Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 480/2025

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός απόφασης   480/2025

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τον Δικαστή Νικόλαο Κουτρούμπα, Εφέτη, τον οποίο όρισε η Διευθύνουσα το Εφετείο Πρόεδρος Εφετών και από τη Γραμματέα Κ.Σ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά, την ………. για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Των αιτούντων- καλούντων- εφεσίβλητων: 1) ……………, 2) …………, 3) ……….., 4) ……………., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσια δικηγόρο τους Ελένη Τσαμάνδουρα με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ,

Των καθ’ων η αίτηση-κλήση- εκκαλούντων: 1) ……………και 2) ……………, κατοίκων αμφοτέρων …… (περιοχή ………….), οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσια δικηγόρο τους, Ελένη Λιαπάκη με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ,

Του καθ’ου η αίτηση- κλήση- εφεσίβλητου: Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία «Δήμος Πόρου», που εδρεύει στον Πόρο και εκπροσωπείται νόμιμα, το οποίο δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο.

Οι νυν καθ’ων η κλήση- αίτηση-εκκαλούντες άσκησαν κατά των νυν αιτούντων-καλούντων-εφεσίβλητων ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, την από 12.9.2021 (με Γ.Α.Κ. …./2021, με Αριθμό Κατάθεσης …/2021) αγωγή – προσεπίκληση, ο δε καθ’ου η αίτηση- κλήση- εφεσίβλητος άσκησε ενώπιον του ίδιου Δικαστηρίου την από 8.12.2021 (με Γ.Α.Κ. …/2021 και Ε.Α.Κ. …./2021) κύρια παρέμβασή του κατά των διαδίκων της παραπάνω αγωγής, οπότε συνεκδικασθεισών της αγωγής και της κύριας παρέμβασης εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων η 3635/2022 οριστική απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου, που απέρριψε την αγωγή και την κύρια παρέμβαση, όπως στη συνέχεια η απόφαση διορθώθηκε με την 702/2023 απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου.

Οι ενάγοντες προσέβαλαν την ανωτέρω οριστική απόφαση με την από 10-4-2023 έφεσή τους, την οποία κατέθεσαν στις 11.4.2023 στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …/2023 και Ε.Α.Κ. …/2023. Επικυρωμένο αντίγραφο της εφέσεως κατατέθηκε στη Γραμματεία του Εφετείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …/2023 και Ε.Α.Κ. …/2023  και ορίστηκε δικάσιμος η 7.12.2023, πλην όμως τότε αναβλήθηκε η υπόθεση λόγω πανελλαδικής αποχής των δικηγόρων για τις 2.10.2025. Ακολούθως οι τέσσερις πρώτοι εφεσίβλητοι κατέθεσαν ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου την από 6.8.2024 αίτηση- κλήση τους (με Γ.Α.Κ. …./2024 και Ε.Α.Κ. ……./2024) για να προσδιορισθεί συντομότερη δικάσιμος για τη συζήτηση της έφεσης, οπότε ορίσθηκε νέα δικάσιμος, η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας και η υπόθεση γράφτηκε στο πινάκιο.

Κατά τη δικάσιμο αυτή η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά του οικείου πινακίου και συζητήθηκε. Κατά τη συζήτησή της στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου, οι πληρεξούσιες δικηγόροι των καλούντων-εφεσίβλητων και των καθ’ω η αίτηση-κλήση εκκαλούντων ανέπτυξαν τις απόψεις τους με τις προτάσεις που κατέθεσαν.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Με την από 6.8.2024 (με Γ.Α.Κ. …./2024 και Ε.Α.Κ. …/2024) αίτηση-κλήση των τεσσάρων πρώτων εφεσίβλητων νόμιμα φέρεται προς συζήτηση με την τακτική διαδικασία ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, αρμόδιου κατ’ άρθρο 19 περ.1 ΚΠολΔ, η από 10.4.2023 (κατατεθείσα στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά με Γ.Α.Κ.  …/2023 και Ε.Α.Κ. ……./2023 και για προσδιορισμό δικασίμου στη γραμματεία του Εφετείου Πειραιά με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. …../2023) έφεση των δύο πρώτων καθ’ ων η κλήση κατά του καλούντων και του τρίτου καθ’ου η κλήση Δήμου Πόρου προς εξαφάνιση της 3635/2022 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (τακτική διαδικασία), το οποίο συνεκδικάζοντας αντιμωλία των διαδίκων την με αριθμό κατάθεσης ………/2021 αγωγή των τεσσάρων πρώτων καθ’ ων η κλήση κατά των καλούντων και την με αριθμό κατάθεσης …………../2021 κύρια παρέμβαση του Δήμου Πόρου κατά των διαδίκων της κύριας αγωγής, απέρριψε την αγωγή και την κύρια παρέμβαση και όπως η παραπάνω έφεση προσδιορίσθηκε αρχικά για να συζητηθεί ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού στις 7.12.2023, οπότε αναβλήθηκε για τη δικάσιμο της 2.10.2025 και με την ως άνω από 6.8.2024 αίτηση-κλήση ορίσθηκε συντομότερη δικάσιμος, η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας. Στη δικάσιμο αυτή κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από τη σειρά της στο οικείο πινάκιο ο τρίτος καθ’ου η κλήση-πέμπτος εφεσίβλητος Δήμος Πόρου δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο και ήταν ερήμην. Από την προσκομιζόμενη από τους καλούντες υπ’ αριθ. …/5.12.2024 έκθεσης επίδοσης του δικ. επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών …………….. σε συνδυασμό με την προηγούμενη υπ’ αριθ. …./4.10.2023 έκθεση επίδοσης της έφεσης με κλήση για την αρχική δικάσιμο της δικ. επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών ………….. αποδεικνύεται ότι ο πέμπτος εφεσίβλητος Δήμος κλήθηκε νομότυπα κατ’ άρθρο 129 παρ.1 ΚΠολΔ κι εμπρόθεσμα κατ’ άρθρο 498 παρ.2 ίδιου Κώδικα να παραστεί κατά τη συζήτηση της έφεσης στην αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο, οπότε μη εκπροσωπηθείς από πληρεξούσιο δικηγόρο, δικάζεται ερήμην, πλην όμως η διαδικασία θα προχωρήσει σαν να ήταν κι αυτός παρών κατ’ άρθρο 524 παρ.4 ΚΠολΔ. Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 522 ΚΠολΔ, το αντικείμενο της δευτεροβάθμιας δίκης προσδιορίζεται από την έφεση και τους πρόσθετους αυτής λόγους, κατά το οποίο και μεταβιβάζεται η υπόθεση στο επιλαμβανόμενο της έφεσης δικαστήριο. Επίσης, στις διατάξεις των άρθρων 516 παρ. 1 και 517 ΚΠολΔ ορίζεται, αντίστοιχα, ότι «δικαίωμα έφεσης έχουν, εφόσον νικήθηκαν ολικά ή εν μέρει στην πρωτόδικη δίκη, ο ενάγων, ο εναγόμενος, εκείνοι που άσκησαν κύρια ή πρόσθετη παρέμβαση…» και ότι «η έφεση απευθύνεται κατά εκείνων που ήταν διάδικοι στην πρωτόδικη δίκη ή των καθολικών διαδόχων ή των κληροδόχων τους. Αν υπάρχει αναγκαστική ομοδικία, η έφεση πρέπει να απευθύνεται κατά όλων των ομοδίκων, αλλιώς απορρίπτεται ως απαράδεκτη». Εξάλλου, ο αντιποιούμενος το αντικείμενο της μεταξύ άλλων εκκρεμούς δίκης και κυρίως παρεμβαίνων σ’ αυτήν, κατά τη διάταξη του άρθρου 79 παρ. 1 ΚΠολΔ, καθίσταται μεν κύριος διάδικος, πλην, ως αντιδικών προς όλους τους αρχικούς διαδίκους έναντι των οποίων και επιδιώκει με την παρέμβασή του να εξέλθει νικητής, δεν τελεί σε σχέση ομοδικίας, απλής ή αναγκαστικής, με κάποιον από αυτούς, ήτοι μεταξύ αυτού και των αρχικών διαδίκων (ΑΠ 591/2024, ΑΠ 953/2023, ΑΠ 45/2022 στην ΤΝΠ Νόμος) ούτε μεταξύ των τελευταίων (ΑΠ 591/2024, ΑΠ 651/2004 στην ΤΝΠ Νόμος). Από το συνδυασμό των ως άνω διατάξεων προκύπτει ότι νομιμοποιείται παθητικά ως εφεσίβλητος, ο αντίδικος του εκκαλούντος στην πρωτόδικη δίκη, έναντι του οποίου ο εκκαλών νικήθηκε. Έτσι, στην περίπτωση που τρίτος άσκησε στην κύρια δίκη κύρια παρέμβαση, η οποία όμως απορρίφθηκε, ο ηττηθείς ενάγων της κύριας αγωγής ασκώντας έφεση με την οποία ζητά να γίνει δεκτή η αγωγή του που απορρίφθηκε, απαραδέκτως στρέφει την έφεσή του και κατά του κυρίως παρεμβαίνοντος, καθότι ο τελευταίος ναι μεν κατέστη διάδικος στη δίκη, πλην όμως ο ενάγων έναντι αυτού, του οποίου η κύρια παρέμβαση απορρίφθηκε, δεν είναι ηττηθείς διάδικος και με την έννοια αυτή δεν έχει έννομο συμφέρον να στραφεί εναντίον του, εφόσον με την έφεσή του προφανώς και δεν μεταβιβάζεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο το κεφάλαιο της εκκαλουμένης απόφασης που απέρριψε την κύρια παρέμβαση (ΜονΕφΘεσσαλ 763/2025 στην ΤΝΠ Νόμος). Στην προκειμένη περίπτωση, ως προς τον πέμπτο εφεσίβλητο, κυρίως παρεμβαίνοντα ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, Δήμο Πόρου, του οποίου η κύρια παρέμβαση απορρίφθηκε με την εκκαλουμένη απόφαση ως απαράδεκτη, η κρινόμενη έφεση πρέπει, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στην αμέσως προηγούμενη μείζονα σκέψη της παρούσας, να απορριφθεί ως απαράδεκτη, καθότι οι εκκαλούντες – ενάγοντες ως προς την κύρια παρέμβαση δεν είναι ηττηθέντες διάδικοι. Ωστόσο, οι τελευταίοι δεν καταδικάζονται στα δικαστικά έξοδα του πέμπτου εφεσίβλητου, καθώς αυτός ως ερημοδικασθείς δεν υπέβαλε σχετικό αίτημα. Η ίδια έφεση κατά των υπόλοιπων εφεσίβλητων έχει ασκηθεί νομότυπα με κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου κατ’ άρθρο 495 παρ.1 ΚΠολΔ κι εμπρόθεσμα κατ’ άρθρο 518 παρ.1 ίδιου Κώδικα καθώς η εκκαλουμένη επιδόθηκε στους ενάγοντες στις 17.3.2023 (βλ. την από 17.3.2023 επισημείωση του δικ. επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών …………….. στο αντίγραφο της εκκαλουμένης που προσκομίζουν οι εκκαλούντες) και αυτοί άσκησαν την έφεσή τους στις 11.4.2023, ήτοι εντός της νόμιμης προθεσμίας των τριάντα ημέρων. Συνεπώς, η έφεση για το παραδεκτό της οποίας έχει κατατεθεί κατ’ άρθρο 495 παρ.3 Α στοιχ.β’ ΚΠολΔ το με κωδικό . . ….. παράβολο του Υπουργείου Ψηφιακής Διακυβέρνησης ποσού 100 ευρώ, εξοφλημένο (βλ. συνημμένο στο εφετήριο αντίγραφο του παράβολου και την από 10.4.2023 βεβαίωση πληρωμής του στην Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος Α.Ε.) πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξετασθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της κατ’ άρθρο 533 παρ.1 ΚΠολΔ.

Με την από 12.9.2021 αγωγή- προσεπίκληση, οι ενάγοντες- ήδη εκκαλούντες υποστήριξαν ότι με το υπ’ αρ. ……/1984 συμβόλαιο της συμβ/φου Καλαυρίας …………, οι δύο πρώτοι εναγόμενοι και ο ….. . απέκτησαν κατόπιν αγοράς, την κυριότητα σε ποσοστό 25%, 25% και 50% αντίστοιχα, ενός ακινήτου εκτάσεως 2 στρεμμάτων, όπως προσδιορίζεται και κατά τα όρια του στη θέση «…», εντός του οικισμού …. στον Πόρο. Ότι με την υπ’ αρ. ……./1985 πράξη σύστασης οριζοντίου ιδιοκτησίας της συμβ/φου Πειραιώς ………. νομίμως μεταγεγραμμένης, οι ανωτέρω, εμφανίζοντας το οικόπεδο ως έχον πραγματική έκταση 2.170 τ.μ., σύστησαν δύο κάθετες ιδιοκτησίες, εκτάσεως 1.119 τ.μ. και 1.051 τ.μ., εκ των οποίων η πρώτη θα ανήκε στους δύο πρώτους εναγόμενους και η δεύτερη στο ………… Ότι οι δύο πρώτοι εναγόμενοι, αφού ανήγειραν στο τμήμα οικοπέδου, εκτάσεως 1.119 τ.μ., διώροφη οικοδομή, την οποία διαίρεσαν με το υπ’ αρ. ……./2010 συμβόλαιο της συμβ/φου Καλαυρίας …………….. σε δύο οριζόντιες ιδιοκτησίες, ισογείου και πρώτου ορόφου, μεταβίβασαν με τα υπ’ αρ. …. και ……/2010 συμβόλαια της ίδιας συμβ/φου λόγω γονικής παροχής προς τους τρίτο και τέταρτη των εναγόμενων την ψιλή κυριότητα αντίστοιχα των δύο παραπάνω οριζόντιων ιδιοκτησιών, ισογείου και πρώτου ορόφου, με παρακράτηση από τους πρώτους της επικαρπίας. Επιπλέον, ότι με το υπ’ αρ. …./1996 αγοραπωλητήριο συμβόλαιο της συμβ/φου Αθηνών . ………, ο τρίτος εναγόμενος απέκτησε από τον ………. την κυριότητα της έτερης κάθετης ιδιοκτησίας (με αριθμό 1), επιφάνειας 1.051 τ.μ. Ότι με τα υπ’ αρ. ………… και ………/1987 συμβόλαια της συμβ/φου Καλαυρίας …………., η δεύτερη ενάγουσα απέκτησε με αγορά από τον …….. και τον …………, δύο οικόπεδα εκτάσεως 2 στρεμμάτων έκαστο, ευρισκόμενα στη θέση «……….», εντός του οικισμού ………. στον Πόρο. Ότι ο πρώτος ενάγων έχει ήδη μεταβιβάσει τα ακίνητα που είχε αγοράσει και τα οποία συνορεύουν νοτιοδυτικά με το προπεριγραφόμενο ενιαίο οικόπεδο των εναγόμενων. Ότι οι ενάγοντες είχαν συμφωνήσει με τους δύο πρώτους εναγόμενους και τον …………. ήδη από το έτος 1984, να παραχωρήσουν άπαντες τμήμα των οικοπέδων τους πλάτους 1,50 μέτρου κατά μήκος της κοινοτικής οδού, η οποία χωρίζει τις ιδιοκτησίες των εναγόντων και των εναγόμενων, προκειμένου να διαμορφωθεί το πλάτος της οδού από τα 3 στα 6 μέτρα. Ότι η συμφωνία αυτή τηρήθηκε έως το έτος 1995, οπότε και κατατέθηκαν αιτήσεις ασφαλιστικών μέτρων των δύο πρώτων εναγόμενων και του ……………, με τις οποίες ζητούσαν να αναγνωρισθούν οι ίδιοι προσωρινοί νομείς των αναφερόμενων στις αιτήσεις εδαφικών λωρίδων. Ότι κατόπιν συμβιβαστικής επίλυσης της διαφοράς εκδόθηκαν οι 71 και 72/1995 αποφάσεις του Ειρηνοδικείου Καλαυρίας, με τις οποίες οι δύο πρώτοι εναγόμενοι συμφωνούσαν να παραχωρήσουν την περιγραφόμενη στο από 19.6.1995 τοπογραφικό διάγραμμα εδαφική λωρίδα μήκους 49,28 μέτρων και πλάτους 1 μέτρου, προκειμένου να διαπλατυνθεί η υπάρχουσα δημοτική οδός. Ότι επιπλέον οι ίδιοι εναγόμενοι παραχώρησαν αυτοβούλως και έτερη εδαφική λωρίδα μήκους 16,22 μέτρων και πλάτους 1-1,5 μέτρου, συνολικής επιφάνειας 24,33 τετρ. μέτρων, που εκτείνεται κατά το υπόλοιπο μήκος της ιδιοκτησίας τους, ενώ ο ………….. παραχώρησε αυτοβούλως εδαφική λωρίδα μήκους 39 μέτρων και πλάτους 1-1,5 μέτρου, συνολικής επιφάνειας 58,50 τετρ. μέτρων, εκτεινόμενη κατά μήκος της τότε δικής του ιδιοκτησίας και προς ανατολάς αυτής. Ότι οι δικαιοπάροχοι των εναγόμενων είχαν παραχωρήσει τις άνω εδαφικές λωρίδες προς κοινή χρήση από τους όμορους ιδιοκτήτες των αγρών από το έτος 1923. Ότι οι εναγόμενοι τον Οκτώβριο του 2009 περιέφραξαν τις ανωτέρω λωρίδες καθ’ όλο το μήκος και πλάτος τους με την κατασκευή τσιμεντένιου τοιχίου και την τοποθέτηση συρματοπλέγματος, αποβάλλοντας τους ενάγοντες εντελώς, παράνομα και αυθαίρετα, από το δικαίωμα πραγματικής δουλείας διόδου, άλλως οιονεί νομή δουλείας διόδου που είχαν προ πολλού πάνω στο τμήμα αυτό της δημοτικής οδού, δηλαδή από το δικαίωμά τους να τη χρησιμοποιούν ανεμπόδιστα σε όλο το μήκος της, σε όλη τη δυτική πλευρά του οικοπέδου τους (ανατολική πλευρά του οικοπέδου των αντιδίκων) και αποκλείοντας την είσοδο και έξοδο προς και από το οικόπεδό τους σε όλο το μήκος των επίδικων εδαφικών λωρίδων. Ότι οι ενάγοντες άσκησαν την από 26.7.2011 αγωγή (με αρ. κατ. ……/2011) προς το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιά, αιτούμενοι, μεταξύ άλλων, να αναγνωρισθούν οι ίδιοι δικαιούχοι δικαιώματος πραγματικής δουλείας διόδου επί των εξής εδαφικών λωρίδων: α) επί της εδαφικής λωρίδας που διέρχεται και ορίζει την ανατολική πλευρά του οικοπέδου με αριθμό 1 και έχει επιφάνεια 49,28 τ.μ. (49,28 μ. μήκος επί 1 μ. πλάτος), β) επί της εδαφικής λωρίδας μήκους 16,22 μ. και πλάτους 1-1,5 μ., συνολικής επιφάνειας 24,33 τ.μ. που εκτείνεται κατά το υπόλοιπο μήκος της ανατολικής πρόσοψης της ανωτέρω ιδιοκτησίας και γ) επί της εδαφικής λωρίδας μήκους 39 μ. και πλάτους 1- 1,5 μ., συνολικής επιφάνειας 58,5 τ.μ. που εκτείνεται κατά μήκος της ανατολικής πλευράς της ιδιοκτησίας του τρίτου εναγόμενου. Ότι η συζήτηση της αγωγής αυτής ματαιώθηκε για τον λόγο ότι υπεγράφη μεταξύ των εκεί διαδίκων το από 2.4.2014 ιδιωτικό συμφωνητικό, στο οποίο προβλεπόταν, μεταξύ άλλων, ότι οι εναγόμενοι θα παραχωρούσαν δικαίωμα πραγματικής δουλείας διόδου υπέρ του ακινήτου της ενάγουσας σε τμήμα της ιδιοκτησίας τους επιφάνειας 30,81 τ.μ., συμφωνία όμως που δεν τηρήθηκε. Ότι οι εναγόμενοι, επιπλέον, τοποθέτησαν συρματόπλεγμα και τοιχίο στην ανατολική πλευρά της ιδιοκτησίας της ενάγουσας, φύτευσαν ευκάλυπτο εντός αυτής, προέβησαν στη φύτευση πολλών φυτών και δέντρων (γιούκα, πικροδάφνες, κάκτους) κατά μήκος της δημοτικής οδού και εντός της ιδιοκτησίας της ενάγουσας, ενώ κατασκεύασαν σαμαράκια στον δρόμο και τοποθέτησαν ζαρντινιέρες με διάφορα φυτά κατά μήκος της ιδιοκτησίας τους και εντός της δημοτικής οδού. Με βάση το παραπάνω ιστορικό και κατόπιν παραδεκτής μετατροπής με τις προτάσεις τους από καταψηφιστική σε αναγνωριστική της αγωγικής απαίτησής τους περί καταβολής χρηματικής ικανοποίησης, οι ενάγοντες ζητούσαν α) να αναγνωρισθεί το δικαίωμα δουλείας διόδου τους επί των προαναφερόμενων τριών εδαφικών λωρίδων, επιφάνειας 49,28 τ.μ., 24,33 τ.μ. και 58,50 τ.μ., την αξία του οποίου εκτιμούν στο ποσό των 90.000 ευρώ, β) να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να άρουν την προσβολή του εν λόγω δικαιώματός τους, αποκαθιστώντας τη δίοδο στην προηγούμενη κατάσταση, ώστε αυτή να καταστεί βατή, κατεδαφίζοντας το τσιμεντένιο τοιχίο και αφαιρώντας το συρματόπλεγμα που κατασκεύασαν και τοποθέτησαν στις ανωτέρω εδαφικές λωρίδες, γ) να κατεδαφίσουν το συρματόπλεγμα και το τοιχίο που κατασκεύασαν εντός της ιδιοκτησίας της ενάγουσας καθώς και τις ζαρντινιέρες που κατασκεύασαν εντός της δημοτικής οδού, δ) να παραλείπουν στο μέλλον κάθε παραβίαση των δικαιωμάτων τους ή παραβίαση της εκδοθησόμενης απόφασης με απειλή χρηματικής ποινής 10.000 ευρώ και προσωπικής κράτησης μέχρι 6 μηνών, ε) να αναγνωρισθεί η υποχρέωση των εναγόμενων, ευθυνόμενων εις ολόκληρον να καταβάλουν σε έκαστο των εναγόντων, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης που προκάλεσαν στους ενάγοντες από το σύνολο των περιγραφόμενων στην αγωγή πράξεων και παραλείψεών τους, το ποσό των 30.000 ευρώ, δηλαδή συνολικά και στους δύο το ποσό των 60.000 ευρώ και δη νομιμότοκα από την επίδοση της αγωγής μέχρις εξοφλήσεως. Επίσης ζητούσαν να παρέμβει αναγκαστικά υπέρ τους ο προσεπικαλούμενος Δήμος Πόρου στην ανοιγόμενη με την αγωγή τους δίκη και να υποστηρίξει την αγωγή τους. Όπως προεκτέθηκε, ο Δήμος Πόρου άσκησε ενώπιον του παραπάνω Δικαστηρίου την από 8.12.2021 (με αριθμό κατάθεσης δικογράφου …………/2021) κύρια παρέμβασή του με την οποία ισχυριζόταν ότι ο ίδιος είναι κύριος των ένδικων εδαφικών λωρίδων και ζητούσε να αναγνωριστεί η κυριότητά του επ’ αυτών, απορριπτομένης της ως άνω αγωγής, πλην όμως η ως άνω κύρια παρέμβαση συνεκδικασθείσα με την αγωγή, απορρίφθηκε ως απαράδεκτη λόγω μη εγγραφής της στα βιβλία διεκδικήσεων του αρμόδιου Υποθηκοφυλακείου σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 217 και 220 παρ.1 ΚΠολΔ. Όσον αφορά την κύρια αγωγή, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφαση, αφού δέχθηκε ότι στο δικόγραφο αυτής σωρεύονται αγωγή ομολογήσεως δουλείας επί των επίδικων εδαφικών λωρίδων, αγωγή διατάραξης της νομής επί της ακίνητης ιδιοκτησίας των εναγόντων και προσβολής της προσωπικότητας τους λόγω της παράνομης, αυθαίρετης και υπαίτιας παρακώλυσης της εξουσίας τους για χρήση του επίδικου δημοτικού κοινόχρηστου δρόμου απέρριψε ως προς αμφότερους τους ενάγοντες την αγωγή, ως απαράδεκτη. Ήδη οι τελευταίοι με την υπό κρίση έφεσή τους ζητούν να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη, ώστε να γίνει δεκτή στο σύνολό της η από 12.9.2021 αγωγή τους και να καταδικασθούν οι εφεσίβλητοι στην εν γένει δικαστική τους δαπάνη.

Με τον πρώτο λόγο της υπό κρίση έφεσης, ο πρώτος εκκαλών- πρώτος ενάγων παραπονείται ότι η εκκαλουμένη έσφαλε, διότι δεν εκτίμησε ορθά τα προσαχθέντα αποδεικτικά μέσα και οδηγήθηκε σε εσφαλμένο πόρισμα και διατακτικό, απορρίπτοντας ως προς αυτόν την αγωγή. Ότι ειδικότερα, η εκκαλουμένη δέχθηκε ότι κατά τα αναφερόμενα στο υπό κρίση δικόγραφο, οι σωρευόμενες αγωγές εμπράγματες αγωγές (ομολογήσεως δουλείας και διατάραξης της νομής) δεν ασκούνται παραδεκτώς από τον πρώτο ενάγοντα, ο οποίος δεν φέρει την ιδιότητα του νομέα και κυρίου του (δεσπόζοντος) ακινήτου, στον οποίο παρέχεται τέτοια ένδικη προστασία κατά τα προβλεπόμενα στα άρθρα 989 και 1132 ΑΚ (αγωγή διαταράξεως της νομής και αγωγή ομολογήσεως της δουλείας). Ότι αντιθέτως,  στην προκειμένη περίπτωση, οι ενάγοντες ουδόλως αναφέρουν και περιγράφουν κάποια ιδιοκτησία του πρώτου εξ αυτών που να του ανήκε, έστω και στο παρελθόν. Ότι επομένως, πρέπει να απορριφθούν αυτές ως απαράδεκτες λόγω έλλειψης ενεργητικής νομιμοποίησης ως προς τον πρώτο ενάγοντα δεχόμενου ως βάσιμου και του σχετικού ισχυρισμού των εναγομένων. Πλην όμως κατά τον παραπάνω λόγο έφεσης, η εκκαλουμένη δεν έλαβε υπόψη της ότι στο αναφερόμενο στην αγωγή και προσκομιζόμενο με τις προτάσεις των εναγόντων ως σχετικό 16, υπ’ αρ. ……/1984 συμβόλαιο της συμβ/φου Καλαυρίας ……………….. αναγράφεται και περιγράφεται ρητά (και μάλιστα δύο φορές) ότι το οικόπεδο των δύο στρεμμάτων που αγόρασαν τότε οι δύο πρώτοι εφεσίβλητοι και ο …….. από τους ….. και ………… συνόρευε νοτιοδυτικά σε πλευρά 16,20 μέτρων με ιδιοκτησία που ανήκε στον πρώτο ενάγοντα- ήδη πρώτο εκκαλούντα. Ότι ομοίως τούτο εμφαίνεται στο προσαρτώμενο στο ανωτέρω συμβόλαιο από Οκτωβρίου 1984 τοπογραφικό διάγραμμα του πολ. μηχανικού ………….. και προκύπτει και από το τοπογραφικό διάγραμμα που προσαρτάται στην υπ’ αρ. ……/3-10-1981 βεβαίωση του Δασαρχείου Πόρου, τα οποία οι ενάγοντες επικαλέστηκαν και προσκόμισαν με τις πρωτοδίκες προτάσεις τους. Ότι εξάλλου, στο τέλος της 5ης σελίδας της αγωγής τους ανέφεραν ρητά «Γ. Ο πρώτος από μας έχει μεν ήδη μεταβιβάσει τα ακίνητα, που είχε αγοράσει και τα οποία συνορεύουν νοτιοδυτικά με το προπεριγραφέν ενιαίο οικόπεδο των εναγομένων, διατηρεί όμως αναμφισβήτητο έννομο συμφέρον για την επίλυση των ζητημάτων, που έχουν δημιουργηθεί, λόγω της περιγραφόμενης στην παρούσα παράνομης συμπεριφοράς των εναγομένων». Ο λόγος αυτός έφεσης κατά το μέρος με το οποίο προσάπτεται στην εκκαλουμένη μη ορθή εκτίμηση των προσαχθέντων αποδεικτικών μέσων τυγχάνει απαράδεκτος ως αλυσιτελής κατ’ άρθρο 68 ΚΠολΔ, καθώς όταν η αγωγή απορρίπτεται ως απαράδεκτη ελλείψει ενεργητικής νομιμοποίησης του ενάγοντος, το Δικαστήριο δεν φθάνει στο στάδιο της εκτίμησης των προσκομιζόμενων αποδεικτικών μέσων, αλλά απορρίπτει την αγωγή ως απαράδεκτη εκτιμώντας το περιεχόμενο και μόνο του αγωγικού δικογράφου. Περαιτέρω, κατά το μέρος που διαλαμβάνεται στον ίδιο λόγο έφεσης η αιτίαση ότι στην αγωγή αναφέρεται ότι και στο ίδιο το υπ’ αρ. ……../1984 συμβόλαιο με το οποίο αγόρασαν οι δύο πρώτοι εναγόμενοι το ως άνω ακίνητο ιδιοκτησίας τους αναγραφόταν ότι αυτό συνόρευε νοτιοδυτικά με ιδιοκτησία, που ανήκε στον πρώτο ενάγοντα και ότι ο πρώτος ενάγων έχει μεν ήδη μεταβιβάσει τα ακίνητα που είχε αγοράσει και τα οποία συνορεύουν νοτιοδυτικά με το προπεριγραφέν ενιαίο ακίνητο των εναγόμενων, πλην όμως ότι αυτός διατηρεί έννομο συμφέρον για την επίλυση των ζητημάτων που έχουν δημιουργηθεί, λόγω της περιγραφόμενης στην αγωγή παράνομης συμπεριφοράς των εναγομένων, οπότε ο πρώτος ενάγων νομιμοποιείτο ενεργητικά στην άσκηση της αγωγής, τούτος τυγχάνει απορριπτέος ως μη νόμιμος και ορθά το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή του πρώτου ενάγοντος ως προς τις σωρευόμενες εμπράγματες αγωγές (ομολογήσεως δουλείας και διατάραξης της νομής) ελλείψει ενεργητικής αυτού νομιμοποίησης. Ενάγων στην αγωγή του άρθρου 989 ΑΚ είναι ο νομέας του οποίου διαταράχτηκε η νομή παράνομα, που είχε τη νομή κατά τον χρόνο της διατάραξης και έχει τη νομή κατά τον χρόνο άσκησης της αγωγής (βλ. Βασίλη Βαθρακοκοίλη, ΕΡΝΟΜΑΚ, τόμος Δ’, ημίτομος Α’, Εμπράγματο Δίκαιο, έκδοση 2007, άρθρο 989, σελ. 241 που στη σελίδα 245 παραπέμπει σε παλαιότερη νομολογία ΑΠ 415/1973, Δνη 1974, σελ. 315, ΑΠ 9/1958, ΕΕΝ 25, σελ. 459, ΕφΑθ 448/1969, Αρμ 23, σελ. 506). Επίσης στην αγωγή ομολόγησης δουλείας του άρθρου 1132 ΑΚ ενάγων είναι ο κύριος του δεσπόζοντος ως δικαιούχος της δουλείας (βλ. Γεώργιο Μπαλή, Εμπράγματον Δίκαιον, έκδοσις τρίτη, παρ.144, σελ. 327). Στην προκειμένη περίπτωση, σύμφωνα με την αγωγή, ναι μεν κατά τον χρόνο κτήσης της κυριότητας από τους εναγόμενους του ενιαίου δουλεύοντος ακινήτου το έτος 1984, φέρεται ότι αυτό συνόρευε σε πλευρά 16,20 μέτρων νοτιοδυτικά με ακίνητο που ανήκε τότε στον πρώτο ενάγοντα, αλλά ήδη κατά τον χρόνο της φερόμενης διατάραξης της νομής του πρώτου ενάγοντος, αυτός φέρεται να έχει μεταβιβάσει το ως άνω ακίνητό του σε τρίτον, οπότε εκείνος δεν έφερε κατά τον κρίσιμο χρόνο της προσβολής της οιονεί νομής την ιδιότητα του νομέα και κυρίου του δεσπόζοντος ακινήτου και άρα δεν νομιμοποιείται ενεργητικά στην άσκηση της ένδικης αγωγής ως προς τις σωρευόμενες στο ίδιο δικόγραφο παραπάνω δύο εμπράγματες αγωγές και η οποία τυγχάνει για τον λόγο αυτό απαράδεκτη κατ’ άρθρο 68 ΚΠολΔ, όπως ορθά δέχθηκε η εκκαλούμενη απόφαση. Σημειώνεται δε ότι πράγματι, με εξαίρεση μια πλευρά δεν περιγράφεται καν το φερόμενο ως δεσπόζον ακίνητο που στο παρελθόν ανήκε στον πρώτο ενάγοντα. Επομένως, απορριπτέος τυγχάνει ο πρώτος λόγος έφεσης.

Με τον δεύτερο λόγο της υπό κρίση έφεσης, η δεύτερη εκκαλούσα παραπονείται ότι έσφαλε η εκκαλούμενη απόφαση, διότι εκτίμησε πλημμελώς και αντιφατικά τα προσαχθέντα αποδεικτικά μέσα και απέρριψε την αγωγή της, ενώ έπρεπε να τη δεχθεί. Ότι ειδικότερα έκρινε ότι «…υπό το ανωτέρω περιεχόμενο η σωρευόμενη αγωγή ομολογήσεως της δουλείας δεν περιέχει όλα τα στοιχεία, που απαιτούνται από το νόμο για το ορισμένο του δικογράφου της και συγκεκριμένα, μολονότι μνημονεύεται επακριβώς και με κάθε λεπτομέρεια η θέση, τα όρια και τα λοιπά προσδιοριστικά στοιχεία της ταυτότητας του αρχικού ενιαίου ακινήτου των εναγομένων, παρά ταύτα δεν προσδιορίζονται κατά τρόπο σαφή τα όρια των επίδικων εδαφικών λωρίδων εντός του ευρύτερου ενιαίου ακινήτου ή εντός των επί μέρους κάθετων ιδιοκτησιών, επί των οποίων (λωρίδων) η ενάγουσα υφίσταται προσβολή της οιονεί νομής της από τους εναγόμενους, ούτε άλλωστε η ενάγουσα προσαρτά στο σώμα της αγωγής τοπογραφικό σχεδιάγραμμα, ώστε να διευκρινιστούν από αυτό οι θέσεις και τα όρια των επίδικων εδαφικών τμημάτων. Συγκεκριμένα, ενώ η ενάγουσα μνημονεύει στην αγωγή ότι με τη με αρ………/1985 πράξη σύστασης οριζόντιας ιδιοκτησίας οι δύο πρώτοι εναγόμενοι και ο δικαιοπάροχος του τρίτου εναγόμενου χώρισαν το κοινό ακίνητο σε δύο ξεχωριστά επιμέρους εδαφικά τμήματα (κάθετες ιδιοκτησίες), το υπ’ αριθμ. 1 και 2 (στην ανατολική πρόσοψη των οποίων βρίσκονται οι επίδικες εδαφικές λωρίδες), στη συνέχεια δεν αναφέρει επαρκή στοιχεία προσδιορισμού της ταυτότητάς τους, ήτοι τα όρια αυτών, ο προσανατολισμός τους και τα μήκη των πλευρών τους, ούτως ώστε να δύναται το Δικαστήριο να εντοπίσει τις επίδικες εδαφικές λωρίδες σε συγκεκριμένο σημείο των ευρύτερων εκτάσεων…». Ότι ωστόσο η εκκαλουμένη παρέβλεψε την απολύτως ορισμένη περιγραφή των επίδικων λωρίδων στο δικόγραφο της αγωγής, στην οποία επί λέξει προσδιορίζονται ως εξής: «…-την εδαφική λωρίδα, που διέρχεται και ορίζει την ανατολική πρόσοψη του προπεριγραφέντος τμήματος οικοπέδου τους (των εναγομένων) με αριθμό 2 (1.119 τ.μ.) και έχει επιφάνεια 49,28 τ.μ. περίπου (49,28 μ. μήκος επί 1,00 μ. πλάτος) και την οποία οι δύο πρώτοι εναγόμενοι ρητά είχαν συμφωνήσει, με την έκδοση της ανωτέρω υπ’ αρ. 71/1995 απόφασης του Ειρηνοδικείου Καλαυρίας να παραχωρήσουν για διαπλάτυνση της επίδικης δημοτικής οδού, καθώς και την εδαφική λωρίδα μήκους 16,22 μ. και πλάτους 1,00- 1,50 μ. (συνολικής επιφάνειας 24,33 τ.μ.), που εκτείνεται κατά το υπόλοιπο μήκος της ανωτέρω ιδιοκτησίας τους και την οποία αυτοβούλως είχαν παραχωρήσει και – την εδαφική λωρίδα μήκους 39 μ. και πλάτους 1,00- 1,50 μ., που εκτείνεται κατά μήκος της ιδιοκτησίας του τρίτου των εναγομένων, ……………… (τμήμα οικοπέδου με αριθμό 1, 1.051 τ.μ.) και προς ανατολάς αυτής, συνολικής επιφάνειας 58,50 τ.μ.». Ότι επιπλέον οι επίδικες εδαφικές λωρίδες εμφαίνονται και περιγράφονται με σαφήνεια και λεπτομέρεια στα επικαλούμενα στην αγωγή και προσαγόμενα με τις προτάσεις τους από 19.6.1995 τοπογραφικό διάγραμμα του τοπογράφου μηχανικού ……….. ως σχετικό 20 και από Δεκεμβρίου 2009 τοπογραφικό διάγραμμα του τοπογράφου μηχανικού …………….. ως σχετικό 32. Ότι εντούτοις και παρά το γεγονός ότι η εκκαλουμένη αναφέρει ότι «μνημονεύονται επακριβώς και με κάθε λεπτομέρεια η θέση, τα όρια και τα λοιπά προσδιοριστικά στοιχεία της ταυτότητας του αρχικού ενιαίου ακινήτου των εφεσιβλήτων, καθώς και τα δύο ξεχωριστά επί μέρους εδαφικά τμήματα (κάθετες ιδιοκτησίες) στην ανατολική πρόσοψη των οποίων βρίσκονται οι επίδικες εδαφικές λωρίδες», στη συνέχεια λανθασμένα και αντιφατικά κρίνει ότι δεν ορίζονται σαφώς. Ότι ενόψει των ανωτέρω προκύπτει ότι με τη συγκεκριμένη περιγραφή ορίζονται όλα τα απαραίτητα στοιχεία, που απαιτούνται ώστε να δύναται το δικαστήριο να εντοπίσει επακριβώς τις επίδικες εδαφικές λωρίδες σε συγκεκριμένο σημείο των ευρύτερων εκτάσεων και γι’ αυτό πρέπει να γίνει δεκτός ο σχετικός λόγος έφεσης. Εντούτοις, κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου, ορθά το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε ότι στο αγωγικό δικόγραφο δεν γίνεται σαφής και ορισμένος ορισμός των επίδικων εδαφικών λωρίδων. Τούτο καθώς από την επισκόπηση της αγωγής προκύπτει πράγματι ότι οι ενάγοντες προσδιορίζουν επαρκώς κατά θέση, έκταση και όρια μόνο το αρχικό ενιαίο ακίνητο των εναγόμενων εκτάσεως δύο στρεμμάτων, ενώ στη συνέχεια κάνουν λόγο ότι οι δύο πρώτοι εναγόμενοι και ο δικαιοπάροχος του τρίτου εναγόμενου χώρισαν το κοινό ακίνητο σε δύο μικρότερα τμήματα (κάθετες ιδιοκτησίες) των 1.119 τ.μ. και 1.051 τ.μ., τα οποία ωστόσο δεν προσδιορίζουν κατά θέση και όρια εντός του αρχικού ενιαίου ακινήτου, αλλά μόνο τα αναφέρουν ως με αριθμό 1 και αριθμό 2 και εν συνεχεία περιγράφουν τις επίδικες εδαφικές λωρίδες ως εξής: την πρώτη εδαφική λωρίδα ότι διέρχεται και ορίζει την ανατολική πρόσοψη του προπεριγραφέντος τμήματος οικοπέδου με αριθμό 1 των εναγόμενων και έχει επιφάνεια 49,28 τ.μ. περίπου (49,28 μ. μήκος επί 1,00 μ. πλάτος), τη δεύτερη εδαφική λωρίδα ότι εκτείνεται κατά το υπόλοιπο μήκος της ανατολικής πρόσοψης της ανωτέρω ιδιοκτησίας, έχουσα μήκος 16,22 μ. και πλάτος 1,00-1,50 μ. και συνολική επιφάνεια 24,33 τ.μ. και την τρίτη εδαφική λωρίδα που εκτείνεται κατά μήκος της ιδιοκτησίας του τρίτου εναγόμενου, δηλαδή στο με αριθμό 2 ακίνητο σε μήκος 39 μέτρων της ανατολικής του πλευράς και με πλάτος 1,00- 1,50 μ. που έχει συνολική επιφάνεια 58,50 τ.μ. Έτσι, όμως και δεδομένου ότι δεν περιγράφεται στην αγωγή η θέση εκάστου των υπ’ αρ. 1 και 2 ακινήτων εντός του αρχικού ενιαίου ακινήτου δεν είναι δυνατόν να προσδιορισθεί και η ακριβής θέση των επίδικων εδαφικών λωρίδων σε κάθε ακίνητο χωριστά. Μάλιστα, όπως ορθά επισημαίνεται στην εκκαλουμένη, η βόρεια- βορειοανατολική πλευρά του ενιαίου ακινήτου μήκους 101,50 μέτρων, που κατά την αγωγή είχε συμφωνηθεί μεταξύ των διαδίκων το έτος 1984 να αφεθεί κατά μήκος της κοινοτικής οδού σε πλάτος 1,5 μέτρου για να αυξηθεί το συνολικό πλάτος της οδού αυτής (βλ. σελίδα 6 της αγωγής, πρώτη παράγραφο) δεν συμπίπτει κατά μήκος με το άθροισμα του μήκους των επίδικων εδαφικών λωρίδων στην ανατολική πλευρά τους που φθάνει τα 104,50 μέτρα (=49,28 + 16,22 +39). Επιπλέον, δεν μπορεί να γίνει ακριβής εντοπισμός της δεύτερης και της τρίτης εδαφικής λωρίδας ως προς το σχήμα και τα όρια τους και για τον λόγο ότι αναφέρεται μεν στην αγωγή η επιφάνεια κάθε μιας και συγκεκριμένα ότι η δεύτερη εδαφική λωρίδα έχει επιφάνεια 24,33 τ.μ. πλην όμως όπως η επιφάνεια αυτή προσδιορίζεται από το μήκος της ανατολικά 16,22 μέτρων και από το πλάτος της που κυμαίνεται από 1 μέτρο έως 1,5 μέτρο και η τρίτη εδαφική λωρίδα έχει επιφάνεια 58,50 τ.μ., όπως η επιφάνεια αυτή προσδιορίζεται από το μήκος της ανατολικής πλευράς 39 μέτρων και από το πλάτος της που κυμαίνεται από 1 μέτρο έως 1,5 μέτρο, δηλαδή δίνονται ελλιπή στοιχεία για τον εντοπισμό των παραπάνω εκτάσεων, χωρίς να μπορεί να προκύψει σε ποια σημεία οι λωρίδες αυτές έχουν μεγαλύτερο πλάτος και σε ποια μικρότερο, έτσι ώστε να μπορούν να προσδιορισθούν με ακρίβεια. Σημειωτέον ότι το ορισμένο της αγωγής κρίνεται από το περιεχόμενο του δικογράφου της και δεν μπορεί να καλυφθεί με τη χρήση αποδείξεων, όπως με τοπογραφικά σχεδιαγράμματα που προσκομίζουν και επικαλούνται οι ενάγοντες στις προτάσεις τους, όπως αβάσιμα αυτοί διαλαμβάνουν στον υπό κρίση λόγο έφεσης. Επίσης ορθά διαλαμβάνει η εκκαλουμένη ότι οι ενάγοντες περιλαμβάνουν σχετικά με τις επίδικες εδαφικές λωρίδες αντιφατικούς ισχυρισμούς που επιτείνουν την αοριστία της αγωγής τους. Συγκεκριμένα, αυτοί ισχυρίζονται ότι οι επίδικες εδαφικές λωρίδες αποτελούν και τμήματα της δημοτικής οδού και μάλιστα με το δικόγραφο της αγωγής καλούν τον Δήμο Πόρου να ασκήσει παρέμβαση υπέρ τους, με το αιτιολογικό ότι αυτός είναι ο αληθινός κύριος των επίδικων εδαφικών λωρίδων. Όμως με την παραδοχή τους αυτή προκαλείται αντίφαση στους αγωγικούς τους ισχυρισμούς ως προς την αγωγή ομολογήσεως δουλείας, τη νομιμότητα των οποίων το Δικαστήριο δεν δύναται να κρίνει με ασφάλεια, καθόσον δεν είναι δυνατή η σύσταση δουλείας διόδου σε κοινόχρηστα πράγματα, όπως είναι η δημοτική ή κοινοτική οδός και τα τμήματα αυτής (ΑΠ 30/2008, ΑΠ 1453/2010 στην ΤΝΠ Νόμος). Επομένως, ορθά το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε αόριστη για τους παραπάνω λόγους την ένδικη αγωγή, τα δε αντίθετα προβαλλόμενα με τον δεύτερο λόγο έφεσης τυγχάνουν απορριπτέα στην ουσία τους.

Με τον τρίτο λόγο της υπό κρίση έφεσης, οι εκκαλούντες προσάπτουν στην εκκαλούμενη ότι έσφαλε, διότι κατά παραγνώριση των δοθέντων πραγματικών περιστατικών, απέρριψε την αγωγή και το περιεχόμενο σε αυτή επικουρικό αίτημα να διαταχθεί πραγματογνωμοσύνη, ενώ τούτο έπρεπε να γίνει δεκτό. Ότι το αίτημά τους αυτό το στήριξαν στο ότι οι προσκομιζόμενες και επικαλούμενες από τον παρεμβαίνοντα Δήμο αυτοψία, βεβαιώσεις και αποφάσεις του Δημοτικού Συμβουλίου συντάχθηκαν με επιμέλεια αυτού, παρά το γεγονός ότι σύμφωνα με τους δικούς του ισχυρισμούς αφενός μεν δεν είναι αρμόδιος να προβαίνει σε χαρακτηρισμό οδών και αφετέρου αναγνωρίζει ρητά και εγγράφως ότι έχει ήδη προβεί σε μη έγκυρους και λανθασμένους «χαρακτηρισμούς» δημοτικών οδών με αποφάσεις Δημοτικού Συμβουλίου ή/και με «βεβαιώσεις» υπαλλήλων. Ότι συνεπώς, δεν παρέχουν οι αποφάσεις αυτές τα απαραίτητα εχέγγυα αξιοπιστίας, ώστε το Δικαστήριο να μπορεί να σχηματίσει την αναγκαία εκείνη πλήρη και ασφαλή δικανική πεποίθηση, που απαιτείται για τη βασιμότητα ή μη του επικαλούμενου από τον Δήμο δικαιώματος, το οποίο οι ενάγοντες-εκκαλούντες ρητώς αρνούνται. Ότι εξάλλου για το ζήτημα αυτό απαιτούνται ιδιάζουσες γνώσεις επιστήμης και νέες, συμπληρωματικές αποδείξεις που επιβάλλουν την αναβολή της έκδοσης οριστικής απόφασης και τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης από πραγματογνώμονα με την ειδικότητα του πολιτικού μηχανικού, που περιλαμβάνεται στον κατάλογο πραγματογνωμόνων του Πρωτοδικείου Πειραιά, ούτως ώστε να δυνηθεί το Δικαστήριο να σχηματίσει ασφαλή δικανική κρίση και να εξακριβωθούν και διασφαλιστούν τα δικαιώματα όλων των μερών. Ο λόγος αυτός έφεσης τυγχάνει αλυσιτελής και για τούτο απορριπτέος ως απαράδεκτος κατ’ άρθρο 68 ΚΠολΔ, καθώς όπως ορθά επισημαίνουν στις προτάσεις τους οι τέσσερις πρώτοι εφεσίβλητοι με τον λόγο αυτόν αποδίδονται στην εκκαλουμένη σφάλματα στα οποία δεν υπέπεσε, καθότι αυτή απέρριψε την αγωγή όχι για ουσιαστικούς λόγους, αλλά για νομικούς και δη λόγω έλλειψης ενεργητικής νομιμοποίησης ως προς τον πρώτο ενάγοντα και λόγω αοριστίας  του αγωγικού δικογράφου ως προς την δεύτερη ενάγουσα και κατά τα λοιπά ως προς τον πρώτο ενάγοντα, οπότε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δεν εισήλθε στο στάδιο εξέτασης των αποδείξεων, ώστε να τεθεί ζήτημα να διατάξει τη συμπλήρωση αυτών με τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης.

Παρακάτω, με τον τέταρτο λόγο έφεσης η δεύτερη εκκαλούσα προσάπτει στην εκκαλούμενη ότι έκρινε λανθασμένα και παρά τον νόμο τις προσαχθείσες αποδείξεις, εμμάρτυρες και έγγραφες και ότι συνεπεία της κακής αυτής εκτίμησης αποφάνθηκε ότι η αγωγή πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας επειδή δεν διευκρινίζεται αν τα δύο ξεχωριστά ακίνητα που απέκτησε η δεύτερη ενάγουσα είναι ανεξάρτητα μεταξύ τους ή συνεχόμενα και δεν προσδιορίζει η νομή ποιου εκ των δύο διαταράχθηκε από τις ενέργειες των καθ’ων, ώστε να δύνανται αυτοί να αμυνθούν. Κρίνει δε απαράδεκτη λόγω αοριστίας την αγωγή, ενώ έπρεπε να την κάνει δεκτή, και για τον λόγο ότι δεν αναγράφεται η αξία της νομής του ακινήτου αυτού και, άρα δεν μπορεί να υπολογισθεί το δικαστικό ένσημο. Ότι ωστόσο η εκκαλουμένη παρέβλεψε τα δύο επικαλούμενα στην αγωγή και προσκομισθέντα με τις προτάσεις των εναγόντων υπ’ αρ. ….. και …./13.11.1987 συμβόλαια αγοράς των δύο ακινήτων της δεύτερης ενάγουσας, τα οποία περιγράφουν λεπτομερώς και με τέτοιο τρόπο, ώστε προκύπτει σαφέστατα και αναμφισβήτητα ότι πρόκειται για ανεξάρτητες και αυτοτελείς ιδιοκτησίες, που δεν εφάπτονται μεταξύ τους. Ότι επιπλέον το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο παρέβλεψε ότι το περιγραφόμενο στο υπ’ αρ. ……/13.11.1987 συμβόλαιο, ακίνητο εφάπτεται με την ιδιοκτησία των καθ’ων από την ανατολική πλευρά του, όπως προκύπτει και από το προσαρτώμενο στο ανωτέρω συμβόλαιο από Νοεμβρίου 1987 σχεδιάγραμμα του πολ. μηχανικού …………… Ότι τέλος παρέβλεψε την περιγραφή των παράνομων ενεργειών των καθ’ ων στην ένδικη αγωγή, από την οποία αβίαστα προκύπτει ότι η διατάραξη της νομής αφορά το ανωτέρω ακίνητο, που περιγράφεται στο υπ’ αρ. ……………/1987 συμβόλαιο. Ότι η περιγραφή στην αγωγή έχει επί λέξει ως εξής: «…προχώρησαν επί πλέον, τοποθετώντας συρματόπλεγμα και τοιχίο από τούβλα κατά μήκος της ανατολικής πλευράς της ιδιοκτησίας μας, (της εφαπτομένης με τη δική τους δυτική πλευρά) παρεμβαίνοντας αυθαίρετα και διαταράσσοντας την ιδιοκτησία μας. Ειδικότερα αρχικά μεν τοποθέτησαν συρματόπλεγμα, το οποίο στήριξαν στη βάση της σκάλας της ιδιοκτησίας μας με το πρόσχημα ότι, τάχα φοβούνται τα σκυλιά μας…και στη συνέχεια έκλεισαν τη σκάλα με τούβλα, όπως επιφυλασσόμαστε να αποδείξουμε στο Δικαστήριο Σας με σχετικές φωτογραφίες. Με τον τρόπο αυτό έκλεισαν τη σκάλα και η πρόσβαση από αυτή θα μπορεί να γίνει μόνο αν γκρεμιστεί το συγκεκριμένο τοιχίο…Επί πλέον όμως, προέβησαν στη φύτευση, με απολύτως αυθαίρετο και παράνομο τρόπο, ενός ευκάλυπτου, περίπου 1,5 μέτρο μέσα στην ιδιοκτησία μας…». Ότι συνεπώς είναι σαφές ότι η διατάραξη της νομής από τις ενέργειες των καθ’ ων (τοποθέτηση συρματοπλέγματος, κατασκευή τοιχίου, φύτευση ευκάλυπτου και άλλων φυτών, αποκοπή από την πρόσβαση στη σκάλα κλπ) αφορά το ανωτέρω οικόπεδο της δεύτερης ενάγουσας, που εφάπτεται με το δικό τους. Ότι αφετέρου η εκκαλούμενη δεν λαμβάνει υπόψη της το γεγονός ότι οι ενάγοντες μετέτρεψαν νόμιμα το αγωγικό αίτημά τους σε έντοκο αναγνωριστικό, γεγονός που αναιρεί και ακυρώνει την παραδοχή της ότι η αγωγή είναι απαράδεκτη ως αόριστη γιατί δεν μπορεί να υπολογιστεί το δικαστικό ένσημο, αφού επί αναγνωριστικών αγωγών δεν καταβάλλεται αυτό. Ωστόσο, ορθά το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο διέλαβε επάλληλη αιτιολογία περί απαραδέκτου λόγω αοριστίας της σωρευόμενης αγωγής διαταράξεως της νομής. Από την επισκόπηση του αγωγικού δικογράφου προκύπτει ότι πράγματι η ενάγουσα αναφέρει στην αγωγή της ότι απέκτησε την κυριότητα δύο ξεχωριστών ακινήτων, χωρίς να διευκρινίζει αν αυτά είναι ανεξάρτητα μεταξύ τους ή συνεχόμενα δημιουργώντας τότε εν τοις πράγμασι μία ιδιοκτησία, επιπλέον δε στη συνέχεια στην αγωγή αναφέρει ότι οι εναγόμενοι τοποθέτησαν συρματόπλεγμα και κατασκεύασαν τοιχίο, αποκόπτοντας αυτήν από την πρόσβαση στη σκάλα της ιδιοκτησίας της και φύτεψαν έναν ευκάλυπτο και άλλα φυτά στην ανατολική πλευρά της δημοτικής οδού και εντός της ιδιοκτησίας αυτής, πλην όμως δεν προσδιορίζει τη νομή ποιου από τα δύο ανήκοντα σε αυτήν ακίνητα διατάραξαν οι εναγόμενοι με τον συγκεκριμένο τρόπο, με αποτέλεσμα να μη δύνανται οι εναγόμενοι να αμυνθούν στους ανωτέρω αγωγικούς ισχυρισμούς και το Δικαστήριο να κρίνει με ασφάλεια επί της νομικής και ουσιαστικής βασιμότητάς τους, ούτε όμως αναγράφεται και η αξία της νομής του ακινήτου αυτού επί της οποίας θα έπρεπε να υπολογισθεί το καταβλητέο δικαστικό ένσημο. Το υποστηριζόμενο από την δεύτερη εκκαλούσα ότι τα παραπάνω στοιχεία προκύπτουν από τα προσκομισθέντα από αυτή με τις προτάσεις της συμβολαιογραφικά έγγραφα αγοράς των παραπάνω ακινήτων και από το Νοεμβρίου 1987 σχεδιάγραμμα του πολ. μηχανικού …………… αλυσιτελώς προβάλλεται, γιατί όπως προεκτέθηκε και στο σκεπτικό επί του προηγούμενου λόγου έφεσης, όταν το πολιτικό δικαστήριο κρίνει επί του ορισμένου της αγωγής στηρίζεται στα διαλαμβανόμενα στο αγωγικό δικόγραφο πραγματικά περιστατικά και δεν μπορεί να καλυφθεί η τυχόν έλλειψη αυτών από τα αποδεικτικά έγγραφα που προσκομίζει με τις προτάσεις του ο ενάγων. Επιπλέον σε ό,τι αφορά την παραδοχή της εκκαλουμένης ότι δεν αναγράφεται στο αγωγικό δικόγραφο η αξία της νομής του ακινήτου της δεύτερης ενάγουσας που φέρεται να διαταράχθηκε από τους εναγόμενους για τον υπολογισμό του δικαστικού ενσήμου, επισημαίνεται ότι η τροπή του καταψηφιστικού αιτήματος της αγωγής σε αναγνωριστικό αφορούσε μόνο τα αιτήματα των εναγόντων περί επιδίκασης σε αυτούς χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης και όχι τα υπόλοιπα αιτήματα της αγωγής (βλ. σελίδα 27 των πρωτόδικων προτάσεών τους) οπότε αβάσιμα υποστηρίζει το αντίθετο με τον σχετικό λόγο έφεσής της η δεύτερη εκκαλούσα. Ενόψει των ανωτέρω, απορριπτέος στην ουσία του τυγχάνει και αυτός ο λόγος έφεσης.

Ακολούθως, με τον πέμπτο λόγο έφεσης, οι εκκαλούντες παραπονούνται ότι η εκκαλουμένη έσφαλε, διότι κακώς εκτίμησε τις καταθέσεις των μαρτύρων και τα λοιπά αποδεικτικά στοιχεία και κατέληξε στην απόρριψη της αγωγής τους, ενώ με ορθή εκτίμηση των αποδείξεων θα έπρεπε να την αποδεχθεί και να απορρίψει τους ισχυρισμούς των αντιδίκων τους. Ότι ενδεικτικά η προσβαλλόμενη απόφαση δεν αναφέρει σε ποια σημεία, αποδεικτικά μέσα και μάρτυρες στηρίζει τις κρίσεις της, δεν εκτιμά, ούτε σταθμίζει τις καταθέσεις των μαρτύρων τους, δεν λαμβάνει καθόλου υπόψη τις δοθείσες ένορκες καταθέσεις ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιώς των μαρτύρων των εναγόντων με αποτέλεσμα να καταλήξει με αλυσιτελείς ισχυρισμούς στην απόρριψη της αγωγής τους. Ο λόγος αυτός είναι αλυσιτελής και ως τέτοιος τυγχάνει απορριπτέος κατ’ άρθρο 68 ΚΠολΔ, καθώς το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο κατά τα ανωτέρω δεν απέρριψε την αγωγή ως ουσία αβάσιμη, κατόπιν εκτίμησης των αποδείξεων όπως αβάσιμα ισχυρίζονται οι εκκαλούντες, αλλά ως απαράδεκτη ελλείψει ενεργητικής νομιμοποίησης για τον πρώτο ενάγοντα και λόγω αοριστίας για τη δεύτερη ενάγουσα και εν μέρει για τον πρώτο ενάγοντα, οπότε δεν προχώρησε σε εκτίμηση των αποδείξεων για να μπορεί να θεωρηθεί ότι η κρίση του αυτή ήταν λανθασμένη.

Τέλος, με τον έκτο λόγο της υπό κρίση έφεσης, οι εκκαλούντες παραπονούνται ότι η εκκαλουμένη έσφαλε γιατί όχι ορθά απέρριψε το αίτημά τους για καταβολή χρηματικής ικανοποίησης για το σύνολο των περιγραφόμενων πράξεων και παραλείψεων των εναγόμενων ως αόριστο, με το αιτιολογικό ότι «δεν τίθεται σαφώς και ορισμένως το ποσό της χρηματικής ικανοποίησης, που αιτούνται αυτοί (ενάγοντες) συγκεκριμένα για την παράνομη και υπαίτια παρεμπόδιση της χρήσης του κοινόχρηστου δρόμου λόγω της τοποθέτησης σαμαρακίων και ζαρντινιέρων εντός αυτού από τους εναγόμενους». Ότι η εκκαλουμένη δεν έλαβε υπόψη της ότι κατά τον προσδιορισμό του ποσού της  αιτούμενης χρηματικής ικανοποίησης, το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη τα πραγματικά περιστατικά που οι διάδικοι έθεσαν υπόψη του, όπως λ.χ. τον βαθμό πταίσματος του υπόχρεου, το είδος και τη βαρύτητα της προσβολής, την ηλικία του δικαιούχου, την κοινωνική και οικονομική κατάσταση των μερών, ενώ συνεκτιμάται και το συντρέχον πταίσμα του δικαιούχου, ο δε καθορισμός του εύλογου χρηματικού ποσού δεν πρέπει να υπερβαίνει τα ακραία λογικά όρια της διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου. Ότι επιπλέον από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 57, 59, 480-482, 914, 926 και 932 ΑΚ συνάγεται ότι σε περίπτωση παράνομης- από πρόθεση- προσβολής της προσωπικότητας, αν η προσβολή επήλθε με περισσότερες πράξεις ενός ή περισσότερων προσώπων, οι οποίες όμως εμφανίζουν- ενόψει των περιστάσεων- χρονική αμεσότητα, τοπική εγγύτητα και λειτουργική συνάφεια, έτσι ώστε να συνιστούν- κατά τη φυσική αντίληψη των πραγμάτων και την καθημερινή αντίληψη της κοινωνικής ζωής- μία ενότητα, μία ενιαία πράξη, εντασσόμενες στο αυτό ενιαίο βιοτικό συμβάν και επιφέροντας στον προσβαλλόμενο μία και ενιαία βλάβη, την οποία αποσκοπεί να καλύψει η χρηματική ικανοποίησή του, στο πλαίσιο του ενός και του αυτού συμφέροντός του, οφείλεται ως χρηματική ικανοποίηση του παθόντος μία μόνο παροχή και επομένως ενιαίο ποσό, το οποίο αυτός μπορεί- κατ’ επιλογήν του- να ζητήσει με αγωγή διαιρετώς ή εις ολόκληρον από τον καθένα από τους αντιδίκους του. Ότι στην περίπτωση αυτή, για τον προσδιορισμό του ύψους της χρηματικής ικανοποίησης που θα επιδικασθεί, θα ληφθεί ασφαλώς υπόψη και ο εξακολουθητικός χαρακτήρας της γενομένης προσβολής, έτσι ώστε η χρηματική ικανοποίηση να ανταποκρίνεται στην ένταση και στην απαξία της προσβολής. Εντούτοις, στην προκειμένη περίπτωση η φερόμενη ως εξακολουθητική παράνομη συμπεριφορά των εναγόμενων σε βάρος των εναγόντων  αφενός δεν παρουσιάζει χρονική ενότητα (περιγράφεται παράνομη συμπεριφορά  των εναγομένων το 1995 καθώς σύμφωνα με την αγωγή υπέβαλαν προσχηματικά αιτήσεις στο Ειρηνοδικείο Καλαυρίας να αναγνωρισθούν προσωρινοί νομείς των επίδικων λωρίδων παρά τη συμφωνία τους με τους ενάγοντες από το 1984 να παραχωρηθούν αυτές για τη διαπλάτυνση της κοινοτικής οδού, ότι ακολούθως συμβιβάστηκαν με τους ενάγοντες και συμμορφώθηκαν για μεγάλο χρονικό διάστημα έως τον Οκτώβριο του 2009, οπότε περιέφραξαν παράνομα τις ίδιες λωρίδες και εκδήλωσαν περαιτέρω παράνομη συμπεριφορά), με αποτέλεσμα να μην μπορεί να χαρακτηρισθεί ως ένα ενιαίο βιοτικό συμβάν, στο οποίο οι ενάγοντες μπορούν  να στηρίξουν μία ενιαία αξίωση για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, αφετέρου περιγράφονται στην αγωγή προσβολές διαφορετικών έννομων αγαθών και δη από τη μία πλευρά του εμπράγματου δικαιώματος κυριότητας της δεύτερης ενάγουσας με την τοποθέτηση από τους εναγόμενους συρματοπλέγματος και τούβλων στη βάση της σκάλας της ιδιοκτησίας της και με τη φύτευση ευκάλυπτου εντός αυτής αλλά και του εμπράγματου δικαιώματος δουλείας διόδου των εναγόντων από την παρεμπόδιση χρήσης εκ μέρους των εναγόμενων των επίδικων εδαφικών λωρίδων και από την άλλη το δικαίωμα στην προσωπικότητά τους από την τοποθέτηση από τους εναγόμενους εντός της κοινοτικής οδού σαμαρακίων και ζαρντινιέρων που παρεμποδίζουν την ελεύθερη χρήση της κοινόχρηστης οδού, οπότε η προσβολή διαφορετικών έννομων αγαθών με διαφορετικές πράξεις δεν μπορεί να στηρίξει μία ενιαία απαίτηση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, αλλά θα πρέπει να γίνει ξεχωριστή αποτίμηση για την προσβολή κάθε έννομου αγαθού. Ζητώντας με την αγωγή τους ένα ενιαίο ποσό για το σύνολο των παράνομων πράξεων και παραλείψεων των εναγόμενων καθιστούν αόριστη την αγωγή τους ως προς το παραπάνω αίτημα, οπότε ορθά το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφαση απέρριψε λόγω αοριστίας ως απαράδεκτη την αγωγή ως προς το ανωτέρω κεφάλαιο της αγωγής και πρέπει να απορριφθεί στην ουσία του ο σχετικός λόγος έφεσης, πλην όμως θα αντικατασταθούν οι αιτιολογίες της εκκαλούμενης με τις ορθότερες αιτιολογίες της παρούσας κατ’ άρθρο 534 ΚΠολΔ. Μη απομένοντος προς κρίση άλλου λόγου έφεσης, πρέπει αυτή να απορριφθεί στο σύνολό της. Ως προς τον πέμπτο εφεσίβλητο Δήμο που ερημοδικάσθηκε, δεν ορίζεται παράβολο για την περίπτωση ασκήσεως ανακοπής ερημοδικίας κατά της παρούσης, γιατί δεν υφίσταται υποχρέωση προκαταβολής παράβολου (άρθρο 505 παρ. 2 ΚΠολΔ) για τους Δήμους (άρθρ. 276 παρ.1 του ν. 3463/2006 σε συνδ. με άρθρ. 30 ν.δ. 22.4/16.5.1926 “περί διοικητικής αποβολής από των κτημάτων της αεροπορικής αμύνης” και 19 του Κ.Δ. της  26.6/10.7.1944 «περί κώδικος νόμων και Δικών του Δημοσίου», βλ. ΜονΕφΛαρ 439/2023 στην ΤΝΠ Νόμος). Τα δικαστικά έξοδα των τεσσάρων πρώτων εφεσίβλητων για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας πρέπει να επιβληθούν, κατόπιν σχετικού αιτήματός τους, σε βάρος των εκκαλούντων λόγω της ήττας των τελευταίων κατά την έκβαση της δίκης σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 183, 176 και 191 παρ.2 ΚΠολΔ κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό. Τέλος, λόγω απόρριψης του ένδικου μέσου, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος από τους εκκαλούντες για την άσκηση της έφεσης παράβολου στο δημόσιο ταμείο κατ’ άρθρο 495 παρ.3 προτελ. εδ. ΚΠολΔ.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει την από 10.4.2023 έφεση κατά της 3635/2022 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (τακτική διαδικασία), όπως αυτή διορθώθηκε με την 702/2023 απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου ερήμην του πέμπτου εφεσίβλητου και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων.

Απορρίπτει την έφεση κατά του πέμπτου εφεσίβλητου.

Δέχεται τυπικά και απορρίπτει στην ουσία της την έφεση κατά των λοιπών εφεσίβλητων.

Επιβάλλει τα δικαστικά έξοδα των τεσσάρων πρώτων εφεσίβλητων σε βάρος των εκκαλούντων και ορίζει αυτά στο ποσό των οκτακοσίων (800) ευρώ.

Διατάσσει την εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο του κατατεθέντος για την άσκηση της έφεσης από τους εκκαλούντες παράβολου.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους, στις 18.7.2025.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                       Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ