Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 424/2025

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός  424/2025

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Ναυτικό Τμήμα

Αποτελούμενο από την Δικαστή Κωνσταντίνα Λέκκου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Κ.Σ

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις …………, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: Ναυτικής εταιρείας με την επωνυμία «…………», η οποία εδρεύει στον Πειραιά, (ΑΦΜ …………..), νομίμως εκπροσωπούμενης, η οποία, κατά την συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο, εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Άννας Κοζώνη.

ΤΗΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: Ναυτικής εταιρείας με την επωνυμία «…………………», η οποία εδρεύει στον Πειραιά Αττικής, (ΑΦΜ ……….), νομίμως εκπροσωπούμενης, η οποία κατά την συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο, εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Αστέριο Σίσυλα.

Η εκκαλούσα ήγειρε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, την από 3-12-2019 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως δικογράφου ΓΑΚ ……./ ΕΑΚ ………./ 4-12-2019 αγωγή, σε βάρος της ήδη εφεσίβλητης εταιρείας, επί της οποίας, συζητήσεως γενομένης την 17η-5-2022, εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, η με αριθμό 3570/2022 οριστική απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου, με την οποία η αγωγή απορρίφθηκε ως αβάσιμη στην ουσία της.

Η ηττηθείσα στον πρώτο βαθμό ενάγουσα, με την από 21-12-2022 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ενδίκου μέσου ΓΑΚ ……./ ΕΑΚ …………../ 22-12-2022 ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. δικογρ. ΓΑΚ …./ ΕΑΚ ……./ 22-12-2022 ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου) έφεσή της, η οποία προσδιορίσθηκε προς συζήτηση, για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας απόφασης, προσβάλλει την ανωτέρω απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου.

Κατά την συζήτηση της ένδικης έφεσης στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου στην αναγραφόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης δικάσιμο, η υπόθεση εκφωνήθηκε με τον προσήκοντα τρόπο από τη σειρά του οικείου πινακίου,

Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων αναφέρθηκαν στις νομίμως κατατεθείσες προτάσεις τους.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΙΣ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΕΣ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

[Ι] Η κρινόμενη από 21-12-2022 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ενδίκου μέσου …………/22-12-2022 ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. δικογρ. …………../22-12-2022 ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου) έφεση της εκκαλούσας, η οποία ηγέρθη κατά της υπ’ αριθμ. 3570/2022 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε επί της από 3-12-2019 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως δικογράφου …………/4-12-2019 αγωγής, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, με την οποία απορρίφθηκε η ανωτέρω αγωγή ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, κατά τα άρθρα 495, 511, 513, 516 § 1, 517 εδαφ. α, 518 § 2 και 520 § 1 ΚΠολΔ, δεδομένου ότι, από τα έγγραφα της δικογραφίας δεν προκύπτει, ούτε οι διάδικοι επικαλούνται, επίδοση της εκκαλουμένης αποφάσεως, ούτε παρήλθε η νόμιμη καταχρηστική προθεσμία των δύο ετών από της δημοσιεύσεως της εκκαλουμένης αποφάσεως στις 22-11-2022, ενώ για το παραδεκτό της, κατετέθη υπό της εκκαλούσας το με αριθμό ………../2022 ηλεκτρονικό παράβολο ποσού εκατό (100) ευρώ. Εφόσον δε, η ένδικη έφεση, αρμοδίως φέρεται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, που είναι καθ’ ύλην, κατά τόπο και λειτουργικά αρμόδιο προς εκδίκασή της (άρθρο 19 του ΚΠολΔ και 51 παρ.6 στοιχ. α΄ του N.2172/1993), πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί περαιτέρω, κατά την αυτή ως άνω τακτική διαδικασία, για να ελεγχθεί το παραδεκτό και η βασιμότητα των λόγων της, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 532, 533 § 1 και 591 § 1 εδαφ. α ΚΠολΔ.

[ΙΙ] Με την από 3-12-2019 και με αριθμ.κατ. ΓΑΚ ……./ ΕΑΚ ………../ 4-12-2019 αγωγή της, η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα εξέθετε ότι δυνάμει της από 9-12-2011 έγγραφης σύμβασης πώλησης που κατήρτισε με την εναγόμενη και ήδη εφεσίβλητη, ανέλαβε την υποχρέωση να της πωλήσει και να της μεταβιβάσει κατά κυριότητα το υπό ελληνική σημαία ρυμουλκό πλοίο με το όνομα «Ε» αντί συνολικού τιμήματος ποσού 300.000 ευρώ, εκ των οποίων η αντισυμβαλλόμενη της της κατέβαλε το χρηματικό ποσό των 101.450 ευρώ κατά την υπογραφή της σύμβασης και το υπόλοιπο ποσό των 198.550 ευρώ, που πιστώθηκε, ήταν καταβλητέο σε 18 μηνιαίες δόσεις των 11.000 ευρώ, πλην της τελευταίας η οποία συμφωνήθηκε στο ποσό των  9.850 ευρώ, με την πρώτη να είναι καταβλητέα την 31η-1-2012 και τις επόμενες την τελευταία ημέρα κάθε επόμενου μήνα. Ότι σε εκτέλεση αυτής της σύμβασης, η ίδια υπήρξε συνεπής στην εκπλήρωση των συμβατικών της υποχρεώσεων και παρέδωσε το πλοίο στην αγοράστρια, πλην, όμως, η τελευταία κατέστη υπερήμερη στην καταβολή του τιμήματος καθώς έχει καταβάλει το χρηματικό ποσό των 58.000 ευρώ, με το οποίο έχει εξοφλήσει τις πέντε (5) πρώτες δόσεις και μέρος της έκτης δόσης, εξακολουθώντας να οφείλει τις υπόλοιπες δόσεις του πιστωθέντος τιμήματος, παρότι έχει οχληθεί εγγράφως από την 27η-8-2019. Επικαλούμενη επομένως ως νόμιμο λόγο ευθύνης της αντιδίκου της την υπερημερία της στην καταβολή του οφειλόμενου τιμήματος, άλλως τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού ζητούσε να υποχρεωθεί να της καταβάλει το χρηματικό ποσό των 140.550 ευρώ, νομιμοτόκως από την δήλη ημέρα πληρωμής κάθε μηνιαίας δόσης, άλλως από την 27η-8-2019 που οχλήθηκε εγγράφως, άλλως από την επίδοση της αγωγής. Επίσης, ζητούσε να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινώς εκτελεστή και να καταδικασθεί η αντίδικος της στην καταβολή των δικαστικών της εξόδων. Με τις νομίμως κατατεθείσες προτάσεις της, η εναγόμενη – εφεσίβλητη αρνήθηκε αιτιολογημένως την ιστορική βάση της αγωγής ενώ πρότεινε και τις ενστάσεις: α) μερικής εξόφλησης, επικαλούμενη ότι πέραν του ποσού των 58.000 ευρώ που η ίδια η ενάγουσα ομολογεί ότι έχει εισπράξει έναντι του οφειλόμενου τιμήματος, αυτή (εναγομένη) είχε καταβάλει στην ενάγουσα επιπλέον το χρηματικό ποσό των 126.610 ευρώ, με τις τμηματικές καταβολές στις οποίες προέβη την 29.12.2011 προς την ……., κατ’ εντολή του νομίμου εκπροσώπου της ενάγουσας ……. καθώς επίσης και κατά τα έτη 2012 έως και 2014, δια καταβολών από τον νόμιμο εκπρόσωπό της ………….. προς το νόμιμο εκπρόσωπο της ενάγουσας ………., όπως αυτές προσδιορίζονται στο δικόγραφο των προτάσεων της και β) καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος. Για τον λόγο αυτό ζητούσε να απορριφθεί η αγωγή και να καταδικασθεί στην καταβολή των δικαστικών της εξόδων. Η ως άνω υπόθεση συζητήθηκε κατ’ αντιμωλία των διαδίκων ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς κατά την δικάσιμο της 27ης-10-2020 και μετά την έκδοση των υπ’ αριθμ. 399/2021 και 709/2022 μη οριστικών αποφάσεων, συζητήθηκε εκ νέου κατά την δικάσιμο της 17ης-5-2022 και εκδόθηκε κατ’ αντιμωλία των διαδίκων η εκκαλούμενη υπ’ αριθμ. 3570/22-11-2022 οριστική απόφαση του ως άνω δικαστηρίου, με την οποία αφού η αγωγή κρίθηκε, τόσο κατά την κύρια όσο και κατά την επικουρική της βάση, ως ορισμένη και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 513 επ., 532, 904 επ., 341, 345 και 346 ΑΚ, 176, 191 παρ. 2, 907 και 908 του Κ.Πολ.Δ., απορρίφθηκε ως κατ’ ουσία αβάσιμη, καθώς κατά την κρίση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, δεν αποδείχθηκε η ύπαρξη οφειλής της εναγόμενης προς την ενάγουσα από την επίδικη σύμβαση πώλησης, παρελκομένης της εξέτασης των ενστάσεων εξόφλησης και καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος. Τέλος, η ενάγουσα καταδικάσθηκε στην καταβολή των δικαστικών εξόδων της εναγόμενης, τα οποία ορίσθηκαν στο χρηματικό ποσό των 2.850 ευρώ.

Ήδη η ενάγουσα, ως έχουσα έννομο συμφέρον εκ του διατακτικού της εκκαλουμένης απόφασης, πλήττει αυτή (εκκαλούμενη απόφαση) για λόγους που ανάγονται σε εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί να γίνει δεκτή η έφεση της, να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη, να κρατηθεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο και να γίνει δεκτή η αγωγή της ως κατ’ ουσία βάσιμη, απορριπτομένων ως αβάσιμων των ενστάσεων που πρότεινε η εναγόμενη στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο και επανέφερε παραδεκτώς στα πλαίσια της παρούσας δευτεροβάθμιας δίκης.

[ΙΙΙ] Σύμφωνα με την έννοια του άρθρου 513 ΑΚ, ουσιώδη στοιχεία της σύμβασης πώλησης είναι το πράγμα (κινητό ή ακίνητο), το τίμημα και η συμφωνία των συμβαλλομένων περί μετάθεσης της κυριότητας και πληρωμής του τιμήματος. Συνεπώς, επί αγωγής του πωλητή κατά του αγοραστή, με την οποία επιδιώκεται η καταβολή του τιμήματος πωληθέντων εμπορευμάτων, οφείλει ο πωλητής να επικαλεσθεί και να αποδείξει α) την κατάρτιση της οικείας συμβάσεως, β) τα πωληθέντα και παραδοθέντα πράγματα και γ) την τιμή των πωληθέντων πραγμάτων (ΑΠ 124/2023, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, από την διάταξη του άρθρου 416 του ΑΚ, που ορίζει ότι η ενοχή αποσβέννυται με καταβολή, συνάγεται ότι στοιχεία της ενστάσεως εξοφλήσεως είναι το ποσό που καταβλήθηκε, η αιτία και ο χρόνος καταβολής (ΑΠ 701/2023, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 457 παρ. 2 και παρ. 3 ΚΠολΔ, εκείνος κατά του οποίου προσάγεται ιδιωτικό έγγραφο οφείλει να δηλώσει αμέσως αν αναγνωρίζει ή αρνείται τη γνησιότητα της υπογραφής, διαφορετικά το έγγραφο θεωρείται αναγνωρισμένο, αν αναγνωριστεί δε ή αν αποδειχθεί η γνησιότητα της υπογραφής, θεωρείται ότι έχει διαπιστωθεί η γνησιότητα του περιεχομένου, με την επιφύλαξη της προσβολής του ως πλαστού. Από τις διατάξεις αυτές, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 455, 457 παρ. 1 και 458 ΚΠολΔ συνάγεται ότι: 1) Τα ιδιωτικά έγγραφα, σε αντίθεση με ό, τι συμβαίνει με τα δημόσια έγγραφα, δεν έχουν το τεκμήριο γνησιότητας και εντεύθεν η επίκληση και προσκομιδή, προς απόδειξη ουσιώδους ισχυρισμού, ιδιωτικού εγγράφου εμπεριέχει και τον ισχυρισμό του διαδίκου σχετικά με τη γνησιότητά του, ο δε αντίδικός του φέρει το βάρος της άρνησης της γνησιότητας του εγγράφου και ο διάδικος που το προσκομίζει με επίκληση, φέρει το βάρος της απόδειξης της γνησιότητας αυτού, εφόσον αμφισβητηθεί . 2) Εάν το έγγραφο είναι ενυπόγραφο, αδιάφορα αν φέρει την υπογραφή εκείνου κατά του οποίου προσάγεται ή τρίτου, η μη αμφισβήτηση αμέσως της γνησιότητας της υπογραφής που έχει τεθεί σε αυτό, από την πλευρά του αντιδίκου του διαδίκου που το προσάγει, δημιουργεί αμάχητο τεκμήριο για τη γνησιότητα του υπερκείμενου της υπογραφής και καλυπτόμενου από αυτήν περιεχομένου του εγγράφου, το οποίο (στην περίπτωση αυτή, της μη αμφισβήτησης της γνησιότητας της υπογραφής ή της απόδειξης αυτής, εφόσον αμφισβητηθεί) ανατρέπεται μόνο με την προσβολή του εγγράφου ως πλαστού. 3) Η απόδειξη από εκείνον που προσήγαγε το ιδιωτικό έγγραφο, της γνησιότητας της υπογραφής σε αυτό, εφόσον αυτή αμφισβητηθεί, επιβάλλεται όχι μόνον όταν γίνεται χρήση του εγγράφου αυτού προς άμεση απόδειξη, αλλά και όταν τούτο χρησιμεύει για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων. 4) Για την απόδειξη της γνησιότητας μπορούν να χρησιμοποιηθούν όλα τα μέσα απόδειξης, ιδίως αυτοψία, πραγματογνωμοσύνη και μάρτυρες. Αν αποδειχθεί κατά τη διαδικασία, κατά την οποία εκδικάζεται η υπόθεση και προσάγεται το έγγραφο, η μη γνησιότητά του, δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη από το δικαστήριο, ενώ αν αποδειχθεί ότι είναι γνήσιο, τότε λαμβάνεται υπόψη, αν, όμως, το δικαστήριο, καίτοι προβλήθηκε άρνηση της γνησιότητάς του, λάβει (ή δεν λάβει) υπόψη το έγγραφο αυτό, υποπίπτει στην πλημμέλεια του άρθρου 559 αριθ. 11α ΚΠολΔ, αφού εκτιμά (ή δεν εκτιμά) έγγραφο, προτού να διαπιστώσει, όπως οφείλει, αν αποτελεί επιτρεπόμενο ή μη κατά το νόμο αποδεικτικό μέσο. Από τις διατάξεις αυτές, σε συνδυασμό με εκείνες του άρθρου 237 ΚΠολΔ, συνάγεται ότι η αμφισβήτηση της γνησιότητας της υπογραφής ενυπόγραφου ιδιωτικού εγγράφου πρέπει να γίνεται κατά την ίδια συνεδρίαση, κατά την οποία προσκομίζεται (για πρώτη φορά) το έγγραφο, με προσθήκη στις προτάσεις και να είναι ρητή, σαφής και ειδική, χωρίς ενδοιαστικές ή υποθετικές εκφράσεις, αν δε αυτό δεν γίνει, θωρείται, όπως προαναφέρθηκε, ότι αναγνωρίστηκε η γνησιότητα του εγγράφου και τυχόν αμφισβήτηση αυτής σε μεταγενέστερη συζήτηση ή για πρώτη φορά στη δίκη ενώπιον του Εφετείου, είναι απαράδεκτη. Αν δε, από τον αντίδικο εκείνου που προσκόμισε ιδιωτικό έγγραφο, αμφισβητηθεί η γνησιότητά του, το δικαστήριο δεν επιτρέπεται να εκτιμήσει αυτό, μόνο ή με άλλες αποδείξεις, προς μόρφωση της πεποίθησής του για το κατ`ουσίαν βάσιμο της αγωγής ή των ενστάσεων, αν προηγουμένως δεν κρίνει και απορρίψει ως αβάσιμο τον ισχυρισμό σχετικά με τη γνησιότητα του εγγράφου, ο οποίος -ισχυρισμός – αποτελεί νόμιμη δικονομική ένσταση, δηλαδή «πράγμα». η μη λήψη υπόψη του οποίου ιδρύει τον αναιρετικό λόγο από το άρθρο 559 αριθ. 8 ΚΠολΔ (ΑΠ 1860/2024, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 254 Κ.Πολ.Δ, ισχύουσα και στην κατ’ έφεση δίκη (άρθρο 524 παρ 1 ΚΠολΔ) όπως αυτή τροποποιήθηκε με το άρθρο 9 κεφάλαιο A του Ν. 2915/2001 και άρθρο 25 του Ν. 3994/2011 και ακολούθως με το άρθρο δεύτερο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015, που εφαρμόζεται με το άρθρο ένατο παρ.2 του αυτού άρθρου και νόμου, για όσες αγωγές κατατίθενται από 1.1.2016 και πριν την τροποποίησή της με το άρθρο 15 του Ν 4842/2021 οριζόταν ότι: « 1. Το δικαστήριο μπορεί να διατάξει την επανάληψη της συζήτησης στο ακροατήριο, η οποία έχει κηρυχθεί περατωμένη, όταν κατά την μελέτη της υπόθεσης ή την διάσκεψη παρουσιάζονται κενά ή αμφίβολα σημεία που χρειάζονται συμπλήρωση ή επεξήγηση ή όταν επιβάλλεται η διενέργεια αυτοψίας, πραγματογνωμοσύνης ή εξέτασης των διαδίκων στο ακροατήριο. Η απόφαση μνημονεύει απαραιτήτως τα ειδικά θέματα που αποτελούν αντικείμενο της επαναλαμβανόμενης συζήτησης. Η συζήτηση αυτή θεωρείται συνέχεια της προηγούμενης. .. 3…Η υπόθεση εκδικάζεται από τον ίδιο δικαστή και από την ίδια σύνθεση επί πολυμελούς δικαστηρίου, εκτός αν αυτό είναι, για φυσικούς ή νομικούς λόγους, αδύνατο.». Το ως άνω άρθρο 254 ΚΠολΔ τροποποιήθηκε εκ νέου με το άρθρο 15 του Ν 4842/2021, και ισχύει με τη νέα του μορφή από 1-1-2022 ενώ κατά το άρθρο 116 παρ 1β καταλαμβάνει και τις εκκρεμείς δίκες. Υπό τη νέα του διατύπωση το άρθρο 254 ΚΠολΔ έχει ως εξής : « 1. Το δικαστήριο μπορεί να διατάξει την επανάληψη της συζήτησης, η οποία έχει κηρυχθεί περατωμένη, όταν κατά την μελέτη της υπόθεσης ή την διάσκεψη παρουσιάζονται κενά ή αμφίβολα σημεία που χρειάζονται συμπλήρωση ή επεξήγηση. Η απόφαση μνημονεύει απαραιτήτως τα ειδικά θέματα που αποτελούν αντικείμενο της επαναλαμβανόμενης συζήτησης. Η συζήτηση αυτή θεωρείται συνέχεια της προηγουμένης. 2. Στην επαναλαμβανόμενη συζήτηση, η οποία ορίζεται το συντομότερο δυνατό, οι διάδικοι κλητεύονται τριάντα (30) τουλάχιστον ημέρες πριν από αυτήν. 3. Η υπόθεση εκδικάζεται από τον ίδιο δικαστή και από την ίδια σύνθεση επί πολυμελούς δικαστηρίου, εκτός αν αυτό είναι για φυσικούς ή νομικούς λόγους αδύνατο. Σε προθεσμία τριών (3) εργασίμων ημερών από την συζήτηση της υπόθεσης μπορεί να κατατεθεί προσθήκη επί των ζητημάτων της παρ. 1. Νέοι ισχυρισμοί και νέα αποδεικτικά μέσα δεν επιτρέπονται.». Από την συγκριτική παράθεση των δύο άρθρων προκύπτει ότι με το άρθρο 254 ΚΠολΔ υπό τη νέα του μορφή απαλείφθηκε η δυνατότητα διεξαγωγής πραγματογνωμοσύνης δια της εκδόσεως αποφάσεως περί επανάληψης της συζήτησης, η δε δυνατότητα αυτή της διεξαγωγής πραγματογνωμοσύνης προβλέφθηκε πλέον να γίνεται κατά τον τρόπο που διαγράφει το άρθρο 238 παρ 8 ΚΠολΔ, όπως τροποποιήθηκε με τον ίδιο Ν. 4842/2021 και ισχύει με τη νέα του μορφή από 1-1-2022 ενώ κατά το άρθρο 116 παρ 1β καταλαμβάνει και τις εκκρεμείς δίκες. Υπό τη νέα του μορφή το άρθρο 238 παρ 8 ΚΠολΔ έχει ως εξής: «Αν από την μελέτη του φακέλου της δικογραφίας κρίνεται απολύτως αναγκαία η εξέταση μαρτύρων στο ακροατήριο, ενός από κάθε πλευρά από εκείνους, που έδωσαν ένορκη βεβαίωση ή σε περίπτωση ανυπαρξίας αυτών, από τους προτεινόμενους από κάθε πλευρά, ή η εξέταση των διαδίκων, με απλή διάταξη του δικαστηρίου, διατάσσεται η επανάληψη της συζήτησης στο ακροατήριο σε χρόνο όχι συντομότερο από δεκαπέντε (15) ημέρες, για την εξέταση των μαρτύρων ή των διαδίκων ενώπιον του ήδη ορισμένου δικαστή, στον τόπο και στην ημέρα και ώρα που ορίζεται με τη διάταξη αυτή μέσα στο ίδιο δικαστικό έτος, εκτός αν αυτό είναι χρονικά αδύνατο. Αν ο χρόνος εξέτασης των μαρτύρων δεν επαρκεί, επιτρέπεται μόνο διακοπή για άλλη ημέρα και ώρα ενώπιον του ίδιου δικαστή, με προφορική ανακοίνωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά και επέχει θέση κλήτευσης όλων των διαδίκων, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων που δεν παρίστανται. Αν ο χρόνος εξέτασης των μαρτύρων οριστεί για οποιοδήποτε λόγο μέσα στο επόμενο δικαστικό έτος και η εξέταση των μαρτύρων ενώπιον του ίδιου δικαστή δεν είναι δυνατή, η υπόθεση διαγράφεται από την χρέωση του συγκεκριμένου δικαστή και ακολουθεί νέα χρέωση για την εξέταση των μαρτύρων και την έκδοση της απόφασης. Στην θέση της διαγραφείσας υπόθεσης, στον εισηγητή ή στον δικαστή του μονομελούς πρωτοδικείου ή του ειρηνοδικείου ανατίθεται άλλη υπόθεση. Με την διάταξη του πρώτου εδαφίου, το δικαστήριο μπορεί να διατάξει αυτοψία ή πραγματογνωμοσύνη στην οποία προσδιορίζονται ο τόπος, ο χρόνος, τα ονόματα των πραγματογνωμόνων, το θέμα της πραγματογνωμοσύνης, η προθεσμία για την κατάθεση της γνωμοδότησης των πραγματογνωμόνων, που δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερη από εξήντα (60) ημέρες, καθώς και κάθε άλλο χρήσιμο στοιχείο. Η καταχώριση της διάταξης στο οικείο βιβλίο του δικαστηρίου, το οποίο μπορεί να τηρείται και ηλεκτρονικά, επέχει θέση κλήτευσης όλων των διαδίκων. Η καταχώριση της διάταξης μπορεί επίσης να γνωστοποιείται με πρωτοβουλία του γραμματέα με αποστολή ηλεκτρονικού μηνύματος στην διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου των διαδίκων. Ο δικαστής που έχει οριστεί ως εισηγητής ή ο πρωτόδικης ή ο ειρηνοδίκης αποφασίζει για όλα τα σχετικά με την απόδειξη διαδικαστικά ζητήματα. Με την ολοκλήρωση της διαδικασίας εξέτασης των μαρτύρων ή των διαδίκων ή την κατάθεση της έκθεσης αυτοψίας ή της έκθεσης πραγματογνωμοσύνης θεωρείται συντελεσμένη και η επανάληψη της συζήτησης. Η άνω διάταξη ανακαλείται είτε αυτεπαγγέλτως είτε με αίτηση των διαδίκων. 9. Μέσα σε οκτώ (8) εργάσιμες ημέρες από την εξέταση των μαρτύρων ή των διαδίκων ή την διενέργεια της αυτοψίας ή της πραγματογνωμοσύνης οι διάδικοι δικαιούνται με προσθήκη να προβούν μόνο σε αξιολόγηση των αποδείξεων αυτών.». Από την παράθεση της ως άνω διατάξεως προκύπτει ότι πλέον είναι δυνατή η επανάληψη της συζητήσεως δια της έκδοσης πλέον απλής διατάξεως πραγματογνωμοσύνης αν πρόκειται κατά άρθρο 368 ΚΠολΔ να διευκρινιστούν αποδεικτέα ζητήματα που απαιτούν ειδικές γνώσεις επιστήμης ή τέχνης, οπότε στην περίπτωση αυτή δεν εκδίδεται πλέον απόφαση κατ` άρθρο 254 ΚΠολΔ. Μετά δε την κατάθεση της πραγματογνωμοσύνης δεν επακολουθεί επαναφορά της υποθέσεως με κατάθεση κλήσης για προσδιορισμό νέας δικασίμου ώστε να καθορισθεί, μετά την επανάληψη και την διεξαγωγή της πραγματογνωμοσύνης, νέα συζήτηση της υπόθεσης, αφού, όπως ρητώς ορίζει το άρθρο 238 παρ 8 εδαφ 6 η καταχώριση της διάταξης στο οικείο βιβλίο του δικαστηρίου, επέχει θέση κλήτευσης όλων των διαδίκων, ενώ επίσης κατά το ίδιο άρθρο 238 παρ 8 εδαφ τελευταίο με την κατάθεση της έκθεσης πραγματογνωμοσύνης θεωρείται συντελεσμένη και η επανάληψη της συζήτησης, δηλονότι η υπόθεση επανέρχεται αυτομάτως εις χείρας του δικάσαντος δικαστή (επί μονομελούς συνθέσεως) είτε εις χείρας του εισηγητή δικαστή (επί πολυμελούς συνθέσεως) χωρίς να επακολουθήσει νέα συζήτηση της υποθέσεως. Στην δε αιτιολογική έκθεση του Ν. 4842/2021 επισημαίνονται οι λόγοι που οδήγησαν στις ως άνω τροποποιήσεις. Ειδικότερα: Α) Κατά την αιτιολογική έκθεση του άρθρου 15 του Ν 4842/2021 που τροποποίησε το άρθρο 254 ΚΠολΔ ορίζεται ότι «…με τη νέα διάταξη του άρθρου 254 ΚΠολΔ καταργείται η δυνατότητα έκδοσης μη οριστικής απόφασης για επανάληψη της συζήτησης, προκειμένου να διεξαχθούν αποδείξεις, η οποία είχε ουσιαστικά επιβληθεί από τον ν. 2915/2001, ως διέξοδος μετά την κατάργηση της προδικαστικής απόφασης και καθιερώνεται πλέον μια συζήτησης της υπόθεσης. Στην ρύθμιση αυτή περί δυνατότητας εκδόσεως απλής διάταξης πραγματογνωμοσύνης πάντα κατά την αιτιολογική έκθεση οδηγήθηκε ο νομοθέτης διότι στην πρακτική παρατηρήθηκε ότι τα δικαστήρια της ουσίας εξέδιδαν, μετά από πολύ χρόνο από τη συζήτηση της υπόθεσης, απόφαση επανάληψης της συζήτησης που διέταζε τη διεξαγωγή αποδείξεων κατ’ εφαρμογή του ισχύοντος άρθρου. Αυτό δε, είχε ως συνέπεια την πλήρη καθυστέρηση στην απονομή της πρωτοβάθμιας δικαιοσύνης, λόγω της έκδοσης μη οριστικής απόφασης, κατάθεσης νέας κλήσης και νέας συζήτησης μετ’ απόδειξη της υπόθεσης, και το πλήρες ανεφάρμοστο της αντίστοιχης ρύθμισης της παρ. 6 του άρθρου 237 που έδινε την ίδια δυνατότητα με την έκδοση σχετικής διάταξης διεξαγωγής εμμαρτύρων αποδείξεων. Β) Κατά την αιτιολογική έκθεση του άρθρου 12 του Ν 4842/2021 που τροποποίησε το άρθρο 237 παρ 8 ΚΠολΔ ορίζεται ότι «…με την προτεινόμενη παρ. 8, διατάσσεται, εφόσον κριθεί απολύτως αναγκαίο από τη μελέτη της δικογραφίας, με διάταξη του δικαστηρίου, όχι μόνο του προέδρου επί πολυμελούς δικαστηρίου, η επανάληψη της συζήτησης ενώπιον του ορισμένου για τον σκοπό αυτό δικαστή, για την εξέταση των μαρτύρων, την εξέταση των διαδίκων, αλλά και την διενέργεια αυτοψίας ή πραγματογνωμοσύνης και όχι μόνο για την εξέταση μαρτύρων, όπως ίσχυε μέχρι τώρα με αντίστοιχη κατάργηση του περιεχομένου του άρθρου 254 ΚΠολΔ στην τακτική διαδικασία και βέβαια κατάλληλη προσαρμογή του περιεχομένου της παρ. 8 του άρθρου αυτού για το αποδεικτικό μέσο της αυτοψίας και της πραγματογνωμοσύνης… Διαπιστώθηκε δε, βάσει στατιστικών στοιχείων, ότι η παρ. 6 του άρθρου 237 ΚΠολΔ (που προέβλεπε τη έκδοση διάταξης για την εξέταση μαρτύρων) δεν εφαρμόζεται ή εφαρμόζεται σπανίως, είτε επειδή το δικαστήριο αρκείται για τον σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης στα αποδεικτικά μέσα που προσκομίζονται από τους διαδίκους, είτε επειδή, κυρίως, το δικαστήριο ανατρέχει στο άρθρο 254 ΚΠολΔ, όπου δίνεται η δυνατότητα έκδοσης απόφασης επανάληψης της συζήτησης και για τα λοιπά αποδεικτικά μέσα, κάτι όμως που καθιστά πολύ χρονοβόρα την εξέλιξη της διαδικασίας. Με την κατάργηση του άρθρου 254 το δικαστήριο είναι υποχρεωμένο να εκδώσει διάταξη, δίχως να απαιτείται νέα συζήτηση της υπόθεσης. Η ενδεχόμενη πρόταση για την έκδοση της ως άνω διάταξης πριν από την συζήτηση της αγωγής μεταθέτει την διάσκεψη της υπόθεσης σε χρόνο πριν από την συζήτηση της αγωγής, προϋποθέτει την πλήρη ενημέρωση του εισηγητή δικαστή για την δικογραφία, ενόψει του ότι η παρ. 6 του άρθρου 237 ΚΠολΔ κάνει λόγο για απόλυτα αναγκαία κρίση για την εξέταση των μαρτύρων, πέρα και ανεξάρτητα από το γεγονός ότι μπορεί να επισυμβεί παραίτηση από την αγωγή ή διακοπή της δίκης κατ’ άρθρο 286 ΚΠολΔ….». Σκοπός επομένως του νομοθέτη ήταν η επιτάχυνση της διαδικασίας ώστε να παρέχεται η δυνατότητα έκδοσης απλής διάταξης περί εξέτασης μαρτύρων ή απλής διάταξης πραγματογνωμοσύνης. Μάλιστα δε ο νομοθέτης δεν απέκλεισε (αλλά ούτε επέβαλε) τη δυνατότητα έκδοσης διάταξης πραγματογνωμοσύνης αμέσως μετά την χρέωση της υποθέσεως στον δικαστή ή στην σύνθεση του Πολυμελούς Δικαστηρίου και τον ορισμό εισηγητή δικαστή κατά άρθρο 237 παρ 6 ΚΠολΔ, δηλαδή ακόμη και πριν την συζήτηση της υποθέσεως μετά από προδιάσκεψη. Έτσι, ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου παρέχεται πλέον στον δικαστή η δυνατότητα έκδοσης απλής διάταξης πραγματογνωμοσύνης είτε πριν την συζήτηση της υποθέσεως όπως άλλωστε αναφέρει η εισηγητική έκθεση, που δεν απέκλεισε την δυνατότητα αυτή ως ενδεχόμενη, είτε μετά την συζήτηση της υποθέσεως και τη μελέτη της δικογραφίας αν πρόκειται κατ` άρθρο 368 ΚΠοΛΔ για αποδεικτέα ζητήματα που για να γίνουν αντιληπτά απαιτούνται ειδικές γνώσεις επιστήμης ή τέχνης. Περαιτέρω κατά το άρθρο 524 ΚΠοΔ που ρυθμίζει την διαδικασία συζητήσεως της υποθέσεως ενώπιον του Εφετείου, όπως και αυτό τροποποιήθηκε με το άρθρο 28 του ίδιου Ν 4842/2021, ορίζεται ότι στη διαδικασία ενώπιον του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου εφαρμόζεται (πέραν από το άρθρο 254 ΚΠολΔ) και το άρθρο 237 παρ 8 ΚΠολΔ, στο οποίο και ευθέως παραπέμπει η ως άνω διάταξη του άρθρου 524 ΚΠολΔ. Κατά την αιτιολογική έκθεση του άρθρου 28 του Ν 4842/2021 που τροποποίησε το άρθρο 524 ΚΠολΔ ορίζεται ότι «Η παρ. 1 του άρθρου 524 ΚΠολΔ αναδιατυπώνεται, προκειμένου να προσαρμοσθεί στη νέα αρίθμηση του άρθρου 237. Η παραπομπή στην παρ. 8 γίνεται, προκειμένου, μετά την προτεινόμενη τροποποίηση των παρ. 1 και 3 του άρθρου 254, να μπορεί το εφετείο, όταν ασκείται έφεση από το διάδικο, που δικάσθηκε ερήμην ή και για την απόδειξη της βασιμότητας λόγων έφεσης, να διατάξει πραγματογνωμοσύνη….». Από την παράθεση της αιτιολογικής εκθέσεως συνάγεται ότι ο νομοθέτης θέλησε η δυνατότητα εκδόσεως απλής διατάξεως πραγματογνωμοσύνης να ισχύει και στην δευτεροβάθμια δίκη, προσαρμοσμένη όμως στην διαδικασία ενώπιον του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου, όπου δεν υπάρχει ούτε προκατάθεση των προτάσεων και των αμοιβαίων αντικρούσεων ούτε ορισμός δικαστή πριν την συζήτηση της υποθέσεως, έτσι ώστε να μη νοείται προδιάσκεψη. Στην περίπτωση επομένως της δευτεροβαθμίου δίκης δεν είναι δυνατή η έκδοση απλής διατάξεως πραγματογνωμοσύνης πριν από την συζήτηση της υπόθεσης, μια δυνατότητα που προβλέπεται στην πρωτοβάθμια δίκη, καθόσον ενώπιον του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου, οι προτάσεις κατατίθενται επί της έδρας και η υπόθεση δεν προχρεώνεται. Είναι όμως δυνατή η έκδοση απλής διατάξεως πραγματογνωμοσύνης (και όχι απόφασης περί επανάληψης της συζήτησης κατά το άρθρο 254 ΚΠολΔ) μετά τη συζήτηση της υπόθεσης, όπως ρητώς θέλησε ο νομοθέτης με το νέο άρθρο 524 ΚΠολΔ, οπότε με την κατάθεση εκθέσεως πραγματογνωμοσύνης η συζήτηση θεωρείται και πάλι συντελεσμένη και δεν επακολουθεί κλήση και επανασυζήτηση της υποθέσεως, παρά η υπόθεση επανέρχεται αυτομάτως εις χείρας του δικάσαντος δικαστή (επί μονομελούς συνθέσεως) ή του εισηγητή δικαστή (επί πολυμελούς συνθέσεως). Η περίπτωση αυτή της εκδόσεως απλής διατάξεως πραγματογνωμοσύνης ενώπιον του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου, και όχι αποφάσεως που διατάσσει την επανάληψη της συζήτησης, καθίσταται όμως όλως προβληματική όταν το Εφετείο προκειμένου να διατάξει πραγματογνωμοσύνη, θα πρέπει προηγουμένως να περιλάβει στο σκεπτικό του οριστικές δικαιοδοτικές κρίσεις, οι οποίες δεν μπορούν βεβαίως να περιληφθούν σε απλή διάταξη πραγματογνωμοσύνης, που, αφού δεν συνιστά δικαστική απόφαση, δεν αναπτύσσει ούτε δεδικασμένο ούτε εκτελεστότητα. Στην περίπτωση αυτή κατ’ εξαίρεση, το Εφετείο θα διατάξει την διενέργεια της πραγματογνωμοσύνης με απόφαση για επανάληψη της συζήτησης κατά το άρθρο 254 του Κ.Πολ.Δ. (πρβλ ΜονΕφΑθ 904/2024, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

[IV] Από την επανεκτίμηση των προσκομισθέντων ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου αποδεικτικών μέσων και από τα παραδεκτώς προσκομιζόμενα από τους διαδίκους το πρώτον ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου κατά την διάταξη του άρθρου 529 παρ. 1 ΚΠολΔ όμοια και ειδικότερα από τις νομότυπα κατ’ άρθρ. 421 του Κ.Πολ.Δ. ληφθείσες υπ’ αριθμ. …. και …./ 2020 ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων της εφεσίβλητης ………. και ………., οι οποίες δόθηκαν νομίμως ενώπιον του Συμβολαιογράφου Πειραιώς ………. και ύστερα από νομότυπη κλήτευση της εκκαλούσας (βλ.σχετ. την υπ’ αριθμ. …………/ 2020 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Εφετείο Αθηνών ……….), από όλα ανεξαιρέτως τα νομίμως προσκομιζόμενα μετ’ επικλήσεως από τους διαδίκους έγγραφα, είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, συμπεριλαμβανομένων και των εγγράφων που οι διάδικοι προσκομίζουν για πρώτη φορά ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρο 529 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ.) και αφού ληφθούν υπόψη και τα διδάγματα της κοινής πείρας, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει της από 24-3-2010 σύμβασης σύστασης ναυτικής εταιρείας που καταρτίσθηκε στον Πειραιά μεταξύ του ……….., της ………………., της ……………., της ………. και της ………., που έχει νομίμως καταχωρηθεί στο Βιβλίο Μητρώου Ναυτικών Εταιρειών του Ν. 959/1979 με αύξοντα αριθμό …/ 4-5-2011, συστάθηκε η εκκαλούσα ναυτική εταιρεία με την επωνυμία «…………», με έδρα στον Πειραιά, οδός …………… και εταίρους τους ανωτέρω συμβαλλόμενους και συγκεκριμένα τον πρώτο κατά ποσοστό 20%, τη δεύτερη κατά ποσοστό 20%, την τρίτη κατά ποσοστό 10%, την τέταρτη κατά ποσοστό 25% και την πέμπτη κατά ποσοστό 25%, ενώ ως μέλη του διοικητικού της συμβουλίου διορίσθηκαν από τους ιδρυτές της ο πρώτος ως Πρόεδρος και νόμιμος εκπρόσωπος, έχοντας την εξουσία να ενεργεί μόνος, να εκπροσωπεί και να δεσμεύει την εταιρεία έναντι παντός τρίτου φυσικού ή νομικού προσώπου με μόνη την υπογραφή του τιθεμένη κάτωθι της εταιρικής επωνυμίας, η τέταρτη ως Αντιπρόεδρος και η πέμπτη ως Γραμματέας. Σύμφωνα με το άρθρο 2.3.1 της ως άνω σύμβασης, αποκλειστικός σκοπός της εταιρείας ήταν η κυριότητα, εκμετάλλευση ή διαχείριση ιδιόκτητων ελληνικών εμπορικών πλοίων και στα πλαίσια της δραστηριότητας που ανέπτυξε, την 9η-12-2011 κατήρτισε έγγραφη σύμβαση πώλησης με την εφεσίβλητη ναυτική εταιρεία με την επωνυμία «……..», νομίμως εκπροσωπουμένης από την ………, δυνάμει της οποίας η εκκαλούσα ανέλαβε την υποχρέωση να πωλήσει και να μεταβιβάσει κατά κυριότητα στην εφεσίβλητη το υπό ελληνική σημαία ρυμουλκό πλοίο με το όνομα «Ε» αντί συνολικού τιμήματος 300.000 ευρώ, εκ του οποίoυ η εναγομένη – εφεσίβλητη είχε ήδη καταβάλει κατά την υπογραφή της συμφωνίας το χρηματικό ποσό των 101.450 ευρώ και το υπόλοιπο των 198.550 ευρώ, που πιστώθηκε, ήταν καταβλητέο σε 18 μηνιαίες δόσεις των 11.000 ευρώ, πλην της τελευταίας η οποία συμφωνήθηκε στο ποσό των 9.850 ευρώ, με την πρώτη να είναι καταβλητέα την 31η-1-2012, τις επόμενες την τελευταία ημέρα εκάστου επομένου μηνός και την τελευταία την 31η-5-2013. Σύμφωνα με τον υπ’ αριθμ. 6 όρο της, η σύμβαση τελούσε υπό την διαλυτική αίρεση της πλήρους, ολοσχερούς, εμπροθέσμου και προσήκουσας εξόφλησης του οφειλόμενου τιμήματος, οπότε σε περίπτωση μη καταβολής μίας και μόνον εκ των δόσεων, η εκκαλούσα – πωλήτρια είχε το δικαίωμα, με δήλωση της, κοινοποιούμενη με δικαστικό επιμελητή προς την εφεσίβλητη – αγοράστρια, να θεωρήσει την αίρεση πληρωθείσα και να αναλάβει στην πλήρη κατοχή, νομή και κυριότητα της το πλοίο. Επίσης, σύμφωνα με τον υπ’ αριθμ. 2 όρο της σύμβασης πώλησης, η εξόφληση των δόσεων θα αποδεικνυόταν με γραπτή εξοφλητική απόδειξη της εκκαλούσας και με την πλήρη εξόφληση του πιστούμενου τιμήματος, η εκκαλούσα όφειλε να χορηγήσει στην εφεσίβλητη, υπογεγραμμένη από το νόμιμο εκπρόσωπο αυτής, απόδειξη εξόφλησης πιστωθέντος τιμήματος και δήλωση άρσης της διαλυτικής αίρεσης με θεωρημένο το γνήσιο της υπογραφής του νομίμου εξουσιοδοτημένου εκπροσώπου της από την κατά νόμο αρχή. Κατά την υπογραφή της σύμβασης, η εκκαλούσα εκπροσωπήθηκε από τον Πρόεδρο του διοικητικού της συμβουλίου και νόμιμο εκπρόσωπο της, ο οποίος ήταν εφοδιασμένος και με το από 16-2-2011 πρακτικό συνεδρίασης του διοικητικού συμβουλίου και η εφεσίβλητη από την …….., Προέδρου του ΔΣ αυτής. Σε εκτέλεση αυτής της σύμβασης, η εκκαλούσα παρέδωσε την ίδια ημέρα την κατοχή και τη νομή του πωληθέντος ρυμουλκού πλοίου στην εφεσίβλητη, η οποία το μετονόμασε σε «ΑV» και επομένως απέκτησε κατ’ αυτής αξίωση για την καταβολή του υπόλοιπου τιμήματος των 198.550 ευρώ, που είχε πιστωθεί. Όπως η ίδια η εκκαλούσα ομολογεί με το δικόγραφο της αγωγής της, της έχει ήδη καταβληθεί για αυτήν την αιτία από την εφεσίβλητη το χρηματικό ποσό των 58.000 ευρώ. Η ίδια δε ισχυρίζεται περαιτέρω ότι η αντίδικος της εξακολουθεί να της οφείλει το ποσό των ευρώ 140.550 που αποτελείται από το χρηματικό ποσό των 8.000 ευρώ το οποίο είναι το ανεξόφλητο υπόλοιπο της έκτης δόσης και τις υπόλοιπες δώδεκα δόσεις, με την τελευταία να έχει καταστεί ληξιπρόθεσμη και απαιτητή από την 31η-5-2013 (οι πρώτες δόσεις και μέρος της έκτης καλύφθηκαν με την καταβολή των 58.000 ευρώ). Επομένως, η εκκαλούσα, κατόπιν των ανωτέρω αποδειχθέντων, απέκτησε αξίωση ύψους 140.550 ευρώ κατά της εφεσίβλητης, με την τελευταία να φέρει το υποκειμενικό βάρος απόδειξης εξόφλησης, οπότε σε καταφατική περίπτωση η ένδικη αγωγή επί της οποίας εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση να είναι απορριπτέα ως αβάσιμη, λόγω εξόφλησης. Με τις νομίμως κατατεθείσες προτάσεις της ενώπιον του πρωτοβάθμιο δικαστηρίου, η εφεσίβλητη προέβαλε την ένσταση (μερικής) εξόφλησης του οφειλόμενου τιμήματος των 140.550 ευρώ που αξίωνε η εκκαλούσα. Όπως προαναφέρθηκε, η ως άνω ένσταση, όπως και η ένσταση καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος που επίσης είχε προβάλει η εφεσίβλητη στην πρωτοβάθμια δίκη, δεν κρίθηκαν από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, καθώς με την εκκαλούμενη απόφαση έγινε δεκτό ότι δεν αποδείχθηκε ότι είχε γεννηθεί απαίτηση της εκκαλούσας κατά της εφεσίβλητης και επομένως δεν ετίθετο ζήτημα εξόφλησης της, που προϋποθέτει ότι υπήρξε γεγενημένη και ληξιπρόθεσμη απαίτηση του δανειστή που εξοφλήθηκε από τον οφειλέτη. Ειδικότερα, ως προς την ένσταση εξόφλησης, η εφεσίβλητη ισχυρίζεται ότι δεν τηρήθηκε η συμφωνία των αντισυμβαλλόμενων για την εξόφληση του τιμήματος σε 18 μηνιαίες δόσεις, αλλά κατόπιν συμφωνίας του Προέδρου του διοικητικού συμβούλιου και νόμιμου εκπροσώπου της εκκαλούσας …………… και του ………, Αντιπροέδρου του διοικητικού συμβουλίου της εφεσίβλητης, ο πρώτος θα εισέπραττε για λογαριασμό της εκκαλούσας, από τον δεύτερο τμηματικά το οφειλόμενο τίμημα μέχρι ολοσχερούς εξόφλησης, οπότε θα εκδίδετο η εξοφλητική απόδειξη και θα γινόταν η άρση της διαλυτικής αίρεσης και ότι σε εκτέλεση αυτής της συμφωνίας, ο ………, ενεργώντας για λογαριασμό της εφεσίβλητης, κατέβαλε το έτος 2011 το χρηματικό ποσό των 6.000 ευρώ στην …………, μέτοχο της εκκαλούσας κατόπιν υπόδειξης του ………. και στον τελευταίο με τις τμηματικές καταβολές, που προσδιορίζονται αναλυτικώς στις προτάσεις της εφεσίβλητης, το έτος 2012 το χρηματικό ποσό των 37.100 ευρώ, το έτος 2013 το χρηματικό ποσό των 33.100 ευρώ και το έτος 2014 το χρηματικό ποσό των 50.400 ευρώ, ήτοι συνολικά κατά τα έτη 2011-2014 κατέβαλε το χρηματικό ποσό των 126.610 ευρώ στα οποία αν προστεθούν και τα 58.000 ευρώ που η ίδια η εκκαλούσα ομολογεί ότι έχει εισπράξει, προκύπτουν καταβολές συνολικού ύψους 184.810 ευρώ, που υπολείπονται του οφειλόμενου τιμήματος κατά 13.940 ευρώ τα οποία είχε συμφωνηθεί να καταβληθούν ταυτόχρονα με την άρση της διαλυτικής αίρεσης, πλην όμως ο …… . απεβίωσε την 19η-7-2017, με αποτέλεσμα να μην προχωρήσει αυτή η διαδικασία. Για την απόδειξη δε των ισχυρισμών της, η εφεσίβλητη προσκόμισε στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο ως σχετικό έγγραφο 7 αντίγραφα ημερολογίων των ετών 2012, 2013 και 2014, στα οποία σημείωνε σε κάθε ημέρα κατά την οποία πραγματοποιούσε καταβολές, το ονοματεπώνυμο του ……… (προφανώς από παραδρομή το ανέγραφε ως ……….) και την αιτία της πληρωμής («έναντι ….. ΑV), ενώ κάτωθι της κάθε εγγραφής υπήρχε ιδιόχειρη υπογραφή, η οποία, κατά την εφεσίβλητη, είχε τεθεί από τον ………., που ήταν ο λαβών. Επίσης, σε ορισμένες ημερομηνίες αναγραφόταν και η φράση «Ο ΛΑΒΩΝ» πλησίον της υπογραφής Ενδεικτικά αναφέρεται ότι στο ημερολόγιο του έτους 2012, στην σελίδα της Δευτέρας 2 Ιανουαρίου 2012 υπάρχει η σημείωση με κεφαλαία γράμματα «ΕΝΑΝΤΙ ……..», κάτωθι αυτής «ΑV 1200 ευρώ» και κάτωθι αυτής «Ο ΛΑΒΩΝ» και δεξιά αυτής μία υπογραφή, στην σελίδα της Παρασκευής 6 Απριλίου υπάρχει η σημείωση «ΑV ……… 400 ευρώ» και κάτωθι αυτής μία υπογραφή, ενώ παρόμοιες και με μικρές διαφορές είναι οι εγγραφές και στα ημερολόγια των ετών 2013 και 2014. Με την από 4-7-2020 προσθήκη των έγγραφων προτάσεων, που κατέθεσε στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, η εκκαλούσα, εμπροθέσμως, αρνήθηκε την γνησιότητα των προαναφερόμενων ιδιωτικών εγγράφων (αντίγραφα των ημερολογίων ετών 2012 – 2014) στα οποία η εφεσίβλητη είχε θεμελιώσει την ένσταση εξόφλησης, καθώς αμφισβήτησε ρητά ότι οι ιδιόχειρες υπογραφές που υπήρχαν σε κάθε σελίδα των ημερολογίων κάτωθι του κειμένου για τις πληρωμές, είχαν τεθεί από τον ……….. Επίσης αρνήθηκε ότι και τα κείμενα για τις έναντι πληρωμές για το πλοίο «ΑV» και τα χρηματικά ποσά που είχαν καταβληθεί ως έναντι είχαν γραφεί από τον ………….. Για τον λόγο αυτό, ζητούσε την απόρριψη της ένστασης εξόφλησης, άλλως να διαταχθεί από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο η διενέργεια γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης ώστε να ελεγχθεί αν οι επιμέρους υπογραφές, τα κείμενα και τα αριθμητικά ποσά ανήκαν στον …………. ή αν αποτελούν προϊόντα πλαστογραφίας. Όπως προαναφέρθηκε, οι ως άνω ισχυρισμοί της εκκαλούσας αλλά και το αίτημα διενέργειας γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης δεν ερευνήθηκαν από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, καθώς κρίθηκε ότι δεν γεννήθηκε καμία απαίτηση της εκκαλούσας κατά της εφεσίβλητης από την από 9-12-2011 σύμβαση πώλησης που είχαν καταρτίσει. Στα πλαίσια όμως της παρούσας δευτεροβάθμιας δίκης, γίνεται δεκτό ότι εφόσον η εκκαλούσα εκπλήρωσε με επιμέλεια τις συμβατικές της υποχρεώσεις και μέρος του τιμήματος είχε πιστωθεί, γεννήθηκε η απαίτηση της για την καταβολή του από την εφεσίβλητη, η οποία έφερε το βάρος απόδειξης της απόσβεσης αυτής της απαίτησης. Για τον λόγο λοιπόν αυτό, πρέπει να ερευνηθεί η ένσταση εξόφλησης, μέσω τμηματικών καταβολών στον ……., στην οποία (ένσταση) η εκκαλούσα απάντησε πρωτοδίκως και επαναφέρει παραδεκτώς στο παρόν Δικαστήριο με την αμφισβήτηση της γνησιότητας της υπογραφής του …………….. στα έγγραφα στα οποία στήριζε η αντίδικος της την ένσταση εξόφλησης. Λαμβάνοντας λοιπόν υπόψιν ότι η ένσταση εξόφλησης στηρίζεται κατά κύριο λόγο στο υπ’ αριθμ. 7 προσκομιζόμενο από την εφεσίβλητη ιδιωτικό έγγραφο (αντίγραφα των ημερολογίων των ετών 2012 – 2014 με τις εγγραφές που αποτελούσαν τις πληρωμές κατά την εφεσίβλητη), επί των οποίων την γνησιότητα της υπογραφής του ………… αμφισβητεί η εκκαλούσα, το παρόν δικαστήριο δεν επιτρέπεται να το εκτιμήσει, μόνο ή σε συνδυασμό με τις άλλες αποδείξεις, για τον σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης ως προς την βασιμότητα ή μη της ένστασης εξόφλησης, αν προηγουμένως δεν κρίνει και απορρίψει ως αβάσιμο τον ισχυρισμό σχετικά με την γνησιότητα αυτού του εγγράφου. Ως προς το ουσιώδες αυτό ζήτημα, το Δικαστήριο δεν μπορεί να σχηματίσει ασφαλή δικανική πεποίθηση περί της γνησιότητας των υπογραφών του …….., που έχουν τεθεί κάτω από τα κείμενα «…….. ΕΝΑΝΤΙ ΑV» στις επιμέρους σελίδες των ημερολογίων των ετών 2012 – 2014. Επειδή δε προς αντίληψη του εν λόγω ζητήματος απαιτούνται ιδιάζουσες γνώσεις επιστήμης, το Δικαστήριο κρίνει ότι προς, ασφαλή διάγνωση της επίδικης διαφοράς, είναι αναγκαίο να διαταχθεί η επανάληψη της συζήτησης στο ακροατήριο (δεν θα εκδοθεί διάταξη κατ’ άρθρο 237 παρ. 8 του Κ.ΠολΔ. καθώς το παρόν Δικαστήριο με την παρούσα απόφαση έκρινε για την γέννηση της απαίτησης της εκκαλούσας κατά της εφεσίβλητης) και η διενέργεια γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης από γραφολόγο πραγματογνώμονα (άρθρα 254, 368 και 369 ΚΠολΔ). Ενόψει του ότι όσον αφορά στο περιεχόμενο των εν λόγω αποδείξεων, ως προς το οποίο η εφεσίβλητη δια των αναφορών στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου «… Μάλιστα, ο νόμιμος εκπρόσωπός μας …………. τηρούσε ευλαβικώς ένα σημειωματάριο, όπου φαινόταν η ημερομηνία και το ακριβές ποσό που παρέδιδε κάθε φορά στον ………., υπό την ανωτέρω ιδιότητά του, έναντι της οφειλής για το «ΑV» και ο τελευταίος έθετε κάτω από το ποσό την υπογραφή του, ώστε να αποδεικνύεται έτσι η είσπραξη του ποσού από την αντίδικο εταιρεία ….» (σχετικά σελ. 10),  διευκρινίζει ότι το κείμενο των εν λόγω αποδείξεων συντάχθηκε από τον ………., με την εν λόγω πραγματογνωμοσύνη θα πρέπει διερευνηθεί αν οι ως άνω υπογραφές που κατά την εφεσίβλητη έχουν τεθεί από τον ……… στις επιμέρους σελίδες των ημερολογίων των ετών 2012 – 2014 που προσκομίζει η ίδια ως σχετικό έγγραφο 7, έχουν τεθεί πράγματι από αυτόν (………..) ή από κάποιο άλλο πρόσωπο, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό. Όσον αφορά στις προσκομιζόμενες ως σχετικό 10 από την εκκαλούσα ανυπόγραφες έγγραφες σημειώσεις, φερόμενες ως προερχόμενες από τον …….., ήδη αποβιώσαντα κατά τα άνω, τις οποίες η εφεσίβλητη δια της προσθήκης επί των προτάσεων που κατέθεσε κατά τη πρώτη συζήτηση της ένδικης αγωγής ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου ισχυρίσθηκε ότι το κείμενό της αμφισβητεί ότι έχει γραφεί από τον ……, δεν διατάσσεται η διενέργεια γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης, ενόψει του ότι προς υποστήριξη του εν λόγω ισχυρισμού της (περί πλαστότητας του εν λόγω ανυπόγραφου εγγράφου) [ΑΠ 1135/2021 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ], η εφεσίβλητη δεν ανέφερε τα αποδεικτικά στοιχεία προς απόδειξη του εν λόγω ισχυρισμού της, τόσο ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου όσο και ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ενώ και ο δικηγόρος …………., που εκπροσώπησε σε πρώτο βαθμό την εναγομένη και ακολούθως σε δεύτερο βαθμό την εναγομένη – εφεσίβλητη, δεν είχε την αναγκαία ειδική πληρεξουσιότητα για την υποστήριξη του ισχυρισμού πλαστότητας, ούτε η έλλειψη αυτή καλύφθηκε με αναδρομική έγκριση του σχετικού ισχυρισμού, αφού στα από 24.6.2020 και 21.11.2024 πληρεξούσια, με βάση τα οποία ο ανωτέρω δικηγόρος εκπροσώπησε την εναγομένη ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, αντίστοιχα, δεν περιλαμβάνεται και η εντολή για προσβολή ως πλαστών ειδικά των παραπάνω εγγράφων σημειώσεων, ενόψει μάλιστα του γεγονότος ότι η εφεσίβλητη δεν επικαλείται ότι άσκησε μήνυση για την εν λόγω πλαστογραφία. Συνακόλουθα ο ανωτέρω ισχυρισμός περί πλαστότητας αυτών, όπως αυτός εκτιμήθηκε, προβλήθηκε απαράδεκτα [ΑΠ 683/2013 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ]. Τέλος, σημειώνεται ότι τα προσκομιζόμενα και επικαλούμενα από τους διαδίκους έγγραφα και λοιπά αποδεικτικά μέσα, καθώς και οι ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων της εφεσίβλητης θα πρέπει να τεθούν στην διάθεση και να ληφθούν υπόψιν από τον διορισθέντα πραγματογνώμονα, ενώ θα συνεκτιμηθούν κατά την κατ` επανάληψη συζήτηση, η οποία αποτελεί συνέχεια της παρούσας συζήτησης. Δικαστικά έξοδα δεν θα επιβληθούν καθώς η απόφαση είναι μη οριστική.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει κατ’ αντιμωλία των διαδίκων.

Διατάσσει την επανάληψη της συζήτησης στο ακροατήριο.

Διατάσσει την διενέργεια γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης, επιμελεία του επιμελέστερου των διαδίκων.

Διορίζει πραγματογνώμονα τον …………… ο οποίος περιέχεται στον κατάλογο πραγματογνωμόνων του Εφετείου αυτού και ο οποίος, αφού δώσει τον όρκο του πραγματογνώμονα ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, εντός προθεσμίας τριάντα (30) ημερών από την επίδοση της παρούσας και σε ημέρα και ώρα, που θα οριστεί αρμοδίως, κατόπιν κλήσεως του επιμελέστερου των διαδίκων και αφού εξετάσει στο πρωτότυπο του το προσκομισθέν ως σχετικό έγγραφο 7 από την εφεσίβλητη «ΑΠΟΔΕΙΚΤΙΚΑ ΚΑΤΑΒΟΛΩΝ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ……………» και λάβει γνώση όλων των κρίσιμων εγγράφων της δικογραφίας, συγκεντρώσει από τους διαδίκους όσες πληροφορίες κρίνει απαραίτητες, καθώς και κάθε άλλο χρήσιμο στοιχείο, που βρίσκεται στην κατοχή των διαδίκων ή κάποιας δημόσιας αρχής και όσα άλλα στοιχεία θεωρήσει αναγκαία και ενεργήσει κάθε αναγκαία πράξη, θα γνωμοδοτήσει, με πλήρως αιτιολογημένη έκθεσή του, περί του εάν οι υπογραφές που υπάρχουν κάτω από τα κείμενα «….. ΕΝΑΝΤΙ ΑV» στις επιμέρους σελίδες των ημερολογίων των ετών 2012 – 2014, που αποτελούν το υπ’ αριθμ. 7 σχετικό έγγραφο της εφεσίβλητης έχουν τεθεί από τον ……………., που γεννήθηκε στον ….. το έτος 1957 και απεβίωσε στο …. Αττικής την 19η-7-2017, ή από κάποιο άλλο πρόσωπο, υποχρεωμένης της εναγομένης να προσκομίσει στον ανωτέρω πραγματογνώμονα το πρωτότυπο του ανωτέρω σχετικού. Την έκθεση γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης, πρέπει ο εν λόγω πραγματογνώμονας να καταθέσει στην Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού, εντός προθεσμίας ενενήντα (90) ημερών από την όρκισή του, συντασσόμενης για αυτό σχετικής εκθέσεως.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο του σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στον Πειραιά την 30η-6-2025, χωρίς να παρίστανται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                        Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ