ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αριθμός 334/2025
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
3° Τμήμα
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Χριστίνα Λίμουρα, Εφέτη, η οποία ορίστηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιά και από τη Γραμματέα Ε.Δ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις …………. για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της εκκαλούσας: Της Ομόρρυθμης Εταιρείας με την επωνυμία « ……………….», που εδρεύει στη …………… Αττικής, νομίμως
εκπροσωπούμενη, η οποία παραστάθηκε δια του πληρεξούσιου δικηγόρου Δημητρίου Σιβίλια.
Της εφεσίβλητης: ………………, η οποία παραστάθηκε δια του πληρεξούσιου δικηγόρου Δημητρίου Βλαχόπουλου, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.
Της εκκαλούσας: ……….., η οποία παραστάθηκε δια του πληρεξούσιου δικηγόρου Δημητρίου Βλαχόπουλου, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.
Της εφεσίβλητης: Της Ομόρρυθμης Εταιρείας με την επωνυμία « …………..», που εδρεύει στη ………….. Αττικής, νομίμως εκπροσωπούμενη, η οποία παραστάθηκε δια του πληρεξούσιου δικηγόρου Δημητρίου Σιβίλια.
Της ασκούσας πρόσθετους λόγους εφέσεως: Της Ομόρρυθμης Εταιρείας με την επωνυμία « ……….», που εδρεύει στη …………. Αττικής, νομίμως εκπροσωπούμενη, η οποία παραστάθηκε δια του πληρεξούσιου δικηγόρου Δημητρίου Σιβίλια.
Της καθ’ ης οι πρόσθετοι λόγοι εφέσεως: …………………., η οποία παραστάθηκε δια του πληρεξούσιου δικηγόρου Δημητρίου Βλαχόπουλου, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.
Ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά άσκησε η εκκαλούσα …………….. την με αριθμό εκθ. καταθ. …………/2022 αγωγή της, επί της οποίας εκδόθηκε η με αριθ. 3347/2023 απόφαση του ανωτέρω δικαστηρίου, η οποία έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή. Την απόφαση αυτή προσέβαλαν ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου οι εκκαλούντες με τις με αριθμ. εκθ. καταθ. …./2024 και ……/2024 εφέσεις και τους με αριθμ. εκθ. καταθ. 1157/2024 πρόσθετους λόγους εφέσεως, δικάσιμος επί των οποίων ορίστηκε η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, αφού ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους με τις έγγραφες προτάσεις τους ζήτησαν να γίνουν αυτοί δεκτοί.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Εισάγονται προς συζήτηση ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου οι υπό κρίση εφέσεις και οι πρόσθετοι λόγοι εφέσεως, οι οποίες στρέφονται αμφότερες κατά της υπ’ αριθμ. 3347/2023 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (άρθρα 614, 621 ΚΠολΔ), αντιμωλία των διαδίκων και οι οποίες πρέπει να ενωθούν και συνεκδικαστούν λόγω της φανερής συνάφειας τους και για οικονομία χρόνου και δαπάνης (άρθρα 246, 524 παρ. 1 και 591 παρ. 1 ΚΠολΔ).
Οι υπό κρίση εφέσεις (άρθρα 495, 518 παρ. 2 ΚΠολΔ) ασκήθηκαν νομότυπα και εμπρόθεσμα, καθόσον δεν προκύπτει επίδοση της εκκαλουμένης. Επομένως, εφόσον φέρονται παραδεκτά προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος δικαστηρίου (άρθρα 19, 511 ΚΠολΔ), πρέπει να γίνουν τυπικά δεκτές και να ερευνηθούν περαιτέρω μέσα στα όρια που καθορίζονται με αυτές, κατά την ίδια ανωτέρω ειδική διαδικασία, για το παραδεκτό και βάσιμο των προβαλλομένων λόγων τους (άρθρα 522, 533 σε συνδ. με 591 ΚΠολΔ).
Κατά το άρθρο 520 παρ. 2 του ΚΠολΔ πρόσθετοι λόγοι εφέσεως μπορούν να ασκηθούν μόνο ως προς τα κεφάλαια της αποφάσεως που έχουν προσβληθεί με την έφεση και εκείνα που αναγκαστικά συνέχονται με αυτά, διαφορετικά απορρίπτονται ως απαράδεκτοι και αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο. Ως “κεφάλαιο”, κατά την έννοια του άρθρου 520 παρ. 2 του ΚΠολΔ, νοείται κάθε οριστική διάταξη της πρωτοβάθμιας αποφάσεως, με την οποία το δικαστήριο αποφαίνεται για το ορισμένο και παραδεκτό ή και τη βασιμότητα ενός αυτοτελούς αιτήματος για παροχή έννομης προστασίας, καθώς και για τις τυχόν ενστάσεις, που προβλήθηκαν ως άμυνα κατά του αιτήματος αυτού (ΑΠ 416/2001, 238/2001 Νόμος). Ως αναγκαίως συνεχόμενα προς τα εκκληθέντα κεφάλαια πρέπει να θεωρηθούν οι διατάξεις της εκκληθείσας απόφασης, οι οποίες έχουν τέτοια συνάφεια με τις εκκληθείσες, είτε γιατί αποτελούν προκριματικό για την παραδοχή τους ζήτημα, είτε γιατί πηγάζουν από την αυτή ιστορική αιτία και διαμορφώνουν ή προσδιορίζουν το περιεχόμενο εκείνων, ώστε τυχόν διάφορη επί των συνεχομένων αυτών κεφαλαίων κρίση του εφετείου, από εκείνη της πρωτόδικης απόφασης, να επηρεάζει και την κρίση επί των εκκληθέντων με την έφεση κεφαλαίων (ΑΠ 189/2016, ΑΠ 1543/2007 Νόμος). Οι πρόσθετοι λόγοι έφεσης παρά τον αυτοτελή χαρακτήρα τους, εξαρτώνται από άποψη περιεχομένου από την έφεση και έχουν σε σχέση με αυτήν παρακολουθηματικό χαρακτήρα, γι’ αυτό και απορρίπτονται, χωρίς ουσιαστική έρευνα, αν η έφεση απορριφθεί ως απαράδεκτη.
Στην προκειμένη περίπτωση, η εκκαλούσα ομόρρυθμη εταιρεία με το δικόγραφο προσθέτων λόγων εφέσεως, ασκεί πρόσθετους λόγους εφέσεως ως προς τα κεφάλαια της απόφασης που έχουν προσβληθεί με την έφεση και συνέχονται αναγκαστικά με αυτά. Οι πρόσθετοι αυτοί λόγοι, σύμφωνα με τα ανωτέρω αναφερόμενα, πρέπει, συνεκδικαζόμενοι με την έφεση (άρθρο 246 ΚΠολΔ), να γίνουν τυπικά δεκτοί και να ερευνηθούν περαιτέρω για το παραδεκτό και βάσιμο των προβαλλομένων λόγων τους.
Με την υπό κρίση αγωγή ισχυρίζεται η ενάγουσα ότι προσλήφθηκε από την εναγομένη, η οποία διατηρεί επιχείρηση μίνι μάρκετ στη ….. Αττικής, στις 5.7.2021 με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου προκειμένου να απασχοληθεί ως πωλήτρια, παρέχοντας εργασία με μερική απασχόληση, εργαζόμενη επί πενθήμερο εβδομαδιαίως και πεντάωρο ημερησίως, λαμβάνοντας μηναίο μισθό ποσού 567,65 ευρώ. Ότι η εναγομένη την υποχρέωνε να εργάζεται καθ’ υπέρβαση του συμβατικού ωραρίου επί εξαήμερο εβδομαδιαίως και οκτάωρο ημερησίως λαμβάνοντας το ποσό των 780 ευρώ μηνιαίως, ενώ απασχολήθηκε και όλες τις αργίες και Κυριακές χωρίς να λάβει την νόμιμη προσαύξηση, ούτε αναπληρωματική ημέρα ανάπαυσης καθώς και αποζημίωση για την παράνομη υπερωριακή της απασχόληση. Ότι η εναγομένη της οφείλει τη διαφορά των επιδομάτων εορτών και αδείας που της καταβλήθηκαν μειωμένα, την προβλεπόμενη προσαύξηση για την νυκτερινή της απασχόληση καθώς και τις αποδοχές μη ληφθείσας αδείας που δικαιούται για το έτος 2021. Ότι ενώ διαμαρτυρόταν συνεχώς στην εναγομένη για την καταβολή των οφειλομένων νομίμων αποδοχών της, στις 24.5.2022 η εναγόμενη κατήγγειλε προφορικά τη σύμβαση εργασίας της επειδή αιτήθηκε τη χορήγηση αδείας για ιατρικούς λόγους, αίτημα το οποίο απορρίφθηκε. Ότι η ανωτέρω καταγγελία της συμβάσεως εργασίας της έγινε από λόγους εκδίκησης από την εναγομένη λόγω των προγενέστερων διαμαρτυριών της για την μη καταβολή των οφειλόμενων αποδοχών της, γεγονός που καθιστά άκυρη την καταγγελία της συμβάσεως εργασίας της ως αντικείμενη στη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ. Ζητεί περαιτέρω να αναγνωριστεί η ακυρότητα της καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας της και να υποχρεωθεί η εναγομένη να αποδέχεται τις υπηρεσίες της κατά τους όρους της εργασιακής σύμβασης και σε περίπτωση μη συμμόρφωσής της να καταδικαστεί σε χρηματική ποινή, να υποχρεωθεί η εναγομένη να της καταβάλει το συνολικό ποσό των 31.023,42 ευρώ που αφορά δεδουλευμένες αποδοχές της κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στην υπό κρίση αγωγή καθώς και αποδοχές υπερημερίας χρονικού διαστήματος από την επομένη της καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας της μέχρι και τον πιθανολογούμενο χρόνο συζήτησης της αγωγής και επιπλέον το χρηματικό ποσό των 5.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη από την καταγγελία της συμβάσεως εργασίας της για τους προεκτιθέμενους λόγους, με το νόμιμο τόκο. Επικουρικά σε περίπτωση που κριθει έγκυρη η καταγγελία της συμβάσεως εργασίας της να υποχρεωθεί η εναγομένη να της καταβάλει τα αναφερόμενα στην αγωγή κονδύλια που αφορούν τις δεδουλευμένες αποδοχές της.
Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφασή του έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή ως ουσιαστικά βάσιμη. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται οι εκκαλούντες με τις υπό κρίση εφέσεις και τους πρόσθετους λόγους έφεσης, επικαλούμενοι εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων.
Από τις διατάξεις των άρθρων 1 και 3Ν. 2112/2020, 1,2 και 5 Ν. 3198/1955 προκύπτει ότι η καταγγελία, ρητή ή σιωπηρή, με την οποία λύεται η σύμβαση ιδιωτικού δικαίου εξηρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, είναι μονομερής, απευθυντέα και κατά κανόνα αναιτιώδης δικαιοπραξία, δηλαδή δεν απαιτείται να αιτιολογείται από τον καταγγέλοντα εργοδότη και το κύρος της δεν εξαρτάται από την ύπαρξη ή την ελαττωματικότητα της αιτίας. Επίσης, έχει άμεση διαπλαστική ενέργεια, ήτοι μόλις περιέλθει η σχετική δήλωση βουλήσεως στον αντισυμβαλλόμενο εργαζόμενο, αδιακρίτως του τρόπου ανακοινώσεώς της σε αυτόν (προφορικώς, εγγράφως), λύεται για το μέλλον η έννομη σχέση είτε αμέσως (απρόθεσμη καταγγελία) είτε με την πάροδο ορισμένης προθεσμίας. Η άσκηση όμως του δικαιώματος του εργοδότη καταγγελίας της εργασιακής σύμβασης, όπως και κάθε δικαιώματος, υπόκειται στον περιορισμό του άρθρου 281 ΑΚ, δηλαδή της μη υπέρβασης των ορίων, που επιβάλλει η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος, η υπέρβαση δε των ορίων αυτών, καθιστά την καταγγελία άκυρη, σύμφωνα με τα άρθρα 174 και 180 ΑΚ. Εξάλλου η καταγγελία της σύμβασης εργασίας από τον εργοδότη είναι άκυρη ως καταχρηστική, όταν υπαγορεύεται από ταπεινά ελατήρια, που δεν εξυπηρετούν το σκοπό του δικαιώματος, όπως συμβαίνει στις περιπτώσεις που η καταγγελία οφείλεται σε εμπάθεια, μίσος ή έχθρα ή σε λόγους εκδίκησης, συνεπεία προηγηθείσας νόμιμης αλλά μη αρεστής στον εργοδότη, συμπεριφοράς του εργαζομένου. Δεν συντρέχει όμως περίπτωση καταχρηστικής καταγγελίας, όταν δεν υπάρχει γι’ αυτήν κάποια αιτία, αφού, ενόψει όσων εκτέθηκαν για τον αναιτιώδη χαρακτήρα της καταγγελίας και την άσκηση αυτής καθ’ υπέρβαση των ορίων του άρθρου 281 ΑΚ, για να θεωρηθεί η καταγγελία άκυρη ως καταχρηστική, δεν αρκεί ότι οι λόγοι, που επικαλέστηκε γι’ αυτήν ο εργοδότης ήταν αναληθείς ή ότι δεν υπήρχε καμία εμφανής αιτία αλλά απαιτείται η καταγγελία να οφείλεται σε συγκεκριμένους λόγους, εξαιτίας των οποίων η άσκηση του σχετικού δικαιώματος του εργοδότη, να υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλει το άρθρο 281ΑΚ. Τέλος δεν θεωρείται καταχρηστική η καταγγελία, όταν έχει ως πραγματικό κίνητρο την πλημμελή εκτέλεση των καθηκόντων του απολυομένου ή την από πλευράς του παράβαση των συμβατικών του υποχρεώσεων, καθώς και όταν οφείλεται σε πραγματική και ηθελημένη ανάρμοστη συμπεριφορά του προς τον εργοδότη ή τους νομίμους εκπροσώπους του ή προς συνάδελφό του εξαιτίας της οποίας διαταράσσεται η εύρυθμη λειτουργία ή η πειθαρχική έννομη τάξη της εργοδοτικής επιχείρησης (ΑΠ 123/2016, 904/2012 Νόμος).
Από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης της μάρτυρα, που περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά και από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, τα οποία επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι είτε για να ληφθούν υπόψη ως αποδεικτικά στοιχεία, είτε ως δικαστικά τεκμήρια, σε συνδυασμό με τους εν γένει ισχυρισμούς των διαδίκων που περιέχονται στις προτάσεις τους ενώπιον του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και παραδεκτά επαναφέρονται ενώπιον του παρόντος, αποδεικνύονται πλήρως τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η εναγομένη, η οποία διατηρεί επιχείρηση μίνι μάρκετ στη ……. Αττικής προσέλαβε την ενάγουσα στις 5.7.2021 με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου προκειμένου να εργαστεί ως υπάλληλος με την ειδικότητα της πωλήτριας με την ειδικότερη συμφωνία να παρέχει εργασία με μερική απασχόληση, επί πενθήμερο εβδομαδιαίως και πεντάωρο ημερησίως, έναντι μικτού μηνιαίου μισθού 406,25 ευρώ. Αποδείχθηκε περαιτέρω ότι κατόπιν μεταγενέστερης προφορικής συμφωνίας μεταξύ των διαδίκων συμφωνήθηκε να εργάζεται η ενάγουσα επί εξαήμερο εβδομαδιαίως και οκτάωρο ημερησίως ώστε να λαμβάνει το μηνιαίο μισθό των 780 ευρώ (908,24 ευρώ μικτά ), συμφωνία η οποία αποσκοπούσε να παρέχει περισσότερες ώρες εργασίας λαμβάνοντας αυξημένες αποδοχές, οι οποίες κάλυπταν την οκτάωρη παρασχεθείσα εργασία της και επομένως ο ισχυρισμός της ότι δικαιούται την προσαύξηση της αμοιβής ποσοστού 12% για την πέραν του συμβατικού ωραρίου απασχόλησή της, είναι απορριπτέος ως ουσιαστικά αβάσιμος. Στον ανωτέρω όμως συμφωνηθέντα μισθό της ενάγουσας δεν περιλαμβάνεται η προσαύξηση αμοιβής για εργασία τις Κυριακές και για νυκτερινή απασχόληση, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται η εναγομένη. Επομένως για το χρονικό διάστημα από 5.7.2021 έως 24.5.2022, που εργάστηκε στην εναγομένη δικαιούται για προσαύξηση απασχόλησης κατά τις Κυριακές και για αποζημίωση λόγω στέρησης της εβδομαδιαίας ανάπαυσης το συνολικό ποσό των 2.470,71 ευρώ και για προσαύξηση αμοιβής νυκτερινής απασχόλησης το ποσό των 317,82 ευρώ, τα οποία επιδικάστηκαν με την εκκαλουμένη απόφαση, απορριπτομένου του ισχυρισμού της εναγομένης ότι έχει εξοφληθεί η ενάγουσα από τους καταβαλλόμενους μισθούς στους οποίους είχε συνυπολογιστεί η παρασχεθείσα εργασία της τις Κυριακές και η προσαύξηση νυκτερινής απασχόλησης, ισχυρισμός ο οποίος δεν αποδεικνύεται από τις αποδείξεις πληρωμής αποδοχών που προσκομίζει η εναγομένη, ενώ απορριπτέο ως αβάσιμο κρίνεται το αγωγικό κονδύλιο για παράνομη υπερωριακή απασχόλησή της ενάγουσας κατά τις Κυριακές καθ’ υπέρβαση του συμβατικού ωραρίου της. Ο ισχυρισμός της ενάγουσας ότι ουδέποτε συμφώνησε σε τροποποίηση του ωραρίου της, κρίνεται αβάσιμος αν ληφθεί υπόψη ότι ενώ δεν αποδέχθηκε τους προτεινόμενους όρους εργασίας που της επέβαλε η εναγομένη, όπως ισχυρίζεται, συνέχισε να απασχολείται στην εναγομένη, ενώ θα μπορούσε να αναζητήσει αλλού εργασία. Αποδείχθηκε περαιτέρω ότι η ενάγουσα εργάστηκε κατά τις ημέρες των αργιών της 28.10.2021, 6.1.2022 και 25.3.2022 και επομένως δικαιούται τη νόμιμη προσαύξηση από την παρασχεθείσα εργασία της κατά τις ανωτέρω ημέρες, η οποία ανέρχεται σε ποσοστό 75% επί του νόμιμου ημερομισθίου. Ισχυρίζεται η εναγομένη ότι το κατάστημα στο οποίο απασχολούνταν η ενάγουσα παρέμεινε κλειστό κατά τη διάρκεια των Χριστουγέννων 2021, την Πρωτοχρονιά του έτους 2022 και το Πάσχα του έτους 2022, χωρίς όμως να αναφέρεται στις προαναφερόμενες ημέρες αργιών που ισχυρίζεται η ενάγουσα ότι εργάστηκε, γεγονός που καθιστά τον ανωτέρω ισχυρισμό απορριπτέο ως ουσιαστικά αβάσιμο. Ο ισχυρισμός της εναγομένης ότι τα αιτούμενα από την ενάγουσα κονδύλια που αφορούν τα επιδόματα εορτών και αδείας (δώρο Χριστουγέννων έτους 2021, δώρο Πάσχα έτους 2022 και επίδομα αδείας), καθώς και αποδοχές μη ληφθείσας άδειας για το έτος 2021, (υπολογιζόμενο 6 ημέρες Χ2/25 του μηνιαίου μισθού προσαυξημένο κατά 100%) έχουν καταβληθεί στην ενάγουσα, είναι απορριπτέος ως ουσιαστικά αβάσιμος διότι δεν προσκομίζονται σχετικές αποδείξεις εξόφλησης των αντίστοιχων κονδυλίων. Η εναγομένη στις 24.5.2022 προέβη σε προφορική καταγγελία της σύμβασης εργασίας της ενάγουσας, την οποία κοινοποίησε σε αυτήν και εγγράφως. Ο ισχυρισμός της ενάγουσας ότι η προαναφερόμενη καταγγελία έγινε ως αντίδραση στην ενάσκηση νομίμου δικαιώματος της επειδή ζήτησε άδεια για μια ημέρα, αίτημα το οποίο δεν έγινε δεκτό από την εναγομένη λόγω έλλειψης προσωπικού της επιχείρησης, δεν κρίνεται βάσιμος διότι μετά την απόρριψη του ανωτέρω αιτήματος της η ενάγουσα συνέχισε να εργάζεται, ενώ δεν αποδείχθηκε ότι ζήτησε άλλη ημέρα άδεια, γεγονός που αποδεικνύει ότι δεν υφίσταται σοβαρός λόγος απουσίας της. Ο επικαλούμενος από την ενάγουσα λόγος ακυρότητας της ένδικης καταγγελίας, που συνίσταται στο ότι η απόλυσή της έγινε από λόγους εκδίκησης λόγω των επανειλημμένων διαμαρτυριών της για την μη καταβολή των οφειλόμενων αποδοχών της, είναι απορριπτέος ως ουσιαστικά αβάσιμος καθόσον δεν αποδείχθηκε οποιαδήποτε εκδικητική διάθεση εκ μέρους της εναγομένης σε βάρος της ενάγουσας, ώστε η άσκηση του σχετικού δικαιώματος της εναγομένης εργοδότριας, να υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλει το άρθρο 281ΑΚ, απορριπτομένου ως ουσιαστικά αβάσιμου και του αιτήματος της για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Σε αυτό το συμπέρασμα καταλήγοντας και η εκκαλουμένη απόφαση ορθά εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις και ως εκ τούτου θα πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι οι σχετικοί λόγοι της έφεσης των εκκαλούντων με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω πρέπει να απορριφθούν οι υπό κρίση εφέσεις και οι πρόσθετοι λόγοι έφεσης στο σύνολό τους ως ουσιαστικά αβάσιμες και να καταδικαστούν οι εκκαλούντες, λόγω της ήττας τους, στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων των εφεσίβλητων (άρθρα 176 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Συνεκδικάζει αντιμωλία των διαδίκων τις υπό κρίση εφέσεις και τους πρόσθετους λόγους εφέσεως.
Δέχεται τυπικά και απορρίπτει ουσιαστικά την με αριθμ. εκθ. καταθ. …./2024 έφεση και τους με αριθμ.εκθ. καταθ. ……/2024 πρόσθετους λόγους εφέσεως.
Καταδικάζει την εκκαλούσα στη δικαστική δαπάνη της εφεσίβλητης, την οποία ορίζει στο ποσό των οκτακόσιων (800) ευρώ.
Δέχεται τυπικά και απορρίπτει ουσιαστικά την με αριθμ. εκθ. καταθ. …../2024 έφεση.
Καταδικάζει την εκκαλούσα στη δικαστική δαπάνη της εφεσίβλητης, την οποία ορίζει στο ποσό των οκτακόσιων (800) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στον Πειραιά σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 26.5.2025 χωρίς να παρίστανται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους.
H ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ