ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αριθμός 341/2025
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
3° Τμήμα
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Χριστίνα Λίμουρα, Εφέτη, η οποία ορίστηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιά και από τη Εραμματέα Ε.Δ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις …………. για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Του εκκαλούντος: ……….., ο οποίος παραστάθηκε δια του πληρεξούσιου δικηγόρου Κωνσταντίνου Τσουκαλά με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.
Του εφεσίβλητου: ………., ο οποίος παραστάθηκε δια του πληρεξούσιου δικηγόρου Αριστοτέλη Μερεκούλια.
Του εκκαλούντος: …………, ο οποίος παραστάθηκε δια του πληρεξούσιου δικηγόρου Αριστοτέλη Μερεκούλια.
Του εφεσίβλητου: ……………., ο οποίος παραστάθηκε δια του πληρεξούσιου δικηγόρου Κωνσταντίνου Τσουκαλά με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.
Ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά άσκησαν οι εκκαλούντες τις με αριθμό εκθ. καταθ. …/2023 και …./2023 αγωγές αντίστοιχα, επί των οποίων εκδόθηκε η με αριθ. 2975/2024 απόφαση του ανωτέρω δικαστηρίου, η οποία απέρριψε την με αριθμ. εκθ. καταθ. …./2023 αγωγή και έκανε εν μέρει δεκτή την με αριθμ. εκθ. καταθ. …../2023 αγωγή. Την απόφαση αυτή προσέβαλαν ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου οι εκκαλούντες με τις με αριθμ. εκθ. καταθ. …/2024 και ……/2024 εφέσεις, δικάσιμος επί των οποίων ορίστηκε η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, αφού ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους με τις έγγραφες προτάσεις τους ζήτησαν να γίνουν αυτοί δεκτοί.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Εισάγονται προς συζήτηση ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου οι υπό κρίση εφέσεις, οι οποίες στρέφονται αμφότερες κατά της υπ’ αριθμ. 2975/2024 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (άρθρα 614, 621 ΚΠολΔ), αντιμωλία των διαδίκων και οι οποίες πρέπει να ενωθούν και συνεκδικαστούν λόγω της φανερής συνάφειας τους και για οικονομία χρόνου και δαπάνης (άρθρα 246, 524 παρ. 1 και 591 παρ. 1 ΚΠολΔ).
Οι υπό κρίση εφέσεις (άρθρα 495, 518 παρ. 2 ΚΠολΔ) ασκήθηκαν νομότυπα και εμπρόθεσμα, καθόσον δεν προκύπτει επίδοση της εκκαλουμένης. Επομένως, εφόσον φέρονται παραδεκτά προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος δικαστηρίου (άρθρα 19, 511 ΚΠολΔ), πρέπει να γίνουν τυπικά δεκτές και να ερευνηθούν περαιτέρω μέσα στα όρια που καθορίζονται με αυτές, κατά την ίδια ανωτέρω ειδική διαδικασία, για το παραδεκτό και βάσιμο των προβαλλομένων λόγων τους (άρθρα 522, 533 σε συνδ. με 591 ΚΠολΔ).
Με την υπό κρίση αγωγή του ισχυρίζεται ο ενάγων ……………. ότι στις 5.10.2009 προσελήφθη από τον εναγόμενο, ο οποίος διατηρεί ατομική επιχείρηση εγκατάστασης ανελκυστήρων στον Πειραιά, με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου προκειμένου να απασχοληθεί ως υπάλληλος με την ειδικότητα του ηλεκτροτεχνίτη επί πενθήμερο εβδομαδιαίως και οκτάωρο ημερησίως και με μηνιαίες καθαρές αποδοχές ποσού 902 ευρώ. Ότι ο εναγόμενος τον ανάγκαζε να εργάζεται και την έκτη ημέρα της εβδομάδας χωρίς να του καταβάλει την αντίστοιχη αμοιβή για την παρασχεθείσα εργασία του. Ότι το Φεβρουάριο του έτους 2023 του ανακοίνωσε ότι θα προβεί στη μεταβολή των όρων της σύμβασής του, χωρίς τη δική του συναίνεση, μειώνοντας τις ώρες απασχόλησής του τις καθημερινές, με επιπλέον ώρες απασχόλησής του την έκτη ημέρα της εβδομάδας, ενώ περιέκοψε τις αποδοχές του με αποτέλεσμα να μην λαμβάνει τις νόμιμες αποδοχές αντίστοιχες της παρεχόμενης εργασίας του. Ότι συνεπεία της ανωτέρω αντισυμβατικής συμπεριφοράς του εναγομένου στις 6.3.2023 προσέφυγε στην Επιθεώρηση Εργασίας καταγγέλλοντας τη δυσμενή μεταβολή των όρων εργασίας του και την καταβολή μειωμένων αποδοχών. Ότι ο εναγόμενος, ο οποίος πληροφορήθηκε την σε βάρος του καταγγελία του απέστειλε εξώδικο κατηγορώντας τον ψευδώς για αδικαιολόγητη απουσία και για συστηματική παραβίαση των υποχρεώσεών του που συνίστατο σε φθορές και κακοτεχνίες που προκάλεσε κατά την εκτέλεση της εργασίας του. Ότι στις 12.6.2023 ο ενάγων κοινοποίησε εξώδικο στον εναγόμενο με το οποίο του δήλωσε ότι ασκεί το δικαίωμα επίσχεσης εργασίας μέχρι την πλήρη εξόφληση των δεδουλευμένων αποδοχών του. Ότι ο εναγόμενος αυθημερόν κατήγγειλε τη σύμβαση εργασίας του, την οποία εμφάνισε ως δήθεν οικειοθελή αποχώρησή του. Ότι η καταγγελία αυτή είναι άκυρη, αφενός ως καταχρηστική, διότι έγινε από λόγους εκδίκησης εξαιτίας της διεκδίκησης από τον ενάγοντα των νομίμων δικαιωμάτων του, αφετέρου ως παράνομη διότι δεν τηρήθηκαν οι νόμιμες διατυπώσεις της έγγραφης καταγγελίας και της καταβολής της αποζημίωσης απόλυσης. Ζητεί περαιτέρω ο ενάγων επικαλούμενος κυρίως τη σύμβαση εργασίας και επικουρικά σε περίπτωση ακυρότητας αυτής τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, να αναγνωριστεί η ακυρότητα της από 12.6.2023 καταγγελίας της σύμβασης εργασίας του, να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να του καταβάλει μισθούς υπερημερίας ποσού 902 ευρώ μηνιαίως για το χρονικό διάστημα από την καταγγελία μέχρι τη συζήτηση της αγωγής και να αναγνωριστεί η υποχρέωσή του να καταβάλει μισθούς υπερημερίας για το μεταγενέστερο χρονικό διάστημα από τη συζήτηση μέχρι την άρση της υπερημερίας του με το νόμιμο τόκο και να υποχρεωθεί να αποδέχεται τις προσηκόντως προσφερόμενες υπηρεσίες του με την απειλή σε βάρος του χρηματικής ποινής για κάθε ημέρα μη συμμόρφωσής του με την εκδοθησομένη απόφαση, άλλως σε περίπτωση εγκυρότητας της καταγγελίας να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να του καταβάλει το ποσό των 9.471 ευρώ ως αποζημίωση απόλυσης με το νόμιμο τόκο, να υποχρεωθεί να του καταβάλει τις οφειλόμενες δεδουλευμένες αποδοχές του που αφορούν επιδόματα εορτών και αδείας, αποδοχές μη ληφθείσας αδείας, αμοιβή για την παρεχόμενη εργασία του κατά την έκτη ημέρα της εβδομάδας, όπως αναλυτικά παρατίθενται έκαστο κονδύλιο στο αγωγικό δικόγραφο και το ποσό των 15.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης την οποία υπέστη από την παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του, νομιμοτόκως από την επομένη της επίδοσης της αγωγής.
Η υπό κρίση αγωγή είναι επαρκώς ορισμένη περιέχουσα όλα τα απαιτούμενα εκ του άρθρου 216 ΚΠολΔ στοιχεία, που εξειδικεύουν και επαρκώς προσδιορίζουν τις απαιτήσεις του ενάγοντος σε βάρος του εναγομένου, ήτοι την κατάρτιση της σύμβασης εργασίας του, το χρόνο παροχής των υπηρεσιών του, το είδος της παρασχεθείσας εργασίας του και το νόμιμο μισθό του, απορριπτομένου του σχετικού λόγου εφέσεως ως αβάσιμου.
Με την υπό κρίση αγωγή ισχυρίζεται ο ενάγων ……………. ότι διατηρεί ατομική επιχείρηση με έδρα τον Πειραιά και αντικείμενο υπηρεσίες εγκατάστασης και συντήρησης ανελκυστήρων και ότι την 5.10.2009 προσέλαβε τον εναγόμενο με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου προκειμένου να παρέχει τις υπηρεσίες του ως ηλεκτροτεχνίτης. Ότι απασχολήθηκε στην επιχείρησή του μέχρι την 10.6.2023, οπότε προέβη σε αναγγελία οικειοθελούς αποχώρησής του λόγω αδικαιολόγητης απουσίας από την εργασία του. Ότι από τις αρχές του έτους 2023 ο εναγόμενος επεδείκνυε αντισυμβατική συμπεριφορά που συνίσταται στην μη εκπλήρωση των συμβατικών του καθηκόντων και στην πλημμελή εκτέλεση της εργασίας του, κατά τα αναφερόμενα στην αγωγή περιστατικά, με σκοπό να προκαλέσει την καταγγελία της σύμβασής του από τον ενάγοντα για να εισπράξει την αποζημίωση απόλυσης. Ότι ο εναγόμενος προκάλεσε ζημία σε πελάτη της επιχείρησής του, συνεπεία της πλημμελούς εκτέλεσης των καθηκόντων του, την οποία αποκατέστησε ο ενάγων καταβάλλοντας το ποσό των 1835,20 ευρώ, το οποίο συνιστά θετική του ζημία, όπως και το ποσό των 89,99 ευρώ που αποτελεί την αξία της συσκευής εντοπισμού γεωγραφικής θέσης (gps), που είχε τοποθετήσει στο δίκυκλο όχημα που χρησιμοποιούσε ο εναγόμενος και η οποία απωλέσθηκε με ευθύνη του εναγομένου είτε επειδή ο εναγόμενος υπήρξε αμελής ως προς τη φύλαξη της συσκευής είτε επειδή την αφαίρεσε ο ίδιος παράνομα. Ότι από την ανωτέρω αντισυμβατική συμπεριφορά του εναγομένου υπέστη προσβολή η επαγγελματική του φήμη, με συνέπεια τη μείωση της πελατείας του και επομένως δικαιούται για την αποκατάσταση της ηθικής του βλάβης το ποσό των 20.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση. Ζητεί περαιτέρω να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να του καταβάλει το συνολικό ποσό των 21.925,19 ευρώ για τις προαναφερόμενες αιτίες με το νόμιμο τόκο από την επομένη ημέρα της επιδόσεως της αγωγής.
Η υπό κρίση αγωγή ως προς το αίτημα του ενάγοντος για την επιδίκαση του ποσού των 89,99 ευρώ, που αποτελεί τη θετική ζημία την οποία υπέστη από την απώλεια της συσκευής γεωγραφικού εντοπισμού (gps), είναι απορριπτέα ως αόριστη, αφού ο ενάγων δεν προσδιορίζει επακριβώς τον τρόπο με τον οποίο αφαιρέθηκε η συσκευή από το δίκυκλο του εναγομένου ισχυριζόμενος αφενός ότι ο εναγόμενος ενδεχομένως υπήρξε αμελής ως προς τη φύλαξη του δικύκλου, ώστε κάποιος άλλος να την αφαιρέσει αφετέρου ότι ο ίδιος ο εναγόμενος προέβη παράνομα στην αφαίρεση της συσκευής. Με τους ανωτέρω όμως αντιφατικούς ισχυρισμούς δημιουργείται ασάφεια ως προς το πρόσωπο του υπευθύνου αφαίρεσης της συσκευής, απορριπτομένου του σχετικού λόγου εφέσεως ως αβάσιμου.
Περαιτέρω το αίτημα του ενάγοντος για την επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης που υπέστη, όπως ισχυρίζεται από την αντισυμβατική συμπεριφορά του εναγομένου, οφειλόμενη σε πλημμελή εκτέλεση των καθηκόντων του, είναι απορριπτέο ως μη νόμιμο, διότι σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην αγωγή δεν υφίσταται αδικοπρακτική ευθύνη του εναγομένου που να στοιχειοθετεί παράνομη και υπαίτια σε βάρος του ενάγοντος συμπεριφορά του, απορριπτομένου συνακόλουθα και του σχετικού λόγου εφέσεως ως αβάσιμου.
Από τις διατάξεις των άρθρων 1 και 3Ν. 2112/2020,1,2 και 5 Ν. 3198/1955 προκύπτει ότι η καταγγελία, ρητή ή σιωπηρή, με την οποία λύεται η σύμβαση ιδιωτικού δικαίου εξηρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, είναι μονομερής, απευθυντέα και κατά κανόνα αναιτιώδης δικαιοπραξία, δηλαδή δεν απαιτείται να αιτιολογείται από τον εργοδότη και το κύρος της δεν εξαρτάται από την ύπαρξη ή την ελαττωματικότητα της αιτίας. Επίσης, έχει άμεση διαπλαστική ενέργεια, ήτοι μόλις περιέλθει η σχετική δήλωση βουλήσεως στον αντισυμβαλλόμενο εργαζόμενο, αδιακρίτως του τρόπου ανακοινώσεώς της σε αυτόν λύεται για το μέλλον η έννομη σχέση είτε αμέσως (απρόθεσμη καταγγελία) είτε με την πάροδο ορισμένης προθεσμίας. Η μη καταβολή της νόμιμης αποζημιώσεως από τον εργοδότη, που κατήγγειλε τη σύμβαση ιδιωτικού δικαίου εξηρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου καθώς και η μη τήρηση του έγγραφου τύπου και με ιδιωτικό έγγραφο και με εγχείρησή του στον εργαζόμενο προς τον οποίο απευθύνεται, ώστε να λάβει γνώση του περιεχομένου του, συνεπάγεται την ακυρότητα της καταγγελίας. Η νόμιμη αποζημίωση πρέπει να καταβάλλεται άσχετα από το λόγο, που προκάλεσε την καταγγελία, εκτός από τις περιπτώσεις, που αναγράφονται περιοριστικά στον νόμο, όπως υποβολή μηνύσεως για αξιόποινη πράξη, η ανώτερη βία. Η άσκηση όμως του δικαιώματος του εργοδότη καταγγελίας της εργασιακής σύμβασης, όπως και κάθε δικαιώματος, υπόκειται στον περιορισμό του άρθρου 281 ΑΚ, δηλαδή της μη υπέρβασης των ορίων, που επιβάλλει η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός και οικονομικός σκοπός του δικαιώματος, η υπέρβαση δε των ορίων αυτών, καθιστά την καταγγελία άκυρη, σύμφωνα με τα άρθρα 174 και 180 ΑΚ. Εξάλλου η καταγγελία της σύμβασης εργασίας από τον εργοδότη είναι άκυρη ως καταχρηστική, όταν υπαγορεύεται από ταπεινά ελατήρια, που δεν εξυπηρετούν το σκοπό του δικαιώματος, όπως συμβαίνει στις περιπτώσεις που η καταγγελία οφείλεται σε εμπάθεια, μίσος ή έχθρα ή σε λόγους εκδίκησης, συνεπεία προηγηθείσας νόμιμης αλλά μη αρεστής στον εργοδότη, συμπεριφοράς του εργαζομένου. Δεν συντρέχει όμως περίπτωση καταχρηστικής καταγγελίας, όταν δεν υπάρχει γι’ αυτήν κάποια αιτία, αφού, ενόψει όσων εκτέθηκαν για τον αναιτιώδη χαρακτήρα της καταγγελίας και την άσκηση αυτής καθ’ υπέρβαση των ορίων του άρθρου 281 ΑΚ, για να θεωρηθεί η καταγγελία άκυρη ως καταχρηστική, δεν αρκεί ότι οι λόγοι, που επικαλέστηκε γι’ αυτήν ο εργοδότης ήταν αναληθείς ή ότι δεν υπήρχε καμία εμφανής αιτία αλλά απαιτείται η καταγγελία να οφείλεται σε συγκεκριμένους λόγους, εξαιτίας των οποίων η άσκηση του σχετικού δικαιώματος του εργοδότη, να υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλει το άρθρο 281 ΑΚ. Δεν θεωρείται καταχρηστική η καταγγελία, όταν έχει ως πραγματικό κίνητρο την πλημμελή εκτέλεση των καθηκόντων του απολυομένου ή την από πλευράς του παράβαση των συμβατικών του υποχρεώσεων, καθώς και όταν οφείλεται σε πραγματική και ηθελημένη ανάρμοστη συμπεριφορά του προς τον εργοδότη ή τους νομίμους εκπροσώπους του ή προς συνάδελφό του εξαιτίας της οποίας διαταράσσεται η εύρυθμη λειτουργία ή η πειθαρχική έννομη τάξη της εργοδοτικής επιχείρησης (ΑΠ 123/2016, 904/2012). Τους συγκεκριμένους λόγους για τους οποίους η άσκηση του δικαιώματος καταγγελίας είναι καταχρηστική, ο εργαζόμενος οφείλει να επικαλεστεί σαφώς και ορισμένος στο δικόγραφο της αγωγής για την αναγνώριση της ακυρότητας της καταγγελίας και να αποδείξει. Η άρνηση του εργοδότη, ύστερα από άκυρη εκ μέρους του καταγγελία, να δεχθεί την εργασία του εργαζομένου, τον καθιστά υπερήμερο περί την αποδοχή της εργασίας του εργαζομένου. Υποχρεούται τότε να καταβάλει στον εργαζόμενο τις αποδοχές του, μισθούς υπερημερίας, δηλαδή τον νόμιμο ή συμφωνημένο μισθό του και ότι άλλο ο εργαζόμενος θα εισέπραττε, ακόμη και για το χρόνο μετά την άσκηση της αγωγής του εργαζομένου μέχρι την άρση της υπερημερίας (ΑΠ 105/2020, 671/2018, 1512/2018, 1003/2017 Νόμος). Ο εργαζόμενος δικαιούται είτε να εμμείνει στην ακυρότητα της καταγγελίας είτε να θεωρήσει έγκυρη την καταγγελία. Αν ο εργαζόμενος εμμείνει στην ακυρότητα της καταγγελίας, δικαιούται να ζητήσει τους μισθούς υπερημερίας, ενώ δεν υποχρεούται σε πραγματική και προσήκουσα προσφορά των υπηρεσιών του, αφού στην καταγγελία του εργοδότη εμπεριέχεται και η δήλωση βουλήσεώς του να μην αποδεχθεί στο μέλλον τις υπηρεσίες του απολυθέντος (ΑΠ 105/2020). Δημιουργείται ακόμη υποχρέωση του εργοδότη με αντίστοιχο δικαίωμα του εργαζομένου, αν κριθεί άκυρη η καταγγελία, με δικαστική, έστω και οριστική απόφαση, να απασχολεί πραγματικά τον εργαζόμενο. Αν ο εργαζόμενος θεωρήσει έγκυρη την καταγγελία, δικαιούται να αξιώσει τη νόμιμη αποζημίωση. Κατά ταύτα η ακυρότητα της καταγγελίας τάσσεται υπέρ του εργαζομένου, είναι συνεπώς, σχετική. Ο εργαζόμενος μπορεί να παραιτηθεί, ρητώς ή σιωπηρώς από το δικαίωμά του προσβολής της καταγγελίας ως άκυρης και να ζητήσει τη νόμιμη αποζημίωση. Περαιτέρω για την ύπαρξη αδικοπραξίας κατά το άρθρο 914 ΑΚ απαιτείται εκτός άλλων όρων, παράνομη συμπεριφορά (θετική πράξη ή παράλειψη) προσώπου. Η προσβολή της προσωπικότητας πρέπει να είναι παράνομη, να γίνεται δηλαδή, όταν είτε δεν υπάρχει δικαίωμα, είτε ασκείται υπάρχον δικαίωμα καταχρηστικώς (άρθρα 281ΑΚ, 25 παρ. 3 του Συντάγματος). Αγαθά που προστατεύονται από την προσωπικότητα είναι και η τιμή και η επαγγελματική αξία του ατόμου. Η τιμή του ατόμου, ειδικότερα αντικατοπτρίζεται στην εκτίμηση απέναντι του, των άλλων και προστατεύεται κυρίως ως κοινωνικό αγαθό (άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος). Αξίωση από την προσβολή της προσωπικότητας είναι και η αποζημίωση προς ικανοποίηση της ηθικής βλάβης του προσβαλλόμενου. Για την αξίωση αποζημιώσεως προς ικανοποίηση ηθικής βλάβης, συνισταμένη και σε πληρωμή εύλογου χρηματικού ποσού, απαιτείται και το στοιχείο της υπαιτιότητας (άρθρα 914, 932 ΑΚ). Οι όροι δηλαδή αυτής της παροχής, εξομοιώνονται με εκείνους της αποζημιώσεως (προσβολή, παράνομη συμπεριφορά που προκάλεσε την προσβολή αιτιώδης σύνδεσμος της προσβολής με την παράνομη συμπεριφορά και υπαιτιότητα εκείνου που προσβάλλει). Ειδικότερα από τις διατάξεις των ανωτέρω άρθρων συνάγεται ότι η παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του εργοδότη, μειωτική προς την προσωπικότητα του εργαζόμενου, κατά τις εκφάνσεις της τιμής, καθώς και της επαγγελματικής δραστηριότητας, ως μείωση της επαγγελματικής αξίας του, όπως όταν η καταγγελία της σύμβασης εργασίας από τον εργοδότη συντελέστηκε υπό συνθήκες παράνομης και υπαίτιας προσβολής της προσωπικότητας του μισθωτού, ήτοι μείωσης της υπόληψης αυτού ως εργαζόμενου καθώς και της επαγγελματικής δραστηριότητάς του, ενόψει του είδους της εργασίας και του ιδιαίτερα έντονου συμφέροντος αυτού για πραγματική απασχόληση ή όταν αυτή (καταγγελία) συνιστά αδικοπραξία, περίπτωση που συντρέχει επί καταχρηστικής καταγγελίας, ο εργοδότης μπορεί να υποχρεωθεί να καταβάλει στον εργαζόμενο και χρηματική ικανοποίηση για ηθική βλάβη, το ποσό της οποίας καθορίζεται κατ’ εύλογη κρίση από το δικαστήριο.
Από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, τα οποία επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι είτε για να ληφθούν υπόψη ως αποδεικτικά στοιχεία, είτε ως δικαστικά τεκμήρια, σε συνδυασμό τους εν γένει ισχυρισμούς των διαδίκων που περιέχονται στις προτάσεις τους ενώπιον του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και παραδεκτά επαναφέρονται ενώπιον του παρόντος, αποδεικνύονται πλήρως τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο ενάγων ………….. προσλήφθηκε από τον εναγόμενο, ο οποίος διατηρεί ατομική επιχείρηση στον Πειραιά με αντικείμενο υπηρεσίες εγκατάστασης και συντήρησης ανελκυστήρων στις 5.10.2009 με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου προκειμένου να απασχοληθεί ως ηλεκτροτεχνίτης με πλήρη απασχόληση, επί πενθήμερο εβδομαδιαίως και οκτάωρο ημερησίως και με μηνιαίο μισθό που συμφωνήθηκε στο ποσό των 902 ευρώ καθαρά. Αποδείχθηκε περαιτέρω ότι ο ενάγων, ο οποίος εργαζόταν με την ειδικότητα του ηλεκτροτεχνίτη δεν προσκόμισε την απαιτούμενη για την εγκυρότητα της σύμβασης εργασίας του άδεια ασκήσεως επαγγέλματος, την ύπαρξη της οποίας ελέγχει αυτεπαγγέλτως το δικαστήριο, ενώ δεν υφίσταται υποχρέωση του δικαστηρίου να καλέσει τον ενάγοντα να προσκομίσει το ανωτέρω έγγραφο μετά τη συζήτηση της αγωγής, αφού το δικαστήριο είναι υποχρεωμένο να ελέγξει αυτεπαγγέλτως την ύπαρξη της σχετικής άδειας δεδομένου της επαγγελματικής ειδικότητας του ενάγοντος. Επομένως και ενόψει των ανωτέρω αποδειχθέντων η σύμβαση εργασίας του ενάγοντος είναι άκυρη ως μηδέποτε γενομένη με συνέπεια ο ενάγων να τελεί σε απλή σχέση εργασίας με τον εναγόμενο εργοδότη προσφέροντας τις υπηρεσίες του στην επιχείρησή του. Αποδείχθηκε περαιτέρω ότι καθ’ όλη τη διάρκεια της εργασιακής του σχέσης ο εναγόμενος υποχρέωνε τον ενάγοντα να απασχολείται και την έκτη ημέρα της εβδομάδας, χωρίς να του καταβάλει την αντίστοιχη αμοιβή για την εργασία του αυτή, ενώ από τα μέσα Φεβρουάριου του έτους 2023 ο εναγόμενος ανακοίνωσε στον ενάγοντα ότι θα προέβαινε στη μείωση των ωρών εργασίας του τις καθημερινές προκειμένου να απασχολείται περισσότερες ώρες κατά την έκτη εβδομαδιαία ημέρα, γεγονός το οποίο δεν έγινε αποδεκτό από τον ενάγοντα, ο οποίος στις 6.3.2023 προσέφυγε στην αρμόδια Επιθεώρηση Εργασίας καταγγέλλοντας τον εναγόμενο ότι δεν του κατέβαλε τις νόμιμες αποδοχές για την παρασχεθείσα εργασία του. Ενόψει της ανωτέρω καταγγελίας του ενάγοντα στην Επιθεώρηση Εργασίας ο εναγόμενος με το από 14.3.2023 εξώδικο, το οποίο κοινοποίησε στον ενάγοντα καταλόγισε σε αυτόν συστηματική παραβίαση των όρων εργασίας του, αναφέροντας ότι πελάτες του ισχυρίζονται ότι ο ενάγων κατά την εκτέλεση της εργασίας του προέβη σε φθορές συνεπεία των οποίων αρνούνται να αποδεχτούν τον ενάγοντα σε περαιτέρω επισκευαστικές εργασίες στο χώρο τους. Περαιτέρω με νέο εξώδικο που κοινοποίησε ο εναγόμενος στον ενάγοντα στις 5.4.2023 επικαλούμενος έγγραφες διαμαρτυρίες των πελατών του για την πρόκληση ζημιών κατά την εκτέλεση της εργασίας του, δήλωσε σε αυτόν ότι η συστηματική παραβίαση των όρων εργασίας του συνιστά καταγγελία της σύμβασης εκ μέρους του και ότι σε περίπτωση που δεν συμμορφωθεί θα προβεί ο ίδιος σε αναγγελία οικειοθελούς αποχώρησης. Ακολούθως στις 12.6.2023 ο ενάγων κοινοποίησε στον εναγόμενο εξώδικο με το οποίο ισχυρίστηκε ότι ουδέποτε εξέφρασε επιθυμία για οικειοθελή αποχώρηση, ενώ με όσα ψευδή καταλογίζει σε βάρος του επιδιώκει τον εξαναγκασμό του σε παραίτηση. Δήλωσε περαιτέρω ότι ασκεί το δικαίωμα επίσχεσης εργασίας μέχρι ο εναγόμενος εργοδότης του άρει τη μονομερή βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας του και του καταβάλει τα οφειλόμενα ποσά για την απασχόλησή του κατά την έκτη ημέρα της εβδομάδας. Ο εναγόμενος αυθημερόν επέδωσε στον ενάγοντα εξώδικο, με το οποίο αφού του καταλογίζει πλημμελή εκτέλεση των καθηκόντων του, συνεπεία της οποίας προκλήθηκε ζημία ποσού 1.835,20 ευρώ σε πελάτη της επιχείρησής του, την οποία υποχρεώθηκε να αποκαταστήσει ο ίδιος, δήλωσε ότι λόγω τριήμερης αδικαιολόγητης απουσίας του ενάγοντα από την εργασία του προέβη σε αναγγελία οικειοθελούς αποχώρησής του. Αποδείχθηκε όμως περαιτέρω ότι ο ενάγων ήταν ικανός και έμπειρος εργαζόμενος καθ’ όλο το χρονικό διάστημα της απασχόλησής του στον εναγόμενο εργοδότη του, ενώ οι ισχυρισμοί του εναγόμενου για την πρόκληση παραπόνων εκ μέρους πελατών του και την επικαλούμενη ζημία που προκάλεσε ο ενάγων σε πελάτη της επιχείρησης του είναι απορριπτέοι ως ουσιαστικά αβάσιμοι, αφού διατυπώθηκαν από τον εναγόμενο αμέσως μετά την προσφυγή του ενάγοντος στην Επιθεώρηση Εργασίας καταγγέλλοντας τον εναγόμενο ότι τον απασχολεί την έκτη ημέρα της εβδομάδας χωρίς να του καταβάλει τις νόμιμες αποδοχές του. Ο ισχυρισμός του εναγόμενου εργοδότη ότι ο ενάγων εξέφρασε με οποιοδήποτε τρόπο την επιθυμία να αποχωρήσει από την εργασία του κρίνεται ως ουσιαστικά αβάσιμος δοθέντος ότι προέβη σε δήλωση οικειοθελούς αποχώρησης του ενάγοντος εργαζομένου ενόσω αυτός τελούσε σε επίσχεση εργασίας, η άσκηση δε από αυτόν του ανωτέρω δικαιώματος επίσχεσης δηλώνει τη θέλησή του να συνεχίσει να εργάζεται στον ίδιο εργοδότη. Επομένως η δήλωση οικειοθελούς αποχώρησης, στην οποία προέβη ο εναγόμενος εργοδότης παραλείποντας να κοινοποιήσει έγγραφη ειδοποίηση στον εργαζόμενό του να προσέλθει στην εργασία του ώστε σε περίπτωση που συνεχίσει να απουσιάζει αδικαιολόγητα, όπως ισχυρίζεται, να θεωρήσει την απουσία του ως οικειοθελή αποχώρηση, συνιστά καταγγελία της άκυρης σύμβασης εργασίας του ενάγοντος εργαζομένου. Επομένως ο ενάγων δικαιούται τη νόμιμη αποζημίωση απόλυσης ποσού 9.471 ευρώ (902 ευρώ προσαυξημένο κατά 1/6X9 μήνες), ενώ απορριπτέα ως ουσιαστικά αβάσιμα κρίνονται τα αιτήματα καταβολής αναλογίας επιδόματος Χριστουγέννων, επιδόματος αδείας και αποζημίωσης μη ληφθείσας αδείας έτους 2023, τα οποία δεν δικαιούται ο ενάγων λόγω της ακυρότητας της σύμβασης εργασίας του. Περαιτέρω απορριπτέο ως ουσιαστικά αβάσιμο κρίνεται και το αγωγικό κονδύλιο για καταβολή μισθών υπερημερίας, αφού λόγω της ακυρότητας της σύμβασης εργασίας του ενάγοντος εργαζομένου ο εναγόμενος εργοδότης που την κατήγγειλε δεν περιέρχεται σε υπερημερία αν δεν τηρήσει τις νόμιμες διατυπώσεις για το κύρος της καταγγελίας, που είναι ο έγγραφος τύπος και η καταβολή της νόμιμης αποζημίωσης. Αποδείχθηκε περαιτέρω ότι η αξίωση του ενάγοντος για αμοιβή του για την απασχόλησή του κατά την έκτη ημέρα της εβδομάδας είναι βάσιμη και επομένως, με βάση τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, δικαιούται το ποσό των 8.155,80 ευρώ, που επιδικάστηκε με την εκκαλουμένη απόφαση. Αποδείχθηκε περαιτέρω ότι η αναγγελία οικειοθελούς αποχώρησής του ενάγοντος, που συνιστά καταγγελία της σύμβασής του, με τον τρόπο που έγινε από τον εναγόμενο, ο οποίος από λόγους εκδίκησης προς το πρόσωπο του ενάγοντος προσπαθούσε να τον απομακρύνει από την εργασία του χρησιμοποιώντας ψευδείς και προσβλητικούς ισχυρισμούς ότι εκτελούσε πλημμελώς τα καθήκοντά του και ότι με την αντισυμβατική συμπεριφορά του προξένησε ζημία σε πελάτη της επιχείρησής του, προσέβαλαν την προσωπικότητα του ενάγοντος, για την αποκατάσταση της οποίας δικαιούται ο ενάγων ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη την οποία υπέστη, το ποσό των 3.000 ευρώ, που επιδικάστηκε με την πρωτόδικη απόφαση, το οποίο το παρόν δικαστήριο κρίνει εύλογο, λαμβανομένων υπόψη του είδους και της έκτασης της προσβολής, του βαθμού υπαιτιότητας του εναγομένου και της οικονομικής κατάστασης των μερών. Ενόψει των ανωτέρω αποδειχθέντων η ένσταση του εναγομένου εργοδότη ότι η άσκηση της ένδικης αγωγής του ενάγοντος εργαζομένου και οι προβαλλόμενες με αυτήν αξιώσεις του συνιστούν καταχρηστική εκ μέρους του συμπεριφορά, κατά τη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ είναι απορριπτέα ως ουσιαστικά αβάσιμη, απορριπτομένης συνακόλουθα ως αβάσιμης και της αγωγής του ενάγοντος εργοδότη, γενομένης εν μέρει δεκτής ως κατ’ ουσίαν βάσιμης της αγωγής του ενάγοντος εργαζομένου.
Σε αυτό το συμπέρασμα καταλήγοντας και η εκκαλουμένη απόφαση ορθά εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις και ως εκ τούτου θα πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι οι σχετικοί λόγοι της έφεσης των εκκαλούντων με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω πρέπει να απορριφθούν οι υπό κρίση εφέσεις στο σύνολό τους ως ουσιαστικά αβάσιμες και να καταδικαστούν οι εκκαλούντες, λόγω της ήττας τους, στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων των εφεσίβλητων (άρθρα 176 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Συνεκδικάζει αντιμωλία των διαδίκων τις υπό κρίση εφέσεις.
Δέχεται τυπικά και απορρίπτει ουσιαστικά τις εφέσεις.
Καταδικάζει τους εκκαλούντες στη δικαστική δαπάνη των εφεσίβλητων, την οποία ορίζει στο ποσό των οκτακόσιων (800) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στον Πειραιά σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 28.5.2025 χωρίς να παρίστανται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ