ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
4ο ΤΜΗΜΑ
Αριθμός αποφάσεως 413 /2025
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Βασιλική Παπιγκιώτη, Εφέτη, την οποία όρισε η Διευθύνουσα το Εφετείο Πρόεδρος Εφετών και από τη Γραμματέα Ε.Δ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του την ………….. για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Α) Του εκκαλούντος: Ελληνικού Δημοσίου, όπως εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό Οικονομικών (ΑΦΜ ……….) και ήδη, από 1-1-2017 από την Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων, ως εκπροσώπου του Δημοσίου, η οποία εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα από τον Διοικητή της, που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα (…………) και εν προκειμένω από τον Προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ. Ε΄ Πειραιά, το οποίο εκπροσωπήθηκε από την δικαστική πληρεξούσια ΝΣΚ Αθηνά Αβράμη.
Των εφεσίβλητων: 1) Ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «………….» (ΑΦΜ.: ……….) που εδρεύει στην Αθήνα (οδός ………..) και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο, 2) Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία «Ηλεκτρονικός Εθνικός Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης (e-ΕΦΚΑ)», όπως μετονομάστηκε το ν.π.δ.δ. με την επωνυμία «Ενιαίος Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης (ΕΦΚΑ)», (ΑΦΜ ……….) που εδρεύει στην Αθήνα (………..), νομίμως εκπροσωπούμενο από τον Διοικητή αυτού, και ειδικότερα εν προκειμένω από τον Διευθυντή του Περιφερειακού ΚΕΑΟ Πειραιά, που κατοικοεδρεύει στον Πειραιά, το οποίο εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιά του δικηγόρο Γαρυφαλλιά Φραντζή (με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ), 3) Ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «………..» και το διακριτικό τίτλο «…………» (ΑΦΜ ……….), που εδρεύει στην Αθήνα (……….) και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιά της δικηγόρο Ελένη Πολυχρονοπούλου, 4) Ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «…………» (ΑΦΜ ………) που εδρεύει στην Αθήνα (…………..), και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο, 5) Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «…………..» και τον διακριτικό τίτλο «………..», που εδρεύει στην Αθήνα (……….), και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο.
Β) Αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσας: Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «………….» (ΑΦΜ …………..), που εδρεύει στη ……… Αττικής (……….), νομίμως αδειοδοτηθείσης από την Τράπεζα της Ελλάδος (Απόφαση υπ’ αριθμ. 207/1/29-11-2016 της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος), ως εταιρείας Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις δυνάμει των Διατάξεων του ν. 5072/2023 και της πράξης 118/19-5-2017 της Εκτελεστικής Επιτροπής της Τράπεζας της Ελλάδος, όπως τροποποιήθηκε από την υπ’ αριθμ. 153/8-1-2019 πράξη, στην οποία έχει ανατεθεί η διαχείριση των απαιτήσεων της εταιρείας με την επωνυμία «……….)» με έδρα στην …… Σουηδίας (η «Δικαιούχος της Απαίτησης») κατά τα οριζόμενα στην από 13-2-2024 σύμβαση διαχείρισης (όπως αυτή καταχωρίστηκε νομίμως και αναγγέλθηκε στα δημόσια βιβλία του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών με αριθμό πρωτοκόλλου …./16-2-2024 τ. …. α.α …..) και σύμφωνα με τον ν. 5072/2023, όπως ισχύει, στην οποία δικαιούχο της απαίτησης, η εδρεύουσα στην Ιρλανδία εταιρία ειδικού σκοπού με την επωνυμία «……….» («……………»), έχει εκχωρήσει και μεταβιβάσει ληξιπρόθεσμες απαιτήσεις της από δάνεια και πιστώσεις, δυνάμει της από 15-2-2024 σύμβασης πώλησης και εκχώρησης απαιτήσεων (όπως αυτή καταχωρίστηκε νομίμως και αναγγέλθηκε στα δημόσια βιβλία του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών με αριθμό πρωτοκόλλου …./16-2-2024 τ. …. α.α ….), τις οποίες απαιτήσεις είχε μεταβιβάσει στην ………. λόγω τιτλοποίησης σύμφωνα με το άρθρο 10 ν.3156/2003 η Ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «…………..» και τον διακριτικό τίτλο «……….», με έδρα την Αθήνα, όπως εκπροσωπείται νόμιμα, δυνάμει της από 30-4-2020 Ελληνικής Σύμβασης Εκχώρησης Απαιτήσεων (όπως αυτή καταχωρίστηκε νομίμως και αναγγέλθηκε στα δημόσια βιβλία του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών αριθμό καταχώρησης …../30-4-2020 (τ.μ. …….), η οποία δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο
Υπέρ ης η πρόσθετη παρέμβαση: Ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «……..» (ΑΦΜ ……….) και νομίμως εκπροσωπούμενη, ως καθολικής διαδόχου της αρχικής διαδίκου ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «………..», κατόπιν διάσπασης της διασπώμενης με απόσχιση του κλάδου της τραπεζικής δραστηριότητας και εισφοράς του στη νεοσυσταθείσα εταιρεία – πιστωτικό ίδρυμα (Επωφελούμενη), εγκριθείσας της ως άνω διάσπασης με την αριθμ. πρωτ. 45089/16-4-2021 απόφαση του Υπουργείου Ανάπτυξης, που καταχωρίσθηκε στο Γ.Ε.ΜΗ. και δημοσιεύθηκε στα στοιχεία της διασπώμενης και της επωφελούμενης με τις υπ’ αριθμ. πρωτ. …/16-4-2021 και …../16-04-2021 ανακοινώσεις αντίστοιχα, η οποία δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο.
Καθού η πρόσθετη παρέμβαση: Ελληνικού Δημοσίου, όπως εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό Οικονομικών και ήδη, από 1-1-2017 από την Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων, ως εκπροσώπου του Δημοσίου, η οποία εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα από τον Διοικητή της, που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα (οδός ………….) και εν προκειμένω από τον Προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ. Ε΄ Πειραιά, το οποίο εκπροσωπήθηκε από την δικαστική πληρεξούσια ΝΣΚ Αθηνά Αβράμη.
Συγκοινοποιούμενη: 1) Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία «Ηλεκτρονικός Εθνικός Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης (e- ΕΦΚΑ)», όπως μετονομάστηκε το ν.π.δ.δ. με την επωνυμία «Ενιαίος Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης (ΕΦΚΑ)», (ΑΦΜ: …..) που εδρεύει στην Αθήνα (………..), νομίμως εκπροσωπουμένου από το Διοικητή αυτού, και ειδικότερα εν προκειμένω από τον Διευθυντή του Περιφερειακού ΚΕΑΟ Πειραιά, που κατοικοεδρεύει στον Πειραιά, το οποίο δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο, 2) Της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «…………» και το διακριτικό τίτλο «…………», (Α.Φ.Μ.: …………) που εδρεύει στην Αθήνα, και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο, 3) Την ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «………….», (Α.Φ.Μ.: …………….) που εδρεύει στην Αθήνα, και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο, 4) Της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «……………» και τον διακριτικό τίτλο «…………….», που εδρεύει στην Αθήνα (……………), και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο.
Γ) Αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσας: Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «……………………» (ΑΦΜ …………..), που εδρεύει στη Νέα Σμύρνη Αττικής (…………), νομίμως αδειοδοτηθείσης από την Τράπεζα της Ελλάδος (απόφαση υπ’ αριθμ. 207/1/29-11-2016 της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος), ως εταιρεία διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις δυνάμει των διατάξεων του ν. 4354/2015 και της Πράξης 118/19-5-2017 της Εκτελεστικής Επιτροπής της Τράπεζας της Ελλάδος, όπως τροποποιήθηκε από την υπ’ αριθ. 153/8-1-2019 Πράξη, ενεργούσας εν προκειμένω ως διαχειρίστριας απαιτήσεων, και ως εντολοδόχου και ειδικού πληρεξουσίου, αντιπροσώπου και αντικλήτου της εταιρείας ειδικού σκοπού με την επωνυμία «…………………» (………………), που εδρεύει στο ……, Ιρλανδία, αριθμός μητρώου …., όπως εκπροσωπείται νόμιμα και η οποία τελευταία, δυνάμει των από 30-4-2020 και 20-4-2021 συμβάσεων πώλησης και μεταβίβασης απαιτήσεων, όπως αυτές καταχωρήθηκαν νομίμως στα βιβλία του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών την 30-4-2020 και την 20-4-2021, με αριθμούς πρωτοκόλλου …./30-4-2020 στον τόμο … και με α.α. …. και …./20-4-2021 στον τόμο … και με α.α. ….. αντίστοιχα, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 10 παρ.8 του ν. 3156/2003, σε συνδυασμό με το άρθρο 3 του ν. 2844/2000, μεταξύ των οποίων και η απορρέουσα από την ένδικη έννομη σχέση, έχει καταστεί ειδική διάδοχος της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «……………» και τον δ.τ. «………» (ΑΦΜ ……..) με έδρα την Αθήνα, οδός ………, (Επωφελούμενης), νομίμως εκπροσωπούμενης, ως καθολικής διαδόχου της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «……….» (ΑΦΜ ……….), κατόπιν διάσπασης της τελευταίας με απόσχιση του κλάδου της τραπεζικής δραστηριότητας και εισφοράς του στην ως άνω νεοσυσταθείσα εταιρεία – πιστωτικό ίδρυμα, εγκριθείσας της ως άνω διάσπασης με την αριθμ. πρωτ. 45.089/16-4-2021 απόφαση του Υπουργείου Ανάπτυξης και Επενδύσεων, που καταχωρίσθθηκε στο Γ.Ε.ΜΗ. και δημοσιεύθηκε στα στοιχεία της Διασπώμενης και της Επωφελούμενης με τις υπ’ αριθμ. πρωτ. 45.116/16-4-2021 και 45.123/16-4-2021 Ανακοινώσεις αντίστοιχα, στο σύνολο των περιουσιακών στοιχείων, εννόμων σχέσεων, δικαιωμάτων και υποχρεώσεων της οποίας («Διασπώμενης») έχει υπεισέλθει αυτοδικαίως η «Επωφελούμενη» και ενασκούνται αποκλειστικά από αυτήν (την «Επωφελούμενη»), νομίμως εκπροσωπούμενη, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιά της δικηγόρο Ασπασία Νικητοπούλου.
Υπέρ ης η πρόσθετη παρέμβαση: Ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «………..» και τον δ.τ. «. ….» (ΑΦΜ ….) με έδρα την Αθήνα, νομίμως εκπροσωπούμενης, ως καθολικής διαδόχου της αρχικής διαδίκου ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «…………», κατόπιν διάσπασης της Διασπώμενης με απόσχιση του κλάδου της τραπεζικής δραστηριότητας και εισφοράς του στη νεοσυσταθείσα εταιρεία – πιστωτικό ίδρυμα (Επωφελούμενη), εγκριθείσας της ως άνω διάσπασης με την αριθμ. πρωτ. 45089/16-4-2021 απόφαση του Υπουργείου Ανάπτυξης, που καταχωρίσθηκε στο Γ.Ε.ΜΗ. και δημοσιεύθηκε στα στοιχεία της διασπώμενης και της επωφελούμενης με τις υπ’ αριθμ. πρωτ. 45116/16-4-2021 και 45123/16-4-2021 ανακοινώσεις αντίστοιχα, η οποία δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο.
Καθού η πρόσθετη παρέμβαση: Ελληνικού Δημοσίου, όπως εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό Οικονομικών και ήδη, από 1-1-2017 από την Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων, ως εκπροσώπου του Δημοσίου, η οποία εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα από τον Διοικητή της, που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα (οδός …………..) και εν προκειμένω από τον Προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ. Ε΄ Πειραιά, το οποίο εκπροσωπήθηκε από την δικαστική πληρεξούσια ΝΣΚ Αθηνά Αβράμη.
Συγκοινοποιούμενη: 1) Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία «Ηλεκτρονικός Εθνικός Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης (e- ΕΦΚΑ)», όπως μετονομάστηκε το ν.π.δ.δ. με την επωνυμία «Ενιαίος Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης (ΕΦΚΑ)», (ΑΦΜ: ……….) που εδρεύει στην Αθήνα (οδός ………….), νομίμως εκπροσωπουμένου από το Διοικητή αυτού, και ειδικότερα εν προκειμένω από τον Διευθυντή του Περιφερειακού ΚΕΑΟ Πειραιά, που κατοικοεδρεύει στον Πειραιά, το οποίο δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο, 2) Της Ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «……………» και το διακριτικό τίτλο «…………..», (Α.Φ.Μ.: ………..) που εδρεύει στην Αθήνα, και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Ελένη Πολυχρονοπούλου, 3) Την Ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «……………», (ΑΦΜ: …………..) που εδρεύει στην Αθήνα, και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο, 4) Της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «……….» και τον διακριτικό τίτλο «……………» (ΑΦΜ ………….. ), που εδρεύει στην Αθήνα (…………), και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο.
Το εκκαλούν και καθού οι πρόσθετες παρεμβάσεις άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά κατά των νυν εφεσίβλητων και δύο ακόμη φυσικών προσώπων, τα οποία δεν είναι διάδικοι στην παρούσα δίκη, την από 11-9-2029 (με Γ.Α.Κ. …/2019 και Ε.Α.Κ. …./2019) ανακοπή του, προς μεταρρύθμιση του υπ’ αριθ. ………./19-7-2019 πίνακα κατάταξης δανειστών της συμβολαιογράφου Αθηνών …………. και επί της ανακοπής αυτής εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 2703/2020 απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου που δέχτηκε εν μέρει την ανακοπή ως προς την πρώτη, τρίτη, τέταρτη και πέμπτη των καθών (και αντίστοιχα εφεσίβλητων). Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, το ανακόπτον, με την από 8-6-2021 (κατατεθείσα στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …./2021 και Ε.Α.Κ. ……/2021) έφεση, επικυρωμένο αντίγραφο της οποίας κατατέθηκε στη γραμματεία του Εφετείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …./2021 και Ε.Α.Κ. …./2021 και της οποίας δικάσιμος ορίστηκε αρχικά η 3-11-2022, οπότε αναβλήθηκε για τη δικάσιμο της 1-6-2023, εν συνεχεία αναβλήθηκε για τη δικάσιμο της 4-4-2024, οπότε και αναβλήθηκε εκ νέου για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας.
Περαιτέρω, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου η υπό στοιχ. Β αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσα άσκησε την από 20-3-2024 (Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. Εφετείου …………../2024) εκούσια αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση υπέρ της πρώτης των εφεσίβλητων κοινοποιούμενη και στους λοιπούς, της οποίας δικάσιμος ορίστηκε η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο.
Επίσης, η υπό στοιχ. Γ αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσα άσκησε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου την από 30-5-2023 (Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. Εφετείου …………/2023) αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση υπέρ της πρώτης των εφεσίβλητων κοινοποιούμενη και στους λοιπούς, της οποίας δικάσιμος ορίστηκε η 4-4-2024, οπότε και αναβλήθηκε για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο και γράφτηκε στο πινάκιο.
Η έφεση και οι πρόσθετες παρεμβάσεις, στην τελευταία αυτή δικάσιμο, συνεκφωνήθηκαν από τη σειρά τους στο οικείο πινάκιο και συζητήθηκαν.
Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των παρόντων διαδίκων, ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους με τις προτάσεις που κατέθεσαν.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά τη διάταξη του άρθρου 80 ΚΠολΔ, αν σε δίκη που εκκρεμεί μεταξύ άλλων, τρίτος έχει έννομο συμφέρον να νικήσει κάποιος διάδικος, έχει δικαίωμα, μέχρι την έκδοση αμετάκλητης απόφασης, να ασκήσει πρόσθετη παρέμβαση για να υποστηρίξει τον διάδικο αυτόν. Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 81 παρ. 1 ΚΠολΔ, η πρόσθετη παρέμβαση ασκείται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 80 ΚΠολΔ προκύπτει σαφώς, ότι πρόσθετη παρέμβαση μπορεί να ασκηθεί και το πρώτον ενώπιον του Αρείου Πάγου. Το ότι στη διάταξη του άρθρου 573 παρ. 1 ΚΠολΔ, στην οποία απαριθμούνται οι εφαρμοζόμενες και στην αναιρετική διαδικασία άλλες (πλην αυτών του κεφαλαίου περί αναίρεσης) διατάξεις του ΚΠολΔ, δεν μνημονεύεται και το άρθρο 80 ΚΠολΔ, δεν αποτελεί επιχείρημα υπέρ της αντίθετης άποψης, διότι οι διατάξεις του πρώτου βιβλίου του ΚΠολΔ, στο οποίο περιλαμβάνεται και το άρθρο 80 ΚΠολΔ, εφαρμόζονται σε όλες τις διαδικασίες, συμπεριλαμβανομένης και της διαδικασίας ενώπιον του Αρείου Πάγου (ΟλΑΠ 8/2011, 1/1996, 1/1998, 8/1998). Εξάλλου, όπως προκύπτει από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 81 εδ. α΄ και 215 παρ. 1 εδ. α΄ ΚΠολΔ, η πρόσθετη παρέμβαση ασκείται με την κατάθεση δικογράφου στη γραμματεία του δικαστηρίου, στο οποίο απευθύνεται. Η κατάθεση αυτή είναι αναγκαίο στοιχείο της προδικασίας, που ολοκληρώνεται με την κοινοποίηση (ΑΠ 501/2011, ΑΠ 545/2009, ΑΠ 611/2013, ΑΠ 1433/2013), χωρίς την οποία (κοινοποίηση σε όλους τους διαδίκους) δεν ολοκληρώνεται η άσκηση της με συνέπεια την απόρριψη της ως απαράδεκτης (ΑΠ 501/2011, ΑΠ 1433/2013, βλ.και ΑΠ 545/2009 όπου θεωρείται ως μη ασκηθείσα, ΑΠ 555/2019 Εφ.Πειρ. 171/2021 ΝΟΜΟΣ, Χαρούλα Απαλαγάκη Κ.Πολ.Δ Ερμηνεία Κατ’ άρθρο, 6η έκδοση, άρθ. 81 σελ. 307 Κεραμέας/Κονδύλης/Νίκας, Ερμηνεία ΚΠολΔ άρθ. 81 σελ. 189, Χ.Απαλαγάκη/Στ. Σταματόπουλος ό.π άρθ.81 σελ. 329 αρ. Ι)
Ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου εισάγονται: Α) μετ’ αναβολή από το πινάκιο προς συζήτηση κατά τις διατάξεις των άρθρων 226 παρ.4 και 498 παρ.2 ΚΠολΔ, η από 8-6-2021 έφεση του Ελληνικού Δημοσίου, προς εξαφάνιση της 2703/2020 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (ειδική διαδικασία περιουσιακών διαφορών), Β) η ασκηθείσα ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου από 20-3-2024 αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση της εταιρίας με την επωνυμία «………………», υπέρ της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «……….» και κατά του Ελληνικού Δημοσίου, Γ) η ασκηθείσα ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου από 30-5-2023 αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση της εταιρίας με την επωνυμία «………….», υπέρ της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «………….» και κατά του Ελληνικού Δημοσίου Η ως άνω έφεση και οι αυτοτελείς πρόσθετες παρεμβάσεις πρέπει να συνεκδικασθούν σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 246, 524 παρ.1, 80, 31 ΚΠολΔ κατά την ίδια ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών που εφαρμόσθηκε πρωτοδίκως κατ’ άρθρο 591 παρ.7 ΚΠολΔ από το παρόν αρμόδιο κατ’ άρθρο 19 περ. α’ ΚΠολΔ Δικαστήριο, χωρίς για το παραδεκτό της έφεσης να απαιτείται η κατάθεση παραβόλου από το εκκαλούν Δημόσιο, αφού αυτό απαλλάσσεται από την υποχρέωση καταβολής κάθε τέλους και παραβόλου για την άσκηση ένδικου μέσου σύμφωνα με το άρθρο 19 παρ. 1 του ως άνω Καν. Δ/τος της 26 Ιουνίου/10 Ιουλίου 1944 «Περί Κώδικος των νόμων περί δικών του Δημοσίου». Η πιο πάνω έφεση έχει ασκηθεί νομότυπα με κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου κατ’ άρθρο 495 παρ.1 ΚΠολΔ κι εμπρόθεσμα, στις 9-6-2021, κατ’ άρθρο 518 παρ. 2 ίδιου Κώδικα, καθώς από την έκδοση της εκκαλούμενης (5-8-2020), δεν παρήλθε διετία, δεν προκύπτει δε επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης στο Ελληνικό Δημόσιο (Το τελευταίο αναφέρει στην έφεση του ότι η εκκαλουμένη του κοινοποιήθηκε στις 25-5-2021, πλην όμως τούτο δεν αποδεικνύεται). Επομένως, η έφεση πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξετασθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της κατ’ άρθρο 533 παρ.1 ΚΠολΔ. Περαιτέρω, κατά την εκφώνηση της ένδικης έφεσης από τη σειρά της στο οικείο πινάκιο, η πρώτη, τέταρτη και πέμπτη των εφεσίβλητων δεν εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο. Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 271, 272 παρ. 1 524 παρ. 1 ΚΠολΔ, συνάγεται ότι, αν ο εφεσίβλητος δεν εμφανιστεί ή δεν λάβει μέρος κανονικά στη συζήτηση της έφεσης, προϋπόθεση του παραδεκτού της, είναι η νόμιμη κλήτευσή του ή η επίσπευση της συζήτησης από τον τελευταίο για την ορισθείσα νομίμως δικάσιμο. Έτσι, σε περίπτωση, μη εμφάνισης του εφεσίβλητου στη συζήτηση της έφεσης, η διαδικασία προχωρεί σαν να ήταν παρών, εφόσον, όμως, επισπεύδει ο ίδιος τη συζήτηση ή έχει κληθεί νομίμως από τον παριστάμενο εκκαλούντα, στοιχεία στην έρευνα των οποίων οφείλει να προβεί το δευτεροβάθμιο δικαστήριο αυτεπαγγέλτως. Στην προκειμένη περίπτωση, από τις προσκομιζόμενες από το εκκαλούν υπ’ αριθμ. …../25-8-2021, …../25-8-2021 και ………./25-8-2021 εκθέσεις επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Πειραιά με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών ………, αποδεικνύεται ότι με επιμέλεια του εκκαλούντος ακριβές αντίγραφο της υπό κρίση έφεσης με πράξη ορισμού της αρχικής δικασίμου (3-11-2022) και κλήση σε αυτή για συζήτηση, από την οποία νομίμως εκ του πινακίου αναβλήθηκε η υπόθεση για την 1-6-2023, εν συνεχεία για τις 4-4-2024 και, εν τέλει, για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο (άρθρα 498 παρ. 3 και 226 παρ. 4 ΚΠολΔ) επιδόθηκε νόμιμα κι εμπρόθεσμα στην πρώτη, τέταρτη και πέμπτη εφεσίβλητη, αντίστοιχα, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 129 παρ. 1 και 498 παρ. 2 ΚΠολΔ. Συνεπώς, αυτές δικάζονται μεν ερήμην, πλην όμως η διαδικασία θα προχωρήσει σαν να ήταν και αυτές παρούσες κατ’ άρθρο 524 παρ.4 ΚΠολΔ. Περαιτέρω, ως προς το εάν ο δεσμός που συνδέει τις παραπάνω εφεσίβλητες με τους υπόλοιπους εφεσίβλητους (αλλά και τους εναγόμενους, οι οποίοι δεν είναι διάδικοι εν προκειμένου) είναι αυτός της απλής ή αναγκαίας ομοδικίας, λεκτέα τυγχάνουν τα εξής: Από τις διατάξεις των άρθρων 972 παρ. 1 και 974 έως 979 ΚΠολΔ προκύπτει ότι με την ανακοπή που ασκείται κατά του πίνακα κατάταξης προβάλλονται αιτιάσεις που αφορούν στην ορθότητα του πίνακα κατάταξης, που μπορούν να στηρίζονται είτε στο ουσιαστικό δίκαιο, αναγόμενες στη γένεση ή την ύπαρξη της απαίτησης του καθού η ανακοπή, η οποία έχει αναγγελθεί, είτε στο δικονομικό δίκαιο και αναφέρονται στον προνομιούχο χαρακτήρα και την τάξη της κατάταξης. Έννομο συμφέρον για άσκηση ανακοπής κατά πίνακα κατάταξης, έχει όποιος αμφισβητεί την ύπαρξη της απαίτησης εκείνου, κατά του οποίου στρέφει την ανακοπή του, ή προβάλλει ότι προηγείται του τελευταίου, που κατετάγη στον πίνακα, και επιδιώκει την αποβολή του και την κατάταξη στη θέση του, στρέφεται δε κατά των δανειστών των οποίων προσβάλλεται η κατάταξη (άρθρ. 972 παρ. 2 εδ.β` ΚΠολΔ). Το δικαστήριο, που δικάζει την ανακοπή, περιορίζεται μέσα στα όρια του αιτήματος αυτής και ερευνά την προσβαλλομένη απαίτηση και την κατάταξη του καθού η ανακοπή, δεδομένου δε ότι η διαδικασία της κατάταξης είναι ενιαία, όχι όμως και αδιαίρετη, η ισχύς και το δεδικασμένο της απόφασης περιορίζεται μεταξύ των διαδίκων και δεν επιδρά στους μη μετασχόντες της δίκης άλλους δανειστές. Εάν ευδοκιμήσει η ανακοπή, στο αποδεσμευόμενο ποσό θα καταταγεί ο ανακόπτων, χωρίς να ωφελείται άλλος δανειστής, που δεν άσκησε ανακοπή. Κατά συνέπεια, όταν ασκείται ανακοπή κατά πλειόνων αναγγελθέντων και καταταγέντων δανειστών, η οποία εν τοις πράγμασι αποτελεί υποκειμενική σώρευση ανακοπών με την μορφή της παθητικής ομοδικίας (άρθρο 74 περ.1 ΚΠολΔ), έναντι των οποίων προβάλλεται το υπαρκτό και η προνομιακή κατάταξη της απαίτησης του ανακόπτοντος, οι τελευταίοι, ως καθών η ανακοπή και για την ταυτότητα του νομικού λόγου ως εφεσίβλητοι, συνδέονται με τον δεσμό της απλής ομοδικίας (άρθρο 74 περ. 2 ΚΠολΔ). Και τούτο για τον λόγο ότι το υπαρκτό της απαίτησης του ανακόπτοντος και ο προνομιακός αυτής χαρακτήρας κατά την κατάταξη συγκρίνεται ως προς ένα έκαστο των καθ’ ων, χωρίς να επηρεάζονται εκ τούτου οι μεταξύ τους σχέσεις αναφορικά με το ποσό της κατάταξης, δοθέντος ότι, όπως προαναφέρθηκε, στο αποδεσμευόμενο ποσό θα καταταγεί μόνο ο ανακόπτων, χωρίς να ωφελούνται οι καθών, ώστε να παρίσταται ανάγκη σύγκρισης μεταξύ των απαιτήσεών τους για τις οποίες αναγγέλθηκαν και κατατάχθηκαν (ΑΠ 963/2022 στην ΤΝΠ Νόμος που παραπέμπει στις ΑΠ 1083/2013, ΑΠ 1510/2005). Για την ταυτότητα του νομικού λόγου το ίδιο πρέπει να γίνει δεκτό και όταν ο ανακόπτων προβάλλει ως λόγο ανακοπής κατά του πίνακα κατάταξης ότι πρέπει να καταταγεί εξίσου με τους καθ’ ων η ανακοπή στην ίδια σειρά κατάταξης ως εγχειρόγραφος δανειστής.
Σύμφωνα με το άρθρο 274 παρ.1 εδ.1 ΚΠολΔ, το οποίο εφαρμόζεται και στην κατ’ έφεση δίκη κατ’ άρθρο 524 παρ.1 του ίδιου Κώδικα «Αν εκείνος που άσκησε πρόσθετη παρέμβαση δεν λάβει μέρος κανονικά στη δίκη, η διαδικασία προχωρεί σαν να μην είχε ασκηθεί η πρόσθετη παρέμβαση.» Στην προκειμένη, λοιπόν, περίπτωση η από 20-3-2024 (αριθμ. καταθ. ………./2024) αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση προσδιορίστηκε για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο. Πλην όμως, κατά την εκφώνηση της υπόθεσης η αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσα δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο αλλά ήταν απούσα. Συνεπώς η διαδικασία θα προχωρήσει σαν να μην είχε ασκηθεί η πρόσθετη παρέμβαση.
Περαιτέρω, η ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «…………», ως διαχειρίστρια απαιτήσεων και ως εντολοδόχος και ειδικού πληρεξουσίου, αντιπροσώπου και αντικλήτου της εταιρείας με την επωνυμία «……………» (…………), εδρεύουσα στο ………. Ιρλανδίας – ειδική διάδοχος της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «…………», με ιδιαίτερο δικόγραφο κατέθεσε το πρώτον στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου την από 30-5-2023 (αριθ. καταθ. …………../2023) πρόσθετη παρέμβαση υπέρ της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «………….», και κατά του εκκαλούντος – ανακόπτοντος, Ελληνικού Δημοσίου, όπως εκπροσωπείται νόμιμα από την Α.Α.Δ.Ε, κοινοποιούμενη και στους λοιπούς διαδίκους – εφεσίβλητους -καθών η ανακοπή, επικαλούμενη με το περιεχόμενό της ως έννομο συμφέρον της, ότι είναι νόμιμη διαχειρίστρια των απαιτήσεων, κατόπιν μεταβίβασης στο πλαίσιο τιτλοποίησης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 3156/2003. Η συζήτηση της ως άνω παρέμβασης ορίστηκε για τη δικάσιμο της 4-4-2024 και κατόπιν αναβολής για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης. Ωστόσο από όλα τα διαδικαστικά έγγραφα, δεν προκύπτει ότι το δικόγραφο της ως άνω αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης, κοινοποιήθηκε σε όλους τους εφεσίβλητους. Ειδικότερα, κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από τη σειρά του οικείου πινακίου δεν εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο, η υπέρ ης η πρόσθετη παρέμβαση, ούτε το δεύτερο, η τέταρτη και η πέμπτη των εφεσίβλητων. Επιπλέον, η προσθέτως παρεμβαίνουσα δεν προσκομίζει εκθέσεις επίδοσης στους ανωτέρω διαδίκους, του εν λόγω δικογράφου, ούτε επικαλείται τούτο στις προτάσεις της. Κατά συνέπεια, η υπό κρίση αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση, η οποία δεν προκύπτει ότι κοινοποιήθηκε σε όλους τους αρχικούς διαδίκους, θεωρείται ως προς όλους μη ασκηθείσα και εισαγομένη προς συζήτηση καθίσταται, σαν απαράδεκτη, απορριπτέα (Εφ.Πειρ. 672/1992 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Κεραμέας/Κονδύλης/Νίκας, Ερμηνεία ΚΠολΔ, άρθ. 81 σελ. 189 αριθ.1).
Το ανακόπτον με την από 11-9-2019 ανακοπή του ζήτησε για τους αναφερόμενους σε αυτήν λόγους τη μεταρρύθμιση του υπ’ αριθμ. ………./19-7-2019 πίνακα κατάταξης δανειστών της συμβολαιογράφου Αθηνών . ……, ώστε να καταταγεί το ίδιο οριστικά για το συνολικό ποσό των 12.592,42 ευρώ, πλέον ποσού 5.290,13 ευρώ, για το οποίο ήδη κατατάχθηκε δυνάμει του ανακοπτόμενου πίνακα σε μερική ικανοποίηση των αναγγελθεισών απαιτήσεών του συνολικού ύψους 17.882,55 ευρώ, με ισόποση αποβολή όλων των κατασχεθέντων δανειστών, άλλως γι’ αυτό των 2.777,72 ευρώ, με ισόποσο περιορισμό των εξόδων εκτέλεσης, καθώς επίσης και επικουρικά έως του ποσού των 5.862,77 ευρώ, για την περίπτωση που ματαιωθεί η πλήρωση της αίρεσης τελεσιδικίας της καταταχθείσας απαίτησης των πρώτης, τρίτης, τέταρτης και πέμπτης των καθών. Ειδικότερα, με τον πρώτο λόγο της ένδικης ανακοπής ζήτησε τη μεταρρύθμιση του ανακοπτόμενου πίνακα, ώστε να καταταγεί το ίδιο (ανακόπτον) οριστικά για το ποσό των 12.592,42 ευρώ, ισχυριζόμενο ότι εσφαλμένα η επί του πλειστηριασμού υπάλληλος εφάρμοσε τις διατάξεις των άρθρων 975, 976, 977 ΚΠολΔ, δηλαδή τα προνόμια των δανειστών και τους κανόνες συρροής τους, όπως αυτές ισχύουν μετά την τροποποίηση τους με τον ν. 4335/2015, ενώ έπρεπε να τις εφαρμόσει όπως ίσχυαν πριν από αυτή την τροποποίηση, διότι η επίδοση της επιταγής προς εκτέλεση κατόπιν της οποίας διενεργήθηκε ο πλειστηριασμός και συντάχθηκε ο ανακοπτόμενος πίνακας έλαβε χώρα πριν την 1-1-2016. Mε τον δεύτερο λόγο ανακοπής κατά το πρώτο σκέλος αυτού, το ανακόπτον, ισχυρίζεται ότι η υπάλληλος του πλειστηριασμού εσφαλμένα προαφαίρεσε, ως έξοδα εκτέλεσης, αναφορικά μεν με τον από 3-1-2018 πίνακα δικαιωμάτων και εξόδων: α) ποσό 80,60 ευρώ «για την έρευνα στα βιβλία μεταγραφών, υποθηκών, κατασχέσεων και διεκδικήσεων στο κτηματολογικό γραφείο Νίκαιας – ζώνη Α’», β) ποσό 62 ευρώ για «αμοιβή συμπράξαντος δικαστικού επιμελητή, αντί 2 μαρτύρων», γ) ποσό 43,40 ευρώ «για την παραλαβή πιστοποιητικού βαρών από το κτηματολογικό γραφείο Νίκαιας», δ) 86,80 ευρώ «για την επίδοση του αποσπάσματος προς τους: α)…, β) ΟΛΠ, γ) Τελωνεία Απικής, δ) …», ε) ποσό 24,80 ευρώ «για τα αντιγραφικά δικαιώματα του υπ’ αρ. ……/2017 αποσπάσματος», στ) ποσό 567,32 ευρώ για «καταβληθέντα έξοδα υπέρ του Ταμείου Νομικών-ΕΤΑΑ, για τη δημοσίευση του υπ’ αριθμ. …………/2017 αποσπάσματος κατασχετήριας έκθεσης ως σχετική απόδειξη», αναφορικά δε με τον από 30-5-2018 πίνακα δικαιωμάτων και εξόδων α) ποσό 86,80 ευρώ «για την επίδοση του αποσπάσματος προς τους: α)…, β) ΟΛΠ, γ) Τελωνεία Αττικής, δ) …», β) ποσό 43,40 ευρώ «για την παραλαβή πιστοποιητικού βαρών από το κτηματολογικό γραφείο Νίκαιας», γ) 37,20 ευρώ «για τα αντιγραφικά δικαιώματα του υπ’ αρ. ……/2018 αποσπάσματος», δ) ποσό 669 ευρώ για «καταβληθέντα έξοδα υπέρ του Ταμείου Νομικών-ΕΤΑΑ, για τη δημοσίευση του υπ’ αρ. ………./2018 αποσπάσματος κατασχετήριας έκθεσης ως σχετική απόδειξη», ήτοι συνολικά 1.701,32 ευρώ (συμπεριλαμβανομένου ΦΠΑ 24%), τα οποία όμως δεν αποτελούν έξοδα εκτέλεσης, διότι έγιναν όχι προς το κοινό συμφέρον όλων των δανειστών, αλλά προς το αποκλειστικό συμφέρον της επισπεύδουσας την εκτέλεση δανείστριας. Ακόμη, με τον δεύτερο λόγο ανακοπής κατά το δεύτερο σκέλος αυτού, το ανακόπτον, ισχυριζόμενο ότι η επί του πλειστηριασμού υπάλληλος εσφαλμένα προαφαίρεσε από το πλειστηρίασμα, ως έξοδα εκτέλεσης, α) ποσό 680 ευρώ [(17 φύλλα X 5 ευρώ = 85 ευρώ) (85 ευρώ X 8 αντίγραφα = 680 ευρώ)] για την έκδοση οκτώ αντιγράφων του ανακοπτόμενου πίνακα (όσα δηλαδή και οι παράγοντες του πλειστηριασμού – επισπεύδουσα δανείστρια, καθ’ ου η εκτέλεση οφειλέτης, αναγγελθέντες δανειστές) προκειμένου αυτά να τους συγκοινοποιηθούν μαζί με την πρόσκληση των δανειστών, χωρίς τούτο να απαιτείται από το νόμο, β) ποσό 292 ευρώ για την έκδοση τριών αντιγράφων της με αριθμό ……………./8-5-2019 έκθεσης αναγκαστικού ττλειστηριασμού, που δεν αποτελούν έξοδα εκτέλεσης, διότι έγιναν όχι προς το κοινό συμφέρον όλων των δανειστών, αλλά προς το αποκλειστικό συμφέρον της επισπεύδουσας την εκτέλεση δανείστριας και γ) ποσό 104,40 ευρώ καθ’ υπέρβαση της από τις κείμενες διατάξεις προβλεπόμενης αμοιβής της για τη σύνταξη περίληψης της κατακυρωτικής έκθεσης, αφού προαφαίρεσε για το λόγο αυτό 278 ευρώ αντί του ορθού που ήταν 173,60 ευρώ, ήτοι συνολικά 1.076,40 ευρώ, ζητεί την οριστική του κατάταξη στο ανωτέρω ποσό, το οποίο θα αποδεσμευτεί ύστερα από ισόποσο περιορισμό των εξόδων εκτέλεσης. Τέλος, με τον τρίτο λόγο ανακοπής, το ανακόπτον προσβάλλει τον επίδικο πίνακα κατάταξης, ισχυριζόμενο ότι ενώ η επί του πλειστηριασμού υπάλληλος κατέταξε τυχαία, ως εγχειρόγραφες δανείστριες, τις πρώτη, τρίτη, τέταρτη και πέμπτη των καθ’ ων, στο συνολικό ποσό των 5.862,77 ευρώ, υπό την αίρεση της τελεσίδικης επιδίκασης των αναγγελθεισών απαιτήσεών τους, εντούτοις παρέλειψε, ως είχε εκ του νόμου υποχρέωση, να ορίσει πως θα κατανεμηθεί το προαναφερθέν ποσό, σε περίπτωση μη πλήρωσης της αίρεσης, ζητεί να καταταγεί επικουρικά (για την περίπτωση που ματαιωθεί η πλήρωση της αίρεσης) το ίδιο στο ως άνω ποσό. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφαση απέρριψε τον πρώτο και το πρώτο σκέλος του δεύτερου λόγου της ανακοπής, ως μη νόμιμους. Περαιτέρω, α) απέρριψε την ανακοπή ως προς τους δεύτερο και έκτο (μη διάδικο εν προκειμένου) των καθών, β) δέχτηκε εν μέρει την ανακοπή ως προς τους πρώτη, τρίτη, τέταρτη και πέμπτη των καθών, γ) δέχτηκε εν όλω την ανακοπή κατά της έβδομης, και μη διάδικο στην παρούσα δίκη, των καθών (αφού έγιναν δεκτοί όλοι οι κατ’ αυτής στρεφόμενοι λόγοι) και δ) μεταρρύθμισε τον ανακοπτόμενο πίνακα, ώστε αφενός μεν το ανακόπτον να καταταχθεί οριστικά για το συνολικό ποσό των (680 + 104,40 =) 784,40 ευρώ, πλέον του ποσού για το οποίο έχει ήδη καταταχθεί, με ισόποσο περιορισμό των εξόδων εκτέλεσης, αφετέρου δε να προβλεφθεί επικουρική κατάταξη για την περίπτωση που δεν επιδικασθούν τελεσίδικα, εν όλω ή εν μέρει, τα τυχαίως καταταχθέντα ποσά των υπό αίρεση τελουσών απαιτήσεων των πρώτης, τρίτης, τέταρτης και πέμπτης των καθ’ ων, οριζομένου ότι στο ποσό που θα αποδεσμευτεί στην περίπτωση αυτή θα καταταγεί το ανακόπτον μέχρι πλήρους ικανοποίησης της αναγγελθείσας απαίτησής του. Με την υπό κρίση έφεση το εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο πλήττει την εκκαλουμένη για εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί γι’ αυτό να εξαφανιστεί η πρωτόδικη απόφαση, ώστε να γίνει η ένδικη ανακοπή του κατά των εφεσίβλητων και να μεταρρυθμιστεί ο προσβαλλόμενος με αυτή πίνακας κατάταξης, ώστε να καταταγεί το Ελληνικό Δημόσιο, οριστικά και προνομιακά στο επιπλέον ποσό των 12.592,42 ευρώ, προς πλήρη εξόφληση των απαιτήσεών του, άλλως να καταταγεί στο επιπλέον ποσό των 403 ευρώ, σε μερική ικανοποίηση των αναγγελθεισών απαιτήσεών του, με ταυτόχρονη αποβολή της επισπεύδουσας δανείστριας και ήδη πρώτης εφεσίβλητης.
Οι νόμοι που ρυθμίζουν τη συνδρομή των δανειστών στη διαδικασία της κατάταξης δεν αφορούν, κυρίως στα ίδια τα δικαιώματα, αλλά κανονίζουν τον τρόπο της ενάσκησής τους επί της ομάδας περιουσίας που υπάρχει σε ορισμένο χρόνο. Επομένως και τα καθιερούμενα από τους νόμους αυτούς προνόμια κρίνονται όχι σύμφωνα με το νόμο που ισχύει κατά το χρόνο της γένεσης του δικαιώματος ή της έναρξης της αναγκαστικής εκτέλεσης, αλλά σύμφωνα με αυτόν που ισχύει κατά το χρόνο της κατάταξης, αφού η λόγω του προνομίου προτίμηση δεν αποτελεί στοιχείο της απαίτησης, αλλά αφορά τη σχέση των απαιτήσεων μεταξύ τους, λόγω της συνδρομής περισσοτέρων δανειστών. Το αντίθετο δεν συνάγεται από τη διάταξη του άρθρου 50 παρ. 1 ΕισΝΚΠολΔ που ορίζει, ότι οι σχετικές με την αναγκαστική εκτέλεση διατάξεις του ΚΠολΔ εφαρμόζονται στις εκτελέσεις που αρχίζουν από την εισαγωγή του και ότι η αναγκαστική εκτέλεση θεωρείται ότι άρχισε από την επίδοση της επιταγής, γιατί η διάταξη αυτή δεν εισάγει γενικό κανόνα διαχρονικού δικαίου για όλες τις πράξεις της αναγκαστικής εκτέλεσης, αλλά ρυθμίζει ειδικώς την εφαρμογή του ΚΠολΔ σε θέματα αναγκαστικής εκτέλεσης εν σχέσει προς το προγενέστερο αυτού δικονομικό δίκαιο (ΟλΑΠ 21/1994, ΑΠ 1056/2020, ΑΠ 1441/2017, ΑΠ 1404/2007, ΑΠ 1340/2004). Εξάλλου, με τη διάταξη του άρθρου ένατου παρ. 3 του ν. 4335/2015 «Μεταβατικές και άλλες διατάξεις» ορίζεται ότι οι διατάξεις για την αναγκαστική εκτέλεση εφαρμόζονται όταν η επίδοση της επιταγής προς εκτέλεση διενεργείται μετά την 1-1-2016. Περαιτέρω, με τη διάταξη του άρθρου 43 του ν. 4715/2020 «Ρυθμίσεις για τη διασφάλιση της πρόσβασης σε ποιοτικές υπηρεσίες υγείας κλπ», το οποίο φέρει τον τίτλο «Ερμηνευτική διάταξη ως προς το χρόνο εφαρμογής των νόμων 4335/2015 και 4336/2015 σε εκκρεμείς διαδικασίες αναγκαστικής εκτέλεσης και ήδη κηρυχθείσες πτωχεύσεις» ορίζεται στο εδ. α` αυτού ότι κατά την αληθή τούς έννοια οι διατάξεις του άρθρου ογδόου του άρθρου 1 του ν. 4335/2015 (δηλαδή οι τροποποιήσεις που επέφερε ο νόμος αυτός στο δίκαιο της αναγκαστικής εκτέλεσης) δεν έχουν εφαρμογή σε διαδικασίες αναγκαστικής εκτέλεσης που βρίσκονται ήδη σε εξέλιξη και σε πτωχεύσεις που είχαν ήδη κηρυχθεί μέχρι την έναρξη ισχύος του παραπάνω νόμου, στο δε εδ. β` ότι για την κατάταξη των πιστωτών στην παραπάνω πρώτη περίπτωση λαμβάνεται υπόψη το δίκαιο που ίσχυε κατά τον χρόνο επίδοσης της επιταγής προς εκτέλεση και της υποβολής της αίτησης για την κήρυξη της πτώχευσης. Σύμφωνα με την ως άνω διάταξη του άρθρου 43 του ν. 4715/2020, που είναι γνήσια ερμηνευτική και ως εκ τούτου έχει αναδρομική δύναμη, το προϊσχύσαν δίκαιο θα εφαρμόζεται σε όλα τα ζητήματα αναγκαστικής εκτέλεσης, περιλαμβανομένου και του ζητήματος της κατάταξης των δανειστών στο σχετικό πίνακα, όταν η επιταγή με βάση την οποία άρχισε η εκτέλεση, είχε επιδοθεί πριν την 1-1-2016. Πρέπει δε να σημειωθεί ότι η ως άνω σαφής βούληση του νομοθέτη αναφέρεται μόνο στο πιο πάνω συγκεκριμένο ζήτημα και δεν αναιρεί τα πιο πάνω γενικώς ισχύοντα για τα προνόμια, ενόψει της απόλυτης ειδικότητας της σχετικής ρύθμισης. Περαιτέρω, ως επιταγή νοείται εκείνη που επιστηρίζει την περαιτέρω κύρια εκτελεστική διαδικασία, η οποία αρχίζει με την επιβολή κατάσχεσης επί χρηματικών απαιτήσεων, όχι δε τυχόν προηγούμενες επιταγές, κατόπιν των οποίων δεν επακολούθησε κατάσχεση εντός έτους ή και άλλες περαιτέρω πράξεις της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης, με αποτέλεσμα την αποδυνάμωση των δικονομικών τους συνεπειών (άρθρο 926 παρ. 2 ΚΠολΔ), ή, για την ταυτότητα του νομικού λόγου, εκείνες από τις οποίες εγκύρως παραιτήθηκε ο επισπεύδων (AΠ 1151/2021, ΝΟΜΟΣ).
Με τον πρώτο λόγο της έφεσης το εκκαλούν επαναφέρει τον πρώτο λόγο ανακοπής, ισχυριζόμενοι ότι η υπάλληλος του πλειστηριασμού εσφαλμένα κατέταξε τους καθών, με βάση τα άρθρα 975 – 977 ΚΠολΔ, όπως τροποποιήθηκαν με τον ν. 4335/2015, ενώ έπρεπε να κατατάξει τους αναγγελθέντες δανειστές με βάση τα ανωτέρω άρθρα υπό το προΐσχύσαν του ν. 4335/2015 περιεχόμενό τους, εφόσον η επίδοση της επιταγής προς εκτέλεση έγινε πριν από την 1-1-2016. Ειδικότερα, ισχυρίζεται ότι, επειδή η διαδικασία της επίδικης αναγκαστικής εκτέλεσης ξεκίνησε στις 6-5-2015, όταν η επισπεύδουσα, πρώτη καθής τράπεζα, επέδωσε στην οφειλέτρια – καθής η εκτέλεση, ………………….., την πρώτη από 23-4-2015 επιταγή προς πληρωμή, κάτωθι αντιγράφου εξ απογράφου του εκτελεστού τίτλου, ήτοι της με αριθμ. …./2015 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Δικαστηρίου αυτού, με την υπ’ αριθμ. …./6-5-2015 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών, …………., ήτοι πριν την 1-1-2016, συνάγεται ότι δεν ήταν εφαρμοστέες, κατά τη σύνταξη του ανακοπτόμενου πίνακα κατάταξης, οι διατάξεις του άρθρου 977 παρ. 3 του ΚΠολΔ, όπως το άρθρο αντικαταστάθηκε με τις διατάξεις του ν. 4335/2015, η δε επί του πλειστηριασμού υπάλληλος όφειλε να εφαρμόσει τις διατάξεις του άρθρου 977 του ΚΠολΔ, όπως ίσχυαν έως τις 31-12-2015 και να κατατάξει προνομιακά το ελληνικό δημόσιο για επιπλέον ποσό αυτού που κατατάχθηκε, σύμφωνα με τα ειδικότερα αναφερόμενα στο δικόγραφο. Ωστόσο, ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως μη νόμιμος, δεδομένου ότι, σύμφωνα και με όσα προαναφέρθηκαν στη νομική σκέψη της παρούσας, για την εξακρίβωση του εφαρμοστέου δικαίου των προνομίων, κρίσιμος δεν είναι ο χρόνος επίδοσης της επιταγής προς εκτέλεση, ο οποίος καθορίζει το εφαρμοστέο πλέγμα διατάξεων για τις διαδικαστικές πράξεις έως την περάτωση της εκτελεστικής διαδικασίας, αλλά ο χρόνος σύνταξης του πίνακα κατάταξης. Συνεπώς, η κατάταξη των δανειστών δεν διέπεται από την διαχρονικού δικαίου διάταξη του άρθρου 1 άρθρου ένατου παρ. 3 του ν. 4335/2015, αφού η κατάταξη των δανειστών με βάση τα προνόμια που τους προσπορίζει ο νόμος δεν αποτελεί στοιχείο της απαίτησης, για την οποία έγινε η αναγκαστική εκτέλεση, αλλά συνιστά μια δικονομικού χαρακτήρα εγγύησή της ικανοποίησης των απαιτήσεων, όταν οι τελευταίες συρρέουν και συγκρούονται με άλλες απαιτήσεις που διεκδικούν ικανοποίηση από το επιτευχθέν πλειστηρίασμα. Επομένως, στην προκείμενη περίπτωση, εφόσον ο προσβαλλόμενος πίνακας κατάταξης συντάχθηκε στις 19-7-2019, ορθά η υπάλληλος επί του πλειστηριασμού εφάρμοσε τις διατάξεις των άρθρων 975 επ. ΚΠολΔ, όπως ισχύουν μετά την αντικατάστασή τους με την παρ. 2. του άρθρου ογδόου του άρθρου 1 του ν. 4335/2015, αφού η κατάταξη των δανειστών γίνεται με βάση την οριζόμενη κατά τον χρόνο της κατάταξης εκ του νόμου σχέση των απαιτήσεων τους, oι οποίες συρρέουν. Περαιτέρω, σε κάθε περίπτωση, σύμφωνα δε με όσα εκτέθηκαν παραπάνω, στην παρούσα περίπτωση η επιταγή προς εκτέλεση που επιστηρίζει την περαιτέρω κύρια εκτελεστική διαδικασία, με τη σύνταξη και του ένδικου πίνακα κατάταξης, είναι αυτή (επιταγή) που επιδόθηκε στις 25-10-2017 και όχι αυτή που επιδόθηκε στις 6-5-2015, δεδομένου ότι δεν αναφέρεται ότι μετά την τελευταία επακολούθησαν και άλλες πράξεις της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης, με αποτέλεσμα την αποδυνάμωση των δικονομικών της συνεπειών. Επομένως, κρίσιμη επίδοση επιταγής προς εκτέλεση στη συγκεκριμένη περίπτωση για το ζήτημα της ισχύος των διατάξεων των άρθρων 975 επ. και 1007 ΚΠολΔ και γενικότερα του διαχρονικού δικαίου των προνομίων ως προς τον ένδικο πίνακα κατάταξης, είναι αυτή που έγινε στις 25-10-2017 (βλ. υπ΄ αριθμ. …../25-10-2017 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιά …………..). Με βάση δε τα παραπάνω και εφόσον η κρίσιμη επίδοση της επιταγής προς εκτέλεση στην παρούσα περίπτωση έγινε μετά την 1-1-2016, παρά την ισχύ της ως άνω διάταξης του άρθρου 43 του ν. 4715/2020, η οποία είναι γνήσια ερμηνευτική με αναδρομική δύναμη και ως προς το ζήτημα της κατάταξής των δανειστών, δεν είναι δυνατό να τύχουν εφαρμογής κατά τη σύνταξη του ένδικου πίνακα κατάταξης οι πιο πάνω διατάξεις, όπως ίσχυαν πριν την αντικατάστασή τους με το άρθρο όγδοο του άρθρου 1 του ν. 4335/2015. Κατά συνέπεια, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που, με την εκκαλουμένη απόφαση, με αιτιολογία, που συμπληρώνεται με την παρούσα (άρθρο 534 του ΚΠολΔ), δέχθηκε τα ίδια, και απέρριψε, ως νόμω αβάσιμο τον υπό κρίση λόγο, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και δεν έσφαλε, απορριπτέου ως αβάσιμου του περί του αντιθέτου πρώτου λόγου της ένδικης έφεσης, που ανάγεται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου.
Κατά το άρθρο 932 του ΚΠολΔ, τα έξοδα της αναγκαστικής εκτέλεσης βαρύνουν εκείνον κατά του οποίου αυτή στρέφεται και προκαταβάλλονται από εκείνον που την επισπεύδει, ενώ κατά το άρθρο 975 του ίδιου κώδικα η κατάταξη των δανειστών στον πίνακα γίνεται αφού αφαιρεθούν τα έξοδα της εκτέλεσης που ορίζονται αιτιολογημένα από τον υπάλληλο του πλειστηριασμού. Όπως προκύπτει από τις διατάξεις αυτές, στη δεύτερη των οποίων γίνεται διάκριση μεταξύ αφαίρεσης των εξόδων και κατάταξης των προνομιακών απαιτήσεων, υπέγγυο στους δανειστές είναι το ποσό του πλειστηριάσματος που απομένει μετά την αφαίρεση των εξόδων εκτέλεσης, τα οποία δεν περιλαμβάνονται μεταξύ των προνομίων, ούτε κατατάσσονται στον πίνακα, αλλά προαφαιρούνται προκειμένου να γίνει η κατάταξη των δανειστών, ορίζονται δε με τον πίνακα κατάταξης ή με ιδιαίτερη πράξη, με την οποία ο υπάλληλος του πλειστηριασμού δικαιολογεί τα σχετικά κονδύλια προκειμένου να τα προαφαιρέσει από το πλειστηρίασμα. Δικαιούχος των εξόδων εκτέλεσης είναι κατ’ αρχήν ο δανειστής που επέσπευσε την εκτέλεση, όμως ως δικαιούχοι νοούνται και τα όργανα της εκτέλεσης και ειδικότερα ο δικαστικός επιμελητής και ο υπάλληλος του πλειστηριασμού (συμβολαιογράφος), αλλά και ο πληρεξούσιος δικηγόρος του επισπεύδοντος δανειστή, καίτοι τα πρόσωπα αυτά δεν νομιμοποιούνται να αναζητήσουν τα σχετικά έξοδα από τον καθ` ου η εκτέλεση, αφού μ’ αυτόν δεν συνδέονται με κατάλληλη έννομη σχέση. (ΑΠ 1860/2013, ΑΠ 300/2013, ΑΠ 280/2004). Έτσι τα πρόσωπα αυτά, με βάση τις παραπάνω διατάξεις σε συνδυασμό και με αυτές των άρθρ. 971 και 1007 του ΚΠολΔ, λαμβάνουν τα έξοδα της εκτέλεσης από τον υπάλληλο του πλειστηριασμού, ο οποίος, αφού τα αφαιρέσει από το πλειστηρίασμα, ακολούθως διανέμει το υπόλοιπο του πλειστηριάσματος μεταξύ των δανειστών του καθ` ου η εκτέλεση ή προβαίνει με σχετικό πίνακα στην κατάταξη των δανειστών σε περίπτωση ανεπάρκειας του πλειστηριάσματος. Δηλαδή τα έξοδα της εκτέλεσης δεν κατατάσσονται στο συντασσόμενο από τον υπάλληλο του πλειστηριασμού πίνακα, ωστόσο η σχετική εκκαθαριστική πράξη του αποτελεί διανομή του πλειστηριάσματος και προσβάλλεται συνεπώς με την ανακοπή του άρθρ. 979 του ΚΠολΔ. Ανακόπτων μπορεί να είναι οποιοσδήποτε έχει έννομο συμφέρον, όπως είναι οι δανειστές που αναγγέλθηκαν ή ο καθ` ου η εκτέλεση οφειλέτης, οπότε αν αυτοί αμφισβητούν τη νομιμότητα της σχετικής εκκαθαριστικής πράξης των εξόδων εκτέλεσης και ειδικότερα αν προσβάλουν αυτή ως αόριστη ή αναιτιολόγητη ή αμφισβητούν ότι τα έξοδα έγιναν προς το συμφέρον όλων των δανειστών, ανακύπτει ιδιωτική διαφορά μεταξύ αυτών και του επισπεύδοντος δανειστή, που είναι ο μόνος νομιμοποιούμενος παθητικά στη σχετική δίκη, αφού αυτός είναι που χορήγησε στα παραπάνω πρόσωπα την εντολή για τη διενέργεια των απαιτούμενων πράξεων αναγκαστικής εκτέλεσης και θα ζημιωθεί αν ανατραπεί η εκκαθάριση των εξόδων, αφού τότε θα υποχρεωθεί να καταβάλει ο ίδιος τη διαφορά στα πρόσωπα αυτά με βάση τη μεταξύ τους σχέση εντολής. Αντίθετα όταν η αμφισβήτηση αφορά μόνο τη διενέργεια των πράξεων εκτέλεσης που φέρονται ότι έγιναν από τα ίδια πρόσωπα ή το ύψος της σχετικής δαπάνης, δηλαδή όταν προβάλλεται ότι τα αντίστοιχα έξοδα εκτέλεσης δεν είναι νόμιμα ή υπαρκτά ή υπερβαίνουν τα καθοριζόμενα από το νόμο ή τις οικείες υπουργικές αποφάσεις όρια της αμοιβής τους, η ανακοπή κατά της πράξης εκκαθάρισης των εξόδων πρέπει να στρέφεται αποκλειστικά κατά του οργάνου της εκτέλεσης, τα προαφαιρεθέντα έξοδα υπέρ του οποίου αμφισβητούνται (ΑΠ 1415/2019, ΑΠ 1644/2018, ΑΠ 626/2018, ΑΠ 2255/2014, ΑΠ 658/2014, ΑΠ 60/2011, ΑΠ 142/2004, ΑΠ 280/2004, ΑΠ 1783/1998). Ως έξοδα εκτέλεσης, κατά τις παραπάνω διατάξεις, νοούνται όλες οι δαπάνες που γίνονται από τον επισπεύδοντα την εκτέλεση δανειστή και αποβλέπουν στο γενικό συμφέρον όλων των δανειστών, εφόσον είναι αναγκαίες για τη διαδικασία της εκτέλεσης από την έναρξή της μέχρι και την περάτωσή της (ΑΠ 14/2015, ΑΠ 1074/2015, ΑΠ 658/2014, ΑΠ 2057/2014, ΑΠ 60/2011, ΑΠ 840/2008, ΑΠ 419/1998), δηλαδή, ανάγονται στην προδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης (πρωταρχικά τα έξοδα και δικαιώματα για τη λήψη απογράφου, σύνταξη αντιγράφου αυτού και επιταγής προς πληρωμή), στην κατάσχεση, στη συντήρηση του κατασχεθέντος πράγματος, στον πλειστηριασμό και στην κατάταξη των δανειστών. Αντίθετα, δεν περιλαμβάνονται τα έξοδα που έγιναν προς το αποκλειστικό συμφέρον είτε του επισπεύδοντος είτε των αναγγελθέντων δανειστών ούτε επίσης όσα έγιναν από υπαιτιότητα του επισπεύδοντος, όπως είναι τα έξοδα πλειστηριασμού που ματαιώθηκε λόγω παρόδου προθεσμίας ή λόγω ακυρότητας των πράξεων (ΑΠ 2055/2022, ΑΠ 60/2001, ΑΠ 1359/1998 στην ΤΝΠ Νόμος).
Με τον δεύτερο λόγο έφεσης το εκκαλούν επαναφέρει μέρος του πρώτου σκέλους του δεύτερου λόγου της ένδικης ανακοπής. Ειδικότερα, ισχυρίζεται ότι η υπάλληλος του πλειστηριασμού εσφαλμένα προαφαίρεσε, ως έξοδα εκτέλεσης, αναφορικά μεν με τον από 3-1-2018 πίνακα δικαιωμάτων και εξόδων: α) ποσό 80,60 ευρώ «για την έρευνα στα βιβλία μεταγραφών, υποθηκών, κατασχέσεων και διεκδικήσεων στο κτηματολογικό γραφείο Νίκαιας – ζώνη Α’», β) ποσό 43,40 ευρώ «για την παραλαβή πιστοποιητικού βαρών από το κτηματολογικό γραφείο Νίκαιας», γ) ποσό 86,80 ευρώ «για την επίδοση του αποσπάσματος προς τους: α)…, β) ΟΛΠ, γ) Τελωνεία Απικής, δ) …», δ) ποσό 24,80 ευρώ «για τα αντιγραφικά δικαιώματα του υπ’ αριθμ. ………../2017 αποσπάσματος», αναφορικά δε με τον από 30-5-2018 πίνακα δικαιωμάτων και εξόδων: α) ποσό 86,80 ευρώ «για την επίδοση του αποσπάσματος προς τους: α)…, β) ΟΛΠ, γ) Τελωνεία Αττικής, δ) …», β) ποσό 43,40 ευρώ «για την παραλαβή πιστοποιητικού βαρών από το κτηματολογικό γραφείο Νίκαιας», γ) 37,20 ευρώ «για τα αντιγραφικά δικαιώματα του υπ’ αρ. …………/2018 αποσπάσματος», ήτοι συνολικά 403 ευρώ (συμπεριλαμβανομένου ΦΠΑ 24%), τα οποία όμως δεν αποτελούν έξοδα εκτέλεσης, διότι έγιναν όχι προς το κοινό συμφέρον όλων των δανειστών, αλλά προς το αποκλειστικό συμφέρον της επισπεύδουσας την εκτέλεση δανείστριας. Ωστόσο, ο ανωτέρω λόγος της ανακοπής είναι απορριπτέος ως μη νόμιμος, διότι όλες οι προαναφερθείσες δαπάνες αποβλέπουν στο γενικό συμφέρον του συνόλου των δανειστών, καθόσον ήταν αναγκαίες για τη διαδικασία της εκτέλεσης από την έναρξη μέχρι και την περάτωσή της. Επομένως και σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην παραπάνω νομική σκέψη της παρούσας, υπάγονται στην έννοια των εξόδων εκτέλεσης και συννόμως προαφαιρέθηκαν από το πλειστηρίασμα. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο, με την εκκαλουμένη απόφασή του έκρινε ομοίως και απέρριψε τον άνω λόγο της ανακοπής ως μη νόμιμο, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τον νόμο και ο σχετικός λόγος έφεσης τυγχάνει απορριπτέος. Μη απομένοντος άλλου λόγου έφεσης προς εξέταση, η υπό κρίση έφεση πρέπει να απορριφθεί στην ουσία της. Τα δικαστικά έξοδα των εφεσίβλητων, που παραστάθηκαν, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, κατά παραδοχή του σχετικού αιτήματος, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος του εκκαλούντος λόγω της ήττας του (άρθρα 106, 176, 183 και 191 παρ. 2 του ΚΠοΛΔ) μειωμένα όμως σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 22 παρ.1, 3 του Ν. 3693/1957 που διατηρείται σε ισχύ με το άρθρο 52 παρ. 18 του ΕισΝΚΠολΔ, 5 παρ. 12 του ν. 1738/1987 και 2 της 134423/1992 Κ.Υ.Α., όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό της παρούσας. Τα δικαστικά έξοδα των καθών (παρασταθέντων) οι αυτοτελείς πρόσθετες παρεμβάσεις, εκ των οποίων η μεν από 20-4-2024 κρίθηκε ως μη ασκηθείσα, η δε από 30-5-2023 απορρίφθηκε ως απαράδεκτη, θα επιβληθούν σε βάρος της προσθέτως παρεμβαίνουσας, ομοίως σύμφωνα με το διατακτικό. Τέλος, για την περίπτωση, κατά την οποία οι ερημοδικασθέντες εφεσίβλητοι ασκήσουν ανακοπή ερημοδικίας κατά της παρούσας, πρέπει να ορισθεί το νόμιμο παράβολο αυτής (άρθρα 501, 502 παρ. 1 και 505 παρ. 2ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό της παρούσας, καθόσον το έννομο συμφέρον του απόντος διαδίκου να ασκήσει κατά της απόφασης, που εκδόθηκε ερήμην του, ανακοπή ερημοδικίας, όπως και τις προϋποθέσεις του παραδεκτού αυτής, κρίνει μόνο το δικαστήριο που δικάζει την ανακοπή ερημοδικίας, το οποίο κρίνει και τη βασιμότητα των λόγων αυτής (ΑΠ 1663/2022, δημ. σε ιστοσελίδα Αρείου Πάγου, ΑΠ 1104/2020, ΑΠ 285/2017, δημ. σε ΤΝΠ – ΝΟΜΟΣ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Συνεκδικάζει α) την από 8-6-2021 (κατατεθείσα στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά με Γ.Α.Κ…../2021 και Ε.Α.Κ. …./2021 και στη γραμματεία του Εφετείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …./2021 και Ε.Α.Κ. …./2021) έφεση, ερήμην της πρώτης, τέταρτης και πέμπτης των εφεσίβλητων, β) την ασκηθείσα ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου από 20-3-2024 (με Γ.Α.Κ. …./2024 και Ε.Α.Κ. …./2024) αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση, ερήμην της αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσας, της υπέρ ης η πρόσθετη παρέμβαση και των λοιπών εφεσιβλήτων και με την παρουσία του καθού η πρόσθετη παρέμβαση, γ) την ασκηθείσα ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου από 30-5-2023 (με Γ.Α.Κ. …/2023 και Ε.Α.Κ. …/2023) αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση ερήμην της υπέρ ης η πρόσθετη παρέμβαση και του δεύτερου, τέταρτης και πέμπτης των εφεσίβλητων και με την παρουσία της προσθέτως παρεμβαίνουσας, του καθού η πρόσθετη παρέμβαση και της τρίτης των εφεσίβλητων.
Απορρίπτει ως απαράδεκτη την από 30-5-2023 (με Γ.Α.Κ. …./2023 και Ε.Α.Κ. …./2023) αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση
Δικάζει ως μη ασκηθείσα την από 20-3-2024 (με Γ.Α.Κ. …./2024 και Ε.Α.Κ. …../2024) αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση.
Επιβάλλει τα δικαστικά έξοδα των παριστάμενων καθών οι πρόσθετες παρεμβάσεις σε βάρος της προσθέτως παρεμβαίνουσας και ορίζει αυτά στο ποσό των διακοσίων εξήντα (260) ευρώ.
Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ’ ουσίαν την έφεση.
Επιβάλλει τα δικαστικά έξοδα των παριστάμενων εφεσίβλητων σε βάρος του εκκαλούντος και ορίζει αυτά στο συνολικό ποσό των τριακοσίων είκοσι (320) ευρώ.
Ορίζει παράβολο διακοσίων πενήντα (250) ευρώ, για την περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους, στις 25/6/2025
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ