Διορθώθηκε με την υπ΄ αριθμ 490/2025 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς
ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΑΠΟ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΕΣ ΔΙΑΦΟΡΕΣ
Αριθμός απόφασης 411/2025
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Ευδοξία Πιστιόλα, Εφέτη, την οποία όρισε το Τριμελές Συμβούλιο Διοίκησης του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Ε.Δ
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις ………….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: Εταιρίας με την επωνυμία «……………. υπό πτώχευση» με ΑΦΜ ……, όπως εκπροσωπείται νόμιμα από τη σύνδικο Βασιλεία Βαλλιάνου, κάτοικο Αθηνών, …………, η οποία και την εκπροσώπησε στο ακροατήριο.
ΤΗΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: Ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «……………», που εδρεύει στο ……. Θεσσαλονίκης και εκπροσωπείται νόμιμα, με αρ. ΓΕΜΗ ……… και ΑΦΜ ……., η οποία παραστάθηκε, στο ακροατήριο, δια της πληρεξουσίας δικηγόρου της Σπυριδούλας Δήμα, με δήλωση (άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ).
Η εκκαλούσα άσκησε, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κατά της εφεσίβλητης, την από 30-11-2023 και με αριθμ. εκθ. καταθ. δικ. ………../2023 αγωγή, επί της οποίας εξεδόθη, κατά τη διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, η υπ’ αριθμ. 1091/2024 απόφαση του ως άνω δικαστηρίου, με την οποία η αγωγή απερρίφθη. Την ως άνω απόφαση προσέβαλε, ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, η ενάγουσα, με την από 2-5-2024 και με αριθμ. εκθ. καταθ. δικ. ………/2024, ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, και με αριθμ. εκθ. καταθ. δικ. ………../2024, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, έφεση, η οποία προσδιορίσθηκε να συζητηθεί κατά την ως άνω δικάσιμο.
Ο διάδικοι κατέθεσαν εμπρόθεσμα τις προτάσεις τους και παραστάθηκαν στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, ως αναφέρεται ανωτέρω.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η από 2-5-2024 με αριθμ. εκθ. καταθ. δικ. ………/2024, ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, και με αριθμ. εκθ. καταθ. δικ. …………./2024, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, έφεση της εκκαλούσας, κατά της οριστικής υπ’ αριθμ. 1091/2024 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, έχει ασκηθεί, νομότυπα και εμπρόθεσμα, αφού ακριβές αντίγραφο της εκκαλουμένης αποφάσεως επιδόθηκε, στην εκκαλούσα, στις 5-4-2024 (βλ. την επί αντιγράφου της εκκαλουμένης αποφάσεως σχετικής από 5-4-2024 επισημείωσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών Γρηγορίου Ευστρατίου), η δε έφεση κατατέθηκε στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, στις 8-5-2024, ήτοι, εντός της, προβλεπομένης από το άρθρο 518 ΚΠολΔ, προθεσμίας των τριάντα ημερών, από την επίδοση της εκκαλουμένης (άρθρα 495 παρ. 1, 2, 511, 513 παρ. 1β, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ.1, 520 παρ. 1 και 522 ΚΠολΔ), δοθέντος ότι στην ανωτέρω προθεσμία δεν συνυπολογίζονται οι αργίες της 6ης-5-2024 και 7ης-5-2024 (Δεύτερη ημέρα του Πάσχα και μεταφερόμενη αργία της Πρωτομαγιάς, αντίστοιχα). Επομένως, εφόσον, για το παραδεκτό αυτής, έχει καταβληθεί το προβλεπόμενο από την διάταξη του άρθρου 495 παρ. 3 ΚΠολΔ παράβολο (βλ. το υπ’ αριθμ. ……………/2024 e – παράβολo), πρέπει η έφεση να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί, περαιτέρω, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ), κατά την ίδια διαδικασία, με την οποία εκδόθηκε και η εκκαλουμένη απόφαση.
Ουσιαστική προϋπόθεση για την εφαρμογή της περί αμέσου αντιπροσωπεύσεως διατάξεως του άρθρου 211 ΑΚ είναι, μεταξύ των άλλων, και η ύπαρξη της προς αντιπροσώπευση εξουσίας του αντιπροσώπου να προβεί στη δήλωση, επ’ ονόματι τρίτου προσώπου (του αντιπροσωπευομένου), η δε δήλωση να γίνεται, επ’ ονόματι του τελευταίου, ή να συνάγεται, από τις περιστάσεις, ότι έγινε στο όνομά του (αρχή του εμφανούς της αντιπροσώπευσης). Η προς αντιπροσώπευση εξουσία παρέχεται δια της πληρεξουσιότητος, η οποία, όπως προκύπτει από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 212, 216, 217, 218, 222, 223, 229, 231 παρ. 1 και 361 ΑΚ, αποτελεί μονομερή δικαιοπραξία, και είναι, κατά κανόνα, άτυπη. Κατά το άρθρο 232 ΑΚ, μονομερής δικαιοπραξία που επιχειρήθηκε από αντιπρόσωπο χωρίς να έχει εξουσία αντιπροσώπευσης είναι άκυρη. Κατά δε το άρθρο 233 ΑΚ, μονομερής δικαιοπραξία που επιχειρείται προς άλλον, από αντιπρόσωπο, ο οποίος δεν έχει εξουσία, εφόσον ο άλλος δεν την απέκρουσε γι’ αυτόν το λόγο, είναι ισχυρή, αφότου την ενέκρινε ο αντιπροσωπευόμενος. Το άλλο μέρος έχει το δικαίωμα να ζητήσει να εγκρίνει ρητά τη δικαιοπραξία ο αντιπροσωπευόμενος μέσα σε εύλογη προθεσμία, που του καθορίζει. Η καταγγελία, η οποία είναι μονομερής δικαιοπρακτική δήλωση βουλήσεως που απευθύνεται σε ορισμένο πρόσωπο, μπορεί να γίνει και από πληρεξούσιο, οπότε έχει εφαρμογή και το άρθρο 226 του ΑΚ, κατά το οποίο, μονομερής δικαιοπραξία που επιχειρείται προς άλλον, χωρίς επίδειξη του πληρεξουσίου εγγράφου είναι άκυρη, αν αυτός, προς τον οποίο γίνεται, την αποκρούσει, χωρίς υπαίτια καθυστέρηση. Από την τελευταία αυτή διάταξη, προκύπτει ότι εκείνος προς τον οποίο απευθύνεται η δήλωση, δια της οποίας συντελείται μονομερής δικαιοπραξία ή οιονεί δικαιοπραξία, εκ μέρους προσώπου που φέρεται ως αντιπρόσωπος άλλου, μπορεί, εφόσον δεν του επιδεικνύεται πληρεξούσιο έγγραφο, να την αποκρούσει, για το λόγο αυτό, χωρίς υπαίτια καθυστέρηση. Στην περίπτωση αυτή, δηλαδή της αποκρούσεως της δηλώσεως χωρίς υπαίτια καθυστέρηση, η επιχειρούμενη πράξη είναι άκυρη. Η ακυρότητα είναι απόλυτη, δεν θεραπεύεται με μεταγενέστερη έγκριση και επέρχεται ανεξάρτητα από το αν ο φερόμενος ως πληρεξούσιος είχε ή όχι την πληρεξουσιότητα, για να επέλθουν δε τα επιδιωκόμενα αποτελέσματα της πράξεως και μάλιστα ex nunc πρέπει αυτή να επιχειρηθεί, εκ νέου, εγκύρως. Το πρόσωπο, εξάλλου, προς το οποίο απευθύνεται η δήλωση, την αποκρούει, χωρίς υπαίτια καθυστέρηση, αν ενεργήσει εντός των χρονικών ορίων, που επιβάλλονται από την καλή πίστη, τα συναλλακτικά ήθη και τις περιστάσεις. Σε περίπτωση που το ως άνω πρόσωπο δεν πράξει τούτο, δηλαδή δεν ενεργήσει εντός των ως άνω χρονικών ορίων, η μονομερής δικαιοπραξία που επιχειρείται προς άλλον, χωρίς επίδειξη του πληρεξουσίου είναι ισχυρή, αν υπάρχει πληρεξουσιότητα ή επακολούθησε έγκριση. Σύμφωνα δε με τα άρθρα 216 και 217 ΑΚ, η εξουσία για αντιπροσώπευση δίνεται με πληρεξουσιότητα προς τον εξουσιοδοτούμενο, που υποβάλλεται στον τύπο τον απαιτούμενο για τη δικαιοπραξία, στην οποία αφορά. Επί νομικών προσώπων, την πληρεξουσιότητα δίνει εκείνος που για κάθε συγκεκριμένη δικαιοπραξία έχει το δικαίωμα εκπροσωπήσεώς του (ΑΠ 139/16, ΕΑ 4088/21, ΕΔυτΜακ 3/19 ΝΟΜΟΣ). Από τις ανωτέρω σκέψεις, συνάγεται ότι, όταν η καταγγελία από τον πληρεξούσιο έγινε εγγράφως, πρέπει αυτός να επιδείξει το πληρεξούσιο έγγραφο, διότι διαφορετικά έχει το δικαίωμα αυτός προς τον οποίο γίνεται να την αποκρούσει, χωρίς υπαίτια βραδύτητα, οπότε επέρχεται ακυρότητα, και μάλιστα ανεξάρτητα αν υπήρχε πράγματι πληρεξουσιότητα ή αν εγκρίθηκε η καταγγελία. Αντίθετα, αν δεν εναντιωθεί αυτός προς τον οποίο γίνεται, το κύρος της καταγγελίας, που βαρύνεται να αποδείξει ο καταγγέλλων ότι έγινε από αντιπρόσωπό του, θα εξαρτηθεί από την ύπαρξη ή μη του πληρεξουσίου εγγράφου ή της έγκρισης εκ μέρους του (καταγγέλλοντος), η οποία πρέπει να γίνει, μέχρι τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο, είτε με την προσκόμιση συμβολαιογραφικού ή άλλου εγγράφου, είτε με δήλωση του παριστάμενου διαδίκου που καταχωρίζεται στα πρακτικά, διαφορετικά η καταγγελία είναι άκυρη (βλ. Φ. Δωρή σε Α. Γεωργιάδη – Μ. Σταθόπουλου, Αστικό Κώδικα τόμο I υπό το άρθρο 226, αριθ. 8, σελ. 396, ΑΠ 139/16, ο.π., ΕΠατρ 694/08 ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, για το νομότυπο και έγκυρο της καταγγελίας, εκ μέρους του μισθωτή της σύμβασης μίσθωσης, απαιτείται η καταγγελία να γίνεται από τον ίδιο τον μισθωτή ή από το νόμιμο αντιπρόσωπο – πληρεξούσιό του, κατά τις διατάξεις των άρθρων 211, 213, 216, 226, 229, 232, 233 του ΑΚ, εφόσον δε ο μισθωτής είναι νομικό πρόσωπο, η καταγγελία γίνεται από το αρμόδιο, κατά νόμο, εκπροσωπευτικό όργανό του, κατά τις διατάξεις των άρθρων 65, 67, 68 και 70 ΑΚ, χωρίς μάλιστα, στην περίπτωση αυτή, να απαιτείται η επίδειξη πληρεξουσίου εγγράφου, κατ’ άρθρο 226 ΑΚ. Εξάλλου, με το άρθρο 18 παρ. 1 και 3 του κωδικοποιημένου Ν. 2190/1920 για τις ανώνυμες εταιρείες, ρυθμίζονταν τα θέματα της οργανικής εκπροσωπήσεως του νομικού προσώπου της ανώνυμης εταιρείας, ορίζοντας ότι το διοικητικό συμβούλιο της ανώνυμης εταιρείας, ενεργώντας συλλογικά, εκπροσωπεί την εταιρεία δικαστικώς και εξωδίκως και ότι το καταστατικό της μπορεί να ορίσει ένα ή περισσότερα μέλη του συμβουλίου ή άλλα πρόσωπα, τα οποία θα εκπροσωπούν την εταιρεία γενικώς ή σε ορισμένες μόνο πράξεις. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 22 του ως άνω Κ.Ν. 2190/1920, το διοικητικό συμβούλιο της ανώνυμης εταιρείας είναι αρμόδιο να αποφασίζει για κάθε πράξη που αφορά στη διοίκηση, στη διαχείριση της περιουσίας της και στην επίτευξη των σκοπών της, γενικά, ενώ το καταστατικό της μπορεί να ορίζει θέματα, επί των οποίων η εξουσία του διοικητικού συμβουλίου ασκείται από ένα ή περισσότερα μέλη του ή από τους διευθυντές της εταιρείας. Ήδη, από 1-1-2019, ισχύει ο Ν. 4548/2018 «Αναμόρφωση του δικαίου των ανωνύμων εταιρειών» (ΦΕΚ Α 104/13.6.2018), που κατήργησε, μεταξύ άλλων, και τις ως άνω διατάξεις του Ν. 2190/1920. Υπό το αυτό δε πρίσμα με τις προηγούμενες ως άνω διατάξεις, ο Ν. 4548/2019, στο άρθρο 77 παρ. 1 αυτού, όρισε ότι την εταιρεία διοικεί το διοικητικό συμβούλιο, το οποίο, με την επιφύλαξη του άρθρου 87, ενεργεί συλλογικά, στο δε άρθρο 86 παρ. 1 ότι το διοικητικό συμβούλιο είναι αρμόδιο να αποφασίζει για κάθε πράξη που αφορά τη διοίκηση της εταιρείας, τη διαχείριση της περιουσίας της και την εν γένει επιδίωξη του σκοπού της και, τέλος, στο άρθρο 87 παρ. 1 και 2 ότι το διοικητικό συμβούλιο μπορεί να αναθέτει τις εξουσίες της διαχείρισης και εκπροσώπησης της εταιρείας σε ένα ή περισσότερα πρόσωπα, μέλη του ή μη, εφόσον αυτό επιτρέπεται, σύμφωνα με το καταστατικό, το καταστατικό μπορεί, επίσης, να επιτρέπει στο διοικητικό συμβούλιο ή να το υποχρεώνει να αναθέτει τον εσωτερικό έλεγχο της εταιρείας σε ένα ή περισσότερα πρόσωπα, μη μέλη του, τα πρόσωπα δε αυτά μπορούν, εφόσον δεν το απαγορεύει το καταστατικό και προβλέπεται από τις αποφάσεις του διοικητικού συμβουλίου, να αναθέτουν περαιτέρω την άσκηση των εξουσιών που τους ανατέθηκαν ή μέρους τούτων σε άλλα μέλη του διοικητικού συμβουλίου ή τρίτους. Από τις διατάξεις αυτές, που είναι αντίστοιχες με εκείνες των άρθρων 65, 67, 68 και 70 του ΑΚ, συνάγεται ότι το διοικητικό συμβούλιο είναι το όργανο που διοικεί και εκπροσωπεί την ανώνυμη εταιρεία και διαχειρίζεται όλες τις υποθέσεις της, μη όντας απέναντι στην εταιρεία πρόσωπο διαφορετικό από αυτήν, αλλά όργανό της. Το δικαίωμα αυτό της οργανικής εκπροσωπήσεως της ανώνυμης εταιρείας και της διαχειρίσεως της περιουσίας της επιτρέπεται, κατά τις προαναφερόμενες διατάξεις, να ανατεθεί, εν όλω ή εν μέρει, με το καταστατικό της, σε ένα ή περισσότερα πρόσωπα. Στην περίπτωση αυτή, το μέλος του συμβουλίου ή ο τρίτος, στον οποίο μεταβιβάστηκε η εξουσία του διοικητικού συμβουλίου, είναι υποκατάστατο αυτού και ενεργεί ως όργανο εκπροσώπησης του νομικού προσώπου της εταιρείας, που εκφράζει πρωτογενώς την βούλησή της, αντλώντας την εξουσία του από το νόμο και το καταστατικό. Για το λόγο αυτό, ο δεσμός του με την εταιρεία είναι ίδιος με τον δεσμό του διοικητικού συμβουλίου με την εταιρεία και εντελώς διαφορετικός από εκείνο μεταξύ εντολέως και εντολοδόχου (ΑΠ 1946/22, ΑΠ 1944/22, ΑΠ 1085/19, ΑΠ 541/18, ΑΠ 1401/14 ΝΟΜΟΣ). Η υποκατάσταση αυτή στις εξουσίες του Δ.Σ. διαφέρει από τις σχέσεις της πληρεξουσιότητας και εντολής, που προβλέπονται στα άρθρα 216 επ. και 713 επ. ΑΚ, καθόσον, τόσο ο πληρεξούσιος, όσο και ο εντολοδόχος δεν αποτελούν όργανα που εκφράζουν τη βούληση του νομικού προσώπου της εταιρείας, αλλά ενεργούν, ως αντιπρόσωποι, πράξεις που αποφασίστηκαν από το διοικητικό συμβούλιο ή το υποκατάστατο όργανο (ΑΠ 1085/19 ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 88 παρ. 1 του Ν. 4548/2018, ως ισχύει, μετά την τροποποίηση του από το άρθρο 39 Ν. 4811/2021 (ΦΕΚ Α΄ 108/26-6-2021), για την εγκυρότητα κάθε πράξης εκπροσώπησης της ανώνυμης εταιρίας, αρκεί η υπογραφή του νομίμου εκπροσώπου της, το ονοματεπώνυμό του, η αναφορά της ιδιότητάς του και ο Κωδικός Αριθμός Καταχώρησης (Κ.Α.Κ.) της πράξης ανάθεσης εκπροσώπησης στο Γενικό Εμπορικό Μητρώο (ΓΕ.ΜΗ.), χωρίς να απαιτείται χρήση της εταιρικής σφραγίδας. Τέλος, κατά το άρθρο 281 ΑΚ, η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται, αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, το δικαίωμα θεωρείται ότι ασκείται καταχρηστικώς, όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου που προηγήθηκε ή η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε κατά το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν την γένεση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή την μεταγενέστερη άσκησή του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου, αφού τείνει στην ανατροπή κατάστασης που δημιουργήθηκε υπό ορισμένες ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε για πολύ χρόνο, με επακόλουθο να συνεπάγεται επαχθείς συνέπειες για τον υπόχρεο. Απαιτείται δηλαδή, για να χαρακτηρισθεί καταχρηστική η άσκηση του δικαιώματος, να έχει δημιουργηθεί στον υπόχρεο, από την συμπεριφορά του δικαιούχου, σε συνάρτηση και με εκείνη του υπόχρεου, και μάλιστα ευλόγως, η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμά του. Απαιτείται, ακόμη, οι πράξεις του υπόχρεου και η υπ’ αυτού δημιουργηθείσα κατάσταση, επαγόμενη ιδιαιτέρως επαχθείς για τον υπόχρεο επιπτώσεις, να τελούν σε αιτιώδη σύνδεσμο με την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου. Μόνη η μακροχρόνια αδράνεια του δικαιούχου, και όταν ακόμη δημιούργησε την εύλογη πεποίθηση στον υπόχρεο ότι δεν υπάρχει το δικαίωμα ή ότι δεν πρόκειται αυτό να ασκηθεί, δεν αρκεί για να καταστήσει καταχρηστική τη μεταγενέστερη άσκηση αυτού, αλλά απαιτείται να συντρέχουν, προσθέτως, ειδικές συνθήκες και περιστάσεις, προερχόμενες, κυρίως, από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου και του υπόχρεου, ενόψει των οποίων και της αδρανείας του δικαιούχου, η επακολουθούσα άσκηση του δικαιώματος, τείνουσα στην ανατροπή της κατάστασης, που διαμορφώθηκε υπό τις ανωτέρω ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε για αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα, να εξέρχεται των, υπό της ανωτέρω διάταξης, διαγραφομένων ορίων (ΟλΑΠ 8/01 ΕλλΔικ 2002. 382, ΑΠ 37/13, ΕΔυτΜακ 30/15 ΝΟΜΟΣ). Μόνο το γεγονός ότι η άσκηση του δικαιώματος, στη συγκεκριμένη περίπτωση, επιφέρει βλάβη, έστω και μεγάλη, στον οφειλέτη, δεν μπορεί να αποτελέσει κατάχρηση δικαιώματος, κατ’ άρθρο 281 ΑΚ, παρά μόνο, αν τούτο μπορεί να συνδυασθεί και με άλλες περιστάσεις, όπως συμβαίνει και όταν ο δικαιούχος δεν έχει συμφέρον στην άσκηση του δικαιώματος (ΑΠ 1352/11, ΜονΕΔωδ 52/23 ΝΟΜΟΣ), ενώ η φυσική ευχέρεια του προσώπου να συνάπτει συμβάσεις και γενικότερα να προβαίνει σε πράξεις ή παραλείψεις, ως έκφανση του, κατά το άρθρο 5 παρ. 1 Σ, ατομικού δικαιώματος για ανάπτυξη της προσωπικότητας και ελεύθερη επαγγελματική και οικονομική δράση, δεν υπόκειται στους περιορισμούς του άρθρου 281 ΑΚ (ΟλΑΠ 33/87, ΑΠ 5/01 ΝΟΜΟΣ). Το ως άνω άρθρο 281 ΑΚ αποτελεί τη βάση του ελέγχου της άσκησης των δικαιωμάτων (ΑΠ 166/18, ΑΠ 1115/17 ΝΟΜΟΣ) και, μεταξύ αυτών, και του δικαιώματος καταγγελίας των συμβάσεων. Το δε δικαίωμα της καταγγελίας διαρκούς σύμβασης δεν αναγνωρίζεται από το νόμο, ως κύρωση, που επιβάλλει ο συμβαλλόμενος, έναντι της τυχόν αντισυμβατικής συμπεριφοράς του αντισυμβαλλομένου του, ενώ η τυχόν προηγηθείσα της καταγγελίας επωφελής, για τα συμφέροντα του καταγγέλλοντος, συμπεριφορά του αντισυμβαλλομένου του δεν καθιστά την καταγγελία καταχρηστική, αφού η συμπεριφορά αυτή εντάσσεται στο πλαίσιο της επιβαλλόμενης από το νόμο (άρθρο 288 ΑΚ) καλόπιστης, από αυτόν, εκπλήρωσης της παροχής του (ΟλΑΠ 12/04, ΟλΑΠ 13/04, ΑΠ 533/16, ΑΠ 852/15, ΑΠ 806/15, ΑΠ 983/14, ΑΠ 126/14, ΑΠ 819/13, ΑΠ 1831/11 ΝΟΜΟΣ). Στην προκειμένη περίπτωση, η εκκαλούσα άσκησε, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κατά της εφεσίβλητης, την από 30-11-2023 και με αριθμ. εκθ. καταθ. δικ. 13277/6621/2023 αγωγή, με την οποία, εκτίθετο ότι, δυνάμει του από 5-1-2009 ιδιωτικού συμφωνητικού, που συνήφθη μεταξύ της ενάγουσας και της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «………………..», η πρώτη εξεμίσθωσε στη δεύτερη ένα αναλυτικά περιγραφόμενο αγωγή ακίνητο με τις επ’ αυτού εγκαταστάσεις αποθήκευσης και διακίνησης υγρών καυσίμων και χημικών προϊόντων, στο ….. Αττικής, για δεκαέξι έτη, ήτοι έως 5-1-2025, έναντι μηνιαίου μισθώματος, ύψους, για τα τρία πρώτα έτη της μίσθωσης, 25.000 ευρώ, πλέον χαρτοσήμου, για δε το λοιπό χρονικό διάστημα, αναπροσαρμοζόμενου, κατ’ έτος, κατά το ποσοστό αύξησης του επίσημου τιμαρίθμου, όπως αυτός ανακοινώνεται από την Τράπεζα της Ελλάδος στο τέλος του προηγούμενου της αναπροσαρμογής έτους. Ότι, μετά την υπογραφή της ανωτέρω συμβάσεως, δια της υπ’ αριθμ. 3971/30-7-2009 αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η ενάγουσα κηρύχθηκε σε κατάσταση πτώχευσης. Ότι, ακολούθως, με την υπ’ αριθμ. 109/24-1-2018 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, επικυρώθηκε η από 18-6-2017 συμφωνία εξυγίανσης – μεταβίβασης επιχείρησης της ως άνω μισθώτριας, με την οποία μεταβιβάσθηκε μέρος του ενεργητικού και παθητικού της τελευταίας στην εναγομένη. Ότι, μεταξύ των μεταβιβαζομένων, με την ως άνω συμφωνία εξυγίανσης, στοιχείων, περιλαμβανόταν και η ένδικη σύμβαση μίσθωσης, με την εναγομένη, από τη δημοσίευση της σχετικής επικυρωτικής απόφασης, στις 24-1-2018, να υπεισέρχεται στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της αρχικής μισθώτριας. Ότι, δυνάμει της υπ’ αριθμ. 305/2023 αποφάσεως του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς, αναγνωρίσθηκε τελεσίδικα η υποχρέωση της εναγομένης να καταβάλει στην ενάγουσα, για μισθώματα, εκ της ως άνω μισθωτικής σχέσης, το συνολικό ποσό των 693.700,61 ευρώ. Ότι, μετά την επίδοση στην εναγομένη αντιγράφου της ως άνω αποφάσεως, η τελευταία, στις 6-9-2023, κοινοποίησε στην ενάγουσα την από 5-9-2023 εξώδικη δήλωση, με την οποία κατήγγειλε, κατ’ άρθρο 43 του π.δ. 34/1995, την ένδικη μίσθωση, δηλώνοντας, ταυτόχρονα, ότι θα παραδώσει στην ενάγουσα το μίσθιο, μετά την παρέλευση τριμήνου, καταβάλλοντας, συγχρόνως, τη νόμιμη αποζημίωση. Ότι η ως άνω εξώδικη δήλωση καταγγελίας, αφενός, δεν είχε υπογραφεί προσηκόντως, από την εναγομένη, καθώς έφερε υπογραφή φυσικού προσώπου, ως εκπροσώπου της, δίχως, όμως, να αναγράφεται η ιδιότητά του, ενώ ούτε και η συνυπογραφή αυτής από τη δικηγόρο της εναγομένης την καθιστούσε νόμιμη, καθώς δεν προσκομίσθηκε σχετικό πληρεξούσιο έγγραφο, αφετέρου, δεν ήταν νόμιμη, καθώς δεν συγκοινοποιήθηκε με τη δήλωση αυτή σχετική περί καταγγελίας απόφαση του Δ.Σ. της εναγομένης εταιρίας, ούτε και αναγράφηκε στη δήλωση καταγγελίας η λήψη τοιαύτης προηγούμενης αποφάσεως. Ότι, δυνάμει της από 8-9-2023 εξώδικης δήλωσης, που κοινοποιήθηκε στην εναγομένη, στις 12-9-2023, λόγω εξαιρετικά δυσμενών καιρικών συνθηκών κατά το διάστημα από 4-9-2023 έως 12-9-2023, η ενάγουσα απέκρουσε την εν λόγω καταγγελία, καλώντας, ταυτόχρονα, την εναγομένη να της γνωστοποιήσει, σε περίπτωση επανάληψης δήλωσης καταγγελίας της μίσθωσης, σχετική προηγούμενη απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της. Ότι, στις 14-9-2023, η εναγομένη κοινοποίησε στην ενάγουσα την από 13-9-2023 εξώδικη απάντηση, με την οποία ενέμεινε στην εγκυρότητα της ως άνω από 5-9-2023 καταγγελίας, αναφέροντας, περαιτέρω, την ιδιότητα του υπογράψαντος αυτήν, ως διευθύνοντος συμβούλου και νομίμου εκπροσώπου της, καθώς και το σχετικό κωδικό αριθμό καταχώρησης της πράξης ανάθεσης εκπροσώπησης στο Γενικό Εμπορικό Μητρώο, και επανέλαβε τις εμπεριεχόμενες στο από 5-9-2023 εξώδικό της περί καταγγελίας δηλώσεις της. Ότι, καίτοι η ενάγουσα είχε δηλώσει στην εναγομένη ότι αποκρούει οποιαδήποτε δήλωση καταγγελίας, σε περίπτωση μη γνωστοποίησης πρότερης σχετικής αποφάσεως του αρμοδίου οργάνου της, -τη λήψη της οποίας η ίδια (η ενάγουσα) αμφισβητούσε-, επειδή η εναγομένη ενέμενε και στην τελευταία εξώδικη δήλωσή της στην αποξήλωση κινητών πραγμάτων και εξοπλισμού, χωρίς να τα προσδιορίζει, στις 6-11-2023, επέδωσε στην εναγομένη την από 3-11-2023 εξώδικη δήλωση, με την οποία επαναλάμβανε ότι και η τελευταία αυτή δήλωση καταγγελίας αποκρούεται, ως μη νόμιμη, άκυρη και μη επιφέρουσα έννομη συνέπεια, λόγω ελλείψεως σχετικής πληρεξουσιότητας, δοθείσης και της μη γνωστοποίησης προηγούμενης περί καταγγελίας αποφάσεως του Δ.Σ. της εναγομένης. Ότι, σε κάθε περίπτωση, οι εν λόγω εξώδικες δηλώσεις περί καταγγελίας της σύμβασης μίσθωσης τυγχάνουν άκυρες, ως καταχρηστικές, καθώς η εναγομένη, χρησιμοποιώντας το μίσθιο, χωρίς μάλιστα να καταβάλει τα μισθώματα, είχε δημιουργήσει στην ενάγουσα την εντύπωση ότι θα παραμείνει στη χρήση του μισθίου έως τη συμφωνημένη λήξη της μίσθωσης, στις 5-1-2025, κατήγγειλε δε τη μίσθωση, όχι διότι μεταμέλησε, αλλά, διότι ήθελε να μην καταβάλει το μίσθωμα, με σκοπό να βλάψει την ενάγουσα οικονομικά. Με βάση το ιστορικό αυτό, ζητείτο να αναγνωρισθεί η ακυρότητα των από 5-9-2023 και 13-9-2023 καταγγελιών της από 5-1-2009 σύμβασης εμπορικής μίσθωσης. Επί της αγωγής αυτής, εξεδόθη η υπ’ αριθμ. 1091/2024 απόφαση του ως άνω δικαστηρίου, με την οποία η αγωγή απορρίφθηκε, ως μη νόμιμη, δεχόμενη, ειδικότερα, τα εξής: «Συγκεκριμένα, όπως ήδη εκτέθηκε στη νομική σκέψη της παρούσας, κατά το μέρος που η κρινόμενη αγωγή επιχειρείται να στηριχθεί στη διάταξη του άρθρου 226 ΑΚ, κατά το οποίο μονομερής δικαιοπραξία που επιχειρείται προς άλλον χωρίς επίδειξη του πληρεξουσίου εγγράφου είναι άκυρη, αν αυτός προς τον οποίο γίνεται την αποκρούσει χωρίς υπαίτια καθυστέρηση, αυτή πρέπει να απορριφθεί ως νόμω αβάσιμη, διότι αποκλείεται η εφαρμογή της διάταξης στα όργανα νομικών προσώπων, όπως εν προκειμένω ο υπογράψας τις από 05.09.2023 και 13.09.2023 εξώδικες δηλώσεις ………….., στις οποίες μάλιστα αναγράφεται η ιδιότητα αυτού ως διευθύνοντος συμβούλου και νομίμου εκπροσώπου της εναγομένης, καθώς και ο Κωδικός Αριθμός Καταχώρισης (Κ.Α.Κ.) της πράξης ανάθεσης εκπροσώπησης στο Γενικό Εμπορικό Μητρώο (Γ.Ε.ΜΗ), όπως το άρθρο 88 του Ν. 4548/2018 απαιτεί, αυτός δε εκφράζει πρωτογενώς, ως υποκατάστατο όργανο τη βούληση του νομικού προσώπου της εναγομένης ανώνυμης εταιρείας. Ως μη νόμιμος πρέπει εξάλλου να απορριφθεί και ο αγωγικός ισχυρισμός περί ακυρότητας της γενομένης καταγγελίας λόγω μη συγκοινοποίησης της περί καταγγελίας της ένδικης μίσθωσης απόφασης του Δ.Σ. της εναγομένης, καθότι, όπως ήδη εκτέθηκε, δεν απαιτείται να αναφέρεται στη δήλωση ή να συγκοινοποιείται με αυτή η σχετική με την καταγγελία αυτή απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου, η οποία, εξάλλου, δεν είναι αναγκαίο να διατυπώνεται πανηγυρικά. Πέραν τούτων, όπως προκύπτει από την παραδεκτή, στο σημείο αυτό, επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας και, συγκεκριμένα, από το από 15.12.2023 πρακτικό συνεδρίασης του Διοικητικού Συμβουλίου της εναγομένης, με το οποίο το τελευταίο εξουσιοδοτείται ομόφωνα τους ……….. και ……………. να παραδώσουν, κατά τη λύση της μίσθωσης κατόπιν της καταγγελίας της, το μίσθιο στην ενάγουσα, καθώς και να υπογράψουν σχετικό πρωτόκολλο παράδοσης – παραλαβής, υπήρχε προηγούμενη απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της εναγομένης εταιρείας, η οποία δεν διατυπώθηκε πανηγυρικά ότι καταχωρήθηκε σε κάποιο πρακτικό του Διοικητικού Συμβουλίου, το οποίο εξάλλου δεν ήταν απαραίτητο, κατά τα αναφερόμενα στην οικεία νομική σκέψη της παρούσας (βλ. ΑΠ 1204/2000 ό.π.). Εξάλλου, και κατά το επικουρικό της μέρος, με το οποίο η ενάγουσα ισχυρίζεται ότι η γενόμενη καταγγελία της ένδικης μίσθωσης είναι άκυρη ως καταχρηστική, η κρινόμενη αγωγή πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμη, διότι ο ισχυρισμός ότι η ενάγουσα θα υποστεί περιουσιακή ζημία λόγω λύσης της ένδικης μίσθωσης, συνεπεία της καταγγελίας, δεν μπορεί να καταστήσει καταχρηστική την άσκηση του δικαιώματος της εναγομένης μισθώτριας προς καταγγελία της σύμβασης κατ’ άρθρο 43 του π.δ 34/1995, διότι αφενός μεν η καταγγελία αυτή η άσκηση δικαιώματος της εναγομένης συνυφασμένου με την ελεύθερη ανάπτυξη της επαγγελματικής και οικονομικής δράσης της ως εμπορικής επιχείρησης και δεν υπόκειται στους περιορισμούς του άρθρου 281 ΑΚ (ΑΠ 5/2001 ΝοΒ 2002/106, ΑΠ 1969/1990 ΕλΔ 32/1499), αφετέρου δε μόνο το γεγονός πως το περιεχόμενο του δικαιώματος είναι ανεπιεικές ή οδηγεί σε επιβλαβή για τον οφειλέτη αποτελέσματα, δεν αρκεί για να στοιχειοθετήσει κατάχρηση (ΑΠ 1379/1991 ΕλΔ 33/1212, ΕφΑθ 4795/2008, αδημοσίευτη στο νομικό τύπο, Ι. Κατράς Αστικές και Νέες Εμπορικές Μισθώσεις, ό.π., παρ. 61, σελ. 711)». Κατά της ως άνω αποφάσεως, η ενάγουσα άσκησε την από 2-5-2024 και με αριθμ. εκθ. καταθ. δικ. ……../2024, ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, και με αριθμ. εκθ. καταθ. δικ. …………../2024, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, έφεση, με την οποία, επικαλούμενη σφάλμα της εκκαλουμένης, αναφορικά με την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, ζητεί, αφού εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση, να γίνει δεκτή η αγωγή. Υπό τα ανωτέρω εκτιθέμενα στην αγωγή, προκύπτει ότι η τελευταία τυγχάνει μη νόμιμη, αναφορικά: α) με το σκέλος της κύριας βάσης της που αφορά στην ακυρότητα των ως άνω δηλώσεων καταγγελίας, λόγω της μη συγκοινοποιήσεως με αυτές σχετικής περί καταγγελίας αποφάσεως του Δ.Σ. της εναγομένης εταιρίας, και της μη αναγραφής στις ανωτέρω δηλώσεις της λήψης τοιαύτης προηγούμενης αποφάσεως, καθώς απαραίτητο όρο, για την εγκυρότητα της καταγγελίας, δεν συνιστά ούτε η αναφορά σε αυτήν σχετικής αποφάσεως του Δ.Σ. της εναγομένης ανώνυμης εταιρίας, ούτε η συγκοινοποίησή της (βλ. και Ι. Κατρά Αστικές και Νέες Εμπορικές Μισθώσεις, 4η εκδ., 2023, παρ. 30, σελ. 472, όπου αναφέρεται ότι η απόφαση αυτή του Δ.Σ. της ανώνυμης εταιρίας δεν απαιτείται να αναφέρεται στο δικόγραφο της αγωγής, με το οποίο ασκείται η καταγγελία, αλλά να προσκομίζεται, εάν αμφισβητηθεί το κύρος της καταγγελίας, για το λόγο αυτό), και β) την επικουρική της βάση περί καταχρηστικής ασκήσεως της, καθώς, και αληθή ακόμη υποτιθέμενα τα ανωτέρω εκτιθέμενα από την ενάγουσα, προς επιστήριξή του σχετικού ισχυρισμού της, πραγματικά περιστατικά, δεν δύνανται να οδηγήσουν στην επικαλούμενη έννομη συνέπεια, σύμφωνα και με τα ανωτέρω διαλαμβανόμενα στη μείζονα σκέψη, δοθέντος του ότι η ως άνω καταγγελία αποτελεί ενάσκηση δικαιώματος της εναγομένης, συνυφασμένου με την ελεύθερη ανάπτυξη της επαγγελματικής και οικονομικής της δράσης, που δεν υπόκειται στους περιορισμούς του άρθρου 281 ΑΚ, ενώ, μόνο το γεγονός ότι η εν λόγω καταγγελία επιφέρει βλάβη, έστω και μεγάλη, στην ενάγουσα, δεν αρκεί για να θεμελιώσει κατάχρηση, εκ μέρους της εναγομένης, ελλείψει, άλλωστε, και άλλων περιστάσεων από τις οποίες να προκύπτει ότι η τελευταία δεν είχε συμφέρον για την άσκησή του. Επομένως, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που, με την εκκαλουμένη απόφασή του, έκρινε, ως μη νόμιμη, κατά τα ανωτέρω, την αγωγή, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο, με αποτέλεσμα όσα περί του αντιθέτου ισχυρίζεται, με τους συναφείς λόγους εφέσεως της, η εκκαλούσα να τυγχάνουν, απορριπτέα, ως αβάσιμα. Περαιτέρω, κατά τα λοιπά αναφερόμενα στην κύρια βάση της, η αγωγή τυγχάνει, σύμφωνα και με τα ανωτέρω εκτιθέμενα στην προηγηθείσα νομική σκέψη, νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 67, 68, 70, 211, 216, 217, 226, 229, 232 ΑΚ, 77 παρ. 1, 86 παρ. 1, 87παρ. 1 και 2, 88 παρ. 1 του Ν. 4548/2018, ως ισχύει, μετά την τροποποίηση του από το άρθρο 39 Ν. 4811/2021 (ΦΕΚ Α΄ 108/26-6-2021). Απορρίπτοντας δε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, με την εκκαλουμένη απόφασή του, την αγωγή συνολικά, ως προς την κύρια βάση της, ως νόμω αβάσιμη, εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο, γενομένων δεκτών των σχετικών λόγων εφέσεως της εκκαλούσας, ως βάσιμων. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει η έφεση να απορριφθεί, κατ’ ουσίαν, καθ’ ο μέρος αφορά, αφενός, στο σκέλος της κύριας βάσης της αγωγής, που, κατά τα ως άνω, κρίθηκε ως μη νόμιμο, και αφετέρου, στην επικουρική της βάση, να γίνει η έφεση δεκτή, και ως κατ’ ουσίαν βάσιμη, καθ’ ο μέρος αφορά, κατά τα λοιπά, στην κύρια βάση της αγωγής, να διαταχθεί η επιστροφή του παραβόλου της έφεσης στην εκκαλούσα, λόγω της νίκης της (άρθρο 495 παρ. 3 ΚΠολΔ), και η εκκαλούμενη απόφαση να εξαφανισθεί, καθ’ ο μέρος έγινε, κατά τα ανωτέρω, ουσιαστικά δεκτή η έφεση, και, αφού κρατηθεί και δικασθεί, από το παρόν Δικαστήριο, κατά το ανωτέρω μέρος της, η αγωγή, πρέπει να κριθεί νόμιμη, στηριζόμενη στις προπαρατεθείσες νομικές διατάξεις, και να εξετασθεί, ακολούθως, και από την άποψη της ουσιαστικής της βασιμότητας.
Από την εκτίμηση όλων των μετ’ επικλήσεως, νομίμως προσκομιζομένων από τους διαδίκους εγγράφων (η μνεία κατωτέρω ορισμένων εξ αυτών είναι απλώς ενδεικτική, καθώς κανένα δεν παραλείφθηκε να εκτιμηθεί), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει του από 5-1-2009 ιδιωτικού συμφωνητικού, που συνήφθη μεταξύ της ενάγουσας και της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «………………», η πρώτη εξεμίσθωσε, παραχώρησε και παρέδωσε, κατά χρήση, τις ιδιόκτητες εγκαταστάσεις της αποθήκευσης και διακίνησης υγρών καυσίμων και χημικών προϊόντων, ευρισκόμενες στο ………….. Αττικής, επί της ………., προκειμένου η τελευταία να ασκήσει την επαγγελματική της δραστηριότητα, κατά τους ειδικότερους όρους και συμφωνίες που περιγράφονταν σε αυτό. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με το ως άνω ιδιωτικό συμφωνητικό, εκμισθώθηκε στην ως άνω εταιρεία ένα ενιαίο, κατά χρήση, οικόπεδο, συνολικής εκτάσεως 5.773 τ.μ., το οποίο, κατά τον τίτλο κτήσεως, αποτελείτο από τρία γεωτεμάχια και είχε καταχωρηθεί στο οικείο κτηματολογικό γραφείο, ως τρία οικόπεδα, με ΚΑΕΚ ………., εκτάσεως 870 τ.μ., ΚΑΕΚ …………., εκτάσεως 615 τ.μ. και ΚΑΕΚ ………., εκτάσεως 4.288 τ.μ., μετά των επ’ αυτού ανεγερθέντων κτισμάτων (γραφεία, μηχανουργείο, αποθήκη, κλπ.), εγκατεστημένων γεφυροπλαστίγγων και εγκαταστάσεων αποθήκευσης και διακίνησης υγρών καυσίμων και χημικών προϊόντων και εν γένει μετά των συστατικών, παραρτημάτων, εξαρτημάτων και εξοπλισμού τους, που ανήκε στον ……………. και του οποίου η χρήση είχε παραχωρηθεί στην εκμισθώτρια. Παράλληλα, με το ως άνω ιδιωτικό συμφωνητικό εμπορικής μίσθωσης και παραχώρησης χρήσης, η ενάγουσα παραχώρησε το δικαίωμα χρήσης των εδαφικών εκτάσεων, ως περιγράφεται στο εν λόγω συμφωνητικό, που ο ………….. είχε ήδη παραχωρήσει σε αυτή, υπό τον όρο έγκρισης της περαιτέρω παραχώρησης, από την τελευταία. Η διάρκεια της ως άνω μίσθωσης ορίσθηκε δεκαεξαετής, αρχομένη από 5-1-2009 και λήγουσα στις 5-1-2025, ενώ το μηνιαίο μίσθωμα, για τα μεν τρία πρώτα έτη της μίσθωσης, στο ποσό των 25.000 ευρώ, πλέον τέλους χαρτοσήμου, ποσοστού 3,6%, για δε το λοιπό χρονικό διάστημα, αναπροσαρμοζόμενο, κατ’ έτος, κατά το ποσοστό αύξησης του επίσημου τιμαρίθμου, όπως αυτός ανακοινώνεται από την Τράπεζα της Ελλάδος, στο τέλος του προηγούμενου της αναπροσαρμογής έτους. Το ανωτέρω μηνιαίο μίσθωμα, μετά του αναλογούντος τέλους χαρτοσήμου, συμφωνήθηκε να καταβάλλεται εντός των πρώτων πέντε (5) ημερών εκάστου ημερολογιακού μηνός, ήτοι, σε ημερομηνία που συμπίπτει με την έναρξη εκάστου μισθωτικού μηνός, σε τραπεζικό λογαριασμό της εκμισθώτριας. Μετά την υπογραφή της ανωτέρω σύμβασης, η ενάγουσα, με την υπ’ αριθμ. 3971/30-7-2009 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κηρύχθηκε σε κατάσταση πτώχευσης, με ημερομηνία παύσης πληρωμών την 6η-3-2009. Ακολούθως, από 5-1-2013, το μηνιαίο μίσθωμα αναπροσαρμόσθηκε, με συμφωνία των συμβαλλομένων, όπως νόμιμα εκπροσωπούνταν, στο ποσό των 25.600 ευρώ, πλέον του αναλογούντος τέλους χαρτοσήμου, ποσού 921,60 ευρώ, ήτοι συνολικά στο ποσό των 26.521,60 ευρώ. Στη συνέχεια δε, στο πλαίσιο προπτωχευτικής διαδικασίας εξυγίανσης της μισθώτριας, δυνάμει της υπ’ αριθμ. 109/24-1-2018 αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, επικυρώθηκε η από 18-6-2017 συμφωνία εξυγίανσης – μεταβίβασης επιχείρησης της μισθώτριας, με την οποία μεταβιβάσθηκε μέρος του ενεργητικού και παθητικού της τελευταίας στην εναγομένη. Μεταξύ των μεταβιβαζομένων, με την ως άνω συμφωνία εξυγίανσης, στοιχείων περιλαμβανόταν και η ένδικη σύμβαση μίσθωσης – παραχώρησης χρήσης, με αποτέλεσμα, από τη δημοσίευση της σχετικής επικυρωτικής απόφασης, στις 24-1-2018, η εναγομένη να υπεισέλθει στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της αρχικής μισθώτριας. Ακολούθως, στις 2-1-2019, η ορισθείσα σύνδικος της πτώχευσης της ενάγουσας εταιρίας όχλησε την εφεσίβλητη, για την ετήσια αναπροσαρμογή του μηνιαίου μισθώματος από 5-1-2019, κατά ποσοστό 1%, -σύμφωνα με τον συμβατικό όρο και το σχετικό δημοσιευμένο δελτίο της ΕΛΣΤΑΤ-, με βάση την οποία, το ανωτέρω μηνιαίο μίσθωμα, από 5-1-2019, θα ανέρχετο στο ποσό των 25.856 ευρώ και, συνολικά, συμπεριλαμβανομένου και του τέλους χαρτοσήμου, στο ποσό των 26.786,82 ευρώ. Επειδή δε η εναγομένη, από την υπεισέλευσή της στην ανωτέρω μισθωτική σχέση, ουδέν κατέβαλε στην ενάγουσα, για τα αντίστοιχα μισθώματα, η τελευταία άσκησε, σε βάρος της, την από 13-12-2019 και με αριθμ. εκθ. καταθ. δικ. …………/2019 αγωγή, επί της οποίας, εξεδόθη η υπ’ αριθμ. 2932/2020 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή και, στη συνέχεια, μετά την άσκηση εκατέρωθεν, κατ’ αυτής, εφέσεων, η υπ’ αριθμ. 305/2023 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς, με την οποία, αφού εξαφανίσθηκε η εκκαλουμένη απόφαση και δικάστηκε, εκ νέου, η αγωγή, έγινε αυτή εν μέρει δεκτή, και ως ουσία βάσιμη, και αναγνωρίσθηκε η υποχρέωση της εναγομένης να καταβάλει στην ενάγουσα, για μισθώματα, εκ της ως άνω μισθωτικής σχέσης, το συνολικό ποσό των 693.700,61 ευρώ. Η εν λόγω απόφαση, κοινοποιήθηκε στην εναγομένη, σε επικυρωμένο αντίγραφο, στις 7-9-2023, και ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο πρώτου εκτελεστού απογράφου αυτής, με την παρά πόδας από 5-9-2023 επιταγή προς εκτέλεση, στις 12-9-2023. Εν τω μεταξύ, στις 6-9-2023, η εναγομένη επέδωσε στην ενάγουσα, την από 5-9-2023 εξώδικη δήλωση, με την οποία κατήγγειλε, κατ’ άρθρο 43 του π.δ. 34/1995, την ένδικη μίσθωση, δηλώνοντας, ταυτόχρονα, ότι θα παραδώσει στην ενάγουσα το μίσθιο μετά την παρέλευση τριμήνου, καταβάλλοντας, συγχρόνως, τη νόμιμη αποζημίωση. Η εν λόγω εξώδικη δήλωση έφερε δύο υπογραφές, και δη, αφενός, υπό την εταιρική επωνυμία της εναγομένης, την υπογραφή του ……………. και κάτωθι αυτής αριθμ. ΚΑΚ ΓΕΜΗ …………../4-7-2023, και, αφετέρου, την υπογραφή της Δικηγόρου Αθηνών Ευαγγελίας Ε. Κάλφα, ως πληρεξουσίας δικηγόρου της. Ακολούθως, η ενάγουσα κοινοποίησε, στις 12-9-2023, στην εναγομένη την από 8-9-2023 εξώδικη δήλωση – κλήση – απόκρουση με ρητή επιφύλαξη παντός νομίμου δικαιώματός της (βλ. την υπ’ αριθμ ………/12-9-2023 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Θεσσαλονίκης, με έδρα το Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης …………..), με την οποία, μεταξύ άλλων, απέκρουσε την εν λόγω καταγγελία, καλώντας, ταυτόχρονα, την εναγομένη εταιρία να της επιδώσει, σε περίπτωση επανάληψης δήλωσης καταγγελίας της μίσθωσης, σχετική προηγούμενη απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της. Ειδικότερα, στην ανωτέρω εξώδικη δήλωση – κλήση – απόκρουση της ενάγουσας αναφέρονταν, σχετικά, επί λέξει, τα εξής: «…Σας γνωρίζουμε ότι μας κοινοποιήθηκε έγγραφο με ημερομηνία σύνταξης 05/09/2023, το οποίο τιτλοφορείται ως «ΕΞΩΔΙΚΗ ΔΗΛΩΣΗ», με το οποίο – μεταξύ άλλων «καταγγέλλετε» την από 05/01/2009 σύμβαση εμπορικής μίσθωσης, η οποία (δήλωση) δεν υπογράφεται προσηκόντως από εσάς και όπως εκ του νόμου επιτάσσεται από τον νόμιμο εκπρόσωπο, καθώς δεν αναγράφει την ιδιότητα του υπογράφοντος και επομένως και η υπογραφή από πληρεξούσιο δικηγόρο δεν είναι προσήκουσα, αφού δεν επιδείχθηκε σε εμάς πληρεξούσιο έγγραφο. Την ως άνω δήλωση – καταγγελία – αποκρούουμε χωρίς υπαίτια καθυστέρηση ως μη νόμιμη, άκυρη και μη επιφέρουσα έννομη συνέπεια και λόγω ελλείψεως πληρεξουσιότητας. Σε κάθε δε περίπτωση αμφισβητούμε το κύρος της ως άνω δήλωσης – καταγγελίας αφού – μέχρι την επίδειξη σε εμάς του οικείου εγγράφου – αμφισβητούμε τη λήψη της απαιτούμενης από το αρμόδιο όργανο σας απόφαση. Τέλος και σε περίπτωση νέας έγκυρης καταγγελίας και προσήκουσας σε εμάς γνωστοποίησης της τυχόν προγενέστερης απόφασης του αρμόδιου οργάνου σας καλούμε να μας γνωστοποιήσετε την ώρα που την ημερομηνία λήξης της τρίμηνης προθεσμίας της καταγγελίας σας, θα μας παραδώσετε προσηκόντως το μίσθιο και θα μας καταβάλετε τη νόμιμη αποζημίωση…». Ακολούθως, η εναγομένη προέβη, στις 14-9-2023, σε νέα εξώδικη δήλωση, με ημερομηνία 13-9-2023, υπογεγραμμένη από τον ………, υπό την ιδιότητα του Προέδρου και Διευθύνοντος Συμβούλου της εναγομένης και την ως άνω πληρεξουσία δικηγόρο της και απευθυνόμενη προς τη σύνδικο πτωχεύσεως της ενάγουσας εταιρίας και επιδοθείσα σε αυτήν, στις 14-9-2023 (βλ. την υπ’ αριθμ. Β-…../14-9-2023 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών …………), με την οποία, μεταξύ άλλων: α) της δήλωνε ότι η γενόμενη εξώδικη καταγγελία της ένδικης σύμβασης εμπορικής μισθώσεως ήταν καθ’ όλα έγκυρη και ισχυρή, δοθέντος ότι υπογραφόταν από το νόμιμο εκπρόσωπό της και ρητά μνημονευόταν ο Κωδικός Αριθμός Καταχώρησης (Κ.Α.Κ.) της πράξης εκπροσώπησής της στο ΓΕ.ΜΗ., από την οποία σαφώς προέκυπτε η ιδιότητα του υπογράφοντος την ανωτέρω καταγγελία, και β) της γνωστοποιούσε ότι, δια της εν λόγω δηλώσεως, καταγγέλλει, κατ’ άρθρο 43 Π.Δ. 34/1945, την ως άνω από 5-1-2009 σύμβαση εμπορικής μίσθωσης και παραχώρησης χρήσης, δηλώνοντας της, περαιτέρω, ότι, μετά την πάροδο τριών μηνών από την επίδοση της ως άνω δηλώσεως, θα της παρέδιδε το μίσθιο, καταβάλλοντας της, συγχρόνως, και τη νόμιμη αποζημίωση, καθώς και ότι θα προέβαινε στην αποξήλωση και παραλαβή των κινητών πραγμάτων και του εξοπλισμού της αποκλειστικής της κυριότητας, που είχαν εγκατασταθεί στο μίσθιο, και καλώντας την: α) να παραλάβει το μίσθιο και τα κλειδιά αυτού, στις 18-12-2023 και ώρα 14.00 και β) να της γνωστοποιήσει τον τραπεζικό λογαριασμό (ΙΒΑΝ), προκειμένου να καταβάλει στη δικαιούχο (προ της παραδόσεως του μισθίου) τη νόμιμη αποζημίωση. Σε απάντηση της ως άνω εξώδικης δήλωσης της εναγομένης, η ενάγουσα επέδωσε στην τελευταία, στις 6-11-2023, την από 3-11-2023 εξώδικη δήλωση – κλήση – απόκρουση με ρητή επιφύλαξη παντός νομίμου δικαιώματος (βλ. την υπ’ αριθμ. …../6-11-2023 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή Εφετείου Θεσσαλονίκης, με έδρα το Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης …………….), με την οποία ανέφερε, επί λέξει, μεταξύ άλλων, και τα εξής: «…Όπως ήδη γνωρίζετε, έχουμε ήδη αμφισβητήσει εξώδικα την εγκυρότητα της καταγγελίας που επιχειρήσατε να ασκήσετε με το με ημερομηνία σύνταξης 05/09/2023 έγγραφο, το οποίο τιτλοφορείται ως «ΕΞΩΔΙΚΗ ΔΗΛΩΣΗ» για τους λόγους που περιγράφονται στην από 08/09/2023 εξώδικο δήλωση – κλήση – απόκρουση, η οποία σας επιδόθηκε νομίμως στις 12/09/2023. Εν συνεχεία καταγγείλατε την από 05/01/2009 σύμβαση μίσθωσης με την από 13/09/2023 εξώδικο δήλωση – απάντησή σας, συμμορφούμενοι μόνον μερικώς στις απαιτήσεις του νόμου για την εγκυρότητα της καταγγελίας της μίσθωσης από νομικό πρόσωπο. Όπως σας είναι γνωστό, εμμένουμε στην 08/09/2023 απόκρουση της καταγγελίας σας, την οποία επαναλαμβάνουμε και στην παρούσα, καθώς η δήλωση – έγγραφο καταγγελίας από εσάς είναι μη νόμιμη, άκυρη και μη επιφέρουσα έννομη συνέπεια, λόγω ελλείψεως σχετικής εξουσίας πληρεξουσιότητας (έλλειψη σχετικής εξουσίας), αφού δεν μας κοινοποιήσατε την προαπαιτούμενη από το αρμόδιο όργανό σας απόφαση. Σε κάθε δε περίπτωση, όπως γνωρίζετε την ασκείτε καταχρηστικά». Τους ανωτέρω, διαλαμβανόμενους στις από 8-9-2023 και 3-11-2023 εξώδικες δηλώσεις της, ισχυρισμούς της περί ακυρότητας των από 5-9-2023 και 13-9-2023 καταγγελιών της ανωτέρω συμβάσεως, εκ μέρους της εναγομένης, επαναλαμβάνει η ενάγουσα με την ένδικη αγωγή της, ισχυριζόμενη, συγκεκριμένα, ότι: α) η πρώτη ως άνω, από 5-9-2023 εξώδικη δήλωση καταγγελίας δεν είχε υπογραφεί προσηκόντως, διότι έφερε υπογραφή φυσικού προσώπου, ως εκπροσώπου της εναγομένης, δίχως να αναγράφεται η ιδιότητά του, με αποτέλεσμα και η δήλωση καταγγελίας από τη συνυπογράφουσα δικηγόρο να μην είναι νόμιμη, αφού δεν προσκομίσθηκε πληρεξούσιο έγγραφο, μετά και την, εκ μέρους της, απόκρουση της καταγγελίας αυτής, ενώ δεν της συγκοινοποιήθηκε και σχετική περί καταγγελίας απόφαση του Δ.Σ. της εναγομένης εταιρίας, ούτε και αναγράφηκε στη δήλωση καταγγελίας η λήψη προηγούμενης σχετικής αποφάσεως, και β) η δε επιγενόμενη από 13-9-2023 εξώδικη δήλωση καταγγελίας, έλαβε χώρα, χωρίς προηγούμενη εξουσιοδότηση, καθώς δεν συγκοινοποιήθηκε σχετική περί καταγγελίας απόφαση του Δ.Σ. της εναγομένης, παρότι αμφισβητήθηκε από την ίδια (την ενάγουσα) η λήψη της, ενώ, σε κάθε περίπτωση, οι εν λόγω εξώδικες δηλώσεις περί καταγγελίας της σύμβασης μίσθωσης τυγχάνουν καταχρηστικές. Αναφορικά με την πρώτη ως άνω από 5-9-2023 καταγγελία, από την επισκόπηση του περιεχομένου του εγγράφου της, προκύπτει, ως ήδη προεκτέθηκε, ότι αυτό έφερε, υπό την εταιρική επωνυμία της εναγομένης, και, συγκεκριμένα, υπό την ένδειξη «Για τη …………», την υπογραφή φυσικού προσώπου με το όνομα …………… και κάτωθι αυτής τον αριθμό ΚΑΚ ΓΕΜΗ ……./4-7-2023, καθώς επίσης και την υπογραφή της Δικηγόρου Αθηνών …………, ως πληρεξουσίας δικηγόρου της. Πλην όμως, όσον αφορά την πρώτη ως άνω υπογραφή, δεν αναγραφόταν η ιδιότητα του υπογράφοντος, για λογαριασμό της εναγομένης εταιρίας, προσώπου, η οποία, σύμφωνα και με τα ως άνω διαλαμβανόμενα στη μείζονα σκέψη, αποτελεί στοιχείο απαραίτητο, για την εγκυρότητα κάθε πράξης εκπροσώπησης της ανώνυμης εταιρίας. Ακολούθως, μετά την απόκρουση της ως άνω καταγγελίας, λόγω έλλειψης πληρεξουσιότητας, αναφορικά και με την υπογράφουσα την καταγγελία αυτή πληρεξούσια δικηγόρο, κατά τα ανωτέρω αναλυτικώς εκτιθέμενα, απόκρουση, η οποία έγινε χωρίς υπαίτια καθυστέρηση, με την από 8-9-2023 εξώδικη δήλωση, από την ενάγουσα, η ανωτέρω πράξη της καταγγελίας, εφόσον δεν επιδείχθηκε σχετικό πληρεξούσιο έγγραφο, σύμφωνα και με τα διαλαμβανόμενα στη μείζονα σκέψη, πάσχει ακυρότητας, η οποία είναι απόλυτη, δεν θεραπεύεται με μεταγενέστερη έγκριση και επέρχεται ανεξάρτητα από το αν ο φερόμενος, ως πληρεξούσιος, είχε ή όχι την πληρεξουσιότητα, ενώ, για να επέλθουν τα επιδιωκόμενα αποτελέσματα της πράξεως αυτής, και μάλιστα ex nunc, πρέπει η τελευταία να επιχειρηθεί, εκ νέου, εγκύρως. Βάσει όλων των ανωτέρω, η από 5-9-2023, υπογραφόμενη από τα ανωτέρω πρόσωπα, καταγγελία της ένδικης ως άνω συμβάσεως, τυγχάνει άκυρη. Περαιτέρω, αναφορικά με τη μεταγενέστερη από 13-9-2023 εξώδικη δήλωση καταγγελίας της επίδικης σύμβασης μίσθωσης, αποδείχθηκε, από τα προσκομιζόμενα έγγραφα, ότι ο υπογράφων αυτή, για λογαριασμό της εναγομένης ανώνυμης εταιρίας, ……………., υπό την ιδιότητα του Προέδρου και Διευθύνοντος Συμβούλου της, λειτουργούσε ως υποκατάστατο όργανό της. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με άρθρο 11 του, νομίμως καταχωρημένου στο Γενικό Εμπορικό Μητρώο (ΓΕ.ΜΗ), από 4-7-2023 καταστατικού της εναγομένης:«1. Το Διοικητικό συμβούλιο είναι αρμόδιο να αποφασίζει για κάθε πράξη που σχετίζεται με τη διοίκηση της Εταιρείας, τη διαχείριση της περιουσίας της και, γενικά, την επιδίωξη του σκοπού της και την εκπροσώπησή της, με εξαίρεση μόνον τα θέματα για τα οποία, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 4548/2018, όπως ισχύει, είναι μόνη αρμόδια η Γενική Συνέλευση. 2. Με απόφασή του το Διοικητικό Συμβούλιο μπορεί να ορίζει θέματα ή να αναθέτει την άσκηση εξουσιών ή αρμοδιοτήτων, συνολικά ή μερικά, σε ένα ή περισσότερα μέλη του, διευθυντές, υπαλλήλους της Εταιρείας ή τρίτους, ή και να συγκροτεί ειδικές επιτροπές στις οποίες να αναθέτει συγκεκριμένα καθήκοντα».
Ακολούθως, σύμφωνα με τα, επί λέξει, διαλαμβανόμενα στο με κωδικό αριθμό καταχώρησης (Κ.Α.Κ.) στο ΓΕ.ΜΗ. …………/4-7-2023 πρακτικό του Δ.Σ. της εναγομένης εταιρίας, το Διοικητικό Συμβούλιο αυτής, -που εκλέχθηκε με την από 4-7-2023, καταχωρημένη με τον ως άνω Κ.Α.Κ. στο ΓΕ.ΜΗ., απόφαση της Γενικής Συνέλευσης των μετόχων της, με θητεία έως τις 4-7-2025, και αποτελείτο από το ……… (Πρόεδρο και Διευθύνοντα Σύμβουλο), την ………. (Αντιπρόεδρο) και την …………. (Μέλος)-, «αναθέτει ομόφωνα τη γενική εκπροσώπηση της Εταιρείας στην Ελλάδα και το Εξωτερικό στον νόμιμο εκπρόσωπο αυτής, ήτοι στον Πρόεδρο και Διευθύνοντα Σύμβουλο της Εταιρείας, ο οποίος θα εκπροσωπεί την Εταιρεία ενώπιον κάθε δημόσιας ή/και ιδιωτικής αρχής, ενώπιον κάθε φυσικού ή και νομικού προσώπου, συμπεριλαμβανομένων των πιστωτικών ιδρυμάτων, Δ.Ο.Υ., Υπηρεσιών Κοινωνικής Ασφάλισης, διοικητικών και δικαστικών αρχών, ενώπιον Ο.Τ.Α., καθώς και ενώπιον κάθε άλλου νομικού και φυσικού προσώπου που απαιτείται εντός του αντικειμένου των εργασιών της Εταιρείας και πάντα σύμφωνα με τους περιορισμούς που προβλέπονται στο Καταστατικό της Εταιρείας και στην παρούσα απόφαση. Η διενέργεια ορισμένων πράξεων θα μπορεί να ανατίθεται από τον Διευθύνοντα Σύμβουλο της Εταιρείας σε ένα ή περισσότερα στελέχη ή υπαλλήλους της Εταιρείας ή σε τρίτα πρόσωπα δυνάμει σχετικού πληρεξουσίου εγγράφου ή εξουσιοδότησης, που θα έχουν την ευθύνη να ενεργούν εντός των ορίων της πληρεξουσιότητας που τους δόθηκε και σύμφωνα με τους όρους και τους περιορισμούς του ορισμού και της ανάκλησης των αρμοδιοτήτων τους. Θα δύναται επίσης να εκδίδει και υπογράφει αντίγραφα και αποσπάσματα των πρακτικών των Συνεδριάσεων του Διοικητικού Συμβουλίου της εταιρείας και των πρακτικών των Γενικών Συνελεύσεων των Μετόχων», ενώ, περαιτέρω, ορίστηκε ότι, σε περίπτωση απουσίας του Προέδρου και Διευθύνοντος Συμβούλου, οι κατωτέρω αρμοδιότητες ανατίθενται στον ……………., κάτοικο Θεσσαλονίκης, υπό τις ακόλουθες διακρίσεις: «Α) ΣΥΝΑΨΗ ΣΥΜΒΑΣΕΩΝ ΑΞΙΑΣ ΠΟΣΟΥ ΜΕΧΡΙ ΕΥΡΩ ΤΡΙΑΚΟΣΙΩΝ ΧΙΛΙΑΔΩΝ (300.000) ΚΑΙ ΔΙΕΝΕΡΓΕΙΑ ΠΛΗΡΩΜΩΝ: Για τη σύναψη κάθε σύμβασης μέσα στα πλαίσια της δραστηριότητας της Εταιρείας η αξία της οποίας δεν ξεπερνά το ποσό των Ευρώ τριακοσίων χιλιάδων (300.000), για κάθε περίπτωση ξεχωριστά, θα απαιτείται μόνη η υπογραφή του Προέδρου και Διευθύνοντα Συμβούλου, ή σε περίπτωση απουσίας του, η υπογραφή του κ. ………………. Για τη διενέργεια πληρωμών σχετικά με συμβάσεις των οποίων η αξία δεν ξεπερνά το ποσό των Ευρώ τριακοσίων χιλιάδων (300.000) απαιτείται μόνη η υπογραφή του Προέδρου και Διευθύνοντα Συμβούλου, ή, σε περίπτωση απουσίας του, μόνη η υπογραφή του κ. …………….. Β) ΣΥΝΑΨΗ ΣΥΜΒΑΣΕΩΝ ΑΞΙΑΣ ΠΟΣΟΥ ΑΠΟ ΕΥΡΩ ΤΡΙΑΚΟΣΙΕΣ ΧΙΛΙΑΔΕΣ (300.000) ΜΕΧΡΙ ΕΥΡΩ ΠΕΝΗΝΤΑ ΕΚΑΤΟΜΜΥΡΙΩΝ (50.000.000) ΚΑΙ ΔΙΕΝΕΡΓΕΙΑ ΠΛΗΡΩΜΩΝ: Για τη σύναψη κάθε σύμβασης μέσα στα πλαίσια της δραστηριότητας της Εταιρείας η αξία της οποίας είναι ίση ή ξεπερνά το ποσό των Ευρώ τριακοσίων χιλιάδων (300.000) και μέχρι του ποσού των Ευρώ πενήντα εκατομμυρίων (50.000.000) θα απαιτείται μόνη η υπογραφή του Προέδρου και Διευθύνοντα Συμβούλου. Για τη διενέργεια πληρωμών σχετικά με τις άνω συμβάσεις απαιτείται μόνη η υπογραφή του Προέδρου και Διευθύνοντα Συμβούλου, ή, σε περίπτωση απουσίας του, μόνη η υπογραφή του κ. …………….. Γ) ΣΥΝΑΨΗ ΣΥΜΒΑΣΕΩΝ ΑΞΙΑΣ ΠΟΣΟΥ ΑΝΩ ΤΩΝ ΕΥΡΩ ΠΕΝΗΝΤΑ ΕΚΑΤΟΜΜΥΡΙΩΝ (50.000.000) ΚΑΙ ΔΙΕΝΕΡΓΕΙΑ ΠΛΗΡΩΜΩΝ: Για τη σύναψη σύμβασης μέσα στα πλαίσια της δραστηριότητας της Εταιρείας η αξία της οποίας ξεπερνά το ποσό των Ευρώ πενήντα εκατομμυρίων (50.000.000) θα απαιτείται απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου για κάθε περίπτωση ξεχωριστά. Για τη διενέργεια πληρωμών σε εκτέλεση των ως άνω συμβάσεων απαιτείται μόνη η υπογραφή του Προέδρου και Διευθύνοντα Συμβούλου, ή, σε περίπτωση απουσίας του, μόνη η υπογραφή του κ. …………….. Δ) ΜΕΤΑΦΟΡΑ ΧΡΗΜΑΤΩΝ: Για τη μεταφορά χρημάτων στους λογαριασμούς της Εταιρείας απαιτείται μόνη η υπογραφή του Προέδρου και Διευθύνοντα Συμβούλου ή, σε περίπτωση απουσίας του, μόνη η υπογραφή του κ. ………………., χωρίς περιορισμό ποσού. Ε) ΟΠΙΣΘΟΓΡΑΦΗΣΗ ΠΕΛΑΤΩΝ: α) Η οπισθογράφηση επ’ ονόματι και για λογαριασμό της εταιρείας εισπρακτέων από αυτήν επιταγών πελατών και τρίτων προς κατάθεση σε τραπεζικό λογαριασμό της εταιρείας. β) Η υπογραφή επιστολών με οδηγίες προς την Τράπεζα για ακάλυπτες ή μη δυνάμενες για άλλο λόγο να εισπραχθούν επιταγές πελατών ή τρίτων, δίνοντας εντολή στην Τράπεζα για επανακατάθεση, απόσυρση ή σφράγιση γ) Η παροχή στοιχείων από τράπεζες όπως αντίγραφα τραπεζικών λογαριασμών, βεβαίωσης, πιστωτικής/χρεωστικής κατάστασης κλπ δ) Η αγορά και πώληση συναλλάγματος ε) Το άνοιγμα και κλείσιμο προθεσμιακών καταθέσεων στ) Η έκδοση υπέρ της εταιρείας εγγυητικών επιστολών τραπεζών σύμφωνα με τους όρους υφιστάμενων ή μελλοντικών συμβάσεων παροχής εγγυήσεων καθώς και ενέγγυων πιστώσεων, ζ) Το άνοιγμα λογαριασμών της εταιρείας σε ελληνικές και ξένες τράπεζες, θα διενεργούνται με μόνη την υπογραφή του Προέδρου και Διευθύνοντα Συμβούλου, ή, σε περίπτωση απουσίας του, με μόνη την υπογραφή του κ. ………., ενεργώντας χωρίς περιορισμούς. ΣΤ) ΕΠΙΤΑΓΩΝ ΠΟΥ ΑΦΟΡΟΥΝ ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΑ ΤΗ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ: Η έκδοση επιταγών στο όνομα της Εταιρείας για τη διενέργεια πληρωμών που αφορούν αποκλειστικά τη λειτουργία της Εταιρείας θα διενεργείται με μόνη την υπογραφή του Προέδρου και Διευθύνοντα Συμβούλου, ή, σε περίπτωση απουσίας του, με μόνη την υπογραφή του κ. ………….., ενεργώντας χωρίς περιορισμό. Ζ) ΤΕΛΩΝΕΙΑΚΕΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ: Η υπογραφή κάθε είδους Τελωνειακών εγγράφων για τον ακώλυτο εκτελωνισμό των εμπορευμάτων της Εταιρείας, η άσκηση κάθε είδους ενστάσεων ενώπιον κάθε Επιτροπής Τελωνειακών Αμφισβητήσεων και υποβολή κάθε είδους δηλώσεων, η υπογραφή όλων των απαιτούμενων για την πραγματοποίηση των εισαγωγών και εξαγωγών, εγγράφων, θα διενεργείται με μόνη την υπογραφή του Προέδρου και Διευθύνοντα Συμβούλου, ή, σε περίπτωση απουσίας του, με μόνη την υπογραφή του κ. ………….., ενεργώντας χωρίς περιορισμό». Από τα προαναφερόμενα, αποδεικνύεται ότι στον ως άνω νόμιμο εκπρόσωπο, Πρόεδρο του Δ.Σ της εναγομένης και Διευθύνοντα Σύμβουλο αυτής, είχε παραχωρηθεί, από το Διοικητικό Συμβούλιο της, η γενική εξουσία εκπροσώπησης, αλλά και διαχείρισης της εναγομένης εταιρίας, με μόνη εξαίρεση τη σύναψη συμβάσεων, μέσα στα πλαίσια της δραστηριότητάς της, με αντικείμενο άνω των 50.000.000 ευρώ, για την οποία και απαιτείτο προηγούμενη απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της. Για το λόγο αυτό, δεν απαιτείτο προγενέστερη σχετική απόφαση του Δ.Σ. της εναγομένης, προκειμένου ο τελευταίος να προβεί, εγκύρως, στην ανωτέρω ένδικη από 13-9-2023 δήλωση καταγγελίας, για λογαριασμό της εναγομένης εταιρίας, ως διατείνεται η ενάγουσα, αφού, υπό τα προεκτιθέμενα, ο ίδιος ενεργούσε ως υποκατάστατο όργανο αυτής, με αποτέλεσμα να εκφράζει πρωτογενώς τη βούλησή της. Κατ’ ακολουθίαν όλων των ανωτέρω, πρέπει η αγωγή: α) να απορριφθεί, στην ουσία της, καθ’ ο μέρος ζητείται με αυτή η αναγνώριση της ακυρότητας της από 13-9-2023 δηλώσεως καταγγελίας της από 5-1-2009 συμβάσεως εμπορικής μίσθωσης, διάταξη η οποία είναι μεν επιβλαβέστερη για την εκκαλούσα (αφού με την εκκαλουμένη απόφαση, η αγωγή, κατά το αντίστοιχο αίτημά της, απορρίφθηκε ως μη νόμιμη), πλην όμως, δεν παραβιάζει την αρχή της «μη χειροτέρευσης της θέσης του εκκαλούντος», που καθιερώνεται με την παρ. 1 του άρθρου 536 ΚΠολΔ, αφού, μετά την εξαφάνιση της πρωτόδικης απόφασης, γενομένου δεκτού σχετικού λόγου του εκκαλούντος, ως εκ προκειμένω, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο μπορεί να εκδώσει, κατά τα εκκληθέντα και εξαφανισθέντα κεφάλαια, επιβλαβέστερη για τον εκκαλούντα απόφαση, σύμφωνα με την παρ. 2 του ιδίου άρθρου (ΑΠ 158/21, ΑΠ 134/08, ΑΠ 214/06, ΜονΕΘεσ 49/22 ΝΟΜΟΣ), και β) να γίνει αυτή δεκτή, ως ουσιαστικά βάσιμη, κατά το μέρος της, με το οποίο ζητείται η αναγνώριση της ακυρότητας της από 5-9-2023 δηλώσεως καταγγελίας της ανωτέρω συμβάσεως και να αναγνωρισθεί η ακυρότητα της τελευταίας ως άνω από 5-9-2023 καταγγελίας. Τέλος, η εναγομένη πρέπει να καταδικασθεί, λόγω της μερικής ήττας της, σε μέρος της δικαστικής δαπάνης της ενάγουσας, για αμφότερους τους βαθμούς δικαιοδοσίας (άρθρα 178, 183 ΚΠολΔ), σύμφωνα με όσα ειδικότερα αναφέρονται στο διατακτικό της παρούσας.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
-ΔΙΚΑΖΕΙ κατ’ αντιμωλία των διαδίκων.-
-ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά την έφεση.-
-ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ, κατ’ ουσίαν την έφεση, καθ’ ο μέρος αφορά στο, αναφερόμενο ειδικότερα στο σκεπτικό της παρούσας, σκέλος της κύριας βάσης της από 30-11-2023 και με αριθμ. εκθ. καταθ. δικ. ……………/2023 αγωγής, καθώς και στην επικουρική βάση αυτής.-
-ΔΕΧΕΤΑΙ κατ’ ουσίαν την έφεση, καθ’ ο μέρος αφορά, κατά τα λοιπά, στην κύρια βάση της ανωτέρω αγωγής-.
-ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή του υπ’ αριθμ. …………./2024 e – παραβόλου εφέσεως στην εκκαλούσα.-
-ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την, εκδοθείσα κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, υπ’ αριθμ. 1091/2024 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, καθ’ ο μέρος έγινε, κατά τα ανωτέρω, ουσιαστικά δεκτή η έφεση.-
-ΚΡΑΤΕΙ και ΔΙΚΑΖΕΙ, κατά το ανωτέρω μέρος της, την αγωγή.-
-ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αγωγή, στην ουσία της, καθ’ ο μέρος ζητείται με αυτή η αναγνώριση της ακυρότητας της από 13-9-2023 δηλώσεως καταγγελίας της από 5-1-2009 συμβάσεως εμπορικής μίσθωσης, που συνήφθη μεταξύ της ενάγουσας και της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «……………..», της οποίας ειδική διάδοχος τυγχάνει η εναγομένη-.
-ΔΕΧΕΤΑΙ την αγωγή, καθ’ ο μέρος ζητείται με αυτή η αναγνώριση της ακυρότητας της από 5-9-2023 δηλώσεως καταγγελίας της ανωτέρω από 5-1-2009 συμβάσεως εμπορικής μίσθωσης.-
-ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ την ακυρότητα της από 5-9-2023 δηλώσεως καταγγελίας της από 5-1-2009 συμβάσεως εμπορικής μίσθωσης, που συνήφθη μεταξύ της ενάγουσας και της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «…………….», της οποίας ειδική διάδοχος τυγχάνει η εναγομένη.-ΚΑΙ
-ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την εναγομένη σε μέρος της δικαστικής δαπάνης της ενάγουσας, για αμφότερους τους βαθμούς δικαιοδοσίας, το ύψος της οποίας ορίζει στο ποσό των πεντακοσίων (500) ευρώ.-
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε, στον Πειραιά, σε έκτακτη δημόσια, στο ακροατήριό του, συνεδρίαση, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, στις 24.6.2025
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ