αθηναίων, ΑΦΜ ………., νόμιμα εκπροσωπούμενης, η οποία δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο.
ΥΠΕΡ ΗΣ Η ΠΡΟΣΘΕΤΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ: Ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «…………..», που εδρεύει στην Αθήνα, νόμιμα εκπροσωπούμενης, η οποία δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο.
ΚΑΘ’ΗΣ Η ΠΡΟΣΘΕΤΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ: Εδρεύουσας στην ….. Κύπρου εταιρείας περιορισμένης ευθύνης δια μετοχών με την επωνυμία «. ………», νόμιμα εκπροσωπούμενης, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό της Δικηγόρο Παναγιώτη Χατζηαναγνώστου [Χατζηαναγνώστου & Αναγνωστόπουλος Δικηγορική Εταιρεία].
Ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς κατέθεσαν (α) η ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «……………….» την από 8.5.2014 (ΓΑΚ/ΕΑΚ …………../2014) ανακοπή και (β) η εταιρεία με την επωνυμία «…………» την από 25.4.2014 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………./2014) ανακοπή. Επί των ανακοπών αυτών εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ. 2298/2018 απόφαση του προαναφερόμενου Δικαστηρίου, που δέχθηκε εν μέρει την πρώτη (ΓΑΚ/ΕΑΚ ……../2014) και απέρριψε την δεύτερη (………./2014) εξ αυτών.
Την απόφαση αυτή προσέβαλαν ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (α-β) η εταιρεία περιορισμένης ευθύνης δια μετοχών με την επωνυμία «………….» με την από 19.10.2020 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ΠΡΩΤ ………/2020-ΓΑΚ/ΕΑΚ ΕΦΕΤ ………./2022) έφεσή της, καθώς και με τον από 20.12.2022 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ……./2023) πρόσθετο λόγο έφεσης, δικάσιμος των οποίων (εφέσεως και προσθέτου αυτής λόγου) ορίσθηκε αρχικά η 16η.11.2023, μετά δε από αναβολή, η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης (γ) η εταιρεία με την επωνυμία «………..» με την από 29.9.2020 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ΠΡΩΤ ………/2020 -ΓΑΚ/ΕΑΚ ΕΦΕΤ ………./2021) έφεσή της, της οποίας δικάσιμος ορίσθηκε αρχικά η 12η.1.2023, μετά δε από διαδοχικές αναβολές η 16η.11.2023 και η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης, (δ) η ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «…………» με την από 29.11.2020 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ΠΡΩΤ ……../2020 -ΓΑΚ/ΕΑΚ ΕΦΕΤ ………/2020) έφεσή της, της οποίας δικάσιμος ορίσθηκε αρχικά η 18η.3.2021, επαναπροσδιορίσθηκε δυνάμει της υπ΄ αριθμ 86/2021 Πράξης της ορισθείσας από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς, Προέδρου Εφετών, Σπυριδούλας Μακρή, για την δικάσιμο της 25ης.11.2021, μετά δε από διαδοχικές αναβολές στη δικάσιμο της 12ης.1.2023 και σε αυτήν που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης και (ε-στ-ζ) η ανώνυμη εταιρεία διαχείρησης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις με την επωνυμία «…………» τις από 1.11.2023 τρεις (3) αυτοτελείς πρόσθετες παρεμβάσεις (ΓΑΚ/ΕΑΚ ……./2023, ΓΑΚ/ΕΑΚ ………./2023 και ΓΑΚ/ΕΑΚ ……………./2023), των οποίων δικάσιμος ορίσθηκε αρχικά η 16η.11.2023, μετά δε από αναβολή η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης.
Οι υποθέσεις εκφωνήθηκαν με τη σειρά τους από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκαν.
Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των παρασταθέντων διαδίκων, αφού έλαβαν διαδοχικά τον λόγο από την Πρόεδρο, αναφέρθηκαν στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ενώπιον του παρόντος δικαστηρίου φέρονται για να συζητηθούν η από 29.09.2020 με αριθµό κατάθεσης ………../30.09.2020 του Πρωτοδικείου Πειραιώς και αριθµό κατάθεσης ………./1.10.2020 του Εφετείου Πειραιώς έφεση της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «……….», η από 19.10.2020 με αριθµό κατάθεσης ………./30.10.2020 του Πρωτοδικείου Πειραιώς και γενικό αριθµό κατάθεσης ………/30.12.2022 του Εφετείου Πειραιώς έφεση της αλλοδαπής εταιρίας με έδρα την Κύπρο με την επωνυμία ………… με τον από 20.12.2022 με αριθµό κατάθεσης ………./4.01.2023 πρόσθετο λόγο αυτής και η από 29.09.2020 με γενικό αριθµό κατάθεσης ……../30.09.2020 του Πρωτοδικείου Πειραιώς και γενικό αριθµό κατάθεσης ……../22.11.2021 του Εφετείου Πειραιώς έφεση της εταιρίας περιορισμένης ευθύνης με έδρα τον Πειραιά και την επωνυμία “…………..”, κατά της με αριθμό 2298/2018 αποφάσεως του Μονοµελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που εκδόθηκε από την τακτική διαδικασία από το Τµήµα Ναυτικών Διαφορών. Κατά τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας εισήχθησαν για να συζητηθούν η από 1η.11.2023 χαρακτηριζόμενη ως αυτοτελής πρόσθετη παρέµβαση με αριθµό κατάθεσης ………../2.11.2023 του Εφετείου Πειραιώς της ανώνυµης εταιρείας διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις µε την επωνυµία «…………….» υπέρ της εκκαλούσας προαναφερόμενης ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας, η από 1η.11.2023 επίσης χαρακτηριζόμενη ως αυτοτελής πρόσθετη παρέµβαση με γενικό αριθµό κατάθεσης ………/2.11.2023 του Εφετείου Πειραιώς της προαναφερόμενης ανώνυµης εταιρείας διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις υπέρ της εκκαλούσας προαναφερόμενης ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας και η από 1η.11.2023 επίσης χαρακτηριζόμενη ως αυτοτελής πρόσθετη παρέµβαση με γενικό αριθµό κατάθεσης …………./2.11.2023 του Εφετείου Πειραιώς της προαναφερόμενης ανώνυµης εταιρείας διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις υπέρ της εκκαλούσας προαναφερόμενης ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας. Οι εφέσεις ασκήθηκαν νομοτύπως και μέσα στη νόμιμη προθεσμία (άρθρα 19, 495 παρ. 1 και 4, 511, 513 παρ. 1 περ. β, 516 παρ. 1, 517 του ΚΠολΔ και 28 παρ. 4 του ν. 2579/1998), και εμπροθέσμως (άρθρα 144, άρθρο 147 ΚΠολΔ, βλ, ΦΕΚ Β/833/12.3.2020 Αριθµ. Δ1α/ΓΠ.οικ. 17733, ΦΕΚ 8/864/15.3.2020 Αριθµ. Δ1α/ΓΠ.οικ. 18176, ΦΕΚ 8/1.074/27.3.2020 Αριθµ. Δ1α/ΓΠ.οικ. 21159, ΦΕΚ 8/1301/11.4.2020 Αριθµ. Δ1α/ΓΠ.οικ. 24403, ΦΕΚ 8/1588/25.4.2020 Αριθµ. Δ1αIΓΠ.OΙK. 26804 και ΦΕΚ 8/1857/15:5.2020. Αριθµ. Δ1α/ΓΠ.οικ. 30340 από 13.03.2020 έως 31.05.2020 και 518 παρ. 1 του ΚΠολΔ) καθόσον η εκκαλουμένη κοινοποιήθηκε από την εκκαλούσα Κυπριακή εταιρία στην εκκαλούσα τραπεζιτική εταιρία πριν την παρέλευση διετίας την 31η.08.2020, όπως αποδεικνύεται από τη με αριθμό …../31.08.2020 έκθεση επίδοσης του Δικαστικού Επιµελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών ……….. Άρα τόσο η με αριθμό ………/2020 έφεση που ασκήθηκε στις 30.10.2020 είναι εμπρόθεσμη, διότι η προθεσμία για την Κυπριακή εταιρία είναι 60 ημέρες και η έφεση της τραπεζιτικής εταιρία με αριθμό …………./2020 που κατατέθηκε στις 30.9.2020 εντός της 30ήμερης προθεσμίας είναι εμπρόθεσμη. Για την πρώτη κατατέθηκε παράβολο εφέσεως με αριθμό ……… ύψους 100 ευρώ και για τη δεύτερη το με αριθμό ………. ποσού 100 ευρώ. Επίσης η με αριθμό …………../2020 έφεση που κατατέθηκε την 30.9.2020 με παράβολο ύψους 100 ευρώ και αριθμό ………. είναι εμπρόθεσμη διότι η εκκαλούσα επικαλείται επίδοση της εκκαλουμένης την 31.8.2020 δηλαδή, πριν την παρόδο διετίας από την έκδοση της εκκαλουμένης την 14.5.2018 (άρθρο 518 παρ. 1 του ΚΠολΔ). Τέλος το δικόγραφο προσθέτου λόγου κατατέθηκε ενώ εκκρεμούσε η με αριθμό ………../2020 έφεση και κοινοποιήθηκε παραδεκτά 30 μέρες πριν από τη συζήτηση σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 520 παρ. 2 του ΚΠολΔ, σύμφωνα με τη με αριθμό ………../5.1.2023 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στην περιφέρεια του Εφετείου Πειραιώς …………….. Επομένως οι εφέσεις είναι παραδεκτές και πρέπει να συνεκδικαστούν, αφού βάλλουν κατά της ίδιας απόφασης και με δεδομένο ότι υπάγονται στην ίδια διαδικασία κατά την κρίση του δικαστηρίου διευκολύνεται και επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης και επέρχεται μείωση των εξόδων (ΚΠολΔ 246) και να ερευνηθεί το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων τους κατά την ίδια διαδικασία (άρθρο 533 παρ. 1 του ΚΠολΔ).
Στην προκείμενη περίπτωση, από τα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του παρόντος Δικαστηρίου και από την επισκόπηση της δικογραφίας προκύπτει ότι κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από το οικείο πινάκιο, όσον αφορά την αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση, η (αυτοτελώς) προσθέτως παρεμβαίνουσα δεν κατέθεσε προτάσεις, ενώ και η υπερ’ης η πρόσθετη παρέμβαση δεν παραστάθηκε στο Δικαστήριο και δεν κατέθεσε προτάσεις. Επομένως, οι πρόσθετες παρεμβάσεις αντιθέτως θα απορριφθούν ως προς την παρισταμένη διάδικο σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 274 παρ. 1 του ΚΠολΔ που εφαρμόζεται και στην κατ’έφεση δίκη και ότι ορίζει ότι : “Αν εκείνος που άσκησε πρόσθετη παρέμβαση δεν λάβει μέρος κανονικά στη δίκη, η διαδικασία προχωρεί σαν να μην είχε ασκηθεί η πρόσθετη παρέμβαση. Όποιος άσκησε πρόσθετη παρέμβαση μπορεί να παρίσταται στις επόμενες στάσεις της δίκης και στις επόμενες διαδικαστικές πράξεις, πρέπει δε να καλείται νόμιμα για αυτό”, αφού η προσθέτως παρεμβαίνουσα δεν εμφανίστηκε κατά την εκφώνηση της υπόθεσης και δεν πήρε μέρος στη συζήτηση και η συζήτηση θα προχωρήσει με τη δικονομική απουσία της, ενώ δεν θα οριστεί παράβολο ερημοδικίας διότι δεν επιτρέπεται σε δίκες που αφορούν την εκτέλεση (άρθρο 937 του ΚΠολΔ). Δηλαδή θα απορριφθεί η πρόσθετη παρέμβαση με αριθμό εκθέματος 7 ως προς την παρισταμένη αλλοδαπή εταιρία με έδρα την ………………, θα απορριφθεί η με αριθμό εκθέματος 8 πρόσθετη παρέμβαση ως προς τις παριστάμενες πρώτη αλλοδαπή εταιρία με έδρα την ………….. και τρίτη εταιρία περιορισμένης ευθύνης με έδρα τον Πειραιά και η με αριθμό εκθέματος ….. πρόσθετη παρέμβαση ως προς την παρισταμένη εταιρία περιορισμένης ευθύνης με έδρα τον Πειραιά. Θα επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα των προαναφερόμενων κατ’άρθρο 182 παρ. 1 του ΚΠολΔ στην μη παρισταμένη προσθέτως παρεμβαίνουσα και ορίζονται στο ποσό των 600 ευρώ για κάθε μία των καθών που παραστάθηκε με την κατάθεση προτάσεων. Εξάλλου με τις προτάσεις της η εκκαλούσα τραπεζιτική εταιρία παραιτήθηκε του δικογράφου της εφέσεως ως προς την δεύτερη εφεσίβλητη και επομένως εφόσον αυτή δεν είναι εφεσίβλητη δεν θα ερευνηθεί η κλήτευση της στην παρούσα δίκη. Να σημειωθεί αν και αυτή δεν είναι εφεσίβλητη εκ περισσού προσκομίζονται, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 524 παρ. 4 του ΚΠολΔ, οι προτάσεις της ενώπιον του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου αφού αυτή δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο.
Όταν το πλειστηρίασμα δεν αρκεί για να ικανοποιηθεί εκείνος, υπέρ του οποίου έγινε η εκτέλεση και οι δανειστές, που αναγγέλθηκαν, η κατάταξη των δανειστών, για τη διανομή του, γίνεται μεν με ενιαία πράξη, ως προς όλους, πλην όμως η διαδικασία της κατάταξης δεν είναι αδιαίρετη. Γι’αυτό κάθε δανειστής ασκεί δική του αυτοτελή ανακοπή κατά του πίνακα κατάταξης, που συντάχθηκε και τη στρέφει εναντίον εκείνων μόνο, από τους δανειστές, κατά των οποίων επιδιώκει να εξέλθει νικητής και όχι εναντίον όλων των δανειστών, που αναγγέλθηκαν. Η ανακοπή κατά του πίνακα κατάταξης είναι ειδική μορφή της γενικής ανακοπής του άρθρου 583 ΚΠολΔ, την οποία και αποκλείει, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι αποκλείεται η επικουρική εφαρμογή του άρθρου 585 ΚΠολΔ (βλ. Π. Γέσιου – Φαλτσή, «Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτελέσεως II – Ειδικό Μέρος» εκδ. 2001, § 63, V2α, αριθ. περιθ. 126, σελ. 635). Επομένως, ναι μεν αποκλείεται η απρόθεσμη ανακοπή του άρθρου 583 επ. ΚΠολΔ, αλλά οι διατάξεις αυτές (των άρθ. 583 επ. ΚΠολΔ) εφαρμόζονται επικουρικώς και επί της προκειμένης ανακοπής, εφόσον δεν αντιφάσκουν, άλλως συμβιβάζονται, προς το σύστημα και τις διατάξεις των άρθ. 979 – 980 ΚΠολΔ (βλ. I. Μπρίνια, «Αναγκαστική Εκτέλεσις», Τόμος δεύτερος, Β` εκδ., υπό άρθρο 979, § 430 II, σελ. 1162). Ο σκοπός της συνίσταται στην αναγνώριση της δυνατότητας στον κάθε θιγόμενο από τον πίνακα κατάταξης (ΑΠ 485/1997, ΕλλΔ/νη 1998/350), πράξης από τη φύση της σύνθετης ως προς το περιεχόμενο, να προβεί στην προσβολή του και να προστατεύσει το δικαίωμα του. Με την ανακοπή του άρθρου 979 προσβάλλεται δηλαδή αποκλειστικά η διαδικασία της κατάταξης, και όχι οι πράξεις της διαδικασίας της εκτέλεσης που διενεργήθηκαν ως τον πλειστηριασμό (ΑΠ 485/1997, ΕλλΔ/νη 1998/350, ΑΠ 1355/1998, ΕλλΔ/νη 1999/287, ΕφΑθ 10137/1995, ΕλλΔ/νη 1996/1632, βλ. Π. Γέσιου – Φαλτσή, ό.π., § 63, V2a, αριθ. περιθ. 126, σελ. 635, Βαθρακοκοίλη, «Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας Ερμηνευτική – Νομολογιακή Ανάλυση», έκδ. 1997, Τόμος Ε`, υπό άρθρο 979, αριθ. 38, σελ. 983). Ο σκοπός που αυτή επιδιώκει προσδίδει κατ’ ανάγκη στην ανακοπή κατά του πίνακα κατάταξης σύνθετο και πολύμορφο χαρακτήρα. Σύνθετο, γιατί η ανακοπή κατά του πίνακα κατάταξης δεν είναι μόνο μέσο, όπως η γενική ανακοπή του άρθρου 583 ΚΠολΔ, αλλά πάντοτε έχει και επιθετικό χαρακτήρα, αφού το αίτημά της δεν είναι μόνο να ακυρωθεί ο πίνακας κατάταξης που προσβάλλεται, αλλά και να καταταγεί ο ανακόπτων (βλ. Μπρίνια, ό.π. υπό άρθρο 979, § 430 IV, σελ. 1163). Πολύμορφο, γιατί το αντικείμενο της μπορεί να είναι ποικίλο, ώστε η ειδικότερη μορφή της ανακοπής να κρίνεται αποκλειστικά από αυτό (βλ. Π. Γέσιου – Φαλτσή, ό.π. § 63, αριθ. περιθ. 126, σελ. 635). Αν και στρέφεται κατά πράξης που ρυθμίζει την ικανοποίηση περισσοτέρων δανειστών, η ανακοπή κατά του πίνακα κατάταξης έχει ατομικιστικό χαρακτήρα (βλ. Π. Γέσιου – Φαλτσή, ό.π. § 63, αριθ. περιθ. 127 σελ. 636 και υποσημ. 324). Σκοπός της είναι μόνον η προστασία του ανακόπτοντος- και όχι η αποκατάσταση από το Δικαστήριο της αντικειμενικής ορθότητας του πίνακα κατάταξης. Η πρόθεση αυτή του νομοθέτη, να περιορίσει δηλαδή την κρίση του Δικαστηρίου μόνο στις σχέσεις του ανακόπτοντος και (των κατατάξεων) των δανειστών που τον βλάπτουν, εκδηλώνεται με σαφήνεια στη ρητή διάταξη του άρθρου 979 § 2 εδ. γ` ΚΠολΔ (βλ. Μπρίνια, ό.π. υπό άρθρο 979, § 432β, σελ. 1171 επ.). Σύμφωνα με αυτήν η ανακοπή στρέφεται κατά των δανειστών των οποίων προσβάλλεται η κατάταξη (βλ. Π. Γέσιου – Φαλτσή, ό.π. § 63, αριθ. περιθ. 128 σελ. 637 και υποσημ. 326 – 327). Γι` αυτό η διαδικασία της κατάταξης είναι ενιαία (δηλαδή με έναν πίνακα κατάταξης), όχι όμως και αδιαίρετη, αφού μπορεί η κατάταξη να τεμαχισθεί και να αποτελέσει, ως προς τα διάφορα κεφάλαια του πίνακα κατάταξης, αντικείμενο διαφορετικών ανακοπών. Η δε ισχύς και το δεδικασμένο της απόφασης περιορίζεται μεταξύ των διαδίκων και δεν επιδρά στους μη μετασχόντες της δίκης άλλους δανειστές (ΑΠ 189/2016, ΑΠ 1227/2014, ΑΠ 1851/2014, ΕΠολΔ 2015/111, βλ. Π. Γέσιου – Φαλτσή, ό.π. § 63, αριθ. περιθ. 128 σελ. 637 και υποσημ. 326 – 327). Συνέπεια της ρύθμισης του άρθρου 979 § 2 εδ. γ` ΚΠολΔ είναι η υποκειμενική ενέργεια της ανακοπής υπέρ του ανακόπτοντος. Η απόφαση που την κάνει δεκτή δεν οδηγεί στη σύνταξη νέου, συμπληρωματικού, πίνακα κατάταξης, ώστε να ικανοποιηθούν από το πλειστηρίασμα που είναι πλέον διαθέσιμο με τη νόμιμη σειρά όσοι δανειστές δεν ικανοποιήθηκαν με τον αρχικό πίνακα. Η απόφαση αυτή διατάσσει μόνο την ικανοποίηση του ανακόπτοντος στο μέτρο που έγινε δεκτό το αίτημα του [ΕφΠειρ 409/2024 δημοσιευμένη σε ιστοσελίδα Εφετείου Πειραιώς). Περαιτέρω από τις διατάξεις των άρθρων 972 παρ. 1 και 974 έως 979 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι με την ανακοπή που ασκείται κατά του πίνακα κατάταξης προβάλλονται αιτιάσεις που αφορούν στην ορθότητα αυτού, που μπορούν να στηρίζονται είτε στο ουσιαστικό δίκαιο, αναγόμενες στη γένεση ή την ύπαρξη της απαίτησης του καθ’ου η ανακοπή η οποία έχει αναγγελθεί είτε στο δικονομικό δίκαιο και αναφέρονται στον προνομιούχο χαρακτήρα και την τάξη της κατάταξης. Έννομο συμφέρον για άσκηση ανακοπής κατά πίνακα κατάταξης έχει όποιος αμφισβητεί την ύπαρξη της απαίτησης εκείνου κατά του οποίου στρέφει την ανακοπή του ή προβάλλει ότι προηγείται του τελευταίου που κατετάγη στον πίνακα και επιδιώκει την αποβολή εκείνου και την κατάταξη στη θέση του, στρέφεται δε κατά των δανειστών των οποίων προσβάλλεται η κατάταξη. Το δικαστήριο που δικάζει την ανακοπή περιορίζεται μέσα στα όρια του αιτήματος αυτής και ερευνά την προσβαλλόμενη απαίτηση και την κατάταξη του καθ’ου η ανακοπή. Ειδικότερα από τις διατάξεις των άρθρων 979 παρ. 2, 933 και 585 παρ. 2 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 216 παρ. 1 και 217 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι το δικόγραφο της ανακοπής κατά του πίνακα κατάταξης δανειστών στην αναγκαστική εκτέλεση πρέπει να περιέχει, εκτός από τα στοιχεία κάθε δικογράφου, που αναφέρονται στα άρθρ. 118 έως 120 του ίδιου Κώδικα, και τους λόγους της ανακοπής, που αποτελούν την ιστορική της βάση (ΑΠ 1491/2003). Οι λόγοι αυτοί μπορεί να αφορούν (α) την ύπαρξη της ίδιας της απαίτησης του ανακόπτοντος δανειστή ή του προνομίου της, στην περίπτωση που αυτή δεν κατατάχθηκε καθόλου ή ως προνομιακή στον προσβαλλόμενο πίνακα, οπότε ο ανακόπτων υποχρεούται να εκθέσει στην ανακοπή του, κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, τα πραγματικά περιστατικά, που θεμελιώνουν την απαίτησή του ή το προνόμιο της, ώστε να είναι δυνατή η εκτίμηση από το δικαστήριο της νομιμότητας του λόγου της ανακοπής του και η άμυνα του καθ’ ου, δεν επιτρέπεται δε η συμπλήρωση των απαιτούμενων για τη θεμελίωση της απαίτησής του περιστατικών με τις προτάσεις του ή με άλλα έγγραφα και μάλιστα με το περιεχόμενο της αναγγελίας και των εγγράφων που κατατίθενται μέσα στην ίδια με την επίδοση αυτής προθεσμία και αποδεικνύουν την απαίτηση, (β) είτε σε προβολή ενστάσεων του ανακόπτοντος κατά της απαίτησης του καθ’ ου, που κατατάχθηκε στον προσβαλλόμενο πίνακα, (γ) είτε σε απλή αμφισβήτηση ή άρνηση από τον ανακόπτοντα της καταταχθείσας απαίτησης του καθ’ ου ή του προνομίου της οπότε ο τελευταίος υποχρεούται να επικαλεσθεί με τις προτάσεις του και να αποδείξει τα παραγωγικά της απαίτησής του ή του προνομίου της πραγματικά περιστατικά (ΑΠ 1783/2001), αρκεί δε στην περίπτωση αυτή μόνη η άρνηση της απαίτησης του καθ’ ου από τον ανακόπτοντα, για να είναι ορισμένος ο σχετικός λόγος της ανακοπής του, αφού ο καθ’ ου βαρύνεται πλέον αυτός να αποδείξει την ύπαρξη, το μέγεθος και τον τυχόν προνομιακό χαρακτήρα της απαίτησής του (ΑΠ 404/2003, 1666/2003, 1340/2004, 1501/2006). Ωστόσο, ακόμη και όταν ο λόγος της ανακοπής δεν αφορά την απαίτηση του ανακόπτοντος ή του προνομίου της, υποχρεούται αυτός να προσδιορίσει με την ανακοπή του την απαίτησή του κατά το είδος, το ποσό και τα θεμελιωτικά αυτής πραγματικά περιστατικά, αφού η ύπαρξη της απαίτησής του είναι σε κάθε περίπτωση αναγκαία για να δικαιολογείται το έννομο συμφέρον του και κατ’ επέκταση η ενεργητική νομιμοποίησή του για την άσκηση της ανακοπής (ΑΠ 1783/2001, ΑΠ 849/2009, 1949/2009, 1281/201 1, ΑΠ 658/2014). Περαιτέρω από τη διάταξη του άρθρου 75 Κ.ΠολΔ. προκύπτει ότι επί απλής ομοδικίας η μεταξύ των περισσότερων ομοδίκων σχέση είναι απλώς δικονομική, σκοπό δε έχει την εκδίκαση περισσοτέρων διάφορων σε μία δίκη. Έτσι, οι πράξεις ή παραλείψεις του κάθε ομοδίκου δεν βλάπτουν ούτε ωφελούν τους υπολοίπους, τα δε δικαιώματα του ενός ομοδίκου δεν επηρεάζονται από τη δικαιολογητική σχέση του άλλου ούτε από τις ενέργειες εκείνου στη δίκη. Έτσι, μεταξύ των δανειστών δεν υφίσταται αναγκαστική ομοδικία, κατά την έννοια του άρθρου 76 του ΚΠολΔ και δεν ωφελείται ο ένας δανειστής από την ανακοπή που άσκησε άλλος δανειστής, ούτε βλάπτεται από την ανακοπή που απευθύνθηκε κατά άλλου δανειστή. Συνεπώς δεν είναι αναγκαίο η ανακοπή κατά του πίνακα κατάταξης να ασκείται από όλους τους δανειστές, ούτε να στρέφεται εναντίον όλων των δανειστών. Όταν, όμως, ασκείται κοινή ανακοπή από ή κατά περισσότερων δανειστών ή συνεκδικάζονται ξεχωριστές ανακοπές, με τις οποίες προσβάλλεται η κατάταξη της ίδιας απαίτησης, (οπότε, για την ύπαρξη ή την ανυπαρξία της απαίτησης, η κατάταξη της οποίας προσβάλλεται, δεν είναι λογικό να εκδοθούν αντίθετες αποφάσεις, υπάρχει δε και ανάγκη αντιπαραβολής και σύγκρισης των απαιτήσεων των περισσότερων ανακοπτόντων μεταξύ τους και με τις απαιτήσεις των περισσότερων από τους καθ’ ων οι ανακοπές), υφίσταται μεταξύ των περισσότερων ανακοπτόντων και των περισσότερων καθ’ ων οι ανακοπές αναγκαστική ομοδικία (ΑΠ 853/2022, ΑΠ 189/2016, ΑΠ175/2011, AΠ 1026/2010, ΑΠ 1229/2008, ΑΠ 1226/2006 δημοσιευμένες σε ΤΝΠ Νόμος). Επίσης, από τις διατάξεις των άρθρων 68, 74, 76, 516 και 517 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι η έφεση απευθύνεται κατά εκείνων που ήταν διάδικοι στην πρωτόδικη δίκη, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση ή των καθολικών διαδόχων τους. Έτσι, και εδώ μεταξύ των δανειστών, δεν υφίσταται αναγκαστική ομοδικία, κατά την έννοια του άρθρου 76 του ΚΠολΔ και δεν ωφελείται ο ένας δανειστής από την ανακοπή, που άσκησε άλλος δανειστής, ούτε βλάπτεται από την ανακοπή ή το ένδικο μέσο κατά της απόφασης που εξεδόθη επί της ανακοπής, που απευθύνθηκε κατ’άλλου δανειστή (ΑΠ 21/2020, ΑΠ 189/2016, ΑΠ 175/2011, ΑΠ 1026/2010, ΑΠ 1229/2008, ΑΠ 1226/2006, δημοσιευμένες σε ΤΝΠ Νόμος). Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 291, 292 Α Κ., 6 παρ. 1 του ν. 5422/1932 συνάγεται ότι, όταν συνομολογήθηκε νόμιμα οφειλή σε ξένο νόμισμα, το οποίο έχει αξία που μπορεί να προσδιορισθεί σε δραχμές, ο δανειστής, ενασκώντας με την αγωγή την αξίωσή του, μπορεί να ζητήσει να του καταβληθεί το ισάξιο σε δραχμές του αλλοδαπού νομίσματος κατά την ημέρα της πληρωμής, χωρίς να έχει υποχρέωση να καθορίσει την ισοτιμία κατά το χρόνο αυτό. που του είναι άλλωστε άγνωστη. Μετά δε την αντικατάσταση της δραχμής, ως εθνικού νομίσματος, με το ευρώ, η οποία έλαβε χώρα την 1η Ιανουαρίου 2002, σύμφωνα με το άρθρο 1 του ν. 2842/2000, οι ανωτέρω οφειλές εξοφλούνται σε ευρώ με την συναλλαγματική ισοτιμία ευρώ και αλλοδαπού νομίσματος κατά την ημέρα της εξοφλήσεως. (ΑΠ 678/2010). Αντίστοιχα και το δικαστήριο, κατά την εκδίκαση της αγωγής και την επιδίκαση της απαίτησης, δεν διατάσσει απόδειξη για την ισοτιμία, αλλά υποχρεώνει τον οφειλέτη να καταβάλει στο δανειστή το σε ευρώ ισάξιο του ξένου νομίσματος με βάση την τρέχουσα τιμή τούτου στον τόπο και κατά την ημέρα της πραγματικής πληρωμής, που γίνεται προς εξόφληση της οφειλής, είτε εκουσίως είτε κατόπιν αναγκαστικής εκτέλεσης του αφορώντος τη σε αλλοδαπό νόμισμα οφειλή εκτελεστού τίτλου, η δε με τον τρόπο αυτό προσδιοριζόμενη απαίτηση είναι εκκαθαρισμένη και εγκύρως χωρεί γι’αυτή αναγκαστική εκτέλεση, Έτσι, κατά τη διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης, εάν η εκκαθαρισμένη απαίτηση του αναγγελλόμενου δανειστή προέρχεται από οφειλή σε ξένο νόμισμα και πρέπει να πληρωθεί με το ισάξιο σε ευρώ του νομίσματος τούτου, δεν είναι απαραίτητο να προσδιορίζεται στο αναγγελτήριο το ισάξιο σε ευρώ ποσό της απαίτησης που διατυπώνεται σε ξένο νόμισμα, για την οποία γίνεται η εκτέλεση, αφού είναι άγνωστη η ισοτιμία που θα έχει το νόμισμα αυτό κατά το χρόνο της πληρωμής. Ως τέτοιος θεωρείται η ημέρα κατά την οποία συντάσσεται ο πίνακας κατάταξης, που αποτελεί το έσχατο χρονικό σημείο, κατά το οποίο μπορεί να γίνει η καθ’υπολογισμό μετατροπή του ξένου νομίσματος της οφειλής σε ευρώ και σε περίπτωση αμφισβητήσεως της ισοτιμίας να γίνει ο προσδιορισμός (ΑΠ 1318/1997). Η τιμή του αλλοδαπού νομίσματος, κατά τον άνω κρίσιμο χρόνο, ως απλό πραγματικό γεγονός, αφού δεν την ορίζει κανόνας δικαίου, εάν αμφισβητηθεί, ακόμη και κατά την εκτέλεση του σχετικού εκτελεστού τίτλου, αποτελεί αντικείμενο απόδειξης, ο δε επί του πλειστηριασμού υπάλληλος, ο οποίος ασκεί στην ουσία οιονεί δικαστικά καθήκοντα, οφείλει κατά τη σύνταξη του πίνακα κατάταξης ή διανομής να αναζητήσει με οποιοδήποτε τρόπο το σχετικό δελτίο ισοτιμίας, της Τράπεζας της Ελλάδος, στην περίπτωση που η αναγγελία του δανειστή διατυπώνεται σε αλλοδαπό νόμισμα (ΑΠ 885/2019, ΑΠ 1349/1997). Τέλος σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 527 του ΚΠολΔ “Είναι απαράδεκτη η προβολή στην κατ’ έφεση δίκη πραγματικών ισχυρισμών που δεν προτάθηκαν στην πρωτόδικη δίκη, εκτός αν: 1) προτείνονται από τον εφεσίβλητο, ενάγοντα, εναγόμενο ή εκείνον που είχε παρέμβει, ως υπεράσπιση κατά της έφεσης και δεν μεταβάλλεται με τους ισχυρισμούς αυτούς η βάση της αγωγής ή της παρέμβασης, ή προτείνονται από εκείνον που παρεμβαίνει για πρώτη φορά στην κατ’ έφεση δίκη με πρόσθετη παρέμβαση, θεωρείται όμως αναγκαίος ομόδικος του αρχικού διαδίκου, 2) γεννήθηκαν μετά τη συζήτηση στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, 3) λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως ή μπορούν να προταθούν σε κάθε στάση της δίκης, 4) το δικαστήριο κρίνει ότι δεν προβλήθηκαν εγκαίρως με τις προτάσεις ή, στην περίπτωση της παρ. 5 του άρθρου 237 και της παρ. 1 του άρθρου 238, με τις συμπληρωματικές προτάσεις από δικαιολογημένη αιτία· αυτό ισχύει και για την ένσταση κατάχρησης δικαιώματος, 5) προέκυψαν για πρώτη φορά μεταγενέστερα και6) αποδεικνύονται εγγράφως ή με δικαστική ομολογία του αντιδίκου. Το απαράδεκτο λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως”. Επιπλέον κατά το άρθρο 585 παρ. 2 ΚΠολΔ : «Το έγγραφο της ανακοπής πρέπει να περιέχει, εκτός από τα αναφερόμενα στα άρθρα 118 έως 120 στοιχεία και τους λόγους της. Νέοι λόγοι μπορούν να προταθούν μόνον με πρόσθετο δικόγραφο το οποίο κατατίθεται στη Γραμματεία του δικαστηρίου προς το οποίο απευθύνεται η ανακοπή, κάτω από το οποίο συντάσσεται έκθεση και κοινοποιείται στον αντίδικο τριάντα ή όταν πρόκειται για ειδικές διαδικασίες οκτώ τουλάχιστον ημέρες πριν από τη συζήτηση». Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει, ότι : α) το δικόγραφο της ανακοπής και των προσθέτων λόγων αυτής πρέπει να περιέχει, πλην άλλων, κατά τρόπον σαφή και ορισμένο τους λόγους της, με τους οποίους οριοθετείται η δίκη της ανακοπής, να περιέχει δηλαδή σαφείς και ορισμένες τις αντιρρήσεις και ενστάσεις του ανακόπτοντος κατά της συνδρομής των νόμιμων προϋποθέσεων για την έκδοση της ανακοπτομένης διαταγής πληρωμής και β) νέοι λόγοι, μη περιεχόμενοι στο δικόγραφο της ανακοπής ή των προσθέτων λόγων αυτής κρίνονται απαράδεκτοι, γιατί δεν επιτρέπεται να προταθούν για πρώτη φορά με τις έγγραφες προτάσεις του ανακόπτοντος της πρωτοβάθμιας ή δευτεροβάθμιας δίκης ή με το δικόγραφο της έφεσης, η οποία ασκείται κατά της απορριπτικής απόφασης της ανακοπής ή το δικόγραφο των προσθέτων λόγων της έφεσης και αν ακόμη οι νέοι λόγοι αφορούν ισχυρισμούς, οι οποίοι αναφέρονται στα άρθρα 269 και 527 Κ.Πολ.Δ, καθόσον, έναντι των γενικών αυτών διατάξεων κατισχύει η ειδική ως άνω διάταξη του άρθρου 585 παρ. 2 του ίδιου Κώδικα, η οποία ρυθμίζει αποκλειστικώς το περιεχόμενο του δικογράφου της ανακοπής και τον τρόπο προβολής των νέων λόγων αυτής (Α.Π. 531/2022, Α.Π. 267/2021, Α.Π. 99/2020, Α.Π. 1094/2020, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Μόνο το περιεχόμενο της ως άνω ανακοπής και εκείνο των τυχόν, κατά τον προεκτεθέντα τρόπο, ασκηθέντων πρόσθετων λόγων της οριοθετεί το αντικείμενο της δίκης επί της ανακοπής, ακόμη και αν πρόκειται για αιτιάσεις που ανάγονται στο κατά νόμο παραδεκτό της εκδόσεως της διαταγής πληρωμής (Α.Π. 1660/2022, www.areiospagos.gr, Α.Π. 1188/2021, Α.Π.999/2013, Α.Π. 1827/2012, Α.Π. 1999/2010, Α.Π. 1859/2009, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Νέοι λόγοι ανακοπής που προτείνονται με άλλο τρόπο είναι απαράδεκτοι, ακόμα και όταν συντρέχουν οι προϋποθέσεις των διατάξεων των άρθρων 269 και 527 Κ.Πολ.Δ, δεδομένου ότι επέχουν θέση ιστορικής βάσης της αγωγής και δεν ρυθμίζονται από τις προαναφερόμενες διατάξεις, αλλά από εκείνες των άρθρων 216 παρ. 1 εδ. α` και 224 Κ.Πολ.Δ. (Α.Π. 1098/2008, Α.Π. 1094/2006, Α.Π. 60/2005, Εφ.Αθ. 8/2023, Εφ.Αθ. 4814/2022, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).
Η εκκαλούσα ανώνυμη τραπεζιτική εταιρία με την επωνυμία ……… άσκησε την ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου από 8.05.2014 και µε αριθµό κατάθεσης ………/2014 ανακοπή της κατά του με αριθμό ……../10.02.2014 πίνακα κατάταξης δανειστών, της συμβολαιογράφου Πειραιώς . ………………. Σε αυτή εξέθετε ότι την 17η.09.2013 σε εκτέλεση και δυνάµει του πρώτου απόγραφου εκτελεστού της με αριθμό …../24.07.2013 διαταγής πληρωµής της Δικαστή του Μονοµελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατόπιν της από 19.07.2013 αίτησής της για την ικανοποίηση µέρους της απαίτησής της, ποσού 300.000 ευρώ, επέβαλε αναγκαστική κατάσχεση επί του υπό σηµαία Νήσων Μάρσαλ πλοίου (chemical tanker) «…….» (πρώην «……….»), µε Αριθµό Νηολογίου Majuro της Δηµοκρατίας των Νήσων Μάρσαλ …, µε ΔΔΣ …., µε Αριθµό ΙΜΟ …., πλοιοκτησίας της οφειλέτιδάς της αλλοδαπής εταιρίας µε την επωνυµία «………» και ότι συντάχθηκε η με αριθμό ………./17.09.2013 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης πλοίου του δικαστικού επιµελητή του Πρωτοδικείου Πειραιά ………. Ότι την 30η.10.2013 το παραπάνω πλοίο εκπλειστηριάσθηκε και στη συνέχεια συντάχθηκε η με αριθμό ………../2013 έκθεσής της αναγκαστικού πλειστηριασμού και κατακυρώθηκε στην υπερθεματίστρια εταιρεία με την επωνυμία «……….» δια το ποσό των επτακοσίων είκοσι πέντε χιλιάδων Δολλ. ΗΠΑ ($725.000). Ότι στον πλειστηριασμό αυτό αναγγέλθηκαν: 1) Ο ………….., ναυτικός πράκτορας, κάτοικος Πειραιώς (οδός ………) με την από 11-11-2013 αναγγελία του με την οποία ζητούσε την κατάταξή του (ουχί προνομιακή) για το ποσό των Ευρώ 73.300,00 πλέον των νομίμων τόκων και κάθε μορφής δικαστικών και άλλων εξόδων, για τις αναφερόμενες στην αναγγελία του αιτίες. 2) Η εταιρεία με την επωνυμία «……….», η οποία εδρεύει στον Πειραιά (……….) με την από 13-11-2013 αναγγελία της με την οποία ζητούσε την προνομιακή κατάταξή της για το ποσό των Ευρώ 335.916,00 για τις αναφερόμενες στην αναγγελία της αιτίες η οποία όμως παραιτήθηκε εκ της απαιτήσεως της δυνάμει του από 29.01.2014 δικογράφου παραίτησης της. 3) Η εταιρεία με την επωνυμία «…………», η οποία εδρεύει στον Πειραιά (………..) με την από 13-11-2013 αναγγελία της με την οποία ζητούσε την προνομιακή κατάταξή της για το ποσό των Ευρώ 10.144,38 πλέον τόκων για τις αναφερόμενες στην αναγγελία της αιτίες. 4) Η εταιρεία με την επωνυμία «………….», η οποία στον Πειραιά (οδός ……….) με την από 12-11-2013 αναγγελία της με την οποία ζητούσε μεν την κατάταξή της (ουχί την προνομιακή) για το ποσό των 15.309,73 ευρώ πλέον των νομίμων τόκων υπερημερίας για τις αναφερόμενες στην αναγγελία της αιτίες. 5) Η εταιρεία με την επωνυμία «………..», η οποία εδρεύει στον Πειραιά (………..) με την από 12-11-2013 αναγγελία της με την οποία ζητούσε την προνομιακή κατάταξή της για το ποσό των Ευρώ 58.373,41 για τις αναφερόμενες στην αναγγελία της αιτίες, 6) Η εδρεύουσα στην ……………… Κύπρου εταιρεία περιορισμένης ευθύνης δια μετοχών με την επωνυμία “……..” με την από 12-11-2013 αναγγελία της με την οποία ζητούσε την προνομιακή κατάταξή της για το ποσό των Ευρώ 160.146,00 για τις αναφερόμενες στην αναγγελία της αιτίες, 7) Η εταιρεία με την επωνυμία «………..», που εδρεύει στον Πειραιά με την από 05-11-2013 αναγγελία της, με την οποία ζητούσε την προνομιακή κατάταξή της για το ποσό των Ευρώ 9.375,00, για τις αναφερόμενες στην αναγγελία της αιτίες, 8) η επισπεύδουσα ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «………….», η οποία εδρεύει στην Αθήνα (οδός ………..) με την από 12-11-2013 αναγγελία της υπό την ιδιότητα της ως ενυπόθηκου δανείστριας του εκπλειστηριασθέντος πλοίου, με την οποία αιτήθηκε (α) την προνομιακή κατάταξή για το ποσό των Ευρώ 2.505.550,06 κατά την ισοτιμία Ευρώ – Δολαρίου ΗΠΑ (1 Ευρώ = 1,3755 Δολαρίου ΗΠΑ) της ημερομηνίας του πλειστηριασμού (30-10-2013) ήτοι το ποσό των Δολαρίων ΗΠΑ Τριών Εκατομμυρίων Τετρακοσίων Σαράντα Έξι Χιλιάδων Τριακοσίων Ογδόντα Τεσσάρων και Δέκα Σεντς ($ 3.446.384,10), άλλως κατά την ημερομηνία συντάξεως της αναγγελίας (12-11-2013) ισοτιμία Ευρώ – Δολάριο ΗΠΑ (1 Ευρώ = 1,3432 Δολάριο ΗΠΑ), ήτοι το ποσό των Δολαρίων ΗΠΑ Τριών Εκατομμυρίων Τριακοσίων Εξήντα Πέντε Χιλιάδων Τετρακοσίων Πενήντα Τεσσάρων και Ογδόντα Τεσσάρων Σέντ ($3.365.454,84), άλλως το ισάξιο της σε Δολάριο ΗΠΑ κατά το χρόνο συντάξεως του πίνακα κατατάξεως πλέον τόκων, εξόδων και επιβαρύνσεων για τις αναφερόμενες στην αναγγελία αιτίες και (β) την προνομιακή κατάταξή για το ποσό των 130.31 κατά την ισοτιμία Ευρώ – Δολάριο ΗΠΑ (1 Ευρώ = 1,3755 Δολάριο ΗΠΑ ημερομηνίας του πλειστηριασμού (30-10-2013) ήτοι το ποσό των Εκατόν Εβδομήντα Εννέα Χιλιάδων Διακοσίων Σαράντα Εννέα και Εξήντα Πέντε Σέντ ($179.249,65), άλλως κατά την ημερομηνία συντάξεως της αναγγελίας (12-11-2013) ισοτιμία Ευρώ – Δολάριο ΗΠΑ (1 Ευρώ = 1,3432 Δολάριο ΗΠΑ), ήτοι το ποσό των Δολάριο ΗΠΑ Εκατόν Εβδομήντα Πέντε Χιλιάδων Σαράντα και Σαράντα πέντε Σέντ ($175.040,45), άλλως το ισάξιο της σε Δολάριο ΗΠΑ κατά το χρόνο συντάξεως του πίνακα κατατάξεως για τις αναφερόμενες στην αναγγελία αιτίες. Ότι επειδή το πλειστηρίασμα δεν επαρκούσε για την ικανοποίηση όλων των αναγγελθέντων δανειστών, η παραπάνω συμβολαιογράφος, με την ιδιότητα της υπαλλήλου του πλειστηριασμού, συνέταξε τον με αριθμό ……../10.02.2014 πίνακα κατάταξης δανειστών, στον οποίον, μετά την αφαίρεση των εξόδων της εκτέλεσης, συνολικού ποσού 7.327,78 δολαρίων ΗΠΑ, κατέταξε στο υπόλοιπο του πλειστηριάσματος ποσού 717.672,22 δολαρίων ΗΠΑ, τους ακόλουθους αναγγελθέντες δανειστές, με βάση την ισοτιμία ευρώ/δολάριο ΗΠΑ (1:1,3638) που ίσχυε κατά την ημερομηνία σύνταξης του πίνακα ως εξής : Α) Οριστικά και προνομιακά: α) την ανώνυμη εταιρία «…………», για το ποσό των 12.785,63 δολαρίων ΗΠΑ, β) την επισπεύδουσα τραπεζική εταιρία με την επωνυμία …………. για το ποσό των 13.587,54 δολαρίων ΗΠΑ, για μέρος της αναγγελθείσας απαίτησής της, που αφορά σε έξοδα φύλαξης μετά την κατάσχεση του πλοίου, και γ) την επισπεύδουσα τραπεζική εταιρία με την επωνυμία ………. για το ποσό των 116.583,13 δολαρίων ΗΠΑ, για την αναγγελθείσα απαίτησή της, που αφορά σε έξοδα συντήρησης του πλοίου. Β) Προνομιακά στην πρώτη τάξη προνομίων άρθρου 205 ΚΙΝΔ και υπό την αίρεση τελεσιδικίας των αξιώσεών τους: α) την εταιρία με την επωνυμία «……………..», για το ποσό των 218.407,15 δολαρίων ΗΠΑ, για τις αναγγελθείσες απαιτήσεις της, που απορρέουν από σύμβαση παροχής υπηρεσιών ελλιμενισμού του πλοίου στο θαλάσσιο χώρο έμπροσθεν του ναυπηγείου της, και β) την εταιρία με την επωνυμία «………………» για το ποσό των 13.793,99 δολαρίων ΗΠΑ, για τις αναγγελθείσες απαιτήσεις της από την παροχή υπηρεσιών περισυλλογής από το πλοίο στέρεων αποβλήτων και οικιακού τύπου απορριμμάτων. Γ) Οριστικά και προνομιακά την επισπεύδουσα τραπεζική εταιρία για το ποσό των 342.514,78 δολαρίων ΗΠΑ, για μέρος της ενυπόθηκης απαίτησής της, συνολικού ποσού 2.505.550,06 ευρώ, το οποίο με βάση την ισοτιμία ευρώ/δολάριο ΗΠΑ κατά το χρόνο σύνταξης του πίνακα ανερχόταν στο ισόποσο των 3.417.069,17 δολαρίων ΗΠΑ. Με την ανακοπή της η ανώνυμη τραπεζική εταιρία με έδρα την Αθήνα στρεφόταν κατά της ήδη εκκαλούσας αλλοδαπής εταιρίας με έδρα την Κύπρο και την επωνυμίας …….. και την κατάταξη της μετά την από 12.11.2013 αναγγελίας της και αρνείτο το σύνολο της απαίτησης αυτής και του προνομίου αυτής της απαίτησης, διότι σε καμία διάταξη του Ναυτικού Νόμου του 1990 (the maritime act) της δημοκρατίας των νήσων Μάρσαλ δεν αναφέρεται ότι ο ελλιμενισμός του πλοίου φέρει ναυτικό προνόμιο, ότι αυτό δεν αποδείχθηκε διότι δεν προσκομίστηκε το αλλοδαπό δίκαιο και ότι ούτε με το άρθρο 205 του ΚΙΝΔ δηλαδή το ελληνικό δίκαιο οι δαπάνες περί ελλιμενισμού απολαμβάνουν προνομίου. Επικουρικά ότι η ειθισμένη αμοιβή για την από 28.3.2013 σύμβαση ελλιμενισμού η οποία δεν τη δεσμεύει είναι 150 ευρώ και όχι 600 ευρώ ημερησίως και επομένως ότι πρέπει να καταταγεί για το ποσό των 32.550 (217 χ150) πλέον φπα δηλαδή για το ποσό των 40.036,50 ευρώ (32.550+7.486,50) και όχι για το ποσό των 160.146 ευρώ δηλαδή 218.407,15 δολαρίων ΗΠΑ για το οποίο κατετάγη. Επίσης αρνείτο τη γένεση την ύπαρξη και το προνόμιο της απαίτησης της εταιρίας με την επωνυμία …………. (εδώ μη διάδικο) ύψους 10.144,38 ευρώ δηλαδή 13.793,99 δολαρίων ΗΠΑ για το οποίο αυτή κατετάγη για τους αναφερόμενους στην ανακοπή λόγους. Εξάλλου η εκκαλούσα δυνάμει της ……/30.09.2020 εφέσεως εταιρία με την επωνυμία «……..» άσκησε την από 25.4.2024 με αριθμό κατάθεσης ……../2014 ανακοπή της (προσκ. ως σχετ. Α) κατά του προαναφερόμενου προσβαλλόμενου με αριθμό ………/10.02.2014 πίνακα κατάταξης δανειστών, της συμβολαιογράφου Πειραιώς . ………………, την οποία έστρεφε μόνο κατά της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με έδρα την Αθήνα. Σε αυτή αφού ανέφερε ότι είναι εταιρία που ασχολείται μεταξύ άλλων και με παροχή υπηρεσιών φύλαξης στα πλοία, και ότι παρείχε υπηρεσίες φύλαξης στο προαναφερόμενο πλοίο για το διάστημα από 7.1.13 έως και 14.6 2013 και ότι για το λόγο αυτό είχε αξίωση ύψους 58.373,41 ευρώ την οποία προσδιόριζε επαρκώς και ανήγγειλε εμπρόθεσμα αλλά παρόλα αυτά δεν κατετάγη διότι έγινε εσφαλμένη εφαρμογή του άρθρου 205 του ΚΙΝΔ από την υπάλληλο του πλειστηριασμού, καθώς σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στην ανακοπή της προνομιούχος είναι κάθε δαπάνη στο τελευταίο λιμάνι χωρίς να είναι απαραίτητο αυτό να έχει λάβει χώρα μετά την κατάσχεση. Ανέφερε δε ότι ορθά η υπάλληλος του πλειστηριασμού κατέταξε την Κυπριακή εταιρία με την επωνυμία …. διότι αυτή απολάμβανε προνόμιο δαπάνης συντήρησης του πλοίου για την περίοδο από το Μάρτιο του 2013 έως και την 30.10.2013 δηλαδή για περίοδο αρκετών μηνών πριν την κατάσχεση και ότι ορθά κατετάγη τη απαίτησης της επισπεύδουσας καθής η ανακοπή για το ποσό των 85.484,04 ευρώ εκ των οποίων 34.489,20 ευρώ αφορούσαν έξοδα καθαρισμού του καταστρώματος πριν την κατάσχεση του πλοίου και αφορούσε την από 14.6.2013 σύμβαση της με την τραπεζική εταιρία, και δαπάνη κίνησης (προμήθεια πετρελαίου ποσού 13.800,60 ευρώ και λιπαντικών 7.403,54 ευρώ που πραγματοποιήθηκαν πριν τις 3.6.2013). Ότι αφού τα παραπάνω κατετάγησαν προνομιακά πρέπει να καταταγεί και η εμπεριεχόμενη στην από 12.11.2013 αναγγελία της απαίτηση της που αφορά δαπάνες φύλαξης και συντήρησης της ίδιας περιόδου. Ακολούθως με την ανακοπή ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου που έστρεφε κατά της προαναφερόμενης ανώνυμης τραπεζιτικής εταιρίας και αφού επικαλέστηκε όλα τα προαναφερόμενα αναφορικά με τον πλειστηριασμό, τις αναγγελίες και το πίνακα κατάταξης και αφού όπως προαναφέρθηκε, εξέθετε ότι ανήγγειλε την απαίτηση της ύψους 58.373,41 ευρώ που αφορούσαν την ένταξη εσόδων από υπηρεσίες φύλαξης και συντήρησης του πλοίου στον τελευταία λιμένα αιτήθηκε, επικαλούμενη έννομο συμφέρον, διότι δεν έγινε δεκτή η αναγγελία της που αφορούσε προνομιακή απαίτηση και σύμφωνα με το δίκαιο της σημαίας του πλοίου που προσκόμιζε σε μετάφραση από την αγγλική την ελληνική, να μεταρρυθμιστεί ο εν μέρει προσβαλλόμενος πίνακας και γίνει δεκτή η απαίτηση της και να καταταγεί αυτή οριστικά και προνομιακά για το ποσό των 58.373,41 ευρώ με την ισοτιμία ευρώ δολαρίου κατά την ημερομηνία διενέργειας του πλειστηριασμού (30.10.2013) δηλαδή 80.292,63 δολάρια ΗΠΑ, άλλως κατά την ημερομηνία της αναγγελίας, άλλως κατά την ημερομηνία σύνταξης του πίνακα και να αποβληθεί η καθής (δηλαδή η ανώνυμη τραπεζική εταιρία με έδρα την Αθήνα) κατά το παραπάνω ποσό από τον πίνακα.
Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο συνεκδίκασε κατά την διαδικασία των άρθρων 643 και 591 παρ. 1 α του ΚΠολΔ, όπως αυτές ίσχυαν πριν το ν. 4335/2015, τις προαναφερόμενες ανακοπές και έκρινε ότι έχει δικαιοδοσία και υλική και τοπική αρμοδιότητα (άρθρα 585 και 215 επ., 933 παρ. 1, 2 και 3 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με το άρθρο 51 Ν. 2172/1993 ως εκ του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς) και ακολούθως διεθνή δικαιοδοσία προς εκδίκαση της υποθέσεως επί των ανακοπών. Έκρινε ότι αμφότερες οι ανακοπές έχουν ασκηθεί εντός της 12ήμερης προθεσμίας του άρθρου 979 παρ. 2 (εργάσιμες ημέρες) του ΚΠολΔ και ειδικότερα: α) ως προς την ανακοπής της τραπεζικής εταιρίας με έδρα την Αθήνα: διότι αντίγραφο της με αριθμό ……../10.2.2014 πρόσκλησης δανειστών επιδόθηκε στην ανακόπτουσα τραπεζική εταιρία στις 22.4.2014 και η ανακοπή κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και επιδόθηκε στις καθών η ανακοπή στις 8.5.2014 σύμφωνα με τις ……/8.5.2014 και …/8.5.2014 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιά ……… (η 1.5. δεν ήταν εργάσιμη), ενώ κοινοποιήθηκε και στην υπάλληλο του πλειστηριασμού, και β) ως προς την ανακοπή της εταιρίας περιορισμένης ευθύνης με έδρα το Πειραιά, δηλαδή την ανακοπή της εκκαλούσας δυνάμει της με αριθμό …………/30.09.2020 εφέσεως, διότι η με αριθμό ………/10.2.2014 πρόσκληση δανειστών επιδόθηκε στην ανακόπτουσα στις 8.4.2014 και η ανακοπή κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 28.4.2014 και επιδόθηκε την ίδια ημέρα σύμφωνα με τη με αριθμό …………/28.4.2014 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιά …………. (οι 18.4 και 21.4 δεν ήταν εργάσιμες) και κοινοποιήθηκε στην υπάλληλο του πλειστηριασμού. Ακολούθως αφού προχώρησε στην εξέταση της νομικής και ουσιαστικής βασιμότητας των λόγων των ανακοπών δέχθηκε κατά ένα μέρος μόνο την πρώτη ανακοπή της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας, ήδη εκκαλούσας δυνάμει της με αριθμό …………../30.09.2020 εφέσεως, μεταρρυθμίζοντας τον προσβαλλόμενο πίνακα αποβάλλοντας τόσο την πρώτη καθής ήδη εκκαλούσα κατά το ποσό των 174.121,84 δολαρίων ΗΠΑ, όσο και τη δεύτερη ως προς της οποία η τραπεζιτική εταιρία παραιτήθηκε της εφέσεως κατά το ποσό των 13.793,99 δολαρίων ΗΠΑ και συνολικά ως προς το ποσό των 187.915,83 δολαρίων ΗΠΑ, ενώ απέρριψε την προαναφερόμενη ανακοπή της εταιρίας περιορισμένης ευθύνης με έδρα τον Πειραιά, ήδη εκκαλούσας δυνάμει της με αριθμό …………/30.09.2020 εφέσεως. Ειδικότερα δέχθηκε κατά ένα μέρος τον πρώτο λόγο ανακοπής της τραπεζικής εταιρία και έκρινε ότι μόνο ένα μέρος της απαίτησης της ήδη εκκαλούσας Κυπριακής εταιρίας ήταν προνομιακό, ενώ απέρριψε το τρίτο λόγο ανακοπής της τραπεζικής εταιρίας περί μη εύλογης δαπάνης. Έτσι με βάση την ισοτιμία ευρώ δολαρίου 1/1,3638 κατά την ημερομηνία σύνταξης του πίνακα έκρινε ότι η απαίτηση της Κυπριακής εταιρίας ήδη εκκαλούσας περιοριζόταν στις 44.285,31 δολάρια ΗΠΑ και κατά το υπόλοιπο ποσό των 174.121,84 δολαρίων ΗΠΑ κατέταξε την τράπεζα. Επίσης κατέταξε την τράπεζα στο ποσό των 13.793,99 δολαρίων ΗΠΑ αποβάλλοντας την αντιρρυπαντική ανώνυμη ναυτιλιακή εταιρία με την επωνυμία ………., εδώ μη διάδικο, καθόσον δεν άσκησε έφεση ενώ η εκκαλούσα ανώνυμη τραπεζική εταιρία παραιτήθηκε του δικογράφου της εφέσεως ως προς αυτήν, δεχόμενο τη βασιμότητα του δευτέρου λόγου ανακοπής κατά τον οποίο δεν ήταν προνομιακή στο σύνολο η απαίτηση της δεύτερη των καθών. Τέλος απέρριψε την ανακοπή της ήδη εκκαλούσας εταιρίας περιορισμένης ευθύνης με έδρα τον Πειραιά κρίνοντας ότι η απαίτηση της δεν εξασφαλίζεται με ναυτικό προνόμιο. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται ήδη αμφότερες οι ανακόπτουσες αλλά και η πρώτη των καθών Κυπριακή εταιρία «………», της οποίας η κατάταξη περιορίστηκε κατά το ποσό των 174.121,84 δολαρίων ΗΠΑ, με τις κρινόμενες εφέσεις τους και τους διαλαμβανόμενους σε αυτές λόγους και ζητούν: α) μετά την παραίτηση από το δικόγραφο της έφεσης ως προς τη δεύτερη των καθών η ανακοπή, η εκκαλούσα δυνάμει της με αριθμό ………../1.10.2020 εφέσεως εταιρία με την επωνυμία «……………» επανέφερε στο παρόν δικαστήριο τους λόγους ανακοπής της δυνάμει των οποίων α) αμφισβήτησε τον προνομιακό χαρακτήρα της απαίτησης για την οποία αναγγέλθηκε η εταιρεία Κυπριακή εταιρία με έδρα την ……………… και την επωνυμία «………..», με βάση το δίκαιο της σημαίας του πλοίου (Iex navis), ήτοι αυτό της Δημοκρατίας των Νήσων Μάρσαλ, β) αμφισβήτησε τον προνομιακό χαρακτήρα της εν λόγω απαίτησης και με βάση το ελληνικό δίκαιο, ήτοι με βάση το άρθρο 205 ΚΙΝΔ και τέλος γ) ισχυρίσθηκε ότι η απορρέουσα από παροχή υπηρεσιών ελλιμενισμού απαίτησή ου είναι υπερβολική, καθώς η συνήθης αμοιβή για παροχή υπηρεσιών ελλιμενισμού δήθεν ανέρχεται στο ποσό των 150 ευρώ ημερησίως, αντί του συμφωνηθέντος ποσού των 600 ευρώ ημερησίως, με ένα ουσιαστικά λόγο έφεσης που είχε δύο σκέλη. Με το πρώτο σκέλος αμφισβήτησε τον προνομιακό χαρακτήρα της απαίτησης της ήδη πρώτης εφεσίβλητης πρώτης καθών η ανακοπή τόσο ως προς το ελληνικό αλλά και ως προς το αλλοδαπό δίκαιο όπως αυτά θα αναλυθούν και με το δεύτερο σκέλος του λόγου εφέσεως λόγους εφέσεως και με βάση τα εκεί εκτιθέμενα ζήτησε να καταταγεί η κυπριακή εταιρία μόνο για το ισόποσο σε δολάρια ΗΠΑ των 6.600 ευρώ πλέον φπα, με βάση την ισοτιμία ευρώ/δολάριο ΗΠΑ κατά το χρόνο σύνταξης του πίνακα. Ακολούθως αιτήθηκε η εκκαλούσα τραπεζική εταιρία με την επωνυμία «. …….» να εξαφανιστεί κατά ένα μέρος η εκκαλουμένη προκειμένου να γίνει δεκτή στο σύνολο η ανακοπή της και να μεταρρυθμιστεί ο προσβαλλόμενος πίνακας με την πλήρη αποβολή της πρώτης εφεσίβλητης της οποίας μη νομίμως παρέμεινε η κατάταξη και επικουρικά για ποσό 600 ευρώ ημερησίως διότι αυτό έπρεπε να περιοριστεί σε 150 ευρώ ημερησίως και δηλαδή σε 44 χ 150 = 6.600 ευρώ πλέον φπα 1.518 ευρώ. Να σημειωθεί ότι απαραδέκτως στρέφει την έφεση της κατά της τρίτης εφεσίβλητης εταιρίας περιορισμένης ευθύνης με έδρα τον Πειραιά, η οποία είναι συνολικά ηττηθείσα με την εκκαλουμένη απόφαση και γι’αυτό εξάλλου έχει ασκήσει το ένδικο μέσο της εφέσεως. Β) Η εκκαλούσα και εδρεύουσα στον Πειραιά εταιρία περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «……………..» παραπονείται με τους τέσσερις συναφείς λόγους εφέσεως για εσφαλμένη εφαρμογή νόμου και κακή εκτίμηση αποδεικτικού υλικού, διότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη το προσκομιζόμενο από αυτή αποδεικτικό υλικό και ειδικότερα τα προτιμολόγια της, το προσκομιζόμενο αλλοδαπό δίκαιο, ένορκες βεβαιώσεις που προσκόμισε με την προσθήκη αντίκρουση των προτάσεων της και ακολούθως κατά παράβαση του άρθρου 318 του ναυτικού νόμου 1990 του δικαίου των νήσων Μάρσαλ, έκρινε ότι η απαίτηση της δεν εμπίπτει στις δαπάνες που προβλέπονται από το δίκαιο της σημαίας του πλοίου ότι προηγούνται της ενυπόθηκης απαίτησης και εσφαλμένα από την άλλη κατέταξε την καθής τραπεζική εταιρία τυχαία στο συνολικά απελευθερούμενο ποσό των 187.915,83 ευρώ. Ακολούθως ισχυριζόμενη ότι έπρεπε πρώτα να προηγηθεί η δική της απαίτηση ύψους 58.373,41 ευρώ κατά την ισοτιμία ευρώ δολαρίου κατά την ημερομηνία διενέργειας του πλειστηριασμού, άλλως κατά την ημερομηνία σύνταξης του πίνακα ζήτησε τη μεταρρύθμιση της εκκαλουμένης απόφασης ώστε να γίνει δεκτή η ανακοπή της στο σύνολό της και να μεταρρυθμιστεί ο προσβαλλόμενος πίνακας με την οριστική και προνομιακή της κατάταξη ως προς το ποσό των 58.373,41 ευρώ κατά την ισοτιμία δολαρίου ΗΠΑ ευρώ τους χρόνους που αναφέρονται στην ανακοπή με την ισόποση αποβολή από τον πίνακα της εφεσίβλητης τραπεζικής εταιρίας. Να σημειωθεί ότι αλυσιτελώς παραπονείται ότι δεν ελήφθησαν υπόψη αποδεικτικά μέσα των οποίων έγινε επίκληση με την προσθήκη αντίκρουση των προτάσεων της, αφού αυτά θα ληφθούν υπόψη, κατ’άρθρο 529 του ΚΠολΔ. Γ) Τέλος η εκκαλούσα αλλοδαπή εταιρία περιορισμένης ευθύνης με έδρα την ……………… Κύπρου και την επωνυμία «……………», παραπονείται για εσφαλμένη εφαρμογή νόμου και κακή εκτίμηση αποδείξεων διότι η εκκαλουμένη έκρινε ότι οι υπηρεσίες ελλιμενισμού και φύλαξης που παρείχε ήταν δεν απαραίτητες και ότι επομένως εξασφαλίζονταν με προνόμιο τόσο κατά τη lex fori όσο και κατά το δίκαιο της σημαίας κατά το δίκαιο των νήσων Μάρσαλ σύμφωνα με προσκομιζόμενη γνωμοδότηση και για το διάστημα πριν την αναγκαστική κατάσχεση. Πρέπει να σημειωθεί στο σημείο αυτό ότι η προαναφερόμενη εκκαλούσα δεν άσκησε ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ανακοπή, διότι είχε καταταγεί από τη υπάλληλο του πλειστηριασμού στον προσβαλλόμενο πίνακα. Όμως με τις προτάσεις της ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου δεν αμφισβήτησε ούτε την απαίτηση ούτε το προνόμιο της ανακόπτουσας τραπεζικής εταιρία, αλλά περιορίστηκε στο να αντικρούσει του λόγους της ανακοπής της τελευταίας (βλ. δικόγραφο προτάσεων σχετ. VII). Επομένως απαραδέκτως επιχειρεί για πρώτη φορά με το δικόγραφο της εφέσεως να αρνηθεί την απαίτηση ή το προνόμιο της προαναφερόμενης ανακόπτουσας τραπεζικής εταιρίας που αφενός η εκ του δανείου απαίτηση της είχε εξασφαλιστεί με προτιμώμενη ναυτική υποθήκη, αλλά αυτή ανήγγειλε και δαπάνες τελευταίου λιμένα στο πλοίο που κατατάσσονται προνομιακά και μάλιστα ένα μέρος αυτών κατετάγη στον προσβαλλομενο πίνακα. Τούτο δε διότι τον ισχυρισμός της ακυρότητας της εκτέλεσης λόγω παράβαση του άρθρου 940α του ΚΠολΔ, που πράγματι περιλαμβάνει και την αναγγελία της απαίτησης (ΑΠ 1441/2017 δημ. νομος), θα έπρεπε να τον είχε προτείνει ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου έστω απλά αρνούμενη την απαίτηση της ανακόπτουσας αντιδίκου της. Μάλιστα σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη και σε περίπτωση ανακοπής μόνο οι ορισμένοι λόγοι μπορούν να επαναφερθούν ενώπιον του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, διότι διαφορετικά η προβολή του έρχεται δε αντίθεση με τη διάταξη του άρθρου 527 του ΚΠολΔ. Εξάλλου ο ισχυρισμός αυτός ούτε οψιγενής είναι, ούτε αποδεικνύεται από έγγραφο ή ομολογία και για το λόγο αυτό είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος. Ακολούθως αυτή αιτείται την εξαφάνιση άλλως μεταρρύθμιση της εκκαλουμένης, ώστε να γίνει η ανακοπή της στο σύνολο της και να καταταγεί για το σύνολο της απαίτησης της στον προσβαλλόμενο πίνακα αφού αποβληθεί η εφεσίβλητη τραπεζική ανώνυμη εταιρία. Ομοίως κατά τα ήδη προαναφερόμενα, αυτή αλυσιτελώς παραπονείται ότι δεν ελήφθησαν υπόψη αποδεικτικά μέσα των οποίων έγινε επίκληση με την προσθήκη αντίκρουση των προτάσεων της, αφού αυτά θα ληφθούν υπόψη κατ’άρθρο 529 του ΚΠολΔ. Με τον πρόσθετο λόγο εφέσεως της ουσιαστικά διανθίζει το λόγο εφέσεως περί κακής εκτίμησης αποδεικτικού υλικού, αφού προσκομίζει έγγραφο του Κεντρικού Λιμεναρχείου Πειραιώς από το οποίο ισχυρίζεται ότι αποδεικνύεται ότι το πλοίο ήταν σε απαγόρευση απόπλου από 29.3.2013, προκειμένου να θεμελιώσει τον προνομιακό χαρακτήρα της απαίτησης της.
Τα ναυτικά προνόμια επί του πλοίου γίνεται γενικά δεκτό ότι έχουν εμπράγματο χαρακτήρα και ρυθμίζονται από το δίκαιο της πολιτείας, τη σημαία της οποίας φέρει το πλοίο, σύμφωνα με τον κανόνα ιδιωτικού διεθνούς δικαίου του άρθρου 9 του ΚΙΝΔ. Κατά την άποψη όμως που επικρατεί ιδίως στη νομολογία το δίκαιο της σημαίας του πλοίου ρυθμίζει τη γένεση, έκταση, διάρκεια και απόσβεση των ναυτικών προνομίων, και δη έστω και αν οι απαιτήσεις που ασφαλίζονται με αυτά διέπονται από το δίκαιο άλλης πολιτείας (ΕΠ 599/2000 Ε.Εμπ.Δ 2001.320, ΕΠ 1087/97 ΕΝΔ 26.42), ενώ η σειρά κατατάξεως αυτών, σε περίπτωση πλειστηριασμού του πλοίου, θα κριθεί από το δίκαιο του τόπου της αναγκαστικής εκτελέσεως, δηλαδή από τη LEX FORI, αφού η λόγω προνομίου προτίμηση στην κατάταξη δεν αποτελεί στοιχείο της απαιτήσεως, αλλά αφορά στη σχέση των απαιτήσεων μεταξύ τους και κανονίζεται από το δικονομικό δίκαιο (ΑΠ 1762/1998, ΕΝΔ 1999 σελ. 83, ΑΠ 466/1996 Δ/νη 39.347, ΑΠ 710/92 ΕΕΝ 93 σελ. 540 ΕΠ 599/2000 ό.π., ΕΑ 9639/98 Δ/νη 40.387, ΕΠ. 472/98 ΕΝΔ 1998 σελ. 418, ΕΠ 1300/1997, ΕΠ 1269/1997 ΕΝΔ 1998 σελ. 124, 121). ΄Ετσι, αν εκπλειστηριαστεί αλλοδαπό πλοίο στην Ελλάδα, οι απαιτήσεις που είναι εξοπλισμένες με ναυτικό προνόμιο, κατά το δίκαιο της σημαίας του πλοίου, θα καταταγούν στη σειρά που προβλέπει για παρόμοιες, κατά τη φύση και το χαρακτήρα τους απαιτήσεις το άρθρο 205 του ΚΙΝΔ, στο οποίο παραπέμπει το άρθρο 1012 παρ. 4 του Κ.Πολ.Δ., και μάλιστα πριν από τις απαιτήσεις που εξασφαλίζονται με υποθήκη, μόνον όμως αν το προνόμιο αυτό αναγνωρίζεται από το δίκαιο της χώρας, της οποίας τη σημαία έφερε το πλοίο κατά το χρόνο συντάξεως του πίνακα κατατάξεως, ενώ στην αντίθετη περίπτωση σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 9 του ΚΙΝΔ, δεν θα ληφθεί υπόψη και η αντίστοιχη απαίτηση δεν θα καταταγεί ως προνομιακή, ακόμη και αν η απαίτηση αυτή έχει δημοσιονομικό χαρακτήρα (ΑΠ 466/96 ό.π., Ε Π 198/2003 ό.π., ΕΠ 599/2000 ό.π.). Αν η LEX FORI δεν αναγνωρίζει ως προνομιακή την απαίτηση που ασφαλίζεται με ναυτικό προνόμιο κατά το αλλοδαπό δίκαιο της σημαίας, τότε η εν λόγω απαίτηση δεν κατατάσσεται προνομιακά (ΕΠ 93/99 Ε.Εμπ.Δ 1999 σελ. 560). Πιο συγκεκριμένα με τη διάταξη του άρθρου 205 του ΚΙΝΔ (όπως αυτό ίσχυε κατά το χρόνο συντάξεως του προσβαλλόμενου πίνακα κατάταξης, δηλαδή μετά την τροποποίησή του από το άρθρο 214 του ν. 4072/2012 ΦΕΚ Α’ 87/11-4-2012), καθιερώνεται ειδική σειρά κατάταξης και προσδιορίζονται τα ναυτικά προνόμια σε τέσσερις κατηγορίες, που αποκαλούνται τάξεις, στις οποίες εντάσσονται και κατατάσσονται: 1) Στην πρώτη τάξη και κατά την οριζόμενη σειρά: α) οι συναφείς προς τη ναυσιπλοΐα φόροι, β) τα προς το κοινό συμφέρον των δανειστών γενόμενα δικαστικά έξοδα, γ) τα τέλη και δικαιώματα που βαρύνουν το πλοίο, δ) τα εκ της ναυτολογήσεως των ναυτικών δικαιώματα υπέρ του Ναυτικού Απομαχικού Ταμείου (Ν.Α.Τ.) και τα πρόστιμα που επιβλήθηκαν ή επιβάλλονται από το Γραφείο Ευρέσεως Ναυτικής Εργασίας υπέρ του Κεφαλαίου Ανεργίας και Ασθενείας Ναυτικών (Κ.Α.Α.Ν), 2) στη δεύτερη τάξη κατατάσσονται: α) οι απαιτήσεις του πλοιάρχου και του πληρώματος από τη σύμβαση εργασίας και β) τα έξοδα φύλαξης και συντήρησης του πλοίου από τον κατάπλου του στον τελευταίο λιμένα, 3) στην τρίτη τάξη κατατάσσονται τα έξοδα και οι αμοιβές λόγω επιθαλάσσιας αρωγής διάσωσης και ναυαγιαίρεσης και 4) στην τέταρτη τάξη κατατάσσονται οι λόγω σύγκρουσης ή πρόσκρουσης πλοίων οφειλόμενες αποζημιώσεις για ζημίες σε πλοία, επιβάτες και φορτία (βλ. αναλυτικά Μπρίνια Ερμηνεία άρθρου 1012 σελ. 2011 και επ.). Ειδικότερα, έξοδα φύλαξης, αναγνωριζόμενα ως προνομιούχα στην πρώτη τάξη, νοούνται τα έξοδα “επιστασίας και αναγκαίας μερίμνης”, προς το σκοπό διασφάλισης του πλοίου με τα συστατικά και παραρτήματά του στην υλική κατάσταση που κατασχέθηκε. Στα έξοδα φύλαξης περιλαμβάνονται όχι μόνο οι δαπάνες, αλλά και η αμοιβή των αναγκαίων προς τούτο υπηρεσιών και φροντίδων, που καταβάλλεται για τη φύλαξη του πλοίου σε φύλακα οριζόμενο από τον πλοιοκτήτη. Δεν απολαμβάνουν, όμως, του εν λόγω προνομίου, όλα τα έξοδα φύλαξης, αλλά μόνο εκείνα που έγιναν σε πλοίο ακινητοποιημένο ενόψει του πλειστηριασμού, δηλαδή σε κάθε περίπτωση καλύπτει έξοδα που έγιναν στο τελευταίο λιμάνι. Αποκλείεται, δηλαδή, κάθε δαπάνη που δεν συμβιβάζεται με τη δικαιολογητική αιτία της καθιέρωσης του προνομίου, η οποία αναφέρεται σε πλοίο που τελεί σε σταθερή παραμονή προς το σκοπό της εκποίησης. Εξάλλου το προνόμιο αυτό έχει ως έρεισμα λόγους επιείκειας. Η φύλαξη του πλοίου στο τελευταίο λιμάνι δεν προστατεύει μόνο τα συμφέροντα του πλοιοκτήτη, αλλά ωφελεί αμέσως και το σύνολο των δανειστών, διότι, χωρίς το προνόμιο αυτό, ο οφειλέτης διακινδυνεύει να μη βρει φύλακες πρόθυμους να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους και έτσι το πλοίο να παραμένει χωρίς προστασία ενόψει του πλειστηριασμού, προς βλάβη των δανειστών. Στην περίπτωση κατά την οποία το πλοίο που κατασχέθηκε βρισκόταν επί μεγάλο χρονικό διάστημα παροπλισμένο στο ίδιο λιμάνι στο οποίο και πλειστηριάσθηκε, το λιμάνι αυτό δεν μπορεί να θεωρηθεί ως ο “τελευταίος λιμένας μετά τον κατάπλου”, έτσι ώστε κάθε δαπάνη φύλαξης και συντήρησης που έγινε κατά το διάστημα αυτό να καλύπτεται από το πιο πάνω προνόμιο. Τούτο δε, διότι, δεν πρόκειται για λιμάνι στο οποίο το πλοίο ακινητοποιήθηκε και παρακωλύθηκε να αποπλεύσει συνεπεία της κατάσχεσης, αλλά η ακινητοποίησή του αυτή ήταν άσχετη με την κατάσχεση, αφού το πλοίο είχε καταπλεύσει με τον αποκλειστικό σκοπό να ακινητοποιηθεί και να παροπλισθεί επί μακρό χρόνο (ΑΠ 86/2021 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Συμπερασματικά στα έξοδα συντήρησης στο τελευταίο λιμάνι περιλαμβάνονται οι δαπάνες εκείνες από τον κατάπλου στο τελευταίο λιμένα, οι οποίες συνετέλεσαν ώστε να διατηρηθεί το πλοίο στο λιμένα αυτό και μέχρι του πλειστηριασμού του στη κατάσταση που βρίσκεται, σώο και αναλλοίωτο. Ενδεικτικά σ’αυτά εντάσσονται οι δαπάνες και οι αμοιβές των αναγκαίων για τον ανωτέρω σκοπό υπηρεσιών και φροντίδων, οι δαπάνες που συνετέλεσαν ή επέδρασαν στην αποτροπή απώλειας ή καταστροφής ή γενικώς βλάβης του πλοίου ή της μη αχρήστευσης του προορισμού του (σχετ. Β. Βαθρακοκοίλη ΕρμΚΠολΔ, υπό άρθρο 1012). Η κατά το ίδιο αυτό άρθρο «συντήρηση» περιλαμβάνει και τις αναγκαίες για τη διατήρηση του πλοίου δαπάνες, με σκοπό τη ναυτιλιακή του εκμετάλλευση, επομένως εκείνες που συνετέλεσαν ή επέδρασαν στην ανατροπή απώλειας ή καταστροφής του πλοίου, ώστε να διατηρηθεί αυτό στο λιμάνι μέχρι του πλειστηριασμού στην κατάσταση που βρίσκεται, σώο και αναλλοίωτο. Συνεπώς, οι αναγκαίες δαπάνες για τον ελλιμενισμό του πλοίου στο λιμένα κατάπλου επί ικανό χρόνο μέχρι τον πλειστηριασμό του, ώστε να μην υποστεί βλάβη, αλλά να διατηρηθεί στην κατάσταση που βρισκόταν προς εκπλήρωση του προορισμού του, περιλαμβάνονται, υπό τις προαναφερόμενες προϋποθέσεις και περιορισμούς, στις γενόμενες για τη διατήρηση του πράγματος, κατά την ως άνω έννοια (ΑΠ 1421/2019, 533/2015 και 681/2004, ΕφΠειρ 56/2021, 303/2016, 55/2016, 233/2016, 16/2013 και 147/2010, άπασες δημοσιευμένες σε ΤΝΠ Νόμος).
Από την επανεκτίμηση της ένορκης κατάθεσης του ιδιωτικού υπαλλήλου και κατοίκου Περάματος ………… στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, μεταξύ των οποίων και φωτογραφικές απεικονίσεις, που οι διάδικοι νομίμως προσκομίζουν και επικαλούνται, είτε για να ληφθούν υπόψη ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε προς έμμεση απόδειξη δηλαδή ως δικαστικά τεκμήρια (δηλαδή τα έγγραφα που προσκομίζονται προς απόδειξη των απαιτήσεων τους συνοδευτικά των αναγγελιών δηλαδή δικαστικές αποφάσεις κλπ), τις ………/2017 και …./2017 ένορκες βεβαιώσεις των ………. και ………. ενώπιον της συμβολαιογράφου Βούλας …….. που δόθηκαν επί της ανακοπής της τραπεζικής εταιρίας κατά της ….. η πρώτη και επί της ανακοπής της εταιρίας ……….. κατά της εκκαλούσας επισπεύδουσας τραπεζικής εταιρίας η δευτερη, μετά από νόμιμη κλήτευση αυτής σύμφωνα με τη με αριθμό …./14.11.2017 και …./14.11.2017 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιώς ………., ενώ δεν θα ληφθεί υπόψη ως ανυπόστατο αποδεικτικό μέσο η από 14.4.2014 υπεύθυνη δήλωση του ναυπηγού μηχανικού ………….. που θεωρείται ότι δόθηκε στα πλαίσια της δίκης αυτής, από την προσκομιζόμενη νομική πληροφορία της δημοκρατίας των νήσων Μάρσαλ σχετικά με τα προνόμια των δανειστών για τις δαπάνες συντήρησης του πλοίου μέχρι τον πλειστηριασμό, σε συνδυασμό προς τις μερικές μόνον παραδοχές και ομολογίες των διαδίκων, που συνάγονται από τα δικόγραφα τους και εκτιμώνται κατ’ άρθρα 264 εδαφ. β, 352 § 1 και 591 § 1 ΚΠολΔ, αλλά και προς τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής (άρθρο 334 παρ. 4 του ΚΠολΔ) που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως, αποδεικνύονται κατά την κρίση του Δικαστηρίου τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης: Η επισπεύδουσα τραπεζική εταιρία με την επωνυμία ……….. ανώνυμη τραπεζική εταιρία την 17η.09.2013 σε εκτέλεση και δυνάµει του πρώτου απόγραφου εκτελεστού της με αριθμό …../24.07.2013 διαταγής πληρωµής της Δικαστή του Μονοµελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατόπιν της από 19.07.2013 αίτησής της για την ικανοποίηση µέρους της απαίτησής της, ποσού 300.000 ευρώ, επέβαλε αναγκαστική κατάσχεση επί του υπό σηµαία Νήσων Μάρσαλ πλοίου (chemical tanker) «………» (πρώην «…….»), το οποίο είχε αριθµό Νηολογίου Majuro της Δηµοκρατίας των Νήσων Μάρσαλ …., µε ΔΔΣ …….., και αριθµό ΙΜΟ ………, πλοιοκτησίας της οφειλέτιδάς της αλλοδαπής εταιρίας µε την επωνυµία «………….». Ακολούθως συντάχθηκε η με αριθμό ……./17.09.2013 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης πλοίου του δικαστικού επιµελητή του Πρωτοδικείου Πειραιώς …….. Η αξίωση της επισπεύδουσας τραπεζικής ανώνυμης εταιρίας προέρχεται από τη με αριθμό ………./12-03-2008 σύμβαση δανείου που κατάρτισε με την καθ’ ης η εκτέλεση αλλοδαπή εταιρία «…………». Με τη σύμβαση αυτή η δανειοδότρια ανέλαβε την υποχρέωση να χορηγήσει στην καθ’ ης η εκτέλεση εταιρία δάνειο ποσού 5.725.938,01 εuρώ, με σκοπό τη χρηματοδότηση μέρους του τιμήματος αγοράς του Μ/Τ «M», με ΔΔΣ .. …, με Αριθμό ΙΜΟ …, το οποίο ήταν νηολογημένο από την τότε πλοιοκτήτρια – πωλήτρια εταιρία «………» στη Δημοκρατία των Νήσων Μάρσαλ με Αριθμό Νηολογίου Majuro …. (Όρος δανειακής σύμβασης 1.1). Μεταξύ των συμβαλλομένων συμφωνήθηκε ότι το ποσό του δανείου θα χορηγούταν στη δανειολήπτρια εταιρία εφάπαξ κατόπιν παραλαβής έγγραφης ειδοποίησης ανάληψης, τουλάχιστον τρεις εργάσιμες ημέρες πριν από την ημέρα κατά την οποία ζητείτο η εκταμίευση (Όροι δανειακής σύμβασης 2.2 και 2.3). Ακολούθως μετά την από 12.03.2008 έγγραφη ειδοποίηση του νόμιμου εκπροσώπου της δανειολήπτριας εταιρίας, το ποσό του δανείου εκταμιεύθηκε σ’ αυτήν την ίδια ημέρα. Με τον όρο 4.1 της δανειακής σύμβασης η δανειολήπτρια – καθ’ ης η εκτέλεση εταιρία είχε αναλάβει την υποχρέωση αποπληρωμής του δανείου σε είκοσι οκτώ ισόποσες (εφόσον δε μεταβαλλόταν το τελικό επιτόκιο) τριμηνιαίες δόσεις κεφαλαίου αξίας 204.497,79 εuρώ η καθεμία, με καταβολή της πρώτης δόσης τρεις μήνες μετά την ημερομηνία εκταμίευσης του ποσού δανείου, σύμφωνα με τον από 12-03-2008 πίνακα δόσεων δανείου, που υπογράφηκε από τους συμβαλλόμενους και με ρητή συμφωνία τους αποτέλεσε αναπόσπαστο μέρος της σύμβασης δανείου. Επίσης, οι συμβαλλόμενοι συμφώνησαν ότι η δανειολήπτρια εταιρία θα κατέβαλε τόκο επί του δανείου για κάθε περίοδο τοκοφορίας σε κάθε ημερομηνία καταβολής τόκου, το δε επιτόκιο που συμφωνήθηκε να χρησιμοποιείται για τον υπολογισμό του τόκου ήταν το euribοr, που κατά το χρόνο κατάρτισης της σύμβασης ανερχόταν σε 4,5580%. και το περιθώριο (spread), που κατά τον ίδιο ως άνω χρόνο ανερχόταν σε 1,40%, προσαυξημένα με το κατά περίπτωση ποσοστό επί τοις εκατό της εισφοράς του Ν. 128/75, καθώς και με τις ειδικές εισφορές που επιβάλλονταν από το νόμο, τις Νομισματικές Αρχές και τις οικείες πιστωτικές διατάξεις (όροι δανειακής σύμβασης 3.1 και 3.3). Ο εκτοκισμός του δανείου συμφωνήθηκε να γίνεται ανά ημερολογιακό τρίμηνο, με βάση έτος 360 ημερών, από ημέρα σε ημέρα, για τις πράγματι, ημέρες κάθε περιόδου εκτοκισμού που διανυόταν. Η μεν πρώτη περίοδος εκτοκισμού συμφωνήθηκε ν’ αρχίζει από την ημερομηνία της πρώτης ανάληψης και να λήγει την τελευταία ημέρα του ημερολογιακού τριμήνου, οι δε περίοδοι εκτοκισμού συμφωνήθηκε ν’ αρχίζουν την πρώτη ημέρα της κάθε φορά επόμενης περιόδου εκτοκισμού και να λήγουν την τελευταία ημέρα αυτής, ενώ ο τόκος κάθε περιόδου εκτοκισμού ορίστηκε απαιτητός την τελευταία ημέρα του αντίστοιχου ημερολογιακού τριμήνου (Όρος δανειακής σύμβασης 3.2). Το τελικό επιτόκιο εκτοκισμού του δανείου συμφωνήθηκε κυμαινόμενο, με δυνατότητα αναπροσαρμογής από τη δανείστρια στην αρχή κάθε περιόδου εκτοκισμού, αποτελούμενο από: α) το επιτόκιο euribor, τριμηνιαίας διάρκειας, όπως ισχύει κατά την ημερομηνία έναρξης κάθε περιόδου εκτοκισμού, και β) το περιθώριο (spread). Επίσης συμφωνήθηκε ότι σε περίπτωση καθυστέρησης πληρωμής οποιασδήποτε δόσης, μέρους αυτής, τόκου, φόρου ή προμήθειας, χωρίς προηγούμενη ειδοποίηση, θα οφείλεται τόκος υπερημερίας με ανά εξάμηνο κεφαλαιοποίηση των τόκων που προέρχονταν από τον εκτοκισμό των καθυστερούμενων οφειλόμενων τόκων, οι οποίοι θα υπολογίζονταν με το εκάστοτε επιτρεπόμενο από το νόμο συμβατικό επιτόκιο υπερημερίας (όρος 3.5). Περαιτέρω, με τον Όρο 9.1 περ. α’ της σύμβασης ορίστηκε ότι: «Γεγονός καταγγελίας θεωρείται ότι έχει επέλθει ανεξάρτητα από το γενεσιουργό λόγο αυτού και ανεξάρτητα εάν αυτό οφείλεται σε τυχαία γεγονότα ή ανωτέρα βία: (α) εάν οποιοδήποτε ποσό που οφείλεται από την Σύμβαση ή/και οποιοδήποτε από τα Εξασφαλιστικά Έγγραφα δεν καταβληθεί από την Δανειζόμενη Εταιρεία ή/και τους Παρέχοντες Εξασφάλιση εμπροθέσμως, προσηκόντως και ολοσχερώς, όταν αυτό καταστεί απαιτητό ή, στην περίπτωση ποσών τα οποία καθίστανται απαιτητά μετά από όχληση, μέσα σε τρεις εργάσιμες ημέρες από την προς τούτο όχληση, ενώ με τον όρο 9.4 ορίστηκε ότι: «Η Τράπεζα δύναται με την επιφύλαξη οποιωνδήποτε άλλων δικαιωμάτων της, τα οποία εξακολουθούν να ισχύουν, μετά την επέλευση ενός γεγονότος καταγγελίας, με έγγραφη δήλωση προς την Δανειζόμενη Εταιρεία να κηρύξει το Δάνειο και όλους τους γεγενημένους τόκους, την προμήθεια, τις δαπάνες και όλα τα άλλα ποσά τα οποία οφείλονται σύμφωνα με τη Σύμβαση και τα άλλα Εξασφαλιστικά Έγγραφα, αμέσως ληξιπρόθεσμα και απαιτητά”. ‘Οπως δε προκύπτει από την εκτύπωση του με ημερομηνία 26-06-2013 αποσπάσματος των τηρούμενων σε ηλεκτρονική μορφή εμπορικών (λογιστικών) βιβλίων της δανειοδότριας, στο οποίο αποτυπώνεται η κίνηση του με αριθμο …………. λογαριασμού που τηρούταν στην παραπάνω τράπεζα για την εξυπηρέτηση του δανείου, το οποίο προσάγει με επίκληση η ανακόπτουσα της υπό στοιχείο Α’ ανακοπής – καθ’ ης η υπό στοιχείο Β’ ανακοπή, το ανεξόφλητο υπόλοιπο του κεφαλαίου του δανείου μέχρι την 12-06-2013 ανερχόταν στο συνολικό ποσό του 1.014.958,98 ευρώ, ενώ οι τόκοι μέχρι την 30-06-2013 ανέρχονταν στα συνολικό ποσό των 28.374,21 ευρώ, ήτοι η συνολική οφειλή της δανειολήπτριας κατά την 30η-06-2013 ανερχόταν στο συνολικό ποσό των (1.014.958,98 + 28.374,21) =1.043.333,19 ευρώ. Η εν λόγω έγγραφη εκτύπωση, έφερε τις υπογραφές των αρμόδιων υπαλλήλων της δανειοδότριας τράπεζας, …………. και ………, στους οποίους είχε παρασχεθεί η σχετική εξουσιοδότηση υπογραφής (σύμφωνα με την ………./26-06-2013 επιστολή της δανειοδότριας), και αποτελεί πλήρη και δεσμευτική απόδειξη έναντι της δανειoλήπτριας, σε σχέση με την ύπαρξη και το ύψος των ληξιπρόθεσμων χρεών τους έναντι της αντισυμβαλλομένης τους. Ακολούθως, η δανειοδότρια τράπεζα, με την από 07-10-2013 εξώδικη δήλωση – καταγγελία σύμβασης, που επιδόθηκε στον αντίκλητο της δανειολήπτριας την 15-10-2013, σύμφωνα με τη με αριθμό ……../15-10-2013 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στην περιφέρεια του Πρωτοδικείου Πειραιά ………., κατήγγειλε τη σύμβαση δανείου και κήρυξε το σύνολο του δανείου ληξιπρόθεσμο και απαιτητό, επικαλούμενη παραβίαση των προαναφερόμενων όρων 4.1 και 9.5 της σύμβασης, και κάλεσε τη δανειολήπτρια να της καταβάλει άμεσα το ποσό των 2.446.443,40 ευρώ, ως οφειλόμενο κεφάλαιο, καθώς και το ποσό των 59.106,66 ευρώ για οφειλόμενους τόκους ήτοι το συνολικό ποσό των (2.446.443,40 + 59.106,66 =) 2.505.550,06 ευρώ. Επειδή η καθής δεν ανταποκρίθηκε δυνάμει της με αριθμό ……../2013 διαταγής πληρωμής της Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η δανειοδότρια τράπεζα – ανακόπτουσα της υπό στοιχείο Α’ ανακοπής επέσπευσε αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος της δανειολήπτριας, σύμφωνα με όλα όσα προαναφέρθηκαν. Την 30η.10.2013 το παραπάνω πλοίο εκπλειστηριάσθηκε και στη συνέχεια συντάχθηκε η με αριθμό ………./2013 έκθεσή αναγκαστικού πλειστηριασμού της επί του πλειστηριασμού υπαλλήλου συμβολαιογράφου Πειραιώς . ………………, ενώ αυτό κατακυρώθηκε στην υπερθεματίστρια εταιρεία με την επωνυμία «………» δια το ποσό των επτακοσίων είκοσι πέντε χιλιάδων Δολλ. ΗΠΑ ($725.000). Στον πλειστηριασμό αυτό αναγγέλθηκαν αιτούμενοι την προνομιακή τους κατάταξη: 1) Ο ……….., ναυτικός πράκτορας, κάτοικος Πειραιώς με την από 11-11-2013 αναγγελία του με την οποία ζητούσε την κατάταξή του (ουχί προνομιακή) για το ποσό των Ευρώ 73.300,00 πλέον των νομίμων τόκων και κάθε μορφής δικαστικών και άλλων εξόδων, για τις αναφερόμενες στην αναγγελία του αιτίες. 2) Η εταιρεία με την επωνυμία «………», η οποία εδρεύει στον Πειραιά με την από 13-11-2013 αναγγελία της με την οποία ζητούσε την προνομιακή κατάταξή της για το ποσό των Ευρώ 335.916,00 για τις αναφερόμενες στην αναγγελία της αιτίες η οποία όμως παραιτήθηκε εκ της απαιτήσεως της δυνάμει του από 29.01.2014 δικογράφου παραίτησης της. 3) Η εταιρεία με την επωνυμία «…………..», η οποία εδρεύει στον Πειραιά με την από 13-11-2013 αναγγελία της με την οποία ζητούσε την προνομιακή κατάταξή της για το ποσό των Ευρώ 10.144,38 πλέον τόκων για τις αναφερόμενες στην αναγγελία της αιτίες. 4) Η εταιρεία με την επωνυμία «……….», η οποία στον Πειραιά με την από 12-11-2013 αναγγελία της με την οποία ζητούσε μεν την κατάταξή της (ουχί την προνομιακή) για το ποσό των 15.309,73 ευρώ πλέον των νομίμων τόκων υπερημερίας για τις αναφερόμενες στην αναγγελία της αιτίες. 5) Η εταιρεία με την επωνυμία «……..», η οποία εδρεύει στον Πειραιά με την από 12-11-2013 αναγγελία της με την οποία ζητούσε την προνομιακή κατάταξή της για το ποσό των Ευρώ 58.373,41 για τις αναφερόμενες στην αναγγελία της αιτίες. 6) Η εδρεύουσα στην ……………… Κύπρου εταιρεία περιορισμένης ευθύνης δια μετοχών με την επωνυμία “………..” με την από 12-11-2013 αναγγελία της με την οποία ζητούσε την προνομιακή κατάταξή της για το ποσό των Ευρώ 160.146,00 για τις αναφερόμενες στην αναγγελία της αιτίες. 7) Η εταιρεία με την επωνυμία «………..», εδρευούσης στον Πειραιά με την από 05-11-2013 αναγγελία της, με την οποία ζητούσε την προνομιακή κατάταξή της για το ποσό των Ευρώ 9.375,00, για τις αναφερόμενες στην αναγγελία της αιτίες, 8) η επισπεύδουσα ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «…………» (πρώην «………»), η οποία εδρεύει στην Αθήνα με την από 12-11-2013 αναγγελία της υπό την ιδιότητα της ως ενυποθήκου δανειστρίας του εκπλειστηριασθέντος πλοίου, με την οποία αιτήθηκε (α) την προνομιακή κατάταξή για το ποσό των Ευρώ 2.505.550,06 κατά την ισοτιμία Ευρώ – Δολαρίου ΗΠΑ (1 Ευρώ = 1,3755 Δολαρίου ΗΠΑ) της ημερομηνίας του πλειστηριασμού (30-10-2013) ήτοι το ποσό των Δολαρίων ΗΠΑ Τριών Εκατομμυρίων Τετρακοσίων Σαράντα Έξι Χιλιάδων Τριακοσίων Ογδόντα Τεσσάρων και Δέκα Σεντς ($ 3.446.384,10), άλλως κατά την ημερομηνία συντάξεως της αναγγελίας (12-11-2013) ισοτιμία Ευρώ – Δολαρίου ΗΠΑ (1 Ευρώ = 1,3432 Δολαρίου ΗΠΑ), ήτοι το ποσό των Δολαρίου ΗΠΑ Τριών Εκατομμυρίων Τριακοσίων Εξήντα Πέντε Χιλιάδων Τετρακοσίων Πενήντα Τεσσάρων και Ογδόντα Τεσσάρων Σέντς ($3.365.454,84), άλλως το ισάξιο της σε Δολαρίων ΗΠΑ κατά το χρόνο συντάξεως του πίνακα κατατάξεως πλέον τόκων, εξόδων και επιβαρύνσεων για τις αναφερόμενες στην αναγγελία αιτίες και (β) την προνομιακή κατάταξή για το ποσό των 130.31 κατά την ισοτιμία Ευρώ – Δολαρίου ΗΠΑ (1 Ευρώ = 1,3755 Δολαρίου ΗΠΑ ημερομηνίας του πλειστηριασμού (30-10-2013) ήτοι το ποσό των Εκατόν Εβδομήντα Εννέα Χιλιάδων Διακοσίων Σαράντα Εννέα και Εξήντα Πέντε Σέντς ($179.249,65), άλλως κατά την ημερομηνία συντάξεως της αναγγελίας (12-11-2013) ισοτιμία Ευρώ – Δολαρίου ΗΠΑ (1 Ευρώ = 1,3432 Δολαρίου ΗΠΑ), ήτοι το ποσό των Δολαρίων ΗΠΑ Εκατόν Εβδομήντα Πέντε Χιλιάδων Σαράντα και Σαράντα πέντε Σέντς ($175.040,45), άλλως το ισάξιο της σε Δολάρια ΗΠΑ κατά το χρόνο συντάξεως του πίνακα κατατάξεως για τις αναφερόμενες στην αναγγελία αιτίες. Επειδή το πλειστηρίασμα δεν επαρκούσε για την ικανοποίηση όλων των αναγγελθέντων δανειστών, η παραπάνω συμβολαιογράφος, με την ιδιότητα της υπαλλήλου του πλειστηριασμού, συνέταξε τον με αριθμό ……../10.02.2014 πίνακα κατάταξης δανειστών, στον οποίον, μετά την αφαίρεση των εξόδων της εκτέλεσης, συνολικού ποσού 7.327,78 δολαρίων ΗΠΑ, κατέταξε στο υπόλοιπο του πλειστηριάσματος ποσού 717.672,22 δολαρίων ΗΠΑ, τους ακόλουθους αναγγελθέντες δανειστές, με βάση την ισοτιμία ευρώ/δολάριο ΗΠΑ (1:1,3638) που ίσχυε κατά την ημερομηνία σύνταξης του πίνακα (ΑΠ 858/2019) ως εξής : Α) Οριστικά και προνομιακά: α) την ανώνυμη εταιρία «………», για το ποσό των 12.785,63 δολαρίων ΗΠΑ, β) την επισπεύδουσα τραπεζική εταιρία για το ποσό των 13.587,54 δολαρίων ΗΠΑ, για μέρος της αναγγελθείσας απαίτησής της, που αφορά σε έξοδα φύλαξης μετά την κατάσχεση του πλοίου, και γ) την επισπεύδουσα τραπεζική εταιρία για το ποσό των 116.583,13 δολαρίων ΗΠΑ, για την αναγγελθείσα απαίτησή της, που αφορά σε έξοδα συντήρησης του πλοίου. Β) Προνομιακά στην πρώτη τάξη προνομίων άρθρου 205 ΚΙΝΔ και υπό την αίρεση τελεσιδικίας των αξιώσεών τους: α) την εταιρία με την επωνυμία «………..», για το ποσό των 218.407,15 δολαρίων ΗΠΑ, για τις αναγγελθείσες απαιτήσεις της, που απορρέουν από σύμβαση παροχής υπηρεσιών ελλιμενισμού του πλοίου στο θαλάσσιο χώρο έμπροσθεν του ναυπηγείου της, και β) την εταιρία με την επωνυμία «……………..» για το ποσό των 13.793,99 δολαρίων ΗΠΑ, για τις αναγγελθείσες απαιτήσεις της από την παροχή υπηρεσιών περισυλλογής από το πλοίο στέρεων αποβλήτων και οικιακού τύπου απορριμμάτων. Γ) Οριστικά και προνομιακά την επισπεύδουσα τραπεζική εταιρία για το ποσό των 342.514,78 δολαρίων ΗΠΑ, για μέρος της ενυπόθηκης απαίτησής της, συνολικού ποσού 2.505.550,06 ευρώ, το οποίο με βάση την ισοτιμία ευρώ/δολάριο ΗΠΑ κατά το χρόνο σύνταξης του πίνακα ανερχόταν στο ισόποσο των 3.417.069,17 δολαρίων ΗΠΑ. Με την εκκαλουμένη απόφαση αποβλήθηκαν για το σύνολο της απαίτησης της η εταιρία με την επωνυμία «……….» και κατά το μεγαλύτερο μέρος η απαίτηση της εταιρίας με την επωνυμία «………….», διότι κρίθηκε ότι αυτή δεν εξασφαλιζόταν προνομιακά σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 205 του ΚΙΝΔ, ενώ κρίθηκε εύλογη η αξίωση της τελευταίας εταιρίας για ημερήσια αποζημίωση ύψους 600 ευρώ για διάστημα 44 ημερών, παρά τα όσα περί του αντιθέτου ισχυριζόταν η ανακόπτουσα εκκαλούσα τραπεζική εταιρία, μόνο για το διάστημα μετά την επιβολή κατάσχεσης του πλοίου στο τελευταίο λιμάνι. Η επισπεύδουσα με το μοναδικό ουσιαστικά λόγο εφέσεως και τα δύο σκέλη αυτού επαναφέρει τον ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ισχυρισμό της κατά τον οποίο σύμφωνα με το άρθρο 318 του Ναυτικού Νόµου του 1990 (Maritime Act 1990), όπως τροποποιήθηκε και περιλαµβάνεται στον Τίτλο 47, Κεφάλαιο 3 του Αναθεωρηµένου Κώδικα των Marshall Islands (Marshall Islands Revised Code), η προτιμώμενη ναυτική υποθήκη με την οποία εξασφαλίζεται η απαίτηση της ύψους 2.505,550,06 ευρώ (βλ. σχετ. 21), έχει προτεραιότητα επί όλων των αξιώσεων, εξαιρέσει εκείνων που ανήκουν τις παρακάτω έξι κατηγορίες αξιώσεων που κατατάσσονται εμπρός από την προτιμώμενη ναυτική υποθήκη και συνίστανται στα ναυτικά προνόμια που προέρχονται από αδίκημα (tort), τα ναυτικά προνόμια που αφορούν την είσπραξη αμοιβών και φόρων ποινών και επιβαρύνσεων που προκύπτουν από το νόμο ή τους κανονισμούς, τους μισθούς του πληρώματος, τα προνόμια κοινής αβαρίας και για τα σώστρα και τα συμβατικά, καθώς και οι δαπάνες που βεβαιώθηκαν από το δικαστήριο, οι οποίες αναφορικά με την πρώτη εφεσίβλητη σε κάθε περίπτωση πρέπει να περιοριστούν στις 44 ημέρες χ 150 ευρώ ημερησίως πλέον ΦΠΑ. Για το λόγο αυτό εξάλλου αυτή στις 12.11.2013 ανήγγειλε, πέραν της απαίτησης της ύψους 2.505.550,06 ευρώ, η οποία ήταν εξασφαλισμένη με πρώτη τη τάξει προτιμώμενη υποθήκη για την οποία προσκόμισε και την επιστολή από 22.10.2013, και αξίωση δαπανών συντήρησης και φύλαξης του πλοίου ύψους 175.040,75 ευρώ και επικαλέστηκε προς απόδειξη των δαπανών αυτών την από 14.6.2013 σύμβαση της με την εταιρία ……….. (ήδη εκκαλούσα, διότι αν και αναγγελθείσα δεν κατετάγη και η ανακοπή της απορρίφθηκε από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο) στην οποία ισχυρίστηκε ότι ανέθεσε την κατά νόμο φύλαξη του πλοίου και κατέβαλε μηνιαίως το ποσό των 8.100 ευρώ πλέον φπα δηλαδή 9.963 ευρώ το μήνα και ότι συνολικά κατέβαλε το ποσό των 44.833 ευρώ για τη φύλαξη του πλοίου για το διάστημα από 14.6.2013 έως 31.10.2013 (σχετ. ι και ιι). Με την παραπάνω αναγγελία ανέφερε ότι δυνάμει της ίδιας συμβάσεως κατέβαλε στην εταιρία ………… το ποσό των 28.040 ευρώ πλέον φπα (δηλαδή 34.489,20 ευρώ) για τις εργασίες καθαρισμού καταστρώματος του πλοίου από επικίνδυνα υγρά και στερεά κατάλοιπα καθώς και καθαρισμό σωληνώσεων κλιμάκων κλπ που προκλήθηκαν από σοβαρό ατύχημα που συνέβη στο μαρκούτσι στις 17.5.2013. Ισχυρίστηκε δε ότι και αυτή η δαπάνη εντασσόταν σε αυτές της συντήρησης του πλοίου, διότι χωρίς αυτές τις εργασίες το πλοίο θα ήτα υπεύθυνο για περιβαλλοντολογική μόλυνση και θα είχαν υποστεί βλάβη καίρια στοιχεία του πλοίου (σχετ. ΙΙΙ). Ότι στις 30.9.2013 κατέβαλε στην εταιρία ………. το ποσό των 12.300 ευρώ για καθαρισμό, αντλήσεις υδάτων, απομάκρυνση καταλοίπων σεντινών και στεγανοποίηση σωλήνα. Ότι και η δαπάνη αυτή εντάσσεται στις δαπάνες συντηρήσεως του πλοίου διότι χωρίς την απομάκρυνση των υδάτων σεντινών και στεγανοποιήσεως σωλήνα θα δημιουργείτο πρόβλημα στην κατάσταση του πλοίου και θα υπήρχε κίνδυνος καταστροφής σοβαρών στοιχείων του πλοίου και πιθανής βύθισης του (σχετ. IV). Ότι στις 3.6.2013 κατέβαλε το ποσό των 13.600,60 ευρώ στο ……….. για προμήθεια πετρελαίου κίνησης και ποσό 7.403,64 ευρώ στην εταιρία ………. για την προμήθεια λιπαντικών βαρέλια 209 λίτρων και ισχυρίστηκε ότι η δαπάνη αυτή εντάσσεται στα πλαίσια συντηρήσεως του πλοίου διότι χωρίς την ελάχιστη ποσότητα καυσίμων και λιπαντικών ήταν αδύνατη η λειτουργία των ηλεκτρομηχανών οι οποίες είναι απαραίτητες για την αποφυγή αιφνίδιων καιρικών μεταβολών αφού οι ηλεκτρομηχανές δίνουν τη δυνατότητα στους φύλακες και στον πλοιαρχεύοντα βαρών της ίδιας διεύθυνσης (σχετ. 11, 11α). Προσκόμισε επίσης τις ισοτιμίες ευρώ δολαρίου τόσο για τη μέρα του πλειστηριασμού όσο και για τη μέρα αναγγελίας. Επομένως πρωτίστως ισχυρίστηκε ότι δεν εξασφαλίζεται με προνόμιο η απαίτηση της πρώτης εφεσίβλητης και επικουρικά ότι η οποιαδήποτε δαπάνη που εξασφαλίζεται με προνόμιο για να είναι εύλογο πρέπει να περιορίζεται σε 150 ευρώ ημερησίως πλέον φπα. Να σημειωθεί ότι αφενός με την αναγγελία της η ανώνυμη τραπεζική εταιρία δεν υπαγάγει τις προαναφερόμενες δαπάνες της στην υποχρέωση της από το ΠΔ 280/2000 να προσλάβει φύλακα για το κατασχεθέν από αυτή πλοίο, παρά μόνο για το ποσό των 44.833 ευρώ και για το διάστημα από 14.6.2013 έως 31.10.2013 (βλ. σελ. 11 της αναγγελίας της). Επίσης να αναφερθεί ότι κατόπιν αυτής της αναγγελίας η υπάλληλος του πλειστηριασμού κατέταξε στην πρώτη τάξη οριστικά την επισπεύδουσα τραπεζική εταιρία για το ποσό των 13.587,54 δολαρίων ΗΠΑ, για μέρος της αναγγελθείσας απαίτησής της, που όπως αναγράφεται στον προσβαλλόμενο πίνακα αφορούσε σε έξοδα φύλαξης μετά την κατάσχεση του πλοίου (δεδομένου ότι κατά τα αναγραφόμενα από την υπάλληλο του πλειστηριασμού είχε προσκομιστεί το από 24.10.2013 με αριθμό ……. τιμολόγιο της εταιρίας ………. ποσού 9.963 ευρώ που κατά τη συντάξασα αφορούσε έξοδα φύλαξης για το χρονικό διάστημα από 1.10.2013 έως 31.10.2013 μετά την αναγκαστική κατάσχεση του πλοίου), και για το ποσό των 116.583,13 δολαρίων ΗΠΑ, για την αναγγελθείσα απαίτησή της, που όπως αναγράφεται στον προσβαλλόμενο πίνακα αφορούσε σε έξοδα συντήρησης του πλοίου, δηλαδή για ποσό μεγαλύτερο της από το νόμο υποχρεωτικής δαπάνης φύλαξης. Περαιτέρω η Κυπριακή εταιρία περιορισμένης ευθύνης με έδρα την ……………… «……………» με την από 12.11.2013 αναγγελία της που επέδωσε με τις με αριθμό …. και …/13.11.2013 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιώς ……… αναγγέλθηκε για ποσό 160.146 ευρώ με την ισοτιμία ευρώ δολαρίου ΗΠΑ κατά την ημερομηνία διενέργειας του πλειστηριασμού (ήτοι 220.280,82 ευρώ) άλλως κατά την ημερομηνία της αναγγελίας, άλλως κατά την ημερομηνία σύνταξης του πίνακα. Ακολούθως αυτή προσκόμισε το από 1.11.2013 προτιμολόγιο, επικυρωμένο αντίγραφο της από 28.3.2013 προσφοράς της που έχει υπογραφεί από την καθής η εκτέλεση πλοιοκτήτρια, δυνάμει της οποίας προσέφερε στην τελευταία χρέωση της ημερήσιας αμοιβής της ύψους 600 ευρώ για την παραμονή του πλοίου της στο θαλάσσιο χώρο μπροστά από το ναυπηγείο της, χωρίς φπα και ακολούθως αναγγέλθηκε για οφειλόμενο ποσό 217 ημερών από 28.3.2013 έως 30.10.2013 ύψους 130.200 ευρώ με το φπα 160.146 ευρώ, επικυρωμένο αντίγραφο των ειδικών όρων συναλλαγών με τις υπογραφές της καθής η εκτέλεση και της αναγγελθείσας (σχετ. 7 και 8) και τις ισοτιμίες κατά τη μέρα του πλειστηριασμού και την ημέρα της αναγγελίας. ‘Ηδη ενώπιον αυτού του δικαστηρίου προσκομίζει φωτογραφικές απεικονίσεις του πλοίου σε χώρο που φέρει την επωνυμία της, αλλά και τη με αριθμό 103/2017 απόφαση του Ειρηνοδικείου Αθηνών που εκδόθηκε μετά από αγωγή της σε βάρος της καθής η ανακοπή και έκρινε βάσιμη αξίωση της από σύμβαση ελλιμενισμού το επίδικο διάστημα. Επιπλέον προσκομίζει και βεβαίωση του λιμεναρχείου σύμφωνα με την οποία στο ήδη εκπλειστηριασθέν πλοίο υφίστατο απαγόρευση απόπλου από τις 29.3.2013. Τέλος και η εταιρία περιορισμένης ευθύνης με έδρα τον Πειραιά και την επωνυμία ….. ήδη εκκαλούσα στις 12.11.2012 ανήγγειλε προς την υπάλληλο του πλειστηριασμού συμβολαιογράφο . ……………… την απαίτηση της ύψους 58.373,41 ευρώ κατά την ισοτιμία την ημέρα του πλειστηριασμού άλλως την ημέρα της αναγγελίας προσκομίζοντας α) το από 7.1.2013 ιδιωτικό συμφωνητικό που κατάρτισε με την πλοιοκτήτρια και διαχειρίστρια του πλοίου CP δυνάμει του οποίου ισχυρίστηκε: α) ότι ανέλαβε να παράσχει υπηρεσίες φύλαξης του πλοίου σε συνεχή 24ωρη βάση με ένα φύλακα ανά οκτάωρο 7 ημέρες τη βδομάδα και όλο το μήνα σύμφωνα με τον όρο 4 του συμφωνητικού ενώ σύμφωνα με τον όρο 6 του ιδιωτικού συμφωνητικού ορίστηκε μηνιαία αμοιβή ύψους 9.000 ευρώ πλέον φπα, ενώ σύμφωνα με το άρθρο 7 η εν λόγω αμοιβή θα έπρεπε να καταβάλλεται εντός πέντε εργάσιμων ημερών κάθε μήνα. Β) Ότι παρείχε υπηρεσίες φύλαξης από 7.1.2013 έως 14.6.2013 και κατέθεσε προς απόδειξη της απαιτήσεως της το προαναφερόμενο ιδιωτικό συμφωνητικό, εκτύπωση ισοτιμιών ευρώ δολαρίου στις 30.10.2013 και 12.11.2013 και τα από 7.1.2013, 5.2.2013, 5.3.2013, 5.4.2013, 5.5.2013 και 14.6.2013 προτιμολόγια της (σχετ. 6β έως 6στ). Κατέθεσε δε τα παραπάνω έγγραφα στις 14.11.2013 στην υπάλληλο του πλειστηριασμού σύμφωνα με τη με αριθμό ……../14.11.2013 έκθεση της (προσκ. σχετ. 4). Η απαίτηση αυτή δεν κατετάγη από την υπάλληλο του πλειστηριασμού διότι αν και κρίθηκε ότι ήταν προνομιακή κατά το δίκαιο των νήσων Μάρσαλ αφού αφορούσε δαπάνες σε σχέση με τον πλειστηριασμό που κατά το δίκαιο της έδρα του πλοίου προηγούνταν της ενυπόθηκης αξίωσης, διότι επιπλέον κρίθηκε ότι αφορούσε έξοδα φύλαξης πριν την αναγκαστική κατάσχεση του εκπλειστηριασθέντος πλοίου και συνεπώς δεν εξοπλίζονταν με το ναυτικό προνόμιο της πρώτης τάξης του άρθρου 205 του ΚΙΝΔ, το οποίο απολαμβάνουν μόνο τα έξοδα φυλάξεως ενόψει του ακινητοποιημένου ενόψει του πλειστηριασμού πλοίου στο τελευταίο λιμάνι.
Περαιτέρω από την επισκόπηση της νομικής πληροφορίας του δικαίου των νήσων Μάρσαλ που προσκομίζεται από τις εκκαλούσες (άρθρο 313) καταρχάς όλες οι παραπάνω αξιώσεις αποτελούν προνόμιο με βάση το δίκαιο των νήσων Μάρσαλ. Ειδικότερα η δημοκρατία των νήσων Μάρσαλ δεν έχει προσχωρήσει στις διεθνείς συμβάσεις των Βρυξελλών της 10.4.1926 και 27.5.1967 “περί ενοποίησης κανόνων τινών αφορώντων στα ναυτικά προνόμια και στις υποθήκες”. Τα σχετικά με τα ναυτικά προνόμια ζητήματα ρυθμίζονται από το νόμο περί προτιμώμενης ναυτικής υποθήκης και ναυτικών προνομίων του ναυτικού νόμου του 1990 (Maritime act), όπως τροποποιήθηκε και περιλαμβάνεται στον τίτλο 47 του αναθεωρημένου κώδικα των νήσων Μάρσαλ του 2014 και για την ερμηνεία του γίνεται παραπομπή στο αμερικάνικο γενικό ναυτικό δίκαιο. Σύμφωνα με το άρθρο 318 του ναυτικού νόμου το προνόμιο μιας προτιμώμενης υποθήκης θα έχει προτεραιότητα επί όλων των αξιώσεων κατά του πλοίου με εξαίρεση τα ναυτικά προνόμια για ζημίες προερχόμενες από αδίκημα, των ναυτικών προνομίων από την παράγραφο 238, των ναυτικών προνομίων για τους μισθους του πληρώματος, την κοινή αβαρία και για τα σώστρα και για δαπάνες και αμοιβές που επιδικάζονται και κόστη που βεβαιώθηκαν από το Δικαστήριο. Οι δαπάνες συντήρησης και λειτουργίας του πλοίου ενόσω αυτό βρίσκεται υπό την επιτήρηση του νόμου και μέχρι τον πλειστηριασμό εμπίπτουν στην κατηγορία των απαιτήσεων “για δαπάνες και αμοιβές που επιδικάζονται και τα έξοδα που βεβαιώνονται από το δικαστήριο” κατά την εκδίκαση της κατάσχεσης και του πλειστηριασμού του πλοίου (sitting in forclosure). Επιπλέον σύμφωνα με το δικονομικό δίκαιο της lex fori οι αναγγελθείσες απαιτήσεις κατατάσσονται στη σειρά που προβλέπει για παρόμοιες, κατά τη φύση και το χαρακτήρα τους απαιτήσεις το άρθρο 205 του ΚΙΝΔ, στο οποίο παραπέμπει το άρθρο 1012 παρ. 4 του Κ.Πολ.Δ. Όπως προαναφέρθηκε στη νομική σκέψη κατά δε την αληθή έννοια του άρθρο 205 περ. α’ ΚΙΝΔ, προνοµιούχες επί του πλοίου και του ναύλου είναι, µεταξύ άλλων, και οι απαιτήσεις για έξοδα φυλάξεως και συντηρήσεως του πλοίου, εφόσον αυτά έγιναν από τον κατάπλου του πλοίου στο τελευταίο λιµάνι, δηλαδή σ’ εκείνο που επακολούθησε, λόγω της κατασχέσεώς του, η παρακώλυση της περαιτέρω ναυσιπλοΐας. Τέτοια έξοδα συντηρήσεως του πλοίου είναι, όσα δαπανώνται για τις αναγκαίες επισκευές προς αποκατάσταση των φθορών που επήλθαν από την πάροδο του χρόνο και από την λειτουργία του, για να διατηρηθεί σε καλή κατάσταση για την εκπλήρωση του προορισµού του, ως οικονοµικής µονάδας. Άρα οι αξιώσεις που αναγγέλθηκαν ως υπηρεσίες ελλιμενισμού ή φύλαξης του πλοίου στο τελευταίο λιμάνι πρωτίστως ανήκουν σε αυτές τις προνομιακές που κατατάσσονται πριν την ενυπόθηκη απαίτηση της επισπεύδουσας τραπεζικής εταιρίας. Στη συγκεκριμένη περίπτωση όπως αποδεικνύεται από τα προσκομιζόμενα από την Κυπριακή εταιρία ήδη εκκαλούσα έγγραφα αυτή την 12.11.2013 ανήγγειλε την απαίτηση της και αιτήθηκε την προνομιακή της κατάταξη για ποσό ύψους 160.146 ευρώ και προσκόμισε το από 1.11.2013 προτιμολόγιο της προς την καθής η εκτέλεση που αποτύπωνε τις χρεώσεις το διάστημα που το εκπλειστηριασθέν πλοίο παρέμενε στο θαλάσσιο χώρο μπροστά στο ναυπηγείο της. Αυτή κατά την αναγγελία της προσκόμισε το από 28.3.2013 αντίγραφο της προσφοράς της, αντίγραφο των από 28.3.2013 ειδικών όρων συναλλαγών που υπέγραψε με την καθής η εκτέλεση και αιτήθηκε δαπάνη υπηρεσιών ελλιμενισμού και φύλαξης στο τελευταίο λιμάνι από 28.3.2013 έως 30.10.2013 δηλαδή για 217 χ600 ημέρες = 130.200 ευρώ πλέον ΦΠΑ 23% δηλαδή 29.946 ευρώ και συνολικά για 160.146 ευρώ. Επίσης προσκόμισε το από 1.11.2013 προτιμολόγιο και ήδη προσκομίζει τη βεβαίωση του λιμεναρχείο σύμφωνα με την οποία το πλοίο ήταν σε απαγόρευση απόπλου από τις 29.3.2013 (βλ. το από 16.11.2017 και με αριθμό πρωτοκόλλου 2253.7-1/1903/2017 έγγραφο του λιμεναρχείου Πειραιώς). Σύμφωνα με το προαναφερόμενο έγγραφο το πλοίο βρισκόταν υπό δικαστική επιμέλεια (custodia legis) του Δικαστηρίου Πειραιώς αφού τελούσε συνεχώς υπό απαγόρευση απόπλου δυνάμει προσωρινών διαταγών ή αποφάσεων ασφαλιστικών μέτρων από τις 29.3.2013. Συνεπώς η παροχή των παραπάνω υπηρεσιών από την εκκαλούσα και πρώτη εφεσίβλητη κυπριακή εταιρία εντάσσεται στην έννοια των εξόδων συντήρησης του πλοίου, κατ’άρθρο 205 του ΚΙΝΔ, και της διατήρησης του πράγματος κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 976 αρ. 1 του ΚΠολΔ. Τούτο διότι ενόψει της απαγόρευσης απόπλου του πλοίου που επακολούθησε το αποτέλεσμα των υπηρεσιών της κυπριακής εταιρίας εκκαλούσας πρώτης εφεσίβλητης ήταν να διατηρηθεί το πλοίο ως οικονομική μονάδα και να μην απωλεσθεί λόγω θαλασσοταραχής ή να ληστευθεί και να γίνει ο πλειστηριασμός. Επομένως το συμβατικό αντάλλαγμα για τη παροχή από την τελευταία των προαναφερόμενων υπηρεσιών ελλιμενισμού στο μετέπειτα εκπλειστηριασθέν πλοίο της καθ’ης η εκτέλεση σε χρόνο τόσο προγενέστερο, όσο και μεταγενέστερο της επιβληθείσης στο πλοίο κατάσχεσης εμπίπτει προφανως στην έννοια των από τον κατάπλου του πλοίου στον τελευταίο λιμένα “εξόδων φύλαξης και συντήρησης” αυτού και, επομένως, απολαύει του προνομίου κατάταξης της πρώτης τάξης, που προβλέπεται στη διάταξη του άρθρου 205 εδαφ.α΄του ΚΙΝΔ, ως εκ τούτου προηγείται στην κατάταξη της ενυπόθηκης απαίτησης της ανακόπτουσας ήδη εκκαλούσας ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας και ορθώς κατατάχθηκε προνομιακά από την επί του πλειστηριασμού υπάλληλο, κατ’εφαρμογήν της ανωτέρω διάταξης, στον προσβαλλόμενο με την ανακοπή πίνακα. Σε πρώτη ανάγνωση εξάλλου και η αξίωση δαπανών συντήρησης και φύλαξης του πλοίου ύψους 175.040,75 ευρώ της τραπεζικής εταιρίας εξοπλίζεται με το προαναφερόμενο προνόμιο. Ειδικότερα η προαναφερόμενη τραπεζική εταιρία, επισπεύδουσα, ανακόπτουσα και ήδη εκκαλούσα και εφεσίβλητη με την αναγγελία της προσκόμισε την από 14.6.2013 σύμβαση της με την εταιρία …………., επίσης ανακόπτουσα και εκκαλούσα. Ισχυρίστηκε δε ότι με τη σύμβαση αυτή ανέθεσε στην τελευταία σε ανύποπτη ημερομηνία, δηλαδή μετά την απαγόρευση απόπλου του πλοίου και πριν την κατάσχεση αυτού την κατά νόμο φύλαξη του πλοίου. Επίσης ισχυρίστηκε η αναγγελλόμενη τραπεζική εταιρία ότι κατέβαλε μηνιαίως στην προαναφερόμενη εταιρία ανακόπτουσα και ήδη εκκαλούσα, που ουδέποτε κατετάγη, το ποσό των 8.100 ευρώ πλέον φπα δηλαδή 9.963 ευρώ το μήνα και ότι συνολικά κατέβαλε το ποσό των 44.833 ευρώ για τη φύλαξη του πλοίου για το διάστημα από 14.6.2013 έως 31.10.2013 (σχετ. ι και ιι) και το ποσό των 28.040 ευρώ πλέον φπα (δηλαδή 34.489,20 ευρώ) για τις εργασίες καθαρισμού καταστρώματος του πλοίου από επικίνδυνα υγρά και στερεά κατάλοιπα καθώς και καθαρισμό σωληνώσεων κλιμάκων κλπ που προκλήθηκαν από σοβαρό ατύχημα που συνέβη στο μαρκούτσι στις 17.5.2013 και περί καταβολής στις 30.9.2013 ποσού των 12.300 ευρώ για καθαρισμό, αντλήσεις υδάτων, απομάκρυνση καταλοίπων σεντινών και στεγανοποίηση σωλήνα. Επομένως στη συγκεκριμένη περίπτωση αυτό που είναι κρίσιμο είναι ότι από όλα τα προαναφερόμενα αποδεικτικά μέσα αποδεικνύεται ότι οι παραπάνω αξιώσεις των εκκαλουσών εταιριών «……….» και της τραπεζικής εταιρίας, κατά το μέρος που αφορά τη συνεργασία της με την εταιρία «………..», αλλά και η αυτοτελής αξίωση της τελευταίας που όπως ήδη επανειλημμένα προαναφέρθηκε ανήγγειλε δαπάνες που αυτή ονομάζει προνομιακές ως δαπάνες συντήρησης και φύλαξης, συμπίπτουν χρονικά, κάτι που πρωτίστως δεν συμβαδίζει με την έννοια της εύλογης δαπάνης που κατατάσσεται στον πίνακα, διότι πρωτίστως δεν μπορούν να καταταγούν προνομιακά δαπάνες φύλαξης στο τελευταίο λιμάνι που αφορούν το ίδιο χρονικό διάστημα. Συνεπώς θα πρέπει να ερευνηθεί η βασιμότητα των απαιτήσεων των εκκαλουσών που συμπίπτουν χρονικά. Όπως ήδη προαναφέρθηκε η εταιρία ……………., η οποία διατηρεί ναυπηγείο διαλυτήριο πλοίων στην …………. στο Πέραμα σύμφωνα με την με ανανέωση της άδειας λειτουργίας της, που προσκομίζεται ως σχετικό 2, προσκομίζει επίσης μετ’επικλήσεως την από 16.11.2017 βεβαίωση του αρχηγείου λιμενικού σώματος που υπογράφει ο πλωτάρχης …….. (σχετ. 27) στην οποία βεβαιώνεται ότι το πλοίο από την 29.3.2013 μεθόρμισε ρυμουλκούμενο από το Νέο Μώλο Δραπετσώνας στην περιοχή ενώπιον του Ναυπηγείου …………. και παρέμεινε αγκυροβολισμένο και όχι παροπλισμένο έως και τις 7.12.2013 που μεθόρμισε στο Λιμένα Κερατσινίου. Επιπλέον βεβαιώνεται ότι όλο αυτό το διάστημα το πλοίου τελούσε σε απαγόρευση απόπλου. Το αποδεικτικό μέσο συνιστά δημόσιο έγγραφο που δεν προσβλήθηκε ως πλαστό. Επιπλέον οι ισχυρισμοί της τραπεζικής εταιρίας με έδρα την Αθήνα και της εταιρίας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία “…………”, παρουσιάζουν αντιφάσεις και επιπλέον όλα τα αναφερόμενα από αυτές συμπίπτουν χρονικά με το διάστημα που το πλοίο βρισκόταν στο ναυπηγείο της προαναφερόμενης αλλοδαπής εταιρίας με έδρα την Κύπρο και του είχε επιβληθεί απαγόρευση απόπλου. Δηλαδή η τραπεζική εταιρία κατά την αναγγελία της αλλά και στη σελίδα 16 των προτάσεων της ενώπιον του δικαστηρίου τούτου ουσιαστικά αποδέχεται ότι προαναφερόμενη η κυπριακή εταιρία κατάρτισε σύμβαση φύλαξης του πλοίου με την πλοιοκτήτρια αυτού την 7.1.2013, αλλά περαιτέρω ισχυρίζεται ότι αυτή έληξε διότι η ίδια στις 14.6.2013 κατάρτισε σύμβαση φύλαξης του συγκεκριμένου πλοίου με την εταιρία «………..». Η τελευταία κατά την αναγγελία της προσκόμισε έγγραφα που είχαν συνταχθεί από την ίδια, δηλαδή τα προτιμολόγια της, ενώ άσκησε αγωγή για τις υπηρεσίες φύλαξης που ισχυρίζεται ότι παρείχε, μόνο μετά τη σύνταξη του πίνακα δηλαδή στις 17.11.2017, σύμφωνα με την έκθεση κατάθεσης της αγωγής που προσκομίζεται. Στην αγωγή της δε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς ισχυρίζεται ότι αυτή ήταν που παρείχε υπηρεσίες φύλαξης στο πλοίο από τις 7.1.2013 και μάλιστα από τις 14.6.2013 μετά από σύμβαση με την επισπεύδουσα. Αντίθετα η αλλοδαπή εταιρία με έδρα την ……………… άσκησε στις 6.3.2015 ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιώς τη με αριθμό ……../2015 αγωγή της σε βάρος της υπερθεματίστριας ειδικής διαδόχου της πλοιοκτήτριας αιτούμενη τις δαπάνες φύλαξης για τον Οκτώβριο του 2013 αναφέροντας όμως ότι παρείχε υπηρεσίες φύλαξης από την απαγόρευση απόπλου του πλοίου στις 29.3.2013 με τη σύμβαση που κατάρτισε με την πλοιοκτήτρια την 28.3.2013. Επί αυτής εξεδόθη η με αριθμό 103/2017 απόφαση του Ειρηνοδικείου Πειραιώς με την οποία έγινε η αγωγή κατά ένα μέρος δεκτή. Από τα δικαστικά τεκμήρια που προκύπτουν από την αμετάκλητη αυτή απόφαση συνάγεται ότι οι υπηρεσίες της προαναφερόμενης αλλοδαπής εταιρίας με έδρα την ……………… είναι αυτές που χαρακτηρίζονται ως δαπάνες φύλαξης στο τελευταίο λιμάνι και συνεπώς θα καταταγούν ως τέτοιες, αφού αυτές απολαμβάνουν προνόμιο τόσο κατά το δίκαιο της έδρας του πλοίου όσο και κατά το άρθρο 205 του ΚΙΝΔ. Αντίθετα κρίνεται ότι η οποία συνεργασία είχε η προαναφερόμενη Ε.Π.Ε. με έδρα τον Πειραιά που επίσης έχει ως αντικείμενο την παροχή εργασιών φύλαξης με την επισπεύδουσα έλαβε χώρα όχι στα πλαίσια υπηρεσιών φύλαξης του πλοίου στο τελευταίο λιμάνι, διότι αυτές παρέχονταν από το ναυπηγείο ενώπιον του οποίου ήταν αγκυροβολισμένο το πλοίο, αλλά με πρωτοβουλία της επισπεύδουσας, η οποία προφανώς ήθελε να απασχολήσει εταιρία της επιλογής της και όχι της καθής η εκτέλεση για τη φύλαξη του πλοίου. Η κρίση αυτή ενισχύεται από το γεγονός ότι η μη καταταγείσα εταιρία «…………..», όπως ήδη προαναφέρθηκε, δεν προσκόμισε απόφαση επί της αγωγής της και δεν προκύπτει επομένως ότι αυτή συζητήθηκε, αλλά μόνο έγγραφα που η ίδια έχει συντάξει, δηλαδή τα προτιμολόγια της προς την επισπεύδουσα. Επομένως ορθά η απαίτηση αυτή που δεν βεβαιώθηκε δικαστικά όπως απαιτείται από το δίκαιο της σημαίας του πλοίου, δεν κατετάγη προνομιακά από την υπάλληλο του πλειστηριασμού. Τέλος και αναφορικά με την ημερήσια χρέωση των 600 ευρώ η οποία κρίθηκε εύλογη από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο θα πρέπει να αναφερθούν τα ακόλουθα: Η ήδη εκκαλούσα Κυπριακή εταιρία με την επωνυμία ………… είχε προσκομίσει ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου τη με αριθμό 103/2017 απόφαση του Ειρηνοδικείου Πειραιώς στο σκεπτικό της οποία αναγράφεται αφενός ότι η εκεί ενάγουσα (και εδώ εκκαλούσα Κυπριακή εταιρία με την επωνυμία ……………) κατάρτισε στις 28.3.2013 με την εταιρία ………… έγγραφη σύμβαση αορίστου χρόνου ελλιμενισμού του πλοίου της στο θαλάσσιο χώρο έμπροσθεν του ναυπηγείου της έναντι ημερήσιας αμοιβής ύψους 600 ευρώ. Αναφέρεται επίσης ότι οι εγκαταστάσεις του ναυπηγείου της ενάγουσας προστατεύονταν ολόγυρα από υψηλό τοίχο με κάμερες τοποθετημένες σε αυτόν ενώ από την είσοδο μπορούσαν να διέλθουν μόνο όσοι είχαν άδεια να επισκεφθούν το πλοίο που μετά εκπλειστηριάστηκε και μετά από έλεγχο των φυλάκων που απασχολούσε η ενάγουσα (εδώ εκκαλούσα κυπριακή εταιρία). Κρίνεται επομένως ότι το προαναφερόμενο ναυπηγείο είχε τεχνική υπεροχή εγκαταστάσεων αφού επιπλέον διέθετε εξοπλισμό διαχείρισης αποβλήτων εγκατάσταση ιδιαίτερα σημαντική για την ασφάλεια του συγκεκριμένου πλοίου, επειδή αυτό ανήκε στην κατηγορία των τάνκερς μεταφοράς χημικών φορτίων, και ότι επομένως η ημερήσια αμοιβή δεν κρίνεται υπερβολική αλλά εύλογη και δίκαια. Η κρίση αυτή ενισχύεται από τα έγγραφα (που αποτελούν κοινό αποδεικτικό μέσο) που προσκομίζει και η ανακόπτουσα ήδη εκκαλούσα εταιρεία με την επωνυμία «…………….», η οποία εδρεύει στον Πειραιά, η οποία επίσης όπως προαναφέρθηκε με την από 12-11-2013 αναγγελία της με την οποία ζητούσε την προνομιακή κατάταξή της για το ποσό των Ευρώ 58.373,41 ευρώ για δαπάνες φύλαξης του πλοίου κατά το ίδιο διάστημα. Ειδικότερα από το από 24-10-2013 έγγραφο της ναυτικής πράκτορα ………… (προσκομιζόμενο ως σχετικό 15 από την εταιρία περιορισμένης ευθύνης “………….”), και το από 05-06-2014 έγγραφο ναυτικού πράκτορα, που απευθύνονται προς την εταιρία «………….» αποδεικνύεται ότι στις περιοχές του ΟΛΠ η ημερήσια πλεύριση πλοίου, µήκους 110 µ, πλάτους 16 µ, και βυθίσµατος 6 µ, ανέρχεται σε 206 ευρώ ημερησίως αλλά ότι τα ιδιωτικά ναυπηγεία του Περάματος χρεώνουν από 350 έως 750 ευρώ ανάλογα με τις παροχές του ναυπηγείου, ενώ στα ναυπηγεία της Ελευσίνα το ημερήσιο κόστος ανέρχεται σε 1000 με 1500 ευρώ. Μάλιστα και οι ενόρκως βεβαιώσαντες αναφέρουν περί του ευλόγου της ημερήσιας αμοιβής των 600 ευρώ (ο ……….) και σε μηνιαία αμοιβή 9.000 με 11.000 ευρώ για απλή φύλαξη του χημικού δεξαμενόπλοιου (η ……….). Σε αντίθετη δικανική κρίση δηλαδή περί μη εύλογης ημερήσιας χρέωσης, δεν μπορούν να οδηγήσουν οι µε ηµεροµηνίες 24-03-2015 και 21-07-2017 προσφορές ελλιµενισµού του ναυπηγείου «………..», που προσκόµισε µε επίκληση η ανακόπτουσα τραπεζική εταιρία (σχετ. 26 και 27), που εμφανίζουν μειωμένες χρεώσεις (λχ προέρχονται από ναυπηγείο που βρίσκεται σε άλλη περιοχή (….. Σαλαµίνας) ενώ δεν αποδεικνύεται ότι αφορούν πλοία μήκους, τύπου και βυθίσματος ίδιου με αυτό που εκπλειστηριάστηκε, αφού δεν προκύπτουν οι διαστάσεις και τα χαρακτηριστικά των πλοίων «Π» και «SΙΙ», για τα οποία έγιναν οι αντίστοιχες προσφορές. Το γεγονός εξάλλου ότι δεν είχε βεβαιωθεί τελεσίδικα η αξίωση της ………….. δεν επηρεάζει την προνομιακή κατάταξη αφού αυτή κατετάγη στην πρώτη τάξη, κατ’άρθρο 205 του ΚΙΝΔ, ορθώς με την επιφύλαξη της εκδόσεως αποφάσεως που επιδικάζει την απαίτηση τελεσίδικα. Επομένως από όλα τα παραπάνω κρίνεται ότι η Κυπριακή εταιρία με την επωνυμία …………… ήταν αυτή που, κατόπιν συμβάσεως με την πλοιοκτήτρια, παρείχε υπηρεσίες φύλαξης και ελλιμενισμού όλο το επίδικο διάστημα, οι οποίες μάλιστα βεβαιώθηκαν και με την προαναφερόμενη απόφαση του Ειρηνοδικείου. Επομένως το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε ότι το ποσό των 600 ευρώ ημερησίως για δαπάνες φύλαξης και ελλιμενισμού του πλοίου στο τελευταίο λιμάνι ήταν ειθισμένη ημερήσια αμοιβή φύλαξης του πλοίου ορθά ερμήνευσε τις αποδείξεις κατά το μέρος αυτό. Αντίθετα υπέπεσε σε σφάλμα διότι έκρινε ότι οι απαιτήσεις της εταιρίας ……….. από 28.3.2013 έως 16.9.2013 που αφορούσαν 173 ημέρες χ 600 ευρώ ημερησίως συνολικού ποσού 127.674 ευρώ με το ΦΠΑ δεν συνιστούσαν προνομιακή απαίτηση και στη συνέχεια υπολόγισε το ποσό αυτό σε 174.121,84 δολάρια ΗΠΑ με την ισοτιμία ευρώ δολαρίου κατά το χρόνο σύνταξης του πίνακα και απέβαλε την εταιρία ……….. κατατάσσοντας την επισπεύδουσα και σε αυτό. Τούτο δε διότι πρόκειται περί των απολύτως αναγκαίων δαπανών, που διενεργήθηκαν από του κατάπλου του πλοίου στον τελευταίο λιμένα, δηλαδή σ’αυτόν, στον οποίο εισήλθε για να ελλιμενίζεται και όχι για να παροπλισθεί (το αντίθετο δεν προκύπτει από κανένα αποδεικτικό στοιχείο) και από τον οποίο παρεμποδίσθηκε να αποπλεύσει και στον οποίο ακινητοποιήθηκε λόγω της απαγόρευση απόπλου που αποδεικνύεται με δημόσιο έγγραφο και στη συνέχεια λόγω της επιβληθείσης στη συνέχεια κατάσχεσης και μόνον, και όχι για άλλο λόγο άσχετο με την κατάσχεση, προκειμένου, διά της παραμονής του, σε κατάλληλο αγκυροβόλιο του συγκεκριμένου ναυπηγείου να βρίσκεται σε κατάσταση ασφαλούς επίπλευσης, υπό την έννοια της διαφύλαξης και αποτροπής οιουδήποτε θαλάσσιου κινδύνου, να διατηρηθεί σώο και αβλαβές, αναλλοίωτο στην υλική κατάσταση που βρισκόταν όταν κατασχέθηκε, για την πλήρωση του προορισμού του ως οικονομικής μονάδας, πρόσφορο και κατάλληλο προς ναυτιλιακή εκμετάλλευση και να μην υποστεί βλάβη, αλλά και για να αποφευχθεί η μείωση της αξίας του, όπερ τελικά επιτεύχθηκε, γεγονός που απέβη προς όφελος όχι μόνον της καθ’ης η εκτέλεση, αλλά και των δανειστών της. Οι δαπάνες επομένως αυτές που αδιαμφισβήτητα συνετέλεσαν στην αποτροπή απώλειας, καταστροφής του ή φθοράς του πλοίου, εμπίπτουν στην έννοια των “εξόδων συντήρησης”, τα οποία απολαύουν του εν λόγω προνομίου. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα η σχετική απαίτηση της πρώτης εφεσίβλητης Κυπριακής εταιρίας ως προνομιούχος πρώτης τάξης, να προηγείται, της κατάταξης της ενυπόθηκης απαίτησης της επισπεύδουσας τραπεζικής εταιρίας ήδη εκκαλούσας ανακόπτουσας, όπως προεκτέθηκε στη μείζονα σκέψη. Αντίθετα οι επικαλούμενες από τις εκκαλούσες (τραπεζική ανώνυμη εταιρία με έδρα την Αθήνα και εταιρία περιορισμένης ευθύνης με έδρα τον Πειραιά) συμβάσεις παροχής υπηρεσιών φύλαξης τον Ιανουάριο του 2013 και τον Ιούνιο του 2013 δεν προκύπτει πως συνδέονται με την απαγόρευση απόπλου του πλοίου, την κατάσχεση του και τον πλειστηριασμό που ακολούθησε και όπως προαναφέρθηκε δεν αφορούν δαπάνες υποχρεωτικής φύλαξης του πλοίου με τις οποίες επιβαρύνεται ο επισπεύδων με βάση το προεδρικό διάταγμα που προαναφέρθηκε, καθώς για τέτοια δαπάνη έχει ήδη καταταγεί η επισπεύδουσα. Ακολούθως ο πρώτος λόγος εφέσεως της τραπεζικής εταιρίας με τον οποίο αυτή ισχυρίζεται ότι η αξίωση της ……….. ποσού 32.472 ευρώ, δηλαδή για το διάστημα μετά τον πλειστηριασμό δεν είναι προνομιακή στο σύνολο της και επικουρικά κατά το μέρος που υπερβαίνει το ποσό των 150 ευρώ ημερησίως δηλαδή το ποσό των 6.600 ευρω πλέον φπα 1518 ευρώ, κρίνεται απορριπτέος διότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε ότι η αναγγελθείσα απαίτηση της Κυπριακής εταιρίας ήδη εκκαλούσας ύψους 32.472 ευρώ: α) αφορούσε εύλογες χρεώσεις κατά τα προαναφερόμενα και β) ήταν προνομιακή κατά το δίκαιο των νήσων Μάρσαλ δηλαδή της σημαίας του πλοίου για το διάστημα από 16.9.2013 και μετά δηλαδή για 26.400 +φπα 6.072 = 32.472 ευρώ και δεν έκανε δεκτό το λόγο ανακοπής της επισπεύδουσας ώστε να αποβάλει την καθής και να κατατάξει την ανακόπτουσα ήδη εκκαλούσα, συνολικά ή κατά το μέρος που το ποσό υπερέβαινε το ποσό των 6.600 ευρώ πλέον ΦΠΑ, ορθά ερμήνευσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις. Αντιθέτως αυτό έσφαλε, διότι απέβαλε την προαναφερόμενη αλλοδαπή εταιρία με έδρα την ……………… κρίνοντας ότι η απαίτηση της για το διάστημα από 28.3.2013 έως 16.9.2013 που αφορούσαν 173 ημέρες χ 600 ευρώ ημερησίως συνολικού ποσού 127.674 ευρώ με το ΦΠΑ για το οποίο αυτή είχε αναγγελθεί και καταταγεί ότι δεν συνιστούσε προνομιακή απαίτηση και κατέταξε κατά το ποσό των 174.121,84 δολάρια ΗΠΑ με την ισοτιμία ευρώ δολαρίου κατά το χρόνο σύνταξης του πίνακα την ανακόπτουσα τραπεζική εταιρία κρίνοντας ότι η σύμβαση που αυτή επικαλείτο ότι κατάρτισε τον Ιούνιο του 2013 με την εταιρία «……………» ήταν προνομιακή, ενώ στη συνέχεια εντελώς αντιφατικά απέρριψε την ανακοπή της τελευταίας που αφορούσε δική της αναγγελία για το ποσό των 58.373,41 ευρώ ως προς το οποίο αυτή δεν κατετάγη διότι είχε κριθεί από την υπάλληλο του πλειστηριασμού ότι δεν συμβιβάζεται με τη δικαιολογητική αιτία της καθιέρωση του προνομίου.
Συνεπώς κατά παραδοχή του πρώτου λόγου της ………/2020 έφεσης της Κυπριακής εταιρίας που διανθίζεται ουσιαστικά με τον πρόσθετο λόγο αυτής, θα πρέπει να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση ως προς το κεφάλαιο της αυτό και να κρατήσει το παρόν δικαστήριο, κατ’άρθρο 535 του ΚΠολΔ, να δικάσει κατ’ουσία την υπόθεση της από 8.5.2014 και με αριθμό κατάθεσης ………/2014 ανακοπής της τραπεζικής εταιρίας και της πρώτης καθής, η οποία είναι απλή ομόδικος της δεύτερης καθής η ανακοπή η οποία δεν συμμετείχε στον παρόντα βαθμό και δεν ωφελείται ούτε βλάπτεται από την ανακοπή της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας κατά το μέρος απευθύνθηκε κατά της πρώτης των καθών, αφού με την ανακοπή αυτή προσβλήθηκε η κατάταξη δύο διαφορετικών απαιτήσεων και όχι της ίδιας απαίτησης ώστε η υπόθεση να επιδέχεται ενιαίας ρύθμισης. Ακολούθως επειδή κατά τα προαναφερόμενα οι απαιτήσεις της εταιρίας ………. από 28.3.2013 έως 16.9.2013 που αφορούσαν 173 ημέρες χ 600 ευρώ ημερησίως συνολικού ποσού 127.674 ευρώ με το ΦΠΑ α) ήταν εύλογες, και β) συνιστούσαν προνομιακή απαίτηση, θα απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη ως προς την πρώτη των καθών η ανακοπή της τραπεζικής εταιρίας κατά το ποσό των 174.121,84 δολάρια ΗΠΑ με την ισοτιμία ευρώ δολαρίου κατά το χρόνο σύνταξης του πίνακα ως προς το οποίο είχε αποβληθεί η κυπριακή εταιρία …………… και είχε καταταγεί σε αυτό η επισπεύδουσα. Επομένως θα πρέπει να διαταχθεί η απόδοση στην εκκαλούσα του παραβόλου εφέσεως με αριθμό ……………/2020 ύψους 100 ευρώ διότι το ένδικο μέσο γίνεται δεκτό κατά ένα μέρος (άρθρο 495 παρ.3 ΚΠολΔ). Επίσης μετά από τα προαναφερόμενα κρίνεται απορριπτέος ως ουσιαστικά αβάσιμος και ως προς τα δύο του σκέλη ο λόγος εφέσεως της τραπεζικής εταιρίας της «………….. και συνεπώς η από 29.09.2020 με γενικό αριθµό κατάθεσης …………/30.09.2020 του Πρωτοδικείου Πειραιώς και γενικό αριθµό κατάθεσης ………/1.10.2020 του Εφετείου Πειραιώς έφεση θα πρέπει να απορριφθεί ως κατ’ουσίαν αβάσιμη. Ακολούθως θα πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου εφέσεως …………/2020 ύψους 100 ευρώ στο δημόσιο ταμείο (άρθρο 495 παρ.3 ΚΠολΔ). Τα δικαστικά έξοδα των εφεσιβλήτων που παραστάθηκαν ενώπιον του δικαστηρίου αυτού πρέπει να επιβληθούν στην εκκαλούσα λόγω της ήττας της (άρθρα 176, 191 παρ. 2 και 183 του ΚΠολΔ) σύμφωνα με τα όσα ορίζονται στο διατακτικό της παρούσας. Συνακόλουθα επειδή το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε, με αιτιολογία που εδώ συμπληρώνεται κατ΄άρθρο 534 του ΚΠολΔ ότι από τα προσκομιζόμενα αποδεικτικά μέσα από την εκκαλούσα εταιρία περιορισμένης ευθύνης με έδρα τον Πειραιά «………………» δεν αποδεικνύεται το προνόμιο της αξίωσης της, κυρίως, διότι όπως προαναφέρθηκε δαπάνες φύλαξης και ελλιμενισμού παρέχονταν από το ναυπηγείο της εκκαλούσας κυπριακής εταιρίας με την επωνυμία ……………., ορθά το νόμο ερμήνευσε και εκτίμησε τις αποδείξεις. Αυτό ορθά έλαβε υπόψη του το προσκομιζόμενο και προαναφερόμενο ιδιωτικό συμφωνητικό που αφορούσε συμφωνία φύλαξης του εκπλειστηριασθέντος πλοίου στο ναυπηγείο της Κυπριακής εταιρίας με έδρα την ……………… που παρείχε υπηρεσίες φύλαξης στο τελευταίο λιμάνι μετά από σύμβαση με την πλοιοκτήτρια, οι οποίες εξοπλίζονταν με προνόμιο για τους λόγους που ήδη προαναφέρθηκαν, ενώ από κανένα αποδεικτικό μέσο δεν αποδεικνυόταν η βασιμότητα της ανακόπτουσας ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ήδη εκκαλούσας εταιρίας με την επωνυμία «……………..», αφού η τελευταία δεν προσκόμισε δικαστική απόφαση με την οποία να βεβαιώνεται η απαίτηση της, και από μόνα τα έγγραφα που έχει καταρτίσει η ίδια, δηλαδή τα προτιμολόγια της, ο ισχυρισμός της περί ύπαρξης απαίτησης και μάλιστα προνομιακής δεν αποδεικνύεται δεδομένου ότι το ίδιο διάστημα υπηρεσίες φύλαξης στο επίδικο πλοίο παρείχε άλλη εταιρία η οποία μάλιστα στην ανακοπή της η εδώ εκκαλούσα ισχυρίζεται ότι ορθώς κατετάγη. Συνεπώς η κρινόμενη με αριθμό ………./2020 έφεση της πρέπει να απορριφθεί κατ’ουσίαν και να διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου εφέσεως με αριθμό …………../2020 ύψους 100 ευρώ στο δημόσιο ταμείο (άρθρο 495 παρ.3 ΚΠολΔ). Τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού την βαρύνουν λόγω της ήττας της (άρθρα 176. 191 παρ. 2 και 183 του ΚΠολΔ).
Κατόπιν των ανωτέρω, και μη υπάρχοντος ετέρου λόγου έφεσης προς διερεύνηση, πρέπει να εξαφανισθεί κατά ένα μέρος δηλαδή ως προς την επισπεύδουσα ανακόπτουσα ήδη εκκαλούσα «…………» και την πρώτη καθής η ανακοπή ήδη εκκαλούσα αλλοδαπή εταιρία με έδρα την ……………… και την επωνυμία …………, η εκκαλουμένη απόφαση και να κρατήσει το παρόν δικαστήριο την από 8.5.2014 και με αριθμό κατάθεσης …………/2014 ανακοπή (του άρθρου 979 του ΚΠολΔ) της εκκαλούσας – ανακόπτουσας τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «…………..» κατά του με αριθμό …./2014 πίνακα κατάταξης δανειστών, τον οποίο συνέταξε η επί του πλειστηριασμού υπάλληλος Συμβολαιογράφος Πειραιώς …….., η οποία ασκήθηκε παραδεκτώς και δη εμπροθέσμως και η οποία περαιτέρω τυγχάνει νόμιμη ως θεμελιούμενη στις διατάξεις του άρθρου 979 ΚΠολΔ ως την πρώτη καθής η ανακοπή Κυπριακή εταιρία με την επωνυμία “…………” και να απορρίψει ως προς αυτήν την ανακοπή ως ουσιαστικά αβάσιμη. Τέλος, πρέπει να συμψηφισθεί η μεταξύ των διαδίκων δικαστική δαπάνη, αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, λόγω του δυσερμήνευτου των κανόνων δικαίου που εφαρμόσθηκαν (άρθρο 179 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Θεωρεί μη ασκηθείσα την …………/30.09.2020 έφεση ως προς τη δεύτερη εφεσίβλητη
Συνεκδικάζει ερήμην της αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσας και της υπερ’ής η πρόσθετη παρέμβαση και με τη δικονομική παρουσία των λοιπών διαδίκων την από 29.09.2020 με γενικό αριθµό κατάθεσης ………/30.09.2020 του Πρωτοδικείου Πειραιώς και γενικό αριθµό κατάθεσης ……../1.10.2020 του Εφετείου Πειραιώς έφεση, την από 19.10.2020 με γενικό αριθµό κατάθεσης ……………/30.10.2020 του Πρωτοδικείου Πειραιώς και γενικό αριθµό κατάθεσης ………./30.12.2022 του Εφετείου Πειραιώς έφεση με τον από 20.12.2022 με γενικό αριθµό κατάθεσης ………./4.01.2023 πρόσθετο λόγο αυτής και την από 29.09.2020 με γενικό αριθµό κατάθεσης ……../30.09.2020 του Πρωτοδικείου Πειραιώς και γενικό αριθµό κατάθεσης …………./22.11.2021 του Εφετείου Πειραιώς έφεση, κατά της με αριθμό 2298/2018 αποφάσεως του Μονοµελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς
Απορρίπτει τη με αριθμό …………./30.09.2020 έφεση ως προς την τρίτη εφεσίβλητη, και τις (αυτοτελείς) πρόσθετες παρεμβάσεις με αριθμούς ………../2.11.2023, ……../2.11.2023, ………../2.11.2023 υπέρ της προαναφερόμενης εκκαλούσας,
Επιβάλει τα έξοδα των καθών οι (αυτοτελείς) πρόσθετες παρεμβάσεις στην προσθέτως παρεμβαίνουσα και τα ορίζει σε εξακόσια (600) ευρώ για κάθε μία εκ των παρισταμένων καθών
Δέχεται τυπικά κατά τα λοιπά τις εφέσεις
Απορρίπτει κατ’ουσία τις ……./30.09.2020 και και …………/30.09.2020 εφέσεις
Διατάσσει την εισαγωγή των παραβόλων εφέσεως με αριθμούς …../2020 (που κατατέθηκε για το παραδεκτό της πρώτης) και ……/2020 (που κατατέθηκε για το παραδεκτό της δεύτερης) στο δημόσιο ταμείο
Επιβάλει σε βάρος κάθε μιας των εκκαλουσών τα δικαστικά έξοδα των παρισταμένων σε κάθε έφεση εφεσιβλήτων τα οποία ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ για κάθε εφεσίβλητη
Δέχεται τη με αριθμό …………/30.10.2020 έφεση με τον από 20.12.2022 με γενικό αριθµό κατάθεσης …………./4.01.2023 πρόσθετο λόγο αυτής κατ’ουσίαν
Εξαφανίζει κατά ένα μέρος τη με αριθμό 2298/2018 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που εξεδόθη από το Ναυτικό Τμήμα
Διατάσσει την απόδοση του ηλεκτρονικού παραβόλου με αριθμό ……………/2022 ύψους 100 ευρώ στην καταθέσασα εκκαλούσα.
Κρατεί και δικάζει ως προς την πρώτη καθής την από 8.5.2014 και με αριθμό κατάθεσης …………./2014 ανακοπή κατά του με αριθμό ……./2014 πίνακα κατάταξης δανειστών, τον οποίο συνέταξε η επί του πλειστηριασμού υπάλληλος Συμβολαιογράφος Πειραιώς ………..
Δέχεται τυπικά την από 8.5.2014 και με αριθμό κατάθεσης …………/2014 ανακοπή και την απορρίπτει κατ’ουσίαν ως προς την πρώτη καθής
Συμψηφίζει τη μεταξύ των διαδίκων δικαστική δαπάνη αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 11 Ιουνίου 2025, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων όσων εξ αυτών παραστάθηκαν.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ