Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 365/2025

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός απόφασης  365/2025

TO ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από την Δικαστή, Κωνσταντίνα Παπαντωνίου Εφέτη και από τη Γραμματέα Κ.Σ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του την …………., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΟΥ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: ……………., ο οποίος εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Κυριάκο Παπαδέα  και

ΤΗΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: ……………..,  η οποία εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από την πληρεξούσια δικηγόρο της Βαΐα Στεργιοπούλου, με δήλωση κατ άρθρο 242 παρ.2 Κ.Πολ.Δ.

Η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 15.4.2019 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου ΓΑΚ/ΕΑΚ …………./2019 αγωγή της, κατά του εναγομένου-εκκαλούντος. Η ως άνω αγωγή δικάστηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών από την οικογένεια, το γάμο και την ελεύθερη συμβίωση και επ’ αυτών, εκδόθηκε η με αριθμό 2818/2020 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή. Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού  ο εκκαλών με την από 30.8.2022 με αριθμό κατάθεσης δικογράφου στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου ΓΑΚ/ΕΑΚ/…………../2022 έφεση, για την συζήτηση της οποίας ορίστηκε αρχικά η δικάσιμος της 5.10.2023,  κατά την οποία η υπόθεση δεν εισήχθη προς συζήτηση λόγω ανωτέρας βίας, συνιστάμενης στη διενέργεια των δημοτικών εκλογών της 8.10.2023. Εν συνεχεία η συζήτηση της  υπόθεσης επαναπροσδιορίστηκε αυτεπαγγέλτως με την με αρ. 81/2023 πράξη του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Δικαστηρίου αυτού, κατ΄εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 260 παρ.4 ΚΠολΔ, για την δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, οπότε η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο με αριθμό 37 και συζητήθηκε.

Ο πληρεξούσιος δικηγόρος του εκκαλούντος, αφού έλαβε τον λόγο από την Δικαστή, αναφέρθηκε στους ισχυρισμούς που ανάπτυξε με τις προτάσεις που κατέθεσε, ενώ η πληρεξούσια δικηγόρος της εφεσίβλητης ανάπτυξε τους ισχυρισμούς της με τις προτάσεις που προκατέθεσε (άρθρο 242 παρ.2 Κ.Πολ.Δ).

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

H υπό κρίση από 30.8.2022 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου ΓΑΚ/ΕΑΚ/…../2022 έφεση κατά της με αριθμό 2818/2020 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία αφού δίκασε αντιμωλία των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών από την οικογένεια, το γάμο και την ελεύθερη συμβίωση, δέχθηκε εν μέρει την από 15.4.2019 με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ΓΑΚ/ΕΑΚ …………/2019 αγωγή της ενάγουσας –εφεσίβλητης, ασκήθηκε παραδεκτά, νομότυπα [άρθρα 495 παρ. 1,511,513 παρ 1β, 514, 517, 520 παρ.1 ΚΠολΔ] και εμπρόθεσμα, εντός της κατ’ άρθρο 518 παρ.2 ΚΠολΔ καταχρηστικής προθεσμίας, καθώς οι διάδικοι δεν επικαλούνται επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης, ούτε αυτή προέκυψε από τα έγγραφα της δικογραφίας. Η προσβαλλομένη απόφαση δημοσιεύθηκε την 1.9.2020 και η κρινόμενη έφεση ασκήθηκε με την κατάθεση του δικογράφου αυτής στην Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου την 31.8.2022, ήτοι εντός δυο ετών από την δημοσίευση της απόφασης. Σημειώνεται επιπλέον ότι ο εκκαλών δεν έχει υποχρέωση καταβολής παραβόλου του Δημοσίου κατά την άσκηση της έφεσης, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 495 παρ 3 εδάφιο τελευταίο Κ.Πολ.Δ. Πρέπει επομένως η κρινόμενη έφεση να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί περαιτέρω ως προς τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της.

Με την από 15.9.2019 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου ΓΑΚ/ΕΑΚ …………./2019, αγωγή της, η ενάγουσα υποστήριζε ότι με τον εναγόμενο τέλεσαν νόμιμο θρησκευτικό γάμο στις 27.2.1983, ενώ από τον Μάιο του έτους 2016 τελούν σε διάσταση. Ζητούσε δε να υποχρεωθεί ο εναγόμενος, εν διαστάσει σύζυ­γός της, με απόφαση προσωρινά εκτελεστή, να της κατα­βάλλει νομιμότοκα μηνιαία διατροφή 1.500 ευρώ, για χρο­νικό διάστημα δυο ετών από την επίδοση της αγωγής και με τον νόμιμο τόκο από την καθυστέρηση πληρωμής κάθε μηνιαίας δόσης, ως υπαίτιος της διάσπασης της έγγαμης συμβίωσης και επειδή η ίδια δεν μπορεί να εξασφαλίσει τη διατροφή της από εισοδήματα ή την περιουσία της και αδυ­νατεί να ασκήσει κατάλληλο επάγγελμα, λόγω της ηλικίας του μορφωτικού της επιπέδου  και των προβλημάτων υγείας που αντιμετωπίζει, ώστε να μπορεί να καλύψει τις ανάγκες της. Ο εναγόμενος αρνήθηκε την αγωγή, ισχυριζόμενος ότι υπαίτια για την διάσπαση της έγγαμης συμβίωσης ήταν η ενάγουσα προβάλλοντας για τον λόγο αυτό ένσταση περί επιδίκασης στοιχειώδους διατροφής. Επίσης ισχυρίστηκε ότι η ενάγουσα είναι σε θέση να εργαστεί αλλά και να αποκτήσει εισόδημα από την ενοικίαση της οικίας στην οποία διαμένει, χωρίς να προβαίνει στις σχετικές ενέργειες επιδιώκοντας την οικονομική του επιβάρυνση, επιπλέον δε άσκησε την αγωγή όχι λόγω της πραγματικής οικονομικής αδυναμίας αλλά για λόγους εκδίκησης στο πρόσωπό του, συμπεριφορά που καθιστά καταχρηστική την άσκηση της κρινόμενης αγωγής. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφαση, αφού απέρριψε τους ισχυρισμούς του εναγόμενου, δέχθηκε εν μέρει την αγωγή και υποχρέωσε τον εναγόμενο να προκαταβάλλει στην ενά­γουσα, ως διατροφή, μέσα στις πρώτες πέντε μέρες κάθε μήνα, το ποσό των 450 ευρώ επί διετία από την επίδοση της αγωγής με τον νόμιμο τόκο από την καθυστέρηση πληρωμής κάθε δόσης. Ήδη με την υπό κρίση έφεση, ο εναγόμενος και ήδη εκκαλών παραπονείται για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη από­φαση, προκειμένου να κρατηθεί η αγωγή της εφεσίβλητης από το παρόν Δικαστήριο και να απορριφθεί στο σύνολό της. Ζητεί ακόμα να επανέλθουν τα πράγματα στην προτέρα κατάσταση και να υποχρεωθεί η εφεσίβλητη, μετά την απόρριψη της αγωγής της να του καταβάλλει το ποσό των 10.800 ευρώ, από το οποίο ποσό 10.350 ευρώ της έχει καταβληθεί με οικειοθελή συμμόρφωσή του στην εκκαλουμένη απόφαση, ενώ τα υπόλοιπα 450 ευρώ θα της έχουν καταβληθεί μέχρι την συζήτηση της έφεσης, νομιμοτόκως από την επομένη της επίδοσης σε εκείνην της εκδοθησσομένης απόφασης. Τέλος ζήτησε να υποχρεωθεί η εφεσίβλητη στην καταβολή των δικαστικών του εξόδων και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας. Το αίτημα για την επαναφορά των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση παραδεκτά προβάλλεται σωρευόμενο στην κρινόμενη έφεση και είναι νόμιμο κατ άρθρο 914 ΚΠολΔ υπό την προϋπόθεση απόρριψης της αγωγής της ενάγουσας.

Κατ΄άρθρο 281 του ΑΚ, η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται, αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη, ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Κατά την έννοια της ως άνω διατάξεως ως «καλή πίστη» θεωρείται η συμπεριφορά του χρηστού και συνετού ανθρώπου, που επιβάλλεται κατά τους συνηθισμένους τρόπους ενεργείας, ενώ ως κριτήριο των «χρηστών ηθών» χρησιμεύουν οι ιδέες του κατά γενική αντίληψη χρηστώς και εμφρόνως σκεπτόμενου ανθρώπου. Επίσης, για την εφαρμογή της διατάξεως αυτής απαιτείται, κατά περίπτωση, συνδυασμός των σχετικών στοιχείων ή συνδρομή ιδιαίτερων περιστάσεων, αναγόμενων στη συμπεριφορά τόσο του δικαιούχου όσο και του υποχρέου (εφόσον όμως του τελευταίου τελεί σε αιτιώδη σχέση με εκείνη του δικαιούχου και δεν είναι άσχετη με αυτήν), ώστε η άσκηση του δικαιώματος να αποβαίνει αντίθετη στις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου (βλ. ΑΠ 94/2010 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1460/2005 ΕλλΔνη 2006. 185, ΑΠ 1518/2004 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 563/2003 ΝοΒ 2004. 24). Περαιτέρω, το δικαίωμα διατροφής ασκείται καταχρηστικά με την έννοια που προεκτέθηκε, όταν ο δικαιούχος προκάλεσε συνειδητά με πράξεις ή και παραλείψεις του την απορία του, είτε αποσκοπώντας στη διατροφή του από τον υπόχρεο, με σκοπό δηλαδή να αποζεί σε βάρος του τελευταίου, είτε επαναπαυόμενος στο δικαίωμα διατροφής που του παρέχει ο νόμος. (Εφ.Ιωαν. 340/2010 Νομος)

Με το άρθρο τέταρτο του άρθρου 1 του ν. 4335/2015 ορίζεται ότι αντικαθίσταται το βιβλίο τέταρτο (άρθρα 591-681Δ΄) του KΠολΔ και παρατίθενται ως νέες διατάξεις τα άρθρα 591-645, από δε τις διατάξεις των νέων άρθρων 592 παρ. 3 και 597 παρ. 2  KΠολΔ, προκύπτει ότι επί οικογενειακών διαφορών που αφορούν, μεταξύ άλλων, στον καθορισμό, την μείωση ή την αύξηση της συνεισφοράς του καθενός από τους συζύγους για τις ανάγκες της οικογένειας και της διατροφής λόγω γάμου ή συγγένειας, δεν επιτρέπεται να εξεταστούν ως μάρτυρες, μεταξύ άλλων, τα τέκνα των διαδίκων, γνήσια, νομιμοποιημένα, θετά και αναγνωρισμένα. Περαιτέρω, το άρθρο ένατο του ως άνω άρθρου του ν. 4335/2015, με τον τίτλο «Μεταβατικές και άλλες διατάξεις» ορίζει στην μεν παράγραφο 2 ότι «Οι διατάξεις για τα ένδικα μέσα και τις ειδικές διαδικασίες των άρθρων 591-645 εφαρμόζονται για τα κατατιθέμενα από την 1.1.2016 ένδικα μέσα και αγωγές», στη δε παράγραφο 4 ότι «Κατά τα λοιπά, εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά σε επιμέρους διατάξεις, η ισχύς του νόμου αυτού αρχίζει από 1.1.2016». Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 12 του ΕισΝΚΠολΔ, «Στις δίκες που κατά την εισαγωγή του KΠολΔ είναι εκκρεμείς στον πρώτο βαθμό, οι διαδικαστικές πράξεις ρυθμίζονται από τις διατάξεις του, όσες όμως είχαν ενεργηθεί πριν από την εισαγωγή του, ρυθμίζονται από το προγενέστερο δίκαιο», αποδίδοντας γενική αρχή του διαχρονικού δικονομικού δικαίου, σύμφωνα με την οποία οι διαδικαστικές πράξεις ρυθμίζονται από το δίκαιο που ισχύει κατά το χρόνο της άσκησής τους, η οποία γενική αρχή, ειδικά για τις διαδικαστικές πράξεις περί απόδειξης περιέχεται στο άρθρο 21 εδ. β΄ του ΕισΝΚΠολΔ, όπως προαναφέρθηκε στη νομική σκέψη υπό στοιχ. Ι. Κατά δε το προγενέστερο δίκαιο και δη τη διάταξη του άρθρου 601 αριθ. 2 KΠολΔ, ως ίσχυε πριν την αντικατάστασή του από το ν. 4335/2015, η απαγόρευση της εξέτασης ως μαρτύρων των τέκνων των διαδίκων στις κατά την διαδικασία των άρθρων 592 επ. εκδικαζόμενες διαφορές έχει εφαρμογή μόνο στις γαμικές διαφορές, που απαριθμούνται στην παρ. 1 του άρθρου αυτού, στις οποίες ρητά αναφέρεται η διάταξη και όχι σε άλλες μεταξύ των συζύγων δίκες, όπως είναι και η περί καθορισμού της οφειλόμενης λόγω γάμου διατροφής (άρθρο 1390 ΑΚ), στην οποία δεν αποκλείεται να εξεταστούν ως μάρτυρες τα τέκνα των διαδίκων ή να ληφθούν υπόψη ένορκες καταθέσεις αυτών (ΑΠ 2134/2007, ΑΠ 417/2007, ΑΠ 648/1989, ΕφΠατρ [Μον] 27/2019 ο.π.). Από το συνδυασμό των προαναφερομένων διατάξεων συνάγεται ότι επί δικών που αφορούν σε διαφορές για διατροφή λόγω γάμου ή και συγγένειας και οι αγωγές ασκήθηκαν πριν από την 1.1.2016 και εκδικάστηκαν στον πρώτο βαθμό με τη διαδικασία των άρθρων 666 παρ. 1, 667, 671 παρ. 1 έως 3 και 672 έως 676 KΠολΔ (κατ’ άρθρο 681Β΄ παρ. 1 του ίδιου Κώδικα), ως ίσχυαν πριν την κατά τα ως άνω κατάργησή τους, οι ένορκες βεβαιώσεις που δόθηκαν από τέκνα των διαδίκων (είτε κοινά είτε του ενός από προηγούμενο γάμο του) στο πλαίσιο της τελευταίας αυτής διαδικασίας, λαμβάνονται υπόψη καθόσον κατά το χρόνο της λήψης τους ήταν επιτρεπτά αποδεικτικά μέσα, μολονότι σε αγωγές για τέτοιες διαφορές που ασκούνται από 1.1.2016 και μετά δεν επιτρέπονται.  (ΕφΑιγ 69/2020 ΤΝΠ Νομος). Σημειώνεται δε ότι μετά την ισχύ της διάταξης του άρθρου  597 παρ. 2 KΠολΔ,  η εξέταση ενόρκως ως μαρτύρων των τέκνων των διαδίκων, συνιστά ανυπόστατο αποδεικτικό μέσο και η ως άνω απαγόρευση λαμβάνεται και αυτεπάγγελτα υπ` όψιν από το Δικαστήριο.

Από την επανεκτίμηση των καταθέσεων των μαρτύρων των διαδίκων που εξετάστηκαν ενόρκως στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά αυτού, όλα τα έγγραφα που οι διάδικοι προσκομίζουν και επικαλούνται καλούνται νομίμως, μεταξύ των οποίων και οι με αριθμούς …/19.9.2007 και …../19.9.2007 ένορκες βεβαίωσεις που λήφθηκαν με επιμέλεια του εκκαλούντος ενώπιον του Ειρηνοδίκη στο πλαίσιο δίκης ασφαλιστικών μέτρων περί επιδίκασης προσωρινής διατροφής μεταξύ των διαδίκων, και λαμβάνονται υπόψη για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, η δε δεύτερη αν και καταθέτει σε αυτήν η θυγατέρα των διαδίκων, …………., καθώς σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, αυτή λήφθηκε πριν την ισχύ του Ν. 4335/2015,  ενώ δεν λαμβάνεται υπόψη, ούτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων η με αριθμό ……./17.9.2019 ένορκη βεβαίωση, επειδή με αυτήν καταθέτει η ίδια θυγατέρα των διαδίκων, πρόσωπο του οποίου η εξέταση ως μάρτυρα δεν επιτρέπεται μετά την ισχύ του Ν 4335/2015 (597 παρ. 2 ΚΠολΔ), και συνιστά ανυπόστατο αποδεικτικό μέσο, καθώς επίσης και από τα διδάγματα της λογικής και της κοινής πείρας, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Οι διάδικοι τέλεσαν νόμιμο θρησκευτικό γάμο το έτος 1983, από τον οποίο απέκτησαν δυο παιδιά, την … και την ……, γεννηθείσες κατά τα έτη 1985 και 1987, αντιστοίχως. Η έγγαμη συμβίωση των διαδίκων παρουσίασε εξαρχής προβλήματα, καθώς ο εκκαλών απευθυνόταν στην εφεσίβλητη με εξυβριστικές και μειωτικές για την προσωπικότητά της εκφράσεις, ανά καιρούς δε εγκατέλειπε για σύντομα χρονικά διαστήματα την συζυγική οικία, στην οποία επέστρεφε μετά από τις συμβουλές των συγγενών του και των φιλικών του ατόμων. Το έτος 2004, η εφεσίβλητη υποβλήθηκε σε ολική μαστεκτομή καθώς προσβλήθηκε από καρκίνο του μαστού. Αν και αρχικά ο εκκαλών της συμπαραστάθηκε κατά τον Ιούνιο του έτους 2005 και ενόσω η εφεσίβλητη υποβαλλόταν ακόμα σε χημειοθεραπείες απομακρύνθηκε εκ νέου ψυχικά από εκείνη, και συνέχισε την απαξιωτική συμπεριφορά του, εγκαταλείποντας την συζυγική οικία και κατά τις περιόδους που επέστρεφε, φερόμενος μειωτικά και εξυβριστικά προς την τελευταία. Η εφεσίβλητη, συνεπεία της συμπεριφορά αυτής, αποχώρησε από την συζυγική οικία, την 20-6-2007 και υπέβαλε αίτηση περί λήψης ασφαλιστικών μέτρων για την επιδίκαση προσωρινής διατροφής. Επι της αιτήσεως αυτής, εκδόθηκε η με αριθμό 10173/2007 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων), με την οποία πιθανολογήθηκε  η υπαιτιότητα του εκκαλούντος για την διάσπαση της έγγαμης συμβίωσης και επιδικάστηκε προσωρινή μηνιαία διατροφή ποσού 500 ευρώ στην εφεσίβλητη. Η τελευταία επανήλθε στην συζυγική οικία τον Φεβρουάριο του έτους 2008 προκειμένου να συνδράμει την μεγαλύτερη κόρη των διαδίκων σε πρόβλημα υγείας που αντιμετώπιζε, συμβιώνοντας τυπικά με τον εκκαλούντα, αντιμετωπίζοντας τα ίδια προβλήματα συμπεριφοράς του μέχρι και το Μάϊο του έτους 2016, σύμφωνα με την σαφή και πειστική κατάθεση της μάρτυρός της στο ακροατήριο, οπότε και ο εναγόμενος αποχώρησε οριστικά από την συζυγική κατοικία και κατά τον χρόνο της συζήτησης της αγωγής ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, συμβίωνε με νέα σύντροφο, όπως κατέθεσε ενόρκως ο μάρτυράς του στο ακροατήριο. Σύμφωνα με όσα πραγματικά περιστατικά εκτέθηκαν η διάσπαση της έγγαμης σχέσης των διαδίκων οφείλεται αποκλειστικά σε υπαιτιότητα του εκκαλούντος, εφόσον δεν αποδείχθηκε καμίας μορφής υπαιτιότητα της εφεσίβλητης για τούτο. Σε αντίθετη δικανική πεποίθηση δεν μπορεί να οδηγήσει η κατάθεση του μάρτυρος εκκαλούντος που εξετάστηκε στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και απέδωσε αρχικά την διάσπαση της έγγαμης συμβίωσής των διαδίκων γενικά σε ασυμφωνία, και εν συνεχεία κατέθεσε ότι ήταν αυτόπτης σε περιστατικό όπου η εφεσίβλητη αναφέρθηκε με άσχημους χαρακτηρισμούς για τον εκκαλούντα, χωρίς να προκύπτει από το κείμενο της κατάθεσής του ότι έχει ίδια γνώση άλλων περιστατικών που θα μπορούσαν να θεμελιώσουν υπαιτιότητα της εφεσίβλητης για την διάσπαση της έγγαμης συμβίωσης των διαδίκων, για την οποία δεν αρκεί η αναφορά ενός μεμονωμένου περιστατικού.  Ομοίως υπαιτιότητα της εφεσίβλητης για την διάσπαση της έγγαμης συμβίωσης δεν μπορούν να στοιχειοθετήσουν περιορισμένα περιστατικά σύγκρουσης με την μεγαλύτερη κόρη των διαδίκων. Ορθώς επομένως με την εκκαλουμένη απόφαση κρίθηκε ότι ο εκκαλών είναι υπαίτιος της διάσπασης έγγαμης συμβίωσης των διαδίκων, και συνεπώς ορθώς απορρίφθηκε η ένσταση περί επιδίκασης στοιχειώδους διατροφής στην εφεσίβλητη, βασιζόμενη στην περ. β΄του άρθρου 1392 ΑΚ, σε συνδυασμό με το άρθρο 1495 του ίδιου Κώδικα, απορριπτομένων των περί του αντιθέτου πρώτου και δεύτερου λόγου της κρινόμενης έφεσης. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι ο εκκαλών είναι ο ουσιαστικός διαχειριστής και κύριος υπεύθυνος επιχείρησης αναψυκτηρίου (φαστ φουντ)  στο ……………, πλησίον του νοσοκομείου «……», η οποία λειτουργεί με την επωνυμία «………..», στην οποία συμμετέχουν εμφανώς η κόρη των διαδίκων …. ως ομόρρυθμος εταίρος  σε ποσοστό 30% και ο αδελφός του εκκαλούντος ως ετερόρρυθμος εταίρος σε ποσοστό 70%. Η ως άνω εταιρεία συστάθηκε το έτος 2007 λειτουργώντας ένα αναψυκτήριο επί της οδού ……….., ενώ το 2008 άνοιξε και δεύτερο κατάστημα το οποίο λειτουργούσε επί της οδού …………. το οποίο έκλεισε την 22.5.2020. Ο εκκαλών ισχυρίστηκε, ισχυρισμό που επαναφέρει και με τον τρίτο λόγο της έφεσής του,  ότι η επιχείρηση αυτή ανήκει στον αδελφό του και στην κόρη του, και ότι ο ίδιος απασχολήθηκε αρχικά ως επιβλέπων στο δεύτερο κατάστημα και μετά το κλείσιμο αυτού, βοηθά στο πρώτο κατάστημα ως διανομέας, με έσοδα που δεν ξεπερνούν το ποσό των 500 ευρώ μηνιαίως. Ο ως άνω ισχυρισμός του εκκαλούντος κρίνεται απορριπτέος ως αβάσιμος επειδή το έτος 2007 που άρχισε η λειτουργία της επιχείρησης η κόρη των διαδίκων, γεννηθείσα το έτος 1985 ήταν μόλις 22 ετών, ήτοι σε ηλικία που σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας δεν είχε την εμπειρία, ούτε αποδείχθηκε ότι είχε προβεί σε σπουδές σχετικές με τις επιχειρήσεις, ώστε να κριθεί ότι η ίδια είναι που πράγματι ασχολείται με την επιχείρηση αυτή, επιπλέον δε δεν αποδείχθηκε ότι διέθετε ιδία κεφάλαια, για να συνεισφέρει στην επιχείρηση. Καθίσταται επομένως σαφές ότι ο εκκαλών τοποθέτησε στην επιχείρηση αυτή την θυγατέρα και τον αδελφό του, ενώ ο ίδιος ουσιαστικά κινεί την επιχείρηση καρπωνόμενος τα σχετικά έσοδα. Σημειώνεται ότι ο εκκαλών διαθέτει επιχειρηματική εμπειρία, καθώς μετέχει ως ομόρρυθμος εταίρος με ποσοστό 3% σε εταιρεία εμπορίας υγρών καυσίμων με την επωνυμία «……………..». Στην ίδια εταιρεία μετέχει ως ετερόρρυθμος εταίρος με ποσοστό 97% και απασχολείται κυρίως ο αδελφός του ………… Επίσης από το έτος 2004, που σταμάτησε να εργάζεται στο ξενοδοχείο ……….. , σύμφωνα με την κατάθεση του μάρτυρά του, ο εκκαλών δεν ισχυρίζεται ότι έχει κάποια άλλη απασχόληση, ούτε δηλώνει εισοδήματα από κάποια άλλη πηγή, γεγονός που ενισχύει την δικανική πεποίθηση ότι τα εισοδήματά του προέρχονται από την ως άνω επιχείρηση του αναψυκτήριου, ελλείψη άλλης πηγής εισοδημάτων, τα  οποία (εισοδήματα) επαρκούν για να διατρέφεται επί μακρό χρονικό διάστημα. Επιπλέον ισχυρίζεται ότι από το έτος 2020 απασχολείται ως διανομέας στην επιχείρηση του αναψυκτηρίου, λαμβάνοντας 500 ευρώ το μήνα, χωρίς να προσκομίζει οποιοδήποτε έγγραφο που να καταδεικνύει την απασχόλησή του αυτή, ούτε την κυριότητα δικύκλου που να χρησιμοποιεί για τις διανομές, επιπλέον δε οι ετήσιες δηλώσεις εισοδήματός του είναι μηδενικές. Από την ως άνω επιχείρηση ο εκκαλών κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, λαμβάνοντας υπόψη την ανάπτυξη των επιχειρήσεων εστίασης, την προνομιακή θέση του αναψυκτήριου, πλησίον μεγάλου θεραπευτικού ιδρύματος αλλά και κοντά σε σταθμούς μέσων μαζικής μεταφοράς αποκερδαίνει μηνιαίως τουλάχιστον το ποσό των 1.700 ευρώ. Ο ισχυρισμός περαιτέρω, του ιδίου, που επαναφέρεται επίσης με τον τέταρτο λόγο της έφεσής του, ότι η εν λόγω εταιρία παρουσιάζει ζημίες και όχι κέρδη, σύμφωνα με τα επίσημα φορολογικά στοιχεία και την τελευταία υποβληθείσα φορολογική δήλωση, τυγχάνει απορριπτέος, καθόσον η δήλωση αυτή υποβάλλεται σύμφωνα με τα όποια στοιχεία παρουσιάζει η εν λόγω επιχείρηση και δεν αποτελεί ασφαλές προσδιοριστικό κριτήριο των εισοδημάτων της, αφού δεν προκύπτει εάν η ως άνω δήλωση έχει ελεγχθεί από τις αρμόδιες φορολογικές αρχές και έχει κριθεί ειλικρινής (ΕφΑΘ 1575/2023). Σε κάθε δε περίπτωση η προσκομιζόμενη δήλωση της επιχείρησης αφορά το φορολογικό έτος 2018 και όχι το επίδικο χρονικό διάστημα και επομένως δεν είναι πρόσφορο αποδεικτικό μέσο. Επιπλέον, ο εκκαλών διαθέτει και τα εξής περιουσιακά στοιχεία: α) είναι συγκύριος κατά ποσοστό ½ εξ αδιαιρέτου διαμερίσματος επιφανείας 113 τ.μ., που βρίσκεται στο τέταρτο όροφο πολυκατοικίας κείμενης επί της οδού ………….., που αποτελούσε και την οικογενειακή κατοικία των διαδίκων, και της υπόγειας αποθήκης του, επιφανείας 11,44 τ.μ., β) είναι κύριος ισόγειας κατοικίας συνολικού εμβαδού 50 τ.μ., κείμενης στο Δήμο ……. Μεσσηνίας, γ) είναι κύριος ενός αγροτεμαχίου στη … Αττικής, θέση …., εμβαδού 512 τ.μ., δ) είναι ιδιοκτήτης ελαιώνα εκτάσεως 5.000 τ.μ. που βρίσκεται στη θέση ……….. στο δημοτικό διαμέρισμα …. του Νομού Μεσσηνίας, σύμφωνα με όσα δηλώνει στο έντυπο Ε9. Ο ισχυρισμός του εκκαλούντος, περιλαμβανόμενος και στον τέταρτο λόγο έφεσης ότι δεν τυγχάνει κύριος του τελευταίου ακινήτου και ότι το δηλώνει στο Ε9 προκειμένου να καταστεί κύριος αυτού με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας δεν κρίνεται πειστικός καθώς είναι αντίθετο με τα διδάγματα της κοινής πείρας, να φορολογείται ο πολίτης για ακίνητο το οποίο δεν του ανήκει, ούτε η δήλωση ακινήτου στο Ε9 από μόνη της επαρκεί νομικά για να θεμελιωθεί κυριότητα με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας. Εκτός των ανωτέρω ακινήτων, διαθέτει και ένα ΙΧΕ αυτοκίνητο, εργοστασίου κατασκευής Mercedes, 1799 κυβικών με έτος πρώτης κυκλοφορίας 1998 και με αριθμούς πινακίδων …………. Άλλη περιουσία ή εισοδήματα δεν αποδείχθηκε ότι διαθέτει ο εκκαλών. Διέμενε δε κατά τον χρόνο συζήτησης της αγωγής στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο σε μισθωμένη κατοικία με τη νέα σύντροφό του στο ……….. Αττικής, χωρίς να ισχυρίζεται ότι βαρύνεται ο ίδιος με δαπάνες ενοικίου. Δεν βαρύνεται με άλλες διατροφικές υποχρεώσεις προς τρίτα πρόσωπα, και δεν έχει ιδιαίτερες δαπάνες, πλην των συνήθων για διατροφή και συντήρησή του. Η εφεσίβλητη είναι απόφοιτος δημοτικού σχολείου και κατά τη διάρκεια της έγγαμης συμβίωσης απασχολήθηκε στις επιχειρήσεις του εκκαλούντος, αναψυκτήριο και βενζινάδικο, πλην ενός μικρού διαστήματος τεσσάρων ετών που λειτουργούσε δική της επιχείρηση (κατάστημα) εμπορίας ενδυμάτων. Το έτος 2004 διαγνώστηκε με επιθετικό καλπάζοντα καρκίνο τύπο Grade III στον αριστερό μαστό και υποβλήθηκε σε χειρουργική επέμβαση αφαίρεσής του με μαστεκτομή και μασχαλιαίο λεμφαδενικό καθαρισμό, κατά τον οποίο αφαιρέθηκαν 16 λεμφαδένες. Εν συνεχεία υποβλήθηκε σε χημειοθεραπείες , ακτινοθεραπεία και ορμονοθεραπεία. Τον Απρίλιο του έτους 2009 εμφάνισε υποτροπή της νόσου με τη μορφή της μεσοθωρακικής λεμφαδενοπάθειας, οπότε υποβλήθηκε σε νέο κύκλο χημειοθεραπειών, ακτινοθεραπειών και ορμονοθεραπειών, όπως αποδεικνύεται από την με αριθμό πρωτοκόλλου ……./1/14.11.2014 ιατρική βεβαίωση του Γενικού Αντικαρκινικού Ογκολογικού Νοσοκομείου Αθηνών «………….». Περαιτέρω, τον Απρίλιο του 2013, υποβλήθηκε σε χειρουργική αφαίρεση κακοήθους νεοπλάσματος των οστών και των αρθρικών χόνδρων, πάσχοντας από κακοήθη νεοπλάσματα του μυοσκελετικού με καταστροφικές (συστηματικές) συνυπάρχουσες παθήσεις –επιπλοκές, όπως βεβαιώνεται με το από 16.4.2013 εξιτήριο του Γενικού Νοσοκομείου Δυτικής Αττικής …………., ενώ από το με ημερομηνία 28.2.2022 έγγραφο του τμήματος πυρηνικής φυσικής του ΓΟΝΑ ………, προκύπτει ότι δεν παρατηρούνται ευρήματα ενδεικτικά δευτεροπαθών εντοπίσεων (κακοήθειας), αλλά σε σύγκριση με το σπινθηρογράφημα της 12.2.2020 παρουσιάζονται εντονότερες οι εκφυλιστικού τύπου αλλοιώσεις στις ποδοκνημικές αρθρώσεις και τους ταρσούς. Επιπλέον η εφεσίβλητη πάσχει από θυρεοειδοπάθεια, παρακολουθούμενη από ενδοκρινολόγο του νοσοκομείου «……….» και χρήζει χειρουργικής αντιμετώπισης. Λόγω των προβλημάτων υγείας της από το έτος 2005 έως και το έτος 2014 κρίθηκε ανάπηρη με ποσοστό αναπηρίας 80% και έτυχε αναπηρικής συντάξεως από το Ταμείο Επαγγελματιών και Βιοτεχνών Ελλάδος, ποσού 422,75 Ευρώ, ενώ επιπλέον λάμβανε και επίδομα του ΕΚΑΣ ποσού 200,00 Ευρώ, παροχές που σταμάτησαν, η μεν αναπηρική σύνταξη, επειδή το ποσοστό αναπηρίας της κρίθηκε εκ νέου για το χρονικό διάστημα ετών 2014-2016 και προσδιορίστηκε σε 40% το δε ΕΚΑΣ λόγω της κατάργησής του. Επισημαίνεται ότι το αίτημα του εκκαλούντος να προσκομιστεί από την πλευρά της εφεσίβλητης, η απόφαση του Τ.Ε.Β.Ε. με την οποία κρίθηκε ικανή για εργασία και διακόπηκε το επίδομα αναπηρίας, το οποίο και πρωτοδίκως προβλήθηκε και απορρίφθηκε, τυγχάνει απορριπτέο προτίστως ως αόριστο καθώς δεν περιγράφεται επαρκώς το έγγραφο, μη αναφερόμενης της χρονολογίας του και του αριθμού της απόφασης (179/2024 ΤΝΠ Νομος), επιπλέον δε ήδη εκτέθηκε ότι το ποσοστό αναπηρίας της εφεσίβλητης προσδιορίστηκε σε 40%. Από τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά συνάγεται ότι λόγω της βεβαρυμένης υγείας της εφεσίβλητης, η οποία είναι αναμφισβήτητη παρά την μείωση του ποσοστού αναπηρίας της σε συνδυασμό με την ηλικία της, (59 ετών) κατά τον χρόνο συζήτησης της αγωγής, αποκλείεται η απασχόλησή της σε εργασίες με έντονη σωματική καταπόνηση και ορθοστασία ενώ το χαμηλό μορφωτικό της επίπεδο καθώς είναι απόφοιτος δημοτικού σχολείου, και η έλλειψη εργασιακής εμπειρίας εκτός των οικογενειακών επιχειρήσεων, δεν καθιστούν δυνατή την εξεύρεση εργασίας γραφείου, απορριπτομένου του περί του αντιθέτου ισχυρισμού του εκκαλούντος, που περιλαμβάνεται στον πέμπτο λόγο της έφεσής του. Η εφεσίβλητη διαμένει στο διαμέρισμα που αποτέλεσε την οικογενειακή οικία στο …………… Αττικής, στο οποίο είναι επικαρπώτρια σε ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου, με όλο του τον οικιακό εξοπλισμό, επιβαρυνόμενη με τις δαπάνες συντήρησης αυτού καθώς επίσης και με την πληρωμή των λογαριασμών οργανισμών κοινής ωφελείας. Επίσης είναι επικαρπώτρια διαμερίσματος στη ….. Αττικής, επιφανείας 47 τ.μ., επί της οδού …………., το οποίο έχει παραχωρήσει για να διαμένει η μικρότερη θυγατέρα των διαδίκων, Μαρία, στην οποία έχει μεταβιβάσει την ψιλή κυριότητα αμφότερων των ακινήτων. Άλλη περιουσία ή εισοδήματα από οποιαδήποτε πηγή δεν αποδείχθηκε ότι διαθέτει η εφεσίβλητη, ούτε άλλες διατροφικές υποχρεώσεις προς τρίτα πρόσωπα. Εξάλλου, ενόψει του ότι η έγγαμη συμβίωση διακόπηκε για λόγο που αφορά στο πρόσωπο του εκκαλούντος, η εφεσίβλητη δικαιούται διατροφής από το σύζυγό της, η οποία λαμβάνοντας υπόψη τις ανωτέρω οικονομικές δυνατότητες των διαδίκων, τις διατροφικές  ανάγκες της ενάγουσας και την παραχώρηση του 50% εξ αδιαιρέτου της πρώην συζυγικής κατοικίας από τον εκκαλούντα ανέρχεται στο ποσό των 450 ευρώ όπως ορθά έκρινε η εκκαλουμένη απόφαση. Το αίτημα του εκκαλούντος το οποίο επαναφέρεται με τον ένατο λόγο της έφεσής του, περί συνυπολογισμού στην διατροφή της εφεσίβλητης ποσού 430 ευρώ, ως μηνιαία μισθωτική αξία του οικιακού εξοπλισμού και των κινητών πραγμάτων, κυριότητάς του που της παραχώρησε μαζί με την χρήση της οικίας τυγχάνει απορριπτέο, αφού ο εκκαλών, που φέρει το σχετικό βάρος απόδειξης, δεν απέδειξε την κυριότητά του επί των αναφερόμενων στην αγωγή κινητών πραγμάτων και το πρωτοβάθμιου Δικαστήριο που απέρριψε σιγή τον ως άνω ισχυρισμό δεν έσφαλε, συμπληρούμενης της αιτιολογίας του, ως προς το ζήτημα αυτό με την παρούσα απόφαση. Περαιτέρω, ο εκκαλών παραπονείται ,με τον έκτο λόγο της έφεσής του επειδή η εκκαλουμένη απόφαση εσφαλμένα απέρριψε ως μη νόμιμη την ένσταση που παραδεκτά πρότεινε ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου περί καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος της εφεσίβλητης. Η προβληθείσα ένστασή του βασιζόταν στους ισχυρισμούς ότι η εφεσίβλητη αφενός είναι πλήρως ικανή για εργασία από την οποία δύναται να αποκερδαίνει το ποσό των 500 ευρώ μηνιαίως και παραλείπει υπαιτίως να το πράξει, αφετέρου ότι υπαιτίως δεν συναινεί στην εκμίσθωση της πρώην συζυγικής οικίας, μισθωτικής αξίας τουλάχιστον 800 ευρώ μηνιαίως, από την οποία θα λαμβάνει το ποσό των 400 ευρώ, ενώ μπορεί να στεγαστεί στο διαμέρισμα της επί της οδού ……………., και κατ’ αποτέλεσμα από τις υπαίτιες παραλείψεις της δεν αποκομίζει το ποσό των εννιακοσίων ευρώ που καλύπτει τις διατροφικές της ανάγκες προς οικονομική επιβάρυνση του εκκαλούντος και ότι κατά τρίτο λόγο στην άσκηση της κρινόμενης αγωγής δεν προέβη λόγω της οικονομικής της αδυναμίας, αλλά για λόγους εκδίκησης επειδή  ο εκκαλών αρνήθηκε να της καταβάλει το ποσό των 500.000 ευρώ, προκειμένου να συναινέσει στην λύση του γάμου τους. Η εκκαλουμένη απόφαση που απέρριψε  ως μη νόμιμη την ως άνω ένσταση με το αιτιολογικό ότι οι προταθέντες από τον εκκαλούντα ισχυρισμοί συνιστούν αρνητικούς της αγωγής ισχυρισμούς έσφαλε, και τούτο διότι ο εκκαλών δεν ισχυρίστηκε ότι η εφεσίβλητη έχει εισοδήματα από τα οποία μπορεί να αυτοδιατρέφεται αλλά ότι υπαιτίως ενώ είναι ικανή προς εργασία και διαθέτει ακίνητη περιουσία που μπορεί να αξιοποιήσει δεν το πράττει προκειμένου να ζημιώσει οικονομικά τον εκκαλούντα, συμπεριφορά που δεν μπορεί να γίνει ανεκτή κατά τα επικρατούντα χρηστά ήθη. Ο πρώτος προβαλλόμενος ισχυρισμός του εκκαλούντος αμέσως ανωτέρω απορρίφθηκε ως ουσία αβάσιμος, αφού κρίθηκε πράγματι ότι η εφεσίβλητη, για τους λόγους που προαναφέρθηκαν δεν δύναται να εργαστεί. Ακόμα ο ισχυρισμός ότι η εφεσίβλητη, αρνείται να συναινέσει στην εκμίσθωση του διαμερίσματος στο οποίο διαμένει και να καλύπτει τις διατροφικές της ανάγκες από το ποσοστό του μισθώματος που της αναλογεί, με παράλληλη μετακόμιση στο έτερο ακίνητο του οποίου έχει την επικαρπία στη Νίκαια, τυγχάνει απορριπτέος ως ουσία αβάσιμος, καθώς η τυχόν άρνησή της δεν είναι αναίτια, αλλά αιτιολογημένη καθώς σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας η εκμίσθωση του ακινήτου ενδέχεται να καθυστερήσει, επιπλέον δε ενέχει τον κίνδυνο καθυστέρησης πληρωμής μισθωμάτων ή λύσης της μισθωτικής σχέσης, με αποτέλεσμα την απορία της εφεσίβλητης, ενώ θα σήμαινε περαιτέρω ταλαιπωρία για την ίδια,  συνάμα δε το ακίνητο της Νίκαιας έχει παραχωρηθεί στην κόρη των διαδίκων, που είναι και η ψιλή κυρία αυτού, για να καλύψει τις στεγαστικές ανάγκες της τελευταίας, χωρίς να αποδειχθεί αλλά και ούτε ο εκκαλών να ισχυρίζεται ότι η ως άνω θυγατέρα τους μπορεί να καλύψει με τις οικονομικές της δυνάμεις την ενοικίαση έτερου διαμερίσματος. Ομοίως ο ισχυρισμός του εκκαλούντος ότι η αγωγή δεν ασκήθηκε λόγω της οικονομικής αδυναμίας της εφεσίβλητης, αλλά για λόγους εκδίκησης επειδή ο ίδιος δεν συναίνεσε στην καταβολή του ποσού των 500.000 ευρώ στην εφεσίβλητη, προκειμένου η τελευταία να δεχθεί να λυθεί ο γάμος τους με συναινετικό διαζύγιο, είναι απορριπτέος, ως ουσιαστικά αβάσιμος και τούτο διότι, κατά τα προεκτεθέντα, αποδείχθηκε η οικονομική αδυναμία της εφεσίβλητης, αφετέρου κατά το έτος 2019 είχε συμπληρωθεί το χρονικό διάστημα της διετούς διάστασης των διαδίκων και επομένως ο εκκαλών δεν εμποδιζόταν να ασκήσει αγωγή διαζυγίου, όπως και το έπραξε, με αποτέλεσμα να λυθεί ο γάμος των διαδίκων, όπως κατωτέρω θα αναφερθεί. Συνεπώς η ένσταση περί καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος της εφεσίβλητης είναι νόμιμη, όμως σύμφωνα με όσα αποδείχθηκαν, πάλι πρέπει να απορριφθεί, αλλά ως ουσιαστικά αβάσιμη, διότι δεν προέκυψε η ικανότητα της εφεσίβλητης προς εργασία, ούτε η αδικαιολόγητη αξιοποίηση της περιουσίας της, αλλά ούτε και η άσκηση της αγωγής με αποκλειστικό σκοπό την οικονομική εξόντωση του εκκαλούντος. Η απόρριψη της ένστασης κατ` ουσία, ενώ κατά την εκκαλουμένη είχε απορριφθεί ως μη νόμιμη, δεν μπορεί να γίνει με αντικατάσταση αιτιολογίας κατ` άρθρο 534 KΠολΔ. και χωρίς να έχει ασκηθεί αντίθετη έφεση ή αντέφεση από την εφεσίβλητη, διότι τότε το εφετείο υπερβαίνει τα όρια του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης και λαμβάνει υπόψη πράγματα μη προταθέντα. Συνεπώς θα πρέπει προηγουμένως να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη κατ` αποδοχή της έφεσης και εν συνεχεία, κατά την διακράτηση της υπόθεσης και την ουσιαστική έρευνα της αγωγής, ν` απορριφθεί η κριθείσα ως νόμιμη ένσταση από ουσιαστική πλέον άποψη, σύμφωνα με τις παραδοχές που ανωτέρω εκτέθηκαν (βλ. ΑΠ 829/2007 ΝΟΜΟΣ). Κατ` ακολουθία θα πρέπει  να γίνει δεκτή η έφεση ως βάσιμη και κατ` ουσία, για τον βάσιμο λόγο της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής του νόμου ως  προς την απόρριψη της ένστασης καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος της εφεσίβλητης σε επιδίκαση διατροφής ως μη νόμιμης, απορριπτομένων των λοιπών λόγων αυτής, να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση, να κρατηθεί η υπόθεση και να δικασθεί η αγωγή και να γίνει εν μέρει δεκτή η αγωγή ως  ουσιαστικά βάσιμη, να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να καταβάλλει στην ενάγουσα το ποσό των 450 ευρώ μηνιαίως ως επιδικασθείσα διατροφή.

Επίσης  η ενάγουσα επικαλείται και προσκομίζει για πρώτη φορά ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, επικυρωμένο αντίγραφο της υπ` αριθμ. 2419/7.7.2020 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία απαγγέλθηκε η λύση του γάμου των διαδίκων και η οποία, όπως προκύπτει από την επισημείωση του Δικαστικού Επιμελητή ……., σε αντίγραφο αυτής, επιδόθηκε στην εφεσίβλητη την 29.7.2020. Η ως άνω απόφαση  έχει ήδη καταστεί αμετάκλητη, από τις 29.3.2021, με την άπρακτη παρέλευση της προθεσμίας άσκησης κατ` αυτής των ενδίκων μέσων, της έφεσης εντός τριάντα ημερών από την επίδοσή της, μη συνυπολογιζομένων των ημερών του Αυγούστου αρχικά και κατόπιν της, αναψηλάφησης και της αναίρεσης, η οποία στην περίπτωση επίδοσής της προσδιορίζεται από την προθεσμία των έξι (6) μηνών της αναψηλάφησης, η οποία συντρέχει με εκείνη των τριάντα ημερών της αναίρεσης και επομένως ο γάμος των διαδίκων έχει λυθεί αμετάκλητα από την ανωτέρω ημερομηνία, όπως συνομολογεί με τις προτάσεις της η ενάγουσα. Κατόπιν τούτων η αξίωση περί διατροφής της ενάγουσας συζύγου, που απέστη της έγγαμης συμβίωσης από εύλογη αιτία, παύει πλέον να υπάρχει από τις 29.3.2021 (που κατέστη αμετάκλητη η κηρύττουσα τη λύση του γάμου δικαστική απόφαση), η δε μετά το διαζύγιο αξίωσή της περί διατροφής της, κατ` άρθρο 1442 ΑΚ έχει διαφορετικό δικαιολογητικό ρόλο ερείδεται επί διαφορετικών προϋποθέσεων και συνεπώς αποτελεί διαφορετική αξίωση, η άσκηση της οποία απαιτεί άλλη αγωγή (βλ. Εφ. Αθ. 6908/1985 Αρχ.Ν. 36,73η. Επομένως, η κρινόμενη αγωγή θα πρέπει ν` απορριφθεί, ως μη νόμιμη, για το αιτούμενο χρονικό διάστημα από 29.3.2021 έως 23.4.2021 και να γίνει δεκτή, ως νόμιμη και εν μέρει βάσιμη κατ` ουσίαν μόνον ως προς το αιτούμενο χρονικό διάστημα από την επομένη της επίδοσης της αγωγής (23.4.2019) μέχρι τις 29.3.2021. Περαιτέρω, επειδή η έφεση έγινε δεκτή κατ’ ουσία και απορρίφθηκε εν μέρει η αγωγή, προαποδεικνύεται δε με δικαστική ομολογία  της ενάγουσας που εμπεριέχεται στις νόμιμα κατατεθειμένες προτάσεις της, ότι έχει εισπράξει το συνολικό επιδικασθέν από την πρωτοβάθμια και ήδη εν μέρει εξαφανισθείσα απόφαση ποσό, πρέπει γενομένου εν μέρει δεκτού του αιτήματος του εκκαλούντος περί επαναφοράς των πραγμάτων στην πριν την εκτέλεση της εξαφανισθείσας απόφασης κατάσταση, και πρέπει επομένως να διαταχθεί η επιστροφή του καταβληθέντος από τον εκκαλούντα ποσού των (450/30Χ25) τριακοσίων εβδομήντα πέντε (375)  ευρώ, εντόκως βάσει των διατάξεων των άρθρων 340, 345, 346 ΑΚ από την επίδοση της παρούσας απόφασης στην ενάγουσα, εφόσον πριν από την γνωστοποίηση της εξαφάνισης της πρωτόδικης απόφασης, κατέχει τα δοθέντα με βάση την απόφαση αυτή, ως νόμιμο τίτλο και καθίσταται υπερήμερη από την γνώση της ανατροπής της απόφασης (ΑΠ 193/2023 Νόμος). Τέλος, μέρος των δικαστικών εξόδων της εφεσίβλητης-ενάγουσας και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, λόγω της εν μέρει νίκης της κατά την έκβαση της δίκης πρέπει να επιβληθούν σε βάρος του εκκαλούντος-εναγόμενου σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 183,178 § 1 και 191 § 2 του KΠολΔ, κατά τα ειδικό­τερα οριζόμενα στο διατακτικό, από τα οποία θα αφαιρε­θούν τα ήδη προκαταβληθέντα έξοδα στον πρώτο βαθμό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων την από 30.8.2022 με αριθμό κατάθεσης δικογράφου στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου ΓΑΚ/ΕΑΚ/………./2022 έφεση, κατά της με αριθμό 2818/2020 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και ουσιαστικά την έφεση.

ΕΞΑΦΑΝΊΖΕΙ την με αριθμό 2818/2020 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

ΚΡΑΤΕΙ και δικάζει την από 15.4.2019 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου ΓΑΚ/ΕΑΚ …………./2019 αγωγή.

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ τον εναγόμενο οφείλει να καταβάλλει στην ενάγουσα διατροφή σε χρήμα ποσού τετρακοσίων πενήντα (450) ευρώ μηνιαίως, προκαταβολικά κατά το πρώτο πενθήμερο εκάστου ημερολογιακού μηνός, για χρονικό διάστημα από την επομένη της επίδοσης σε αυτόν της ως άνω αγωγής μέχρι την 29.3.2021, με το νόμιμο τόκο από την καθυστέρηση καταβολής κάθε δόσης και μέχρι την εξόφληση.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εφεσίβλητη να επιστρέψει στον εκκαλούντα το ποσό των τριακοσίων εβδομηντα πέντε (375) ευρώ, νομιμότοκα από την επομένης της επίδοσης σε εκείνην της παρούσας απόφασης και μέχρι την εξόφληση.

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον εκκαλούντα στην καταβολή μέρους της δικαστικής δαπάνης της εφεσίβλητης και για τους δυο βαθμούς δικαιοδοσίας, πέραν των προκαταβλητέων,  την οποία ορίζει στο ποσό των πεντακοσίων (500) ευρώ.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριο του, την 5 Ιουνίου 2025, με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους, με παρούσα την Γραμματέα.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                                        Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ