Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 379/2025

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός απόφασης 379/2025

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τον Δικαστή Νικόλαο Κουτρούμπα, Εφέτη, τον οποίο όρισε η Διευθύνουσα το Εφετείο Πρόεδρος Εφετών και από τη Γραμματέα Κ.Σ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά, στις …………., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ

Των εκκαλούντων: 1) ………., 2) ……………, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ιωάννη Αντωνιάδη [ΑΝΤΩΝΙΑΔΗΣ ΓΟΥΛΙΑΡΗ ΚΑΙ ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ Εταιρεία Δικηγόρων] με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ,

Της εφεσίβλητης: Ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία ……….., που εδρεύει στο …….. Αττικής, οδός …….. (ΑΦΜ ………..) και εκπροσωπείται νόμιμα ως διαχειρίστρια των απαιτήσεων της αλλοδαπής εταιρείας ειδικού σκοπού με την επωνυμία ………. που εδρεύει στο ……….., Ιρλανδία, οδός ………….και αριθμό καταχώρισης στο μητρώο εταιρειών της Ιρλανδίας ……….. και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της, Στέλλας Βαρζακάκου [ΦΡΟΥΔΑΚΟΣ ΧΡΗΣΤΟΣ ΚΑΙ ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ].

Οι νυν εκκαλούντες άσκησαν κατά της νυν εφεσίβλητης ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, την από 20.5.2024 (με Γ.Α.Κ. …/2024 και Ε.Α.Κ. ……/2024) ανακοπή τους κατόπιν δε συζητήσεως αυτής αντιμωλία των διαδίκων, εκδόθηκε η 3337/2024 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (ειδική διαδικασία περιουσιακών διαφορών) που απέρριψε την ανακοπή.

Οι ανακόπτοντες προσέβαλαν την ανωτέρω οριστική απόφαση με την από 21-10-2024 έφεσή τους, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά, στις 21.10.2024 με Γ.Α.Κ. …/2024 και Ε.Α.Κ. …../2024. Επικυρωμένο αντίγραφο της εφέσεως κατατέθηκε αυθημερόν στη Γραμματεία του Εφετείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …./2024 και Ε.Α.Κ. …./2024, οπότε ορίσθηκε δικάσιμος η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμος και γράφτηκε στο πινάκιο. Στο ίδιο δικόγραφο οι εκκαλούντες σώρευσαν και αίτηση αναστολής της εκτέλεσης με αίτημα χορήγησης προσωρινής διαταγής κατ’ άρθρο 938 παρ.2 ΚΠολΔ.

Κατά τη δικάσιμο αυτή η έφεση εκφωνήθηκε με τη σειρά του οικείου πινακίου και συζητήθηκε. Κατά τη συζήτησή της στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου, ο πληρεξούσιος δικηγόρος των εκκαλούντων ανέπτυξε τους ισχυρισμούς τους με τις προτάσεις που προκατέθεσε, η δε πληρεξούσια δικηγόρος της εφεσίβλητης, αφού έλαβε τον λόγο από τον Δικαστή του ανωτέρω Δικαστηρίου, αναφέρθηκε στις προτάσεις που κατέθεσε.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η από 21.10.2024 (κατατεθείσα στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …/2024 και Ε.Α.Κ. …./2024 και στη γραμματεία του Εφετείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …./2024 και Ε.Α.Κ. …./2024) έφεση των …. και …………. κατά της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «………..» προς εξαφάνιση της 3337/2024 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (ειδική διαδικασία περιουσιακών διαφορών), το οποίο δικάζοντας αντιμωλία των διαδίκων την από 20.5.2024 (με αρ. έκθ. κατ. δικογρ. ΓΑΚ/ΕΑΚ ………/21-5-2024) ανακοπή των νυν εκκαλούντων κατά της νυν εφεσίβλητης προς ακύρωση α) της από 20.3.2024 επιταγής προς πληρωμή κάτω από το αντίγραφο πρώτου εκτελεστού απογράφου της υπ’ αρ. …………/2017 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και β) της υπ’ αρ. ………../12-4-2024 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας του δικ. επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιά, ………., απέρριψε αυτή (ανακοπή), έχει ασκηθεί νομότυπα με κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου κατ’ άρθρο 495 παρ.1 ΚΠολΔ κι εμπρόθεσμα κατ’ άρθρο 518 παρ.2 ίδιου Κώδικα, καθώς η προσβαλλόμενη απόφαση δημοσιεύθηκε στις 10.10.2024 και η έφεση ασκήθηκε στις 21.10.2024, προ πάσης επιδόσεως της εκκαλουμένης και πριν την παρέλευση διετίας από τη δημοσίευση αυτής. Επομένως, η ένδικη έφεση, η οποία αρμοδίως κατ’ άρθρο 19 περ.1 ΚΠολΔ εισάγεται ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου για να δικασθεί με την ίδια ως πρωτοδίκως ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών κατ’ άρθρο 591 παρ.7 ΚΠολΔ, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξετασθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της κατ’ άρθρο 533 παρ.1 ΚΠολΔ. Για το παραδεκτό της εφέσεως έχει κατατεθεί, κατ’ άρθρο 495 παρ.3Α στοιχ.β’ ΚΠολΔ, το με κωδικό ………….. e-παράβολο του Υπουργείου Ψηφιακής Διακυβέρνησης ποσού 100 ευρώ, αντίγραφο του οποίου έχει επισυναφθεί στο εφετήριο. Επίσης, στο ίδιο δικόγραφο της έφεσης νόμιμα και παραδεκτά σωρεύεται κατ’ άρθρο 938 παρ.2 ΚΠολΔ αίτηση αναστολής της εκτελεστικής διαδικασίας μέχρι την έκδοση απόφασης επί της υπό κρίση εφέσεως, ενώ σημειώνεται ότι στις 14.11.2024, έγινε δεκτό από την Πρόεδρο Υπηρεσίας του Δικαστηρίου αυτού το ομοίως σωρευθέν από τους εκκαλούντες στο εφετήριο, αίτημα χορήγησης προσωρινής διαταγής και ανεστάλη η διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης δυνάμει της υπ’αρ. …./2024 κατασχετήριας έκθεσης του δικ. επιμελητή του Εφετείου Πειραιά …………. έως τη συζήτηση της υπό κρίση έφεσης κατά την ορισθείσα δικάσιμο της 22.5.2025.

Περαιτέρω, κατά την έννοια της διατάξεως της § 1 του άρθρου 520 ΚΠολΔ, που ορίζει ότι το έγγραφο της έφεσης πρέπει να περιέχει τα στοιχεία που απαιτούνται κατά τα άρθρα 118 έως 120 και τους λόγους της, λόγο έφεσης συνιστά κάθε αιτίαση κατά της εκκαλουμένης, η οποία, αν κριθεί βάσιμη, επιφέρει κατ’ άρθρο 535 του ίδιου Κώδικα την εξαφάνισή της και την αναδίκαση της υπόθεσης από το εφετείο. Το πότε ο λόγος έχει αυτό το αποτέλεσμα κρίνεται κατά περίπτωση με γνώμονα τις διατάξεις του ουσιαστικού δικαίου και τη λογική ακολουθία της διαδικασίας ([Σ. Σαμουήλ, Η έφεση, 2009, § 542, σελ. 231, Α. Μπακόπουλος, Ζητήματα από την κατ` έφεση δίκη, σε Δνη 1992/1137 επομ. (1138)]. Λόγο έφεσης αποτελεί ειδικότερα κάθε παράπονο του εκκαλούντος κατά της πρωτοβάθμιας απόφασης, που αναφέρεται είτε σε παραδρομές δικές του (ΑΠ 574/2018, στην ΤΝΠ Νόμος) είτε σε σφάλματα του δικαστηρίου, δηλαδή σε πλημμέλειες ή ελλείψεις της δικαστικής κρίσης (ΑΠ 208/2018, στην ΤΝΠ Νόμος), που επηρέασαν το διατακτικό της εκκαλουμένης, η οποία, αν τελεσιδικήσει, θα παράξει δυσμενές για τον εκκαλούντα δεδικασμένο (ΕφΠειρ. 278/2002, Αρμ. 2003/1478). Τα σφάλματα του δικαστηρίου εντοπίζονται σε οποιοδήποτε στάδιο του δικανικού συλλογισμού [Β. Ρήγας, Ζητήματα εκ του δικαίου της εφέσεως, σε ΕλλΔνη 1998.749 επομ. (751)] και ανάγονται είτε σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή κανόνων του ουσιαστικού δικαίου είτε σε δικονομικές παραβάσεις που εμφιλοχώρησαν κατά τη διαδικασία μέχρι την έκδοση της εκκαλουμένης είτε σε κακή εκτίμηση των αποδείξεων (ΑΠ 19/2018, ΑΠ 781/2017, ΑΠ 1003/2017, όλες σε ΤΝΠ Νόμος, Ν. Νικάς, ο.π., § 112, αρ. 72, σελ. 169, X. Τριανταφυλλίδης, σε Κ. Οικονόμου, Η Έφεση – Συστηματική κατ` άρθρο ερμηνεία του ΚΠολΔ, 2017, άρθρο 520, αρ. 5, σελ. 158, Α. – Ο. Μήτσου, σε Π. Κολοτούρου, Ένδικα Μέσα & Βοηθήματα κατά τον ΚΠολΔ, 2013, [2], αρ. 171, σελ. 113, Β. Βαθρακοκοίλης, Η Έφεση, 2015, αρ. 1054 – 1056, σελ. 278 – 279). Εξάλλου, οι λόγοι της έφεσης πρέπει να εκθέτουν σαφώς τις πλημμέλειες που αποδίδουν στην προσβαλλόμενη απόφαση, ώστε να μπορεί να ελεγχθεί η νομική και ουσιαστική βασιμότητά τους (ΑΠ 1168/2017, ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 305/2001, Δνη 2001/1318 = ΔΕΝ 2001/1232 = ΕΕΔ 2002/1108, ΑΠ 1129/1995, Δνη 1997/591, I. Πετρόπουλος, Αόριστοι, αλυσιτελείς και ανεπίτρεπτοι λόγοι εφέσεως, ΝοΒ 2018/1619 επομ. [1621]). Περαιτέρω, από το άρθρο 520 § 1 ΚΠολΔ συνάγεται, επιπλέον, ότι οι λόγοι εφέσεως δεν αρκεί να είναι μόνο σαφείς και ορισμένοι, αλλά πρέπει να είναι και λυσιτελείς, δηλαδή σε περίπτωση βασιμότητάς τους να επέρχεται ως αποτέλεσμα η εξαφάνιση της εκκαλουμένης αποφάσεως (ΕφΑθ. 1396/2012, Δνη 2012/1076, ΕφΑιγ. 148/2012, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ. 435/2010, Αρμ. 2011/472, ΕφΙωαν. 172/2006, Αρμ. 2007, 419, ΕφΙωαν. 37/2005, Αρμ. 2005/1774, ΕφΔωδ. 313/2005, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και να βελτιώνεται η νομική θέση του εκκαλούντος (Α.- Ο. Μήτσου, σε Ν. Λεοντή, Ένδικα Μέσα και Βοηθήματα στην Πολιτική Δίκη, 2018, [2], αρ. 208, σελ. 108 επομ., Ν. Νικάς, ο.π., § 112, αρ. 72, σελ. 168 επομ.). Λόγος, όμως, εφέσεως, ο οποίος και αληθής υποτιθέμενος δεν ασκεί έννομη επιρροή και, επομένως, δεν δύναται να οδηγήσει κατά νόμο στην εξαφάνιση της εκκαλουμένης, είναι αλυσιτελής και κατά τούτο απορριπτέος ως απαράδεκτος (ΑΠ 122/2014, ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 558/1990, ΕΕΝ 1991/121 = ΕΣυγκΔ 1991/36, ΜονΕφΠειρ. 311/2016, ΤΝΠ Νόμος). Υπονοήθηκε ήδη ανωτέρω ότι το έννομο συμφέρον ως προϋπόθεση του παραδεκτού των ενδίκων μέσων πρέπει να διαπιστώνεται όχι μόνο για το ίδιο το ένδικο μέσο αλλά και για καθέναν από τους λόγους του (ΑΠ 42/2015, ΧρΙΔ 2015/533 = ΔΕΕ 2015/1039, ΕφΠατρ. 366/2003, ΑχΝομ 2004/242, Κ. Κεραμεύς/Δ. Κονδύλης/Ν. Νικάς [-Μ. Μαργαρίτης], Ερμηνεία ΚΠολΔ, I, 2000, άρθρο 516, αρ. 17, σελ. 912, Κ. Παπαδοπούλας, Η αναιρετική διαδικασία κατά τον ΚΠολΔ, 1997, § 28, σελ. 88), αναγνωρίζεται δε, επί εφέσεως, η συνδρομή του στο πρόσωπο του εκκαλούντος, όταν η παραδοχή του λόγου μπορεί να βελτιώσει τη νομική του θέση (ΜονΕφΠειρ. 311/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Ν. Νικάς, Πολιτική Δικονομία, III, 2007, § 112, αρ. 71, σελ. 169), να οδηγήσει δηλαδή τελικά στην εξαφάνιση ή τη μεταρρύθμιση της εκκαλουμένης προς όφελος του (ΕφΑθ. 1396/2012, Δνη 2012/1076, ΕφΑιγ. 148/2012, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ. 435/2010, Αρμ. 2011/472, ΕφΙωαν. 172/2006, Αρμ. 2007,419, ΕφΙωαν. 37/2005, Αρμ. 2005/1774, ΕφΔωδ. 313/2005, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Έννομο συμφέρον στην προβολή λόγου έφεσης, επομένως, δεν υφίσταται, όταν δι’ αυτού δεν προάγονται πράγματι τα συμφέροντα του εκκαλούντος, όταν δηλαδή με το συγκεκριμένο λόγο δεν επιδιώκεται ούτε είναι, για νομικούς ή πραγματικούς λόγους, δυνατόν να επιτευχθεί μετριασμός ή απόσειση της βλάβης του (ΑΠ 976/1997, Δνη 1999/294, Νίκας, Το έννομο συμφέρον ως προϋπόθεση του παραδεκτού του ενδίκου μέσου, 1981, σελ. 193). Τέλος, το έννομο συμφέρον για την άσκηση των ενδίκων μέσων αποτελεί διαδικαστική προϋπόθεση της δίκης επί της έφεσης, που η ανάγκη του συνάγεται και από τη γενικότερη διάταξη του άρθρου 68 ΚΠολΔ. Η παραπάνω προϋπόθεση εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο και η έλλειψη της συνεπάγεται την απόρριψη του ενδίκου μέσου ως απαραδέκτου, κατά τα άρθρα 68, 73, 516 και 532 του ΚΠολΔ (ΑΠ 599/2015, ΑΠ 491/2010, ΑΠ 7748/2007, ΕφΑθ 6188/2009, ΕφΘεσ 386/2011, ΕφΘεσ 654/2009, ΕφΔωδ 246/2006 στην ΤΝΠ Νόμος, όπου παραπέμπει η ΜονΕφΑθ 2007/2022 στην ΤΝΠ Νόμος). Περαιτέρω, από το άρθρο 927 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με τα άρθρα 108, 294-297, 299, 954, 973, 993 και 999 του ίδιου Κώδικα, συνάγεται ότι εκείνος που φέρεται σε εκτελεστό τίτλο ως δανειστής δικαιούται να επισπεύσει, με βάση τον τίτλο, αναγκαστική εκτέλεση κατά του φερόμενου στον τίτλο ως οφειλέτη, παρέχοντας προς τούτο σχετική εντολή στο όργανο της εκτελέσεως, το οποίο στη συνέχεια λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα για την ολοκλήρωση της εκτελέσεως, και ότι σε εκείνον που επέσπευσε την εκτέλεση κατ’ αρχήν δεν απαγορεύεται, ούτε αποδοκιμάζεται, αλλά αντιθέτως παρέχεται δικαίωμα να παραιτηθεί από κάθε πράξη της εκτελέσεως και με τήρηση του κατά νόμο οικείου τύπου και έτσι κατ’ αρχήν να επιφέρει ματαίωση της έγκυρης διενέργειας της εν λόγω πράξεως. Σημειωτέον ότι το ως άνω δικαίωμα εντάσσεται στο αναγνωριζόμενο από το Σύνταγμα (άρθρ. 20) δικαίωμα αιτήσεως παροχής από την Πολιτεία έννομης προστασίας υπό τη μορφή της αναγκαστικής εκτελέσεως, το οποίο δικαίωμα, τείνοντας στην εξυπηρέτηση του γενικού συμφέροντος για κοινωνική ειρήνη, μπορεί, κατά την άσκηση του, να προσβάλλει δικαιώματα άλλου, όπως εκείνο της κατ’ αρχήν προστατευόμενης από το Σύνταγμα (άρθρ. 17) και βασικά ρυθμιζόμενης στον ΑΚ (π.χ. με τα άρθρα 973, 1000, 1108) ιδιοκτησίας. (ΑΠ 223/2004 Νόμος). Γίνεται δεκτό ότι και στη διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης ισχύει η θεμελιώδης δικονομική αρχή της διάθεσης, η οποία καθιερώνεται με τη διάταξη του άρθρου 106 ΚΠολΔ, ως συνέπεια του απαλλοτριωτού των ιδιωτικών δικαιωμάτων, όπου εκδηλώνεται με πολλαπλό περιεχόμενο και πραγματώνεται σε διαφορετικό κάθε φορά βαθμό. Έτσι, η εκτέλεση αρχίζει και κατ’ αρχήν αποπερατώνεται μόνο μετά από αίτηση ή ενέργεια των υποκειμένων της. Συναφής προς την αρχή της διάθεσης είναι και εκείνη της πρωτοβουλίας του επισπεύδοντος, η οποία καθιερώνεται με τη διάταξη του άρθρ. 927 ΚΠολΔ και σημαίνει, ειδικότερα, ότι η πράξη της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης εξελίσσεται από στάδιο σε στάδιο κατ’ αρχήν μετά από ενέργειες του επισπεύδοντος. Εξάλλου, στο πλαίσιο της αρχής της διάθεσης εντάσσεται και η εξουσία του επισπεύδοντος να παραιτείται από την κατάσχεση [βλ. Φάλτση, ΔικΑναγΕκτ, ΓενΜ, έκδ. 1998, παρ. 11, 12, σελ. 192-220 και ιδίως παρ. 11.1, ΙΙ.12·4, παρ. 12 I1, IV13·14], η οποία και θέτει τέλος στην εκτελεστική διαδικασία που στηρίζεται στη συγκεκριμένη κατάσχεση, εκτός αν υπάρχουν αναγγελμένοι δανειστές με εκτελεστό τίτλο, των οποίων η αναγγελία έχει ισχύ αυτοτελούς κατάσχεσης (άρθρ. 972 παρ. 2 ΚΠολΔ, ΜονΕφΑθ 2700/2021 στην ΤΝΠ Νόμος). Η παραίτηση από την κατάσχεση, αυτού που την επέβαλε, ή η ανάκλησή της και γενικώς η ανάκληση της εντολής για εκτέλεση, η οποία δεν προβλέπεται από την κείμενη νομοθεσία, αλλά, όμως, αποτελεί λόγο κατάργησης της εκτελεστικής διαδικασίας, κρίνεται κατά τις διατάξεις για παραίτηση από διαδικαστικές πράξεις. Η παραίτηση αυτή, η οποία είναι έγκυρη και παράγει έννομες συνέπειες, εφόσον δεν έχει προηγηθεί αναγγελία άλλου δανειστή υπό τις προϋποθέσεις των ΚΠολΔ 972 παρ. 2 εδ.β’ και 1006 παρ. 4 εδ.α’, οπότε η αναγγελία επέχει θέση αυτοτελούς κατάσχεσης, μπορεί να γίνει είτε κατά τις διατυπώσεις του άρθρου 297 ή με εξώδικη έγγραφη δήλωση αυτού που την επέβαλε, η οποία πρέπει να κοινοποιηθεί στον καθ’ ου η εκτέλεση, οπότε και αρχίζει η δέσμευση του πρώτου, λόγω της φύσης της αναγκαστικής εκτέλεσης ως εξώδικης διαδικασίας, και στον επί του πλειστηριασμού υπάλληλο, δεν μπορεί, δε, να συναχθεί σιωπηρώς (ΑΠ 672/1974 ΝοΒ 23.282 ΑΠ 502/1957.ΝοΒ 6.137, ΕφΑΘ 6953/1987 Δ19. 470, ΕφΑΘ 2327/1970 Δ 1.538, Β. Βαθρακοκοίλης ΚΠολΔ Τόμος Ε ’ , άρθρο 951 παρ. 16, σελ. 665 – 666, Μ. Μαργαρίτης Ερμηνεία ΚΠολΔ, εκδ. 2012, τόμος II, άρθρο 997 αριθμ. 20-23, σελ. 811-812, Μπέης Δ. 8.643 επ., Μπρίνιας Αναγκαστική Εκτέλεση, 2η έκδοση, παρ. 135 α, Βλαστός δ 19.471). Απέναντι στους τρίτους όμως και ιδιαίτερα απέναντι στους άλλους δανειστές του οφειλέτη, προκειμένου να διασφαλισθούν τα συμφέροντα τους, η παραίτηση, κατά την ορθότερη άποψη, παράγει έννομες συνέπειες από την καταχώρηση της στα βιβλία κατασχέσεων, όπως ακριβώς και η κατάσχεση παράγει έννομες συνέπειες έναντι των τρίτων από την εγγραφή στα ίδια βιβλία, σύμφωνα με το άρθρο 997 § § 2 και 3 του ΚΠολΔ (Μπρίνιας, ό.π. παρ. 660 Β’, σελ. 2185 και Δ 12.432 – 433, Βλαστός ό.π. Β. Βαθρακοκοίλης ό.π. στο άρθρο 95 αριθ. 11, Μ. Μαργαρίτης ο.π. άρθρο 997 αριθμ. 23, σελ. 812 πρβλ. και ΑΠ 812/1958 ΝοΒ 7.475 για το προϊσχύσαν δίκαιο) (ΜονΕφΠατρ 95/2024 στην ΤΝΠ Νόμος, ΜονΕφΑθ 2700/2021 στην ΤΝΠ Νόμος, ΜονΕφΛαρ 260/2020 στην ΤΝΠ Νόμος και Δικογραφία 2020, σελ. 632). Στην περίπτωση παραίτησης του επισπεύδοντος δανειστή από την κατάσχεση, αυτή αποδυναμώνεται με αποτέλεσμα να αδρανοποιείται η περαιτέρω εκτελεστική διαδικασία (Κεραμεύς/Κονδύλης/Νίκας (-Μάζης), ΚΠολΔ2, άρθρο 927 παρ.8, σελ. 178 που παραπέμπει στην ΕφΑθ 6933/1987, ΝοΒ 1988, σελ. 573-574).

Στην προκειμένη περίπτωση, με την ένδικη έφεσή τους οι εκκαλούντες παραπονούνται μεταξύ άλλων γιατί απορρίφθηκε η από 20.5.2024 ανακοπή τους με την οποία ζητούσαν πέραν της ακύρωσης της από 20.3.2024 επιταγής προς πληρωμή της εφεσίβλητης  κάτω από αντίγραφο εξ απογράφου υπ’ αρ. ……./2017 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και την ακύρωση της υπ’ αρ. …………./12.4.2024 κατασχετήριας έκθεσης του δικ. επιμελητή του Εφετείου Πειραιά ………… Ωστόσο, η εφεσίβλητη με τις προτάσεις της ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου υποστηρίζει και αποδεικνύει με τα προσκομιζόμενα από αυτή έγγραφα ότι η ένδικη κατάσχεση έχει αρθεί δυνάμει της υπ’ αρ. ……./5.12.2024 πράξης άρσης κατάσχεσης της συμβολαιογράφου Αθηνών ………, που κοινοποιήθηκε νομότυπα στους καθ’ ων η εκτέλεση- ανακόπτοντες και ήδη εκκαλούντες, όπως προκύπτει από  τις προσκομιζόμενες με αρ. ………../12.12.2024 έκθεση επίδοσης του δικ. επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιώς ……… και ………../12.12.2024 έκθεση επίδοσης του δικ. επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών …………, η δε άρση καταχωρίστηκε νομοτύπως στα κτηματολογικά φύλλα των κατασχεθέντων ακινήτων, όπως προκύπτει από το με αρ. ………./30.12.2024 πιστοποιητικό καταχώρισης εγγραπτέας πράξης του Κτηματολογικού Γραφείου Πειραιώς και Νήσων. Στις δικές τους κατ’ έφεση προτάσεις οι εκκαλούντες διαλαμβάνουν ότι μετά την έκδοση της από 14.11.2024 προσωρινής διαταγής με την οποία ανεστάλη η εκτέλεση σε βάρος τους, η καθ’ης η ανακοπή παραιτήθηκε από την κατασχετήρια έκθεση και προέβη σε άρση της με την υπ’ αρ. ……../5.12.2024 πράξη της συμβολαιογράφου Αθηνών . ……………, πλην όμως ότι έχουν ενεστώς έννομο συμφέρον για τη συζήτηση της υπό κρίση εφέσεώς τους, καθώς η καθ’ης- ήδη εφεσίβληγτη δεν παραιτήθηκε και από την συμπροσβαλλόμενη με την ανακοπή τους επιταγή προς εκτέλεση, αντίθετα επέβαλε στη συνέχεια νέα κατάσχεση. Ότι επιπλέον με την πρωτοβάθμια απόφαση καταδικάσθηκαν να καταβάλουν δικαστική δαπάνη ποσού 7.800 ευρώ και έχουν κάθε συμφέρον για την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, ιδίως από τη στιγμή που η καθ’ης παραιτήθηκε από την προσβαλλόμενη κατασχετήρια έκθεση αποδεχόμενη ουσιαστικά το βάσιμο της ανακοπής τους. Πράγματι, η νομότυπη παραίτηση της εφεσίβλητης επισπεύδουσας την αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος των εκκαλούντων από την προσβαλλόμενη κατασχετήρια έκθεση καθιστά καταρχάς αλυσιτελή την εκδίκαση της υπό κρίση έφεσης κατ’ άρθρο 68 ΚΠολΔ με σκοπό να γίνει δεκτή η ένδικη ανακοπή και να ακυρωθεί η ήδη ανενεργής προσβαλλόμενη έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης ακινήτων, πλην όμως οι εκκαλούντες διατηρούν έννομο συμφέρον για την εκδίκαση της ανακοπής τους σε δεύτερο βαθμό, καθώς πράγματι τυχόν αποδοχή κάποιου εκ των λόγων της ανακοπής τους θα ανέτρεπε την κρίση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και ως προς την επιδίκαση σε βάρος τους των δικαστικών εξόδων (πρβλ. ΑΠ 208/2015 στην ΤΝΠ Νόμος). Σημειώνεται, πάντως, ότι η  εκ των υστέρων παραίτηση της εφεσίβλητης από την προσβαλλόμενη κατασχετήρια έκθεση δεν συνιστά αποδοχή κάποιου εκ των λόγων της ένδικης ανακοπής, όπως αβάσιμα ισχυρίζονται οι εκκαλούντες κι επισημαίνεται ότι εφόσον απορριφθεί η υπό κρίση έφεση και μη υπάρχοντος αυτοτελούς λόγου έφεσης που να αμφισβητεί τον υπολογισμό των δικαστικών εξόδων από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το παρόν Δικαστήριο δεν θα ασχοληθεί με το κεφάλαιο αυτό.

Περαιτέρω, με την υπό κρίση έφεσή τους οι εκκαλούντες υποστηρίζουν ότι κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, η εκκαλούμενη απόφαση απέρριψε όσους λόγους της ένδικης ανακοπής επαναφέρουν με το εφετήριο, με τους οποίους ζητούσαν την ακύρωση των προσβαλλόμενων πράξεων εκτέλεσης και ζητούν, αφού γίνει δεκτή η έφεσή τους να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη, να γίνει δεκτή η υπ’ αρ. κατ. …………./2024 ανακοπή τους  και να ακυρωθούν α) η από 20.3.2024 επιταγή προς εκτέλεση κάτω από το αντίγραφο εξ απογράφου της υπ’ αρ. ………./2017 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και β) η υπ’ αρ. ………../12.4.2024 κατασχετήρια έκθεση του δικαστικού επιμελητή Εφετείου Πειραιά ………. και να καταδικασθεί η εφεσίβλητη στα δικαστικά τους έξοδα για αμφότερους τους βαθμούς δικαιοδοσίας.

Ειδικότερα, με τον πρώτο λόγο έφεσης προσάπτουν στην εκκαλουμένη, εσφαλμένη απόρριψη του τέταρτου λόγου ανακοπής τους περί απόλυτης ακυρότητας της υπ’ αρ. ……./2024 κατασχετήριας έκθεσης καθώς με αυτή ορίσθηκε ημέρα πλειστηριασμού η Κυριακή. Ότι όπως ισχυρίσθηκαν στην ως άνω ανακοπή τους σύμφωνα με το άρθρο 998 ΚΠολΔ στον πλειστηριασμό ακινήτων εφαρμόζεται το άρθρο 959 ΚΠολΔ, στην παράγραφο 8 του οποίου ορίζεται ότι οι ηλεκτρονικοί πλειστηριασμοί διενεργούνται μόνο εργάσιμη ημέρα Τετάρτη, Πέμπτη ή Παρασκευή και τις ώρες που ορίζεται στο ανωτέρω άρθρο, ενώ τέλος σύμφωνα με το άρθρο 993 ΚΠολΔ και το άρθρο 954 παρ.2 ίδιου Κώδικα στα απαραίτητα στοιχεία της κατασχετήριας έκθεσης είναι και ο ορισμός της ημερομηνίας πλειστηριασμού, καθώς ο οφειλέτης θα πρέπει να γνωρίζει την ημερομηνία κατά την οποία εκπλειστηριάζεται η ακίνητη περιουσία του. Ότι στην προσβαλλόμενη με την ανακοπή κατασχετήρια έκθεση ορίζεται ως ημέρα πλειστηριασμού της ακίνητης περιουσίας τους η 17η Νοεμβρίου 2024, η οποία είναι ημέρα Κυριακή. Ότι μάλιστα η ανωτέρω ημερομηνία αναφέρεται τόσο αριθμητικά, όσο και ολογράφως, ώστε να μην υπάρχει καμία αμφιβολία ότι δεν πρόκειται για κάποιο σφάλμα δακτυλογράφησης. Ότι ο ανωτέρω ορισμός της Κυριακής 17ης Νοεμβρίου 2024 ως ημέρας πλειστηριασμού προκαλεί απόλυτη ακυρότητα της προσβαλλόμενης κατασχετήριας έκθεσης, καθώς αυτή έχει ορίσει ως ημέρα πλειστηριασμού την Κυριακή κατά παράβαση του άρθρου 959 παρ.8 ΚΠολΔ και η ακυρότητα αυτή πρέπει να κηρυχθεί με δικαστική απόφαση. Ότι σε κάθε περίπτωση, οι ανακόπτοντες υφίστανται ανεπανόρθωτη βλάβη, καθώς εκπλειστηριάζεται το σύνολο της  προσωπικής ακίνητης περιουσίας τους με μία παντελώς άκυρη διαδικασία και δεν γνωρίζουν με ασφάλεια ποια μέρα εκπλειστηριάζεται η περιουσία τους και γι’ αυτό θα πρέπει να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη κατασχετήρια έκθεση. Ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε τον ανωτέρω λόγο ανακοπής δεχόμενο ότι «Πράγματι, η υπ’ αριθ. ……./12-4-2024 κατασχετήρια έκθεση που επιδόθηκε στους ανακόπτοντες, αναγράφει ως ημερομηνία διενέργειας του πλειστηριασμού: «…την δέκατη έβδομη (17η) Νοεμβρίου δύο χιλιάδες είκοσι τέσσερα (2024) ημέρα Πέμπτη…». Πλην όμως, η επικαλούμενη ατέλεια δεν είναι τέτοιας σοβαρότητας, ώστε να δικαιολογείται η ακύρωση της προσβαλλόμενης έκθεσης κατάσχεσης, αφού αφ’ ενός αυτή μπορεί να θεραπευθεί με την άσκηση της ειδικής διορθωτικής ανακοπής του άρθρου 954 παρ.4 ΚΠολΔ και αφ’ ετέρου στο δικόγραφο δεν γίνεται επίκληση συγκεκριμένης βλάβης για τους ανακόπτοντες που να μην μπορεί να αποκατασταθεί διαφορετικά, παρά μόνον με την κήρυξη της ακυρότητας (ΜονΠρωτΘεσσαλ 18103/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Επιπροσθέτως, από το προσκομιζόμενο υπ’ αριθ. ……./18-4-2024 απόσπασμα της υπ’ αριθ. ………../18-4-2024 κατασχετήριας έκθεσης, το οποίο σύμφωνα με το άρ. 995 παρ.4 ΚΠολΔ, δημοσιεύθηκε στην ιστοσελίδα δημοσιεύσεων πλειστηριασμών του Δελτίου Δικαστικών Δημοσιεύσεων του e- ΕΦΚΑ επιμελεία του Δικαστικού Επιμελητή, προκύπτει ότι σε αυτό αναφέρεται η ορθή ημερομηνία διενέργειας του πλειστηριασμού, ήτοι η 21η Νοεμβρίου 2024, ημέρα Πέμπτη. Δεν πρόκειται δηλαδή για εσφαλμένο υπολογισμό στον ορισμό της ημερομηνίας διενέργειας του πλειστηριασμού κατά παράβαση της διάταξης του άρ. 993 παρ.2 ΚΠολΔ, ειμή μόνον για εσφαλμένη αναγραφή της ορθώς ορισθείσας ημερομηνίας διενέργειας αυτού, η οποία αποτυπώθηκε ορθά, τόσο στο απόσπασμα της κατασχετήριας έκθεσης όσο και στη σχετική ανάρτηση αυτού στην ιστοσελίδα δημοσιεύσεων πλειστηριασμών του Δελτίου Δικαστικών Δημοσιεύσεων του e- ΕΦΚΑ». Κατά τους εκκαλούντες, κρίνοντας με αυτό τον τρόπο, η εκκαλούμενη απόφαση παραβίασε τις διατάξεις του νόμου και συγκεκριμένα των άρθρων 159, 933 και 993 παρ.2 ΚΠολΔ προβαίνοντας σε εσφαλμένη ερμηνεία τους και σε κακή εκτίμηση των αποδείξεων. Ότι ειδικότερα, η εκκαλούμενη συγχέει τις ελλείψεις της κατασχετήριας έκθεσης που μπορούν να διορθωθούν με την ειδική ανακοπή του άρθρου 954 παρ.4 ΚΠολΔ με την απόλυτη ακυρότητα που προκαλείται από τον ορισμό ως ημέρας πλειστηριασμού, ημέρας Κυριακής. Ότι στην έκθεση κατάσχεσης η ατελής περιγραφή του κατασχεμένου ακινήτου ή η έλλειψη ή ανακρίβεια οποιουδήποτε από τα στοιχεία του άρθρου 993 παρ.2 εδ. β’ (είδος, θέση, όρια, έκταση), εφόσον γεννά αμφιβολία για την ταυτότητα του ακινήτου, έχει ως συνέπεια την ακυρότητα της έκθεσης, μόνο όταν συντρέχει και το στοιχείο της βλάβης, δηλαδή όταν η παράβαση της πιο πάνω διάταξης προκάλεσε στον καθ’ου η εκτέλεση βλάβη, η οποία δεν μπορεί να αποκατασταθεί διαφορετικά παρά μόνο με την κήρυξη της ακυρότητας κατ’ άρθρο 159 αρ.3 ΚΠολΔ. Ότι ωστόσο, στην υπό κρίση περίπτωση, η παραβίαση του άρθρου 959 παρ.8 ΚΠολΔ που ορίζει ρητά ότι «Οι ηλεκτρονικοί πλειστηριασμοί διενεργούνται μόνο εργάσιμη ημέρα Τετάρτη ή Πέμπτη ή Παρασκευή από τις 10:00 έως τις 12:00 και από τις 14:00 έως τις 16:00» προκαλεί απόλυτη ακυρότητα του ορισμού της ημέρας πλειστηριασμού ημέρα Κυριακή. Ότι σε κάθε περίπτωση το σφάλμα είναι τόσο σοβαρό που δεν μπορεί να διορθωθεί με την ειδική ανακοπή του άρθρου 954 παρ.4 ΚΠολΔ, το οποίο προβλέπει ότι το Δικαστήριο «μπορεί να διατάξει τη διόρθωση της έκθεσης και του αποσπάσματος αυτής, ιδίως ως προς την περιγραφή του κατασχεθέντος, την εκτίμηση και την τιμή πρώτης προσφοράς», χωρίς αυτό να μπορεί να αλλάξει την ημέρα του πλειστηριασμού, καθώς τούτο δεν προβλέπεται πλέον από το άρθρο 954 ΚΠολΔ. Ότι άλλωστε και όλο το σύστημα αναγκαστικής εκτέλεσης μετά την τροποποίηση του ν. 4335/2015 προβλέπει ότι η ορισθείσα με την κατασχετήρια έκθεση ημερομηνία πλειστηριασμού παραμένει σταθερή και όλες οι σχετικές προθεσμίες (κατάθεσης ανακοπής άρθρου 954 ΚΠολΔ, δημοσίευση απόφασης του Δικαστηρίου), έχουν ως οδηγό και σημείο αναφοράς την ορισθείσα ημέρα πλειστηριασμού. Ότι πλέον αυτού, η εκκαλουμένη δεν έλαβε υπόψη την επικαλούμενη από τους ανακόπτοντες βλάβη τους, καθώς ορίστηκε απαγορευμένη από το νόμο ημερομηνία πλειστηριασμού, η οποία καταχωρίστηκε και στο αρμόδιο κτηματολογικό γραφείο, ενώ υπάρχει διαφορετική ημερομηνία στο απόσπασμα της κατασχετήριας έκθεσης, δημιουργώντας ανεπίτρεπτη σύγχυση σε αυτούς.

Κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου, η εκκαλούμενη απόφαση ορθά δέχθηκε ότι η επικαλούμενη από τους ανακόπτοντες πλημμέλεια στην προσβαλλόμενη έκθεση κατάσχεσης, ήτοι η αναγραφή ως ημερομηνία διενέργειας του πλειστηριασμού η «δέκατη έβδομη (17η) Νοεμβρίου δύο χιλιάδες είκοσι τέσσερα (2024) ημέρα Πέμπτη…» (και όχι αναγραφόμενη «Κυριακή», όπως υποστηρίζουν οι ανακόπτοντες), ενώ στην πραγματικότητα η 17η Νοεμβρίου 2024 δεν είναι ημέρα Πέμπτη αλλά Κυριακή, δεν είναι τέτοιας σοβαρότητας, ώστε να δικαιολογείται η ακύρωση της προσβαλλόμενης έκθεσης κατάσχεσης, αφού αφενός αυτή μπορεί να θεραπευθεί με την άσκηση της διορθωτικής ανακοπής του άρθρου 954 παρ.4 ΚΠολΔ και αφετέρου στο δικόγραφο δεν γίνεται επίκληση συγκεκριμένης βλάβης για τους ανακόπτοντες, που να μην μπορεί να αποκατασταθεί διαφορετικά, παρά μόνο με την κήρυξη της ακυρότητας. Το άρθρο 954 παρ.4 εδ.α’ ΚΠολΔ ορίζει ότι ύστερα από ανακοπή του επισπεύδοντος ή του καθ` ου η εκτέλεση ή οποιουδήποτε άλλου έχει έννομο συμφέρον, το αρμόδιο κατά το άρθρο 933 δικαστήριο, δικάζοντας κατά τη διαδικασία των άρθρων 686 επ., μπορεί να διατάξει τη διόρθωση της έκθεσης κατάσχεσης και του αποσπάσματος αυτής, ιδίως ως προς την περιγραφή του κατασχεθέντος, την εκτίμηση και την τιμή πρώτης προσφοράς. Η ανακοπή του άρθρου 954 § 4 ΚΠολΔ έχει τον χαρακτήρα ειδικού ένδικου βοηθήματος, η καθιέρωση του οποίου, με την ανωτέρω διάταξη, αποσκοπεί στη διόρθωση της έκθεσης κατάσχεσης για οποιαδήποτε έλλειψή της, η οποία πριν από την τροποποίηση της διάταξης αυτής θεμελίωνε ανακοπή κατά το άρθρο 933 ΚΠολΔ, με αίτημα την ακύρωση της έκθεσης. Ήδη, η άσκηση της τελευταίας αυτής ανακοπής δικαιολογείται μόνο στην περίπτωση που οι ελλείψεις της έκθεσης κατάσχεσης είναι ιδιαίτερα σοβαρές, όπως ως προς την περιγραφή του πράγματος, που δεν θα απέκλειαν την αντικατάστασή του ή δεν επιδέχονται ίαση με απλή διόρθωση, όπως επί έλλειψης σύμπραξης ή υπογραφής του κατά το νόμο απαιτούμενου μάρτυρα, και με τη συνδρομή πάντοτε του στοιχείου της βλάβης, δικονομικής ή περιουσιακής, που δεν μπορεί να αποκατασταθεί διαφορετικά παρά μόνο με την κήρυξη της ακυρότητας, σύμφωνα με το άρθρο 159 ΚΠολΔ (ΑΠ 1687/2005, ΑΠ 1497/2003, ΑΠ 433/2002, ΑΠ 314/2000). Αν, όμως, τέτοια βλάβη δεν μπορεί να είναι νοητή, διότι υπάρχει δυνατότητα επαρκούς θεραπείας των ελλείψεων της κατασχετήριας έκθεσης με τη διόρθωση κατά το άρθρο 954 § 4 ΚΠολΔ, η ανακοπή του άρθρου 933 ΚΠολΔ δεν μπορεί να ευδοκιμήσει (βλ. ΑΠ 1074/2023 στην areiospagos.gr). Ο νομοθέτης στη διάταξη του άρθρου 954 παρ.4 εδ.α’ ΚΠολΔ για τη διορθωτική ανακοπή, χρησιμοποιώντας τη λέξη «ιδίως», ενδεικτικώς μόνο αναφέρεται σε σφάλματα ως προς την περιγραφή του κατασχεθέντος, την εκτίμηση και την τιμή πρώτης προσφοράς, ενώ αντικείμενο της εν λόγω ανακοπής μπορεί να αποτελέσει οποιοδήποτε σφάλμα που εμφιλοχώρησε στην κατασχετήρια έκθεση ως προς τα στοιχεία που αποτελούν εκ του νόμου περιεχόμενο αυτής (πρβλ. Βασίλη Βαθρακοκοίλη, Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, τόμος Ε’, έκδοση 1997, άρθρο 954, σελ. 712, παρ.18, Νικολόπουλο σε Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, Ερμηνεία ΚΠολΔ ΙΙ, έκδοση 2000, άρθρο 954, σελ. 1842, παρ.3, Διπλωματική εργασία Παγώνας Παπαπαναγιώτου, Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών ΑΠΘ, ακαδημαϊκό έτος 2011-2012, με επιβλέποντα Καθηγητή Γεώργιο Διαμαντόπουλο, Η ανακοπή της διάταξης του άρθρου 954 παρ.4 ΚΠολΔ, σελ. 29, στο Ikee.lib.auth.gr), όπως εν προκειμένω είναι η εσφαλμένη αρίθμηση στην ημερομηνία του ορισθέντος πλειστηριασμού με την προσβαλλόμενη έκθεση κατάσχεσης. Επομένως, τα όσα αντίθετα προβάλλουν οι εκκαλούντες με το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου έφεσης ότι το παραπάνω σφάλμα ως προς την ημερομηνία του πλειστηριασμού στην κατασχετήρια έκθεση στηρίζει ανακοπή του άρθρου 933 ΚΠολΔ τυγχάνουν απορριπτέα στην ουσία τους.

Περαιτέρω, οι εκκαλούντες υποστηρίζουν με το δεύτερο σκέλος του ίδιου ως άνω πρώτου λόγου της υπό κρίση έφεσης ότι και η επικουρική αιτιολογία της εκκαλουμένης είναι απολύτως εσφαλμένη κατά παράβαση του νόμου. Ότι ειδικότερα η απόφαση δέχεται πως σε κάθε περίπτωση η περίληψη της κατασχετήριας έκθεσης η οποία δημοσιεύθηκε στο e- ΕΦΚΑ αναφέρει ορθά ως ημερομηνία πλειστηριασμού την 21 Νοεμβρίου 2024. Ότι ωστόσο από το άρθρο 995 παρ.4 ΚΠολΔ που ορίζει ότι «Απόσπασμα της κατασχετήριας έκθεσης, που περιλαμβάνει τα ονοματεπώνυμα του υπέρ ου και του καθ` ου η εκτέλεση, καθώς και τον αριθμό φορολογικού μητρώου αυτών και, αν πρόκειται για νομικά πρόσωπα, την επωνυμία και τον αριθμό φορολογικού τους μητρώου, συνοπτική περιγραφή του ακινήτου που κατασχέθηκε κατά το είδος, τη θέση, τα όρια και την έκτασή του, με τα συστατικά και όσα παραρτήματα συγκατάσχονται, καθώς και μνεία των υποθηκών ή προσημειώσεων που υπάρχουν επάνω στο ακίνητο, την τιμή της πρώτης προσφοράς, του ποσού για το οποίο γίνεται η κατάσχεση, τους όρους του πλειστηριασμού, που θέτει ο υπέρ ου η εκτέλεση και που γνωστοποιήθηκαν στον δικαστικό επιμελητή με την εντολή για εκτέλεση του άρθρου 927 και το όνομα και τη διεύθυνση του υπαλλήλου του πλειστηριασμού, καθώς και τον τόπο, την ημέρα και την ώρα του πλειστηριασμού, εκδίδεται από τον δικαστικό επιμελητή και δημοσιεύεται με επιμέλεια αυτού μέχρι την δέκατη πέμπτη ημέρα από την κατάσχεση στην ιστοσελίδα δημοσιεύσεων πλειστηριασμών του Δελτίου Δικαστικών Δημοσιεύσεων του Ηλεκτρονικού Εθνικού Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης (e-ΕΦΚΑ)» προκύπτει ότι το απόσπασμα της καταχετήριας έκθεσης δεν μπορεί να διαφοροποιείται από την ίδια την κατασχετήρια έκθεση, διότι σε μια τέτοια περίπτωση δεν είναι «απόσπασμα» αυτής αλλά άλλο έγγραφο. Ότι η κρίση της εκκαλουμένης ότι η ορθή ημερομηνία του ορισθέντος πλειστηριασμού αναφέρεται στο απόσπασμα της κατασχετήριας έκθεσης και συνεπώς δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα, έρχεται σε αντίθεση με την κρίση της στην αρχή του σκεπτικού της ότι η ορισθείσα ημερομηνία του πλειστηριασμού είναι η Κυριακή 17 Νοεμβρίου 2024. Ότι η εκκαλουμένη δηλαδή δεν έκρινε ότι από παραδρομή, τυπογραφικό λάθος αναφέρθηκε ως ημερομηνία πλειστηριασμού η 17η Νοεμβρίου 2024 και το λάθος αυτό διορθώθηκε με το απόσπασμα της κατασχετήριας έκθεσης, αλλά ότι πράγματι ορίσθηκε ως ημερομηνία πλειστηριασμού η 17η Νοεμβρίου και συνεπώς δεν μπορεί το απόσπασμα να διαφοροποιείται άνευ ετέρου από την κατασχετήρια έκθεση. Ότι πλέον αυτού ουδέποτε κοινοποιήθηκε στους εκκαλούντες-ανακόπτοντες έστω προς γνώση τους αυτό το απόσπασμα της κατασχετήριας έκθεσης, ώστε με κάποιο τρόπο να λάβουν γνώση της αλλαγής της ημερομηνίας του πλειστηριασμού με αποτέλεσμα η διαφοροποίηση αυτή να καθίσταται ακόμη πιο επιβλαβής για τους ίδιους. Ότι συνεπώς και ως προς την επάλληλη αιτιολογία της έσφαλε η εκκαλουμένη και γι’ αυτό πρέπει να εξαφανισθεί και να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη κατασχετήρια έκθεση. Ωστόσο, το διαλαμβανόμενο στην εκκαλούμενη απόφαση ότι «Επιπροσθέτως, από το προσκομιζόμενο υπ’ αριθ. ………./18-4-2024 απόσπασμα της υπ’ αριθ. …………/12-4-2024 κατασχετήριας έκθεσης, το οποίο σύμφωνα με το άρ. 995 παρ.4 ΚΠολΔ, δημοσιεύθηκε στην ιστοσελίδα δημοσιεύσεων πλειστηριασμών του Δελτίου Δικαστικών Δημοσιεύσεων του e-ΕΦΚΑ επιμελεία του Δικαστικού Επιμελητή, προκύπτει ότι σε αυτό αναφέρεται η ορθή ημερομηνία διενέργειας του πλειστηριασμού, ήτοι η 21η Νοεμβρίου 2024, ημέρα Πέμπτη. Δεν πρόκειται, δηλαδή, για εσφαλμένο υπολογισμό στον ορισμό διενέργειας του πλειστηριασμού κατά παράβαση της διάταξης του άρ. 993 παρ.2 ΚΠολΔ, ειμή μόνον για εσφαλμένη αναγραφή της ορθώς ορισθείσας ημερομηνίας διενέργειας αυτού, η οποία αποτυπώθηκε ορθά, τόσο στο απόσπασμα της κατασχετήριας έκθεσης όσο και στη σχετική ανάρτηση αυτού στην ιστοσελίδα δημοσιεύσεων πλειστηριασμών του Δελτίου Δικαστικών Δημοσιεύσεων του e- ΕΦΚΑ» δεν συνιστά επάλληλη αιτιολογία επί του παραπάνω λόγου ανακοπής, όπως υπολαμβάνουν οι εκκαλούντες, αλλά επιχείρημα ότι από τη διαφορετική αριθμητική αναγραφή της ημερομηνίας του πλειστηριασμού στο απόσπασμα της κατασχετήριας έκθεσης και στη σχετική ανάρτηση στην ως άνω ιστοσελίδα δημοσιεύσεων πλειστηριασμών συνάγεται ότι έχει γίνει απλώς εσφαλμένη αριθμητική αναγραφή της ημερομηνίας του πλειστηριασμού στην ίδια την κατασχετήρια έκθεση, η οποία και μπορούσε να διορθωθεί με την ανακοπή του άρθρου 954 παρ.4 ΚΠολΔ. Ως εκ τούτου, αλυσιτελώς οι εκκαλούντες πλήττουν με το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου της έφεσής τους το ως άνω επιχείρημα της εκκαλουμένης απόφασης που δεν διαφοροποιεί το σκεπτικό απόρριψης από την εκκαλουμένη του τέταρτου λόγου της ανακοπής τους. Συνακόλουθα, απορριπτέος στην ουσία του τυγχάνει στο σύνολό του ο πρώτος λόγος έφεσης.

Στη συνέχεια, με τον δεύτερο λόγο της υπό κρίση έφεσης, οι εκκαλούντες προσάπτουν στην εκκαλουμένη, εσφαλμένη απόρριψη του πέμπτου λόγου της ανακοπής τους περί μη λήψης και επισύναψης στην κατασχετήρια έκθεση των επιδόσεων του εκτελεστού τίτλου. Ότι ειδικότερα, με τον πέμπτο λόγο της ανακοπής τους οι ανακόπτοντες διέλαβαν τα εξής: Ότι σύμφωνα με την προσβαλλόμενη κατασχετήρια έκθεση, ο κατασχών δικαστικός επιμελητής φέρεται ότι έλαβε υπόψη του για να προχωρήσει στην κατάσχεση της ακίνητης περιουσίας τους σύμφωνα με τα αναφερόμενα σε αυτήν, μεταξύ άλλων και (σελ. 2 της κατασχετήριας έκθεσης): «Β. Τις με αριθμούς … και … και ….. της 8.2.2012 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή Πειραιά …………. από τις οποίες προκύπτει πως η αιτούσα την έκδοση της δ/γης πληρωμής επέδωσε νόμιμα και εμπρόθεσμα ήτοι εντός διμήνου από της εκδόσεως πιστό αντίγραφο της παραπάνω δ/γης πληρωμής για να λάβουν γνώση και να επέλθουν οι νόμιμες συνέπειες». Ότι είναι προφανώς αδύνατο να έχει λάβει υπόψη του τις ανωτέρω αναφερόμενες εκθέσεις επίδοσης ο κατασχών δικ. επιμελητής, καθώς αυτές φέρονται να έχουν γίνει το έτος 2012, ενώ ο εκτελεστός τίτλος έχει εκδοθεί πέντε έτη αργότερα, ήτοι το έτος 2017, όπως σαφώς προκύπτει από την ημερομηνία αυτού και συνεπώς είναι παντελώς αδύνατον να έχει επιδοθεί το έτος 2012.  «Γ. τις με αριθμούς .. και … της 12.3.2024 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή Αθηνών ……….. από τις οποίες προκύπτει πως η ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία ………..…επέδωσε νόμιμα και σύννομα προς τις καθών η εκτέλεση πιστό αντίγραφο από το πρώτο απόγραφο εκτελεστό της παραπάνω διαταγής πληρωμής με τη συνεχόμενη από 20.03.2024 επιταγή προς εκούσια συμμόρφωση, της οποίας το περιεχόμενο έχει κατά λέξη…». Ότι όπως προκύπτει από την πρώτη προσβαλλόμενη πράξη ήτοι την από 20.3.2024 επιταγή, αυτή συντάχθηκε στις 20.3.2024 και επιδόθηκε στους ανακόπτοντες από τον δικ. επιμελητή ………….., ενώ ουδέποτε τους επιδόθηκε την 12.3.2024, αντίγραφο εξ απογράφου του εκτελεστού τίτλου, όπως αναφέρει η κατασχετήρια έκθεση, καθώς η ίδια η επιταγή προς εκτέλεση έχει συνταγεί μεταγενέστερα. Ότι στη διάταξη του άρθρου 954 παρ.2 εδ. δ’ του ΚΠολΔ προβλέπεται ότι η κατασχετήρια έκθεση πρέπει να περιέχει μεταξύ άλλων και «δ) αναφορά του εκτελεστού τίτλου, στον οποίο βασίζεται η εκτέλεση, της επιταγής που επιδόθηκε στον οφειλέτη και του ποσού για το οποίο γίνεται η κατάσχεση». Ότι η προσβαλλόμενη κατασχετήρια έκθεση αναφέρει εσφαλμένες εκθέσεις επιδόσεως σε εσφαλμένες ημερομηνίες και προφανώς κατά παράβαση του νόμου, ο κατασχών δικ. επιμελητής δεν είχε κατά την κατάσχεση, όπως απαιτεί ο νόμος, όλα τα έγγραφα που απαιτούνται για την επιβολή της, ήτοι τις εκθέσεις επιδόσεως της από 20.3.2024 επιταγής προς εκτέλεση. Ότι η ανωτέρω παράλειψη προκαλεί ανεπανόρθωτη βλάβη στους ίδιους, καθώς φέρεται ότι κατασχέθηκε η ακίνητη περιουσία τους βάσει μιας επιταγής προς εκτέλεση, που ουδέποτε παρέλαβαν αλλά και ουδέποτε έγινε, καθώς τίποτε δεν τους επιδόθηκε την 12.3.2024 με αποτέλεσμα να προκαλείται ακυρότητα στην κατασχετήρια έκθεση, η οποία δεν μπορεί να διορθωθεί άλλως, παρά με την κήρυξη της ακυρότητας αυτής από το αρμόδιο δικαστήριο. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε τον σχετικό λόγο ανακοπής με την εκκαλούμενη απόφαση, διαλαμβάνοντας σε αυτή τα εξής: «β) Η αναφορά εν προκειμένω σε εσφαλμένες εκθέσεις επίδοσης στην κατασχετήρια έκθεση συνιστά, επίσης, ατέλεια αυτής, η οποία δικαιολογεί την διόρθωσή της μόνο μετά από ανακοπή του άρθρου 954 παρ.4 ΚΠολΔ και όχι με την ένδικη ανακοπή. Και τούτο διότι με την τελευταία ανακοπή του άρθρου 933 ΚΠολΔ, βάλλουσα κατά του κύρους της έκθεσης προβάλλονται ελλείψεις των απαραίτητων στοιχείων της, μόνο υπό δύο σωρευτικώς απαιτούμενες προϋποθέσεις: 1) με την συνδρομή του στοιχείου της δικονομικής ή και περιουσιακής βλάβης και 2) εφ’ όσον είναι ιδιαίτερα σοβαρές, μη δυνάμενες να καλυφθούν κατά την διάταξη της παρ.4 του άρ. 954 ΚΠολΔ (βλ. Κεραμέως/Κονδύλη/Νίκα, Ερμηνεία ΚΠολΔ2, άρθρα 904-1054, 2η έκδοση, σελ. 359-360), προϋποθέσεις, ωστόσο, που δεν συντρέχουν στην ένδικη υπόθεση. Σε κάθε περίπτωση επισημαίνονται και τα ακόλουθα: Όσον αφορά στην πρώτη πράξη εκτέλεσης, ήτοι στην ανακοπτόμενη από 20-3-2024 επιταγή προς πληρωμή, αυτή κοινοποιήθηκε στους καθ’ ων η εκτέλεση και ήδη ανακόπτοντες, δυνάμει της υπ’ αριθ. …./27-3-2024 έκθεσης επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή στο Εφετείου Αθηνών ………….. και της υπ’ αριθ. ……./26-3-2024 έκθεσης επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή στο Εφετείο Πειραιά ………. Περαιτέρω, στην ανακοπτόμενη υπ’ αριθ. …………../12-4-2024 κατασχετήρια έκθεση του Δικαστικού Επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιά ………, από προφανή παραδρομή αυτός μνημονεύει διαφορετικούς από τους ορθούς αριθμούς επιδόσεων της επιταγής προς πληρωμή προς τους καθ’ων η εκτέλεση. Ωστόσο, ως προκύπτει ευχερώς από την προσκομιζόμενη υπ’ αριθ. ………../25-4-2024 Πράξη Κατάθεσης Εγγράφων Πλειστηριασμού της επί του πλειστηριασμού υπαλλήλου Συμβολαιογράφου Αθηνών . …., κατατέθηκαν σε αυτήν από τον προαναφερόμενο Δικαστικό Επιμελητή κατ’ άρ. 995 παρ.4 ΚΠολΔ, τόσο ο εκτελεστός τίτλος όσο και οι οικείες εκθέσεις επίδοσης της επιταγής προς πληρωμή. Ειδικότερα, και σύμφωνα με την ανωτέρω πράξη κατατέθηκαν μεταξύ άλλων: «1) Το εκτελεστό πρώτο (α’) απόγραφο της με αριθμό ……/2017 Διαταγής Πληρωμής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την πάρα πόδας από 1-4-2024 εντολή της πληρεξουσίας δικηγόρου της επισπεύδουσας ……….. προς τον άνω δικαστικό επιμελητή και τις με αρ………/26-3-2024 και ……….’/27-3-2024 εκθέσεις επίδοσης, η πρώτη του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Πειραιά ………… και η επόμενη του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών …….., προς τους καθ’ ων ο πλειστηριασμός, ……….. και ……….…». Από τα ανωτέρω εκτεθέντα, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι εντός της προσβαλλόμενης κατασχετήριας έκθεσης αναφέρεται ολόκληρο το περιεχόμενο τόσο της κοινοποιηθείσας επιταγής (βλ. σελ. 4 αυτής), όσο και της δοθείσας εντολής προς εκτέλεση (βλ. σελ. 14-17 αυτής), στην οποία ομοίως εμπεριέχεται το πλήρες κείμενο της επιταγής προς πληρωμή, προκύπτει ευχερώς ότι οι ανακόπτοντες είχαν όλα τα αναγκαία στοιχεία για να αμυνθούν για τυχόν ελαττώματα στην επιταγή και κατ’ επέκταση στην κατασχετήρια έκθεση. Τέλος η αναφορά, από παραδρομή του Δικαστικού Επιμελητή, στην κατασχετήρια έκθεση άλλων εκθέσεων επίδοσης της ένδικης διαταγής πληρωμής εντός διμήνου από την έκδοση αυτής, ουδεμία επιρροή ασκεί στην εγκυρότητα της εκτελεστικής διαδικασίας, καθώς η αναγραφή των στοιχείων αυτών δεν αποτελεί απαραίτητο εκ του νόμου περιεχόμενο της κατασχετήριας έκθεσης κατ’ άρθρο 954 παρ.2 ΚΠολΔ, αλλά ούτε και αυτές οι ίδιες (ενν. εκθέσεις επίδοσης της διαταγής πληρωμής) περιλαμβάνονται μεταξύ των αναγκαίων εγγράφων της προδικασίας του πλειστηριασμού που κατατίθενται ενώπιον του επί του πλειστηριασμού υπαλλήλου κατ’ άρ. 995 παρ.4 ΚΠολΔ, καθώς κάτι τέτοιο δεν απαιτείται αλλά ούτε και δικαιολογείται από τη φύση της εκτελεστικής διαδικασίας». Οι εκκαλούντες με τον σχετικό λόγο έφεσης υποστηρίζουν ότι κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία του νόμου δέχθηκε η εκκαλούμενη ότι οι παραπάνω αναφερόμενες ατέλειες της κατασχετήριας έκθεσης μπορούν να διορθωθούν με την ειδική ανακοπή του άρθρου 954 παρ.4 ΚΠολΔ, ενώ αυτές δεν αφορούν ούτε την περιγραφή του ακινήτου, ούτε την τιμή του, αλλά στοιχεία για τα οποία υπάρχει τεκμήριο του δικ. επιμελητή και ως προς τα οποία μόνο ως πλαστή μπορεί να προσβληθεί η κατασχετήρια έκθεση. Ότι από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 117, 139, 438, 440 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι η έκθεση επίδοσης που συντάσσει ο δικαστικός επιμελητής συνιστά δημόσιο έγγραφο, το οποίο παρέχει πλήρη απόδειξη ως προς όσα βεβαιώνονται σε αυτήν ότι έγιναν από τον δικαστικό επιμελητή ή ενώπιον του, ενώ ανταπόδειξη επιτρέπεται μόνο με την προσβολή της έκθεσης ως πλαστής. Ότι στην υπό κρίση περίπτωση για το θέμα ποια έγγραφα έλαβε υπόψη του ο δικαστικός επιμελητής και αναφέρονται στην κατασχετήρια έκθεση δεν μπορεί να αμφισβητηθεί, καθώς αναφέρονται σε στοιχεία που υποπίπτουν στην άμεση αντίληψή του και συνεπώς ούτε διόρθωση με το άρθρο 954 παρ.4 ΚΠολΔ μπορεί να γίνει, αλλά αντίθετα οφείλει το Δικαστήριο να τα δεχθεί ως έχουν, καθώς προκύπτουν από δημόσιο έγγραφο. Ότι επιπλέον κατ’ εσφαλμένη εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων δέχεται η εκκαλούμενη ότι στην κατασχετήρια έκθεση αναφέρονται μόνο εσφαλμένοι αριθμοί έκθεσης επίδοσης, ενώ προκύπτει ευχερώς από το έγγραφο ότι αναφέρονται και εσφαλμένες ημερομηνίες επίδοσης, καθιστώντας περαιτέρω αμφίβολες του ποιον εκτελεστό τίτλο είχε στα χέρια του ο δικ. επιμελητής κατά την επιβολή της κατάσχεσης, επιπλέον δε η μεταγενέστερη πράξη κατάθεσης εγγράφων στον επί του πλειστηριασμού υπάλληλο που επικαλείται η εκκαλούμενη απόφαση δεν μπορεί να διορθώσει αναδρομικά την ακυρότητα την έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης, αλλά ούτε και την βλάβη των καθ’ων η εκτέλεση, καθώς ουδέποτε τους κοινοποιήθηκε, ούτε με άλλον τρόπο έλαβαν γνώση αυτής. Ωστόσο, η εκκαλούμενη με ορθή ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου με το παραπάνω σκεπτικό απέρριψε τον πέμπτο λόγο της ένδικης ανακοπής, ο δε παραπάνω λόγος έφεσης τυγχάνει απορριπτέος στην ουσία του. Ορθά δέχθηκε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ότι οι εκθέσεις επιδόσεως τόσο της διαταγής πληρωμής ως εκτελεστού τίτλου, όσο και της επιταγής προς πληρωμή με βάση την οποία επιβλήθηκε η αναγκαστική κατάσχεση δεν αποτελούν αναγκαίο περιεχόμενο της κατασχετήριας έκθεσης ακινήτων σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 954 παρ.2 και 993 παρ.2 ΚΠολΔ, καθώς σχετικά με τα στοιχεία αυτά ορίζεται στο εδ. δ’ της παραγράφου 2 του ως άνω άρθρου 954 ΚΠολΔ ότι στη σχετική έκθεση πρέπει να περιέχεται «δ) αναφορά του εκτελεστού τίτλου, στον οποίο βασίζεται η εκτέλεση, της επιταγής που επιδόθηκε στον οφειλέτη και του ποσού για το οποίο γίνεται η κατάσχεση» και όχι και των σχετικών εκθέσεων επίδοσης. Επομένως, η τυχόν μνεία από τον συντάξαντα την κατασχετήρια έκθεση δικαστικό επιμελητή των εκθέσεων επιδόσεως του εκτελεστού τίτλου και της επιταγής προς πληρωμή με λανθασμένα στοιχεία, είτε ως προς την αρίθμηση, είτε ως προς την ημερομηνία δεν μπορεί να στοιχειοθετήσει λόγο προς ακύρωση της έκθεσης κατάσχεσης κατόπιν άσκησης ανακοπής του άρθρου 933 ΚΠολΔ, αλλά τα λανθασμένα αυτά στοιχεία μπορούν να διορθωθούν με άσκηση ανακοπής του άρθρου 954 παρ.4 ΚΠολΔ, η οποία κατά τα ανωτέρω ασκείται προς διόρθωση οιουδήποτε σφάλματος εμφιλοχωρήσει στην έκθεση κατάσχεσης και όχι μόνο των σφαλμάτων που αφορούν στην περιγραφή του κατασχεθέντος, στην εκτίμηση και την τιμή πρώτης προσφοράς, όπως υποστηρίζουν οι εκκαλούντες, εκτός εάν πρόκειται για ελλείψεις των αναγκαίων κατά το νόμο στοιχείων της έκθεσης κατάσχεσης, οι οποίες πρέπει να είναι ιδιαίτερα σοβαρές, όπως ως προς την περιγραφή του πράγματος, που δεν θα απέκλειαν την αντικατάστασή του ή δεν επιδέχονται ίαση με απλή διόρθωση, όπως επί έλλειψης σύμπραξης ή υπογραφής του κατά το νόμο απαιτούμενου μάρτυρα, και με τη συνδρομή πάντοτε του στοιχείου της βλάβης, δικονομικής ή περιουσιακής, που δεν μπορεί να αποκατασταθεί διαφορετικά παρά μόνο με την κήρυξη της ακυρότητας, σύμφωνα με το άρθρο 159 ΚΠολΔ. Έτσι, η εσφαλμένη αναφορά των εκθέσεων επίδοσης της εκτελούμενης διαταγής πληρωμής και της επιταγής προς πληρωμή που δεν αποτελούν αναγκαίο περιεχόμενο  της έκθεσης κατάσχεσης κατ’ άρθρο 954 παρ.2 και 993 παρ.2 ΚΠολΔ διορθώνονται με την ανακοπή του άρθρου 954 παρ.4 ΚΠολΔ και όχι αυτή του άρθρου 933 ίδιου Κώδικα. Εξάλλου, επειδή ακριβώς οι παραπάνω επιδόσεις δεν είναι από τα στοιχεία που πρέπει υποχρεωτικά να διαλάβει στην έκθεση κατάσχεσης ο δικ. επιμελητής, η εσφαλμένη μνεία τους δεν γεννά ζητήματα απόδειξης και ανταπόδειξης σχετικά με τις επιδόσεις, όπως ισχυρίζονται οι εκκαλούντες. Ούτε οι εσφαλμένες ημερομηνίες επίδοσης δημιουργούν αμφιβολίες σχετικά με το ποιον εκτελεστό τίτλο είχε εις χείρας του ο δικ. επιμελητής όταν επέβαλε την αναγκαστική κατάσχεση επί των ακινήτων των ανακοπτόντων, εφόσον αυτοί δεν αμφισβητούν ότι τα στοιχεία της υπ’ αριθ. ……./2017 διαταγής πληρωμής της Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνάς, βάσει της οποίας επέβαλε η καθ’ης την ένδικη αναγκαστική κατάσχεση αναφέρονται σωστά στην προσβαλλόμενη κατασχετήρια έκθεση. Άλλωστε η επίδοση της ανακοπτόμενης από 20.3.2024 επιταγής προς πληρωμή από την καθ’ης στους καθ’ων η εκτέλεση ανακόπτοντες, κάτω από αντίγραφο από α’ απόγραφο εκτελεστό της ένδικης υπ’ αρ. ……../6.9.2017 διαταγής πληρωμής μετά των συνημμένων νομιμοποιητικών εγγράφων κατ’ άρθρο 925 ΚΠολΔ αποδεικνύεται ότι έγινε στις 27.3.2024 και 26.3.2024 αντίστοιχα σύμφωνα με τις και νυν προσκομιζόμενες με επίκληση υπ’ αρ. …….’/27.3.2024 έκθεση επίδοσης του δικ. επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών ……….., μέλους της Αστικής Επαγγελματικής Εταιρείας Δικαστικών Επιμελητών «………….» προς τον πρώτο ανακόπτοντα-εκκαλούντα και υπ’  αρ. ……../26.3.2024 έκθεση επίδοσης του δικ. επιμελητή του Εφετείου Πειραιά Διονύσιου ………, μέλους της ίδιας ως άνω Αστικής Επαγγελματικής Εταιρείας Δικαστικών Επιμελητών προς τον δεύτερο ανακόπτοντα-εκκαλούντα. Ακόμη από τις προσκομιζόμενες μετ’ επικλήσεως από την καθ’ης ………./2.11.2017 και υπ’ αρ. ……./2.11.2017 εκθέσεις επιδόσεως του δικ. επιμελητή της Περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών ………… αποδεικνύεται ότι ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της ίδιας ως άνω υπ’ αρ. ………./6.9.2017 διαταγής πληρωμής επιδόθηκε για πρώτη φορά στον πρώτο και δεύτερο των εκκαλούντων αντίστοιχα, εντός διμήνου από την έκδοση της διαταγής πληρωμής στις 2.11.2017. Επομένως δεν τίθεται ζήτημα ελλείψεως των σχετικών επιδόσεων. Περαιτέρω, η μνεία στην εκκαλουμένη της υπ’ αρ. ………./25.4.2024 Πράξης Κατάθεσης Εγγράφων Πλειστηριασμού της επί του πλειστηριασμού υπαλλήλο,υ συμβολαιογράφου Αθηνών ………….., όπου αναφέρεται ότι κατατέθηκαν σε αυτή από τον προαναφερόμενο δικαστικό επιμελητή κατ’ άρθρο 995 παρ.4 ΚΠολΔ τόσο ο εκτελεστός τίτλος, όσο και οι αμέσως παραπάνω οικείες εκθέσεις επίδοσης της επιταγής προς πληρωμή δεν έχει την έννοια ότι έτσι καλύφθηκε τυχόν ακυρότητα της προσβαλλόμενης κατασχετήριας έκθεσης, αλλά ότι και από την κατάθεση των σχετικών εκθέσεων στην υπάλληλο του πλειστηριασμού, οι ανακόπτοντες είχαν στη διάθεσή τους όλα τα αναγκαία στοιχεία για να αμυνθούν για τυχόν ελαττώματα στην επιταγή και κατ’ επέκταση στην κατασχετήρια έκθεση. Συνακόλουθα, τα όσα αντίθετα υποστηρίζουν οι εκκαλούντες με τον δεύτερο λόγο έφεσης τυγχάνουν απορριπτέα στην ουσία τους.

Παρακάτω, με τον τρίτο λόγο έφεσης οι εκκαλούντες παραπονούνται για εσφαλμένη απόρριψη του έκτου λόγου της ανακοπής τους περί διαφοράς της κατασχετήριας έκθεσης με το δημοσιευμένο απόσπασμα αυτής με αριθμό 2906/2024. Ότι ειδικότερα υποστήριξαν ότι σύμφωνα με το άρθρο 995 παρ.4 ΚΠολΔ ο δικαστικός επιμελητής είναι υποχρεωμένος εντός δεκαπέντε ημερών από την κατάσχεση να εκδώσει απόσπασμα της κατασχετήριας έκθεσης, στο οποίο να περιλαμβάνει μεταξύ άλλων και τον τόπο, την ημέρα και την ώρα του πλειστηριασμού, και το οποίο πρέπει να δημοσιεύσει στην ιστοσελίδα πλειστηριασμών του Δελτίου Δικαστικών Δημοσιεύσεων του e-ΕΦΚΑ. Ότι μάλιστα το ανωτέρω απόσπασμα κοινοποιείται και στους ενυπόθηκους δανειστές, ενώ σύμφωνα με το ίδιο άρθρο, ο πλειστηριασμός δεν μπορεί να γίνει χωρίς να τηρηθούν οι ανωτέρω διατυπώσεις. Ότι με έκπληξη αυτοί διαπίστωσαν ότι στη δημοσίευση του ανωτέρω πλειστηριασμού στην Ιστοσελίδα Δημοσιεύσεων Πλειστηριασμών, η οποία έγινε την 18.4.2024 με μοναδικό κωδικό ………., όπου δημοσιεύθηκε το υπ’ αρ. …./18.4.2024 απόσπασμα της προσβαλλόμενης κατασχετήριας έκθεσης του δικ. επιμελητή ……….., αναφέρεται ως ημερομηνία πλειστηριασμού η 21 Νοεμβρίου 2024, ενώ κατά τα προαναφερόμενα στην κατασχετήρια έκθεση ως ημερομηνία πλειστηριασμού αναφέρεται η 17 Νοεμβρίου 2024. Ότι μάλιστα η τελευταία αυτή ημερομηνία πλειστηριασμού, ήτοι η 17 Νοεμβρίου 2024 αναφέρεται και στην κατασχετήρια έκθεση, η οποία έχει καταχωρισθεί νομίμως στο Κτηματολογικό Γραφείο Πειραιώς και Νήσων στα ΚΑΕΚ όλων των κατασχεμένων ακινήτων τους, ψηφιακά υπογεγραμμένη με ημερομηνία 12.4.2024 από τον δικ. επιμελητή ………. Ότι προκύπτει συνεπώς ότι το απόσπασμα υπ’ αρ. ………../2024 του παραπάνω δικ. επιμελητή που δημοσιεύθηκε στην Ιστοσελίδα Δικαστικών Δημοσιεύσεων του e-ΕΦΚΑ δεν είναι πραγματικό απόσπασμα της υπ’ αρ. ………./2024 κατασχετήριας έκθεσης του ίδιου δικ. επιμελητή, καθώς έχει κρίσιμη διαφοροποίηση ως προς την ημερομηνία του πλειστηριασμού. Ότι το ανωτέρω σφάλμα πέραν του ότι προκαλεί απόλυτη ακυρότητα της σχετικής δημοσίευσης, καθώς το απόσπασμα είναι διαφορετικό από την κατασχετήρια έκθεση και συνεπώς δεν είναι απόσπασμά της, προκαλεί ανεπανόρθωτη βλάβη σε αυτούς, η οποία δεν μπορεί να διορθωθεί άλλως παρά με την κήρυξη της ακυρότητας της κατασχετήριας έκθεσης. Ότι η εκκαλούμενη απόφαση απέρριψε τον λόγο αυτό ανακοπής τους κρίνοντας τον μαζί με τον τέταρτο λόγο αυτής και διαλαμβάνοντας ότι «Επιπροσθέτως, από το προσκομιζόμενο υπ’ αριθ. 2.906/18-4-2024 απόσπασμα της υπ’ αριθ. …………/12-4-2024 κατασχετήριας έκθεσης, το οποίο σύμφωνα με το άρθρο 995 παρ.4 ΚΠολΔ, δημοσιεύθηκε στην ιστοσελίδα δημοσιεύσεων πλειστηριασμών του Δελτίου Δικαστικών Δημοσιεύσεων του e-ΕΦΚΑ επιμελεία του Δικαστικού Επιμελητή, προκύπτει ότι σε αυτό αναφέρεται η ορθή ημερομηνία διενέργειας του πλειστηριασμού, ήτοι η 21η Νοεμβρίου 2024, ημέρα Πέμπτη. Δεν πρόκειται, δηλαδή για εσφαλμένο υπολογισμό στον ορισμό της ημερομηνίας διενέργειας του πλειστηριασμού κατά παράβαση της διάταξης του άρ. 993 παρ.2 ΚΠολΔ, ειμή μόνον για εσφαλμένη αναγραφή της ορθώς ορισθείσας ημερομηνίας διενέργειας αυτού, η οποία αποτυπώθηκε ορθά, τόσο στο απόσπασμα της κατασχετήριας έκθεσης όσο και στη σχετική ανάρτηση αυτού στην ιστοσελίδα δημοσιεύσεων πλειστηριασμών του Δελτίου Δικαστικών Δημοσιεύσεων του e-ΕΦΚΑ». Οι εκκαλούντες υποστηρίζουν ότι η κρίση αυτή της εκκαλουμένης είναι απολύτως εσφαλμένη και κατά παράβαση του νόμου. Ότι το απόσπασμα της κατασχετήριας έκθεσης δεν μπορεί να διαφοροποιείται από την ίδια την κατασχετήρια έκθεση, διότι σε μία τέτοια περίπτωση δεν είναι «απόσπασμα» αυτής αλλά άλλο έγγραφο. Ότι η κρίση της εκκαλουμένης ότι η ορθή ημερομηνία αναφέρεται στο απόσπασμα της κατασχετήριας έκθεσης και συνεπώς δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα, έρχεται σε αντίθεση με την κρίση της στην αρχή του σκεπτικού της ότι η ορισθείσα ημερομηνία του πλειστηριασμού είναι η Κυριακή 17 Νοεμβρίου 2024. Ότι δηλαδή η εκκαλούμενη δεν έκρινε ότι από παραδρομή, τυπογραφικό λάθος αναφέρθηκε ως ημερομηνία πλειστηριασμού η 17η Νοεμβρίου 2024 και το λάθος αυτό διορθώθηκε με το απόσπασμα της κατασχετήριας έκθεσης, αλλά ότι πράγματι ορίστηκε ως ημέρα πλειστηριασμού η 17η Νοεμβρίου και συνεπώς δεν μπορεί το απόσπασμα να διαφοροποιείται άνευ ετέρου από την κατασχετήρια έκθεση, πλέον δε αυτών ουδέποτε τους κοινοποιήθηκε το ανωτέρω απόσπασμα κατασχετήριας έκθεσης, ώστε με κάποιο βέβαιο τρόπο να λάβουν γνώση της αλλαγής της ημέρας του πλειστηριασμού. Ότι συνεπώς και ως προς την αιτιολογία της έσφαλε η εκκαλούμενη και γι’ αυτό πρέπει να εξαφανισθεί και να ακυρωθεί η κατασχετήρια έκθεση κατά παραδοχή του σχετικού λόγου έφεσης. Ο παραπάνω λόγος ανακοπής τυγχάνει απορριπτέος ως μη νόμιμος, καθώς όταν το απόσπασμα της κατασχετήριας έκθεσης ακινήτου που εκδίδεται από τον δικ. επιμελητή και δημοσιεύεται με επιμέλεια αυτού μέχρι την δέκατη πέμπτη ημέρα από την κατάσχεση στην ιστοσελίδα δημοσιεύσεων πλειστηριασμών του Δελτίου Δικαστικών Δημοσιεύσεων του e-ΕΦΚΑ κατ’ άρθρο 995 παρ.4 ΚΠολΔ εμφανίζει πλημμέλειες ως προς το περιεχόμενό του, όπως τέτοια πλημμέλεια υποστηρίζουν οι εκκαλούντες ότι εμφάνιζε το προαναφερόμενο απόσπασμα της ένδικης κατασχετήριας έκθεσης λόγω εσφαλμένης αναγραφής της ορισθείσας ημερομηνίας πλειστηριασμού, τότε πλήττεται με ανακοπή λόγω ακυρότητας μόνο η επίμαχη πράξη, δηλαδή το ίδιο το απόσπασμα ή η δημοσίευση του αποσπάσματος και δη μόνο με την επίκληση βλάβης και όχι η προηγουμένως εκδοθείσα έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης, όπως την ακύρωση αυτής ζητούν εν προκειμένω οι εκκαλούντες-ανακόπτοντες με την επίκληση του παραπάνω λόγου ανακοπής (βλ. Πελαγία Γέσιου- Φαλτσή, Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτελέσεως, ΙΙα/Ειδικό Μέρος, β’ έκδοση, 2017, σελ. 487, Γ. Πλαγάκος, Οι αναρτήσεις στο διαδίκτυο ως διατυπώσεις δημοσιότητας στην αναγκαστική εκτέλεση, αναρτηθείσα μελέτη στον ιστότοπο www.antimolia.gr). Επομένως, ορθά κατ’ αποτέλεσμα το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφαση απέρριψε τον παραπάνω λόγο ανακοπής και πρέπει να απορριφθεί στην ουσία του ο τρίτος λόγος έφεσης, πλην όμως ως προς τον παραπάνω λόγο ανακοπής πρέπει να αντικατασταθούν οι αιτιολογίες της εκκαλουμένης με τις αιτιολογίες της παρούσας απόφασης κατ’ άρθρο 534 ΚΠολΔ.

Ακολούθως με τον τέταρτο λόγο έφεσης, οι εκκαλούντες παραπονούνται για εσφαλμένη απόρριψη του πρώτου λόγου της ανακοπής τους περί έλλειψης ενεργητικής νομιμοποίησης της …………. ως διαχειρίστριας απαιτήσεων για επίσπευση αναγκαστικής εκτέλεσης εναντίον τους, δεδομένου ότι η από 24.6.2019 σύμβαση διαχείρισης και όλες οι πρόσθετες πράξεις αυτής, με βάση τις οποίες εκείνη ενεργούσε, διέπονται αποκλειστικά από το αγγλικό δίκαιο. Ότι ειδικότερα με τον πρώτο λόγο της ανακοπής τους ανέφεραν ότι με την κοινοποιηθείσα σε αυτούς από 20.3.2024 επιταγή προς πληρωμή η καθ’ης φέρεται ότι ενεργεί ως διαχειρίστρια του ν. 3156/2003. Ότι σύμφωνα με τα έγγραφα που συγκοινοποιήθηκαν με την ανωτέρω επιταγή με την από 24.6.2019 σύμβαση πώλησης και μεταβίβασης απαιτήσεων που καταχωρίσθηκε στα βιβλία του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών με αριθμό ……./24.6.2019 η τράπεζα ……. μεταβίβασε προς την αλλοδαπή εταιρεία με την επωνυμία …………. με έδρα το ……….. Ιρλανδίας, μία σειρά απαιτήσεων, μεταξύ των οποίων και την απαίτηση κατά των ανακοπτόντων. Ότι σύμφωνα με τα αναφερόμενα στον όρο 2 της ανωτέρω γνωστοποίησης «Η σύμβαση μεταβίβασης επιχειρηματικών απαιτήσεων με ημερομηνία 30.4.2020 διέπεται από τα άρθρα 10 και 14 του ν. 3156/03 και από τις γενικές διατάξεις του ελληνικού δικαίου». Ότι στη συνέχεια, την 24.6.2019 συνάφθηκε σύμβαση διαχείρισης μεταξύ της ανωτέρω αλλοδαπής εταιρίας και αρχικά της ίδιας της ………., η οποία καταχωρίσθηκε στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών με αριθμό πρωτ. ………../24.6.2019, η δε σύμβαση διαχείρισης στη συνέχεια τροποποιήθηκε και οι τροποποιήσεις της καταχωρίσθηκαν στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών με αρ. πρωτ. …/29.4.2020, …/29.4.2020, …/8.11.2022, βάσει των οποίων ανέλαβε τη διαχείριση η καθ’ης η ανακοπή ανώνυμη εταιρεία …………. Ότι σύμφωνα με τους δημοσιευθέντες όρους της σύμβασης, όπως προκύπτουν από τις ανωτέρω δημοσιεύσεις, η εν λόγω καθ’ης αναλαμβάνει τη διαχείριση των τιτλοποιημένων απαιτήσεων σύμφωνα με τους όρους της από 24.6.2019 σύμβασης διαχείρισης, όπως ισχύει, πλην όμως σύμφωνα με την ανωτέρω δημοσίευση και σε όλες τις τροποποιήσεις ως εφαρμοστέο δίκαιο στη σύμβαση διαχείρισης είναι το αγγλικό δίκαιο. Ότι το θέμα που δημιουργείται είναι πως αφού  η σύμβαση διαχείρισης διέπεται αποκλειστικά, όπως αναφέρεται, από το αγγλικό δίκαιο, η καθ’ης η ανακοπή εταιρεία διαχείρισης επικαλείται για τη νομιμοποίησή της τις διατάξεις του ελληνικού δικαίου και συγκεκριμένα του ν. 3156/2003 και του ν. 4354/2015. Ότι καταρχήν είναι εντελώς ανομιμοποίητη η καθ’ης η ανακοπή ως διαχειρίστρια των απαιτήσεων της αλλοδαπής εταιρείας ειδικού σκοπού, καθώς η σύμβασή της είναι αποκλειστικά σύμφωνα με το αγγλικό δίκαιο. Η εκκαλούμενη απόφαση απέρριψε τον λόγο αυτό ανακοπής κρίνοντας ότι «…Σε όλες δε τις προαναφερόμενες περιλήψεις της σύμβασης διαχείρισης αναφέρεται ως εφαρμοστέο το αγγλικό δίκαιο. Πλην όμως, η διαλαμβανόμενη στις ανωτέρω συμβάσεις ρήτρα περί εφαρμογής του αγγλικού δικαίου, αφορά την σχέση μεταξύ της αποκτήσασας εταιρίας με την επωνυμία “………….” και της διαχειρίστριας εταιρείας με την επωνυμία «……………» και τις διαφορές που ανακύπτουν από τη σχέση αυτή ενώ η δανειστική σχέση και η δικαστική επιδίωξη είσπραξης των απαιτήσεων που μεταβιβάσθηκαν, δηλαδή την σχέση μετά της αρχικής δανείστριας «………….» και ήδη «……………» με τους ανακόπτοντες από τις επιμέρους απαιτήσεις των δανείων και πιστώσεων που τιτλοποιήθηκαν, διέπονται από το ελληνικό δίκαιο, ως δίκαιο του τόπου κατάρτισης των επιμέρους συμβάσεων (βλ. ΜονΠρωτΘεσσαλ 11447/2023 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).» Οι εκκαλούντες υποστηρίζουν ότι η παραπάνω κρίση και αιτιολογία της εκκαλούμενης είναι απολύτως εσφαλμένη, γιατί η δικαστική επιδίωξη των απαιτήσεων σε βάρος τους κρίνεται από τη σύμβαση μεταξύ της δικαιούχου της απαίτησης αλλοδαπής εταιρείας και της διαχειρίστριας εταιρείας ………. και όχι από τη σύμβαση μεταξύ της αρχικής δανείστριας εταιρείας και της αλλοδαπής εταιρείας. Ότι ως προς τη δυνατότητα των εταιρειών διαχείρισης εν γένει να διενεργούν πράξεις εκτέλεσης έχει ήδη εκδοθεί η 1/2023 απόφαση της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, η οποία έλαβε θέση κατά πλειοψηφία ότι μπορεί να γίνονται πράξεις εκτέλεσης σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 4354/2015, παρά το ότι η σχετική εκχώρηση των απαιτήσεων έχει γίνει με το ν. 3156/2003, πλην όμως εν προκειμένω δεν μπορεί η καθ’ης να έχει τα δικαιώματα που προβλέπει το ελληνικό δίκαιο και δέχεται η παραπάνω απόφαση, όταν στο συμβατικό κείμενο, με το οποίο της ανατέθηκε η διαχείριση προβλέφθηκε με συμφωνία των μερών η εφαρμογή του αγγλικού δικαίου. Διότι ναι μεν σύμφωνα με το άρθρο 24 παρ.5 του Κανονισμού (ΕΚ) 1215/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και Συμβουλίου της 12 Δεκεμβρίου 2012 «για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις» οι δίκες περί την εκτέλεση, όπως και όλα τα ρυθμιστικά μέτρα εκτέλεσης κρίνονται σύμφωνα με τις διατάξεις του τόπου όπου γίνεται η εκτέλεση, αλλά ο Κανονισμός 1215/2012 αναφέρεται στις διαδικασίες αναγκαστικής εκτέλεσης και ορθό είναι στις διαδικασίες αυτές να εφαρμόζεται ο ελληνικός ΚΠολΔ. Ότι όμως ο ν. 3156/2003 και ο ν. 4354/2015 δεν θεσπίζουν δίκαιο αναγκαστικής εκτέλεσης αλλά αντίθετα αναφέρονται στο θέμα της μεταβίβασης των απαιτήσεων των πιστωτικών ιδρυμάτων λόγω τιτλοποίησης, δηλαδή στο ζήτημα της εκχώρησης, ένα καθαρά ζήτημα αστικού δικαίου και όχι δικαίου αναγκαστικής εκτέλεσης, επιπλέον δε, οι διατάξεις του ν. 3156/2003 με βάση το οποίο έγινε η συγκεκριμένη μεταβίβαση δεν περιέχουν ουδεμία διάταξη δικονομικού δικαίου, έτσι ώστε να μπορεί να θεωρηθεί ότι εφαρμόζεται ο Κανονισμός (ΕΚ) 1215/2012 «για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις». Ότι συνεπώς η σύμβαση διαχείρισης της επισπεύδουσας …………… διέπεται από το αγγλικό δίκαιο και ορίζει αποκλειστική δωσιδικία των δικαστηρίων της Αγγλίας και δεν μπορεί να εφαρμόζονται οι διατάξεις του ελληνικού δικαίου και συγκεκριμένα των ν. 3156/2003 και 4354/2015, ούτε να προσφεύγει με βάση την ανωτέρω σύμβαση στα ελληνικά δικαστήρια και για τον λόγο αυτό, αφού εξαφανιστεί η εκκαλούμενη που εσφαλμένα ερμήνευσε τις σχετικές διατάξεις και τα σχετικά έγγραφα, πρέπει να ακυρωθεί η επισπευδόμενη σε βάρος τους εκτέλεση.

Σχετικά με τον λόγο αυτό έφεσης σημειώνεται ότι από την επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας που νόμιμα μετ’ επικλήσεως προσκομίζουν οι διάδικοι προκύπτουν τα εξής: Μεταξύ των εγγράφων που η καθ’ης η ανακοπή συγκοινοποίησε στους ανακόπτοντες κατ’ άρθρο 925 ΚΠολΔ με την προσβαλλόμενη επιταγή προς πληρωμής περιλαμβάνονταν και: 1) η με αρ. πρωτοκόλλου …../24.6.2019 Σύμβαση Διαχείρισης Επιχειρηματικών Απαιτήσεων του άρθρου 10 παρ.14 και 16 του ν. 3156/2003 που ενεγράφη στις 24.6.2019 στο βιβλίο του άρθρου 3 του ν.  2844/2000 του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών στον τόμο …. με αύξ. αριθμό ….. (άρθρο 10 παράγραφος 16 του ν. 3156/2003), από την οποία προκύπτει ότι η διαχείριση των μεταβιβασθεισών απαιτήσεων ανατέθηκε στις 24.6.2019 από την ιρλανδική εταιρεία ειδικού σκοπού υπό την επωνυμία “………..” στην ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «……………», 2) η με αριθ. πρωτοκόλλου ……../29.4.2020 Σύμβαση Διαχείρισης Επιχειρηματικών Απαιτήσεων του άρθρου 10 παρ.14 και 16 του ν. 3156/2003 που ενεγράφη στις 29.4.2020 στο βιβλίο του άρθρου 3 του ν. 2844/2000 του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών στον τόμο …. με αύξ. αριθμό ….. (άρθρο 10 παρ. 16 του ν. 3156/2003), από την οποία προκύπτει η διαχείριση των μεταβιβασθεισών απαιτήσεων από την ανώνυμη τραπεζική εταιρεία υπό την επωνυμία …………….. λόγω καθολικής διαδοχής, 3) η με αριθ. πρωτοκόλλου ……/29.4.2020 Σύμβαση Διαχείρισης Επιχειρηματικών Απαιτήσεων του άρθρου 10 παρ.14 και 16 του ν. 3156/2003 που ενεγράφη στις 29.4.2020 στο βιβλίο του άρθρου 3 του ν. 2844/2000 του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών στον τόμο … με αύξ. αριθμό …… (άρθρο 10 παρ.16 του ν. 3156/2003), από την οποία προκύπτει η διαχείριση των μεταβιβασθεισών απαιτήσεων από την ……………….. και 4) η με αριθμό πρωτοκόλλου …../8.11.2022 Σύμβαση Διαχείρισης Επιχειρηματικών Απαιτήσεων με καταχώριση στα δημόσια βιβλία του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών (τόμος …, αριθμός …..) της από 8.11.2022 Σύμβασης Συμπλήρωσης, με την οποία εξειδικεύτηκαν οι υπό διαχείριση απαιτήσεις της από 24.6.2019 Σύμβασης Διαχείρισης Επιχειρηματικών Απαιτήσεων, με αρ. πρωτ. …/24.6.2019 Εντύπου Δημοσίευσης και η οποία καταχωρίσθηκε στα δημόσια βιβλία του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών στον τόμο … και αριθμό ……. Σε όλες τις προαναφερόμενες περιλήψεις της σύμβασης διαχείρισης αναφέρεται ως εφαρμοστέο το αγγλικό δίκαιο. Πλην όμως, όπως ορθά δέχθηκε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, η διαλαμβανόμενη στις ανωτέρω συμβάσεις ρήτρα περί εφαρμογής του αγγλικού δικαίου αφορά στην σχέση μεταξύ της αποκτήσασας τις απαιτήσεις κατά των καθ’ων η εκτέλεση οφειλετών εταιρείας με την επωνυμία “………………” και της διαχειρίστριας εταιρείας με την επωνυμία «…………» και τις διαφορές που ανακύπτουν από τη σχέση αυτή, ενώ η δανειακή σύμβαση και οι εξ αυτής απορρέουσες κατά των ανακοπτόντων απαιτήσεις καθώς και η ενεργητική νομιμοποίηση της διαχειρίστριας εταιρείας να επισπεύσει αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος των ανακοπτόντων οφειλετών για λογαριασμό της εταιρείας ειδικού σκοπού διέπονται από το ελληνικό δίκαιο. Ειδικότερα, το άρθρο 2 παρ.4 του ν. 4354/2015, το οποίο και εφαρμόζεται και για τη διαχείριση τιτλοποιημένων απαιτήσεων τραπεζών σύμφωνα με το ν. 3156/2003 που έχουν μεταβιβασθεί σε εταιρείες ειδικού σκοπού (βλ. ΟλΑΠ 1/2023 στην ΤΝΠ Νόμος) ορίζει ότι «Οι Εταιρίες Διαχείρισης νομιμοποιούνται, ως μη δικαιούχοι διάδικοι, να ασκήσουν κάθε ένδικο βοήθημα και να προβαίνουν σε κάθε άλλη δικαστική ενέργεια για την είσπραξη των υπό διαχείριση απαιτήσεων, καθώς και να κινούν, παρίστανται ή συμμετέχουν σε προπτωχευτικές διαδικασίες εξυγίανσης, πτωχευτικές διαδικασίες αφερεγγυότητας, διαδικασίες διευθέτησης οφειλών και ειδικής διαχείρισης των άρθρων 61 επ. του ν. 4307/2014 (Α` 246). Εφόσον οι Εταιρίες συμμετέχουν σε οποιαδήποτε δίκη με την ιδιότητα του μη δικαιούχου διαδίκου το δεδικασμένο της απόφασης καταλαμβάνει και τον δικαιούχο της απαίτησης». Οι εν λόγω διατάξεις αφορούν μεταξύ άλλων στην ενεργητική νομιμοποίηση των εταιρειών διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις να επισπεύσουν διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης στην Ελλάδα εκπροσωπώντας αλλοδαπές εταιρείες ειδικού σκοπού στις οποίες έχουν μεταβιβασθεί απαιτήσεις πιστωτικών ιδρυμάτων κατά οφειλετών από δανειακές συμβάσεις, οπότε πρόκειται για διατάξεις δημοσίου δικαίου, δεδομένου ότι η αναγκαστική εκτέλεση νοείται ως μια εκ των τριών μορφών παροχής έννομης προστασίας, η οποία απολαύει και της οικείας συνταγματικής κατοχύρωσης του άρθρου 20 παρ. 1 του Συντάγματος (Π.Γέσιου-Φαλτσή, Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτελέσεως, Γενικό Μέρος, Β΄ Έκδοση, 2017, § 7, σελ 97) και δεν δύναται με τη σύμβαση διαχείρισης να συμφωνηθεί ότι σχετικά με την ενεργητική νομιμοποίηση του διαχειριστή για την αναγκαστική εκτέλεση εντός της ελληνικής επικράτειας θα εφαρμοσθεί αλλοδαπό δίκαιο και δη, εν προκειμένω το αγγλικό. Άλλωστε κι από τις προαναφερόμενες περιλήψεις των ένδικων συμβάσεων διαχείρισης επιχειρηματικών απαιτήσεων δεν προκύπτει ότι πέραν της συμφωνίας να ισχύσει το αγγλικό δίκαιο στην εσωτερική σχέση διαχείρισης μεταξύ των συμβαλλομένων, συμφωνήθηκε να ισχύει το αγγλικό δίκαιο κατά τη διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης κατά των οφειλετών. Ομοίως η αποκλειστική δωσιδικία των δικαστηρίων της Αγγλίας ορίσθηκε μεταξύ των συμβαλλομένων για τις τυχόν μεταξύ τους διαφορές από τη σύμβαση διαχείρισης και όχι προς επίλυση των διαφορών αναγκαστικής εκτέλεσης μεταξύ της διαχειρίστριας και των καθ’ων η εκτέλεση οφειλετών στην Ελλάδα. Συνακόλουθα, ορθά η εκκαλουμένη απέρριψε τον πρώτο λόγο της ένδικης ανακοπής των εκκαλούντων κατά αμφότερων των προσβαλλόμενων πράξεων εκτέλεσης, οπότε πρέπει να απορριφθεί στην ουσία του ο σχετικός λόγος έφεσης, με συμπλήρωση των αιτιολογιών της παρούσας στις αιτιολογίες της εκκαλουμένης κατ’ άρθρο 534 ΚΠολΔ. Απορριφθέντος και του λόγου αυτού έφεσης και μη απομένοντος άλλου λόγου αυτής για εξέταση, πρέπει η έφεση να απορριφθεί στο σύνολό της. Περαιτέρω, απορριφθείσας της εφέσεως και μη ευδοκίμησης των λόγων αυτής, πρέπει να απορριφθεί στην ουσία της και η συνεκδικαζόμενη, σωρευθείσα στο εφετήριο, αίτηση αναστολής του άρθρου 938 παρ.2 ΚΠολΔ. Τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας τόσο για την έφεση, όσο και για  την αίτησης αναστολής εκτέλεσης πρέπει να συμψηφιστούν μεταξύ τους κατ’ άρθρο 179 σε συνδυασμό με το άρθρο 183 ΚΠολΔ, εν μέρει λόγω της εύλογης αμφιβολίας των εκκαλούντων για την έκβαση της κατ’ έφεση δίκης μετά την άρση της προσβαλλόμενης κατάσχεσης από την εφεσίβλητη, αφού είχε ασκηθεί το παραπάνω ένδικο μέσο και εν μέρει λόγω του δυσχέρειας στην ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόστηκαν. Τέλος, λόγω της ήττας των εκκαλούντων κατά την έκβαση της δίκης, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή του παράβολου που κατέθεσαν για την άσκηση της έφεσης, στο δημόσιο ταμείο κατ’ άρθρο 495 παρ.3 προτελ. εδ. ΚΠολΔ.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει την από 21.10.2024 έφεση κατά της 3337/2024 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (ειδική διαδικασία περιουσιακών διαφορών) και την σωρευθείσα στο ίδιο δικόγραφο αίτησης αναστολής εκτέλεσης του άρθρου 938 παρ.2 ΚΠολΔ αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ’ ουσίαν την έφεση.

Απορρίπτει την αίτηση αναστολής εκτέλεσης του άρθρου 938 παρ.2 ΚΠολΔ.

Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας μεταξύ τους.

Διατάσσει την εισαγωγή του με κωδικό ………….. e-παράβολου του Υπουργείου Ψηφιακής Διακυβέρνησης ποσού εκατό (100) ευρώ στο δημόσιο ταμείο.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους, στις 11.6.2025.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                             Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ