Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 448/2025

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ  

Τμήμα 4ο

Αριθμός  απόφασης :     448/2025

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Συγκροτήθηκε από το Δικαστή Δημήτριο Καβαλλάρη, Εφέτη, που ορίστηκε από ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Κ.Σ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις  ……………..,  για να δικάσει την υπόθεση  μεταξύ :

ΤΟΥ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ  :  Του Ελληνικού Δημοσίου, όπως εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό  Οικονομικών (ΑΦΜ ……), ο  οποίος εδρεύει στην Αθήνα και ήδη από την 1-1-2017 από την Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων (ΑΑΔΕ), με ΑΦΜ …….,   και εκπροσωπείται νόμιμα από τον Διοικητή αυτής και στην προκειμένη περίπτωση στην προκειμένη περίπτωση από τον Προϊστάμενο της Επιχειρησιακής Μονάδας Είσπραξης του Υπουργείου Οικονομικών, το οποίο εκπροσωπήθηκε  στο Δικαστήριο από την δικαστική πληρεξούσια του Ν.Σ.Κ,  Ελένη – Μαρία Παπαπετροπούλου.

ΤΗΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ :  …………………… η οποία δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο Δικηγόρο.

Το εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο άσκησε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιώς την από 27-03-2014  με αρ. κατ. ΓΑΚ/ΕΑΚ ……………./2014   ανακοπή του κατά δήλωσης τρίτου. Επ΄αυτής  επί εκδόθηκε η με αρ. 3171/2015 απόφαση του άνω Δικαστηρίου, που διέταξε το χωρισμό της δίκης ως προς τις σωρευόμενες στο δικόγραφο ανακοπή και αγωγή,  για την πρώτη από τις οποίες κηρύχθηκε καθ΄ύλην αναρμόδιο και παρέπεμψε αυτή στο Μονομελούς Πρωτοδικείο Πειραιώς, με την ειδική  διαδικασία των μισθωτικών διαφορών.  Η υπόθεση εισήχθη στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς με την από 17-12-2015 και με αρ. καταθ. ΓΑΚ/ΕΑΚ ……../2015   κλήση του ανακόπτοντος και εκδόθηκε η με αρ. 346/2017 απόφαση  του τελευταίου Δικαστηρίου, που απέρριψε την ανακοπή.  Κατά της τελευταίας  απόφασης  το εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο άσκησε την από 24.1.2019 και  με αρ. κατάθεσης ΓΑΚ/ΕΑΚ …………./2022   έφεσή του, η συζήτηση της οποίας ορίστηκε  αρχικά για τη δικάσιμο της 5.10.2023, οπότε και ματαιώθηκε λόγω των  Δημοτικών και Περιφερειακών Εκλογών της 8.10.2023. Με την με αρ. 81/2023 πράξη του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Εφετείου Πειραιά, ορίστηκε αυτεπαγγέλτως η δικάσιμος που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, αφού αυτή εκφωνήθηκε από το πινάκιο,  η Δικαστική Πάρεδρος του ΝΣΚ αναφέρθηκε στις έγγραφες προτάσεις της, η δε εφεσίβλητη δεν παραστάθηκε

AΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Από  την  με αρ. ……………/12-01-2023 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού Επιμελητή του Εφετείου Αθηνών, με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών, ………….  προκύπτει ότι ακριβές αντίγραφο στη έφεσης με πράξη καταθέσεως και ορισμό δικασίμου για τη δικάσιμο της 5.10.2023 επιδόθηκε νομότυπα κι εμπρόθεσμα στην εφεσίβλητη. Την άνω δικάσιμο η συζήτηση ματαιώθηκε λόγω των δημοτικών και Νομαρχιακών Εκλογών της 8.10.2023. Με την με αρ. 81/2023 πράξη του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς η υπόθεση  επαναπροσδιορίστηκε  αυτεπαγγέλτως για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας κι εγγράφηκε στο πινάκιο, που ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων, όπως αναφέρεται και στην άνω πράξη (άρθρο 260 παρ. 4 ΚΠολΔ). Κατά συνέπεια η εφεσίβλητη θα πρέπει να δικασθεί ερήμην,  η συζήτηση  όμως θα πρέπει να συνεχισθεί σαν να ήταν παρούσα (άρθρο  524 αρ.3 ΚΠολΔ).

Η από 20-07-2023 με αριθμό κατάθεσης ΓΑΚ/ΕΑΚ ………………../2022   έφεση του εκκαλούντος Ελληνικού Δημοσίου κατά της με αριθμό 346/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που εκδόθηκε κατά την ειδική  διαδικασία  των μισθωτικών διαφορών (άρθρα 614 επ. ΚΠολΔ)  έχει ασκηθεί νομότυπα κι εμπρόθεσμα  (άρθρα 495 παρ. 1, 2, 511, 513 παρ. 1β, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 1 και 2 του ΚΠολΔ), για την οποία δεν απαιτείται η καταβολή παραβόλου, αφού το Δημόσιο απαλλάσσεται της προκαταβολής των τελών της δίκης [19  §  1 του του Κωδ. Δ/τος της 26-6/10.7.1944 “περί Κώδικος των νόμων περί δικών του Δημοσίου σε συνδυασμό με άρθρο 36 ΠΔ 28/1931 (ΦΕΚ α’ 239/1931)]. Πρέπει επομένως να γίνει δεκτή κατά το τυπικό μέρος και να ερευνηθεί ως προς τη βασιμότητα των λόγων της.  Το ανακόπτον και ήδη εκκαλούν   Ελληνικό Δημόσιο με την από 27-03-2014  και με αρ. καταθ. ΓΑΚ/ΕΑΚ …………/2014   ανακοπή του,  εξέθετε ότι δυνάμει του υπ’ με αριθμό ειδικού βιβλίου Ε.Μ.ΕΙ.Σ. …./14-2-2014  κατασχετηρίου εις χείρας τρίτου του Προϊσταμένου της Επιχειρησιακής Μονάδας Είσπραξης της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων του Υπουργείου Οικονομικών επέβαλε κατ’ εφαρμογή των άρθρων 30 επ. του ΚΕΔΕ αναγκαστική κατάσχεση στα χέρια της καθ’ ης η ανακοπή ως τρίτης, για την είσπραξη ταμειακά βεβαιωμένων και ληξιπρόθεσμων χρεών της οφειλέτιδας του Ελληνικού Δημοσίου «………………»  συνολικού ποσού 16.739.004,35 ευρώ όπως αναλυτικά αναφέρονται στον υπ’ αριθ. ……/2014 πίνακα χρεών της Δ.Ο.Υ. Φ.Α.Ε. Πειραιά (13.870.367,69 ευρώ), και στον υπ’ αριθ. 647/2014 πίνακα χρεών του Κέντρου Ελέγχου Μεγάλων Επιχειρήσεων (Κ.Ε.ΜΕ.ΕΠ.), συνολικού ποσού (2.868.636,66 ευρώ). Ότι η κατάσχεση επιβλήθηκε έως το άνω ποσό  για μισθώματα  που η καθ΄ής η ανακοπή οφείλει ή  μέλλει να οφείλει στην άνω ανώνυμη εταιρία, με βάση το 15.11.2012 ιδιωτικό συμφωνητικό   υπομίσθωσης, δυνάμει του οποίου η ίδια ως διαχειρίστρια της ετερόρρυθμης εταιρίας με την επωνυμία « ……..» μίσθωσε από την άνω εταιρία ένα κατάστημα, στην οδό ……..,  με τους όρους που αναφέρονται αναλυτικά στην ανακοπή ¨Ότι η καθ΄ής η ανακοπή  προέβη εντός της νόμιμης προθεσμίας στην υπ’ αριθμόν ………../26-2-2014, δήλωσή της ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιώς, με την οποία  δήλωσε ότι δεν έχει κάποια οφειλή από μισθώματα  προς την οφειλέτρια του Δημοσίου. Ότι πραγματική μισθώτρια στο από 15.11.2012 ιδιωτικό συμφωνητικό είναι η καθ΄ ής η ανακοπή δεδομένου ότι ουδέποτε συστάθηκε ή λειτούργησε ετερόρρυθμη εταιρία με την επωνυμία «…………..», ώστε  πραγματική μισθώτρια είναι  η ίδια.  ¨Ότι η καθ΄ής η ανακοπή ευθύνεται και  προς αποζημίωσή της για το ποσό για το οποίο επιβλήθηκε η κατάσχεση, για την επελθούσα σ΄αυτό ζημία. Με βάση το ιστορικό αυτό ζήτησε να γίνει δεκτή η ανακοπή του, να αναγνωριστεί η ανακρίβεια της ……/26-2-2014  δήλωσής της καθ’ ης η ανακοπή ως τρίτης, να αναγνωρισθεί ότι  νομίμως επιβλήθηκε εις χείρας αυτής αναγκαστική κατάσχεση για χρέη της ανωτέρω ανώνυμης εταιρείας μέχρι το συνολικό οφειλόμενο από την τελευταία προς το ανακόπτον ποσό των 16.739.004,35 €, να υποχρεωθεί η καθ’ ης η ανακοπή να καταβάλει στην Επιχειρησιακή Μονάδα Είσπραξης της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων του Υπουργείου Οικονομικών ό,τι οφείλει ή μέλλει να οφείλει στην οφειλέτιδά του μέχρι το ποσό για το οποίο επιβλήθηκε κατάσχεση, εις χείρας της καθ’ ης η ανακοπή από την επιβολή της κατάσχεσης, άλλως από την επίδοση του ανωτέρω δικογράφου, να αναγνωρισθεί ότι η καθ’ ης η ανακοπή οφείλει προς το ανακόπτον το ποσό αυτό για το οποίο επιβλήθηκε κατάσχεση και να υποχρεωθεί να του το καταβάλει με το νόμιμο τόκο από την επιβολή της κατάσχεσης, άλλως από την επίδοση της ανακοπής της, να αναγνωριστεί ότι με την ένδικη κατάσχεση και από το χρόνο της επιβολής της επήλθε αναγκαστική εκχώρηση προς αυτό (το ανακόπτον) κάθε απαίτησης της οφειλέτριας ανώνυμης εταιρείας κατά της καθ’ ης η ανακοπή με βάση την έννομη σχέση που τους συνδέει, άλλως να αναγνωριστεί ότι η καθ’ ης η ανακοπή κατέστη κατά τεκμήριο οφειλέτιδά του (ανακόπτοντος) για το ποσό που κατασχέθηκε, άλλως να υποχρεωθεί η καθ’ ης η ανακοπή σε αποζημίωσή του και τέλος να επιβληθούν σε βάρος αυτής τα δικαστικά του έξοδα. Επί του ανωτέρω δικογράφου εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 3171/2015 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (Τακτική Διαδικασία), με την οποία χωρίστηκε η δίκη ως προς την ανακοπή κατά δήλωσης τρίτου (34 ΚΕΔΕ σε συνδ. με 986 ΚΠολΔ), κηρύχθηκε το Δικαστήριο εκείνο καθ’ ύλην αναρμόδιο για την εκδίκαση της ανακοπής αυτής παραπέμφθηκε η ανακοπή αυτή στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς με την διαδικασία των μισθωτικών διαφορών και ανεστάλλη η σωρευόμενη στο δικόγραφο αγωγή αποζημίωσης. Με την από 17.12.2015 κλήση του και με αρ. καταθ. ΓΑΚ/ΕΑΚ ………../201  το ανακόπτον (αρ. καταθ.  ΓΑΚ/ΕΑΚ από 17-12-2015)  εισήγαγε την υπόθεση ως προς την ανακοπή στο τελευταίο Δικαστήριο ζητώντας να αναγνωρισθεί η ανακρίβεια της δήλωσης της καθ΄ής η ανακοπή, ώστε να αναγνωρισθεί ότι νομίμως επιβλήθηκε εις χείρας αυτής αναγκαστική κατάσχεση για χρέη της ανωτέρω ανώνυμης εταιρείας για όσα οφείλει ή μέλλει να οφείλει από μισθώματα  ως μισθωτής της οφειλέτιδας του Δημοσίου μέχρι το συνολικό οφειλόμενο από την τελευταία προς το ανακόπτον ποσό των 16.739.004,35 ευρώ και να υποχρεωθεί να καταβάλει  ό,τι οφείλει ή μέλλει να οφείλει μέχρι  το ποσό της κατάσχεσης, από την επιβολή της, άλλως από την επίδοση της ανακοπής. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφαση απέρριψε την ανακοπή και κατά της τελευταίας απόφασης παραπονείται το εκκαλούν – ανακόπτον για λόγους που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία κι εφαρμογή του νόμου κι εκτίμηση των αποδείξεων.

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 30, 32, 33 και 34 του ΚΕΔΕ (Ν.Δ. 356/1974) προκύπτει ότι το Δημόσιο, προς ικανοποίηση απαιτήσεώς του κατά του οφειλέτη του, μπορεί να επιβάλλει κατάσχεση στα χέρια τρίτου των ευρισκομένων στα χέρια αυτού χρημάτων και άλλων κινητών πραγμάτων του οφειλέτη του Δημοσίου, η οποία διενεργείται από το Διευθυντή του Δημόσιου Ταμείου με κατασχετήριο έγγραφο, το οποίο δεν κοινοποιείται στον οφειλέτη. Το κατασχετήριο έγγραφο πρέπει να περιέχει:  (α) το όνομα, επώνυμο, όνομα πατρός του οφειλέτη, (β) το ονοματεπώνυμο του τρίτου στα χέρια του οποίου επιβάλλεται η κατάσχεση, (γ) το ποσό για το οποίο επιβάλλεται η κατάσχεση,  (δ) πίνακα χρεών του οφειλέτη και (ε) χρονολογία και υπογραφή του διευθυντή του Δημόσιου Ταμείου.  Επίσης, αν ο τρίτος δεν οφείλει τίποτε ή δεν οφείλει όλα τα αναφερόμενα στο κατασχετήριο έγγραφο του Δημοσίου χρήματα ή και άλλα πράγματα ή δεν υποχρεούται σε άμεση απόδοση αυτών, λόγω υφιστάμενων μεταξύ αυτού και του οφειλέτη συμφωνιών ή από άλλο νόμιμο λόγο, οφείλει να δηλώσει αυτό, εντός 8 ημερών από την επίδοση του κατασχετηρίου εγγράφου. Η δήλωση αυτή γίνεται εγγράφως, με αναφορά που επιδίδεται με δικαστικό κλητήρα στο Διευθυντή του Δημοσίου Ταμείου, που εξέδωσε το κατασχετήριο έγγραφο ή προφορικώς στον Ειρηνοδίκη της κατοικίας ή διαμονής του τρίτου, συντασσόμενης σχετικής έκθεσης, την οποία αποστέλλει στο Διευθυντή του Δημόσιου Ταμείου μέσα σε 24 ώρες, ενώ με την αρνητική αυτή δήλωση εξομοιώνεται και η παράλειψη δήλωσης. Αυτός δε που επέβαλε την κατάσχεση, δικαιούται να ανακόψει την αρνητική (ρητή ή σιωπηρή) δήλωση με ανακοπή, μέσα σε προθεσμία τριάντα ημερών 2από της δηλώσεως, επικαλούμενος ανακρίβεια αυτής, η οποία (ανακοπή) εισάγεται και εκδικάζεται κατά το άρθρο 986 ΚΠολΔ, σύμφωνα με την παρ.2 του άρθρου 34 ΚΕΔΕ. Αντικείμενο της σχετικής δίκης, που δημιουργείται μεταξύ του κατασχόντος και του τρίτου, είναι η εκδίκαση της απαίτησης του καθ’ ού η εκτέλεση κατά του τρίτου, ώστε να διαπιστωθεί, αν ο τρίτος έχει ή όχι και με ποιους περιορισμούς οφειλές προς τον οφειλέτη του κατασχόντος (καθ’ ού η κατάσχεση), δικαιουμένου (του κατασχόντος) να ζητήσει την καταδίκη του τρίτου στην καταβολή του κατασχεθέντος ποσού ή στην παράδοση του κατασχεθέντος πράγματος (άρθρο 990 ΚΠολΔ). Ειδικότερα η ως άνω ανακοπή αποτελεί ένδικο βοήθημα, με το οποίο το κατασχόν Δημόσιο επιδιώκει την αναγνώριση της εν λόγω ή εν μέρει ανακρίβειας της δήλωσης του τρίτου και την καταδίκη του τρίτου στην καταβολή του κατασχεθέντος ποσού (ΑΠ 1027/2020, ΑΠ 287/2020, ΑΠ 95/2016). Ανακριβής είναι η δήλωση του τρίτου είτε πρόκειται για την απόκρυψη της ύπαρξης της οφειλής είτε πρόκειται για την αναληθή ή μη πλήρη έκθεση επιμέρους πραγματικών περιστατικών που περιγράφουν τη σχέση του καθ’ ού η εκτέλεση με τον τρίτο (ΑΠ 1261/2019).  Η ανακοπή αυτή αποτελεί ένδικο βοήθημα, με το οποίο το κατασχόν Δημόσιο επιδιώκει την αναγνώριση της εν όλω ή εν μέρει ανακρίβειας της δηλώσεως του τρίτου και την καταδίκη του τρίτου στην καταβολή του κατασχεθέντος ποσού (Α.Π. 1384/2022, Α.Π. 972/2019, Α.Π. 95/2016). Αντικείμενο της κατάσχεσης εις χείρας τρίτου μπορεί να είναι και απαίτηση μέλλουσα (που δεν έχει γεννηθεί ακόμα) ή υπό αίρεση ή προθεσμία. Απαιτείται, όμως, κατά το χρόνο επιβολής της κατάσχεσης να υπάρχει η βασική έννομη σχέση (μίσθωση πράγματος, εταιρεία, εντολή), από την οποία ως παραγωγός αιτία απορρέει η μελλοντική απαίτηση και μπορεί κατά τον παραπάνω χρόνο να προσδιοριστεί κατ’ είδος και οφειλέτη, όχι δε απαραιτήτως κατά το ποσό. Σε περίπτωση δε κατάσχεσης της απαίτησης που έχει ο οφειλέτης του Δημοσίου κατά του τρίτου προς πληρωμή ληξιπροθέσμων και μελλοντικών μισθωμάτων, με την ανακοπή του Δημοσίου δύναται να ζητηθεί σωρευτικά η αναγνώριση της απαίτησης αυτών και η καταδίκη του τρίτου αντίστοιχα στην καταβολή των μέχρι της ημέρας της κατάσχεσης οφειλόμενων μισθωμάτων και εκείνων που θα καταστούν μελλοντικώς απαιτητά, εντός των ορίων του κατασχεθέντος συνολικού ποσού με το κατασχετήριο  (Α.Π. 1384/2022, Α.Π. 1120/2022, Α.Π. 624/2021, Α.Π. 259/2020, Α.Π. 144/1990). Η ανακοπή αυτή κατά της αρνητικής δήλωσης του τρίτου, εφόσον σ’ αυτήν σωρεύθηκε και αίτημα καταβολής νομιμοτόκως του ποσού της απαίτησης, εξομοιώνεται με καταψηφιστική αγωγή (Α.Π. 256/2011). Ειδικότερα, η προαναφερθείσα αναγκαστική εκχώρηση του άρθρου 30 παρ. 3 του ΚΕΔΕ αφετηριάζεται από το χρόνο της επιβολής της κατάσχεσης, που ταυτίζεται με την κοινοποίηση του κατασχετηρίου στον τρίτο, τελεί, όμως, υπό την αίρεση της καταφατικής δηλώσεως του τρίτου ή της δικαστικής αποδοχής της ανωτέρω αναφερόμενης ανακοπής κατά της αρνητικής δηλώσεως του τρίτου (Α.Π. 972/2019). Δηλαδή, το Δημόσιο γίνεται οριστικά εκδοχέας της απαίτησης που κατασχέθηκε και ο τρίτος λογίζεται οφειλέτης του Δημοσίου, με τη θετική δήλωση του τρίτου ότι υπάρχει η απαίτηση στα χέρια του ή, επί αρνητικής δήλωσης ή παράλειψης του τρίτου, αν το Δημόσιο αντιταχθεί επιτυχώς με την προαναφερόμενη ανακοπή του, οπότε η απαίτηση λογίζεται ότι έχει εκχωρηθεί  από το χρόνο που ο τρίτος θα έπρεπε να έχει εξοφλήσει τον κατασχόντα, αν είχε προβεί σε καταφατική δήλωσή του. Τα ανωτέρω έχουν ως συνέπεια ότι ο τρίτος οφείλει τόκους, όχι από την επιβολή της κατάσχεσης, αλλά από τότε που ο τελευταίος είναι υποχρεωμένος να καταβάλει την απαίτηση στο κατασχόν Δημόσιο, σε κάθε περίπτωση δε από την επίδοση της ανακοπής (άρθρα 346 ΑΚ, 221 παρ.1 περ.γ’ ΚΠολΔ, βλ. ΑΠ 1384/2022, Α.Π. 762/2021). Τέλος, η  ανακρίβεια της αρνητικής δήλωσης κρίνεται μόνο αντικειμενικά, δηλαδή ανεξάρτητα από την υποκειμενική αντίληψη του δηλούντος και την καλή ή κακή πίστη του, γίνεται δε δεκτή κατά το άρθρο 990 ΚΠολΔ η κατ’ αυτής ανακοπή, εφόσον η δήλωση δεν αληθεύει είτε προς τα πραγματικά περιστατικά είτε ως προς το νομικό χαρακτηρισμό των περιστατικών (ΑΠ 1386/2019, ΑΠ 500/2018, ΑΠ 663/2017).

Στην προκείμενη περίπτωση από τα έγγραφα που προσκόμισε, με νόμιμη επίκληση το εκκαλούν αποδείχθηκαν τα ακόλουθα  πραγματικά περιστατικά : Σε βάρος της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «…………» βεβαιώθηκαν ταμειακά ληξιπρόθεσμα χρέη προς το ανακόπτον, προερχόμενα από διάφορες αιτίες, όπως αναλυτικά αναφέρονται στον υπ’ αριθ. …………/2014 πίνακα χρεών της Δ.Ο.Υ. Φ.Α.Ε. Πειραιά, συνολικού ποσού 13.870.367,69 ευρώ, και στον υπ’ αριθ. …………../2014 πίνακα χρεών του Κέντρου Ελέγχου Μεγάλων Επιχειρήσεων (Κ.Ε.ΜΕ.ΕΠ.), συνολικού ποσού 2.868.636,66 € και συνολικού ποσού 16.739.004,35 €. Λόγω μη καταβολής από την οφειλέτρια των άνω οφειλόμενων  ο Προϊστάμενος της Επιχειρησιακής Μονάδας Είσπραξης της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων του Υπουργείου Οικονομικών προέβη στην έκδοση του υπ’ αριθ. πρωτ. Ε.Μ.ΕΙ.Σ. …./14-2-2014 κατασχετηρίου εγγράφου, το οποίο επιδόθηκε νόμιμα στην καθ’ ης η ανακοπή στις 18-2-2014, όπως προκύπτει από την υπ’ αριθ. …./18-2-2014 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών ………….., και με το οποίο επιβλήθηκε κατάσχεση στα χέρια της καθ’ ης η ανακοπή ως τρίτης, για όσα αυτή οφείλει ή μέλλει να οφείλει ως υπομισθώτρια στην οφειλέτιδα του ανακόπτοντος ή όσα βρίσκονται εις χείρας της υπομισθώματα, μέχρι του οφειλομένου από την οφειλέτιδα του ανακόπτοντος ποσού των 16.739.004,35 ευρώ, σε εκτέλεση της από 15-11-2012 σύμβασης υπομίσθωσης ακινήτου. Ειδικότερα με βάση το άνω ιδιωτικό συμφωνητικό υπομίσθωσης, όπως αυτό επιγράφεται, η ανωτέρω ανώνυμη εταιρεία «……….» υπεκμίσθωσε στην ετερόρρυθμη εταιρεία με την επωνυμία «………………..», εκπροσωπούμενη από την καθ’ ης η ανακοπή ………. ένα ισόγειο κατάστημα, επιφανείας 65 τ.μ. περίπου, μετά του περιβάλλοντος αυτό εξωτερικού χώρου, επιφανείας 63 τ.μ. ευρισκόμενο  στην μπροστινή πλευρά, μέρους του ισογείου, ενός διατηρητέου πολυώροφου κτιρίου κειμένου στον Πειραιά επί της οδού ……………… Η διάρκεια της μίσθωσης ορίστηκε για το χρονικό διάστημα από 15-11-2012 έως 14-11-2024, το δε μηνιαίο μίσθωμα στο ποσό των 5.000 ευρώ πλέον χαρτοσήμου για το διάστημα από 15-11-2012 έως 31-12-2014, ενώ για το μετέπειτα χρονικό διάστημα θα αναπροσαρμοζόταν  κάθε έτος κατά το Δείκτη Τιμών Καταναλωτή του προηγούμενου χρόνου, όπως αυτός υπολογιζόταν από την Εθνική Στατιστική Υπηρεσία της Ελλάδος (Ε.Σ.Υ.Ε.).  Κατόπιν του επίδικου  κατασχετηρίου  η καθ’ ης η ανακοπή προέβη στην  με  αρ. πρωτ. …../19-2-2014  δήλωσή της προς τον Ειρηνοδίκη Πειραιώς, η οποία  επιδόθηκε στην Επιχειρησιακή Μονάδα Είσπραξης της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων του Υπουργείου Οικονομικών στις 26-2-2014,  (αρ.πρωτ. …./26-2-2014), με την οποία  δήλωσε ότι δεν έχει κάποια οφειλή από μισθώματα προς την ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «…….».  Το  ανακόπτον ισχυρίστηκε  στην υπό κρίση ανακοπή του, ότι η ανωτέρω δήλωση της καθ’ ης η ανακοπή είναι ανακριβής, επικαλούμενο ότι πραγματική υπομισθώτρια στο από 15.11.2012 ιδιωτικό συμφωνητικό υπομίσθωσης είναι ατομικά η καθ΄ής η ανακοπή, δεδομένου ότι ουδέποτε συστάθηκε «ετερόρρυθμη εταιρεία με την επωνυμία «…………..», καθώς από   το ηλεκτρικό σύστημα ELENXIS προέκυψε ότι η μοναδική εταιρεία στην οποία η καθ’ ης η ανακοπή φαίνεται διαχειρίστρια είναι η εταιρεία με την επωνυμία «………..» η οποία έκανε έναρξη εργασιών στις   16.5.2013, με αντικείμενο την  εκμετάλλευση  εστιατορίου ταβέρνας στην οδό  στην ……… στον Πειραιά,  χωρίς να  έχει κάποια σχέση με την  «…………….».  Η καθ΄ής η ανακοπή στις προτάσεις της στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο (προσκομίζονται από το εκκαλούν) παραδέχθηκε ότι ποτέ δεν  συστάθηκε και λειτούργησε η ετερόρρυθμη εταιρία με  την επωνυμία «………….», η οποία δεν έλαβε ΑΦΜ επικαλέσθηκε όμως ταυτόχρονα ότι ουδέποτε  λειτούργησε  η από 15.11.2012 σύμβαση υπομίσθωσης, η οποία λύθηκε με το από 28.11.2012 ιδιωτικό συμφωνητικό,  καθώς το μίσθιο ήταν ήδη υπομισθωμένο στον …………. από τις 21.9.2009 έως τις 2.1.2014 που συντάχθηκε το συμφωνητικό λύσης της υπομίσθωσης.  Ενόψει αυτών το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε την ανακοπή, το δε Ελληνικό Δημόσιο παραπονείται  με την έφεσή του πως  εσφαλμένα έκρινε το άνω Δικαστήριο  ότι δεν οφείλονται μισθώματα  από την άνω μίσθωση, λαμβάνοντας συμφωνητικά τα οποία δεν είχαν θεωρηθεί  από τη ΔΟΥ.  Τα ως άνω όμως  συμφωνητικά δεν προσκομίζονται από την απολιπόμενη  εφεσίβλητη στο παρόν Δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, όπου ενόψει του άνω λόγου εφέσεως (άρθρο 522 ΚΠολΔ) κρίνεται εκ νέου η ουσία της υπόθεσης,  ώστε δεν αποδεικνύεται, είτε  ότι υπήρχε άλλη ενεργής υπομίσθωση για το ίδιο μίσθιο, είτε  ότι η επίδικη υπομίσθωση λύθηκε άμεσα εντός του ιδίου  μήνα, που καταρτίσθηκε.  Με δεδομένο δε  ότι ουδέποτε συστάθηκε ή λειτούργησε ετερόρρυθμη εταιρία με την επωνυμία «………..», η καθ΄ής η ανακοπή συμβλήθηκε στη σύμβαση υπομίσθωσης ως αντιπρόσωπος ανύπαρκτου νομικού προσώπου. Επισημαίνεται ότι η καθ΄ής η ανακοπή είναι μέλος του Διοικητικού  Συμβουλίου της οφειλέτριας εταιρίας, της οποίας πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος είναι ο …………..,  αδελφός του συζύγου της καθ ‘ής, ώστε κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως, το γεγονός ότι δεν είχε συσταθεί η φερόμενη ως  υπομισθώτρια ετερόρρυθμη εταιρία ήταν γνωστό και στην  πλευρά της υπεκμισθώτριας, η οποία εκπροσωπήθηκε στο σχετικό συμφωνητικό υπομίσθωσης από τον προαναφερόμενο ……….. Συνεπώς  η σύμβαση υπομίσθωσης ανάμεσα στην ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία ………. και την ουδέποτε συσταθείσα ετερόρρυθμη εταιρία …………….»  ήταν εικονική ως προς το πρόσωπο της υπομισθώτριας (ΑΚ 138 παρ.2) με αληθή υπομισθώτρια την καθ΄ής η ανακοπή, ως φυσικό πρόσωπο.  Συνακόλουθα, με δεδομένο ότι από τη σύμβαση υπομίσθωσης δεσμεύεται η καθ’ής η ανακοπή, οφείλει μισθώματα στην  υπεκμισθώτρια, αφού αυτά  οφείλονται ως αντάλλαγμα όχι της πραγματικής αλλά της παροχής  δυνατότητας χρήσης του μισθίου (ΑΠ 777/2022, ΑΠ 1548/2018, Ραψομανίκης στο ΑΚ Γεωργιάδη -Σταθόπουλο, άρθρο 596 αρ.5,),  την οποία και  παρέσχε η υπεκμισθώτρια, όπως συνάγεται από τον όρο 5 του άνω συμφωνητικού κατά τον οποίο   «η δεύτερη (υπομισθώτρια) εξέτασε το μίσθιο πριν την υπογραφή του παρόντος και το βρήκε της τελείας αρεσκείας της και κατάλληλο για τη χρήση που προορίζει». Είναι άξιο μνείας ότι στον όρο 2 του συμφωνητικού, το οποίο κατατέθηκε στη ΔΟΥ αναφέρεται ότι έχουν καταβληθεί τα πρώτα έξι μισθώματα και χαρτόσημο έως την 14.5.2013, που σημαίνει ότι αυτά πλέον  δεν οφείλονταν στην υπεκμισθώτρια, το οποίο ήταν γνωστό στη ΔΟΥ (βλ. αντίστοιχα άρθρο 33 παρ.2 του ΚΕΔΕ).   Κατόπιν αυτών αποδεικνύεται ότι η με αρ.πρωτ ……./26-2-2014 δήλωση  της καθ΄ής η ανακοπή είναι ανακριβής για τα οφειλόμενα  μισθώματα από  την 14.5.2013  έως την επιβολή της κατάσχεσης (οχτώ μηνών έως την 14.2.2014) συνολικού ποσού 40.000  €  πλέον του χαρτοσήμου 1.440 € και σύνολο 41.440 € και όσων θα καταστούν ληξιπρόθεσμα στο μέλλον. Κατά συνέπεια  πρέπει  να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση, για την αντίθετη κρίση της, να κρατηθεί να δικασθεί η ανακοπή από το παρόν Δικαστήριο, να γίνει δεκτή εν μέρει η   ανακοπή, να αναγνωριστεί η ανακρίβεια της με αρ.πρωτ ……../26-2-2014 δήλωσης τρίτου και να υποχρεωθεί η εφεσίβλητη καθ΄ής η ανακοπή να καταβάλει στο Ελληνικό Δημόσιο  το ποσό των 41.440 €  για τα ήδη ληξιπρόθεσμα μισθώματα από την 14.5.2013 έως την επιβολή της κατάσχεσης, που οφείλει στην οφειλέτρια «………….» και όσα οφείλονται από την ίδια στο μέλλον, έως τη συμπλήρωση του  κατασχεθέντος ποσού των 16.739.004,35 € (χωρίς νόμιμους τόκους, αφού δεν υποβλήθηκε παρόμοιο αίτημα με τη φράση «νομιμοτόκως»  με την κλήση επαναφοράς της ανακοπής στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο).  Σε βάρος της καθ΄ής η ανακοπή λόγω της ήττας της πρέπει να  επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα  του εκκαλούντος των δύο βαθμών δικαιοδοσίας (ΚΠολΔ 178 παρ. 1, 183, 191 παρ. 2), όμως μειωμένα κατ΄ άρθρο  22 του Ν. 3693/1857, δεδομένου ότι  στη δίκη αυτή μετέχει το Ελληνικό Δημόσιο (ΑΠ 1097/1988-Β. Βαθρακοκοίλη Ερμηνεία ΚΠολΔ, κάτω από άρθρο 176 σελ 414) και με δεδομένη την ιδιαίτερη δυσχέρεια των κανόνων δικαίου που εφαρμόσθηκαν (άρθρο 179 ΚΠολΔ). Τέλος για την περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας, κατά της παρούσας (βλ. Γέσιου Φαλτσή Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτέλεσης ΙΙ 2001 σ.852)  θα πρέπει να ορισθεί το σχετικό παράβολο (άρθρο 505 ΚΠολΔ)

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ  ερήμην της εφεσίβλητης.

ΟΡΙΖΕΙ το παράβολο άσκησης ανακοπής ερημοδικίας σ΄αυτό των διακοσίων πενήντα (250) €.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και κατ’ουσίαν την έφεση.

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την εκκαλουμένη, με αρ. 346/2017 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

ΚΡΑΤΕΙ και δικάζει την από  την από 27-03-2014  με αρ. κατ. ΓΑΚ/ΕΑΚ …………/2014 ανακοπή,  που εισήχθη στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την από 17-12-2015 και με αρ. καταθ. ΓΑΚ/ΕΑΚ ………../2015   κλήση.

ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει αυτήν.

ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ την ανακρίβεια της με αρ.πρωτ ……./26-2-2014 δήλωσης τρίτου της καθ΄ής η ανακοπή.

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την καθ΄ής η ανακοπή – εφεσίβλητη να καταβάλει στο Ελληνικό Δημόσιο το ποσό των σαράντα ενός χιλιάδων τετρακοσίων σαράντα (41.440) €  για τα ήδη ληξιπρόθεσμα μισθώματα από την 14.5.2013 έως την επιβολή της κατάσχεσης, που οφείλει η καθ’ ής η ανακοπή στην οφειλέτρια «…………………» και όσα οφείλει η ίδια στο μέλλον, έως τη συμπλήρωση του  κατασχεθέντος ποσού των δέκα έξι εκατομμυρίων επτακοσίων τριάντα εννιά χιλιάδων τεσσάρων ευρώ τριάντα πέντε λεπτών  (16.739.004,35) €.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος τη καθ΄ής η ανακοπή τα δικαστικά έξοδα του εκκαλούντος, τα οποία ορίζει στο ποσό των τριακοσίων (300 €).

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς να παρίστανται  οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους, στις 7.7.2025.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                    Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ