ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Αριθμός αποφάσεως 420/2025
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από τον Δικαστή Βασίλειο Πορτοκάλλη, Εφέτη, που όρισε το Τριμελές Συμβούλιο Διοικήσεως του Εφετείου Πειραιώς και από την Γραμματέα Κ.Σ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις ……….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της εκκαλούσας …………….., η οποία παραστάθηκε αυτοπροσώπως και μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου της Δημητρίου Βιδάκη (Α.Μ Δ.Σ.Α …………).
Του εφεσίβλητου …………., ο οποίος παραστάθηκε διά του πληρεξουσίου δικηγόρου του Πρόδρομου Παναγιωτακόπουλου (Α.Μ Δ.Σ.Α ……..).
Η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα άσκησε σε βάρος του εναγομένου και ήδη εφεσίβλητου, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, την από 15/2/2023 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………../2023 αγωγή, με την οποία ζητούσε τα αναφερόμενα σε αυτήν. Το ως άνω Δικαστήριο, συζήτησε την ως άνω αγωγή στις 2/5/2023, αντιμωλία των διαδίκων και με την υπ’ αριθ. 3498/2023 οριστική απόφασή του, απέρριψε την αγωγή. Κατά της προαναφερόμενης αποφάσεως, η ενάγουσα άσκησε την από 13/12/2023 έφεση της, με αριθμό έκθεσης κατάθεσης: α) ένδικου μέσου ………./2023 και β) δικογράφου …………./2023, ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, η οποία προσδιορίσθηκε προς συζήτηση για την ανωτέρω δικάσιμο.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη από 13/12/2023 έφεση της ενάγουσας, με αριθμό έκθεσης κατάθεσης: α) ένδικου μέσου ………/2023 και β) δικογράφου …………/2023, η οποία στρέφεται κατά της υπ’ αριθ. 3498/2023 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε, κατά την διαδικασία περιουσιακών διαφορών, επί της από 15/2/2023 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …………./2023 αγωγής της ενάγουσας και ήδη εκκαλούσας κατά του εναγομένου και ήδη εφεσίβλητου, η οποία συζητήθηκε αντιμωλία των διαδίκων, αρμοδίως και παραδεκτά φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρο 19 ΚΠολΔ), έχει, δε, ασκηθεί νομότυπα, με κατάθεση της στη Γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου (άρθρο 495 παρ. 1, 2, 511, 513 παρ.1 εδ. β΄, 516, 517, 520 ΚΠολΔ) και εμπρόθεσμα, στις 13/12/2023, ήτοι εντός 30 ημερών από την επίδοση της απόφασης στην ενάγουσα, που έλαβε χώρα στις 14/11/2023 (βλ. την υπ’ αριθ. ………/2023 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιώς, …………..) (άρθρο 518 παρ.1 ΚΠολΔ), έχει, δε, κατατεθεί και το απαιτούμενο παράβολο (άρθρο 495 περ. 3A ΚΠολΔ). Επομένως πρέπει η έφεση να γίνει τυπικά δεκτή (άρθρο 532 ΚΠολΔ) και να εξεταστεί ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της, κατά την διαδικασία περιουσιακών διαφορών, που εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση (533 ΚΠολΔ).
Α. Σύμφωνα με τους ορισμούς του άρθρου 57 ΑΚ, όποιος προσβάλλεται παράνομα στην προσωπικότητά του έχει δικαίωμα να απαιτήσει να αρθεί η προσβολή και να μην επαναληφθεί στο μέλλον, αξίωση δε αποζημίωσης σύμφωνα με τις διατάξεις για τις αδικοπραξίες δεν αποκλείεται. Εξάλλου, κατά το άρθρο 59 του ίδιου Κώδικα, στις περιπτώσεις του προηγούμενου άρθρου, το δικαστήριο με την απόφαση του, ύστερα από αίτηση αυτού που έχει προσβληθεί και αφού λάβει υπόψη το είδος της προσβολής, μπορεί επιπλέον να καταδικάσει τον υπαίτιο να ικανοποιήσει την ηθική βλάβη αυτού που έχει προσβληθεί, η ικανοποίηση, δε, συνίσταται σε πληρωμή χρηματικού ποσού, σε δημοσίευμα, ή σε οτιδήποτε επιβάλλεται από τις περιστάσεις. Προστατεύεται έτσι, με τα ως άνω άρθρα, η προσωπικότητα και κατ’ επέκταση η αξία του ανθρώπου, ως ατομικό δικαίωμα κατοχυρωμένο από το άρθρο 2 παρ. 1 του Συντάγματος, αποτελεί δε η προσωπικότητα πλέγμα αγαθών που συνθέτουν την υπόσταση του προσώπου και είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένα μαζί του. Τα αγαθά αυτά δεν αποτελούν μεν αυτοτελή δικαιώματα, αλλά επί μέρους εκδηλώσεις (πλευρές) του ενιαίου δικαιώματος επί της προσωπικότητας, όμως η προσβολή της προσωπικότητας σε σχέση με οποιαδήποτε από τις εκδηλώσεις αυτές συνιστά προσβολή της συνολικής έννοιας της προσωπικότητας. Τέτοια προστατευόμενα αγαθά είναι, μεταξύ άλλων, η τιμή και η υπόληψη κάθε ανθρώπου, είναι δε τιμή η εκτίμηση που απολαμβάνει το άτομο στην κοινωνία, με βάση την ηθική αξία που έχει λόγω της συμμόρφωσής του με τις νομικές και ηθικές του υποχρεώσεις, ενώ υπόληψη είναι η εκτίμηση που απολαμβάνει το άτομα στην κοινωνία, με βάση την κοινωνική του αξία, συνεπεία των ιδιοτήτων και ικανοτήτων ταυ για την εκπλήρωση των ιδιαίτερων κοινωνικών του έργων ή του επαγγέλματος του. Προϋποθέσεις για την προστασία της προσωπικότητας με τις διατάξεις των ανωτέρω άρθρων είναι: α) η ύπαρξη προσβολής της προσωπικότητας με πράξη ή παράλειψη άλλου που διαταράσσει μια ή περισσότερες εκδηλώσεις της σωματικής, ψυχικής, πνευματικής και κοινωνικής ατομικότητας του βλαπτόμενου κατά τη στιγμή της προσβολής, β) η προσβολή να είναι παράνομη, που συμβαίνει, όταν γίνεται χωρίς δικαίωμα ή με βάση δικαίωμα, το οποίο όμως είτε είναι μικρότερης σπουδαιότητας στο πλαίσιο της εννόμου τάξεως είτε ασκείται καταχρηστικά κατά την έννοια των άρθρων 281 ΑΚ και 25 παρ. 3 του Συντάγματος και γ) πταίσμα του προσβολέα, όταν πρόκειται ειδικότερα για επιδίκαση χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης εξαιτίας της παρανόμου προσβολής της προσωπικότητας. Στην περίπτωση αυτή, η παράνομη και συγχρόνως υπαίτια προσβολή της προσωπικότητας συνιστά ειδικότερη μορφή αδικοπραξίας, οπότε συνδυαστικά εφαρμόζονται και οι διατάξεις των άρθρων 914, 919, 920 και 932 ΑΚ, ιδίως για την αποκατάσταση της τυχόν υλικής ζημίας του προσβληθέντος (άρθρο 57 παρ. 2 ΑΚ), ενώ αδιάφορη για το χαρακτήρα της προσβολής, ως παράνομης, είναι η φύση της διατάξεως που ενδέχεται με την προσβολή να παραβιάζεται και η οποία έτσι μπορεί να ανήκει σε οποιοδήποτε κλάδο ή τμήμα του δικαίου.
Β. Συνεπώς, παράνομη προσβολή της προσωπικότητας δημιουργείται και από ποινικά κολάσιμη πράξη, όπως συμβαίνει, όταν το άτομο προσβάλλεται στην τιμή και την υπόληψη του με εξυβριστικές εκδηλώσεις ή με ισχυρισμούς δυσφημιστικούς ή πολύ περισσότερο συκοφαντικούς κατά την έννοια των άρθρων 361 – 363 ΠΚ (όπως αυτά ίσχυαν κατά το χρόνο δημοσίευσης της εκκαλουμένης – άρθρο 533 παρ.2 ΚΠολΔ), που μπορεί να περιέχονται σε κάθε σύγχρονο μέσο διάδοσης πληροφοριών και ειδήσεων (τύπος, τηλεόραση, ραδιόφωνο, διαδίκτυο), αφού η κατοχυρωμένη, με το άρθρο 14 παρ. 1 και 2 του Συντάγματος ελευθεροτυπία, υπόκειται στους περιορισμούς του νόμου, με τους οποίους επιδιώκεται όχι η παρεμπόδιση της ελευθεροτυπίας, αλλά η προστασία των ατόμων από την καταχρηστική άσκησή της (άρθρο 25 παρ. 3 Σ). Όριο προς αυτή την κατεύθυνση αποτελούν ακριβώς τα άρθρα 361 – 363 ΠΚ και, επομένως, με πρόσχημα την ελευθεροτυπία δεν επιτρέπεται η προσβολή της προσωπικότητας με εκπομπές των μέσων μαζικής ενημέρωσης (Μ.Μ.Ε), εξυβριστικές ή δυσφημιστικές για το άτομο. Ειδικότερα, κατά τα άρθρα αυτά, εξύβριση διαπράττει όποιος προσβάλλει την τιμή άλλου με λόγο ή έργο ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο, ενώ όποιος με οποιονδήποτε τρόπο ισχυρίζεται ενώπιον τρίτου ή διαδίδει για κάποιον άλλον γεγονός, που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψή του, διαπράττει το έγκλημα της δυσφήμησης και αν το γεγονός είναι ψευδές και ο υπαίτιος γνώριζε το ψεύδος, τότε διαπράττει το έγκλημα της συκοφαντικής δυσφήμησης. Ως γεγονός, κατά τις ανωτέρω διατάξεις, νοείται κάθε περιστατικό του εξωτερικού κόσμου ή αντίθετη προς την ηθική ή την ευπρέπεια σχέση ή συμπεριφορά, εφ’ όσον ανάγονται στο παρελθόν ή στο παρόν και υποπίπτουν στις αισθήσεις, ώστε να είναι δεκτικά αποδείξεως. Δεν αποκλείεται δε στην έννοια του γεγονότος να υπαχθούν η έκφραση γνώμης ή αξιολογικής κρίσεως ακόμη και χαρακτηρισμός οσάκις μέσω αυτών, αμέσως ή εμμέσως, υποκρύπτονται συμβάντα και αντικειμενικά εκδηλωτικά στοιχεία, τα οποία στην συγκεκριμένη περίπτωση συνιστούν προσβολή της προσωπικότητας, δηλαδή μόνον όταν συνδέονται και σχετίζονται με το γεγονός κατά τέτοιο τρόπο, ώστε ουσιαστικώς να προσδιορίζουν την ποσοτική και ποιοτική του βαρύτητα και μπορεί να αποτελούν εξύβριση κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 361 του ΠΚ. Ισχυρισμό δε του γεγονότος συνιστά κάθε σχετική με αυτό ανακοίνωση, που βασίζεται είτε σε προσωπική αντίληψη ή γνώμη είτε σε υιοθέτηση της γνώμης άλλου. Αντίθετα, διάδοση γεγονότος συνιστά η περαιτέρω απλή μετάδοση της σχετικής ανακοινώσεως που έγινε από άλλον. Για τη στοιχειοθέτηση της υποκειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος της δυσφημήσεως απαιτείται γνώση του δράστη, ότι το ισχυριζόμενο ή διαδιδόμενο απ’ αυτόν, ενώπιον τρίτου, γεγονός είναι κατάλληλο να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη άλλου και θέληση του ίδιου να ισχυρισθεί ή να διαδώσει ενώπιον τρίτου το βλαπτικό για άλλον γεγονός, ενώ για τη στοιχειοθέτηση της υποκειμενικής υπόστασης του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφήμησης απαιτείται επιπλέον και γνώση του δράστη ότι το γεγονός είναι ψευδές. Έτσι, σε περίπτωση που ο δράστης δεν γνώριζε το ψεύδος του γεγονότος που ισχυρίσθηκε ή διέδωσε ή είχε αμφιβολίες γι’ αυτό, δεν στοιχειοθετείται μεν το έγκλημα της συκοφαντικής δυσφήμησης σε βάρος άλλου, παραμένει όμως ως έγκλημα η απλή δυσφήμηση, που προσβάλλει επίσης την προσωπικότητα του άλλου σε βαθμό μη ανεκτό από την έννομη τάξη. Ωστόσο, ως αστικό αδίκημα, η δυσφήμηση θεμελιώνεται υποκειμενικά και σε απλή αμέλεια του δράστη και συνεπώς όποιος από πρόθεση ή από αμέλεια ισχυρίζεται ή διαδίδει προς τρίτους γεγονότα αναληθή, που βλάπτουν την επαγγελματική ή γενικότερα την οικονομική ελευθερία άλλου και κατ’ αυτή την έννοια θίγουν την τιμή και την υπόληψή του, προσβάλλοντας παράνομα την προσωπικότητά του, έχει υποχρέωση, εφόσον γνωρίζει ή υπαίτια αγνοεί την αναλήθεια των γεγονότων αυτών, να αποζημιώσει τον άλλο και να ικανοποιήσει και την ηθική βλάβη του, εκτός αν συντρέχει κάποια από τις προβλεπόμενες στο άρθρο 367 παρ. 1 ΠΚ περιπτώσεις, που αίρουν τον άδικο χαρακτήρα της πράξεως του, τόσο ως ποινικό, όσο και ως αστικό αδίκημα, αφού οι διατάξεις των άρθρων 361 -367 ΠΚ εφαρμόζονται αναλογικά για την ενότητα της εννόμου τάξεως και στο χώρο του ιδιωτικού δικαίου. Έτσι, σύμφωνα με την παρ.1 του άρθρου 367 Π.Κ. ο άδικος χαρακτήρας της δυσφημιστικής εκδήλωσης κατ’ αρχήν αίρεται και όταν αυτή γίνεται για την εκτέλεση νομίμων καθηκόντων, την άσκηση νόμιμης εξουσίας ή για τη διαφύλαξη (προστασία) δικαιώματος ή από άλλο δικαιολογημένο ενδιαφέρον ή σε ανάλογες περιπτώσεις. Κατ’ εξαίρεση, όμως, το αποτέλεσμα αυτό δεν επέρχεται, σύμφωνα με την παρ.2 του άρθρου 367 Π.Κ., και παραμένει η ποινική ευθύνη, όταν από τον τρόπο της εκδήλωσης ή από τις περιστάσεις υπό τις οποίες τελέστηκε η πράξη προκύπτει σκοπός εξύβρισης, που κατευθύνεται ειδικώς σε προσβολή της τιμής άλλου, με αμφισβήτηση της ηθικής ή κοινωνικής αξίας του προσώπου του και περιφρόνηση αυτού. Ειδικός σκοπός εξύβρισης υπάρχει στον τρόπο εκδήλωσης της προσβλητικής συμπεριφοράς, όταν αυτός δεν ήταν κατ’ αντικειμενική κρίση αναγκαίος για την ακριβή και πρέπουσα απόδοση των στοχασμών του προσβολέα, ο οποίος μολονότι τελούσε σε επίγνωση τούτου, χρησιμοποίησε τον τρόπο αυτό για να προσβάλει την τιμή και την υπόληψη του άλλου (ΑΠ 1897/2006 ΤΝΠ Νόμος). Ο ισχυρισμός του εναγομένου ότι συντρέχει περίπτωση δικαιολογημένου ενδιαφέροντος του, που αίρει κατά το άρθρο 367 παρ. 1 ΠΚ τον άδικο χαρακτήρα δυσφημιστικού για τον ενάγοντα ισχυρισμού του, συνιστά ένσταση καταλυτική της εναντίον του αγωγής με αντικείμενο την ικανοποίηση της ηθικής βλάβης του αντιδίκου του από την επικαλούμενη παράνομη προσβολή της προσωπικότητάς του με το δυσφημιστικό σε βάρος του ισχυρισμό, ενώ αντένσταση συνιστά ο ισχυρισμός του ενάγοντος ότι δεν αίρεται τελικώς ο άδικος χαρακτήρας της δυσφήμησής του από τον εναγόμενο, επειδή αυτός ενήργησε με ειδικό σκοπό εξύβρισής του (ΑΠ 2209/2013, ΑΠ 1265/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Τέτοιος τρόπος για την απόδειξη του σκοπού εξυβρίσεως συντρέχει, ιδίως, όταν αυτός δεν είναι αντικειμενικά αναγκαίος για την απόδοση της σκέψεως εκείνου που φέρεται ότι ενεργεί από δικαιολογημένο ενδιαφέρον, ο οποίος, παρά ταύτα, χρησιμοποίησε τον τρόπο αυτόν για να προσβάλει την τιμή του άλλου (ΑΠ 1897/2006, ΑΠ 1573/2005 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Δεν είναι δε αναγκαίο, να προσδιορισθούν ειδικώς και οι φράσεις και οι εκφράσεις, οι οποίες ήταν δυνατόν να χρησιμοποιηθούν από τον εναγόμενο, αντί των χρησιμοποιηθέντων εξυβριστικών, λέξεων και φράσεων, για να αποδοθεί το νόημα των τελευταίων, χωρίς να θιγεί η τιμή και η υπόληψη του παθόντος (ΑΠ 628/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Το ζήτημα εάν οι εκδηλώσεις, που προαναφέρθηκαν, ήταν πρόσφορες και αναγκαίες αντικειμενικά για τη διαφύλαξη του δικαιώματος του εναγομένου και περί του κατά πόσον οι εκδηλώσεις αυτές υπερέβησαν τελικά το αναγκαίο μέτρο για τη διαφύλαξη του ίδιου δικαιώματος, αποτελεί νομική έννοια υποκείμενη στον έλεγχο του Αρείου Πάγου (ΑΠ 129/2020, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Με την κρινόμενη αγωγή της, η ενάγουσα ισχυρίζεται ότι με την υπ’ αριθ. 2181/2019 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς ανακηρύχθηκε υποψήφια βουλευτής, προκειμένου να λάβει μέρος στις Εθνικές Βουλευτικές Εκλογές της ………., συμμετέχοντας στα ψηφοδέλτια του πολιτικού κόμματος με την επωνυμία «………», στην Εκλογική Περιφέρεια ………… της Περιφέρειας Αττικής. Ότι στην ίδια εκλογική περιφέρεια και με το ίδιο πολιτικό κόμμα έθεσε υποψηφιότητα και ο εναγόμενος, αντιστράτηγος, και έως τις 29.1.2019 διοικητής της ………….. Ότι κατά την ανωτέρω εκλογική αναμέτρηση, με την υπ’ αριθ. 2515/2019 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η ενάγουσα ανακηρύχθηκε 1η αναπληρωματική βουλευτής του ως άνω πολιτικού κόμματος, ενώ ο εναγόμενος ανακηρύχθηκε τακτικός βουλευτής στην ως άνω εκλογική περιφέρεια. Ότι κατά της ανωτέρω απόφασης, κατά το μέρος που αφορούσε την εκλογή του εναγομένου, υπέβαλε την με αριθμό κατάθεσης ……/24.7.2019 ένστασή της, ενώπιον του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου (Α.Ε.Δ), αιτούμενη την ακύρωση της εκλογής του τελευταίου, διότι, ως αντιστράτηγος και διοικητής της ……. από 17.1.2017 έως 29.1.2019, καταλαμβανόταν από κώλυμα εκλογιμότητας. Ότι η ανωτέρω ένστασή της συζητήθηκε κατά τη δικάσιμο της 3.6.2020, πλην όμως απορρίφθηκε με την υπ’ αριθ. 15/2020 απόφαση του Α.Ε.Δ, διότι, κατά τα αναφερόμενα στην εν λόγω απόφαση «…κατά την κρίσιμη περίοδο, δεν περιλαμβανόταν στην τοπική αρμοδιότητα της ………. τμήμα ή νησί της εκλογικής περιφέρειας ……………», παρότι το αληθές είναι ότι ο εναγόμενος είχε τοπικό κώλυμα εκλογιμότητας, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στην αγωγή. Ότι, ωστόσο, η ίδια τελούσε σε αδυναμία απόδειξης των ισχυρισμών της, καθώς δεν είχε τα στοιχεία και τα έγγραφα που απαιτούνταν, ενώ το ΑΕΔ βασίστηκε σε ανακριβείς – ψευδείς βεβαιώσεις της διοίκησης και του πλαστογραφημένου χάρτη της Ελλάδος της Γεωγραφικής Υπηρεσίας Στρατού που προσκόμισε ο εναγόμενος. Ότι, δοθείσας της ανυπαίτιας αδυναμίας της να έχει πρόσβαση στο υλικό για την απόδειξη των ισχυρισμών της και λόγω της εύρεσης του αναφερόμενου μεταγενέστερου κρίσιμου εγγράφου, από το οποίο αποδεικνύεται η αρμοδιότητα της …. σε νησιά της …’ Εκλογικής Περιφέρειας ….., υπέβαλε την υπ’ αριθ. …../2021 αίτησή της, για αναθεώρηση της υπ’ αριθ. 15/2020 απόφασης του ΑΕΔ, πλην όμως το ΑΕΔ, με την υπ’ αριθ. 3/2022 απόφασή του, απέρριψε την αίτησή της. Ότι, κατά του εναγομένου, υπέβαλε την από 7.7.2021 μηνυτήρια αναφορά της, ενώπιον τον Εισαγγελέα του ΑΠ, η οποία έλαβε ……………., ενώ η ως άνω δικογραφία διαβιβάστηκε μέσω της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αθηνών στη Βουλή προς άρση της βουλευτικής του ασυλίας για το αδίκημα της χρήσης πλαστού εγγράφου, της απάτης και της ηθικής αυτουργίας σε έκδοση ψευδών βεβαιώσεων. Ότι, κατόπιν τούτων, στις 9.3.2022, συζητήθηκε στη Βουλή η άρση της βουλευτικής ασυλίας του εναγομένου, ο οποίος στη δημόσια ομιλία του, η οποία μεταδόθηκε στο κανάλι της Βουλής, προέβη στις αναφερόμενες στην αγωγή συκοφαντικές δηλώσεις του, σε βάρος της ίδιας, εν γνώσει της αναλήθειάς τούς, με τις οποίες προσέβαλλε την τιμή, την υπόληψή της και την επαγγελματική της αξία, παρουσιάζοντάς την ως εμμονικό, αήθες άτομο, με νοσηρή προσωπικότητα, που κινείται από ιδιοτελή ταπεινά αίτια, σε μία εκστρατεία οργανωμένης πολιτικής του συκοφάντησης, και ως άτομο που περιφρονεί τις δικαστικές αποφάσεις και παρανομεί. Ότι ο εναγόμενος προέβη στις αναφερόμενες δηλώσεις του, με πρόθεση ονειδισμού στο πρόσωπό της και με πρόθεση να την ευτελίσει με κάθε τρόπο, προκειμένου να αποφύγει κάθε δημόσια συζήτηση και έλεγχο στα αδικήματα για τα οποία εγκαλείται. Ότι από τις δηλώσεις του αυτές που περιήλθαν σε γνώση του πανελλήνιου κοινού, λόγω της τηλεοπτικής τους μετάδοσης από το κανάλι της Βουλής, της προκλήθηκε ηθική βλάβη, για την οποία δικαιούται, ως χρηματική ικανοποίηση, το ποσό των 50.000 ευρώ. Με βάση το ιστορικά αυτό και κατόπιν παραδεκτού περιορισμού του αγωγικού αιτήματος από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό με τις προτάσεις της και με δήλωσή της που καταχωρίσθηκε στα πρακτικά (άρθρο 223 εδ. β’ ΚΠολΔ), ζητεί να αναγνωρισθεί ότι ο εναγόμενος υποχρεούται να της καταβάλει το ποσό των 50.000 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση, λόγω της ηθικής της βλάβης, νομιμότοκα από την επίδοση της αγωγής. Στη συνέχεια, το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, με την υπ’ αριθ. 3498/2023 απόφαση του, απέρριψε την αγωγή της. Ήδη, με την κρινόμενη έφεση της, η ενάγουσα προσβάλλει την ανωτέρω απόφαση και παραπονείται για εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητώντας να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση αυτή και να γίνει δεκτή η αγωγή της.
Από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων των διαδίκων . ……. και ……., κατά τη δικάσιμο στις 2/5/2023, ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, οι οποίες περιέχονται στα, ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση, απομαγνητοφωνημένα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, την υπ’ αριθ. ………../26-9-2024 ένορκη βεβαίωση του ………… ενώπιον της Συμβολαιογράφου Πειραιώς ………., την οποία προσκομίζει η ενάγουσα, το πρώτον ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρο 422 παρ.3 ΚΠολΔ) και η οποία ελήφθη κατόπιν νομοτύπου και εμπροθέσμου κλητεύσεως του εναγομένου (βλ. την υπ’ αριθ. …../23-9-2024 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιώς ……….), την υπ’ αριθ. …./2023 ένορκη βεβαίωση του ………….. ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιώς, την οποία προσκομίζει η ενάγουσα και η οποία ελήφθη κατόπιν νομοτύπου και εμπροθέσμου κλητεύσεως του εναγομένου (βλ. την υπ’ αριθ. ………../29-3-2023 έκθεση επίδοσης της ως άνω δικαστικής επιμελήτριας), τις υπ’ αριθ. …/2022 και …./2023 ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον του Ειρηνοδίκη Αμαλιάδας Ηλείας, τις υπ’ αριθ. ……../2022 και ……../2022 ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιώς, τις υπ’ αριθ. ……., ……/2023 και ………/2024 ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον της Συμβολαιογράφου Πειραιώς ………….., τις οποίες προσκομίζει η ενάγουσα και οι οποίες λαμβάνονται υπόψη ως δικαστικά τεκμήρια, εφόσον ελήφθησαν νομίμως για προηγούμενη δίκη μεταξύ των διαδίκων, καθώς και από όλα τα έγγραφα, που οι διάδικοι νομίμως επικαλούνται και προσκομίζουν, μεταξύ των οποίων και έγγραφα που παραδεκτώς προσκομίσθηκαν το πρώτον ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρο 529 παρ.1 εδ.α ΚΠολΔ), εφόσον δεν προέκυψε ότι δεν προσκομίσθηκαν πρωτοδίκως από πρόθεση στρεψοδικίας ή βαριά αμέλεια, τα οποία λαμβάνονται υπόψη είτε προς άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (άρθρα 591 παρ. 1 εδ. α΄ και 336 παρ. 3 ΚΠολΔ), για μερικά από τα οποία γίνεται ειδική αναφορά κατωτέρω, χωρίς, όμως, να έχει παραλειφθεί κάποιο για την ουσιαστική διάγνωση της ένδικης διαφοράς (ΑΠ 1628/2003 ΕλλΔνη 2004/723), καθώς και από τα διδάγματα της κοινής πείρας και της λογικής (άρθρα 591 παρ. 1 εδ. α΄ και 336 παρ. 4 ΚΠολΔ), που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το παρόν Δικαστήριο, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:
Δυνάμει της υπ’ αριθ. 2181/2019 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η ενάγουσα, δικηγόρος Πειραιώς, ανακηρύχθηκε υποψήφια βουλευτής, προκειμένου να λάβει μέρος στις εθνικές βουλευτικές εκλογές της ………., στην εκλογική περιφέρεια …….. της Περιφέρειας Αττικής, συμμετέχοντας στα ψηφοδέλτια του πολιτικού κόμματος με την επωνυμία «…………..». Στην ίδια εκλογική περιφέρεια και με το ίδιο πολιτικό κόμμα έθεσε υποψηφιότητα και ο εναγόμενος, αντιστράτηγος εν αποστρατεία, ο οποίος διατέλεσε …………., από 17.1.2017 έως 29.1.2019, οπότε αποστρατεύτηκε. Στις ανωτέρω εκλογές, η ενάγουσα συγκέντρωσε 6.064 ψήφους και με την υπ’ αριθ. 2515/2019 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, ανακηρύχθηκε 1η αναπληρωματική βουλευτής του ως άνω πολιτικού κόμματος, ενώ ο εναγόμενος εξελέγη τρίτος κατά σειρά, με 8.311 ψήφους και ανακηρύχθηκε τακτικός βουλευτής. Κατά της ανωτέρω υπ’ αριθ. 2515/2019 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κατά το μέρος που αφορούσε την εκλογή του εναγομένου, η ενάγουσα υπέβαλε την με αριθμό κατάθεσης ……/24.7.2019 ένστασή της, ενώπιον του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου (Α.Ε.Δ), ισχυριζόμενη ότι ο εναγόμενος καταλαμβανόταν από το κώλυμα εκλογιμότητας του άρθρου 56 παρ. 3 περ. γ’ του Συντάγματος, για το λόγο ότι η ……, της οποίας ο εναγόμενος, είχε διατελέσει διοικητής, κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα, ήτοι πέντε (5) μήνες περίπου πριν τη διεξαγωγή των εκλογών της …………… και οκτώ (8) μήνες περίπου πριν από την κανονική λήξη της τετραετούς βουλευτικής περιόδου, έχει εδαφική διοικητική αρμοδιότητα που εκτείνεται στα νησιά του Αιγαίου Πελάγους, στα οποία περιλαμβάνονται και τα Αντικύθηρα και όλα τα νησιά της ως άνω εκλογικής περιφέρειας. Σημειώνεται ότι, σύμφωνα με την αναφερθείσα διάταξη του 56 παρ. 3 περ. γ’ του Συντάγματος, ορίζεται ότι «Δεν μπορούν να ανακηρυχθούν υποψήφιοι, ούτε να εκλεγούν βουλευτές σε όποια εκλογική περιφέρεια υπηρέτησαν ή σε όποια εκλογική περιφέρεια εκτεινόταν η τοπική αρμοδιότητά τους μέσα στους τελευταίους δεκαοκτώ μήνες της τετραετούς βουλευτικής περιόδου: (…) γ) Οι ανώτεροι και ανώτατοι αξιωματικοί των ενόπλων δυνάμεων και των σωμάτων ασφαλείας». Προς θεμελίωση δε του εννόμου συμφέροντός της, προς υποβολή της ανωτέρω ένστασής της, η ενάγουσα επικαλέστηκε ότι σε περίπτωση παραδοχής της ένστασης και ακύρωσης της ανακήρυξης του εναγομένου, η κενούμενη βουλευτική έδρα θα καταληφθεί από την ίδια. Επιπλέον, όπως προκύπτει από το περιεχόμενο της ως άνω ένστασης, η ενάγουσα επικαλείται ότι δεν της δόθηκε η δυνατότητα εξετάσεως του νομοθετικού καθεστώτος που ρυθμίζει τα σχετικά με την έκταση της αρμοδιότητας της ……., κατ’ επίκληση στρατιωτικού απορρήτου και αιτείται από το δικαστήριο να αποκτήσει πρόσβαση στην επίμαχη νομοθεσία ή σε έτερα έγγραφα που καθορίζουν την εν λόγω αρμοδιότητα, ώστε να επιβεβαιωθεί ο ισχυρισμός της ότι στην τοπική αρμοδιότητα της ……. περιλαμβάνονται και τα νησιά του Αργοσαρωνικού, τα Κύθηρα, τα Αντικύθηρα ή άλλως τουλάχιστον ένα εξ’ αυτών. Επί της ως άνω ένστασης της ενάγουσας, εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 15/2020 απόφαση του Ανώτατού Ειδικού Δικαστηρίου, με την οποία η εν λόγω ένσταση απορρίφθηκε κατ’ ουσίαν, καθώς σύμφωνα με το σκεπτικό της απόφασης αυτής «από τα ανωτέρω στοιχεία του φακέλου, που προσκομίσθηκαν από τούς διαδίκους και απεστάλησαν από τις αρμόδιες στρατιωτικές υπηρεσίες (απαντήσεις Επιτελάρχη ΓΕΕΘΑ, Αρχηγών ΓΕΣ και Διοικητή ΑΣΔΕΝ), προκύπτει ότι, κατά την κρίσιμη χρονική περίοδο, δεν περιλαμβανόταν στην τοπική αρμοδιότητα της ….. τμήμα ή νησί της εκλογικής περιφέρειας …………, και, συνεπώς, ειδικότερα, ούτε τα Αντικύθηρα». Στην ανωτέρω απόφαση αναφέρονται αναλυτικά τα έγγραφα που λήφθηκαν υπόψη, για την έκδοσή της, και συγκεκριμένα τα έγγραφα που προσκόμισε η ενιστάμενη, προς υποστήριξη των ισχυρισμών της, τα προσκομιζόμενα από τον καθ’ ου η ένσταση έγγραφα, με τις προτάσεις του, μεταξύ των οποίων και του Χάρτη της Ελλάδας της Γεωγραφικής Υπηρεσίας Στρατού του Μαρτίου 2019, όπου, κατά τα αναφερόμενα στην απόφαση αυτή, «απεικονίζεται η διάκριση των χώρων ευθύνης και της συναφούς αρμοδιότητας της ΑΣΔΕΝ από αυτήν άλλης στρατιωτικής μονάδας», καθώς και τα έγγραφα που περιήλθαν στο Δικαστήριο, σε απάντηση σχετικού υποβληθέντος εκ μέρους του ερωτήματος, ως προς τα όρια της περιοχής ευθύνης της ΑΣΔΕΝ κατά την κρίσιμη περίοδο, ήτοι το από 17.3.2020 έγγραφο του Αρχηγού του Γενικού Επιτελείου Στρατού και το από 13.3.2020 έγγραφο του Διοικητή της ΑΣΔΕΝ. Ειδικότερα, κατά τα αναφερόμενα στην ανωτέρω υπ’ αριθ. 15/2020 απόφαση του ΑΕΔ, «με το από 17.3.2020 έγγραφο του Αρχηγού του Γενικού Επιτελείου Στρατού, που περιήλθε στο Δικαστήριο, αναφέρθηκαν τα έξης: «1. … α. Κανένα τμήμα ή νησί της εκλογικής περιφέρειας Α’ Πειραιώς, ήτοι: (1) Πειραιάς (2) Αίγινα (3) Αγκίστρι (4) Ύδρα (5) Πόρος (6) Σπέτσες (7) Τροιζηνία (8) Κύθηρα (9) Αντικύθηρα δεν ανήκει στην τοπική αρμοδιότητα της ΑΣΔΕΝ. Αντιθέτως, όλες οι προαναφερθείσες περιοχές ανήκουν στην τοπική αρμοδιότητα της άλλης στρατιωτικής μονάδας …». Περαιτέρω, όπως προκύπτει από το περιεχόμενο της ως άνω απόφασης, με τις από 5.5.2020 και 11.5.2020 αιτήσεις των πληρεξουσίων δικηγόρων της ενιστάμενης ζητήθηκε από το Δικαστήριο να μεριμνήσει για την αποστολή των αναφερόμενων στην απόφαση εγγράφων πού έχουν χαρακτηρισθεί ως απόρρητα. Κατόπιν τούτου, το Δικαστήριο διαβίβασε τα ως άνω αιτήματα στο ΓΕΕΘΑ και το ΓΕΣ, σε απάντηση των οποίων απεστάλησαν τα από 27.5.2020 και 29.5.2020 έγγραφα του ΓΕΣ και του ΓΕΕΘΑ, αντίστοιχα, στα οποία, κατά τα αναφερόμενα στην ως άνω απόφαση «αφενός μεν επαναλαμβάνεται ότι οι περιοχές της Α’ εκλογικής περιφέρειας Πειραιώς ανήκουν στην τοπική αρμοδιότητα της άλλης στρατιωτικής μονάδας αφετέρου δε αναφέρεται ότι τα αιτηθέντα έγγραφα και σχέδια «… σχετίζονται με την Πολιτική Εθνικής Αμύνης, την εθνική ασφάλεια και την οργανωτική δομή Μειζόνων Διοικήσεων και Σχηματισμών, φέρουν διαβάθμιση ασφαλείας ΕΤΝΑ/ΑΚΡΩΣ ΑΠΟΡΡΗΤΟ και ως εκ τούτου, δεν δύνανται να αποδεσμευθούν». Μετά την έκδοση της ανωτέρω υπ’ αριθ. 15/2020 απόφασης του ΑΕΔ, η ενάγουσα εξακολούθησε να απευθύνεται στις αρμόδιες αρχές, προκειμένου να αποδείξει τους ισχυρισμούς της περί του κωλύματος εκλογιμότητας του εναγομένου, κατά την ανωτέρω εκλογική διαδικασία. Στο πλαίσιο αυτό, δυνάμει της υπ’ αριθ. πρωτ. ……./14.5.2021 εισαγγελικής παραγγελίας που έλαβε, κατόπιν αίτησής της, της επιδείχθηκε ο χάρτης από το σχέδιο «ΞΕΝΟΚΡΑΤΗΣ». Ωστόσο, κατόπιν του από 18.5.2021 εγγράφου της ΑΣΔΕΝ προς την Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών, στο οποίο αναφέρεται ότι τα λοιπά έγγραφα των οποίων την επίδειξη ή χορήγηση αιτήθηκε η ενάγουσα, συνιστούν απόρρητα έγγραφα, κατά τις αναφερόμενες στο έγγραφο διακρίσεις, με το υπ’ αριθ. πρωτ. …./19.5.2021 έγγραφό της, η Εισαγγελέας Πρωτοδικών Αθηνών ανακάλεσε την ανωτέρω υπ’ αριθ. πρωτ. …../14.5.2021 εισαγγελική παραγγελία. Ακολούθως, κατόπιν της νέας από 27.5.2021 αίτησης της ενάγουσας, ενώπιον της Εισαγγελέως ακροάσεων Πρωτοδικών Αθηνών, της χορηγήθηκε η υπ’ αριθ. πρωτ. …………/27.5.2021 εισαγγελική παραγγελία, απευθυνόμενη προς την ΑΣΔΕΝ και της κοινοποιήθηκε το υπ’ αριθ. πρωτ. ……… από 25.6.2021 έγγραφο του Γενικού Επιτελείου Στρατού, σε απάντηση των αναφερόμενων στο εν λόγω έγγραφο από 12.5.2020, 20.5.2020 και 21.5.2020 επιστολών της ενάγουσας, σύμφωνα με το οποίο: «Τα νησιά του Μυρτώου Πελάγους, ήτοι: (1) Άγιος Ιωάννης, (2) Πετροκάραβο, (3) Άγιος Γεώργιος, (4) Βελοπούλα, (5) Καράβια, (6) Φαλκονέρα, (7) Κύθηρα, (8) Αντικύθηρα ανήκουν στην τοπική αρμοδιότητα της Ανώτατης Στρατιωτικής Διοίκησης Υποστήριξης Στρατού (ΑΣΔΥΣ) και όχι της Ανώτατης Στρατιωτικής Διοίκησης Εσωτερικού και Νήσων (ΑΣΔΕΝ)». Περαιτέρω, η ενάγουσα υπέβαλε σε βάρος του εναγομένου και κατά παντός υπευθύνου, ενώπιον τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών, δια του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, την από 07.07.2021 μηνυτήρια αναφορά – έγκλησή της, καθώς και την από 8.6.2021 μηνυτήρια αναφορά της ενώπιον της Εισαγγελίας του Στρατοδικείου Αθηνών, κατά παντός υπευθύνου, οι οποίες και συσχετίστηκαν υπό κοινό ……………, για τα αδικήματα της πλαστογραφίας (νόθευση) με χρήση και της ηθικής αυτουργίας σε ψευδή βεβαίωση κατά συρροή. Κατόπιν τούτον, η ως άνω δικογραφία υποβλήθηκε στη Βουλή, δυνάμει του υπ’ αριθ. πρωτ. …….. από 7.12.2021 εγγράφου της Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, που διαβιβάστηκε, δυνάμει του υπ’ αριθ. πρωτ. …………./20.12.2021 εγγράφου του Υφυπουργού Δικαιοσύνης, προς τον Πρόεδρο της Βουλής των Ελλήνων, προκειμένου η Βουλή να αποφανθεί, σύμφωνα με το άρθρο 62 του Συντάγματος, για τη χορήγηση ή μη της απαιτούμενης άδειας για την ποινική δίωξη του εναγομένου, για τα αναφερθέντα αδικήματα, και ειδικότερα για το ότι ο τελευταίος: α) τον Μάρτιο τον 2020 νόθευσε στρατιωτικούς χάρτες μεταβάλλοντας σε αυτούς τα χαραχθέντα όρια ευθύνης της ΑΣΔΕΝ και ακολούθως, στις 12.3.2020, έκανε χρήση των εν λόγω νοθευμένων εγγράφων, καθώς τα επισύναψε και τα επικαλέστηκε στο υπόμνημά του ενώπιον του ΑΕΔ, κατά την εκδίκαση της ανωτέρω από 24.07.2019 ένστασης της ενάγουσας κατά του κύρους της εκλογής του, ως βουλευτή, με σκοπό να παραπλανήσει τους δικαστές της σύνθεσης του ΑΕΔ, σχετικά με τη μη ύπαρξη κωλύματος εκλογιμότητάς του, αποτέλεσμα που πέτυχε, καθώς επί της ως άνω ένστασης εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 15/2020 απόφαση του ΑΕΔ, η οποία απέρριψε την ως άνω ένσταση, και β) με πρόθεση προκάλεσε σε άλλους την απόφαση να προβούν στο πλημμέλημα της ψευδούς βεβαίωσης και ειδικότερα τούς παρακάτω στρατιωτικούς να εκδώσουν έγγραφα με ψευδές περιεχόμενο, ήτοι: 1. Τον Διοικητή της ΑΣΔΕΝ, ……….. να εκδώσει τις αναφερόμενες στο κατηγορητήριο βεβαιώσεις, στις οποίες ανέφερε ψευδώς ότι οι νησίδες Άγιος Γεώργιος Ύδρας και Φαλκονέρα Σπετσών δεν ανήκουν στην περιοχή ευθύνης της ΑΣΔΕΝ, 2. Τον τότε Διοικητή ΑΣΔΕΝ, …………….., να εκδώσει την αναφερόμενη στο κατηγορητήριο βεβαίωση, στην οποία παρέλειψε ψευδώς να αναγράψει ότι οι ίδιες νησίδες ανήκουν στην περιοχή ευθύνης της ΑΣΔΕΝ, 3. Τον Ταξίαρχο τον ΓΕΣ, ……………, να εκδώσει στις 26.05.2020 βεβαίωση στην οποία ανέφερε ψευδώς ότι οι ίδιες νησίδες ανήκαν στην περιοχή ευθύνης της ΑΣΔΥΣ και όχι της ΑΣΔΕΝ, 4. Τον Υποστράτηγο του ΓΕΣ, …………., να εκδώσει βεβαίωση στην οποία ανέφερε ψευδώς ότι οι ίδιες νησίδες ανήκαν στην περιοχή ευθύνης της ΑΣΔΥΣ και όχι της ΑΣΔΕΝ. Σημειώνεται ότι η δικογραφία χωρίστηκε ως προς τον εναγόμενο, εξαιτίας της βουλευτικής του ιδιότητας, και ως προς τους στρατιωτικούς, για τους οποίους εκδόθηκαν αντίγραφα προς διαβίβασή τους στην Εισαγγελία του Στρατοδικείου Αθηνών. Επιπλέον, η ενάγουσα υπέβαλε κατά του εναγομένου και κατά παντός τρίτου υπευθύνου, ενώπιον τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Πειραιώς, την επικαλούμενη και προσκομιζόμενη από 27.10.2021 και με ΑΒΜ ………… έγκλησή της για τα αδικήματα της απόπειρας απάτης στο δικαστήριο, της ηθικής αυτουργίας σε υπεξαγωγή εγγράφων από υπάλληλο, της παράβασης καθήκοντος, της υπεξαγωγής εγγράφων από υπάλληλο και της ηθικής αυτουργίας σε παράβαση καθήκοντος, με την οποία έγκλησή της συνυπέβαλλε την από 07.07.2021 μηνυτήρια αναφορά της, ζητώντας τη συσχέτισή τους. Οι ανωτέρω από 08.06.2021 και από 07.07.2021 μηνυτήριες αναφορές της ενάγουσας σε βάρος των στρατιωτικών αρχειοθετήθηκαν, ενώ κατά των εισαγγελικών λειτουργών που αρχειοθέτησαν τις ανωτέρω μηνυτήριες αναφορές έχει καταθέσει μήνυση για τα αδικήματα της κατάχρησης εξουσίας και της παράβασης καθήκοντος. Περαιτέρω, η ενάγουσα, κατόπιν των ως άνω ενεργειών της και της υποβολής των ανωτέρω από 08.06.2021 και από 07.07.2021 μηνυτήριων αναφορών – εγκλήσεων της, κατέθεσε, ενώπιον του ΑΕΔ, την από 18.10.2021 και με αριθμό καταχώρισης 5 νέα αίτησή της, με την οποία ζήτησε να ανατραπεί, άλλως αναθεωρηθεί, άλλως επαναληφθεί η διαδικασία της υπ’ αριθ. 15/2020 απόφασης του ΑΕΔ, και να επανεξετασθεί κατ’ ουσία η ……./24.07.2019 εκλογική ένστασή της. Με την αίτησή της αυτή, επικαλέστηκε ειδικότερα ότι μετά την έκδοση της υπ’ αριθ. 15/2020 απόφασης του ΑΕΔ, έλαβε γνώση των αναφερόμενων σε αυτή νέων εγγράφων, από τα οποία προκύπτει ότι τα νησιά Άγιος Γεώργιος του Δήμου Ύδρας και Φαλκονέρα ταυ Δήμου Σπετσών, πού αποτελούν τμήμα της εκλογικής περιφέρειας της …………, βρίσκονται εντός της αρμοδιότητας της ΑΣΔΕΝ, καθώς και ότι δεν μπόρεσε να προσκομίσει τα ανωτέρω έγγραφα κατά τη συζήτηση της πρώτης ένστασής της, από λόγους ανωτέρας βίας, με συνέπεια να εκδοθεί η ως άνω προδήλως εσφαλμένη απόφαση. Περαιτέρω, με τους από 15.04.2022 πρόσθετους λόγους επί της ανωτέρω αιτήσεώς της, επικαλέστηκε τέσσερα (4) έγγραφα περιέχοντα θεσμικά κείμενα, των οποίων έλαβε γνώση μετά την κατάθεση της εν λόγω αίτησης, ισχυριζόμενη ότι με βάση αυτά ο εναγόμενος, ως Διοικητής της ……, είχε γενική αρμοδιότητα και ασκούσε καθήκοντα σε όλη την επικράτεια και επομένως, είχε κώλυμα εντοπιότητας σε όλη την επικράτεια. Επί της ανωτέρω ένστασης – πρόσθετων λόγων εκδόθηκε η από 12.04.2022 εισηγητική έκθεση της Εισηγήτριας, με την οποία, αφού αναφέρθηκαν οι ισχυρισμοί της αιτούσας -εδώ ενάγουσας, με τα ανωτέρω δικόγραφά της, κρίθηκε ότι θα πρέπει να ερευνηθούν από το Δικαστήριο: α) το παραδεκτό της αίτησης και των εχόντων παρεπόμενο χαρακτήρα πρόσθετων λόγων, και β) το παραδεκτό και βάσιμο των προβαλλόμενων λόγων της αίτησης και των πρόσθετων λόγων, στην περίπτωση που τα εν λόγω δικόγραφα κριθούν παραδεκτά. Ακολούθως, το ΑΕΔ εξέδωσε την υπ’ αριθ. 3/2022 απόφασή του, με την οποία η ανωτέρω αίτηση της ενάγουσας απορρίφθηκε, ως απαράδεκτη. Ομοίως δε, λόγω του παρεπόμενού χαρακτήρα τους, απορριπτέοι ως απαράδεκτοι κρίθηκαν και οι πρόσθετοι λόγοι. Εξάλλου, μετά την κατάθεση της ανωτέρω από 18.10.2021 νέας αίτησης της ενάγουσας, ενώπιον του ΑΕΔ, και πριν την έκδοση της τελευταίας υπ’ αριθ. 3/2022 απόφασης, συζητήθηκε στη Βουλή, στις 09.03.2022, το ζήτημα της χορήγησης ή μη της απαιτούμενης άδειας για την ποινική δίωξη του εναγομένου, για τα ανωτέρω αναφερόμενα αδικήματα, για τα οποία σχηματίσθηκε η με ΑΒΜ …………… δικογραφία που κατά τα ανωτέρω υποβλήθηκε στη Βουλή. Κατόπιν δε όμοιας εισηγήσεως της Επιτροπής Κοινοβουλευτικής Δεοντολογίας της Βουλής, η Βουλή αποφάσισε τη μη άρση της ασυλίας του εναγομένου. Κατά τη συζήτηση ενώπιον της Βουλής, ως προς το ανωτέρω ζήτημα, ο εναγόμενος, απευθυνόμενος στους συναδέλφους του βουλευτές, οι οποίοι θα έκριναν επ’ αυτού, προέβη σε ομιλία, η οποία μεταδόθηκε μέσω του τηλεοπτικού σταθμού «……………..», με το κάτωθι περιεχόμενο, το οποίο παρατίθεται αυτούσιο: «Κυρίες και κύριοι Βουλευτές, ο λόγος που βρίσκομαι ενώπιον σας είναι για να πω λίγα αληθινά λόγια, σχετικά με τις ενέργειες της συνυποψήφιας μου στην εκλογική περιφέρεια της …………., η οποία ως πρώτη επιλαχούσα Βουλευτής υπέβαλε ένσταση στο Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο επικαλούμενη δήθεν κώλυμα εκλογιμότητάς μου κατά το άρθρο 56 του Συντάγματος, ισχυριζόμενη ότι ως διοικητής της ………… μέχρι τον Ιανουάριο του 2019, είχα υπό τη διοίκησή μου περιοχές που κατά την άποψή της περιλαμβάνονταν στην εκλογική περιφέρεια της ……………… που βγήκα βουλευτής. Κατά συνέπεια έπρεπε να είχα παραιτηθεί από το αξίωμά μου δεκαοκτώ μήνες πριν και για τον λόγο αυτό ζήτησε την ακύρωση της εκλογής μου. Σημειωτέον ότι κανένα από τα νησιά της εκλογικής περιφέρειας ……………δεν διαθέτει μονάδες και στρατιώτες. Επρόκειτο, δηλαδή, για μια διαφορά διοικητικής φύσεως. Το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο συνεδρίασε 3 Ιουνίου του 2020 υπό την προεδρία του προέδρου τότε του Συμβουλίου Επικρατείας ……………., αφού μελέτησε όλα τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκόμισα εγώ και η αντίδικος προς υποστήριξη των ισχυρισμών μας, όλα τα επίσημα έγγραφα τα οποία το ίδιο το δικαστήριο αυτεπαγγέλτως ζήτησε και έλαβε από τους υπάρχοντες Αρχηγούς του ΓΕΣ, του ΓΕΕΘΑ και διοικητές της ΑΣΔΕΝ, την έκθεση της εισηγήτριας του, η οποία ετάχθη κατηγορηματικά υπέρ της απόρριψης της ενστάσεως και αφού άκουσε και τις δυο πλευρές εξέδωσε την υπ’ αριθ. 15/2020 απόφαση με την οποία απέρριψε οριστικά, τελεσίδικα και αμετάκλητα την ένσταση της αντιδίκου μου στο σύνολό της. Συνεπώς, η διαφορά μας αυτή έχει ήδη από τα Νοέμβριο του 2020 επιλυθεί υπέρ μου από το μοναδικό αρμόδιο δικαστικό όργανο, δηλαδή το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο που συγκροτήθηκε για το σκοπό αυτό. Αυτό, όμως, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, η αντίδικός μου αρνείται να το δεχτεί. Θεωρεί ότι το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήρια που απαρτιζόταν από τον Πρόεδρο του Συμβουλίου της Επικρατείας, τέσσερις Αρεοπαγίτες, τέσσερις Συμβούλους Επικρατείας και δυο καθηγητές του πανεπιστημίου για το σχηματισμό τη κρίσης του, παραπλανήθηκε από εμένα σε συνεργασία με Αρχηγούς ΓΕΕΘΑ, ΓΕΣ και ΑΣΔΕΝ και πλήθος άλλων Ανώτατων Αξιωματικών, όπως ισχυρίζεται προκειμένου εγώ να διατηρήσω τη βουλευτική μου έδρα. Έτσι περιφρονώντας την απόφαση του Ανώτατου Ειδικού Δικαστηρίου που απέρριψε την ένστασή της, δικηγόρος ων, επιδίδεται από τότε με εμμονή σε εκστρατεία οργανωμένης πολιτικής κατασυκοφάντησης μου. Κατόπιν των ανωτέρω ο καθένας μπορεί να αντιληφθεί ότι παρ’ όλο που το ζήτημα της εκλογής μου έχει κριθεί τελεσίδικα και αμετάκλητα η μηνύτρια υπέβαλε την υπό κρίση όλως αβάσιμη και αναληθή έγκληση σε βάρος μου για την οποία ζητείται και η άρση της ασυλίας μου ορμώμενη από ταπεινά κίνητρα, αποσκοπώντας στην προσβολή του κύρους μου και στην ουσιώδη ουσιαστική παρακώληση της άσκησης των καθηκόντων μου. Και χαίρομαι που αυτό έγινε άμεσα αντιληπτό από τους συναδέλφους Βουλευτές, τα μέλη της Επιτροπής Δεοντολογίας, οι οποίοι κρίνοντας ότι η πράξη για την οποία ζητείται η άρση της ασυλίας μου υποκρύπτει πολιτική σκοπιμότητα και εισηγήθηκαν ομόφωνα τη μη άρση της. Κυρίες και κύριοι Βουλευτές, κατόπιν των ανωτέρω σας καλώ να ψηφίσετε κατά της άρσεως της ασυλίας μου. Σας ευχαριστώ». Ως προς την ανωτέρω δήλωση του εναγομένου, η οποία αποτελεί το αντικείμενο της προκείμενης δίκης, σημειώνονται τα ακόλουθα. Στην ανωτέρω ομιλία του εναγομένου δεν διαλαμβάνονται συγκεκριμένοι ισχυρισμοί σχετικοί με τις καταγγελλόμενες πράξεις της πλαστογραφίας μετά χρήσης, ηθικής αυτουργίας σε έκδοση ψευδών βεβαιώσεων, για τις οποίες σχηματίστηκε η Α.Β.Μ. …………. δικογραφία, και συζητούνταν, κατά την ανωτέρω ημερομηνία στη Βουλή το ζήτημα της χορήγησης η μη άδειας για την ποινική δίωξη του εναγομένου για τις ανωτέρω πράξεις. Ειδικότερα, ο εναγόμενος ουδέν αναφέρει για τον χάρτη που προσκόμισε στο ΑΕΔ και τα, χαραγμένα όρια επ’ αυτού για τη διάκριση των περιοχών ευθύνης ΑΣΔΕΝ και ΑΣΔΥΣ, σε σχέση με τα αποτυπούμενα όρια των χώρων ευθύνης ΑΣΔΕΝ – ΑΣΔΥΣ – 1ης ΣΤΡΑΤΙΑΣ, του χάρτη – Παράρτημα «ΙΑ» στο σχέδιο «ΞΕΝΟΚΡΑΤΗΣ» που κατόπιν εισαγγελικής παραγγελίας επιδείχθηκε στην ενάγουσα, στις 14.05.2021. Ούτε, εξάλλου, γίνεται αναφορά στο περιεχόμενο των βεβαιώσεων που εκδόθηκαν από τις στρατιωτικές αρχές, και εάν αυτές αρνήθηκαν να αποστείλουν τα έγγραφα που ζητήθηκαν από το ΑΕΔ, καθώς και ούτε στα έγγραφα που περιήλθαν εις χείρας της ενάγουσας μετά την εκδίκαση της ένστασής της ενώπιον του ΑΕΔ και το περιεχόμενο αυτών. Συνεπώς, ως προς τα ζητήματα αυτά που αναφέρονται στην ένδικη αγωγή, ουδέν ισχυρισμός περιελήφθη στην ανωτέρω ομιλία του εναγομένου, ώστε να κριθεί η αλήθεια ή αναλήθειά του, και ως εκ τούτου τα ανωτέρω δεν αποτελούν αντικείμενο της παρούσας δίκης. Αντίθετα, στην ανωτέρω ομιλία τον στη Βουλή, ο εναγόμενος αναφέρεται κατ’ αρχήν στο διαδικαστικό ιστορικό της διαφοράς που ανέκυψε μεταξύ των διαδίκων, κατόπιν της ανωτέρω από 24.07.2019 ένστασης της ενάγουσας, ενώπιον του ΑΕΔ. Ειδικότερα, αναφέρει το εκλογικό κώλυμα που προβλήθηκε από την ενάγουσα, με την ανωτέρω ένστασή της, καθώς και ότι αυτή απορρίφθηκε αμετάκλητα, δυνάμει της αναφερθείσας υπ’ αριθ. 15/2020 απόφασης του ΑΕΔ, κατόπιν της όμοιας από 29.05.2020 έκθεσης της Εισηγήτριας. Ήδη δε αναφέρθηκε το σκεπτικό της ως άνω απόφασης, καθώς και ότι για την έκδοσή της λήφθηκαν υπόψη τα προσκομιζόμενα από τούς διαδίκους έγγραφα και τα ανωτέρω αναφερόμενα έγγραφα που περιήλθαν σε γνώση του Δικαστηρίου, κατόπιν ενεργειών του. Συνεπώς, πράγματι η εν λόγω διαφορά επιλύθηκε από το ΑΕΔ, ήτοι του λειτουργικά αρμοδίου Δικαστηρίου προς τούτο, υπέρ τον εναγομένου, ενώ η ανωτέρω υπ’ αριθ. 15/2020 απόφαση του ΑΕΔ, ως αμετάκλητη, δεν ανετράπη ούτε με τη νέα από 18.10.2021 αίτηση της ενάγουσας ενώπιον του ΑΕΔ, η οποία, κατά τα ανωτέρω, απορρίφθηκε με την υπ’ αριθ. 3/2022 απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου. Εξάλλου, μετά την έκδοσή της 15/2020 απόφασης του ΑΕΔ, και ήδη στις 09.03.2022, οπότε έλαβε χώρα η ανωτέρω ομιλία του εναγομένου στη Βουλή, η ενάγουσα είχε προβεί στις αναφερθείσες ανωτέρω ενέργειές της, προκειμένου να της χορηγηθούν νέα έγγραφα, είχε λάβει τις ανωτέρω αναφερόμενες εισαγγελικές παραγγελίες προς τούτο, ακολούθως δε κατέθεσε τη νέα από 18.10.2021 αίτησή της ενώπιον του ΑΕΔ, καθώς και τις αναφερθείσες ανωτέρω εγκλήσεις – μηνυτήριες αναφορές της, ενώ επιπλέον είχε προβεί και σε σειρά σχετικών αναρτήσεών της στο μέσο κοινωνικής δικτύωσης «facebook», με τις οποίες εμμένει στους ισχυρισμούς της περί ύπαρξης κωλύματος εκλογιμότητας του εναγομένου και παράνομης διατήρησης της ιδιότητας του βουλευτή εκ μέρους του (βλ. από 13.12.2020 και από 14.12.2020 σχετικές αναρτήσεις στο αναφερθέν μέσο κοινωνικής δικτύωσης). Με τις ανωτέρω ενέργειές της, αλλά και με την υπό κρίση αγωγή της, επικαλείται ότι η 15/2020 απόφαση τον ΑΕΔ βασίστηκε σε ανακριβές αποδεικτικό υλικό, και ειδικότερα σε πλαστογραφημένο από τον εναγόμενο χάρτη και σε ψευδείς βεβαιώσεις των στρατιωτικών αρχών. Συνεπώς, αληθείς τυγχάνουν οι ισχυρισμοί του εναγομένου, στην ανωτέρω ομιλία του, ότι με την 15/2020 απόφαση του ΑΕΔ, απορρίφθηκε η ένσταση της ενάγουσας, ότι η διαφορά αναφορικά με το κώλυμα εκλογιμότητας του εναγομένου λύθηκε αμετάκλητα υπέρ του, καθώς και ότι η ενάγουσα αρνείται να δεχθεί την 15/2020 απόφαση του ΑΕΔ, διότι θεωρεί ότι το ΑΕΔ, για το σχηματισμό της κρίσης του, παραπλανήθηκε από τον εναγόμενο, σε συνεργασία του με στρατιωτικούς αξιωματούχους. Περαιτέρω δε, τα αμέσως ανωτέρω ισχυριζόμενα από τον εναγόμενο, στις 09.03.2022, δεν είναι πρόσφορα να βλάψουν, ούτε έβλαψαν, την τιμή και την υπόληψη της ενάγουσας, και, συνεπώς, δεν αποτελούν δυσφημιστικά ή εξυβριστικά γεγονότα σε βάρος της, καθώς, κατά ένα μέρος, αφορούν αποκλειστικά τα διαδικαστικό ιστορικό ενώπιον τον ΑΕΔ, ενώ, κατά τα λοιπά, συνιστούν, κατά τα ανωτέρω αναφερόμενα, τους ισχυρισμούς της ίδιας της ενάγουσας, σε βάρος του εναγομένου. Ούτε, εξάλλου, η ενάγουσα, με την ένδικη αγωγή της, επικαλείται τη συκοφαντική της δυσφήμιση από τα ανωτέρω γεγονότα. Κατά τα λοιπά, οι ισχυρισμοί του εναγομένου, στην ανωτέρω ομιλία του, στους οποίους στηρίζεται η ένδικη αξίωση της ενάγουσας, ήτοι ότι, μετά την έκδοση της ως άνω 15/2020 απόφασης του ΑΕΔ, η τελευταία «επιδίδεται από τότε με εμμονή σε εκστρατεία οργανωμένης πολιτικής κατασυκοφάντησης του», «περιφρονώντας την απόφαση τον Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου», ότι υπέβαλε την ανωτέρω έγκληση σε βάρος του, για την οποία συζητούνταν η άρση της ασυλίας του «ορμώμενη από ταπεινά κίνητρα, αποσκοπώντας στην προσβολή τον κύρους του και στην ουσιώδη ουσιαστική παρακώληση της άσκησης των καθηκόντων του», καθώς και ότι η πράξη για την οποία ζητήθηκε η άρση της ασυλίας τον «υποκρύπτει πολιτική σκοπιμότητα», συνιστούν απόψεις, αξιολογικές κρίσεις και υποκειμενικές εκτιμήσεις του εναγομένου για τη συμπεριφορά της ενάγουσας και την ενδιάθετη σκέψη και απόψεις της. Ήτοι, δεν πρόκειται για συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά τον εξωτερικού κόσμου που ανάγονται στο παρελθόν ή το παρόν, υποπίπτουν στις αισθήσεις και είναι δεκτικά απόδειξης, ως απαιτείται, κατά τα αναφερόμενα στην προηγηθείσα νομική σκέψη, προκειμένου να χαρακτηριστούν ως γεγονότα. Ούτε, εξάλλου, ενέχουν γεγονοτικό πυρήνα, καθώς δεν συνδέονται, ούτε προσδιορίζουν συγκεκριμένα συμβάντα, δεκτικά αποδείξεως, ώστε να τίθεται ζήτημα συκοφαντικής ή απλής δυσφήμισης της ενάγουσας. Ειδικότερα, ο ισχυρισμός ότι η ενάγουσα ενεργεί «από ταπεινά κίνητρα», ότι αποσκοπεί στην προσβολή του κύρους του και την παρακώλυση της άσκησης των καθηκόντων του, ότι το συζητούμενο στη Βουλή ζήτημα «υποκρύπτει πολιτική σκοπιμότητα», ότι δρα «με εμμονή», συνιστούν απόψεις και κρίσεις του εναγομένου για τα ενδόμυχα αίτια και κίνητρα των ενεργειών της ενάγουσας και την προσήλωσή της στις εν λόγω ενέργειες, και όχι γεγονότα. Ομοίως, γεγονός δεν συνιστούν οι φράσεις του εναγομένου ότι η ενάγουσα επιδίδεται «σε εκστρατεία οργανωμένης πολιτικής του κατασυκοφάντησης», ούτε ότι η τελευταία «περιφρονεί» την εκδοθείσα απόφαση του ΑΕΔ που συνιστά σχόλιο του εναγομένου για την ενδιάθετη άποψη της ενάγουσας για την απόφαση αυτή. Εξάλλου, οι προειρημένες, αόριστες, αιχμηρές και δυσμενείς για το πρόσωπο της ενάγουσας αξιολογικές κρίσεις, οι οποίες εξαντλούν το προπαρατεθέν ένδικο τμήμα της ως άνω δήλωσης του εναγομένου στη Βουλή, έλαβαν χώρα, όχι άκαιρα, αλλά κατά τη συζήτηση του θέματος της άρσης της ασυλίας του, ως βουλευτή, κατόπιν της υποβολής της αναφερθείσας έγκλησης της ενάγουσας σε βάρος του και προκειμένου να πείσει τους συναδέλφους του βουλευτές να μην χορηγήσουν άδεια για την ποινική του δίωξη. Ήτοι, οι ανωτέρω δηλώσεις έλαβαν χώρα από δικαιολογημένο ενδιαφέρον, και δη με σκοπό να διαφυλάξει το κύρος, τη φήμη και τα συμφέροντά του στο πλαίσιο της αντιδικίας του με την ενάγουσα, και δη εν μέσω της συζήτησης στη Βουλή για τα κρίσιμο για τον ίδιο ζήτημα της άρσης της βουλευτικής του ασυλίας που ανέκυψε από την έγκληση της ενάγουσας σε βάρος του. Σημειώνεται δε ότι ο εναγόμενος, με τις ανωτέρω κρίσεις του, δεν αναφέρθηκε στην ενάγουσα, ούτε παρουσίασε αυτή, ως άτομο που πάσχει από ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή ή έχει διαταραγμένη και νοσηρή προσωπικότητα, ως η τελευταία ισχυρίζεται με την αγωγή της. Οι ανωτέρω δε δυσμενείς κρίσεις, με τον τρόπο που εκδηλώθηκαν και υπό τις περιστάσεις που έγιναν, λαμβανομένου υπόψη, κατά τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη, του συνόλου της προπαρατιθέμενης ομιλίας του εναγομένου, και όχι μόνο των μεμονωμένων λέξεων και φράσεων, χωρίς να περιλαμβάνουν αναφορές σε ψευδή περιστατικά, και χωρίς να υπερβαίνουν το αναγκαίο προς τούτο μέτρο, δεν είχαν σκοπό εξύβρισης της ενάγουσας, ήτοι σκοπό που να κατευθύνεται ειδικά στην προσβολή της τιμής, της προσωπικότητας και του επαγγελματικού της κύρους. Αντίθετα, η αληθής πρόθεση του εναγομένου, με την ανωτέρω ομιλία του, ήταν η διαφύλαξη του ως άνω δικαιολογημένου ενδιαφέροντος του να υπερασπισθεί τον εαυτό του ενώπιον των συναδέλφων του, ώστε να μη χορηγήσουν οι τελευταίοι άδεια για την ποινική του δίωξη. Συνεπώς, πρέπει ο ως άνω ισχυρισμός του εναγομένου, ο οποίος ερείδεται νομικά στη διάταξη του άρθρου 367 παρ. 1 περ. γ` ΠΚ, ως ίσχυε κατά τον χρόνο εκδόσεως της πρωτοδίκου αποφάσεως, να γίνει δεκτός και ως κατ’ ουσία βάσιμος, απορριπτομένης ως κατ’ ουσία αβάσιμης της κατ’ άρθρ. 367 παρ. 2 ΠΚ, προβληθείσας καθ’ υποφοράν ένστασης της ενάγουσας, ως εκτιμάται ο σχετικός ισχυρισμός της περί πρόθεσης ονειδισμού στο πρόσωπό της, εκ μέρους του εναγομένου, και τέλεσης του αδικήματος της συκοφαντικής δυσφήμισης σε βάρος της, εφόσον αποδείχθηκε, ότι οι παραπάνω κρίσεις και απόψεις του εναγομένου δεν περιέχουν τα συστατικά στοιχεία της πράξεως της συκοφαντικής δυσφημίσεως και ούτε από τον τρόπο της εκδηλώσεως ή από τις περιστάσεις υπό τις οποίες έλαβαν χώρα τα ανωτέρω, προκύπτει σκοπός εξυβρίσεως της ενάγουσας. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, ορθά το πρωτοβάθμιο δικαστήριο απέρριψε την αγωγή της ενάγουσας, απορριπτομένης παράλληλα και της εφέσεως της, με την οποία η εκκαλούσα παραπονείτο για κακή εκτίμηση των αποδείξεων.
Κατόπιν αυτών και μη υπάρχοντος άλλου λόγου προς εξέταση στην έφεση της εκκαλούσας, αυτή πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της, ως αβάσιμη στην ουσία και να καταδικασθεί η εκκαλούσα, λόγω της ήττας της, στα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας (άρθρα 176, 183 και 191 § 2 ΚΠολΔ). Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου, που κατέβαλε η εκκαλούσα, στο Δημόσιο Ταμείο, λόγω της ήττας της (άρθρο 495 παρ.3 εδαφ.τελευτ ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.
Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ’ ουσίαν την έφεση.
Επιβάλλει σε βάρος της εκκαλούσας τα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου, τα οποία ορίζει, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, στο ποσό των δύο χιλιάδων (2.000) ευρώ.
Διατάσσει την εισαγωγή του παραβόλου για την άσκηση της έφεσης στο Δημόσιο Ταμείο.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στην Αθήνα σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του στις 30 Ιουνίου 2025.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Β. ΠΟΡΤΟΚΑΛΛΗΣ ΚΑΛΛΙΟΠΗ ΣΚΟΥΡΤΗ