Αριθμός 118/2019
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Σοφία Καλούδη, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Γ.Λ..
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου εκκρεμούν οι με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……. και …… αντίθετες εφέσεις κατά της με αριθμό 2049/2015 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε αντιμολία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθρα 663 επ. ΚΠολΔ), οι οποίες πρέπει να συνεκδικαστούν για λόγους πρόδηλης μεταξύ τους συνάφειας (άρθρα 31, 246 ΚΠολΔ). Οι ως άνω εφέσεις έχουν ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα με την κατάθεση του δικογράφου τους στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 16-5-2017 και 19-5-2017, αντίστοιχα, δηλαδή εντός της από το άρθρο 518 παρ. 2 του ΚΠολΔ οριζόμενης προθεσμίας από τη δημοσίευση της εκκαλούμενης απόφασης στις 21-5-2015, καθόσον οι διάδικοι δεν επικαλούνται ούτε άλλωστε προκύπτει από τα επικαλούμενα και προσκομιζόμενα έγγραφα επίδοση της προσβαλλόμενης απόφασης (άρθρα 495 παρ.1 και 2, 511, 513 παρ. 1β, και 516 παρ. 1 ΚΠολΔ). Πρέπει, επομένως, να γίνουν τυπικά δεκτές και να ερευνηθούν περαιτέρω, κατά την ίδια διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων τους (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ). ΙΙ. Με την από 6-4-2011 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …… αγωγή της η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα-εφεσίβλητη εξέθετε, κατ’ εκτίμηση του περιεχομένου της, όπως αυτό παραδεκτά διορθώθηκε με σχετική προφορική δήλωση της πληρεξούσιας δικηγόρου της, που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου ως προς το επώνυμο της, ότι στις 4-8-2006 καταρτίστηκε μεταξύ αυτής και του ΟΑΕΔ συμφωνητικό συνεργασίας στο πλαίσιο προγράμματος για την απόκτηση εργασιακής εμπειρίας ανέργων (Stage), δυνάμει του οποίου απασχολήθηκε με σύμβαση μαθητείας ορισμένου χρόνου αρχικά από 11-12-2006 έως 10-6-2008 και κατόπιν παράτασης της σύμβασης αυτής έως τις 10-7-2009, στη Διεύθυνση Τελωνείων Αττικής (φορέας υλοποίησης), στο Τμήμα Ιματισμού Πειραιά, ως διοικητική υπάλληλος, παρέχοντας λογιστικές υπηρεσίες και υπηρεσίες γραμματειακής υποστήριξης, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα, ότι καθ’ όλη τη διάρκεια της σύμβασης της, αρχικής και παραταθείσας, παρείχε ανελλιπώς την εργασία της επί πέντε ημέρες εβδομαδιαίως και οκτώ ώρες ημερησίως, απασχολούμενη υπό τους ίδιους όρους και συνθήκες (καθήκοντα, ωράριο εργασίας) με εκείνες των τακτικών διοικητικών υπαλλήλων της Διεύθυνσης Τελωνείων Αττικής, καλύπτοντας πάγιες και διαρκείς ανάγκες της υπηρεσίας στην οποία εργαζόταν, με αποτέλεσμα, καθ’ όλο το κρίσιμο χρονικό διάστημα που προσέφερε την εργασία της να συνδέεται με το εναγόμενο, Ελληνικό Δημόσιο, με σχέση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, ότι κατά το παραπάνω χρονικό διάστημα αυτή αμειβόταν με καθαρό ημερομίσθιο 27,765 ευρώ, λαμβάνοντας μηνιαίες αποδοχές κατώτερες από τις νόμιμες, που λάμβανε τακτικός υπάλληλος της ίδιας Διεύθυνσης, λαμβανομένων υπόψη των τυπικών προσόντων της (πτυχιούχος ΤΕΙ- Τμήμα Λογιστικής της Σχολής Διοίκησης και Οικονομίας του ΤΕΙ Πειραιά) και της προσωπικής της κατάστασης (έγγαμη με δύο ανήλικα τέκνα), ενώ επίσης δεν της καταβάλλονταν επιδόματα εορτών Χριστουγέννων, Πάσχα και αδείας και τέλος, ότι το εναγόμενο, Ελληνικό Δημόσιο, από τις 10-7-2009 έπαυσε να αποδέχεται την εργασία της. Ζητούσε δε, να αναγνωρισθεί ότι μεταξύ αυτής και του εναγομένου, Ελληνικού Δημοσίου, εκπροσωπούμενου διττώς από τους Υπουργούς Οικονομικών και Εργασίας, είχε συναφθεί σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου πλήρους απασχόλησης και να υποχρεωθεί αυτό, με βάση και την αρχή της ίσης μεταχείρισης, να της καταβάλει για τις προαναφερόμενες αιτίες, δηλαδή για διαφορές μηνιαίων αποδοχών από 11-12-2006 έως 10-7-2009, επιδόματα εορτών Χριστουγέννων, Πάσχα και αδείας, το συνολικό ποσό των 24.534,38 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από τότε που κάθε επιμέρους κονδύλιο κατέστη απαιτητό μέχρι την πλήρη εξόφληση, με απόφαση που θα κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή. Επικουρικά δε, σε περίπτωση που κριθεί άκυρη η σύμβαση εργασίας της, υφιστάμενης απλής σχέσης εργασίας μεταξύ αυτής και του Ελληνικού Δημοσίου, ζητούσε τα ανωτέρω σύμφωνα με τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, καθόσον το Ελληνικό Δημόσιο ωφελήθηκε κατά το παραπάνω αιτούμενο ποσό, το οποίο θα κατέβαλε σε άλλον εργαζόμενο που θα απασχολούσε νόμιμα στη θέση της. Επί της ως άνω αγωγής εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, με την οποία αυτή απορρίφθηκε κατά τη κύρια βάση της και το παρεπόμενο αίτημα της για κήρυξη της απόφασης προσωρινά εκτελεστής, ως μη νόμιμη, και έγινε μερικώς δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη κατά την επικουρική της βάση από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό και υποχρεώθηκε το εναγόμενο, Ελληνικό Δημόσιο, να καταβάλει στην ενάγουσα το συνολικό ποσό των 4.116,40 ευρώ, για διαφορά δεδουλευμένων αποδοχών της για το χρονικό διάστημα από 1-4-2009 έως 10-7-2009, επίδομα εορτής Πάσχα 2009, αναλογία επιδόματος Χριστουγέννων 2009 και επίδομα αδείας 2009, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής, (ενώ ως προς τις ένδικες αξιώσεις της ενάγουσας για το προγενέστερο επίδικο χρονικό διάστημα, δηλαδή από 11-12-2006 έως 31-3-2009, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε ότι αυτές έχουν υποπέσει στη διετή παραγραφή, που προβλέπεται στο άρθρο 90 παρ.3 ν. 2362/1995). Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται αμφότερα τα διάδικα μέρη με τις υπό κρίση αντίθετες εφέσεις τους και ζητούν, για τους λόγους που εκθέτουν σ` αυτές, και αφορούν στην εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, και την πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, την εξαφάνιση της, ώστε κατά μεν το αιτητικό της με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………. έφεσης της ενάγουσας να γίνει δέκτη καθ’ολοκληρία η αγωγή της κατά την επικουρική της βάση, και κατά το αιτητικό της με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………. έφεσης του εναγομένου να απορριφθεί αυτή . ΙΙΙ. Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 103 παρ.8 του Συντάγματος, που άρχισαν να ισχύουν από 17-4-2001 και προσέδωσαν συνταγματικό κύρος σε προηγηθείσες ρυθμίσεις του κοινού νομοθέτη (άρθρο 21 του ν. 2190/1994), το προσωπικό που προσλαμβάνεται από το Δημόσιο ή από νομικά πρόσωπα του ευρύτερου δημόσιου τομέα με σύμβαση ιδιωτικού δικαίου ορισμένης χρονικής διάρκειας (και κατά μείζονα λόγο με σύμβαση έργου), δεν είναι δυνατόν στη συνέχεια, χωρίς να υποβληθεί σε κάποια άλλη, νόμιμη διαδικασία, να εξακολουθήσει να υπηρετεί σε οργανική θέση δημοσίου δικαίου (να “μονιμοποιηθεί”), ούτε να αποκτήσει σύμβαση ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου (κατά “μετατροπή” της αρχικής σύμβασης ορισμένου χρόνου). Αυτά ισχύουν ακόμη και αν το προσωπικό αυτό μόνο κατ` επίφαση είχε προσληφθεί για την κάλυψη απρόβλεπτων και επειγουσών αναγκών (για την οποία και μόνο επιτρέπεται η κατάρτιση συμβάσεων ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου), ενώ στην πραγματικότητα εξυπηρετούσε πάγιες και διαρκείς ανάγκες της υπηρεσίας του φορέα, από τον οποίο είχε προσληφθεί. Μοναδική εξαίρεση από την εν λόγω απόλυτη απαγόρευση προβλέφθηκε από τις μεταβατικές διατάξεις του άρθρου 11 παρ.1 του π.δ. 164/2004, που θεωρήθηκαν “συνταγματικώς ανεκτές”, λόγω της χρονικά περιορισμένης ισχύος τους, για περιπτώσεις απασχολουμένων στο Δημόσιο ή σε νομικά πρόσωπα του ευρύτερου δημόσιου τομέα με διαδοχικές συμβάσεις ορισμένου χρόνου, οι οποίες είχαν συναφθεί πριν από την έναρξη ισχύος του π.δ. 164/2004 και ήταν ενεργείς κατά την έναρξη ισχύος του (19-7-2004), με τις προϋποθέσεις που καθορίζονται στις διατάξεις αυτές, μεταξύ των οποίων και η πραγματική εξυπηρέτηση παγίων και διαρκών αναγκών. Παρά ταύτα, στο άρθρο 2 παρ.2 του π.δ. 164/2004 ορίσθηκε ρητώς ότι το εν λόγω διάταγμα δεν εφαρμόζεται α) στις σχέσεις επαγγελματικής κατάρτισης και τη σύμβαση ή σχέση μαθητείας, β) στις συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας που έχουν συναφθεί στο πλαίσιο ενός ειδικού προγράμματος κατάρτισης, ένταξης και επαγγελματικής επανεκπαίδευσης υποστηριζόμενου από τον ΟΑΕΔ και γ) στις συμβάσεις προσωρινής απασχόλησης των άρθρων 20 έως 26 του ν. 2956/2001 (τα τελευταία καταργήθηκαν με το άρθρο 133 παρ.2 του ν. 4052/2012). Πράγμα που σημαίνει ότι οι συμβάσεις μαθητείας, ακόμη και αν κατά την εκτέλεσή τους παρέχεται εξαρτημένη εργασία που εξυπηρετεί πάγιες και διαρκείς ανάγκες του φορέα, στον οποίο τοποθετήθηκαν οι μαθητευόμενοι, δεν μπορούν ούτε κατ` εξαίρεση να χαρακτηρισθούν ως συμβάσεις ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου. Σύμφωνα με την εξαίρεση και με τους ορισμούς του άρθρου 1 παρ.1 και 2 του ν. 3320/2005, που εκδόθηκε προς συμπλήρωση των μεταβατικού περιεχομένου διατάξεων του άρθρου 11 του π.δ. 164/2004, οι εργαζόμενοι που πληρούν τις προϋποθέσεις αυτών, κατατάσσονται είτε σε υφιστάμενες κενές είτε σε προς τούτο συνιστώμενες νέες οργανικές θέσεις ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, ειδικότητας αντίστοιχης ή παρεμφερούς προς εκείνη, με την οποία είχαν προσληφθεί. Περαιτέρω, με το άρθρο 1 παρ.4 του ν. 3320/2005, ορίσθηκε ότι “οι κατατασσόμενοι λαμβάνουν τις αποδοχές της θέσης τους από την ημερομηνία έκδοσης της πράξης κατάταξής τους”. Εξ αντιδιαστολής συνάγεται ότι για την παροχή εργασίας πριν από την κατάταξη, οι εργαζόμενοι αυτοί, ακόμη και αν στην πραγματικότητα προσέφεραν εξαρτημένη εργασία για την κάλυψη παγίων και διαρκών αναγκών (διότι, όπως αναφέρθηκε, αυτό συνιστά προϋπόθεση της κατάταξης), οφείλουν να περιορισθούν στις αποδοχές της σύμβασης, με την οποία προσλήφθηκαν (ΟλΑΠ 16/2017). Η ρύθμιση αυτή δεν αντίκειται στις συνταγματικές αρχές της ισονομίας και της ίσης αμοιβής για την παροχή της ίδιας εργασίας (άρθρα 4 παρ.1 και 22 παρ.1 εδ. β` του Συντάγματος), διότι η εφαρμογή των αρχών αυτών προϋποθέτει εργαζομένους της ίδιας κατηγορίας. Στις περιπτώσεις, όμως, που ρυθμίζονται από τις ως άνω διατάξεις, πρόκειται για εργαζομένους που είχαν προσληφθεί με συμβάσεις παροχής εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου, χωρίς την τήρηση της νόμιμης διαδικασίας για την πρόσληψη προσωπικού, είτε με διαγωνισμό είτε με επιλογή υπό τον έλεγχο ανεξάρτητης αρχής (άρθρο 103 παρ.7 του Συντάγματος) και με γνώση του περιστατικού ότι, αντίθετα προς τα διαλαμβανόμενα στις ατομικές συμβάσεις, δεν επρόκειτο να καλύψουν πρόσκαιρες ή επείγουσες, αλλά πάγιες και διαρκείς ανάγκες του φορέα που τους προσέλαβε. Ως εκ τούτου, οι εργαζόμενοι αυτοί συνιστούν διακριτή κατηγορία από το λοιπό προσωπικό, είτε μόνιμο είτε με συμβάσεις ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, γεγονός που συνιστά αντικειμενική περίσταση (άρθρο 4 παρ.1 του π.δ. 164/2004) και δικαιολογεί τη διαφορετική μισθολογική μεταχείριση. Έτσι, καθ` όλο το χρονικό διάστημα που οι εργαζόμενοι αυτοί απασχολήθηκαν βάσει άκυρης σύμβασης εργασίας, δεν δικαιούνται τις διαφορές των νομίμων αποδοχών του χρονικού αυτού διαστήματος ούτε με βάση την αρχή της ίσης μεταχείρισης (άρθρα 4 παρ.1 και 22 παρ.1 του Συντάγματος), ούτε με τις διατάξεις του αδικαιολογήτου πλουτισμού (άρθρο 904 ΑΚ), καθόσον ο φορέας απασχόλησης δεν είχε τη δυνατότητα νόμιμης πρόσληψης εργαζομένου στη θέση, στην οποία απασχόλησε ακύρως κάποιο συμβασιούχο (ΑΠ 110/2017). Κατά μείζονα λόγο αυτό ισχύει στις περιπτώσεις των συμβάσεων επαγγελματικής κατάρτισης ή μαθητείας. Παρά ταύτα, μετά την τυχόν παραδοχή ότι υπήρξε παροχή εξαρτημένης εργασίας, έστω και ακύρως, οι εργαζόμενοι αυτοί δικαιούνται ευθέως εκ του νόμου τις αποδοχές για δώρα Χριστουγέννων και Πάσχα και για επίδομα αδείας (άρθρα 1 παρ.1 του ν. 1082/1980, 1 παρ.2 της 19040/1981 ΚΥΑ Οικονομικών και Εργασίας, 1 παρ.1 και 2 του α.ν. 539/1945 και 3 παρ.16 του ν. 4504/1966), διότι τις παροχές αυτές δικαιούνται όχι μόνο οι μισθωτοί, που απασχολούνται σε κάποιον εργοδότη με έγκυρη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, αλλά ακόμη και όσοι προσφέρουν τις υπηρεσίες τους με απλή σχέση εργασίας (ΑΠ 25/2018, 1049/2018, 672/2018 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Τέλος, μετά από έφεση του εναγομένου, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο μπορεί αυτεπαγγέλτως, χωρίς την υποβολή ειδικού παραπόνου, να ερευνήσει αν η αγωγή, η οποία πρωτοδίκως έγινε δεκτή κατ` ουσίαν, είναι νόμω βάσιμη, αόριστη ή απαράδεκτη, αρκεί ο εκκαλών (εναγόμενος) να ζητεί την απόρριψη της. Στις περιπτώσεις αυτές το δευτεροβάθμιο δικαστήριο εξαφανίζει την απόφαση και απορρίπτει την αγωγή για έναν από τους ως άνω λόγους (Σ. Σαμουήλ, Η έφεση, 2003, σελ. 332 επ., ΑΠ. 1004/2017).IV. Εν προκειμένω, η αγωγή κατά την επικουρική της βάση εκ του άρθρου 904 του Α.Κ., που έγινε μερικώς δεκτή κατ’ουσίαν με την εκκαλουμένη απόφαση, είναι μη νόμιμη, καθόσον δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής της, διότι, κατά τα αναφερόμενα (υπο στοιχ. ΙΙΙ),ο φορέας απασχόλησης δεν είχε τη δυνατότητα νόμιμης πρόσληψης εργαζομένου στη θέση, στην οποία απασχόλησε ακύρως την ενάγουσα. Επιπλέον η αγωγή τυγχάνει ομοίως μη νόμιμη κατά την επικουρική της βάση αναφορικά με τις αιτούμενες αξιώσεις για δώρα εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα και επιδόματα αδείας, διότι αυτές στηρίζονται ευθέως στο νόμο (διατάξεις των άρθρων 1 παρ.1 του ν. 1082/1980, 1 παρ.2 της 19040/1981 ΚΥΑ Οικονομικών και Εργασίας, 1 παρ.1 και 2 του α.ν. 539/1945 και 3 παρ.16 του ν. 4504/1966). Συνακόλουθα, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του έκρινε την αγωγή νόμιμη ως προς την επικουρική της βάση και ακολούθως την έκανε μερικώς δεκτή και ως ουσιαστικά βάσιμη έσφαλε ως προς την ορθή ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου. Με τα δεδομένα αυτά και μετά από αυτεπάγγελτη έρευνα του νομίμου της αγωγής από το Δικαστήριο τούτο, πρέπει αφενός να απορριφθεί η με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………. έφεση της ενάγουσας, και τα δικαστικά έξοδα του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας να συμψηφιστούν μεταξύ των διαδίκων, λόγω του δυσερμήνευτου των κανόνων δικαίου που εφαρμόσθηκαν (άρθρα 179 και 183 ΚΠολΔ), και αφετέρου να γίνει δεκτή η με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……… έφεση του εναγόμενου Ελληνικού Δημοσίου, ως βάσιμη, να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση και, αφού κρατηθεί η υπόθεση και δικαστεί εκ νέου η αγωγή, να απορριφθεί αυτή κατά το μέρος που αφορά σε διαφορές αποδοχών, και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς τις αγωγικές αξιώσεις για δώρα εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα και επιδόματα αδείας του επίδικου χρονικού διαστήματος κατά τη βάση που στηρίζεται στις διαταξεις των άρθρων 1 παρ.1 του ν. 1082/1980, 1 παρ.2 της 19040/1981 ΚΥΑ Οικονομικών και Εργασίας, 1 παρ.1 και 2 του α.ν. 539/1945 και 3 παρ.16 του ν. 4504/1966). V. Από την επανεκτίμηση της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρα της ενάγουσας στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού και την ανωμοτί εξέταση της ενάγουσας, που περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (το εναγόμενο δεν εξέτασε μάρτυρα), την προσκομιζόμενη με επίκληση από την ενάγουσα με αριθμό ……. ένορκη βεβαίωση του ….., που λήφθηκε με πρωτοβουλία της, ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιώς, μετά από νόμιμη κλήτευση του Ελληνικού Δημοσίου, όπως ενάγεται και εκπροσωπείται, κατ’ άρθρο 671 παρ.1 εδ τελευταίο ΚΠολΔ (βλ. τις με αριθμούς ……… εκθέσεις επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Πειραιώς …….), καθώς και από όλα τα προσκομιζόμενα με επίκληση από τους διαδίκους έγγραφα, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Με την υπ’αρίθμ. 32048/24-1-2006 ΚΥΑ των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας, με θέμα “Πρόγραμμα Απόκτησης Εργασιακής Εμπειρίας (STAGE) στις Υπηρεσίες Οικονομίας και Οικονομικών”, που εκδόθηκε λαμβάνοντας υπόψη τις διατάξεις του άρθρου 20 παρ. 1 και 15 του Ν. 2639/1998, καθώς και τις διατάξεις του ν. 2434/1996 «μέτρα πολιτικής για την απασχόληση και την επαγγελματική εκπαίδευση και κατάρτιση και άλλες διατάξεις» και την υπ’αρίθμ. 3015/ 58/8-11-2005 -2-2007 απόφαση του ΔΣ του ΝΠΔΔ με την επωνυμία «Οργανισμός Απασχολήσεως Εργατικού Δυναμικού (Ο.Α.Ε.Δ), αποφασίσθηκε η κατάρτιση του ως άνω προγράμματος πανελλαδικά. Ειδικότερα, κατά τα αναφερόμενα στην ως άνω Υπουργική Απόφαση: “1. το Πρόγραμμα αφορά την τοποθέτηση 350 ανέργων (εγγεγραμμένων στα μητρώα ανέργων του ΟΑΕΔ) σε υπηρεσίες του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών για χρονική περίοδο 18 μηνών. Σκοπός του Προγράμματος είναι η απόκτηση εργασιακής εμπειρίας, η προσαρμογή των επαγγελματικών προσόντων στην εξέλιξη και τις ανάγκες της αγοράς εργασίας στον τομέα ειδίκευσής τους, ανέργων πτυχιούχων ΑΕΙ, ΤΕΙ, διπλωματούχων Ι.Ε.Κ, αποφοίτων Λυκείου Γενικής Εκπαίδευσης, Τ.Ε.Λ, Ε.Π.Λ, Τ.Ε.Ε Β΄ Κύκλου, 2. Η διάρκεια του προγράμματος είναι 18 μήνες εκ των οποίων ένας (1) μήνας αφορά θεωρητική και πρακτική ενημέρωση – εξοικείωση με το εργασιακό περιβάλλον και οι υπόλοιποι 17 μήνες αφορούν την τοποθέτηση σε θέσεις για απόκτηση εργασιακής εμπειρίας, 3. Υπεύθυνος φορέας για την υλοποίηση, διαχείριση, παρακολούθηση, αξιολόγηση και έλεγχο του προγράμματος ορίζεται ο ΟΑΕΔ. Δικαιούχοι φορείς του προγράμματος. Υπηρεσίες Οικονομίας και Οικονομικών. 4. ……Δικαιούχοι θα πρέπει να είναι άνεργοι επιδοτούμενοι ή μη, να έχουν την Ελληνική υπηκοότητα ή την υπηκοότητα Κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή να είναι Έλληνες ομογενείς, που απασχολούνται μόνιμα στην Ελλάδα …… .6. Πριν την ένταξη του ασκούμενου στο πρόγραμμα θα υπογράφεται Συμφωνητικό Συνεργασίας μεταξύ του ΟΑΕΔ και του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών και του ασκούμενου και θα περιλαμβάνει νομικό πλαίσιο, πλήρη στοιχεία του ασκουμένου, ακριβή διάρκεια της εργασιακής εμπειρίας, θέση για απόκτηση εργασιακής εμπειρίας που θα καλύψει ο ασκούμενος, όρους του προγράμματος και δυνατότητα διακοπής του…… 11. Η διαδικασία παρακολούθησης του προγράμματος θα πραγματοποιείται από τις υπηρεσίες του ΟΑΕΔ σε τρία επίπεδα: Κεντρικό (διοίκηση), Περιφερειακό, Τοπικό. Σε υλοποίηση των ως άνω υπογράφηκε στις 11-6-2007 μεταξύ, αφενός μεν, της Διεύθυνσης Τελωνείων Αττικής ως φορέα υλοποίησης, και του ΟΑ.Ε.Δ., ως υπεύθυνου φορέα και αφετέρου της ενάγουσας, (πτυχιούχου του Τμήματος Λογιστικής της Σχολής Διοίκησης και Οικονομίας του ΤΕΙ Πειραιά) συμφωνητικό συνεργασίας με τίτλο “Συμφωνητικό Συνεργασίας στο πλαίσιο του προγράμματος για την απόκτηση εργασιακής εμπειρίας (STAGE) στις Υπηρεσίες του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών», κατά τα διαλαμβανόμενα στο οποίο η τελευταία συμφώνησε να συμμετέχει στο συγκεκριμένο πρόγραμμα, συνολικής διάρκειας 18 μηνών, αναλαμβάνοντας την υποχρέωση να το παρακολουθήσει. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με το άρθρο 2 αυτού η ενάγουσα αποδέχθηκε την τοποθέτηση της σε θέση που θα της προσέφερε η πιο πάνω Διεύθυνση του εναγομένου, προς απόκτηση εργασιακής εμπειρίας, σύμφωνα με το σκοπό του συμφωνητικού συνεργασίας και ανέλαβε την υποχρέωση να εξασκηθεί με συνέπεια και να επιδείξει επιμέλεια τόσο στην θεωρητική όσο και στην πρακτική εξοικείωση με το εργασιακό περιβάλλον, διάρκειας ενός (1) μηνός, όσο και στην τοποθέτηση της σε συγκεκριμένη θέση, σχετική με τον τομέα της ειδίκευσης της για την απόκτηση εργασιακής εμπειρίας διάρκειας δεκαεπτά (17) μηνών. Ακολούθως, αυτή τοποθετήθηκε στη γραμματειακή υποστήριξη του τμήματος Ιματισμού της Διεύθυνσης Τελωνείων Αττικής, ο δε Ο.Α.Ε.Δ. με απόφασή του Διοικητικού του Συμβουλίου ανέλαβε τη λογιστική παρακολούθηση του προγράμματος και την υποχρέωση να καταβάλλει στην ενάγουσα -για κάθε ημέρα και συνολικά όχι πλέον των 22 ημερών ανά μήνα 30 ευρώ ανά ημέρα μικτά. Περαιτέρω, κατά τα προβλεπόμενα στο ίδιο συμφωνητικό συνεργασίας το ωράριο αυτής δεν θα υπερέβαινε τις επτά (7) ώρες ημερησίως, τις πέντε (5) ημέρες την εβδομάδα από Δευτέρα έως και Παρασκευή και δεν θα πραγματοποιείτο σε βραδινές ώρες πέραν της 22ης ώρας. Ακόμη, η ενάγουσα θα μπορούσε να απουσιάσει δικαιολογημένα ή αδικαιολόγητα χωρίς να της καταβάλεται αποζημίωση και χωρίς υποχρέωση παράτασης του προγράμματος για σαράντα εργάσιμες ημέρες καθ’όλη τη διάρκεια του, ενώ θα μπορούσε να λάβει άδεια διακοπών έως σαράντα εργάσιμες ημέρες με αντίστοιχη παράταση του προγράμματος. Τέλος, ο υπεύθυνος φορέας (Ο.Α.Ε.Δ.) θα είχε την αποκλειστική ευθύνη για τη διαδικασία παρακολούθησης και ελέγχου εκτέλεσης του προγράμματος μέσω των υπαλλήλων ελεγκτών του και ο “φορέας υλοποίησης” υποχρεούτο να συνεργάζεται απολύτως και να παρέχει κάθε δυνατή βοήθεια και ενημέρωση προς τους ως άνω ελεγκτές υπαλλήλους. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι, η ενάγουσα ολοκλήρωσε το 18μηνο Πρόγραμμα STAGE και ασκήθηκε στον φορέα υλοποίησης του προγράμματος- εναγόμενο. Ακολούθως δε, με την 7900/158/3-3-2008 ΚΥΑ Υπουργών Οικονομικών και οικονομίας Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας το ως άνω πρόγραμμα (stage) παρατάθηκε για 12 μήνες. Για όλο τον προβλεπόμενο χρόνο θεωρητικής και πρακτικής άσκησης, η ενάγουσα απασχολείτο με την τήρηση πρωτοκόλλου, διεκπεραίωση οικονομικών θεμάτων, συλλογή και επεξεργασία στατιστικών στοιχείων, διεκπεραίωση αλληλογραφίας, σύνταξη βεβαιώσεων και λογιστικών καταστάσεων, αρχειοθέτηση και τήρηση λογιστικών βιβλίων τακτικού προϋπολογισμού, ενώ συνέδραμε και στη διαδικασία έκδοσης τελωνειακών ταυτοτήτων, η απασχόληση της δε αυτή αποσκοπούσε στην εκ μέρους της απόκτηση εργασιακής εμπειρίας σε αντικείμενο συναφές με τα τυπικά της προσόντα, γεγονός, που η τελευταία γνώριζε και αποδέχθηκε, ενώ δεν αποδείχθηκε οιαδήποτε σχέση εξάρτησης κατά την έννοια του νόμου, προσιδιάζουσα σε σχέση εργασίας, καθόσον οι όποιες οδηγίες αυτή ελάμβανε από τη διοίκηση του εναγομένου αφορούσαν στην εκπλήρωση του σκοπού της μαθητείας της, η δε αρχική διάρκειά της απασχόλησης της παρατάθηκε με ΚΥΑ και όχι από τον φορέα απασχόλησης της, τέλος, δε η διαφορετικότητα του καθεστώτος πρόσληψης και απασχόλησης της σύμφωνα με το άρθρο 20 παρ. 15 του Ν. 2639/1998, καταδεικνύεται μεταξύ των άλλων και από τα οριζόμενα στα συμφωνητικά συνεργασίας της, όπως προαναφέρθηκαν. Επιπλέον, δεν αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα εξυπηρετούσε συγκεκριμένες ανάγκες του εναγομένου, μη καλυπτόμενες από το τακτικό προσωπικό του, ούτε προέκυψε ότι μετά την ολοκλήρωση του προγράμματος στις 10-7-2009 το εναγόμενο προσέλαβε κάποιον άλλον στη θέση της. Με βάση τις ανωτέρω παραδοχές οι διάδικοι, κατά τα επίδικα χρονικά διαστήματα συνδέονταν μεταξύ τους με σύμβαση μαθητείας, η οποία δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως άκυρη σύμβαση εργασίας, και τούτο διότι οι συμβαλλόμενοι απέβλεψαν προεχόντως στην προαγωγή του ατομικού οφέλους της μέχρι τότε άνεργης ενάγουσας με την επαγγελματική εκπαίδευση και εξειδίκευσή της, που παρείχε την προοπτική της επαγγελματικής αποκατάστασής της, ως ατόμου με εξειδικευμένη εργασιακή εμπειρία και δευτερευόντως και κατά αναγκαία συνέπεια στην, κατά το επίδικο χρονικό διάστημα, παροχή εκ μέρους της εργασίας. Επομένως, δεν έχουν εφαρμογή εν προκειμένω οι διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας. Συνακόλουθα, πρέπει να απορριφθούν ως προς την ουσιαστική τους βασιμότητα οι αγωγικές αξιώσεις για επιδόματα εορτών και αδείας. Τέλος, η δικαστική δαπάνη και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας πρέπει, να συμψηφισθεί μεταξύ των διαδίκων, σύμφωνα με τα άρθρα 179 και 183 ΚΠολΔ, καθόσον η ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόσθηκαν και οι οποίοι αναφέρονται στη μείζονα σκέψη, ήταν ιδιαίτερα δυσχερής.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ με παρόντες τους διαδίκους τις με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……… /16-5-2017 και ………../19-5-2017 αντίθετες εφέσεις. ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και απορρίπτει κατ’ ουσίαν την με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……… /16-5-2017 έφεση.
ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ τα δικαστικά έξοδα του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας μεταξύ των διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και κατ’ ουσίαν την με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………../19-5-2017 έφεση
ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την με αριθμό 2049/2015 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς κατά το μέρος που έκανε ουσιαστικά δεκτή την από 6-4-2011 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………./2011 αγωγή κατά τη βάση της από αδικαιολόγητο πλουτισμό.
ΚΡΑΤΕΙ την υπόθεση και ΔΙΚΑΖΕΙ επί της ως άνω αγωγής.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αγωγή.
ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 28 Φεβρουαρίου 2019, χωρίς την παρουσία των διαδίκων, της δικαστικής πληρεξουσίας του πρώτου εκ των υπό στοιχ. Α εφεσιβλήτων-Β εκκαλούντος και των πληρεξουσίων δικηγόρων των λοιπών διαδίκων.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ