Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 427/2025

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ   427/2025

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

Αποτελούμενο από τoν Δικαστή Λάζαρο Γιαπαλάκη Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από την Πρόεδρο Εφετών Πειραιά και από τη Γραμματέα Ε.Δ

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ……….. για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ :

ΕΚΚΑΛΟΥΣΑ: ΤΗΣ ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία …………, η οποία εδρεύει στον Πειραιά στην οδό ………, με Α.Φ.Μ. ……….., η οποία εκπροσωπείται νόμιμα και η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Γρηγόριο Μπλαβέρη  του Δ.Σ.Π. με Α.Μ. …………

ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΣ: ΤΟΥ ……….. και ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Βασιλική Καρίπη του Δ.Σ.Α. με Α.Μ. ……….(ΔΕ ΜΠΟΥΡΛΟΣ-ΚΟΥΤΑΒΑ & ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ) με δήλωση του άρθρου 242 παράγραφο 2 του ΚΠΟΛΔ.

Ο ενάγων άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά την από 28-12-2023 αγωγή του και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου αγωγής …………/29/12/2023 η οποία εκδικάστηκε κατά την δικάσιμο της 9-4-2024 κατά την ειδική διαδικασία περιουσιακών-εργατικών διαφορών και εκδόθηκε η με αριθμό 2824/2024 οριστική απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου η οποία δέχτηκε εν μέρει την ένδικη αγωγή ως κατ’ ουσίαν βάσιμη.

Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου η εναγόμενη και ήδη εκκαλούσα με την με αριθ. εκθ. καταθ. ………/2025 έφεσή της ενώπιον του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και με αριθμό εκθ. κατ. δικ. …………./2025 ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου της οποίας δικάσιμος ορίστηκε αυτή που αναγράφεται στην αρχή της παρούσης.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε. Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, η εκκαλούσα εκπροσωπήθηκε από τον ως άνω πληρεξούσιο δικηγόρο της ο οποίος ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στις έγγραφες προτάσεις του ενώ η πληρεξούσια δικηγόρος του εφεσίβλητου κατέθεσε εμπρόθεσμα τις προτάσεις της και παραστάθηκαν στο ακροατήριο του δικαστηρίου με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΝΟΜΟ

Στην προκειμένη περίπτωση φέρεται προς συζήτηση η από με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ενδίκου μέσου ………../2025 έφεση κατά της με αριθμό 2824/2024 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά η οποία εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των  περιουσιακών-εργατικών διαφορών αντιμωλία των διαδίκων επί της από με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου …………./29/12/2023 αγωγής του ενάγοντος και ήδη εφεσίβλητου κατά της εναγόμενης και ήδη εκκαλούσης. Η ως άνω έφεση έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα από τον εναγόμενο και σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 495, 511, 513 § 1 β, 516 και 518 § 1 ΚΠολΔ δεδομένου ότι η εκκαλουμένη απόφαση επιδόθηκε στις 3-4-2025 (βλ. την με αριθμό ……… Γ/3-4-2025 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών ………) ενώ η έφεση του ασκήθηκε στις 24-2-2025 (βλ την με αριθμό  …………./2025 έκθεση κατάθεσης δικογράφου ένδικου μέσου στο Πρωτοδικείο Πειραιά) σε προγενέστερο χρόνο δηλαδή της επίδοσης της εκκαλούμενης απόφασης. Δεδομένου ότι δεν απαιτείται η καταβολή του νόμιμου παράβολου κατ’ άρθρο 495 ΚΠΟΛΔ καθόσον στην προκειμένη περίπτωση πρόκειται για εφαρμογή του άρθρου 614 παρ.3 ΚΠΟΛΔ πρέπει να γίνει αυτή τυπικά δεκτή(άρθρο 533 ΚΠΟΛΔ και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των κατ’ ιδίαν λόγων της(άρθρο 524 παρ.1 ΚΠΟΛΔ).

Με την από με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου …………./29-12-2023 αγωγής του ο ενάγων εκθέτει ότι δυνάμει σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου μερικής απασχόλησης προσλήφθηκε από την εναγόμενη η οποία δραστηριοποιείται στον τομέα της πληροφορικής κα των δικτύων στις 22-12-2009, ως τεχνικός ηλεκτρονικών υπολογιστών και συγκεκριμένα ως μηχανικός πεδίου. Ότι στις 1-8-2012 η σύμβαση του μετατράπηκε σε σύμβαση εργασίας πλήρους απασχόλησης από Δευτέρα έως Παρασκευή με ωράριο από 9:00 έως 17:00 έναντι μηνιαίων αποδοχών 1.018,95 ευρώ μικτών οι οποίες από το καλοκαίρι του 2.014 ανήλθαν στο ποσό των 1.200 ευρώ. Ότι από τον Αύγουστο του 2.015 κατόπιν εντολής των εκπροσώπων της εναγόμενης ασκούσε καθήκοντα νεότερου διαχειριστή έργων και από τον Αύγουστο του 2.018 του ανατέθηκαν τα αναφερόμενα σ’ αυτήν καθήκοντα διαχειριστή έργων. Ότι από τότε που του ανατέθηκαν τα καθήκοντα του διαχειριστή έργων και μετέπειτα δεν εργαζόταν στο  προβλεπόμενο από την σύμβαση του ωράριο, αλλά βάση ημερήσιου προγράμματος το οποίο καταρτιζόταν σε συνεργασία με την προϊσταμένη του, σύμφωνα με τις εκάστοτε ανάγκες των πελατών και των σχετικών έργων και εμφάνιζε διαφοροποιήσεις και αποκλίσεις κάθε ημέρα ως προς την ώρα έναρξης και λήξης της εργασίας του. Ότι πέραν τούτου για την εμπρόθεσμη εκτέλεση των έργων εργαζόταν συχνά πέραν του οκταώρου πραγματοποιώντας υπερεργασία και υπερωριακή απασχόληση καθώς επίσης αυτός εργάστηκε και κάποια Σάββατα υπερωριακά. Ότι ως διαχειριστής έργου  διαχειρίστηκε επιτυχώς διάφορα έργα για σημαντικούς πελάτες της εναγόμενης με τον καθένα εξ’ αυτών να έχει διαφορετικές ανάγκες. Ότι παρόλο που παρείχε την εργασία του συνεχώς και προσηκόντως με συνέπεια και επιμέλεια υπό τις εντολές και οδηγίες της προϊσταμένης του και των εκπροσώπων της εναγόμενης η τελευταία δεν ήταν συνεπής στην εκπλήρωση των εργοδοτικών της υποχρεώσεων και συγκεκριμένα δεν του κατέβαλε τις δεδουλευμένες αποδοχές του, την αμοιβή που δικαιούται για υπερεργασία, παράνομη υπερωριακή απασχόληση ετών 2.018-2.021, εργασία την έκτη ημέρα της εβδομάδας και υπερωριακή απασχόληση την ημέρα αυτή, τα επιδόματα αδείας ετών 2.021-2.023, τις αποδοχές μη ληφθείας άδειας έτους 2.023, καθώς και τα μπόνους αποδοτικότητας έτους 2.021 που του όφειλε, βάση προφορικής τους συμφωνίας για την άριστη απόδοση του στα αναληφθέντα έργα και για τον λόγο αυτό προέβαινε σε προφορικές διαμαρτυρίες προς τον Πρόεδρο και Διευθύνοντα Σύμβουλο της εναγόμενης, χωρίς αποτέλεσμα. Ότι στις 4-7-2023 προσέφυγε τελικά στο Τμήμα Επιθεώρησης Πειραιά, καταθέτοντας σχετική αίτηση για διενέργεια εργατικής διαφοράς κατά την συζήτηση της οποίας στις 26-7-2023, ο νόμιμος εκπρόσωπος  της εναγόμενης αναγνώρισε ότι του οφείλει το ποσό των 11.400 ευρώ για δεδουλευμένες αποδοχές και δήλωσε ότι θα του το καταβάλει σε δόσεις το οποίο αποδέχτηκε επιφυλασσόμενος ρητά για λοιπές διεκδικήσεις. Ότι ακόμη και κατά την συζήτηση της εργατικής διαφοράς δήλωσε δια του πληρεξούσιου δικηγόρου του ότι η μη καταβολή των δεδουλευμένων αποδοχών του συνιστά βλαπτική μεταβολή της σύμβασης εργασίας του την οποία θεωρεί ως καταγγελία της σύμβασης εκ μέρους της εναγόμενης που πραγματοποιήθηκε την ημέρα κοινοποίησης της παραπάνω αίτησης προς την εναγόμενη, ήτοι στις 6-7-2023 και έκτοτε κατέστη απαιτητή η αποζημίωση απόλυσης. Ότι η εναγόμενη αθέτησε την ανωτέρω συμφωνία και του κατέβαλε το ποσό των 1.500 ευρώ τον Αύγουστο του 2.023 και μετά από επανειλημμένες οχλήσεις του,  το ποσό των 1.000 ευρώ στις 22-12-2023. Με βάση αυτό το ιστορικό επικαλούμενος τις διατάξεις από την ενδοσυμβατική ευθύνη από την σύμβαση εργασίας του, άλλως σε περίπτωση που η παραπάνω σύμβαση ήθελε κριθεί άκυρη, τις διατάξεις από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό ζητεί να υποχρεωθεί η εναγόμενη να του καταβάλει το ποσό των 8.400 ευρώ που αφορά δεδουλευμένες αποδοχές του από τον Δεκέμβριο του 2.022 έως τον Ιούνιο του 2.023, το ποσό των 3.421,74 ευρώ που αφορά υπερεργασία, παράνομη (κατ’ εξαίρεση υπερωριακή απασχόληση, εργασία την έκτη ημέρα της εβδομάδας και υπερωριακή απασχόληση την ημέρα αυτή ετών 2.018-2.021, όπως οι ώρες έναρξης και λήξης της εργασίας του, οι ώρες υπερεργασίας, κατ’ εξαίρεση υπερωρίας και η απασχόληση του κατά τα αναφερόμενα σ’ αυτή Σάββατα αναφέρονται στους περιεχόμενους στην αγωγή πίνακες εβδομαδιαίας απασχόλησης του, το ποσό των 3.000 ευρώ για επιδόματα αδείας ετών 2.021-2.023 και για αποδοχές άδειας έτους 2.023, το ποσό των 1.800 ευρώ που αφορά μπόνους αποδοτικότητας έτους 2.021 ίσο με το ύψος 1,5 μηνιαίου μισθού και το οποίο ανέλαβε την υποχρέωση να του καταβάλει ο νόμιμος εκπρόσωπος της εναγόμενης εκ μέρους αυτής στα τέλη του 2.021, για την άριστη απόδοση του όλα τα ανωτέρω κονδύλια με τον νόμιμο τόκο από τότε που κάθε κονδύλι κατέστη απαιτητό, άλλως από την επίδοση της αγωγής, καθώς επίσης το ποσό των 12.600 ευρώ που αντιστοιχεί στην αποζημίωση απόλυσης του διότι αυτός είχε συμπληρώσει δεκατρία χρόνια απασχόλησης στον ίδιο εργοδότη, με τον νόμιμο τόκο από την ημερομηνία καταγγελίας της σύμβασης του, άλλως από την επίδοση της αγωγής, όπως τα επιμέρους κονδύλια εξειδικεύονται στην αγωγή. Τέλος ζητεί να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινά εκτελεστή και να καταδικαστεί ο εναγόμενος στην καταβολή της δικαστικής του δαπάνης. Μετέπειτα ο ενάγων με δήλωση της πληρεξούσιας δικηγόρου του που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης και με τις νομότυπα κατατεθείσες προτάσεις του (άρθρα 223 εδ.β, 294 εδ.α, 295 παρ.1 εδ.β, 297 και 591 παρ.1 ΚΠΟΛΔ) μετέτρεψε μέρος του αγωγικού κονδυλίου της αποζημίωσης απόλυσης ποσού 9.221,74 ευρώ από καταψηφιστικό σε έντοκο αναγνωριστικό. Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εκδικάζοντας την ένδικη αγωγή κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών-εργατικών διαφορών την έκρινε ορισμένη και εν μέρει νόμιμη και την έκανε εν μέρει δεκτή υποχρεώνοντας την εναγόμενη να καταβάλλει στον ενάγοντα το ποσό των 18.790,10 ευρώ με τον νόμιμο τόκο κατά τις εκτιθέμενες στο σκεπτικό της διακρίσεις και μέχρι ολοσχερούς εξόφλησης, αναγνώρισε την υποχρέωση της να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 9.221,74 ευρώ με τον νόμιμο τόκο κατά τις εκτιθέμενες στο σκεπτικό της διακρίσεις και μέχρι ολοσχερούς εξόφλησης, καθώς επίσης κήρυξε την απόφαση προσωρινά εκτελεστή για το ποσό των 7.000 ευρώ. Κατά της απόφασης αυτής με την από με αριθμ. Εκθ. Καταθ. …………../2025 έφεση της παραπονείται η εναγόμενη και ήδη εκκαλούσα για τους περιεχόμενους στην ανωτέρω έφεση της λόγους οι οποίοι ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία του νόμου (ένσταση αοριστίας της αγωγής) και σε εσφαλμένη εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων, ζητεί την εξαφάνιση της εκκαλουμένης απόφασης έτσι ώστε να απορριφθεί η ένδικη αγωγή.

Με τον πρώτο λόγο έφεσης της παραπονείται η εκκαλούσα ισχυριζόμενη ότι η ένδικη αγωγή θα έπρεπε να απορριφθεί ως αόριστη διότι δεν περιλαμβάνει σαφή γεγονότα που να δικαιολογούν την άσκηση της σε βάρος της και ειδικότερα: α) ως προς τις ώρες υπερεργασίας και κατ’ εξαίρεση υπερωριακής απασχόλησης που υπάρχει αναγραφή της ημέρας και της ώρας χωρίς να αναφέρονται τα ονόματα των πελατών και η φύση της παρεχόμενης εργασίας και μάλιστα κατά τρόπο σαφή και συγκεκριμένο, β) ως προς το ότι δεν αναφέρεται ο καθαρός μισθός παρά μόνο ο μικτός, γ) ως προς το δήθεν μπόνους αποδοτικότητας του έτους 2.021 το οποίο είναι αόριστο διότι δεν αναφέρεται πότε έγινε η συμφωνία, ποιο ήταν το περιεχόμενο της και δεν αναφέρεται αν αφορούσε τον ενάγοντα, το τμήμα του η το σύνολο των εργαζόμενων.

Ως προς αυτόν τον λόγο έφεσης λεκτέα είναι τα ακόλουθα: Ειδικότερα, για το ορισμένο της αγωγής, η οποία έχει ως αίτημα την καταβολή δεδουλευμένων μισθών ή άλλων παροχών που οφείλονται από την έγκυρη σύμβαση εργασίας σύμφωνα με το άρθρο 648 του Α.Κ. και τις ισχύουσες εκάστοτε κανονιστικές διατάξεις των συλλογικών συμβάσεων εργασίας ή διαιτητικών αποφάσεων, όπως επιδόματα εορτών, αποδοχές και επιδόματα αδείας, αμοιβή για παρασχεθείσα υπερεργασία και νόμιμη ή παράνομη υπερωριακή εργασία, είναι η σύμβαση ή η σχέση εργασίας, ο χρόνος της καταρτίσεως της συμβάσεως, ο συμβατικός ή νόμιμος μισθός, το είδος της παρασχεθείσης εργασίας, οι όροι της παροχής και ο χρόνος για τον οποίο οφείλονται, ο συμβατικός ή νόμιμος μισθός, η διάρκεια της εβδομαδιαίας και καθ’ εκάστη ημέρα απασχολήσεως, και τα περιστατικά από τα οποία προκύπτουν οι αντίστοιχες, για τις παραπάνω αιτίες, οφειλές του εργοδότη, επαρκώς προσδιορισμένα (ΑΠ902/2020, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1413/2009 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 2016/2007 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 184/2007 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 66/2007 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ). Τα στοιχεία αυτά δεν είναι ανάγκη να διατυπώνονται στο δικόγραφο της αγωγής με πανηγυρικό τρόπο και τυποποιημένες εκφράσεις, αλλά αρκεί λογικώς να συνάγονται από το όλο κείμενο της αγωγής, το οποίο ο ενάγων μπορεί, έως τη συζήτησή της να συμπληρώσει, να διευκρινίσει και να διορθώσει, εφόσον δεν μεταβάλλεται η βάση της (άρθρο 224 του ΚΠΟΛΔ) με τις προτάσεις της συζητήσεως (ΑΠ 548/2000 ΕΕργΔ 2001.803, ΕφΘεσ 584/2005 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 300/2001 ΕΕργΔ 2001.659). Αντιθέτως, για το ορισμένο της ανωτέρω αγωγής δεν απαιτείται να αναφέρονται σε αυτή οι νόμιμες κρατήσεις που έγιναν ή πρέπει να γίνουν επί των αξιουμένων  οικείων χρηματικών ποσών, διότι ο εργοδότης υποχρεούται από το νόμο να παρακρατεί ορισμένα ποσά από το μισθό, για την καταβολή τους στους οργανισμούς κυρίας ή επικουρικής ασφαλίσεως, όπως το Ι.Κ.Α. και το Τ.Ε.Α.Μ. (άρθρα 26 παρ. 5 του αναγκαστικού νόμου 1846/1951, 22 και 32 του νόμου, 2084/1997 και εκτελεστικές υπουργικές αποφάσεις), καθώς και για το φόρο μισθωτών υπηρεσιών, χαρτόσημο εξοφλήσεως μισθού, πλην όμως τα ποσά αυτά δεν αποτελούν αντικείμενο της δίκης για τις αποδοχές και δεν αφαιρούνται από το δικαστήριο που επιδικάζει οφειλόμενες στο σύνολό τους ή κατά ένα μέρος τους δεδουλευμένες αποδοχές ή μισθούς υπερημερίας, αλλά παρακρατούνται από τον εργοδότη κατά την εκτέλεση της αποφάσεως και αποδίδονται στους τρίτους δικαιούχους καθώς επίσης και τα καταβληθέντα έναντι των αγωγικών αξιώσεών χρηματικά ποσά, εφόσον το γεγονός τούτο πρέπει να επικαλεστεί κατ’ ένσταση (άρθρο 416 του Α.Κ.) ο εναγόμενος, κατά του οποίου προβάλλεται με την αγωγή η σχετική αξίωση, ο χρόνος από του οποίου αρχίζει η υπερεργασία και η υπερωρία κάθε ημέρα, αφού αυτός ορίζεται από το νόμο, ούτε η ανάγκη η οποία παρέστη για την εκτέλεση της και το πρόσωπο από το οποίο δόθηκε η σχετική εντολή (ΑΠ 2018/2007 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 140/2000 ΕλλΔνη 41.966, ΕφΠειρ 994/2007 ΕΝαυτΔικ 2007.385). Επομένως από την επισκόπηση του περιεχομένου της ένδικης αγωγής αυτή περιέχει όλα τα πληρούντα κατά νόμο στοιχεία της τα οποία απαιτούνται κατά νόμο και αναφέρθηκαν λεπτομερώς στην μείζονα πρόταση της παρούσης. Συνεπώς ορθώς αναφέρθηκε στην ένδικη αγωγή ο μικτός μισθός του ενάγοντος αφού αυτός αποτελεί την βάση των αγωγικών αξιώσεων του, το αν η εναγόμενη εργοδότρια του έχει καταβάλει τις βαρύνουσες αυτήν οφειλές υπέρ ΕΦΚΑ αυτή δεν μπορεί να τις αναζητήσει από τον εργαζόμενο. Αν η καταβολή των εισφορών γίνει από τον εργοδότη εκουσίως ή συνεπεία ΠΕΕ και αφορούν αποδοχές που οφείλονται στον εργαζόμενο, προβάλλεται ένσταση καταβολής. Αν δεν υποβληθεί η ένσταση, ενεργείται παρακράτηση των εισφορών κατά την εκτέλεση της απόφασης για τις αποδοχές, αυτό το στοιχείο αποτελεί ένσταση εξόφλησης που δύναται να προτείνει η εναγόμενη (βλ. ΑΠ. 383/2012 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, ΑΠ1642/2012 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ) πλην όμως δεν προβλήθηκε στην συγκεκριμένη υπόθεση. Όμως όπως προελέχθη ανωτέρω αυτή είναι πλήρως ορισμένη και κατά τον λόγο για τον οποίο παραπονείται η εναγόμενη για τα αιτούμενα από τον ενάγοντα ποσά λόγω της υπερεργασίας του και της κατ’ εξαίρεση υπερωριακής απασχόλησης διότι για το ορισμένο αυτής απαιτείται να αναφέρεται η διάρκεια της εβδομαδιαίας και καθ’ εκάστη ημέρα απασχολήσεως του ενάγοντος καθ’ όλο το διάστημα της εργασιακής του σχέσης με την εναγόμενη, ανά εβδομάδα και σε ημερήσια βάση μη απαιτουμένων λοιπών στοιχείων και δη ονόματα πελατών. Από την επισκόπηση της ένδικης αγωγής και ειδικότερα στις σελίδες 10-38 αυτής αναφέρονται πίνακες στους οποίους αναφέρονται αναλυτικά οι ώρες απασχόλησης του ενάγοντος ανά εβδομάδα και σε ημερήσια βάση. Ακόμη ο ενάγων στην σελίδα 2 με σαφήνεια εκθέτει την παρεχόμενη στην εναγόμενη εργασία του αναφέροντας πιο συγκεκριμένα τα εξής: Τα καθήκοντα μου ως διαχειριστής έργων (project manager) συνίστατο στην διαχείριση, τον σχεδιασμό και την εκτέλεση έργων πληροφορικής και τεχνολογίας, δηλαδή την ανάπτυξη λεπτομερών σχεδίων και χρονοδιαγραμμάτων έργου, την παρακολούθηση της προόδου τους, την διαχείριση των ανθρωπίνων πόρων και του σχετικού προϋπολογισμού. Επιπλέον ήμουν υπεύθυνος για την αποτελεσματική επικοινωνία με πελάτες, την ανάλυση και την αντιμετώπιση κινδύνων, καθώς και την εγγύηση της ποιότητας των παραδοτέων. Επίσης στην ίδια σελίδα περιγράφει ο ενάγων τον τρόπο με τον οποίο προσδιορίζεται το ημερήσιο πρόγραμμα εργασίας του, όπως επίσης και στα σελίδες 2-3- της αγωγής αναφέρονται ενδεικτικά περιπτώσεις πελατών και έργων που αυτός διαχειρίστηκε κατά το ένδικο χρονικό διάστημα. Επομένως και σε αυτό το αίτημα την καταβολή χρηματικών ποσών λόγω υπερεργασίας και υπερωριακής απασχόλησης περιέχει η ένδικη αγωγή όλα τα αναγκαία για το κύρος της στοιχεία. Τέλος ο λόγος αοριστίας της ένδικης αγωγής που αφορά το μπόνους απόδοσης 2.021 του ενάγοντος από την επισκόπηση της ένδικης αγωγής με σαφήνεια αναφέρεται ότι κατόπιν προφορικής συμφωνίας του ενάγοντος με τον Πρόεδρο της εταιρίας ανέλαβε για λογαριασμό της εναγόμενης να μου καταβάλει για την άριστη απόδοση μου στα αναληφθέντα έργα (τα οποία αναγράφησαν ανωτέρω στην αγωγή), μπόνους ύψους 1,5 μηνιαίου μισθού. Συνεπώς αυτή περιέχει όλα για το ορισμένο του σχετικού κονδυλίου στοιχεία μη απαιτουμένων λοιπών προσδιοριστικών στοιχείων τα οποία άλλωστε αποτελούν και αντικείμενο απόδειξης. Ως προς τον ισχυρισμό της εναγόμενης που αποτελεί και μέρος του τρίτου λόγου έφεσης και δη ότι η μη καταβολή δεδουλευμένων δεν αρκεί να θεμελιώσει την έννοια της βλαπτικής μεταβολής των όρων της σύμβασης αφού δεν συνδέεται με την πρόθεση της να εξαναγκάσει τον εργαζόμενο σε παραίτηση λεκτέα είναι τα ακόλουθα:  Εξάλλου, με το άρθρο 58 του Ν.4635/2019 (ΦΕΚ Α` 167/30.10. 2019), το εν λόγω εδάφιο (γ1) του ως άνω άρθρου 7, έχει πλέον διαμορφωθεί ως εξής: «Επίσης, θεωρείται μονομερής βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας η πέραν των δύο (2) μηνών καθυστέρηση καταβολής των δεδουλευμένων αποδοχών του εργαζομένου από τον εργοδότη, ανεξαρτήτως της αιτίας της καθυστέρησης». Σύμφωνα δε, με τη διάταξη του άρθρου 241 του ίδιου νόμου 4635/2019  «…Η ισχύς του παρόντος αρχίζει από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Με την προτεινόμενη ρύθμιση προβλέπεται η καθυστέρηση καταβολής των δεδουλευμένων αποδοχών από τον εργοδότη στον εργαζόμενο, πέραν των 2 μηνών, να συνιστά μονομερή βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας, ανεξαρτήτως της αιτίας καθυστέρησης. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, τίθεται απώτατο χρονικό όριο, πέραν του οποίου, η καθυστέρηση των δεδουλευμένων αποδοχών θα συνιστά αυτοδικαίως βλαπτική και μονομερή τροποποίηση των όρων εργασίας, κατ’ αθέτηση της εργασιακής σύμβασης από τον εργοδότη. (βλ.ΕΦ.ΑΘ. 5769/2022 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Επομένως ο ανωτέρω ισχυρισμός καθόσον αυτός αφορά δεδουλευμένες αποδοχές του ενάγοντος για χρονικό διάστημα πέραν των δύο μηνών με χρόνο καταγγελίας της σύμβασης εργασίας του στις 6-7-2023 μετέπειτα χρόνο της ψήφισης του προαναφερόμενου νόμου πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμος σύμφωνα με τα ανωτέρω εκτεθέντα στην μείζονα σκέψη της παρούσης.  Με τον τρίτο λόγο έφεσης της η εκκαλούσα παραπονείται ότι η ένδικη αγωγή θα έπρεπε να απορριφθεί ως προς την αξίωση καταβολής της νόμιμης αποζημίωσης διότι αυτή ασκήθηκε κατά κατάχρηση δικαιώματος. Πιο συγκεκριμένα η εναγόμενη εκθέτει ότι ενώ στην αίτηση του για διενέργεια εργατικής διαφοράς ανέφερε ότι η εργοδότρια οφείλει να του καταβάλει την νόμιμη αποζημίωση απόλυσης, στην συζήτηση που πραγματοποιήθηκε ενώπιον της Επιθεώρησης Εργασίας ο ενάγων δήλωσε ότι επιφυλάσσεται για τις λοιπές διεκδικήσεις του μεταξύ των οποίων και η αποζημίωση απόλυσης, έκτοτε δε στις συζητήσεις τους μιλούσε μόνο για τα δεδουλευμένα του και δεν έκανε καμία αναφορά στην αποζημίωση απόλυσης. Ακόμη εκθέτει ότι η ένδικη αγωγή της επιδόθηκε τρεις ημέρες πριν την λήξη της εξάμηνης αποσβεστικής προθεσμίας που θέτει ο νόμος για την διεκδίκηση της αποζημίωσης απόλυσης. Ως προς αυτόν τον λόγο έφεσης λεκτέα είναι τα ακόλουθα: Κατά το άρθρο 281 ΑΚ, η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής το δικαίωμα θεωρείται ότι ασκείται καταχρηστικώς, όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου που προηγήθηκε ή η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε κατά το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε, χωρίς κατά νόμο να εμποδίσουν τη γένεση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή την μεταγενέστερη άσκησή του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου, αφού τείνει στην ανατροπή καταστάσεως που δημιουργήθηκε υπό ορισμένες ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε για πολύ χρόνο, με επακόλουθο να συνεπάγεται επαχθείς συνέπειες για τον υπόχρεο. Απαιτείται δηλαδή, για να χαρακτηρισθεί καταχρηστική η άσκηση του δικαιώματος, να έχει δημιουργηθεί στον υπόχρεο, από τη συμπεριφορά του δικαιούχου, σε συνάρτηση και με εκείνη του υπόχρεου και μάλιστα ευλόγως, η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμά του. Απαιτείται ακόμη οι πράξεις του υπόχρεου και η υπ’ αυτού δημιουργηθείσα κατάσταση, επαγόμενη ιδιαιτέρως επαχθείς για τον υπόχρεο επιπτώσεις, να τελούν σε αιτιώδη σύνδεσμο με την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου. Μόνη η μακροχρόνια αδράνεια του δικαιούχου και όταν ακόμη δημιούργησε την εύλογη πεποίθηση στον υπόχρεο ότι δεν υπάρχει το δικαίωμα ή ότι δεν πρόκειται αυτό να ασκηθεί, δεν αρκεί για να καταστήσει καταχρηστική την μεταγενέστερη άσκηση αυτού, αλλά απαιτείται να συντρέχουν, προσθέτως, ειδικές συνθήκες και περιστάσεις, προερχόμενες, κυρίως, από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου και του υπόχρεου, ενόψει των οποίων και της αδράνειας του δικαιούχου, η επακολουθούσα άσκηση του δικαιώματος, τείνουσα στην ανατροπή της διαμορφωθείσας καταστάσεως υπό τις ανωτέρω ειδικές συνθήκες και διατηρηθείσας για αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα, να εξέρχεται των υπό της ανωτέρω διατάξεως διαγραφομένων ορίων. Η ειρημένη δε αδράνεια του δικαιούχου, που δεν είναι απαραίτητο να προκαλεί αφόρητες ή δυσβάστακτες για τον υπόχρεο συνέπειες, αρκεί και η επέλευση δυσμενών απλώς για τα συμφέροντά του επιπτώσεων, πρέπει να υφίσταται επί μακρό χρονικό διάστημα, πλην ελάσσονα του διά την παραγραφή του δικαιώματος υπό του νόμου προβλεπομένου, από τότε που ο δικαιούχος μπορούσε να ασκήσει το δικαίωμά του. (Ολ. Α.Π. 7/2002, 8/2001, ΑΠ 151/2016, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1413/2009 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Με βάση τα ανωτέρω εκτεθέντα στην νομική σκέψη της παρούσης η ανωτέρω ένσταση πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμη διότι η άσκηση της αγωγής αποζημίωσης απόλυσης τρεις ημέρες πριν την εκπνοή της εξάμηνης προθεσμίας από την καταγγελία της σύμβασης δεν συνιστά από μόνη της καταχρηστική άσκηση δικαιώματος η οποία δημιούργησε στην εναγόμενη την πεποίθηση ότι ο ενάγων δεν θα ασκήσει το δικαίωμα του καθόσον δεν εκτίθενται πραγματικά περιστατικά σύμφωνα με τα οποία η εναγόμενη παραδείγματος χάριν ικανοποίησε κάποιες ή όλες τις απαιτήσεις του ενάγοντος και είχε την εύλογη πεποίθηση ότι δεν θα διεκδικήσει δικαστικά την παραπάνω αξίωση του καθώς επίσης η διεκδίκηση αυτής  συνεπάγεται για’ αυτήν δυσβάστακτες συνέπειες.

Ως προς τον λόγο έφεσης με τον οποίο παραπονείται η εκκαλούσα ότι εσφαλμένα ελήφθησαν υπόψη από το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο τα παρουσιολόγια του ενάγοντος στην εργασία του τα οποία δεν φέρουν επίσημες υπογραφές αλλά δεν αποτελούν επίσημα έγγραφα της εναγόμενης αλλά ούτε και φωτοτυπίες αυτής, ούτε και έχουν συμπληρωθεί από εκπροσώπους της αλλά από τον ίδιο τον ενάγοντα λεκτέα είναι τα ακόλουθα: Κατά το άρθρο 671 παρ. 1 ΚΠΟΛΔ, το οποίο, σύμφωνα με το άρθρο 681 ιδίου Κώδικα, εφαρμόζεται και επί διαφορών από αμοιβές για την παροχή εργασίας, στη διαδικασία των εργατικών διαφορών λαμβάνονται υπόψη και αποδεικτικά μέσα που δεν πληρούν τους όρους του νόμου. Δηλαδή και έγγραφα άκυρα ή ιδιωτικά ανυπόγραφα ή ιδιωτικά υπέρ του εκδότη τους και γενικώς κάθε είδους έγγραφα. Δεν λαμβάνονται υπόψη μόνο πλαστά ή μη γνήσια έγγραφα,  γιατί δεν συγχωρείται η χρησιμοποίηση ψευδών αποδεικτικών στοιχείων και ένορκες βεβαιώσεις για τις οποίες δεν τηρήθηκε η καθορισμένη διαδικασία. Εξ άλλου από το συνδυασμό των άρθρων 432, 433 και 445 ΚΠΟΛΔ συνάγεται ότι ένα ιδιωτικό έγγραφο για να υπάρχει ως αποδεικτικό μέσο και να καταλέγεται στα επώνυμα αποδεικτικά μέσα, σύμφωνα με το άρθρο 339 ιδίου Κώδικα, θα πρέπει να είναι αναγνώσιμο, να μην έχει υποστεί τεμαχισμό, διάτρηση ή διαγραφή, οπότε τεκμαίρεται πως έχει εκμηδενιστεί η αποδεικτική του δύναμη (άρθρο 433 ΚΠΟΛΔ) και να είναι γνήσιο. Περαιτέρω ένα ιδιωτικό έγγραφο για να έχει αποδεικτική δύναμη, δηλαδή για να μπορεί να συμβάλει στη διαμόρφωση δικανικής πεποίθησης, πρέπει να φέρει την υπογραφή του εκδότη του (άρθρο 443 ΚΠΟΛΔ, πρβλ. και άρθρο 16) Α.Κ.) ενώ δεν αποδεικνύει, κατ΄ αρχήν, υπέρ του εκδότη του (άρθρο 447 ΚΠΟΛΔ). Επομένως ένα ιδιωτικό έγγραφο που απλώς περιέχει κάποιες “ιδιόγραφες σημειώσεις” χωρίς καμία υπογραφή δεν έχει, κατ΄ αρχήν, αποδεικτική ισχύ υπέρ του εκδότη του, σύμφωνα με τα άρθρα 443, 447 ΚΠΟΛΔ. Δεν παύει όμως να έχει τα τυπικά χαρακτηριστικά του εγγράφου και είναι υποστατό ως έγγραφο. Αποτελεί ένα αποδεικτικό μέσο που δεν πληροί τους όρους του νόμου, με την έννοια που στον όρο αυτό δίνει το άρθρο 671 παρ. 1 ΚΠΟΛΔ, και εντεύθεν λαμβάνεται υπόψη στην ως άνω διαδικασία των εργατικών διαφορών, ως ανωτέρω (ΟΛ.ΑΠ 15/2003, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Επομένως ορθώς ελήφθησαν υπόψη τα ανωτέρω έγγραφα ως μη πληρούντα τους όρους του νόμου αποδεικτικά μέσα από το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο διότι τα παραπάνω έγγραφα δεν προσβλήθησαν ως πλαστά κατ’ άρθρο 460 ΚΠΟΛΔ από την εναγόμενη και ως εκ τούτου ο σχετικός λόγος έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμος.

Από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρα, την χωρίς όρκο κατάθεση του νόμιμου εκπροσώπου της εναγόμενης  που εξετάστηκαν ενώπιον του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, όλα τα έγγραφα που νόμιμα προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι και την εν γένει αποδεικτική διαδικασία αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου μερικής απασχόλησης, ο ενάγων προσλήφθηκε στις 22-12-2009 από την εναγόμενη για να εργαστεί ως τεχνικός ηλεκτρονικών υπολογιστών με τετράωρη ημερήσια απασχόληση από Δευτέρα έως Παρασκευή. Στην συνέχεια στις 1-8-2012 η σύμβαση του μετατράπηκε σε σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου πλήρους απασχόλησης με την ίδια, ειδικότητα με πενθήμερη εβδομαδιαία απασχόληση από Δευτέρα έως Παρασκευή, με ωράριο από Δευτέρα έως Παρασκευή από τις 09:00 έως 17:00 και με μικτές μηνιαίες απολαβές 1.018,95 ευρώ που από το καλοκαίρι του 2.014 ανήλθαν στο ποσό των 1.200 ευρώ. Η παρεχόμενη στην εναγόμενη εργασία του ήταν αυτή του μηχανικού πεδίου και από τον Αύγουστο του 2.015 αυτή του νεότερου διαχειριστή έργων και από τον Αύγουστο του 2.018 του διαχειριστή έργων (project manager) τα οποία συνίστατο στην διαχείριση, σχεδιασμό και εκτέλεση έργων πληροφορικής και τεχνολογίας και ειδικότερα την ανάπτυξη λεπτομερών σχεδίων και χρονοδιαγραμμάτων έργου, την παρακολούθηση της προόδου τους και την διαχείριση των ανθρωπίνων πόρων και του σχετικού προϋπολογισμού καθώς επίσης ήταν υπεύθυνος για την επικοινωνία με τους πελάτες, την ανάλυση και αντιμετώπιση κινδύνων και την εγγύηση της ποιότητας των παραδοτέων. Από την στιγμή που ανέλαβε καθήκοντα διαχειριστή έργων δεν εργαζόταν σύμφωνα με το προβλεπόμενο ωράριο, το οποίο καταρτιζόταν σε συνεργασία με τον προϊσταμένη του ………….., σύμφωνα με τις εκάστοτε ανάγκες των πελατών και των σχετικών έργων και εμφάνιζε διαφοροποιήσεις και αποκλίσεις κάθε ημέρα ως προς τις ώρες έναρξης και λήξης της εργασίας του. Παρά το γεγονός όμως της παροχής εργασίας του συνεχώς και προσηκόντως η εναγόμενη δεν ήταν συνεπής στην καταβολή των αποδοχών του με αποτέλεσμα ο ενάγων να προσφύγει στις 5-7-2023 στην Επιθεώρηση Εργασίας Πειραιά, αιτούμενος την διενέργεια εργατικής διαφοράς με αντικείμενο την καταβολή δεδουλευμένων αποδοχών του μέρους Φεβρουαρίου 2.018(υπολοίπου), Σεπτεμβρίου 2.021, Νοεμβρίου 2.022 έως Ιουνίου 2.023 ποσού 11.430,92 ευρώ, αμοιβή για υπερεργασία ετών 2.018-2021 ποσού 1.702,08 ευρώ, αποζημίωση για παράνομη υπερωριακή απασχόληση, ετών 2.018-2.021 ποσού 1.892,16 ευρώ, αποδοχών αδείας έτους 2.023 ποσού 1.200 ευρώ, και επιδομάτων αδείας ετών 2.021-2.023 ποσού 1.800 ευρώ, αμοιβής για εργασία την έκτη ημέρα (Σάββατο) ποσού 318,24 ευρώ και μπόνους 2.021 1,5 μισθού. Επίσης δήλωσε ότι η μη καταβολή δεδουλευμένων μισθών του από την εναγόμενη συνιστούσε βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας του κατ’ άρθρο 7 παράγραφο 3 του νόμου 2112/1920 την οποία θεωρούσε ως καταγγελία της σύμβασης εργασίας του κατά  τον χρόνο κατάθεσης της αίτησης του στο ΣΕΠΕ, ζητώντας αποζημίωση απόλυσης ποσού 14.000 ευρώ. Κατά την συζήτηση της διαφοράς στις 26-7-2023 η εναγόμενη αναγνώρισε την οφειλή ύψους 11.400 ευρώ και πρότεινε την εξόφλησης αυτής σε πέντε δόσεις, αρχόμενων από τον Αύγουστο του 2.023 πρόταση την οποία αποδέχτηκε ο ενάγων επιφυλασσόμενος για τις λοιπές διεκδικήσεις του που αφορούσαν υπερεργασία, υπερωρίες και αποζημίωση απόλυσης. Όμως η εναγόμενη κατέβαλε το ποσό των 1.500 ευρώ που ήταν η συμφωνηθείσα πρώτη δόση τον Αύγουστο του 2.023 και δεν κατέβαλε άλλη δόση. Κατόπιν αυτού και αφού ο ενάγων όχλησε πολλές φορές την εναγόμενη στέλνοντας μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου με σκοπό την καταβολή των οφειλόμενων χωρίς κανένα αποτέλεσμα ο ενάγων της επέδωσε στις 23-11-2023 εξώδικη δήλωση του την οποία κοινοποίησε και στα άλλα μέλη του διοικητικού συμβουλίου της με την οποία διαμαρτυρήθηκε για την μη εξόφληση του παραπάνω ποσού, που είχε αναγνωρίσει και την κάλεσε να του καταβάλει το ποσό των 9.900 ευρώ, την αποζημίωση απόλυσης και τα αναφερόμενα στην αίτηση για διενέργεια εργατικής διαφοράς ποσά για υπερεργασία, υπερωρίες, εργασία τα Σάββατα, επιδόματα και αποδοχές άδειας και μπόνους. Μετά από αυτή τη διαμαρτυρία και από προφορική όχληση προς τον νόμιμο εκπρόσωπο της εναγόμενης αυτή του κατέβαλε το ποσό των 1.000 ευρώ και μετά δεν του κατέβαλε κανένα χρηματικό ποσό. Επομένως η εναγόμενη αφαιρουμένων των καταβολών που αναφέρθηκαν ανωτέρω εξακολουθεί να οφείλει στον ενάγοντα το ποσό των 8.400 ευρώ(1.200* 7 μήνες) σχετικά με δεδουλευμένους μισθούς μηνών Δεκεμβρίου 2.022- Ιουνίου 2.023 το οποίο συνομολογεί με τις προτάσεις της. Ακόμη αποδείχτηκε ότι ο ενάγων κατά το έτος 2.019 την εβδομάδα από 31-12 έως 4-1 εργάστηκε από τις 09:00 έως 18:00 εκτός της 1-1- που ήταν αργία ήτοι για 36 ώρες εκ των οποίων οι τέσσερις ώρες ήταν υπερεργασία, την εβδομάδα από 7-1 έως 11-1 εργάστηκε από τις 09:00 έως 18:00 ήτοι για 45 ώρες εκ των οποίων οι πέντε ώρες ήταν υπερεργασία, την εβδομάδα από 14-1 έως  18-1 εργάστηκε από τις 09:00 έως 18:00 ήτοι για 45 ώρες εκ των οποίων οι πέντε ώρες ήταν υπερεργασία, την εβδομάδα από  21-1 έως  25-1 εργάστηκε από τις 09:00 έως 18:00 ήτοι για 45 ώρες εκ των οποίων οι πέντε ώρες ήταν υπερεργασία, την εβδομάδα από  28-1 έως  1-2 εργάστηκε από τις 09:00 έως 18:00 ήτοι για 45 ώρες εκ των οποίων οι πέντε ώρες ήταν υπερεργασία, την εβδομάδα από 4-2 έως  8-2 εργάστηκε από τις 09:00 έως 18:00 ήτοι για 45 ώρες εκ των οποίων οι πέντε ώρες ήταν υπερεργασία, την εβδομάδα από 11-2 έως  15-2 εργάστηκε από τις 09:00 έως 18:00 ήτοι για 45 ώρες εκ των οποίων οι πέντε ώρες ήταν υπερεργασία, την εβδομάδα από 25-2 έως 1-3 εργάστηκε από τις 09:00 έως 18:00 εκτός της 1-3 που εργάστηκε έως τις 19:30  ήτοι για 46,5 ώρες ώρες εκ των οποίων οι πέντε ώρες ήταν υπερεργασία και η 1,5 ώρα κατ’ εξαίρεση υπερωριακή απασχόληση, την εβδομάδα από 4-3 έως 8-3- εργάστηκε από τις 09:00 έως 18:00, εκτός της 8-3- που εργάστηκε έως τις 17:00  ήτοι για 44 ώρες εκ των οποίων οι τέσσερις ώρες ήταν υπερεργασία, την εβδομάδα από 18-3 έως 22-3 εργάστηκε στις 18, 20 και 21-3 από τις 10:00 έως τις 18:00, την 19-3 από τις 9:00 έως τις 18:00 και την 22-3 από τις 9:00 έως τις 17:00 ήτοι 41 ώρες εκ των οποίων η μία ώρα ήταν υπερεργασία, την εβδομάδα από 25-3 έως 29-3 εργάστηκε στις 26-3 από τις 9:00 έως τις 18:00 και την 27-3 από την 10:00-18:00 διότι η 25 Μαρτίου ήταν αργία και στις 28-3 και 29-3 ήταν σε άδεια, ήτοι εργάστηκε 17 ώρες εκ των οποίων μία ώρα ήταν υπερεργασία, την εβδομάδα από 13-5 έως 17-5 εργάστηκε στις 15-5,16-5,17-5 από τις από τις 9:00 έως τις 18:00, εκτός από τις 13-5 και 14-5 οπότε εργάστηκε από τις 10:00 έως τις 18:00 ήτοι 43 ώρες εκ των οποίων οι τρεις ώρες ήταν υπερεργασία,  την εβδομάδα από 20-5 έως 24-5 εργάστηκε από τις 9:00 έως τις 18:00  εκτός από  τις 23-5  και 24-5 οπότε εργάστηκε από τις 10:00 έως τις 18:00, ήτοι για 43 ώρες εκ των οποίων οι τρεις ώρες ήταν υπερεργασία, την εβδομάδα από 27-5 έως 31-5 εργάστηκε από τις από τις 9:00 έως τις 18:00 εκτός από την 27-5 οπότε εργάστηκε από τις από τις 9:00 έως τις 18:00, ήτοι 44 ώρες εκ των οποίων τέσσερις ώρες ήταν υπερεργασία, την εβδομάδα από 8-7 έως 12-7 εργάστηκε από τις 10:00 έως τις 18:00, εκτός από τις 9-7 και 12-7 οπότε εργάστηκε από τις 9:00 έως τις 18:00, ήτοι 41 ώρες εκ των οποίων η μία ώρα ήταν υπερεργασία, την εβδομάδα από 15-7 έως 19-7 εργάστηκε από τις 10:00 έως τις 18:00, εκτός της 19-7 που εργάστηκε από τις 10:00 έως τις 19:00 ήτοι για 42 ώρες εκ των οποίων η μία ήταν υπερεργασία και η άλλη κατ’ εξαίρεση υπερωριακή απασχόληση, την εβδομάδα από 22-7 έως 26-7 αυτός εργάστηκε από τις 10:00 έως τις 18:00 εκτός από τις 23-7 που εργάστηκε από τις 9:00 έως τις 18:00, ήτοι 41 ώρες εκ των οποίων μία ήταν υπερεργασία, την εβδομάδα από 29-7 έως 2-8 αυτός εργάστηκε στις 29-7 από τις 9:00 έως τις 19:00 ,στις 30-7 από τις 9:00 έως τις 17:00, στις 31-7 από τις 10:00 έως τις 18:00, στις 1-8 και 2-8 από τις 9:30 έως τις 19:30 ήτοι για 47 ώρες εκ των οποίων η οι τρεις ώρες ήταν υπερεργασία και οι τέσσερις κατ’ εξαίρεση υπερωριακή απασχόληση, την εβδομάδα από 5-8 έως 9-8 εργάστηκε από τις 9:00 έως τις 17:30 την 9-8-2019 από τις 9:00 έως τις 20:30 ήτοι 50,5 ώρες εκ των οποίων οι πέντε ώρες ήταν υπερεργασία και οι οκτώμιση ώρες ήταν κατ’ εξαίρεση υπερωριακή απασχόληση, την εβδομάδα από 12-8 έως 16-8 εργάστηκε την 12-8, 13-8, 14-8 από τις 9:00 έως τις 19:30 και στις 16-8 από τις 10:00 έως τις 19:30, ήτοι 41 ώρες εκ των οποίων τέσσερις ώρες υπερεργασίας και τέσσερις ώρες κατ’ εξαίρεση υπερωριακής απασχόλησης, την εβδομάδα από 26-8 έως 30-8 αυτός εργάστηκε στις 29-8 και στις 30-8 και δη στις 29-8 από τις 10:00 έως 19:30 και στις 30-8 από τις 10:00 έως τις 20:30 εκ των οποίων οι δύο ώρες ήταν υπερεργασία και η μία ώρα κατ’ εξαίρεση υπερωριακή απασχόληση καθόσον στις 26-8 έως τις28-8 αυτός είχε άδεια λόγω ασθενείας, ήτοι είκοσι ώρες εκ των οποίων δύο ώρες ήταν υπερεργασία και η μία ώρα κατ’ εξαίρεση υπερωριακή απασχόληση, την εβδομάδα από 2-9 έως 6-9, αυτός εργάστηκε στις 2-9,3-9,4-9, 5-9 και 6-9 από τις 10:00 έως τις 19:30 ήτοι 47,50 ώρες εκ των οποίων οι πέντε ώρες ήταν υπερεργασία και οι δυόμισι κατ’ εξαίρεση υπερωριακή απασχόληση, την εβδομάδα από 9-9 έως 13-9 αυτός εργάστηκε στις 9-9,10-9,11-9,12-9 και 13-9 από τις 10:00 έως τις 19:30 ήτοι 47,50 ώρες εκ των οποίων οι πέντε ώρες ήταν υπερεργασία και οι δυόμισι ήταν κατ’ εξαίρεση υπερωριακή απασχόληση, την εβδομάδα από 16-9 έως 20-9 αυτός εργάστηκε στις 16-9,17-9,18-9,19-9 και 20-9 από τις 10:00 έως τις 19:30 ήτοι 47,50 ώρες εκ των οποίων οι πέντε ώρες ήταν υπερεργασία και οι δυόμισι ήταν κατ’ εξαίρεση υπερωριακή απασχόληση, την εβδομάδα από τις 23-9 έως τις 27-9 αυτός εργάστηκε στις 23-9,24-9,25-9,26-9 και 27-9 από τα 10:00 έως τις 19:30 ήτοι για 47,50 ώρες εκ των οποίων οι πέντε ώρες ήταν υπερεργασία και οι δυόμισι ώρες ήταν κατ’ εξαίρεση υπερωριακή απασχόληση. Δικαιούται για την παροχή υπερεργασίας και δη για 92 ώρες* ωρομίσθιο ποσού 1.200 ευρώ μηνιαίος μισθός:25*6:40=7,20 ευρώ +20% προσαύξηση 1,44 ευρώ=8,64 ευρώ και δη 794,88 ευρώ, για την αμοιβή του για την κατ’ εξαίρεση υπερωριακή του απασχόληση το ποσό των 31 ώρες* ωρομίσθιο ποσού 1.200 ευρώ μηνιαίος μισθός:25*6:40=7,20 ευρώ +80% προσαύξηση=5,76 ευρώ =12,96ευρώ=401,76 ευρώ. Το έτος 2.020 και δη την εβδομάδα από 20-7-2020 έως 24-7-2020 αυτός εργάστηκε στις 20-7 από τις 9:00 έως τις 18:00, στις 21-7, στις 22-7, στις 23-7 και στις 24-7 αυτός εργάστηκε από τις 10:00 έως τις 19:00 ήτοι σαράντα πέντε ώρες εκ των οποίων οι πέντε ώρες υπερεργασίας, την εβδομάδα από 27-7 έως 31-7-2020 εργάστηκε στις 27-7 από τις 10:00 έως τις 19:00, στις 28-7 από τις 10:00 έως τις 18:00, στις 29-7 από τις 12:00 έως τις 21:00, στις 30-7 από τις 10:00 έως τις 19:00 και στις 31-7 από τις 11:00 έως τις 19:00 ήτοι 43 ώρες εκ των οποίων οι τρεις ήταν υπερεργασίας, την εβδομάδα από 9-11έως 20-11 αυτός εργάστηκε στις 9-11,10-11,11-11,12-11 και 13-11 από τις 8:00 έως τις 19:00 ήτοι πενήντα πέντε ώρες εκ των οποίων οι πέντε ώρες ήταν υπερεργασία και οι δέκα κατ’ εξαίρεση υπερωριακή απασχόληση, την εβδομάδα από 23-11 έως 27-11 αυτός εργάστηκε στις 23-11, 24-11,25-11,26-11 και 27-11 από τις 8:00 έως τις 19:00 ήτοι πενήντα πέντε ώρες εκ των οποίων οι πέντε ώρες ήταν υπερεργασία και οι δέκα κατ’ εξαίρεση υπερωριακή απασχόληση. Δικαιούται για την παροχή υπερεργασίας και δη για 18 ώρες* ωρομίσθιο ποσού 1.200 ευρώ μηνιαίος μισθός:25*6:40=7,20 ευρώ +20% προσαύξηση 1,44 ευρώ=8,64 ευρώ και δη 155,52 ευρώ, για την αμοιβή του για την κατ’ εξαίρεση υπερωριακή του απασχόληση το ποσό των 20 ώρες* ωρομίσθιο ποσού 1.200 ευρώ μηνιαίος μισθός:25*6:40=7,20 ευρώ +80% προσαύξηση=5,76 ευρώ =12,96ευρώ= 259,20 ευρώ. Περαιτέρω κατά το έτος 2.021 την εβδομάδα από 29-3 έως 2-4 αυτός εργάστηκε στις 29-3 από τις 10:00 έως τις 18:00, στις 30-3, 31-3 από τις 06:00 έως τις 18:00, στις 1-4-2021 από τις 10:00 έως τις 18:00, και στις 2-4-2021 από τις 06:00 έως τις 18:00, ήτοι πενήντα δύο ώρες εκ των οποίων οι τρεις ώρες ήταν υπερεργασία και οι εννέα ώρες κατ’ εξαίρεση υπερωριακή απασχόληση πλην όμως αιτείται έξι ώρες σύμφωνα με το αίτημα της αγωγής(άρθρο 106 ΚΠΟΛΔ), την εβδομάδα από τις 5-4 έως 9-4 αυτός εργάστηκε στις 5-4 και 6-4 από τις 06:00 έως τις 20:00, στις 7-4,8-4 και 9-4 από τις 10:00 έως τις 18:00 ήτοι πενήντα δύο ώρες εκ των οποίων δύο ώρες ήταν υπερεργασία και δέκα ώρες κατ’ εξαίρεση υπερωριακή απασχόληση, την εβδομάδα από 12-4 έως 16-4 στις 12-4 αυτός εργάστηκε από τις 10:00 έως τις 20:00, στις 13-4,14-4 από τις 10:00 έως τις 18:00, στις 15-4 από τις 10:00 έως τις 20:00 και στα 16-4 από τις 10:00 έως τις 18:00, ήτοι σαράντα τέσσερις ώρες εκ των οποίων οι δύο ώρες ήταν υπερεργασία και οι δύο ώρες κατ’ εξαίρεση υπερωριακή απασχόληση, την εβδομάδα από 19-4 έως 23-4 αυτός εργάστηκε στις 19-4 από τις 10:00 έως τις 20:00, στις 20-4, 21-4 από τις 10:00 έως τις 18:00, στις 22-4 από τις 10:00 έως τις 20:00 και στις 23-4 από τις 10:00 έως τις 18:00, ήτοι σαράντα τέσσερις ώρες εκ των οποίων οι δύο ήταν υπερεργασία και οι δύο κατ’ εξαίρεση υπερωριακή απασχόληση, την εβδομάδα από 3-5 έως τις 7-5 αυτός εργάστηκε στις 5-5- από τις 10:00 έως τις 18:00, στις 6-5 από τις 10:00 έως τις 20:00 και στις 7-5 από τις 10:00 έως τις 18:00, ενώ δεν εργάστηκε στις 3-5 και στις 4-5 λόγω αργίας, ήτοι είκοσι έξι ώρες εκ των οποίων μία ώρα ήταν υπερεργασία και μία κατ’ εξαίρεση υπερωριακή απασχόληση, την εβδομάδα από 10-5 έως στις 14-5 αυτός εργάστηκε στις 10-5,11-5, 12-5,13-5 από τις 6:00 έως τις 18:00 και στις 14-5 από τις 10:00 έως τις 18:00 ήτοι πενήντα τέσσερις ώρες εκ των οποίων οι τέσσερις ήταν υπερεργασία ενώ δώδεκα ώρες ήταν κατ’ εξαίρεση υπερωριακή απασχόληση, την εβδομάδα από 17-5 έως στις 21-5 αυτός εργάστηκε στις 17-5, στις 19-5 από τις 10:00 έως τις 18:00 στις 18-5 και στις 21-5 από τις 10:00 έως τις 19:00 και στις 20-5 από τις 10:00 έως τις 21:00, ήτοι  σαράντα πέντε ώρες εκ των οποίων τρεις ώρες υπερεργασίας και δύο ώρες κατ’ εξαίρεση υπερωριακή απασχόληση.  Επομένως αυτός δικαιούται για την παροχή υπερεργασίας και δη για 17 ώρες* ωρομίσθιο ποσού 1.200 ευρώ μηνιαίος μισθός:25*6:40=7,20 ευρώ +20% προσαύξηση 1,44 ευρώ=8,64 ευρώ και δη 146,88 ευρώ, για την αμοιβή του για την κατ’ εξαίρεση υπερωριακή του απασχόληση το ποσό των 35 ώρες* ωρομίσθιο ποσού 1.200 ευρώ μηνιαίος μισθός:25*6:40=7,20 ευρώ +80% προσαύξηση=5,76 ευρώ =12,96ευρώ=453,60 ευρών και συνολικά για την αμοιβή της υπερεργασίας το ποσό των 1.097,28 ευρώ(794,88+155,52+146,88) ενώ για την αμοιβή της κατ’ εξαίρεση υπερωριακής απασχόλησης το ποσό των 1.114,56 ευρώ (401,76+ 259,20+453,60). Αποδείχτηκε ακόμη ότι ο ενάγων εργαζόταν και πέραν του οκταώρου του καθόσον όπως καταθέτει χαρακτηριστικά ο μάρτυρας απόδειξης …………….. ο οποίος εργαζόταν στην επιχείρηση της εναγόμενης από το έτος 2.009  και παραιτήθηκε δύο μήνες πριν την συζήτηση της ένδικης αγωγής με την ειδικότητα του τεχνικού πεδίου ….Το ωράριο εργασίας ήταν ευέλικτο το οποίο το όριζε ο ενάγων σε συνεννόηση με την προϊσταμένη του την κ. ……. και προφανώς και τον κύριο ………. γιατί σας λέω είναι μεγάλοι πελάτες και πολλές φορές χρειαζόταν να είναι εκτός ωραρίου πελατών. Ακόμη η κρίση ότι ο ενάγων εργαζόταν και πέραν του οκταώρου του ενισχύεται και από τα προσκομιζόμενα ανυπόγραφα παρουσιολόγια αντιστοίχων ετών όπου αναγράφονται οι ώρες εργασίας του ενάγοντος ανά ημέρα και εβδομάδα και τα αναληφθέντα έργα τα οποία τα έδινε η εναγόμενη στους υπαλλήλους της όπως άλλωστε ενισχύεται και από την κατάθεση του μάρτυρα απόδειξης. Περαιτέρω και ο νόμιμος εκπρόσωπος της εναγόμενης στην χωρίς όρκο κατάθεση του δεν αρνήθηκε την παροχή της πέραν του οκταώρου εργασίας του ενάγοντος όταν υπήρχε ανάγκη. Ακόμη αποδεικνύεται ότι δεν έχουν καταβληθεί στον ενάγοντα τα επιδόματα άδειας ετών 2.021-2.023 ποσού εκάστου έτους 600 ευρώ και συνολικά 1.800 ευρώ, οι αποδοχές μη ληφθείσης άδειας έτους 2.023 ποσού 1.200 ευρώ. Δεν αποδείχτηκε όμως ότι οφείλεται μπόνους αποδοτικότητας στον ενάγοντα διότι πράγματι ο μάρτυρας του ενάγοντος αναφέρει ότι είχε συμφωνηθεί και στον ίδιο αλλά και στον ενάγοντα να καταβάλλεται μπόνους απόδοσης, όπως και ο νόμιμος εκπρόσωπος της εναγόμενης στην χωρίς όρκο κατάθεση του στο Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο αναφέρει ότι μπόνους απόδοσης δινόταν σε εργαζόμενους της εναγόμενης όταν έπρεπε να φέρουν σε σύντομο χρόνο διάφορα έργα στο παρελθόν πλην όμως το έτος 2.021 δεν δόθηκε σε κανένα εργαζόμενο της και δεν ήταν δυνατόν να έχει συμφωνηθεί η απόδοσή του στους εργαζόμενους της διότι ήδη η εταιρία είχε αρχίσει να έχει οφειλές και δεσμεύσεις στους τραπεζικούς της λογαριασμού που καθιστούσαν αδύνατη την σύναψη σχετικής συμφωνίας. Τέλος αποδείχτηκε ότι η καθυστέρηση καταβολής των δεδουλευμένων μισθών του ενάγοντος όπως αναλυτικά αναλύονται ανωτέρω χωρίς να ασκεί κάποια έννομη επιρροή η αιτία αυτής, συνιστά μονομερή βλαπτική μεταβολή των όρων της εργασίας του (βλ. το άρθρο 7 του νόμου 2112/1920 όπως αυτό ισχύει σήμερα μετά την τροποποίηση του με το άρθρο 58 του Ν.4635/2019 (ΦΕΚ Α` 167/30.10. 2019) και στο οποίο ρητά αναφέρεται ότι θεωρείται μονομερής βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας η πέραν των δύο (2) μηνών καθυστέρηση καταβολής των δεδουλευμένων αποδοχών του εργαζομένου από τον εργοδότη, ανεξαρτήτως της αιτίας της καθυστέρησης. Επιπρόσθετα ο ενάγων δήλωσε αυτό σαφώς κατά την προσφυγή του στην Επιθεώρηση Εργασίας όσο και στην συζήτηση της αίτησης της εργατικής διαφοράς παρουσία της εναγόμενης ότι δηλαδή θεωρεί την μη καταβολή των δεδουλευμένων αποδοχών του καταγγελία της σύμβασης εργασίας του από την πλευρά της εναγόμενης που έλαβε χώρα την ημερομηνία κοινοποίησης προς αυτή της από 4-7-2023 αίτησης του προς το ΣΕΠΕ στις 6-7-2023. Συνεπώς οφείλεται στον ενάγοντα η νόμιμη αποζημίωση απόλυσης η οποία ανέρχεται στο ποσό των 1.200 ευρώ (μικτές μηνιαίες αποδοχές)+ 200ευρώ προσαύξηση 1/6 ως αναλογία επιδόματος αδείας και δώρων εορτών) * 9 μήνες με βάση προϋπηρεσία 13 ετών και συνολικά 12.600 ευρώ. Όμως το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο καίτοι ορθώς εφάρμοσε τον νόμο κρίνοντας ορισμένη την ένδικη αγωγή και απορρίπτοντας την ένσταση κατάχρησης δικαιώματος που πρότεινε η εναγόμενη εσφαλμένα εκτίμησε τις αποδείξεις και δη το ότι οφείλεται από την εναγόμενη στον ενάγοντα το μπόνους παραγωγικότητας ποσού 1.200 ευρώ. Συνεπώς πρέπει να γίνει δεκτή κατά ένα μέρος η με αριθμό έκθεση κατάθεσης δικογράφου ………/2025 έφεση, να εξαφανιστεί κατά το σχετικό κεφάλαιο και τελικά στο σύνολο της για το ενιαίο της εκτέλεσης η εκκαλουμένη απόφαση και ως προς αυτό να κρατήσει το Δικαστήριο αυτό και να ξαναδικάσει την ουσία της υπόθεσης (άρθρο 535 ΚΠΟΛΔ) την με αριθμό έκθεση κατάθεσης δικογράφου …………./2023 αγωγή και να  υποχρεωθεί η εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 16.990,01 ευρώ (8.400+1.097,28+1.114,56+1.800+1.200+3.378,26) καθώς επίσης να αναγνωριστεί η υποχρέωση της εναγόμενης να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 9.221,74 ευρώ με τον νόμιμο τόκο ως εξής: Για τα ποσά που αντιστοιχούν σε δεδουλευμένες αποδοχές και υπερεργασιακή απασχόληση αφότου κάθε επιμέρους ποσό κατέστη απαιτητό, ήτοι από την πρώτη ημέρα του μήνα που έπεται εκείνου που αφορούν(άρθρο 655ΑΚ, βλ. ΑΠ 1682/2000 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, ΕΦ ΑΘ. 7/2003 ΕΛΛ.ΔΝΗ 2003, σελ.839), για τα ποσά που αντιστοιχούν στην υπερωριακή απασχόληση από την επόμενη ημέρα της επίδοσης της αγωγής, ήτοι από 4-1-2024,για την αποζημίωση απόλυσης από την επόμενη ημέρα επίδοσης της αίτησης του ενάγοντος προς το ΣΕΠΕ, ήτοι από τις 7-7-2023, για τα ποσά που αντιστοιχούν στα επιδόματα άδειας (εκτός του έτους 2.023) από την 1 ην Ιανουαρίου του επόμενου έτους εκείνου κατά το οποίο κατέστησαν απαιτητά, (βλ. ΟΛ. ΑΠ 39/40 2002. ΑΠ1649/2012, ΑΠ 233/2004, ΕΦ.ΑΘ. 3734/2021 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), για τα ποσά που αντιστοιχούν στις αποδοχές και το επίδομα της άδειας του 2.023 από την επόμενη της λύσης της σύμβασης εργασίας του ενάγοντος ήτοι από τις 7-7-2023(βλ. ΑΠ 1830/2006 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ) κα μέχρι πλήρης εξόφληση. Τέλος πρέπει να επιβληθεί μέρος της δικαστικής δαπάνης του εφεσίβλητου της με αριθμό έκθεση κατάθεσης δικογράφου …………./2025 έφεσης αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας σε βάρος της εκκαλούσης λόγω της εν μέρει νίκης και εν μέρει ήττας αυτού στην παρούσα δίκη (άρθρα 106, 178, 189 και 191 παρ.2 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσης.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων την με αριθμό έκθεση κατάθεση δικογράφου ………/2025  έφεση.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικώς και κατ’ ουσίαν την με αριθμό έκθεση κατάθεση δικογράφου …………/2025 έφεση.

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την με αριθμό 2824/2024 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία περιουσιακών διαφορών-εργατικών διαφορών.

ΚΡΑΤΕΙ την υπόθεση και δικάζει κατ’ ουσίαν την με αριθμό εκθ. κατ. δικ. ………./2023   αγωγή.

ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει αυτή ως κατ’ ουσίαν βάσιμη.

Υποχρεώνει την εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των δεκαέξι χιλιάδων εννιακοσίων ενενήντα ευρώ και ενός λεπτού (16.990,1) με τον νόμιμο τόκο κατά τις εκτιθέμενες στο σκεπτικό της παρούσης διακρίσεις και μέχρις ολοσχερούς εξόφλησης.

ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ την υποχρέωση της εναγόμενης να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των εννέα χιλιάδων διακοσίων είκοσι ενός ευρώ και εβδομήντα τεσσάρων λεπτών (9.221,74) με τον νόμιμο τόκο κατά τις εκτιθέμενες στο σκεπτικό της παρούσης διακρίσεις και μέχρι ολοσχερούς εξόφλησης.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος της  εφεσίβλητης μέρος της δικαστικής δαπάνης του εκκαλούντος αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας την οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων εξακοσίων (1.600) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στο ακροατήριο του στον Πειραιά στις   2-7-2025 απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                    Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ