Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 454/2025

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩN

Αριθμός απόφασης  454 /2025

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από την Δικαστή Ελένη Πρέντζα, Εφέτη, η οποία ορίστηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιά και από τη Γραμματέα Ε.Δ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις ………….,  για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Του εκκαλούντος – εφεσίβλητου: …………., ο οποίος ο οποίος παραστάθηκε δια της πληρεξούσιας δικηγόρου, Μαρίας Λειβιδιώτου – Σαξώνη (ΑΜ/ΔΣΠ ……) και κατέβαλε το με αρ. ……../16.1.2025 γραμμάτιο προείσπραξης του ως άνω ΔΣ.

Της εφεσίβλητης – εκκαλούσας: Εταιρείας με την επωνυμία ”………”, που εδρεύει στην ………. Αττικής, ……….., με Α.Φ.Μ. ……. ΔΟΥ Πλοίων Πειραιά”, που εκπροσωπείται νόμιμα και παραστάθηκε δια της πληρεξούσιας δικηγόρου, Γαρουφαλιάς Δάρρα (ΑΜ/ΔΣΠ ……..) και κατέβαλε το με αρ. …………/14.1.2025 γραμμάτιο προείσπραξης του ως άνω ΔΣ.

Ο εκκαλών – εφεσίβλητος άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, και εναντίον της εφεσίβλητης – εκκαλούσας την από 05-11-2021 και με γενικό και ειδικό, αντίστοιχα, αριθμ. καταθ. …………/11.11.2021 αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η με αριθμό 1307/2023 οριστική απόφαση που δέχτηκε εν μέρει αυτήν. Την απόφαση προσέβαλαν αμφότεροι οι εν μέρει ηττηθέντες διάδικοι με τις από 03.07.2023 [ενάγων – Α΄ έφεση] και 12.07.2023 [εναγόμενη – Β΄ έφεση], αντίστοιχα, αντίθετες εφέσεις τους, δικάσιμος των οποίων ορίστηκε αρχικά η 30.05.2024 και κατόπιν αναβολής η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας και έλαβαν αριθμό πινακίου 34 και 35, αντίστοιχα, αφού, δε, συνεκφωνήθηκαν από το πινάκιο, συζητήθηκαν αντιμωλία των διαδίκων. Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων αναφέρθηκαν στις έγγραφες προτάσεις τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτές.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Οι κρινόμενες αντίθετες εφέσεις: Α] Από 03.07.2023 του ενάγοντος [Α΄ έφεση] και με γενικό και ειδικό, αντίστοιχα αριθμό κατάθεσης στη Γραμματεία του εκδόσαντος την προσβαλλόμενη απόφαση Δικαστηρίου …../03.07.2023 και για προσδιορισμό δικασίμου στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου, με γενικό και ειδικό, αντίστοιχα, αριθμό έκθεσης κατάθεσης …………../03.07.2023 και Β] Από 12.07.2023 της εναγόμενης [Β΄ έφεση], με γενικό και ειδικό αντίστοιχα, αριθμό κατάθεσης δικογράφου, στη Γραμματεία του εκδόσαντος την προσβαλλόμενη απόφαση Δικαστηρίου, ………/12.07.2023 και για προσδιορισμό δικασίμου στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου, με γενικό και ειδικό, αντίστοιχα, αριθμό έκθεσης κατάθεσης …………/12.07.2023, για τις οποίες δικάσιμος ορίστηκε αρχικά η 30.05.2024 και κατόπιν αναβολής η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας και έλαβαν αριθμό πινακίου ………. και 35, αντίστοιχα, οι οποίες (εφέσεις) στρέφονται εναντίον τής με αρ. 1307/2023 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθρα 663 επ. ΚΠολΔ και 82 ΚΙΝΔ) και δέχτηκε εν μέρει ως ουσιαστικά βάσιμη την από 05-11-2021 και με γενικό και ειδικό, αντίστοιχα, αριθμ. καταθ. …………../11.11.2021 αγωγή του πρώτου κατά της δεύτερης, ασκήθηκαν νομότυπα και εμπρόθεσμα, κατά τα άρθρα 495, 511, 513, 516 § 1, 517 εδαφ. α, 518 § 1 και 520 § 1 ΚΠολΔ, με κατάθεση του δικογράφου τους στην Γραμματεία του Δικαστηρίου που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση εντός τριάντα (30) ημερών από την επομένη της επίδοσης της απόφασης, που έλαβε χώρα την 13η Ιουνίου 2023 (βλ. σχετική σημείωση στο σώμα της απόφασης του δικαστικού επιμελητή ……….), όπως αποδεικνύεται από τις προαναφερόμενες εκθέσεις κατάθεσεις για μεν την υπό Α΄ έφεση με ΓΑΚ/ΕΑΚ …………/03.07.2023, για δε την υπό Β΄ έφεση με ΓΑΚ/ΕΑΚ ……………/12.07.2023, ενώ για το παραδεκτό τους, μολονότι ασκήθηκαν μετά την ισχύ του άρθρου 12 § 2 του ν. 4055/2012, δεν απαιτείται η κατάθεση του παραβόλου της § 4 του άρθρου 495 ΚΠολΔ, που προστέθηκε με τον ανωτέρω νόμο, λόγω της φύσης της διαφοράς ως εργατικής. Εφόσον, δε, οι ένδικες υπό Α και Β, αντίστοιχα, εφέσεις αρμοδίως φέρονται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 § 2 του Ν. 3994/2011), πρέπει να γίνουν τυπικά δεκτές και, αφού ενωθούν και συνεκδικαστούν, με σκοπό την διευκόλυνση και επιτάχυνση της διεξαγωγής της δίκης και την μείωση των εξόδων, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 246, 524 § 1 εδαφ. α και 591 § 1 εδαφ. α ΚΠολΔ, να εξεταστούν κατά την αυτή ως άνω ειδική διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και την βασιμότητα των λόγων κάθε μίας εξ αυτών, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 532, 533 § 1 και 591 § 1 εδαφ. α΄ ΚΠολΔ.

Ο ενάγων – και εκκαλών της υπό Α έφεσης – ισχυρίστηκε με την αγωγή του, όπως αυτή παραδεκτά διορθώθηκε με προφορική δήλωση της πληρεξούσιας δικηγόρου του, που καταχωρήθηκε στα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ως προς το Α.Φ.Μ. του, ότι κατάρτισε στον Πειραιά, στις 07.08.2020, με εκπρόσωπο της εναγόμενης και ήδη εκκαλούσας – εφεσίβλητης, πλοιοκτήτριας τού, με ελληνική σημαία, Ε/Γ-Τ/Ρ επαγγελματικού πλοίου αναψυχής “Α”, με αριθμό νηολογίου Πειραιά ……., προσύμφωνο ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, σε εκτέλεση του οποίου ναυτολογήθηκε αυθημερόν στον Πειραιά, με την ειδικότητα του Πλοιάρχου Α΄, με μηνιαίες “καθαρές” αποδοχές ποσού 3.000,00€ και κατά τα λοιπά σύμφωνα με τους όρους της Σ.Σ.Ε. Πληρωμάτων Επαγγελματικών Τουριστικών Σκαφών του έτους 2011. Ότι εργάστηκε έως τις 26.07.2021, οπότε απολύθηκε στο λιμάνι του Αργοστολίου Κεφαλληνίας “αμοιβαία συναινέσει» αυτού και του Πλοιάρχου. Ότι κατά το χρονικό διάστημα της εργασίας του απασχολείτο τις καθημερινές, τα Σάββατα και τις Κυριακές επί  δέκα (10) ώρες την ημέρα, ώστε δικαιούται ως υπερωριακή αμοιβή το συνολικό ποσό των 12.800,4€. Ότι στο πλοίο δεν τους παρείχετο τροφή, οπότε δικαιούται για συνολικό χρονικό διάστημα 335 ημερών το ποσό των 5.325,00€, έναντι του οποίου δεν του καταβλήθηκε κάποιο ποσό. Ότι ουδέποτε έλαβε άδεια και δικαιούται την καταβολή αποζημίωσης αδείας, ποσού 8.670,00€. Κατόπιν αυτών ζήτησε να υποχρεωθεί η εναγόμενη να του καταβάλει, κατά τις διατάξεις περί ενδοσυμβατικής ευθύνης άλλως κατά τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, το συνολικό ποσό των είκοσι έξι χιλιάδων επτακοσίων ενενήντα πέντε ευρώ και σαράντα λεπτών (26.795,40€), με τον νόμιμο τόκο από την επόμενη της απόλυσης, δηλαδή την 27η.07.2021, άλλως από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση, να κηρυχθεί η εκδοθησόμενη απόφαση προσωρινά εκτελεστή και να καταδικαστεί η αντίδικός του στην πληρωμή της δικαστικής του δαπάνης. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε ότι έχει υλική και τοπική αρμοδιότητα προς εκδίκαση της υπόθεσης λόγω και του ναυτικού της χαρακτήρα κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών-εργατικών διαφορών (άρθρα 614 αριθ. 3 και 621 ΚΠολΔ), ότι η αγωγή είναι ορισμένη, καθώς περιέχει όλα τα απαραίτητα πραγματικά περιστατικά για τη νομική θεμελίωση και δικαστική εκτίμησή της και ορισμένα αιτήματα (άρθρο 216 σε συνδ. με άρθρο 591 παρ. 1 ΚΠολΔ) και νόμιμη, κατά την κύρια βάση της από τη σύμβαση εργασίας, ερειδόμενη στις διατάξεις των άρθρων 330 εδ. α, 340, 341 , 345, 346 εδ. α΄, 648, 653, 655 εδ. α΄, ΑΚ, 37, 60 Κ.Ι.Ν.Δ, 2, 3, 6, 7, 10, 14 παρ. 1 , 16, 28, 30 Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας Πληρωμάτων Επαγγελματικών Τουριστικών Σκαφών των ετών 2020-2021, 176, 907, 908 παρ. 1 ε΄, 910 αριθ. 4 ΚΠολΔ. Απέρριψε, δε, την αγωγή ως μη νόμιμη ως προς την επικουρική της βάση, του αδικαιολόγητου πλουτισμού, με την αιτιολογία ότι τα αναφερόμενα για τη θεμελίωσή της πραγματικά περιστατικά ταυτίζονται απόλυτα με εκείνα που στηρίζουν την αγωγική βάση από τη σύμβαση και ο ενάγων δεν επικαλείτα στοιχεία διαφορετικά από εκείνα της κυρίας βάσης, όπως ακυρότητα αυτής. Στη συνέχεια, δέχτηκε την αγωγή κατά ένα μέρος ως ουσιαστικά βάσιμη και υποχρέωσε την εναγόμενη ήδη εφεσίβλητη να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των δεκατριών χιλιάδων επτακοσίων σαράντα τεσσάρων ευρώ και είκοσι λεπτών (13.744,20€), με τον νόμιμο τόκο από την επόμενη ημέρα της τελευταίας απόλυσης, δηλαδή από 27.07.2021 και μέχρι την πλήρη εξόφληση. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται με τις εφέσεις τους αμφότεροι οι εν μέρει ηττηθέντες διάδικοι για τα κεφάλαια της απόφασης που καθορίζονται με τους λόγους των εφέσεών τους και, αποδίδοντάς της εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητούν την εξαφάνιση της εκκαλουμένης με σκοπό ο μεν εκκαλών – ενάγων της υπό Α΄ έφεσης την παραδοχή στο σύνολό της ως ουσιαστικά βάσιμης της αγωγής του, η δε εκκαλούσα – εναγόμενη της υπό Β΄ έφεσης, την απόρριψη της αγωγής στο σύνολό της. Αμφότεροι, δε, οι διάδικοι ζήτησαν την καταδίκη του αντιδίκου τους στην δικαστική τους δαπάνη, αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας.

Ο νομοθέτης διευθέτησε πρόσφατα το εν λόγω  ζήτημα της χρονικής ισχύος των σσνε, ως προς το οποίο προέκυψε διχογνωμία, με το άρθρο 49 του ν. 4597/2019 «Για την κύρωση των Συμβάσεων Παραχώρησης που έχουν συναφθεί μεταξύ του Ελληνικού Δημοσίου και των Οργανισμών Λιμένος Α.Ε. – Διατάξεις για τη λειτουργία του συστήματος λιμενικής διακυβέρνησης και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α 35/28.2.2019), με το οποίο ορίστηκε ότι «Η αληθής έννοια της παρ. 1 του άρθρου 5 του α.ν. 3276/1944 (Α΄ 24, αναδημ. Α΄ 172/1945) είναι ότι η απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, με την οποία κυρώνεται συλλογική σύμβαση ναυτικής εργασίας σύμφωνα με τον ανωτέρω νόμο ισχύει αναδρομικά από την έναρξη ισχύος που ορίζεται στην οικεία συλλογική σύμβαση, ανεξαρτήτως του χρόνου σύναψης ή/και κύρωσής της από τον Υπουργό». Με τη  διάταξη αυτή  διευκρινίζεται η αληθής έννοια του άρθρου 5 παρ. 1 εδαφ. α΄ του  α.ν. 3276/1944 και επομένως ως ερμηνευτική διάταξη  εφαρμόζεται από το εφετείο χωρίς να περιορίζεται από το άρθρο 533 παρ. 2 ΚΠολΔ, ανατρέχουσα ως προς το χρόνο έναρξης τής ισχύος της, σε εκείνον (χρόνο ισχύος) της ερμηνευόμενης διάταξης (ΟλΑΠ 1/2014, 22/1997 και 10/1990 ΝΟΜΟΣ). Κατά συνέπεια,  με τη λήξη της καθορισθείσας χρονικής διάρκειας της σσνε,  παύει άμεσα  αυτή να ισχύει και στο εξής, τις συνθήκες παροχής και τις αμοιβές της εργασίας των ναυτικών, ρυθμίζουν οι όροι της ατομικής σύμβασης ναυτικής εργασίας για την υπόλοιπη συμφωνημένη διάρκειά της. Επομένως, αν καταρτιστεί ατομική σύμβαση ναυτικής εργασίας μετά τη λήξη της ισχύος της τελευταίας σχετικής σσνε, το εργασιακό καθεστώς δεν διέπεται πλέον από τη λήξασα σσνε αλλά προσδιορίζεται αυτοτελώς από τους όρους της ατομικής σύμβασης. Έτσι, μπορούν  οι συμβαλλόμενοι κατά τη σύναψη της ατομικής σύμβασης ναυτικής εργασίας να συμφωνήσουν ώστε να καταστούν περιεχόμενο αυτής οι όροι συγκεκριμένης σσνε ακόμα και μέλλουσας  (ΑΠ 692/2014 ΝΟΜΟΣ) ή, ακόμα  και αυτής που έληξε και αυτό είναι έγκυρο και επιτρεπτό, διότι  είναι σύμφωνο με τις αρχές της αυτονομίας της ιδιωτικής βούλησης και της ελευθερίας των συμβάσεων, που απορρέουν από τη διάταξη του άρθρου 361 ΑΚ, από την οποία συνάγεται ότι είναι δυνατόν να συμφωνηθεί έγκυρα λ.χ.  το ύψος του μισθού με παραπομπή σε συλλογικές συμβάσεις εργασίας ή διαιτητικές αποφάσεις, οι οποίες καλύπτουν άλλη κατηγορία εργαζομένων ή θέτουν προϋποθέσεις που δεν συγκεντρώνει ο συγκεκριμένος μισθωτός (ΑΠ 1109/2017, ΑΠ 1150/2017, ΑΠ 51/2017 ΑΠ 251/2012, ΑΠ 1494/2010, ΑΠ 637/2004, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΤρΕφΠειρ 720/2015, ΤρΕφΘεσ. 262/2011 ΝΟΜΟΣ).

Από την επανεκτίμηση της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρα απόδειξης, ……… και την ανωμοτί εξέταση του νομίμου εκπροσώπου της εναγόμενης – εφεσίβλητης – εκκαλούσας, ……………, που νομότυπα εξετάστηκαν ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, των εγγράφων, που προσκομίζονται μετ’ επικλήσεως και λαμβάνονται υπόψη προς άμεση απόδειξη ή για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, από τις υπ’ αριθ. …./ και …. από 19.01.2022 ένορκες βεβαιώσεις, ενώπιον του συμβολαιογράφου Πειραιά, ……………., των μαρτύρων ανταπόδειξης, ……….. και ……….., αντίστοιχα, που λήφθηκαν κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης κλήτευσης του ενάγοντος – εκκαλούντος – εφεσίβλητου (βλ. την υπ’ αριθ. …./14.01.2022 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιά, … ………) και από τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο ενάγων και ήδη εκκαλών – εφεσίβλητος (στο εξής ενάγων) είναι ναυτικός, με αρ. μητρ. ναυτ. φυλλαδίου …….., ο οποίος, δυνάμει προφορικής σύμβασης ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, προσλήφθηκε και ναυτολογήθηκε αυθημερόν στο Πέραμα, στις 07.08.2020, με την ειδικότητα του Πλοιάρχου Α’, στο με ελληνική σημαία Ε/Γ-Τ/Ρ πλοίο «Α» (A), νηολογίου Πειραιά ……., κόρων ολικής χωρητικότητας 129, ιδιοκτησίας της εναγόμενης και ήδη εκκαλούσας – εφεσίβλητης (στο εξής εναγόμενη), στο οποίο εργάστηκε έως τις 06.02.2021, οπότε απολύθηκε στο λιμάνι του Πειραιά λόγω αντικατάστασης ναυτολογίου και μεταφοράς σε νέο, επαναυτολογήθηκε στο Πέραμα, στις 07.02.2020 στο ανωτέρω πλοίο με την ίδια ειδικότητα και απασχολήθηκε μέχρι τις 26.07.2021, όταν απολύθηκε με «αμοιβαία συναίνεση», όπως αναγράφηκε στο ναυτικό του φυλλάδιο. Όμως, όπως, η ίδια η εναγόμενη συνομολογεί στο δικόγραφο της έφεσή της (βλ. σελ. 4 αυτής) και επιβεβαιώνει με την κατάθεσή του και ο μάρτυράς της, στην πραγματικότητα ο ενάγων απολύθηκε με πρωτοβουλία της εναγόμενης, διότι κατά τους ισχυρισμούς της, η παροχή υπηρεσιών εκ μέρους του κρίθηκε ανεπαρκής, η δε αναγραφή στο ναυτικό του φυλλάδιο ως αιτία απόλυσης “αμοιβαία συναινέσει”  έγινε για τυπικούς λόγους και δη για να μην «αμαυρωθεί» το ναυτικό του φυλλάδιο. Ωστόσο, η εναγόμενη αν ο εν λόγω ισχυρισμός της ήταν βάσιμος και υπήρξε πράγματι υπαιτιότητα του ενάγοντος δεν θα υποχρεούτο να καταβάλει σε αυτόν την ημέρα της λύσης της σύμβασης εργασίας του, ήτοι την 26.07.2021, το ποσό των χιλίων πεντακοσίων (1.500,00€) ευρώ, ως αποζημίωση απόλυσής του. Ούτε τέτοια υποχρέωσή της θα πήγαζε εκ του νόμου ενόψει του ότι αναγράφηκε, εικονικά όπως αποδείχθηκε, στο ναυτικό του φυλλάδιο ότι αυτός απολύθηκε «αμοιβαία συναινενέσει» και όχι «καταγγελία πλοιοκτήτη». Επειδή, όμως, η πραγματική αιτία αποδείχθηκε ότι ήταν η τελευταία («καταγγελία πλοιοκτήτη») χωρίς υπαιτιότητα του ναυτικού, η εναγόμενη όφειλε κατά το νόμο να του καταβάλει αποζημίωση απόλυσης, όπως και έπραξε. Συνεπώς, αποδεικνύεται ουσιαστικά αβάσιμος ο ισχυρισμός της, που επαναφέρεται με το πρώτο σκέλος του 1ου  λόγου της έφεσής της, με το οποίο παραπονείται γιατί η εκκαλουμένη απόφαση απέρριψε την ένσταση συμψηφισμού τού ως άνω ποσού, επικαλούμενη η εναγόμενη ότι εξ υπαιτιότητας του ενάγοντος κατήγγειλε την σύμβαση εργασίας του, λόγω αφενός ανεπάρκειας και αφετέρου ζημίας που προκάλεσε στο πλοίο της λόγω κακού χειρισμού και ότι προέβη στην καταβολή του ποσού αυτού χαριστικά. Όμως, ούτε η εναγόμενη επικαλείται για την καταβολή της αποζημίωσης απόλυσης ελαττώματα στη βούλησή της (πχ πλάνη), ούτε απέδειξε ζημία του πλοίου της εξ υπαιτιότητας του ενάγοντος, ούτε χαριστική καταβολή. Συνεπώς, η ένσταση συμψηφισμού κατά το μέρος αυτό πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε τα ίδια αν και με ελλιπή αιτιολογία η οποία συμπληρώνεται και από την παρούσα (άρθ. 532 ΚΠολΔ) και απέρριψε την ένσταση συμψηφισμού για το ποσό των 1.500,00€, ορθά το νόμο ερμήνευσε και εφάρμοσε και τις αποδείξεις εκτίμησε και πρέπει ο 1ος λόγος της έφεσης, κατά το πρώτο σκέλος να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι οι καθαρές μηνιαίες αποδοχές του ενάγοντος είχαν καθοριστεί, κατόπιν συμφωνίας των μερών, «κλειστές» στο ποσό των τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ και, αναγόμενες σε μικτές, στο ποσό των 3.913€ [3.000 + ΝΑΤ 384,32 + ΦΜΥ 529]. Περαιτέρω, κατά το χρόνο απασχόλησης του ενάγοντος οι νόμιμες (μικτές εννοείται) αποδοχές του, με βάση την εφαρμοστέα, με αριθμό 2242.5-1.8/8545/2021, συλλογική σύμβαση ναυτικής εργασίας των πληρωμάτων επαγγελματικών τουριστικών σκαφών του ν. 4256/2014 των ετών 2020-2021 ανέρχονταν στο ποσό των 3.551,01€, που περιλάμβανε μισθό ενεργείας, 1.302,00€, αντίτιμο τροφής 450,00€ (15,00€ χ 30 ημέρες), επίδομα Πλοιάρχου, 50,00€, επίδομα Κυριακής 286,44€ (1.302,00€ χ 22%), επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας 12,00€, αποδοχές αδείας 763,79€ (1.302 + 286,44 + 12,00 + 50,00 + 450,00 /22 χ 8), μέσο όρο υπερωριών, 113,71€ [(= 222 εργάσιμες και 47 Κυριακές) Χ 1 ώρα χ 9,30€ /22)], μέσο όρο υπερωριών Σαββάτου, 438,41€ (52 Σάββατα/12 μήνες = 4,33 ώρες χ 9 ώρες χ 11,25€) και μέσο όρο αμοιβής αργιών 134,66€ (16 αργίες/12 μήνες = 1,33 ώρες χ 9 ώρες χ 11,25€). Eκ των ανωτέρω, συνάγεται ότι ο συμφωνημένος «κλειστός» μηνιαίος μισθός του ενάγοντος, ύψους 3.913€ μικτά, υπερέβαινε τις συνολικές ελάχιστες νόμιμες μικτές μηνιαίες αποδοχές του, ύψους 3.551,01€ και συμπεριελάμβανε και το αιτούμενο με την αγωγή κονδύλιο των αποδοχών αδείας του, ποσού 763,79 ευρώ, που προέβλεπε η ΣΣΝΕ. Αποδεικνύεται, δε, ότι η εναγόμενη κατέβαλε εκ παραδρομής στον ενάγοντα, όπως και ο ίδιος συνομολογεί ότι το ζητά εκ παραδρομής με την αγωγή του [βλ. σελ. 13 των εφετειακών προτάσεών του και σελ. 2 της προσθήκης – αντίκρουσης] το ποσό των 9.353,00€ προς εξόφληση της αποζημίωσης αδείας του χρονικού διαστήματος από 07.08.2020 έως 26.07.2021 (βλ. την από 26.07.2021 απόδειξη μεταφοράς της τράπεζας ”………..”) και πρέπει να γίνει δεκτός ο 1ος λόγος της έφεσής της κατά το δεύτερο σκέλος του ως ουσιαστικά βάσιμος, με τον οποίο επαναφέρει την ένσταση συμψηφισμού και κατά ορθή εκτίμηση την ένσταση καταλογισμού  του ποσού αυτού σε τυχόν επιδικασθέντα προς τον ενάγοντα κονδύλια και να εξαφανιστεί κατά το μέρος αυτό η εκκαλουμένη, που εσφαλμένα εκτιμώντας τις αποδείξεις την απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμη. Περαιτέρω, δεν αποδείχθηκε υπερωριακή απασχόληση του ενάγοντος κατά τη διάρκεια της ναυτολόγησής του, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται. Ειδικότερα, ούτε από το ημερολόγιο του πλοίου που προσκομίζεται, τις εγγραφές εντός του οποίου πραγματοποιεί ο  ίδιος ο ενάγων ως πλοίαρχος, αποδείχθηκε ο εν λόγω ισχυρισμός του. Αντίθετα αποδεικνύεται ότι στις 11.9.2020 και ενώ το πλοίο βρισκόταν στον Πόρο εκδηλώθηκε σε αυτό πυρκαγιά. Ακολούθως, το πλοίο µεταφέρθηκε στις 17.9.2020 στο ναυπηγείο της εταιρείας «…………..», που βρίσκεται στο Πέραµα, παρέµεινε εκεί ανελκυσµένο έως τις 6.7.2021, με ημερομηνία εξόδου την 16.7.2021. Σύμφωνα, με τις ένορκες βεβαιώσεις της καμαρώτου του σκάφους, …….. και του …………….., κατά το διάστηµα από 17.9.2020 έως το Φεβρουάριο του 2021 στο πλοίο εκτελούνταν µόνο επιθεωρήσεις από πραγµατογνώµονες σχετικά µε τα αίτια της πυρκαγιάς και την έκταση των ζηµιών, προκειµένου να αποφασιστεί από την πλοιοκτήτρια εταιρία εάν ήταν προς το συµφέρον της να προχωρήσει στην αποκατάσταση των ζηµιών, εφόσον θα συµφωνούσε µε τους ασφαλιστές στο ύψος της ασφαλιστικής αποζηµίωσης ή εάν το πλοίο θα χαρακτηριζόταν ως «ολική απώλεια. Όταν πλέον αποφασίστηκε η αποκατάσταση των ζηµιών εκτελέστηκαν στο πλοίο διάφορες εργασίες από συνεργεία κατά τη διάρκεια των ωρών λειτουργίας του ναυπηγείου από τις 7:30 έως 15:30 και µόνο κατά τις εργάσιµες ηµέρες. Επομένως, κρίνεται ότι και το ωράριο εργασίας του πληρώµατος περιοριζόταν τις προαναφερόμενες ώρες από τις 7:30 έως 15:30, που ήταν ανοιχτό το ναυπηγείο, τις εργάσιµες µόνο ηµέρες, ενώ κανένα µέλος του πληρώµατος δεν εργαζόταν πέραν αυτών των ωρών και ηµερών. Να σημειωθεί επιπλέον ότι επειδή το πλοίο ήταν σε ιδιωτικό ναυπηγείο στο οποίο υπήρχε φύλαξη, δεν χρειαζόταν να γίνονται ούτε βάρδιες φύλαξης από τα µέλη του πληρώµατος. Σε αντίθετο συμπέρασμα δεν μπορεί να οδηγήσει το από 18.10.2022 έγγραφο της ανώνυμης εταιρίας «………………», με το οποίο  βεβαιώνεται αφενός ότι οι ώρες του ναυπηγείου είναι από Δευτέρα έως Παρασκευή από τις 7.30 έως τις 15.30, αφετέρου ότι τα ναυπηγείο επιτρέπει στα μέλη των πληρωμάτων, τους ιδιοκτήτες ή νομίμους εκπροσώπους των φιλοξενούμενων θαλαμηγών να παραμένουν στο ναυπηγείο, ακολουθώντας πιστά τους όρους και τους κανόνες υγιεινής, διότι από αυτό δεν μπορεί να συναχθεί ότι ο ενάγων παρέμενε επί δεκάωρο και Σαββατοκύριακα εντός του ναυπηγείου εκτελώντας χειρωνακτικές εργασίες σαν ένας απλός ναυτικός, όπως καταθέτει ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ο μάρτυρας του ενάγοντος, ναύκληρος στο πλοίο, ο οποίος έχει ασκήσει παρόμοια αγωγή εναντίον της εναγόμενης, η οποία απορρίφθηκε με την με αρ. 630/2024 απόφαση του ΜονΕφ Πειραιά, πρωτίστως διότι η περιγραφόμενη πρακτική αφενός δεν συνάδει με τους όρους ασφάλειας εργασίας ενός ναυπηγείου και αφετέρου, διότι, πέραν του ότι δεν προσδιορίζονται οι χειρωνακτικές εργασίες που εκτελούσε έρχεται σε αντίθεση με τα διδάγματα της κοινής πείρας και του κανόνες της λογικής που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως. Κρίνοντας, επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ότι ο ενάγων εργάστηκε υπερωριακά τις καθημερινές και Κυριακές επί μία ώρα και τα Σάββατα και αργίες επί 9 ώρες εσφαλμένα το νόμο εφάρμοσε και τις αποδείξεις εκτίμησε και πρέπει δεκτών γενομένων των 2ου και 3ου λόγων της έφεσης της εναγόμενης  και απορριπτομένου, αντίστοιχα του μοναδικού λόγου της έφεσης του ενάγοντος να εξαφανιστεί, ενώ ο λόγος της έφεσης της εναγόμενης που βάλλει κατά της περί δικαστικής δαπάνης διάταξης της εκκαλουμένης δεν ερευνάται, δεδομένου ότι η πληττόμενη απόφαση εξαφανίζεται κατά παραδοχή άλλου λόγου της ίδιας έφεσης και συνεπώς, συνεξαφανίζεται και το κεφάλαιο τούτο ως αρρήκτως συνδεδεμένο με την ουσία της υπόθεσης (άρθρο 183 του ΚΠολΔ), οπότε τα δικαστικά έξοδα αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας επιδικάζονται με την απόφαση του παρόντος, δευτεροβάθμιου, Δικαστηρίου. Εξάλλου, με τη διάταξη του άρθρου 440 ΑΚ ορίζεται ότι ο συμψηφισμός επιφέρει απόσβεση των μεταξύ δύο προσώπων αμοιβαίων απαιτήσεων, όσο καλύπτονται, αν είναι ομοειδείς κατά το αντικείμενο και ληξιπρόθεσμες. Εξάλλου με τη διάταξη του άρθρου 664 ΑΚ ορίζεται ότι ο εργοδότης δεν μπορεί να συμψηφίσει οφειλόμενο μισθό σε απαίτησή του κατά του εργαζομένου, εφόσον ο μισθός αυτός είναι απολύτως αναγκαίος για τη διατροφή του εργαζομένου και της οικογένειάς του. Η απαγόρευση αυτή δεν ισχύει για το συμψηφισμό με απαίτηση που έχει ο εργοδότης λόγω ζημίας που του προξένησε ο εργαζόμενος με δόλο κατά την εκτέλεση της σύμβασης εργασίας. Από τις προπαρατεθείσες διατάξεις συνάγεται ότι είναι δυνατή η απόσβεση ομοειδών, ληξιπροθέσμων απαιτήσεων δύο προσώπων στην έκταση που καλύπτονται η μία με την άλλη, εφόσον το ένα πρόσωπο δηλώσει στο έτερο τη βούλησή του για το σκοπό αυτό. Ο κανόνας κάμπτεται, κατ` εξαίρεση, όταν πρόκειται για απαιτήσεις μισθολογικών παροχών. Τότε, ο συμψηφισμός τους με ανταπαίτηση του εργοδότη απαγορεύεται. Η απαγόρευση, όμως, ισχύει μόνο για το μέρος, ως προς το οποίο οι μισθολογικές παροχές ήθελε θεωρηθούν, σε συγκεκριμένη περίπτωση, απολύτως αναγκαίες για τη διατροφή του εργαζομένου και της οικογένειάς του. Πλήρης επαναφορά στον κανόνα επέρχεται όταν η ανταπαίτηση του εργοδότη απορρέει από ζημία, που του προξένησε δολίως ο εργαζόμενος κατά την παροχή της εργασίας. Με τον ως άνω συμψηφισμό όμως δεν πρέπει να συγχέεται ο καταλογισμός ενός ποσού στο μισθό. Ειδικότερα, ως καταλογισμός νοείται η αφαίρεση (έκπτωση) από τον οφειλόμενο μισθό ορισμένου μέρους του ή και ολόκληρου του ποσού του, κατά το μέτρο που το ποσό αυτό έχει καταβληθεί ήδη στον εργαζόμενο είτε ως προκαταβολή των αποδοχών του είτε χωρίς νόμιμη αιτία (π.χ. από παραδρομή). Ο καταλογισμός λειτουργεί ως μηχανισμός αποτροπής της διπλής πληρωμής των ίδιων μισθολογικών παροχών και επιτρέπεται πάντοτε για λόγους ουσιαστικής δικαιοσύνης, χωρίς να προσκρούει στην απαγόρευση της ΑΚ 664 (ΑΠ 358/2020, ΑΠ 1067/2017, ΑΠ 764/2010 δημ. νόμος).

Περαιτέρω αποδείχθηκε κατά τα ανωτέρω ότι στον ενάγοντα έπρεπε να καταβάλεται επίδομα τροφής, ύψους 15 ευρώ ημερησίως και για τις 331 ημέρες ναυτολόγησης, για τα χρονικά διαστήματα από 07.08.2020 έως 01.09.2020 και από 17.09.2020 μέχρι 16.07.2021, οπότε πραγματοποιούνταν εργασίες επισκευής στο πλοίο και δεν παρείχετο τροφή στο πλήρωμα, οι δε αποδείξεις, που προσκομίζονται, αφορούν πρόχειρη τροφή (σνακς) των τεχνικών συνεργείων, συνολικά 4.965 ευρώ. Ενόψει, όμως, του ότι η εναγόμενη κατέβαλε εκ παραδρομής στον ενάγοντα το ποσό των 9.353,00€ προς εξόφληση της αποζημίωσης αδείας, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, πρέπει να καταλογιστεί το οφειλόμενο ποσό των 4.965 ευρώ για την τροφοδοσία στο καταβληθέν εκ παραδρομής σε αυτόν ποσό των 9.353 ευρώ και συνεπώς ουδέν οφείλεται στον ενάγοντα για την αιτία αυτή. Κατόπιν αυτών πρέπει η έφεση της εναγόμενης να γίνει δεκτή και αφού, μετά την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, κρατηθεί η υπόθεση και εκδικαστεί η αγωγή, που είναι ορισμένη και νομικά βάσιμη πρέπει αυτή να απορριφθεί στο σύνολό της ως ουσιαστικά αβάσιμη. Τα δικαστικά έξοδα αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας πρέπει να επιβληθούν στον ενάγοντα λόγω της ήττας του.

Τέλος, κατά το άρθρο 914 ΚΠολΔ προβλέπεται ότι “αν το δικαστήριο δεχτεί την ανακοπή ή την έφεση οριστικά και κατ` ουσίαν και απορρίψει ολικά ή εν μέρει, την αγωγή, την ανταγωγή ή την κύρια παρέμβαση, εφόσον αποδειχθεί ότι η απόφαση που προσβάλλεται εκτελέστηκε, διατάζει, αν το ζητήσει εκείνος κατά του οποίου έγινε η εκτέλεση, την επαναφορά των πραγμάτων στην κατάσταση που βρίσκονταν, πριν εκτελεστεί η απόφαση που εξαφανίστηκε ή μεταρρυθμίστηκε. Η αίτηση υποβάλλεται είτε με τα δικόγραφα της ανακοπής ή της έφεσης και των πρόσθετων λόγων, είτε με τις προτάσεις, είτε με χωριστό δικόγραφο που κοινοποιείται στον αντίδικο. Η εκτέλεση της απόφασης πρέπει να προαποδεικνύεται (ΑΠ 197/2025 ΝΟΜΟΣ). Συνεπώς εάν η πρωτόδικη απόφαση κηρύχθηκε προσωρινώς εκτελεστή, ολικώς ή μερικώς και εκτελέσθηκε, το εφετείο, όταν δέχεται την έφεση και απορρίπτει, εν όλω ή εν μέρει την αγωγή, ως προς το εκκληθέν κεφάλαιό της, διατάσσει, μετά από αίτηση εκείνου, κατά του οποίου έγινε η εκτέλεση, την επαναφορά των πραγμάτων στην πριν από την εκτέλεση κατάσταση. Επαναφορά των πραγμάτων διατάσσεται, όχι μόνο όταν η απόφαση εκτελέσθηκε αναγκαστικά, αλλά και όταν εκείνος, που καταδικάσθηκε, συμμορφώθηκε εκουσίως προς το περιεχόμενο της αποφάσεως, προκειμένου να αποτρέψει την εναντίον του αναγκαστική εκτέλεση. Η αίτηση υποβάλλεται, όσο εκκρεμεί η κατ` έφεση δίκη, ακόμη και με τις έγγραφες προτάσεις του εκκαλούντος. Εάν η επαναφορά των πραγμάτων συνίσταται στην απόδοση χρημάτων, αποδοτέα είναι, εκτός άλλων, το κεφάλαιο, οι τόκοι του κεφαλαίου και οι επί του αθροίσματος αυτών (κεφαλαίου και τόκοι κεφαλαίου) νόμιμοι τόκοι, μετά από αίτημα του δικαιούχου εκκαλούντος. Οι τόκοι αρχίζουν από τον χρόνο επίδοσης στον υπόχρεο εφεσίβλητο της απόφασης του Εφετείου, που διατάσσει την απόδοσή τους. Πριν από την γνωστοποίηση της εξαφάνισης της πρωτόδικης αποφάσεως, που εκτελέστηκε εκούσια ή αναγκαστικά, ο εφεσίβλητος κατέχει τα δοθέντα με βάση την απόφαση αυτή (πρωτόδικη), ως νόμιμο τίτλο. Υπερήμερος καθίσταται ο εφεσίβλητος από την γνώση της ανατροπής της απόφασης. Παραδεκτή είναι η αίτηση, εάν η εκτέλεση – εκουσία συμμόρφωση έγινε και προαποδεικνύεται με προσωρινώς εκτελεστή απόφαση, που δεν επικυρώθηκε από το Εφετείο (ΑΠ 193/2023, ΑΠ 1118/2020, ΑΠ 51/2019 ΝΟΜΟΣ).

Νόμιμα, σύμφωνα με την ανωτέρω μείζονα σκέψη, με τις ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου προτάσεις της η εναγόμενη ζητεί την επαναφορά των πραγμάτων στην  κατάσταση πριν από την εκ μέρους της καταβολή 4.000 ευρώ στον ενάγοντα, που επιδικάστηκε προσωρινά με την εκκαλουμένη, απορριπτομένων ως μη νόμιμων των ισχυρισμών του ενάγοντος ότι προβάλλεται απαράδεκτα το πρώτον με τις προτάσεις της. Είναι δε πλήρως ορισμένο το αίτημα, απορριπτομένων και των περί του αντιθέτου ισχυρισμών του ενάγοντος. Περαιτέρω, προαποδεικνύεται ότι η εναγόμενη κατέβαλε την 8.5.2023 στον ενάγοντα το επιδικασθέν ως προσωρινά εκτελεστό ποσό των 4.000 ευρώ, με τη μεταφορά του ποσού αυτού από τον τραπεζικό λογαριασμό που τηρεί στην τράπεζα …………….. στον τραπεζικό λογαριασμό του ενάγοντος στην τράπεζα Πειραιώς. Πρέπει, συνεπώς να υποχρεωθεί ο ενάγων να αποδώσει στην εναγόμενη το ως άνω ποσό που του κατέβαλε εκουσίως, σε συμμόρφωση προς την προσωρινά εκτελεστή διάταξη της εκκαλούμενης απόφασης.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει αντιμωλία των διαδίκων τις εφέσεις.

Δέχεται τυπικά τις εφέσεις.

Απορρίπτει την έφεση που άσκησε ο ενάγων.

Δέχεται κατ΄ ουσίαν την έφεση που άσκησε η εναγόμενη.

Εξαφανίζει την εκκαλουμένη απόφαση.

Κρατεί και δικάζει την αγωγή.

Απορρίπτει την αγωγή ως ουσιαστικά αβάσιμη.

Διατάσσει την επαναφορά των πραγμάτων στην προτέρα της εκτέλεσης κατάστασης και υποχρεώνει τον ενάγοντα να αποδώσει στην εναγόμενη το ποσό των τεσσάρων χιλιάδων (4.000) ευρώ.

Επιβάλλει σε βάρος του ενάγοντος τα δικαστικά έξοδα της εναγόμενης αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των οκτακοσίων (800€) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων, στις 7.7.2025

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                   Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ