ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΡΓΑΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Αριθμός απόφασης 445 /2025
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Ευδοξία Πιστιόλα, Εφέτη, την οποία όρισε το Τριμελές Συμβούλιο Διοίκησης του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Ε.Δ
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις …………., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΟΥ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: ……………., ο οποίος παραστάθηκε, στο ακροατήριο, δια του πληρεξουσίου δικηγόρου του Γεωργίου Θεοδόση, με δήλωση (άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ).
ΤΗΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: Ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «………………», όπως συγχωνεύθηκε με την ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «………………» δι’ απορροφήσεως της δεύτερης από την πρώτη αυτών (βλ. τη με αριθμ. πρωτ. ………../29-12-2023 ανακοίνωση ΓΕ.ΜΗ.), που εδρεύει στον Πειραιά, οδός …………., όπως εκπροσωπείται νόμιμα, με ΑΦΜ …………, η οποία παραστάθηκε, στο ακροατήριο, δια των πληρεξουσίων δικηγόρων της Χρυσούλας Καλαντζή και Αλεξίου Παπασταύρου, με δήλωση (άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ).
Ο εκκαλών, άσκησε, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κατά της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «………..», στη θέση της οποίας έχει ήδη υπεισέλθει η εφεσίβλητη, την από 31-7-2023 και με αριθμ. εκθ. καταθ. δικ. ………./2023 αγωγή, επί της οποίας εξεδόθη, κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών, η υπ’ αριθμ. 2044/2024 οριστική απόφαση του ως άνω δικαστηρίου, που απέρριψε την αγωγή. Την απόφαση αυτή προσέβαλε ο εκκαλών, με την από 4-11-2024 έφεσή του, προς το Δικαστήριο τούτο, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιώς, με αριθμό …………/2024, και στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου, με αριθμό ……………./2024, και προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο της 6-2-2025 και, μετά από αναβολή, για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, κατά την οποία η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου και συζητήθηκε.
Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων κατέθεσαν εμπρόθεσμα τις προτάσεις τους και παραστάθηκαν στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, ως ανωτέρω αναφέρεται.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η από 4-11-2024 και με αριθμ. εκθ. καταθ. δικ. ………./2024, ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, και με αριθμ. εκθ. καταθ. ………./2024, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, έφεση της εκκαλούσας, κατά της οριστικής υπ’ αριθμ. 2044/2024 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών, έχει ασκηθεί, νομότυπα και εμπρόθεσμα, εφόσον δεν προκύπτει από τα έγγραφα που προσκομίζονται, ούτε οι διάδικοι επικαλούνται ότι έχει χωρήσει επίδοση της εκκαλουμένης και δεν έχει παρέλθει διετία από τη δημοσίευση της τελευταίας, στις 18-6-2024, έως την άσκηση της ως άνω εφέσεως, στις 5-11-2024 (άρθρα 495 παρ. 1 και 2, 513 παρ. 1β΄, 518 παρ. 2 ΚΠολΔ). Επομένως, δοθέντος ότι δεν απαιτείται η καταβολή του νόμιμου παράβολου, κατ’ άρθρο 495 ΚΠολΔ, καθόσον, στην προκειμένη περίπτωση, πρόκειται για εφαρμογή του άρθρου 614 παρ. 3 ΚΠολΔ, πρέπει η έφεση να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί, περαιτέρω, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ), κατά την ίδια διαδικασία, με την οποία εκδόθηκε και η εκκαλουμένη απόφαση.
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 669 παρ. 2 του ΑΚ, 1 του Ν. 2112/1920 και 5 παρ. 3 του Ν. 3198/1955 προκύπτει ότι η καταγγελία της σύμβασης εξηρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου είναι μονομερής αναιτιώδης δικαιοπραξία και, συνεπώς, το κύρος αυτής δεν εξαρτάται από την ύπαρξη ή την ελαττωματικότητα της αιτίας, για την οποία έγινε, αλλά αποτελεί δικαίωμα του εργοδότη και του εργαζομένου. Η άσκηση, όμως, του δικαιώματος αυτού, όπως και κάθε δικαιώματος, υπόκειται στον περιορισμό του άρθρου 281 του ΑΚ, δηλαδή της μη προφανούς υπέρβασης των ορίων που επιβάλλει η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Η προφανής υπέρβαση των ορίων αυτών καθιστά άκυρη την καταγγελία, σύμφωνα με τα άρθρα 174 και 180 του ΑΚ. Στην περίπτωση της ακυρότητας της καταγγελίας, λόγω καταχρηστικής άσκησης αυτής, δεν επέρχεται η λύση της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας και, συνακόλουθα, ο εργοδότης υποχρεούται να δέχεται τις υπηρεσίες του μισθωτού και, σε περίπτωση υπερημερίας του, να καταβάλει τις αποδοχές αυτού, με βάση τη σύμβαση εργασίας, κατά τα άρθρα 349, 350, 648 και 656 του ΑΚ (ΑΠ 179/16, ΑΠ 601/13 ΝΟΜΟΣ). Προφανής υπέρβαση των ορίων που επιβάλλουν η καλή πίστη, τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός και οικονομικός σκοπός του οικείου δικαιώματος συντρέχει και όταν η καταγγελία έγινε από εμπάθεια ή για λόγους εκδίκησης ή μίσους, λόγω νόμιμης, αλλά μη αρεστής στον εργοδότη, συμπεριφοράς του μισθωτού, όπως στην περίπτωση που ο μισθωτός αξιώνει από τον εργοδότη την τήρηση των συμφωνημένων όρων εργασίας (ΑΠ 1162/19, ΑΠ 179/16, ΑΠ 1249/14, ΑΠ 1649/12, ΑΠ 581/11, ΑΠ 1318/00 ΝΟΜΟΣ). Όμως, δεν θεωρείται καταχρηστική η καταγγελία, όταν δεν υπάρχει γι` αυτή κάποια αιτία, αφού, ενόψει των όσων εκτέθηκαν για τον αναιτιώδη χαρακτήρα της καταγγελίας και την άσκηση αυτής, κατά προφανή υπέρβαση των ορίων του άρθρου 281 ΑΚ, για να θεωρηθεί η καταγγελία άκυρη, ως καταχρηστική, δεν αρκεί ότι οι λόγοι που επικαλέστηκε γι’ αυτήν ο εργοδότης ήταν αναληθείς ή ότι δεν υπήρχε καμία εμφανής αιτία, αλλά απαιτείται η καταγγελία να οφείλεται σε συγκεκριμένους λόγους, που πρέπει να επικαλεστεί και να αποδείξει ο εργαζόμενος, εξαιτίας των οποίων, η άσκηση του σχετικού δικαιώματος του εργοδότη υπερβαίνει, προφανώς, τα όρια που επιβάλλει η διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ. Η αντικειμενικά αδικαιολόγητη καταγγελία, δηλαδή η καταγγελία, η οποία δεν δικαιολογείται από σοβαρούς, συνδεόμενους με το αντικειμενικό συμφέρον της επιχείρησης λόγους, δεν είναι, άνευ άλλου τινός, καταχρηστική, διότι στην αντίθετη περίπτωση, η καταγγελία από αναιτιώδης θα μετατρεπόταν σε αιτιώδη (ΑΠ 1000/17, ΑΠ 244/17, ΑΠ 132/16, ΑΠ 1922/07, ΑΠ 561/07 ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 648, 652 παρ. 1, 656, 349 έως 351, 361 ΑΚ, 7 του Ν. 2112/1920 και 5 παρ. 3 του Ν. 3198/1955, προκύπτει ότι η μονομερής βλαπτική μεταβολή των όρων της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου για τον εργαζόμενο, εκ μέρους του εργοδότη, δεν συνεπάγεται τη λύση της εργασιακής σχέσης, αλλά παρέχει το δικαίωμα στο μισθωτό, εφόσον αυτός δεν αποδέχεται τη μεταβολή, είτε να θεωρήσει αυτήν ως καταγγελία της σύμβασης, εκ μέρους του εργοδότη, και να ζητήσει τη νόμιμη αποζημίωση απόλυσης, είτε να αξιώσει την τήρηση των όρων της σύμβασης αυτής και την εξακολούθηση της παροχής της εργασίας του, με τους ίδιους όρους, όπως πριν από την μεταβολή, οπότε, σε περίπτωση μη αποδοχής αυτής από τον εργοδότη, μπορεί να ζητήσει την καταβολή των αποδοχών του, λόγω της υπερημερίας, στην οποία ο τελευταίος περιήλθε (ΑΠ 657/18, ΑΠ 282/18, ΑΠ 1322/17, ΑΠ 216/17, ΑΠ 1134/15, ΑΠ 447/15 ΝΟΜΟΣ). Και είναι μεν αληθές ότι, σύμφωνα με τα άρθρα 648, 652 και 361 ΑΚ, ο εργοδότης έχει το διευθυντικό δικαίωμα, βάσει του οποίου, μπορεί να ρυθμίζει τα θέματα, τα οποία ανάγονται στην οργάνωση και λειτουργία της επιχειρήσεώς του, για να επιτύχει τους σκοπούς της, δεν μπορεί, όμως, να μεταβάλει, μονομερώς, τους όρους της εργασιακής σχέσης, χωρίς να έχει δικαίωμα, από το νόμο ή από τη σύμβαση, με αποτέλεσμα να επέρχεται στον εργαζόμενο, άμεσα ή έμμεσα, υλική ή ηθική αυτού βλάβη (ΑΠ 216/17, ΑΠ 1134/15 ΝΟΜΟΣ). Επομένως, εάν ο εργοδότης επιχειρήσει να προβεί στην, κατά τα ανωτέρω, μονομερή βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας του μισθωτού, όπως να προβεί σε μείωση των συμφωνημένων αποδοχών του εργαζομένου, και, στη συνέχεια, λόγω άρνησης του εργαζομένου να αποδεχθεί τη βλαπτική μεταβολή, καταγγείλει ο ίδιος τη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, η ως άνω καταγγελία ελέγχεται για κατάχρηση δικαιώματος, εφόσον ο εργοδότης προέβη σε αυτήν, από εμπάθεια ή από λόγους εκδίκησης ή μίσους, διότι ο μισθωτός αξίωνε, από τον εργοδότη, την τήρηση των όρων της εργασιακής σύμβασης (ΑΠ 1303/18, ΑΠ 2188/14, ΑΠ 922/10, ΑΠ 1407/09 ΝΟΜΟΣ). Επί απολύσεων δε, οφειλομένων σε οικονομοτεχνικούς λόγους όπως, μεταξύ άλλων, είναι η αναδιοργάνωση των υπηρεσιών της επιχείρησης και η μείωση του προσωπικού, για λόγους οικονομίας που επιβάλλονται από συγκεκριμένες οικονομικές συνθήκες, τις οποίες η επιχείρηση αντιμετωπίζει, η απόφαση (επιλογή) του εργοδότη να αντεπεξέλθει, με τον τρόπο αυτό, στη διαφαινόμενη οικονομική κρίση δεν ελέγχεται από τα δικαστήρια. Η στάθμιση αυτή ανήκει στον εργοδότη, που έχει υπόψη του όλα τα στοιχεία της επιχείρησης του και τις συνθήκες λειτουργίας της αγοράς (ΑΠ 1325/20, ΑΠ 1162/19, ΑΠ 606/17, 297/96 ΝΟΜΟΣ). Το γεγονός ότι οι οικονομοτεχνικοί λόγοι προέρχονται από τη σφαίρα ευθύνης του εργοδότη και όχι του εργαζομένου, με συνέπεια, μέσω της καταγγελίας των συμβάσεων εργασίας μισθωτών, ο κίνδυνος των λόγων αυτών να επιρρίπτεται, σε τελική ανάλυση, σε βάρος των εργαζομένων, οι οποίοι δεν φέρουν καμία απολύτως ευθύνη για τη δημιουργία του συγκεκριμένου λόγου, δεν ασκεί έννομη επιρροή, καθόσον η έννομη τάξη δεν αναγνωρίζει ένα δικαίωμα του εργαζομένου στη θέση εργασίας, με την έννοια της απόλυτης προστασίας αυτού από την απόλυση και ανεξαρτήτως των συνθηκών, υπό τις οποίες δραστηριοποιείται η επιχείρηση, στην οποία εργάζεται. Ελέγχονται, όμως, από τα δικαστήρια, αφενός, ο αιτιώδης σύνδεσμος της επιλογής αυτής και της καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας συγκεκριμένου εργαζομένου (ως έσχατου μέσου αντιμετώπισης των προβλημάτων της επιχείρησης), και, αφετέρου, τα κριτήρια επιλογής του εν λόγω εργαζομένου, ως απολυτέου, τα οποία πρέπει να βρίσκονται εντός των προβλεπομένων, από τη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, ορίων (ΑΠ 326/01 ΝΟΜΟΣ). Αν το δικαστήριο διαπιστώσει ότι πραγματικά συντρέχουν οι επικαλούμενοι από τον εργοδότη οικονομικής ή τεχνικής φύσεως λόγοι, που καθιστούν αναγκαία τη μείωση του προσωπικού, και ότι δεν είναι προσχηματικοί, ερευνάται αν η καταγγελία μπορεί να αποτραπεί, με τη λήψη άλλων ηπιότερων μέτρων, όπως η μετάθεση του εργαζομένου σε κενή, κατά το χρόνο της καταγγελίας, θέση, η κατάργηση της υπερωριακής απασχόλησης, η μερική απασχόληση ή η δυνατότητα εξακολούθησης της απασχόλησης του εργαζομένου, με τροποποίηση των όρων εργασίας (τροποποιητική καταγγελία). Γίνεται δεκτό ότι, κατ` εφαρμογή της αρχής της αναλογικότητας, η καταγγελία ασκείται νόμιμα, όταν χρησιμοποιείται, ως έσχατο μέσο (ultima ratio), για την επιδίωξη των σκοπών του εργοδότη, ο οποίος επιβάλλεται να επιλέξει μεταξύ περισσότερων και εξίσου αποτελεσματικών μέσων, για την ικανοποίηση των επιδιωκόμενων, με την καταγγελία, σκοπών, το λιγότερο επαχθές, για τον εργαζόμενο (ΑΠ 1162/19, ΑΠ 279/96 ΝΟΜΟΣ), και οφείλει να προτείνει στο μισθωτό που πρόκειται να απολυθεί, την απασχόληση του σε άλλη θέση, έστω και κατώτερη εκείνης που αυτός κατείχε, εφόσον, βεβαίως, υπάρχει τέτοια κενή θέση στην επιχείρηση του και ο υπό απόλυση μισθωτός είναι κατάλληλος να εργασθεί σε αυτή (ΑΠ 641/21, ΑΠ 606/17, ΑΠ 64/15, ΑΠ 1404/14, ΑΠ 31/13, ΑΠ 922/10 ΝΟΜΟΣ) ή να προτείνει σε αυτόν ν` απασχοληθεί με μειωμένες αποδοχές (ΑΠ 397/04 ΝΟΜΟΣ), υπό την αυτονόητη προϋπόθεση ότι αυτές δεν θα υπολείπονται των, κατά τις τυχόν ισχύουσες συλλογικές συμβάσεις εργασίας ή κατά το νόμο, ελαχίστων ορίων. Επομένως, ο εργοδότης, ασκώντας νομίμως το διευθυντικό του δικαίωμα (άρθρο 652 του ΑΚ), μπορεί, προκειμένου να αποδεσμευθεί από τους δυσμενείς γι’ αυτόν όρους της εργασιακής σύμβασης, να συνδέσει την καταγγελία αυτής με τη μη αποδοχή, εκ μέρους του μισθωτού, των προτάσεών του για μεταβολή των όρων αυτών (τροποποιητική καταγγελία). Η καταγγελία, όμως, αυτή, που ακολουθεί την άρνηση του μισθωτού να δεχθεί τη μεταβολή, δεν είναι καταχρηστική, από μόνο το γεγονός ότι αιτία της ήταν η άρνηση του μισθωτού να συναινέσει στη μεταβολή, αλλά υπόκειται σε κρίση, ως προς τους όρους της, με βάση το άρθρο 281 του ΑΚ, δηλαδή ελέγχεται, με αντικειμενικά κριτήρια, εάν το δικαίωμα του εργοδότη να καταγγείλει τη σύμβαση εργασίας, επειδή ο μισθωτός δεν συναίνεσε στη μεταβολή των όρων της αρχικής σύμβασης, αντίκειται στους όρους της άνω διάταξης (άρθρο 281 του ΑΚ), και, κυρίως, εάν η αξίωση του για μεταβολή των όρων της αρχικής σύμβασης δικαιολογείται ή όχι από τις συνθήκες και τις ανάγκες της επιχείρησης και εκμετάλλευσης, και ειδικότερα, εάν συνέτρεχαν πράγματι οικονομοτεχνικοί προς τούτο λόγοι ή άλλοι λόγοι που σχετίζονται με το πρόσωπο του μισθωτού (ΑΠ 922/10, ΑΠ 944/05, ΑΠ 1199/02 ΝΟΜΟΣ). Δηλαδή, η ανωτέρω πρόταση του εργοδότη για τροποποίηση της σύμβασης εργασίας του μισθωτού με δυσμενέστερους όρους καλύπτεται από το διευθυντικό δικαίωμα του εργοδότη (άρθρο 652 του ΑΚ) να προτείνει αυτή στο μισθωτό, ως ηπιότερο της καταγγελίας μέτρο, υλοποιείται δε (αν το μέτρο ενέχει τροποποίηση της σύμβασης), με την αποδοχή της πρότασης από το μισθωτό (ΑΠ 1199/02 ΝΟΜΟΣ) και, κατά τούτο, δεν συνιστά μονομερή βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας, κατά την έννοια του άρθρου 7 του Ν. 2112/1920, αφού, για την υλοποίηση της, προϋποθέτει την προηγούμενη αποδοχή της πρότασης του εργοδότη, από το μισθωτό (ΑΠ 1387/22 ΝΟΜΟΣ). Εάν, αντιθέτως, δεν συντρέχουν οι επικαλούμενοι από τον εργοδότη οικονομοτεχνικοί λόγοι ή οι συνδεόμενοι με το πρόσωπο του μισθωτού άλλοι λόγοι, η, εκ μέρους του εργοδότη, καταγγελία της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας του μισθωτού, επειδή ο τελευταίος αρνήθηκε να αποδεχθεί την πρόταση του πρώτου για τροποποίηση της ατομικής σύμβασης εργασίας, με μείωση των αποδοχών του, ελέγχεται στο πλαίσιο εφαρμογής του άρθρου 281 του ΑΚ, εφόσον ο εργοδότης προέβη σε αυτήν, από εμπάθεια ή από λόγους εκδίκησης ή μίσους, για το λόγο ότι ο μισθωτός αξίωνε από τον εργοδότη την τήρηση των όρων της εργασιακής του σύμβασης (ΑΠ 1387/22, ΑΠ 1325/20, ΑΠ 1162/19, ΑΠ 1303/18, ΑΠ 1407/09 ΝΟΜΟΣ). Και τούτο διότι, ο εργαζόμενος έχει ένα άξιο προστασίας δικαίωμα για τη διατήρηση των όρων εργασίας που έχει συμφωνήσει (pacta sunt servanda), το οποίο υποχωρεί, οσάκις συντρέχουν λόγοι ικανοί να θεμελιώσουν, από πλευράς εργοδότη, ένα αντικειμενικό συμφέρον, για τη μεταβολή του περιεχομένου της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας. Διαφορετικά, η τροποποιητική καταγγελία θα λειτουργούσε ανεξέλεγκτα, ως ένα μέσο απαλλαγής του εργοδότη από τις συμβατικές του υποχρεώσεις. Επομένως, στην περίπτωση που αποφασισθεί, εκ μέρους του εργοδότη, η μείωση των αποδοχών των εργαζομένων στην επιχείρηση, προκειμένου να βελτιωθεί η οικονομική της θέση, για να αποφευχθεί η δημιουργία ή/και η σώρευση ζημιών, που θα καθιστούσαν αναπόφευκτες τις απολύσεις ή ακόμη που θα είχαν, ως συνέπεια, την παύση της λειτουργίας της επιχείρησης, με απώλεια όλων των θέσεων εργασίας, ο δικαστικός έλεγχος περιλαμβάνει το κατά πόσο η προταθείσα μείωση των αποδοχών δικαιολογείται από την ένταση των οικονομοτεχνικών λόγων που επικαλέσθηκε ο εργοδότης και προέκυψαν, από την αποδεικτική διαδικασία, σε συνδυασμό με τη δυνατότητα ή μη λήψης και άλλων μέτρων, εκ μέρους του εργοδότη, για τη μείωση του κόστους λειτουργίας αυτής (ΑΠ 750/20, ΑΠ 699/18 ΝΟΜΟΣ). Τέλος, πέραν της γενικής διάταξης του άρθρου 281 ΑΚ, υπάρχουν συγκεκριμένοι λόγοι που, κατά το νόμο, καθιστούν την καταγγελία, άνευ ετέρου, παράνομη, όπως οι λόγοι ακυρότητας που καταγράφονται και ομαδοποιούνται στην παρ. 1 του άρθρου 66 Ν. 4808/2021 (ΦΕΚ A΄ 101/19.06.2021), με τον οποίο ενσωματώθηκε στο εθνικό δίκαιο η Οδηγία (ΕΕ) 2019/1158 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 20ης Ιουνίου 2019. Μεταξύ των προβλεπόμενων από το άρθρο αυτό λόγων, περιλαμβάνεται η καταγγελία που γίνεται ως αντίδραση σε ενάσκηση νόμιμου δικαιώματος του εργαζόμενου (άρθρο 66 § 1 περ. β ). Η διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 66 είναι ειδικότερη της γενικής διάταξης του άρθρου 281 ΑΚ (Παπαδημητρίου, Οι συνέπειες της παράνομης καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας αορίστου χρόνου κατά το άρθρο 66 Ν. 4808/2021, ΔΕΝ 2022, σ. 216), καθώς απαριθμεί ενδεικτικά περιπτώσεις, στις οποίες η καταγγελία είναι, άνευ ετέρου, άκυρη, χωρίς να απαιτείται, επιπρόσθετα, ο έλεγχος της υπέρβασης των ορίων που επιβάλλουν η καλή πίστη και τα χρηστά ήθη. Το φαινόμενο της κανονιστικής ρύθμισης λόγων ακυρότητας που η νομολογία είχε χαρακτηρίσει καταχρηστικούς είναι γνωστό στο δίκαιο, ιδίως με το άρθρο 2 §7 Ν. 2251/1974, που ανατροφοδότησε το άρθρο 281 ΑΚ και εξάλειψε τις σχετικές αβεβαιότητες, αναφορικά με τον καθορισμό της έννοιας της καταχρηστικότητας (Λαδάς, Ζητήματα νομοθετικής ρύθμισης των γενικών όρων των συναλλαγών, ΕλλΔνη 1998, σ. 774 επ., και ιδίως σ. 779 επ.). Ακριβώς αυτό συμβαίνει και στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει και από την αιτιολογική έκθεση του Ν. 4808/2021 (σελ. 239), με βάση την οποία «το άρθρο 66 κωδικοποιεί τις περιπτώσεις ελαττωμάτων στην καταγγελία της σύμβασης εργασίας και τις συνέπειες του ελαττώματος σε κάθε περίπτωση, ιδίως την αδυναμία των εργαζομένων να αποδείξουν την ύπαρξη εκδικητικότητας κατά την απόλυση» (ΜονΕΑ 955/23 ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, σύμφωνα με την παρ. 2 του ίδιου ως άνω άρθρου 66, αν ο εργαζόμενος αποδείξει, ενώπιον δικαστηρίου, πραγματικά περιστατικά ικανά να στηρίξουν την πεποίθηση ότι η απόλυση έγινε για κάποιον από τους προβλεπόμενους στην παρ. 1 λόγους, εναπόκειται στον εργοδότη να αποδείξει ότι η απόλυση δεν έγινε για τον προβαλλόμενο λόγο. Με τις διατάξεις αυτές καθιερώνεται η εκ πρώτης όψεως (prima facie) απόδειξη, για τις προβλεπόμενες, κατά τα ανωτέρω, περιπτώσεις απαγορευμένης καταγγελίας της σύμβασης εργασίας (πρβλ. Κουκιάδη, Μεταρρύθμιση ή απορρύθμιση από τις ρυθμίσεις του ν. 4808/2021, Γενική επισκόπηση, ΕλλΔνη 2021 σ. 1603 επ. Ζαβιτσάνου, Το νέο εργασιακό πλαίσιο – Παρουσίαση βασικών σημείων ν. 4808/2021- Μέρος Α: αλλαγές στο ατομικό εργατικό δίκαιο, ΔΦορΝ 2021 σ. 491, που κάνει λόγο για αντιστροφή του βάρους απόδειξης). Πιο συγκεκριμένα, ο εργαζόμενος έχει το βάρος της επίκλησης και της πιθανολόγησης των μη επιτρεπόμενων λόγων της καταγγελίας και, αν ανταποκριθεί σε αυτό, ο εργοδότης έχει πλέον το βάρος της απόδειξης ότι η απόλυση έγινε για κάποιον άλλο, επιτρεπόμενο λόγο (Παπαδημητρίου ο.π„ σ. 221). Η, κατά τα ανωτέρω, δικονομική βελτίωση της θέσης του εργαζόμενου, η αναγκαιότητα της οποία είχε ήδη, από ετών, επισημανθεί από τη θεωρία, αποσκοπεί στην πραγμάτωση της προστασίας του και από πλευράς δικονομικού δικαίου, ενόψει των αντικειμενικών δυσχερειών που απαντώνται, αναφορικά με την απόδειξη των επιλήψιμων κινήτρων του εργοδότη, γεγονότων, δηλαδή, του εσωτερικού του κόσμου, αλλά και αρνητικών γεγονότων, της έλλειψης δηλαδή αντικειμενικών λόγων που να δικαιολογούν επαρκώς της καταγγελία, αφού, ως προς αυτά, ο εργαζόμενος δεν μπορεί, εκ των πραγμάτων, να παράσχει πλήρη απόδειξη (ΜονΕΑ 955/23 ΝΟΜΟΣ, Ζερδελής, Εργατικό Δίκαιο – Ατομικές Εργασιακές Σχέσεις, έκδ. 2019, §29 αρ. 57 επ., όπου και περαιτέρω παραπομπές).
Ο εκκαλών άσκησε, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, την από 31-7-2023 και με αριθμ. εκθ. καταθ. δικ. ………./2023 αγωγή, με την οποία, εξέθετε ότι, δυνάμει συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, προσελήφθη, στις 11-10-1999, από την εναγομένη, ανώνυμη εταιρία, προκειμένου να απασχοληθεί, ως περιοδεύων πωλητής στον Τομέα Επαρχιών αυτής, και ειδικότερα, στον Τομέα της Θεσσαλονίκης. Ότι, σύμφωνα με τη σύμβαση εργασίας του, οι τακτικές αποδοχές του αποτελούνταν από τον βασικό του μισθό, προμήθειες επί των εισπράξεων και βραβεία (bonus). Ότι το σύστημα αυτό των αποδοχών του λειτούργησε ομαλά, καθ’ όλο το διάστημα της συνεργασίας του με την εναγομένη, η οποία, κάθε έτος, του χορηγούσε έναν πίνακα με τις προμήθειες επί των εισπράξεων που θα ελάμβανε. Ότι, στα τέλη του Ιανουαρίου του έτους 2023, η εναγομένη ενημέρωσε τους περιοδεύοντες πωλητές ότι επρόκειτο να αλλάξει άμεσα τον τρόπο υπολογισμού των αποδοχών τους και τους ανακοίνωσε ένα νέο σύστημα μπόνους (bonus) πωλητών, με βάση τον συνημμένο στην αγωγή πίνακα. Ότι το νέο ως άνω σύστημα οδηγούσε σε δραστική μείωση των αποδοχών αυτού, όπως και των συναδέλφων του, περιοδευόντων πωλητών, καθώς καταργούσε πλήρως μία από τις συμφωνηθείσες παραμέτρους της αμοιβής του, με βάση τις προμήθειες επί των εισπράξεων και τα σχετικά βραβεία των προμηθειών αυτών, και πλέον, ως απώτατο όριο αποδοχών που θα μπορούσε να λάβει, ακόμα και στην καλύτερη περίπτωση υπερεπίτευξης των ατομικών και ομαδικών στόχων, πέραν του βασικού του μισθού, θα ήταν το ποσό των 1.300 μηνιαίως, κάτι που θα συνεπαγόταν μείωση των αποδοχών του, σε σχέση με το έτος 2022. Ότι τούτο, άλλωστε, αποδείχθηκε και το αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα, ήτοι τους μήνες Μάρτιο και Απρίλιο 2023, που εφαρμόστηκε το νέο σύστημα, όπου οι αποδοχές του μειώθηκαν σε ποσοστό 15%. Ότι, αντιδρώντας στην ανωτέρω μονομερή βλαπτική μεταβολή των ωρών εργασίας του, απέστειλε, στις 13-3-2023, μαζί με άλλους συναδέλφους του, εξώδικη δήλωση στην εναγόμενη, με την οποία την καλούσαν να διατηρήσει το ίδιο σύστημα αμοιβών που υπήρχε, ενώ, σε απάντηση αυτής, η εναγομένη τους απέστειλε, στις 29-3-2023, εξώδικη δήλωση, με την οποία, χαρακτήριζε το παλαιό σύστημα παρωχημένο και τους παρείχε αορίστως τη διαβεβαίωση ότι δεν θα υφίσταντο καμία μείωση στις αποδοχές τους, καθώς και ότι, και εάν ακόμα υφίσταντο μειώσεις, θα αποκαθιστούσε αυτές, σε ετήσια βάση. Ότι ακολούθησε ανταλλαγή εξωδίκων μεταξύ τους και, στις 5-5-2023, ο ίδιος προσέφυγε, μαζί με άλλους συναδέλφους του, στην Επιθεώρηση Εργασίας Πειραιά, για τη μονομερή βλαπτική μεταβολή των όρων της εργασίας του, λόγω της μείωσης των αποδοχών του, προτού, όμως, συζητηθεί εν λόγω εργατική διαφορά, η εναγόμενη, στις 12-5-2023, του κοινοποίησε τροποποιητική καταγγελία της σύμβασής του, θέτοντάς του προθεσμία πέντε ημερών, προκειμένου να αποδεχτεί το νέο σύστημα αμοιβής, άλλως θα προέβαινε στην απόλυση του. Ότι, παρά το γεγονός ότι η ως άνω τροποποιητική καταγγελία δεν δικαιολογείτο από τα οικονομικά μεγέθη της εναγομένης και την πορεία της, δεδομένου ότι επρόκειτο για μία υγιέστατη οικονομική επιχείρηση, και ότι ο ίδιος ενέμεινε στη συνέχιση της εργασίας του, με το νέο σύστημα αμοιβής, χωρίς η συνέχιση αυτή να συνιστά σιωπηρή αποδοχή αυτού, επιφυλασσόμενος για τα δικαιώματα του, η εναγομένη, στις 19-5-2023, προέβη στην καταγγελία της σύμβασής του, καταβάλλοντάς του, ως αποζημίωση, το ποσό των 55.621 ευρώ. Ότι η εν λόγω καταγγελία τυγχάνει, αφενός, άκυρη, διότι έγινε παράνομα, σε ενάσκηση νομίμου δικαιώματος του, κατ’ άρθρο 66 παρ. 1 εδ. β΄ Ν. 4808/2021, καθώς αυτός, αρνούμενος τη μείωση των αποδοχών του, άσκησε τα νόμιμα δικαιώματά του, και δη, αξίωσε την τήρηση των συμβατικών του όρων, στέλνοντας, τόσο εξώδικες δηλώσεις, προς την εναγομένη, όσο και προσφεύγοντας στην Επιθεώρηση Εργασίας, και αφετέρου, καταχρηστική, ως αντικείμενη στο άρθρο 281 ΑΚ, δοθέντος ότι η εναγομένη, που είναι μια οικονομικά εύρωστη εταιρεία, επέδειξε πρωτοφανή σκληρότητα και παραβίασε την αρχή της αναλογικότητας, χωρίς να λάβει υπόψιν τις όλως δυσμενείς γι’ αυτόν συνέπειες της απώλειας της εργασίας του, καθόσον, λόγω της προχωρημένης ηλικίας του, αδυνατεί να ανεύρει οποιαδήποτε εργασία στην ευρύτερη περιοχή της Θεσσαλονίκης, όπου κατοικεί, ενώ μάλιστα του απομένουν 8 περίπου έτη για πλήρη συνταξιοδότηση. Ότι, τέλος, πέραν του ότι η άκυρη καταγγελία της σύμβασής του οφείλεται στη διεκδίκηση των νόμιμων δικαιωμάτων του, πραγματοποιήθηκε και με συνθήκες μειωτικές για την προσωπικότητα του, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην αγωγή. Με βάση το ιστορικό αυτό, κατόπιν παραδεκτού περιορισμού των αγωγικών του αιτημάτων, ζητούσε: α) να αναγνωριστεί η ακυρότητα της από 19-5-2023 καταγγελίας της σύμβασης εργασίας του, β) να αναγνωρισθεί η υποχρέωση της εναγομένης να του καταβάλει το συνολικό ποσό των 31.934,96 ευρώ, νομιμοτόκως, για αποδοχές υπερημερίας, επιδόματα αδείας και εορτών, για το χρονικό διάστημα από 20-5-2023 έως 18-4-2024, γ) να υποχρεωθεί η εναγομένη να αποδέχεται τις προσφερόμενες υπηρεσίες του, και δ) να υποχρεωθεί η εναγομένη να του καταβάλει το ποσό των 10.000 ευρώ, νομιμοτόκως, ως χρηματική ικανοποίηση, λόγω της ηθικής του βλάβης. Επί της ανωτέρω αγωγής εξεδόθη η υπ’ αριθμ. 2044/2024 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία, η αγωγή απορρίφθηκε, στην ουσία της. Κατά της αποφάσεως αυτής, παραπονείται ο εκκαλών, με την κρινομένη έφεση του, για τους αναφερόμενους σε αυτή λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, και ζητεί να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη, ώστε να γίνει δεκτή η αγωγή. Από την εκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων αποδείξεως και ανταποδείξεως, ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, που εμπεριέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδριάσεώς του, των υπ’ αριθμ. ……./31-1-2024, ……../31-1-2024 και ……../31-1-2024 ενόρκων βεβαιώσεων των ……………, αντίστοιχα, που ελήφθησαν, ενώπιον της Ειρηνοδίκου Πειραιώς, με επιμέλεια της εναγομένης, κατόπιν προηγούμενης νόμιμης και εμπρόθεσμης κλήτευσης της ενάγοντος, των υπ’ αριθμ. ……/31-1-2024, …../31-1-2024 και ………./31-1-2024 ενόρκων βεβαιώσεων που ελήφθησαν, με επιμέλεια της εναγομένης, ενώπιον των Συμβολαιογράφων Θεσσαλονίκης και Πύργου ……… και ……….. και της Ειρηνοδίκου Πειραιώς, αντίστοιχα, στα πλαίσια άλλης δίκης, και λαμβάνονται υπόψιν ως δικαστικά τεκμήρια, και όλων των, μετ’ επικλήσεως, νομίμως προσκομιζομένων από τους διαδίκους εγγράφων (η μνεία, κατωτέρω, ορισμένων εξ αυτών είναι απλώς ενδεικτική, καθώς κανένα δεν παραλείφθηκε να εκτιμηθεί), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η εναγομένη, ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «………….», -πριν τη συγχώνευσή της, με απορρόφηση από την ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «…………….» (ήδη εφεσίβλητη), δυνάμει της υπ’ αριθμ. ……../2023 πράξης του Συμβολαιογράφου Αθηνών ……………, η οποία εγκρίθηκε, με την υπ’ αριθμ. 5015/2023 απόφαση της Υπηρεσίας ΓΕ.ΜΗ, που καταχωρήθηκε, στις 29-12-2023, στο ΓΕ.ΜΗ.-, είχε αντικείμενο δραστηριότητας το χονδρικό εμπόριο των προϊόντων της …….., στηριζόμενη, κυρίως, σε ένα δίκτυο περιοδευόντων πωλητών, υπαγομένων σε τρείς τομείς πωλήσεων, Αττικής, Μακεδονίας – Θράκης και Επαρχίας, οι οποίοι ήταν επιφορτισμένοι με τα καταστήματα της περιοχής ευθύνης τους, που διέθεταν τα ανωτέρω προϊόντα, καθώς και σε προωθητές, επιθεωρητές πωλήσεων και τομεάρχες. Στο πλαίσιο των ανωτέρω δραστηριοτήτων της, δυνάμει συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου που συνήψε με τον ενάγοντα, στις 18-10-1999, η εναγομένη προσέλαβε τον τελευταίο, προκειμένου αυτός να απασχοληθεί, υπό την ειδικότητα του περιοδεύοντος πωλητή, στην περιοχή της Θεσσαλονίκης. Οι μηνιαίες αποδοχές του ενάγοντος αποτελούνταν από το βασικό μισθό, προμήθειες για τις εισπράξεις του, σύμφωνα με κλίμακα μεταβλητού ποσοστού, που οριζόταν κάθε χρόνο, και βραβεία (bonus), όπως η εν λόγω συμφωνία αναγράφηκε στην αναγγελία σύμβασης εργασίας του, σύμφωνα με την εργατική νομοθεσία και το Π.Δ. 156/1994. Το δε αντικείμενο της εργασίας του ήταν να επισκέπτεται τους πελάτες της εταιρείας, καθ’ υπόδειξη του εμπορικού της τμήματος, να λαμβάνει τις παραγγελίες και να εισπράττει σε μετρητά ή σε επιταγές το αντίτιμο των πωληθέντων σε αυτούς προϊόντων, με βάση τα εκδοθέντα παραστατικά, καθώς επίσης και να ασχολείται με την τακτοποίηση και την καλή παρουσίαση των προϊόντων στα ράφια και την επιτυχή υλοποίηση τυχόν προωθητικών ενεργειών. Κατά τα πρώτα έτη της απασχόλησής του, είχε ενεργό ρόλο, τόσο στον τομέα των εισπράξεων, όσο και σε αυτόν των πωλήσεων – παραγγελιών, και η συμβολή του στην επίτευξη αυτών ήταν απολύτως καθοριστική. Πλην όμως, το αντικείμενο της εργασίας του σταδιακά μεταβλήθηκε, επειδή, αφενός, ο αριθμός των πελατών της εφεσίβλητης και, συνακόλουθα, τα ποσοστά των πωλήσεων αυξήθηκαν, αναφορικά με τις μεγάλες αλυσίδες σούπερ μάρκετ, και μειώθηκαν, αναφορικά με τα τοπικά ή μικρά σούπερ μάρκετ, τους φούρνους, τα ζαχαροπλαστεία, τα περίπτερα, τα πρατήρια ψιλικών και τους χονδρέμπορους, και αφετέρου, στα μεγάλα σούπερ μάρκετ, οι πληρωμές επικράτησε να γίνονται απευθείας στην εναγομένη, ιδίως με τραπεζικές καταθέσεις, λόγω και της φορολογικής νομοθεσίας, και δη, με ηλεκτρονικές διατραπεζικές συναλλαγές, ή με επιταγές που αποστέλλονταν σε αυτήν, χωρίς τη μεσολάβηση του εκάστοτε πωλητή της εναγομένης. Επιπλέον, οι τιμές και οι όροι εξόφλησης επικράτησε να γίνονται με κεντρικές συμφωνίες, μεταξύ της εμπορικής διεύθυνσης της εναγομένης και της αντίστοιχης διεύθυνσης του πελάτη, και τούτο, σε μεγάλο βαθμό, ίσχυσε και για τις παραγγελίες και τις παραδόσεις, καθώς οι μεν παραγγελίες άρχισαν να γίνονται, μετά από απευθείας συνεννόηση των κεντρικών αποθηκών με το εμπορικό τμήμα της εναγομένης εταιρείας, οι δε παραδόσεις, αντίστοιχα, στις κεντρικές αποθήκες των πελατών και αυτοί κατόπιν να εφοδιάζουν τα υποκαταστήματά τους, με εξαίρεση κάποιες λίγες περιπτώσεις αλυσίδων σούπερ μάρκετ (……………………), που συνεχίζουν να μην λειτουργούν κεντρικοποιημένα, αλλά ανά κατάστημα, οπότε οι πωλητές εξακολουθούν να έχουν ουσιαστική σε αυτές συμβολή. Ειδικότερα, σύμφωνα με τον προσκομιζόμενο από την εναγομένη πίνακα, σχετικά με την πελατεία της, το έτος 2010, ο αριθμός των σούπερ μάρκετ ανερχόταν σε 2.482, με πωλήσεις που αντιστοιχούσαν σε 50.520.821 ευρώ, και των πρατηρίων ψιλικών σε 1.349, με πωλήσεις, ύψους 39.939.858 ευρώ, το έτος 2015, ο αριθμός των σούπερ μάρκετ ανερχόταν σε 2.719, με πωλήσεις που αντιστοιχούσαν σε 63.469.633 ευρώ, και των πρατηρίων ψιλικών σε 1.113, με πωλήσεις ύψους 35.681.908 ευρώ, το έτος 2020, ο αριθμός των σούπερ μάρκετ ανερχόταν σε 2.372, με πωλήσεις που αντιστοιχούσαν σε 79.434.811 ευρώ, και των πρατηρίων ψιλικών σε 850, με πωλήσεις ύψους 34.783.244 ευρώ, ενώ το έτος 2022, ο αριθμός των σούπερ μάρκετ ανήλθε σε 2.678, με πωλήσεις ύψους 75.657.060 ευρώ, και των πρατηρίων ψιλικών σε 816, με πωλήσεις ύψους 36.139.074 ευρώ. Ωστόσο, ο ενάγων, όπως και οι λοιποί συνάδελφοί του πωλητές, εξακολούθησε να αμείβεται με τον τρόπο που είχε καθορισθεί στην ανωτέρω σύμβαση εργασίας του, ήτοι, με το βασικό μισθό, που ήταν σταθερός, και με προμήθειες επί των εισπράξεων των πελατών που υπάγονταν στον τομέα του, ακόμη και αυτών που δεν γίνονταν, με τη διαμεσολάβησή του, ποσό που ήταν μεταβλητό, ως προεκτέθηκε. Τα ποσοστά των προμηθειών, καθώς και των βραβείων επί των εισπράξεων, καθορίζονταν από την εναγομένη, μονομερώς, γνωστοποιούντο δε στους πωλητές, τον Μάρτιο εκάστου έτους, βάσει των αποτελεσμάτων του προηγούμενου έτους και της στρατηγικής αυτής για το επόμενο, ενώ διέφερε το ύψος του ποσοστού, κατ’ έτος, και από πωλητή σε πωλητή. Ο ως άνω τρόπος αμοιβής του ενάγοντος συνεχίσθηκε έως και το μήνα Φεβρουάριο του έτους 2023, ενώ τον μήνα Ιανουάριο του ιδίου έτους, η εναγομένη κάλεσε σε συνάντηση τους περιοδεύοντες πωλητές, όπου τους ανακοίνωσε την επικείμενη μεταβολή του τρόπου υπολογισμού των αποδοχών τους, καθ’ ο μέρος αφορούσε στις προμήθειες από τις εισπράξεις και bonus, και δη, με την εφαρμογή ενός νέου συστήματος bonus, σύμφωνα με σχετικό πίνακα που τους επέδειξε, κατά τον οποίο, σε περίπτωση επίτευξης όλων των ατομικών και ομαδικών στόχων, η αμοιβή για bonus θα ανερχόταν, μηνιαίως, μέχρι του ποσού των 1.300 ευρώ. Μετά ταύτα, ο ενάγων, μαζί με άλλους εννέα εργαζομένους της, επέδωσαν στην εναγομένη, στις 13-3-2023, την από 13-3-2023 εξώδικη δήλωση – διαμαρτυρία – πρόσκλησή τους (βλ. την υπ’ αριθμ. ………..΄/13-3-2023 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Αθηνών ………….), με την οποία, διαμαρτυρόμενοι για τη μονομερή ενέργεια της ανωτέρω εργοδότριάς τους να προβεί σε διαφοροποίηση του συστήματος υπολογισμού των κυμαινόμενων αποδοχών τους, καθώς τούτο θα είχε ως συνέπεια τη δραστική μείωση των μηνιαίων και ετήσιων αποδοχών τους σε ποσοστό 30-45%, σύμφωνα με τους πλέον μετριοπαθείς υπολογισμούς τους, της δήλωναν ότι εμμένουν στην τήρηση των όρων των συμβάσεων εργασίας τους και δεν αποδέχονται οποιαδήποτε σχετική τροποποίηση, καλώντας την, ταυτόχρονα, να ανακαλέσει την ανωτέρω απόφασή της και να διατηρήσει το, έως τότε, ισχύον σύστημα αμοιβών. Σε απάντηση της ανωτέρω εξώδικης δήλωσης, η εναγομένη απέστειλε στους ως άνω εργαζόμενους, στις 29-3-2023, την από 24-3-2023 εξώδικη απάντηση και πρόσκλησή της, στην οποία ανέφερε ότι δεν μείωνε το συμφωνημένο μισθό κανενός τους, πλην όμως, δεν μπορούσαν οι πωλητές να εισπράττουν προμήθειες επί εισπράξεων, στη διενέργεια των οποίων δεν συμβάλλουν, καθώς τούτο είναι άδικο για πολλούς πωλητές – συναδέλφους τους, ότι το νέο σύστημα πραγματικής επιβράβευσης (bonus) παρείχε ίδιες ευκαιρίες και κίνητρα σε όλους, καθώς επίσης και ότι η ίδια θα παρακολουθούσε το ως άνω σύστημα, ανά τρίμηνο, και, αν χρειαζόταν, θα παρενέβαινε για να το διορθώσει, ενώ στην περίπτωση, κατά την οποία, στο τέλος του έτους, διαπιστωνόταν ότι το ετήσιο σύνολο αποδοχών οποιουδήποτε υπολειπόταν του αντίστοιχου του έτους 2022 και υπό την προϋπόθεση ότι θα είχε επιτύχει τουλάχιστον το 98% του στόχου των πωλήσεων και το 100% των εισπράξεων, θα τους κατέβαλε τη σχετική διαφορά. Ως εκ τούτου, κατέληγε ότι η ανωτέρω αλλαγή ωφελούσε την συντριπτική πλειοψηφία των συναδέλφων τους, οι οποίοι και προέβησαν σε αποδοχή της, επιβεβαιώνοντας, με τον τρόπο αυτό, την αμοιβαία εμπιστοσύνη που χαρακτηρίζει τις μεταξύ τους σχέσεις, και καλούσε τους ως άνω εργαζομένους της να εξακολουθήσουν να εργάζονται όλοι μαζί, για το κοινό καλό και το όφελος όλων. Εν συνεχεία, τέσσερις εκ των ως άνω εργαζομένων που διαμαρτυρήθηκαν στην εναγομένη, με την από 13-3-2023 εξώδικη δήλωση, μετά την ανωτέρω διαβεβαίωσή της περί καλύψεως της τυχόν μειώσεως των αποδοχών τους, κατά τα ανωτέρω, αποδέχθηκαν το νέο σύστημα υπολογισμού των αποδοχών τους, ενώ ο ενάγων και άλλοι επτά εργαζόμενοι (εκ των οποίων, οι δύο, ακολούθως, επίσης προέβησαν σε έγγραφη αποδοχή του ως άνω συστήματος), με ηλεκτρονικό μήνυμα του πληρεξουσίου δικηγόρου τους, που απεστάλη στην εναγομένη, στις 24-4-2023, της δήλωναν ότι το σύστημα «δήθεν» επιβράβευσης υπήρξε διαχρονικά μέρος των τακτικών τους αποδοχών και δεν αποτελούσε ελεύθερα ανακλητή οικειοθελή παροχή, ώστε να δύναται η εναγομένη να το διαχειρίζεται, κατά το δοκούν, καθώς και ότι το νέο προτεινόμενο σύστημα οδηγούσε σε δραστική μείωση των μηνιαίων αποδοχών τους, -ως είχε, άλλωστε, διαφανεί από τον πρώτο ήδη μήνα εφαρμογής του-, και σε ανατροπή του οικογενειακού προϋπολογισμού τους, με αποτέλεσμα να αδυνατούν να αποδεχθούν το σύστημα αποζημίωσης των απωλειών, που τους είχε προτείνει η εναγομένη, σε ετήσια βάση, σε σχέση με τις αποδοχές του προηγούμενου έτους, ότι ήταν διατεθειμένοι, σε ένδειξη καλής θέλησης, να συζητήσουν οποιαδήποτε τροποποίηση, επί τη βάσει, όμως, της μη απώλειας των εισοδημάτων τους και μείωσης των αποδοχών τους, προτείνοντας, μάλιστα, στην κατεύθυνση αυτή, να αναπροσαρμοστεί το ύψος του σταθερού τους μισθού, που είχε παραμείνει αντικειμενικά χαμηλός, και να ληφθεί υπόψη και το ποσό που μέχρι τότε ελάμβαναν από τις προμήθειες. Ακολούθως, η εναγομένη, με το από 2-5-2023 μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου του πληρεξουσίου δικηγόρου της προς τον πληρεξούσιο δικηγόρο των ανωτέρω εργαζόμενων, τους δήλωνε ότι το σύστημα δήθεν επιβράβευσης ήταν ελευθέρως ανακλητή οικειοθελής παροχή, ότι στο πλαίσιο αναδιοργάνωσης του τμήματος των πωλήσεων, αλλά και δεδομένου ότι, τις τελευταίες δεκαετίες, είχαν αλλάξει ουσιωδώς τα πράγματα, με τους πωλητές, για παράδειγμα να μην εμπλέκονται καθόλου στις εισπράξεις από μεγάλους πελάτες, οι οποίες πραγματοποιούντο ηλεκτρονικώς και αυτομάτως, η ίδια κατήργησε το ανωτέρω σύστημα, αντικαθιστώντας το με νέο, που ανταμείβει την προσπάθεια, καλή απόδοση και επίτευξη των στόχων, το οποίο, άλλωστε, αποδέχθηκε η συντριπτική πλειονότητα των συναδέλφων τους, και ότι, δεδομένης της μη καλόπιστης επιμονής των ως άνω διαμαρτυρόμενων πωλητών στη διατήρηση ενός παρωχημένου συστήματος, που βλάπτει την εταιρεία, δεν ανταποκρίνεται στις συνθήκες και δεν ανταμείβει την προσπάθεια και την απόδοση, υποχρεούτο να τους δηλώσει ότι, αν δεν αποδεχθούν το νέο σύστημα, εγγράφως, έως τις 5-5-2023, θα ερευνούσε τις νομικές της δυνατότητες και τη λήψη μέτρων που θα ήθελε να αποφύγει. Κατόπιν αυτού, ο ενάγων, μαζί με τους ως άνω εναπομείνοντες πέντε εργαζόμενους, με το από 5-5-2023 μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου του πληρεξουσίου δικηγόρου τους, γνωστοποίησαν στην εναγομένη ότι εμμένουν στην τήρηση των όρων της σύμβασης εργασίας τους, ενώ, περαιτέρω, της δήλωναν ότι θα συνεχίσουν να εργάζονται, με βάση το νέο σύστημα αμοιβής, επιφυλασσόμενοι, όμως, των δικαιωμάτων που απορρέουν από τις συμβάσεις εργασίας τους, και δη, σημειώνοντας ότι αυτή η συνέχιση της εργασίας τους είναι προσωρινή, ήτοι, έως της προσφυγής τους σε κάθε αρμόδια αρχή ή δικαστήριο, όπου και θα κρινόταν ο νόμιμος ή μη χαρακτήρας της ανωτέρω μεταβολής, και σε καμία περίπτωση, δεν συνιστά σιωπηρή αποδοχή του νέου συστήματος αμοιβής τους. Επίσης, ο ενάγων, στις 4-5-2023, προσέφυγε στην Επιθεώρηση Εργασίας Πειραιά, υποβάλλοντας αίτηση για διενέργεια εργατικής διαφοράς, λόγω μονομερούς βλαπτικής μεταβολής της σύμβασης εργασίας του, ένεκα της μείωσης των αποδοχών του. Ακολούθως, η εναγομένη επέδωσε στον τελευταίο, στις 12-5-2023, την με την αυτή ημερομηνία δήλωση – τροποποιητική καταγγελία, με την οποία, -αφού του δήλωνε ότι η ίδια αναδιοργάνωσε το Τμήμα Πωλήσεων της, καταργώντας το παρωχημένο και άδικο σύστημα δήθεν επιβράβευσης, μέσω προμηθειών, αντικαθιστώντας το με νέο σύγχρονο και διαφανές σύστημα επιβράβευσης της προμήθειας για τις αποδόσεις μέσω επιμισθίου, ότι η αλλαγή αυτή επιβλήθηκε, τόσο από τα αρνητικά χαρακτηριστικά του καταργηθέντος συστήματος και τα θετικά του νέου, όσο και από την ουσιώδη μεταβολή των πραγμάτων και συνθηκών κατά τις τελευταίες δεκαετίες, όπως το ότι οι πωλητές δεν εμπλέκονται πια καθόλου στις εισπράξεις από μεγάλους πελάτες, οι οποίες πραγματοποιούνται ηλεκτρονικά και αυτόματα, ότι την αλλαγή αυτή αποδέχθηκε η συντριπτική πλειονότητα των συναδέλφων του (ποσοστό σχεδόν 90%) και αποτελεί τμήμα της εντελώς αναγκαίας αναδιοργάνωσης του Τμήματος Πωλήσεων, προκειμένου να πορευθεί στο μέλλον με επιτυχία, διασφαλίζοντας και πληθύνοντας τις θέσεις εργασίας, ότι η διατήρηση του καταργηθέντος και άδικου συστήματος, που βλάπτει την πορεία της, δεν ανταποκρίνεται στις συνθήκες και δεν ανταμείβει την προσπάθεια και την απόδοση, ότι δεν μπορούν να λειτουργούν διαφορετικά συστήματα επιβράβευσης των πωλητών για την ίδια εργασία, ότι του παρείχε διαβεβαιώσεις και προέβη σε διορθρωτικές ενέργειες που εξασφαλίζουν την έλλειψη κάθε απώλειας του ετήσιου εισοδήματος του, υπό την προϋπόθεση της επίτευξης στόχου 98% επί των πωλήσεων και 100% επί των εισπράξεων, ότι αδυνατούσε να αναιρέσει την αναδιοργάνωσή της, να προδώσει την εμπιστοσύνη της συντριπτικής πλειονότητας του προσωπικού της και να διακυβεύσει το μέλλον της ίδιας και των εργαζομένων της, καθώς και ότι εξαντλήθηκαν όλα τα περιθώρια συνεννόησης-, καλούσε τον ενάγοντα να αποδεχθεί το νέο σύστημα, εγγράφως, έως τις 17-5-2023 και ώρα 12:00 μ.μ, προκειμένου να εξακολουθήσει ομαλή, αδιατάρακτη και απρόσκοπτη η λειτουργία της μεταξύ τους σύμβασης εργασίας, άλλως, θα εξαναγκάζετο η ίδια να καταγγείλει την ανωτέρω σύμβαση. Σε απάντηση της ανωτέρω εξωδίκου δηλώσεως, ο ενάγων και άλλοι τέσσερις εργαζόμενοι της εναγομένης, επίσης, λήπτες της εν λόγω από 12-5-2023 δηλώσεως, επέδωσαν, στις 17-5-2023 και περί ώρα 11.20 π.μ., στην εναγομένη (βλ. την υπ’ αριθμ. …….΄/17-5-2023 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητής της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών …………..), την από 16-5-2023 εξώδικη δήλωση, στην οποία διαλαμβάνονταν, επί λέξει, τα εξής: «Με δυσάρεστη έκπληξη λάβαμε την από 12.5.2023 εξώδικη δήλωση περί «τροποποιητικής καταγγελίας» της σύμβασης εργασίας του καθενός από εμάς, μετά από δεκαετίες προσφοράς στην εταιρεία (οι περισσότεροι από εμάς έχουμε πάνω από 30 χρόνια προϋπηρεσίας). Καταρχάς, πέραν του ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις για τη νόμιμη άσκηση του δικαιώματός σας αυτού, δεν αντιλαμβανόμαστε τη σκοπιμότητα της τροποποιητικής αυτής καταγγελίας. Πιο συγκεκριμένα, στο 2.5.2023 μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου που απέστειλε ο πληρεξούσιος δικηγόρος της εταιρείας σας προς τον πληρεξούσιο δικηγόρο μας, χαρακτηρίζετε το σύστημα επιβράβευσης ως οικειοθελή παροχή ελευθέρως ανακλητή. Εάν πράγματι είναι αυτή η θέση της εταιρείας, σε τι αποβλέπει η τροποποιητική καταγγελία, σκοπός της οποίας είναι να μεταβληθούν συμβατικοί όροι επί τα χείρω για τους εργαζομένους. Με άλλα λόγια, γιατί, αφού το σύστημα επιβράβευσης είναι οικειοθελής παροχή ελευθέρως ανακλητή, όπως ισχυρίζεστε, δεν το εφαρμόζετε μονομερώς, αλλά, αντιθέτως, επιδιώκετε να λάβετε τη συγκατάθεση μας υπό την απειλή μάλιστα της απόλυσης μας; Πέραν, όμως, αυτού, εμείς, στην από 5.5.2023 εξώδικη δήλωσή μας, λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι η εργασία μας είναι η μοναδική πηγή βιοπορισμού μας, την οποία όχι μόνο δεν επιθυμούμε, αλλά και δεν αντέχουμε να απωλέσουμε, μετά από τόσα χρόνια εργασίας και στην ηλικία που βρισκόμαστε, σας γνωρίσαμε, καλόπιστα ότι συνεχίζουμε την εργασία μας με βάση το νέο, προτεινόμενο από εσάς σύστημα αμοιβής, χωρίς η συνέχιση αυτή να συνιστά σιωπηρή αποδοχή του νέου συστήματος αμοιβής και επιφυλασσόμενοι για τα δικαιώματά μας, όπως αυτά απορρέουν από τη σύμβαση εργασίας μας, προσφεύγοντας σε κάθε αρμόδια αρχή ή Δικαστήριο, όπου θα κριθεί ο νόμος ή παράνομος χαρακτήρας της επιχειρούμενης από εσάς μεταβολής. Έτσι, λαμβάνοντας υπόψη τόσο τα όσα εσείς ισχυρίζεστε περί της νομικής φύσης του συστήματος επιβράβευσης, όσο και την ανωτέρω δήλωσή μας, την οποία επαναλαμβάνουμε και σήμερα, είναι προφανές ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις πραγματοποίησης «τροποποιητικής καταγγελίας» και η τυχόν εμμονή σας σε αυτήν θα αποτελεί εξόχως καταχρηστική και τιμωρητική συμπεριφορά, η οποία λαμβάνει χώρα αφενός διότι διεκδικήσαμε τα νόμιμα δικαιώματά μας και, αφετέρου, διότι θέλετε να αποτρέψετε την προσφυγή μας σε έναν τρίτο, αντικειμενικό κριτή (το Δικαστήριο) για την επίλυση της μεταξύ μας διαφοράς». Κατόπιν της, κατά τα προαναφερόμενα, σαφούς αρνήσεως του ενάγοντος να αποδεχθεί την ανωτέρω τροποποίηση της συμβάσεως εργασίας του, η εναγομένη κατήγγειλε, εγγράφως, την εν λόγω σύμβαση εργασίας, στις 19-5-2023, καταβάλλοντας στον ενάγοντα, αυθημερόν, σύμφωνα και με το προσκομιζόμενο από την εναγομένη αντίστοιχο αποδεικτικό επιτυχούς συναλλαγής της Τράπεζας Alpha Bank, και τη σχετική νόμιμη αποζημίωση, ύψους 55.621 ευρώ. Περαιτέρω, από τις προσκομιζόμενες από τον ενάγοντα αποδείξεις αποδοχών του, αποδεικνύεται ότι ο τελευταίος έλαβε, για το έτος 2022, με σταθερό βασικό μισθό το ποσό των 1.022 ευρώ και μεταβλητά ποσά εκείνα των προμηθειών επί των εισπράξεων, των βραβείων προμηθειών και των βραβείων διαγωνισμών (bonus), αφαιρουμένων των ποσών για αποζημίωση για τις εκτός έδρας μετακινήσεις, τον Ιανουάριο, το ποσό των 3.506,07 ευρώ, το Φεβρουάριο, το ποσό των 1.774,79 ευρώ, το Μάρτιο, το ποσό των 2.619,64 ευρώ, τον Απρίλιο, το ποσό των 2.097,04 ευρώ, το Μάιο, το ποσό των 3.633,82 ευρώ, τον Ιούνιο, το ποσό των 2.549,57 ευρώ, τον Ιούλιο, το ποσό των 1.824,79 ευρώ, τον Αύγουστο, το ποσό των 1.851,61 ευρώ, τον Σεπτέμβριο, το ποσό των 2.314,35 ευρώ, τον Οκτώβριο, το ποσό των 2.818,13 ευρώ, το Νοέμβριο, το ποσό των 2.685,87 ευρώ, τον Δεκέμβριο, το ποσό των 3.578,86 ευρώ, και για δώρα εορτών και επίδομα αδείας, το συνολικό ποσό των 5.142,26 ευρώ, ενώ, για το έτος 2023, ο ενάγων έλαβε, για τους μεν μήνες Ιανουάριο και Φεβρουάριο, κατά τους οποίους συνέχισε να αμείβεται με το προϊσχύσαν σύστημα, τα αντίστοιχα ποσά των 2.948,79 ευρώ και 1.579,91 ευρώ, τους δε μήνες Μάρτιο και Απρίλιο, κατά τους οποίους αμείβετο, πλέον, κατά το νέο σύστημα, τα αντίστοιχα ποσά των 2.332,81 ευρώ και 2.379,34 ευρώ. Βάσει των ανωτέρω, οι μηνιαίες αποδοχές του ενάγοντος, κατά μέσο όρο, κατά το έτος 2022, ανέρχονταν στο ποσό των 2.599,77 [36.396,80 (3.506,07 + 1.774,79 + 2.619,64 + 2.097,04 + 3.633,82 + 2.549,57 + 1.824,79 + 1.851,61 + 2.314,35 + 2.818,13 + 2.685,87 + 3.578,86 + 5.142,26) ευρώ συνολικές ετήσιες αποδοχές : 14 μήνες] ευρώ, ενώ οι μηνιαίες αποδοχές του, κατά μέσο όρο, σύμφωνα με το νέο σύστημα αμοιβής, βάσει του βασικού του μισθού, ύψους 1.022 ευρώ, προσαυξημένου κατά το ποσό των 1.300 ευρώ, υπό την προϋπόθεση ότι θα επετύγχανε όλους τους στόχους της εναγομένης, θα ανέρχονταν, κατά τον ανωτέρω υπολογισμό (που προκρίνεται, εν προκειμένω, από το Δικαστήριο, καθώς η, υπό το νέο σύστημα, μισθοδοσία του, κατά τους μήνες Μάρτιο και Απρίλιο, μόνο, του έτους 2023, δεν μπορεί να αποτελέσει ασφαλές κριτήριο) στο ποσό των 2.322 (1.022 + 1.300) ευρώ, περίπτωση κατά την οποία, οι αποδοχές του ενάγοντος θα υφίσταντο μείωση, κατά ποσοστό περίπου 12%. Πλην όμως, ως αποδείχθηκε, ο ενάγων, όπως και οι λοιποί πωλητές, δεν μεσολαβούσε στις εισπράξεις που πραγματοποιούνταν σε σχέση με τις περισσότερες μεγάλες αλυσίδες σούπερ μάρκετ, που λειτουργούσαν, ήδη, κεντρικοποιημένα, παρά μόνο σε όσες αφορούσαν εκείνες που λειτουργούσαν ανά κατάστημα, καθώς και στα μικρά καταστήματα λιανεμπορίου, που αντιπροσώπευαν τμήμα του τζίρου, ύψους μόλις 25% – 30%. Παρά ταύτα, ο ίδιος εξακολουθούσε να λαμβάνει προμήθειες επί των εισπράξεων όλων των καταστημάτων της περιοχής ευθύνης του, -και δη, ανεξαρτήτως της μεσολάβησής του σε αυτές-, ως είχε προβλεφθεί στη σύμβασή του, με το μεγαλύτερο μέρος των προμηθειών του αυτών να προέρχεται, μάλιστα, -λαμβανομένης υπόψη της σταδιακής αυξήσεως των εισπράξεων από τα σούπερ μάρκετ, κατά την τελευταία δωδεκαετία, υπό τα προεκτιθέμενα, σε αντίθεση με τα λοιπά καταστήματα που οι εισπράξεις τους παρέμεναν περίπου ίδιες, με φθίνουσα τάση-, από εισπράξεις που δεν έκανε ο ίδιος. Για το λόγο αυτό, η εναγομένη αποφάσισε να προβεί στην εισαγωγή ενός νέου συστήματος υπολογισμού των αποδοχών όλων των εργαζομένων σε αυτήν – πωλητών της, σύμφωνα με το οποίο, θα καταργούντο οι προμήθειες και τα βραβεία επί των εισπράξεων αυτών και κάθε πωλητής θα αμειβόταν για την πραγματικά παρασχεθείσα εργασία του, βάσει της προσωπικής του απόδοσης και πραγματικής του συμβολής. Σκοπός του νέου αυτού συστήματος, υπήρξε, άλλωστε, και η εξομάλυνση των, έως τότε, ανισοτήτων, μεταξύ των αμοιβών των πωλητών, που οφείλοντο σε παράγοντες ανεξάρτητους της εργασίας τους, όπως τα καταστήματα που ανήκαν στην περιοχή αρμοδιότητάς τους. Ειδικότερα, ως, επ’ αυτού, ανέφερε στην ανωτέρω υπ’ αριθμ. 162/2024 ένορκη βεβαίωσή του ο …………, εργαζόμενος στην εναγομένη εταιρία στον τομέα πωλήσεων «Παρά την αλλαγή στον τρόπο οργάνωσης των πωλήσεων, ο τρόπος αμοιβής των πωλητών παρέμεινε, δηλαδή ελάμβαναν προμήθειες από εισπράξεις τις οποίες δε εκτελούσαν, κάπως σαν κατάλοιπο του περασμένου αιώνα. Αυτό δημιουργούσε αδικίες και αδικαιολόγητες ανισότητες, καθώς κάποιος μπορεί να εργαζόταν περισσότερο αλλά να έπαιρνε λιγότερα από κάποιον που εργαζόταν λιγότερο και αλλά ο τομέας στον οποίο ανήκε είχε περισσότερες κεντρικές συμφωνίες με μεγαλύτερους πελάτες. Ξεκίνησε να γίνεται εμφανές, λοιπόν ότι έπρεπε να αναθεωρηθεί το άδικο σύστημα αμοιβής των πωλητών, καθώς, μεταξύ άλλων, δημιουργούσε εξαιρετικά κακό εργασιακό κλίμα με ευνοημένους και αδικημένους πωλητές». Τα ανωτέρω επιβεβαιώθηκαν, άλλωστε, και από τα, μεταξύ άλλων, διαλαμβανόμενα στην υπ’ αριθμ. ……./2024 ένορκη βεβαίωση του …………, επιθεωρητή πωλήσεων της εναγομένης, σύμφωνα με τα οποία «Αυτό το σύστημα προμηθειών είχαμε εδώ και χρόνια αντιληφθεί ότι ήταν εντελώς ξεπερασμένο, μη συμβατό με τον τρόπο εργασίας και σε κάποιες περιπτώσεις άδικο. Αυτή η αίσθηση και δυσφορία μας είχε μεταφερθεί πολλές φορές και από τους ίδιους τους πωλητές, οι οποίοι δεν μπορούσαν να κατανοήσουν διαφοροποιήσεις που υπήρχαν μεταξύ τους», αλλά και από αυτά που σχετικά ανέφερε ο μάρτυρας ανταποδείξεως, τομεάρχης πωλήσεων της εναγομένης, …………., κατά την ένορκη κατάθεσή του, στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, σύμφωνα με τα οποία, το προηγούμενο σύστημα αμοιβής δημιουργούσε ανισότητες μεταξύ των πωλητών, και, συνακόλουθα, παράπονά τους, αναφέροντας, μάλιστα, ως χαρακτηριστικό παράδειγμα, περίπτωση πωλητών που, ενώ κατέβαλαν τον ίδιο κόπο, αναφορικά με τις εισπράξεις, ο ένας μπορεί να ελάμβανε 300 ευρώ και ο άλλος 1.200 ευρώ. Ο ενάγων, ωστόσο, ως προεκτέθηκε, αρνήθηκε να συναινέσει στο νέο προτεινόμενο τρόπο αμοιβής της εναγομένης, όπως και άλλοι 3 εργαζόμενοι σε αυτήν σε σύνολο 84, με αποτέλεσμα η τελευταία να προχωρήσει σε καταγγελία της συμβάσεως εργασίας του, στην οποία, άλλωστε, του είχε γνωστοποιήσει ότι θα προέβαινε, σε περίπτωση σχετικής αρνήσεώς του. Η εν λόγω δε απόφαση της εναγομένης, αναφορικά με την τροποποίηση των εργασιακών όρων του ενάγοντος, και δη, ως προς τον τρόπο υπολογισμού των αποδοχών του, ουδόλως συνιστά, παρά τα αντίθετα υποστηριζόμενα από τον ίδιο, μονομερή βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας του, καθώς αυτός συνέχισε να ασκεί τα προαναφερόμενα εργασιακά του καθήκοντα, απλώς έπαυσε να αμείβεται, πλέον, για εργασία, την οποία δεν παρείχε, ενώ, μάλιστα, παρά την ανωτέρω αλλαγή στον τρόπο υπολογισμού της αμοιβής του, -που, ούτε παράλογη ήταν, ούτε δυσανάλογη, αλλά συναρτάτο με την πραγματικώς παρασχεθείσα εργασία του-, ο ίδιος είχε λάβει από την εναγομένη τη διαβεβαίωση ότι, σε περίπτωση που, τελικά, υφίστατο μείωση στις αποδοχές του, η διαφορά που τυχόν προέκυπτε θα καταβαλλόταν από αυτήν, για ένα έτος ακόμη, εφόσον επετύγχανε τους στόχους που του είχε θέσει. Περαιτέρω, η ανωτέρω καταγγελία της συμβάσεως εργασίας του ενάγοντος δεν έλαβε χώρα ως αντίδραση σε ενάσκηση νομίμου δικαιώματός του, κατ’ άρθρο 66 παρ. 1 περ. β του Ν. 4808/2021 ή, κατά καταχρηστική άσκηση του σχετικού δικαιώματος, ήτοι, καθ’ υπέρβαση των ορίων της καλής πίστης των χρηστών ηθών, του κοινωνικού ή οικονομικού σκοπού του δικαιώματος. Αντιθέτως, η αλλαγή του τρόπου υπολογισμού της αμοιβής του ενάγοντος και η, συνεπεία της μη αποδοχής αυτού, απόλυσή του, πραγματοποιήθηκε, στο πλαίσιο αναδιάρθρωσης της εναγομένης εταιρίας και εντός των ορίων της εξουσίας της, σχετικά με την οργάνωση και τη διεύθυνση της επιχείρησής της, μετά, μάλιστα, από πολλές προσπάθειες εξεύρεσης λύσης, για τη συνέχιση της συνεργασίας των διαδίκων, η οποία, άλλωστε, θα ήταν, για αμφότερα τα μέρη, επωφελής, λαμβανομένης υπόψη, αφενός, της δυσκολίας του ενάγοντος για ανεύρεση παρεμφερούς εργασίας, ενόψει και του εναπομείναντος διαστήματος των οκτώ, μόλις, ετών, έως τη συνταξιοδότησή του, και, αφετέρου, της αυτονόητης βούλησης της εναγομένης να απασχολεί έμπειρους εργαζομένους, στη επιχείρηση αυτής, όπως ο ενάγων. Η ανωτέρω δε καταγγελία της συμβάσεως εργασίας του δεν έγινε από εκδικητικότητα, εξαιτίας της προηγούμενης προσφυγής του στην Επιθεώρηση Εργασίας και της εμμονής αυτού στην τήρηση των συμφωνημένων όρων εργασίας του, αλλά κατέστη επιβεβλημένη, ένεκα της, κατά τα προαναφερόμενα, παγιωθείσης, πλέον, αλλαγής της αγοράς και του αντικειμένου εργασίας των πωλητών, με σκοπό την εύρυθμη λειτουργία της επιχείρησης της εναγομένης, ήτοι, πραγματοποιήθηκε, για αντικειμενικούς λόγους, προς την εξυπηρέτηση της ομαλής λειτουργίας της, βάσει των ανωτέρω συνθηκών και αναγκών της. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, η εναγομένη, κατά τη νόμιμη άσκηση του διευθυντικού της δικαιώματος, στο πλαίσιο της αναδιάρθρωσης του τμήματος πωλήσεων και επιβράβευσης των πωλητών της, σύμφωνα με την πραγματική πλέον συμβολή τους στην επίτευξη των στόχων της, ώστε να παραμείνει η επιχείρηση αυτής ανταγωνιστική και κερδοφόρα, προέβη σε τροποποιητική καταγγελία, κατόπιν της αρνήσεως του ενάγοντος να δεχθεί την ως άνω δικαιολογημένως προταθείσα από την ίδια μεταβολή, ώστε, σύμφωνα και με τα ως άνω σχετικά διαλαμβανόμενα στη μείζονα σκέψη, να μη δύνανται να χαρακτηρισθεί η ανωτέρω καταγγελία καταχρηστική, εκ του λόγου μόνο ότι αιτία της ήταν η άρνηση του ενάγοντος να συναινέσει στην ανωτέρω μεταβολή. Συνεπώς, εφόσον ανταποδείχθηκε, κατά τα προαναφερόμενα, ότι ουδόλως συνέτρεχαν άλλα περιστατικά, όπως εκδικητικά κίνητρα της εναγομένης για την άρνηση αποδοχής, από τον ενάγοντα, της μεταβολής των εργασιακών του όρων, η ως άνω καταγγελία τυγχάνει έγκυρη, με αποτέλεσμα να μην έχει περιέλθει η εναγομένη σε υπερημερία, αναφορικά με την αποδοχή των υπηρεσιών του ενάγοντος και, συνακόλουθα, με την καταβολή των, για το μετέπειτα της καταγγελίας διάστημα, αποδοχών του, ώστε τα συναφή αγωγικά αιτήματα να κρίνονται απορριπτέα, ως ουσία αβάσιμα. Περαιτέρω, εφόσον η ένδικη καταγγελία ήταν έγκυρη, απορριπτέο τυγχάνει και το αγωγικό αίτημα περί επιδικάσεως στον ενάγοντα χρηματικής ικανοποίησης, λόγω ηθικής βλάβης, αφού, πλέον του ότι, επί έγκυρης καταγγελίας της σύμβασης εργασίας, από τον εργοδότη, δεν προσβάλλεται παράνομα και υπαίτια η προσωπικότητα του εργαζομένου, εν προκειμένω, ουδόλως αποδείχθηκαν εκδικητικά κίνητρα της εναγομένης ή άλλες περιστάσεις παράνομης και υπαίτιας προσβολής του εργαζομένου ενάγοντος. Το πρωτοβάθμιο δε δικαστήριο, το οποίο, με την εκκαλουμένη απόφαση, δεχόμενο τα ανωτέρω, απέρριψε, στο σύνολό της, την αγωγή, ορθά εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις, απορριπτομένων των περί του αντιθέτου λόγων εφέσεως, ως αβάσιμων. Επομένως, εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος εφέσεως, προς έρευνα, πρέπει η κρινομένη έφεση να απορριφθεί, ως ουσία αβάσιμη, και να συμψηφισθεί, λόγω της ιδιαίτερης δυσχέρειας των κανόνων δικαίου που εφαρμόσθηκαν, η δικαστική δαπάνη του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, μεταξύ των διαδίκων (άρθρα 179, 183 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
-ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.-
-ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ κατ’ ουσίαν την έφεση κατά της, εκδοθείσας κατά τη διαδικασία των εργατικών διαφορών, υπ’ αριθμ. 2044/2024 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.-ΚΑΙ
-ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ τη δικαστική δαπάνη του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας μεταξύ των διαδίκων.-
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε, στον Πειραιά, σε έκτακτη δημόσια, στο ακροατήριό του, συνεδρίαση, χωρίς την παρουσία των διαδίκων, στις 7.7.2025
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ