ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩN
Αριθμός απόφασης 410 /2025
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από την Δικαστή Ελένη Πρέντζα, Εφέτη, η οποία ορίστηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιά και από τη Γραμματέα Ε.Δ
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις ……….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Του εκκαλούντος – εφεσίβλητου: …………, ο οποίος παραστάθηκε δια της πληρεξούσιας δικηγόρου, Αναστασίας Στάϊκου (ΑΜ/ΔΣΠ …….), με δήλωση (άρθ. 242 παρ. 2 ΚΠολΔ) και κατέβαλε το με αρ. ……../15.1.2025 γραμμάτιο προείσπραξης του ως άνω ΔΣ.
Της εφεσίβλητης – εκκαλούσας: Ναυτικής εταιρείας, με την επωνυμία «……..», που εδρεύει στη ……. Αττικής, οδός ……….. και εκπροσωπείται νόμιμα, που παραστάθηκε δια της πληρεξούσιας δικηγόρου, Βιολέτας Καλφοπούλου (ΑΜ/ΔΣΑ …….) και κατέβαλε το με αρ. ……./15.1.2025 γραμμάτιο προείσπραξης του ως άνω ΔΣ.
Ο εκκαλών – εφεσίβλητος άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, και εναντίον της εφεσίβλητης – εκκαλούσας την από 16-12-2021 και με αριθμ. καταθ. ………./2021 αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η με αριθμό 3534/2022 οριστική απόφαση που δέχτηκε εν μέρει αυτήν. Την απόφαση προσέβαλαν αμφότεροι οι εν μέρει ηττηθέντες διάδικοι με τις από 07.04.2023 [ενάγων – Α΄ έφεση] και 25.04.2023 [εναγόμενη – Β΄ έφεση], αντίστοιχα, αντίθετες εφέσεις τους, δικάσιμος των οποίων ορίστηκε αρχικά η 15.2.2024 και κατόπιν αναβολής η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας και έλαβαν αριθμό πινακίου .. και …… αντίστοιχα, αφού, δε, συνεκφωνήθηκαν από το πινάκιο, συζητήθηκαν αντιμωλία των διαδίκων. Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων αναφέρθηκαν στις έγγραφες προτάσεις τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτές.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Οι κρινόμενες αντίθετες εφέσεις: Α] Από 07.04.2023 του ενάγοντος [Α΄ έφεση] και με γενικό αριθμό κατάθεσης και αριθμό κατάθεσης ένδικου μέσου, αντίστοιχα, στη Γραμματεία του εκδόσαντος την προσβαλλόμενη απόφαση Δικαστηρίου, ………./24.04.2023 και για προσδιορισμό δικασίμου στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου, με γενικό και ειδικό, αντίστοιχα, αριθμό έκθεσης κατάθεσης …………/24.04.2023, για την οποία δικάσιμος ορίστηκε αρχικά η 15.2.2024 και κατόπιν αναβολής η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας και έλαβε αριθμό πινακίου ….. και Β] Από 25.04.2023 της εναγόμενης [Β΄ έφεση], με γενικό και ειδικό αντίστοιχα, αριθμό κατάθεσης ένδικου μέσου, στη Γραμματεία του εκδόσαντος την προσβαλλόμενη απόφαση Δικαστηρίου, ……./26.04.2023 και για προσδιορισμό δικασίμου στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου, με γενικό και ειδικό, αντίστοιχα, αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………../26.04.2023, για την οποία δικάσιμος ορίστηκε αρχικά η 15.2.2024 και κατόπιν αναβολής η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας και έλαβε αριθμό πινακίου …., οι οποίες (εφέσεις) στρέφονται εναντίον τής με αρ. 3534/2022 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθρα 663 επ. ΚΠολΔ και 82 ΚΙΝΔ) και δέχτηκε εν μέρει ως ουσιαστικά βάσιμη την από 16-12-2021 και με αριθμ. καταθ. …………/2021 αγωγή του πρώτου κατά της δεύτερης, ασκήθηκαν νομότυπα και εμπρόθεσμα, κατά τα άρθρα 495, 511, 513, 516 § 1, 517 εδαφ. α, 518 § 2 και 520 § 1 ΚΠολΔ, δεδομένου ότι από τα έγγραφα της δικογραφίας δεν προκύπτει, ούτε οι διάδικοι επικαλούνται επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης, ούτε παρήλθε η νόμιμη διετής καταχρηστική προθεσμία από την δημοσίευσή της, στις 21.11.2022, ενώ για το παραδεκτό τους, μολονότι ασκήθηκαν μετά την ισχύ του άρθρου 12 § 2 του ν. 4055/2012, δεν απαιτείται η κατάθεση του παραβόλου της § 4 του άρθρου 495 ΚΠολΔ, που προστέθηκε με τον ανωτέρω νόμο, λόγω της φύσης της διαφοράς ως εργατικής. Εφόσον, δε, οι ένδικες υπό Α και Β, αντίστοιχα, εφέσεις αρμοδίως φέρονται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 § 2 του Ν. 3994/2011), πρέπει να γίνουν τυπικά δεκτές και, αφού ενωθούν και συνεκδικαστούν, με σκοπό την διευκόλυνση και επιτάχυνση της διεξαγωγής της δίκης και την μείωση των εξόδων, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 246, 524 § 1 εδαφ. α και 591 § 1 εδαφ. α ΚΠολΔ, να εξεταστούν κατά την αυτή ως άνω ειδική διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και την βασιμότητα των λόγων κάθε μίας εξ αυτών, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 532, 533 § 1 και 591 § 1 εδαφ. α΄ ΚΠολΔ.
Ο ενάγων – και εκκαλών της υπό Α έφεσης – ισχυρίστηκε με την αγωγή του, όπως αυτή παραδεκτά διορθώθηκε, ότι με διαδοχικές συμβάσεις ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, που κατάρτισε στον Πειραιά με την εναγόμενη, ανώνυμη ναυτιλιακή εταιρία, πλοιοκτήτρια τού, υπό ελληνική σημαία, φορτηγού πλοίου Π, ολικής χωρητικότητας 5.362,81 κόρων, ναυτολογήθηκε σ’ αυτό με την ειδικότητα του ναύτη, διεπομένης της σύμβασης εργασίας του ως προς τις συνθήκες παροχής αυτής και τους όρους αμοιβής από την συλλογική σύμβαση ναυτικής εργασίας πληρωμάτων επί φορτηγών πλοίων άνω των 4500 DWT κατά ρητή προς τούτο πρόβλεψη στη σύμβασης εργασίας του, απασχολούμενος επί 16 ώρες την ημέρα. Ότι εν τοις πράγμασι εκτελούσε εργασία που εναρμονιζόταν με αυτή των συναδέλφων του σε ακτοπλοϊκά οχηματαγωγά πλοία, και ως εκ τούτου οι όροι εργασίας και αμοιβής του διέπονται από την ΣΣΝΕ πληρωμάτων επί ακτοπλοϊκών-επιβατηγών οχηματαγωγών πλοίων που έχει κυρωθεί με την υπ’ αριθμ. 2242.5-1,5/56040/2019 απόφαση του Υπουργείου Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής. Ότι από την ένδικη ναυτολόγησή του και με δεδομένη την εφαρμογή της προαναφερόμενης ΣΣΝΕ διατηρεί αξιώσεις για διαφορά δεδουλευμένων αποδοχών, για αποζημίωση λόγω μη παρασχεθείσας άδειας διανυκτέρευσης, για διαφορά αμοιβής υπερωριακής απασχόλησης και για διαφορά επιδομάτων εορτών. Κατόπιν αυτών ζήτησε, επικαλούμενος τη σύμβαση εργασίας του, άλλως τις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού διατάξεις και κατόπιν τροπής των αγωγικών κονδυλίων υπερωριακής απασχόλησης κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές από καταψηφιστικά σε έντοκα αναγνωριστικά: α] να υποχρεωθεί η εναγόμενη να του καταβάλει το συνολικό χρηματικό ποσό των 16.327,69€ και β] να αναγνωριστεί η υποχρέωση της ίδιας στην καταβολή του συνολικού χρηματικού ποσού των 16.489,25€, όλα δε τα ως άνω ποσά με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση, να κηρυχθεί η εκδοθησόμενη απόφαση προσωρινά εκτελεστή και να καταδικαστεί η εναγόμενη στη δικαστική του δαπάνη. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε ότι η αγωγή αρμόδια καθ’ ύλην και κατά τόπον εισάγεται προς συζήτηση ενώπιόν του (άρθρα 7, 8, 9, 10, 12, 13, 14 παρ. 2, 16 περ. 2, 33 ΚΠολΔ και 51 παρ. 3Α του Ν. 2172/1993, λόγω του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς), κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών (αρ. 614,621,622 ΚΠολΔ και 82 ΚΙΝΔ) και ότι είναι επαρκώς ορισμένη, αφού αναφέρονται, εκτός από τα στοιχεία που απαιτούνται για όλες τις αξιώσεις από ναυτεργατική σύμβαση και συγκεκριμένα ο χρόνος σύναψής της, το είδος της εργασίας και η συμφωνία σχετικά με τον τρόπο αμοιβής του ενάγοντα, η διάρκεια της καθημερινής του απασχόλησης και για όλο το κρίσιμο διάστημα, από την οποία, με σαφήνεια και ακρίβεια προκύπτουν οι ώρες της κανονικής αλλά και της υπερωριακής εργασίας του και ότι για την πληρότητα του δικογράφου της αγωγής αυτής δεν είναι, αντιθέτως, απαραίτητο να αναφέρεται το είδος των κατ’ ιδίαν εργασιών που εκτελέστηκαν, εφόσον αυτό προκύπτει από την αναφορά της ειδικότητας και του βαθμού του ενάγοντος, δεδομένου ότι το είδος και η φύση των καθηκόντων κάθε ναυτικού και των εργασιών που αυτός εκτελεί κατά τον πλου ή όταν το πλοίο ναυλοχεί καθορίζονται λεπτομερώς από τους κανονισμούς εργασίας και τις ναυτικές συνήθειες. Ότι, περαιτέρω, η αγωγή είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων, 340, 341 εδ. α’, 345 εδ. α’, 346, 361, 648 επ. και 904 επ. του ΑΚ, 53, 54, 57, 60 του Ν. 3816/1958 περί Κ.Ι.Ν.Δ., σε συνδυασμό με τις διατάξεις της Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας Πληρωμάτων Φορτηγών Πλοίων από 4500TDW και άνω που κυρώθηκε με την υπ’ αριθμ. ΥΑ 3525.1.2/1/2011, που δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ Β 123/9-2-2011, της Υ.Α. 70109/8008 (Εμπορικής Ναυτιλίας) της 14.12.81/7.1.82 «Προϋποθέσεις χορηγήσεως επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα στους δικαιούμενους ναυτικούς», 176, 907 και 908 παρ. 1 στοιχ. ε’ ΚΠολΔ, πλην: 1) των αγωγικών κονδυλίων για διαφορά δεδουλευμένων αποδοχών και αποζημίωση λόγω μη χορηγηθείσας άδειας, που είναι απορριπτέα στο σύνολό τους στη νομική τους βασιμότητα, καθώς και 2) των αγωγικών κονδυλίων αμοιβής υπερωριακής απασχόλησης του ενάγοντος και επιδομάτων εορτών, καθ’ ο μέρος σε αυτά ο ενάγων υπολογίζει τις αποδοχές του και την αμοιβή έκαστης υπερωριακής ώρας βάσει της ΣΣΝΕ πληρωμάτων επί ακτοπλοϊκών – επιβατηγών οχηματαγωγών πλοίων που έχει κυρωθεί με την υπ’ αριθμ. 2242.5-1.5/56040/2019 απόφαση του Υπουργείου Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, με την αιτιολογία ότι από τα αναφερόμενα στο αγωγικό δικόγραφο, προέκυψε ότι για την εργασία του ενάγοντος στο φορτηγό πλοίο της εναγόμενης και με την ένδικη ατομική σύμβαση εργασίας του έχει γίνει ρητή παραπομπή στις διατάξεις της Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας Πληρωμάτων Φορτηγών Πλοίων από 4500TDW και άνω που κυρώθηκε με την υπ’ αριθμ. ΥΑ 3525.1.2/1/2011, που δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ Β 123/9-2-2011, οπότε και οι όροι αυτοί καθίστανται και θεωρούνται εξαρχής περιεχόμενο της ατομικής σύμβασης εργασίας του, σαν να είχαν συμφωνηθεί με ελεύθερη των μερών διαπραγμάτευση σε ατομικό επίπεδο. Ότι νόμιμα ο ενάγων συνυπολογίζει για τα επιδόματα εορτών το επίδομα αδείας, καθώς και το ημερήσιο αντίτιμο τροφής, το οποίο αποτελεί μέρος των παγίων και σταθερών αποδοχών του ναυτικού, ανεξαρτήτως αν παρέχεται σε χρήμα ή αυτούσια, μη νόμιμα, όμως, το επίδομα ιματισμού, γιατί δεν αποτελεί παροχή καταβαλλόμενη ως αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας. Ότι απορριπτέο στη νομική του βασιμότητα είναι και το παρεπόμενο αίτημα της αγωγής να κηρυχθεί η απόφαση που θα εκδοθεί προσωρινά εκτελεστή, όσον αφορά το αναγνωριστικό αίτημά της, διότι με προσωρινή εκτελεστότητα εξοπλίζονται οι καταψηφιστικές αποφάσεις, οι οποίες μετά την τελεσιδικία τους αποτελούν τίτλους εκτελεστούς και όχι οι αναγνωριστικές, η ενέργεια των οποίων εξαντλείται στο δεδικασμένο που απορρέει από αυτές. Στη συνέχεια, κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη η αγωγή εξετάστηκε και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα δεδομένου ότι μετά τον ως άνω περιορισμό των αγωγικών κονδυλίων δεν απαιτείτο η καταβολή τέλους δικαστικού ενσήμου και έγινε εν μέρει δεκτή και ειδικότερα το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο υποχρέωσε την εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των χιλίων εξακοσίων εννέα ευρώ και τριάντα επτά λεπτών (1.609,37€), με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση, κήρυξε την απόφαση ως προς την ως άνω καταψηφιστική της διάταξη προσωρινά εκτελεστή, αναγνώρισε ότι η εναγόμενη υποχρεούται να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των οκτώ χιλιάδων εκατόν εβδομήντα οκτώ λεπτών (8.178€), με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση και καταδίκασε την εναγόμενη στην πληρωμή μέρους των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος, το οποίο όρισε στο ποσό των τετρακοσίων (400€) ευρώ. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται με τις εφέσεις τους αμφότεροι οι εν μέρει ηττηθέντες διάδικοι για τα κεφάλαια της απόφασης που καθορίζονται με τους λόγους της έφεσής τους και, αποδίδοντάς της εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητούν την εξαφάνιση της εκκαλουμένης με σκοπό ο μεν εκκαλών – ενάγων της υπό Α΄ έφεσης την παραδοχή στο σύνολό της ως ουσιαστικά βάσιμης της αγωγής του, η δε εκκαλούσα – εναγόμενη της υπό Β΄ έφεσης, την απόρριψη της αγωγής στο σύνολό της. Αμφότεροι, δε, οι διάδικοι ζήτησαν την καταδίκη του αντιδίκου τους στην δικαστική τους δαπάνη, αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας.
Από την επανεκτίμηση της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρα απόδειξης, ………, που εξετάστηκε ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, από τις υπ΄ αριθμ. …. και …../30-5-2022 ένορκες βεβαιώσεις, των μαρτύρων ανταπόδειξης, …….. και …….., αντίστοιχα, που δόθηκαν ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιά, κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης (προ τουλάχιστον 2 εργάσιμων ημερών – άρθρ. 422 παρ. 1 ΚΠολΔ, όπως προστέθηκε με το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 3 Ν. 4335/2015) κλήτευσης της υπογράφουσας το σχετικό δικόγραφο δικηγόρου (σχ. η υπ’ αριθμ. ……./20-5- 2022 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας …………..), οι οποίες σταθμίζονται κατά το μέτρο της γνώσης και το βαθμό της αξιοπιστίας κάθε μάρτυρα, από το σύνολο των εγγράφων, που οι διάδικοι νομότυπα με επίκληση επαναπροσκομίζουν, προκειμένου να χρησιμεύσουν είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, προς άμεση απόδειξη είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, από τις ομολογίες των διαδίκων, που συνάγονται από τα δικόγραφά τους και από τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, που λαμβάνονται αυτεπαγγέλτως υπόψιν (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ), αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Σε εκτέλεση τής από 25-5-2020 σύμβασης ναυτικής εργασίας που καταρτίστηκε στον Πειραιά μεταξύ των διαδίκων, ο εκκαλών – εφεσίβλητος ναυτολογήθηκε στον ίδιο τόπο αυθημερόν με την ειδικότητα του ναύτη, στο υπό ελληνική σημαία και αριθμό νηολογίου ……. φορτηγό οχηματαγωγό πλοίο (RO-RO) «Π», πλοιοκτησίας της εκκαλούσας – εφεσίβλητης, ναυτικής εταιρίας, αντί μηνιαίων αποδοχών, που συμφωνήθηκε μεταξύ των συμβαλλόμενων να καθορίζονται από την τελευταία Συλλογική Σύμβαση Ναυτικής Εργασίας Πληρωμάτων φορτηγών πλοίων άνω των 4500 TDW, που κυρώθηκε με την υπ’ αριθμ. ΥΑ 3525.1.2/1/2011, που δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ Β 123/9-2-2011. Επομένως, με την ατομική σύμβαση εργασίας έχει γίνει ρητή παραπομπή στους όρους συγκεκριμένης ΣΣΝΕ και οι όροι αυτοί αποκτούν συμβατική δύναμη (ΑΠ 773/2017 ΝΟΜΟΣ), δηλαδή καθίστανται και θεωρούνται εξαρχής περιεχόμενο της ατομικής σύμβασης εργασίας σαν να είχαν συμφωνηθεί με ελεύθερη των μερών διαπραγμάτευση σε ατομικό επίπεδο και γενεσιουργός όρος της δεσμευτικότητάς τους είναι τότε η ατομική βούληση του εργοδότη και του προσλαμβανόμενου ναυτικού (ΑΠ 256/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Στ. Βλαστός, Συλλογικές Εργασιακές Σχέσεις, 2017, αρ. 124, σελ. 263 – 264). Νόμιμα, δε, η παραπομπή έγινε και σε ΣΣΝΕ της οποίας η ισχύς έχει ήδη λήξει, καθόσον στην περίπτωση αυτή τα μέρη δεν ενδιαφέρει η δεσμευτική της δύναμη αλλά η ποιότητα των κανονιστικών ρυθμίσεων που περιείχε. Συνεπώς, οι όροι της προαναφερόμενης ΣΣΝΕ κατέστησαν κατόπιν συμφωνίας και όροι της επίδικης ατομικής σύμβασης ναυτικής εργασίας. Ειδικότερα, με τον όρο 13 της τελευταίας, εγκύρως συμφωνήθηκε μεταξύ των διαδίκων η εφαρμογή τής ως άνω ΣΣΝΕ, που είναι η τελευταία ισχύουσα Συλλογική Σύμβαση Εργασίας σε Φορτηγά πλοία από 4.500 TDW και άνω και έτσι οι συλλογικές ρυθμίσεις αυτής κατέστησαν και όροι της ατομικής σύμβασης, δεσμευτικοί για αμφότερα τα μέρη. Αυτό επιβεβαιώνεται και από τους λογαριασμούς μισθοδοσίας του εκκαλούντος – εφεσίβλητου, από τους οποίους προκύπτει ότι οι μηνιαίες αποδοχές και τα επιδόματά του υπολογίζονταν σύμφωνα με τα προβλεπόμενα από την ως άνω σύμβαση ποσά για την ειδικότητά του, με μία προσαύξηση στο μισθό ενεργείας και στο επίδομα Κυριακών (συνολικά €1.313,94 αντί €1.223,36) και με την συμφωνία ότι κάθε υπέρτερο καταβληθέν ποσό θα συμψηφίζεται με κάθε τυχόν αύξηση της ΣΣΝΕ. Το γεγονός ότι η εκκαλούσα – εφεσίβλητη συμφώνησε εξ ελευθεριότητας, με τον όρο 8 της επίδικης σύμβασης, να καταβάλει στον εκκαλούντα – εφεσίβλητο τα επιδόματα εορτής Χριστουγέννων και Πάσχα και πάγιο ποσό ύψους 214,60 ευρώ μηνιαίως, ως «κλειστές» υπερωρίες, αντί για επίδομα έχμασης, μολονότι δεν προβλέπονται οι αμοιβές αυτές από την εφαρμοστέα ΣΣΝΕ, δεν έπεται ότι συμφωνήθηκε μεταξύ των διαδίκων και να διέπεται η επίδικη σύμβαση από την Συλλογική Σύμβαση Εργασίας Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών πλοίων, που κυρώθηκε με την υπ’ αριθμό 2242.5-1.5/56040/2019 απόφαση του Υπουργείου Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής (ΦΕΚ 3170 Β/12.8.2019), όπως αβάσιμα ισχυρίζεται ο εκκαλών – εφεσίβλητος με τους 1ο , 2ο , 3ο και 4ο λόγους της έφεσής του. Ο δε από την εκκαλούσα – εφεσίβλητη υπολογισμός των κρατήσεων υπέρ των ασφαλιστικών φορέων ΝΑΤ, ΤΠΑΕΝ κλπ. του εκκαλούντος – εφεσίβλητου, ναυτικού, με βάση τις αποδοχές που ορίζονται στην προαναφερθείσα ΣΣΝΕ Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών πλοίων έγινε προς συμμόρφωση εκ μέρους της τής διάταξης του άρθρου 22 του ν. 3622/2007 «περί ενίσχυσης της ασφάλειας πλοίων, λιμενικών εγκαταστάσεων και άλλες διατάξεις», που προβλέπει ότι «οι τακτικές μηνιαίες εισφορές ναυτικών και πλοιοκτητών φορτηγών – οχηματαγωγών πλοίων, άνω των 1.500 κ.ο.χ., που δρομολογούνται στις θαλάσσιες ενδομεταφορές, σύμφωνα με τις διατάξεις του v. 2923/2001 (ΦΕΚ 1454), όπως εκάστοτε ισχύει και εκτελούν πλόες συνολικής απόστασης άνω των τριάντα (30) ναυτικών μιλίων από τον αφετήριο λιμένα μέχρι τον λιμένα τελικού προορισμού δεν μπορεί να είναι κατώτερες από αυτές που καταβάλλονται για υπηρεσία ναυτικού σε ακτοπλοϊκά επιβατηγά πλοία, αντίστοιχης χωρητικότητας». Η νομοθετική αυτή πρόβλεψη αφορά, όπως ρητά αναγράφεται, μόνο τις ασφαλιστικές εισφορές των ναυτικών που υπηρετούν στη συγκεκριμένη κατηγορία πλοίων και όχι τις αποδοχές αυτών, το ύψος των οποίων καθορίζεται από τις οικείες ανά κατηγορία πλοίου ΣΣΝΕ, που εξακολουθούν να ισχύουν μέχρι να τροποποιηθούν με νόμο. Συνεπώς, αλυσιτελώς επικαλείται ο εκκαλών – εφεσίβλητος την από 17.11.2020 και με αρ. πρωτ. 2242.5/77215/2020 βεβαίωση του Υπουργείου Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, στην οποία αναφέρονται τα παραπάνω σχετικά με τις εισφορές των ναυτικών στο επίδικο πλοίο και στο τέλος αναφέρεται ότι κατά την άποψη της εν λόγω Υπηρεσίας, οι συνθήκες εργασίας ναυτικών που απασχολούνται σε φορτηγά τύπου RO – RO, που είναι δρομολογημένα, προσιδιάζουν σε αυτές των επιβατηγών ακτοπλοϊκών πλοίων. Ομοίως, δε, αλυσιτελώς επικαλείται ο εκκαλών – εφεσίβλητος και την από 17.09.2021 και με αρ. πρωτ. ……. απάντηση της Πανελλήνιας Ναυτικής Ομοσπονδίας (ΠΝΟ) προς την εκκαλούσα – εφεσίβλητη, στην οποία γίνεται αναφορά και (απλή) υπόδειξη –από αναρμόδιο όργανο – ότι το επίδικο πλοίο είναι δρομολογημένο και πλοία της ίδιας κατηγορίας ακολουθούν την ΣΣΕ της ακτοπλοΐας, με μοναδική εξαίρεση την εκκαλούσα – εφεσίβλητη εταιρεία, που εφαρμόζει την ΣΣΕ πληρωμάτων φορτηγών, ότι «πάγια και κύρια αρχή του ασφαλιστικού μας δικαίου είναι ότι οι εκάστοτε εισφορές των εργαζομένων στα ασφαλιστικά – συνταξιοδοτικά τους ταμεία είναι ανάλογες και αντίστοιχες των αποδοχών τους όπως αυτές καθορίζονται από τις οικείες ΣΣΕ. Η ad hoc διάταξη του N3622/2007 ορίζει ότι οι τακτικές μηνιαίες εισφορές ……… δεν μπορεί να είναι κατώτερες από αυτές που καταβάλλονται για υπηρεσία ναυτικού σε ακτοπλοϊκά επιβατηγά πλοία αντίστοιχης χωρητικότητος» και ότι κατόπιν τούτου, η ΠΝΟ καταλήγει ότι η εφαρμοστέα ΣΣΝΕ είναι αυτή των πληρωμάτων της ακτοπλοΐας και όχι αυτή των πληρωμάτων φορτηγών και η μη συμμόρφωση της εκκαλούσας – εφεσίβλητης συνιστά εκ μέρους της ουσιαστική παράβαση νόμου με τις εντεύθεν έννομες συνέπειες. Ουσιαστικά αβάσιμος είναι και ο ισχυρισμός του εκκαλούντος – εφεσίβλητου, που επαναφέρεται με τον πρώτο λόγο της έφεσής του, ότι το πλοίο στο οποίο ήταν ναυτολογημένος μετέφερε και επιβάτες, γεγονός το οποίο δεν αποδείχθηκε, καθόσον αυτό μετέφερε μόνον φορτηγά με τους οδηγούς αυτών, οι οποίοι εξυπακούεται ότι δεν έχουν την έννοια των επιβατών που προσδίδεται στα ακτοπλοϊκά – επιβατηγά πλοία αλλά των συνοδών των φορτηγών αυτοκινήτων. Επομένως, για την κατηγορία του Ο/Γ πλοίου «Π» εφαρμοστέα είναι η κριθείσα και πρωτοδίκως Συλλογική Σύμβαση Ναυτικής Εργασίας Πληρωμάτων φορτηγών πλοίων άνω των 4500 TDW, χωρίς να επηρεάζει την κρίση αυτή ότι το πλοίο ήταν δρομολογημένο σε τακτική γραμμή εντός των ελληνικών λιμένων, καθώς τούτο δεν μεταβάλει και την κατηγορία του πλοίου ως φορτηγού – οχηματαγωγού. Εξάλλου, η ιδιωτική βούληση δεν μπορεί να μεταβάλλει ούτε την κατηγορία του πλοίου, ούτε την κατηγορία των δρομολογίων που αυτό εκτελεί, καθώς τα θέματα αυτά ρυθμίζονται με κανονιστικές διοικητικές πράξεις. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε τα ίδια αν και με ελλιπή αιτιολογία η οποία συμπληρώνεται και από την παρούσα (άρθ. 532 ΚΠολΔ) και απέρριψε τα αγωγικά κονδύλια για διαφορά δεδουλευμένων αποδοχών και αποζημίωση λόγω μη χορηγηθείσας άδειας στο σύνολό τους ως μη νόμιμα και τα αγωγικά κονδύλια αμοιβής υπερωριακής απασχόλησης του ήδη εκκαλούντος – ενάγοντος και επιδομάτων εορτών, καθ’ ο μέρος σε αυτά ο εκκαλών – ενάγων υπολογίζει τις αποδοχές του και την αμοιβή έκαστης υπερωριακής ώρας βάσει της ΣΣΝΕ πληρωμάτων επί ακτοπλοϊκών – επιβατηγών οχηματαγωγών πλοίων με την αιτιολογία ότι για την εργασία του εκκαλούντος – εφεσίβλητου -ενάγοντος στο φορτηγό πλοίο της εφεσίβλητης – εκκαλούσας – εναγόμενης με την ένδικη ατομική σύμβαση εργασίας έχει γίνει ρητή παραπομπή στις διατάξεις της Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας Πληρωμάτων Φορτηγών Πλοίων από 4500 TDW και άνω ορθά το νόμο εφάρμοσε και τις αποδείξεις εκτίμησε και πρέπει ο 1ος, 2ος , 3ος και 4ος λόγοι της έφεσης του εκκαλούντος – εφεσίβλητου – ενάγοντος να απορριφθούν ως ουσιαστικά αβάσιμοι. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι ο εκκαλών – εφεσίβλητος απασχολήθηκε στο πλοίο της εκκαλούσας – εφεσίβλητης, με την ειδικότητα του ναύτη από 25.5.2020 μέχρι 6.5.2021, οπότε απολύθηκε λόγω μετάθεσης. Το πλοίο Π εκτελούσε τα ακόλουθα δρομολόγια: κάθε Δευτέρα αναχωρούσε από το λιμάνι του Πειραιά περίπου στις 20:00. Το πρωί της επομένης δηλαδή κάθε Τρίτη και περί ώρα 09:00, το πλοίο αφικνείτο στην Σούδα, εκφόρτωνε και μετά την εκ νέου φόρτωσή του και αναχωρούσε από το λιμάνι της Σούδας περί ώρα 20:00 της ίδιας ημέρας. Κάθε Τετάρτη, το πλοίο έφτανε στον λιμένα Πειραιώς στις 09:00, εκφόρτωνε, ξεκινούσε η φόρτωσή του και τελικώς αναχωρούσε στις 17:30 ώρα της ίδιας ημέρας, με προορισμό την Χίο. Κάθε Πέμπτη, το πλοίο έφτανε στο λιμάνι Χίου την 06:00 ώρα πρωινή και αναχωρούσε για Μυτιλήνη στις 07:30, όπου και έφτανε περί ώρα 12:00 και εκφόρτωνε. Στις 16:00 της ίδιας ημέρας αναχωρούσε από λιμένα Μυτιλήνης, με προορισμό την Λήμνο, όπου και τελικώς το πλοίο έφτανε εκεί περί ώρα 23:30 εκφόρτωνε και απευθείας ξεκινούσε η φόρτωση. Κάθε Παρασκευή, και δη τα μεσάνυχτα, στις 00:30 ώρα, το πλοίο αναχωρούσε από την Λήμνο, με προορισμό την Θεσσαλονίκη, όπου και έφτανε περί ώρα 10:30 πρωινή και εκφόρτωνε. Στις 22:00 της ίδιας ημέρας αναχωρούσε από Θεσσαλονίκη για Λήμνο. Στη Λήμνο, έφτανε το πλοίο κάθε Σάββατο στις 08:30, εκφόρτωνε και αμέσως ξεκινούσε η φόρτωση του πλοίου και στις 09:30 ώρα αναχωρούσε για Μυτιλήνη, όπου το πλοίο έφτανε εκεί περί ώρα 17:00 και απευθείας ξεκινούσε η φόρτωση αυτού. Στις 20:00 αναχωρούσε από Μυτιλήνη και στις 00:00 τα μεσάνυχτα της Κυριακής, το πλοίο έφτανε στην Χίο, όπου εκφόρτωνε και απευθείας ξεκινούσε η φόρτωση και αναχωρούσε περί ώρα 01:00 της Δευτέρας για Πειραιά, όπου και τελικώς έφτανε στις 12:30 ώρα της ίδιας ημέρας. Ο εκκαλών – εφεσίβλητος στη διάρκεια της ναυτολόγησής του εκτελούσε τα συναφή με την ειδικότητά του καθήκοντα ως ναύτης, ειδικότερα συμμετείχε, όπως και όλα τα μέλη του πληρώματος καταστρώματος στην φόρτωση – εκφόρτωση και έχμαση των οχημάτων στο γκαράζ του πλοίου, για την οποία λάμβανε ιδιαίτερη αμοιβή, ενώ εκτελούσε και βάρδιες – φυλακές. Επιπλέον συμμετείχε και στην πρόσδεση-απόδεση του πλοίου κατά τον απόπλου – κατάπλου, τόσο στο λιμάνι αφετηρίας, όσο και στα ενδιάμεσα λιμάνια και στους καθαρισμούς και εργασίες συντήρησης αυτού. Από τα αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά το Δικαστήριο κρίνει ότι με βάση τα εκτελούμενα από το πλοίο δρομολόγια, τη διάρκεια αυτών, τον αριθμό των μεταφερόμενων οχημάτων και τον αριθμό των υπηρετούντων ναυτικών, ο οποίος αριθμούσε έξι (6) ναύτες, ήταν δηλαδή πλήρης, πλέον ενός, σύμφωνα με την οργανική σύνθεση του πλοίου, με την οποία ορίζονταν πέντε (5) ναύτες, ο εκκαλών – εφεσίβλητος προκειμένου να εκτελεί όλα τα καθήκοντα που του ανατίθεντο και όχι μόνο εκείνο της συμμετοχής του στην φορτοεκφόρτωση των οχημάτων, εργαζόταν και πέραν του νομίμου ωραρίου, κατά μέσο όρο επί τέσσερις (4) ώρες καθημερινά, έτσι ώστε, τις μεν καθημερινές ημέρες και τις Κυριακές να παρέχει υπερωριακή εργασία τεσσάρων ωρών πλέον του νομίμου οκταώρου, τα δε Σάββατα και αργίες κάθε ώρα εργασίας να αποτελεί υπερωρία. Το γεγονός, εξάλλου, ότι το πλοίο κατά το επίδικο χρονικό διάστημα ταξίδευε, όπως αναφέρθηκε, με πλήρη σύνθεση πληρώματος πλέον ενός ακόμα ναύτη δεν αναιρεί την παραπάνω κρίση του Δικαστηρίου ως προς την πραγματοποιούμενη καθημερινά υπερωριακή εργασία του εκκαλούντος – εφεσίβλητου, δεδομένου ότι, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 87, 88 και 89 του ΝΔ 187/1973 «Περί Κώδικος Δημοσίου Ναυτικού Δικαίου» (ΚΔΝΔ, ΦΕΚ Α 261/3.10.1973), η πληρότητα ως προς την οργανική σύνθεση του πληρώματος του πλοίου αποσκοπεί στην ασφάλεια αυτού κατά τη διάρκεια των πλόων του και δεν υποδηλώνει ανυπαρξία ανάγκης για υπερωριακή εργασία. Ο ισχυρισμός του εκκαλούντος – εφεσίβλητου ότι στην οργανική σύνθεση του ένδικου πλοίου καθορίζεται αριθμός ναυτών εννέα (9) πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος, διότι ερείδεται επί της εσφαλμένης προϋπόθεσης περί εφαρμογής της οργανικής σύνθεσης πληρωμάτων των επιβατηγών (ακτοπλοϊκών– μεσογειακών – τουριστικών) πλοίων που προβλέπεται στο ΠΔ 177/1974 και όχι αυτήν της κατηγορίας του ένδικου πλοίου, που εφαρμόζεται και που προβλέπει αριθμό ναυτών πέντε (5). Επίσης, ούτε η κατάθεση του μάρτυρα απόδειξης κρίνεται αξιόπιστη όσον αφορά την παροχή εκ μέρους του εκκαλούντος – εφεσίβλητου υπερωριακής εργασίας της τάξης των δεκαέξι (16) ωρών ημερησίως, ενόψει μάλιστα του ότι και ο ίδιος έχει ασκήσει παρόμοια αγωγή, με πανομοιότυπους ισχυρισμούς υπερωριακής του απασχόλησης εναντίον της εφεσίβλητης – εκκαλούσας και άρα έχει συμφέρον για την έκβαση της δίκης. Σημειωτέον, δε, ότι η κατάθεση του μάρτυρα αυτού (απόδειξης) νομίμως λαμβάνεται υπόψιν από το Δικαστήριο, απορριπτομένων των περί του αντιθέτου ισχυρισμών της εκκαλούσας – εφεσίβλητης, που επαναφέρει με τον υπό 1 iii λόγο της έφεσής της, ότι εξαιτίας του ότι αυτός έχει ασκήσει παρόμοια αγωγή δεν έπρεπε να ληφθεί καθόλου υπόψιν η μαρτυρία του από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο. Άλλο το θέμα της στάθμισης της αξιοπιστίας του μάρτυρα αυτού. Εξάλλου, δεν αποδείχθηκαν ούτε οι ισχυρισμοί της εκκαλούσας – εφεσίβλητης που επαναφέρει με τους λόγους της έφεσής της ότι δηλαδή η υπερωριακή εργασία του αντιδίκου – ναύτη κατά μέσο όρο δεν ξεπερνούσε την μία έως δύο ώρες την ημέρα, ενόψει των προαναφερόμενων δρομολογίων του ένδικου πλοίου, των φορτηγών οχημάτων που μετέφερε και ανερχόταν σύμφωνα με τους ισχυρισμούς της ίδιας σε 150 κατά μέσο όρο και των εργασιών που ενέπιπταν στα καθήκοντα των ναυτών και, συνεπώς, οι λόγοι αυτοί πρέπει να απορριφθούν ως ουσιαστικά αβάσιμοι. Επομένως, ο εκκαλών – εφεσίβλητος για την υπερωριακή του απασχόληση δικαιούται, κατ’ αρθ. 4, 5 και 6 της εφαρμοστέας ΣΣΝΕ, ως αμοιβή τα ακόλουθα ποσά: α) δεδομένου ότι απασχολήθηκε υπερωριακά ως ναύτης επί 46 Σάββατα και 15 αργίες, τον αριθμό των οποίων η εκκαλούσα – εφεσίβλητη δεν αμφισβητεί, επί 12 ώρες ημερησίως, το ποσό των (61X12X8,69€ η αμοιβή έκαστης ώρας=) 6.361,09€, εκ του οποίου έλαβε ποσό 5.529,06€ όπως αποδεικνύεται από τις προσκομιζόμενες και επικαλούμενες από την εκκαλούσα – εφεσίβλητη αποδείξεις μισθοδοσίας, οφειλομένου του υπολοίπου ποσού των 832,03€, δεκτής γενομένης κατά ένα μέρος ως ουσιαστικά βάσιμης της προβαλλόμενης ένστασης εξόφλησης της τελευταίας, β) δεδομένου ότι απασχολήθηκε υπερωριακά ως ναύτης επί 286, πλην, όμως, αιτείται 282, καθημερινές και Κυριακές επί 4 ώρες ημερησίως, το ποσό των (282X4X7,25€ η αμοιβή έκαστης ώρας) 8.178€, εκ του οποίου ουδέν έλαβε. Η εκκαλούσα – εφεσίβλητη ισχυρίζεται με τον 2ο λόγο της έφεσής της ότι όπως αποδεικνύεται από τις προσκομιζόμενες αποδείξεις μισθοδοσίας του εκκαλούντος – εφεσίβλητου κατέβαλε σε αυτόν για την εν λόγω αιτία το ποσό των 4.547,21€ (3.095,61€ για το έτος 2020 + 1.451,60€ για το έτος 2021). Πλην όμως ο εκκαλών – εφεσίβλητος βάσει της εφαρμοστέας ΣΣΝΕ δεν δικαιούται επίδομα έχμασης και βάσει ρητού όρου (αρ. 8 (β) της ένδικης ατομικής σύμβασής του) η εκκαλούσα – εφεσίβλητη, ανέλαβε από ελευθεριότητα την καταβολή μηνιαίως του ποσού των 214,60€ για την αιτία αυτή (ήτοι φόρτωση και έχμαση φορτίων επί του πλοίου) υπό τη μορφή «κλειστών» υπερωριών, δίχως, ωστόσο, να προβλέπεται η δυνατότητα συμψηφισμού του καταβαλλόμενου ως άνω ποσού με λοιπές αξιώσεις του εργαζόμενου ναυτικού, απορριπτομένου του περί του αντιθέτου ισχυρισμού της ως ουσιαστικά αβάσιμου και του σχετικού κύριου και επικουρικού λόγου της έφεσής της. Περαιτέρω, οι τακτικές μηνιαίες αποδοχές του εκκαλούντος – εφεσίβλητου ανέρχονται το ένδικο χρονικό διάστημα στο ποσό των 3.335,7€ [(1.002,76€ βασικός μισθός (αρ. 1) + 220,60€ επίδομα Κυριακών 22% (αρ. 2 .2) + 18,95€ διορθωτικό επίδομα + 87,06€ επίδομα κατώτερου πληρώματος (αρ. 2.3)+ 410,7€ μηνιαίο αντίτιμο τροφής (αρ. 15) + 124,05€ επίδομα αδείας μετά τροφοδοσίας (μισθός ενεργείας+ επίδομα Κυριακών δια 22 ημέρες + τροφοδοσία 13,69€ Χ 5 ημέρες) + 1.256,98 € μέσος όρος υπερωριακής αμοιβής (14.539,09€ η αμοιβή για υπερωρίες /347 ημέρες εργασίας Χ30 ημέρες) +214,60€ τακτικά καταβαλόμενη αμοιβή για την έχμαση οχημάτων]. Δυνάμει δε της Υ.Α. 70109/8008 (Εμπορικής Ναυτιλίας) της 14.12.81/7.1.82 «Προϋποθέσεις χορηγήσεως επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα στους δικαιούμενους ναυτικούς» και του υπ’ αριθμ. 8 (α) όρου της ατομικής σύμβασης εργασίας του, ο ενάγων δικαιούται: α) για επίδομα Χριστουγέννων έτους 2020, δεδομένου ότι απασχολήθηκε από 25-5-2020 έως 31-12-2020 (ήτοι 221 ημέρες), ποσό ίσο με τα 2/25 του συνολικού μηνιαίου μισθού για κάθε 19 ημέρες εργασίας και δη ποσό 3.103,53€ (3.335,7€ Χ2/25Χ11,63 δεκαεννιαήμερα), έναντι του οποίου έλαβε ως αποδεικνύεται από τις επικαλούμενες και προσκομιζόμενες από την εκκαλούσα – εφεσίβλητη αποδείξεις μισθοδοσίας ποσό 2.634,09€ και συνεπώς οφείλεται το υπόλοιπο ποσό των 469,44€, γενομένης όπως και πρωτοδίκως δεκτής της ένστασης εξόφλησης που προέβαλε η εκκαλούσα – εφεσίβλητη στην ουσιαστική της βασιμότητα κατά ένα μέρος, β) για επίδομα Χριστουγέννων έτους 2021 δεδομένου ότι απασχολήθηκε από 1-5-2021 έως 6-5-2021 (ήτοι 6 ημέρες) ποσό ίσο με τα 2/25 του συνολικού μηνιαίου μισθού για κάθε 19 ημέρες εργασίας και δη ποσό 84,05€ (3.335,7€ Χ2/25Χ0,315 δεκαεννεαήμερα), έναντι του οποίου ουδέν έλαβε (η μισθοδοσία Μαίου του 2021 δε φέρει την υπογραφή του ενάγοντος, ούτε προκύπτει κατάθεση του ποσού των 66,30€ σε τραπεζικό λογαριασμό του τελευταίου, απορριπτομένης της ένστασης εξόφλησης της εναγομένης στην ουσιαστική της βασιμότητα, γ) για επίδομα Πάσχα 2021, δεδομένου ότι απασχολήθηκε όλο το κρίσιμο χρονικό διάστημα ποσό ίσο με το 1/12 των μηνιαίων αποδοχών του, και δη ποσό 1.667,85€ (3.335,7/2), έναντι του οποίου έλαβε ως συνομολογεί ποσό 1.444€ (1.436,93€ προκύπτει από τις αποδείξεις μισθοδοσίας), οφειλομένου του υπολοίπου ποσού των 223,85€. Υπό τα ως άνω αποδειχθέντα περιστατικά ο εκκαλών – εφεσίβλητος διατηρεί σε βάρος της εκκαλούσας – εφεσίβλητης αξίωση ποσού 832,03€ για υπερωριακή απασχόληση κατά τα Σάββατα και τις αργίες, ποσού 8.178€ για υπερωριακή απασχόληση κατά τις καθημερινές και Κυριακές, ποσού 469,44€ για επίδομα Χριστουγέννων έτους 2020, ποσού 84,05€ για επίδομα Χριστουγέννων έτους 2021, ποσού 223,85€ για επίδομα Πάσχα 2021. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε ομοίως και έκανε εν μέρει δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη την αγωγή και α) υποχρέωσε την εκκαλούσα – εφεσίβλητη – εναγόμενη να καταβάλει στον εκκαλούντα – εφεσίβλητο – ενάγοντα το ποσό των 1.609,37€ (832,03 + 469,44 + 84,05 + 223,85) και β) αναγνώρισε ότι υποχρεούται η ίδια να του καταβάλει το ποσό των 8.178€, όλα δε τα ως άνω ποσά από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση, ορθά το νόμο εφάρμοσε και τις αποδείξεις εκτίμησε και πρέπει οι περί του αντιθέτου ισχυρισμοί των διαδίκων που περιέχονται στους λόγους των αντίθετων εφέσεών τους να απορριφθούν ως ουσιαστικά αβάσιμοι.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 193 ΚΠολΔ, εφόσον ο διάδικος προσβάλλει με ένδικο μέσο την απόφαση ως προς την ουσία της υπόθεσης, μπορεί να την προσβάλλει και ως προς τη διάταξη της σχετικά με τα δικαστικά έξοδα, παράπονου μένος για τον σε βάρος του καταλογισμό τους. Σκοπός της διάταξης είναι να περιορίσει τη δυνατότητα αυτοτελούς άσκησης ένδικων μέσων μόνο για το κεφάλαιο των δικαστικών εξόδων, χωρίς ταυτόχρονη προσβολή της απόφασης και ως προς το κεφάλαιο της ουσίας της υπόθεσης. Η ρύθμιση ισχύει για όλα τα ένδικα μέσα. Για το ορισμένο, όμως, του σχετικού λόγου, πρέπει να αναφέρεται στο δικόγραφο της εφέσεως το αποδιδόμενο στην πληττόμενη απόφαση νομικό σφάλμα ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων περί δικαστικής δαπάνης και δη αν ο καθορισμός του σε βάρος του εκκαλούντος ποσού για δικαστικά έξοδα οφείλεται σε μη νόμιμο υπολογισμό ή σε κάποια άλλη αίτια, ώστε να είναι δυνατό να ελεγχθεί η παραβίαση ή μη των σχετικών διατάξεων και να αποκλεισθεί η περίπτωση του λογιστικού σφάλματος (ΕφΑΘ 3808/2014, ΕφΠειρ 24/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ- Β. Βαθρακοκοίλη, Η έφεση έκδ. 2015, σελ. 305).
Η εκκαλούσα – εφεσίβλητη με τον 3ο λόγο της έφεσής παραπονείται διότι η εκκαλουμένη απόφαση την καταδίκασε όχι ορθά, άλλως υπερβολικά στην πληρωμή μέρους των δικαστικών εξόδων του αντιδίκου της, ύψους 400 ευρώ. Ο λόγος αυτός της έφεσης που είναι παραδεκτός, αφού προσβάλλεται συγχρόνως και η ουσία της υπόθεσης, κατά τα προαναφερόμενα, τυγχάνει αόριστος και ως εκ τούτου απορριπτέος, διότι δεν αναφέρεται στο δικόγραφο της έφεσης, ως έπρεπε, κατά την προηγηθείσα νομική σκέψη, ποιός νομικός κανόνας παραβιάστηκε από το πρωτόδικο δικαστήριο, συνεπεία της οποίας (παραβίασης) καθίσταται η επιδικασθείσα σε βάρος της εκκαλούσας – εφεσίβλητης δικαστική δαπάνη μη νόμιμη και υπερβολική, ώστε να δύναται το Δικαστήριο να αχθεί σε δικανική κρίση περί αυτού. Κατόπιν αυτών πρέπει να απορριφθούν οι συνεκδικαζόμενες υπό Α και Β εφέσεις ως ουσιαστικά αβάσιμες. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας αφενός της εφεσίβλητης (εναγόμενης) στην υπό Α έφεση και αφετέρου του εφεσίβλητου (ενάγοντος) στην υπό Β έφεση πρέπει, κατόπιν σχετικού νόμιμου αιτήματός τους, να επιβληθούν σε βάρος των ηττώμενων σε κάθε μία έφεση εκκαλούντων (ενάγοντος – εναγόμενης, αντίστοιχα) και σύμφωνα με τα άρθρα 183 ημιπ. α’ περ. α’ και 191 § 2 ΚΠολΔ, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Συνεκδικάζει αντιμωλία των διαδίκων τις εφέσεις.
Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ΄ουσίαν τις εφέσεις.
Επιβάλλει σε βάρος του εκκαλούντος της υπό Α΄ έφεσης τα δικαστικά έξοδα του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας της εφεσίβλητης, τα οποία ορίζει στο ποσό των επτακοσίων (700€) ευρώ.
Επιβάλλει σε βάρος της εκκαλούσας της υπό Β΄ έφεσης τα δικαστικά έξοδα του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας του εφεσίβλητου, τα οποία ορίζει στο ποσό των επτακοσίων (700€) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων, στις 24.6.2025.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ