ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ
ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 428 /2025
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ
Αποτελούμενο από τoν Δικαστή Λάζαρο Γιαπαλάκη Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από την Πρόεδρο Εφετών Πειραιά και από τη Γραμματέα Ε.Δ
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ………. για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ :
ΕΚΚΑΛΩΝ: ΤΟΥ …………… και ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Άννα-Φωτεινή Βλαχοπούλου του Δ.Σ.Π. με Α.Μ. ………. με δήλωση του άρθρου 242 παράγραφο 2 του ΚΠΟΛΔ.
ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΣ: ΤΟΥ …………… και ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Παναγιώτη Σταματογιάννη του Δ.Σ.Π. με Α.Μ. ………… με δήλωση του άρθρου 242 παράγραφο 2 του ΚΠΟΛΔ.
Ο ενάγων άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά την από 9-2-2024 αγωγή του και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου αγωγής …………./2024 η οποία εκδικάστηκε κατά την δικάσιμο της 19-3-2024 κατά την ειδική διαδικασία περιουσιακών-εργατικών διαφορών και εκδόθηκε η με αριθμό 2591/2024 οριστική απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου η οποία δέχτηκε εν μέρει την ένδικη αγωγή ως κατ’ ουσίαν βάσιμη.
Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου ο εναγόμενος και ήδη εκκαλών με την με αριθ. εκθ. καταθ. ………/2024 έφεσή του ενώπιον του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και με αριθμό εκθ. κατ. δικ. …………../2024 ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου της οποίας δικάσιμος ορίστηκε η 6-3-2025 και μετά από αναβολή αυτή που αναγράφεται στην αρχή της παρούσης.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, όταν η υπόθεση εκφωνήθηκε κατά τη σειρά εγγραφής της στο οικείο πινάκιο, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων κατέθεσαν εμπρόθεσμα τις προτάσεις τους και παραστάθηκαν στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΝΟΜΟ
Στην προκειμένη περίπτωση φέρεται προς συζήτηση η από με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ενδίκου μέσου …………/2024 έφεση κατά της με αριθμό 2591/2024 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά η οποία εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών-εργατικών διαφορών αντιμωλία των διαδίκων επί της από με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου …………./9/2/2024 αγωγής του ενάγοντος και ήδη εφεσίβλητου κατά του εναγόμενου και ήδη εκκαλούντος. Η ως άνω έφεση έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα από τον εναγόμενο και σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 495, 511, 513 § 1 β, 516 και 518 § 2 ΚΠολΔ δεδομένου ότι η εκκαλουμένη απόφαση δημοσιεύτηκε στις 30-7-2024 ενώ η έφεση του ασκήθηκε στις 23-10-2024 (βλ την με αριθμό …………./2024 έκθεση κατάθεσης δικογράφου ένδικου μέσου στο Πρωτοδικείο Πειραιά) καθόσον δεν προκύπτει επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης. Δεδομένου ότι δεν απαιτείται η καταβολή του νόμιμου παράβολου κατ’ άρθρο 495 ΚΠΟΛΔ καθόσον στην προκειμένη περίπτωση πρόκειται για εφαρμογή του άρθρου 614 παρ.3 ΚΠΟΛΔ πλην όμως αυτό καταβλήθηκε από τον εκκαλούντα, όπως άλλωστε προκύπτει από το με αριθμό ………….. e-παράβολο και προσκομίστηκε η από 23-10-2024 απόδειξη πληρωμής του από την ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ πρέπει να γίνει αυτή τυπικά δεκτή (άρθρο 533 ΚΠΟΛΔ και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των κατ’ ιδίαν λόγων της (άρθρο 524 παρ.1 ΚΠΟΛΔ).
Με την από με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου …………./9/2/2024 αγωγής του ο ενάγων εκθέτει ότι το έτος 2022 άνοιξε δικό του κατάστημα-καθαριστήριο ρούχων στην περιοχή …………, πολύ κοντά στην περιοχή που βρίσκεται η ατομική επιχείρηση παροχής υπηρεσιών πλυσίματος και στεγνού καθαρίσματος που διατηρεί ο εναγόμενος από το έτος 1.997 και επειδή η επιχείρηση του λειτουργούσε με καλούς ρυθμούς γνωρίστηκε με τον εναγόμενο ο οποίος του έκανε πρόταση να συνεργαστούν είτε σταδιακά είτε να μοιράζονται δουλειές, προμήθειες κ.λ.π. πρόταση που είχε αποδεχθεί και όλα κυλούσαν ομαλά. Ότι το 2.005 άνοιξε και δεύτερο καθαριστήριο στον Πειραιά, που λειτούργησε παράλληλα με το πρώτο έως το έτος 2012 οπότε λόγω της οικονομικής κρίσης που έπληξε την χώρα τα έκλεισε μένοντας άνεργος. Ότι το έτος 2.014 τον προσέγγισε ξανά ο εναγόμενος και του ζήτησε να εργαστεί στο κατάστημα του καθώς γνώριζε καλά την δουλεία με την προοπτική να τον ασφαλίσει μελλοντικά αφού μείνει ικανοποιημένος από την δουλειά του. Ότι συνεπεία των παραπάνω δυσμενών οικονομικών συνθηκών ξεκίνησε να εργάζεται στην επιχείρηση του εναγόμενου από την 1-2-2014 για οκτώ ώρες καθημερινά και για πέντε ημέρες την εβδομάδα. Ότι παρόλο που ο εναγόμενος ήταν απόλυτα ικανοποιημένος από την δουλειά του δεν τον ασφάλιζε στο Ι.Κ.Α. αλλά χρειάστηκε να περάσουν τέσσερα χρόνια και αρκετή πίεση από τον ίδιο προκειμένου να τον ασφαλίσει αν και όπως πληροφορήθηκε μεταγενέστερα η ασφάλιση του δεν ανταποκρινόταν στις πραγματικές ώρες εργασίας του. Ότι ειδικότερα ο εναγόμενος συνέταξε την από 16-2-2018 σύμβαση εργασίας μερικής απασχόλησης του ενάγοντος με την ειδικότητα του σιδερωτή με καθεστώς πενθήμερης και 20ωρης εβδομαδιαίας εργασίας έναντι ημερομισθίου 17,50 ευρώ ενώ η πραγματικότητα ήταν ότι αυτός εργαζόταν με καθεστώς πλήρους απασχόλησης από το έτος 2.018 μέχρι την οριστική παύση των καθηκόντων του εργαζόταν από την Δευτέρα έως την Παρασκευή από τις 08:00 έως τις 16:00 και τα Σάββατα από τις 08:00 έως τις 14:00 πλην των μηνών Φεβρουαρίου και Μαρτίου κάθε έτους που δεν εργαζόταν τα Σάββατα παρά μόνο Δευτέρα έως Παρασκευή με ημερομίσθιο 50 ευρώ μετρητοίς και από τις 17-3-2020 έναντι 60 ευρώ ημερησίως. Ότι ενώ όλα κυλούσαν ομαλά και η σχέση του με τον εναγόμενο ήταν φιλική όπως ο ίδιος πίστευε στις 24-11-2023 ξαφνικά και χωρίς καμία προηγούμενη ενημέρωση ή ένδειξη ο εναγόμενος τον προσέγγισε σε ώρα εργασίας και του είπε με επιτακτικό τόνο ………. φεύγεις και παρόλο που ο ίδιος του ζήτησε να το συζητήσουν ο εναγόμενος δεν του άφησε κανένα περιθώριο. Ότι συνεπεία αυτού του γεγονότος και φοβούμενος για το μέλλον του ο ενάγων στις 27-11-2023 προσέφυγε στην αρμόδια Επιθεώρηση Εργασίας και υπέβαλε αίτηση για την διενέργεια εργατικής διαφορά κατά του εναγόμενου με βασικό αίτημα την καταβολή νόμιμης αποζημίωσης απόλυσης. Ότι στις 6-12-2023 του κοινοποιήθηκε εξώδικη δήλωση εκ μέρους του εναγόμενου στην οποία αναφερόταν ψευδώς ότι απουσίαζε αδικαιολόγητα από την 27-11-2023, ημέρα που ο εναγόμενος είχε μεταβεί στην Επιθεώρηση Εργασίας και ότι ο εναγόμενος προσπάθησε να επικοινωνήσει μαζί του και ότι αυτός δεν ανταποκρίθηκε καθώς επίσης ότι ο εναγόμενος όταν έμαθε για την προσφυγή του στην Επιθεώρηση Εργασίας προσπάθησε να τον μεταπείσει. Ότι την επόμενη ημέρα συζήτησης της εργατικής διαφοράς στο ΣΕΠΕ, στην οποία ο εναγόμενος δεν προσήλθε στις 20-12-2023, προέβη σε ψηφιακή μεταφόρτωση προς το ΣΕΠΕ έντυπου αναγγελίας οικειοθελούς αποχώρησης μισθωτού, με ημερομηνία 30-11-2023 εν αγνοία του. Ότι κατά τον τελευταίο μήνα πριν την απόλυση του για την οποία δικαιούται αποζημίωση απόλυσης λάμβανε ημερησίως 60 ευρώ καθαρά τα οποία αντιστοιχούν σε 69,70 ευρώ μικτά και λαμβάνοντας υπόψη 26 εργάσιμες ημέρες για κάθε μήνα απασχόλησης του για κάθε μήνα απασχόλησης του οι μηνιαίες αποδοχές του ανέρχονταν στο ποσό των 1.812,20 ευρώ. Ότι από την συμπεριφορά του ενάγοντος ο οποίος τον έδιωξε από την εργασία του ξαφνικά στις 24-11-2023 ξαφνικά και αιφνίδια προκειμένου να αποφύγει την καταβολή αποζημίωση απόλυσης του απέστειλε την προαναφερόμενη από 6-12-2023 εξώδικη δήλωση του με ψευδές και ανακριβές περιεχόμενο και δεν εμφανίστηκε στην Επιθεώρηση Εργασίας κατά την ημέρα συζήτησης της εργασιακής διαφοράς παρά επέλεξε εν αγνοία του, να προβεί σε δήλωση περί οικειοθελούς αποχώρησης του στην ηλεκτρονική πλατφόρμα ΕΡΓΑΝΗ γεγονός που καταδεικνύει την συστηματική και σχεδιασμένη πρακτική του προκειμένου να αποφύγει να του αποδώσει όσα δικαιούταν υπέστη μεγάλη ψυχική ταλαιπωρία, απογοήτευση, αγανάκτηση και μείωση της τιμής και της υπόληψης του. Με βάση αυτό το ιστορικό ζητεί να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να του καταβάλει το ποσό των 9.061 ευρώ (1.812,20 ευρώ* 5 μήνες) ως αποζημίωση απόλυσης, καθόσον αυτός είχε συμπληρώσει εννέα χρόνια απασχόλησης στον ίδιο εργοδότη, με τον νόμιμο τόκο από της επίδοσης της αγωγής, τα ποσά των 5.310,08 και 3.261,57 ευρώ ως διαφορές μεταξύ των δικαιούμενων ποσών για αποδοχές και επιδόματα αδείας αντίστοιχα και των πραγματικώς καταβληθέντων με τον νόμιμο τόκο από τότε που αντιστοιχούσαν στην τετράωρη απασχόληση του με τον νόμιμο τόκο από τότε που κάθε κονδύλιο κατέστη απαιτητό, το ποσό των10.495,85 ευρώ ως διαφορές μεταξύ των δικαιούμενων ποσών για επιδόματα εορτών και των πραγματικώς καταβληθέντων με τον νόμιμο τόκο από τότε που κάθε επιμέρους κονδύλιο κατέστη απαιτητό, το ποσό των 5.500 ευρώ ως εύλογη χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη υπαίτια την οποία του προξένησε ο εναγόμενος με τον νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής όπως τα επιμέρους κονδύλια εξειδικεύονται στην αγωγή, να κηρυχθεί η εκδοθησόμενη απόφαση προσωρινά εκτελεστή καθώς επίσης να καταδικαστεί ο εναγόμενος στην δικαστική του δαπάνη. Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εκδικάζοντας την ένδικη αγωγή κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών-εργατικών διαφορών την έκρινε ορισμένη και εν μέρει νόμιμη και υποχρέωσε τον ενάγοντα να καταβάλει στον εναγόμενο το ποσό των 17.306,27 ευρώ με τον νόμιμο τόκο κατά τις εκτιθέμενες στο σκεπτικό της παρούσης διακρίσεις και μέχρι πλήρους εξόφλησης, κήρυξε την απόφαση προσωρινά εκτελεστή κατά το ποσό των 5.000 ευρώ και καταδίκασε τον εναγόμενο στην πληρωμή μέρους της δικαστικής δαπάνης του ενάγοντος. Κατά της απόφασης αυτής με την από με αριθμ. Εκθ. Καταθ. …………../2024 έφεση του παραπονείται ο εναγόμενος και ήδη εκκαλών για τους περιεχόμενους στην ανωτέρω έφεση του λόγους οι οποίοι ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία του νόμου και σε εσφαλμένη εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων και ζητεί την εξαφάνιση της εκκαλουμένης απόφασης έτσι ώστε να απορριφθεί η ένδικη αγωγή.
Με τον πρώτο λόγο έφεσης του ο εναγόμενος παραπονείται ότι εσφαλμένα η ένδικη αγωγή έγινε δεκτή καθόσον αυτή έπρεπε να απορριφθεί ως αόριστη διότι ο ενάγων δεν προσδιορίζει ακριβώς το ύψος του ημερομισθίου που αυτός ελάμβανε. Ειδικότερα ο ενάγων αναφέρει ότι τα χρήματα που αυτός λάμβανε για την καθημερινή του εργασία ήταν αρχικά 50 ευρώ στο χέρι και εν συνεχεία από τις 17-3-2020 ο εναγόμενος αύξησε το ποσό από 50 ευρώ σε 60 ευρώ. Όμως το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη του ότι αντιφατικά ο ενάγων προς υπολογισμό των αξιώσεων του για οφειλόμενα υπόλοιπα επιδομάτων αδείας, ληφθείσας άδειας και δώρων Πάσχα και Χριστουγέννων τα υπολογίζει βάση του ισχυρισμού του στο ποσό των 60 ευρώ ημερησίως σε μετρητά αφαιρεί από τα τελικώς προκύψαντα ποσά τα οποία αποτελούν τους νόμιμους καταβληθέντες μισθούς του στον τραπεζικό λογαριασμό του και τα οποία προέκυψαν από τον υπολογισμό των 22 ημερών εργασίας του * το ημερομίσθιο που ίσχυε για το εκάστοτε χρονικό διάστημα απασχόλησης του υπό καθεστώς μερικής απασχόλησης. Όμως ο ενάγων δεν προσδιορίζει με σαφήνεια ποιο ήταν το ύψος του ημερομισθίου του καθώς από την μία αναφέρει ότι το ημερομίσθιο του κυμαινόταν στο ποσό των 60 ευρώ και το οποίο εισέπραττε τοις μετρητοίς από την άλλη παραδέχεται ότι λάμβανε επιπρόσθετο ημερομίσθιο ύψους 17,50 ευρώ, 17,77 ευρώ, 19,11 ευρώ ή 20,90 ευρώ το οποίο εισέπραττε συνολικά για την απασχόληση του επί 22 ημέρες δια του τραπεζικού του λογαριασμού. Συνεπώς προκύπτει ασάφεια για το αν τελικά το ημερομίσθιο του ενάγοντα ανερχόταν αποκλειστικά στο ποσό των 60 ευρώ που λάμβανε τοις μετρητοίς ή στο ποσό των 78 ευρώ που αποτελούνταν από το ποσό των 60 ευρώ που λάμβανε τοις μετρητοίς συν το ποσό των 18 ευρώ που του καταβαλλόταν για την μερική του απασχόληση στον τραπεζικό του λογαριασμό.
Ως προς τον ανωτέρω λόγο έφεσης του λεκτέα είναι τα ακόλουθα: Ειδικότερα για να είναι ορισμένη, κατά το άρθρο 216 § 1 ΚΠΟΛΔ σε συνδυασμό προς τα άρθρα 648, 651, 653 και 655 ΑΚ η αγωγή, με την οποία ζητείται η επιδίκαση διαφορών στον ενάγοντα μισθωτό μεταξύ οφειλομένων κατά νόμο (δεδουλευμένων ή μη) και καταβληθέντων κατά την αγωγή σε αυτόν μικρότερων αποδοχών, περιλαμβανομένων των επιδομάτων εορτών και αδείας, πρέπει να αναφέρεται στο δικόγραφο της αγωγής η κατάρτιση της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας μεταξύ των διαδίκων, η ειδικότητα του ενάγοντος, η εκ μέρους αυτού παροχή της εργασίας του, ο συμβατικός ή ο κατά τις οικείες συλλογικές συμβάσεις ή κατά τις ειδικές ρυθμίσεις του νόμου οφειλόμενος μισθός του μισθωτού με αναφορά στο βασικό μισθό και τα επί μέρους επιδόματα που ανάγονται στο αντίστοιχο χρονικό διάστημα της απασχόλησης του μισθωτού στην ειδικότητα αυτή, κατά το οποίο δεν υπήρξε από το νόμο ή τα πράγματα λόγος διαφοροποίησής τους, ως και η αιτία που κατά νόμο δικαιολογεί την καταβολή των συγκεκριμένων επιδομάτων στον ενάγοντα, το χρονικό διάστημα στο οποίο αφορούν οι επίδικες διαφορές και οι αξιούμενες από την αιτία αυτή διαφορές των αποδοχών (ΑΠ 121/2019, ΑΠ 1366/2018 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Επομένως η ένδικη αγωγή είναι ορισμένη καθόσον ως προελέχθη στην μείζονα σκέψη της παρούσης αυτή αναφέρει την σύμβαση εργασίας που καταρτίστηκε στις 1-2-2014 μεταξύ του ενάγοντος και του εναγόμενου, το ωράριο του από τις 08:00 μέχρι τις 16:00 από την Δευτέρα έως την Παρασκευή και από τις 08:00-14:00 τα Σάββατα πλην των μηνών Φεβρουαρίου και Μαρτίου που αυτός δεν εργαζόταν τα Σάββατα με την ειδικότητα του σιδερωτή. Ακόμη αναφέρεται ότι αυτός λάμβανε ημερομίσθιο τοις μετρητοίς το ποσό των 50 ευρώ και από την 17-3-2020 το ποσό των 60 ευρώ καθώς επίσης ότι από την 16-2-2018 ο εναγόμενος τον ασφάλισε για πέντε ημέρες την εβδομάδα και για εργασία 20 ωρών εβδομαδιαίως και με ημερομίσθιο 17,50 ευρώ, όπως επίσης αναφέρονται στην αγωγή και οι συνθήκες κάτω από τις οποίες ο εναγόμενος κατήγγειλε την σύμβαση εργασίας του. Περαιτέρω από την επισκόπηση της ένδικης αγωγής αναφέρεται στην σελίδα 19 με σαφήνεια ότι το ημερομίσθιο του ενάγοντος ανέρχεται στο ποσό των 60 ευρώ καθαρά και σε 69,70 ευρώ μικτά βάση του οποίου γίνεται ο υπολογισμός της αποζημίωσης απόλυσης του, ενώ σε κάθε περίπτωση από την ανάγνωση της ανωτέρω αγωγής στα επίδικα κονδύλια ετών 2018-2020 βάση υπολογισμού είναι το ημερομίσθιο των 50 ευρώ ενώ στα κονδύλια ετών 2021-2023 το ημερομίσθιο των 60 ευρώ. Ακόμη ο ενάγων αφαιρεί από τα οφειλόμενα σε αυτόν ποσά τα καταβληθέντα από τον εναγόμενο εργοδότη του ποσά με αποτέλεσμα να μην προκύπτει καμία ασάφεια ως προς τα οφειλόμενα σε αυτόν ποσά με βάση το ημερομίσθιο που αναφέρει στην αγωγή του. Συνεπώς πρέπει με βάση τα παραπάνω εκτεθέντα η ένσταση αοριστίας της ένδικης αγωγής να απορριφθεί ως μη νόμιμη διότι η ένδικη αγωγή περιλαμβάνει όλα τα αναγκαία για το κύρος της στοιχεία.
Με τον πέμπτο λόγο έφεσης του ο εκκαλών ισχυρίζεται ότι η ένδικη αγωγή θα έπρεπε να απορριφθεί για τον λόγο ότι ασκείται καταχρηστικά. Ειδικότερα εκτίθενται τα παρακάτω: Από την εν γένει συμπεριφορά του ενάγοντος προκύπτει ότι ο ίδιος επιθυμούσε να αποχωρήσει από την εργασία του, ότι ουδέποτε ενδιαφέρθηκε για την επάνοδο του σε αυτή, με αποτέλεσμα η συμπεριφορά του να συνιστά οικειοθελή αποχώρηση. Μετά την επίδοση της από 6-12-2023 εξώδικης δήλωσης του ο εναγόμενος δεν προέβη σε κάποια νομική κίνηση για να αντικρούσει τον ισχυρισμό του ενώ η αυθαίρετη απουσία του από την εργασία του παρά τις συνεχείς οχλήσεις του εναγόμενου συνιστά μονομερή καταγγελία της σύμβασης εργασίας με αποτέλεσμα να έχει αποχωρήσει οικειοθελώς. Συνεπώς αποδεικνύεται ότι ο ενάγων επιθυμούσε να αποχωρήσει από την εργασία του οικειοθελώς προκειμένου να απασχοληθεί με την δική του επιχείρηση αλλά παράλληλα ήθελε να εισπράξει και την αποζημίωση απόλυσης. Ως προς αυτόν τον ισχυρισμό λεκτέα είναι τα ακόλουθα:
Κατά το άρθρο 281 ΑΚ, η άσκηση δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Από την διάταξη αυτή προκύπτει σαφώς ότι για την εφαρμογή της απαιτείται η συνδρομή περιστατικών, με βάση τα οποία θα κριθεί η συμπεριφορά του δικαιούχου που προηγήθηκε της ασκήσεως του δικαιώματος και η πραγματική κατάσταση που έχει διαμορφωθεί, η οποία δεν δικαιολογεί την άσκησή του, επειδή αυτή υπερβαίνει προφανώς (καταδήλως) τα όρια που καθορίζονται στην συγκεκριμένη διάταξη. Η υπέρβαση αυτή είναι προφανής, όταν προκαλείται η εντύπωση έντονης αδικίας σε σχέση με το όφελος του δικαιούχου από την άσκηση του δικαιώματος (ΑΠ 1047/2007, ΕφΘεσ 301/2019 δημοσίευση ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ.
Με το περιεχόμενο αυτό, ο υπό κρίση λόγος έφεσης είναι απορριπτέος ως νόμω αβάσιμος, διότι τα επικαλούμενα σ’ αυτόν πραγματικά περιστατικά, και αληθή υποτιθέμενα, δεν αρκούν για να θεμελιώσουν καταχρηστικότητα της ένδικης αγωγής σύμφωνα και με τα διαλαμβανόμενη στην παραπάνω νομική σκέψη διότι όπως αναγράφονται τα πραγματικά περιστατικά στην ένδικη αγωγή του ενάγοντος αυτά αποτελούν άσκηση νόμιμου δικαιώματος αποτελεί δε αντικείμενο απόδειξης αν η αποχώρηση του ενάγοντος από την επιχείρηση του εναγόμενου συνέβη λόγω της συμπεριφοράς του εναγόμενου και αποτελεί καταγγελία της σύμβασης εργασίας του ή αποτελεί οικειοθελή αποχώρηση του ενάγοντος προκειμένου να ασχοληθεί με την επιχείρηση του καθόσον δεν αναφέρονται επιπρόσθετα περιστατικά που να θεμελιώνουν καταχρηστική άσκηση δικαιώματος αυτού. Κατά το μέρος που αφορούν την καταχρηστική άσκηση δικαιώματος σχετικά με το αιτούμενο ποσό που αφορά την ηθική βλάβη που προκλήθηκε στον ενάγοντα υπό τις συνθήκες που έλαβε χώρα η απόλυση του και σύμφωνα με το οποίο ο ενάγων ζητεί το ποσό των 5.500 ευρώ το αιτούμενο κονδύλιο απορρίφθηκε με την εκκαλουμένη απόφαση και ως εκ τούτου το Δικαστήριο παρέλκει να ασχοληθεί με την βασιμότητα του παραπάνω λόγου έφεσης.
Με σχετικό λόγο έφεσης του ο εκκαλών αναφέρει ότι το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο παρέλειψε να εξετάσει τις βεβαιώσεις κυκλοφορίας που προσκομίστηκαν από τον εναγόμενο και που αφορούν βεβαιώσεις κυκλοφορίας σχετικές με την περίοδο απαγόρευσης κυκλοφορίας στην περίοδο του κορονοϊού διότι θα έπρεπε να έχει συμπληρωθεί και να υποβληθεί μέσω του πληροφοριακού συστήματος Εργάνη Π.Σ. Ειδικότερα ως εκτίιθεται η πρώτη εξ’ αυτών έχει εκδοθεί από το πληροφοριακό σύστημα ΕΡΓΑΝΗ πλην όμως δεν αναφέρει καμία περιοχή εντός της οποίας θα μπορούσε να κινηθεί ο ενάγων, οι δε ώρες που επιτρεπόταν η μετακίνηση συμπληρώθηκαν χειρόγραφα, στην δε δεύτερη προσκομιζόμενη βεβαίωση άδειας κυκλοφορίας η οποία έχει συνταχθεί χειρόγραφα στην θέση της υπογραφής του εργοδότη έχει υπογράψει ο ενάγων δεν φέρει ημερομηνία έκδοσης και χρονική διάρκεια ισχύος αυτών. Ως προς τον λόγος έφεσης αυτόν λεκτέα είναι τα ακόλουθα: Κατά το άρθρο 671 παρ. 1 ΚΠΟΛΔ, το οποίο, σύμφωνα με το άρθρο 681 ιδίου Κώδικα, εφαρμόζεται και επί διαφορών από αμοιβές για την παροχή εργασίας, στη διαδικασία των εργατικών διαφορών λαμβάνονται υπόψη και αποδεικτικά μέσα που δεν πληρούν τους όρους του νόμου. Δηλαδή και έγγραφα άκυρα ή ιδιωτικά ανυπόγραφα ή ιδιωτικά υπέρ του εκδότη τους και γενικώς κάθε είδους έγγραφα. Δεν λαμβάνονται υπόψη μόνο πλαστά ή μη γνήσια έγγραφα, γιατί δεν συγχωρείται η χρησιμοποίηση ψευδών αποδεικτικών στοιχείων και ένορκες βεβαιώσεις για τις οποίες δεν τηρήθηκε η καθορισμένη διαδικασία. Εξ άλλου από το συνδυασμό των άρθρων 432, 433 και 445 ΚΠΟΛΔ συνάγεται ότι ένα ιδιωτικό έγγραφο για να υπάρχει ως αποδεικτικό μέσο και να καταλέγεται στα επώνυμα αποδεικτικά μέσα, σύμφωνα με το άρθρο 339 ιδίου Κώδικα, θα πρέπει να είναι αναγνώσιμο, να μην έχει υποστεί τεμαχισμό, διάτρηση ή διαγραφή, οπότε τεκμαίρεται πως έχει εκμηδενιστεί η αποδεικτική του δύναμη (άρθρο 433 ΚΠΟΛΔ) και να είναι γνήσιο. Περαιτέρω ένα ιδιωτικό έγγραφο για να έχει αποδεικτική δύναμη, δηλαδή για να μπορεί να συμβάλει στη διαμόρφωση δικανικής πεποίθησης, πρέπει να φέρει την υπογραφή του εκδότη του (άρθρο 443 ΚΠΟΛΔ, πρβλ. και άρθρο 16) Α.Κ.) ενώ δεν αποδεικνύει, κατ΄ αρχήν, υπέρ του εκδότη του (άρθρο 447 ΚΠΟΛΔ). Επομένως ένα ιδιωτικό έγγραφο που απλώς περιέχει κάποιες “ιδιόγραφες σημειώσεις” χωρίς καμία υπογραφή δεν έχει, κατ΄ αρχήν, αποδεικτική ισχύ υπέρ του εκδότη του, σύμφωνα με τα άρθρα 443, 447 ΚΠΟΛΔ. Δεν παύει όμως να έχει τα τυπικά χαρακτηριστικά του εγγράφου και είναι υποστατό ως έγγραφο. Αποτελεί ένα αποδεικτικό μέσο που δεν πληροί τους όρους του νόμου, με την έννοια που στον όρο αυτό δίνει το άρθρο 671 παρ. 1 ΚΠΟΛΔ, και εντεύθεν λαμβάνεται υπόψη στην ως άνω διαδικασία των εργατικών διαφορών, ως ανωτέρω (ΟΛ.ΑΠ 15/2003, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Επομένως ορθώς ελήφθησαν υπόψη τα ανωτέρω έγγραφα ως μη πληρούντα τους όρους του νόμου αποδεικτικά μέσα από το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο διότι τα παραπάνω έγγραφα δεν προσβλήθησαν ως πλαστά κατ’ άρθρο 460 ΚΠΟΛΔ από τον εναγόμενο το δε γεγονός ότι δεν στηρίχτηκε η κρίση του Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο σε αυτά δεδομένου ότι υπάρχουν και άλλα αποδεικτικά μέσα για να στηριχθεί η κρίση του δεν σημαίνει ότι δεν ελήφθησαν υπόψη από την κρίση του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου καθόσον στην εκκαλουμένη αναγράφεται με σαφήνεια τα κάτωθι: Από την εκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων των διαδίκων ….. και από όλα τα έγγραφα που νόμιμα προσκομίζουν με εκτίμηση οι διάδικοι και τα οποία λαμβάνονται υπόψη είτε για άμεση απόδειξη είτε για την συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (άρθρα 671 εδ.α ΚΠΟΛΔ)…. Συνεπώς ο σχετικό λόγος έφεση πρέπει να απορριφθεί ως κατ’ ουσίαν αβάσιμος.
Από την επανεκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων απόδειξης και ανταπόδειξης, την χωρίς όρκο κατάθεση του εναγόμενου που εξετάστηκαν νόμιμα ενώπιον του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, όλα τα έγγραφα που προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι και την εν γένει αποδεικτική διαδικασία αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Δυνάμει προφορικής σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου πλήρους απασχόλησης που καταρτίστηκε τον Φεβρουάριο του 2014 ο ενάγων προσλήφθηκε από τον εναγόμενο προκειμένου να εργαστεί ως σιδερωτής στην ατομική επιχείρηση παροχής υπηρεσιών πλυσίματος και στεγνού καθαρίσματος που διατηρεί ο εναγόμενος στον Πειραιά με οκτάωρη ημερήσια απασχόληση από Δευτέρα έως Παρασκευή. Ο ενάγων είχε τις γνώσεις και την εμπειρία για την ανωτέρω εργασία διότι στο παρελθόν διατηρούσε δύο καθαριστήρια τα οποία έκλεισε το 2012 και παρείχε την εργασία του στην επιχείρηση του εναγόμενου χωρίς να προκύψει κάποιο παράπονο από τον εναγόμενο σχετικά με τον τρόπο άσκησης των καθηκόντων του. Στις 16-2-2018 αναγγέλθηκε η πρόσληψη του από τον εναγόμενο με καθεστώς μερικής απασχόλησης και με ωράριο 10:00 με 14:00 από Δευτέρα έως Παρασκευή, έναντι μηνιαίων μικτών αποδοχών 379,31 ευρώ γεγονός που ήταν σε γνώση του ενάγοντος. Το γεγονός ότι ο ενάγων απασχολείτο στον εναγόμενο ήδη από το έτος 2.014 αποδεικνύεται από την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα απόδειξης ………….. ο οποίος είναι δικηγόρος του και είχε ασχοληθεί με το ζήτημα έκδοσης της άδειας παραμονής αυτού στην Ελλάδα, και σαφώς κατέθεσε σχετικά με την απασχόληση του ενάγοντος στην επιχείρηση του εναγόμενου το ανωτέρω χρονικό διάστημα διότι αυτός πήγαινε τα ρούχα του στο καθαριστήριο του εναγόμενου ήδη από το 2.1014 και μέχρι σήμερα και έβλεπε τον ενάγοντα να εργάζεται ως σιδερωτής από το πρωί μέχρι που γύριζε στις 16:00 από το γραφείο του στο σπίτι του και τα Σάββατα. Επιπρόσθετα το γεγονός της πλήρους απασχόλησης του με πλήρες ωράριο αποδεικνύεται και από τα προσκομιζόμενα από τον ενάγοντα μηνύματα μέσω εφαρμογής viber μεταξύ αυτού και του εναγόμενου από τα οποία προκύπτει ότι ο ενάγων απασχολείτο στην επιχείρηση του εναγόμενου ήδη από το έτος 2.014. Ειδικότερα στο από 10-2-2016 μήνυμα του εναγόμενου προς τον ενάγοντα αναφέρεται ………. γειά σου, τι κάνεις; Άμα θέλεις να κάτσεις και άλλο γιατί δεν έχει καθόλου δουλειά. Στείλε να μου πεις. Επίσης το από 29-2-2016 μήνυμα του ίδιου ……. γεια σου. Τι κάνεις ; Πότε θα έρθεις; Το από 7-9-2017 μήνυμα του ιδίου Που είσαι; Το από 22-3-2020 μήνυμα του εναγόμενου που γράφει στον ενάγοντα ……. γεια σου. Έλα αύριο στις 9:00 και όχι στις 8:00 υπολαμβάνοντας ότι η εργασία του ενάγοντος άρχιζε στις 8:00 έως τις 16:00. Επίσης και από το από 16-2-2021 μήνυμα του εναγόμενου προς τον ενάγοντα με χρόνο αποστολής 7:58 με το οποίο τον ρώτησε Καλημέρα θα έρθεις; Και έλαβε καταφατική απάντηση. Στο σημείο αυτό αξίζει να σημειωθεί ότι η κατάθεση του μάρτυρα ανταπόδειξης ………………, ο οποίος εργάζεται στην επιχείρηση του εναγόμενου από το έτος 2.010 με την ειδικότητα του διανομέα και κατέθεσε ότι ο ενάγων εργαζόταν με καθεστώς μερικής απασχόλησης δεν κρίνεται πειστική διότι ο ίδιος μάρτυρας δεν έδωσε καμία απάντηση γιατί η επιχείρηση απασχολεί δύο εργαζόμενους ως σιδερωτές με τετράωρη απασχόληση και όχι ένα με πλήρη απασχόληση. Στο ερώτημα αυτό η απάντηση του εξεταζόμενου ως διάδικου εναγόμενου στην οποία αναφέρει ότι ήθελε να βγαίνει πιο γρήγορα η δουλεία ώστε να μπορεί η συσκευάστρια να τα ετοιμάσει και να είναι έτοιμα στις παραλαβές και παραδόσεις δεν κρίνεται πειστική διότι ο ίδιος δεν αιτιολογεί πως με την χρήση δύο σιδερωτών και όχι ενός πλήρους απασχόλησης θα εξυπηρετείτο γρηγορότερα η εργασία του πως δηλαδή θα έβγαινε πιο γρήγορα η δουλειά. Δεν αποδεικνύεται όμως ότι ο ενάγων εργαζόταν στην επιχείρηση του εναγόμενου και τα Σάββατα παρά μόνο εξαιρετικά και όταν παρίστατο έκτακτη ανάγκη όπως άλλωστε προκύπτει και από το από 15-4-2022 ημέρα Παρασκευή μήνυμα του εναγόμενου στο οποίο αναφέρει Θα έρθεις αύριο να βάλομε κανένα ρούχο γιατί μαζεύτηκαν, ενώ άλλωστε δεν αποδείχτηκε για ποιο λόγο παρίστατο ανάγκη παροχής εργασίας του τα Σάββατα κατά τους μήνες Φεβρουάριο και Μάρτιο κάθε έτους που ο ίδιος δεν εργαζόταν τα Σάββατα στην επιχείρηση του εναγόμενου. Ο μισθός του είχε συμφωνηθεί να είναι ο αναλογών στην δηλωθείσα τετράωρη εργασία του, ο οποίος καταβαλλόταν στον τραπεζικό του λογαριασμό μετά των αναλογούντων δώρων και επιδομάτων αδείας και ακόμη 600 ευρώ τοις μετρητοίς στα χέρια του και ειδικότερα 150 ευρώ στο τέλος κάθε εβδομάδας. Πιο συγκεκριμένα ο ίδιος ο ενάγων δήλωσε στην αρμόδια Επιθεώρηση Εργασίας, όταν λύθηκε η εργασιακή του σχέση με τον εναγόμενο και στο πλαίσιο της διενέργειας εργατικής διαφοράς που υπέβαλε ότι η πληρωμή του γινόταν με πίστωση του τραπεζικού του λογαριασμού και εις χείρας του και στο χέρι. Στο χέρι 150 ευρώ κάθε Σάββατο απορριπτόμενου ως αβάσιμου του ισχυρισμού ότι λάμβανε ημερομίσθιο 50 ευρώ και κατόπιν αύξησης τον Μάρτιο του 2020 ποσού 60 ευρώ. Αποδεικνύεται ότι οι μικτές μηνιαίες αποδοχές του ενάγοντος ανέρχονταν κατά το χρονικό διάστημα από 1-1-2018 έως 30-4-2022 στο ποσό των 385 ευρώ(17,50 ευρώ*22 ημέρες) πλέον του ποσού των 697 ευρώ και συνολικά στο ποσό των 1.082 ευρώ και καθαρά αφαιρουμένων των κρατήσεων υπέρ εργαζόμενου ποσό 937.87 ευρώ, από 1-5-2022 έως 31-3-2023 στο ποσό των 420,42 ευρώ (19,11 ευρώ * 22 ημέρες) πλέον του ποσού των 697 ευρώ και συνολικά στο ποσό των 1.117, 42 ευρώ μικτά και καθαρά αφαιρουμένων των κρατήσεων υπέρ εργαζόμενου ποσό 975,36 ευρώ και από 1-4-2023 έως 24-11-2023 στο ποσό των 459,80 ευρώ πλέον του ποσού των 697 ευρώ ήτοι συνολικά στο ποσό των 1.156,80 ευρώ μικτά και αφαιρουμένων των κρατήσεων υπέρ εργαζόμενου στο ποσό των 1.012,52 ευρώ. Ακόμη αποδείχτηκε ότι η εργασιακή σχέση του ενάγοντος με τον εναγόμενο διήρκησε μέχρι τις 24-11-2023 καθόσον τότε ο εναγόμενος είπε στον εναγόμενο να αποχωρήσει λέγοντας του χαρακτηριστικά ……….. φεύγεις, και χωρίς να του εξηγήσει τον λόγο της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας του όπως άλλωστε αποδεικνύεται από το από 19-12-2023 και με α/α/ εργατικής διαφοράς ……………. όπου αναφέρεται ότι ο εναγόμενος ζήτησε από τον ενάγοντα να φύγει από την εργασία του. Ο ενάγων στις 27-11-2023 μετέβη στην Επιθεώρηση Εργασίας αιτούμενος την διενέργεια εργατικής διαφοράς όπου ανέφερε την απόλυση του και την μη καταβολή αποζημίωση απόλυσης και των αναλογούντων στην εξαήμερη πλήρη απασχόληση του δώρων εορτών, αποδοχών και επιδομάτων αδείας για τα έτη 2018-2023 η οποία συζητήθηκε ερήμην του εναγόμενου στις 19-12-2023. Ο εναγόμενος στην συνέχεια στις 6-12-2023 έστειλε στον ενάγοντα την από 6-12-2023 εξώδικη δήλωση του στην οποία αναφέρει ότι ο ενάγων από τις 27-11-2023 απουσιάζει αδικαιολόγητα και χωρίς καμία προειδοποίηση από την εργασία του, δεν έχει προσέλθει για να εργαστεί, ούτε έχει επικοινωνήσει μαζί του για να τον ενημερώσει για τον λόγο της απουσίας του και για τον λόγο αυτό δεδομένης της αδικαιολόγητης απουσίας του από την εργασία του για διάστημα επτά τουλάχιστον ημερών από τις 17-11-2023 έως τις 5-12-2023 συνεπαγόταν η οικειοθελής αποχώρησης του, μετά την παρέλευση πέντε ημερών από την επίδοση της εξώδικης δήλωσης του δήλωνε ότι θα προέβαινε στην αναγγελία της οικειοθελούς αποχώρησης του στο πληροφοριακό σύστημα Εργάνη ΙΙ σύμφωνα με το άρθρο 320 παράγραφο 3 του Κώδικα Ατομικού Εργατικού Δικαίου. Μετέπειτα ο εναγόμενος προέβη στην από 20-12-2023 αναγγελία οικειοθελούς αποχώρηση μισθωτού στο παραπάνω πληροφοριακό σύστημα όπου αναφέρεται ως ημερομηνία αποχώρησης του ενάγοντος η 30-11-2023. Στο σημείο αυτό χαρακτηριστική είναι ένορκη μαρτυρία του μάρτυρα απόδειξης …………., δικηγόρου του ενάγοντος στον οποίο προσέφυγε ο ενάγων μετά την απόλυση του και ο οποίος αναφέρει ότι όπως του μετέφερε ο ενάγων το τελευταίο διάστημα είχαν γίνει κάποιες προστριβές με τον ιδιοκτήτη του καθαριστηρίου και κατά κάποιο τρόπο έβλεπε να γίνονται τα πράγματα χειρότερα και οι προστριβές αυτές αφορούσαν το εργασιακό περιβάλλον του. Ο μάρτυρας ανταπόδειξης και εργαζόμενος στην επιχείρηση του εναγόμενου ……………………. στην ένορκη κατάθεση του ενώπιον του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου αναφέρει ότι ο ενάγων σταμάτησε να προσέρχεται την εργασία του χωρίς να εμφανίζεται στην εργασία του χωρίς να έχει γνωστοποιήσει στον εναγόμενο τον λόγο της απουσίας του και παρά το γεγονός ότι ο εναγόμενος τον αναζητούσε. Ο εκκαλών ισχυρίζεται ότι ο ενάγων αποχώρησε από την εργασία του όταν είχε ήδη ξεκινήσει δική του επιχείρηση καθαρισμού ρούχων και ότι δεν υπήρξε καταγγελία της σύμβασης εργασίας του αλλά οικειοθελή αποχώρηση διότι ο ίδιος είχε δική του επιχείρηση και εκ του λόγου αυτού δεν θα μπορούσε να είναι συνεπής και στις δύο δουλειές. Πράγματι από τα από 15-3-2024 προσκομιζόμενο από τον εκκαλούντα-εναγόμενο έγγραφο επανεκτύπωσης βεβαίωσης έναρξης εργασιών φυσικού προσώπου επιτηδευματία και το από 20-3-2024 έγγραφο που αφορά τα στοιχεία μητρώου- επιχείρησης της myAADE που προσκομίζεται από τον ενάγοντα- εφεσίβλητο προκύπτει ότι ο ενάγων στις 21-11-2023 ξεκίνησε στην ……… Αττικής στην οδό ………….. επιχείρηση συλλογής προς παράδοση των προς πλύσιμο ρούχων. Όμως το γεγονός αυτό από μόνο του δεν δικαιολογεί την οικειοθελή αποχώρηση αυτού από την εργασία του διότι ο ίδιος είχε την πρόθεση να εργάζεται παράλληλα και στην δική του επιχείρηση και στην επιχείρηση του ενάγοντος. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο ενάγων στις προτάσεις του ο εναγόμενος του είπε ότι αυτός είναι μεγάλος σε ηλικία για να έχει δύο εργασίες. Πλην όμως όπως αποδεικνύεται από το από 13-12-2023 ενιαίο έντυπο πρόσληψης αυτός για τις ανάγκες της επιχείρησης του έχει προσλάβει υπάλληλο και δη την ………….. Ακόμη όπως ο ίδιος στις ενώπιον του ανωτέρω Δικαστηρίου κατατεθειμένες προτάσεις του αναφέρει ότι αυτός το χρονικό διάστημα από τον Μάιο του 2018 έως τον Ιούνιο του 2022 εργαζόταν στην επιχείρηση του εναγόμενου και από Δευτέρα-Τετάρτη-Παρασκευή από τις 17:30-20:30 στην επιχείρηση του ……………. που βρίσκεται στον Πειραιά στην οδό ………….. χωρίς να έχει μειωμένη απόδοση γεγονός που γνώριζε ο εναγόμενο. Συνεπώς με βάση τα παραπάνω αποδείχτηκε ότι δεν υπήρξε οικειοθελή αποχώρηση του ενάγοντος από την επιχείρηση του εναγόμενου όπως αβάσιμα ισχυρίζεται ο εναγόμενος διότι δεν δικαιολογεί αυτός πως όλα τα χρόνια που διήρκησε η εργασιακή σχέση του με τον ενάγοντα χωρίς να έχει διατυπωθεί κάποιο παράπονο ως προς την εργασιακή επάρκεια του ενάγοντος και παρά το γεγονός ότι αυτός ήδη από τον Μάιο του 2.018 μέχρι τον Ιούνιο του 2.022 απασχολείτο σε συναφή απασχόληση καθαριστηρίου με ωράριο μερικής απασχόλησης στις 24-11-2023 αυτός ξαφνικά και χωρίς κάποια αιτία αποχωρεί από την εργασία του προκειμένου να απασχοληθεί με την ομοειδή επιχείρηση του (καθαριστήριο) στην οποία αυτός αποδείχτηκε ότι απασχολεί υπάλληλο. Επομένως με βάση τα παραπάνω αποδείχτηκε ότι πράγματι έγινε καταγγελία της σύμβασης εργασίας του ενάγοντος από τον εναγόμενο στις 24-11-2023 χωρίς να τηρηθεί έγγραφος τύπος και χωρίς να καταβληθεί η νόμιμη αποζημίωση απόλυσης. Για τον λόγο αυτό ο ενάγων σταμάτησε να εργάζεται στην επιχείρηση του εναγόμενου και την αμέσως επόμενη εργάσιμη ημέρα προσέφυγε στην Επιθεώρηση Εργασίας για να διεκδικήσει τα δικαιώματα του. Ακόμη αποδείχτηκε ότι δεν τηρήθηκαν οι παραπάνω διατάξεις της νομότυπης αναγγελίας της οικειοθελούς αποχώρησης του ενάγοντος διότι θα έπρεπε μέχρι τις 14-12-2023 ήτοι με την παρέλευση πέντε εργάσιμων ημερών από την επίδοση της όχλησης στον ενάγοντα να γίνει αναγγελία αυτής η οποία έγινε στις 20-12-2023 και επομένως η ένδικη σύμβαση εργασίας λύθηκε με άτακτη καταγγελία του εργοδότη. Περαιτέρω αποδείχτηκε ότι σύμφωνα με τα προαναφερόμενα ότι για την εγκυρότητα της καταγγελίας της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου του ενάγοντος από τον εναγόμενο όφειλε αυτός να του καταβάλει ως νόμιμη αποζημίωση απόλυσης η οποία ανέρχεται στο ποσό των 6.748 ευρώ(1.156,80 ευρώ διότι ο ενάγων υπολογίζει την αποζημίωση απόλυσης με βάση μικτό μισθό και την ζητεί με μικτό μισθό + 192,80 ευρώ (προσαύξηση 1/6 ως αναλογία του επιδόματος αδείας και δώρων εορτών=1.349,60 * 5 μήνες σύμφωνα με την προϋπηρεσία του των εννέα ετών. Αποδείχτηκε όμως ότι ο εναγόμενος καίτοι κατέβαλε στον ενάγοντα τον συμφωνηθέντα μηνιαίο μισθό του δεν του κατέβαλε την αναλογία των αποδοχών και επιδομάτων αδείας και δώρων εορτών για την προσφερθείσα πλήρη απασχόληση του παρά μόνο για την μερική δηλωθείσα τετράωρη ημερήσια απασχόληση του. Συνεπώς για επιδόματα και αποδοχές αδείας για τον υπολογισμό τους θα ληφθούν οι αποδοχές της 31 Δεκεμβρίου του έτους που αντιστοιχεί η άδεια αναψυχής (βλ. ΕΦ.ΑΘ. 5618/2019 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), ο ενάγων δικαιούται να λάβει από τον εναγόμενο για διαφορές μεταξύ των καταβλητέων και των καταβληθεισών ποσών Για αποδοχές άδειας έτους 2.018 το ποσό των 750,20 ευρώ (937,87: 25=37,51 ευρώ * 20 ημέρες) έναντι του οποίου έλαβε το ποσό των 350 ευρώ και του οφείλεται το υπόλοιπο ποσού 400,20 ευρώ, για τις αποδοχές άδειας έτους 2.019 το ποσό των 787,71 ευρώ έναντι του οποίου έλαβε το ποσό των 441 ευρώ και του οφείλεται υπόλοιπο ποσού 346,71 ευρώ, για τις αποδοχές άδειας έτους 2020 το ποσό των 825,22 ευρώ (937,87 ευρώ:25 ημέρες=37,51 * 22 ημέρες), έναντι του οποίου έλαβε το ποσό των 385 ευρώ απομένοντος υπόλοιπου 440,22 ευρώ, για τις αποδοχές άδειας έτους 2021 το ποσό των 825,22 ευρώ (937,87 ευρώ:25 ημέρες=37,51 * 22 ημέρες) έναντι του οποίου έλαβε το ποσό των 423,50 ευρώ, απομένοντος υπόλοιπου 401,72 ευρώ, για τις αποδοχές άδειας έτους 2.022 το ποσό των 858,22 ευρώ(975,36 Ε *:25=39,01*22 ημέρες), έναντι του οποίου έλαβε το ποσό των 420,42 ευρώ απομένοντος υπολοίπου 437,80 ευρώ, για το έτος 2.023 το ποσό των 891 ευρώ(1.012,52 ευρώ:25=40,50 * 22 ημέρες). Επομένως για την παραπάνω αιτία αυτός πρέπει να λάβει το ποσό των 2.917,65 ευρώ (440,22+ 400,20+346,71+ 440,22+401,72+437,80+891). Για επιδόματα άδειας ετών 2.018-2021 το ποσό των το ποσό των 487,63 ευρώ για κάθε έτος (937,87:25=37,51* 13 ημέρες) έναντι του οποίου έλαβε το ποσό των 227,50 ευρώ για κάθε έτος απομένοντος υπόλοιπου 260,13 ευρώ για κάθε έτος, για επίδομα αδείας έτους 2.022 το ποσό των 507,13 ευρώ(975,36 ευρώ:25=507,13 ευρώ, έναντι του οποίου έλαβε το ποσό των 248,43 ευρώ, απομένοντος υπολοίπου 258,70 ευρώ, για επίδομα αδείας έτους 2.023 το ποσό των 526,50 ευρώ(1.012,52 ευρώ: 25 ημέρες=40,50 ευρώ * 13 ημέρες). Επομένως για την παραπάνω αιτία αυτός πρέπει να λάβει το ποσό των 1.825,72 ευρώ (260,13+260,13+260,13+260,13+258,70+526,50). Επιπλέον αυτός δικαιούται για διαφορές μεταξύ των καταβλητέων και των καταβληθεισών ποσών για επίδομα δώρου Χριστουγέννων ετών 2.018 έως και 2.021 το ποσό των 937,87 ευρώ κατ’ έτος, έναντι του οποίου αυτός έλαβε τα ποσά των 64,30 ευρώ, 337,87 ευρώ, 263,01 ευρώ και 331,43 ευρώ απομένοντος υπόλοιπου 873,57 ευρώ, 600 ευρώ, 674,86 ευρώ και 606,44 ευρώ αντίστοιχα, για δώρο Χριστουγέννων έτους 2.022 το ποσό των 975,36 ευρώ έναντι του οποίου αυτός έλαβε το ποσό των 375,36 ευρώ και του οφείλεται το ποσό των 600 ευρώ και για το έτος 2.023 από την 1-5-2023 έως την 24-11-2023 για αναλογία επιδόματος για 208 ημέρες, το ποσό των 886,97 ευρώ (1.012,52*2/25*10.95, ήτοι τα 2,25 δεκαεννιαήμερα του μισθού για 19 ημέρες, έναντι του οποίου αυτός έλαβε τ ποσό των 353,93 ευρώ, απομένοντος υπόλοιπου προς καταβολή το ποσό των 533,04 ευρώ και συνολικά για την παραπάνω αιτία το ποσό των 3.887,91 ευρώ (873,57+600+674,86+606,44+600+533,04). Τέλος δικαιούται για διαφορές μεταξύ των καταβληθεισών ποσών για επίδομα Πάσχα έτους 2018 το ποσό των 468,93 ευρώ( 937,87:2) πλην όμως θα επιδικαστεί το ποσό των 456,25 ευρώ σύμφωνα με το αγωγικό αίτημα (άρθρο 106 ΚΠΟΛΔ), για επίδομα Πάσχα ετών 2019-2022 το ποσό των 937,87:2=468,93 ευρώ, κατ’ έτος έναντι του οποίου έλαβε τα ποσά των 168,44 ευρώ, 168,94 ευρώ, 74,29 ευρώ και 235,63 ευρώ και του οφείλονται ποσά 300,49 ευρώ, 299,99 ευρώ, 394,64 ευρώ και 233,30 ευρώ, αντίστοιχα, για επίδομα Πάσχα έτους 2023 για το χρονικό διάστημα από 1-1-2023 έως 31-3-2023 και δη για 90 ημέρες το ποσό των 365,76 ευρώ(975,36*1/2*1/15*11,25 οκταήμερα, ήτοι το 1/15 του 1/2 μισθού του ανά 8 ημέρες, για το χρονικό διάστημα από 1-4-2023-30-4-2023 ήτοι για 30 ημέρες, το ποσό των 126,56 ευρώ (1.012,52 ευρώ *1/2 *1/15*3,75 οκταήμερα, ήτοι το 1/15 του 1/2/ μισθού του ανά 8 ημέρες, έναντι του οποίου έλαβε ποσό 250 ευρώ και του οφείλεται επιπλέον ποσό 242,32 ευρώ και συνολικά για την παραπάνω αιτία του οφείλεται το ποσό των 1.926,99 ευρώ (456,25+300,49+299,99+394,64+233,30+242,32).
Επομένως το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που απέρριψε την ένσταση αοριστίας της ένδικης αγωγής και σιγή την ένσταση καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος της ένδικης αγωγής διότι απέρριψε ως μη νόμιμο το αίτημα της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης του ενάγοντος το οποίο κυρίως έβαλλε με την παραπάνω ένσταση του ο εναγόμενος ορθά εφάρμοσε τον νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις. Συνεπώς με βάση τα παραπάνω πρέπει να απορριφθούν οι λόγοι έφεσης που ως προελέχθη ανωτέρω συνίσταται στην εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και η ένδικη έφεση στο σύνολο της. Ακόμη πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή του με αριθμό ……… e-παράβολου στον εκκαλούντα καθόσον ως προελέχθη ανωτέρω καταβλήθηκε χωρίς να απαιτείται καταβολή νόμιμου παράβολου διότι στην προκειμένη περίπτωση πρόκειται για εφαρμογή του άρθρου 614 παρ.3 ΚΠΟΛΔ. Η δικαστική δαπάνη του εφεσίβλητου αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας πρέπει να επιδικαστεί σε βάρος του εκκαλούντος λόγω της ήττας του(άρθρα 106, 176 183, 191 παρ. 2 ΚΠΟΛΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ κατ’ αντιμωλία των διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ κατ` ουσίαν την με αριθμό …………/2024 έφεση κατά της με αριθμό 2591/2024 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή του παράβολου της έφεσης (με αρ. …….. e-παράβολο) στον καταθέσαντα εκκαλούντα.ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος του εκκαλούντος την δικαστική δαπάνη του εφεσίβλητου αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας την οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων τριακοσίων (1.300) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στο ακροατήριο του στον Πειραιά στις -2-7-2025 απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ