Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 119/2019

Aριθμός  119/2019

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Σοφία Καλούδη, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Κ.Δ..

 ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

            Ι. Από την υπ` αριθμ. ……… έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Εφετείο Αθηνών, ……, που επικαλείται και προσκομίζει ο εκκαλών προκύπτει ότι ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της υπό κρίση έφεσης, με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για την δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή, επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα στον εφεσίβλητο, ο οποίος, όμως, κατά  την εκφώνηση της υπόθεσης από τη σειρά του οικείου πινακίου δεν εμφανίστηκε ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο. Συνεπώς, πρέπει να δικασθεί ερήμην. Η διαδικασία, ωστόσο, θα προχωρήσει σαν να ήταν και αυτός  παρών (άρθρο 524 παρ. 4 του ΚΠολΔ), ενώ προσκομίζονται  από τον αντίδικο του ερημοδικούντος εφεσίβλητου –ενάγοντος οι προτάσεις αυτού, που κατατέθηκαν νομίμως στο πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας  (άρθρο 524 παρ. 4 ΚΠολΔ).

ΙΙ. Η υπό κρίση έφεση κατά της με αριθμό 3983/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία με την παρουσία των διαδίκων, παραδεκτά φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19  του ΚΠολΔ) και έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, με την κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις  28-12-2017, δηλαδή  εντός της από το άρθρο 518 παρ. 2 του ΚΠολΔ οριζόμενης προθεσμίας από την δημοσίευση  της εκκαλουμένης  απόφασης στις 31-8-2017, καθόσον δεν προέκυψε επίδοση αυτής. Πρέπει, επομένως,  να γίνει τυπικά δεκτή  και να ερευνηθεί  περαιτέρω, κατά την ίδια διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ),  αφού έχει καταβληθεί και το με αριθμό ……….. ηλεκτρονικό παράβολο, όπως βεβαιώνεται με την έκθεση καταθέσεως του αρμοδίου Γραμματέα του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου.

ΙΙΙ. Με τη διάταξη του άρθ. 393 ΚΠολΔ ορίζεται ότι δεν επιτρέπεται η απόδειξη συμβάσεων με μάρτυρες, εφόσον η αξία του αντικειμένου υπερβαίνει το από το ως άνω άρθρο οριζόμενο ποσό. Σύμφωνα δε με τη διάταξη του άρθ. 394 παρ. 1 περ. β` του ίδιου Κώδικα η απόδειξη με μάρτυρες επιτρέπεται σε κάθε περίπτωση μεταξύ άλλων και αν υπήρχε φυσική ή ηθική αδυναμία να αποκτηθεί έγγραφο (ΑΠ 1004/ 2005, Νόμος). Οι εξαιρέσεις της παραπάνω διατάξεως αναφέρονται σε όλες τις μορφές περιορισμού των μαρτύρων του άρθ. 393 ΚΠολΔ, λαμβάνονται δε υπόψη και αυτεπαγγέλτως, εφόσον γίνεται επίκληση των περιστατικών που απαιτούνται για την κατάφαση της συνδρομής τους (ΕφΛαρ 78/2017, ΕφΑθ 3357/2007, Νόμος).  Ηθική αδυναμία για την απόκτηση απο­δεικτικού εγγράφου υπάρχει, αν κατά το χρόνο που καταρτίστηκε η σύμβαση λόγω σχέσεων φιλίας, συγγένειας, εταιρικής ή συναδελφικής συνεργασίας, υπηρεσιακής ή οικονομικής εξάρτησης κτλ., μια τέτοια αξίωση εκ μέρους του ενάγοντος θα παρίστατο ως ανοίκεια δυσπιστία προς τον εναγόμενο με συνέπεια τον κλονισμό των σχέσεων τους (βλ. ΑΠ 2/2015, ΑΠ 1402/2008, ΑΠ 1383/2009, ΑΠ 1402/2008, ΕφΔωδ 39/2015, ΕφΑθ 2061/2010, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Νίκας Ν., Πολιτική Δικονομία II, 2005, σελ. 475-476 και 481).

ΙV. Με την από 20-8-2013  (αρθ. εκθ. καταθ. ……) αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση, ο ενάγων, και ήδη  εφεσίβλητος, εξέθετε ότι τον μήνα Αύγουστο του 2010 κατάρτισε με τον εναγόμενο, με τον οποίο  διατηρούσε στενή προσωπική σχέση, προφορική σύμβαση άτοκου δανείου, ποσού 24.000 ευρώ, το οποίο  ο τελευταίος θα χρησιμοποιούσε για τις ανάγκες μιας θεατρικής παραγωγής, ότι αυτό ορίστηκε αποδοτέο στις 30-1-2011, οπότε και θα ολοκληρωνόταν το πρόγραμμα των παραστάσεων, ότι στα πλαίσια της ανωτέρω δανειακής σύμβασης ο ενάγων κατέβαλε, στους αναφερόμενους στην αγωγή χρόνους, στην εκμισθώτρια του θεάτρου για λογαριασμό του εναγομένου το  συνολικό ποσό των 24.000 ευρώ, και ότι ο τελευταίος, κατά παράβαση των μεταξύ τους συμφωνηθέντων, συνεχίζει μέχρι σήμερα να του οφείλει το ανωτέρω ποσό αρνούμενος να του το αποδώσει. Ζητούσε δε, μετά την μετατροπή του αιτήματος από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό με προφορική δήλωση της πληρεξούσιας δικηγόρου αυτού στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του, καθώς και με τις έγγραφες προτάσεις της,  να αναγνωριστεί η υποχρέωση του εναγομένου να του καταβάλει το άνω ποσό των 24.000 ευρώ με το νόμιμο τόκο από τις 30-1-2011, άλλως από την επίδοση της υπό κρίση αγωγής. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την εκκαλούμενη οριστική απόφασή του,  έκανε   δεκτή την αγωγή ως ουσιαστικά βάσιμη και αναγνώρισε την υποχρέωση του εναγόμενου να καταβάλει το αιτούμενο ποσό με το νόμιμο τόκο από 31-1-2011. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται  ο εναγόμενος  με την  υπό κρίση έφεση του, επικαλούμενος εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, και ζητεί την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, και την συνακόλουθη απόρριψη της αγωγής.

  1. V. Από την επανεκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων απόδειξης και ανταπόδειξης, που εξετάστηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου με επιμέλεια των διαδίκων και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά συνεδρίασης του,  τη με αριθμό ……. ένορκη βεβαίωση της ………. ενώπιον του συμβολαιογράφου Πειραιώς, ………, μετά από νόμιμη κλήτευση του αντιδίκου εφεσιβλήτου (άρθρο 529 παρ.1 εδ.α’ , 422ΚΠολΔ, βλ. τη με αριθμό …… έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Εφετείο Αθηνών, ……..), και όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που μετ’ επικλήσεως προσκομίζει ο παριστάμενος εκκαλών,  από τα οποία άλλα λαμβάνονται υπόψη προς άμεση απόδειξη και άλλα για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων,  και τα διδάγματα της κοινής πείρας, που λαμβάνονται αυτεπαγγέλτως υπόψη (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ)  αποδείχθηκαν, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:  Το έτος 2010 οι διάδικοι γνωρίστηκαν στο διαδίκτυο και σύντομα συνήψαν  ερωτική σχέση. Κατά τον χρόνο εκείνο  ο  ενάγων είχε ηλικία περίπου 39 ετών και διέμενε στην πόλη των …., όπου και διατηρούσε κατάστημα εμπορίας παιδικών ειδών και παιχνιδιών, και ο  εναγόμενος ήταν 23 ετών και  δραστηριοποιούταν στο χώρο του θεάματος ως ηθοποιός και τραγουδιστής. Τον  Μάιο του ίδιου έτους  ο ενάγων  πώλησε την επιχείρηση του  και μετακόμισε μόνιμα στην Αθήνα, όπου έκτοτε και μέχρι τον Νοέμβριο του έτους 2011, συζούσε με τον εναγόμενο στην κατοικία του τελευταίου. Παράλληλα, αυτός επιζητούσε να επενδύσει επωφελώς το κεφάλαιο, που αποκόμισε  από την πώληση της επιχείρησης του, σε νέα επιχειρηματική δραστηριότητα, κατά προτίμηση υγειονομικού ενδιαφέροντος. Τον Ιούλιο του 2010 ο εναγόμενος, ο οποίος είχε αναλάβει την παραγωγή και σκηνοθεσία μίας θεατρικής παράστασης με τον τίτλο «………», που θα «ανέβαινε» στο «Θέατρο ………» τον Οκτώβριο του 2010, με πρωταγωνιστή τον ίδιο, αντιμετώπισε σοβαρά οικονομικά προβλήματα, που έθεταν σε κίνδυνο την υλοποίηση των καλλιτεχνικών του σχεδίων,  και ζήτησε από τον ενάγοντα  να τον βοηθήσει  και να του χορηγήσει άτοκο δάνειο, συνολικού ποσού 24.000 ευρώ, για την κάλυψη μέρους των μισθωμάτων του  θεάτρου. Ο ενάγων παρά τους αρχικούς ενδοιασμούς του, δεδομένου ότι τα χρήματα που του ζητούσε ο εναγόμενος ήταν σχεδόν το σύνολο των οικονομιών του, δέχθηκε τελικώς να τον βοηθήσει,   ενόψει και της στενής προσωπικής τους σχέσης και να του δανείσει ατόκως  το ποσό που του  ζητούσε, το οποίο, όπως τον διαβεβαίωνε ο τελευταίος, θα του επέστρεφε τέλη Ιανουαρίου 2011, οπότε και θα ολοκληρωνόταν το πρόγραμμα των παραστάσεων.  Έτσι, την 1-8-2010 καταρτίστηκε στον Πειραιά προφορικά μεταξύ των διαδίκων  σύμβαση άτοκου δανείου, ποσού 24.000 ευρώ, στα πλαίσια  της οποίας ο ενάγων, κατ’εντολή του εναγομένου και για λογαριασμό αυτού,  κατέθεσε  στον  υπ’αριθμ. ……… τραπεζικό λογαριασμό, που τηρούσε η εκμισθώτρια του θεάτρου, ….. ……., στην Εθνική Τράπεζα της Ελλάδας, τα εξής ποσά: α) στις 4-8-2010 το ποσό των 10.000 ευρώ, β) την 1-10-2010 το ποσό των 5.000 ευρώ, γ) στις 2-11-2010 το ποσό των 5.000 ευρώ και δ) στις 3-12-2010 το ποσό των 4.000 ευρώ (βλ προσκομιζόμενες τέσσερις αποδείξεις είσπραξης της ΕΤΕ), ήτοι συνολικά κατέθεσε το ποσό των 24.000 ευρώ (10.000 + 5.000 + 5.000 + 4.000). Το ως άνω ποσό  (του δανείου) συμφωνήθηκε αποδοτέο με το πέρας των θεατρικών παραστάσεων, το οποίο, πράγματι, έλαβε χώρα τον Ιανουάριο του 2011. Περαιτέρω, όπως αποδείχθηκε,  το συγκεκριμένο έργο δεν σημείωσε επιτυχία με αποτέλεσμα να μην κάνει τις αναμενόμενες εισπράξεις και ο εναγόμενος να ζημιωθεί οικονομικά. Τότε αυτός, στη προσπάθεια του να μειώσει τη ζημία του  δοκίμασε να ανεβάσει στο ίδιο θέατρο και δεύτερο έργο, το οποίο, όμως, ομοίως δεν  είχε επιτυχία με αποτέλεσμα τον Μάιο του 2011 να κατέβει και αυτό. Ακολούθως, σε αντιμετώπιση των χρεών που είχαν εν τω μεταξύ συσσωρευθεί από το επιχειρηματικό του αυτό εγχείρημα, ο τελευταίος κατέβαλε το ποσό των 6.000 ευρώ για οφειλόμενους μισθούς δύο ηθοποιών της πρώτης παράστασης, και συγκεκριμένα του …….. και του …….. (που είχαν εν τω μεταξύ πετύχει την έκδοση σε βάρος του των με αριθμούς ……. και ……. διαταγών πληρωμής του Ειρηνοδικείου Αθηνών, αντίστοιχα),  ενώ προέβη και σε διακανονισμό καταβολής σε δόσεις των οφειλών στο ΙΚΑ, συνολικού ποσού 11.500 ευρώ, καταφεύγοντας προς τούτο και σε τραπεζικό δανεισμό, ποσού 7.000 ευρώ, από τη Τράπεζα Πειραιώς, τέλος δε, τα υπολειπόμενα μισθώματα του θεάτρου, που είχε μισθώσει έως 17-4-2011, συνολικού ποσού 9.000 ευρώ,  κατέβαλε για λογαριασμό του η μητέρα του. Συνεπεία, όλων των ανωτέρω και ουσιαστικά της οικονομικής καταστροφής του εναγομένου  ήταν ο τελευταίος να μην μπορέσει να επιστρέψει το δάνειο στον ενάγοντα, το οποίο συνεχίζει να του οφείλει μέχρι σήμερα. Τα ανωτέρω προκύπτουν με σαφήνεια από τα όσα κατέθεσε μετά λόγου γνώσεως η μάρτυς του ενάγοντος στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, ο αδερφός της οποίας συμμετείχε ως ηθοποιός στη πρώτη παράσταση του εναγομένου, η οποία είχε πληροφορηθεί από τον ίδιο τον ενάγοντα σε ανύποπτο χρόνο την χορήγηση του επίδικου δανείου στον εναγόμενο προς οικονομική του διευκόλυνση για το ανέβασμα της παράστασης, ενώ ο ίδιος της είχε εκφράσει και την ανησυχία του για την τύχη των χρημάτων του, που αποτελούσαν και τις μοναδικές του οικονομίες. Ο εναγόμενος αρνούμενος την αγωγή ισχυρίζεται ότι μεταξύ αυτού και του ενάγοντος είχε συσταθεί αφανής εταιρία, στην οποία έκαστος συμμετείχε κατά ποσοστό  50%,  ότι  η εκ μέρους του ενάγοντος καταβολή του επίδικου ποσού των 24.000 ευρώ αποτελούσε στην ουσία τη σε χρήμα εισφορά του σ’αυτήν, ενώ ο ίδιος συνεισέφερε με την καλλιτεχνική του συμβολή στη οργάνωση και υλοποίηση της παράστασης (σκηνοθεσία και ηθοποιία), ορίστηκε δε  εμφανής εταίρος  για πρακτικούς και μόνον λόγους, καθόσον ήταν πιο εύκολο για αυτόν να κάνει επέκταση στη ΔΟΥ της επαγγελματικής του δραστηριότητας από υπηρεσίες τραγουδιστή και ηθοποιού σε υπηρεσίες θεατρικών και λοιπών δημοσίων θεαμάτων, παρά ο ενάγων αλλαγή της επιχειρηματικής του έδρας  από τα … στον Πειραιά,  και τέλος, ότι  αυτός κάλυψε εξ ολοκλήρου τις ζημίες της εταιρίας  με την  καταβολή των 27.500 ευρώ μετά το κατέβασμα του έργου.  Εν τούτοις, ο ισχυρισμός αυτός, πέραν της αοριστίας του και των αντιφάσεων που περιέχει  σε κάθε περίπτωση ουδόλως αποδείχθηκε. Ειδικότερα,  σύμφωνα με τον ισχυρισμό του εναγόμενου, η εταιρία, πέραν  των 24.000 ευρώ που κατέβαλε ο ενάγων για τα μισθώματα του θεάτρου, δεν φέρεται  να διάθετε και επιπλέον  κεφάλαιο  ήδη κατά το  στήσιμο της παραγωγής, όπως θα ήταν αναμενόμενο, προς αντιμετώπιση τουλάχιστον των πρώτων εξόδων της, δεδομένου ότι για την υλοποίηση του όλου θεατρικού εγχειρήματος, πέραν  της μίσθωσης του θεάτρου  και της συμμετοχής του ιδίου του εναγόμενου ως πρωταγωνιστή και σκηνοθέτη,  απαιτήθηκε η συμμετοχή επτά  ηθοποιών, σκηνογράφου, μουσικού επιμελητή  καθώς  και πρόσληψη ταμία, (βλ. την κατάθεση της μάρτυρος του εναγόμενου και την κατάσταση ασφάλισης προσωπικού, που προσκομίζει ο εναγόμενος). Μάλιστα, σύμφωνα με τις προσκομιζόμενες από 12-10-2010 ατομικές συμβάσεις μερικής απασχόλησης ορισμένου χρόνου (με χρόνο έναρξης 12-10-2010 και λήξης 11-1-2011), που γνωστοποιήθηκαν στην Επιθεώρηση Εργασίας στις 15-10-2010, αλλά και την ως άνω κατάσταση ασφάλισης προσωπικού, προκύπτει ότι η  ταμίας,  ………, ελάμβανε  μηνιαίο μισθό 457 ευρώ, έξι εκ των  ηθοποιών της παράστασης,  μηνιαίο μισθό 685 ευρώ, και ένας εξ αυτών,725  ευρώ, και κατά συνέπεια τα πάγια έξοδα της επικαλούμενης από τον εναγόμενο εταιρίας κάθε μήνα και μέχρι τον Ιανουάριο του έτους 2011, οπότε έληγαν και οι συμβάσεις εργασίας, ανέρχονταν τουλάχιστον στο ποσό των 5290 ευρώ μόνον για τους μισθούς του προσωπικού (685 χ 6 + 725  + 457 ).  Περαιτέρω, ουδόλως αποδείχθηκε ότι τα υπόλοιπα έξοδα της παράστασης (πλην εκείνων δηλαδή που κάλυψε ο εναγόμενος κατά τα προαναφερθέντα) αντιμετωπίστηκαν αποκλειστικά με τα έσοδα αυτής, δεδομένου, ότι, όπως και ο ίδιος παραδέχεται, αυτά ήταν ελάχιστα, ιδίως από τον Δεκέμβριο του έτους 2010, ενώ σε κάθε περίπτωση ο εναγόμενος ουδέν οικονομικό στοιχείο παραθέτει και επικαλείται σχετικά. Συνεπώς, ενόψει του ότι αυτός δεν επικαλείται κάποια  περαιτέρω οικονομική συνεισφορά του ενάγοντος στα ως άνω έξοδα της παραγωγής, συνάγεται ότι αυτός  εξ αρχής  φρόντιζε για την χρηματοδότηση της εξ ιδίων χρημάτων ως παραγωγός   και για τον λόγο αυτό κάλυψε εξ ολοκλήρου και τις ζημίες της στο τέλος αδιαμαρτύρητα και δίχως ποτέ να στραφεί αναγωγικά κατά του ενάγοντος. Τα ανωτέρω, εξάλλου, δεν αναιρούνται  από την κατάθεση της μάρτυρος του εναγόμενου και την ένορκη βεβαίωση, που αυτός προσκομίζει το πρώτον ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, όπου  γίνεται αορίστως λόγος για σύσταση αφανούς εταιρίας μεταξύ των διαδίκων, ενώ περαιτέρω  η  μάρτυς του εναγόμενου, αντιφατικώς προς τους ισχυρισμούς του τελευταίου και σε βάρος της εν γένει αξιοπιστίας της, επικαλούμενη  προσωπική γνώση και αντίληψη κατέθεσε  ότι αυτός ανέλαβε την σκηνοθεσία του έργου, μετά από προτροπή  και επιμονή του ενάγοντος, αν και ο ίδιος στις προτάσεις του υποστηρίζει ότι  η εκ μέρους του σκηνοθεσία του έργου ήταν  δική του επιλογή και ο ενάγων απλώς συμφώνησε με αυτήν. Εξάλλου, μόνον το γεγονός ότι ο ενάγων, όπως καταθέτουν οι μάρτυρες του εναγόμενου, ελάμβανε τις εισπράξεις του ταμείου και προέβαινε εξ αυτών σε καταβολές διάφορων οφειλών, δεν τον καθιστά άνευ ετέρου παραγωγό, που έχει αναλάβει τον επιχειρηματικό κίνδυνο του θεατρικού εγχειρήματος. Η όποια δε, μέχρι πρότινος, εμπορική δραστηριότητα και κατ’επέκταση επαγγελματική εμπειρία του ενάγοντος περιοριζόταν κατά τον χρόνο εκείνο  σε εντελώς διαφορετικό αντικείμενο από αυτό της παραγωγής θεατρικών παραστάσεων, η οποία προϋποθέτει μακρόχρονη και βαθιά γνώση του συγκεκριμένου είδους δραστηριότητας, την οποία ο τελευταίος ουδόλως διέθετε. Τέλος, όπως ήδη αναφέρθηκε, αυτός, όταν μετακόμισε στην Αθήνα, κατά μήνα Μάιο του 2010, άρχισε να διερευνά τη δυνατότητα εκμετάλλευσης από τον ίδιο επιχείρησης οβελιστηρίου ή άλλης επιχείρησης συναφούς υγειονομικού ενδιαφέροντος, η δε επικαλούμενη από τον εναγόμενο απότομη μεταστροφή αυτού και εκδήλωση επιχειρηματικού ενδιαφέροντος  για το χώρο του θεάματος και μάλιστα σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα από την άφιξη του στην Αθήνα, δεν δικαιολογείται και δεν αποδείχθηκε.
  2. VI. Επομένως και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που δέχθηκε τα ίδια πραγματικά περιστατικά και  έκανε δεκτή την αγωγή ως ουσιαστικά βάσιμη  έστω και με ελλιπή αιτιολογία, που συμπληρώνεται αντιστοίχως με την παρούσα, λαμβάνοντας υπόψη και τις μαρτυρικές καταθέσεις, καθόσον μεταξύ των διαδίκων υπήρχε αισθηματικός δεσμός, και επομένως συνέτρεχε περίπτωση ηθικής αδυναμίας  να αποκτηθεί έγγραφο, δεν έσφαλε κατά τη εφαρμογή και ερμηνεία του νόμου ούτε εκτίμησε πλημμελώς τις αποδείξεις και οι λόγοι της έφεσης με τους οποίους ο εκκαλών ισχυρίζεται τα αντίθετα πρέπει να απορριφθούν ως ουσιαστικά αβάσιμοι όπως και η έφεση στο σύνολο της. Δικαστικά έξοδα του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας δεν επιδικάζονται σε βάρος του εκκαλούντος, λόγω της ερημοδικίας του εφεσίβλητου, ενώ πρέπει να ορισθεί το νόμιμο παράβολο ερημοδικίας, για την περίπτωση που ασκηθεί από τον τελευταίο αιτιολογημένη ανακοπή ερημοδικίας κατά της απόφασης αυτής (άρθρα 502 και 505 ΚΠολΔ). Τέλος, για το  παράβολο, ποσού 100,00 ευρώ, που ο εκκαλών προκατέβαλε  κατά την κατάθεση της εφέσεως, πρέπει να διαταχθεί η   εισαγωγή του στο Δημόσιο Ταμείο (άρθρο 495 παρ. 4 εδ. δ ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

– ΔΙΚΑΖΕΙ ερήμην του εφεσιβλήτου.

-ΟΡΙΖΕΙ παράβολο ερημοδικίας για την περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας κατά της απόφασης αυτής, το ύψος του οποίου καθορίζει στο ποσό των διακοσίων πενήντα (250) ευρώ

-ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικώς και απορρίπτει  κατ’ ουσίαν την έφεση κατά της με αριθμό 3983/2017 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

-ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο, του με αριθμό ……… ηλεκτρονικού παραβόλου, συνολικού ποσού εκατό  (100) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 28  Φεβρουαρίου  2019, χωρίς την παρουσία  των διαδίκων και του πληρεξουσίου δικηγόρου του εκκαλούντος.

     Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ