Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 451/2025

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Αριθμός Aπόφασης 451/2025

ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές Κωνσταντίνα Ταμβάκη, Πρόεδρο, Μαρία Παπαδογρηγοράκου Εφέτη και Ελένη Πρέντζα, Εφέτη – Εισηγήτρια και από τη Γραμματέα Κ.Σ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις …………. για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Των εκκαλούντων: 1) …………….., 2) Αλλοδαπής εταιρείας, με την επωνυμία «……………» και 3) Αλλοδαπής εταιρείας, με την επωνυμία «………….», που αμφότερες εδρεύουν στην …., οδός ……………. και εκπροσωπούνται νόμιμα, οι οποίοι παραστάθηκαν δια του πληρεξούσιου δικηγόρου τους, Αβραάμ Πασιπουλαρίδη [ΑΜΔΣΑ ………], μέλους της ΔΕ Α.Π. ΠΑΣΙΠΟΥΛΑΡΙΔΗΣ ΚΑΙ ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ [ΑΜ ………], η οποία κατέβαλε το υπ’ αριθμό ………/23.9.2024 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών του ως άνω ΔΣ.

Της εφεσίβλητης: Ανώνυμης εταιρείας, με την επωνυμία «…………» και το διακριτικό τίτλο «.……….», με Α.Φ.Μ. ………, η οποία εδρεύει στο …… Αττικής, οδός ……… και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία παραστάθηκε δια του πληρεξούσιου δικηγόρου, Ανέστη Παπαδόπουλου (ΑΜ ΔΣΑ ………..), με δήλωση (άρθ. 242 παρ. 2 ΚΠολΔ), εταίρου της «ΚΕΡΑΜΕΥΣ, ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ ΚΑΙ ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ» [ΑΜ ΔΣΑ ………..], η οποία κατέβαλε το υπ’ αριθμό ………../11.9.2024 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών του ως άνω ΔΣ.

Οι εκκαλούντες – ανακόπτοντες άσκησαν σε βάρος της εφεσίβλητης – καθ΄ ης η ανακοπή την από 15-10-2021 ανακοπή τους, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με γενικό και ειδικό, αντίστοιχα [ΓΑΚ/ΕΑΚ] αριθμό κατάθεσης ………./18.10.2021, η οποία προσδιορίστηκε για να συζητηθεί κατά τη δικάσιμο της 29-03-2022, οπότε συζητήθηκε και εκδόθηκε επ΄ αυτής η υπ’ αριθ. 1487/2022 απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου, με την οποία κηρύχθηκε αυτό αναρμόδιο και παρέπεμψε την υπόθεση προς εκδίκαση στο αρμόδιο καθ’ ύλην και κατά τόπο Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιά, τμήμα ναυτικών διαφορών. Με την από 09-06-2022 κλήση των ανακοπτόντων – εκκαλούντων, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του ως άνω Δικαστηρίου της παραπομπής, με γενικό και ειδικό, αντίστοιχα, αριθμό κατάθεσης ……../16-06-2022 προσδιορίστηκε να συζητηθεί για τη δικάσιμο της 27.9.2022, οπότε και συζητήθηκε και εκδόθηκε η με αρ. 726/2023 οριστική απόφαση που απέρριψε την ανακοπή. Ήδη οι ηττηθέντες ανακόπτοντες άσκησαν την ένδικη από 10.4.2023 έφεση, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, με ΓΑΚ και ΕΑΚ ……./19.04.2023 και για προσδιορισμό δικασίμου, με την επιμέλεια των ίδιων, στην Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου, με ΓΑΚ και ΕΑΚ ………../19.04.2023, δικάσιμος της οποίας ορίστηκε αρχικά η 11.1.2024 και μετά από αναβολή η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο, με αυξ. αριθμ. …………. Κατά την ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού συζήτηση της υπόθεσης οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ζήτησαν να γίνουν δεκτές οι έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η κρινόμενη από 10.4.2023 έφεση ασκήθηκε νόμιμα (άρθρα 495 αρ. 1, 2, 3Α υπό γ΄  511, 513 αρ. 1β΄, 516 § 1, 517 εδαφ. α, 518 παρ. 1 και 520 § 1 ΚΠολΔ) και εμπρόθεσμα, δηλαδή εντός της καταχρηστικής προθεσμίας των δύο (2) ετών (άρθρου 518 παρ. 2 ΚΠολΔ) από την επομένη της δημοσίευσης της εκκαλουμένης απόφασης (7.3.2023), δεδομένου ότι κατατέθηκε στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση [με ΓΑΚ και ΕΑΚ …………] στις 19.04.2023, οι διάδικοι, δε, δεν επικαλούνται, ούτε προκύπτει από τη δικογραφία, επίδοση της εκκαλουμένης πριν την άσκηση της έφεσης. Για το παραδεκτό, επίσης, της έφεσης καταβλήθηκε από τους εκκαλούντες το με αρ. ……………/11.4.2023 e – παράβολο, ύψους εκατόν πενήντα (150) ευρώ (άρθ. 495 αρ. 3γ΄ ΚΠολΔ).  Συνεπώς, πρέπει η έφεση, ο προσδιορισμός δικασίμου της οποίας έλαβε χώρα με την επιμέλεια των εκκαλούντων, στην Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου, με ΓΑΚ και ΕΑΚ ……………/19.04.2023 και δικάσιμος ορίστηκε αρχικά η 11.1.2024 και μετά από αναβολή η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο, με αυξ. αριθμ. ……., να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί, περαιτέρω, από ουσιαστική άποψη, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρα 532 και 533 παρ. 1 ΚΠολΔ), κατά το μέρος που μεταβιβάζεται η υπόθεση στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο (άρθρο 522, 533 παρ. 1 ΚΠολΔ) και κατά την ίδια διαδικασία με την οποία εκδόθηκε και η εκκαλουμένη απόφαση. Οι εκκαλούντες – ανακόπτοντες άσκησαν σε βάρος της εφεσίβλητης – καθ΄ ης η ανακοπή την από 15-10-2021 ανακοπή τους, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με γενικό και ειδικό, αντίστοιχα [ΓΑΚ/ΕΑΚ] αριθμό κατάθεσης …………/18.10.2021, με την οποία ζήτησαν να ακυρωθεί, για τους αναφερόμενους σ’ αυτήν λόγους, η υπ’ αριθ. 428/2021 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία υποχρεώθηκαν να καταβάλουν, εις ολόκληρον έκαστος, στην καθ’ ης η ανακοπή, με την ιδιότητά τους ως εγγυητές σε σύμβαση δανείου, το οποίο καταρτίστηκε μεταξύ της δανείστριας Τράπεζας «………………..», {καθολική διάδοχος της οποίας κατέστη η «………………», η οποία μεταβίβασε στη συνέχεια την επίδικη απαίτηση στην αλλοδαπή εταιρεία, ειδικού σκοπού, με την επωνυμία «……………», που ανέθεσε την διαχείριση αυτής στην καθ’ ης η ανακοπή} και της δανειολήπτριας, αλλοδαπής εταιρείας, με την επωνυμία «………….», το ποσό του ενός εκατομμυρίου τετρακοσίων εβδομήντα τεσσάρων χιλιάδων εννιακοσίων ενός δολαρίων ΗΠΑ και εβδομήντα ενός λεπτών (1.474.901,71$) ή το ισόποσο αυτού σε ευρώ, κατά την ημέρα καταβολής, πλέον τόκων και εξόδων, καθώς και να καταδικαστεί η καθ’ ης στην καταβολή των δικαστικών τους εξόδων. Η ανακοπή προσδιορίστηκε για να συζητηθεί κατά τη δικάσιμο της 29-03-2022, οπότε και εκδόθηκε επ΄ αυτής η υπ’ αριθ. 1487/2022 απόφαση, με την οποία κηρύχθηκε το Δικαστήριο αναρμόδιο και παρέπεμψε την υπόθεση προς εκδίκαση στο αρμόδιο καθ’ ύλην και κατά τόπον, Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιά, τμήμα ναυτικών διαφορών. Με την από 09-06-2022 κλήση των ανακοπτόντων, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου της παραπομπής, με γενικό και ειδικό, αντίστοιχα, αριθμό κατάθεσης …………./16-06-2022 προσδιορίστηκε να συζητηθεί για τη δικάσιμο της 27.9.2022, οπότε και συζητήθηκε, αντιμωλία των διαδίκων και εκδόθηκε η με αρ. 726/2023 οριστική απόφαση. Η τελευταία έκρινε ότι με το παραπάνω περιεχόμενο και αίτημα, η κρινόμενη ανακοπή του άρθρου 632 ΚΠολΔ, αρμοδίως καθ’ ύλην εισάγεται για συζήτηση στο Δικαστήριο, ενόψει του ότι κατά τον κρίσιμο χρόνο κατάθεσης της ανακοπής (18.10.2021) η ισοτιμία δολαρίου ΗΠΑ/ευρώ ήταν 1,1604, ώστε το ισόποσο σε ευρώ του επιδικασθέντος με την προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής ποσού κατά τον παραπάνω χρόνο να ανέρχεται σε (1.474.901,71 : 1,1604 =) 1.271.028,70 ευρώ, δηλαδή να ανέρχεται σε ποσό που υπερβαίνει τις διακόσιες πενήντα χιλιάδες (250.000) ευρώ και κατά τόπον αφού η διαταγή πληρωμής έχει εκδοθεί από το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιά (βλ. άρθρα 12 παρ. 1, 13, 14 -εξ αντιδ.-, 18 και 632 παρ. 1 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με το άρθρο 51 παρ. 1α και 3Α του ν. 2172/1993, λόγω της ναυτικής φύσης της διαφοράς), κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (άρθρα 614 επ., 632 παρ. 2 τελ. εδ. ΚΠολΔ). Ότι έχει και διεθνή δικαιοδοσία για την εκδίκαση της προκείμενης διαφοράς, καθόσον τα νομικά πρόσωπα που έχουν την έδρα τους στο έδαφος κράτους μέλους ενάγονται ενώπιον των δικαστηρίων αυτού του κράτους μέλους και ότι εν προκειμένω η καθ’ ης η ανακοπή έχει την έδρα της στο ………. Αττικής [άρθρο 4 παρ. 1 και 63 παρ. 1 του Κανονισμού (EE) 1215/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 12ης Δεκεμβρίου 2012 «για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις» που εφαρμόζεται άμεσα και δεσμευτικά σε όλα τα κράτη μέλη από τις 10.1.2015 (άρθρα 66 και 81 του ανωτέρω Κανονισμού)]. Ότι η ανακοπή έχει ασκηθεί εμπροθέσμως (άρθρο 632 παρ. 2 εδ. α’ ΚΠολΔ) και ειδικότερα όσον αφορά τον πρώτο ανακόπτοντα εντός της προθεσμίας των δεκαπέντε εργασίμων ημερών από την επίδοση της διαταγής πληρωμής, δεδομένου ότι η τελευταία επιδόθηκε σε αυτόν στις 27-09-2021 (σχετ. η υπ’ αριθ. ………./27- 09-2021 έκθεση επίδοσης, του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών, με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών, ……………) και η ανακοπή επιδόθηκε στην καθ’ ης στις 18-10-2021 (σχετ. η επισημείωση του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών, με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών … ……., στο προσκομιζόμενο από την καθ’ ης αντίγραφο της υπό κρίση ανακοπής) και όσον αφορά την δεύτερη και τρίτη των ανακοπτόντων (που αμφότερες εδρεύουν στην …..), εντός της προθεσμίας των τριάντα εργάσιμων ημερών από την επίδοση της διαταγής πληρωμής, δεδομένου ότι η τελευταία επιδόθηκε στον αντίκλητο δικηγόρο τους, την 24-09-2021 (σχετ. οι υπ’ αριθ. ……/24-09-2021 και …/24-09-2021 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών, με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών, ………., αντίστοιχα) και η ανακοπή επιδόθηκε στην καθ’ ης στις 18-10-2021 (βλ. την επισημείωση του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών, με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών …………., στο προσκομιζόμενο από την καθ’ ης αντίγραφο της υπό κρίση ανακοπής). Κατόπιν αυτών έκανε τυπικά δεκτή την ανακοπή και αφού εξέτασε τους λόγους αυτής ως προς την νομική και ουσιαστική τους βασιμότητα κατά το ελληνικό δίκαιο, ως το δίκαιο του οποίου τις διατάξεις επικαλούνται οι ανακόπτοντες και δεν αντέλεξε η καθ’ ης, υφισταμένης έτσι σιωπηρής μετασυμβατικής συμφωνίας τους σχετικά με την εφαρμογή του, απέρριψε την ανακοπή. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται οι εκκαλούντες – ανακόπτοντες με την έφεσή τους, για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων με τους λόγους της έφεσης και ζητούν την εξαφάνιση της εκκαλουμένης απόφασης με σκοπό να γίνει δεκτή η ανακοπή τους και την καταδίκη της εφεσίβλητης στη δικαστική τους δαπάνη και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας.

Από τη διάταξη του άρθρου 806 του ΑΚ προκύπτει ότι προϋπόθεση για τη σύσταση έντοκου δανείου, που είναι σύμβαση ενοχική, αμφοτεροβαρής και άτυπη, αποτελεί η μεταβίβαση της κυριότητας του αποτελούντος το αντικείμενο του δανείου χρηματικού ποσού από τον δανειστή στον δανειολήπτη, ο οποίος ακολούθως καθίσταται υπόχρεος για την απόδοση του ίδιου χρηματικού ποσού μετά των συμφωνηθέντων τόκων. Ουσιώδη στοιχεία της σύμβασης δανείου είναι: α) χρήματα ή άλλα αντικαταστατά πράγματα, β) μεταβίβαση της κυριότητος αυτών από τον δανειστή στον οφειλέτη, γ) συμφωνία των μερών περί απόδοσης άλλων πραγμάτων της ίδιας ποιότητας και ποσότητας, δ) η μεταβίβαση της κυριότητας των αντικαταστατών πραγμάτων να γίνεται με τον αποκλειστικό σκοπό της χρησιμοποίησής τους από τον δανειζόμενο και δη της ανάλωσής τους από αυτόν (ΑΠ 1038/2024 ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 111 παρ. 2, 118 εδ. 4 και 216 παρ.1ΚΠολΔ, συνάγεται ότι, για το ορισμένο της αγωγής, πρέπει το δικόγραφο αυτής, εκτός από άλλα στοιχεία, να περιέχει σαφή έκθεση των γεγονότων που θεμελιώνουν αυτή, σύμφωνα με τον νόμο και ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς, σε τρόπο που να παρέχεται στον εναγόμενο, η ευχέρεια της άμυνας και στο δικαστήριο, η δυνατότητα ελέγχου του βάσιμου, κατά νόμο, αυτής. Όταν στο δικόγραφο της αγωγής δεν περιέχονται τα πιο πάνω στοιχεία ή όταν αυτά περιέχοντας κατά τρόπο ελλιπή ή ασαφή, τότε η έλλειψη αυτή καθιστά μη νομότυπη την άσκησή της, επιφέρει δε, την απόρριψή της, ως απαράδεκτης, λόγω της αοριστίας, είτε αυτεπαγγέλτως είτε κατόπιν προβολής σχετικού ισχυρισμού από τον εναγόμενο. Η αοριστία δε, αυτή δεν μπορεί να συμπληρωθεί, ούτε με τις προτάσεις ούτε με παραπομπή στο περιεχόμενο άλλων εγγράφων της δίκης, ούτε από την εκτίμηση των αποδείξεων (ΑΠ 1239/2024, ΑΠ 59/2024, ΑΠ 357/2023, ΑΠ 559/2023, ΑΠ 830/2021, δημ. σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ακολούθως, η αοριστία της αγωγής μπορεί να είναι νομική, δηλαδή, εκείνη που συνδέεται με τη νομική εκτίμηση του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου, μπορεί, όμως, να είναι, είτε ποσοτική, όταν στο δικόγραφο της αγωγής δεν αναφέρονται, με πληρότητα, τα πραγματικά περιστατικά που αποτελούν την προϋπόθεση εφαρμογής του κανόνα δικαίου, στον οποίο, σύμφωνα με το άρθρο 216 παρ.1 στοιχ. α, βΚΠολΔ, στηρίζεται το αίτημα της αγωγής, είτε ποιοτική, όταν γίνεται απλά επίκληση των όρων του νόμου, χωρίς να αναφέρονται τα θεμελιούντα την εφαρμογή του συγκεκριμένου κανόνα δικαίου πραγματικά περιστατικά (ΑΠ 632/2021, ΑΠ 104/2020, ΑΠ 932/2019, ΑΠ 444/2019, δημ. σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Έτσι, για την άσκηση αγωγής επιδίκασης ληξιπρόθεσμης οφειλής, εκ δανείου, που συμφωνήθηκε να εξοφληθεί, σε τοκοχρεωλυτικές δόσεις και έχει καταστεί στο σύνολό της, ληξιπρόθεσμη και απαιτητή, διότι ο δανειολήπτης δεν απέδωσε κάποια δόση ή όλες τις δόσεις, σύμφωνα με σχετικό όρο της δανειακής σύμβασης και σε κάθε περίπτωση, έχει λήξει η διάρκεια του δανείου, παρελθούσης της ημερομηνίας καταβολής της τελευταίας δόσης, αρκεί, κατ’ άρθρο 216 παρ. 1ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με 806 – 809 ΑΚ, να περιλαμβάνεται στη σχετική αγωγή ότι συνήφθη έγγραφη σύμβαση παροχής τοκοχρεωλυτικού δανείου, το ύψος του τυχόν συμφωνηθέντος επιτοκίου, για την εύρεση των τυχόν αξιούμενων συμβατικών τόκων, ότι το ποσό του δανείου καταβλήθηκε στο σύνολο του ή τμηματικά στον δανειολήπτη και ότι ο τελευταίος καθυστέρησε την καταβολή κάποιας τοκοχρεωλυτικής δόσης, ενώ το ύψος των οφειλόμενων τόκων (συμβατικών και υπερημερίας) δεν απαιτείται να προκύπτει από έγγραφα και αρκεί η αναγραφή τους στην αγωγή, αφού μπορούν ευχερώς να εξευρεθούν, με βάση τη χρονική περίοδο εκτοκισμού και το επιτόκιο υπερημερίας, που ορίζει ο νόμος και η συμφωνία των διαδίκων μερών (ΜονΕφΕυβ 169/2024, ΤρΕφΑΘ 5706/2022, δημ. σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 68 και 73ΚΠολΔ, συνάγεται ότι η νομιμοποίηση του διαδίκου, δηλαδή η ύπαρξη δικαιώματος υπεράσπισης της υπόθεσης στην οποία δικάζεται κάποιος ως ενάγων και γενικά ως αιτούμενος έννομη προστασία (ενεργητική νομιμοποίηση) ή ως εναγόμενος (παθητική νομιμοποίηση) για συγκεκριμένο δικαίωμα ή έννομη σχέση, αποτελεί διαδικαστική προϋπόθεση της δίκης (ΑΠ 55/2020, ΑΠ 154/2019, ΑΠ 401/2018, ΑΠ 75/2018, δημ. σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), η οποία ερευνάται και αυτεπάγγελτα σε κάθε στάση της δίκης (ΑΠ 92/2017, ΑΠ 455/2017, ΑΠ 208/2015, δημ. σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και κατά συνέπεια, η έλλειψή της συνεπάγεται την απόρριψη της αγωγής ως απαράδεκτης. Η νομιμοποίηση συμπίπτει, καταρχήν, με την ιδιότητα του υποκειμένου του επίδικου δικαιώματος ή της υπό κρίση έννομης σχέσης, όπως αυτή ως προς το αντικείμενο και τους φορείς της καθορίζεται από τον κανόνα του ουσιαστικού δικαίου, που καλείται σε εφαρμογή (ΟλΑΠ 18/2005 ΕλλΔνη 2005.706). Ενώ την εν λόγω εξουσία διεξαγωγής ορισμένης δίκης για συγκεκριμένο δικαίωμά του ή έννομη σχέση αυτού, έχει, κατά κανόνα, ο φορέας της επίδικης ουσιαστικής έννομης σχέσης κατά το ουσιαστικό δίκαιο, σε συγκεκριμένες περιπτώσεις ο νόμος παρέχει την εξουσία διεξαγωγής της δίκης σε πρόσωπα, που δεν είναι φορείς της ουσιαστικής έννομης σχέσης (μη δικαιούχοι ή μη υπόχρεοι διάδικοι). Για τη νομιμοποίηση των διαδίκων αρκεί ο ισχυρισμός του ενάγοντος ότι αυτός και ο εναγόμενος είναι υποκείμενα της επίδικης έννομης σχέσης και η παράθεση στην αγωγή των περιστατικών που θεμελιώνουν τον ισχυρισμό του (ΑΠ 380/2017, ΑΠ 82/2016, ΜΕφΠειρ 115/2024, ΕφΠειρ 624/2018, δημ. σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), χωρίς να ασκεί, καταρχήν, επιρροή η αλήθεια ή η αναλήθεια αυτού, έστω δηλαδή και αν το επίδικο ουσιαστικό δικαίωμα δεν υφίσταται στην πραγματικότητα ή είναι ξένο ως προς τους διαδίκους. Επομένως, η επίκληση περιστατικών θεμελιωτικών της νομιμοποίησης καθιστά δυνατή την έκδοση απόφασης επί της ουσίας της διαφοράς, ενώ η έλλειψη συνδρομής της ως άνω διαδικαστικής προϋπόθεσης συνεπάγεται την απόρριψη της αγωγής, χωρίς περαιτέρω έρευνα από το Δικαστήριο, για τυπικούς λόγους, αποτελεί δε την κύρωση του απαραδέκτου που προκαλείται όταν, υπό τα επικαλούμενα, κάποιος από τους διαδίκους (ή και αμφότεροι) δεν έχει εξουσία διεξαγωγής της δίκης, επειδή δεν μετέχει στην επίδικη έννομη σχέση, δεν είναι δηλαδή φορέας του καταγόμενου στη δίκη δικαιώματος ή της αντίστοιχης υποχρέωσης (ΑΠ 1736/2017, ΕφΘεσ 1221/2017, ΤρΕφΠειρ 224/2013, δημ. σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 455/2005 ΠειρΝ 2005.361). Προϋποτίθεται ότι τα στοιχεία της νομιμοποίησης, ενεργητικής και παθητικής, έχουν εκτεθεί στο αγωγικό δικόγραφο με πληρότητα, ώστε να προκύπτει ο σύνδεσμος του ενάγοντος και του εναγομένου προς την επίδικη έννομη σχέση, η συνέπεια δε της παράλειψης αναφοράς των στοιχείων νομιμοποίησης στο δικόγραφο της αγωγής είναι το απαράδεκτο αυτής λόγω αοριστίας (ΑΠ 1278/2017, ΑΠ 77/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ ΑΠ 632/2014 ΔΕΕ 2014.1066, ΑΠ 117/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 879/2004 ΕλλΔνη 2006.1371). Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 10 παρ.1 του Ν. 3156/2003, τιτλοποίηση απαιτήσεων είναι η μεταβίβαση επιχειρηματικών απαιτήσεων, λόγω πώλησης, με σύμβαση που καταρτίζεται εγγράφως, μεταξύ του μεταβιβάζοντος και του αποκτώντος, σε συνδυασμό με την έκδοση και διάθεση, με ιδιωτική τοποθέτηση μόνον, ομολογιών οποιουδήποτε είδους ή μορφής, η εξόφληση των οποίων πραγματοποιείται: α) από το προϊόν είσπραξης των επιχειρηματικών απαιτήσεων που μεταβιβάζονται ή β) από δάνεια, πιστώσεις ή συμβάσεις παραγώγων χρηματοοικονομικών μέσων. “Μεταβιβάζων”, κατά την πάρ.2 του ίδιου άρθρου, μπορεί να είναι έμπορος με εγκατάσταση στην Ελλάδα και “αποκτών” νομικό μόνο πρόσωπο – ανώνυμη εταιρεία – με σκοπό την απόκτηση και την τιτλοποίηση των απαιτήσεων (Εταιρία Ειδικού Σκοπού). Η εταιρεία καταβάλλει το τίμημα και “τιτλοποιεί” τις απαιτήσεις, εκδίδοντας αξιόγραφα “ομολογίες” ονομαστικής αξίας τουλάχιστον 100.000 €, η κάθε μία (παρ.5). Στην πιο απλή μορφή της, η τιτλοποίηση συνίσταται στην εκχώρηση (μεταβίβαση λόγω πώλησης) απαιτήσεων από έναν ή περισσότερους τομείς δραστηριότητας μίας εταιρείας προς μία άλλη εταιρεία, η οποία έχει, ως ειδικό σκοπό, την αγορά των εν λόγω απαιτήσεων, έναντι τιμήματος… Η πώληση των μεταβιβαζόμενων απαιτήσεων διέπεται από τις διατάξεις των άρθρων 513 επ. ΑΚ, η δε μεταβίβαση, από τις διατάξεις των άρθρων 455 επ. AK, εφόσον οι διατάξεις αυτές δεν αντίκεινται στις διατάξεις του νόμου αυτού (παρ.6). Η σύμβαση μεταβίβασης των τιτλοποιούμενων απαιτήσεων καταχωρίζεται σε περίληψη, που περιέχει τα ουσιώδη στοιχεία αυτής, σύμφωνα με το άρθρο 3 του Ν. 2844/2000 (παρ.8). Από την καταχώριση της σχετικής σύμβασης, σύμφωνα με την προηγούμενη παράγραφο, επέρχεται η μεταβίβαση των τιτλοποιούμενων απαιτήσεων, εκτός αν άλλως ορίζεται στους όρους της σύμβασης, η μεταβίβαση αναγγέλλεται εγγράφως από τον μεταβιβάζοντα ή την εταιρεία ειδικού σκοπού στον οφειλέτη (παρ.9). Ως αναγγελία λογίζεται η καταχώριση της σύμβασης στο δημόσιο βιβλίο του άρθρου 3 του Ν. 2844/2000, σύμφωνα με τη διάταξη της παρ.8 του ίδιου άρθρου. Πριν από την αναγγελία, δεν αποκτώνται έναντι τρίτων δικαιώματα που απορρέουν από τη μεταβίβαση (εκχώρηση), λόγω πώλησης της παρ.1. Η ανωτέρω καταχώριση γίνεται με δημοσίευση (κατάθεση εντύπου, η μορφή του οποίου καθορίστηκε με την υπ’ αριθ. 161337/30.10.2003 υπουργική απόφαση και ήδη, με την υπ’ αριθ. 20783/9.11.2020 απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης), στο ενεχυροφυλακείο του τόπου της κατοικίας ή της έδρας του μεταβιβάζοντος, ως ενεχυροφυλακεία δε, έως την ίδρυσή τους, με προεδρικό διάταγμα, ορίζονται τα κατά τόπους λειτουργούντα σήμερα Υποθηκοφυλακεία ή Κτηματολογικά Γραφεία της έδρας των Πρωτοδικείων. Συνοπτικά, τα στοιχεία που περιέχονται στο ως άνω έντυπο, με την προκαθορισμένη μορφή, είναι: α) τα στοιχεία των συμβαλλομένων, β) οι όροι της σύμβασης (λ.χ. νόμισμα και ποσό του τιμήματος της αγοράς), γ) ο τύπος των επιχειρηματικών απαιτήσεων, δ) το οφειλόμενο κεφάλαιο, ανά επιχειρηματική απαίτηση και ανά σύνολο, ε) τα στοιχεία των οφειλετών και οι παρεπόμενες εμπράγματες και ενοχικές απαιτήσεις. Περαιτέρω, η παρ.14 του ως άνω άρθρου 10 προβλέπει ότι επί μίας τέτοιας μεταβίβασης επιχειρηματικών απαιτήσεων από τράπεζα σε μία εταιρεία ειδικού σκοπού, είναι δυνατό να ανατεθεί, με έγγραφη σύμβαση, η οποία σημειώνεται στο δημόσιο βιβλίο του άρθρου 3 του Ν. 2844/2000 (παρ.16) η διαχείριση των μεταβιβαζόμενων απαιτήσεων σε πιστωτικό ή χρηματοδοτικό ίδρυμα, το οποίο, στην περίπτωση που η εταιρεία ειδικού σκοπού (απόκτησης) δεν εδρεύει στην Ελλάδα, πρέπει να είναι εγκατεστημένο στην Ελλάδα. Εξάλλου, με τον Ν. 4354/2015, όπως τα άρθρα 1 έως 3 αυτού ίσχυαν κατά τον κρίσιμο επίδικο χρόνο πριν τον Ν. 5072/2023 (άρθρο 41 Ν.5072/2023,όπως τροποποιήθηκε με την παρ.2 άρθρου 101 Ν.5079/2023), εισήχθησαν στην ελληνική έννομη τάξη δύο διακριτά εταιρικά σχήματα: α) οι “εταιρείες απόκτησης” (Ε.Α.Α.Δ.Π.) και β) οι “εταιρείες διαχείρισης” απαιτήσεων εκ δανείων και πιστώσεων (Ε.Δ.Α.Δ.Π.), οι οποίες δραστηριοποιούνται, υπό την εποπτεία της Τράπεζας της Ελλάδος, ενώ προβλέπονται δύο νέα συμβατικά μορφώματα: 1) η σύμβαση πώλησης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις και 2) η σύμβαση διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις. Αμφότερα τα συμβατικά μορφώματα υπόκεινται σε σοβαρούς περιορισμούς, ως προς τον τύπο, τα πρόσωπα που δικαιούνται να συμβληθούν και το περιεχόμενό τους (1 παρ.1 στοιχ.α`,β, 1 παρ.1 στοιχ.γ, 2 παρ.1 του Ν. 4354/2015 κ.α.). Σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 1 στοιχ.β του Ν. 4354/2015, συμβαλλόμενα μέρη στη σύμβαση πώλησης μπορούν να είναι μόνον πιστωτικά ιδρύματα ως πωλητές και μόνον «Ε.Α.Α.Δ.Π.» ως αγοραστές. Αντίστοιχα, στη σύμβαση διαχείρισης δύνανται να συμβάλλονται, αφενός, πιστωτικά ιδρύματα ή “Ε.Α.Α.Δ.Π.” και, αφετέρου, “Ε.Δ.Α.Δ.Π.”. Ειδικότερα, οι Έ.Δ.Α.Δ.Π.” είναι ανώνυμες εταιρείες ειδικού και αποκλειστικού σκοπού, που αποτελούν χρηματοδοτικά ιδρύματα και οφείλουν να λαμβάνουν ειδική άδεια λειτουργίας από την ΤτΕ. Αντικείμενο της δραστηριότητάς τους ορίζεται η διαχείριση των απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις πιστωτικών ή χρηματοδοτικών ιδρυμάτων (άρθρο 1 παρ.ια), οι οποίες μπορεί να είναι είτε καθυστερούμενες είτε ενήμερες. Το άρθρο 2 παρ.1-3 του Ν. 4354/2015 προβλέπει ότι στις Εταιρείες Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις (Ε.Δ.Α.Δ.Π.) δύναται να ανατίθεται η διαχείριση απαιτήσεων από συμβάσεις δανείων ή και πιστώσεων, που έχουν χορηγηθεί ή χορηγούνται από πιστωτικά ή χρηματοδοτικά ιδρύματα, πλην του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων (άρθρα 2 παρ. 1 του Ν. 4354/2015 και 2 παρ.5 στοιχ.δ του Ν. 4261/2014). Η σύμβαση ανάθεσης διαχείρισης απαιτήσεων υπόκειται σε συστατικό έγγραφο τύπο (άρθρο 2 παρ.2 εδ.α του Ν. 4354/2015) και περιλαμβάνει, κατ’ ελάχιστο περιεχόμενο, τα ακόλουθα: (α) τις προς διαχείριση απαιτήσεις και το τυχόν στάδιο μη εξυπηρέτησης κάθε απαίτησης, (β) τις πράξεις της διαχείρισης, οι οποίες μπορεί να συνίστανται, ιδίως, στη νομική και λογιστική παρακολούθηση, την είσπραξη, τη διενέργεια διαπραγματεύσεων με τους οφειλέτες των προς διαχείριση απαιτήσεων και τη σύναψη συμβάσεων συμβιβασμού, κατά την έννοια των άρθρων 871 – 872 ΑΚ ή ρύθμισης και διακανονισμού οφειλών, σύμφωνα με τον Κώδικα Δεοντολογίας, όπως έχει θεσπισθεί, με την υπ’ αριθ. 116/25.8.2014 απόφαση της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος, κατ’ εφαρμογή της παρ.2 του άρθρου 1 του Ν. 4224/2013, (γ) την καταβλητέα αμοιβή διαχείρισης, η οποία, σε κάθε περίπτωση, δεν  μπορεί να μετακυλίεται στον υπόχρεο καταβολής της απαίτησης. Επίσης, σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 4 του άρθρου 2 του άνω Ν. 4354/2015, «Οι Εταιρείες Διαχείρισης νομιμοποιούνται, ως μη δικαιούχοι διάδικοι, να ασκήσουν κάθε ένδικο βοήθημα και να προβαίνουν σε κάθε άλλη δικαστική ενέργεια για την είσπραξη των υπό διαχείριση απαιτήσεων, καθώς και να κινούν, παρίστανται ή συμμετέχουν σε προπτωχευτικές διαδικασίες εξυγίανσης, πτωχευτικές διαδικασίες αφερεγγυότητας, διαδικασίες διευθέτησης οφειλών και ειδικής διαχείρισης των άρθρων 61 επ. του Ν. 4307/2014. Εφόσον οι Εταιρείες συμμετέχουν σε οποιαδήποτε δίκη με την ιδιότητα του μη δικαιούχου διαδίκου το δεδικασμένο της απόφασης καταλαμβάνει και τον δικαιούχο της απαίτησης». Με βάση τη γραμματική διατύπωση της διάταξης του άρθρου 10 παρ. 14 του Ν. 3156/2003, προκύπτει ότι ο νόμος, στην περίπτωση της μεταβίβασης απαιτήσεων, με σκοπό την τιτλοποίηση, κατά τους ορισμούς του, δεν φαίνεται να απονέμει στην εταιρεία διαχείρισης (με την οποία συμβάλλεται η εταιρεία απόκτησης), την ιδιότητα του μη δικαιούχου ή μη υπόχρεου διαδίκου, έστω και έμμεσα, χωρίς πανηγυρική διατύπωση, ώστε η τελευταία να ασκεί, ως μη δικαιούχος διάδικος, κατά παραχώρηση του νομοθέτη, αγωγές και άλλα ένδικα βοηθήματα, ενώπιον των δικαστηρίων για τα δικαιώματα της εταιρείας αποκτήσεως, αιτούμενη έννομη προστασία στο όνομά του, όπως ρητά πράττει για τις εταιρίες διαχειρίσεως του Ν. 4354/2015, στο άρθρο 2 παρ.4 αυτού. Με άλλα λόγια, φαίνεται ότι δεν της απονέμει ενεργητική, κατ’ εξαίρεση, νομιμοποίηση. Ρυθμίζει απλά τους όρους και το πλαίσιο της εκτέλεσης εξώδικων διαχειριστικών (νομικών ή υλικών) πράξεων, με σκοπό την είσπραξη (για λογαριασμό της εντολέως της, δικαιούχου) των απαιτήσεων από τους οφειλέτες. Με βάση, όμως, την αντικειμενική θεωρία του κανόνος δικαίου, με την οποία αναζητείται η ενυπάρχουσα στον κανόνα δικαίου λογική και, κατά την τελολογική ερμηνεία, σύμφωνα με την οποία, αναζητείται, μεταξύ των περισσότερων δυνατών νοημάτων που καλύπτονται από το γράμμα του ερμηνευόμενου κανόνα δικαίου, εκείνο που επιτυγχάνει την πληρέστερη πραγμάτωση του ρυθμιστικού σκοπού του, δηλαδή, την πληρέστερη διασφάλιση της αξιολογικής στάθμισης των εκατέρωθεν συμφερόντων, στο περιεχόμενο της έννοιας της διαχείρισης ή είσπραξης των απαιτήσεων εντάσσεται αναμφίβολα και η δικαστική επιδίωξη αυτής, με την άσκηση των πρόσφορων ενδίκων βοηθημάτων, από πλευράς της εταιρείας διαχείρισης. Τούτο επιρρωνύεται και από τη συστηματική ερμηνεία των ως άνω διατάξεων, οι οποίες παρουσιάζουν νοηματική και λειτουργική συνοχή μεταξύ τους, έτσι ώστε ο κανόνας δικαίου που χρήζει ερμηνείας να ερμηνεύεται, κατά τέτοιον τρόπο, που να βρίσκεται σε αρμονία με τους λοιπούς κανόνες του συστήματος και με το τελευταίο, ως σύνολο, ενόψει του ότι και οι δύο ως άνω νόμοι ορίζουν τη διαχείριση και είσπραξη των απαιτήσεων, ως βασικό τους αντικείμενο, με περαιτέρω εξειδίκευση, ως προς τα δικονομικά δικαιώματα που μπορούν να ασκήσουν οι εταιρείες διαχείρισης, στη μία ή στην άλλη περίπτωση. Δηλαδή, οι ως άνω διατάξεις που ισχύουν παράλληλα, αφού, με τον Ν. 4904/2015, δεν καταργήθηκε η καθιερωθείσα, με τον Ν. 3156/2003, δυνατότητα απόκτησης και διαχείρισης επιχειρηματικών δανείων κλπ., με τιτλοποίηση, δεν αλληλοσυγκρούονται ή δεν αλληλοαναιρούνται, αλλά αλληλοσυμπληρώνονται και αποδείχνουν την αληθινή βούληση του νομοθέτη, για την επέκταση της διαχείρισης μίας απαίτησης και στο πεδίο της δικαστικής τους επιδίωξης, ενόψει και του ότι οι απαιτήσεις που αναφέρονται στο άρθρο 1 του Ν. 4354/2015, μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο τιτλοποίησης και κατά τον Ν. 3156/2003, ο οποίος εφαρμόστηκε αποκλειστικά για απαιτήσεις τραπεζικών ιδρυμάτων και οι προϋποθέσεις που ορίζονται στο πρόσωπο του αγοραστή, στα άρθρα 1 παρ.1 του Ν. 4354/2015 και 10 παρ.2 του Ν. 3156/2003, είναι ίδιες. Η μη αναφορά στον Ν. 3156/2003 του περιεχομένου της διάταξης του άρθρου 2 παρ.4 του Ν. 4354/2015, δεν σημαίνει ότι δεν θα ίσχυαν τα οριζόμενα στο περιεχόμενό της περί χαρακτηρισμού της εταιρείας διαχείρισης, ως μη δικαιούχου ή μη υπόχρεου διαδίκου, αν δεν οριζόταν κάτι σχετικό στον Ν. 4354/2015, ενόψει του ότι η ως άνω έννοια είναι γνωστή στη θεωρία και νομολογία. Με άλλα λόγια, η πηγή της νομιμοποίησης της “Ε.Δ.Α.Δ.Π.” δεν είναι μόνον η προαναφερόμενη συγκεκριμένη, ειδική, νομοθετική ρύθμιση, η οποία “απονέμει” στις εν λόγω εταιρίες την ιδιότητα του μη δικαιούχου ή μη υπόχρεου διαδίκου, με πανηγυρική διατύπωση. Η διαφορετική εκδοχή κείται έξω του σκοπού των νομοθετικών διατάξεων του Ν. 3156/2003, με βάση τη συστηματική και τελολογική ερμηνεία του κανόνος δικαίου, κατά τα προαναφερθέντα. Ο νομοθέτης, με τον Ν. 4354/2015, στην ουσία, εξειδικεύει τις δικονομικές εξουσίες του διαχειριστή της απαίτησης, ως μη δικαιούχου διαδίκου, με βάση τη θεώρηση ότι αυτός είναι πλέον εκείνος που μπορεί να επιδιώξει την είσπραξη της απαίτησης, με τα παρεχόμενα ένδικα βοηθήματα, με τις από εδώ απορρέουσες συνέπειες, ως προς την επέκταση του δεδικασμένου της απόφασης, ρυθμίζοντας μόνον την υπόθεση της δέσμευσης του δικαιούχου διαδίκου από το δεδικασμένο της απόφασης που εκδίδεται σε δίκη με τον δικαιούχο διάδικο (ΟλΑΠ 1/2023 ΝΟΜΟΣ).

Σύμφωνα δε με το άρθρο 623ΚΠολΔ κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 624 έως 634 αυτού μπορεί να ζητηθεί η έκδοση διαταγής πληρωμής για χρηματικές απαιτήσεις ή απαιτήσεις παροχής χρεογράφων, εφόσον η απαίτηση και το οφειλόμενο ποσό αποδεικνύεται με δημόσιο ή ιδιωτικό έγγραφο, ενώ κατά το άρθρο 624 παρ. 1 ιδίου κώδικα, η έκδοση διαταγής πληρωμής μπορεί να ζητηθεί μόνο αν η απαίτηση δεν εξαρτάται από αίρεση, προθεσμία, όρο ή αντιπαροχή και το ποσό των χρημάτων ή των χρεογράφων που οφείλεται είναι ορισμένο, δηλαδή εκκαθαρισμένο. Το έγγραφο πρέπει να είναι νομίμως συντεταγμένο και να έχει κτηθεί με νόμιμο τρόπο, να αποδεικνύει δε κατά τρόπο αναμφισβήτητο την απαίτηση φέρον την ιδιόχειρη υπογραφή του εκδότη, η δε απαίτηση για την οποίαν εκδόθηκε η διαταγή πληρωμής μπορεί να προκύπτει από συνυποβαλλόμενα έγγραφα στη σχετική αίτηση (ΑΠ 495/1997, πρβλ. και ΑΠ 665/2006). Εάν η απαίτηση ή το ποσό της δεν αποδεικνύονται εγγράφως ή αν διαπιστωθεί ότι η συγκεκριμένη χρηματική απαίτηση εξαρτάται από αναβλητική αίρεση και ο δανειστής δεν αποδεικνύει εγγράφως, με το ίδιο το κατ` άρθρο 623 έγγραφο [δημόσιο ή ιδιωτικό που έχει αποδεικτική δύναμη έναντι του καθ΄ ου], την πλήρωση της αίρεσης, ο δικαστής οφείλει, κατ` άρθρο 628ΚΠολΔ, να μην εκδώσει διαταγή πληρωμής, διότι δεν μπορεί να διαγνώσει την απαίτηση στηριζόμενος σε άλλα αποδεικτικά μέσα (ΑΠ 149/2022, 1761/2017), εάν δε, παρά την έλλειψη της διαδικαστικής αυτής προϋπόθεσης, εκδοθεί διαταγή πληρωμής, τότε αυτή ακυρώνεται ύστερα από ανακοπή του οφειλέτη κατά τα άρθρα 632 και 633 αυτού. Η ακύρωση της διαταγής πληρωμής για το λόγο αυτό απαγγέλλεται λόγω διαδικαστικού απαραδέκτου, το οποίο δημιουργεί και η έκδοση διαταγής πληρωμής με βάση έγγραφο που δεν αποδεικνύει άμεσα την απαίτηση και το ποσό αυτής, ή που δεν αποδεικνύει άμεσα την πλήρωση της αίρεσης, ανεξαρτήτως της ύπαρξης της απαίτησης ή της πλήρωσης της αίρεσης και της δυνατότητας απόδειξής τους με άλλα αποδεικτικά μέσα. Με την ανακοπή των άρθρων 632 και 633ΚΠολΔ προβάλλονται λόγοι είτε κατά του κύρους της διαταγής πληρωμής για έλλειψη διαδικαστικής προϋπόθεσης έκδοσής της, όπως συμβαίνει στην περίπτωση της μη έγγραφης απόδειξης της απαίτησης για την οποία εκδόθηκε ή της μη έγγραφης απόδειξης της πλήρωσης της αίρεσης, είτε κατά της ύπαρξης της απαίτησης. Στη δίκη της ανακοπής δεν εκδικάζεται η υπόθεση καθολικά αλλά μόνο στο μέτρο των υποβαλλόμενων λόγων ανακοπής. Οι λόγοι αυτοί σε συνδυασμό με το αίτημα της ανακοπής προσδιορίζουν την έκταση της εκκρεμοδικίας που επέρχεται με την άσκηση της και αναγκαίως οριοθετούν το αντικείμενο της δίκης της ανακοπής. Κατά των λόγων της ανακοπής αυτής εκείνος, κατά του οποίου στρέφεται, μπορεί να αμυνθεί είτε αρνούμενος αυτούς είτε με την προβολή αντενστάσεων κατ` αυτών (ΟλΑΠ 43/2005, ΟλΑΠ 10/1997, ΑΠ 149/2022, ΑΠ 933/2011).

Από την επανεκτίμηση των αποδεικτικών μέσων που προσκομίστηκαν ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και ειδικότερα από όλα τα έγγραφα που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν νομίμως, είτε προς άμεση απόδειξη είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, σε συνδυασμό και με τα διδάγματα της κοινής πείρας, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ) αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει της από 1.11.2010 σύμβασης δανείου, που καταρτίστηκε μεταξύ της τράπεζας, τότε με την επωνυμία «……………….», εν συνεχεία με την επωνυμία «…………..» [υπ’ αριθμ. 8195/2012 ΦΕΚ τ.Α.Ε./Ε.Π.Ε.] και ήδη σήμερα με την επωνυμία «………..» και το διακριτικό τίτλο «…………», ως καθολικής διαδόχου της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «………………», λόγω διάσπασης της τελευταίας με απόσχιση του κλάδου της τραπεζικής της δραστηριότητας και σύστασης της πρώτης τραπεζικής εταιρείας (άρθρο 16 v. 2515/1997 και άρθρα 57 παρ. 3 και 59-74 v. 4601/2019) ως δανείστριας και της αλλοδαπής εταιρείας, με την επωνυμία «……………», που έχει συσταθεί και λειτουργεί με βάση τη νομοθεσία της Δημοκρατίας της Λιβερίας, με έδρα της στη ………, επί της οδού,………., και πραγματική έδρα στον Πειραιά (οδός ………..), νόμιμα εκπροσωπούμενη, ως δανειολήπτρια (βλ. επικυρωμένοαπό τον πληρεξούσιο δικηγόρο της καθ΄ ης – διαχειρίστριας, αντίγραφο της σύμβασης δανείου με την αντίστοιχη μετάφραση αυτής από την Αγγλική στην Ελληνική γλώσσα νομίμως επικυρωμένη), χορηγήθηκε στην τελευταία, εμπραγμάτως εξασφαλισμένη δανειακή διευκόλυνση, με κυμαινόμενο επιτόκιο, ποσού ενός εκατομμυρίου διακοσίων χιλιάδων Δολαρίων Η.Π.Α. ($1.200.000), σύμφωνα με τα συμβατικά προβλεπόμενα στον όρο 1.1. της ως άνω σύμβασης, προκειμένου να χρησιμοποιηθεί από την τελευταία για σκοπούς κεφαλαίου κίνησης και η οποία διέπεται από τους ειδικότερους όρους και συμφωνίες που περιέχονται στο κείμενο της εν λόγω δανειακής σύμβασης, η οποία τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε με την από 24 Μαϊου 2011 Πρώτη Συμπληρωματική Σύμβαση. Η αποπληρωμή του δανείου συμφωνήθηκε (όρος 3 της σύμβασης) να λάβει χώρα μέσω έξι (6) ισόποσων διαδοχικών τριμηνιαίων δόσεων, καθεμιά από τις οποίες θα ισούται με το ποσό των εκατό χιλιάδων δολαρίων ($100.000) και καθεμιά θα πρέπει να αποπληρωθεί σε καθεμιά από τις ημερομηνίες αποπληρωμής έτσι, η πρώτη θα αποπληρωθεί την ημερομηνία που πέφτει τρεις (3) μήνες από την ημερομηνία ανάληψης του δανείου και καθεμιά από τις επόμενες διαδοχικά δόσεις θα καθίσταται καταβλητέα σε καθεμιά από τις ημερομηνίες που θα λάβουν χώρα τρεις (3) μήνες μετά την αμέσως προηγούμενη ημερομηνία αποπληρωμής, με την τελευταία από τις δόσεις αποπληρωμής να είναι καταβλητέα κατά την τελική ημερομηνία λήξης και ii) της επιπλέον πληρωμής ποσού εξακοσίων χιλιάδων Δολαρίων ($ 600.000) [«Εφάπαξ Δόση (ΒαΙΙοοη»] που είναι πληρωτέο κατά την τελική ημερομηνία λήξης. Με τον όρο 2.9. της σύμβασης δανείου συμφωνήθηκε και έγινε αποδεκτό από τη δανειολήπτρια ότι καταστάσεις ή φωτοτυπίες ή άλλες αναπαραγωγές των βιβλίων και/ή αρχείων της τράπεζας, καθώς και αντίγραφα κίνησης λογαριασμών ή πιστοποιητικά υπογεγραμμένα από εξουσιοδοτημένο στέλεχός της θα είναι οριστικά δεσμευτικά και θα αποτελούν πλήρη απόδειξη για την δανειολήπτρια σχετικά με την ύπαρξη και/ή του ποσού ανά πάσα στιγμή της εκκρεμούς οφειλής, οποιουδήποτε οφειλόμενου ποσού βάσει της σύμβασης, του ισχύοντος επιτοκίου ή επιτοκίου αθέτησης ή οποιουδήποτε άλλου ποσοστού προβλέπεται από ή αναφέρεται στην σύμβαση, για την περίοδο εκτοκισμού, της αξίας των πρόσθετων εξασφαλίσεων βάσει του όρου 8.4 (γ) της σύμβασης δανείου, την πληρωμή ή μη πληρωμή οποιουδήποτε ποσού και/ή οποιοδήποτε άλλο γεγονός αθέτησης αλλά θα επιτρέπεται στη δανειολήπτρια να αντικρούσει τα αποδεικτικά μέσα αυτά με οποιαδήποτε αποδεικτικά μέσα πλην των μαρτύρων. Σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στον όρο 9 της σύμβασης δανείου συμφωνήθηκε ότι θα υφίσταται γεγονός αθέτησης υποχρέωσης σε περίπτωση που λάβει χώρα οιοδήποτε από τα γεγονότα τα οποία περιγράφονται στους όρους 9.1. έως 9.7. της σύμβασης δανείου, ήτοι μεταξύ άλλων, εάν η δανειολήπτρια δεν καταβάλει κατά τη δήλη ημέρα πληρωμής οιοδήποτε ποσό οφείλεται από αυτήν σύμφωνα με τη σύμβαση δανείου ή οιοδήποτε από τα εξασφαλιστικά έγγραφα, ή στην περίπτωση ποσών πληρωτέων σε πρώτη όχληση εντός τριών (3) εργάσιμων ημερών από τη σχετική όχλησή του για πληρωμή. Στο πλαίσιο αυτό, σύμφωνα με τους όρους 9.8. και 9.9. της σύμβασης δανείου, η τράπεζα υπό την επιφύλαξη οιωνδήποτε άλλων δικαιωμάτων της έχει το δικαίωμα, κατόπιν σχετικής ειδοποίησης προς τη δανειολήπτρια να κηρύξει ληξιπρόθεσμο και απαιτητό ολόκληρο το ποσό του δανείου, τους επ’ αυτού τόκους ως και οιοδήποτε οφειλόμενο δυνάμει της σύμβασης δανείου και των λοιπών εξασφαλιστικών εγγράφων, ποσό σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στους σχετικούς ως άνω όρους. Περαιτέρω, δυνάμει των από 1.11.2010 συμβάσεων παροχής εγγύησης μεταξύ της ως άνω τράπεζας, τότε με την επωνυμία «………..», εν συνεχεία με την επωνυμία «……………» [υπ’ αριθμ. 8195/2012 ΦΕΚ τ.Α.Ε./Ε.Π.Ε.] και ήδη σήμερα με την επωνυμία «…………» και το διακριτικό τίτλο «…….», ως καθολικής διαδόχου της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «………………..», λόγω διάσπασης της τελευταίας με απόσχιση του κλάδου της τραπεζικής της δραστηριότητας και σύστασης της πρώτης τραπεζικής εταιρείας (άρθρο 16 v. 2515/1997 και άρθρα 57 παρ. 3 και 59-74 v. 4601/2019) ως υπέρ ης η εγγύηση και της 1ης και 2ης των καθ΄ ων η αίτηση έκδοσης της επίδικης διαταγής πληρωμής {2ης και 3ης των ανακοπτόντων – εκκαλούντων}, αλλοδαπών εταιρειών με την επωνυμία «…………..» {εγγυητής Α} και «……………» {εγγυητής Β}, αντίστοιχα, [«Σύμβαση εγγύησης Α»], που αμφότερες εδρεύουν στην ……….. και εκπροσωπούνται νόμιμα και του 3ου των καθ΄ ων η αίτηση έκδοσης της επίδικης διαταγής πληρωμής {1ου των ανακοπτόντων – εκκαλούντων}, …………., [«Σύμβαση εγγύησης Β»/εγγυητής Γ], ως εγγυητές εγγυήθηκαν προς την τράπεζα, ανεπιφύλακτα, ανέκκλητα, έκαστος αλληλεγγύως και εις ολόκληρον, ευθυνόμενοι ως πρωτοφειλέτες, παραιτούμενοι των ενστάσεων διαιρέσεως και διζήσεως (παντός ετέρου δικαιώματος, πλεονεκτήματος και προνομίου παρεχόμενου στον εγγυητή από τις οικείες διατάξεις του νόμου), σύμφωνα και με τα συμβατικά προβλεπόμενα στον όρο 2.14. εκάστης εκ των ανωτέρω συμβάσεων εγγύησης, την πλήρη, δέουσα και  από την πρωτοφειλέτιδα δανειολήπτρια εταιρεία όλων των υποχρεώσεών της που έχει αναλάβει έναντι της τράπεζας, καθώς και τη δέουσα και εμπρόθεσμη εξόφληση προς την τράπεζα παντός ποσού εκ κεφαλαίου, τόκων, τόκων υπερημερίας και λοιπών εξόδων και δαπανών που οφείλεται από τη δανειολήπτρια δυνάμει της σύμβασης δανείου. Συμφωνήθηκε, δε, ρητά και υπό την επιφύλαξη του όρου 2.2. ότι έκαστος εκ των εγγυητών αναγνωρίζει ότι αποσπάσματα ή φωτοτυπίες των βιβλίων της τράπεζας καθώς και δηλώσεις λογαριασμών ή  πιστοποιητικά υπογεγραμμένα από εξουσιοδοτημένο στέλεχος της τράπεζας θα είναι οριστική απόδειξη και δεσμευτικά για αυτούς (τους εγγυητές) σχετικά με την ύπαρξη οποιουδήποτε ποσού οφειλόμενου βάσει της σύμβασης δανείου, του ισχύοντος επιτοκίου ή επιτοκίου υπερημερίας ή οποιουδήποτε άλλου επιτοκίου που προβλέπεται από ή αναφέρεται στη σύμβαση δανείου, την περίοδο επιτοκίου, την αξία πρόσθετων εξασφαλίσεων, την καταβολή ή μη καταβολή οποιουδήποτε ποσού και/ή την επέλευση γεγονότος αθέτησης υποχρέωσης (όρος 2.13 εκάστης σύμβασης παροχής εγγύησης). Με τον όρο 11.1. εκάστης σύμβασης εγγύησης ορίστηκε από τους εγγυητές το δικηγορικό γραφείο ………., οδός ……., ως αντίκλητός τους, ενώ με την από 24.5.2011 επιστολή των εγγυητών Α και Β προς την τράπεζα που έγινε δεκτή συμφωνήθηκε η μεταφορά της έδρας των εταιρειών από τη …. στην ……. Την 24.5.2011 καταρτίστηκε μεταξύ της τράπεζας, της δανειολήπτριας και των εγγυητών η πρώτη συμπληρωματική σύμβαση της σύμβασης δανείου με την οποία, μεταξύ άλλων, αφενός αναφέρεται ότι δεν έχει αθετηθεί από τον δανειολήπτη ή κάποιον από τους εγγυητές κάποια υποχρέωση που έχει αναλάβει έναντι της δανειολήπτριας και αφετέρου ο δανειολήπτης και οι εγγυητές αναγνώρισαν και δήλωσαν ότι το ανεξόφλητο κεφάλαιο στο πλαίσιο της κύριας συμφωνίας ανέρχεται κατά την ημερομηνία υπογραφής της εν λόγω συμπληρωματικής σύμβασης στο ένα εκατομμύριο ($1.000.000) δολάρια. Σε εκπλήρωση των συμβατικών προβλέψεων η τράπεζα χορήγησε στην δανειολήπτρια έντοκο δάνειο ποσού ενός εκατομμυρίου διακοσίων χιλιάδων δολαρίων Η.Π.Α. ($1.200.000), το οποίο, όπως προκύπτει από τον με αριθμό …………… δανειακό λογαριασμό, εκταμιεύθηκε την 3.11.2010. Σύμφωνα, δε, με τους όρους της σύμβασης δανείου και προς εξυπηρέτηση της εν λόγω σύμβασης ανοίχτηκαν και τηρήθηκαν στην τράπεζα επ’ ονόματι της δανειολήπτριας πρωτοφειλέτιδας εταιρείας οι με αριθμούς ……… δανειακοί λογαριασμοί χρήσεως. Ειδικότερα αποδείχθηκε ότι: (1) η τράπεζα άνοιξε την 03.11.2010 τον με αριθμό ………. λογαριασμό εξυπηρέτησης της σύμβασης δανείου, στον οποίο πιστώθηκε το δανειζόμενο ποσό, ανερχόμενο σε ένα εκατομμύριο διακόσιες χιλιάδες Δολάρια ΗΠΑ ($ 1.200.000). Την 04.11.2013 ο εν λόγω λογαριασμός παρουσίαζε υπόλοιπο, $ 601.325,41, ποσό το οποίο μεταφέρθηκε την ημέρα εκείνη (04.11.2013) στον με αριθμό …………. (ο οποίος ανοίχτηκε αυθημερόν). Ακολούθως, ο αρχικός λογαριασμός με αριθμό ………. παρουσίασε μηδενικό υπόλοιπο και έκλεισε την 30.11.2013. Επιπλέον, κατά το διάστημα αυτό λειτουργίας του με αριθμό ……….. λογαριασμού (03.11.2010 έως 04.11.2013) ανοίχθηκαν και κινήθηκαν και οι ακόλουθοι δανειακοί λογαριασμοί εξυπηρέτησης/χρήσεως του δανείου:(2) την 03.02.2012 ανοίχθηκε o με αριθμό ………. δανειακός λογαριασμός, στον οποίο μεταφέρθηκε, από τον ως άνω αναφερόμενο, με αριθμό ………. δανειακό λογαριασμό, το ποσό των διακοσίων πενήντα χιλιάδων Δολαρίων ΗΠΑ ($ 250.000), ποσό το οποίο εν συνεχεία, την 08.02.2012, η τράπεζα μετέφερε (από τον με αριθμό ……… λογαριασμό) στον με αριθμό …….. δανειακό λογαριασμό. Έτσι, μετά την ανωτέρω μεταφορά o με αριθμό …………. λογαριασμός εμφάνισε μηδενικό υπόλοιπο. Ο λογαριασμός αυτός ακολούθως, την 29.02.2012 έκλεισε με μηδενικό υπόλοιπο, (3) O με αριθμό ………… λογαριασμός ανοίχθηκε τηv 08.02.2012, ημέρα κατά την οποία έγινε η μεταφορά του ποσού των $ 250.000 από το με αριθμό …………. δανειακό λογαριασμό (ως άνω υπό 2). Την 04.11.2013, ο εν λόγω λογαριασμός παρουσίασε υπόλοιπο $ 346.126,28, ποσό το οποίο μεταφέρθηκε την ημέρα εκείνη (04.11.2013) στον με αριθμό ……….. δανειακό λογαριασμό. Κατόπιν της μεταφοράς αυτής, ο με αριθμό …………. δανειακός λογαριασμός παρουσίασε μηδενικό υπόλοιπο και έκλεισε (με μηδενικό κατάλοιπο) την 30.11.2013, (4) O ακριβώς ανωτέρω αναφερθείς, με αριθμό …………… δανειακός λογαριασμός, άνοιξε την 10.01.2013, ημέρα κατά την οποία μεταφέρθηκε στο λογαριασμό αυτόν, από τον με αριθμό …………. δανειακό λογαριασμό, το ποσό των χιλίων οκτακοσίων σαράντα οκτώ Δολαρίων ΗΠΑ και σαράντα πέντε λεπτών ($ 1.848,45). Ο εν λόγω, με αριθμό ……… δανειακός λογαριασμός την 04.11.2013 παρουσίαζε υπόλοιπο ποσού $ 349.740,87 (το οποίο προήλθε κατά τα ανωτέρω υπό (3) από μεταφορά ποσού $ 346.126,28 από τον με αριθμό …….. λογαριασμό συν ποσό $ 3.614,59). Την ημέρα εκείνη (04.11.2013), (α) το ποσό των ανεξόφλητων δόσεων, $ 345.000, μεταφέρθηκε στον με αριθμό ………… δανειακό λογαριασμό, ο οποίος ανοίχθηκε εκείνη την ημέρα, (β) το ποσό των $ 1.126,28 και το ποσό τόκων των 33.614,59 μεταφέρθηκαν την 04.11.2013 στο με αριθμό …….. δανειακό λογαριασμό. Κατόπιν των εν λόγω μεταφορών, o με αριθμό ……………… δανειακός λογαριασμός, παρουσίασε μηδενικό υπόλοιπο και έκλεισε με μηδενικό υπόλοιπο, την 30.11.2013, (5) Ο με αριθμό ……………   δανειακός λογαριασμός ανοίχθηκε την 10.01.2013, ημέρα κατά την οποία μεταφέρθηκε στο λογαριασμό αυτόν το ποσό των $ 2.181,37, από τον με αριθμό ……….. δανειακό λογαριασμό. Ο με αριθμό …………. κινήθηκε περαιτέρω και την 31.12.2013 έκλεισε με μηδενικό υπόλοιπο, (6) Ο με αριθμό …………. δανειακός λογαριασμός ανοίχθηκε την 04.11.2013, ημέρα κατά την οποία μεταφέρθηκε στο λογαριασμό αυτόν το ποσό των $ 345.000, από τον με αριθμό …………. δανειακό λογαριασμό, καθώς και το ποσό των $600.000 από τον με αριθμό ……….. δανειακό λογαριασμό. O εν λόγω, με αριθμό ……… δανειακός λογαριασμός, κινήθηκε περαιτέρω και την 08.07.2016 παρουσίαζε υπόλοιπο $945 .000, το οποίο την ημέρα εκείνη (08.07.2016) μεταφέρθηκε στον με αριθμό ………. λογαριασμό οριστικής  καθυστέρησης (ο οποίος άνοιξε την ίδια εκείνη ημέρα 08.07.2016). Η κίνηση των άνω λογαριασμών χρήσεως (δανειακοί) φέρει επ’ αυτής βεβαίωση των υπαλλήλων της τράπεζας,  ……. και ………….. ότι (α) αφορά απόσπασμα των εμπορικών βιβλίων της, που τηρούνται μηχανογραφικά σε ειδική ηλεκτρονική εφαρμογή («το σύστημα»),   (β) παρήχθη από συνδεδεμένο με το σύστημα ηλεκτρονικό εκτυπωτή της ιδιοκτησίας της σε γνήσια εκτύπωση και (γ) ότι αποτελεί έγχαρτη μορφή, όμοια της εμφανιζόμενης στο σύστημα  απεικόνισης και παρέχει οριστική,  δεσμευτική και πλήρη αποδεικτική ισχύ έναντι της δανειολήπτριας και των εγγυητών αναφορικά με την παρούσα απαίτηση της τράπεζας κατά τα συμφωνηθέντα στον όρο 2.9. της σύμβασης δανείου και τους όρους 2.2, όρο 2.13 εκάστης σύμβασης εγγύησης. Η δανείστρια τράπεζα με την από 29.07.2020 και με αριθ. πρωτ. ………………. με θέμα: «H από 01.11.2010 σύμβαση δανείου», εξώδικη πρόσκλησή της,  που κοινοποιήθηκε νόμιμα στην δανειολήπτρια και στους εκκαλούντες στις 10.8.2020 και ειδικότερα: α) στον …….., ως αντίκλητο της δανειολήπτριας και των εγγυητών, όπως αποδεικνύεται από τις επικαλούμενες και προσκομιζόμενες από την εφεσίβλητη υπ’ αριθ. …/10.08.2020, …./10.08.2020, …../10.08.2020 και …./10.08.2020 εκθέσεις επίδοσης, αντίστοιχα, της δικαστικής επιμελήτριας της Περιφέρειας Εφετείου Αθηνών, με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών, ………… και β) στους εγγυητές Α και Β στη Λευκωσία Κύπρου, όπως προκύπτει από τις από 25.08.2020 ένορκες δηλώσεις, επιδόσεις του ιδιώτη — Επιδότη, …………, η τράπεζα γνωστοποίησε σε αυτούς ότι το δάνειο έληξε την 04.11.2013 χωρίς η δανειολήπτρια να έχει εξοφλήσει ως όφειλε και ότι την 29.07.2020 {ημερομηνία σύνταξης της εξώδικης δήλωσης} η συνολική απαίτηση της τράπεζας από την άνω αιτία, με συνυπολογισμό των γενόμενων πιστώσεων, των τόκων κάθε φύσης και των εξόδων διαμορφώθηκε στο ποσό των 1.474.901,71 δολαρίων ΗΠΑ, αναλυόμενο ως ακολούθως:α) 945.000,00 USD για το κεφάλαιο του δανείου, [ήτοι τις δόσεις που ήταν καταβλητέες την 03.08.2011, την 03.11.2011, την 03.02.2012, την 03.05.2012 και την 03.11.2012, ποσού 45.000,00 USD η πρώτη, 100.000,00 USD έκαστη των τριών επόμενων δόσεων και ποσού 600.000 USD της τελευταίας δόσης] και β) το ποσό των 10.319,19 ληξιπρόθεσμους συμβατικούς τόκους περιόδου από 16.08.2013 έως την λήξη του δανείου [04.11.2013] και τόκους υπερημερίας ληξιπρόθεσμων δόσεων, ότι η απαίτηση της τράπεζας κατά την λήξη του δανείου [04.11.2013] ανήλθε στο ποσό των 955.319,19 δολαρίων ΗΠΑ, το οποίο φέρει συμβατικούς τόκους υπερημερίας από την επομένη ημέρα της λήξης του δανείου, ήτοι από 05.11.2013  και εφεξής, μέχρι την ολοσχερή εξόφληση, ότι η συμφωνία μεταξύ τους ήταν οι τόκοι υπερημερίας να ανατοκίζονται ανά εξάμηνο και ότι ήδη στις 29.7.2020 {αναγραφόμενη ημερομηνία στην εξώδικη δήλωση} η συνολική απαίτηση της τράπεζας από την άνω αιτία, με συνυπολογισμό των γενόμενων πιστώσεων, των τόκων κάθε φύσης και των εξόδων ανήλθε στο ποσό του ενός εκατομμυρίου τετρακοσίων εβδομήντα τεσσάρων χιλιάδων εννιακοσίων ενός δολαρίων ΗΠΑ και εβδομήντα ενός σεντς {1.474.901,71 USD} και κάλεσε τους εκκαλούντες να προβούν στην άμεση εξόφληση της ή του ισόποσου σε ευρώ κατά την ημέρα της καταβολής, εντόκως με το συμβατικό τόκο υπερημερίας από 30.07.2020 και εφεξής. Περαιτέρω, το ποσό των εξόδων διαχείρισης την 20.01.2021 ανήλθε σε εννέα χιλιάδες τριακόσια τριάντα οκτώ ευρώ και έξι λεπτά (€9.338,06), όπως αποδεικνύεται από την καρτέλα εξωλογιστικού υπολογισμού οφειλής των με αριθμό ……. και ………… λογαριασμών οριστικής καθυστέρησης, από την οποία αποδεικνύεται το ποσό της απαίτησης της δανείστριας τράπεζας, μετά τις γενόμενες πιστώσεις και χρεώσεις τόκων και εξόδων, ενώ το πρωτότυπο απόσπασμα της κίνησης του ως άνω εξωλογιστικού υπολογισμού οφειλής σε οριστική καθυστέρηση, το οποίο φέρει επ΄ αυτού βεβαίωση των υπαλλήλων της, ……… και …………. αποτελεί πλήρη, οριστική και δεσμευτική απόδειξη για την απαίτηση εναντίον των εκκαλούντων από την σύμβαση δανείου, κατά τα συμφωνηθέντα στον όρο 2.9. της σύμβασης δανείου και τους όρους 2.2. και 2.13 εκάστης σύμβασης εγγύησης. Στο μεταξύ, στις 20.3.2020 ολοκληρώθηκε η διαδικασία της διάσπασης της «……………….» («Διασπώμενη») με απόσχιση του κλάδου της τραπεζικής της δραστηριότητας και σύσταση νέου πιστωτικού ιδρύματος με την επωνυμία «……….» και το διακριτικό τίτλο «………» («Επωφελούμενη»). Η διάσπαση και η σύσταση του νέου πιστωτικού ιδρύματος έλαβε χώρα κατ΄ εφαρμογή του άρθρου 16 v. 2515/1997 και των άρθρων 57 παρ. 3 και 59-74 του ν. 4601/2019, όπως ισχύουν. Με την καταχώριση στο Γενικό Εμπορικό Μητρώο (Γ.Ε.ΜΗ.) των στοιχείων που απαιτεί ο νόμος συντελέστηκε η διάσπαση και η σύσταση νέου πιστωτικού ιδρύματος. Δυνάμει δε της από 25.05.2021 σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης επιχειρηματικών απαιτήσεων, περίληψη της οποίας καταχωρίστηκε  νόμιμα αυθημερόν στα δημόσια βιβλία του άρθρου 3 του ν. 2844/2000 του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών και έλαβε αρ. πρωτ. …/25.05.2021 στον τόμο …, με αυξ. αρ. …, η ως άνω «…………….» μεταβίβασε μεταξύ άλλων και την επίδικη απαίτησή της στο πλαίσιο τιτλοποίησης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις, σύμφωνα με τις διατάξεις ν. 3156/2003, στην αλλοδαπή εταιρεία ειδικού σκοπού, με την επωνυμία «………» (……………), που εδρεύει στο ………….. της Ιρλανδίας (οδός ………..), με αριθμό καταχώρισης στο μητρώο εταιρειών της Ιρλανδίας (……….) ……….., όπως εκπροσωπείται νόμιμα. Κατά δε το άρθρο 10 του v. 3156/2003 η μεταβίβαση αυτή έχει τα αποτελέσματα της εκχώρησης, σύμφωνα με τα άρθρα 39 και 44 του νδ 17.7-13.8/1923 και η καταχώριση της περίληψης της σύμβασης στο δημόσιο βιβλίο έχει αποτελέσματα αναγγελίας της εκχώρησης στον δανειολήπτη, κατά δε τα άρθρα 455 ΑΚ επ. με την εκχώρηση μεταβιβάστηκαν και οι εμπράγματες ασφάλειες που ασφάλιζαν την εν λόγω απαίτηση. Από την παραπάνω σύμβαση μεταβίβασης απαιτήσεων σε συνδυασμό με το υπ’ αριθμ. πρωτ. …., σελ. 10065, επικυρωμένο απόσπασμα που έχει επισυναφθεί στην παραπάνω περίληψη της σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης επιχειρηματικών απαιτήσεων και έχει εξαχθεί από τα δημόσια βιβλία του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών (v. 2844/2000) αποδεικνύεται ότι μεταξύ των εκχωρημένων δανείων είναι και η επίδικη απαίτηση (Τομ. … και αρ. …). Στη συνέχεια, η αλλοδαπή εταιρεία ειδικού σκοπού ανέθεσε την διαχείριση των απαιτήσεών της στην εφεσίβλητη, ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «……….» και το διακριτικό τίτλο «………….», νομίμως εκπροσωπούμενης, αδειοδοτηθείσα από την Τράπεζα της Ελλάδος, σύμφωνα με τον νόμο 4354/2015. Ακολούθως η εν λόγω διαχειρίστρια εταιρεία με την ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά και σε βάρος των εκκαλούντων (καθ΄ων η αίτηση προς έκδοση διαταγής πληρωμής) από 30.7.2021 αίτησή της {ΓΑΚ/ΕΑΚ ………/3.8.2021}, στην οποία αναφέρονται όλα τα παραπάνω στοιχεία σχετικά με την επίδικη τοκοχρεωλυτική σύμβαση δανείου και οι δανειακοί λογαριασμοί που τηρήθηκαν κατά την διάρκεια ισχύος της έως την λήξη αυτής στις 4.11.2013 αναφέροντας την, κατά τα προαναφερθέντα, ενεργητική νομιμοποίησή της σχετικά με την άσκηση της αίτησης, το κλείσιμο των εν λόγω λογαριασμών και το πέρασμα του ληξιπρόθεσμου και απαιτητού δανείου στους προαναφερόμενους λογαριασμούς οριστικής καθυστέρησης, ζήτησε την έκδοση διαταγής πληρωμής για την απαίτηση που διαχειριζόταν από την επίδικη σύμβαση δανείου, το οποίο, όπως λέχθηκε, είχε λήξει ήδη με την πάροδο του χρονικού διαστήματος της καταβολής των έξι τριμηνιαίων δόσεων από την εκταμίευση του δανείου, όπως είχε συμφωνηθεί. Επί της αίτησης αυτής εκδόθηκε η προσβαλλόμενη υπ΄αριθμ. ……./3.9.2021 διαταγή πληρωμής του Δικαστή τού ως άνω Δικαστηρίου, με την οποία και υποχρεώθηκαν οι εκκαλούντες να καταβάλουν, εις ολόκληρον έκαστος, στην εφεσίβλητη, με την ιδιότητά τους ως εγγυητές στην επίδικη σύμβαση δανείου το προαναφερόμενο ποσό του ενός εκατομμυρίου τετρακοσίων εβδομήντα τεσσάρων χιλιάδων εννιακοσίων ενός δολαρίων ΗΠΑ και εβδομήντα ενός λεπτών (1.474.901,71$) ή το ισόποσο αυτού σε ευρώ, κατά την ημέρα καταβολής, εντόκως με το συμβατικό επιτόκιο υπερημερίας από την επομένη της καταγγελίας της σύμβασης δανείου, ήτοι από την 30.7.2020, των τόκων ανατοκιζομένων ανά εξάμηνο, πλέον εξόδων, ποσού εννέα χιλιάδων τριακοσίων τριάντα οκτώ ευρώ και έξι λεπτών (9.338,06€), μέχρι την ολοσχερή εξόφληση καθώς και ποσό δεκατριών χιλιάδων (13.000) ευρώ για τα δικαστικά έξοδα έκδοσης της διαταγής πληρωμής. Οι εκκαλούντες –  καθ΄ ων η διαταγή πληρωμής άσκησαν την από 15-10-2021 ανακοπή τους, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με ΓΑΚ/ΕΑΚ ………../18.10.2021, η οποία προσδιορίστηκε για να συζητηθεί κατά τη δικάσιμο της 29-03-2022, οπότε αφού έλαβε χώρα συζήτηση αυτής εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 1487/2022 απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου, με την οποία κηρύχθηκε αυτό αναρμόδιο και παραπέμφθηκε η υπόθεση προς εκδίκαση στο αρμόδιο καθ’ ύλην και κατά τόπο Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιά. Με την από 09-06-2022 κλήση τους, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του αρμόδιου κατά παραπομπή ως άνω Δικαστηρίου, με ΓΑΚ/ΕΑΚ …………/16.06.2022 και προσδιορίστηκε να συζητηθεί για την δικάσιμο της 27.9.2022 και γράφτηκε στο πινάκιο, οι ανακόπτοντες – καλούντες επανέφεραν προς συζήτηση την ανακοπή τους και εκδόθηκε επ΄ αυτής η προσβαλλόμενη με αρ. 726/2023 απόφαση, η οποία απέρριψε την ανακοπή. Με τον δεύτερο λόγο της έφεσης οι εκκαλούντες ισχυρίζονται ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο αν και όφειλε να εξετάσει αυτεπαγγέλτως την ενεργητική νομιμοποίηση της εφεσίβλητης εσφαλμένα απέρριψε ως απαράδεκτο τον υποβαλλόμενο το πρώτον με τις προτάσεις τους, σχετικό ισχυρισμό, με την αιτιολογία ότι προτείνεται για πρώτη φορά από αυτούς με τις προτάσεις τους και δεν διαλαμβάνεται ως λόγος ανακοπής στο δικόγραφο της ανακοπής τους, ούτε έχει προβληθεί με πρόσθετους λόγους ανακοπής. Ειδικότερα, οι εκκαλούντες με τις πρωτόδικες προτάσεις τους ισχυρίστηκαν ότι η εφεσίβλητη (καθ΄ης η ανακοπή) στερείται ενεργητικής νομιμοποίησης για την έκδοση της επίδικης διαταγής πληρωμής και για την διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης, που άρχισε με την κοινοποιηθείσα επιταγή προς πληρωμή δεδομένου ότι η μεταξύ αυτής και της εταιρείας ειδικού σκοπού «………………..» συναφθείσα, βάσει των διατάξεων του ν. 3156/2003, σύμβαση διαχείρισης απαιτήσεων ιδρύει σχέση αντιπροσώπευσης, η οποία δεν της παρέχει το δικαίωμα να προβεί στην έκδοση διαταγής πληρωμής, αφού δεν έχει αποκτήσει την ιδιότητα του μη δικαιούχου διαδίκου και επίσης, ότι στο προσκομιζόμενο αντίγραφο αποσπάσματος των στοιχείων των τιτλοποιούμενων απαιτήσεων, που επισυνάπτεται ως παράρτημα στην ανωτέρω περίληψη της σύμβασης, δεν αναφέρεται ο αριθμός της δανειακής σύμβασης και η ημερομηνία αυτής, ούτε η αμοιβή του διαχειριστή. Επί του λόγου αυτού λεκτέα τα ακόλουθα:

Η κατά το άρθρο 632 ΚΠολΔ ανακοπή κατά της διαταγής πληρωμής αποτελεί ειδική μορφή της ανακοπής των άρθρων 583 επ. ΚΠολΔ και ασκείται όπως η αγωγή. Το δικόγραφό της πρέπει να περιέχει με τρόπο σαφή και ορισμένο όλες τις ενστάσεις (λόγους) κατά του κύρους της διαταγής πληρωμής, ενώ στην ανοιγόμενη με την ανακοπή δίκη δεν εκδικάζεται καθολικά η υπόθεση αλλά στο μέτρο των υποβαλλόμενων λόγων της ανακοπής. Οι λόγοι αυτοί, συνδυαζόμενοι με το αίτημα της ανακοπής, προσδιορίζουν την έκταση της εκκρεμοδικίας και οριοθετούν δεσμευτικώς το αντικείμενο της δίκης επί της ανακοπής (Ολ ΑΠ 10/1997). Ειδικότερα, το δικόγραφο της ανακοπής πρέπει να περιέχει τους λόγους αυτής, δηλαδή να προσδιορίζει την έλλειψη εκείνων των ουσιαστικών ή διαδικαστικών προϋποθέσεων που δικαιολογούν την ακύρωση της διαταγής πληρωμής (ΑΠ 925/2020 ΝΟΜΟΣ). Νέοι λόγοι, μη περιεχόμενοι στο δικόγραφο της ανακοπής, δεν επιτρέπεται να προταθούν από τον ανακόπτοντα για πρώτη φορά με τρόπο διάφορο του οριζόμενου στο άρθρο 585 παρ. 2 εδ. β` ΚΠολΔ και δη με τις έγγραφες προτάσεις του ανακόπτοντος στην πρωτοβάθμια ή δευτεροβάθμια δίκη ή με το δικόγραφο της έφεσης, των πρόσθετων λόγων αυτής ή της αναιρέσεως, κατά της απόφασης που απέρριψε την ανακοπή, ακόμη και αν οι λόγοι αυτοί αφορούν ισχυρισμούς που αναφέρονται στο άρθρο 527 ΚΠολΔ {σύμφωνα με το οποίο «είναι απαράδεκτη η προβολή στην κατ` έφεση δίκη πραγματικών ισχυρισμών που δεν προτάθηκαν στην πρωτόδικη δίκη, εκτός αν……3) λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως…..»}, διότι έναντι της τελευταίας αυτής γενικής διάταξης κατισχύει, λόγω της ειδικότητάς της, η διάταξη του άρθρου 585 παρ.2 εδ. β` ΚΠολΔ, κατά την οποία νέοι λόγοι ανακοπής μπορούν να προταθούν μόνο με πρόσθετο δικόγραφο που κατατίθεται στη γραμματεία του δικαστηρίου, προς το οποίο απευθύνεται η ανακοπή και κοινοποιείται αν πρόκειται για ειδικές διαδικασίες, οκτώ ημέρες πριν από τη συζήτηση. Έτσι, μόνο το περιεχόμενο της ως άνω ανακοπής και εκείνο των, τυχόν κατά τον προεκτεθέντα τρόπο, ασκηθέντων πρόσθετων λόγων της οριοθετεί το αντικείμενο της δίκης επί της ανακοπής, ακόμη και αν πρόκειται για αιτιάσεις που ανάγονται στο κατά νόμο παραδεκτό της εκδόσεως της διαταγής πληρωμής. Ούτε επιτρέπεται συμπλήρωση του περιεχομένου των λόγων της ανακοπής με τις προτάσεις, ή την έφεση, τους πρόσθετους λόγους αυτής και την αναίρεση (ΑΠ 531/2022, ΑΠ 925/ 2020, ΑΠ 1298/2018 ΝΟΜΟΣ).

Συνεπώς, με το άνω περιεχόμενο ο 2ος λόγος της έφεσης είναι απορριπτέος ως αβάσιμος διότι οι ανακόπτοντες δεν πρόβαλαν τους προαναφερόμενους ισχυρισμούς  τους με τους λόγους ανακοπής ή με τυχόν πρόσθετους λόγους, αλλά με τις προτάσεις τους ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου.  Ορθά το πρωτοβάθμιο δικαστήριο ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και  απέρριψε το λόγο αυτό της ανακοπής ως απαραδέκτως προβαλλόμενο, καθώς στην περίπτωση ελλειψης διαδικαστικών προϋποθέσεων έκδοσης της διαταγής πληρωμής  πρέπει να προβληθεί σχετικός λόγος ανακοπής ή σχετικός πρόσθετος λόγος και δεν ερευνάται αυτεπαγγέλτως.

Με τον τρίτο και τον τέταρτο λόγο της έφεσης οι εκκαλούντες παραπονούνται πως εσφαλμένα έκρινε η εκκαλουμένη απόφαση ότι είναι απαράδεκτοι οι προβαλλόμενοι το πρώτον με τις προτάσεις τους, ισχυρισμοί ότι η εφεσίβλητη δεν νομιμοποιείται, ούτε έχει έννομο συμφέρον, ούτε πληρεξουσιότητα, μήτε αυτή, μήτε και όλες οι εμπλεκόμενες εταιρείες στις μεταβιβάσεις, επαναμεταβιβάσεις και διαχειρίσεις, σε όλα τα στάδια, ήτοι από την καταγγελία της σύμβασης του δανείου μέχρι και σήμερα, ενόψει του ότι στη δημοσιευθείσα στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών περίληψη τής από 14-07-2020 σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης επιχειρηματικών απαιτήσεων που καταρτίστηκε μεταξύ της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «………..» και της εταιρείας ειδικού σκοπού με την επωνυμία «…………..», με την οποία (σύμβαση) η «……….» μεταβίβασε τις απαιτήσεις από την επίδικη σύμβαση δανείου, δεν αναφέρεται το τίμημα  πώλησης που καταβλήθηκε στη μεταβιβάζουσα εταιρεία από την αποκτώσα, άλλως επικουρικά ότι εξαιτίας της παράλειψης αυτής τεκμαίρεται η εικονικότητα της περίληψης της σύμβασης και ζητούν με τους ως άνω λόγους της έφεσής τους να εξεταστούν αυτεπαγγέλτως οι διαδικαστικές αυτές προϋποθέσεις, σύμφωνα με το άρθρο 73 ΚΠολΔ, αναφέροντας, επιπλέον ότι στο προσκομιζόμενο αντίγραφο αποσπάσματος των στοιχείων των τιτλοποιούμενων απαιτήσεων, που επισυνάπτεται ως παράρτημα στην ανωτέρω περίληψη της σύμβασης, δεν αναφέρεται ο αριθμός της δανειακής σύμβασης και η ημερομηνία αυτής, ούτε η αμοιβή του διαχειριστή. Ότι η εφεσίβλητη δεν κοινοποίησε στους ίδιους, τα οριζόμενα κατ` άρθρο 925 παρ. 1 ΚΠολΔ νομιμοποιητικά της έγγραφα και, συγκεκριμένα, ολόκληρες τις συμβάσεις πώλησης και μεταβίβασης επιχειρηματικών απαιτήσεων και τις συμβάσεις διαχείρισης των τιτλοποιημένων επιχειρηματικών απαιτήσεων, ήτοι το πλήρες κείμενο με τους όρους της κάθε σύμβασης, αλλά κοινοποίησε μόνο τις καταχωρίσεις των πράξεων στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών σε αποσπάσματα, των τελευταίων μη αρκούντων προς απόδειξη της ενεργητικής της νομιμοποίησης. Ότι στο αντίγραφο εκ του παραρτήματος με αρ. πρωτ. …………../25.5.2021 της σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης απαιτήσεων, που προσκόμισε η εφεσίβλητη για την έκδοση της διαταγής πληρωμής ενώ αναφέρεται η μεταβιβαζόμενη απαίτηση από την επίδικη σύμβαση δανείου, δεν αναφέρονται οι πρόσθετες πράξεις, ούτε οι συμβάσεις εγγύησης, δυνάμει των οποίων ενέχονται οι εκκαλούντες ως εγγυητές και συνεπώς δεν έχουν λάβει γνώση οι εκκαλούντες των όρων της εκχώρησης, με μόνη την επισύναψη στην αίτηση της δημοσίευσης περίληψης αυτής και όχι της ίδιας της σύμβασης, ενώ η σύμβαση εγγύησης δεν αποδεικνύεται ότι βρίσκεται μεταξύ των μεταβιβαζόμενων απαιτήσεων.

Συνεπώς, με το άνω περιεχόμενο οι 3ος και 4ος  λόγος της έφεσης είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι διότι  οι ανακόπτοντες δεν πρόβαλαν τους προαναφερόμενους ισχυρισμούς  τους με τους λόγους ανακοπής ή με τυχόν πρόσθετους λόγους, αλλά με τις προτάσεις τους ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου. Ορθά το πρωτοβάθμιο δικαστήριο ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και  απέρριψε το λόγο αυτό της ανακοπής ως απαραδέκτως προβαλλόμενο, καθώς και στην περίπτωση  έλλειψης διαδικαστικών προϋποθέσεων έκδοσης της διαταγής πληρωμής  πρέπει να προβληθεί σχετικός λόγος ανακοπής ή σχετικός πρόσθετος λόγος και δεν ερευνάται αυτεπαγγέλτως.

Τέλος, με τον 1ο λόγο της έφεσης και κατά το πρώτο σκέλος αυτού οι εκκαλούντες παραπονούνται γιατί η εκκαλουμένη απόφαση, ενώ έκρινε νόμιμο τον πρώτο λόγο της ανακοπής τους ως προς το τρίτο σκέλος του, που αναφερόταν στην μη αναφορά στην αίτηση για την έκδοση διαταγής πληρωμής, ως απαραίτητο στοιχείο, κατ’ άρθρο 626 ΚΠολΔ, για την έκδοσή της, του κλεισίματος του λογαριασμού, απέρριψε τον λόγο αυτόν ως ουσιαστικά αβάσιμο, γιατί, όπως επί λέξει αναφέρεται στην προσβαλλόμενη απόφαση, «οι ανακόπτοντες δεν ανταποκρίθηκαν στο βάρος απόδειξης του σχετικού ισχυρισμού τους, αφού δεν επικαλούνται ούτε προσκομίζουν το δικόγραφο της αιτήσεως (το οποίο δεν προσκομίζει ούτε η καθ ης)». Ότι η απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου κακώς απέρριψε τον εν λόγω ισχυρισμό, αφού η βασιμότητά του αποδεικνύονταν από την ίδια την διαταγή πληρωμής, στην οποία δεν γίνεται καμία μνεία ότι κλείστηκε ο επίδικος λογαριασμός. Κατά το 2ο σκέλος του 1ου λόγου της έφεσης ισχυρίζονται ότι έσφαλε η εκκαλουμένη που δεν εφάρμοσε το άρθρο 227 ΚΠολΔ  για την συμπλήρωση τυπικών παραλείψεων, ώστε να τους καλέσει ο Δικαστής και μετά την συζήτηση, λόγω της τυπικής παράλειψης εγγράφου που αναφέρονταν στην δικογραφία, προκειμένου να προσκομίσουντο τυπικά ελλείπον έγγραφο και εάν δεν το προσκόμιζαν τότε να απέρριπτε τον εν λόγω ισχυρισμό τους ως ουσιαστικά αβάσιμο. Όσον αφορά τους ανωτέρω ισχυρισμούς που συγκροτούν τον 1ο λόγο της έφεσης λεκτέα τα ακόλουθα: Όπως αποδείχθηκε η επίδικη δικαιοπραξία συνιστά σύμβαση τοκοχρεωλυτικού δανείου (ρητά αναγράφεται εξάλλου στη σύμβαση ως τέτοια) {και όχι σύμβαση αλληλόχρεου λογαριασμού, όπως εσφαλμένα αναφέρουν στα σημεία που θα αναφερθεί κατωτέρω, οι εκκαλούντες στο δικόγραφο της ανακοπής τους}, η οποία καταρτίστηκε την 1.11.2010, σύμφωνα με όσα λεπτομερώς προαναφέρθηκαν, το δε δάνειο, που εκταμιεύτηκε και στο οποίο οι εκκαλούντες συμβλήθηκαν ως εγγυητές έληγε σε προκαθορισμένο και συμφωνημένο μεταξύ των συμβαλλόμενων μερών χρόνο (δήλη ημέρα), ήτοι με την ημερομηνία καταβολής της τελευταίας από τις 6  δόσεις που θα καταβάλλονταν ανά τρίμηνο από την ημερομηνία εκταμίευσης του δανείου στις 3-11-2010, σύμφωνα με τον προαναφερόμενο όρο της δανειακής σύμβασης.   Για την έγκυρη, επομένως, έκδοση διαταγής πληρωμής για την αιτία αυτή, πρέπει να αναφέρεται τόσο στην αίτηση όσο και στην  διαταγή πληρωμής ότι η απαίτηση έχει καταστεί στο σύνολό της ληξιπρόθεσμη και απαιτητή, γεγονός που πράγματι αναγράφεται και στην αίτηση προς έκδοση διαταγής πληρωμής και στην διαταγή πληρωμής, δεδομένου ότι συμφωνήθηκε μεταξύ των συμβαλλόμενων μερών, ότι με την τελευταία δόση του επίδικου τοκοχρεωλυτικού δανείου θα αποπληρωνόταν στο σύνολό του και ολοσχερώς. Επομένως, από την παρέλευση της δήλης ημέρας καταβολής της τελευταίας δόσης του δανείου, οπότε και έληξε η χρονική διάρκεια αυτού, κατέστη αυτοδικαίως ληξιπρόθεσμο και απαιτητό το οφειλόμενο ποσό του δανείου και η απαίτηση εξατομικεύτηκε ως προς τον τρόπο γέννησής της. Στην περίπτωση, συνεπώς, τοκοχρεωλυτικού δανείου με προκαθορισμένη λήξη αυτού δεν απαιτείται ούτε καταγγελία της σύμβασης, ούτε κλείσιμο του δανειακού λογαριασμού, ενόψει του ότι το δάνειο λήγει σε προκαθορισμένη – συμφωνημένη, δήλη, ημέρα. Επομένως, στην επίδικη αίτηση έκδοσης διαταγής πληρωμής και στην ίδια την διαταγή πληρωμής περιλαμβάνονται όλα τα στοιχεία που ο νόμος απαιτεί, όπως αυτά λεπτομερώς αναφέρθηκαν παραπάνω, όπως η κατάρτιση έγγραφης σύμβασης παροχής τοκοχρεωλυτικού δανείου, το ύψος του συμφωνηθέντος επιτοκίου, για την εύρεση των συμβατικών τόκων, ότι το ποσό του δανείου καταβλήθηκε στο σύνολό του στην δανειολήπτρια εταιρεία, η λήξη της διάρκειας αυτού χωρίς να έχουν ολοσχερώς εξοφλήσει την οφειλή τους οι εκκαλούντες, ενώ το ύψος των οφειλόμενων τόκων (συμβατικών και υπερημερίας) δεν απαιτείται να προκύπτει από έγγραφα και αρκεί η αναγραφή τους στην αίτηση, αφού μπορούν ευχερώς να εξευρεθούν, με βάση τη χρονική περίοδο εκτοκισμού και το επιτόκιο υπερημερίας, που ορίζει ο νόμος και η συμφωνία των συμβαλλόμενων μερών. Επομένως, η εκκαλουμένη απόφαση που απέρριψε αν και με διαφορετική αιτιολογία, η οποία αντικαθίσταται από την παρούσα (άρθ. 532 ΚΠολΔ) ως ουσιαστικά αβάσιμο τον λόγο αυτό ορθά το νόμο ερμήνευσε και εφάρμοσε και τις αποδείξεις εκτίμησε και πρέπει να απορριφθεί ο 1ος λόγος κατά το α΄ σκέλος του ως αβάσιμος.  Όσον αφορά την  παράλειψη της εκκαλουμένης να εφαρμόσει το άρθρο 227 ΚΠολΔ για την συμπλήρωση τυπικών παραλείψεων, ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί, ως αλυσιτελώς προβαλλόμενος, διότι η παράλειψη προσκόμισης από τους διαδίκους του δικογράφου της αίτησης έκδοσης διαταγής πληρωμής δεν συνιστά τυπική παράλειψη, κατά την έννοια του άρθρου 227 ΚΠολΔ, η οποία μπορεί να καλυφθεί και μετά τη συζήτηση της υπόθεσης, κατά τα οριζόμενα στις παραγράφους 1 και 2 του ως άνω άρθρου. Κατόπιν των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί η έφεση στο σύνολό της, να διαταχθεί λόγω της ήττας των εκκαλούντων η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του ποσού των 150 ευρώ που κατατέθηκε από αυτούς για την άσκηση του ένδικου μέσου δυνάμει του παραβόλου που αναφέρεται στο διατακτικό και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, σε βάρος των ανακοπτόντων, κατόπιν σχετικού αιτήματός της (άρθρα 176 ΚΠολΔ, 63 παρ. 1 στοιχ. ί περ. α και τελ. εδαφ. και 68 παρ. 1 Ν. 4194/2013 «Κώδικας Δικηγόρων»), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων την έφεση.

Δέχεται τυπικά και απορρίπτει επί της ουσίας την έφεση.

Διατάσσει την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος από τους εκκαλούντες e–παραβόλου για την άσκηση της έφεσης, με αρ. …………/11.4.2023, ποσού εκατόν πενήντα (150) ευρώ.

Καταδικάζει τους εκκαλούντες στη δικαστική δαπάνη της εφεσίβλητης, την οποία ορίζει στο ποσό των οκτακοσίων (800) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίστηκε στον Πειραιά στις 8.5.2025 και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στον Πειραιά, χωρίς να είναι παρόντες οι διάδικοι ή οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους, την 7.7.2025

                 Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                                  Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ