Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 440/2025

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

4ο ΤΜΗΜΑ

Αριθμός αποφάσεως  440 /2025

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Βασιλική Παπιγκιώτη, Εφέτη, την οποία όρισε η Διευθύνουσα το Εφετείο Πρόεδρος Εφετών και από τη Γραμματέα Κ.Σ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του την ………. για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Της εκκαλούσας: Της Ανώνυμης Εταιρίας με την επωνυμία «………………», με διακριτικό τίτλο «………….», με Α.Φ.Μ. ………., που εδρεύει στον Δήμο Αθηναίων (…………) και εκπροσωπείται νόμιμα, ως διαχειρίστριας των απαιτήσεων που μεταβιβάσθηκαν λόγω τιτλοποίησης στην εδρεύουσα στο Δουβλίνο Ιρλανδίας εταιρία ειδικού σκοπού με την επωνυμία «………..», ειδικής διαδόχου της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «…………», η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Γεωργία – Μαρία Χρύση, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.

Του εφεσίβλητου: …………………… ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αναστάσιο Γκότση.

Ο ανακόπτων και ήδη εφεσίβλητος άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά την από 8-11-2022 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……………./2022 ανακοπή του ζητώντας τα διαλαμβανόμενα σε αυτή. Το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιά εξέδωσε την υπ’ αριθμ. 1230/2023 απόφαση, με την οποία δέχτηκε την ανακοπή. Την απόφαση αυτή προσέβαλε η καθής η ανακοπή, με την από 19-6-2023 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ενώπιον του Πρωτοδικείου Πειραιά ……………./2023 έφεσή της (αριθμός κατάθεσης δικογράφου και προσδιορισμού δικασίμου ενώπιον του Εφετείου Πειραιά, ………./2023), δικάσιμος για τη συζήτηση της οποίας ορίστηκε η 16η-5-2024, οπότε και αναβλήθηκε για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, η οποία εκφωνήθηκε από τη σειρά της στο οικείο πινάκιο, η πληρεξούσια δικηγόρος της εκκαλούσας δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, αλλά προκατέθεσε προτάσεις, με τις οποίες ανέπτυξε τους ισχυρισμούς της, ο δε πληρεξούσιος δικηγόρος του εφεσίβλητου παραστάθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, ανέπτυξε τους ισχυρισμούς του και ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις προτάσεις του.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου φέρεται η από 19-6-2023 (κατατεθείσα στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά με ΓΑΚ/ΕΑΚ ……../2023 και στη γραμματεία του Εφετείου Πειραιά με ΓΑΚ/ΕΑΚ ……./2023) έφεση της εκκαλούσας προς εξαφάνιση της υπ’ αριθμ. 1230/2023 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (ειδική διαδικασία περιουσιακών διαφορών), που δικάζοντας αντιμωλία των διαδίκων την από 8-11-2022 ανακοπή του εφεσίβλητου, δέχτηκε αυτή και ακύρωσε τις προσβαλλόμενες πράξεις αναγκαστικής εκτέλεσης. Η έφεση έχει ασκηθεί νομότυπα με κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου κατ’ άρθρο 495 παρ. 1 ΚΠολΔ, στις 30-6-2023 και εμπρόθεσμα, κατ’ άρθρο 518 παρ. 2 ΚΠολΔ, ήτοι εντός δύο ετών από την έκδοση της εκκαλουμένης (20-4-2023), δοθέντος ότι οι διάδικοι δεν επικαλούνται και δεν προκύπτει επίδοση αυτής στην εκκαλούσα. Επομένως, η έφεση, η οποία αρμοδίως κατ’ άρθρο 19 περ.1 ΚΠολΔ, εισάγεται ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου για να συζητηθεί με την ίδια ως πρωτοδίκως ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών κατ’ άρθρο 591 παρ.7 ΚΠολΔ, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξετασθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο του μοναδικού, κατ’  εκτίμηση, λόγου της κατ’ άρθρο 533 παρ.1 ΚΠολΔ. Για το παραδεκτό του ένδικου μέσου κατατέθηκε από την εκκαλούσα κατ’ άρθρο 495 παρ. 3 Α στοιχ. β’ ΚΠολΔ, το με κωδικό …………….. e-παράβολο του Υπουργείου Ψηφιακής Διακυβέρνησης ποσού 100 ευρώ, εξοφλημένο (βλ. συνημμένα στο εφετήριο αντίγραφο του e-παράβολου και την από 16-6-2023 απόδειξη πληρωμής της Τράπεζας Πειραιώς).

Με την ως άνω ένδικη ανακοπή του ο ανακόπτων (ήδη εφεσίβλητος) ζητεί, για τους προβαλλόμενους με το δικόγραφο λόγους να ακυρωθούν: α) η υπ’ αριθμ. ……./27-9-2022 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας της δικαστικής επιμελήτριας στην περιφέρεια του Εφετείου Αθηνών, με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών, …………, δυνάμει της οποίας, με εκτελεστό τίτλο την υπ’ αριθμ. ………./2019 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, κατασχέθηκαν αναγκαστικά οι περιγραφόμενες στο δικόγραφο δύο οριζόντιες ιδιοκτησίες που βρίσκονται στο Κερατσίνι Αττικής και ανήκουν κατά πλήρη κυριότητα στον ανακόπτοντα, β) το υπ’ αριθμ. ……./7-10-2022 απόσπασμα της υπό στοιχείο α’ κατασχετήριας έκθεσης, και γ) η από 19-7-2022 επιταγή προς πληρωμή που συντάχθηκε κάτω από το πρώτο εκτελεστό απόγραφο της υπ’ αριθμ. ………/2019 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφαση, δέχθηκε τυπικά την ανακοπή, καθώς και τον έκτο λόγο αυτής και ακύρωσε τις προσβαλλόμενες πράξεις αναγκαστικής εκτέλεσης (δεν εξέτασε τους λοιπούς λόγους). Ήδη, με την υπό κρίση έφεσή της η καθής η ανακοπή παραπονείται ότι εσφαλμένα, αναιτιολόγητα και μη νόμιμα έγινε δεκτός από την εκκαλουμένη ο έκτος λόγος ανακοπής, και ζητεί να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη, επί τω τέλει όπως απορριφθεί εξ ολοκλήρου η ένδικη ανακοπή. Τέλος ζητεί να καταδικασθεί ο εφεσίβλητος στο σύνολο της δικαστικής της δαπάνης για αμφότερους τους βαθμούς δικαιοδοσίας.

Κύριο αντικείμενο της δίκης επί της ανακοπής κατά διαταγής πληρωμής με την οποία επιδιώκεται λόγω της διαπλαστικής της φύσης, η ακύρωσή της, είναι το κύρος της, ενώ η ισχύς και το μέγεθος της απαίτησης, της οποίας έχει διαταχθεί η πληρωμή, όταν αμφισβητείται με την ανακοπή, είναι απλώς προδικαστικό ζήτημα του ανωτέρω κυρίου ζητήματος (ΟλΑΠ 10/1997, ΑΠ 1831/2012, ΑΠ 1347/2011 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ. Ανδρίτσος Σ./Βαρσάνης Κ., ΕρμΚΠολΔ, επιμ. Απαλλαγάκη X., εκδ. 2019, τ. II, άρθρο 632, σελ. 2108, αρ. 28, Μαργαρίτης Μ./Μαργαρίτη Α., ΕρμΚΠολΔ, εκδ. 2018, τ. II, άρθρο 632, σελ. 91, αρ. 19, Πανταζόπουλος Στ., Η ανακοπή κατά διαταγής πληρωμής, εκδ. 2019, σελ. 22 επ.). Σε αντιστοιχία δε με τα ισχύοντα γενικά στις διαπλαστικές δίκες, το αντικείμενο της δίκης της ανακοπής οριοθετείται διττώς και συγκεκριμένα όχι μόνο από το ακυρωτικό της αίτημα, αλλά και από τους προβαλλόμενους με αυτή λόγους ανακοπής, οι οποίοι και προσδιορίζουν την έκταση της εκκρεμοδικίας, που επάγεται η άσκησή της (ΟλΑΠ 10/1997, ΑΠ 341/2021, ΑΠ 83/2020 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ. Ανδρίτσος Σ./Βαρσάνης Κ., ό.π., άρθρο 632, σελ. 2108, αρ. 28, Μαργαρίτης Μ./Μαργαρίτη Α., ό.π., άρθρο 632, σελ. 92, αρ. 19). Προς θεμελίωση του διαπλαστικού αιτήματος ακύρωσης της διαταγής πληρωμής μπορούν να προταθούν τόσο λόγοι σχετιζόμενοι με την έλλειψη της συνδρομής των τυπικών προϋποθέσεων για την έγκυρη έκδοσή της, όσο και αντιρρήσεις ως προς την ύπαρξη, την εξέλιξη ή την απόσβεση της ουσιαστικής απαίτησης, ήτοι ο ανακόπτων μπορεί να επικαλεστεί οποιαδήποτε ουσιαστική, διακωλυτική ή αποσβεστική, εν όλω ή εν μέρει, ένσταση, λόγω της οποίας, όταν εκδόθηκε η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής, είτε είχε καταλυθεί η οφειλή, την οποία αυτή αφορά, είτε ήταν άκυρη η δικαιοπραξία από την οποία αυτή πήγαζε (ΟλΑΠ 10/1997, ΑΠ 387/2020, ΑΠ 105/2019, ΕφΠατρ 438/2021, ΕφΘεσ 214/2020 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ. Ανδρίτσος Σ./Βαρσάνης Κ., ό.π. άρθρο 632, σελ. 2102, αρ. 18 και 19, Μαργαρίτης Μ./Μαργαρίτη Α., ό.π., σελ. 92, αρ. 22, Ποδηματά Κ., ΕρμΚΠολΔ, Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, έκδ. 2000, τ. II, άρθρο 632, σελ. 1185, αρ. 15). Σημειώνεται, ωστόσο, ότι ισχυρισμοί, που ανάγονται σε επιγενόμενη από την έκδοση της διαταγής πληρωμής απόσβεση της απαίτησης, δεν μπορούν να αποτελέσουν λόγους της ανωτέρω ανακοπής, ούτε να προταθούν με οποιοδήποτε τρόπο στη σχετική δίκη, αφού εξ ορισμού δεν υπήρχαν κατά την έκδοσή της και συνεπώς, ήταν αντικειμενικά αδύνατη για τον λόγο αυτό, η προβολή τους. Τα επιγενόμενα της έκδοσης της διαταγής πληρωμής περιστατικά, όπως η εν όλω ή εν μέρει απόσβεση της απαίτησης μπορούν να προταθούν μόνο μέσω της προβλεπόμενης στο άρθρο 933 ΚΠολΔ ανακοπής κατά της εκτέλεσης (ΑΠ 844/2021, ΑΠ 1094/2020, ΑΠ 1371/2018, ΑΠ 1344/2017 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ. Ανδρίτσος Σ./Βαρσάνης Κ., ό.π. άρθρο 632, σελ. 2103, αρ. 20, Μαργαρίτης Μ./Μαργαρίτη Α., ό.π., σελ. 92, αρ. 22, Ποδηματά Ε., ό.π., άρθρο 632, σελ. 1185, αρ. 17 – 19). Περαιτέρω, η ακυρότητα της αναγκαστικής εκτέλεσης πλήττεται με την προβλεπόμενη στο άρθρο 933 ΚΠολΔ ανακοπή, η οποία αποτελεί και το μόνο πρόσφορο για την προσβολή της ένδικο βοήθημα. Και στην περίπτωση αυτή κύριο αντικείμενο της δίκης επί της ανακοπής κατά της αναγκαστικής εκτέλεσης είναι το κύρος της πράξης εκτέλεσης της οποίας ζητείται η ακύρωση, ενώ η ισχύς και το μέγεθος της απαίτησης, της οποίας επιτάσσεται η πληρωμή, όταν αμφισβητείται με την ανακοπή, είναι απλώς προδικαστικό ζήτημα του κυρίου τούτου ζητήματος (ΑΠ 1329/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Οι δε προβαλλόμενοι λόγοι μπορεί να αφορούν την τυπική και ουσιαστική εγκυρότητα του εκτελούμενου τίτλου, τη διαδικασία του αναγκαστικού πλειστηριασμού και την ύπαρξη της απαίτησης για την οποία έχει εκδοθεί η διαταγή πληρωμής (ΑΠ 83/2020, ΕφΠατρ 476/2021, ΕφΔωδ 153/2020 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ. Μαργαρίτης Μ./Μαργαρίτη Α., ό.π., σελ.519, αρ. 45, Γέσιου- Φαλτσή Π., Αναγκαστική Εκτέλεση, Γενικό Μέρος, εκδ. 2017, §39, σελ. 641 επ. αρ. 1 επ.). Στην τελευταία, ωστόσο, περίπτωση πρέπει η απαίτηση για την οποία εκδόθηκε η διαταγή πληρωμής να μην έχει αποκτήσει δύναμη δεδικασμένου, είτε με την άπρακτη πάροδο των προθεσμιών των άρθρων 632 παρ. 1 και 633 παρ. 2 ΚΠολΔ, για την άσκηση ανακοπής κατά της διαταγής πληρωμής, είτε με την τελεσίδικη απόρριψη της τυχόν ασκηθείσας κατά της διαταγής πληρωμής, ανακοπής (ΑΠ 83/2020, ΑΠ 792/2015, ΕφΔωδ 153/2020, ΕφΑιγ 23/2019, δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Οποιοσδήποτε, όμως, και, εάν είναι ο λόγος της ανακοπής του άρθρου 933 ΚΠολΔ, το αίτημά της είναι πάντοτε η ακύρωση ορισμένης διαδικαστικής πράξης της αναγκαστικής εκτέλεσης, που προσβάλλεται με αυτήν, και όχι η ακύρωση της διαταγής πληρωμής, έστω και, εάν περιέχει λόγο κατά της εγκυρότητάς της ή της ανυπαρξίας ή ελαττωματικότητας της απαίτησης για την οποία αυτή έχει εκδοθεί (ΑΠ 83/2020, ΑΠ 792/2015, ΕφΔωδ 153/2020, ΕφΑιγ 23/2019 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ. Απαλλαγάκη Χ./Ρεντούλης Π., σε ΕρμΚΠολΔ, επιμ. Απαλλαγάκη, εκδ. 2019, τ. II, άρθρο 933, σελ. 2880 και 2881, αρ. 1 και 3, Γέσιου-Φαλτσή Π., ό.π., §34, σελ 580 επ. αρ. 47 επ.). Εκ των ανωτέρω προκύπτει ότι η προγενέστερη άσκηση της ανακοπής του άρθρου 632 ΚΠολΔ δεν αποκλείει την άσκηση, μετά την έναρξη της εκτέλεσης κατά του οφειλέτη, και εκείνης του άρθρου 933 ΚΠολΔ, η οποία βάλλει κατά των πράξεων εκτέλεσης, ακόμη και στην περίπτωση που αυτή βασίζεται στους ίδιους λόγους, που ήδη έχουν προβληθεί με την ανακοπή του άρθρου 632 ΚΠολΔ. Ούτε εκλείπει στη συγκεκριμένη περίπτωση το έννομο συμφέρον του ανακόπτοντος για την άσκησή της διότι αυτό θεμελιώνεται επαρκώς αφενός μεν, στην ανάγκη τήρησης των προθεσμιών του άρθρου 934 ΚΠολΔ, αφετέρου δε, στο γεγονός ότι η ακύρωση πράξης εκτέλεσης μόνο με την ανακοπή του άρθρου 933 ΚΠολΔ μπορεί να επιτευχθεί (ΕφΙωανν 157/2021, ΕφΑιγ 23/2019, δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ. Γέσιου-Φαλτσή Π., ό.π., § 34, σελ. 586, αρ.53, Μπρίνιας I., Αναγκαστική εκτέλεση, 1985, τ. I, άρθρο 933, σελ. 413 επ., Πανταζόπουλος Στ., ό.π., σελ. 434 επ., Ποδηματά Κ., ό.π., άρθρο 632, σελ. 1190, αρ. 37). Επιπλέον το αίτημα για την ακύρωση της διαταγής πληρωμής διαφέρει και λειτουργικά από το αίτημα για την ακύρωση της πράξης εκτέλεσης, ώστε δεν μπορεί να γίνει λόγος για έλλειψη εννόμου συμφέροντος, η δε παρεχόμενη έννομη προστασία, που επιτυγχάνεται με το αίτημα της ανακοπής του άρθρου 632 ΚΠολΔ δεν θεωρείται ισοδύναμη με εκείνη, που επάγεται το αίτημα για ακύρωση της πράξης εκτέλεσης (Γέσιου-Φαλτσή Π., ό.π., § 34, σελ. 589, αρ. 53, Πανταζόπουλος Στ., ό.π., σελ. 434). Επιπροσθέτως, επιχείρημα υπέρ της δυνατότητας παράλληλης επίκλησης εκ μέρους του ανακόπτοντος των ίδιων λόγων, τόσο με την ανακοπή του άρθρου 632 ΚΠολΔ, όσο και με εκείνη του άρθρου 933 ΚΠολΔ, αντλείται από τη γραμματική διατύπωση της διάταξης του άρθρου 935 ΚΠολΔ καθώς η διάταξη αυτή αφορά μόνο τη σχέση μεταξύ διαδοχικών ανακοπών του άρθρου 933 ΚΠολΔ, χωρίς να διαλαμβάνει ειδική ρύθμιση και για την περίπτωση της διαδοχικής άσκησης ανακοπών των άρθρων 632 και 933 ΚΠολΔ (ΕφΑΘ 1340/2019, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 221 παρ. 1 εδ. α και 222 ΚΠολΔ προκύπτει ότι, κατά τη διάρκεια της εκκρεμοδικίας, η οποία δημιουργείται με την κατάθεση, μεταξύ άλλων, και της ανακοπής κατά της διαταγής πληρωμής, δεν μπορεί να ασκηθεί άλλη (δεύτερη) ανακοπή για την ίδια επίδικη διαφορά. Σε περίπτωση δε που τέτοια ανακοπή ασκηθεί, αναστέλλεται αυτεπαγγέλτως η εκδίκασή της, εωσότου περατωθεί η πρώτη δίκη. Προκειμένου δε, να υπάρχει εκκρεμοδικία πρέπει οι δύο δίκες να ταυτίζονται πλήρως, να έχουν, δηλαδή, το ίδιο αντικείμενο ή το αντικείμενο της πρώτης να είναι ευρύτερο εκείνου της δεύτερης, οπότε η δεύτερη είναι, κατά λογική αναγκαιότητα, περιττή. Αντίθετα, εάν οι δύο δίκες δεν ταυτίζονται πλήρως, είτε γιατί έχουν διαφορετικό αντικείμενο, είτε γιατί το αντικείμενο της δεύτερης είναι ευρύτερο εκείνου της πρώτης, τότε η δεύτερη δίκη δεν είναι περιττή, αφού με αυτήν ζητείται διαφορετική ή μείζων προστασία σε σχέση με εκείνη, που ζητήθηκε με την πρώτη δίκη. Για την ύπαρξη, συνεπώς, της εκκρεμοδικίας απαιτείται η σύμπτωση της ιστορικής και νομικής αιτίας καθώς και του αιτήματος των δύο δικών (ΑΠ 34/2017, ΕφΑιγ 53/2020, ΕφΛαρ 249/2019, ΜΠρΑΘ 983/2020 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ. Μακρίδου Κ. σε ΕρμΚΠολΔ, Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, εκδ. 2000, τ. I, άρθρο 222, σελ. 485, αρ. 11 επ., Μαργαρίτης Μ./Μαργαρίτη Α., ό.π., τ. I, άρθρο 222, σελ. 283 επ., αρ. 12 και 14 επ.). Σημειώνεται ότι με την άσκηση της ανακοπής κατά της διαταγής πληρωμής δημιουργείται εκκρεμοδικία ως προς το δικονομικό δικαίωμα ακύρωσής της (Πανταζόπουλος Στ., ό.π., σελ. 212). Κατά την κρατούσα άποψη, την οποία και προκρίνει ως ορθότερη το παρόν Δικαστήριο στην περίπτωση άσκησης ανακοπής του άρθρου 632 ΚΠολΔ και εκείνης του άρθρου 933 ΚΠολΔ δεν ιδρύεται εκκρεμοδικία από την πρώτη χρονικά ασκηθείσα ανακοπή, καθώς ναι μεν, οι δύο ανακοπές αντιμετωπίζουν τα ίδια προδικαστικά ζητήματα, πλην όμως, τα κύρια αντικείμενά τους είναι διαφορετικά δεδομένου ότι, το αίτημά τους ως προς την πράξη της οποίας ζητείται η ακύρωση, δεν συμπίπτει καθώς η ανακοπή κατά της διαταγής πληρωμής κατατείνει στην ακύρωσή της, ενώ η ανακοπή κατά της εκτέλεσης κατατείνει στην ακύρωση πράξεων της εκτελεστικής διαδικασίας (ΑΠ 5/2003, ΕφΑΘ 1340/2019, ΕφΘεσ 2229/2014 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ. Απαλλαγάκη Χ./Ρεντούλης Π., ό.π., τ. II, άρθρο 933, σελ. 2112, αρ. 39, Γέσιου-Φαλτσή Π., ό.π., §34, σελ. 586 και 588, αρ. 53, Ποδηματά Ε., ό.π., άρθρο 632, σελ. 1190, αριθ. 37). Περαιτέρω, σημειώνεται ότι σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 933 παρ. 4 ΚΠολΔ, εάν ο εκτελεστός τίτλος είναι διαταγή πληρωμής, οι αντιρρήσεις, που προβάλλονται με την ανακοπή κατά της εκτέλεσης, είναι απαράδεκτες στην έκταση, που ισχύει το δεδικασμένο σύμφωνα με τα άρθρα 330 και 633 παρ. 2 εδ. γ ΚΠολΔ, αντίστοιχα. Κατά την έννοια δε των διατάξεων των άρθρων 321, 322 και 324 ΚΠολΔ, η τελεσίδικη απόφαση αποτελεί δεδικασμένο, που δεν επιτρέπει να αμφισβητηθεί και να καταστεί αντικείμενο νέας δίκης το κριθέν δικαίωμα και η δικαιολογική σχέση από την οποία αυτό έχει παραχθεί. Με τελεσίδικη δικαστική απόφαση ισοδυναμεί και η διαταγή πληρωμής, η οποία έχει αποκτήσει ισχύ δεδικασμένου, μετά την τελεσίδικη απόρριψή της, ή σε περίπτωση μη άσκησής της, μετά την παρέλευση άπρακτης της προβλεπόμενης στο 633 παρ. 2 ΚΠολΔ, προθεσμίας. Επιπροσθέτως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 330 ΚΠολΔ, το δεδικασμένο εκτείνεται στις ενστάσεις, που προτάθηκαν, καθώς και σε εκείνες, που μπορούσαν να προταθούν και δεν προτάθηκαν με εξαίρεση τις ενστάσεις εκείνες, που στηρίζονται σε αυτοτελές δικαίωμα, το οποίο μπορεί να ασκηθεί και με κύρια αγωγή. Καλύπτονται, συνεπώς, από το δεδικασμένο όλες οι προταθείσες ενστάσεις, ασχέτως της νομικής τους θεμελίωσης, ενώ από εκείνες, οι οποίες δεν προτάθηκαν, εφόσον ήταν δυνατόν να προταθούν κατά την διάρκεια προηγούμενης δίκης, καλύπτονται οι ενστάσεις του δικονομικού δικαίου, οι καταχρηστικές ενστάσεις, δηλαδή, εκείνες που στηρίζονται επί απλών πραγματικών περιστατικών και οι γνήσιες αυτοτελείς ή αυθύπαρκτες ενστάσεις, δηλαδή, εκείνες που, όπως και οι καταχρηστικές, στηρίζονται επί απλού πραγματικού γεγονότος, αλλά περαιτέρω στηρίζουν διαπλαστικό δικαίωμα του εναγόμενου (ή ανακόπτοντος), ώστε να αποτελούν παράλληλα και ενστάσεις υπό ουσιαστική έννοια. Συνεπώς, η διαταγή πληρωμής, που απέκτησε ισχύ δεδικασμένου, προσομοιάζει κατά τα αποτελέσματά της με τελεσίδικη δικαστική απόφαση, υπό την έννοια ότι δεν δύναται πλέον να αμφισβητηθεί ούτε και με την ανακοπή κατά της εκτέλεσης, η με αυτή βεβαιουμένη απαίτηση, αφού έκτοτε αποτελεί, κατά ρητή διάταξη του άρθρου 633 παρ. 2 εδ. γ ΚΠολΔ, δεδικασμένο με αποτέλεσμα τυχόν προβολή σε μεταγενέστερη δίκη, που αφορά στο κύρος της εκτέλεσης, λόγων ανακοπής, που είτε προτάθηκαν στη δίκη της ανακοπής κατά της διαταγής πληρωμής και απορρίφθηκαν είτε, εάν ήταν γεννημένοι και μπορούσαν να προταθούν, δεν προτάθηκαν, να προβάλλονται απαράδεκτα (ΑΠ 1203/2020, ΑΠ 58/2019, ΑΠ 243/2018, ΕφΑΘ 2007/2021 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Λαμβάνοντας υπόψη τα ανωτέρω και κατά την άποψη την οποία υιοθετεί το παρόν Δικαστήριο, ως μόνη λύση για την αποφυγή της έκδοσης αντιφατικών αποφάσεων προβάλει η αναστολή (αναβολή) της εκδίκασης της δεύτερης ανακοπής κατ’ εφαρμογή του άρθρου 249 ΚΠολΔ (ΑΠ 5/2003, ΕφΑΘ 1340/2019, ΕφΘεσ 2229/2014 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ. Απαλλαγάκη Χ./Ρεντούλης Π., ό.π., τ. II, άρθρο 933, σελ. 2112, αρ. 39, Γέσιου-Φαλτσή Π., ό.π., § 34, σελ. 586 και 588, αρ. 53, Ποδηματά Ε., ό.π., άρθρο 632, σελ. 1190, αριθ. 37). Ειδικότερα, από τη διατύπωση και τον σκοπό της τελευταίας αυτής διάταξης, η οποία έχει θεσπιστεί, μεταξύ άλλων, για την αποφυγή έκδοσης αντιφατικών αποφάσεων και την εναρμόνιση της δικαστικής κρίσης σχετικά με το ίδιο ζήτημα, προκειμένου να επιτευχθεί η ορθή εκτίμηση της διαφοράς (ΑΠ 141/2019, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) συνάγεται ότι εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου να διατάξει την αναβολή, ή ορθότερα, και παρά τη γραμματική διατύπωση της ανωτέρω διάταξης, την αναστολή της συζήτησης μιας αγωγής ή ανακοπής. Σε περίπτωση συνεπώς, ταυτότητας των προβαλλόμενων λόγων καθίσταται σκόπιμη η εφαρμογή του άρθρου 249 ΚΠολΔ για την αποφυγή έκδοσης αντιφατικών αποφάσεων μέχρι την έκδοση τελεσιδίκου αποφάσεως επί της ανακοπής του άρθρου 632 παρ. 1 ΚΠολΔ (ΑΠ 749/1995, ΕφΘεσ 2229/2014, ΕφΔωδ 200/2017 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Με τον μοναδικό, κατ’ εκτίμηση, λόγο της έφεσής της η εκκαλούσα παραπονείται για εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο αποφάνθηκε ότι ο ανακοπτόμενος εκτελεστός τίτλος για την επισπευδόμενη σε βάρος του ανακόπτοντος αναγκαστική εκτέλεση πάσχει ακυρότητας, λόγω μη υφιστάμενης καταγγελίας του δανείου και, συνακόλουθα, λόγω μη ύπαρξης ληξιπρόθεσμης απαίτησης. Όπως, όμως, προκύπτει από την επισκόπηση του φακέλου της δικογραφίας αλλά και αναφέρουν αμφότεροι οι διάδικοι στις προτάσεις τους, ο ανακόπτων – εφεσίβλητος έχει ασκήσει ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών την από 21-11-2019 (ΓΑΚ/ΕΑΚ …………../2019 ανακοπή του, με την οποία ζητούσε την ακύρωση της υπ’ αριθμ. …/2019 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και της από 29-10-2019 επιταγής προς πληρωμή, κάτωθι αντιγράφου πρώτου εκτελεστού απογράφου της ως άνω διαταγής (κατ’ άρθρο 632 και 933 ΚΠολΔ, αντίστοιχα). Επί της ανωτέρω ανακοπής, στην οποία σωρεύονταν και άλλα αιτήματα, εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 861/2023 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που απέρριψε τις σωρευόμενες ως άνω ανακοπές. Κατά της απόφασης αυτής, ο ανακόπτων άσκησε την από 6-9-2023 έφεσή του (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………./2023), η οποία προσδιορίστηκε να εκδικαστεί στο Μονομελές Εφετείο Αθηνών στις 5-12-2024 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………../2023). Η προαναφερόμενη απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών δεν προκύπτει από έγγραφα εάν κατέστη τελεσίδικη, ο δε ανακόπτων – εφεσίβλητος αναφέρει στις προτάσεις του ότι η έφεση θα εκδικαστεί στις 6-11-2025. Με την πιο πάνω ανακοπή δε προβάλλεται λόγος ιδίου περιεχομένου, με τον υπό κρίση έκτο λόγο της ένδικης ανακοπής, ο οποίος έγινε δεκτός με την εκκαλουμένη. Επισημαίνεται, ότι στην υποθετική περίπτωση που γίνει δεκτή η υπό κρίση έφεση και εξαφανιστεί η εκκαλουμένη, περιέχονται στην ένδικη ανακοπή και άλλοι λόγοι που θα εξετάσει το παρόν Δικαστήριο (άρθρα 933, 934 ΚΠολΔ), οι οποίοι συμπίπτουν με την εκκρεμούσα κατ’ άρθρο 632 ΚΠολΔ ανακοπή, κατά τα ανωτέρω. Επομένως, ένεκα του δεδικασμένου που θα παραχθεί από την τελεσίδικη απόφαση επί της παραπάνω ανακοπής (του άρθρου 632 ΚΠολΔ) αναφορικά με αυτήν (βλ. άρθρο 933 παρ. 4 σε συνδυασμό με 330 ΚΠολΔ) και την εντεύθεν άμεση επίδραση της κρίσης αυτής στο αντικείμενο της παρούσας δίκης, αλλά και στην εγκυρότητα των περαιτέρω πράξεων της επισπευδόμενης εις βάρος του ανακόπτοντος εκτέλεσης, προκύπτει η άμεση εξάρτηση της παρούσας δίκης από την έκβαση της δίκης επί της ως άνω ανακοπής του άρθρου 632 του ΚΠολΔ. Συνεπώς, σύμφωνα και με όσα αναφέρονται στην ανωτέρω νομική σκέψη, για την εναρμόνιση των δικαστικών κρίσεων και προς αποφυγή έκδοσης αντιφατικών αποφάσεων, πρέπει να ανασταλεί η παρούσα δίκη κατ’ άρθρο 249 ΚΠολΔ, μέχρι την τελεσίδικη περάτωση της δίκης επί της προαναφερόμενης ανακοπής του άρθρου 632 ΚΠολΔ.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων την από 19-6-2023 έφεση.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά την έφεση.

ΑΝΑΣΤΕΛΛΕΙ την επί της ουσίας συζήτηση επί της ως άνω έφεσης μέχρι την έκδοση τελεσίδικης απόφασης επί της από 21-11-2019 (ΓΑΚ/ΕΑΚ …………/2019 ανακοπής ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών κατά της υπ’ αριθμ. ………/2019 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και της από 29-10-2019 επιταγής προς πληρωμή, κάτωθι αντιγράφου πρώτου εκτελεστού απογράφου της ως άνω διαταγής πληρωμής.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, στον Πειραιά, στις   4.7.2025

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                             H ΓPAMMATEAΣ