Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 449/2025

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΡΓΑΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Αριθμός απόφασης   449 /2025

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Ευδοξία Πιστιόλα, Εφέτη, την οποία όρισε το Τριμελές Συμβούλιο Διοίκησης του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα K.Σ

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις …………….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΩΝ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΩΝ: 1) ………….. 2) ……….., 3) …………….4) ……………, 5) ……….., 6) …………., 7) ……………. 8) ………….., 9) …………, οι οποίοι παραστάθηκαν, στο ακροατήριο, δια του πληρεξουσίου δικηγόρου τους Ιωάννη Αναγνωστόπουλου, με δήλωση (άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ).

ΤΗΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: …………., η οποία παραστάθηκε, στο ακροατήριο, δια του πληρεξουσίου δικηγόρου της Ευαγγέλου Μπέλλου.

Οι εκκαλούντες, άσκησαν, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, την από 1-3-2023 και με αριθμ. εκθ. καταθ. δικ. …………./2023 αγωγή, επί της οποίας εξεδόθη, κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών, η υπ’ αριθμ. 1397/2024 οριστική απόφαση του ως άνω δικαστηρίου, που απέρριψε την αγωγή. Την απόφαση αυτή προσέβαλαν οι εκκαλούντες, με την από 25-7-2024 έφεσή τους, προς το Δικαστήριο τούτο, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιώς, με αριθμό ………/2024, και στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου, με αριθμό …………/2024, και προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, κατά την οποία η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου και συζητήθηκε.

Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων κατέθεσαν εμπρόθεσμα τις προτάσεις τους και παραστάθηκαν στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, ως ανωτέρω αναφέρεται.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η από 25-7-2024 και με αριθμ. εκθ. καταθ. δικ. ………/2024, ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, και με αριθμ. εκθ. καταθ. ……./2024, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, έφεση της εκκαλούσας, κατά της οριστικής υπ’ αριθμ. 1397/2024 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών, έχει ασκηθεί, νομότυπα και εμπρόθεσμα, αφού ακριβές αντίγραφο της εκκαλουμένης επιδόθηκε, στους εκκαλούντες, στις 27-6-2024 (βλ. τη σχετική από 27-6-2024, επί του, προσκομιζομένου από τους ενάγοντες, αντιγράφου της εκκαλουμένης αποφάσεως, σφραγίδα επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Αθηνών …………..), η δε έφεση κατατέθηκε στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, στις 26-7-2024, ήτοι, εντός της, προβλεπομένης από το άρθρο 518 παρ. 1 ΚΠολΔ, προθεσμίας των τριάντα ημερών, από την επίδοση της εκκαλουμένης (άρθρα 144 παρ. 2, 495 παρ. 1, 2, 511, 513 παρ. 1β, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 1, 520 παρ. 1 και 522 ΚΠολΔ). Επομένως, η έφεση πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί, περαιτέρω, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ), κατά την ίδια διαδικασία, με την οποία εκδόθηκε και η εκκαλουμένη απόφαση. Σημειώνεται δε ότι η εν λόγω διαφορά, ως εργατική, απαλλάσσεται, κατ’ άρθρο 495 παρ. 3 εδ. τελ. ΚΠολΔ, της υποχρέωσης καταβολής παραβόλου, για το παραδεκτό της έφεσης, και, κατά συνέπεια, ως εκ περισσού, προσκομίζεται, από τους εκκαλούντες, το με κωδικό αριθμό ……………. ηλεκτρονικό παράβολο, ποσού 100 ευρώ, το οποίο, για το λόγο τούτο, πρέπει να αποδοθεί στους εκκαλούντες, ανεξαρτήτως της έκβασης της δίκης (ΑΠ 791/17, ΕΔωδ 29/21, ΕΠατρ 82/21, ΕΑ 37/20 ΝΟΜΟΣ).               Από τη διάταξη του άρθρου 477 ΑΚ, προκύπτει ότι σωρευτική αναδοχή χρέους είναι η σύμβαση που συνάπτεται μεταξύ του δανειστή και ενός τρίτου, με την οποία ο τρίτος αναλαμβάνει την υποχρέωση να εκπληρώσει ξένο χρέος, χωρίς όμως να απαλλάσσεται ο αρχικός οφειλέτης. Έτσι, παράγεται μία πρόσθετη ενοχή αυτού που υποσχέθηκε να εκπληρώσει το ξένο χρέος, παράλληλη με την ενοχή του αρχικού οφειλέτη. Η σύμβαση αυτή, που μπορεί να καταρτισθεί ακόμη και σιωπηρά, είναι ετεροβαρής και δεν έχει χαρακτήρα αναγνώρισης χρέους από τον αναδεχόμενο, αλλά ανάληψής του, εφόσον αυτό πραγματικά υπάρχει, μπορεί δε να αφορά και μελλοντικό χρέος, ως τέτοιου νοουμένου, τόσο εκείνου του χρέους, που ο νομικός λόγος παραγωγής του υπάρχει, κατά την κατάρτιση της σύμβασης αναδοχής, αλλά δεν έχει γεννηθεί ακόμη (περιορισμένη μελλοντική απαίτηση), όσο και εκείνου του οποίου, ούτε ο λόγος παραγωγής, ούτε η απαίτηση υπάρχει, κατά την κατάρτιση της σύμβασης,, υπό την προϋπόθεση όμως ότι, και στις δύο περιπτώσεις, το μελλοντικό χρέος είναι οριστό, μπορεί δηλαδή να προσδιορισθεί, κατά το χρόνο που γεννάται η σχετική αξίωση, έναντι του οφειλέτη. Η ευθύνη του αναδοχέα έχει το ίδιο περιεχόμενο και την ίδια φύση με την ευθύνη του παλαιού οφειλέτη. Έτσι, μεταξύ των δύο αυτών προσώπων δημιουργείται, έναντι του δανειστή, παθητική εις ολόκληρον ενοχή (ΑΚ 481), δικαιουμένου του δανειστή να απαιτήσει την εκπλήρωση της παροχής μία μόνο φορά, κατ’ επιλογή του, είτε από τον τρίτο που αναδέχθηκε το χρέος του οφειλέτη, με βάση τη σύμβαση αναδοχής, είτε από τον οφειλέτη, με βάση την μεταξύ δανειστή και οφειλέτη έννομη σχέση (ΑΠ 303/24, ΑΠ 127/18, ΑΠ 230/14, ΑΠ 306/09 ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 873 ΑΚ, η σύμβαση με την οποία γίνεται υπόσχεση ή αναγνώριση χρέους κατά τρόπο αφηρημένο, έτσι ώστε να γεννιέται ενοχή, ανεξάρτητα από την αιτία, είναι έγκυρη, αν η υπόσχεση ή η αναγνώριση γίνει εγγράφως. Έγγραφη υπόσχεση ή δήλωση αναγνώρισης, στην οποία δεν αναφέρεται η αιτία του χρέους, λογίζεται, σε περίπτωση αμφιβολίας, ότι έγινε, με το σκοπό να γεννηθεί ενοχή, μη εξαρτώμενη από την αιτία του χρέους. Αν στην έγγραφη υπόσχεση ή στην αναγνωριστική δήλωση μνημονεύεται η αιτία του χρέους, δεν αποκλείεται και πάλι να πρόκειται για ενοχή αναιτιώδη, εφόσον τα μέρη ήθελαν να αποσυνδέσουν το χρέος από την αιτία του, διότι η διάταξη του εδ. β` του ως άνω άρθρου εισάγει απλώς ερμηνευτικό κανόνα, προσδίδοντας στη δήλωση αυτή ορισμένη έννοια, μόνο ενόσω δεν προκύπτει το αντίθετο (σε περίπτωση αμφιβολίας). Κατά κανόνα, όμως, σε τέτοιες περιπτώσεις πρόκειται για αιτιώδη αναγνώριση χρέους, η οποία δεν προβλέπεται μεν ως επώνυμη συμβατική σχέση, εντάσσεται όμως στη γενική αρχή της συμβατικής ελευθερίας (άρθρο 361 ΑΚ). Αυτή η αιτιώδης αναγνώριση δεν υποβάλλεται σε συστατικό τύπο, ούτε όμως παράγεται από αυτήν αυτοτελής αιτία ενοχής, αφού εξαρτάται από την αναφερόμενη αιτία. Η σημασία μιας τέτοιας επιβεβαιωτικής απλώς δήλωσης είναι κατ` αρχήν αποδεικτική (εξώδικη ομολογία), μπορεί όμως να επάγεται και διακοπή της παραγραφής, ως αναγνώριση (άρθρο 280 ΑΚ) ή να έχει και άλλα νομικά αποτελέσματα (λ.χ. ΑΚ 272 παρ. 2 εδ. β`, 437, 156). Αν, όμως, παρά τη μνεία στη δήλωση της αιτίας του χρέους, οι συμβαλλόμενοι δεν απέβλεψαν στην απλή επιβεβαίωση υπάρχουσας ήδη ενοχής, αλλά θέλησαν την ίδρυση νέας ενοχικής σχέσης, που αποτελεί νέα αυτοτελή βάση υποχρεώσεως προς εκπλήρωση της παροχής, δηλαδή ενοχή αυτοτελή και ανεξάρτητη από την υποκείμενη αιτία, απαλλαγμένη από τα ενδεχόμενα ελαττώματα της αιτίας, απαιτείται έγγραφος τύπος (ΑΠ 232/24, ΑΠ 818/18, ΑΠ 1402/18, ΑΠ 634/14 ΝΟΜΟΣ). Γενική κατευθυντήρια γραμμή, προς λύση του ζητήματος αν πρόκειται για νέα αυτοτελή ενοχή ή παροχή αποδεικτικού μέσου, για την ύπαρξη του χρέους, μπορεί να χρησιμεύσει ο κανόνας ότι κύρια σύμβαση αναγνωρίσεως υπάρχει, όταν αντικείμενο αυτής είναι κάποια έννομη σχέση, και ειδικότερα, όταν, αναφορικά προς υπάρχουσα οφειλή, αναλαμβάνεται κάποια υποχρέωση, ενώ δεν υπάρχει σύμβαση αναγνωρίσεως, όταν ομολογούνται, απλώς, ορισμένα γεγονότα, οπότε υπάρχει μόνο αποδεικτικό μέσο. Στην πρώτη περίπτωση, αυτός που αναγνωρίζει την, από ορισμένη αιτία, οφειλή του, δεν μπορεί πλέον να προτείνει τις ενστάσεις που είχε από την κύρια αιτία (ΑΠ 1086/17, ΑΠ 1424/17, ΑΠ 1279/12 ΝΟΜΟΣ). Γενικότερα,   αποτελεί   αντικείμενο   ερμηνείας   της   συγκεκριμένης  σύμβασης,  αν  η επερχόμενη με αυτή αιτιώδης αναγνώριση υπάρχοντος χρέους αντικαθιστά ή όχι την αρχική σχέση ή απλώς την αλλοιώνει και αν, στην περίπτωση αυτή, ενέχει πλήρη ή μερική παραίτηση από ενστάσεις που αφορούν την αρχική σχέση, η οποία πρέπει κατ` αρχήν να είναι έγκυρη (αρθρ. 437 ΑΚ) (ΟλΑΠ 5/16, ΑΠ 232/24, ΑΠ 51/20, ΑΠ 598/17, ΑΠ 1663/13 ΝΟΜΟΣ). Τέλος, κατά το άρθρο 211 ΑΚ, δήλωση βουλήσεως από κάποιον (αντιπρόσωπο) στο όνομα άλλου (αντιπροσωπευόμενου) μέσα στα όρια της εξουσίας αντιπροσωπεύσεως ενεργεί αμέσως υπέρ και κατά του αντιπροσωπευομένου, το αποτέλεσμα δε αυτό επέρχεται είτε η δήλωση γίνεται ρητώς στο όνομα του αντιπροσωπευομένου, είτε συνάγεται από τις περιστάσεις ότι έγινε στο όνομά του (ΑΠ 648/19, ΑΠ 1342/17, ΑΠ 647/17 ΑΠ 689/13 ΝΟΜΟΣ). Η εξουσία προς αντιπροσώπευση, όπως προκύπτει από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 212, 216, 217, 218, 222, 223, 229, 231 παρ.1 και 361 ΑΚ, παρέχεται με πληρεξουσιότητα προς τον εξουσιοδοτούμενο, η οποία αποτελεί μονομερή δικαιοπραξία, που είναι, κατά κανόνα, άτυπη. Υποβάλλεται, όμως, κατ’ εξαίρεση, η πληρεξουσιότητα σε έγγραφο συστατικό τύπο, είτε διότι για την συγκεκριμένη πληρεξουσιότητα το απαιτεί ο νόμος, είτε διότι η δικαιοπραξία στην οποία αφορά η πληρεξουσιότητα είναι τυπική, οπότε τον επιβαλλόμενο για την δικαιοπραξία αυτή τύπο πρέπει, εφόσον δεν συνάγεται κάτι άλλο, να περιβληθεί και η πληρεξουσιότητα κατά το άρθρο 217 περ. β` Α.Κ. (ΑΠ 648/19, ΑΠ 1150/14, ΑΠ 1305/09 ΝΟΜΟΣ).

Οι ενάγοντες και ήδη εκκαλούντες άσκησαν, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κατά της εναγομένης και ήδη εφεσίβλητης, την από 1-3-2023 και με αριθμ. εκθ. καταθ. δικ. …………../2023  αγωγή, με την οποία εκτίθετο ότι οι ενάγοντες διατηρούν απαιτήσεις, από την παροχή της εργασίας τους, σε βάρος της εργοδότριάς τους, εταιρίας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «…………..», της οποίας νόμιμος εκπρόσωπος, διαχειριστής και βασικός εταίρος ετύγχανε ο αποβιώσας, στις 14-4-2011, ………… Ότι ο τελευταίος κληρονομήθηκε από την εναγομένη, εν ζωή σύζυγό του, και τον ……………, θείο του, οι οποίοι και αναμείχθηκαν ενεργά στη διαχείριση και διοίκηση της εταιρίας. Ότι, συγκεκριμένα, η εναγομένη, στις 15-4-2011, ημέρα της κηδείας του ως άνω θανόντος, κατέβαλε στους ενάγοντες τους, έως τότε, οφειλόμενους μισθούς τους, έκτοτε δε, επενέβαινε στα λογιστικά της εταιρίας, ερχόταν σε απευθείας επαφές με τους προμηθευτές της, για τις εξοφλήσεις των οποίων υπέγραφε και τους παρέδιδε ακάλυπτες επιταγές, συναλλασσόταν με Τράπεζες, διενεργούσε παραγγελίες πρώτων υλών και προέβαινε σε διακανονισμό των εργατικών εισφορών της εταιρίας στο ΙΚΑ, ως απαιτείτο, για την έκδοση της ασφαλιστικής της ενημερότητας. Ότι, αρχές Μαΐου 2011, η εναγομένη, ενώπιον της Επιθεώρησης Εργασίας, δήλωσε ότι διέθετε τα οφειλόμενα στους ενάγοντες ποσά, πλην όμως, κατέβαλε σε αυτούς μόνο το επίδομα εορτής του Πάσχα 2011, ενώ, τον Αύγουστο του επομένου έτους, παρότι της είχε, ήδη, επιδοθεί η υπ’ αριθμ 4368/2011 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που την έπαυε από προσωρινή διαχειρίστρια της εταιρείας, η ίδια προέβη σε ανάληψη χρηματικού ποσού, από την ……………, δηλώνοντας ότι το ποσό αυτό προορίζετο για τη μισθοδοσία των εργαζομένων της εταιρίας, χωρίς, όμως, να τους καταβάλει, ακολούθως, το επίδομα αδείας τους. Ότι, κατά το ίδιο χρονικό διάστημα και μέχρι τις 22-9-2011, η εναγόμενη επανειλημμένα αναγνώριζε τις οφειλές της ανωτέρω εταιρείας, προς τους ενάγοντες, στους οποίους υποσχόταν ότι θα τους πλήρωνε οπωσδήποτε, ωστόσο, όταν έφθανε ο χρόνος πληρωμής, δεν τους κατέβαλε τα οφειλόμενα, λέγοντάς τους, σχετικές διαμαρτυρίες τους «θα τα πληρώσουμε, δεν θα τα φάμε, κάντε υπομονή, θα σας πληρώσουμε τα χρήματα». Ότι, στις 6-3-2012 και ενώ είχε προηγηθεί  επίσχεση εργασίας τους, η εναγόμενη και ο ……….., παρουσία και του λογιστή της εταιρείας και των δικηγόρων τους, συναντήθηκαν με τους ενάγοντες, στα γραφεία της έδρας της εταιρείας, με σκοπό την πώληση της επιχείρησης και την καταβολή των δεδουλευμένων των τελευταίων. Ότι, κατά την ως άνω συνάντηση, οι ενάγοντες όχλησαν την εναγομένη και τον ………, για την εξόφληση των έως τότε σχετικών εταιρικών οφειλών. Ότι ο ………….. και η εναγομένη αναγνώρισαν τις απαιτήσεις των εναγόντων και τους διαβεβαίωσαν ότι η εταιρεία δεν θα κλείσει, ότι θα βρουν αγοραστή και να μην ανησυχούν, διότι είναι φερέγγυοι, αφού έχουν σημαντική προσωπική περιουσία, από την οποία και θα τους πλήρωναν οι ίδιοι. Ότι, στις 2-7-2013, ο τέταρτος των εναγόντων, ενεργώντας για τον εαυτό του ατομικά και για λογαριασμό των υπολοίπων αυτών, συνήψε με τον ………….., που ενεργούσε,  τόσο  για  τον  εαυτό  του  ατομικά,  όσο  και  ως  άμεσος  αντιπρόσωπος  της εναγομένης, σύμβαση σωρευτικής αναδοχής χρέους, για τις οφειλόμενες, από την ανωτέρω εταιρία, εργατικές απαιτήσεις τους, ανερχόμενες στο συνολικό ποσό των 471.000 ευρώ. Ότι, εν συνεχεία, οι ενάγοντες άσκησαν, σε βάρος της ως άνω εργοδότριάς τους εταιρίας, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, την από 29-8-2013 και με αριθμ. εκθ. καταθ. δικ. …………/13-9-2013 αγωγή, για εργατικές απαιτήσεις τους, και δη, για δεδουλευμένες αποδοχές, μισθούς υπερημερίας και επιδόματα εορτών και αδείας, λόγω επίσχεσης εργασίας, για το χρονικό διάστημα από Δεκέμβριο έτους 2011 και εφεξής, καθώς και για αποζημίωση απόλυση. Ότι, επί της ως άνω αγωγής, εκδόθηκε, η υπ’ αριθμ. 3493/2014 οριστική απόφαση του ως άνω δικαστηρίου, με την οποία η αγωγή έγινε δεκτή, και ως ουσία βάσιμη, και επιδικάσθηκαν στους ενάγοντες τα αιτηθέντα, με αυτή, ποσά. Ότι, ακολούθως, σε βάρος της νυν εναγομένης και του Ελληνικού Δημοσίου, ως εξ αδιαθέτου κληρονόμου του …………, οι ενάγοντες άσκησαν, ενώπιον του ιδίου δικαστηρίου, την από 20-2-2018 και με αριθμ. εκθ. καταθ. δικ. …………../2018 αγωγή, με την ίδια ιστορική και νομική αιτία και το αυτό με την υπό κρίση αγωγή, αίτημα, η οποία απορρίφθηκε, ως απαράδεκτη, λόγω αοριστίας, για τους αναλυτικά εκτιθέμενους λόγους. Με βάση το ιστορικό αυτό, οι ενάγοντες, επικαλούμενοι ότι η κρινομένη αγωγή ασκείται, εντός εξαμήνου από την τελεσίδικη απόρριψη της προγενέστερης, όμοιας αγωγής τους, της οποίας οι ελλείψεις έχουν θεραπευθεί, ζητούσαν, κατόπιν παραδεκτού περιορισμού του καταψηφιστικού αγωγικού αιτήματος σε αναγνωριστικό, να αναγνωριστεί η υποχρέωση της εναγομένης, ευθυνομένης, βάσει της σωρευτικής αναδοχής του χρέους της εργοδότριάς τους εταιρίας, να τους καταβάλει τα ποσά που τους επιδικάστηκαν, αμετακλήτως, με την ως άνω υπ’ αριθμ. 3493/2014 απόφαση, και συγκεκριμένα, στον πρώτο, το ποσό των 40.629 ευρώ, στη δεύτερη, το ποσό των 90.410,42 ευρώ, στον τρίτο, το ποσό των 24.054,19 ευρώ, στον τέταρτο, το ποσό των 153.401,10 ευρώ, στον πέμπτο, το ποσό των 41.020,46 ευρώ, στον έκτο, το ποσό των 24.054,19 ευρώ, στον έβδομο, το ποσό των 42.030,31 ευρώ, στην όγδοη, το ποσό των 31.028,71 ευρώ και στην ένατη, το ποσό των 24.567,82 ευρώ, νομιμοτόκως από την επομένη της επιδόσεως της από 26-8-2013 και με αριθμ. εκθ. καταθ. δικ. …………/13-9-2013 αγωγής τους, κατά της εργοδότριας εταιρίας, ήτοι, από την επομένη της  13-9-2013, άλλως, από τις 7-3-2018, ως επομένη της επιδόσεως της από 20-2-2018 και με αριθμ. εκθ. καταθ. δικ. …………/22-2-2018 αγωγής τους, άλλως και όλως επικουρικώς, από την επίδοση της υπό κρίση αγωγής και μέχρι την πλήρη εξόφληση. Επί της ανωτέρω αγωγής, εξεδόθη η υπ’ αριθμ. 1397/2024 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία, αφού κρίθηκε η αγωγή νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις περί σωρευτικής αναδοχής χρέους [με εξαίρεση την περιγραφόμενη σε αυτή συμπεριφορά της εναγομένης, από αρχές Μαΐου 2011 έως 20-9-2011, την 15-11-2011 και από τέλη Φεβρουαρίου με αρχές Μαρτίου 2012, που κρίθηκε ότι δεν συνιστά σωρευτική αναδοχή χρέους (καθώς η εναγομένη φέρεται να ενεργούσε, υπό την ιδιότητα της εν τοις πράγμασι διαχειρίστριας της εργοδότριας των εναγόντων και αναγνώριζε την οφειλή της τελευταίας, υποσχόμενη προς αυτούς, με την ως άνω ιδιότητα, την τακτοποίηση της οφειλής από την εργοδότρια εταιρία), αλλά αφηρημένη αναγνώριση χρέους, που θα εκδικαζόταν μεν, κατά την τακτική διαδικασία (δεδομένου ότι με την εν λόγω σύμβαση θεμελιώνεται χρέος ανεξάρτητο από τη βασική σχέση της παροχή εργασίας), πλην όμως, κρίθηκε ότι τυγχάνει, νόμω αβάσιμη, -ένεκα ακυρότητας της διϊσχυριζόμενης σύμβασης, ελλείψει τηρήσεως έγγραφου τύπου-, και, για λόγο τούτο, χάριν οικονομίας της δίκης, δεν διετάχθη ο χωρισμός ως προς την απαραδέκτως σωρευόμενη, αλλά μη νόμιμη ως άνω βάση της αφηρημένης αναγνώρισης χρέους, προκειμένου να εκδικαστεί αυτή, κατά την προσήκουσα τακτική διαδικασία],  απορρίφθηκε, ακολούθως, η αγωγή, ως ουσία αβάσιμη. Κατά της αποφάσεως αυτής, οι εκκαλούντες άσκησαν την υπό κρίση έφεση, με την οποία, επικαλούμενοι σφάλμα της εκκαλουμένης αποφάσεως, που συνίσταται σε εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, ζητούν, μετά την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, να γίνει δεκτή η αγωγή. Συγκεκριμένα, οι εκκαλούντες, με τον πρώτο λόγο εφέσεώς τους ισχυρίζονται ότι έσφαλε η εκκαλουμένη απόφαση, δεχόμενη ότι η περιγραφόμενη στην αγωγή συμπεριφορά της εναγομένης, όπως αυτή εκδηλώθηκε από αρχές Μαΐου 2011 έως 20-9-2011, την 15-11-2011 και από τέλη Φεβρουαρίου με αρχές Μαρτίου 2012, δεν συνιστά σωρευτική αναδοχή χρέους, διότι η εναγομένη φέρεται να ενεργούσε, υπό την ιδιότητα της εν τοις πράγμασι διαχειρίστριας της εργοδότριας των εναγόντων, και αναγνώριζε την οφειλή της τελευταίας, υποσχόμενη προς αυτούς, με την ως άνω ιδιότητα, την τακτοποίηση της οφειλής, από την εργοδότρια (οφειλέτρια) εταιρία, καθώς, ως, επί λέξει, αναφέρουν σχετικά «Την παραπάνω κρίση της περί του ότι δήθεν η συμπεριφορά της αντιδίκου δεν συνιστά σωρευτική αναδοχή χρέους, δεν τη στηρίζει σε πλήρη δικανική πεποίθηση, αφού δέχεται αυθαιρέτως ότι ΄΄η εναγομένη φέρεται να ενεργούσε…΄΄ ως εν τοις πράγμασι διαχειρίστρια, χωρίς να επικαλείται κάποιο αποδεικτικό μέσο, στο οποίο να στηρίζει την κρίση της αυτή. Άρα αυθαιρέτως και αναπόδεικτα κατέληξε στην εν λόγω κρίση, μη λαμβάνοντας υπόψη τα νομίμως από εμάς επικληθέντα και προσκομισθέντα αποδεικτικά μέσα». Πλην όμως, ο λόγος αυτός ερείδεται επί εσφαλμένης προϋπόθεσης, διότι η εκκαλουμένη απόφαση προέβη στην ανωτέρω κρίση της, βάσει όσων, επ’ αυτού, ειδικότερα διελάμβαναν οι εκκαλούντες στην κρινομένη αγωγή τους, όπως, άλλωστε, συνάγεται και από το ρήμα «φέρεται», που χρησιμοποιήθηκε στο αντίστοιχο εδάφιο του σκεπτικού της, και όχι, κατόπιν εκτιμήσεως των αποδεικτικών μέσων που εισεφέρθησαν στην πρωτόδικη δίκη, από τους διαδίκους. Συνεπώς, ο ανωτέρω λόγος εφέσεως, τυγχάνει  απορριπτέος, ως αβάσιμος.

Από την εκτίμηση της ανωμοτί εξετάσεως του τετάρτου των εναγόντων και την ένορκη κατάθεση του μάρτυρος ανταποδείξεως, ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, που εμπεριέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδριάσεώς του, των υπ’ αριθμ. …../4-3-2025 και …./4-3-2025 ενόρκων βεβαιώσεων των …….. και ………., αντίστοιχα, που ελήφθησαν, ενώπιον του Συμβολαιογράφου Πειραιώς ………, με επιμέλεια των εναγόντων, κατόπιν προηγούμενης νόμιμης και εμπρόθεσμης κλητεύσεως της εναγομένης (βλ. την υπ’ αριθμ. ………΄/ 26-2-2025 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Πειραιώς ……….), των προσκομιζομένων από την εναγομένη, υπ’ αριθμ ……/9-6-2011, …../9-6-2011, …/9-6-2011, …./9-6-2011, …./9-6-2011, …./9-6-2011, …./9-6-2011, …./9-6-2011, …../9-6-2011 και …/9-6-2011 ενόρκων βεβαιώσεων, που ελήφθησαν με επιμέλεια των εναγόντων, ενώπιον της Συμβολαιογράφου Πειραιώς . …………, στα πλαίσια άλλης δίκης και, για το λόγο αυτό, θα ληφθούν υπόψη, ως δικαστικά τεκμήρια, όλων των μετ’ επικλήσεως, νομίμως προσκομιζομένων από τους διαδίκους εγγράφων (η μνεία κατωτέρω ορισμένων εξ αυτών είναι απλώς ενδεικτική, καθώς κανένα δεν παραλείφθηκε να εκτιμηθεί) και των αυτεπαγγέλτως λαμβανομένων υπόψη διδαγμάτων της κοινής πείρας (άρθρο 336 αρ. 4 ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Οι ενάγοντες, δυνάμει συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, που συνήψαν, την 1η-3-1999, ο πρώτος, την 6η-3-1990, η δεύτερη, την 4η-1-2006, ο τρίτος, την 13η-2-1981, ο τέταρτος, την 8η-10-2001, ο πέμπτος, την 3η-9-2007, ο έκτος, την 21η-9-1992, ο έβδομος, την 12η-10-1998, η όγδοη και την 18η-1-2010, η ένατη, με την εταιρία περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «……………», που δραστηριοποιείτο στην παραγωγή και εμπορία σαπουνιών πολυτελείας, προσελήφθησαν από την τελευταία, προκειμένου να εργασθούν στην ως άνω επιχείρησή της, ως πωλητής, λογίστρια, ανειδίκευτος εργάτης παραγωγής, υπάλληλος, οδηγός φορτηγού, συσκευαστής σαπουνιών, εργάτρια παραγωγής και υπάλληλος, αντίστοιχα, υπό τους ειδικότερα αναφερόμενους στις ανωτέρω συμβάσεις τους όρους. Έκτοτε, οι ίδιοι παρείχαν, ανελλιπώς, την ως άνω εργασία τους στην ανωτέρω εταιρία, έως τις 10-2-2012, οπότε και προέβησαν σε επίσχεση εργασίας, λόγω μη καταβολής δεδουλευμένων αποδοχών τους, ενώ, ακολούθως, στις 31-7-2013, κατήγγειλαν τις συμβάσεις εργασίας τους. Διαχειριστής της ανωτέρω εργοδότριάς αυτών εταιρίας είχε οριστεί ο …………… Ο τελευταίος απεβίωσε, στις 14-4-2011, και κληρονομήθηκε, εξ αδιαθέτου, από την εναγομένη σύζυγό του, και το θείο του, ………., και δη, από έκαστο τούτων, κατά αδιαίρετο ποσοστό 50%. Αμέσως μετά το θάνατο του ως άνω διαχειριστή, η εναγομένη άσκησε, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, αίτηση, κατά τη διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας, ζητώντας να διοριστεί η ίδια προσωρινή διαχειρίστρια της εταιρίας. Παράλληλα, υπέβαλε και ανάλογο αίτημα χορήγησης προσωρινής διαταγής, το οποίο έγινε δεκτό, με αποτέλεσμα να αναλάβει η ίδια,  προσωρινά, τη διοίκηση και διαχείριση της ανωτέρω εταιρίας, και δη, έως την έκδοση αποφάσεως επί της σχετικής αιτήσεως. Ακολούθως, κατά τη συζήτηση της τελευταίας, ο …………, λόγω διαφορών του με την εναγομένη, αναφορικά με την ως άνω κληρονομία και τη διαχείριση της εταιρίας, άσκησε κύρια παρέμβαση, με αίτημα την απόρριψη της ως άνω αιτήσεως και το διορισμό του ………….., ως προσωρινού διαχειριστού. Επί της εν λόγω αιτήσεως και της ως άνω κυρίας παρεμβάσεως, που συνεκδικάστηκαν, εξεδόθη η υπ’ αριθμ. 4368/2011 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση, έγινε δεκτή η κύρια παρέμβαση και διορίστηκε προσωρινός διαχειριστής της εταιρίας ο ………, για τα ειδικότερα αναφερόμενα στην απόφαση ζητήματα. Ο εν λόγω προσωρινός διαχειριστής άσκησε τα σχετικά του καθήκοντα, για το διάστημα από 2-8-2011 έως 23-3-2012, οπότε και παραιτήθηκε. Εν συνεχεία, τα  ζητήματα της εταιρίας διευθετούντο από την εναγομένη και τον ………….., εταίρους και συγκληρονόμους του αποβιώσαντος διαχειριστού της, οι οποίοι, ενεργώντας, ως εν τοις πράγμασι διαχειριστές, προσπάθησαν να τακτοποιήσουν τα εταιρικά χρέη από την περιουσία της, διαβεβαιώνοντας, κατά καιρούς, προφορικά, και τους ενάγοντες – εργαζομένους της εταιρίας, ότι καταβάλλονταν προσπάθειες διάσωσης της εταιρίας, ώστε η τελευταία να τακτοποιήσει τις υφιστάμενες εργατικές τους απαιτήσεις. Πέραν των ως άνω διαβεβαιώσεων, όμως, ουδόλως αποδείχθηκε ότι η εναγομένη, σε οποιοδήποτε χρόνο, ανέλαβε την υποχρέωση να εκπληρώσει τις ανωτέρω οφειλές της εργοδότριας εταιρίας, με την ατομική περιουσία της, και ότι, στις 2-7-2013, η ίδια, αντιπροσωπευόμενη, μάλιστα, από τον ……….., συνήψε με τους ενάγοντες, σύμβαση σωρευτικής αναδοχής χρέους, αναφορικά με τις εργατικές απαιτήσεις που αυτοί διατηρούσαν, σε βάρος της εργοδότριας εταιρίας, συνολικού ποσού 471.000 ευρώ. Ειδικότερα, δεν αποδείχθηκε ότι, σε συνάντηση, κατά την ανωτέρω ημερομηνία, του τετάρτου των εναγόντων, εκπροσωπούντος και τους λοιπούς, με τον . …………., ο τελευταίος ενεργούσε, ως αντιπρόσωπος της εναγομένης, προς σύναψη, στο όνομα και για λογαριασμό της, σύμβασης σωρευτικής αναδοχής χρέους, από την οποία θα δημιουργούνταν υποχρεώσεις, σε βάρος της ατομικής περιουσίας της, δοθέντος και του ότι οι μεταξύ τους σχέσεις ήταν ιδιαίτερα τεταμένες, ως αντίδικοι, στο πλαίσιο ποινικών και αστικών δικών, σχετικά με ζητήματα της κληρονομίας του ……………, καθώς και με εταιρικές υποθέσεις, τόσο της ανωτέρω εταιρίας περιορισμένης ευθύνης, όσο και άλλων εταιριών, όπως οι εταιρίες «…………..», στις οποίες ήταν μέτοχοι. Εξάλλου, από το χρόνο της επικαλούμενης από τους ενάγοντες σωρευτικής αναδοχής χρέους, έως και την άσκηση προγενέστερης από 20-2-2018 και με αριθμ. εκθ. καταθ. δικ. ………./2018 όμοιας αγωγής τους, κατά της εναγομένης και του Ελληνικού Δημοσίου, ως κληρονόμου του . …….., -που απορρίφθηκε, με την υπ’ αριθμ. 2278/2020 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, ως αόριστη-, ήτοι, για διάστημα πέντε περίπου ετών, οι ενάγοντες δεν είχαν οχλήσει την εναγομένη, ζητώντας την, εκ μέρους της, εκπλήρωση των απορρεουσών από την επικαλούμενη σύμβαση αναδοχής χρέους υποχρεώσεων της και την καταβολή των αιτουμένων από αυτούς ποσών, γεγονός που επιρρωνύει την κρίση του Δικαστηρίου περί μη σύναψης σχετικής σύμβασης. Όσα δε περί του αντιθέτου, ήτοι της, πράγματι, κατάρτισης τοιαύτης συμβάσεως αναδοχής χρέους, αναφέρουν τόσο ο τέταρτος ενάγων, στην ανωμοτί εξέτασή του, στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, όσο και οι ενόρκως βεβαιώσαντες ……. και …………, στις προαναφερόμενες αντίστοιχες υπ’ αριθμ. ……/2025 και …./2025 ένορκες βεβαιώσεις, που ελήφθησαν, με επιμέλεια των εναγόντων, δεν κρίνονται πειστικά, καθώς αντικρούονται από όλα όσα εκτέθηκαν ανωτέρω. Συνεπώς, εφόσον δεν αποδείχθηκε η σύναψη της ως άνω επικαλουμένης σύμβασης, δεν θεμελιώνεται σχετική ευθύνη της εναγομένης, με αποτέλεσμα η αγωγή να τυγχάνει ουσία αβάσιμη. Η δε εκκαλουμένη απόφαση που, απέρριψε, κατ’ ουσίαν, την αγωγή, με αιτιολογίες που αντικαθίστανται από αυτές της παρούσας, ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις, απορριπτομένου του περί του αντιθέτου, δευτέρου λόγου εφέσεως, ως αβάσιμου. Κατ’ ακολουθίαν όλων των ανωτέρω, εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος εφέσεως, προς έρευνα, πρέπει η κρινομένη έφεση να απορριφθεί, ως ουσία αβάσιμη, και να καταδικασθούν οι εκκαλούντες στη δικαστική δαπάνη της εφεσίβλητης, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, λόγω της ήττας τους (άρθρα 176, 183 ΚΠολΔ), σύμφωνα με τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας .                                            

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

-ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.-

-ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ κατ’ ουσίαν την έφεση κατά της, εκδοθείσας κατά τη διαδικασία των εργατικών διαφορών, υπ’ αριθμ. 1397/2024 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.-

-ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή του υπ’ αριθμ. …………. e – παραβόλου  εφέσεως στους εκκαλούντες.-ΚΑΙ

-ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τους εκκαλούντες στη δικαστική δαπάνη της εφεσίβλητης, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, το ύψος της οποίας ορίζει στο ποσό των πεντακοσίων (500) ευρώ.-

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε, στον Πειραιά, σε έκτακτη δημόσια, στο ακροατήριό του, συνεδρίαση, χωρίς την παρουσία των διαδίκων, στις 7.7.2025

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                    Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ