Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 331/2025

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός 331/2025

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

3° Τμήμα

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Χριστίνα Λίμουρα, Εφέτη, η οποία ορίστηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιά και από τη Γραμματέα E.Δ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ……….. για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Του εκκαλούντος: ………………, ο οποίος παραστάθηκε δια του πληρεξούσιου δικηγόρου Γεωργίου Σαπουντζάκη με δήλωση, κατ’ άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ.

Της εφεσίβλητης: Της ναυτικής εταιρείας με την επωνυμία «…………….» με έδρα τον Πειραιά, όπως νόμιμα εκπροσωπείται, η οποία εκπροσωπήθηκε δια του πληρεξούσιου δικηγόρου Παναγιώτη Πιερράκου, με δήλωση άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.

Ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς άσκησε ο εκκαλών την με αριθμό εκθ. καταθ. …../2022 ανακοπή του, επί της οποίας εκδόθηκε η με αριθ. 2590/2023 απόφαση του ανωτέρω δικαστηρίου, η οποία απέρριψε την ανακοπή. Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου ο εκκαλών με την με αριθμ. εκθ. καταθ. …../2024 έφεση, δικάσιμος επί της οποίας ορίστηκε μετά από αναβολή η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, αφού ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους με τις έγγραφες προτάσεις τους ζήτησαν να γίνουν αυτοί δεκτοί.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΕΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η υπό κρίση έφεση του εκκαλούντος κατά της 2590/2023 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495, 518 παρ. 2 ΚΠολΔ). Επομένως, εφόσον φέρεται παραδεκτά προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος δικαστηρίου (άρθρα 19, 511 ΚΠολΔ), πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή η έφεση και να ερευνηθεί περαιτέρω μέσα στα όρια που καθορίζονται με αυτήν, για το παραδεκτό και βάσιμο των προβαλλομένων λόγων της (άρθρα 522, 533 σε συνδ. με 591 παρ. 1 ΚΠολΔ).

Με την υπό κρίση ανακοπή ο ανακόπτων ισχυριζόμενος ότι δυνάμει εκτελεστού τίτλου που διατηρεί έναντι της καθ’ ης από την με αριθμ. 1792/2020 τελεσίδικη απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, επέδωσε στην καθ’ ης το με αριθμ. ……./2022 απόγραφο εκτελεστό της ανωτέρω αποφάσεως μετά της από 5.3.2022 επιταγής προς εκούσια συμμόρφωση επιτασσόμενη αυτήν να του καταβάλει το συνολικό ποσό των 8.771,34 ευρώ. Ότι επειδή η καθ’ ης δεν του κατέβαλε το ανωτέρω ποσό προέβη σε κατάσχεσή του εις χείρας της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος, ως τρίτης, όπου η καθ’ ης διατηρεί τραπεζικό λογαριασμό. Ότι εν συνεχεία η καθ’ ης με την υπ’ αριθμ. ……/24.3.2022 προσβαλλόμενη δήλωσή της, ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιά δήλωσε ότι το ανωτέρω οφειλόμενο ποσό δεν θα καταβληθεί στον ανακόπτοντα αλλά θα αποδοθεί στην ΔΟΥ Πειραιά για την ικανοποίηση ισόποσου μέρους απαιτήσεως, που διατηρεί η τελευταία κατά του ανακόπτοντος. Ο ανακόπτων με την υπό κρίση ανακοπή του, την οποία επιστηρίζει στη διάταξη του άρθρου 933 ΚΠολΔ προσβάλλει την ανωτέρω δήλωση της καθ’ ης με τους αναφερόμενους στο δικόγραφο λόγους του και ζητεί να υποχρεωθεί η καθ’ ης να του καταβάλει αφενός το κατασχεμένο ποσό αφετέρου το ποσό των 1000 ευρώ για αποζημίωσή του κατ’ άρθρο 985 παρ. 3 ΚΠολΔ, με το νόμιμο τόκο.

Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφασή του απέρριψε την ανακοπή. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται ο εκκαλών με την κρινόμενη έφεσή

του, επικαλούμενος εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων.

Κατά τη διάταξη του άρθρου 94 του Συντάγματος η εκδίκαση των διοικητικών διαφορών ουσίας ανήκει στα υφιστάμενα διοικητικά δικαστήρια. Στα πολιτικά δικαστήρια υπάγονται όλες οι ιδιωτικές διαφορές, καθώς και οι υποθέσεις εκούσιας δικαιοδοσίας που τους ανατίθενται με νόμο. Κατ’ εφαρμογή της ανωτέρω διατάξεως υπήχθησαν στη δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων με το άρθρο 1 παρ. 1 του Ν. 1406/1983 όλες οι διοικητικές διαφορές ουσίας, που δεν είχαν μέχρι τότε υπαχθεί σε αυτήν, μεταξύ των διαφορών αυτών περιλαμβάνονται και οι αναφυόμενες κατά την εφαρμογή της νομοθεσίας που αφορά την είσπραξη των δημοσίων εσόδων. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1 του ΝΔ 356/1974 περί Κώδικος Εισπράξεως Δημοσίων Εσόδων « η είσπραξη των εκ πάσης αιτίας δημοσίων εσόδων ενεργείται κατά τας διατάξεις του παρόντος νομοθετικού διατάγματος και ως δημόσια έσοδα θεωρούνται και οι απαιτήσεις στις οποίες κατέστη δικαιούχος το Δημόσιο εκ καθολικής ή ειδικής διαδοχής». Περαιτέρω στο άρθρο 2 παρ. 1,2, 3 του ιδίου ΝΔ προσδιορίζονται τα όργανα εισπράξεως και ο απαιτούμενος για την είσπραξη νόμιμος τίτλος, τέτοιο δε αποτελούν τα δημόσια ή ιδιωτικά έγγραφα από τα οποία αποδεικνύεται η οφειλή καθώς και από τα οποία πιθανολογείται η οφειλή, ως προς την είσπραξη και το ποσό αυτής, κατά την έννοια του άρθρου 347 ΚΠολΔ, ενώ στο άρθρο 73 προβλέπεται ο τρόπος και η διαδικασία άσκησης ανακοπής του οφειλέτη μετά την εκδοθείσα ατομική ειδοποίηση πληρωμής. Όμως όλες οι διαφορές που ανακύπτουν κατά την είσπραξη των δημοσίων εσόδων δεν αποτελούν διοικητικές διαφορές ουσίας, διότι είναι δυνατόν να προέρχονται από έννομη σχέση ιδιωτικού δικαίου μεταξύ του Δημοσίου ή των λοιπών προσώπων, κριτήριο προκειμένου μια τέτοια διαφορά να θεωρηθεί ως διοικητική ή ιδιωτική αποτελεί η φύση της απαίτησης που αποδεικνύεται από τον τίτλο. Επομένως αν η απαίτηση είναι ιδιωτικού δικαίου, τότε και η διαφορά που ανακύπτει κατά την επιδίωξη της αναγκαστικής είσπραξής της είναι ιδιωτική και η φύση της δεν μεταβάλλεται από την παρεμβολή της διοικητικής βεβαιωτικής διαδικασίας από όργανα της διοίκησης και την είσπραξη της από το δημόσιο ταμείο (ΑΠ 482/2022, ΑΠ 1245/2010 Νόμος).

Σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν η υπό κρίση ανακοπή κατά το ανωτέρω περιεχόμενό της είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη ελλείψει δικαιοδοσίας, αφού η απαίτηση του ανακόπτοντος, για την οποία η ΔΟΥ Πειραιά έχει προβεί σε κατάσχεσή της εις χείρας της καθ’ ης ως τρίτης, για την ικανοποίηση απαιτήσεώς της, που διατηρεί η τελευταία κατά του ανακόπτοντος, από οφειλές του προς αυτήν από φορολογία εισοδήματος, προέρχεται από σχέση δημοσίου δικαίου, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη.

Επομένως το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που απέρριψε την ανακοπή ορθά εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις και ως εκ τούτου θα πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι οι σχετικοί λόγοι της έφεσης του εκκαλούντος με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω πρέπει να απορριφθεί η έφεση στο σύνολό της ως ουσιαστικά αβάσιμη και να καταδικαστεί ο εκκαλών στη δικαστική δαπάνη της εφεσίβλητης λόγω της ήττας του (άρθρο 176 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων την υπό κρίση έφεση.

Δέχεται τυπικά και

Απορρίπτει ουσιαστικά την έφεση.

Καταδικάζει τον εκκαλούντα στη δικαστική δαπάνη της εφεσίβλητης, την οποία ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600 ) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στον Πειραιά σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 23.5.2025 χωρίς να παρίστανται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                           Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ