Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 120/2019

 Αξιώσεις από την κατάρτιση σύμβασης ναυτικής εργασίας θαλαμηπόλου σε ακτοπλοϊκό επιβατηγό πλοίο σχετικές με διαφορές αποδοχών υπερωριακής απασχόλησης, επιδομάτων δώρων εορτών, επιδόματος δρομολογίων άγονης γραμμής και πρόσθετης αμοιβής για δρομολόγια εξπρές. Αντίθετες εφέσεις. ΣΣΝΕ. Ευθύς μετά τη λήξη της διάρκειςά της οι όροι εργασίας ρυθμίζονται στο εξής από την ατομική σύμβαση, εκτός αν οι όροι της λήξασας ΣΣΝΕ καταστούν με συμφωνία συμβατικό περιεχόμενο. Υπερωρίες. Πότε χωρεί καταλογισμός σ’ αυτές πρόσθετων αμοιβών που έλαβε ο ναυτικός από τον εργοδότη. Δε χωρεί συμψηφισμός αν οι παροχές αυτές καταβλήθηκαν από τρίτον. Επίδομα άγονης γραμμής. Βάση υπολογισμού του αποτελεί η καθημερινή δραστηριοποίηση του πλοίου στην άγονη γραμμή και όχι ο αριθμός των δρομολογίων που αυτό εκτέλεσε στην ίδια γραμμή εντός εκάστου μηνός. Πρόσθετη αμοιβή για δρομολόγια εξπρές. Η αναλογία της συνυπολογίζεται για τον προσδιορισμό των δώρων εορτών, εφόσον τα δρομολόγια εκτελούνται τακτικά και η πρόσθετη αμοιβή καταβάλλεται αδιαλείπτως. Αποζημίωση απολύσεως. Πότε οφείλεται και τι περιλαμβάνει. Κατάχρηση δικαιώματος. Δέχεται τις εφέσεις. Δέχεται εν μέρει την αγωγή.

 

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός  120 /2019

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Ναυτικό Τμήμα

 

Αποτελούμενο από τον Δικαστή Αναστάσιο Αναστασίου, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Γ.Λ.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

         Ι. Οι κρινόμενες αντίθετες α) από 4.8.2017 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ενδίκου μέσου του Πρωτοδικείου Πειραιώς ……./7.8.2017 και αριθμό εκθέσεως προσδιορισμού δικογράφου του Εφετείου Πειραιώς ……/7.8.2017 έφεση της εκκαλούσας – εναγομένης [Α έφεση] και β) από 6.9.2017 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ενδίκου μέσου του Πρωτοδικείου Πειραιώς ……./6.9.2017 και αριθμό εκθέσεως προσδιορισμού δικογράφου του Εφετείου Πειραιώς …/7.9.2017 έφεση του εκκαλούντος – ενάγοντος [Β έφεση], που στρέφονται κατά της υπ’ αριθμ. 89/2017 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατ’ αντιμωλία των διαδίκων και κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθρα 663 επομ. ΚΠολΔ και 82 ΚΙΝΔ) και δέχθηκε εν μέρει ως και ουσιαστικά βάσιμη την από 11.12.2015 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως …./23.12.2015 αγωγή του δεύτερου κατά της πρώτης, ασκήθηκαν νομότυπα και εμπρόθεσμα κατ’ άρθρα 495, 511, 513, 516 § 1, 517 εδαφ. α, 518 § 2 και 520 § 1 ΚΠολΔ, δεδομένου ότι από τα έγγραφα της δικογραφίας δεν προκύπτει ούτε οι διάδικοι επικαλούνται επίδοση της εκκαλουμένης αποφάσεως ούτε παρήλθε η νόμιμη καταχρηστική προθεσμία από την δημοσίευσή της στις 10.1.2017, ενώ για το παραδεκτό τους, μολονότι ασκήθηκαν μετά την ισχύ του άρθρου 12 § 2 του Ν. 4055/2012, δεν απαιτείται η κατάθεση του παραβόλου της § 4 του άρθρου 495 ΚΠολΔ, που προστέθηκε με τον ανωτέρω Νόμο, λόγω της φύσεως της διαφοράς ως εργατικής. Εφόσον δε οι ένδικες εφέσεις αρμοδίως φέρονται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 § 2 του Ν. 3994/2011), πρέπει να γίνουν τυπικά δεκτές και, αφού ενωθούν και συνεκδικαστούν, με σκοπό την διευκόλυνση και επιτάχυνση της διεξαγωγής της δίκης, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 246, 524 § 1 εδαφ. α και 591 § 1 εδαφ. α ΚΠολΔ, πρέπει να εξεταστούν περαιτέρω κατά την αυτή ως άνω ειδική διαδικασία, για να ελεγχθούν το παραδεκτό και η βασιμότητα των λόγων τους, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 532, 533 § 1 και 591 § 1 εδαφ. α ΚΠολΔ.

ΙΙ. Με την αγωγή του ο ……….. ισχυρίστηκε ότι με διαδοχικές συμβάσεις ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, που συνήψε στον Πειραιά με την εναγόμενη ανώνυμη ναυτιλιακή εταιρία, πλοιοκτήτρια του υπό ελληνική σημαία επιβατηγού – οχηματαγωγού (Ε/Γ – 0/Γ) ακτοπλοϊκού πλοίου Δ., ολικής χωρητικότητας εννέα χιλιάδων οκτακοσίων τριάντα τεσσάρων κόρων (9.834 κ.ο.χ.), ναυτολογήθηκε σ’ αυτό με την ειδικότητα του θαλαμηπόλου, αντί των προβλεπομένων από την εκάστοτε ισχύουσα συλλογική σύμβαση ναυτικής εργασίας (στο εξής ΣΣΝΕ) πληρωμάτων επιβατηγών ακτοπλοϊκών πλοίων μηνιαίου μισθού και επιδομάτων, παρείχε δε έκτοτε τις υπηρεσίες του στο ίδιο πλοίο, που εκτελούσε καθημερινά τα αναλυτικώς αναφερόμενα στην αγωγή δρομολόγια, για ορισμένα τμήματα των οποίων είχε συναφθεί σύμβαση δημόσιας υπηρεσίας (άγονης γραμμής) αλλά και δρομολόγια εξπρές, εργαζόμενος ημερησίως επί δεκαπέντε [15] ώρες κατά τις ναυτολογήσεις του εντός του ενδίκου χρονικού διαστήματος από 2.1.2014 έως 8.8.2015, οπότε και λύθηκε η τελευταία σύμβασή του με κοινή συναίνεση αυτού και του πλοιάρχου. Προσθέτως επικαλέστηκε ότι μετά τη λήξη της μηνιαίας αδείας αναπαύσεως που του χορηγήθηκε ενδιαμέσως, στις 15.2.2014, η εναγομένη προέβη καθυστερημένα στην επαναπρόσληψή του, μόλις στις 3.4.2014, γεγονός που συνεπάγεται ότι η προηγούμενη αποναυτολόγησή του συνιστά λύση της συμβάσεώς του με μονομερή καταγγελία εκ μέρους του πλοιάρχου, χωρίς να έχει συντρέξει δικό του παράπτωμα. Με βάση το ιστορικό αυτό και επικαλούμενος περαιτέρω ότι απασχολήθηκε χωρίς να λάβει, πρώτον, το σύνολο των αποδοχών του που αντιστοιχούσαν στις ώρες υπερωριακής εργασίας του κατά τις καθημερινές ημέρες, τις Κυριακές, τα Σάββατα και τις αργίες και χωρίς να συνυπολογιστούν αυτές στο σύνολό τους για τον προσδιορισμό και την καταβολή της αναλογίας των επιδομάτων δώρων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα των ετών 2014 και 2015, τα οποία δικαιούται, καθώς και, δεύτερον, πλήρη την αμοιβή του για την εκτέλεση των δρομολογίων εξπρές και για τους πλόες άγονης γραμμής, που εκτέλεσε το πλοίο κατά τα ένδικα χρονικά διαστήματα, ζητούσε ο ενάγων, όπως το αρχικώς συνολικά καταψηφιστικό αίτημά του παραδεκτώς περιορίστηκε πρωτοδίκως σε εν μέρει αναγνωριστικό, α] να υποχρεωθεί η εναγόμενη να του καταβάλει το συνολικό χρηματικό ποσό των είκοσι χιλιάδων πεντακοσίων εξήντα πέντε ευρώ και έξι λεπτών (20.565,06 €) για διαφορές αποδοχών υπερωριακής απασχόλησης με το νόμιμο τόκο από την ημέρα της τελευταίας αποναυτολογήσεώς του άλλως από την επίδοση της αγωγής και β] να αναγνωριστεί η υποχρέωση της ιδίας στην καταβολή του συνολικού χρηματικού ποσού των ένδεκα χιλιάδων εξακοσίων ενενήντα εννέα ευρώ και εξήντα λεπτών (11.699,60 €) για διαφορές επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα, πρόσθετης αμοιβής δρομολογίων εξπρές και επιδόματος άγονης γραμμής, καθώς και ως αποζημίωση απόλυσης, με το νόμιμο τόκο από τα ίδια ως άνω αφετήρια χρονικά σημεία. Με την εκκαλούμενη απόφαση η αγωγή αυτή κρίθηκε ορισμένη και νόμιμη, ακολούθως δε, με την παραδοχή, μεταξύ άλλων, ότι η ημερήσια απασχόληση του ενάγοντος ανερχόταν σε δώδεκα (12) ώρες, έγινε κατά ένα μέρος δεκτή ως και ουσιαστικά βάσιμη και, συγκεκριμένα, α] υποχρεώθηκε η εναγόμενη, με διάταξη που κηρύχθηκε προσωρινώς εκτελεστή για το σύνολο του καταψηφιστικώς επιδικασθέντος ποσού, στην καταβολή οκτώ χιλιάδων πενήντα πέντε ευρώ και ενός λεπτού (8.055,01 €), ως υπόλοιπο αμοιβής για την υπερωριακή απασχόληση του ενάγοντος και β] αναγνωρίστηκε η υποχρέωσή της στην προς αυτόν καταβολή επτά χιλιάδων εννιακοσίων επτά ευρώ και οκτώ λεπτών (7.907,08 €), ως υπόλοιπο επιδομάτων εορτών, πρόσθετης αμοιβής για την εκτέλεση δρομολογίων εξπρές και άγονης γραμμής, καθώς και ως αποζημίωση απολύσεως, με το νόμιμο τόκο από την ημέρα της λύσεως της τελευταίας σύμβασης ναυτικής εργασίας του ενάγοντος στις 8.8.2015 και μέχρι την πλήρη εξόφληση. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονούνται ήδη με τις ένδικες εφέσεις τους αμφότεροι οι διάδικοι και, αποδίδοντάς της εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, όπως και κακή εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού, ζητούν την ουσιαστική παραδοχή των εφέσεών τους, την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, την αναδίκαση της υποθέσεως από το Δικαστήριο τούτο και την εν συνόλω παραδοχή ή απόρριψη της αγωγής αντιστοίχως, ενώ η εκκαλούσα της Α έφεσης υποβάλλει και αίτημα επαναφοράς των πραγμάτων στην προηγούμενη της εκτέλεσης κατάσταση, κατ’ άρθρο 914 ΚΠολΔ, επειδή κατέβαλε στον αντίδικό της το χρηματικό ποσό που η εκκαλουμένη του επιδίκασε προσωρινά.

ΙΙΙ. Από την διάταξη του άρθρου 216 § 1 ΚΠολΔ, στην οποία προβλέπεται ότι το δικόγραφο της αγωγής, εκτός από τα στοιχεία που ορίζονται στα άρθρα 118 ή 117, πρέπει να περιέχει: α) σαφή έκθεση των γεγονότων που θεμελιώνουν σύμφωνα με το νόμο την αγωγή και δικαιολογούν την  άσκησή της από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου, β) ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και γ) ορισμένο αίτημα, προκύπτει ότι η αναφορά των περιστατικών αυτών χωρίς την απαιτούμενη από το νόμο πληρότητα καθιστά την αγωγή αόριστη και οδηγεί στην απόρριψή της ως απαράδεκτης για έλλειψη διαδικαστικής προϋπόθεσης, η οποία  αποτελεί και προϋπόθεση του παραδεκτού της (ΑΠ 1611/2008, Δ 2008/1131, ΑΠ 187/2006, Δ 2006/907), δεδομένου ότι επί ελλιπούς ή ασαφούς αγωγής το δικαστήριο δεν μπορεί να προχωρήσει στην εκτίμηση των ισχυρισμών του ενάγοντος από νομική και ουσιαστική άποψη, εκτός αν πρόκειται για επουσιώδεις ελλείψεις, οι οποίες είναι δυνατόν, κατ’ άρθρο 224 ΚΠολΔ να συμπληρωθούν, να διευκρινιστούν και να διορθωθούν με τις προτάσεις. Ειδικότερα, όταν πρόκειται για αγωγή, με την οποία επιδιώκεται η επιδίκαση δεδουλευμένων αποδοχών ναυτικού, στοιχεία της βάσης της, τα οποία ο ενάγων οφείλει να επικαλεστεί και, αν αμφισβητηθούν, να αποδείξει, είναι, σύμφωνα με το άρθρο 53 ΚΙΝΔ, η σύμβαση ναυτολόγησης, η παροχή από τον ενάγοντα ναυτικό της εργασίας του στον πλοιοκτήτη και ο συμβατικός ή νόμιμος μισθός, σε συνδυασμό με τη χωρητικότητα του πλοίου, ώστε να εφαρμοστεί η αρμόζουσα ΣΣΝΕ (ΑΠ 365/2005, Δνη 47/1663, ΑΠ 225/2002, Δνη 44/160 = ΔΕΝ 2002/1314, ΜονΕφΠειρ. 147/2014, πρώτη δημοσίευση σε Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών [ΤΝΠ] ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 994/2007, ΕΝαυτΔ 2007/385 = ΠειρΝομ. 2008/199, ΕφΠειρ. 857/2006, ΕΝαυτΔ 2006/268, ΕφΠειρ. 567/2005, ΕΝαυτΔ 2005/345, ΕφΠειρ. 124/2003, ΕΝαυτΔ 2003/130, Α. Βερνάρδος, Το δίκαιον της ναυτικής εργασίας, 1980, σελ. 99). Για δε την κατ’ άρθρο 216 § 1 ΚΠολΔ πληρότητα του δικογράφου της αγωγής, με την οποία ζητείται η καταβολή διαφορών αποδοχών για παρασχεθείσα ναυτική εργασία κατά τις καθημερινές, τα Σάββατα, τις Κυριακές και τις αργίες του επιδίκου χρονικού διαστήματος, δεν είναι απαραίτητο να αναφέρονται οι συγκεκριμένες ημέρες και ο αριθμός τους αλλά αρκεί να μνημονεύεται ο αριθμός των ωρών εργασίας που παρέσχε ο ενάγων κατά το χρονικό αυτό διάστημα (ΑΠ 1600/2006, Δνη 48/808, ΑΠ 725/1999, Δνη 41/343). Δεν αποτελεί, εξάλλου, αναγκαίο για την πληρότητα του δικογράφου της στοιχείο είτε πρόκειται για αγωγή καταβολής μισθών είτε υπερωριακής αμοιβής, το είδος των κατ’ ιδίαν εργασιών που εκτελέστηκαν, εφόσον αυτό προκύπτει από την αναφορά της ειδικότητας και του βαθμού του ενάγοντος ναυτικού, δεδομένου ότι το είδος και η φύση των καθηκόντων κάθε ναυτικού και των εργασιών που αυτός εκτελεί κατά τον πλου ή όταν το πλοίο ναυλοχεί καθορίζονται λεπτομερώς από τους κανονισμούς εργασίας και τις ναυτικές συνήθειες, εφόσον βεβαίως δεν πρόκειται για εργασίες που αμείβονται ειδικώς με βάση τις εκάστοτε ισχύουσες ΣΣΝΕ (ΜονΕφΠειρ. 496/2015, αδημ.). Ομοίως δεν αποτελεί αναγκαίο στοιχείο για το ορισμένο της ιδίας αγωγής η αναφορά του χρόνου έναρξης και λήξης της υπερωριακής απασχόλησης του ενάγοντος κάθε ημέρα του επιδίκου χρονικού διαστήματος, αφού αυτός ορίζεται από το νόμο ούτε της ανάγκης η οποία παρέστη για την εκτέλεσή της (ΜονΕφΠειρ. 369/2016, ΜονΕφΠειρ. 176/2016, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) ή του προσώπου από το οποίο δόθηκε η σχετική εντολή (ΜονΕφΠειρ. 168/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 892/2002, ΠειρΝομ. 2002/479 = ΕΝαυτΔ 2002/437) ούτε και των δρομολογίων του πλοίου (ΕφΠειρ. 1312/1997, ΕΝαυτΔ 1998/11), εκτός αν στην αγωγή σωρεύεται κονδύλιο πρόσθετης αμοιβής για δρομολόγια εξπρές, οπότε προσαπαιτείται η μνεία των κυκλικών πλόων που εκτελούσε το πλοίο σε εβδομαδιαία βάση και των τακτικών καθημερινών αναχωρήσεών του ή της λειτουργίας του ως ημερόπλοιου (ΜονΕφΠειρ. 17/2013, ΠειρΝομ. 2013/167). Σε κάθε άλλη περίπτωση αρκεί να αναφέρεται στην αγωγή το σύνολο των ωρών της υπερωριακής εργασίας κατά μήνα ή κατά μέσο όρο ανά μήνα (ΕφΠειρ. 901/2002, ΠειρΝομ. 2003/70). Σε περίπτωση δε αμφιβολίας ως προς την πληρότητα ή μη της παραθέσεως των ως άνω γεγονότων, λογίζεται έγκυρη η αγωγή, εφόσον οι ελλείψεις του δικογράφου της δεν δυσχεραίνουν την άσκηση ανταπόδειξης από τον εναγόμενο (ΜονΕφΠειρ. 626/2014, Δνη 2015/508, ΕφΠειρ. 33/2002, ΔΕΕ 2003/561).

Επομένως, η ένδικη αγωγή, με την οποία ο ενάγων εκθέτει ότι ναυτολογήθηκε διαδοχικά στο αναφερόμενο ακτοπλοϊκό πλοίο, πλοιοκτησίας της εναγομένης, ως θαλαμηπόλος, αντί των καθοριζομένων από την οικεία και εκάστοτε ισχύουσα ΣΣΝΕ όρων και αποδοχών, ότι παρέσχε σε αυτό τις υπηρεσίες του κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα χρονικά διαστήματα και με την οποία ζητεί να του καταβληθούν, μεταξύ άλλων, διαφορές από υπερωριακή εργασία, κατά καθημερινές, Σάββατα, Κυριακές και αργίες, είναι ορισμένη και σαφής, αφού περιέχει όλα τα απαιτούμενα στοιχεία, σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν. Ειδικώς δε, όσον αφορά το αίτημα περί καταβολής υπερωριακής αμοιβής, εκτίθενται σαφώς οι ώρες της ημερήσιας απασχόλησης του ενάγοντος στην εργασία της ειδικότητάς του στο αναφερόμενο ακτοπλοϊκό πλοίο, από τις οποίες, σε αντιπαραβολή με τα νόμιμα όρια εργασίας του, συνάγεται ευθέως η υπερωριακή απασχόλησή του. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφαση δέχθηκε ότι η αγωγή είναι ορισμένη και απέρριψε τον προβληθέντα αμυντικό ισχυρισμό της εναγομένης περί αοριστίας των σχετικών με την υπερωριακή εργασία του ενάγοντος αγωγικών κονδυλίων, διότι δεν αναφέρονται στην αγωγή επακριβώς οι συνθήκες εργασίας και οι ανάγκες του πλοίου, διαφοροποιημένες ανά χρονική περίοδο απασχόλησης, οι ειδικότερες εργασίες που εκτελούσε και η κατανομή τους χρονικά στο εικοσιτετράωρο, ο χρόνος παροχής εκάστης ειδικότερης εργασίας και αν αυτή εκτελούταν όταν το πλοίο παρέμενε ελλιμενισμένο ή όταν ταξίδευε ούτε οι λόγοι που επέβαλαν την ανάθεση της υπερωριακής εργασίας, ορθώς το νόμο εφάρμοσε και ο πρώτος λόγος της υπό κρίση έφεσης, με τον οποίο η εναγόμενη επαναφέρει τον ίδιο αμυντικό ισχυρισμό της είναι απορριπτέος ως ουσιαστικά αβάσιμος.

  1. IV. Α] Με το άρθρο 1 § 1 του ΑΝ. 3276/1944 «Περί Συλλογικών Συμβάσεων εν τη Ναυτική Εργασία», που εκδόθηκε στο Κάιρο και αναδημοσιεύθηκε στην Ελλάδα με τη Συντακτική Πράξη 21/1945, που κυρώθηκε με το Ν. 32/1945, ο οποίος δεν τον κατάργησε ρητώς με αποτέλεσμα να εξακολουθεί, όπως συνάγεται έμμεσα, να ισχύει, ορίζεται ότι «Δύνανται να συνάπτωνται συλλογικαί συμβάσεις μεταξύ οργανώσεων εφοπλιστών και εργατών θαλάσσης εκ των κρινομένων ελευθέρως υπό του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας ως περισσότερον αντιπροσωπευτικών καθορίζουσαι τον μισθόν, τα πολιτικά επιδόματα…», ενώ σύμφωνα με το άρθρο 5 § 1 εδαφ. α΄ του ίδιου νόμου «Συλλογικαί συμβάσεις συναφθείσαι συμφώνως προς τους ορισμούς του παρόντος νόμου, εφόσον ήθελον κυρωθή δι’ αποφάσεως του Υπουργού της Εμπορικής Ναυτιλίας, θεωρούνται ισχυραί και δεσμεύουσι κατά την εν αυταίς χρονικήν διάρκειαν και οιασδήποτε τυχόν άλλας υφισταμένας εργοδοτικάς ή εργατικάς οργανώσεις ως και άπαντας εν γένει τους Έλληνας πλοιοκτήτας και εργάτας θαλάσσης, πληρώματα πλοίων ανηκόντων εις την κατηγορίαν, ήτις προεβλέφθη υπό των συλλογικών συμβάσεων». Οι νομοθετικές αυτές διατάξεις αποτελούν το κανονιστικό πλαίσιο που ρυθμίζει τη σύναψη των συλλογικών συμβάσεων ναυτικής εργασίας (ΜονΕφΠειρ. 739/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), επί των οποίων δεν εφαρμόζεται ο Ν. 1876/1990 «Ελεύθερες συλλογικές διαπραγματεύσεις και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α 27/8.3.1990), όπως προκύπτει από την όλη διατύπωση και το πνεύμα του, μολονότι ο ίδιος δεν περιέχει σχετική ρητή διάταξη, όπως συνέβαινε με τον προϊσχύσαντα Ν. 3239/1955 «Περί του τρόπου ρυθμίσεως των συλλογικών διαφορών εργασίας (ΦΕΚ Α 125/18.5.1955), ο οποίος στο άρθρο 42 § 3 όριζε ρητά ότι οι διατάξεις του δεν εφαρμόζονται επί της ρυθμίσεως των όρων, των συνθηκών και της αμοιβής της εργασίας των πληρωμάτων των πλοίων της εμπορικής ναυτιλίας (ΑΠ 87/2000, Δνη 2000/967 = ΕΕΔ 2001/231). Επομένως, στις ΣΣΝΕ δεν εφαρμόζονται ούτε οι διατάξεις των §§ 4 και 5 του άρθρου 9 του Ν. 1876/1990 για την επιβίωση των κανονιστικών όρων της συλλογικής σύμβασης που έληξε ή καταγγέλθηκε υπό τη μορφή αρχικώς της παράτασης της ισχύος τους για ένα διάστημα και ακολούθως, μετά την παρέλευσή του, της μετενέργειάς τους επί των ατομικών συμβάσεων εργασίας (ΑΠ 1107/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Συνεπώς, με τη λήξη της χρονικής διάρκειας της ΣΣΝΕ παύει ευθύς αυτή να ισχύει και τις συνθήκες παροχής και τις αμοιβές της ναυτικής εργασίας ρυθμίζουν στο εξής οι όροι της ατομικής σύμβασης ναυτικής εργασίας για την υπόλοιπη συμφωνημένη διάρκειά της (Α. Καρδαράς, Συλλογικές Συμβάσεις στη ναυτική εργασία, σε ΔΕΕ 2008/444 επομ. [447]). Συναφώς, αν ατομική σύμβαση ναυτικής εργασίας συναφθεί σε χρόνο μεταγενέστερο της λήξης της ισχύος της τελευταίας σχετικής ΣΣΝΕ το εργασιακό καθεστώς δεν διέπεται πλέον από τη λήξασα ΣΣΝΕ αλλά προσδιορίζεται αυτοτελώς από τους όρους της ατομικής σύμβασης. Το αντίθετο, βέβαια, θα συμβεί αν οι συμβαλλόμενοι στην ατομική σύμβαση ναυτικής εργασίας συμφωνήσουν να καταστούν περιεχόμενο της σύμβασης αυτής οι όροι κάποιας ΣΣΝΕ ή και αυτής που έληξε. Τούτο είναι σύμφωνο με τις αρχές της αυτονομίας της ιδιωτικής βούλησης και της ελευθερίας των συμβάσεων, που απορρέουν από τη διάταξη του άρθρου 361 ΑΚ, από την οποία συνάγεται ότι είναι δυνατόν να συμφωνηθεί εγκύρως λ.χ. το ύψος του μισθού με παραπομπή σε συλλογικές συμβάσεις εργασίας ή διαιτητικές αποφάσεις, οι οποίες καλύπτουν άλλη κατηγορία εργαζομένων ή θέτουν προϋποθέσεις που δεν συγκεντρώνει ο συγκεκριμένος μισθωτός (ΑΠ 1109/2017, ΑΠ 1150/2017, ΑΠ 51/2017, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 228/2014, ΔΕΕ 2014/864, ΑΠ 251/2012, ΑΠ 1494/2010, ΑΠ 637/2004, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 225/2002, ΔΕΕ 2003/331 = ΕΕΔ 2003/1166, ΑΠ 443/1999, Δνη 1999/1559 = ΔΕΝ 2000/151 = ΕΕΔ 2000/567 = ΕπιθΙΚΑ 2000/203, ΑΠ 332/1997, ΔΕΕ 1997/1104 = ΕΕργΔ 1998/696, ΤριμΕφΠειρ. 720/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΤριμΕφΠειρ. 12/2011, ΕΝαυτΔ 2011/406 = ΕΕμπΔ 2012/365, ΤριμΕφΘεσ. 262/2011, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Γ. Λεβέντης, – Κ. Παπαδημητρίου, Ατομικό Εργατικό Δίκαιο, 2011, σελ. 521, Ι. Ληξουριώτης, Ατομικές Εργασιακές Σχέσεις, 2013, σελ. 301). Αν με την ατομική σύμβαση εργασίας έχει γίνει ρητή παραπομπή στους όρους συγκεκριμένης ΣΣΕ, τότε οι όροι αυτοί καθίστανται και θεωρούνται εξαρχής περιεχόμενο της ατομικής σύμβασης εργασίας σα να είχαν συμφωνηθεί με ελεύθερη των μερών διαπραγμάτευση σε ατομικό επίπεδο και γενεσιουργός όρος της δεσμευτικότητάς τους είναι η ατομική βούληση του εργοδότη και του προσλαμβανομένου εργαζομένου (ΑΠ 256/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Στ. Βλαστός, Συλλογικές Εργασιακές Σχέσεις, 2017, αρ. 124, σελ. 263 – 264). Η παραπομπή μπορεί να γίνει και σε ΣΣΝΕ της οποίας η ισχύς έχει ήδη λήξει, καθόσον εν προκειμένω τα μέρη δεν ενδιαφέρει η δεσμευτική της δύναμη αλλά η ποιότητα των κανονιστικών ρυθμίσεων που περιείχε. Για το κύρος της συμφωνίας αυτής δεν απαιτείται η τήρηση τύπου (ΑΠ 567/2004, ΕΕΔ 2005/589, ΕφΑθ. 6808/1994, ΔΕΝ 1995/665 = ΕπιθΑσφΔ 1995/392). Για να καταστεί, όμως, οποιοσδήποτε όρος ΣΣΝΕ και όρος της ατομικής σύμβασης ναυτικής εργασίας πρέπει η παραπομπή να γίνει σε συγκεκριμένη ΣΣΝΕ και όχι αορίστως στις εκάστοτε ισχύουσες στις σχέσεις του εργοδότη και των ναυτικών ΣΣΝΕ, διότι στην τελευταία περίπτωση θα ισχύει είτε η νεότερη, αν υπάρχει, ΣΣΝΕ, έστω και αν περιέχει δυσμενέστερη για τους ναυτικούς διατάξεις, αφού ρητά συμφωνήθηκε µε την ατομική σύμβαση εργασίας ότι θα εφαρμοστεί η εκάστοτε ισχύουσα ΣΣΝΕ (ΑΠ 277/2009, ΕΕΔ 2010/1353, ΑΠ 860/2010, ΔΕΝ 2010/1061, Δ. Ζερδελής, Εργατικό Δίκαιο – Ατομικές Εργασιακές Σχέσεις, 2011, αρ. 1050α, σελ. 662) είτε, ελλείψει νεότερης, η τελευταία ισχύσασα ΣΣΝΕ εωσότου συναφθεί νέα ΣΣΝΕ, η οποία για τον ίδιο λόγο θα καταλάβει και την ατομική σύμβαση. Αποτελεί δε, αυτονόητα, ζήτημα πραγματικό το περιεχόμενο της σχετικής συμφωνίας των μερών και το δικαστήριο κρίνει περί αυτού με βάση τους όρους που αποτυπώθηκαν στο έγγραφο της ατομικής συμφωνίας και, σε περίπτωση άτυπης κατάρτισης της σύμβασης ναυτολόγησης, με βάση το σύνολο των αποδεικτικών μέσων, όπως [και] το ναυτικό φυλλάδιο του ενάγοντος (ΜονΕφΠειρ. 160/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) ή τις αποδείξεις πληρωμής της μισθοδοσίας του (ΜονΕφΠειρ. 740/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), ασχέτως αν αυτές συντάχθηκαν σε συμμόρφωση προς τις επιταγές του Ν. 4254/2014 «Μέτρα στήριξης και ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας στο πλαίσιο εφαρμογής του Ν. 4046/2012 και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α 85/7.4.2014), αφού μεταξύ των σκοπών του τελευταίου περιλαμβάνεται και η διευκόλυνση της απόδειξης ότι ο εργαζόμενος έλαβε πράγματι τις συμφωνηθείσες αποδοχές (ΑΠ 1385/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Β] Κατά το άρθρο 3 § 1 του Ν. 3239/1955 η ατομική σύμβαση εργασίας, που καταρτίζεται από πρόσωπο δεσμευόμενο από συλλογική σύμβαση εργασίας, θεωρείται ότι περιέχει αυτοδικαίως τους θεσπισθέντες με αυτήν την τελευταία όρους, οι δε αντίθετες ατομικές συμφωνίες είναι άκυρες. Όμως, όροι ατομικής εργασιακής συμβάσεως ευνοϊκότεροι για το μισθωτό από αυτούς της συλλογικής σύμβασης είναι επικρατέστεροι. Εκ τούτων συνάγεται ότι, εάν με την ατομική σύμβαση εργασίας συμφωνήθηκαν αποδοχές υπέρτερες των προβλεπομένων από τη συλλογική σύμβαση και περιελήφθη όρος ότι κάθε άλλη παροχή θα καλύπτεται από τις πέραν των νομίμων καταβαλλόμενες, ο όρος είναι ισχυρός. Τούτο ισχύει όχι μόνο για τις αποδοχές που υφίστανται κατά το χρόνο συνάψεως της ατομικής εργασιακής σύμβασης αλλά και για τις μέλλουσες, δηλαδή και για εκείνες που θα θεσπιστούν μετά την κατάρτιση της ατομικής σύμβασης. Τα ανωτέρω ισχύουν ομοίως και για αξιώσεις από ναυτική εργασία, που θεμελιώνονται σε ειδικές διατάξεις (ΑΠ 516/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 465/2009, ΕΝαυτΔ 2009/276). Μάλιστα, στη ναυτική πρακτική, η συμφωνία αμοιβής του ναυτικού με πάγιο μηνιαίο μισθό, στον οποίο περιλαμβάνονται ο βασικός μισθός και τα επιδόματα ή άλλες παροχές που προβλέπονται από την οικεία ΣΣΝΕ, ονομάζεται «κλειστός μισθός» και είναι έγκυρη κατ’ άρθρο 361 ΑΚ, με την προϋπόθεση ότι οι παραπάνω νόμιμες αποδοχές δεν είναι μεγαλύτερες από τον συμβατικό «κλειστό» μισθό, διαφορετικά, αν δηλαδή ο μισθός αυτός δεν καλύπτει το σύνολο των ελάχιστων νόμιμων αποδοχών, η σχετική συμφωνία δεν είναι έγκυρη και ο ναυτικός δικαιούται να αξιώσει τη διαφορά (ΑΠ 1013/2003, ΕΝαυτΔ 2003/345, ΑΠ 225/2002, Δνη 44/160 = ΔΕΝ 2002/1314, ΜονΕφΠειρ. 361/2013, ΕΝαυτΔ 2013/208, ΕφΠειρ 391/2009, ΕΝαυτΔ 2009/283, ΕφΠειρ 429/2008, ΕΝαυτΔ 2008/284, ΕφΠειρ 30/2008, ΕΝαυτΔ 2008/106, Ι. Πιτσιρίκος, Η σύμβαση ναυτικής εργασίας, 2006, § 9, σελ. 69). Η έννοια του «κλειστού» μισθού, που προϋποθέτει υφιστάμενο ένα νόμιμα καθοριζόμενο όριο ελάχιστων αποδοχών του εργαζομένου, περιλαμβάνει και τη συμφωνία ότι οι υπέρτερες αποδοχές καταλογίζονται στα τυχόν ήδη καταβαλλόμενα ή και μελλοντικά επιδόματα, χωρίς ανάγκη άλλου ειδικού καθορισμού αυτών των τελευταίων (ΜονΕφΠειρ. 369/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Συνεπώς, εάν συμφωνηθεί στη σύμβαση ναυτικής εργασίας και καταβάλλεται τακτικώς και παγίως στο ναυτικό, κατά τη διάρκεια της παροχής των υπηρεσιών του, εκτός του προβλεπομένου από την οικεία ΣΣΝΕ μισθού και πρόσθετο χρηματικό ποσό, αποκαλούμενο στη ναυτική ορολογία «επιμίσθιο», ως αντάλλαγμα της παρεχομένης εργασίας του, της δραστηριότητας και του ζήλου του κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, χωρίς πρόβλεψη περί καταλογισμού αυτού προς άλλες αποδοχές, το πρόσθετο τούτο ποσόν αποτελεί μέρος του μισθού και όχι δωρεάν παροχή του εργοδότη, ελευθέρως ανακλητή ή δυνάμενη να καταλογιστεί μονομερώς προς άλλες συμβατικές αξιώσεις του ναυτικού. Όμως, το ως άνω πρόσθετο χρηματικό ποσό («επιμίσθιο») μπορεί να συμψηφιστεί προς τις προβλεπόμενες από τις οικείες ΣΣΝΕ αποδοχές, μόνον τότε, όταν υπήρξε σχετική συμφωνία στη σύμβαση ναυτικής εργασίας περί καταλογισμού του στις παρεχόμενες συμβατικές αποδοχές. Σε διαφορετική περίπτωση, αν δηλαδή δεν έχει κάτι τέτοιο ειδικώς και ορισμένως συμφωνηθεί, ο εργοδότης δεν έχει τη δυνατότητα να προβεί στον εν λόγω συμψηφισμό, γιατί με τον τρόπο αυτό θα περιόριζε μονομερώς τις συμβατικές αποδοχές του εργαζομένου (ΑΠ 1013/2003, ΕΝαυτΔ 2003/345, ΑΠ 225/2002, ο.π., ΜονΕφΠειρ. 213/2016, ΜονΕφΠειρ. 50/2016, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 496/2015, ο.π., ΜονΕφΠειρ. 322/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 221/2015, Δνη 2016/1405, ΜονΕφΠειρ. 647/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΤριμΕφΠειρ 185/2012, ΕΝαυτΔ 2012/397, ΤριμΕφΠειρ 471/2011, ΕΝαυτΔ 2011/257, Ι. Κοροτζής, Ναυτικό Δίκαιο, τόμος πρώτος, 2004, άρθρο 60, σελ. 326, Δ. Καμβύσης, Ναυτεργατικό Δίκαιο, 1994, σελ. 205). Πρέπει να σημειωθεί ότι σε περίπτωση που δεν εξειδικεύονται οι αποδοχές που καλύπτει ο «κλειστός» μισθός και υπάρχει κενό στη σύμβαση εργασίας ή γεννιέται αμφιβολία περί της έννοιας των βουλήσεων που δηλώθηκαν, αν δηλαδή περιλαμβάνονται ή όχι σε αυτόν ορισμένες από τις νόμιμες απαιτήσεις του ναυτικού, ανακύπτει θέμα ερμηνείας της σύμβασης, κατά τα άρθρα 173 και 200 ΑΚ, δηλαδή, όπως απαιτεί η καλή πίστη λαμβανομένων υπόψη και των συναλλακτικών ηθών (ΑΠ 1214/2010, ΕφΑΔ 2010/1322, ΑΠ 1746/2009, ΝοΒ 58/729, ΑΠ 142/2003, Δνη 44/1305, ΑΠ 737/2001, Δνη 43/723, ΑΠ 1700/1998, ΕΝαυτΔ 1999/465, ΕφΠειρ. 670/2012, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 457/2000, ΔΕΕ 2000/895).

  1. V. Από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρα ανταποδείξεως ……….. απασχολήθηκε μαζί με τον ενάγοντα μόνον, όμως, κατά το έτος 2014, η οποία περιέχεται στα υπό των διαδίκων επικαλούμενα και προσκομιζόμενα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, των με αριθμούς …./14.10.2016 και ……./18.10.2016 ενόρκων ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιώς η πρώτη και του Συμβολαιογράφου Νεαπόλεως Βοιών Λακωνίας …….. η δεύτερη βεβαιώσεων των ………, προϊστάμενου αρχιθαλαμηπόλου στο ίδιο πλοίο κατά το χρονικό διάστημα από 28.2.2015 έως 22.12.2015 και …………, συνταξιούχου ναυτικού, που με την ειδικότητα και αυτός του θαλαμηπόλου συνυπηρέτησε με τον ενάγοντα στο ίδιο πλοίο καθ’ όλο το επίδικο χρονικό διάστημα, οι οποίες λήφθηκαν με την επιμέλεια του ενάγοντος και κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης κατ’ άρθρο 671 § 1 ΚΠολΔ κλητεύσεως της αντιδίκου του, όπως προκύπτει από τη με αριθμό ………/11.10.2016 επιδοτήρια έκθεση του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιώς ……….., οι οποίες άπασες (κατάθεση και βεβαιώσεις) εκτιμώνται κατά το μέτρο της γνώσεως και το βαθμό της αξιοπιστίας εκάστου μάρτυρα, χωρίς το γεγονός ότι οι ως άνω για την απόδειξη της αγωγής βεβαιούντες τυγχάνουν αντίδικοι της εναγομένης επειδή έχουν ασκήσει εναντίον της άλλες, δικές τους, αγωγές με το ίδιο αντικείμενο να αποκλείει μόνον αυτό την αποδεικτική αξία των λεγομένων τους (ΕφΑθ. 3879/2012, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠατρ. 698/2003, ΑχΝομ. 2004/266), καθώς και του συνόλου των εγγράφων, που οι διάδικοι νομότυπα με επίκληση προσκομίζουν, προκειμένου να χρησιμεύσουν είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα προς άμεση απόδειξη είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, χωρίς να παραλείπεται κάποιο από αυτά για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς, έστω και αν για ορισμένα θα γίνει ειδική αναφορά πιο κάτω, σε συνδυασμό προς τις μερικές μόνον παραδοχές και ομολογίες των διαδίκων, που συνάγονται από τα δικόγραφά τους, αναφέρονται στα πιο κάτω ειδικώς μνημονευόμενα θέματα αποδείξεως και εκτιμώνται κατ’ άρθρα 261 εδαφ. β, 352 § 1 και 591 § 1 ΚΠολΔ αλλά και προς τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής (άρθρο 336 § 4 ΚΠολΔ), αποδεικνύονται τα ακόλουθα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά: Με διαδοχικές συμβάσεις εξαρτημένης ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, που καταρτίστηκαν όλες στον Πειραιά, μεταξύ του ενάγοντος … ., Έλληνα απογεγραμμένου ναυτικού, κατόχου του με αριθμό …. ναυτικού φυλλαδίου και των νομίμων εκπροσώπων της εναγόμενης ανώνυμης ναυτιλιακής εταιρίας, πλοιοκτήτριας του υπό ελληνική σημαία επιβατηγού – οχηματαγωγού (Ε/Γ – Ο/Γ) ακτοπλοϊκού πλοίου Δ. με αριθμό νηολογίου Πειραιώς …, κ.ο.χ. 9.834, υπό το διεθνές διακριτικό σήμα.. ., ο απασχολούμενος σ’ αυτό με την ειδικότητα του θαλαμηπόλου ήδη από το έτος 2008, όπως δεν αμφισβητείται, ενάγων ναυτολογήθηκε εκ νέου με την αυτή ειδικότητα. Η πρώτη των ενδίκων σύμβαση καταρτίστηκε στις 2.1.2014 και δυνάμει αυτής ο ενάγων παρείχε τις υπηρεσίες του στο εν λόγω πλοίο μέχρι την 15η.2.2014, οπότε και απολύθηκε στον λιμένα του Πειραιώς λαμβάνοντας άδεια. Επαναπροσλήφθηκε δε, υπό συνθήκες για τις οποίες θα γίνει λόγος εκτενέστερα πιο κάτω, στις 3.4.2014 και απασχολήθηκε στο ίδιο πλοίο έως την 10η.5.2014, οπότε και απολύθηκε λόγω διακοπής των πλόων του ενόψει της ετήσιας επιθεώρησής του. Ακολούθησαν έξι (6) ακόμη ναυτολογήσεις του ενάγοντος στον ίδιο λιμένα, στο ίδιο πλοίο και με την ίδια ειδικότητα στις 7.6.2014, στις 2.10.2014, στις 27.12.2014, στις 10.3.2015, στις 2.6.2015 και στις 25.6.2015, που διήρκεσαν αντιστοίχως έως τις 6.9.2014, 1.11.2014, 2.2.2015, 2.6.2015, 11.6.2015 και 8.8.2015, οπότε ο ενάγων αποναυτολογήθηκε λόγω λήψεως άδειας αναψυχής τις τρεις [3] πρώτες φορές, λόγω αντικατάστασης ναυτολογίου την τέταρτη, εξαιτίας της ακινησίας του πλοίου συνεπεία της ετήσιας επιθεώρησής του την επόμενη και με κοινή συναίνεση αυτού και του πλοιάρχου την τελευταία. Για δύο [2] από τις παραπάνω συμβάσεις ναυτικής εργασίας και, συγκεκριμένα, για τις από 7.6.2014 και από 10.3.2015 τηρήθηκε έγγραφος τύπος και από τις συγκεκριμένες γραπτές συμφωνίες, αντίγραφα των οποίων προσκόμισε η εναγόμενη, προκύπτει ότι ο μηνιαίος μισθός του ενάγοντος συνομολογήθηκε κλειστός, ανερχόμενος στο συνολικό [μικτό] χρηματικό ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων εβδομήντα οκτώ ευρώ και τριάντα πέντε λεπτών (2.778,35 €). Κατά το χρονικό διάστημα (2.1.2014 έως 8.8.2015) που είναι επίδικο, αφού ο ενάγων δεν προβάλει απαιτήσεις από την εργασία του γεννηθείσες προγενεστέρως, ίσχυσε μόνον η από 8.4.2014 ΣΣΝΕ για το έτος 2014, που κυρώθηκε αρμοδίως και, έτσι, κατέστη γενικά υποχρεωτική, με την υπ’ αριθμ. 3525.1.5/01/13.6.2014 απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Αιγαίου, η οποία δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (ΦΕΚ Β 1664/24.6.2014), οι ρυθμίσεις της οποίας, ως προς τους όρους εργασίας και αμοιβής των ναυτικών, κατέλαβαν και τους διαδίκους. Όμως, κατά το άρθρο 39 της συλλογικής αυτής σύμβασης και το άρθρο 2 της Υπουργικής Απόφασης που την κύρωσε, η ισχύς της έληξε στις 31.12.2014, χωρίς να συναφθεί και να ισχύσει νέα ΣΣΝΕ για τα πληρώματα των επιβατηγών ακτοπλοϊκών πλοίων μέχρι την 5.9.2016, οπότε τέθηκε σε ισχύ η μεταγενέστερη από 16.6.2016 ΣΣΝΕ του έτους 2016, που κυρώθηκε με την υπ’ αριθμ. 2242.5-1.5/72672/2016 απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής και δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (ΦΕΚ Β 2796/2016), με έναρξη της ισχύος της από 1ης.1.2016. Επομένως, κατά το έτος 2015 τους όρους παροχής και τα της αμοιβής της εργασίας του ενάγοντος ρύθμιζαν αποκλειστικά οι εντός του έτους εκείνου συναφθείσες τρεις [3] ατομικές συμβάσεις εργασίας του. Οι όροι των συμβάσεων αυτών, όμως, ταυτίζονταν με τους όρους της ήδη τότε λήξασας ΣΣΝΕ, που ίσχυε προηγουμένως, έχοντας καταστεί συμβατικό περιεχόμενο καθεμιάς ατομικής συμφωνίας. Τούτο προκύπτει προεχόντως από το γεγονός ότι συνομολογήθηκε κλειστός μισθός, η περί του οποίου συμφωνία δεν θα είχε νόημα χωρίς ετεροκαθοριζόμενο ελάχιστο όριο αποδοχών, όπως εν προκειμένω εκείνο που καθορίστηκε συλλογικά με τη λήξασα ΣΣΝΕ και επιβεβαιώνεται από το κείμενο της από 10.3.2015 συμβάσεως, της μόνης έγγραφης που αφορά το έτος 2015, στην οποία ρητώς προβλέπεται ότι «Ο βασικός μισθός ορίζεται από την εκάστοτε ισχύουσα Συλλογική Σύμβαση Εργασίας της κατηγορίας που υπάγεται το Πλοίο. Όλες οι αποδοχές του Ναυτικού υπόκεινται σε κρατήσεις και εισφορές. Διευκρινίζεται και ρητά συνομολογείται από τα μέρη, ότι στον εν λόγω κλειστό μηνιαίο μισθό συμπεριλαμβάνονται: βασικός μισθός, επίδομα Κυριακών, επίδομα Σαββάτων και αργιών, επίδομα αδείας και τροφοδοσίας, επίδομα υπερωριών, τυχόν επίδομα εταιρίας καθώς και όλα τα διάφορα επιδόματα που προβλέπονται από την εκάστοτε ισχύουσα συλλογική σύμβαση εργασίας». Επιπλέον, από τις σχετικές εγγραφές στο ναυτικό φυλλάδιο του ενάγοντος προκύπτει ότι και με τις λοιπές δύο [2] ατομικές του συμβάσεις συμφωνήθηκε μεταξύ των διαδίκων να του καταβάλλεται, κατ’ άρθρο 361 ΑΚ, ο μισθός που προβλέπεται στη ΣΣΝΕ, αφού στο οικείο σημείο κάτω από την ένδειξη «Μισθός» αναγράφονται τα γράμματα «ΣΣ» (δηλαδή Συλλογική Σύμβαση). Ως ισχύουσα ΣΣΝΕ τα μέρη εννόησαν την τελευταία έως τότε ισχύσασα συλλογική σύμβαση [του έτους 2014], όπως συνάγεται από το περιεχόμενο των εγγράφων αποδείξεων πληρωμής της μισθοδοσίας του ενάγοντος που η εναγόμενη εξέδωσε κατά το έτος 2015, από τις οποίες προκύπτει ότι το ύψος του καταβαλλόμενου μισθού ενέργειας του πρώτου, όπως και των επιδομάτων Κυριακών και βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας αλλά και του απλού ωρομισθίου για την αμοιβή της υπερωριακής απασχόλησης, ανερχόταν στο χρηματικό ποσό που προέβλεπε αντιστοίχως η ΣΣΝΕ του έτους 2014, που εξακολούθησε έτσι να εφαρμόζεται, παρά τη λήξη της ισχύος της και να αναπτύσσει δεσμευτική ενέργεια για τα μέρη με γενεσιουργό αίτιο τη σύμπτωση της ιδιωτικής τους βουλήσεως, σύμφωνα με όσα ανωτέρω υπό στοιχ. IVA της παρούσας εκτέθηκαν. Επομένως, η εκκαλουμένη, που θεώρησε ότι και κατά το έτος 2015 την επίμαχη εργασιακή σχέση ρύθμιζε ευθέως, ωσάν να ίσχυε ακόμη, η ΣΣΝΕ του προηγουμένου έτους και με την παραδοχή αυτή επιδίκασε στον ενάγοντα χρηματικά ποσά για διαφορές αποδοχών υπερωριακής εργασίας, τις οποίες συνυπολόγισε και για τον καθορισμό των επιδομάτων δώρων εορτών που δικαιούταν ο ενάγων, πρόσθετης αμοιβής για δρομολόγια εξπρές και επιδόματος άγονης γραμμής, ορθώς κατ’ αποτέλεσμα έκρινε και για το λόγο αυτό, αφού αντικατασταθούν οι σχετικές αιτιολογίες της (άρθρο 534 ΚΠολΔ), πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος ο τρίτος λόγος της Α έφεσης, με τον οποίο η εναγόμενη της αποδίδει σφάλμα περί την εφαρμογή του νόμου επικαλούμενη ότι τα σχετικά αγωγικά κονδύλια έπρεπε να απορριφθούν, μιας και ελλείψει ισχύουσας ΣΣΝΕ τις αξιώσεις του ενάγοντος προσδιόριζαν μόνον οι όροι των ατομικών του συμβάσεων, δεδομένου ότι, κατά τα προαναφερθέντα, οι απαιτήσεις που επιδικάστηκαν αιτία είχαν πράγματι τις ατομικές αυτές συμβάσεις, οι όροι των οποίων, όμως, εγκύρως με βάση τις αρχές της αυτονομίας της ιδιωτικής βούλησης και της ελευθερίας των συμβάσεων, ενσωμάτωναν τις ρυθμίσεις της ΣΣΝΕ του έτους 2014, παρότι αυτή είχε ήδη λήξει. Για την ταυτότητα του νομικού λόγου απορριπτέες κρίνονται και οι συναφείς αιτιάσεις της εναγομένης, που περιλαμβάνονται στους τέταρτο, κατά το δεύτερο σκέλος του, πέμπτο, κατά το πρώτο σκέλος του, έκτο, κατά το δεύτερο σκέλος του και έβδομο, κατά το τρίτο σκέλος του, λόγους της Α έφεσης, με τους οποίους μέμφεται την εκκαλουμένη επειδή έλαβε υπόψη τις ρυθμίσεις της ως άνω ΣΣΝΕ για τον υπολογισμό της αναλογίας δώρων εορτών, της διαφοράς πρόσθετης αμοιβής για δρομολόγια εξπρές και του επιδόματος άγονης γραμμής, καθώς και για τον προσδιορισμό του ύψους της αποζημίωσης απολύσεως, που αιτήθηκε ο ενάγων. Εξάλλου, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 11 και 13 § 1 της εν λόγω ΣΣΝΕ, που για μεν το έτος 2014 εφαρμόζεται εν προκειμένω ευθέως ενώ για το έτος 2015 επειδή οι ρυθμίσεις της κατέστησαν κατά τα ανωτέρω συμβατικό περιεχόμενο της ένδικης εργασιακής σχέσης, οι ώρες υποχρεωτικής εβδομαδιαίας εργασίας εν πλω και στο λιμένα ορίζονται σε σαράντα (40) εβδομαδιαίως, δηλαδή οκτώ (8) ώρες ημερησίως από Δευτέρα μέχρι Παρασκευή, ενώ, σύμφωνα με το άρθρο 6, για τις διανυόμενες μηνιαίως Κυριακές εν πλω και στο λιμένα καταβάλλεται ιδιαίτερη αμοιβή, υπό τύπο επιδόματος, για τις μέχρι οκταώρου εργασίες κατά Κυριακή, ανερχόμενη μηνιαίως σε ποσοστό 22% επί του βασικού μισθού. Όπως διευκρινίζεται δε με την § 2 του ίδιου άρθρου, το επίδομα αυτό θα καταβάλλεται σε όλο το πλήρωμα και για όλες τις Κυριακές, ανεξαρτήτως παροχής υπηρεσίας εκ μέρους του. Η διευκρίνιση αυτή έχει προδήλως την έννοια ότι, εάν παρασχεθεί παρά ταύτα εργασία εντός του οκταώρου, αυτή δεν θεωρείται υπερωριακή, αλλά εμπίπτει στην αμοιβή του 22% του βασικού μισθού, που καλύπτει το επίδομα αυτό, ενώ υπερωριακή είναι η πέραν του οκταώρου εργασία της Κυριακής (ΜονΕφΠειρ. 328/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 626/2014, ο.π., όπου και περαιτέρω παραπομπές στη νμλγ), αμειβομένη, όμως, με προσαύξηση 25% και όχι 50% (ΕφΠειρ 630/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 735/2006, ΕΝαυτΔ 34/351, ΕφΠειρ. 567/2005, ΕΝαυτΔ 33/345). Επίσης, εξ ολοκλήρου υπερωριακά αμείβεται και η εργασία που παρέχεται κατά τα Σάββατα και τις αργίες, δηλαδή την 1η του έτους, την εορτή των Θεοφανείων, την Καθαρά Δευτέρα, την 25η Μαρτίου, τη Μεγάλη Παρασκευή, την Δευτέρα του Πάσχα, την εορτή του Αγίου Γεωργίου, την 1η Μαΐου, την εορτή της Αναλήψεως, την 15η Αυγούστου, την 14η Σεπτεμβρίου, την 28η Οκτωβρίου, την εορτή του Αγίου Νικολάου, την εορτή των Χριστουγέννων, την 26η Δεκεμβρίου και τις καθορισμένες ως ημέρες αργίας τοπικές εορτές ελληνικών λιμένων ναυλοχίας του πλοίου, όπως προκύπτει από το σχετικό άρθρο 18 της ως άνω ΣΣΝΕ. Η πρόσθετη υπερωριακή απασχόληση κατά τα Σάββατα και τις ως άνω αργίες αμείβεται ανά ώρα με βάση το ωρομίσθιο, που κατ’ άρθρο 13 § 1 εδαφ. β και γ των ιδίων ΣΣΝΕ υπολογίζεται ως πηλίκο της διαιρέσεως του μισθού ενέργειας, όπως αυτός καθορίζεται στη διάταξη του άρθρου 1 § 1 αυτής, δια του αριθμού των ωρών της μηνιαίας υποχρεωτικής απασχόλησης των ναυτικών, δηλαδή δια του αριθμού εκατόν εβδομήντα τρία (52 εβδομάδες του έτους ÷ 12 μήνες = 4,33 Χ 40 ώρες εβδομαδιαίας υποχρεωτικής απασχόλησης = 173). Ακολούθως, το ωρομίσθιο προσαυξάνεται κατά 50% (άρθρο 13 § 5). Επίσης, η υπερωριακή εργασία που παρέχεται κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές (πέραν του πρώτου οκταώρου εργασίας) αμείβεται ανά ώρα με το ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 25% (άρθρο 13 § 2). Κατά την ίδια ΣΣΝΕ (άρθρα 1, 3, 6, 8 § 13, 13, 10 § 4 και 15 § 2) ο μηνιαίος μισθός ενέργειας του θαλαμηπόλου ορίστηκε σε χίλια εκατόν πενήντα επτά ευρώ και ενενήντα εννέα λεπτά (1.157,99 €), το επίδομα Κυριακών σε ποσοστό 22% επί του μισθού ενέργειας, δηλαδή σε διακόσια πενήντα τέσσερα ευρώ και εβδομήντα έξι λεπτά (254,76 €), το αντίτιμο της σε είδος παρεχόμενης τροφοδοσίας σε δεκαεννέα ευρώ και είκοσι ένα λεπτά (19,21 €) την ημέρα, δηλαδή σε πεντακόσια εβδομήντα έξι ευρώ και τριάντα λεπτά (19,21 € Χ 30 ημέρες = 576,30 €) το μήνα, το επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας σε τριάντα πέντε ευρώ και είκοσι δύο λεπτά (35,22 €) και οι αποδοχές της άδειας μετά τροφοδοσίας σε τετρακόσια δεκαεπτά ευρώ και δεκατρία λεπτά {[(1157,99 € + 254,76 € : 22) + 19,21 €] Χ 5 ημέρες = 417,13 €}, το δε ωρομίσθιο του θαλαμηπόλου καθορίστηκε στο χρηματικό ποσό των έξι ευρώ και εξήντα εννέα λεπτών (6,69 €) και με τις προσαυξήσεις 25% και 50% σε οκτώ ευρώ και τριάντα επτά λεπτά (8,37 €) και σε δέκα ευρώ και τέσσερα λεπτά (10,04 €) αντίστοιχα. Οι συνολικές, επομένως, ελάχιστες νόμιμες αποδοχές του ενάγοντος κατά το επίδικο χρονικό διάστημα ανέρχονταν σε δύο χιλιάδες τετρακόσια σαράντα ένα ευρώ και τριάντα επτά λεπτά (2.441,37 €), δηλαδή σε χρηματικό ποσό που υπολειπόταν του συμβατικού κλειστού μισθού του. Όπως δε οι διάδικοι συνομολογούν, αποδεικνύεται άλλωστε και από τις αποδείξεις πληρωμής του ενάγοντος, η εναγόμενη του κατέβαλε για κάθε μήνα πλήρους απασχολήσεώς του το ισόποσο της υπερωριακής εργασίας του είκοσι τριών (23) ωρών ή αναλογία αυτών για τους μήνες που δεν απασχολούταν πλήρως. Η αμοιβή αυτή για κάθε μήνα πλήρους απασχόλησης ανερχόταν σε εκατόν ενενήντα δύο ευρώ και σαράντα τέσσερα λεπτά (192,44 €). Περαιτέρω, κατά την ένδικη χρονική περίοδο στο Ε/Γ – Ο/Γ πλοίο Δ. στην υπηρεσία ενδιαιτημάτων απασχολούταν προσωπικό που, όπως δεν αμφισβητείται, αριθμούσε δεκαεννέα [19] θαλαμηπόλους, επτά [7] επίκουρους θαλαμηπόλους και έναν [1] αρχιθαλαμηπόλο, των οποίων προΐστατο ο μοναδικός προϊστάμενος αρχιθαλαμηπόλος. Κατά τη θερινή περίοδο (1.4 έως και 30.9) προστίθεντο δύο [2] ακόμη θαλαμηπόλοι, ενώ κατά τη χειμερινή περίοδο (1.10 έως και 31.3) η ανωτέρω οργανική σύνθεση μειωνόταν κατά το 1/3, όπως προβλέπεται στη διάταξη του άρθρου 6 § 6 του ΠΔ 177/1974 «Περί οργανικής συνθέσεως των πληρωμάτων των επιβατηγών (ακτοπλοϊκών – μεσογειακών – τουριστικών) πλοίων (ΦΕΚ Α 64/13.3.1974). Τα γενικά καθήκοντα των θαλαμηπόλων στα υπό ελληνική σημαία επιβατηγά πλοία προβλέπονται από το ΒΔ 683/1960 «Περί εγκρίσεως και θέσεως εις εφαρμογήν Κανονισμού εσωτερικής υπηρεσίας επί Ελληνικών επιβατηγών πλοίων πεντακοσίων κ.ο.χ. και άνω» (ΦΕΚ Α 158/4.10.1960), κατά τις διατάξεις των άρθρων 116 και 118 του οποίου οι θαλαμηπόλοι, οι οποίοι ανάλογα με την εκτελούμενη από αυτούς ειδική υπηρεσία διακρίνονται σε θαλαμηπόλους ενδιαιτημάτων, εστιατορίων και κυλικείων, τελούν υπό τις άμεσες διαταγές και τον έλεγχο του αρχιθαλαμηπόλου της θέσεως στην οποία ανήκουν και βοηθούν αυτόν στην εκτέλεση των καθηκόντων του, ενώ σύμφωνα με το άρθρο 117, στα ειδικότερα καθήκοντά τους περιλαμβάνονται μεταξύ άλλων η επιμέλεια της απόλυτης καθαριότητας, της καλής συντηρήσεως και της ευπρέπειας των ανατιθεμένων σε αυτούς ενδιαιτημάτων των θέσεων, η καταβολή ιδιαίτερης μέριμνας προς εξυπηρέτηση των επιβατών και η εκτέλεση φυλακών αναλόγως των προσεγγίσεων του εκτελούμενου δρομολογίου. Εξάλλου, κατά την διάρκεια των ναυτολογήσεων του ενάγοντος το πλοίο Δ. διενεργούσε πολύωρους τακτικούς ακτοπλοϊκούς πλόες σε διάφορα νησιά του Αιγαίου Πελάγους, τα οποία επεκτείνονταν και κατά τις νυκτερινές ώρες, είχαν δε αφετηρία τον λιμένα του Πειραιώς και προορισμό τη Νήσο Ρόδο της Δωδεκανήσου δια μέσου περισσότερων λιμένων, με επιστροφή, μέσω των ιδίων λιμένων, στον Πειραιά. Τμήματα των δρομολογίων αυτών ήταν επιδοτούμενα, διότι εκτελούνταν στα πλαίσια δημόσιας υπηρεσίας που είχε ανατεθεί στην εναγόμενη διαδοχικά δυνάμει των συμβάσεων ανάθεσης δημόσιας υπηρεσίας με αριθμούς α] 3328.1.10.12/01/13/1.11.2013 με ισχύ έως 30.6.2014, β] 3328.1.11.15/01/14/1.7.2014, όπως παρατάθηκε μέχρι 28.2.2015 με την υπ’ αριθμ. 3328.1/01/14/8.10.2014 απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Αιγαίου/ΔΘΣ Β΄, γ] 3328.1.10.14./01/13/1.11.2013 με ισχύ έως 30.6.2014, δ] 3328.1.11.16/01/14/1.7.2014, όπως παρατάθηκε με την ως άνω απόφαση του ΥΝΑ, ε]  1.12.20/01/15/27.2.2015 με ισχύ έως 30.8.2015, στ] 3328.1.12.19/01/15/27.2.2015 με ισχύ έως 30.8.2015, ζ] 3328.1.12.21/01/15/27.2.2015 με ισχύ έως 30.8.2015, η] 391/2014/23.6.2014, όπως παρατάθηκε έως 28.2.2015 με την υπ’ αριθμ. Δ.Μ/Φ.231.01/6848/20.10.2014 υπουργική απόφαση και θ] 3328.1.12.22/01/15/27.2.2015 με ισχύ έως 30.8.2015. Πρόκειται για τα εξής τμήματα της γραμμής Πειραιάς – Ρόδος: α] Αστυπάλαια – Κάλυμνος – Κως – Νίσυρος – Τήλος – Σύμη – Ρόδος με επιστροφή, β] Κως – Νίσυρος – Τήλος – Σύμη – Ρόδος με επιστροφή, γ] Πάτμος – Λειψοί – Λέρος – Κάλυμνος – Κως – Σύμη – Ρόδος με επιστροφή καθώς και για το τμήμα της τοπικής γραμμής Ρόδος –  Καστελόριζο: δ] Ρόδος – Μεγίστη. Συγκεκριμένα, τα δρομολόγια του πλοίου είχαν ως εξής: Α] Κατά τα χρονικά διαστήματα από 2.1.2014 έως και 15.2.2014, από 3.4.2014 έως και 10.5.2014, από 7.6.2014 έως και 4.7.2014 και από 2.10.2014 έως και 1.11.2014, δηλαδή συνολικώς επί εκατόν σαράντα μία [141] ημέρες, το πλοίο πραγματοποιούσε τρία και μισό [3 ½] κυκλικά δρομολόγια ανά εβδομάδα από Πειραιά προς Ρόδο και, ειδικότερα, αναχωρούσε κάθε Δευτέρα από το λιμένα της Ρόδου στις 07:00 και αφού προσέγγιζε το Καστελόριζο, όπου κατέπλεε στις 10:40 για να αναχωρήσει στις 11:00, επέστρεφε στη Ρόδο στις 14:40, από όπου αναχωρούσε στις 16:00 με κατεύθυνση τον Πειραιά, όπου κατέπλεε την επόμενη ημέρα Τρίτη στις 10:20, δηλαδή μετά από ταξίδι είκοσι δύο [22] και πλέον ωρών, έχοντας πραγματοποιήσει αποεπιβιβάσεις επιβατών και στους ενδιάμεσους λιμένες της Τήλου, της Νισύρου, της Κω, της Καλύμνου και της Αστυπάλαιας, όπου κατέπλεε αντιστοίχως στις 18:10, στις 19:40, στις 21:20, στις 22:50 και στις 01:30 και από όπου αναχωρούσε μετά από εικοσάλεπτη παραμονή σε καθένα, πλην εκείνου της Κω όπου η παραμονή του διαρκούσε επί ημίωρο. Από τον Πειραιά αναχωρούσε αυθημερόν στις 15:00 και επέστρεφε στη Ρόδο, όπου κατέπλεε την επομένη ημέρα Τετάρτη στις 09:40, μετά από σχεδόν δεκαοκτώ [18] ώρες ταξίδι, με στάσεις στους ενδιάμεσους λιμένες της Πάτμου στις 23:40, των Λειψών στις 00:45, της Λέρου στις 01:55, της Καλύμνου στις 03:50, της Κω στις 05:10 και της Σύμης στις 08:00. Στους λιμένες αυτούς παρέμενε επί εικοσάλεπτο, πλην της Κω και της Σύμης όπου παρέμενε επί τριάντα [30] και δεκαπέντε [15] λεπτά της ώρας αντίστοιχα. Στη συνέχεια, απέπλεε από τη Ρόδο στις 15:00 της ιδίας ημέρας (Τετάρτης) και, έχοντας ελλιμενιστεί ενδιαμέσως στη Σύμη, αφιχθέν στις 16:25 επί δεκαπέντε [15] λεπτά, στην Κω επί τριάντα [30] λεπτά μετά την άφιξή του στις 18:55, στην Κάλυμνο επί είκοσι [20] λεπτά μετά την άφιξή του στις 20:25, και στους λιμένες της Λέρου, των Λειψών και της Πάτμου, όπου κατέπλεε στις 22:30, στις 23:40 και στις 00:45 αντιστοίχως, επί δεκαπέντε [15] λεπτά σε καθέναν, κατέπλεε στον Πειραιά στις 09:40 της επόμενης ημέρας Πέμπτης, μετά από περίπου δεκαοκτάωρο πλου, για να αναχωρήσει πάλι αυθημερόν στις 15:00 με κατεύθυνση τον λιμένα της Ρόδου, όπου κατέπλεε την Παρασκευή στις 09:10, έχοντας προσεγγίσει στους ενδιάμεσους λιμένες της Καλύμνου στις 01:00, της Κω στις 02:20, της Νισύρου στις 04:10, της Τήλου στις 05:40 και της Σύμης στις 07:30, στους οποίους παρέμενε επί εικοσάλεπτο σε καθέναν, πλην της Κω, όπου παρέμενε επί ημίωρο. Από τη Ρόδο αναχωρούσε στις 10:00 με προορισμό το Καστελόριζο, όπου κατέπλεε στις 13:40 και μετά από εικοσάλεπτη παραμονή απέπλεε για τη Ρόδο, όπου κατέφθανε στις 17:40 για να αναχωρήσει εκ νέου στις 19:00 με προορισμό τον Πειραιά, στο λιμένα του οποίου κατέπλεε την επόμενη ημέρα, Σάββατο, στις 13:10, έχοντας ενδιαμέσως αποεπιβιβάσει επιβάτες στους λιμένες της Σύμης, της Τήλου, της Νισύρου, της Κω και της Καλύμνου, όπου κατέπλεε στις 20:25, στις 22:10, στις 23:40, στις 01:20 και στις 02:50 αντιστοίχως και όπου παρέμενε επί δεκαπεντάλεπτο στους πρώτο και τρίτο, επί εικοσάλεπτο της ώρας στους δεύτερο και πέμπτο και επί ημίωρο στον τέταρτο. Από τον Πειραιά αναχωρούσε εκ νέου στις 19:00 του Σαββάτου και, αφού ενδιαμέσως ελλιμενιζόταν προς αποεπιβίβαση επιβατών στην Αστυπάλαια στις 03:30, στην Κάλυμνο στις 06:10, στην Κω στις 07:40, στη Νίσυρο στις 09:20 και στην Τήλο στις 10:50, έχοντας παραμείνει σε καθένα λιμένα επί εικοσάλεπτο της ώρας, πλην εκείνον της Καλύμνου, όπου παρέμενε επί ημίωρο, κατέπλεε στη Ρόδο στις 13:15 της Κυριακής, όπου και παρέμενε έως τις 07:00 της επομένης ημέρας Δευτέρας. Να σημειωθεί ότι στις 28.1.2014, ημέρα Τρίτη, το δρομολόγιο από Πειραιά πραγματοποιήθηκε στις 23:00 και το πλοίο αφίχθη στη Ρόδο στις 17:40 της επομένης, για να αναχωρήσει στις 19:00 και να καταπλεύσει στον Πειραιά στις 13:40 της επομένης ημέρας (Πέμπτης), στις 18.4.2014, ημέρα Παρασκευή δεν πραγματοποιήθηκαν πλόες μετά την 19:00, στις 21.4.2014, ημέρα Δευτέρα, δεν εκτελέστηκε δρομολόγιο από Ρόδο προς Καστελόριζο με επιστροφή, στις 29.4.2014, ημέρα Τρίτη, το δρομολόγιο από Πειραιά αναχώρησε με δίωρη καθυστέρηση, τα Σάββατα του μηνός Οκτωβρίου του έτους 2014 (4.10, 11.10, 18.10 και 25.10) το δρομολόγιο από Πειραιά εκτελέστηκε στις 17:00 και στις 31.10.2014, ημέρα Παρασκευή, το δρομολόγιο από τη Ρόδο πραγματοποιήθηκε στις 19:00 και το πλοίο κατέπλευσε στο λιμένα της αφετηρίας του (Πειραιά) στις 13:30 της επομένης. Β] Κατά τα χρονικά διαστήματα από 5.7.2014 έως και 23.7.2014, από 17.8.2014 έως και 6.9.2014 και από 4.7.2015 έως και 8.8.2015, δηλαδή συνολικώς επί εβδομήντα επτά [77] ημέρες, το πλοίο πραγματοποιούσε ισάριθμα κυκλικά δρομολόγια ανά εβδομάδα και, συγκεκριμένα, ακολουθούσε το ίδιο, όπως και κατά τα προαναφερθέντα υπό στοιχ. Α χρονικά διαστήματα δρομολόγιο, με τις ίδιες αναχωρήσεις και αφίξεις, προσεγγίζοντας τους ίδιους ενδιάμεσους λιμένες. Η μόνη διαφορά συνίστατο στο ότι η απογευματινή αναχώρησή του κάθε Σάββατο από τον Πειραιά είχε μετατεθεί για το πρωινό της επαύριον (Κυριακής) στις 08:00, οπότε απέπλεε με προορισμό τη Ρόδο, όπου κατέπλεε στις 02:10 της επομένης ημέρας Δευτέρας, μετά από πλου διάρκειας δεκαοκτώ [18] περίπου ωρών. Τούτο σημαίνει ότι εντός των συγκεκριμένων χρονικών διαστημάτων το πλοίο διανυκτέρευε στον Πειραιά κάθε Σάββατο, αντί της Ρόδου, όπου διανυκτέρευε ελλιμενισμένο κάθε Κυριακή των υπό στοιχ. Α ανωτέρω χρονικών διαστημάτων. Να σημειωθεί και ότι στις 22.8.2014, ημέρα Παρασκευή, το πλοίο κατά το δρομολόγιό του προς Πειραιά προσέγγισε και τους ενδιάμεσους λιμένες της Νάξου στις 08:20 και της Πάρου στις 09:45, σε καθέναν των οποίων παρέμεινε επί ημίωρο, καθώς και ότι το ίδιο συνέβη τις Κυριακές 26.7.2015 και 2.8.2015 στο αντίστροφο δρομολόγιο, όταν το πλοίο μετά την αναχώρησή του από τον Πειραιά προσέγγισε τους δύο αυτούς λιμένες στις 13:15 και στις 14:35, στους οποίους παρέμεινε επί είκοσι πέντε λεπτά στον πρώτο και επί είκοσι λεπτά της ώρας στο δεύτερο. Γ] Κατά το χρονικό διάστημα από 24.7.2014 έως και 16.8.2014, δηλαδή συνολικώς επί είκοσι τέσσερις [24] ημέρες, το πλοίο πραγματοποιούσε ισάριθμους κυκλικούς πλόες ανά εβδομάδα, από Πειραιά προς Ρόδο, ακολουθώντας, το ίδιο, όπως και κατά τα προαναφερθέντα υπό στοιχ. Α χρονικά διαστήματα δρομολόγιο, με τις ίδιες αναχωρήσεις, τις ίδιες προσεγγίσεις και τον ίδιο χρόνο παραμονής στους ενδιάμεσους λιμένες, με τη διαφορά ότι στο δρομολόγιο εκάστης Πέμπτης από τον Πειραιά το πλοίο προσέγγιζε και τους ενδιάμεσους λιμένες της Πάτμου και της Λέρου, όπου κατέπλεε στις 23:40 και στις 01:00 αντίστοιχα και όπου παρέμενε επί δεκαπεντάλεπτο της ώρας, για να ακολουθήσει στη συνέχεια την ίδια πορεία και να καταπλεύσει στο λιμένα της Ρόδου στις 11:00 της Παρασκευής. Το δρομολόγιο της ημέρας αυτής προς Πειραιά είχε ώρα αναχώρησης στις 21:00, επειδή ενδιαμέσως, μεταξύ των ωρών 12:00 έως 19:40 το πλοίο πραγματοποιούσε το τοπικό δρομολόγιο προς Καστελόριζο, με άφιξη εκεί στις 15:40 και αναχώρηση στις 16:00. Ακολούθως, μετά από προσεγγίσεις στους λιμένες της Σύμης, της Τήλου, της Νισύρου, της Κω και της Καλύμνου, το πλοίο κατέπλεε στον Πειραιά στις 15:10 το μεσημέρι του Σαββάτου, όπου και διανυκτέρευε. Επιπλέον, το δρομολόγιο της Κυριακής, με ώρα αναχώρησης στις 08:00 από τον Πειραιά περιελάμβανε και τους λιμένες της Πάρου και της Νάξου, όπου κατέπλεε στις 13:15 και στις 14:35 και από όπου αναχωρούσε στις 13:40 και στις 14:55 αντίστοιχα, πριν αφιχθεί, δια μέσου της Αστυπάλαιας, της Καλύμνου, της Κω, της Νισύρου και της Τήλου, στη Ρόδο στις 04:50 της Δευτέρας. Να σημειωθεί ότι στις 13.8.2014, ημέρα Τετάρτη, το πλοίο κατά το δρομολόγιό του προς Πειραιά προσέγγισε και στη Νίσυρο στις 18:30, όπου παρέμεινε επί δεκαπεντάλεπτο, ενώ στις 15.8.2014, ημέρα Παρασκευή, κατά το δρομολόγιό του προς Πειραιά με ώρα αναχώρησης στις 21:00 προσέγγισε και τους ενδιάμεσους λιμένες της Νάξου στις 10:20 και της Πάρου στις 11:45 το πρωινό του Σαββάτου, σε καθέναν των οποίων παρέμεινε επί ημίωρο, πριν αφιχθεί στον Πειραιά στις 17:30. Τέλος, Δ] κατά τα χρονικά διαστήματα από 27.12.2014 έως και 2.2.2015, από 10.3.2015 έως 11.6.2015 και από 25.6.2015 έως και 3.7.2015, δηλαδή συνολικά επί εκατόν τριάντα οκτώ [138] ημέρες, δεδομένου ότι την 1η.1.2015, στις 2.2015 και στις 10.4.2015, Μεγάλη Παρασκευή, δεν εκτελέστηκαν πλόες, το πλοίο πραγματοποίησε τα ίδια όπως και παραπάνω υπό στοιχ. Β δρομολόγια με τη διαφορά ότι το απογευματινό δρομολόγιο του Σαββάτου αναχωρούσε στις 17:00 και ολοκληρωνόταν στις 11:15 το πρωινό της Κυριακής με τον κατάπλου στη Ρόδο, όπου και το πλοίο διανυκτέρευε. Σημειωτέον ότι στις 27.12.2014, ημέρα Σάββατο, το δρομολόγιο του πλοίου από τον Πειραιά συμπεριέλαβε και τη Σύμη, όπου αφίχθη στις 10:40, για να παραμείνει στο λιμένα της επί εικοσάλεπτο της ώρας πριν αναχωρήσει για τη Ρόδο και το ίδιο συνέβη και κατά το δρομολόγιο της επιστροφής στον Πειραιά, που εκκίνησε από τη Ρόδο στις 29.12.2014, ημέρα Δευτέρα, όπως και στα δρομολόγια, αφενός, της Δευτέρας 5ης.1.2015 με αφετηρία τη Ρόδο και, αφετέρου, της 24ης.1.2015 από τον Πειραιά και κατά την επιστροφή του στις 26.1.2015, ημέρα Δευτέρα. Στις 30.12.2014, ημέρα Τρίτη, το δρομολόγιο προς Ρόδο αναχώρησε με ωριαία καθυστέρηση από τον Πειραιά, ενώ εκείνα της Τετάρτης 14.1.2015 και της Μεγάλης Τετάρτης 8.4.2015 με αφετηρία τη Ρόδο συμπεριέλαβαν και την Τήλο, όπου το πλοίο παρέμεινε επί δεκαπεντάλεπτο της ώρας (άφιξη 18:10 – απόπλους 18:25). Την 1η.2.2015, ημέρα Κυριακή, το πλοίο αναχώρησε από τη Ρόδο στις 12:00 και εκτέλεσε δρομολόγιο προς Σύμη (κατάπλους 13:25 – απόπλους 13:40), Τήλο (κατάπλους 15:10 – απόπλους 15:30), Νίσυρο (κατάπλους 16:40 – απόπλους 17:00), Κω (κατάπλους 18:20 – απόπλους 18:50), Κάλυμνο (κατάπλους 19:50 – απόπλους 20:10), Λέρο (κατάπλους 21:50 – απόπλους 22:10), Πάτμο (κατάπλους 23:25 – απόπλους 23:45), για να αφιχθεί στον Πειραιά στις 08:45 το πρωινό της επόμενης ημέρας. Στις 11.4.2015, Μεγάλο Σάββατο, το πλοίο αναχώρησε από τον Πειραιά στις 07:00 και κατέπλευσε στο Καστελόριζο στις 05:40 της επομένης, έχοντας ενδιαμέσως προσεγγίσει τους λιμένες της Καλύμνου (κατάπλους 17:20 – απόπλους 17:40), της Κω (κατάπλους 18:40 – απόπλους 19:10), της Νισύρου (κατάπλους 20:25 – απόπλους 20:40), της Τήλου (κατάπλους 21:55 – απόπλους 22:15), της Σύμης (κατάπλους 23:45 – απόπλους 00:05), και της Ρόδου (κατάπλους 01:35 – απόπλους 02:00). Τη Δευτέρα του Πάσχα (13.4.2015) το πλοίο κατά το δρομολόγιό του προς Πειραιά προσέγγισε και στον ενδιάμεσο λιμένα της Πάρου στις 07:20, όπου παρέμεινε επί είκοσι πέντε λεπτά της ώρας και το επόμενο δρομολόγιό του από τον Πειραιά, στο λιμάνι του οποίου κατέπλευσε στις 13:00 το μεσημέρι της Τρίτης του Πάσχα, προς τη Ρόδο εκκίνησε με ωριαία καθυστέρηση. Ο ενάγων ισχυρίζεται ότι καθ’ άπαντα τα ανωτέρω χρονικά διαστήματα εργαζόταν επί δεκαπέντε [15] ώρες ημερησίως απασχολούμενος επί του πλοίου είτε στο εστιατόριο των επιβατών είτε στις καμπίνες τους είτε σε κάποιο από τα κυλικεία (μπαρ) και στους χώρους των αντιστοίχων σαλονιών είτε στο σημείο υποδοχής (ρεσεψιόν) ή στους χώρους αποεπιβίβασης των ταξιδιωτών είτε στην τραπεζαρία ή στους κοιτώνες των αξιωματικών. Η εναγομένη, αντιθέτως, υποστηρίζει ότι η πραγματική απασχόληση του αντιδίκου της δεν υπερέβαινε σε ημερήσια βάση τις οκτώμισι [8 ½] ώρες, αφού δεν ήταν επιφορτισμένος με όλα τα καθήκοντα των θαλαμηπόλων αλλά η εργασία του παρεχόταν αποκλειστικά στα σαλόνια του πλοίου και στις καμπίνες των επιβατών, για την καθαριότητα των οποίων μεριμνούσε, ενώ το ωράριό του επεκτεινόταν και πέραν του οκταώρου μόνον όταν παρίστατο ανάγκη παρουσίας του στα σημεία αποεπιβίβασης, όταν η επιβατική κίνηση ήταν αυξημένη. Από όσα προαναφέρθηκαν προκύπτει καταρχήν ότι η διάρκεια της καθημερινής απασχόλησης του ενάγοντος δεν ήταν εκ των προτέρων επακριβώς καθορισμένη, διότι τελούσε σε συνάρτηση με την ιδιαιτερότητα εξωγενών παραγόντων, συνδεόμενων με τη φύση της ναυτικής αποστολής του πλοίου, την εξυπηρέτηση της συγκεκριμένης ακτοπλοϊκής γραμμής αλλά και τον όγκο της επιβατικής κινήσεως αυτής ανά λιμένα προσεγγίσεως. Αποδεικνύεται, όμως, περαιτέρω ότι για την εκτέλεση των καθηκόντων του ο ενάγων εργαζόταν, κατ’ εντολή του προϊστάμενου αρχιθαλαμηπόλου, πέραν του νομίμου ωραρίου του, γεγονός, άλλωστε, που συνομολογεί και η εναγόμενη, η οποία παραδέχεται ότι του κατέβαλε καθ’ όλο το επίδικο χρονικό διάστημα και για κάθε μήνα πλήρους απασχολήσεώς του το ισόποσο της υπερωριακής εργασίας του είκοσι τριών (23) ωρών ή αναλογία αυτών για τους μήνες που δεν απασχολούταν πλήρως. Τις αποδοχές αυτές, που αντιστοιχούν σε υπερωριακή απασχόληση σαράντα πέντε [45] περίπου πρώτων λεπτών της ώρας ημερησίως, η εναγομένη υπολόγιζε με βάση το ωρομίσθιο του ενάγοντος προσαυξημένο κατά ποσοστό 25% (192,44 € ÷ 23 ώρες = 8,37 €/ώρα). Την αμοιβή αυτή μάλιστα η εναγόμενη ισχυρίζεται ότι του κατέβαλε ακόμη και τους μήνες που ο ενάγων δεν απασχολήθηκε υπερωριακά ή τους μήνες κατά τους οποίους πραγματοποίησε λιγότερες ώρες υπερωριών. Όπως, όμως, προαναφέρθηκε, αμφισβήτηση ως προς την επικαλούμενη από τον ενάγοντα ημερήσια διάρκεια της απασχόλησής του και ως προς το ύψος της αξιούμενης από την αιτία αυτή απαίτησής του εγείρεται εκ μέρους της εναγομένης, η οποία  υποστηρίζει ότι οι ώρες της υπερωριακής απασχόλησής του ήσαν λιγότερες και από τις επικαλούμενες αλλά και από αυτές που δέχθηκε η εκκαλουμένη, έχουν δε εξοφληθεί πλήρως με την καταβολή των ποσών που έλαβε για την αιτία αυτή ο ενάγων. Εξαρχής σημειώνεται ότι ο τελευταίος στο δικόγραφο της αγωγής του επικαλείται ότι στο δεκαπεντάωρο της ημερήσιας απασχόλησής του συμπεριλαμβανόταν δίωρο διάλειμμα, ο χρόνος του οποίου, όμως, δεν μπορεί να χαρακτηριστεί υπερωριακή εργασία αλλά απλή ετοιμότητα προς εργασία, για την οποία δε δικαιούται ιδιαίτερη αμοιβή, δεδομένου ότι ο ναυτικός λόγω της φύσεως και των ειδικών συνθηκών του επαγγέλματός του βρίσκεται εκ των πραγμάτων σε διαρκή [μη γνήσια] ετοιμότητα παροχής των υπηρεσιών του, αν του ζητηθούν. Υπό την αντίθετη εκδοχή θα έπρεπε να λαμβάνει αμοιβή για παροχή εικοσιτετράωρης εργασίας (ΜονΕφΠειρ. 177/2016, ο.π., ΜονΕφΠειρ. 200/2016, ΜονΕφΠειρ. 218/2016, ΜονΕφΠειρ. 376/2015, ΜονΕφΠειρ. 441/2015, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 361/2013, ΕΝαυτΔ 2013/208, ΜονΕφΠειρ. 231/2013, ΕΝαυτΔ 2013/220, ΕφΠειρ. 45/2010, ΕΝαυτΔ 2010/405, ΕφΠειρ. 548/2001, ΕΕΔ 2002/340 = ΕΝαυτΔ 2001/456, Ι. Ληξουριώτης, Ατομικές Εργασιακές Σχέσεις, 2011, σελ. 160). Πάντως, ως προς το ζήτημα της χρονικής διάρκειας της ημερήσιας απασχόλησης του ενάγοντος από τα ως άνω αποδεικτικά στοιχεία προέκυψε ότι αυτός κατά τις ναυτολογήσεις του στο πλοίο Δ. απασχολήθηκε σε διάφορες θέσεις («πόστα») και, συγκεκριμένα, ως βοηθητικός σε κάποιο από τα κυλικεία του πλοίου, επιφορτισμένος με το σερβίρισμα των επιβατών και την καθαριότητα του αντίστοιχου σαλονιού, ενώ ανά διαστήματα εργάστηκε είτε στο self service εστιατόριο των επιβατών, στο οποίο παρέχονταν τρία [3] γεύματα ημερησίως, μεριμνώντας για την ετοιμασία του μπουφέ και τον εφοδιασμό του με όλα τα αναγκαία (τρόφιμα και σκεύη) είτε στην τραπεζαρία των αξιωματικών, όπου παρέχονταν ομοίως τρία [3] γεύματα ημερησίως, φροντίζοντας για την προετοιμασία του χώρου (τοποθέτηση σερβίτσιων, στρώσιμο τραπεζιών) και ακολούθως για την καθαριότητά του. Επιπλέον, απασχολούταν ως «διαμεριστής» στις καμπίνες των επιβατών και κάθε ημέρα, σύμφωνα με το πρόγραμμα που είχε εκπονήσει ο προϊστάμενος αρχιθαλαμηπόλος, χρεωνόταν συγκεκριμένους (είκοσι [20] περίπου τον αριθμό) κοιτώνες, τους οποίους έπρεπε να καθαρίζει και να ευπρεπίζει, μεριμνώντας για την αλλαγή των κλινοσκεπασμάτων, πάντοτε στους λιμένες αφετηρίας και προορισμού του πλοίου (Πειραιά και Ρόδο αντίστοιχα) αλλά ακόμα και ενδιάμεσα, αν κατά τη διάρκεια του δρομολογίου συνέβαινε κάποια καμπίνα να κενωθεί, προκειμένου να παραδοθεί σε επόμενο επιβάτη. Τέλος, εφόσον δεν είχε άλλη εργασία στις τραπεζαρίες και τα εστιατόρια, συμμετείχε στις εργασίες αποεπιβίβασης και υποδοχής των επιβατών στους λιμένες προσεγγίσεως του πλοίου, μεριμνώντας για την τακτοποίηση αυτών στις θέσεις ή τις καμπίνες τους, καθώς και στις εργασίες γενικής καθαριότητας πριν την αναχώρηση από την αφετηρία του ή τον απόπλου του από τη Ρόδο, όντας υποχρεωμένος σε παρουσία του εκεί δύο [2] ώρες πριν τον κάθε απόπλου, καθόσον από τότε επιτρεπόταν η επιβίβαση επιβατών. Τα ανωτέρω προκύπτουν από τις ένορκες βεβαιώσεις των …….. και …… και δεν ανατρέπονται από την ένορκη κατάθεση του ……., ο οποίος ανέφερε ότι ο ενάγων καθ’ όλο το ένδικο χρονικό διάστημα απασχολήθηκε στα σαλόνια του πλοίου, εργαζόμενος εναλλάξ ανά συνεχές τρίμηνο ως «σαλονιέρης Α» και ως «σαλονιέρης Β», καθώς και ότι το ωράριο της ημερήσιας απασχόλησής ως «σαλονιέρης Α» εκτεινόταν από τις 06:00 κάθε ημέρας έως τις 08:30 περίπου, κατά τη διάρκεια του οποίου απασχολούταν με τον ευπρεπισμό του χώρου που του είχε ανατεθεί (περισυλλογή δίσκων σερβιρίσματος, καθαριότητα τραπεζιών, καθαριότητα του μπαρ και των αντίστοιχων αποχωρητηρίων) και με την εξυπηρέτηση (σερβίρισμα) των επιβατών, από τις 13:00, μετά από παρέλευση χρόνου αναπαύσεως, έως τις 16:00, οπότε απασχολούταν με τις ίδιες εργασίες στο ίδιο σαλόνι και, στη συνέχεια, από τις 19:00 έως τις 22:00, σημειώνοντας ότι κατά τα χρονικά διαστήματα της απασχόλησής του ως «σαλονιέρης Α» ο ενάγων, που εργαζόταν μόνος του στο σαλόνι, δεν ήταν επιφορτισμένος με άλλα καθήκοντα. Ο ίδιος μάρτυρας περιέγραψε και τις ημερήσιες εργασίες που ο ενάγων εκτελούσε και όταν απασχολούταν, τότε όμως μαζί με συναδέλφους του, ως «σαλονιέρης Β». Ανέφερε ειδικότερα ότι αναλάμβανε υπηρεσία στις 08:00 και εργαζόταν στην καθαριότητα του σαλονιού, στο οποίο είχε τοποθετηθεί και στις καμπίνες των επιβατών έως τις 10:30, για να επανέλθει μετά από ανάπαυσή του στην εργασία του στις 13:00 και να απασχοληθεί έως τις 16:00 στην υποδοχή των επιβατών πριν από την αναχώρηση του πλοίου από τους λιμένες του Πειραιώς και της Ρόδου, ενώ το ωράριό του ολοκληρωνόταν με την παροχή εργασίας κατά το χρονικό διάστημα από 22:00 έως 01:00 και πάλι στο σαλόνι. Τα ανωτέρω είναι ασαφή και δεν κρίνονται πειστικά, καθόσον τα κυλικεία που βρίσκονται στα σαλόνια του πλοίου λειτουργούσαν, όπως και ο ίδιος ο μάρτυρας παραδέχεται, από 06:00 έως 01:00 καθ’ εκάστη και δεν εξηγείται η λειτουργία τους χωρίς θαλαμηπόλο επιφορτισμένο με το σερβίρισμα των επιβατών και την καθαριότητα των χώρων κατά τα χρονικά διαστήματα της λειτουργίας τους που κείνται εκτός του αναφερομένου ωραρίου απασχόλησης του Α και του Β σαλονιέρη, δηλαδή κατά τα χρονικά διαστήματα μεταξύ των ωρών 10:30 – 13:00 και 16:00 – 19:00. Και ναι μεν κατά το πρώτο χρονικό διάστημα το πλοίο εκάστη Τρίτη, Τετάρτη, Πέμπτη και Παρασκευή βρισκόταν σε λιμάνι έχοντας ολοκληρώσει το δρομολόγιό του, όμως κατά τις ώρες αυτές τις λοιπές ημέρες της εβδομάδος βρισκόταν εν πλω, όπως συνέβαινε και κατά τις ώρες από 16:00 έως 19:00 καθ’ εκάστη καθημερινή ημέρα. Η ίδια κατάθεση κρίνεται, όμως και αντιφατική. Πράγματι, ο μάρτυρας καταθέτει ότι ο ενάγων όταν απασχολούταν ως «σαλονιέρης Α» «απελευθερωνόταν» μετά τις 8:30 έως τις 13:00, προκειμένου να αναπαυθεί, ενώ ταυτόχρονα αναφέρει και ότι από το σαλόνι απελευθερωνόταν «όταν δούλευε στις καμπίνες» και ότι «αν έχει κόσμο αναγκαστικά θα κάτσει στο σαλόνι και μετά θα πάει στις καμπίνες». Υπό την ταυτόχρονη αναφορά, όμως, ότι «όταν είσαι Α σαλονιέρης είσαι μόνος», δεν εξηγεί πως η εργασία καθαριότητας των κοιτώνων των επιβατών από τον ενάγοντα μπορούσε να πραγματοποιηθεί εντός του ωραρίου που ο μάρτυρας υποστηρίζει ότι ακολουθούσε. Με βάση όσα προεκτέθηκαν και ενόψει ιδίως α) των συνθηκών και περιστάσεων που επικρατούσαν στο εν λόγω πλοίο, το οποίο ήταν δρομολογημένο στην ως άνω ακτοπλοϊκή γραμμή, με τις προαναφερθείσες συχνές προσεγγίσεις σε ενδιάμεσα λιμάνια, β) της σταθερής καταβολής κάθε μήνα του ενδίκου χρονικού διαστήματος χρηματικών ποσών για αμοιβή υπερωριακής εργασίας, τόσον κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές, όσον και κατά τα Σάββατα και τις αργίες, γ) της φύσης και του αντικειμένου της απασχόλησης του ενάγοντος, δ) του γεγονότος ότι το πλοίο της εναγομένης διατηρούσε πάντοτε πλήρη την ανά περίοδο αναγκαία κατά νόμο σύνθεση πληρώματος και ε) της αυξημένης επιβατικής κίνησης που σημειώθηκε ιδίως το έτος 2015 λόγω της μετακινήσεως μεγάλου αριθμού προσφύγων από τα Δωδεκάνησα προς την ενδοχώρα, κρίνεται ότι κατέστη απαραίτητο, προς εξυπηρέτηση των αναγκών που δημιουργούνταν από τις ως άνω συνθήκες λειτουργίας του πλοίου Δ. και στα πλαίσια εκτέλεσης των καθηκόντων της ειδικότητάς του, ο ενάγων να εργαστεί υπερωριακώς, κατά μέσο όρο, τις μεν καθημερινές και τις Κυριακές επί τέσσερις (4) ώρες ημερησίως, τα δε Σάββατα και τις αργίες επί δώδεκα (12) ώρες την ημέρα. Ο αγωγικός ισχυρισμός περί απασχολήσεως του επί δεκαπέντε (15) ώρες καθημερινώς, που επαναφέρεται με το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου της Β έφεσης, δεν κρίνεται, ενόψει των προεκτεθέντων, πειστικός για το πέραν των ως άνω ωρών καθημερινής απασχόλησης σκέλος του. Ομοίως και ο ισχυρισμός της εναγομένης, που επαναφέρεται με το δεύτερο λόγο της Α έφεσής της, ότι ο ενάγων δεν απασχολείτο υπερωριακώς παρά μόνο για το χρόνο που αναγράφεται στις μισθοδοτικές της καταστάσεις και ότι έχουν εξοφληθεί οι συναφείς απαιτήσεις, κρίνεται ενόψει όλων των ανωτέρω ομοίως ουσιαστικά αβάσιμος, πολύ δε περισσότερο καθόσον οι προπεριγραφείσες εργασίες του ενάγοντος δεν ήταν και κατά την κοινή λογική εφικτό να εκτελούνται εντός του νομίμου οκταώρου. Το γεγονός, εξάλλου, ότι το εν λόγω πλοίο κατά το επίδικο χρονικό διάστημα ταξίδευε με πλήρη σύνθεση πληρώματος δεν αναιρεί την παραπάνω κρίση του Δικαστηρίου ως προς την πραγματοποιούμενη καθημερινά υπερωριακή εργασία του ενάγοντος, δεδομένου μάλιστα ότι, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 87, 88 και 89 του ΝΔ 187/1973 «Περί Κώδικος Δημοσίου Ναυτικού Δικαίου» (ΚΔΝΔ, ΦΕΚ Α 261/3.10.1973), η πληρότητα ως προς την οργανική σύνθεση του πληρώματος του πλοίου αποσκοπεί στην ασφάλεια αυτού κατά τη διάρκεια των πλόων του και δεν υποδηλώνει ανυπαρξία ανάγκης για υπερωριακή εργασία (ΜονΕφΠειρ. 23/2014, ΜονΕφΠειρ. 71/2014, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 180/2008, ΕΝαυτΔ 2008/308 = ΠειρΝομ. 2009/197, ΕφΠειρ. 1/2003, ΕΝαυτΔ 2003/124), ενώ και το γεγονός ότι η παραπάνω υπερωριακή εργασία του ενάγοντος δεν αναγραφόταν στο βιβλίο υπερωριών και ιδιαίτερων αμοιβών του πληρώματος, το οποίο τηρούσε η εναγόμενη, διά του προεστημένου οργάνου της, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 107 του Κανονισμού εσωτερικής υπηρεσίας επιβατηγών πλοίων και 19 της ως άνω ΣΣΝΕ, καθώς και το ότι ο ενάγων υπέγραφε στο εν λόγω βιβλίο χωρίς επιφύλαξη, δεν μπορούν να αποτελέσουν δικαστικό τεκμήριο σε βάρος των συναφών αντίθετων ισχυρισμών αυτού (ΜονΕφΠειρ. 716/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 526/2012, ΕΝαυτΔ 2012/381, ΕφΠειρ. 452/2010, ΤΝΠ ΔΣΑ ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ). Αλλά και η ανεπιφύλακτη υπογραφή από τον ενάγοντα των μισθοδοτικών του καταστάσεων δεν ενέχει, άνευ άλλου τινός, παραίτηση αυτού από τα ως άνω νόμιμα δικαιώματά του. Σε κάθε περίπτωση και αν ήθελε γίνει δεκτό ότι η ανεπιφύλακτη υπογραφή από τον ενάγοντα των ως άνω δελτίων μισθοδοσίας και του βιβλίου υπερωριών ενέχει παραίτηση από τις επίδικες αξιώσεις του από την προσφορά της εργασίας του, η παραίτηση αυτή (νοούμενη ως άφεση χρέους) είναι άνευ εννόμου επιρροής, αφού κάθε παραίτηση του εργαζομένου από τα δικαιώματά του που πηγάζουν είτε από το νόμο είτε από συλλογικές συμβάσεις εργασίας και καθορίζουν τα κατώτερα όρια προστασίας, έστω και αν αυτή (παραίτηση) λαμβάνει χώρα μετά τη λύση της σύμβασης εργασίας, είναι άκυρη (ΑΠ 166/2016, ΑΠ 1635/2012, ΑΠ 1554/2011, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 495/2006, ΔΕΕ 2006/948, ΜονΕφΠειρ. 739/2015, ο.π., ΜονEφΠειρ. 698/2014, Δνη 2015/504, ΜονΕφΠειρ. 626/2014, ο.π., ΜονΕφΠειρ. 361/2013, ΕΝαυτΔ 2013/208), απορριπτομένων συνεπώς ως αβασίμων των περί του αντιθέτου ειδικότερων ισχυρισμών της εναγομένης, που επαναφέρονται στα πλαίσια του πρώτου λόγου της έφεσής της. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, επομένως, που δέχθηκε ότι ο ενάγων εργαζόταν καθημερινά, καθώς και τα Σάββατα, τις Κυριακές και τις αργίες επί δώδεκα (12) ώρες, δεν έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων και πρέπει οι λόγοι (δεύτερος της Α και πρώτος της Β κατά το πρώτο σκέλος του) των ενδίκων εφέσεων, που βάλλουν κατά της παραδοχής αυτής, να απορριφθούν ως ουσιαστικά αβάσιμοι. Σφάλμα στο συγκεκριμένο αποδεικτικό πόρισμα της εκκαλουμένης εντοπίζεται μόνον στο σημείο κατά το οποίο έγινε δεκτό ότι ο ενάγων απασχολήθηκε υπερωριακώς επί δωδεκάωρο και κατά την αργία της Μεγάλης Παρασκευής του έτους 2015 (10.4.2015), ενώ τούτο δεν αληθεύει, δεδομένου ότι κατά την ημέρα εκείνη το πλοίου δεν εκτέλεσε δρομολόγιο, όπως, άλλωστε, συνομολογείται και στο αγωγικό δικόγραφο. Κατά τα λοιπά, η εναγόμενη με τον ερευνώμενο λόγο της έφεσής της, που ήδη απορρίφθηκε, παραπονείται μόνο για τον αριθμό των ωρών, που πρωτοδίκως κρίθηκε ότι ο ενάγων εργαζόταν υπερωριακώς. Αντιθέτως, το ύψος του (αρχικώς νομίμου και εν συνεχεία συμβατικού) ωρομισθίου του και οι επιμέρους υπολογισμοί της αμοιβής, που αυτός δικαιούται για την επίμαχη αιτία, δεν αμφισβητούνται ειδικώς, αφού ως προς τα κεφάλαια του γενόμενου αριθμητικού υπολογισμού και της εξαγωγής των οικείων τελικών κονδυλίων η εκκαλουμένη δεν πλήττεται. Συνεπώς, με βάση τις παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, ως προς τον αριθμό των ωρών της εργασίας του, διορθούμενες μόνον ως προς το σημείο που προαναφέρθηκε, ο ενάγων δικαιούται για αμοιβή υπερωριακής απασχόλησής του: Α) Για τις τριακόσιες εννέα [309] καθημερινές ημέρες και Κυριακές του επιδίκου χρονικού διαστήματος που εργάστηκε υπερωριακά και για τις, αντίστοιχες, συνολικά χίλιες διακόσιες τριάντα έξι (309 ημέρες Χ 4 ώρες ημερησίως = 1.236) ώρες υπερωρίας που πραγματοποίησε το συνολικό χρηματικό ποσό των δέκα χιλιάδων τριακοσίων σαράντα πέντε ευρώ και τριάντα δύο λεπτών (1.236 ώρες Χ 8,37 € το ωρομίσθιο = 10.345,32 €), από το οποίο αφαιρείται το συνολικό χρηματικό ποσό των δύο χιλιάδων τετρακοσίων είκοσι τεσσάρων ευρώ και πενήντα επτά λεπτών (2.424,57 €), το οποίο έλαβε από την εναγομένη, όπως προέκυψε από τις αποδείξεις της μισθοδοσίας του, συνομολογεί δε και ο ενάγων με την προσθήκη στις πρωτοβάθμιες προτάσεις του και απομένει ανεξόφλητο υπόλοιπο για την αιτία αυτή ύψους επτά χιλιάδων εννιακοσίων είκοσι ευρώ και εβδομήντα πέντε λεπτών (7.920,75 €) και Β) για τις εβδομήντα μία (71) συνολικά ημέρες Σαββάτου και αργιών του ιδίου χρονικού διαστήματος που εργάστηκε υπερωριακά και για τις συνολικά οκτακόσιες πενήντα δύο (71 ημέρες Χ 12 ώρες ημερησίως = 852) ώρες υπερωρίας που πραγματοποίησε το συνολικό χρηματικό ποσόν των οκτώ χιλιάδων πεντακοσίων πενήντα τεσσάρων ευρώ και οκτώ λεπτών (852 ώρες Χ 10,04 το ωρομίσθιο = 8.554,08 €), από το οποίο αφαιρείται το συνολικό χρηματικό ποσό των πέντε χιλιάδων επτακοσίων εβδομήντα έξι ευρώ και τριάντα έξι λεπτών (5.776,36 €), το οποίο έλαβε από την εναγομένη, όπως προέκυψε από τις αποδείξεις της μισθοδοσίας του, συνομολογεί δε και ο ενάγων με την προσθήκη στις πρωτοβάθμιες προτάσεις του και απομένει ανεξόφλητο υπόλοιπο για την αιτία αυτή ύψους δύο χιλιάδων επτακοσίων εβδομήντα επτά ευρώ και εβδομήντα τεσσάρων λεπτών (2.777,72 €). Επομένως, ο ενάγων δικαιούται να αξιώσει τη διαφορά της οφειλόμενης από την καταβληθείσα αμοιβή της υπερωριακής του εργασίας, που ανέρχεται στο συνολικό χρηματικό ποσόν των δέκα χιλιάδων εξακοσίων ενενήντα οκτώ ευρώ και σαράντα επτά λεπτών (7.920,75 € + 2.777,72 € = 10.698,47 €).  Στο (κατά τι υπέρτερο του ανωτέρω και ανερχόμενο συγκεκριμένα σε δέκα χιλιάδες οκτακόσια δεκαοκτώ ευρώ και ενενήντα πέντε λεπτά [10.898,95 €]) ποσόν που για την αιτία αυτή η εκκαλουμένη έκρινε οφειλόμενο, καταλόγισε, κατά παραδοχή ως και ουσιαστικά βάσιμης της προταθείσας πρωτοδίκως εκ μέρους της εναγομένης ένστασης συμψηφισμού, το χρηματικό ποσόν των δύο χιλιάδων επτακοσίων εξήντα τριών ευρώ και εβδομήντα έξι λεπτών (2.763,76 €), το οποίο η τελευταία είχε καταβάλει στον ενάγοντα τμηματικά καθ’ όλο το επίδικο χρονικό διάστημα ως «έκτακτες αμοιβές» του, δεχόμενο ειδικότερα ότι αυτό καταβλήθηκε «… πέραν των νομίμων αποδοχών του, με την ειδική συμφωνία για τον καταλογισμό του στις αξιώσεις του από αμοιβή υπερωριακής εργασίας…». Την κρίση αυτή του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου πλήττει ο ενάγων με το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου της Β έφεσής του αιτιώμενος εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων. Όπως προκύπτει από τον με αριθμό 1 συμπληρωματικό όρο καθεμιάς από τις από 1.9.2013 (προηγούμενης των επιδίκων), 7.6.2014 και 10.3.2015 προσκομιζόμενες συμβάσεις ναυτικής εργασίας του ενάγοντος που καταρτίστηκαν εγγράφως και δεν αμφισβητείται ότι διείπε και τις υπόλοιπες των επιδίκων άτυπες συμβάσεις του, με αυτόν ρητά συμφωνήθηκε ότι «Κάθε ποσό που καταβάλει η Εταιρία στο Ναυτικό πάνω από τις ελάχιστες νόμιμες αποδοχές μπορεί να συμψηφίζεται με τυχόν πραγματοποιούμενες από το Ναυτικό υπερωρίες ή άλλες υποχρεώσεις της Εταιρίας σχετικές με την παρούσα σύμβαση. Ως ελάχιστες αποδοχές νοούνται οι προβλεπόμενες από την εκάστοτε εφαρμοστέα Συλλογική Σύμβαση Εργασίας». Όμως, συμφώνως και προς όσα ανωτέρω υπό στοιχ. IVB της παρούσας αναφέρθηκαν, ο συμβατικός αυτός όρος, ερμηνευόμενος κατά τις υποδείξεις των διατάξεων των άρθρων 173 και 200 ΑΚ, δεν επιτρέπει οποιονδήποτε συμψηφισμό, εφόσον δι’ αυτού δεν προσδιορίζονται ειδικά και ορισμένα οι υπέρτερες αποδοχές του ενάγοντος, που θα μπορούσαν να συμψηφίζονται με πραγματοποιούμενες υπερωρίες του ή με άλλες συμβατικές υποχρεώσεις της εργοδότριας. Δεν συνέτρεξαν, επομένως, εν προκειμένω οι νόμιμες προϋποθέσεις του επιτρεπτού συμβατικού συμψηφισμού, αφού δεν προσδιορίσθηκαν ειδικά κατά ποιόν και ποσόν οι υπέρτερες αποδοχές (ως επιμίσθιο, τακτικά και παγίως καταβαλλόμενο) του ενάγοντος, που θα μπορούσαν να συμψηφίζονται με μελλοντικές υποχρεώσεις της εναγομένης προς αυτόν, προερχόμενες από οποιαδήποτε νόμιμη αιτία. Πράγματι, η αόριστη διατύπωση της εν λόγω συμφωνίας («κάθε ποσό … πάνω από τις ελάχιστες νόμιμες αποδοχές …») δεν δύναται να θεμελιώσει δυνατότητα συμβατικού συμψηφισμού των εν λόγω «εκτάκτων αμοιβών», όπως, αντιθέτως, θα μπορούσε να συμβεί στην περίπτωση κατά την οποία στον επίμαχο όρο προβλεπόταν ρητώς ότι οι συγκεκριμένες παροχές, υπό την ένδειξη «έκτακτες αμοιβές», θα καλύπτουν την οφειλόμενη υπερωριακή αμοιβή του ενάγοντος (ΕφΠειρ. 465/2009, ο.π.). Άλλωστε, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα προέκυψε ότι τα ποσά που ο ενάγων έλαβε ως «έκτακτες αμοιβές» του αποτελούσαν ποσοστό επί των εισπράξεων των κυλικείων του πλοίου, διανεμόμενο μόνο μεταξύ των μελών του προσωπικού ενδιαιτήσεως και όχι σε ολόκληρο το πλήρωμα, μολονότι, όπως δεν αμφισβητείται αλλά και αποδεικνύεται, η επίμαχη συμφωνία «συμψηφισμού» περιλαμβανόταν στις συμβάσεις όλων των απασχολούμενων σ’ αυτό ναυτικών ανεξαρτήτως ειδικότητας. Ούτε προσδιορίστηκε κατά τρόπο συγκεκριμένο και αναμφίβολο ότι τα ποσά που αντιστοιχούσαν σε ποσοστό επί των ως άνω εισπράξεων θα υπόκεινται (αυτά και όχι οποιαδήποτε άλλα) σε συμψηφισμό με ενδεχόμενες νόμιμες αξιώσεις του ενάγοντος πέραν των συμβατικώς προβλεπομένων. Άλλωστε, με βάση τον ισχυρισμό της εναγομένης ότι κατέβαλε στον ενάγοντα τακτικά και μόνιμα αμοιβή για είκοσι τρεις (23) ώρες υπερωριακής εργασίας για κάθε μήνα πλήρους απασχολήσεώς του, ακόμη κι αν αυτός δεν εργαζόταν για κάποιο μήνα υπερωριακώς ή απασχολούταν για λιγότερες ώρες, ο συγκεκριμένος συμβατικός όρος επιτρέπει (και) την ερμηνευτική εκδοχή ότι στις πραγματοποιούμενες από τον ενάγοντα, κατά τον επόμενο μήνα εκείνου κατά τον οποίον έλαβε και την αχρεώστητη υπερωριακή αμοιβή και την ως άνω «έκτακτη αμοιβή», πραγματικές υπερωρίες του μπορούσε να καταλογιστεί όχι το ποσόν των «εκτάκτων αμοιβών» αλλά το καταβληθέν τον προηγούμενο μήνα ως «επίδομα υπερωριών» ποσό, που αντιστοιχούσε στις εν λόγω είκοσι τρεις (23) ώρες, κατά τις οποίες όμως ο ενάγων είτε δεν είχε εργαστεί υπερωριακώς είτε δεν τις είχε εξαντλήσει. Και τούτο ανεξαρτήτως του ότι τα ποσά των επίμαχων «πρόσθετων αμοιβών» δεν προκύπτει ότι καταβλήθηκαν από την εναγόμενη αλλά από τρίτον, όπως πιο κάτω υπό στοιχ. VIII της παρούσας θα εκτεθεί, με αποτέλεσμα να μην είναι σύννομη η πρότασή τους σε συμψηφισμό, βασική προϋπόθεση του οποίου αποτελεί, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 440 ΑΚ, η αμοιβαιότητα των απαιτήσεων, υπό την έννοια ότι ο οφειλέτης της κύριας απαίτησης, κατά της οποίας προτείνεται ο συμψηφισμός, είναι και δανειστής της ανταπαίτησης που προβάλλεται σε συμψηφισμό και, αντίστοιχα, ο δανειστής της κύριας απαίτησης είναι συγχρόνως και οφειλέτης της ανταπαιτήσεως (ΑΠ 1703/2008, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 955/1995, ΝοΒ 1997/1112, Ι. Καρακατσάνης, Ο συμψηφισμός με μονομερή δικαιοπραξία, 1980, § 7, σελ. 106, Ι. Καράκωστας, Αστικός Κώδικας, Ερμηνεία – Νομολογία – Σχόλια, τόμος 3, Γενικό Ενοχικό, 2006, άρθρο 440, ΙΙ, αρ. 1489, σελ. 794), κατά τρόπον ώστε ο οφειλέτης να δύναται να συμψηφίσει μόνο δικές του ανταπαιτήσεις και όχι ξένες. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, επομένως, που δέχθηκε ως και ουσιαστικά βάσιμη την ένσταση συμψηφισμού της εναγομένης, έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων κατά το συναφή βάσιμο λόγο της ένδικης Β έφεσης.
  2. VI. Περαιτέρω, στη διάταξη του άρθρου 7 § 1 της ως άνω ΣΣΝΕ ορίζεται ότι «Σε ολόκληρο το πλήρωμα, περιλαμβανομένου του Πλοιάρχου και του Α΄ Μηχανικού, που εργάζεται σε πλοία που δραστηριοποιούνται σε γραμμές για τις οποίες έχει συναφθεί Σύμβαση Δημόσιας Υπηρεσίας (αγόνων) χορηγείται ειδικό επίδομα εκ ποσοστού 7% (επτά τοις εκατό) επί του μισθού ενεργείας της § 1 του άρθρου 1 για απασχόληση στις γραμμές αυτές επί 30 ημέρες. Για απασχόληση επί ολιγότερων των 30 ημερών καταβάλλεται αναλογία». Από τη διάταξη αυτή που κατά το έτος 2015 αποτελούσε κατά τα προαναφερθέντα συμβατικό όρο εκάστης συμφωνίας ναυτολόγησης του ενάγοντος, προκύπτει ότι εφόσον ο εκμεταλλευόμενος το πλοίο, πλοιοκτήτης ή εφοπλιστής, έχει αναλάβει με σύμβαση δημόσιας υπηρεσίας την εξυπηρέτηση άγονης γραμμής και λαμβάνει προς τούτο επιδότηση των δρομολογίων του, υποχρεούται να καταβάλει στο σύνολο του πληρώματος σχετικό επίδομα, το οποίο δεν χορηγείται ως αμοιβή υπερωριακής απασχόλησης ούτε συμψηφίζεται με την υπερωριακή εργασία αλλά καταβάλλεται προσθέτως, δηλαδή πέραν του μισθού ενέργειας και των λοιπών επιδομάτων της ναυτικής εργασίας (ΜονΕφΠειρ. 138/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 23/2014, ο.π.). Το ύψος του επιδόματος καθορίζεται ως ποσοστό του μισθού ενέργειας, δηλαδή ανά ειδικότητα των δικαιουμένων και οφείλεται πλήρες αν το πλοίο (και όχι ο δικαιούμενος ναυτικός) απασχολείται στην άγονη γραμμή ολόκληρο το μήνα και μειωμένο, αν τα επιδοτούμενα δρομολόγια διενεργούνται ορισμένες μόνον ημέρες μηνιαίως. Στην πρώτη περίπτωση το επίδομα οφείλεται ανεξαρτήτως α] αν ο δικαιούχος παρέμεινε ναυτολογημένος καθ’ όλη τη διάρκεια του μήνα διενέργειας των επιδοτούμενων πλόων, αφού αν τούτο δε συνέβη θα λάβει κλάσμα αυτού ανάλογο προς το χρόνο της ναυτολογήσεώς του και β] αν πραγματοποιήθηκαν ή όχι όλα τα δρομολόγια του πλοίου, αφού τέτοια προϋπόθεση στην παραπάνω κανονιστική ρύθμιση δεν τίθεται, ενώ αντιθέτως βάση υπολογισμού του επιδόματος αποτελεί η καθημερινή δραστηριοποίηση του πλοίου στην άγονη γραμμή και όχι ο αριθμός των δρομολογίων που αυτό εκτέλεσε στην ίδια γραμμή εντός εκάστου μηνός.

Εν προκειμένω, όπως ήδη εκτέθηκε, το πλοίο της εναγομένης κατά τα ένδικα χρονικά διαστήματα ήταν δρομολογημένο σε γραμμές για τμήματα των οποίων είχαν συναφθεί αντίστοιχες συμβάσεις δημόσιας υπηρεσίας και εκτελούσε επιδοτούμενους πλόες καθημερινώς επί τριάντα [30] ημέρες ανά μήνα. Οι συμβάσεις αυτές ίσχυσαν καθ’ όλη τη χρονική διάρκεια των διαδοχικών ναυτολογήσεων του ενάγοντος. Με βάση τα περιστατικά αυτά η εκκαλουμένη έκρινε ότι ο τελευταίος δικαιούτο να λάβει το εν λόγω επίδομα, το οποίο υπολόγισε σε χίλια είκοσι εννέα ευρώ και σαράντα έξι λεπτά (1029,46 €), χωρίς ο τρόπος της αριθμητικής εξαγωγής του να πλήττεται με λόγο έφεσης και, στη συνέχεια, αφαιρώντας από το σύνολο του οφειλομένου επιδόματος το ποσό των τετρακοσίων δύο ευρώ και εξήντα δύο λεπτών (402,62 €), που, όπως προκύπτει από τις προσκομιζόμενες ατομικές αποδείξεις πληρωμής του, είχε καταβληθεί στον ενάγοντα, διαπίστωσε ότι παραμένει οφειλόμενο για την αιτία αυτή το χρηματικό ποσό των εξακοσίων είκοσι έξι ευρώ και ογδόντα τεσσάρων λεπτών (626,84 €), το οποίο και του επιδίκασε. Έτσι που έκρινε ορθώς το νόμο εφάρμοσε και τις αποδείξεις εκτίμησε και πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος και ερειδόμενος σε εσφαλμένη προϋπόθεση ο έκτος λόγος της Α έφεσης κατά το πρώτο σκέλος του, με τον οποίο η εκκαλούσα επικαλείται εξόφληση του ενάγοντος, επειδή ο τελευταίος έλαβε ό,τι κατ’ αυτήν εδικαιούτο, δεδομένου ότι το πλοίο δεν πραγματοποιούσε πλόες άγονης γραμμής και τις επτά [7] ημέρες της εβδομάδας και ο αριθμός των επιδοτούμενων δρομολογίων που εκτέλεσε ανήλθε σε εκατόν σαράντα εννέα [149] συνολικώς καθ’ όλη την ένδικη χρονική περίοδο. Πράγματι, ο ισχυρισμός της αυτός, που επιχειρείται, όπως εκτιμά το Δικαστήριο, να θεμελιωθεί στις παρομοίου προς το ως άνω άρθρο 7 διατάξεις των ταυτάριθμων άρθρων προγενέστερων ΣΣΝΕ των πληρωμάτων των επιβατηγών – ακτοπλοϊκών πλοίων, που αναγνώριζαν το δικαίωμα στη λήψη του συγκεκριμένου επιδόματος, εξαρτούσαν όμως τη χορήγησή του από τη δρομολόγηση του πλοίου στις γραμμές δημόσιας υπηρεσίας ανά ημερολογιακό επταήμερο και όχι ανά μήνα, δεν ασκεί έννομη επιρροή, όχι μόνον επειδή το ένδικο πλοίο εκτελούσε πράγματι καθημερινούς πλόες στα επιδοτούμενα τμήματα των δρομολογίων του αλλά και επειδή ο αριθμός των επιδοτούμενων κυκλικών δρομολογίων που εκτελέστηκαν είναι αδιάφορος για την χορήγηση του εν λόγω επιδόματος, για την οποία αρκεί η δραστηριοποίηση του πλοίου στην άγονη γραμμή σε καθημερινή βάση, ακόμα και αν εντός του εικοσιτετραώρου δεν ολοκληρώσει καθένα δρομολόγιό του. Σε αντίθετη περίπτωση θα καθίστατο άνευ αντικειμένου το δεύτερο εδάφιο της παραπάνω διατάξεως, σύμφωνα με το οποίο «…Για απασχόληση επί ολιγότερων των τριάντα ημερών καταβάλλεται αναλογία».

VII. Εξάλλου, από τις διατάξεις του άρθρου 33 της αυτής ως άνω ΣΣΝΕ συνάγεται ότι, προκειμένου περί πλοίου, το οποίο εκτελεί κυκλικά ταξίδια και προς εξυπηρέτηση καθορισμένου δρομολογίου αποπλέει από του αφετηρίου λιμένος ή του λιμένος προορισμού προ της παρελεύσεως εξαώρου από του κατάπλου ή έχει τακτικές καθημερινές αναχωρήσεις από του αφετηρίου λιμένος, υπό την προϋπόθεση ότι δεν εκτελεί κατά κύριο λόγο ημερινούς πλόες (από 7ης πρωινής μέχρι 23ης νυκτερινής – ημερόπλοιο) ή δεν είναι πλοίο τοπικών γραμμών, το οποίο δεν εκτελεί δρομολόγια κατά τις νυκτερινές ώρες (23.00-07.00) ή δεν επεκτείνει τα δρομολόγια κατά τις ώρες αυτές, οι ναυτικοί, οι οποίοι διέπονται από τις διατάξεις της ως άνω ΣΣΝΕ ή οι όροι της έχουν καταστεί περιεχόμενο της ατομική εργασιακής τους σύμβασης, δικαιούνται αμοιβής ίσης προς το πηλίκο του συνόλου των ωρών των προώρων αναχωρήσεων μέχρι της συμπληρώσεως εξαώρου από του κατάπλου καθ’ εβδομάδα δια του αριθμού 8 ή τον αριθμό των πέραν των πέντε δρομολογίων του πλοίου καθ’ εβδομάδα, αντιστοίχως, επί το ένα τριακοστό (1/30) ή το ένα εξηκοστό (1/60) ή το εν εκατοστό εικοστό (1/120) του συνόλου των μηνιαίων αποδοχών, εάν το κυκλικό ταξίδι διαρκεί τουλάχιστον δώδεκα (12) ώρες ή τουλάχιστον έξι (6) ώρες ή μέχρι έξι (6) ωρών αντιστοίχως (ΕφΠειρ. 53/2013, ΕφΠειρ. 66/2013, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 364/2012 αδημ.). Για τον προσδιορισμό των συνολικών μηνιαίων αποδοχών του ναυτικού που λαμβάνονται ως βάση καθορισμού της εν λόγω πρόσθετης αμοιβής συνυπολογίζεται ο μέσος όρος της υπερωριακής αμοιβής του, το επίδομα άδειας (ΤριμΕφΠειρ. 53/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και το επίδομα άγονων γραμμών (ΜονΕφΠειρ. 673/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), όχι, όμως, για όσους λόγους αναλυτικά πιο κάτω υπό στοιχ. VIII της παρούσας θα εκτεθούν, το επίδομα ιματισμού (ΜονΕφΠειρ. 200/2016, ΜονΕφΠειρ. 603/2015, ΜονΕφΠειρ. 281/2015, ΜονΕφΠειρ. 71/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) ούτε ο μέσος όρος των πρόσθετων αμοιβών που εισπράττει ο ναυτικός, αν αυτές δεν καταβάλλονται από τον εργοδότη του αλλά από τρίτον.

Εν προκειμένω, με την εκκαλουμένη απόφαση έγινε δεκτό ότι κατά τα ένδικα χρονικά διαστήματα το πλοίο Δ. πραγματοποιούσε λιγότερα από πέντε (5) κυκλικά δρομολόγια την εβδομάδα, καθένα των οποίων διαρκούσε πάνω από δώδεκα (12) ώρες, απέπλεε δε από το λιμάνι αφετηρίας, που ήταν ο Πειραιάς, πριν τη συμπλήρωση παραμονής έξι (6) ωρών σ’ αυτό, κατά τα ειδικότερα εκεί αλλά και πιο πάνω στην παρούσα εκτεθέντα, με αποτέλεσμα οι ώρες της πρόωρης αναχώρησής του να ανέλθουν σε εκατόν πενήντα τέσσερις  περίπου (154,27), που αντιστοιχούν σε 19,28 δρομολόγια εξπρές (154,27 ÷ συντελεστή 8 = 19,28) καθ’ όλο το ένδικο χρονικό διάστημα. Μετά τις διαπιστώσεις αυτές και με βάση ότι [με συνυπολογισμό στις ελάχιστες νόμιμες αποδοχές του (2.441,37 €) α] του μέσου όρου της υπερωριακής εργασίας του ενάγοντος, που κατά τις παραδοχές της ανερχόταν σε χίλια τετρακόσια ενενήντα επτά ευρώ και εξήντα δύο λεπτά (1.497,62 €) μηνιαίως, β] του μέσου όρου του επιδόματος άγονης γραμμής (81,06 € μηνιαίως) και γ] της αναλογίας των πρόσθετων αμοιβών που του καταβάλλονταν, την οποίες υπολόγισε σε διακόσια δεκαεπτά ευρώ και εξήντα ένα λεπτά (217,61 €)], οι συνολικές τακτικές μηνιαίες αποδοχές του έφθαναν τις τέσσερις χιλιάδες διακόσια τριάντα επτά ευρώ και εξήντα έξι λεπτά (4.237,66 €), η εκκαλουμένη δέχθηκε περαιτέρω ότι η κατ’ άρθρο 33 της πιο πάνω ΣΣΝΕ πρόσθετη αμοιβή του ενάγοντος για τα δρομολόγια αυτά ανερχόταν στο συνολικό χρηματικό ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων εξήντα τριών ευρώ και εβδομήντα έξι λεπτών (2.763,76 €), έναντι του οποίου ο ενάγων είχε ήδη μέχρι τη συζήτηση της αγωγής λάβει χίλια διακόσια ογδόντα τρία ευρώ και εβδομήντα ένα λεπτά (1.283,71 €), με αποτέλεσμα να εξακολουθεί να του οφείλεται για την αιτία αυτή το χρηματικό ποσό των χιλίων τετρακοσίων τριάντα εννέα ευρώ και πενήντα εννέα λεπτών (1.439,59 €), το οποίο και του επιδίκασε.

Κατά της κρίσεως αυτής της εκκαλουμένης διαμαρτύρονται αμφότεροι οι εκκαλούντες αιτιώμενοι εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων. Υποστηρίζουν συγκεκριμένα,  από κοινού μεν, όμως για τους ειδικότερους λόγους που ο καθένας τους εξέθεσε, όπως παραπάνω αναφέρθηκαν και εκτιμήθηκαν, ότι οι ώρες της υπερωριακής απασχόλησης του ενάγοντος υπολογίστηκαν εσφαλμένα. Του ισχυρισμού αυτού, βέβαια, παρέλκει πλέον η έρευνα μετά την απόρριψη του δεύτερου λόγου της Α και του πρώτου λόγου της Β έφεσης. Επιπλέον, επικαλούνται η μεν εναγόμενη με τον πέμπτο λόγο της Α έφεσής της κατά το τρίτο σκέλος του, ο δε ενάγων με τον δεύτερο λόγο κατά το δεύτερο σκέλος του της Β έφεσης, ότι λανθασμένα συνυπολογίστηκαν για τον προσδιορισμό της επίμαχης πρόσθετης αμοιβής α) το επίδομα αδείας και β) η αναλογία της «πρόσθετης αμοιβής» του ενάγοντος, καθώς και ότι έπρεπε να συνυπολογιστεί και γ) το επίδομα ιματισμού, αντιστοίχως. Από τις αιτιάσεις αυτές οι υπό στοιχ. α και γ είναι αβάσιμες, καθόσον για τον προσδιορισμό της επίδικης πρόσθετης αμοιβής συνυπολογίζεται το επίδομα άδειας του ναυτικού, όχι, όμως, το επίδομα ιματισμού. Αντιθέτως, κατά παραδοχή ως βάσιμης της ανωτέρω υπό στοιχ. β αιτιάσεως, κρίνεται εσφαλμένος ο συνυπολογισμός της μηνιαίας αναλογίας των πρόσθετων αμοιβών που λάμβανε ο ενάγων, για τους λόγους που θα εκτεθούν αναλυτικά πιο κάτω υπό στοιχ. VIII της παρούσας. Ορθός, όμως, κρίνεται ο τρόπος καθορισμού του αριθμού των ενδίκων εξπρές δρομολογίων με βάση το σύνολο των ωρών πρόωρης αναχώρησης του πλοίου καθ’ όλο το επίδικο χρονικό διάστημα, τον οποίον υιοθέτησε η εκκαλουμένη (για τον τρόπο αυτό βλ. και ΜονΕφΠειρ. 215/2017, αδημ.), απορριπτομένου του συναφούς ισχυρισμού της εναγομένης, που προβάλλεται με το τέταρτο σκέλος του πέμπτου λόγου της, ότι ο αριθμός αυτός έπρεπε να εξαχθεί κατόπιν αθροίσεως των ωρών της πρόωρης αναχώρησης του πλοίου σε εβδομαδιαία βάση, προεχόντως ως αλυσιτελούς, δεδομένου ότι ο επικαλούμενος τρόπος υπολογισμού δεν εκτίθεται ότι οδηγεί σε διαφορετικό αποτέλεσμα, ευμενέστερο για την εκκαλούσα. Επομένως, με συνυπολογισμό του μέσου όρου της υπερωριακής αμοιβής του, που ισούται προς χίλια τετρακόσια ενενήντα δύο ευρώ και πέντε λεπτά [(10.345,32 € + 8.554,08 € =) 18.899,40 € καθ’ όλη τη χρονική περίοδο των ναυτολογήσεών του ÷ 380 ημέρες συνολικής διάρκειάς τους Χ 30 μέρες/μήνα = 1.492,05 €) στο άθροισμα των λοιπών τακτικών και πάγιων αποδοχών του, όπως αυτές ανωτέρω υπό στοιχ. V της παρούσας προσδιορίστηκαν στο χρηματικό ποσό των δύο χιλιάδων τετρακοσίων σαράντα ενός ευρώ και τριάντα επτά λεπτών [2.441,37 €], στο οποίο συμπεριλαμβάνονται ο μηνιαίος μισθός ενεργείας του θαλαμηπόλου, το επίδομα Κυριακών, το αντίτιμο της σε είδος παρεχόμενης τροφοδοσίας, το επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας και οι αποδοχές της άδειας μετά τροφοδοσίας πλέον της αναλογίας του επιδόματος άγονων γραμμών (81,06 €), οι συνολικές μηνιαίες αποδοχές του ενάγοντος ανέρχονται στο χρηματικό ποσό των τεσσάρων χιλιάδων δεκατεσσάρων ευρώ και σαράντα οκτώ λεπτών (2.441,37 € + 1.492,05 € + 81,06 € = 4.014,48 €) και η αμοιβή που δικαιούται ο ενάγων για την εκτέλεση δρομολογίων εξπρές ανέρχεται στο συνολικό χρηματικό ποσό των δύο χιλιάδων πεντακοσίων εβδομήντα εννέα ευρώ και ενενήντα επτά λεπτών (4.014,48 € Χ 1/30 Χ 19,28 = 2.579,97 €), από το οποίο πρέπει να αφαιρεθεί το ποσόν των χιλίων διακοσίων ογδόντα τριών ευρώ και εβδομήντα ενός λεπτών (1.283,71 €), κατά το οποίο ο ενάγων έχει εξοφληθεί, όπως έκρινε η εκκαλουμένη, χωρίς το αποδεικτικό αυτό πόρισμά της να πλήττεται, με αποτέλεσμα να εξακολουθεί προς αυτόν οφειλόμενο για την ίδια αιτία το χρηματικό ποσό των χιλίων διακοσίων ενενήντα έξι ευρώ και είκοσι έξι λεπτών (1.296,26 €). Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων κατά το βάσιμο συναφές τρίτο σκέλος του πέμπτου λόγου της ένδικης Α εφέσεως.

VIII. Εξάλλου, από την διάταξη του άρθρου 14 της προαναφερθείσας ΣΣΝΕ, σε συνδυασμό προς εκείνες των §§ 1, 2, 3 και 7 της με αριθμό 70109/8008/14.12.1982 Αποφάσεως του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας «Περί των προϋποθέσεων χορηγήσεως επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα προς τους δικαιούμενους ναυτικούς» (ΦΕΚ Β 1/7.1.1982), με τις οποίες εφαρμόζεται η όμοια με αυτήν με αριθμό 19040/1981 Απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας «Χορήγηση επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα στους μισθωτούς όλης της Χώρας που απασχολούνται με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου» (ΦΕΚ Β 742/9.12.1981), προκύπτει ότι οι  ναυτικοί, τις ατομικές συμβάσεις εργασίας των οποίων αυτή διέπει, δικαιούνται επιδόματος εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα ίσων προς ένα [1] μηνιαίο μισθό και προς μισθό δεκαπέντε [15] ημερών αντιστοίχως, εάν η σχέση εργασίας διήρκεσε καθ’ όλο το χρονικό διάστημα από 1ης Μαΐου μέχρι 31ης Δεκεμβρίου και από 1ης Ιανουαρίου μέχρι 30ης Απριλίου αντιστοίχως ή, εάν η σχέση εργασίας δεν διήρκεσε ολόκληρα τα αντίστοιχα ως άνω χρονικά διαστήματα, αναλογία 2/25 του μηνιαίου μισθού ανά έκαστο δεκαεννεαήμερο χρονικό διάστημα και 1/15 του ημίσεως του μηνιαίου μισθού ανά έκαστο οκταήμερο χρονικό διάστημα αντιστοίχως ή, επί χρονικού διαστήματος μικρότερου του δεκαεννεαημέρου ή του οκταημέρου, ανάλογο κλάσμα. Επιπλέον, για τον υπολογισμό των προαναφερόμενων επιδομάτων λαμβάνεται υπόψη ο πραγματικά καταβαλλόμενος μισθός την 10η Δεκεμβρίου και την 15η ημέρα πριν από το Πάσχα, αντιστοίχως, δηλαδή το σύνολο των τακτικών αποδοχών του ναυτικού, στις οποίες περιλαμβάνονται ο μισθός και κάθε άλλη παροχή, εφόσον καταβάλλεται από τον εργοδότη ως συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα της εργασίας που παρέχει ο ναυτικός τακτικώς, κάθε μήνα ή περιοδικώς, κατ’ επανάληψη και καθ’ ορισμένα διαστήματα χρόνου (ΜονΕφΠειρ. 603/2015, ΜονΕφΠειρ. 86/2014, ΜονΕφΠειρ. 23/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Μάλιστα, ως τέτοιες αποδοχές προσδιορίζονται ενδεικτικώς στην πιο πάνω Υπουργική Απόφαση: α) η προσαύξηση της νόμιμης και τακτικής αμοιβής της εργασίας κατά τις Κυριακές, εφόσον δίδεται στο μισθωτό σταθερά και μόνιμα ως αντάλλαγμα για την παροχή της εργασίας του κατά τις ημέρες αυτές τακτικά κάθε μήνα, β) η αμοιβή που καταβάλλεται από τον εργοδότη στον μισθωτό για νόμιμη υπερωριακή εργασία. Εφόσον η πρόσθετη αυτή αμοιβή για την παροχή υπερωριακής εργασίας δεν καταβάλλεται υπό μορφή επιδόματος παγίως και τακτικώς κατά μήνα, υπολογίζεται κατά μέσο όρο, αν κατά τα κρίσιμα χρονικά διαστήματα καταβάλλεται τακτικώς, γ) το επίδομα αδείας και το αντίτιμο τροφής είτε παρέχεται σε χρήμα είτε αυτουσίως, διότι αποτελεί συμβατικό αντάλλαγμα των υπηρεσιών του ναυτικού, λόγω του είδους και της φύσης της εργασίας του πάνω στο πλοίο (ΑΠ 1013/2003, ΔΕΕ 2004/212 = ΕΝαυτΔ 2003/345, ΜονΕφΠειρ. 430/2014, ΜονΕφΠειρ. 361/2014, ΜονΕφΠειρ. 56/2014, ΜονΕφΠειρ. 83/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 587/2011, ΕΝαυτΔ 2012/19, ΕφΠειρ. 521/2009, ΕΝαυτΔ 2009/273), καθώς και οι λοιπές τακτικές παροχές, στις οποίες συμπεριλαμβάνονται το επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας (ΜονΕφΠειρ. 647/2014, ΜονΕφΠειρ. 412/2014, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και η αποζημίωση μη πραγματοποιήσεως αδείας (ΜονΕφΠειρ. 18/2016, ΜονΕφΠειρ. 19/2016, ΜονΕφΠειρ. 371/2016, ΜονΕφΠειρ. 73/2016, ΜονΕφΠειρ. 160/2014, ΜονΕφΠειρ. 36/2014, ΜονΕφΠειρ. 71/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 506/2011, ΕΝαυτΔ 2011/387), όπως και το επίδομα άγονης γραμμής του άρθρου 7 της ως άνω ΣΣΝΕ (ΜονΕφΠειρ. 496/2015, ο.π., ΜονΕφΠειρ. 861/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 500/2012, αδημ., ΕφΠειρ. 46/2011, ΕΝαυτΔ 2011/97, ΕφΠειρ. 343/2009, αδημ.). Συνυπολογιστέα δεν είναι καταρχήν η πρόσθετη αμοιβή για τα δρομολόγια εξπρές, αφού αυτή, όταν δεν καταβάλλεται σταθερά και μόνιμα, δεν έχει το χαρακτήρα τακτικής παροχής (ΜονΕφΠειρ. 496/2015, ο.π., ΜονΕφΠειρ. 164/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 328/2014, ο.π., ΕφΠειρ. 177/2012, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 517/2011, αδημ.) και συνυπολογίζεται μόνον αν πραγματοποιούνται τακτικά δρομολόγια εξπρές και η αντίστοιχη προς αυτά πρόσθετη αμοιβή καταβάλλεται αδιαλείπτως (ΤριμΕφΠειρ. 66/2013, ΜονΕφΠειρ. 590/2014, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 364/2012, αδημ.). Αντιθέτως, το κατά τις διατάξεις των άρθρων 5 § 1 και 20 της ως άνω ΣΣΝΕ μηνιαίως καταβαλλόμενο στα μέλη του κατώτερου πληρώματος των επιβατηγών ακτοπλοϊκών πλοίων, στα οποία κατ’ άρθρο 1 § 3 περ. Ε αυτής συγκαταλέγονται και οι θαλαμηπόλοι, χρηματικό ποσό πενήντα έξι ευρώ και πενήντα λεπτών (56,50 €) ως επίδομα ιματισμού τους για την αντιμετώπιση των δαπανών προμήθειας της καθιερωμένης στολής του Εμπορικού Ναυτικού, την οποία υποχρεούνται να φέρουν δεν λαμβάνεται υπόψη για τον υπολογισμό των επιδομάτων δώρων εορτών (ΜονΕφΠειρ. 676/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 434/2013, ΕΝαυτΔ 2013/204, ΜονΕφΠειρ. 377/2011, ΕΝαυτΔ 2011/262), για το λόγο ότι δεν αποτελεί παροχή καταβαλλόμενη ως συμβατικό αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας, αφού, όπως σαφώς από τις προαναφερόμενες διατάξεις συνάγεται, αιτία της χορηγήσεώς του αποτελεί η εξυπηρέτηση των λειτουργικών αναγκών του πλοίου (ΑΠ 774/2003, ΕΕΔ 2005/237 = ΔΕΝ 59/1300 = Δνη 2005/123, ΑΠ 226/2003, ΕΕΔ 2004/790 = ΔΕΝ 59/1138, ΤριμΕφΠειρ. 177/2012, ΠειρΝ 2012/354, ΤριμΕφΠειρ. 377/2011, ΕΝαυτΔ 2011/262, ΕφΠειρ. 283/2009, ΕΝαυτΔ 2009/102, ΜονΕφΠειρ. 347/2016, αδημ., ΜονΕφΠειρ. 671/2015, ΜονΕφΠειρ. 647/2014, ΜονΕφΠειρ. 605/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 434/2013, ΕΝαυτΔ 2013/204).

Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο κατά τον επί σκοπώ καθορισμού των επιδομάτων δώρων εορτών που εδικαιούτο ο ενάγων προσδιορισμό των τακτικών σε μηνιαία κλίμακα καταβαλλόμενων αποδοχών του έθεσε ως βάση το χρηματικό ποσό των δύο χιλιάδων τετρακοσίων σαράντα ενός ευρώ και τριάντα επτά λεπτών (2.441,37 €), που αποτελούσε κατά τα ανωτέρω υπό στοιχ. V της παρούσας αναφερόμενα το σύνολο των ελαχίστων νομίμων αποδοχών του κατά το επίδικο χρονικό διάστημα, το οποίο προσαύξησε α] με το χρηματικό ποσό των χιλίων τετρακοσίων ενενήντα επτά ευρώ και εξήντα δύο λεπτών (1.497,62 €), που αποτελούσε το μέσο όρο της υπερωριακής αμοιβής του, β] το χρηματικό ποσό των ογδόντα ενός ευρώ και έξι λεπτών (81,06 €), που αποτελούσε το μέσο όρο του επιδόματος άγονης γραμμής και γ] το ποσό των διακοσίων δεκαεπτά ευρώ και εξήντα ενός λεπτών (217,61 €), που αποτελούσε το μέσο όρο των καταβαλλόμενων, ως επιμίσθιο, όπως δέχθηκε, πρόσθετων αμοιβών του ενάγοντος, περί των οποίων έγινε ήδη λόγος ανωτέρω και έτσι συνάθροισε μαζί με τα άλλα επιδόματα και το επίδομα αδείας, με την σαφώς υπονοούμενη παραδοχή της σταθερής καταβολής του από την εργοδότρια εναγομένη, χωρίς, όμως, να συνυπολογίσει και το επίδομα ιματισμού, όπως ζητούσε ο ενάγων, με τη ρητή παραδοχή ότι αυτό δεν αποτελούσε παροχή καταβαλλόμενη ως αντάλλαγμα της εργασίας του, ορθώς το νόμο ερμήνευσε και εφάρμοσε και πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι ο τέταρτος λόγος της Α έφεσης, κατά το τρίτο σκέλος του και ο τρίτος λόγος της Β έφεσης κατά το τρίτο σκέλος του, με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντιστοίχως αντίθετα. Ομοίως ορθώς, με την πιο κάτω εξαίρεση, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο κατά τον καθορισμό των εν λόγω επιδομάτων συνυπολόγισε το μέσο όρο της αμοιβής του ενάγοντος για την παροχή δωδεκάωρης ημερησίως εργασίας, απορριπτομένων των συναφών, αντίθετων, λόγων των ενδίκων εφέσεων (τέταρτου κατά το πρώτο σκέλος του της Α και τρίτου κατά το πρώτο σκέλος του της Β). Αντιθέτως, σφάλμα της εκκαλουμένης αποτελεί, κατά παραδοχή ως βασίμου του τέταρτου λόγου της Α έφεσης κατά το συναφές τέταρτο σκέλος του, ο για τον ίδιο σκοπό συνυπολογισμός του μέσου όρου των παροχών που ο ενάγων έλαβε κατά το επίδικο χρονικό διάστημα ως πρόσθετες αμοιβές του, αφού, αν ορθά εκτιμούσε τις αποδείξεις, θα έπρεπε να δεχθεί ότι το συνολικό χρηματικό ποσόν των δύο χιλιάδων επτακοσίων εξήντα τριών ευρώ και εβδομήντα έξι λεπτών (2.763,76 €), το οποίο προηγουμένως, και πάλι εσφαλμένα, είχε καταλογίσει στις αξιούμενες υπερωριακές αποδοχές του ενάγοντος, δεν αποτελούσε αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας του («επιμίσθιο») ούτε καταβλήθηκε σ’ αυτόν από την εργοδότρια εναγομένη αλλά από τρίτον και, συγκεκριμένα, από την ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «…….», στην οποία είχε παραχωρηθεί η εκμετάλλευση των κυλικείων του πλοίου και η οποία εισέπραττε το τίμημα της πωλήσεως από αυτά αγαθών στους επιβάτες και κατέβαλε ποσοστό από τις εισπράξεις αυτές κατά τα προεκτεθέντα στα μέλη του πληρώματος ενδιαιτήσεως, ως αντάλλαγμα για την αρωγή τους στην προώθηση των πωλήσεών της επί του πλοίου. Έσφαλε ομοίως η εκκαλουμένη επειδή κατά τον υπολογισμό των αυτών ενδίκων επιδομάτων δε συνάθροισε στις τακτικές αποδοχές του ενάγοντος και την αναλογία της μέσης αμοιβής του για τη συμμετοχή του σε δρομολόγια εξπρές, μολονότι, όπως κατά τα ανωτέρω αποδείχθηκε, δέχθηκε άλλωστε και η ίδια η προσβαλλόμενη απόφαση, το πλοίο πραγματοποιούσε τακτικά κυκλικά δρομολόγια σε εβδομαδιαία βάση, χωρίς, όμως, ενδιαμέσως αυτών να παραμένει επί έξι [6] τουλάχιστον ώρες συνεχώς στο λιμάνι. Αντιθέτως, έπρεπε να προσδιορίσει το μέσο όρο της πρόσθετης αυτής αμοιβής του ενάγοντος στο χρηματικό ποσό των διακοσίων τριών ευρώ και εξήντα οκτώ λεπτών (2.579,97 € το σύνολο της πρόσθετης αμοιβής του ενάγοντος για τα εξπρές δρομολόγια του πλοίου ÷ 380 ημέρες συνολικής απασχόλησής του Χ 30 ημέρες/μήνα = 203,68 €) και να αθροίσει αυτό στις ως άνω ελάχιστες αποδοχές του ενάγοντος (2.441,37 €) πλέον του επιδόματος άγονων γραμμών (81,06 €) και του μέσου όρου της υπερωριακής αμοιβής, όπως ανωτέρω ορθώς προσδιορίστηκε (1.492,05 €) και να καθορίσει τις πάγιες μηνιαίες αποδοχές του ενάγοντος στο χρηματικό ποσό των τεσσάρων χιλιάδων διακοσίων δεκαοκτώ ευρώ και δεκαέξι λεπτών (2.441,37 € + 1.492,05 € + 81,06 € + 203,68 € = 4.218,16 €). Μη πράττοντας έτσι απέτυχε να υπολογίσει σωστά τα οφειλόμενα στον ενάγοντα υπόλοιπα των επιδομάτων δώρων εορτών στα οποία είχε αυτός δικαίωμα. Επομένως, με βάση τις πιο πάνω παραδοχές, ο ενάγων δικαιούται: Α] για αναλογία επιδόματος δώρου εορτής Πάσχα του έτους 2014 το ποσόν των χιλίων διακοσίων ογδόντα δύο ευρώ και τριάντα δύο λεπτών [4.218,16 € πάγιες τακτικές αποδοχές του ÷ 2 = 2.109.08 € ÷ 15 = 140,61 € Χ 9,12 οκταήμερα (73 ημέρες ÷ 8) = 1.282,32 €], έναντι του οποίου η εναγόμενη του έχει, όπως δεν αμφισβητείται, καταβάλει εξακόσια τριάντα οκτώ ευρώ και εβδομήντα επτά λεπτά (638,77 €), με αποτέλεσμα να του οφείλεται η διαφορά των εξακοσίων σαράντα τριών ευρώ και πενήντα πέντε λεπτών (643,55 €), Β] για αναλογία επιδόματος δώρου εορτών Χριστουγέννων του έτους 2014 το ποσόν των δύο χιλιάδων τετρακοσίων σαράντα εννέα ευρώ και ενενήντα ενός λεπτών [4.218,16 € πάγιες τακτικές αποδοχές Χ 2/25 = 337,45 € Χ 7,26 δεκαεννεαήμερα (138 ÷ 19) = 2.449,91 €], έναντι του οποίου η εναγόμενη του έχει, όπως δεν αμφισβητείται, καταβάλει χίλια εκατόν ενενήντα ευρώ και δώδεκα λεπτά (1.190,12 €), με αποτέλεσμα να του οφείλεται η διαφορά των χιλίων διακοσίων πενήντα εννέα ευρώ και εβδομήντα εννέα λεπτών (1.259,79 €), Γ] για αναλογία επιδόματος δώρου εορτής Πάσχα του έτους 2015 το ποσόν των χιλίων τετρακοσίων σαράντα ενός ευρώ και είκοσι λεπτών [4.218,16 € πάγιες τακτικές αποδοχές του ÷ 2 = 2.109.08 € ÷ 15 = 140,61 € Χ 10,25 οκταήμερα (82 ημέρες ÷ 8) = 1.441,20 €], έναντι του οποίου η εναγόμενη του έχει, όπως δεν αμφισβητείται, καταβάλει επτακόσια τριάντα πέντε ευρώ (735 €), με αποτέλεσμα να του οφείλεται η διαφορά των επτακοσίων έξι ευρώ και είκοσι λεπτών (706,20 €) και Δ] για αναλογία επιδόματος δώρου εορτών Χριστουγέννων του έτους 2015 το ποσόν των χιλίων πεντακοσίων σαράντα δύο ευρώ και δεκαπέντε λεπτών [4.218,16 € πάγιες τακτικές αποδοχές Χ 2/25 = 337,45 € Χ 4,57 δεκαεννεαήμερα (87 ÷ 19) = 1.542,15 €], έναντι του οποίου η εναγόμενη του έχει, όπως δεν αμφισβητείται, καταβάλει επτακόσια σαράντα τέσσερα ευρώ (744 €), με αποτέλεσμα να του οφείλεται η διαφορά των επτακοσίων ενενήντα οκτώ ευρώ και δεκαπέντε λεπτών (798.15 €). Συνολικώς δε για την αιτία αυτή οφείλεται στον ενάγοντα το χρηματικό ποσόν των τριών χιλιάδων τετρακοσίων επτά ευρώ και εξήντα εννέα λεπτών (643,55 € + 1.259,79 € + 706,20 € + 798,15 € = 3.407,69 €).

IΧ. Εξάλλου, στις διατάξεις των άρθρων 68 – 81 του Ν. 3816/1958 «Περί Κυρώσεως Κώδικος Ιδιωτικού Ναυτικού Δικαίου» (ΦΕΚ Α 32/28.2.1958, ΚΙΝΔ) καταστρώνονται οι προβλεπόμενοι από αυτόν λόγοι λύσεως της σύμβασης ναυτικής εργασίας, εφαρμοζομένων παραλλήλως των ρυθμίσεων του κοινού δικαίου επί των μη ρυθμιζόμενων περιπτώσεων. Οι λόγοι αυτοί διαρθρώνονται σε δύο [2] κατηγορίες και, συγκεκριμένα, αφενός μεν σ’ εκείνους που επιφέρουν αυτόματα τη λύση της σύμβασης με τη συνδρομή ορισμένων γεγονότων (άρθρα 68, 70, 71) και, αφετέρου, σ’ εκείνους που ανάγονται στη βούληση των συμβαλλομένων (άρθρα 69 και 72 – 74), οι οποίοι λειτουργούν ύστερα από ενέργεια ενός μόνον από αυτούς (Ι. Ρόκας – Γ. Θεοχαρίδης, Ναυτικό Δίκαιο, 2015, αρ. 148, σελ. 80, Α. Κιάντου – Παμπούκη, Ναυτικό Δίκαιο, 1989, σελ. 155 επομ.). Πέραν, όμως, αυτών είναι δυνατή η λύση της σύμβασης ναυτολογήσεως με τη θέληση αμφοτέρων των συμβαλλομένων (Α. Κιάντου – Παμπούκη, οπ., Γ. Μικρούδης, Η σύμβαση ναυτικής εργασίας, σε ΕΕΔ 66/449 επομ. [454, υποσ. 49]), στα πλαίσια της συμβατικής ελευθερίας και της αυτονομίας της ιδιωτικής βούλησης που σε νομοθετικό επίπεδο θεμελιώνονται στην διάταξη του άρθρου 361 ΑΚ. Η λύση αυτή της σύμβασης ναυτικής εργασίας με κοινή συναίνεση δεν προβλέπεται στον ΚΙΝΔ, ο οποίος προνοεί μόνον για τη λύση της με τη θέληση του ενός συμβαλλομένου, προς την οποία και συνάπτει έννομες συνέπειες. Τέτοια συνέπεια προβλέπεται στη διάταξη του άρθρου 76, κατά την οποία ο απολυόμενος ναυτικός δικαιούται αποζημιώσεως, εκτός άλλων, στην περίπτωση κατά την οποία, χωρίς τούτο να δικαιολογείται εξαιτίας παραπτώματός του, ο πλοίαρχος καταγγέλλει τη σύμβαση της ναυτολογήσεώς του. Περίπτωση λύσεως της συμβάσεως με κοινή συναίνεση ανακύπτει και όταν κατ’ εφαρμογή των σχετικών διατάξεων της εκάστοτε ισχύουσας ΣΣΝΕ ο ναυτικός λαμβάνει την προβλεπόμενη από αυτήν άδεια αναπαύσεως, οπότε η σύμβασή του λύνεται με την αποδοχή εκ μέρους του πλοιάρχου σχετικής αιτήσεώς του, δηλαδή με τη σύμπτωση των δηλώσεων βουλήσεώς τους κατ’ άρθρα 185, 189 και 192 ΑΚ (πρβλ ΟλΑΠ 25/1998, Δνη 1998/798 = ΔΕΝ 2000/382 = ΕΕμπΔ 1998/610 = ΕΕΝ 1998/634 = ΕΕΔ 1999/86 = ΕΝαυτΔ 1998/263 = ΝοΒ 1999/231, ΟλΑΠ 32/1997, Δνη 1997/1528 = ΕΕΝ 1997/431 = ΕΝαυτΔ 1998/369 = ΝοΒ 1998/198). Πράγματι, όπως [και] από τις διατάξεις του άρθρου 15 της ως άνω ΣΣΝΕ προκύπτει, η άδεια του ναυτικού, σε αντίθεση προς ό,τι συμβαίνει στη χερσαία εργασία, παρέχεται κατ’ αίτησή του μόνο αν, κατά την κρίση του πλοιάρχου, οι ανάγκες του πλοίου επιτρέπουν την χορήγησή της και σε περίπτωση μη χορήγησής της ο ναυτικός δικαιούται της αποζημίωσης που ορίζεται νόμιμα (ΜονΕφΠειρ. 83/2014, ο.π., Δ. Καμβύσης, Ιδιωτικόν Ναυτικόν Δίκαιον, 1982, άρθρο 60, σελ. 192). Στην ίδια αυτή περίπτωση της με κοινή συναίνεση λύσεως της σύμβασης ναυτολόγησης δεν οφείλεται στον απολυόμενο λόγω λήψεως αδείας ναυτικό η αποζημίωση του άρθρου 76 ΚΙΝΔ (ΕφΠειρ. 111/2007, ΕΝαυτΔ 2007/406, Ι. Κοροτζής, Ναυτικό Δίκαιο, τόμος Ι, 2004, άρθρο 75, σελ. 385), αφού για την εφαρμογή της διατάξεως αυτής προϋποτίθεται μονομερής λύση της σύμβασης επερχόμενη με καταγγελία της εκ μέρους του πλοιάρχου (ΜονΕφΠειρ. 86/2014, ο.π, ΕφΠειρ. 288/2011, ΠειρΝομ. 2012/173). Άλλως έχει το πράγμα και η αποζημίωση του άρθρου 76 ΚΙΝΔ εξακολουθεί οφειλόμενη, όταν η λήψη της άδειας αναπαύσεως του ναυτικού εμφανίζεται ως προσχηματικός (τυπικός) λόγος της απολύσεώς του, ο οποίος υποκρύπτει σιωπηρή μονομερή καταγγελία της συμβάσεώς του. Στην περίπτωση αυτή τον προσχηματικό χαρακτήρα του εμφανιζόμενου λόγου απολύσεως οφείλει να επικαλεστεί και να αποδείξει ο ναυτικός που ενάγει για την λήψη της αποζημίωσής του, το δε γεγονός αυτό επιβεβαιώνεται και από τη μη επαναυτολόγησή του μετά τη λήξη του χρονικού διαστήματος διάρκειας της άδειάς του, παρά τις οχλήσεις του ναυτικού για την επαναπρόσληψή του (ΜονΕφΠειρ. 443/2015, ΜονΕφΠειρ. 739/2015, ΜονΕφΠειρ. 71/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 741/2005, ΕΝαυτΔ 2005/444). Τέλος, σε περίπτωση απολύσεως ναυτικού που λαμβάνει χώρα σε λιμένα του εσωτερικού συνεπεία καταγγελίας της συμβάσεώς του από τον πλοίαρχο η αποζημίωσή του, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 75 εδαφ. τελευταίο και 76 εδαφ. α ΚΙΝΔ ισούται με τις πάσης φύσεως πάγιες και σταθερές αποδοχές του δεκαπέντε (15) ημερών κατά το χρόνο της απόλυσής του και για τον υπολογισμό της λαμβάνονται υπόψη ο καταβαλλόμενος μισθός κατά τον τελευταίο μήνα υπό καθεστώς πλήρους απασχόλησης (μισθός ενέργειας), το επίδομα Κυριακών, το επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας, η υπερωριακή αμοιβή του, η αποζημίωση αδείας, τα επιδόματα εορτών και κάθε άλλη παροχή καταβαλλομένη ως συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα της παρεχομένης εργασίας του τακτικώς καθ’ έκαστο μήνα ή κατ’ επανάληψη περιοδικώς καθ’ ορισμένα χρονικά διαστήματα (ΜονΕφΠειρ. 351/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 434/2013, ΕΝαυτΔ 2013/204, ΕφΠειρ. 172/2008, ΕΝαυτΔ 36/100, ΕφΠειρ. 719/2006, ΕΝαυτΔ 34/355, βλ. και Δ. Καμβύση, ο.π., άρθρο 76, σελ. 265), το άθροισμα των οποίων διαιρείται δια δύο [2] (ΜονΕφΠειρ. 71/2014, ο.π., ΜονΕφΠειρ. 231/2013, ο.π.).

Στην προκειμένη περίπτωση, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα προέκυψε ότι ο ενάγων στις 15.2.2014 έλαβε άδεια αναπαύσεως διάρκειας ενός [1] μηνός, δηλαδή μέχρι την 15η.3.2014, όπως αναγράφηκε στο ναυτικό του φυλλάδιο. Ωστόσο, κατά τη λήξη της άδειας αυτής, όταν ζήτησε να επαναπροσληφθεί, η εναγόμενη αρνήθηκε τη ναυτολόγησή του, η οποία, τελικώς πραγματοποιήθηκε αργότερα, στις 3.4.2014. Αιτία της καθυστερημένης επαναπρόσληψής του απετέλεσε το γεγονός ότι δεν υπήρχε κενή θέση για να καταλάβει, αφού για να ναυτολογηθεί εκείνος έπρεπε να λάβει άδεια έτερο μέλος του πληρώματος της αυτής ειδικότητας. Με τον τρόπο, όμως, αυτό ο ενάγων, χωρίς να βαρύνεται με οποιοδήποτε παράπτωμα, παρέμεινε στο ενδιάμεσο χρονικό διάστημα άνεργος. Σημειωτέον ότι η εναγόμενη δεν του χορήγησε νέα άδεια ίσης προς το διάστημα αυτό διάρκειας και έτσι εκδήλωσε τη βούλησή της να μην τον ναυτολογήσει στις 15.3.2014, ακολουθώντας την πλέον συμφέρουσα οικονομικώς για την ίδια οδό, αφού, αν του χορηγούσε νέα άδεια, ο ενάγων θα διατηρούσε δικαίωμα λήψης πλήρων των αποδοχών του για το χρονικό διάστημα αυτής. Επομένως, ο τελευταίος έχει δικαίωμα λήψεως της προβλεπόμενης στο άρθρο 76 ΚΙΝΔ αποζημίωσης. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που κατέληξε στο ίδιο αποδεικτικό πόρισμα ορθώς τις αποδείξεις εκτίμησε, απορριπτομένου ως αβάσιμου του εβδόμου λόγου της Α έφεσης, κατά το πρώτο σκέλος του με το οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα. Ακολούθως η εκκαλουμένη υπολόγισε το ποσό της αποζημιώσεως που δικαιούται ο ενάγων, με βάση το σύνολο των τακτικών μηνιαίων αποδοχών του κατά το τελευταίο πριν από την απόλυσή του μήνα υπό καθεστώς πλήρους απασχόλησης, για τον προσδιορισμό του οποίου άθροισε στις πάγιες μηνιαίες αποδοχές του ενάγοντος (δηλαδή τις ελάχιστες νόμιμες αποδοχές του πλέον του μέσου όρου της υπερωριακής αμοιβής του, του επιδόματος άγονης γραμμής και των προσθέτων αμοιβών του, συνολικού ύψους τεσσάρων χιλιάδων διακοσίων τριάντα επτά ευρώ και εξήντα έξι λεπτά [4.237,66 €]) και την αναλογία του δώρου εορτών (ύψους πεντακοσίων τριάντα δύο ευρώ και πενήντα πέντε λεπτών [532,55 €]), σύμφωνα και με τη διάταξη του άρθρου 14 § 3 της ως άνω ΣΣΝΕ και από το σύνολο των τεσσάρων χιλιάδων επτακοσίων εβδομήντα τριών ευρώ και είκοσι ενός λεπτών (4.770,21 €) του επιδικάστηκε το ήμισυ (2.385,10 €). Το πόρισμα αυτό πλήττουν και οι δύο διάδικοι, επικαλούμενοι αμφότεροι εσφαλμένο υπολογισμό των ωρών της υπερωριακής απασχόλησης του ενάγοντος, που οδήγησε και σε εσφαλμένο υπολογισμό της αναλογίας των επιδομάτων δώρων εορτών και, επιπλέον, η μεν εναγόμενη, με το δεύτερο σκέλος του ίδιου (έβδομου) λόγου της Α έφεσης, ότι για την εξαγωγή του συνόλου των πάγιων αποδοχών του αντιδίκου της δεν έπρεπε να συνυπολογιστούν i) το επίδομα αδείας του και ii) ο μέσος όρος των πρόσθετων αμοιβών του, ο δε ενάγων, με τα δεύτερο και τρίτο σκέλος του τετάρτου λόγου της Β έφεσης ότι έπρεπε για τον ίδιο σκοπό να συνυπολογιστεί το επίδομα ιματισμού και η αναλογία της πρόσθετης αμοιβής για τη συμμετοχή του στα εξπρές δρομολόγια του πλοίου. Για όσους λόγους προαναφέρθηκαν οι αιτιάσεις αυτές είναι αβάσιμες, πλην εκείνων που αφορούν στην αναλογία της αμοιβής για την εκτέλεση εξπρές δρομολογίων, που εσφαλμένα δε συνυπολογίστηκε, μολονότι πρόκειται για παροχή του εργοδότη παροχή καταβαλλομένη ως νόμιμο αντάλλαγμα της παρεχομένης εργασίας τακτικά καθ’ έκαστο μήνα και στην αναλογία των πρόσθετων αμοιβών του ενάγοντος, που εσφαλμένα συνυπολογίστηκε, αν και δεν επρόκειτο για αντάλλαγμα της εργασίας που παρείχε ο τελευταίος καταβαλλόμενο από την εργοδότιδά του αλλά από τρίτον. Με βάση τις διαπιστώσεις αυτές ο ενάγων δικαιούται ως αποζημίωση για την απόλυσή του, σύμφωνα με το άρθρο 76 ΚΙΝΔ, το χρηματικό ποσό των δύο χιλιάδων τριακοσίων εβδομήντα πέντε ευρώ και τριάντα πέντε λεπτών {[4.014,48 € πάγιες μηνιαίες αποδοχές, όπως προσδιορίστηκαν ανωτέρω (ήτοι 2.441,37 € + 81,06 € + 1.492,05 €) + 203,68 μέσος όρος αμοιβής για τα δρομολόγια εξπρές = 4.218,16 € + 532,55 € αναλογία δώρων εορτών =] 4.750,71 € ÷ 2 = 2.375,35 €).

Χ. Εξάλλου, κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 281 ΑΚ, για να θεωρηθεί καταχρηστική η άσκηση του δικαιώματος, θα πρέπει η προφανής υπέρβαση των ορίων που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο οικονομικός ή κοινωνικός σκοπός του δικαιώματος να προκύπτει από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου, από την πραγματική κατάσταση που δημιουργήθηκε, από τις περιστάσεις που μεσολάβησαν ή από άλλα περιστατικά, τα οποία, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν την γέννηση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή την άσκησή του κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου (ΟλΑΠ 16/2006, Δνη 2006/1331 = Δ 2006/1151 = ΝοΒ 2006/1716, ΟλΑΠ 1/1997, Δνη 1997/534 = ΕΕΝ 1997/389 = ΝοΒ 1998/17, ΟλΑΠ 17/1995, Δνη 1995/1531, ΟλΑΠ 62/1990, Δνη 1991/501 = ΕΕΝ 1991/320 = ΝοΒ 1991/389, ΟλΑΠ 2101/1984,  ΝοΒ 1985/648, ΟλΑΠ 88/1980, ΝοΒ 1980/1437, ΑΠ 38/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Τούτο συμβαίνει ιδίως όταν από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου έχει εύλογα δημιουργηθεί στον υπόχρεο η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμά του (ΟλΑΠ 7/2002, ΕΕΝ 2003/168 = ΝοΒ 2003/648, ΟλΑΠ 8/2001, ΝοΒ 49/1814 = Δνη 2001/382 = ΕπισκΕμπΔ 2002/392). Η ανωτέρω διάταξη, όμως, έχει εφαρμογή στην περίπτωση άσκησης δικαιώματος από το δικαιούχο, όταν δηλαδή αυτός επιδιώκει την παροχή έννομης προστασίας για να επιτύχει την πραγματοποίηση της κατάστασης που αρμόζει στο δικαίωμά του και όχι όταν ο αντίδικός του αρνείται, απλά ή αιτιολογημένα, να δεχθεί την ύπαρξη ή την άσκηση του επιδίκου δικαιώματος (ΑΠ 764/2001, ΔΕΕ 2001/1013, ΑΠ 950/1989, Δνη 1991/77, ΑΠ 84/1984, ΝοΒ 1985/239, ΜονΕφΔυτΣτερΕλ 34/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ. 2243/2012, ΔΕΕ 2012/1031, ΕφΑθ. 8263/2007, ΔΕΕ 2008/1115, ΕφΔωδ. 122/2006, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 871/2002, ΠειρΝομ. 2002/472, ΕφΠειρ. 470/1992, ΕΝαυτΔ 1993/256) ή όταν επικαλείται απλώς νομική αβασιμότητα του αγωγικού δικαιώματος, αποκρούοντας δηλαδή την εφαρμογή του ως μη αναγνωριζόμενου από το νόμο (ΑΠ 1119/2007, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1255/1980, ΝοΒ 29/554, ΕφΔωδ. 171/2006, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΘρακ. 221/2000, DIGESTA 2003/36, ΕφΠειρ. 13/1995, Δνη 1996/423 = ΔΕΕ 1995/403), καθόσον, ειδικότερα, εάν μεν το δικαίωμα αυτό είναι νόμιμο, μπορεί να ενασκηθεί και εναντίον της βουλήσεως του υποχρέου, οπότε ελέγχεται βεβαίως ενδεχόμενη καταχρηστικότητα της ασκήσεώς του, εάν, όμως, είναι ανυπόστατο ή αντίκειται στο νόμο, δεν μπορεί εκ μέρους του αμφισβητούντος αυτό να γίνει λόγος περί καταχρήσεως (ΑΠ 1417/1984, ΝοΒ 1985/1002, ΕφΘεσ. 727/2000, Αρμ. 2000/806). Επομένως, ο ισχυρισμός του εναγομένου περί καταχρηστικής ασκήσεως «υποτιθέμενου» δικαιώματος, σε κάθε περίπτωση, δεν αποτελεί ένσταση από το άρθρο 281 ΑΚ, αλλά άρνηση της αγωγής (ΕφΑθ. 966/2010, Δνη 2012/188), η δε διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ δεν έχει εφαρμογή όταν ο διάδικος αρνείται την ύπαρξη του δικαιώματος του αντιδίκου του (ΑΠ 894/2007, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ανεξαρτήτως, όμως, τούτου, όπως και πιο πάνω υπό στοιχ. V της παρούσας σημειώθηκε, από τις διατάξεις των άρθρων 3, 174, 180, 679 ΑΚ, 8 Ν. 2112/1920, 5 § 1 ΑΝ 539/1945 και 8 § 4 Ν. 4020/1959 συνάγεται γενική αρχή του εργατικού δικαίου, κατά την οποία εφόσον ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά, δεν συγχωρείται και, επομένως, είναι άκυρη και θεωρείται ως μη γενομένη κάθε παραίτηση του εργαζομένου από το δικαίωμα λήψης των προβλεπομένων από το νόμο, τη συλλογική σύμβαση εργασίας ή άλλες κανονιστικές διατάξεις ελαχίστων ορίων των αποδοχών, επιδομάτων ή άλλων από την εργασία του παροχών, έστω και αν γίνεται εκ των υστέρων υπό μορφή άφεσης χρέους κατ’ άρθρο 454 ΑΚ, όπως άκυρη είναι και  η παραίτησή του από άλλα δικαιώματά του, που απορρέουν από τη σχέση εργασίας και αναγνωρίζονται από κανόνες δημόσιας τάξης, όπως είναι το δικαίωμά του για την καταβολή της νόμιμης αμοιβής για την υπερωριακή του απασχόληση, ανεξαρτήτως μάλιστα αν η αξίωση αυτή έχει ή δεν έχει ακόμη γεννηθεί (ΑΠ 166/2016, ο.π, ΑΠ 1340/2014, ΧρΙΔ 2015/225, ΑΠ 1554/2011, ο.π., ΜονΕφΠειρ. 691/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εκ τούτου, επειδή δηλαδή η συμφωνία που περιορίζει τα ως άνω δικαιώματα του εργαζομένου είναι για λόγους δημοσίας τάξεως άκυρη, έπεται ότι η παρά την ύπαρξη τέτοιας συμφωνίας δικαστική επιδίωξή τους δεν μπορεί να αποκρουστεί με την επίκληση της από το άρθρο 281 ΑΚ καταχρηστικότητας (ΜονΕφΠειρ. 71/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 795/2010, ΕΝαυτΔ 2010/385, ΕφΠειρ. 901/2002, ο.π.).

Με τον όγδοο λόγο της ένδικης Α έφεσής της η εναγόμενη – εκκαλούσα επαναφέρει τον και πρωτοδίκως προβληθέντα αμυντικό ισχυρισμό της ότι η άσκηση της αγωγής, της οποίας προηγήθηκε επανειλημμένη άμεση και ρητή διαβεβαίωση του ενάγοντος περί ανυπαρξίας οικονομικών απαιτήσεών του κατ’ αυτής, είναι καταχρηστική, καθόσον, ειδικότερα, ο ενάγων με θετικές ενέργειές του της προκάλεσε την εύλογη βεβαιότητα ότι δεν θα διεκδικήσει τις υπό κρίση αξιώσεις του. Συγκεκριμένα, υποστηρίζει ότι ο εφεσίβλητος υπέγραφε ανεπιφύλακτα τις μηνιαίες καταστάσεις της υπερωριακής απασχόλησής του, ενώ ουδέποτε την όχλησε για την εξόφλησή τους, αντιθέτως λάμβανε τις οικειοθελείς παροχές της και την αμοιβή του για την πέραν της νόμιμης υπερωριακή απασχόλησή του, παραλαμβάνοντας τα σχετικά εκκαθαριστικά σημειώματα των αποδοχών του χωρίς να διατυπώσει επ’ αυτών ποτέ οποιαδήποτε επιφύλαξη. Ο ισχυρισμός, όμως, αυτός δεν είναι νόμιμος όχι μόνον διότι η διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ δεν εφαρμόζεται όταν ο εναγόμενος αρνείται το αγωγικό δικαίωμα, όπως συμβαίνει στην προκείμενη περίπτωση κατά την οποία η εναγόμενη – εκκαλούσα παρότι επικαλείται καταχρηστικότητα κατά την ενάσκηση του επιδίκου δικαιώματος του ενάγοντος αμφισβητεί ταυτόχρονα την ύπαρξη οποιουδήποτε δικαιώματος αυτού του τελευταίου απορρέοντος από σύμβαση εξαρτημένης ναυτικής εργασίας αλλά και επειδή τα επικαλούμενα περιστατικά και αληθή υποτιθέμενα δεν δύνανται κατά νόμο να συγκροτήσουν το πραγματικό της ιδίας διατάξεως του άρθρου 281 ΑΚ, αφού ο ενάγων, για όσους λόγους προαναφέρθηκαν, δεν μπορούσε να στερηθεί του δικαιώματός του στη δικαστική επιδίωξη των νομίμων απαιτήσεών του από την παροχή της εργασίας του. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που απέρριψε τον επίμαχο ισχυρισμό της εναγομένης, ορθώς έκρινε και ο ερευνώμενος λόγος της Β έφεσης είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.

ΧΙ. Κατ’ ακολουθίαν όλων των προεκτεθέντων το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του δέχθηκε μερικώς την ένδικη αγωγή και υποχρέωσε την εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό χρηματικό ποσό των οκτώ χιλιάδων πενήντα πέντε ευρώ και ενός λεπτού (8.055,01 €) και αναγνώρισε την υποχρέωσή της προς καταβολή επιπλέον επτά χιλιάδων εννιακοσίων επτά ευρώ και οκτώ λεπτών (7.907,08  €) έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων. Επομένως, πρέπει να γίνουν δεκτές εν μέρει οι ένδικες εφέσεις ως και ουσιαστικά βάσιμες κατά τους ως άνω ευδοκιμήσαντες λόγους τους και να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση στο σύνολό της, δηλαδή και κατά το μη πληγέν ή ανατραπέν μέρος της, για την ενότητα του τίτλου της αναγκαστικής εκτελέσεώς της (ΑΠ 748/1984, Δνη 26/642, ΜονΕφΠειρ. 605/2014, αδημ. ΕφΠειρ. 700/2011, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 277/2005, ΔΕΕ 2005/685, ΕφΠειρ. 91/2004, Πειρ. Νομ. 2004/160) και, αφού η υπόθεση κρατηθεί προς κατ’ ουσίαν εκδίκαση από το παρόν Δικαστήριο, να γίνει δεκτή η αγωγή κατά ένα μέρος ως και ουσιαστικά βάσιμη και Α] να υποχρεωθεί η εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό χρηματικό ποσό των δέκα χιλιάδων εξακοσίων ενενήντα οκτώ ευρώ και σαράντα επτά λεπτών (10.698,47 €) ως διαφορές αποδοχών υπερωριακής απασχόλησης και Β] να αναγνωριστεί η υποχρέωσή της στην προς αυτόν καταβολή του συνολικού χρηματικού ποσού των επτά χιλιάδων επτακοσίων έξι ευρώ και δεκατεσσάρων λεπτών (626,84 + 1.296,26 € + 3.407,69 € + 2.375,35 € = 7.706,14 €) ως διαφορές επιδομάτων δώρων εορτών, επιδόματος άγονης γραμμής, πρόσθετης αμοιβής δρομολογίων εξπρές αλλά και ως αποζημίωση απολύσεώς του, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της λύσεως της τελευταίας συμβάσεως ναυτολόγησης του ενάγοντος (8.8.2015), που αποτελεί κατά νόμο δήλη ημέρα και μέχρι την πλήρη εξόφληση.

ΧΙΙ. Κατόπιν αυτών παρέλκει ως αλυσιτελής η εξέταση του υποβληθέντος με το δικόγραφο της Α έφεσης στο Δικαστήριο τούτο αιτήματος της εκκαλούσας – εναγομένης για επαναφορά των πραγμάτων στην κατάσταση που βρίσκονταν πριν από την εκ μέρους της καταβολή στον ενάγοντα του χρηματικού ποσού των οκτώ χιλιάδων πενήντα πέντε ευρώ και ενός λεπτού (8.055,01 €), ως προς το οποίο η εκκαλουμένη απόφαση κηρύχθηκε προσωρινά εκτελεστή, το οποίο θεμελιώνεται στη διάταξη του άρθρου 914 ΚΠολΔ, αφού το χρηματικό ποσό της τελεσίδικης καταψήφισης υπερβαίνει το καταβληθέν.

ΧΙΙΙ. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, για την επιδίκαση των οποίων έχει υποβληθεί αίτημα, πρέπει να κατανεμηθούν μεταξύ των διαδίκων, αναλόγως της μερικής νίκης και ήττας τους (άρθρα 106, 176, 178 αρ. 1, 183 και 191 § 2 ΚΠολΔ) και να επιβληθεί μέρος των εξόδων του ενάγοντος σε βάρος της εναγομένης, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

Συνεκδικάζει κατ’ αντιμωλία των διαδίκων τις εφέσεις

Δέχεται αυτές τυπικώς και εν μέρει κατ’ ουσίαν.

Εξαφανίζει την εκκαλουμένη απόφαση.

Κρατεί και δικάζει την αγωγή κατ’ ουσίαν.

Δέχεται αυτήν κατά ένα μέρος.

Υποχρεώνει την εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα το χρηματικό ποσόν των δέκα χιλιάδων εξακοσίων ενενήντα οκτώ ευρώ και σαράντα επτά λεπτών (10.698,47 €) με το νόμιμο τόκο από την 9η.8.2015 και μέχρι την πλήρη εξόφληση.

Αναγνωρίζει την υποχρέωση της εναγομένης να καταβάλει στον ενάγοντα το χρηματικό ποσό των επτά χιλιάδων επτακοσίων έξι ευρώ και δεκατεσσάρων λεπτών (7.706,14 €).

Απορρίπτει αίτημα επαναφοράς των πραγμάτων.

Επιβάλλει σε βάρος της εναγομένης μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος για αμφοτέρους τους βαθμούς δικαιοδοσίας, τα οποία καθορίζει σε χίλια τριακόσια ευρώ (1.300 €).

 

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 28 Φεβρουαρίου 2019, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

 

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                            Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ