Aριθμός 121/2019
ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΝΑΥΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Αποτελούμενο από τη Δικαστές Δήμητρα Τσουτσάνη, Πρόεδρο Εφετών, Αθανάσιο Θεοφάνη, Εφέτη και Μαρία Παπαδογρηγοράκου, Εφέτη-Εισηγήτρια και με Γραμματέα την Γ. Λ..
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τη με αριθμό ……. έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών ……που οι ενάγοντες και ήδη εκκαλούντες επικαλούνται και προσκομίζουν, προκύπτει ότι ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο του με αριθμό ……. δικογράφου κλήσης με το οποίο φέρεται για να συζητηθεί το με αριθμό ……. δικόγραφο εφέσεως (κατά της με αριθμό 1117/26.4.2016 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε, κατά την τακτική διαδικασία με τη δικονομική απουσία της δεύτερης εναγομένης ήδη δεύτερης εφεσίβλητης, επί της με αριθμό ……. αγωγής των ήδη εκκαλούντων με πράξη προσδιορισμού δικασίμου και κλήση για συζήτηση για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας επιδόθηκε νόμιμα πριν τριάντα ημέρες, κατ’άρθρο 498 παρ. 2 του ΚΠολΔ στους εφεσίβλητους- εταιρία περιορισμένης ευθύνης που εδρεύει στο …. και ατομικά στο διαχειριστή αυτής και ως νόμιμο εκπρόσωπο οι οποίοι δεν εμφανίστηκαν κατά την εκφώνηση της υπόθεσης στη σειρά της εκ του οικείου πινακίου. Το Δικαστήριο ωστόσο πρέπει να προχωρήσει στη συζήτηση της υπόθεσης σαν να ήταν και αυτοί παρόντες (άρθρο 524 παρ. 4 ΚΠολΔ) και επιπλέον θα ορισθεί στο διατακτικό της παρούσας το νόμιμο παράβολο για την περίπτωση που κάποιος από αυτούς (απολιπόμενους εφεσίβλητους) ασκήσει ανακοπή ερημοδικίας (άρθρα 501, 502 § 1, 505 § 2 ΚΠολΔ),
Η κρινόμενη με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …… έφεση κατά της με αριθμό 1117/26.4.2016 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε, κατά την τακτική διαδικασία με τη δικονομική απουσία της πρώτης εναγομένης ήδη εφεσίβλητης και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων, επί της με αριθμό ….. αγωγής των ήδη εκκαλούντων, έχει ασκηθεί σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις με κατάθεση αυτής στη Γραμματεία του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και εμπροθέσμως, αφού δεν προκύπτει ότι έγινε επίδοση της εκκαλουμένης ούτε τα διάδικα μέρη επικαλούνται τέτοια, ενώ δεν έχει παρέλθει διετία από την έκδοση της εκκαλουμένης (άρθρα 19, 495 παρ. 1 και 4, 511, 513 παρ. 1 περ. β, 516 παρ. 1, 517, και 518 παρ. 2 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά το ν. 4335/2015). Πρέπει επομένως να γίνει δεκτή κατά το τυπικό της μέρος και να ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ ουσίαν κατά την ίδια παραπάνω τακτική διαδικασία (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ, δεδομένου ότι στο εφετήριο όπως βεβαιώνεται από το γραμματέα του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά επισυνάπτεται το ήδη εξοφληθέν ηλεκτρονικό παράβολο με αριθμό ……. ποσού 150 ευρώ σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά το ν. 4055/2012 και το άρθρο 35 παρ. 2 του ν. 4446/2016).
Με τη με αριθμό ……. αγωγή τους ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά οι ήδη εκκαλούντες ενάγοντες σύζυγος και τέκνα του αποβιώσαντος συνεπεία εργατικού ατυχήματος την 1.7.2008 εργαζόμενου συζύγου και πατέρα τους ηλικίας 62 ετών, εξέθεταν ότι η πρώτη εναγομένη ήδη εφεσίβλητη ήταν η εργολάβος εταιρεία, στην οποία ανατέθηκε η εκτέλεση επισκευαστικών εργασιών επί του με ελληνική σημαία επιβατηγού – τουριστικού (Ε/Γ-Τ/Ρ) πλοίου, με το όνομα «ΠΛ», Ν.Π. …., από την πλοιοκτήτρια αυτού εταιρεία με την επωνυμία «…….» (‘……….”), της οποίας πρώτης εφεσίβλητης, ο δεύτερος εφεσίβλητος είναι νόμιμος εκπρόσωπος και διαχειριστής. Ότι ειδικότερα ο σύζυγος και πατέρας τους στις αρχές Απριλίου 2008, είχε καταρτίσει με το νόμιμο εκπρόσωπο της ως άνω πλοιοκτήτριας, ……, προφορική σύμβαση χερσαίας εργασίας, με την οποία ανατέθηκε σ’ αυτόν να μεταβαίνει καθημερινά στο χώρο του Ναυπηγείου, για να παρακολουθεί την πορεία των εργασιών βαφής, εξοπλισμού και επισκευής, έναντι μηνιαίου μισθού 2.800 ευρώ. Ότι τον Απρίλιο του 2008, το ως άνω πλοίο ανελκύσθηκε στο χώρο του ναυπηγείου της εργολάβου πρώτης εναγομένης, για τη διενέργεια ναυπηγοεπισκευαστικών εργασιών και την 19η-6-2008 και περί ώρα 08:00-08:15, ο σύζυγος και πατέρας τους, κατά τη διάρκεια των εργασιών του στο ναυπηγείο και δη την ώρα που ανέβηκε στο πλοίο και επιθεωρούσε τη βαφή στο πλαϊνό μέρος του, έπεσε στο έδαφος από σκαλωσιά, ύψους τουλάχιστον 2 μ., διακομίσθηκε αρχικά στο Τζάνειο Νοσοκομείο λόγω βαρείας κρανιοεγκεφαλικής κάκωσης στη συνεχεία στη Μ.Ε.Θ. του “Metropolitan” και κατόπιν στον «Τίμιο Σταυρό», όπου και κατέληξε στις 17:30 της 1-7-2008. Ότι για το θάνατο του συζύγου και πατέρα τους ευθύνεται και το Ναυπηγείο, ήτοι οι εναγόμενοι ήδη εφεσίβλητοι διότι το ως άνω ατύχημα προκλήθηκε από τη μη τήρηση των κάτωθι μέτρων ασφαλείας εκ μέρους του δεύτερου εναγόμενου ήδη εφεσίβλητου, τα οποία αυτός όφειλε να έχει λάβει στο πλαίσιο της προαναφερθείσας ιδιότητάς του κατά τη διεξαγωγή των ναυπηγοεπισκευαστικών εργασιών στο ως άνω πλοίο, ενόψει του ότι η απασχόληση στο Ναυπηγείο εγκυμονεί σοβαρούς κινδύνους για τους εργαζόμενους και συγκεκριμένα, το ατύχημα οφείλεται α) στην παράλειψη εφοδιασμού του εποπτεύοντος (θανόντος) με τα απαραίτητα μέσα ατομικής προστασίας (κράνος, παπούτσια, ζώνες, γάντια κλπ.), β) στην παράλειψη εποπτείας από τον τεχνικό ασφαλείας κατά τη διάρκεια των εργασιών, προκειμένου να δίνει τις κατάλληλες οδηγίες στους εργαζόμενου και στην παράλειψη επίβλεψης του εποπτεύοντος (θανόντος) από κάποιον υπεύθυνο του ναυπηγείου, ώστε να φέρει αυτός τα απαιτούμενα μέσα προστασίας του, γ) στην παραμονή σε μερική λειτουργία και δη χωρίς σήμανση των ημιτελών ικριωμάτων στο εξωτερικό μέρος του πλοίου, τα οποία δεν πληρούσαν τους όρους του νόμου σχετικά με τη συναρμολόγησή τους είτε είχαν μερικώς αποσυναρμολογηθεί, παρόλο που είχαν ολοκληρωθεί οι εργασίες στο εξωτερικό μέρος του πλοίου και κατά τα προβλεπόμενα στο νόμο, έπρεπε να είχαν αποσυναρμολογηθεί εξ ολοκλήρου αμέσως μετά το πέρας των εργασιών, καθόσον όντας μερικώς αποσυναρμολογημένα ήταν ιδιαιτέρως επικίνδυνα, δ) στην παράλειψη προειδοποίησης του εποπτεύοντος (θανόντος) περί του κινδύνου εργασίας του στο μερικώς αποσυναρμολογημένο ικρίωμα, καθόσον αυτό δεν έπρεπε να χρησιμοποιείται, ε) στην πλημμελή κατασκευή του ικριώματος λόγω της ανυπαρξίας κατάλληλων ενώσεων μεταξύ των μεταλλικών δικτυωμάτων (συνδέσμων) και των κατάλληλων σημείων πρόσδεσης και υποστήριξης και της ανυπαρξίας ειδικής μελέτης, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στο δικόγραφο της αγωγής. Ότι με βάση τις ειδικότερα παρατιθέμενες στην αγωγή διατάξεις των άρθρων 2, 3, 5, 6, 37-49 και 63-64 του π.δ. 70/1990 «περί υγιεινής και ασφάλειας των εργαζομένων σε ναυπηγικές εργασίες», που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 36 του ν. 1568/1985 περί «υγιεινής και ασφάλειας των εργαζομένων» και του άρθρου 13 παρ. 4 του π.δ. 1439/1981 «Περί κανονισμού προλήψεως εργατικών ατυχημάτων εις πλοία», με το ειδικότερα περιγραφόμενο στην ένδικη αγωγή περιεχόμενο, οι ήδη εφεσίβλητοι εναγόμενοι είναι κατά νόμον υπόχρεοι, λόγω της παραβίασης των ανωτέρω διατάξεων αλλά και της παράβασης της πηγάζουσας από την κοινή αντίληψη υποχρέωση πρόνοιας και την απαιτούμενη στις συναλλαγές επιμέλεια, εξαιτίας της οποίας επήλθε ο θάνατος του συγγενικού τους προσώπου συνεπεία του ανωτέρω περιγραφόμενου ατυχήματος που έλαβε χώρα στο χώρο του ναυπηγείου, στην καταβολή εύλογης χρηματικής ικανοποίησης λόγω ψυχικής οδύνης. Ακολούθως αιτήθηκαν μετά από περιορισμό μέρους του καταψηφιστικού αιτήματος σε έντοκο αναγνωριστικό, παραμένοντος καταψηφιστικού του ποσού των 15.000 ευρώ για κάθε εκκαλούντα ενάγοντα, να υποχρεωθούν εις ολόκληρον οι ήδη εφεσίβλητοι να καταβάλουν σε καθένα από αυτούς το ποσό των 15.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω της ψυχικής οδύνης που υπέστησαν από το θάνατο του συζύγου και πατέρα τους συνεπεία του ανωτέρω ατυχήματος, με το νόμιμο τόκο από την 1-7-2008 (ημέρα θανάτου) ως δήλη ημέρα καταβολής, άλλως από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και μέχρι την εξόφληση, ενώ υπέβαλαν και αίτημα επίδειξης εγγράφων. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε ότι έχει υλική και τοπική αρμοδιότητα εκδίκασε την υπόθεση κατά την τακτική διαδικασία και αφού την απέρριψε ως προς την πρώτη, τρίτη και τέταρτη των ήδη εκκαλουσών διότι δεν είχε καταβληθεί το δικαστικό ένσημο την έκρινε νομικά βάσιμη ως προς το δεύτερο ήδη εκκαλούντα ενάγοντα με έρεισμα στις διατάξεις των άρθρων 4, 29, 37 παρ. 1, 40, 41 παρ. 3 και 43 του πδ 70/1990 και σε αυτές των άρθρων 299, 346, 914, 932 ΑΚ και 176, 191§2, 907, 908 ΚΠολΔ. Στη συνέχεια τη δέχθηκε κατά ένα μέρος ως ουσιαστικά βάσιμη επιδικάζοντας στο δεύτερο ενάγοντα και ήδη εκκαλούντα χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης ποσό 12.000 ευρώ καθώς από την εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού έκρινε ότι ο θανών είχε συνυπαιτιότητα 30% στο ατύχημα καθώς αψηφούσε τους κινδύνους όταν παρείχε την εργασία του ενώ ως προς την πρώτη εναγομένη εφεσίβλητη που δεν εμφανίστηκε κατά την εκδίκαση της υπόθεσης και δικάστηκε ερήμην λόγω του τεκμηρίου ομολογία επιδίκασε επιπλέον το ποσό των 2.000 ευρώ. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται ήδη οι εκκαλούντες ενάγοντες για εσφαλμένη ερμηνεία νόμου παραπονούμενοι ότι δεν χρειαζόταν η καταβολή δικαστικού ενσήμου και κακή εκτίμηση αποδείξεων ζητώντας την εξαφάνιση της εκκαλουμένης ώστε να γίνει δεκτή η αγωγή στο σύνολο της.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 15 παρ. 2 του α.ν. 551/1915, οι αγωγές με τις οποίες διώκεται η καταβολή αποζημίωσης από εργατικό ατύχημα και για την ταυτότητα του νομικού λόγου και οι αγωγές με τις οποίες ζητείται η επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης από εργατικό ατύχημα, δεν υποβάλλονται στο προβλεπόμενο από τον Ν ΓπΟΗ/1912 τέλος δικαστικού ενσήμου (ΑΠ 691/2006 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΔυτΜακ 36/2007 Αρμ 2008,936, ΜΠΘεσ 9663/2015 ΤΝΠ Νόμος). χωρίς να απαιτείται καταβολή δικαστικού ενσήμου, εφόσον κατά τη διάταξη του άρθρου 15 παρ. 2 του α.ν. 551/1915, οι αγωγές με τις οποίες διώκεται η καταβολή αποζημίωσης από εργατικό ατύχημα και για την ταυτότητα του νομικού λόγου και οι αγωγές με τις οποίες ζητείται η επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης από εργατικό ατύχημα, δεν υποβάλλονται στο προβλεπόμενο από τον Ν ΓπΟΗ/1912 τέλος δικαστικού ενσήμου (ΑΠ 691/2006 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΔυτΜακ 36/2007 Αρμ 2008,936, ΜΠΘεσ 9663/2015 ΤΝΠ Νόμος). Όμως όταν βάση της δεν είναι ο ν. 551/1915, κατ` άρθρο 15 του οποίου απαλλάσσονται οι αγωγές του δικαστικού ενσήμου, αλλά οι διατάξεις ΑΚ 914 επ. τότε το δικαστικό ένσημου καταβάλλεται κανονικά (βλ. Ντάσιο Εργατικό Δικονομικό Δίκαιο 5η έκδοση, 684). Κατά το άρθρο 2 του ν. ΓΠΟΗ/1912 «περί δικαστικού ενσήμου», όπως ερμηνεύθηκε αυθεντικά με το άρθρο 7 § 1 του ν.δ. 1544/1942 ο ενάγων, αν παραλείψει την προκαταβολή του οφειλόμενου τέλους δικαστικού ευσήμου, δικάζεται ερήμην. Εξάλλου, σύμφωνα με τα άρθρα 173 και 175 ΚΠολΔ, μετά και την τροποποίηση που επήλθε με το ν. 2915/2001, ο υπόχρεος σε προκαταβολή τελών και εξόδων (μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και το δικαστικό ένσημο), λογίζεται ως μη εμφανιζόμενος (πλασματική ερημοδικία) και επομένως δικάζεται ερήμην. Με τους τρεις πρώτους συναφείς λόγους εφέσεως οι ήδη εκκαλούντες ενάγοντες παραπονούνται για κακή εφαρμογή νόμου καθόσον το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε ότι το αγωγικό τους αίτημα που αφορούσε χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης από εργατικό ατύχημα υπόκειται σε τέλος δικαστικού ενσήμου, στη συνέχεια επειδή δικαστικό ένσημο καταβλήθηκε μόνο ως προς το δεύτερο ενάγοντα ήδη εκκαλούντα, όπως βεβαιώνεται και με την εκκαλουμένη, απέρριψε την αγωγή ως προς την πρώτη, τρίτη και τέταρτη εξ αυτών ως ουσιαστικά αβάσιμη παρόλο που ως προς αυτές δεν εισήλθε ποτέ στην ουσία της υπόθεσης και μάλιστα όρισε και παράβολο ερημοδικίας για κάθε ερημοδικασθείσα ενάγουσα. Οι λόγοι αυτοί εφέσεως είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι διότι όπως προκύπτει από το δικόγραφο της αγωγής αυτή στρεφόταν κατά του τρίτου ναυπηγείου και του νομίμου εκπροσώπου του ναυπηγείου στο οποίο έλαβε χώρα το εργατικό ατύχημα και όχι κατά του εργοδότη. Ο θανών δεν συνδεόταν με τους εναγόμενους με σχέση εργασίας και για το λόγο αυτό η αγωγή εκδικάστηκε από το Πολυμελές Πρωτοδικείο κατά την τακτική διαδικασία. Επομένως υπόκειτο σε τέλος δικαστικού ενσήμου και αφού δεν καταβλήθηκε ορθώς το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο θεώρησε ότι οι ενάγουσες ήδη εκκαλούσες δεν εμφανίστηκαν στο ακροατήριο, τις δίκασε ερήμην και όρισε παράβολο ερημοδικίας. ‘Ετσι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ορθά ερμήνευσε το νόμο και συνεπώς τα όσα περί του αντιθέτου αναφέρονται στους συναφείς τρεις πρώτους λόγους εφέσεως είναι αβάσιμα και πρέπει να απορριφθούν. Να σημειωθεί ότι οι πρώτη, τρίτη και τέταρτη εκκαλούσα θα μπορούσαν να προσκομίσουν στον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας το αναλογούν δικαστικό ένσημο προκειμένου να εξεταστεί επί της ουσίας το αγωγικό τους αίτημα, πράγμα το οποίο δεν έπραξαν. Επιπλέον πρέπει να απορριφθεί ο δέκατος έκτος λόγος εφέσεως που αφορά την επιβολή σε βάρος τους των δικαστικών εξόδων του παρισταμένου στον πρώτο βαθμό δεύτερου εναγομένου καθώς σύμφωνα με το άρθρο 176 του ΚΠολΔ, ο διάδικος που νικήθηκε καταδικάζεται να πληρώσει τα δικαστικά έξοδα του άλλου διάδικου μέρους.
Ουσιώδες μέρος της απόφασης είναι το διατακτικό της και όχι οι αιτιολογίες, γι` αυτό αν το διατακτικό είναι ορθό οι δε αιτιολογίες εσφαλμένες ή ανύπαρκτες, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δικαιούται στα πλαίσια του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της εφέσεως, να προβεί οίκοθεν, σύμφωνα με το άρθρο 534 ΚΠολΔ, σε αντικατάσταση των αιτιολογιών της απόφασης, αν είναι εσφαλμένες και απορρίπτει την έφεση (ΑΠ 922/1996 ΕλΔνη 38.830, Σαμουήλ, Η Έφεση, 2003, παρ. 1136). Εξάλλου από τις διατάξεις του άρθρου 520 παρ. 1 ΚΠολΔ προκύπτει ότι οι λόγοι της έφεσης δεν αρκεί να είναι μόνο σαφείς και ορισμένοι, αλλά απαιτείται να είναι και λυσιτελείς, δηλαδή σε περίπτωση βασιμότητάς τους να επέρχεται, ως αποτέλεσμα, η εξαφάνιση της εκκαλούμενης απόφασης. (ΕφΔωδ 81/2013,δημ. ΝΟΜΟΣ, Σ. Σαμουήλ «Η έφεση» έκδ. 2003, παρ. 542 αρ. 6 σελ. 222). Επομένως τα όσα αναφέρονται από τους εκκαλούντες στο δέκατο τέταρτο λόγο έφεσης περί μη κηρύξεως της απόφασης προσωρινά εκτελεστής είναι απορριπτέα ως αλυσιτελή αφού σύμφωνα με το άρθρο 908 του ΚΠολΔ η κήρυξη της απόφασης προσωρινά εκτελεστής εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου. Ομοίως απορριπτέος ως αλυσιτελώς προβαλλόμενος είναι και ο δέκατος πέμπτος λόγος έφεσης περί απορρίψεως χωρίς αιτιολογία του αιτήματος περί απαγγελίας προσωπικής κράτησης του δευτέρου εναγομένου ήδη εφεσιβλήτου. Εκ περισσού να αναφερθεί ότι προσωπική κράτηση δεν διατάσσεται σύμφωνα με το άρθρο 1047 παρ. 2 του ΚΠολΔ, όταν πρόκειται για απαίτηση μικρότερη των 30.000 ευρώ.
Από τις διατάξεις των άρθρων 335, 338, 339 και 340 ΚΠολΔ προκύπτει, ότι το δικαστήριο για να σχηματίσει τη δικανική του πεποίθηση ως προς τη βασιμότητα ή μη των προβαλλόμενων από τους διαδίκους πραγματικών γεγονότων που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, υποχρεούται να λαμβάνει υπόψη όλα τα νόμιμα αποδεικτικά μέσα που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι για άμεση ή έμμεση απόδειξη, χωρίς να είναι ανάγκη να γίνεται ειδική μνεία και χωριστή αξιολόγηση του καθενός από αυτά, από δε την αναφορά στην απόφαση μερικών από τα προσκομιζόμενα έγγραφα, γιατί έχουν ιδιαίτερη σημασία, δεν συνάγεται αναγκαστικά ότι δεν εκτιμήθηκαν και τα μη αναφερόμενα (ΑΠ 88/2018 δημ. Νόμος). Δεν υποχρεούται, όμως, να προβεί σε ειδική μνεία και χωριστή αξιολόγηση του καθενός από αυτά και ιδίως των εγγράφων, εκτός εάν πρόκειται για αποδεικτικά μέσα που αντιδιαστέλλονται από τα έγγραφα και αποτελούν ξεχωριστές κατηγορίες, όπως η έκθεση αυτοψίας, η γνωμοδότηση του πραγματογνώμονα, οι ένορκες βεβαιώσεις και τα πρακτικά εξέτασης των μαρτύρων (ΑΠ 374/2018 δημ. Νόμος). Επομένως αλυσιτελώς οι εκκαλούντες παραπονούνται με τον τέταρτο λόγο εφέσεως ότι δεν ελήφθη υπόψη το με αριθμό ……… πιστοποιητικό του Τζανείου Γενικού Νοσοκομείου Πειραιά, με το πέμπτο λόγο εφέσεως το από 15.8.2008 ιατρικό σημείωμα από το νοσοκομείο Metropolitan, με τον έκτο λόγο εφέσεως το ενημερωτικό σημείωμα του Τιμίου Σταυρού, με τον έβδομο λόγο εφέσεως η με αριθμό πρωτοκόλλου ……. έρευνα των τεχνικών επιθεωρητών του υπουργείου απασχόλησης και κοινωνικής προστασίας (που δεν αποτελεί πραγματογνωμοσύνη), με τον όγδοο λόγο έφεσης η με αριθμό ΑΠ 1592/2014 απόφαση και πρακτικά του Α’ τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιά, με τον ένατο λόγο έφεσης το δελτίο ανεργίας της τρίτης εκκαλούσας, με το δέκατο λόγο έφεσης τα εκκαθαριστικά σημειώματα της τρίτης και τέταρτης εκκαλούσας και με τον ενδεκατο λόγο έφεσης το αντίγραφο κίνησης λογαριασμού της τέταρτης εκκαλούσας. Στη συγκεκριμένη περίπτωση η εκκαλουμένη απόφαση έλαβε υπόψη της όλα τα προσκομιζόμενα μετ’επίκληση από τους παρισταμένους διαδίκους έγγραφα, είτε προς πλήρη απόδειξη είτε για συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, τα δημόσια έγγραφα της ποινικής διαδικασία και τα διδάγματα της κοινής πείρας. Επομένως όλοι οι προαναφερόμενοι περί του αντιθέτου λόγοι εφέσεως είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι.
Για τη θεμελίωση αξίωσης χρηματικής ικανοποίησης που αφορά εργατικό ατύχημα, αρκεί να συντέλεσε στην επέλευση του ατυχήματος πταίσμα του εργοδότη ή των προστηθέντων από αυτόν, με την έννοια του άρθρου 914 του ΑΚ, δηλαδή αρκεί να συντρέχει οποιαδήποτε αμέλεια αυτών και όχι μόνον η ειδική αμέλεια ως προς την τήρηση των όρων ασφαλείας, που ορίζεται στις διατάξεις του άρθρου 16 παρ. 1 του ν. 551/1915 (βλ. ΟλΑΠ 1117/1986 ΕΕργΔ 46 71, ΑΠ 1840/2011 ΝΟΜΟΣ). Επίσης, από τις διατάξεις του άρθρου 914 του ΑΚ συνάγεται ότι η παράνομη συμπεριφορά ως όρος της αδικοπραξίας μπορεί να συνίσταται όχι μόνο σε θετική πράξη, αλλά και σε παράλειψη, εφόσον στην τελευταία αυτή περίπτωση εκείνος που υπέπεσε στην παράλειψη ήταν υποχρεωμένος σε πράξη από το νόμο ή τη δικαιοπραξία, είτε από την καλή πίστη, κατά την κρατούσα κοινωνική αντίληψη (βλ. ΑΠ 838/2011 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 641/2011 ΧρΙΔ 2012 114). Διατάξεις περί των όρων ασφαλείας, η μη τήρηση των οποίων παρέχει στον παθόντα από εργατικό ατύχημα δικαίωμα αποζημιώσεως, είναι εκείνες οι οποίες ειδικώς προβλέπουν τους όρους ασφαλείας των εργαζομένων, δηλαδή προσδιορίζουν τους όρους που πρέπει να τηρηθούν, μνημονεύοντας συγκεκριμένα μέτρα, μέσα και τρόπους προς επίτευξη της ασφάλειας των εργαζομένων. Δεν αρκεί δηλαδή το ατύχημα να επήλθε από τη μη τήρηση όρων οι οποίοι επιβάλλονται μόνο από την κοινή αντίληψη, την υποχρέωση πρόνοιας και την απαιτούμενη στις συναλλαγές επιμέλεια, χωρίς αυτοί να προβλέπονται από ειδική διάταξη νόμου. Τέτοιες ειδικές διατάξεις είναι και εκείνες του ΠΔ 70/1990 «Υγιεινή και ασφάλεια των εργαζομένων σε ναυπηγικές εργασίες» (ΦΕΚ Α 31/1990), το οποίο εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση των άρθρων 14 § 2 και 36 του Ν. 1568/1985 «Υγιεινή και ασφάλεια των εργαζομένων» (ΦΕΚ Α 177/18.10.1985) που στο άρθρο 32 ορίζει τα μέτρα γενικής ασφαλείας ως εξής: «ο εργοδότης έχει υποχρέωση να λαμβάνει κάθε μέτρο που απαιτείται, ώστε να εξασφαλίζονται οι εργαζόμενοι και οι τρίτοι που παρευρίσκονται στους τόπους εργασίας από κάθε κίνδυνο που μπορεί να απειλήσει την υγεία τους ή τη σωματική τους ακεραιότητα».
Από την επανεκτίµηση των εγγράφων, τα οποία νόµιµα προσκοµίζουν και επικαλούνται οι παριστάµενοι διάδικοι (οι οποίοι δεν εξέτασαν µάρτυρες), λαµβανοµένων υπόψη είτε προς πλήρη απόδειξη είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκµηρίων (άρθρο 336 ΚΠολΔ), καθώς και από τα διδάγµατα της κοινής πείρας που λαµβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως (άρθρο 336 αρ. 4 ΚΠολΔ), αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγµατικά περιστατικά που έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης: Η δεύτερη εφεσίβλητη εταιρεία µε την επωνυµία «………….» και το διακριτικό τίτλο «……….», αφού διευκρινίστηκε στον πρώτο βαθμό η ακριβής επωνυμία της, η οποία εδρεύει στο … Αττικής, επί της …….., έχει ως αντικείµενο, µεταξύ άλλων, την ανάληψη και κατασκευή κάθε είδους σιδηρών επισκευών, κατασκευών – σωληνουργικών και ελασµατουργικών έργων και σιδηροκατασκευών σε πλοία κάθε είδους, καθώς και την ανέλκυση και καθέλκυση των πλοίων για την πραγµατοποίηση σε αυτά των ανωτέρω αναφερόµενων εργασιών. Σε αυτήν ανήκει το οµώνυµο ναυπηγείο που λειτουργεί επί της ανωτέρω οδού, διαχειριστής της δε έχει οριστεί ο δεύτερος εφεσίβλητος ………., ο οποίος έχει και την ευθύνη λειτουργίας του ανωτέρω ναυπηγείου. Περαιτέρω, ο ………., που είχε γεννηθεί το έτος 1946 και ήταν πατέρας του δευτέρου εκκαλούντος, είχε αναλάβει καθήκοντα επίβλεψης των εργασιών επισκευής, βαφής και εξοπλισµού που διενεργούνταν στο Ε/Γ – Τ/Ρ πλοίο «ΠΛ», το οποίο είχε ανελκυσθεί στο ως άνω ναυπηγείο, ιδιοκτησίας της ως άνω εταιρείας, για τη διενέργεια ναυπηγοεπισκευαστικών εργασιών από το συνεργείο της τελευταίας. Πιο συγκεκριμένα, στις αρχές Απριλίου 2008, δυνάµει προφορικής σύµβασης χερσαίας εργασίας, που καταρτίσθηκε µεταξύ του …….. και του νοµίµου εκπροσώπου της πλοιοκτήτριας εταιρείας µε την επωνυµία «……» (“……….”) ………, ανατέθηκε στο ………… από την ως άνω εταιρεία να µεταβαίνει καθηµερινά στο χώρο του Ναυπηγείου, για να παρακολουθεί την πορεία των εργασιών βαφής, εξοπλισµού και επισκευής του προαναφερόμενου, έναντι µηνιαίου µισθού 2.800 ευρώ. Ένα δίμηνο αργότερα δηλαδή την 19η-6-2008 και περί ώρα 08:40, ο ………, κατά τη διάρκεια του ελέγχου των εργασιών επισκευής και βαφής του ως άνω πλοίου και δη την ώρα που είχε ανέβει στο πλοίο και επιθεωρούσε τη βαφή στο πλαϊνό µέρος του, έπεσε στο έδαφος από σκαλωσιά, ύψους τουλάχιστον 2 µέτρων, διακοµίσθηκε αρχικά στο Γενικό Νοσοκοµείο Πειραιά «Τζάνειο» λόγω βαρείας κρανιοεγκεφαλικής κάκωσης και εν συνεχεία στη Μ.Ε.Θ. του “Metropolitan” και κατόπιν στον «Τίµιο Σταυρό», όπου και απεβίωσε στις 17:30 της 1-7-2008, µε αιτία θανάτου «λοίµωξη αναπνευστικού συστήµατος, απότοκο νοσηλείας κρανιοεγκεφαλικών κακώσεων, συνεπεία αναφερόµενης πτώσης». Αναφορικά µε τις συνθήκες επέλευσης του θανάσιµου τραυµατισµού του θανόντος, αποδείχθηκαν τα εξής: Ο θανών την ώρα του ατυχήματος προσπάθησε να ελέγξει τις εργασίες επισκευής και βαφών του ως άνω πλοίου, επιβαίνοντας στα υπάρχοντα µερικώς αποσυναρµολογηµένα, ηµιτελή ικριώµατα, χωρίς να φέρει τον κατάλληλο εξοπλισµό (προστατευτικό κράνος, ζώνη προστασίας, παπούτσια) και χωρίς την παρουσία του τεχνικού ασφαλείας. Όμως έχασε την ισορροπία του και επέπεσε επί του εδάφους, από ύψος 2 τουλάχιστον µέτρων. Από την πτώση αυτή τραυµατίστηκε σοβαρά, αφού υπέστη βαρεία κρανιοεγκεφαλική κάκωση, από την οποία, ως µόνη ενεργό αιτία, επήλθε ο θάνατός του την 1-7-2008. Από την εκτίµηση του πορίσµατος της υπ’ αρ. πρωτ. ……. διενεργηθείσας έρευνας για τον τραυµατισµό του ……….., που πραγµατοποίησαν οι Τεχνικοί Επιθεωρητές του Υπουργείου Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας …….. και …….., σε συνδυασµό µε τα προαναφερόµενα αποδεικτικά µέσα προκύπτει ότι καθοριστικό ρόλο στην επέλευση του ατυχήµατος διαδραµάτισε το γεγονός, ότι το ικρίωµα, επί του οποίου ανέβηκε ο παθών, είχε µερικώς αποσυναρµολογηθεί. Κα τούτο διότι τα ικριώματα πρέπει να παραµένουν µε πλήρη σύνθεση µέχρι την ολοκλήρωση των εργασιών, για τις οποίες κατασκευάστηκαν, έτσι ώστε ο εκάστοτε φορέας να παραµένει πλήρης και ευσταθής, ως επίσης και το άρθρο 37 παρ. 2 του πδ 70/1990 (τα ικριώµατα και οι πλατφόρµες) εργασίας πρέπει να συναρµολογούνται, να αποσυναρµολογούνται και να τροποποιούνται κάτω από την επίβλεψη αρµόδιου προσώπου και από πεπειραµένο σε αυτό το είδος εργασίας προσωπικό. Να σημειωθεί ότι µε την υπ’ αρ. ΑΤ 1592/2014 απόφαση του Α’ Τριµελούς Πληµµελειοδικείου Πειραιώς, ο δεύτερος εφεσίβλητος καταδικάστηκε, µεταξύ άλλων κατηγορουµένων, για την πράξη της ανθρωποκτονίας από αµέλεια. Από τις ένορκες καταθέσεις των µαρτύρων που εξετάστηκαν ενώπιον του Τριµελούς Πληµµελειοδικείου Πειραιώς, κατά τη δικάσιµο της 12-03-2014, προκύπτει ότι υπεύθυνος του ναυπηγείου και δη για την αποσυναρµολόγηση των ικριωµάτων, µετά την ολοκλήρωση των εργασιών στο πλοίο, ήταν ο δεύτερος εφεσίβλητος, ως εκπρόσωπος – διαχειριστής της πρώτης εφεσίβλητης. Επιπλέον, από το σύνολο του αποδεικτικού υλικού προέκυψε ότι ο δεύτερος εναγόµενος, από αµέλειά του, ήτοι από έλλειψη της προσοχής, την οποία όφειλε κατά τις περιστάσεις και µπορούσε να καταβάλει, προξένησε το θάνατο του ως άνω παθόντος, καθόσον δεν φρόντισε να γίνει ολική αποσυναρµολόγηση του ικριώµατος από συνεργείο, µετά το πέρας των εργασιών στο πλοίο «ΠΛ», αλλά προχώρησε σε µερική αποσυναρµολόγηση του ικριώµατος, καθιστώντας αυτό επικίνδυνο για την ασφάλεια οιουδήποτε εργαζόµενου επιχειρούσε να ανέβει πάνω σε αυτό, δεδοµένου ότι δεν είχε µεριµνήσει ούτε για την ύπαρξη ειδικής σήµανσης επικινδυνότητας σε αυτό (ικρίωµα) ούτε για την ύπαρξη κατάλληλων και ασφαλών µέσων προσπέλασης πρόσβασης και εργασίας στο πλοίο (π.χ. κλίµακα, διάδροµο κίνησης, σταθερή εξέδρα εργασίας), όπως απαιτείται µε βάση τις διατάξεις των οικείων άρθρων του Π.δ. 70/1990, διότι σύμφωνα με το άρθρο 41 παρ. 1α του πδ 70/90 τα δάπεδα από μαδέρια των ικριωμάτων πρέπει να έχουν τρία τουλάχιστον μαδέρια, το άρθρο 41 παρ. 3 ορίζει ότι σε κάθε επίπεδο θα πρέπει να υπάρχει ασφαλής τρόπος πρόσβασης των εργαζομένων σε αυτό, και σύμφωνα με το άρθρο 42 παρ. 5 τα ικριώματα πρέπει να φέρουν μεταλλικό χειρολισθήρα σε ύψος ενός μέτρου από το επίπεδο εργασίας. Το συγκεκριμενο ικρίωμα δεν είχε τα παραπάνω και ήταν ημιτελές ενώ ήταν αποσυναρμολογημένο μερικώς η αποσυναρμολόγηση γίνεται πάντα με παρουσία τεχνικού ασφαλείας. Στη συγκεκριμένη περίπτωση ο Τεχνικός Ασφαλείας, ………. φέρεται να ήταν εντός του ναυπηγείου και να έλεγξε την τήρηση των µέτρων στο εργοτάξιο του πλοίου, αφού υπέγραψε κάτω από τις παρατηρήσεις. Εντούτοις, εάν ο ως άνω τεχνικός ασφαλείας είχε πράγµατι ελέγξει την κατάσταση της σκαλωσιάς, από την οποία έπεσε ο ………, κατά τον παραπάνω χρόνο, θα είχε διαπιστώσει τη µερική αποσυναρµολόγησή της και θα είχε υποδείξει την ολική αποσυναρµολόγηση αυτής, διαλαµβάνοντας στην υπόδειξή του αυτή τις σχετικές παρατηρήσεις του στο Βιβλίο Υποδείξεων, έτσι ώστε να ληφθούν αυτές υπόψη από το δεύτερο εφεσίβλητο, ο οποίος όφειλε να υποδείξει στον παθόντα εργαζόµενο να µην ανέβει στο µερικώς αποσυναρµολογηµένο ικρίωµα και σε κάθε περίπτωση να είχε λάβει όλα τα απαιτούµενα µέτρα ασφαλείας, κατά τα προαναφερθέντα, ενώ δεν υπήρχε κάποιος που απαγορεύει την πρόσβαση εκεί. Επομένως ο δεύτερος εφεσίβλητος από αμέλεια ως διαχειριστής της πρώτης εφεσίβλητης εργoλάβoυ εταιρείας, δεν έλαβε τα απαιτούµενα µέτρα ασφαλείας για την ασφαλή διεξαγωγή των εργασιών επί του εν λόγω πλοίου και δη από απρονοησία του δεν µερίµνησε για την ύπαρξη ασφαλών συνθηκών εργασίας κατά τη διάρκεια εκτέλεσης του ως άνω ναυπηγοεπισκευαστικού έργου, µε την παροχή ασφαλούς εξοπλισµού µέσων ατοµικής προστασίας (κράνους, παπουτσιών, ζωνών ασφαλείας κλπ.) στο θανόντα, για τη διαρκή παρουσία και εποπτεία από τον τεχνικό ασφαλείας των εργασιών επισκευή; καθώς και για τις κατάλληλες υποδείξεις, των οποίων έπρεπε να λάβει γνώση ο εργαζόµενος παθών, για την ασφαλή εκτέλεση των εργασιών, για την αποµάκρυνση των υφιστάµενων ηµιτελών ικριωµάτων στο πλοίο, αλλά και τη σήµανση της επικινδυνότητας αυτών, για την έγκαιρη ενηµέρωση του εργαζόµενου παθόντος για τους κινδύνους κατά την εκτέλεση της εργασίας του και για την ασφαλή πρόσβαση στο πλοίο, κατά τα άνωθεν ειδικότερα εκτιθέµενα, µε συνέπεια να επέλθει από την προαναφερόµενη αµέλειά του το ως άνω ατύχηµα, που δεν προείδε, το οποίο οδήγησε αιτιωδώς στο θάνατο του εργαζόµενου της πλοιοκτήτριας εταιρείας ………. Και τούτο διότι από τη με αριθμό …….. ληξιαρχική πράξη θανάτου του Δήµου Γλυφάδας Αττικής, αναγράφεται ότι αιτία θανάτου του ………. ήταν η λοίµωξη αναπνευστικού συστήµατος, απότοκος νοσηλείας κρανιοεγκεφαλικών κακώσεων, συνεπεία αναφερόµενης πτώσης, σε συνδυασµό µε τα λοιπά προσκοµιζόµενα ιατρικά έγγραφα, προκύπτει µε σαφήνεια ότι το ένδικο ατύχηµα, που έλαβε χώρα εξ αφορµής της εκτέλεσης της σύµβασης εργασίας του θανόντος, µε την οποία αυτός είχε αναλάβει για λογαριασµό της ως άνω πλοιοκτήτριας εταιρείας καθήκοντα επίβλεψης των εργασιών που εκτελούσε η εταιρεία µε την επωνυµία «………» στο ναυπηγείο της, τελεί σε αιτιώδη συνάφεια µε το θάνατό του. Συγκεκριμένα στο από 15-10-2008 ιατρικό σηµείωµα του Μητροπολιτικού Θεραπευτηρίου «Metropolitan Hospital» αναφέρονται τα ακόλουθα: «ο κ. …… διεκοµίσθη από το Τζάνειο Γ.Ν.Π στη ΜΕΘ, στις 19/6/08, λόγω βαρείας κρανιοεγκεφαλικής κακώσεως µετά από αναφερόµενη πτώση από ύψους. Κατά την εισαγωγή του, ήταν σε καταστολή, διασωληνωµένος µε µηχανική υποστήριξη της αναπνοής και αιµοδυναµική αστάθεια. Μετά την υποστήριξη των ζωτικών λειτουργιών, υπεβλήθη σε πλήρη απεικονιστικό έλεγχο εγκεφάλου, αυχένα, θώρακα, άνω και κάτω κοιλίας και εγένετο νευροχειρουργική, ορθοπεδική και χειρουργική εξέταση, µεταφέρθηκε στο χειρουργείο όπου υπεβλήθη σε αποσυµπιεστική κρανιοτοµία (ΑΡ) και αφαίρεση υποσκληρίδιου αιµατώµατος αριστερά κροταφικά, εν συνεχεία εγένετο µερική κροταφική λοβεκτοµή. Ακολούθησε δεύτερη κρανιοτοµία, κροταφοβρεγµατικά δεξιά για αφαίρεση οξέως υποσκληριδίου αιµατώµατος. Κατά τη διάρκεια της νοσηλείας του στη ΜΕΘ, παρέµεινε σε καταστολή µε θειοπεντάλη, µηχανική υποστήριξη της αναπνοής και χορήγηση ινοτρόπων φαρµάκων λόγω αιµοδυναµικής αστάθειας. Στην πορεία της νόσου, παρουσίασε λοίµωξη µε αιµοκαλλιέργεια θετική για επιδερµικό σταφυλόκοκκο. Εδόθη αντιµικροβιακή αγωγή µε βάση το αντιβιόγραµµα. Την 01/07/2008 µεταφέρθηκε σε άλλη ΜΕΘ µετά από αίτηµα των συγγενών». Να σημειωθεί στο σημείο αυτό ότι ο θανών δε φέρει καμία συνυπαιτιότητα για το ατύχημα που συνέβη κατά τη διάρκεια της εργασίας του σύμφωνα με τα όσα ήδη προαναφέρθηκαν καθώς ο εργοδότης και γενικά ο κύριος του χώρου είναι ο αρμόδιος να επιτρέπει ή να μην επιτρέπει την πρόσβαση στο χώρο εργασίας και να φροντίζει για την τήρηση όλων των κανόνων ασφαλείας χορηγώντας προστατευτικά μέσα στους εργαζόμενους, και τηρώντας μάλιστα και τις εγγραφές στα σχετικά βιβλία. Όπως ήδη προαναφέρθηκε το πδ 70/1990 εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση των άρθρων 14 § 2 και 36 του Ν. 1568/1985 «Υγιεινή και ασφάλεια των εργαζομένων» (ΦΕΚ Α 177/18.10.1985), το οποίο στο άρθρο 32 ορίζει τα μέτρα γενικής ασφαλείας ως εξής: «ο εργοδότης έχει υποχρέωση να λαμβάνει κάθε μέτρο που απαιτείται, ώστε να εξασφαλίζονται οι εργαζόμενοι και οι τρίτοι που παρευρίσκονται στους τόπους εργασίας από κάθε κίνδυνο που μπορεί να απειλήσει την υγεία τους ή τη σωματική τους ακεραιότητα». Το γεγονός ότι η σύζυγος του θανόντος (πρώτη ενάγουσα) κατέθεσε ενώπιον του ως άνω ποινικού Δικαστηρίου ότι ο θανών ήταν φιλότιμος και έμπειρος στην παροχή της εργασίας του δεν αρκεί για να αποδοθεί ποσοστό συνυπαιτιότητας στο θανόντα από εργατικό ατύχημα εργαζόμενο, αφού πρωτίστως όπως προκύπτει και από τη με αριθμό πρωτοκόλλου …….. διενέργεια έρευνας των τεχνικών επιθεωρητών ……… και ……, αυτός δεν είχε υπογράψει στο γραφείο υποδείξεων του τεχνικού ασφαλείας και επομένως δεν είχε λάβει γνώση των υποδείξεων του τεχνικού ασφαλείας όπως ορίζει το άρθρο 6 παρ. 1 του ν. 1568/1985 (Φεκ 177α/1985), αλλά και διότι το ναυπηγείο μέσω του νομίμου εκπροσώπου του δεύτερου εφεσίβλητου έπρεπε να είχε φροντίσει για τη μη πρόσβαση στο χώρο και για την τήρηση όλων των κανόνων ασφαλείας, οι δε παραλείψεις του συνιστούν αμέλεια επί της οποίας θεμελιώνεται και η υποχρέωση καταβολής χρηματικής ικανοποίησης με βάση τις γενικές διατάξεις των 914 και 932 ΑΚ.. Επομένως η προβαλλόµενη ένσταση του δεύτερου εφεσίβλητου περί οικείου πταίσµατος του θανόντος ως προς την πρόκληση της πτώσης του, συνεπεία της οποίας επήλθε ο θάνατός του, διότι αυτός, ενεργώντας αυτοβούλως και χωρίς να ενηµερώσει κανέναν από τους υπεύθυνους του ναυπηγείου, ανέβηκε σε επικίνδυνο ικρίωµα που ήταν υπό αποσυναρµολόγηση, πρέπει να απορριφθεί. Κρίνοντας αντίθετα το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο αφού έκρινε ότι ο θανών δεν τηρούσε τα µέτρα ασφαλείας και ότι ο ίδιος είχε αντιληφθεί ότι θα µπορούσε να προκληθεί ατύχηµα λόγω της µερικής αποσυναρµολόγησης του ικριώµατος, εσφαλμένα τις αποδείξεις εκτίμησε και συνεπώς κατά παραδοχή του σχετικού δωδέκατου λόγου εφέσεως θα πρέπει να εξαφανιστεί ως προς το κεφάλαιο αυτό η εκκαλουμένη απόφαση και να κρατήσει το παρόν Δικαστήριο και να δικάσει ως προς το δεύτερο εφεσίβλητο την από 13.6.20013 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……/13.6.2013 αγωγή. Περαιτέρω, από τα παραπάνω αποδεικτικά στοιχεία προέκυψε ότι ο θανών ……, ο οποίος ήταν 62 ετών, κατά το χρόνο του θανάσιµου τραυµατισµού του εκ του επιδίκου ατυχήµατος, είχε άριστη υγεία και βρισκόταν σε στενό συναισθηµατικό δεσµό µε το δεύτερο εκκαλούντα, που είναι τέκνο του και λόγω του αιφνίδιου και βίαιου θανάτου του πατέρα του, αυτός υπέστη, όπως ήταν επόµενο, βαθύτατο πόνο και θλίψη, καθόσον οι σχέσεις τους ήταν άριστες, χωρίς να έχουν ποτέ διαταραχθεί για οποιαδήποτε αιτία, συνδέονταν δε µεταξύ τους µε στενούς δεσµούς στοργής και αγάπης (ΟλΑΠ 21/2000 Α’ Δηµοσίευση ΝΟΜΟΣ). Να σημειωθεί ότι στην περίπτωση θανατώσεως προσώπου εξετάζεται η ηλικία τόσο του θύματος όσο και των μελών της οικογένειας του τα οποία δοκιμάζουν ψυχική οδύνη ενώ επιπλέον λαμβάνονται υπόψη οι ιδιαίτερες συνθήκες υπό τις οποίες προκλήθηκε η βλάβη (βλ. Πατεράκη χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης 1995 σελ. 336 και 338) και στη συγκεκριμένη περίπτωση το γεγονός ότι ο θανών απεβίωσε την ώρα της εργασίας του θεωρείται αυξητικός παράγων του ποσού της χρηματικής ικανοποίησης. Επιπλέον λαμβάνεται υπόψη και η αμέλεια που περιγράφηκε παραπάνω του δευτέρου εφεσιβλήτου εκπροσώπου της τηρούσας το ναυπηγείο εταιρίας, καθώς και η έλλειψη συνυπαιτιότητας από την πλευρά του θύματος (Πατεράκη ο.π. 339 και 343). Επομένως το παρόν Δικαστήριο κρίνει ότι στο δεύτερο εκκαλούντα υιό του θανόντος πρέπει να επιδικαστεί εύλογη χρηματική ικανοποίηση, το ύψος της οποίας, ενόψει του είδους της προσβολής, της έκτασης της βλάβης, των συνθηκών του εργατικού ατυχήματος, της ηλικίας του θανόντος (62 ετών), της βαρύτητας του πταίσματος του δευτέρου εφεσιβλήτου, την κοινωνική και οικονοµική θέση, αλλά και με βάση την εν γένει κατάσταση των συγκεκριμένων διαδίκων, και την αρχή της αναλογικότητας, πρέπει να προσδιοριστεί στο ποσό των 15.000 ευρώ. Το παραπάνω ποσό κρίνεται δίκαιο και εύλογο κατά την κρίση του Δικαστηρίου τούτου ύστερα από την εκτίμηση των πραγματικών γεγονότων της υποθέσεως, χωρίς υπαγωγή σε νομική έννοια (βλ. ΟλΑΠ 9/2015 πλειοψ.) και σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας και όχι στο ποσό των 12.000 ευρώ ως προς τον παριστάμενο εναγόμενο ή στο ποσό των 14.000 ευρώ ως προς τη μη παρισταμένη εναγομένη, όπως έκρινε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο. Το ποσό αυτό κρίνεται εύλογο και συνεπώς ο σχετικός δέκατος τρίτος λόγος εφέσεως περί αναγνώρισης μεγαλύτερου ποσού χρηματικής ικανοποίησης λόγω ψυχικής οδύνης μέχρι του ποσού των 200.000 ευρώ κρίνεται απορριπτέος.
Ακολούθως των ανωτέρω και αφού δεν υφίσταται προς εξέταση άλλος λόγος εφέσεως πρέπει να απορριφθεί κατ’ουσίαν η με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……. έφεση ως προς τις πρώτη, τρίτη και τέταρτη εκκαλούσα, και να γίνει αυτή εν μέρει δεκτή κατά τα προαναφερόμενα ως βάσιμη κατ’ουσίαν ως προς το δεύτερο εκκαλούντα και να εξαφανισθεί ως προς το κεφάλαιο περί χρηματικής ικανοποίησης λόγω ψυχικής οδύνης και το σχετικό κεφάλαιο της δικαστικής δαπάνης, η εκκαλούμενη με αριθμό 1117/2016 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε, κατά την τακτική διαδικασία ενώ οι υπόλοιπες διατάξεις της δεν θίγονται. Ακολούθως, πρέπει, αφού διακρατηθεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο (άρθρο 535 παρ. 1 ΚΠολΔ) και ερευνηθεί η ως προς το κεφάλαιο περί επιδίκασης χρηματικής ικανοποίησης λόγω ψυχικής οδύνης η με αριθμό ……. αγωγή του δεύτερου εκκαλούντος και να γίνει αυτή εν μέρει δεκτή, ως ουσιαστικά βάσιμη, και να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι σε αυτή εφεσίβλητοι να καταβάλουν ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης εις ολόκληρον στο δεύτερο ενάγοντα εκκαλούντα το ποσό των 15.000 εντόκως αφότου επιδόθηκε η αγωγή και μέχρι την εξόφληση (άρθρο 346 του ΑΚ). Επιπλέον πρέπει να διαταχθεί η απόδοση του καταβληθέντος με κωδικό ./… ποσού 150 ευρώ, που καταβλήθηκε από το δεύτερο εκκαλούντα κατά την άσκηση της εφέσεως του, καθόσον η έφεση του γίνεται κατά ένα μέρος δεκτή. Μέρος των δικαστικών εξόδων του δευτέρου εκκαλούντος ενάγοντος και των δύο βαθμών βαρύνει τους εφεσίβλητους εναγομένους λόγω της εν μέρει ήττας τους κατά τα ειδικότερα στο διατακτικό οριζόμενα (άρθρα 178, 191 παρ. 2 και 183 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ με τη δικονομική απουσία των εφεσιβλήτων τη με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……. έφεση κατά της με αριθμό 1117/26.4.2016 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε, κατά την τακτική διαδικασία με τη δικονομική απουσία της πρώτης εναγομένης ήδη εφεσίβλητης και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων, επί της με αριθμό ……… αγωγής
Ορίζει το παράβολο ερημοδικίας στο ποσό των διακοσίων ενενήντα (290) ευρώ για κάθε ερημοδικασθέντα εφεσίβλητο
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά την έφεση και την απορρίπτει κατ’ουσίαν ως προς τις πρώτη, τρίτη και τέταρτη εκκαλούσα
Δέχεται εν μέρει κατ’ουσίαν την έφεση ως προς το δεύτερο εκκαλούντα
Διατάσσει την απόδοση στο δεύτερο εκκαλούντα του ηλεκτρονικού παραβόλου με αριθμό ./… ποσού 150 ευρώ, που καταβλήθηκε από αυτόν κατά την άσκηση της εφέσεως του
ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ κατά ένα μέρος ως προς το δεύτερο εκκαλούντα τη με αριθμό 1117/2016 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς
ΚΡΑΤΕΙ την υπόθεση και ΔΙΚΑΖΕΙ ως προς το κεφάλαιο αυτό επί της με αριθμό ……… αγωγής
ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την από με αριθμό ……αγωγή ως προς το δεύτερο ενάγοντα
ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ τους εναγόμενους σε αυτή εφεσιβλήτους να καταβάλουν εις ολόκληρον στο δεύτερο ενάγοντα ήδη δεύτερο εκκαλούντα το ποσό των δέκαπεντε χιλιάδων ευρώ (15.000) εντόκως αφότου επιδόθηκε η αγωγή και μέχρι την εξόφληση,
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ στους εναγομένους εφεσιβλήτους μέρος των δικαστικών εξόδων του δευτέρου εκκαλούντος – ενάγοντος αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, δηλαδή το ποσό των χιλίων διακοσίων (1.200) ευρώ το οποίο τους βαρύνει εις ολόκληρον
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά την ……… και δημοσιεύθηκε στις 28 Φεβρουαρίου 2019 σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους δικηγόρους των καλούντων-εκκαλούντων .
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ