Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 423/2025

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΝΑΥΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Αριθμός Aπόφασης  423/2025

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

Συγκροτήθηκε από τη Δικαστή Κωνσταντίνα Λέκκου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιά και από τη Γραμματέα Κ.Σ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις ………….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΟΥ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: Ελληνικού Δημοσίου, το οποίο εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό Οικονομικών, το οποίο κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο, εκπροσωπήθηκε από τη Δικαστική Πληρεξουσία του ΝΣΚ Ευσταθία Κατσιώνη.

ΤΩΝ ΕΦΕΣΙΒΗΤΩΝ: 1) Της ναυτικής εταιρείας με την επωνυμία «………», η οποία εδρεύει στο Πέραμα Αττικής (ΑΦΜ …………) και εκπροσωπείται νόμιμα και την οποία εκπροσώπησε στο ακροατήριο ο πληρεξούσιος Δικηγόρος της Ιωάννης Κατσιαβός, 2) της εταιρείας με την επωνυμία «…………» (πρώην επωνυμία «…………..»), η οποία εδρεύει στο …….. του Ηνωμένου Βασιλείου και εκπροσωπείται νόμιμα, την οποία εκπροσώπησε στο ακροατήριο, κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, ο πληρεξούσιος Δικηγόρος της Ανδρέας Ντεντιδάκης [Ν. ΓΩΓΟΣ – Α. ΝΑΣΙΚΑΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ] και 3) του νομικού προσώπου με την επωνυμία «…………», το οποίο εδρεύει στο …………. του Ηνωμένου Βασιλείου  και εκπροσωπείται νόμιμα και το οποίο εκπροσώπησε στο ακροατήριο, κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, ο πληρεξούσιος Δικηγόρος του Ιωάννης Μαρκιανός – Δανιόλος, με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του ΚΠολΔ.

Το ήδη εκκαλούν, Ελληνικό Δημόσιο, ήγειρε κατά ήδη δύο πρώτων εφεσιβλήτων την από 15-10-2020 (με αριθμό κατάθεσης δικογράφου …………./30-10-2020) αγωγή, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (Τακτική Διαδικασία – Τμήμα Ναυτικών Διαφορών).

Το τρίτο εφεσίβλητο νομικό πρόσωπο με την επωνυμία «………..», ήγειρε, ενώπιον του ανωτέρω Δικαστηρίου, την από 15.12.2020 (με αριθμό κατάθεσης δικογράφου …………/17-12-2020) πρόσθετη υπέρ των δύο πρώτων εφεσιβλήτων – εναγομένων της ανωτέρω αγωγής και κατά του ενάγοντος αυτής, παρέμβαση.

Η ανωτέρω αγωγή και η ανωτέρω πρόσθετη παρέμβαση, συνεκδικάσθηκαν στις 16-11-2021, στο ακροατήριο του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (Τακτική Διαδικασία – Τμήμα Ναυτικών Διαφορών) και επ’ αυτών εξεδόθη η με αριθμό 1016/2022 οριστική απόφαση του ως άνω πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, με την οποία, γενομένης δεκτής ως βάσιμης στην ουσία της της ανωτέρω προσθέτου παρεμβάσεως, απορρίφθηκε η ανωτέρω αγωγή ως απαράδεκτη, ελλείψει παθητικής νομιμοποίησης ως προς αμφότερες τις εναγόμενες.

Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται το ενάγον και ήδη εκκαλούν, Ελληνικό Δημόσιο, με την κρινόμενη, από 16-5-2022 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ενδίκου μέσου ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου …………./19.5.2022, έφεσή του, επί της οποίας, με τη με αριθμό ……../14.11.2022 έκθεση κατάθεσης δικογράφου και προσδιορισμού δικασίμου πράξη του Γραμματέα του παρόντος Δικαστηρίου, ορίσθηκε δικάσιμος προς συζήτηση αυτής αρχικώς η 16.11.2023 και κατόπιν αναβολής, η αναφερομένη στην αρχή της παρούσας.

Κατά την ανωτέρω δικάσιμο, η υπόθεση εκφωνήθηκε με την σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι του εκκαλούντος και των δύο πρώτων εφεσιβλήτων, αφού έλαβαν διαδοχικά το λόγο από τη Δικαστή, αναφέρθηκαν στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν, ο προαναφερθείς δε πληρεξούσιος δικηγόρος του τρίτου των εφεσιβλήτων δεν εμφανίσθηκε, αλλά παραστάθηκε με δήλωσή του άρθρου 242 παρ.2 του ΚΠολΔ και προκατέθεσε τις προτάσεις του.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

[Ι] Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 517 ΚΠολΔ, η έφεση απευθύνεται, κατ` εκείνων, που ήταν διάδικοι στην πρωτόδικη δίκη ή των καθολικών διαδόχων ή των κληροδόχων τους. Διάδικοι είναι όσοι, από την προσβαλλόμενη απόφαση, προκύπτει ότι δικάσθηκαν από αυτήν, ως αντίδικοι του εκκαλούντος. Σχετικά με το ζήτημα, αν η έφεση πρέπει να απευθύνεται ή όχι και κατά του προσθέτως παρεμβαίνοντος υπέρ του αντιδίκου του εκκαλούντος, πρέπει να γίνει διάκριση μεταξύ απλής πρόσθετης παρεμβάσεως (άρθρο 80 ΚΠολΔ), κατά την οποία ο παρεμβαίνων δεν καθίσταται διάδικος, δηλαδή υποκείμενο της δίκης, εφόσον δεν μπορεί να αξιώσει, στο ιδικό του όνομα, έννομη προστασία και της αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης (άρθρο 83 ΚΠολΔ), στην οποία η ισχύς της απόφασης εκτείνεται στις έννομες σχέσεις του προσθέτως παρεμβαίνοντος προς τον αντίδικό του. Κριτήριο για το χαρακτηρισμό της πρόσθετης παρέμβασης, ως αυτοτελούς, είναι η επέκταση της ισχύος της απόφασης, δηλαδή των υποκειμενικών ορίων του δεδικασμένου, της εκτελεστότητας και της διαπλαστικής ενέργειας, στις έννομες σχέσεις του τρίτου προς τον αντίδικό του. Στην απλή πρόσθετη παρέμβαση η έφεση δεν απαιτείται να απευθύνεται και κατά του προσθέτως παρεμβαίνοντος είτε εκουσίως είτε μετά από προσεπίκληση, αφού δεν καθίσταται με την παρέμβαση διάδικος. Αν, παρά ταύτα, η έφεση απευθύνθηκε και κατά του ομοδίκου δικονομικού εγγυητή του αντιδίκου του εκκαλούντος, απορρίπτεται ως προς αυτόν, ως απαράδεκτη, για έλλειψη εννόμου συμφέροντος, αφού, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, δεν πρόκειται για αναγκαστική ομοδικία (οπότε η έφεση, κατ` άρθρο 517 εδ. β ΚΠολΔ, έπρεπε να στραφεί και κατ’ αυτού), η, δε, συμμετοχή στην έκκλητη δίκη του προσθέτως παρεμβαίνοντος, υπέρ του αντιδίκου του, δικονομικού εγγυητή, δεν επιδρά στα έννομα συμφέροντά του. Η απεύθυνση, όμως, του δικογράφου της έφεσης κατά του πρωτοδίκως προσθέτως παρεμβάντος, επέχει θέση κλήτευσής του προς συζήτηση της έφεσης, η οποία κλήτευση είναι αναγκαία, κατά τα άρθρα 81 παρ. 3, 82 εδ. γ,` 502, 517, 558 και 271 ΚΠολΔ, με ποινή απαραδέκτου της συζήτησης. Τούτο, διότι, αυτός πρέπει να ενημερώνεται για την εξέλιξη της δίκης και να ασκεί τα δικαιώματα, που του αναγνωρίζει ο νόμος, χωρίς, δε, την κλήτευσή του παραβιάζεται η αρχή της εκατέρωθεν ακροάσεως. Συνεπώς, αν αυτός δεν εμφανιστεί, κατά την εκφώνηση της υπόθεσης και δεν έχει κληθεί, η συζήτηση κηρύσσεται απαράδεκτη για όλους τους διαδίκους, το οποίο απαράδεκτο, ως αναγόμενο στην προδικασία, λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (ΑΠ 18/2008, ΑΠ 426/2007, ΑΠ 424/2007, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ 2005, 296, Νίκα, Πολιτική Δικονομία, Τόμος I, παρ. 29 αρ. 10, Σαμουήλ, Ή Έφεση”, Έκδοση ΣΤ`, παρ. 336, σελ. 153 επ.). Περαιτέρω, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 2 της Σύμβασης Κεφαλαίου 1971, η οποία κυρώθηκε από την Ελλάδα με τον Ν. 1638/1971 όπως ακολούθως αντικαταστάθηκε με Πρωτόκολλο του 1992 και κυρώθηκε στην Ελλάδα με το ΠΔ 270/1995 και ισχύει έκτοτε, συνεστήθη ένα Διεθνές Κεφάλαιο για την αποζημίωση ζημιών ρύπανσης, με την ονομασία “Διεθνές Κεφάλαιο Αποζημίωσης Ζημιών Ρύπανσης από Πετρέλαιο 1992” προκειμένου (α) να παρέχει αποζημίωση για ζημίες ρύπανσης στην έκταση που η παρεχόμενη από τη Σύμβαση Ευθύνης 1992 προστασία είναι ανεπαρκής και (β) να συμβάλει στην πραγματοποίηση των συναφών σκοπών των προβλεπόμενων στη Σύμβαση αυτή. Οι προϋποθέσεις θεμελίωσης αξίωσης σε βάρος του Διεθνούς Κεφαλαίου, ορίζονται στις διατάξεις του άρθρου 4 της Διεθνούς Συμβάσεως Κεφαλαίου, όπως τροποποιήθηκε και ισχύει κατά τις διατάξεις του άρθρου 6 του ανωτέρω ΠΔ. Περαιτέρω, κατά τις διατάξεις  των παραγράφων 3, 4, 5 και 6 του άρθρου 7 της Διεθνούς Συμβάσεως Κεφαλαίου 1992 όπως ισχύει «3. Σε  περίπτωση  που  θα  εγερθεί αγωγή κατά του πλοιοκτήτη ή του εγγυητή  του  για   αποζημίωση   ζημιών   ρύπανσης   ενώπιον   αρμόδιου δικαστηρίου,  σύμφωνα  με  τις  διατάξεις  του  άρθρου  ΙΧ της σύμβασης ευθύνης, το  δικαστήριο  αυτό  θα  έχει  την  αποκλειστική  αρμοδιότητα εκδίκασης  για  κάθε αγωγή κατά του κεφαλαίου για αποζημίωση σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 4  ή  5  αυτής  της  σύμβασης,  εφόσον  φυσικά πρόκειται   για   αποκατάσταση  της  αυτής  ζημίας.   Όμως  όταν  αγωγή αποζημίωσης για ζημιές ρύπανσης σύμφωνα με τις διατάξεις  της  σύμβασης ευθύνης  έχει  εγερθεί  ενώπιον δικαστηρίου κράτους μέρους της σύμβασης ευθύνης αλλά μη μέρους αυτής της σύμβασης,  κάθε  αγωγή  σε  βάρος  του κεφαλαίου  σύμφωνα  με  το  άρθρο  4  ή  το  άρθρο  5, παρ. 1 αυτής της σύμβασης, θα εγείρεται με την εκλογή αυτού  που  έχει  την  απαίτηση  ή ενώπιον  δικαστηρίου  του  κράτους όπου το κεφάλαιο έχει την έδρα του ή ενώπιον κάθε δικαστηρίου κράτους μέρους  αυτής  της  σύμβασης,  αρμόδιο σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου ΙΧ της σύμβασης ευθύνης. 4.  Κάθε συμβαλλόμενο κράτος θα εξασφαλίσει, ότι το κεφάλαιο θα έχει το   δικαίωμα   να   παρεμβαίνει  σαν  διάδικος  ενώπιον  του  αρμόδιου δικαστηρίου του κράτους εκείνου, σε κάθε νομική  διαδικασία,  που  έχει κινηθεί σύμφωνα με το άρθρο ΙΧ της σύμβασης ευθύνης κατά του πλοιοκτήτη ή του εγγυητή του. 5. Εκτός  αν  ορίζεται διαφορετικά στην παρ. 6, το κεφάλαιο δεν θα δεσμεύεται  από  οποιαδήποτε  δικαστική  κρίση  ή  απόφαση,  που  αφορά διαδικασίες ή διευθετήσεις στις οποίες δεν έλαβε μέρος. 6.  Χωρίς να θίγονται οι διατάξεις της παρ. 4, σε περίπτωση  που  θα εγερθεί  αγωγή  αποζημίωσης  για ζημίες ρύπανσης, σύμφωνα με τη σύμβαση ευθύνης εναντίον του πλοιοκτήτη ή  του  εγγυητή  του  ενώπιον  αρμόδιου δικαστηρίου   συμβαλλόμενου  κράτους,  κάθε  διάδικο  μέρος  δικαιούται σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία του κράτους εκείνου να  ανακοινώνει  τη διαδικασία  αυτή  στο κεφάλαιο.  Όταν ανακοίνωση αυτού του τύπου, γίνει σύμφωνα με τις  διατυπώσεις  που  απαιτούνται  από  το  δικαστήριο  που ανέλαβε την υπόθεση σύμφωνα με τη νομοθεσία, εμπρόθεσμα και κατά τρόπο ώστε το κεφάλαιο να μπορέσει να  παρέμβει  νομότυπα  σαν  διάδικος  στη διαδικασία, κάθε δικαστική απόφαση που θα εκδοθεί από το δικαστήριο θα είναι υποχρεωτική και για το κεφάλαιο, με το πνεύμα ότι τα πραγματικά γεγονότα και διαπιστώσεις της απόφασης δεν μπορούν να αμφισβητηθούν από το  κεφάλαιο  ακόμη  και αν αυτό δεν έλαβε μέρος στη διαδικασία, από τη στιγμή που η απόφαση θα  χαρακτηριστεί  τελεσίδικη  και  εκτελεστή  στο κράτος που εκδόθηκε.».

Εν προκειμένω, η κρινόμενη από 16-5-2022  και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ενδίκου μέσου του Πρωτοδικείου Πειραιώς …………../19.5.2022 και αριθμό εκθέσεως προσδιορισμού δικογράφου του παρόντος Δικαστηρίου, Εφετείου Πειραιώς ………../14.11.2022 έφεση του εκκαλούντος – ενάγοντος, η οποία στρέφεται κατά της υπ’ αριθμ. 1016/2022 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία και απέρριψε ως απαράδεκτη, λόγω ελλείψεως παθητικής νομιμοποίησης, την από 15-10-2020 (με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ………./30-10-2020) αγωγή του ήδη εκκαλούντος την οποία αυτό ήγειρε, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (Τακτική Διαδικασία – Τμήμα Ναυτικών Διαφορών) κατά των ήδη δύο πρώτων εφεσιβλήτων, υπέρ των οποίων παρενέβη προσθέτως το τρίτο εφεσίβλητο νομικό πρόσωπο, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, κατά τα άρθρα 495, 511, 513, 516 § 1, 517 εδαφ. α, 518 § 1 και 520 § 1 ΚΠολΔ, δεδομένου ότι αντίγραφο της εκκαλουμένης αποφάσεως επεδόθη στο εκκαλούν την 20.4.2022, όπως προκύπτει από σχετική σημείωση του δικαστικού επιμελητή ………….. επί του προσκομιζομένου ως σχετικό Β από το Ελληνικό Δημόσιο αντιγράφου της εκκαλουμένης αποφάσεως, η ένδικη δε έφεση ασκήθηκε εντός της τριακονθήμερης προθεσμίας από την επομένη ημέρα της επιδόσεως της και δη την 19.5.2022, όπως προκύπτει από τη με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ενδίκου μέσου του Πρωτοδικείου Πειραιώς ……………/19.5.2022. Εξάλλου, κατά την άποψη του παρόντος Δικαστηρίου, κρίνεται ότι η ένδικη έφεση παραδεκτώς εγείρεται και κατά του τρίτου εφεσιβλήτου νομικού προσώπου με την επωνυμία «…………….», έστω κι αν το εν λόγω νομικό πρόσωπο δεν ήταν εναγόμενο στην ένδικη αγωγή αλλά παρενέβη, κατά την ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου διαδικασία, προσθέτως υπέρ των αρχικώς εναγομένων και ήδη πρώτου και δευτέρου των εφεσιβλήτων, χωρίς να αναλάβει αυτό την ανωτέρω δίκη, χωρίς παράλληλα η εκτελεστότητα της εκδοθεισομένης απόφασης να επεκτείνεται και σε βάρος του, διότι, από τον συνδυασμό των διατάξεων των παρ. 5 και 6 του άρθρου 7 της Σύμβασης Κεφαλαίου 1992, η οποία εφαρμόζεται εν προκειμένω, προκύπτει ότι, τα πραγματικά γεγονότα και διαπιστώσεις της εκδοθεισομένης αποφάσεως επί της ανωτέρω αγωγής, δεν θα μπορούν να αμφισβητηθούν από το παρεμβαίνον νομικό πρόσωπο με την επωνυμία «………………..», έναντι του ενάγοντος Ελληνικού Δημοσίου, διότι η ασκηθείσα υπό του ήδη εκκαλούντος αγωγή, ως και κατωτέρω εκτίθεται, αφορά αγωγή αποζημιώσεως σε βάρος των εναγομένων, σύμφωνα με τις διατάξεις της Σύμβασης Ευθύνης 1992. Περαιτέρω, δεδομένου ότι η ένδικη έφεση, αρμοδίως φέρεται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 ΚΠολΔ και 51 παρ.6 στοιχ.α΄ του N.2172/1993) και για το παραδεκτό της συζήτησης της οποίας δεν απαιτείται η κατάθεση του προβλεπομένου, με τις διατάξεις του άρθρου 495 παρ. 4 Κ.Πολ.Δ., παραβόλου, από το εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο διότι, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 28 παρ. 4 του Ν 2579/1998 το Ελληνικό Δημόσιο απαλλάσσεται από την υποχρέωση καταβολής οποιουδήποτε παραβόλου, τέλους, ενσήμου ή εισφοράς για την άσκηση μεταξύ άλλων και ενδίκου μέσου ενώπιον των Δικαστηρίων, συμπεριλαμβανόμενου και του γραμματίου προείσπραξης Δικηγορικού Συλλόγου, πρέπει αυτή (ένδικη έφεση) να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ), κατά την ίδια (τακτική) διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση.

[ΙΙ] (Α) Για την αντιμετώπιση των κινδύνων και των προβλημάτων από τη ρύπανση, λόγω της μεταφοράς δια θαλάσσης του πετρελαίου, υπογράφηκε το έτος 1969 στις Βρυξέλλες η Διεθνής Σύμβαση των Βρυξελλών ή CLC «περί αστικής ευθύνης συνεπεία ζημιών εκ ρυπάνσεως υπό πετρελαίου», η οποία κυρώθηκε από την Ελλάδα με τον Ν. 314/1976. Η Διεθνής αυτή Σύμβαση, τροποποιήθηκε με τα Πρωτόκολλα 1992 και ακολούθως 2000, τα οποία κυρώθηκαν στην Ελλάδα με τα ΠΔ 197/1995 και ΠΔ 286/2002, αντίστοιχα και αφού η (αρχική) Σύμβαση Ευθύνης 1969 κατηγγέλθη την 15.5.1998 από την Ελληνική Δημοκρατία, η ανωτέρω Διεθνής Σύμβαση, όπως διαμορφώθηκε μετά το Πρωτόκολλο Ευθύνης 1992, αποτελεί έκτοτε, αναπόσπαστο τμήμα του Ελληνικού δικαίου έχοντας την, κατ` άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος, αυξημένη τυπική, υπερνομοθετική ισχύ, ονομάζεται δε Διεθνής Σύμβαση του 1992 αναφορικά με την Αστική Ευθύνη για Ζημίες Ρύπανσης από Πετρέλαιο (Σύμβαση Ευθύνης 1992). Κατά το ρυθμιστικό της πεδίο η σύμβαση εφαρμόζεται αποκλειστικά σε ζημίες από ρύπανση που προκαλείται στο έδαφος ή στην ΑΟΖ του συμβαλλόμενου κράτους (άρθρο ΙΙ), από πλοίο ή ναυπήγημα που έχει κατασκευαστεί ή διαρρυθμισθεί για τη μεταφορά πετρελαίου χύμα ως φορτίου (άρθρο Ι παρ.1 συμβάσεως). Μάλιστα, με τις διατάξεις του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 4 του άρθρου ΙΙΙ σύμφωνα με τις οποίες «4. Καμία απαίτηση για αποζημίωση ζημίας ρύπανσης δεν μπορεί να ασκηθεί κατά του πλοιοκτήτη κατά τρόπο άλλον από αυτόν που προβλέπει η Σύμβαση αυτή.», καμία απαίτηση για αποζημίωση από ρύπανση δεν μπορεί να ασκηθεί κατά του πλοιοκτήτη με νομική βάση άλλη από αυτή που παρέχει η εν λόγω Σύμβαση, με αποτέλεσμα να μην ενεργοποιούνται εναντίον αυτού ούτε οι διατάξεις περί αδικοπραξίας, ούτε βάσεις ευθύνης εθνικών νομοθετημάτων, όπως οι διατάξεις του Ν. 743/1977 περί προστασίας του θαλασσίου περιβάλλοντος ούτε ο Ν. 1650/1986 περί προστασίας του περιβάλλοντος, εκτός εάν πρόκειται για ζημίες που δεν εμπίπτουν  στο πεδίο εφαρμογής της εν λόγω Διεθνούς Συμβάσεως (σχετικά Λία Αθανασίου, Ναυτικό Δίκαιο, 2η έκδοση, σελ. 957 παρ. 1966). Με τις διατάξεις της παρ.1 του άρθρου ΙΙΙ  της εν λόγω Διεθνούς Συμβάσεως, προβλέφθηκε ότι «1. Με εξαίρεση όσων ορίζονται στις παραγράφους 2 και 3 του άρθρου αυτού, ο πλοιοκτήτης κατά το χρόνο ενός περιστατικού, ή, σε περίπτωση που το περιστατικό αποτελείται από σειρά συμβάντων, κατά το χρόνο εμφάνισης του πρώτου από αυτά, είναι υπεύθυνος για κάθε ζημία ρύπανσης που προκλήθηκε από το πλοίο ως αποτέλεσμα του περιστατικού». Με την αμέσως ανωτέρω διάταξη, καθιερώνεται αυστηρό σύστημα αντικειμενικής ευθύνης από διακινδύνευση  για τον πλοιοκτήτη του πλοίου και θεσπίστηκε ρητή υποχρέωση αποκατάστασης της ζημίας, ανεξάρτητα από την ύπαρξη υπαιτιότητάς του. Στην έννοια δε της “ζημίας εκ ρυπάνσεως” περιλαμβάνονται και οι δαπάνες προληπτικών μέτρων, τα οποία αποτελούν όλα εκείνα τα εύλογα μέτρα που ελήφθησαν από οποιοδήποτε πρόσωπο μετά την επέλευση συμβάντος ρύπανσης για την πρόληψη (αντιρρύπανση) ή μείωση της ζημίας από την ρύπανση (απορρύπανση) [αρ. Ι παρ. 6 και 7 της Σύμβασης]. Κατά συνέπεια, δαπάνες προληπτικών μέτρων και επομένως ζημία από την ρύπανση αποτελούν και οι δαπάνες εκείνες οι οποίες έγιναν προκειμένου και για την απορρύπανση της θάλασσας από τη διαρροή πετρελαίου και λιπαντικών ελαίων. Περαιτέρω, με τις διατάξεις του άρθρου VII της εν λόγω Διεθνούς Συμβάσεως, σύμφωνα με τις οποίες «1. Ο πλοιοκτήτης πλοίου νηολογημένου εις Συμβαλλόμενον Κράτος και μεταφέροντος ως φορτίον άνω  των  2.000  τόννων  πετρελαίου  εις  χύμα, υποχρεούται  να διατηρή εν ισχύι ασφάλισιν ή άλλην χρηματικήν ασφάλειαν ως π.χ.  εγγύησιν  Τραπέζης  ή  πιστοποίησιν  εκδοθείσαν  υπό  διεθνούς κεφαλαίου  αποζημιώσεως,  δια το ποσόν, όπερ προκύπτει εξ εφαρμογής των ορίων της ευθύνης των  αναγραφομένων  εν  άρθρω  V,  προς  κάλυψιν  της ευθύνης  αυτού  δια  ζημίαν  εκ  ρυπάνσεως  συμφώνως  προς την παρούσαν Σύμβασιν.», προβλέφθηκε ότι, η εν λόγω ευθύνη, τυγχάνει υποχρεωτικά ασφαλισμένη. Μάλιστα, με την παράγραφο 8 του ιδίου άρθρου, σύμφωνα με την οποία «8. Πάσα  αξίωσις αποζημιώσεως δια ζημίαν εκ ρυπάνσεως δύναται να εγερθή ευθέως εναντίον του ασφαλιστού ή άλλου προσώπου  παρασχόντος χρηματικήν ασφάλειαν δια την ευθύνην του πλοιοκτήτου εκ ζημίας ρυπάνσεως. Σε μια τέτοια περίπτωση ο εναγόμενος μπορεί, ακόμη και αν ο πλοιοκτήτης δεν δικαιούται να περιορίσει την ευθύνη του σύμφωνα με το άρθρο V παράγραφος 2, να επωφεληθεί των ορίων ευθύνης που καθορίζονται στο άρθρο V, παράγραφος 1. Δύναται  εισέτι  να προβάλη  τας  ενστάσεις  (άλλας ή την  της  πτωχεύσεως ή θέσεως υπό εκκαθάρισιν του πλοιοκτήτου), ας θα εδικαιούτο να προβάλη αυτός ούτος ο πλοιοκτήτης. Επιπροσθέτως, ο εναγόμενος δύναται να προβάλη την ένστασιν ότι η εκ ρυπάνσεως ζημία  αιτίαν είχε πταίσμα αυτού τούτου του πλοιοκτήτου, αλλά δεν θα δικαιούται να προβάλη άλλην ένστασιν, ην θα ηδύνατο να προβάλη εις δίκην εγειρομένην υπό του πλοιοκτήτου κατ` αυτού. Ο εναγόμενος, εν πάση περιπτώσει, δικαιούται να προσεπικαλέση τον πλοιοκτήτην εις παρέμβασιν.», καθιερώθηκε ευθεία αξίωση του ζημιωθέντος έναντι του ασφαλιστή του πλοίου, με την περαιτέρω πρόβλεψη του περιορισμού των ενστάσεων τις οποίες ο ασφαλιστής δύναται να προβάλει έναντι του ζημιωθέντος. Ενόψει της καθιερούμενης με τις ανωτέρω διατάξεις αντικειμενικής ευθύνης του πλοιοκτήτη για τις εν λόγω ζημίες, με τις διατάξεις του άρθρου V της ίδιας ως άνω Διεθνούς Συμβάσεως, καθιερώθηκε ποσοτικός περιορισμός της ευθύνης αυτού, καθώς επίσης και της ασφαλίζουσας το πλοίο εταιρείας. Συγκεκριμένα, με τις διατάξεις του άρθρου V της εν λόγω συμβάσεως όπως ισχύει, προβλέφθηκε ότι «1. Ο πλοιοκτήτης δικαιούται να περιορίσει την ευθύνη του σύμφωνα με τη Σύμβαση αυτή, ως προς κάθε ένα περιστατικό, σε ένα συνολικό ποσό υπολογιζόμενο όπως ακολουθεί: (α) 4.510.000 λογιστικές μονάδες για πλοίο που δεν υπερβαίνει τις 5.000 μονάδες χωρητικότητας, (β) για πλοίο με χωρητικότητα μεγαλύτερη απ` αυτή, 631 λογιστικές μονάδες επιπλέον του ποσού που αναφέρεται στην υποπαράγραφο (α) για κάθε επιπλέον μονάδα χωρητικότητας, με τον όρο πάντως ότι το συνολικό αυτό ποσό δεν θα υπερβαίνει σε καμία περίπτωση τις 89.770.000 λογιστικές μονάδες. 2. Ο πλοιοκτήτης δεν δικαιούται να περιορίσει την ευθύνη του σύμφωνα με τη Σύμβαση αυτή, αν αποδειχθεί ότι η ζημία ρύπανσης προήλθε από προσωπική του πράξη ή παράλειψη, που διαπράχθηκε με πρόθεση να προκληθεί μια τέτοια ζημία ή απερίσκεπτα και με γνώση ότι μια τέτοια ζημία θα μπορούσε πιθανώς να προκύψει. 3. Για να κάνει επωφελή γι` αυτόν χρήση του ευεργετήματος του περιορισμού που προβλέπει η παράγραφος 1 του άρθρου αυτού, ο πλοιοκτήτης οφείλει να δημιουργήσει κεφάλαιο αντίστοιχο με το ολικό ποσό που αντιπροσωπεύει το όριο της ευθύνης του, σε Δικαστήριο ή άλλη αρμόδια αρχή οποιουδήποτε από τα Συμβαλλόμενα Κράτη, στο οποίο έχει ασκηθεί αγωγή σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου ΙΧ ή, αν καμία αγωγή δεν έχει ασκηθεί, σε οποιοδήποτε Δικαστήριο ή άλλη αρμόδια αρχή οποιουδήποτε από τα Συμβαλλόμενα Κράτη, στα οποία μπορεί να ασκηθεί αγωγή σύμφωνα με το άρθρο ΙΧ. Το κεφάλαιο μπορεί να δημιουργηθεί με την κατάθεση του ποσού ή την προσαγωγή τραπεζικής εγγύησης ή άλλης εγγύησης, αποδεκτής σύμφωνα με τη νομοθεσία του Συμβαλλόμενου Κράτους όπου το κεφάλαιο δημιουργείται, και εφόσον κριθεί ότι είναι επαρκής από το Δικαστήριο ή άλλη αρμόδια αρχή. 4. Το  κεφάλαιον  θα  διανέμεται,  μεταξύ  των εχόντων αξιώσεις, αναλόγως προς τα ποσά των εκκαθαρισθεισών απαιτήσεών των. 5. ….. 6. ….7. …. 8.  …. 9… 10 . Για τους σκοπούς του άρθρου αυτού, η χωρητικότητα του πλοίου είναι η ολική χωρητικότητα, η οποία και υπολογίζεται σύμφωνα με τους κανονισμούς καταμέτρησης χωρητικότητας που περιέχονται στο Παράρτημα Ι ης Διεθνούς Σύμβασης 1969 για την Καταμέτρηση της Χωρητικότητας των Πλοίων. 11.  Ο  ασφαλιστής  ή  άλλο πρόσωπον παρέχον χρηματικήν ασφάλειαν δικαιούται να ιδρύση κεφάλαιον,  συμφώνως  τω  παρόντι  άρθρω  με  τους αυτούς όρους και τα αυτά αποτελέσματα ως έαν είχεν ιδρυθή τούτο υπό του πλοιοκτήτου. Ένα τέτοιο κεφάλαιο μπορεί να δημιουργηθεί ακόμη και αν, σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 2, ο πλοιοκτήτης δεν δικαιούται να περιορίσει την ευθύνη του, αλλά η δημιουργία του δεν θα θίγει σε μια τέτοια περίπτωση τα δικαιώματα οποιουδήποτε έχει απαίτηση κατά του πλοιοκτήτη.». Με την εν λόγω διάταξη προκειμένου και για τον ποσοτικό περιορισμό της ευθύνης του πλοιοκτήτη και του ασφαλιστή του, απαιτείται όπως συσταθεί κεφάλαιο  (παρ.3 εν λόγω άρθρου). Σε συνέχεια της ανωτέρω προβλέψεως με τις διατάξεις του άρθρου VI της ίδιας Διεθνούς Συμβάσεως προβλέφθηκε ότι «1. Οσάκις ο πλοιοκτήτης, κατόπιν συμβάντος τινός, ίδρυσε κεφάλαιον, κατά τας διατάξεις του άρθρου V και δικαιούται να περιορίση την ευθύνην του: (α) Ουδείς έχων αξίωσιν δια ζημίαν εκ ρυπάνσεως προερχομένην εκ του συμβάντος  δικαιούται  ν`  ασκήση  οιοδήποτε  δικαίωμα  εναντίον  άλλων περιουσιακών στοιχείων του πλοιοκτήτου,  εν σχέσει  προς  την  αξίωσιν τούτων. (β) Το Δικαστήριον ή άλλη αρμοδία Αρχή οιουδήποτε Συμβαλλομένου Κράτους  θα  διατάσση  την  αποδέσμευσιν  οιουδήποτε  πλοίου  ή άλλου περιουσιακού  αντικειμένου  ανήκοντος  εις  τον  πλοιοκτήτην, όπερ έχει κατασχεθή, εν σχέσει προς την εκ ρυμάνσεως ζημίαν την  προερχομένην  εκ του  συμβάντος  και  θα  διατάσση  την  απόδοσιν παντός ενεχύρου ή άλλη ασφαλείας παρασχεθείσης προς αποτροπήν της κατασχέσεως. 2. Τα εν τη προηγουμένη παραγράφω ισχύουν μόνον εφ`  όσον  ο  έχων αξίωσιν  δύναται  να προσφύγη εις το Δικαστήριον, όπερ διαχειρίζεται το κεφάλαιον και το  κεφάλαιον  είναι  πράγματι  διαθέσιμον  ως  προς  την αξίωσιν ταύτην.». Το αυτό δικαίωμα περιορισμού της ευθύνης του, σύμφωνα με τα αντίστοιχα για τον κύριο του πλοίου όρια ευθύνης, παρέχεται και στον ασφαλιστή του πλοίου, από τις συνδυασμένες διατάξεις της παραγράφου 8 του άρθρου VII, κατά τις οποίες «8. Πάσα αξίωσις αποζημιώσεως δια ζημίαν εκ ρυπάνσεως δύναται να εγερθή ευθέως εναντίον του  ασφαλιστού  ή  άλλου  προσώπου  παρασχόντος χρηματικήν   ασφάλειαν  δια  την  ευθύνην  του  πλοιοκτήτου  εκ  ζημίας ρυπάνσεως. Σε μια τέτοια περίπτωση ο εναγόμενος μπορεί, ακόμη και αν ο πλοιοκτήτης δεν δικαιούται να περιορίσει την ευθύνη του σύμφωνα με το άρθρο V παράγραφος 2, να επωφεληθεί των ορίων ευθύνης που καθορίζονται στο άρθρο V, παράγραφος 1….» και της προπαρατεθείσας παραγράφου 11 του άρθρου V της Σύμβασης Ευθύνης 1992. Με την τελευταία μάλιστα διάταξη, προβλέπεται ότι, ακόμη κι αν ο πλοιοκτήτης έχει απωλέσει το δικαίωμα περιορισμού, λόγω προσωπικής επίμεμπτης συμπεριφοράς, η περιορισμένη ευθύνη συνεχίζει να ισχύει ως προς την ασφαλίζουσα το πλοίο εταιρεία [όμοια Λία Αθανασίου, ο.π. σελ. 963 παρ.1975, Παναγιώτης – Άγγελος Παπαθανασίου, Διεθνείς συμβάσεις ευθύνης για ρύπανση από πετρέλαιο (CLC) και ρύπανση από πετρέλαιο κίνησης (Bunker), σελ. 36-37, παρ. 41]. Στην ελληνική έννομη τάξη κατόπιν της παρασχεθείσας από τις διατάξεις της παραγράφου δ του άρθρου ογδόου του Ν. 314/1076, το οποίο προστέθηκε με την παρ.1 του άρθρου δεκάτου του Ν. 1269/1982 σύμφωνα με το οποίο υπό του τίτλου «Εξουσιοδοτήσεις» «Δια  Προεδρικών  Διαταγμάτων  εκδιδομένων   προτάσει του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας επιτρέπεται όπως: (α)  … (β) ….  (γ) …, και (δ) Προσδιορίζονται τα όργανα και η εν γένει διοικητική και δικαστική διαδικασία ίδρυσης, διαχείρισης, κατανομής  και διανομής του υπό της κυρουμένης Διεθνούς Σύμβασης  προβλεπομένου Κεφαλαίου περιορισμού της ευθύνης του πλοιοκτήτου», εξεδόθη το ΠΔ 666/1982, το οποίο εφαρμόζεται εν προκειμένω, παρά την κατάργησή του με τις διατάξεις του άρθρου 292 στ του νέου ΚΙΝΔ, εφόσον ο νέος ΚΙΝΔ κατά τις διατάξεις του άρθρου 293 αυτού, άρχισε να ισχύει από την 1.5.2023. Με το εν λόγω ΠΔ προβλέφθηκε η διαδικασία σύστασης αλλά και συμμετοχής στη διανομή του εν λόγω κεφαλαίου, δια της αναγγελίας της απαιτήσεως στον οριζόμενο Εκκαθαριστή, προβλέφθηκε δηλαδή μια οιονεί συλλογική διαδικασία, ανάλογη με αυτή της πτωχεύσεως, με σκοπό την ικανοποίηση των δανειστών του οφειλέτη, μέσω ενός συστήματος υποβολής, εξέλεγξης και επιδίκασης των απαιτήσεων (Λία Αθανασίου, ο.π. σελ. 964 υποσημ. 331). Συγκεκριμένα, κατά τις διατάξεις του άρθρου 2 του εν λόγω προεδρικού διατάγματος προβλέπεται ότι, στην περίπτωση κατά την οποία ο οφειλέτης επιθυμεί να περιορίσει  την  ευθύνη του  για  ζημιές ρύπανσης σύμφωνα με τις διατάξεις της Σύμβασης Ευθύνης 1992, οφείλει να το δηλώσει ενώπιον του Γραμματέα και συντάσσεται προς τούτο έκθεση. Μετά την υποβολή της δηλώσεως η οποία πρέπει να περιλαμβάνει τα αναφερόμενα στο άρθρο 3 του εν λόγω ΠΔ στοιχεία, ορίζεται Εκκαθαριστής και Εισηγητής Δικαστής (άρθρο 6). Κατά τις διατάξεις του άρθρου 8 του εν λόγω ΠΔ σύμφωνα με τις οποίες «1.  Η δήλωση που αναφέρεται στο αρθρ. 2 αυτού του Δ/τος μαζί με την πράξη του Προϊσταμένου του δικαστηρίου  που  σημειώνεται  κάτω  από  το κείμενο της δήλωσης σύμφωνα με το αρθρ. 6, υποβάλλεται χωρίς καθυστέρηση από  το  Γραμματέα στον Εισηγητή, προκειμένου να ελέγξει αν το κεφάλαιο που  συστήθηκε  ανταποκρίνεται  στις   διατάξεις της Σύμβασης. 2.  Ο  Εισηγητής  αφού λάβει υπόψη του τα έγγραφα που επισυνάπτονται στη δήλωση που αναφέρεται στο αρθ. 2, καθώς και κάθε άλλο στοιχείο  που κατά   την   κρίση   του  είναι  χρήσιμο,  αποφασίζει  αν  το  κεφάλαιο ανταποκρίνεται  στις  διατάξεις  της  Σύμβασης  ή  όχι. Στη δεύτερη περίπτωση  διατάσσει  καθετί  που  απαιτείται  για τη συμμόρφωση με τις διατάξεις της Σύμβασης και ειδικότερα τη συμπλήρωση του κεφαλαίου μέχρι του ποσού που απαιτείται από τις διατάξεις της Σύμβασης. Επίσης δικαιούται να διατάξει την καταβολή συμπληρωματικού ποσού για την κάλυψη των εξόδων  της  διαδικασίας.  Αντίγραφο  της  απόφασης  του εισηγητή,  της  προηγούμενης  παραγράφου κοινοποιείται αυτεπάγγελτα και χωρίς καθυστέρηση από το Γραμματέα σ` εκείνον που σύστησε το  κεφάλαιο, στον  εκκαθαριστή  και  στον  Υπουργό. Με  την  απόφαση  του Εισηγητή κοινοποιείται στον Υπουργό  και  στον  Εκκαθαριστή  και  αντίγραφο  της έκθεσης που συντάχθηκε σύμφωνα με το αρθρ. 2 του παρόντος διατάγματος. 3.  Ανακοπή κατά της ανωτέρω απόφασης του Εισηγητή επιτρέπεται  μόνο σ`   εκείνον   που  σύστησε  το  κεφάλαιο  και  στον  Υπουργό  μέσα  σε αποκλειστική προθεσμία δεκαπέντε ημερών  από  την  κοινοποίησή  της.  Η ανακοπή ασκείται ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου και εκδικάζεται με τη  διαδικασία  της  εκούσιας  δικαιοδοσίας. …», προκειμένου και για τη σύσταση του εν λόγω κεφαλαίου, ελέγχεται από τον Εισηγητή Δικαστή εάν το κεφάλαιο που συστήνεται ανταποκρίνεται στην ανωτέρω σύμβαση. Μετά την απόφαση αυτή του Εισηγητή Δικαστή (άρθρο 8 παρ.2 του ανωτέρω ΠΔ), ο διορισθείς Εκκαθαριστής, χωρίς καθυστέρηση, καλεί αυτούς που ζημιώθηκαν από το περιστατικό που προξένησε τη ζημία, να υποβάλουν σ` αυτόν δήλωση για τις απαιτήσεις τους, ορίζοντας προθεσμία για την αναγγελία αυτών (απαιτήσεων) σε χρόνο ο οποίος δεν δύναται να είναι μικρότερος των δεκαπέντε ημερών και μεγαλύτερος των έξι μηνών (άρθρο 11). Μετά την αναγγελία των εν λόγω απαιτήσεων, λαμβάνει χώρα επαλήθευση αυτών και συντάσσεται από τον Εκκαθαριστή Πίνακας Απαιτήσεων (άρθρα 18 και 20), κατά του οποίου προβλέπεται η δυνατότητα άσκησης ανακοπής (άρθρο 20) από κάθε δανειστή που  αναγγέλθηκε  και τον  οφειλέτη. Σε περίπτωση που δεν ασκηθεί ανακοπή ή καταστούν αμετάκλητες οι επί των ανακοπών αποφάσεις, συντάσσεται ο οριστικός Πίνακας Διανομής του προς διανομή κεφαλαίου. Κατά τις διατάξεις του άρθρου 9 του ιδίου ΠΔ, η  σύσταση  του  κεφαλαίου, από της δημοσιεύσεως της απόφασης του Εισηγητή ή του Πολυμελούς Πρωτοδικείου κατά τις διακρίσεις του άρθρου 10 του ιδίου ΠΔ, έχει τα ακόλουθα αποτελέσματα: α) Το Πρωτοδικείο είναι αποκλειστικά αρμόδιο για κάθε απαίτηση που συγκεντρώνει τις προϋποθέσεις της σύμβασης για την ικανοποίησή του  από το κεφάλαιο. β)  Δίκες που είναι εκκρεμείς και αφορούν τις ανωτέρω απαιτήσεις στο εξής συνεχίζονται σύμφωνα με τις διατάξεις αυτού του  διατάγματος. Με την  ίδια  διαδικασία  εκδικάζονται  στο  εξής απαιτήσεις που δεν έχουν μέχρι σήμερα ασκηθεί. γ) Απαγορεύεται κάθε  πράξη  αναγκαστικής  εκτέλεσης ή η λήψη ασφαλιστικών μέτρων για  τις  ανωτέρω  απαιτήσεις. Αναγκαστικά  ή ασφαλιστικά μέτρα που τυχόν πάρθηκαν αίρονται αυτοδίκαια. δ) Οι ανωτέρω απαιτήσεις παύουν να είναι τοκοφόροι. ε) Το κεφάλαιο αποτελεί  χωριστή  ομάδα  περιουσίας  και  διατίθεται αποκλειστικά για την ικανοποίηση  των  απαιτήσεων  για  τις  οποίες συστήθηκε. στ)  Τυχόν  πτώχευση  του οφειλέτη ή τρίτου που σύστησε το κεφάλαιο, δεν έχει επίδραση στη διαδικασία που καθορίζεται με  το  διάταγμα αυτό και το κεφάλαιο δεν περιλαμβάνεται στην πτωχευτική περιουσία. Από τις αμέσως ανωτέρω διατάξεις, σε συνάφεια προς τις διατάξεις του εδ.α της παραγράφου 1 του άρθρου V της Σύμβασης Ευθύνης 1992, προκύπτει επομένως ότι, εφόσον ο πλοιοκτήτης ή ο ασφαλιστής του επιλέξουν να περιορίσουν ποσοτικά την ευθύνη τους, τόσο ο πλοιοκτήτης όσο και ο ασφαλιστής του πλοίου παύουν να ευθύνονται με έτερα περιουσιακά τους στοιχεία. Το κεφάλαιο δε, αποτελεί χωριστή ομάδα περιουσίας, η οποία διατίθεται αποκλειστικά για την ικανοποίηση των απαιτήσεων για τις οποίες συνεστήθη και η διανομή του λαμβάνει χώρα σύμφωνα με τις προβλέψεις των διατάξεων του ΠΔ 666/1982, με αποτέλεσμα προκειμένου για την ικανοποίηση των ζημιωθέντων από το συμβάν της ρυπάνσεως, να απαιτείται η αναγγελία αυτών στην εν λόγω διαδικασία διανομής του κεφαλαίου, αφού,  κατά τις διατάξεις του άρθρου 9 του εν λόγω ΠΔ, η  σύσταση  του  κεφαλαίου, έχει ως αποτέλεσμα δίκες που είναι εκκρεμείς και αφορούν τις ανωτέρω απαιτήσεις στο εξής συνεχίζονται σύμφωνα με τις διατάξεις αυτού του διατάγματος, ενώ απαιτήσεις οι οποίες δεν είχαν ασκηθεί έως της συστάσεως του ανωτέρω κεφαλαίου εκδικάζονται με τη ίδια διαδικασία. Κατά συνέπεια, μετά τη σύσταση του κεφαλαίου περιορισμένης ευθύνης οι ζημιωθέντες στερούνται του δικαιώματος να επιδιώξουν ατομικώς την ικανοποίηση των σχετικών απαιτήσεων τους, οφείλουν δε να μετάσχουν στη διαδικασία εξελέγξεως των απαιτήσεών τους που καθιερώνεται με τις ανωτέρω διατάξεις του ΠΔ 666/1982, με έτι περαιτέρω συνέπεια να μην δύνανται να ενάγουν τον οφειλέτη πλοιοκτήτη ή ασφαλιστή, ούτε να συνεχίσουν εκκρεμή δίκη κατ’ αυτών. Κατά συνέπεια, αγωγή εγερθεισομένη σε βάρος του πλοιοκτήτη ή ασφαλιστή του ανωτέρω πλοίου, μετά τη σύσταση του κεφαλαίου περιορισμού ευθύνης, έχει ως αποτέλεσμα το απαράδεκτο αυτής, το οποίο ερευνάται αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο ως ασκούμενη σε πλαίσιο ανοίκειας, απρόσφορης γι’ αυτές, διαδικασίας, αφού πλέον, μετά την σύσταση κεφαλαίου περιορισμού ευθύνης, η έννομη προστασία των πιστωτών, διασφαλίζεται από την ειδική δικονομική προστασία του ΠΔ 666/1982. Αντίθετη εκδοχή κατά την οποία, παρά τη σύσταση κεφαλαίου περιορισμού ευθύνης, επιτρέπεται η έγερση αγωγής σε βάρος του πλοιοκτήτη ή του ασφαλιστή, έρχεται σε αντίθεση με τις διατάξεις του άρθρου VI της ανωτέρω  συμβάσεως Ευθύνης 1992, διότι άλλως ήτοι, σε περίπτωση ευχέρειας του δανειστή να επιλέξει το μέσο για την ικανοποίηση της αξιώσεώς του, ήτοι, εάν επιθυμεί την άσκηση αγωγής ή αναγγελίας της απαίτησης του στον Εκκαθαριστή, η Σύμβαση Ευθύνης 1992 θα καθίστατο προαιρετική, εξαρτώμενη αποκλειστικά και μόνο από τη βούληση του δανειστή. Παράλληλα, εν τούτοις, από τον εν λόγω ex lege ποσοτικό περιορισμό της ευθύνης πλοιοκτήτη και ασφαλιστή, εισάγεται ειδικά για τον πλοιοκτήτη (όχι για τον ασφαλιστή) εξαίρεση, όταν συντρέχουν οι αναφερόμενοι στην παράγραφο 2 του άρθρου V της ανωτέρω Διεθνούς Συμβάσεως, λόγοι και δη στην περίπτωση κατά την οποία αποδειχθεί ότι η ζημία ρύπανσης προήλθε από προσωπική πράξη ή παράλειψη του πλοιοκτήτη, η οποία διαπράχθηκε με πρόθεση να προκληθεί μια τέτοια ζημία ή απερίσκεπτα και με γνώση ότι μια τέτοια ζημία θα μπορούσε πιθανώς να προκύψει. Στην περίπτωση αυτή, στην περίπτωση δηλαδή που συντρέχει η ανωτέρω περίπτωση εξαίρεσης από την περιορισμένη ποσοτικά ευθύνη, θα πρέπει να γίνει διάκριση εάν η σύσταση του κεφαλαίου έλαβε χώρα από τον ασφαλιστή ή από τον πλοιοκτήτη. Ειδικότερα, κατά τις διατάξεις του άρθρου 28 του ΠΔ 666/1982 «1. Αν κάποιος δανειστής αμφισβητεί για οποιοδήποτε λόγο τη συνδρομή των προϋποθέσεων περιορισμού της ευθύνης του οφειλέτη, σύμφωνα με  τις διατάξεις  της  σύμβασης, οφείλει με ποινή να χαρακτηρισθεί απαράδεκτη, να προβάλει τις αντιρρήσεις του με ανακοπή που ασκείται στην  προθεσμία αναγγελίας των απαιτήσεων, σύμφωνα με το αρθ. 11 αυτού του διατάγματος. 2. Η ανακοπή απευθύνεται κατά του οφειλέτη και του Εκκαθαριστή και εκδικάζεται ενώπιον του Πρωτοδικείου  με  τη  διαδικασία  της  εκούσιας δικαιοδοσίας, εφαρμοζόμενων ανάλογα με την περίπτωση και των διατάξεων του αρθρ. 21, παρ. 1 αυτού του διατάγματος. 3.  Η άσκηση της ανακοπής του  παρόντος  άρθρου  δεν  εμποδίζει  την πρόοδο  της  διαδικασίας  εκκαθάρισης  ούτε τη συμμετοχή εκείνων που τη διέκοψε. 4.  ‘Οταν γίνει αμετάκλητα δεκτή η ανακοπή, που ασκήθηκε, σύμφωνα  με τις  διατάξεις του άρθρου αυτού, ο περιορισμός της ευθύνης του οφειλέτη, που έγινε με τη  σύσταση  του  κεφαλαίου  και  τα  αποτελέσματα  αυτής, σύμφωνα  με  τις διατάξεις του άρθρου 9 του παρόντος Δ/τος, δεν ισχύουν για εκείνον που άσκησε την ανακοπή. Ο  τελευταίος  αποκλείεται  από  τη διανομή  του  κεφαλαίου  που συστήθηκε και αυτεπάγγελτα τον διαγράφει ο Εκκαθαριστής από τον πίνακα διανομής.». Στην περίπτωση, επομένως, κατά την οποία το κεφάλαιο συνέστησε ο πλοιοκτήτης, κατά την ανωτέρω διάταξη του άρθρου 28 του ΠΔ 666/1982, θα πρέπει τον λόγο αυτό εξαίρεσης να προτείνει ο πιστωτής με την καθιερούμενη με το άρθρο 28 του ανωτέρω ΠΔ ανακοπή, η οποία, αφού γίνει δεκτή αμετάκλητα, έχει ως συνέπεια, τα αποτελέσματα του άρθρου 9 του ΠΔ 666/1982 να μην ισχύουν ως προς τον ανακόπτοντα πιστωτή και μόνον, ο οποίος πλέον δεν μετέχει στη συλλογική διαδικασία ικανοποίησης και δύναται να ασκήσει αγωγή σε βάρος του πλοιοκτήτη. Στην περίπτωση, εν τούτοις, κατά την οποία στη σύσταση κεφαλαίου προέβη ο ασφαλιστής του πλοίου, ως προς τον οποίο ο περιορισμός της ευθύνης λειτουργεί χωρίς εξαιρέσεις (παρ.11 άρθρου V Σύμβασης Ευθύνης 1992), ο ζημιωθείς δικαιούται να ασκήσει τα καταδιωκτικά μέσα ατομικά σε βάρος του πλοιοκτήτη, ήτοι να εγείρει αγωγή σε βάρος αυτού (πλοιοκτήτη), χωρίς να συντρέχει λόγος αποβολής του από τη συλλογική διαδικασία ικανοποίησης του από το κεφάλαιο που συνέστησε ο ασφαλιστής του πλοίου και παράλληλα, χωρίς να απαιτείται όπως προηγουμένως ασκήσει ανακοπή του άρθρου 28 του ΠΔ 666/1982 προκειμένου να διαγνωσθεί εάν ο πλοιοκτήτης (και όχι ο ασφαλιστής ο οποίος συνέστησε το κεφάλαιο) δεν δικαιούται ποσοτικού περιορισμού της ευθύνης του, εφόσον η διερεύνηση λογου εξαίρεσης στο πρόσωπο του πλοιοκτήτη ουδεμία επίδραση ασκεί στη συλλογική διαδικασία την οποία εκκίνησε ο ασφαλιστής του πλοίου.

(Β) Οι ρυθμίσεις της παραπάνω Διεθνούς Συμβάσεως Ευθύνης συμπληρώθηκαν με την υπογραφείσα ακολούθως Διεθνή Σύμβαση Κεφαλαίου των Βρυξελλών του έτους 1971 «για την Ίδρυση Διεθνούς Κεφαλαίου Αποζημίωσης Ζημιών Ρύπανσης από Πετρέλαιο», που κυρώθηκε από την Ελλάδα με το Ν. 1638/1986, με την οποία δημιουργήθηκε και οργανώθηκε νομικό πρόσωπο το “διεθνές  κεφάλαιο  αποζημίωσης  ζημιών ρύπανσης από πετρέλαιο” από εισφορές, κατά τις ειδικότερες προβλέψεις της εν λόγω Διεθνούς Συμβάσεως. Κατά το άρθρο  2 παρ. 1 της εν λόγω Συμβάσεως προβλέφθηκε ότι: «Ιδρύεται με τη σύμβαση αυτή διεθνές κεφάλαιο για την αποζημίωση ζημιών ρύπανσης, που ονομάζεται “διεθνές κεφάλαιο  αποζημίωσης ζημιών ρύπανσης από πετρέλαιο” και στη συνέχεια θα αναφέρεται “Το Κεφάλαιο” με τους εξής σκοπούς: (α) Την παροχή αποζημίωσης ζημιών ρύπανσης στην  έκταση,  που η προστασία, που δίνεται από την σύμβαση ευθύνης, είναι ανεπαρκής. (β)  Την  ανακούφιση  των  πλοιοκτητών  σε  σχέση  με  την  πρόσθετη οικονομική επιβάρυνση, που επιβλήθηκε σε αυτούς από τη σύμβαση ευθύνης, η ανακούφιση αυτή όμως θα παρέχεται, εφόσον  συμμορφώνονται με τις συμβάσεις για την ασφάλεια της ναυσιπλοΐας και με άλλες συμβάσεις.». Περαιτέρω, κατά το άρθρο 5 παρ.1 της εν λόγω Συμβάσεως, προβλέφθηκε ότι: «Για το σκοπό της εκπλήρωσης  της αποστολής του, το Κεφάλαιο σύμφωνα με το άρθρο 2, παρ. 1 (β), θα αποζημιώσει τον πλοιοκτήτη και τον εγγυητή  του, για  την  αναλογία  εκείνη, που  ανταποκρίνεται  στο συνολικό  ποσό  ευθύνης, σύμφωνα με τις διατάξεις της σύμβασης ευθύνης, το οποίο: (α)  υπερβαίνει  ποσό  ίσο  με το γινόμενο 1500 φράγκων επί κάθε έναν κόρο της χωρητικότητας του πλοίου ή το ποσό 125 εκατομμυρίων φράγκων, οποιοδήποτε από τα δύο ποσά είναι το μικρότερο και (β) δεν υπερβαίνει ποσό ίσο με το γινόμενο  2.000  φράγκων  επί κάθε έναν κόρο της χωρητικότητας που προαναφέρθηκε ανωτέρω ή το ποσό των 210 εκατομμυρίων φράγκων,  οποιοδήποτε από τα δυο ποσά είναι μικρότερο, με τον όρο όμως ότι το κεφάλαιο θα απαλλάσσεται από κάθε υποχρέωση  του, σύμφωνα  με την παράγραφο αυτή, σε περίπτωση, κατά την οποία η ζημιά από τη  ρύπανση  προκλήθηκε  από  σκόπιμη  κακή  ενέργεια  του ίδιου του πλοιοκτήτη». Η Διεθνής αυτή Σύμβαση Κεφαλαίου τροποποιήθηκε με τα Πρωτόκολλα των ετών 1976 και 1992, τα οποία κυρώθηκαν με το Π.Δ. 270/1995 «Αποδοχή των Πρωτοκόλλων των ετών 1976 και 1992 για την τροποποίηση της Διεθνούς Συμβάσεως του 1971 αναφορικά με την ίδρυση Διεθνούς Κεφαλαίου Αποζημίωσης Ζημιών Ρύπανσης από Πετρέλαιο» («Σύμβαση Κεφαλαίου του 1992») (ΟλΑΠ 23/2006). Το Πρωτόκολλο του έτους 1992 όμως, που κυρώθηκε με το Π.Δ. 270/1995, κατήργησε με τα άρθρα 3 και 5 την παρ. (β) του άρθρου 2 της Σύμβασης Κεφαλαίου και ολόκληρο το άρθρο 5 αντίστοιχα, ενώ η αρχική Σύμβαση Κεφαλαίου 1971 καταγγέλθηκε από την Ελληνική Δημοκρατία με ισχύ από την 15η Μαΐου 1998 (Ανακοίνωση υπ’αριθμ. Φ0546/16/ΑΣ 460/Μ.3582-2251 ΦΕΚ Α΄146/10. 7.1997). Ακολούθως, το έτος 2003, ψηφίστηκε το Πρωτόκολλο της Σύμβασης Κεφαλαίου του έτους 1992, με το οποίο ιδρύθηκε ένα Συμπληρωματικό Κεφάλαιο («Πρωτόκολλο Συμπληρωματικού Κεφαλαίου»). Περαιτέρω, με το άρθρο 4 της «Σύμβασης Κεφαλαίου 1992» προβλέφθηκε ότι «Για να επιτελέσει πλήρως το σκοπό του το Κεφάλαιο, σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 1 (α), θα καταβάλλει αποζημίωση  σε  κάθε  πρόσωπο,  που έπαθε ζημιές από ρύπανση, αν το πρόσωπο αυτό δεν μπόρεσε να επιτύχει πλήρη και επαρκή αποζημίωση για τις ζημιές, σύμφωνα με  τις  διατάξεις της Σύμβασης Ευθύνης, γιατί δεν προκύπτει καμία ευθύνη για ζημίες κατά τη Σύμβαση Ευθύνης, γιατί ο υπεύθυνος για τις ζημιές πλοιοκτήτης, σύμφωνα με τη Σύμβαση Ευθύνης δεν είναι οικονομικά σε θέση να εκπληρώσει πλήρως τις υποχρεώσεις του, καθώς επίσης και κάθε οικονομική ασφάλεια, που μπορεί να προβλέπεται από το άρθρο VΙΙ της ανωτέρω σύμβασης, δεν καλύπτει ή είναι ανεπαρκής να ικανοποιήσει τις απαιτήσεις για αποζημίωση των ζημιών. Πλοιοκτήτης  θεωρείται  ότι  δεν  μπορεί  να  εκπληρώσει τις οικονομικές του υποχρεώσεις  και  οικονομική  ασφάλεια χαρακτηρίζεται ανεπαρκής, εάν το πρόσωπο, που ζημιώθηκε, δεν  πέτυχε  να  ικανοποιηθεί πλήρως με το ποσό αποζημίωσης, που προβλέπεται από τη Σύμβαση Ευθύνης μετά τη λήψη κάθε λογικού μέτρου σύμφωνα με τη δικαστική προστασία, που διατέθηκε προς αυτόν, επειδή η ζημιά υπερβαίνει την ευθύνη του πλοιοκτήτη, που προβλέπεται από τη Σύμβαση Ευθύνης, όπως περιορίζεται στο άρθρο V, παρ. 1 αυτής, ή από τους όρους κάθε άλλης Διεθνούς Σύμβασης, που  ισχύει  ή  είναι ανοικτή για υπογραφή, κύρωση ή προσχώρηση, κατά την ημερομηνία κατάρτισης αυτής της σύμβασης. Για τους σκοπούς του άρθρου αυτού, θα θεωρούνται σαν ζημιές ρύπανσης οι λογικές δαπάνες ή οι λογικές  θυσίες, που  έγιναν  εκούσια  από  τον πλοιοκτήτη, για την πρόληψη ή μείωση των ζημιών από ρύπανση.». Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 7 της «Σύμβασης Κεφαλαίου 1992» προβλέφθηκε ότι «1. Με την επιφύλαξη των παρακάτω διατάξεων αυτού του άρθρου, κάθε αγωγή κατά του κεφαλαίου για αποζημίωση σύμφωνα με το άρθρο 4 αυτής της σύμβασης θα εγείρεται μόνον ενώπιον του  αρμόδιου Δικαστηρίου σύμφωνα με το άρθρο ΙΧ της σύμβασης ευθύνης σχετικά με τις αγωγές κατά του πλοιοκτήτη, ο  οποίος  είναι  ή πιθανό  να  είναι υπεύθυνος για ζημιές ρύπανσης, που έγιναν από το περιστατικό, αλλά που καλύπτονται από τις διατάξεις του  άρθρου ΙΙΙ, παρ. 2, της σύμβασης εκείνης. 2. Κάθε συμβαλλόμενο  κράτος θα εξασφαλίσει στα Δικαστήρια του την απαραίτητη δικαιοδοσία για την εκδίκαση αγωγών κατά του κεφαλαίου, όπως αυτές, που αναφέρονται στην παρ. 1. 3. Σε περίπτωση, που  θα  εγερθεί αγωγή κατά του πλοιοκτήτη ή του εγγυητή του για αποζημίωση ζημιών ρύπανσης ενώπιον αρμόδιου Δικαστηρίου, σύμφωνα με τις  διατάξεις  του  άρθρου  ΙΧ της σύμβασης ευθύνης, το Δικαστήριο αυτό θα έχει την αποκλειστική αρμοδιότητα εκδίκασης για κάθε αγωγή κατά του κεφαλαίου για αποζημίωση σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 4 αυτής της σύμβασης, εφόσον φυσικά πρόκειται για αποκατάσταση της  αυτής ζημίας. Όμως, όταν αγωγή αποζημίωσης για ζημιές ρύπανσης σύμφωνα με τις διατάξεις της σύμβασης ευθύνης έχει εγερθεί ενώπιον Δικαστηρίου κράτους μέρους της σύμβασης ευθύνης αλλά μη μέρους αυτής της σύμβασης, κάθε αγωγή σε βάρος του κεφαλαίου σύμφωνα με το άρθρο  4  αυτής της σύμβασης, θα εγείρεται με την εκλογή αυτού,  που  έχει  την  απαίτηση  ή ενώπιον  Δικαστηρίου  του κράτους, όπου το κεφάλαιο έχει την έδρα του ή ενώπιον κάθε Δικαστηρίου Κράτους Μέρους  αυτής  της σύμβασης, αρμόδιο σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου ΙΧ της σύμβασης ευθύνης. 4. Κάθε συμβαλλόμενο κράτος θα εξασφαλίσει, ότι το κεφάλαιο θα έχει το  δικαίωμα να παρεμβαίνει σαν διάδικος ενώπιον του αρμόδιου Δικαστηρίου του κράτους εκείνου, σε κάθε νομική  διαδικασία,  που  έχει κινηθεί σύμφωνα με το άρθρο ΙΧ της σύμβασης ευθύνης κατά του πλοιοκτήτη ή του εγγυητή του. 5. Εκτός  αν  ορίζεται διαφορετικά στην παρ. 6, το κεφάλαιο δεν θα δεσμεύεται από οποιαδήποτε δικαστική κρίση ή απόφαση, που αφορά διαδικασίες ή διευθετήσεις, στις οποίες δεν έλαβε μέρος. 6. Χωρίς να θίγονται οι διατάξεις της παρ. 4, σε περίπτωση, που θα εγερθεί αγωγή αποζημίωσης  για ζημίες ρύπανσης, σύμφωνα με τη σύμβαση ευθύνης εναντίον του πλοιοκτήτη ή του εγγυητή του ενώπιον αρμόδιου Δικαστηρίου   συμβαλλόμενου  κράτους,  κάθε  διάδικο  μέρος  δικαιούται σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία του κράτους εκείνου να ανακοινώνει τη διαδικασία  αυτή  στο κεφάλαιο. Όταν ανακοίνωση αυτού του τύπου γίνει σύμφωνα με τις  διατυπώσεις,  που  απαιτούνται  από το Δικαστήριο, που ανέλαβε την υπόθεση σύμφωνα με τη νομοθεσία, εμπρόθεσμα και κατά τρόπο ώστε το κεφάλαιο να μπορέσει να παρέμβει νομότυπα σαν διάδικος  στη διαδικασία, κάθε δικαστική απόφαση, που θα εκδοθεί από το Δικαστήριο θα είναι υποχρεωτική και για το κεφάλαιο, με το πνεύμα ότι τα πραγματικά γεγονότα και διαπιστώσεις της απόφασης δεν μπορούν να αμφισβητηθούν από το κεφάλαιο ακόμη και αν αυτό δεν έλαβε μέρος στη διαδικασία, από τη στιγμή που η απόφαση θα χαρακτηριστεί  τελεσίδικη  και  εκτελεστή  στο κράτος που εκδόθηκε.».

(Γ) Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 111 παρ. 2, 118 αριθ. 4 και 216 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ., προκύπτει ότι το δικόγραφο της αγωγής πρέπει να περιέχει, σαφή έκθεση των γεγονότων, τα οποία θεμελιώνουν κατά νόμο την αγωγή και δικαιολογούν την άσκηση αυτής από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου, ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και ορισμένο αίτημα. Η έκθεση στο δικόγραφο της αγωγής των πραγματικών περιστατικών, τα οποία πρέπει να είναι όσα είναι νομικώς ικανά και αναγκαία για τη θεμελίωση του δικαιώματος, η προστασία του οποίου ζητείται και τα οποία πρέπει να αναφέρονται με τέτοια σαφήνεια, ώστε να εξατομικεύουν την επίδικη έννομη σχέση και να μην καταλείπεται αμφιβολία περί της αξιώσεως, η οποία απορρέει από αυτά, είναι απαραίτητη για να υπάρχει η δυνατότητα, το μεν δικαστήριο να κρίνει τη νομική βασιμότητα της αγωγής και να διατάξει τις δέουσες αποδείξεις, ο δε εναγόμενος να μπορεί να αμυνθεί κατά της αγωγικής αξιώσεως που θεμελιώνεται επ’ αυτών με ανταπόδειξη ή ένσταση. Το δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη την ιστορική βάση της αγωγής και το υποβαλλόμενο αίτημα και εφαρμόζοντας αυτεπαγγέλτως τον νόμο, προσδίδει στα περιστατικά, που αναφέρονται σε αυτή, τον κατάλληλο νομικό χαρακτηρισμό και υπάγει τον προβαλλόμενο ισχυρισμό στην, κατά την κρίση του, εφαρμοστέα διάταξη, για να διαγνώσει την ύπαρξη ή μη της επίδικης έννομης σχέσης ή έννομης συνέπειας (δικαιώματος-υποχρέωσης). Ως ιστορική βάση της αγωγής, κατά το άρθρο 216 παρ. 1α ΚΠολΔ, νοείται το σύνολο των γεγονότων, τα οποία θεμελιώνουν την αγωγή και χωρίς την επίκληση των οποίων δεν είναι εφικτή η διάγνωση της επίδικης έννομης σχέσης. Η αοριστία αυτή δεν μπορεί να συμπληρωθεί, ούτε με τις προτάσεις, κατά μείζονα δε λόγο ούτε με την προσθήκη των προτάσεων, ούτε με παραπομπή σε άλλα έγγραφα της δίκης, ούτε από την εκτίμηση των αποδείξεων. Η διάταξη του άρθρου 224 εδαφ. β του ΚΠολΔ παρέχει την ευχέρεια στον ενάγοντα να συμπληρώσει, να διευκρινίσει ή να διορθώσει τους περιεχόμενους στην αγωγή ισχυρισμούς του, αρκεί να μην μεταβάλλεται η βάση της αγωγής, όχι όμως και να αναπληρώσει τους ελλείποντες ουσιώδεις αγωγικούς ισχυρισμούς, και μάλιστα εκείνους που συνιστούν θεμελιώδη στοιχεία του αγωγικού δικαιώματος. Η πληρότητα ή μη του δικογράφου της αγωγής, ως προς την έκθεση των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την ιστορική βάση αυτής, εκτιμάται κυριαρχικώς από το δικαστήριο της ουσίας. Ο Άρειος Πάγος ελέγχει την επάρκεια ή μη της θεμελίωσης της αγωγής με βάση τις διακρίσεις της νομικής αοριστίας, της ποιοτικής αοριστίας και της ποσοτικής αοριστίας. Η νομική αοριστία της αγωγής, στηρίζει λόγο αναίρεσης για παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου (άρθρο 559 αριθ.1 ΚΠολΔ), συντρέχει δε αν το δικαστήριο για τη θεμελίωση της αγωγής στο συγκεκριμένο κανόνα ουσιαστικού δικαίου αρκέστηκε σε στοιχεία λιγότερα ή αξίωσε περισσότερα από εκείνα που ο κανόνας αυτός απαιτεί για τη γένεση του οικείου δικαιώματος, κρίνοντας αντιστοίχως νόμιμη ή μη στηριζόμενη στο νόμο την αγωγή. Αντίθετα, η ποσοτική ή ποιοτική αοριστία της αγωγής, η οποία υπάρχει όταν δεν εκτίθενται στην αγωγή όλα τα στοιχεία που απαιτούνται κατά νόμο για τη στήριξη του αιτήματος της αγωγής, τα πραγματικά, δηλαδή, περιστατικά που απαρτίζουν την ιστορική βάση της αγωγής και προσδιορίζουν το αντικείμενο της δίκης, δημιουργεί λόγους αναίρεσης από το άρθρο 559 αριθ. 8 και 14 ΚΠολΔ. Ειδικότερα, ο από το άρθρο 559 αριθ. 8 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης ιδρύεται αν το δικαστήριο έκρινε ορισμένη και νόμιμη την αγωγή, λαμβάνοντας υπόψη αναγκαία για τη θεμελίωσή της και την περιγραφή του αντικειμένου της δίκης γεγονότα που δεν εκτίθενται σε αυτή ή εάν απέρριψε ως αόριστη ή μη νόμιμη την αγωγή, παραγνωρίζοντας εκτιθέμενα για τη θεμελίωση της και την περιγραφή του αντικειμένου της δίκης γεγονότα, που με επάρκεια εκτίθενται σε αυτήν, ενώ ο από το άρθρο 559 αριθ. 14 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης ιδρύεται αν το δικαστήριο, παρά τη μη επαρκή έκθεση σε αυτήν των στοιχείων που είναι αναγκαία για τη στήριξη του αιτήματος της αγωγής, την έκρινε ορισμένη, θεωρώντας ότι αυτά εκτίθενται με επάρκεια ή αν παρά την επαρκή έκθεση των στοιχείων αυτών την απέρριψε ως αόριστη  [ΑΠ 1709/2023 Ιστοσελίδα Αρείου Πάγου]. Περαιτέρω, ενόψει του ex lege ποσοτικού περιορισμού της ευθύνης του πλοιοκτήτη και του ασφαλιστή που καθιερώνεται με τις ανωτέρω διατάξεις της Σύμβασης Ευθύνης 1992, περιορισμός ο οποίος, συνεπεία της εκ του νόμου καθιέρωσής του, ισχύει αυτόματα, σε περίπτωση κατά την οποία πράγματι συσταθεί κεφάλαιο περιορισμού ευθύνης κατόπιν περιστατικού ρυπάνσεως το οποίο εμπίπτει στο ρυθμιστικό πλαίσιο της ανωτέρω Σύμβασης Ευθύνης 1992, δύναται να εγερθεί αγωγή μόνον σε βάρος του πλοιοκτήτη του πλοίου, εάν συντρέχει περίπτωση εξαίρεσης από τον ποσοτικό περιορισμό. Στην περίπτωση αυτή, εφόσον στην αγωγή γίνεται αναφορά ότι συστήθηκε κεφάλαιο περιορισμού ευθύνης, είτε από τον ασφαλιστή του πλοίου είτε από τον κύριο αυτού, με αποτέλεσμα εκ του νόμου πλέον να ισχύει αυτόματα ο ποσοτικός περιορισμός και παράλληλα να απαγορεύεται η άσκηση ατομικών διώξεων, για το ορισμένο της αγωγής θα πρέπει πέραν της αναφοράς του περιστατικού της ρυπάνσεως και των προληπτικών μέτρων που ελήφθησαν, με προσδιορισμό των δαπανών η αποκατάσταση των οποίων ζητείται με την αγωγή, να περιέχεται επιπλέον ο ισχυρισμός ότι η περιορισμένη ευθύνη του πλοιοκτήτη δεν ισχύει εν προκειμένω, με αναφορά των γεγονότων τα οποία θεμελιώνουν την εξαίρεση και δη ότι η ρύπανση προήλθε από προσωπική πράξη ή παράλειψη αυτού (πλοιοκτήτη), η οποία διαπράχθηκε με πρόθεση να προκληθεί μια τέτοια ζημία ή απερίσκεπτα και με γνώση ότι μια τέτοια ζημία θα μπορούσε πιθανώς να προκύψει. Η μη αναφορά των πραγματικών περιστατικών που θεμελιώνουν το λόγο εξαίρεσης από τον εκ του νόμου ποσοτικό περιορισμό της ευθύνης του πλοιοκτήτη – εναγομένου, καθιστά την αγωγή αόριστη.

[ΙΙΙ] Εν προκειμένω, με την ένδικη αγωγή του, το ενάγον Ελληνικό Δημόσιο ισχυρίσθηκε ότι, την 10η-09-2017 υπό τις περιγραφόμενες στην αγωγή περιστάσεις, βυθίστηκε, το υπό Ελληνική σημαία δεξαμενόπλοιο «ΑΖII», με αριθμό νηολογίου Πειραιώς …. (ΙΜΟ: ………), πλοιοκτησίας της πρώτης εναγομένης, καθόν χρόνο ήταν αγκυροβολημένο νοτιοδυτικά της νήσου Αταλάντης και έμφορτο πετρελαίου τύπου μαζούτ (HFO) και καυσίμου πετρελαίου ναυτιλίας (marine gas oil). Ότι εξαιτίας της βυθίσεως αυτού διέρρευσαν στη θάλασσα μεγάλες ποσότητες πετρελαιοειδών, οι οποίες ρύπαναν την ως άνω περιοχή και με τη συμβολή των ανέμων εξαπλώθηκαν στην ευρύτερη θαλάσσια περιοχή του κόλπου του Σαρωνικού ρυπαίνοντας τις ακτογραμμές που αναφέρονται στην αγωγή. Ισχυρίσθηκε περαιτέρω ότι, το πολεμικό ναυτικό συνέδραμε στις εργασίες απορρύπανσης, συνεπεία του προαναφερθέντος ατυχήματος κατά το χρονικό διάστημα από 15-09-2017 έως και 28-11-2017, με διάθεση προσωπικού, εξοπλισμού και μέσων απορρύπανσης. Ότι λόγω της ανωτέρω συνδρομής του, το Ελληνικό Δημόσιο, δια του Πολεμικού Ναυτικού, υπέβαλε προς το Γραφείο Υποβολής Απαιτήσεων ρύπανσης του Δ/Ξ ΑΖII φάκελο κόστους επιβάρυνσης αυτού, λόγω της θαλάσσιας ρύπανσης που προκλήθηκε από το ανωτέρω ναυάγιο, με σκοπό την εξωδικαστική συμφωνία με το Διεθνές Ταμείο IOPC (IOPC FUND-ΔΙΕΘΝΕΣ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΗΣ ΖΗΜΙΩΝ ΡΥΠΑΝΣΗΣ), σχετικά με την αποζημίωσή του. Ότι με την από 20-12-2018 συμφωνία διακανονισμού μεταξύ του Πολεμικού Ναυτικού και του ανωτέρω Διεθνούς Κεφαλαίου Αποζημίωσης Ζημιών Ρύπανσης αποζημιώθηκε για μέρος των απαιτήσεών του, παραμένει δε υπόλοιπο εκ ποσού 212.014,41 ευρώ, στο οποίο ανέρχεται η ζημία του για την υπ’ αυτού διάθεση προσωπικού, εξοπλισμού και μέσων, όπως ειδικότερα οι εν λόγω απαιτήσεις περιγράφονται στην ένδικη αγωγή, στα πλαίσια λήψης ευλόγων προληπτικών μέτρων απορρύπανσης. Επιπλέον, ισχυρίσθηκε ότι, κατόπιν της από 19.10.2017 δηλώσεως της δεύτερης εναγομένης ασφαλιστικής εταιρείας, ασφαλίζουσας το ανωτέρω πλοίο κατά τον κρίσιμο χρόνο, συνεστήθη κεφάλαιο περιορισμού ευθύνης για τις ζημίες ρυπάνσεως από πετρέλαιο του ανωτέρω δεξαμενόπλοιου, κατά τις διατάξεις της Διεθνούς Συμβάσεως Ευθύνης 1992, ποσού ευρώ 5.409.925,40. Επικαλούμενο δε ότι οι εναγόμενοι της αγωγής αυτής και δη η πρώτη εναγομένη πλοιοκτήτρια του ανωτέρω πλοίου κατά τον επίδικο χρόνο και η δεύτερη εναγομένη ασφαλιστική εταιρεία ασφαλίζουσα έναντι τρίτων το ανωτέρω πλοίο για ζημίες εκ ρυπάνσεως από τη διαρροή πετρελαίου, ενέχονται εις ολόκληρον προς καταβολή της δαπάνης στην οποία υποβλήθηκε κατά τη λήψη των αναφερομένων στην αγωγή προληπτικών μέτρων, με αναφορά ότι ενέχονται έως του ύψους του ποσού, όπως αυτό διαμορφώθηκε μετά τη δήλωση περιορισμού ευθύνης, σύμφωνα με τη Σύμβαση Ευθύνης 1992, το δε πρωτοβάθμιο Δικαστήριο τυγχάνει αρμόδιο κατά τα οριζόμενα στην Σύμβαση Ευθύνης 1992 και στις διατάξεις του άρθρου 30 του πδ 666/1982, σύμφωνα με το οποίο οι αγωγές αποζημίωσης κατά του πλοιοκτήτη ή του εγγυητή του, σύμφωνα με το άρθρο ΙΧ της Σύμβασης Ευθύνης 1992 για ζημίες ή λήψη προληπτικών μέτρων στον Ελλαδικό έδαφος, εγείρονται ενώπιον του κατά το άρθρο 1 παρ.1α Πρωτοδικείου, ζήτησε να υποχρεωθούν οι εναγόμενες εταιρείες, ενεχόμενες εις ολόκληρον να του καταβάλουν το ανωτέρω ποσό των ευρώ 212.014,41, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και να καταδικασθούν οι εναγόμενες στη δικαστική του δαπάνη. Κατά τη συζήτηση της εν λόγω αγωγής, με το από 15.12.2020 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου, ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου (Μονομελούς Πρωτοδικείο Πειραιώς) …………./17.12.2020 δικόγραφο, το οποίο τιτλοφορείται «Πρόσθετη Παρέμβαση» στην ανοιγείσα με την ανωτέρω αγωγή δίκη παρενέβη το νομικό πρόσωπο με την επωνυμία «……………» και ήδη τρίτο των εφεσιβλήτων, κατά του ενάγοντος της ανωτέρω αγωγής και υπέρ των εναγομένων αυτής, επικαλούμενο μεταξύ άλλων και τις ανωτέρω διατάξεις των παραγράφων 4 και 6 του άρθρου 7 της «Σύμβασης Κεφαλαίου 1992». Το εν λόγω νομικό πρόσωπο ζήτησε την απόρριψη της ανωτέρω αγωγής επικαλούμενο κατά πρώτον ότι οι ένδικες απαιτήσεις του ενάγοντος έχουν υποκύψει στην αποσβεστική προθεσμία του άρθρου VIII της Σύμβασης Ευθύνης 1992, κατά δεύτερον ότι οι ένδικες απαιτήσεις του ενάγοντος, κατά της πρώτης εναγομένης πλοιοκτήτριας του ανωτέρω πλοίου εταιρείας, είναι μη νόμιμες εκ του λόγου ότι, εν προκειμένω συστήθηκε κεφάλαιο περιορισμού ευθύνης από την ασφαλίζουσα το ανωτέρω πλοίο εταιρεία – δεύτερη εναγομένη, στα πλαίσια της οποίας το ενάγον Ελληνικό Δημόσιο δεν ανήγγειλε αυτές, αλλά για έτερες μη επίδικες, με αποτέλεσμα να έχουν καταστεί μη νόμιμες, άλλως εκ του αυτού λόγου τυγχάνουν απορριπτέες ελλείψει δικαιοδοσίας του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, καθόσον η σχετική δικαιοδοσία, κατά τις διατάξεις του ΠΔ 666/1982, μεταφέρθηκαν στον Εκκαθαριστή, κατά τρίτον διότι αυτή τυγχάνει αόριστη και τέλος επικουρικά διότι τυγχάνει αβάσιμη στην ουσία της. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, αφού συνεκδίκασε την ανωτέρω αγωγή και την ανωτέρω παρέμβαση, με την εκκαλουμένη απόφαση, έκανε δεκτή ως νόμιμη και δη ως θεμελιούμενη στις διατάξεις των άρθρων 68, 80 και 83 ΚΠολΔ, την ανωτέρω πρόσθετη παρέμβαση και ως βάσιμη αυτή στην ουσία της και απέρριψε την ανωτέρω αγωγή ως απαράδεκτη, καταδίκασε δε το ενάγον στην καταβολή των δικαστικών εξόδων των εναγομένων το ύψος των οποίων όρισε στο ποσό των πεντακοσίων (500) ευρώ, καθώς επίσης και στην καταβολή της δικαστικής δαπάνης του προσθέτως παρεμβαίνοντος, το ύψος της οποίας όρισε ομοίως στο ποσό των πεντακοσίων (500) ευρώ. Ειδικότερα, με την εκκαλουμένη απόφαση, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, αφού έκρινε εαυτό αρμόδιο προς εκδίκαση της ένδικης διαφοράς, καθώς επίσης ότι, ενόψει των στοιχείων αλλοδαπότητας τα οποία αυτή (ένδικη διαφορά) εμφανίζει ως, εκ της καταστατικής έδρας της δεύτερης εναγομένης αλλοδαπής ασφαλιστικής εταιρείας, εφαρμοστέο τυγχάνει το ελληνικό δίκαιο, ακολούθως έκρινε την ένδικη αγωγή ορισμένη, πλην όμως απέρριψε αυτή ως απαράδεκτη, ελλείψει παθητικής νομιμοποίησης των εναγομένων, ενόψει της, υπό της δεύτερης εναγομένης ασφαλιστικής εταιρείας, δηλώσεως περιορισμού ευθύνης και της σύστασης, κατόπιν αυτής (δηλώσεως) κεφαλαίου περιορισμού ευθύνης, γεγονότα τα οποία, κατά την εκκαλουμένη απόφαση, αποστερούν από το ενάγον το δικαίωμα να ασκήσει οιαδήποτε αξίωση κατά των λοιπών περιουσιακών στοιχείων των εναγομένων, πλην της ικανοποίησής του από το συσταθέν κεφάλαιο περιορισμού ευθύνης. Ήδη με την ένδικη έφεσή του, το εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο, πλήττει την εκκαλουμένη απόφαση για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων ΙΙΙ, V, VI, VII και VIII της Διεθνούς Σύμβασης Ευθύνης 1992, καθώς επίσης και των άρθρων 8, 9, 11,12, 20 21, 22, 27 και 28 του ΠΔ 666/1982, επιπλέον δε, όσο αφορά της απόρριψη της ένδικης αγωγής του καθό μέρος ηγέρθη σε βάρος της δεύτερης εναγομένης ασφαλιστικής εταιρείας και για πλημμελή και ελλιπή αιτιολογία, αιτείται δε την εξαφάνιση αυτής, την αποδοχή ως βάσιμης της ανωτέρω αγωγή του και την απόρριψη της ανωτέρω προσθέτου παρεμβάσεως. Ζητεί τέλος, να καταδικασθούν οι  εφεσίβλητοι στην καταβολή της δικαστικής του δαπάνης, αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας.

Η ένδικη αγωγή, στο ελάχιστο περιεχόμενο της οποίας αναφέρεται ότι, προγενέστερα της υπό κρίση αγωγής, κατόπιν της από 19.10.2017 δηλώσεως της δεύτερης εναγομένης ασφαλιστικής εταιρείας, ασφαλίζουσας το ανωτέρω πλοίο, κατά τον κρίσιμο χρόνο, συνεστήθη κεφάλαιο περιορισμού ευθύνης για ζημίες εκ ρυπάνσεως από πετρέλαιο εκ του ανωτέρω δεξαμενόπλοιου κατά τις διατάξεις της Διεθνούς Συμβάσεως Ευθύνης 1992, ποσού ευρώ 5.409.925,40, τυγχάνει απαράδεκτη. Τούτο διότι, κατά τις διατάξεις του άρθρου 9 του ΠΔ 666/1982, το οποίο εξεδόθη, κατά τα αναφερόμενα στην οικεία σκέψη της παρούσας, κατ’ εξουσιοδότηση της παραγράφου δ του άρθρου ογδόου του Ν.  314/1076 με τον οποίο κυρώθηκε η Διεθνής Σύμβαση Ευθύνης, διατάξεις οι οποίες εν προκειμένω τυγχάνουν εφαρμοστέες, σύμφωνα με το ελληνικό δίκαιο το οποίο κρίθηκε ως εφαρμοστέο με την εκκαλουμένη απόφαση και κατά τούτο δεν πλήττεται με την ένδικη έφεση, το ενάγον, ως ζημιωθέν από το ένδικο συμβάν, συνεπεία λήψεως από μέρους του των, κατά την αγωγή, ευλόγων προληπτικών μέτρων απορρύπανσης συνεπεία διαρροή πετρελαίου από το ανωτέρω πλοίο, όφειλε να αναγγείλει τις ένδικες απαιτήσεις του στην ανωτέρω διαδικασία που εκκίνησε με τη σύσταση κεφαλαίου περιορισμού ευθύνης και να ακολουθήσει την προβλεπόμενη από τις ανωτέρω διατάξεις του ΠΔ 666/1982 διαδικασία και όχι να εγείρει την ένδικη αγωγή, η οποία συνιστά ατομικό καταδιωκτικό μέτρο, απαγορευμένο, κατά τα αναφερόμενα στην οικεία νομική σκέψη της παρούσας. Οι αιτιάσεις του εκκαλούντος Ελληνικού Δημοσίου, οι οποίες περιέχονται στην ένδικη έφεσής του ότι, παρά τη σύσταση του κεφαλαίου περιορισμού ευθύνης, δεν αποκλείεται η άσκηση αγωγής σε βάρος του συστήσαντος αυτό (κεφάλαιο περιορισμού ευθύνης), σε περίπτωση κατά την οποία ο ζημιωθείς έλαβε γνώση της ζημίας του σε χρόνο μεταγενέστερο της σύστασης κεφαλαίου περιορισμού ευθύνης ή των αναγγελιών προς τον Εκκαθαριστή (σελ. 27), εξυπονοώντας μετά του χρόνου που ορίσθηκε από τον Εκκαθαριστή για την αναγγελία των απαιτήσεων, δεν βρίσκουν έρεισμα στο νόμο. Ειδικότερα, κατά τα αναφερόμενα στην οικεία νομική σκέψη της παρούσας, από τις συνδυασμένες διατάξεις της παραγράφου 8 του άρθρου VII, κατά τις οποίες «8. Πάσα αξίωσις αποζημιώσεως δια ζημίαν εκ ρυπάνσεως δύναται να εγερθή ευθέως εναντίον του  ασφαλιστού  ή  άλλου  προσώπου παρασχόντος χρηματικήν ασφάλειαν  δια  την  ευθύνην  του  πλοιοκτήτου  εκ  ζημίας ρυπάνσεως. Σε μια τέτοια περίπτωση ο εναγόμενος μπορεί, ακόμη και αν ο πλοιοκτήτης δεν δικαιούται να περιορίσει την ευθύνη του σύμφωνα με το άρθρο V παράγραφος 2, να επωφεληθεί των ορίων ευθύνης που καθορίζονται στο άρθρο V, παράγραφος 1….», της παραγράφου 11 του άρθρου V της Σύμβασης Ευθύνης 1992, κατά τις οποίες «11. Ο ασφαλιστής ή άλλο πρόσωπον παρέχον χρηματικήν ασφάλειαν δικαιούται να ιδρύση κεφάλαιον,  συμφώνως  τω  παρόντι  άρθρω  με  τους αυτούς όρους και τα αυτά αποτελέσματα ως έαν είχεν ιδρυθή τούτο υπό του πλοιοκτήτου. Ένα τέτοιο κεφάλαιο μπορεί να δημιουργηθεί ακόμη και αν, σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 2, ο πλοιοκτήτης δεν δικαιούται να περιορίσει την ευθύνη του, αλλά η δημιουργία του δεν θα θίγει σε μια τέτοια περίπτωση τα δικαιώματα οποιουδήποτε έχει απαίτηση κατά του πλοιοκτήτη.», της παραγράφου 1 του άρθρου VI της ανωτέρω Συμβάσεως Ευθύνης 1992, σύμφωνα με τις οποίες «1. Οσάκις ο πλοιοκτήτης, κατόπιν συμβάντος τινός, ίδρυσε κεφάλαιον, κατά τας διατάξεις του άρθρου V και δικαιούται να περιορίση την ευθύνην του: (α) Ουδείς έχων αξίωσιν δια ζημίαν εκ ρυπάνσεως προερχομένην εκ του συμβάντος  δικαιούται  ν`  ασκήση  οιοδήποτε  δικαίωμα  εναντίον  άλλων περιουσιακών στοιχείων του πλοιοκτήτου,  εν σχέσει  προς  την  αξίωσιν τούτων.» και του άρθρου 9 του ΠΔ 666/1982, κατά τις οποίες η σύσταση του  κεφαλαίου, από της δημοσιεύσεως της απόφασης του Εισηγητή ή του Πολυμελούς Πρωτοδικείου κατά τις διακρίσεις του άρθρου 10 του ιδίου ΠΔ έχει ως αποτέλεσμα «… β)  Δίκες που είναι εκκρεμείς και αφορούν τις ανωτέρω απαιτήσεις στο εξής συνεχίζονται σύμφωνα με τις διατάξεις αυτού του  διατάγματος. Με την  ίδια  διαδικασία  εκδικάζονται  στο  εξής απαιτήσεις που δεν έχουν μέχρι σήμερα ασκηθεί…», προκύπτει ότι, μετά τη σύσταση κεφαλαίου περιορισμού ευθύνης, μόνον μέσω της αναγγελίας στον ορισθέντα Εκκαθαριστή του Κεφαλαίου δύνανται να προβληθούν τυχόν απαιτήσεις από το ένδικο συμβάν. Μάλιστα, κατά τις διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 15 του ανωτέρω ΠΔ υπάρχει πρόβλεψη για την περίπτωση κατά την οποία κατά την ημερομηνία αναγγελίας δεν είναι γνωστό με ακρίβεια το ύψος της απαιτήσεως, εφόσον προβλέπει σχετικά «2.  Αν κατά την ημερομηνία της  αναγγελίας  δεν  είναι  με  ακρίβεια γνωστό το ύψος της απαίτησης, η αναγγελία μπορεί να μνημονεύει μόνο την αιτία της απαίτησης και να προσδιορίζει με προσέγγιση το ποσό μέχρι του οποίου  προβλέπεται ότι θα φθάσει η απαίτηση. Ο οριστικός προσδιορισμός του ποσού μπορεί να γίνει μέχρι τη σύνταξη του πίνακα  απαιτήσεων,  που θα γίνουν δεκτές από τον Εκκαθαριστή.». Επιπλέον δε, κατά τις διατάξεις του άρθρου 12 του ιδίου ΠΔ «Μέχρι  να  τελειώσει ο έλεγχος των απαιτήσεων, ο Εισηγητής έχει το δικαίωμα να επιτρέψει εκπρόθεσμη αναγγελία δανειστή, εφόσον  αυτός  από  άγνοια  της  πρόσκλησης που έγινε ή από άλλη αιτία που δεν οφείλεται σε ευθύνη του, δεν αναγγέλθηκε εμπρόθεσμα.  Η άδεια δίνεται σύμφωνα με  τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, ύστερα από κλήση του Εκκαθαριστή.». Οι ανωτέρω διατάξεις ισχύουν έστω κι αν κατά τις διατάξεις του άρθρου VIIΙ της Σύμβασης Ευθύνης 1992 κατά τις οποίες «Δικαιώματα αποζημιώσεως εκ της παρούσης Συμβάσεως αποσβέννυνται εάν μη εγερθή αγωγή εξ αυτής εντός τριών ετών, από της ημερομηνίας, καθ` ην έλαβε  χώραν  η  ζημία.  Εν  τούτοις,  εν ουδεμία περιπτώσει δύναται να εγερθή αγωγή μετά πάροδον εξ ετών, αφ` ης έλαβε χώραν το συμβάν, εξ  ου προεκλήθη  η ζημία. Οσάκις το συμβάν αποτελήται εκ σειράς περιστατικών, η περίοδος των εξ ετών άρχεται τρέχουσα από της ημερομηνίας του πρώτου περιστατικού.», παρά τα αντιθέτως υποστηριζόμενα από το εκκαλούν με την ένδικη έφεσή του, εφόσον οι εν λόγω διατάξεις αφορούν τον χρόνο παραγραφής της αξίωσης καταβολής δαπανών και δεν ρυθμίζουν ευθέως το χρόνο αναγγελίας των απαιτήσεων, ο οποίος ρυθμίζεται από τις ανωτέρω διατάξεις του ΠΔ 666/1082. Πράγματι, από καμία διάταξη της ανωτέρω Συμβάσεως Ευθύνης 1992, δεν ρυθμίζεται η προθεσμία αναγγελίας του ζημιωθέντος δανειστή, στη διαδικασία που ακολουθεί τη δήλωση περιορισμού κεφαλαίου. Ενόψει, εν τούτοις, του γεγονότος ότι δεν μπορεί να νοηθεί ότι το δικαίωμα συμμετοχής στη διαδικασία που ακολουθεί τη δήλωση περιορισμού ευθύνης μπορεί να ασκηθεί σε οποιονδήποτε χρόνο της διαδικασίας, αφού η τελευταία (διαδικασία) σκοπό έχει, εν τέλει, τη διανομή του κεφαλαίου, με αποτέλεσμα η σε οιονδήποτε χρόνο αναγγελία να υποθάλπτει το σκοπό της εν λόγω συλλογικής διαδικασίας, είναι προφανές ότι, με την Σύμβαση Ευθύνης 1992, η προθεσμία αναγγελίας στη συλλογική διαδικασία διανομής κεφαλαίου, έχει αφεθεί όπως ρυθμισθεί από την εθνική νομοθεσία κάθε συμβαλλόμενου κράτους. Εξάλλου, πράγματι στις διατάξεις των παρ.1 και 2 του άρθρου ΧΙ της ανωτέρω Διεθνούς Συμβάσεως 1992 σύμφωνα με το οποίο «1. Όταν περιστατικό προκαλέσει ζημία ρύπανσης στο έδαφος, συμπεριλαμβανομένων των χωρικών υδάτων ή της αναφερόμενης στο άρθρο ΙΙ περιοχής, ενός ή περισσοτέρων Συμβαλλόμενων Κρατών ή ληφθούν προληπτικά μέτρα για την πρόληψη ή τη μείωση της ζημίας ρύπανσης σ` ένα τέτοιο έδαφος, συμπεριλαμβανομένων και των χωρικών υδάτων ή της εν λόγω περιοχής, αγωγές για αποζημίωση είναι δυνατό να ασκηθούν μόνο ενώπιον των δικαστηρίων του Συμβαλλόμενου αυτού Κράτους ή Κρατών. Κάθε αγωγή τέτοιας φύσης γνωστοποιείται έγκαιρα στον εναγόμενο. 2. Εκαστον Συμβαλλόμενον Κράτος θα  διασφαλίζη  ότι  τα  Δικαστήρια αυτού  θα  έχουν  την  αναγκαίαν  δικαιοδοσίαν  προς εκδίκασιν τοιούτων αγωγών αποζημιώσεως.», προβλέπεται η δυνατότητα άσκησης αγωγής ως αναφέρει το εκκαλούν. Εν τούτοις, στην παράγραφο 3 του ιδίου άρθρου σύμφωνα με το οποίο «3. Μετά  την  ίδρυσιν  του  κεφαλαίου,  κατά  το  άρθρον  V,  τα Δικαστήρια  του  Κράτους,  εις  το οποίον ιδρύθη το κεφάλαιον, θα είναι αποκλειστικώς αρμόδια προς εκδίκασιν παντός θέματος αφορώντος  εις  την κατανομήν και την διανομήν του κεφαλαίου.», προβλέφθηκε ότι αρμόδιο επί παντός θέματος που αφορά την κατανομή και διανομή του κεφαλαίου που θα συσταθεί, θα είναι τα Δικαστήρια του κράτους όπου ιδρύθηκε το Κεφάλαιο. Στα πλαίσια δε της Ελληνικής έννομης τάξης, ως αναλύεται ανωτέρω στην οικεία νομική σκέψη της παρούσας, εξεδόθη το ΠΔ 666/1982 το οποίο ρυθμίζει την εν λόγω διαδικασία, με το άρθρο 9 του οποίου προβλέφθηκε ότι «β)  Δίκες που είναι εκκρεμείς και αφορούν τις ανωτέρω απαιτήσεις στο εξής συνεχίζονται σύμφωνα με τις διατάξεις αυτού του  διατάγματος. Με την  ίδια  διαδικασία  εκδικάζονται  στο  εξής απαιτήσεις που δεν έχουν μέχρι σήμερα ασκηθεί…». Με την εν λόγω διάταξη προβλέφθηκε δηλαδή ότι για τις απαιτήσεις των ζημιωθέντων θα ακολουθείται η διαδικασία της αναγγελίας των απαιτήσεων από τον ζημιωθέντα και της επαλήθευσης αυτών (αναγγελθέντων απαιτήσεων) από τον Εκκαθαριστή και η συμπερίληψή τους στον Πίνακα Απαιτήσεων και εν τέλει η διανομή του κεφαλαίου κατά τους ορισμούς του ιδίου ΠΔ 666/1982. Η υιοθέτηση της άποψης ότι με τις ανωτέρω διατάξεις της Συμβάσεως Ευθύνης 1992 και ιδίως με τη διάταξη του άρθρου ΙΧ αυτής, παρέχεται η ευχέρεια στον ζημιωθέντα να επιλέξει αυτός το μέσο για την ικανοποίηση της αξιώσεώς του, ήτοι, εάν επιθυμεί την άσκηση αγωγής ή αναγγελίας της απαίτησης του στον Εκκαθαριστή, θα καθιστούσε τις διατάξεις περί περιορισμού ευθύνης που καθιερώνονται με την ανωτέρω Σύμβαση Ευθύνης 1992 προαιρετικές, εξαρτώμενες αποκλειστικά και μόνο από τη βούληση του δανειστή και εν τέλει θα αναιρούσε τον ίδιο το σκοπό της ανωτέρω Διεθνούς Συμβάσεως, η οποία (Διεθνής Σύμβαση Ευθύνης 1992) παράλληλα με την καθιέρωση αντικειμενικής ευθύνης του κυρίου του πλοίου, θεσπίζει δικαίωμα επιλογής υπό του πλοιοκτήτη και του ασφαλιστή του πλοίου, του ποσοτικού περιορισμού της ευθύνης τους. Η εκκαλουμένη απόφαση, επομένως, η οποία με παρόμοια επιχειρηματολογία απέρριψε την ένδικη αγωγή ως απαράδεκτη ελλείψει παθητικής νομιμοποίησης, δεν έσφαλε κατ’ αποτέλεσμα ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, εφόσον πράγματι η ένδικη αγωγή τυγχάνει απαράδεκτη, ως αναλύεται αμέσως ανωτέρω και ως τέτοια απορρίφθηκε, έστω και με διαφορετική αιτιολογία η οποία αντικαθίσταται με την παρούσα (άρθρο 534 ΚΠολΔ), δεδομένου ότι με την παρούσα απόφαση, δεν παράγεται για το εκκαλούν δεδικασμένο δυσμενέστερο με αυτό της εκκαλουμένης αποφάσεως. Επομένως, όσον αφορά στην δεύτερη εφεσίβλητη η ένδικη έφεση πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη στην ουσία της.

Όσον αφορά στην πρώτη εναγομένη, πλοιοκτήτρια του ανωτέρω πλοίου εταιρεία, αν και στην ένδικη αγωγή αναφέρεται ότι συνεπεία της ρυπάνσεως από το ανωτέρω πλοίο πλοιοκτησίας της, προκλήθηκε ρύπανση στο θαλάσσιο χώρο και στις ακτές, ως ειδικότερα αναλύεται στην αγωγή, για την απορρύπανση των οποίων, το ενάγον προέβη στη λήψη ευλόγων προληπτικών μέτρων και δη μέτρων απορρύπανσης, στα πλαίσια των οποίων προέβη σε δαπάνες εκ της διαθέσεως υπ’ αυτού προσωπικού, μέσων και εξοπλισμού, με ανάλυση των εν λόγω δαπανών, παράλληλα, εν τούτοις, εκθέτει περιστατικά, προγενέστερα της ένδικης αγωγής, περί άσκησης υπό της ασφαλίζουσας, για τις έναντι τρίτων ζημίες εκ της ρυπάνσεως που προκλήθηκε λόγω της διαρροής πετρελαιοειδών υπό του ανωτέρω πλοίου, δεύτερης εναγομένης ασφαλιστικής εταιρείας, του δικαιώματος περιορισμού της ευθύνης της εκ της εν λόγω ρυπάνσεως, εφόσον αναφέρει ότι κατόπιν της από 19.10.2017 δηλώσεώς της (δεύτερης εναγομένης ασφαλιστικής εταιρείας), ως ασφαλίζουσας το πλοίο κατά τον κρίσιμο χρόνο, συνεστήθη κεφάλαιο περιορισμού ευθύνης για ζημίες ρυπάνσεως από πετρέλαιο του ανωτέρω δεξαμενόπλοιου, κατά τις διατάξεις της Διεθνούς Συμβάσεως Ευθύνης 1992, ποσού ευρώ 5.409.925,40 και μόνον αφηγηματικά παραθέτει τις διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου V της Σύμβασης Ευθύνης 1992, με τις οποίες προβλέπεται εξαίρεση από τον εν λόγω, εκ του νόμου, ποσοτικό περιορισμό της ευθύνης της πρώτης εναγομένης. Στην υπό κρίση αγωγή, δεν εκτίθεται, με αναφορά συγκεκριμένων πραγματικών περιστατικών ότι, εν προκειμένω, πράγματι συνέτρεξε περίπτωση εξαίρεσης από τον ανωτέρω ex lege ποσοτικό περιορισμό της ευθύνης της πρώτης εναγομένης, και δη ότι αυτή (πρώτη εναγομενη) δεν δικαιούται να περιορίσει την ευθύνη της σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου V της Συμβάσεως Ευθύνης 1992, έως του ποσού του κεφαλαίου περιορισμού ευθύνης που συνέστησε η δεύτερη εναγομένη, με αναφορά συγκεκριμένων πραγματικών περιστατικών ότι η ζημία ρύπανσης προήλθε από προσωπική πράξη ή παράλειψη των νομίμων εκπροσώπων αυτής (πρώτης εναγομένης), που διαπράχθηκε με πρόθεση να προκληθεί μια τέτοια ζημία ή απερίσκεπτα και με γνώση ότι μια τέτοια ζημία θα μπορούσε πιθανώς να προκύψει. Τούτου δοθέντος ότι [α] κατά τις διατάξεις του εδαφίου α της παραγράφου 11 του άρθρου V της Διεθνούς Συμβάσεως Ευθύνης, σύμφωνα με τις οποίες «11.  Ο  ασφαλιστής  ή  άλλο πρόσωπον παρέχον χρηματικήν ασφάλειαν δικαιούται να ιδρύση κεφάλαιον,  συμφώνως  τω  παρόντι  άρθρω  με  τους αυτούς όρους και τα αυτά αποτελέσματα ως έαν είχεν ιδρυθή τούτο υπό του πλοιοκτήτου….» και παρά τα αντιθέτως υποστηριζόμενα από το εκκαλούν – ενάγον, στα πλαίσια της ένδικης έφεσης, άπαξ και συσταθεί κεφάλαιο περιορισμού της εν λόγω ευθύνης, έστω και από την ασφαλίζουσα το πλοίο εταιρεία, το κεφάλαιο που ιδρύεται έχει τα ίδια αποτελέσματα ωσάν να έχει ιδρυθεί με τον πλοιοκτήτη, ήτοι συνεπάγεται, κατά τους ορισμούς της παραγράφου 1 του άρθρου V της ίδιας Διεθνούς Συμβάσεως, περιορισμό της ευθύνης και του πλοιοκτήτη του πλοίου και [β] η αναφορά ήδη στην ένδικη αγωγή ότι, προ της εγέρσεως αυτής (ένδικης αγωγής) συνεστήθη κεφάλαιο περιορισμού της ευθύνης από την ασφαλίζουσα αυτό εταιρεία δεύτερη εναγομένη, αποτελεί λόγο ex lege ποσοτικού περιορισμού και της ευθύνης της πρώτης εναγομένης κυρίας του ανωτέρω πλοίου και επομένως, ισχύει αυτόματα και λαμβάνεται υπόψη από το Δικαστήριο χωρίς να απαιτείται επιπροσθέτως όπως προταθεί κατ’ ένσταση και από τον εναγόμενο κύριο του πλοίου και ακολούθως με αντέσταση από τον ενάγοντα να πρέπει να αναπτυχθούν οι λόγοι εξαίρεσης από τον εν λόγω ποσοτικό περιορισμό. Κατά συνέπεια, με το ανωτέρω περιεχόμενο, η ένδικη αγωγή, καθό μέρος ηγέρθη σε βάρος της πρώτης εναγομένης πλοιοκτήτριας του ανωτέρω πλοίου εταιρείας, τυγχάνει αόριστη. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι, το ανακόπτον Ελληνικό Δημόσιο δεν εμποδίζεται να ασκήσει την ένδικη αγωγή αν και δεν αναφέρει ότι άσκησε ανακοπή του άρθρου 28 του ΠΔ 666/1982 στα πλαίσια του συσταθέντος κατά τα άνω κεφαλαίου περιορισμού ευθύνης, εφόσον η σύσταση κεφαλαίου κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή, έγινε με δήλωση της ασφαλίζουσας το πλοίο εταιρείας – δεύτερης εναγομένης και όχι της πρώτης εναγομένης – πλοιοκτήτριας του πλοίου εταιρείας. Εξάλλου, το ορισμένο της ένδικης αγωγής, δεν δύναται να συμπληρωθεί από τις, περιεχόμενες στις προτάσεις τις οποίες το ενάγον κατέθεσε ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, αναφορές, σύμφωνα με τις οποίες «… Οι διατάξεις αυτές στην πρακτική τους εφαρμογή εγκυμονούν τον κίνδυνο, μέσω της απώλειας της προθεσμίας αναγγελίας να απωλεσθεί και το δικαίωμα επίκλησης από τον ζημιωθέντα της συνδρομής λόγου μη νομίμου περιορισμού της ευθύνης του πλοιοκτήτη, ήτοι άρσης του περιορισμού της ευθύνης του πλοιοκτήτη. Ληπτέον, δε, υπόψη, ότι σε περίπτωση που, κατά το συνήθες συμβαίνον, τα αίτια ενός ναυτικού ατυχήματος που προκάλεσε θαλάσσια ρύπανση διερευνώνται για μεγάλο χρονικό διάστημα (όπως συνέβη και στην προκειμένη περίπτωση) είναι φύση αδύνατον, άλλως ιδιαίτερα δυσχερές να πιθανολογηθεί, πόσο μάλλον να στοιχειοθετηθεί ευθύνη του πλοιοκτήτη στο σύντομο χρόνο των αναγγελιών με προφανή το κίνδυνο απόρριψης μιας τυχόν ασκηθησομένης ανακοπής με αντικείμενο τη μη συνδρομή των προϋποθέσεων περιορισμού της ευθύνης του πλοιοκτήτη αυτή, ως αόριστης ή αναπόδεικτης. Μ’ αυτόν τον τρόπο, όμως, θα οδηγούμασταν στο απευκταίο και μη ανεκτό από την έννομη τάξη αποτέλεσμα να ωφελείται ο υπαιτίως προκαλέσας το συμβάν πλοιοκτήτης, αφού θα εξακολουθούσε να λειτουργεί υπέρ του ο (μη συννομος) περιορισμός της ευθύνης του. Επομένως, δεν μπορεί να αποκλεισθεί σε τυχόν ζημιωθέντα το δικαίωμα άσκησης αγωγής, αφού αυτός θα είχε οπωσδήποτε έννομο συμφέρον να εγείρει αγωγή με αίτημα την αναγνώριση της ευθύνης του πλοιοκτήτη για το συμβάν και την καταδίκη του στην καταβολή αποζημίωσης, μη δεσμευόμενος από τυχόν δήλωση εκ μέρους του πλοιοκτήτη για περιορισμό της ευθύνης του, η οποία στην περίπτωση αυτή θα ήταν ανίσχυρη …» (σελ. 52-53]. Αλλά ούτε δια των αναφορών στα πλαίσια της ένδικης έφεσης «… Στην προκειμένη περίπτωση, εξάλλου, δεν πρέπει να παροράται ότι το ζήτημα της ευθύνης της πλοιοκτήτριας για το συμβάν της ρυπάνσεως αποτελεί ζήτημα που ερευνάται ποινικά, η δε ποινική διαδικασία βρίσκεται, όπως είναι κοινώς γνωστό στο εκδόν την εκκαλουμένη δικαστήριο, αλλά και στο Δικαστήριό Σας, εν εξελίξει, ενώ έχει εκδοθεί και το υπ’ αριθμ …./2018 πόρισμα του Γ’ Ανακριτικού Συμβουλίου Ναυτικών Ατυχημάτων, σύμφωνα με το οποίο αποδίδονται ευθύνες στην πλοιοκτήτρια εταιρεία για την πρόκληση του συμβάντος…» (σελ. 26). Ενόψει των ανωτέρω, έσφαλε η εκκαλουμένη απόφαση, η οποία απέρριψε μεν την ένδικη αγωγή ως απαράδεκτη, κατ’ αποδοχή ως βάσιμης στην ουσία της της ανωτέρω προσθέτου παρεμβάσεως, πλην όμως ελλείψει παθητικής νομιμοποιήσεως ως προς την πρώτη εναγομένη – πλοιοκτήτρια του ανωτέρω πλοίου εταιρεία, ενώ η ένδικη αγωγή ετύγχανε απαράδεκτη ως προς αυτήν (πρώτη εναγομένη), λόγω αοριστίας της. Ως προς το σφάλμα αυτό της εκκαλουμένης αποφάσεως, το οποίο δεν μπορεί ν` αντικατασταθεί με απλή αντικατάσταση της σχετικής αιτιολογίας της εκκαλουμένης αποφάσεως κατά το άρθρο 534 ΚΠολΔ, αφού η απόρριψη της αγωγής ως απαράδεκτης ελλείψει παθητικής νομιμοποιήσεως της πρώτης εναγομένης, ενώ έπρεπε ν` απορριφθεί ως αόριστη κατ’ αυτής, οδηγεί σε διαφορετικό δεδικασμένο, εξετάζεται δε αυτεπαγγέλτως μετά την τυπική παραδοχή της έφεσης, αφού η υπόθεση μεταβιβάστηκε συνολικά στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο (άρθρ. 522 ΚΠολΔ), το οποίο μπορεί πλέον να ερευνήσει την αγωγή από την αρχή και να την απορρίψει ως απαράδεκτη συνεπεία αοριστίας, χωρίς μάλιστα εμπόδιο από τη διάταξη του άρθρου 536 παρ. 1 ΚΠολΔ, αφού η απόρριψη της αγωγής ως αόριστης, αντί ως απαράδεκτης ελλείψει παθητικής νομιμοποίησης της πρώτης εναγομένης είναι ευνοϊκότερη και δεν χειροτερεύει τη θέση του ενάγοντος.

Κατόπιν των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη στην ουσία της η ένδικη έφεση καθό μέρος ηγέρθη υπό του εκκαλούντος σε βάρος της δεύτερης εναγομένης ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία «……………..» (πρώην επωνυμία «……………»), πλην όμως να συμψηφισθεί η μεταξύ του εκκαλούντος και της δεύτερης εφεσίβλητης εταιρείας δικαστική δαπάνη, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, λόγω του δυσερμήνευτου των κανόνων δικαίου που εφαρμόσθηκαν (άρθρα 179 εδ.β, 183 και 191 ΚΠολΔ). Περαιτέρω, η ένδικη έφεση, καθό μέρος ηγέρθη σε βάρος της πρώτης εφεσίβλητης, πλοιοκτήτριας του ανωτέρω πλοίου εταιρείας και της τρίτης εφεσίβλητης (αυτοτελώς) προσθέτως παρεμβαίνουσας υπέρ της πρώτης εφεσίβλητης, η οποία (έφεση) όσον αφορά στην πρώτη εφεσίβλητη, κατατείνει στην εξαφάνιση της εκκαλουμένης απόφασης, πρέπει να γίνει δεκτή και από ουσιαστική άποψη. Στη συνέχεια, αφού διακρατηθεί και εκδικασθεί από το Δικαστήριο τούτο η υπόθεση (άρθρ. 535 παρ. 1 ΚΠολΔ) πρέπει, η ένδικη από 15.12.2020 (με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ………../17-12-2020) πρόσθετη παρέμβαση η οποία τυγχάνει νόμιμη, ως θεμελιούμενη στις διατάξεις του άρθρου 83 ΚΠολΔ, να γίνει δεκτή ως βάσιμη στην ουσία της και η ένδικη αγωγή ν` απορριφθεί ως αόριστη όσον αφορά στην ανωτέρω πρώτη εναγομένη ναυτική εταιρεία με την επωνυμία «………………..», ως αναλύεται ανωτέρω στο σκεπτικό της παρούσας. Τέλος, τα μεταξύ του ενάγοντος Ελληνικού Δημοσίου, της πρώτης εναγομένης – πλοιοκτήτριας εταιρείας και του προσθέτως παρεμβαίνοντος, δικαστικά έξοδα, αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, πρέπει να συμψηφισθούν μεταξύ των διαδίκων αυτών, λόγω του δυσερμήνευτου των κανόνων δικαίου που εφαρμόσθηκαν (άρθρ. 179 εδ.β σε συνδυασμό με 183 και 191 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλίαν των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά την ένδικη έφεση.

Απορρίπτει αυτή (ένδικη έφεση) στην ουσία της όσον αφορά στην δεύτερη εφεσίβλητη εταιρεία με την επωνυμία με την επωνυμία «……………..» (πρώην επωνυμία «…………»).

Συμψηφίζει τη, μεταξύ του εκκαλούντος Ελληνικού Δημοσίου και της δεύτερης εφεσίβλητης εταιρείας με την επωνυμία «…………….» (πρώην επωνυμία «………….»), δικαστική δαπάνη του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας.

Δέχεται στην ουσία της την ένδικη έφεση καθό μέρος ηγέρθη σε βάρος της πρώτης και τρίτης των εφεσιβλήτων.

Εξαφανίζει ως προς τους εν λόγω διαδίκους ως προς τους οποίους η ένδικη έφεση έγινε δεκτή και στην ουσία της, την εκκαλουμένη με αριθμό 1016/2022 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (Ναυτικό Τμήμα), η οποία εξεδόθη κατά την τακτική διαδικασία.

Κρατεί και δικάζει την από 15-10-2020 (με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ………../30-10-2020 αγωγή, του ενάγοντος Ελληνικού Δημοσίου η οποία ηγέρθη ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (Τακτική Διαδικασία – Τμήμα Ναυτικών Διαφορών) κατά της πρώτης εναγομένης ναυτικής εταιρείας, με την επωνυμία «……………» και την από 15.12.2020 (με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ………/17-12-2020) πρόσθετη παρέμβαση του νομικού προσώπου με την επωνυμία «………….», υπέρ της ανωτέρω πρώτης εναγομένης και σε βάρος του ενάγοντος Ελληνικού Δημοσίου.

Δέχεται την από 15.12.2020 (με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ………/17-12-2020) πρόσθετη παρέμβαση του νομικού προσώπου με την επωνυμία «…………….», υπέρ της ανωτέρω πρώτης εναγομένης και σε βάρος του ενάγοντος Ελληνικού Δημοσίου και απορρίπτει την αμέσως ανωτέρω από 15-10-2020 (με αριθμό κατάθεσης δικογράφου …………./30-10-2020 αγωγή, του ενάγοντος Ελληνικού Δημοσίου η οποία ηγέρθη ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (Τακτική Διαδικασία – Τμήμα Ναυτικών Διαφορών) κατά της πρώτης εναγομένης ναυτικής εταιρείας, με την επωνυμία «…………», κατά τα ειδικότερα στο σκεπτικό της παρούσας.

Συμψηφίζει τη, μεταξύ του ενάγοντος Ελληνικού Δημοσίου, της πρώτης εναγομένης ναυτικής εταιρείας, με την επωνυμία «…………..» και του προσθέτως παρεμβαίνοντος νομικού προσώπου με την επωνυμία «………..», δικαστική δαπάνη, αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στον Πειραιά την 30.6.2025, δίχως την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                            Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ