ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΝΑΥΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Αριθμός απόφασης 123/2019
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Συγκροτήθηκε από την Δικαστή Ελένη Νικολακοπούλου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Γ.Λ.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Οι κρινόμενες αντίθετες: α) από 18.12.2017 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως στην γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ……. και προσδιορισμού ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου ……… και β) από 12.12.2017 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως στην γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου …… και προσδιορισμού ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου ………., εφέσεις των εκκαλούντων, αφενός του …… και αφετέρου της εδρεύουσας στο ….. Κρήτης νομίμως εκπροσωπουμένης ανώνυμης ναυτικής εταιρείας με την επωνυμία «………..», που στρέφονται κατά της υπ’αριθμ.5204/2017 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατ’ αντιμωλία των διαδίκων και κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών-εργατικών διαφορών (άρθρα 614, 621, 622 ΚΠολΔ και 82 ΚΙΝΔ) και δέχθηκε εν μέρει, ως και ουσιαστικά βάσιμη, την από 22.12.2016 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ….. αγωγή του πρώτου κατά της δεύτερης, ασκήθηκαν νομότυπα και εμπρόθεσμα, κατ’ άρθρα 495, 496, 498, 499, 511, 513, 516 § 1, 517 εδαφ.α, 518 § 2 (όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 του ν.4335/2015, που εφαρμόζεται στην προκείμενη περίπτωση, κατ’ άρθρον ένατο παρ. 2 του άρθρου 1 του ν. 4335/2015) και 520 § 1 ΚΠολΔ, δεδομένου ότι από τα έγγραφα της δικογραφίας δεν προκύπτει, ούτε οι διάδικοι επικαλούνται επίδοση της εκκαλουμένης αποφάσεως, μήτε παρήλθε διετία από την δημοσίευση της, αρμοδίως δε φέρονται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 § 2 του Ν. 3994/2011). Πρέπει, επομένως, οι ένδικες εφέσεις να γίνουν τυπικά δεκτές και, αφού ενωθούν και συνεκδικαστούν, με σκοπό την διευκόλυνση και επιτάχυνση της διεξαγωγής της δίκης, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 246, 524 § 1 εδαφ. α και 591 § 1 ΚΠολΔ, να εξεταστούν περαιτέρω κατά την αυτή ως άνω ειδική διαδικασία, για να ελεγχθούν το παραδεκτό και η βασιμότητα των λόγων τους, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 532, 533 § 1 και 591 § 1 ΚΠολΔ. Σημειωτέον ότι, αν και οι εφέσεις ασκήθηκαν μετά την ισχύ του άρθρου 12 § 2 του Ν. 4055/2012, δεν απαιτείται για το παραδεκτό τους η κατάθεση του παραβόλου της § 4 του άρθρου 495 ΚΠολΔ, που προστέθηκε με τον ανωτέρω νόμο, λόγω της φύσεως της διαφοράς, ως εργατικής.
ΙΙ. Ο ενάγων, ………., στην από 22.12.2016 αγωγή του ισχυρίστηκε ότι, δυνάμει διαδοχικών συμβάσεων ναυτικής εργασίας ναυτολογήθηκε αρχικά με την ειδικότητα του μάγειρα Γ΄ και μεταγενέστερα, ως μάγειρας Β΄ και απασχολήθηκε κατά τα αναφερόμενα χρονικά διαστήματα της περιόδου από 1.4.2015 έως 31.10.2016, που απολύθηκε, λόγω ασθενείας, στο υπό ελληνική σημαία επιβατηγό – οχηματαγωγό πλοίο «ΦΠ», πλοιοκτησίας της εναγομένης εταιρείας, αντί των προβλεπομένων από την ισχύουσα συλλογική σύμβαση ναυτικής εργασίας (ΣΣΝΕ) για τα πληρώματα των ακτοπλοϊκών επιβατηγών πλοίων μηνιαίων αποδοχών και όρων εργασίας και ότι καθ’ όλη την διάρκεια της ναυτολόγησης του πραγματοποιούσε υπερωρίες, εφόσον εργαζόταν καθημερινά, ακόμη και τα Σάββατα, τις Κυριακές και τις αργίες, επί 14 ώρες, παρεκτός των μηνών Ιουλίου και Αυγούστου των ετών 2015 και 2016, που απασχολούνταν επί 17 ώρες ημερησίως, χωρίς να λαμβάνει ολόκληρη τη νόμιμη αμοιβή του, ενώ δεν έλαβε ούτε ολόκληρα τα ποσά που εδικαιούτο για αναλογία δώρου εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα 2015 και 2016, μήτε τα νοσήλεια και τους μισθούς ασθενείας τεσσάρων μηνών, καθώς επίσης δεν έλαβε όλες τις προβλεπόμενες διανυκτερεύσεις, δικαιούμενου της αντίστοιχης αποζημίωσης. Περαιτέρω, ισχυρίζεται ότι δυνάμει της από 14.6.2013 συμβάσεως ναυτικής εργασίας ναυτολογήθηκε ως μάγειρας Γ΄ και απασχολήθηκε μέχρι 3.10.2013, που απολύθηκε, στο υπό ιταλική σημαία επιβατηγό μεσογειακό πλοίο «PCE», εφοπλισμού της εναγομένης εταιρείας, πλην όμως, κατά παράβαση των συμφωνηθέντων, αυτή δεν του κατέβαλε το ποσό των 3.361,77 ευρώ, που αντιστοιχούσε στις ασφαλιστικές του εισφορές, που κατέβαλε ο ίδιος στο Ναυτικό Απομαχικό Ταμείο και το Ταμείο Κατωτέρων Πληρωμάτων Εμπορικού Ναυτικού για την εξαγορά της θαλάσσιας υπηρεσίας του, παρά τις συνεχείς οχλήσεις του. Με βάση τα περιστατικά αυτά ο ενάγων, κατόπιν ολικής παραίτησης από τα αγωγικά κονδύλια, που αφορούσαν τους μισθούς ασθενείας, τα νοσήλεια και την αποζημίωση διανυκτέρευσης και μερικής παραίτησης από το κονδύλι του δώρου Χριστουγέννων 2016, κατά το ποσό των 1.772,52 ευρώ, λόγω καταβολής, που έλαβαν χώρα παραδεκτά με δήλωση της πληρεξουσίας δικηγόρου του, που καταχωρήθηκε στα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και με τις πρωτόδικες προτάσεις, ζητούσε να υποχρεωθεί η εναγομένη να του καταβάλει το συνολικό χρηματικό ποσό των είκοσι επτά χιλιάδων εξακοσίων πενήντα και τριάντα τριών λεπτών (27.650,33 €) ευρώ για τις διαφορές υπερωριακής αμοιβής και δώρων εορτών από την απασχόληση του στο πρώτο, ως άνω, πλοίο, όπως αναλυτικά εκτίθενται τα επιμέρους ποσά, με τον νόμιμο τόκο από τότε που κατέστη απαιτητό κάθε επιμέρους ποσό, άλλως από την επομένη της απόλυσης του, άλλως από την επομένη της επίδοσης της αγωγής του και επιπλέον το ποσό των 3.361,77 ευρώ, από την απασχόληση του στο έτερο πλοίο, με το νόμιμο τόκο από την καταβολή του στις 4.10.2013, άλλως από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την πλήρη εξόφληση.
Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, αφού έκρινε την αγωγή αυτή ορισμένη και νόμιμη, απέρριψε τη σωρευομένη αξίωση καταβολής του ποσού εξαγοράς θαλάσσιας υπηρεσίας, ως ουσιαστικά αβάσιμη, δεχόμενο την ένσταση έλλειψης παθητικής νομιμοποίησης της εναγομένης εταιρείας, με την αιτιολογία ότι η εναγομένη δεν έφερε, κατά τον κρίσιμο χρόνο, την ιδιότητα της εφοπλίστριας του δεύτερου πλοίου και, κατά τα λοιπά, έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή, κατ’ ουσίαν και υποχρέωσε την εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό χρηματικό ποσό των δεκαπέντε χιλιάδων εξακοσίων πενήντα ενός ευρώ (15.651 €), για τις αντίστοιχες προαναφερθείσες αιτίες, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής.
Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονούνται ήδη με τις ένδικες εφέσεις τους αμφότεροι οι διάδικοι για τους αναφερομένους λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, όπως και πλημμελή εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού, ζητούν την τυπική και ουσιαστική παραδοχή των εφέσεων τους, την εξαφάνιση της εκκαλουμένης αποφάσεως, την αναδίκαση της αγωγής από το Δικαστήριο τούτο και την εν συνόλω παραδοχή και απόρριψη της αντιστοίχως. Επίσης, η εκκαλούσα-εναγομένη ζητεί με τις προτάσεις της την επαναφορά των πραγμάτων στην κατάσταση, που βρίσκονταν πριν την εκτέλεση της εκκαλουμένης, με την επιστροφή του ποσού των 5.000 ευρώ, κατά το οποίο κηρύχθηκε προσωρινά εκτελεστή, εντόκως από την καταβολή του στις 15.12.2017, πλην όμως το εν λόγω αίτημα έδει να περιληφθεί στο δικόγραφο της έφεσης, δεδομένου ότι αυτή κατατέθηκε μεταγενέστερα της καταβολής του και απαράδεκτα προβάλλεται με τις προτάσεις και ως εκ τούτου, πρέπει να απορριφθεί, ως απαράδεκτο.
ΙΙΙ. Με τα άρθρα 11, 12 παρ. 1 ,13 παρ.1, 2 & 5 και 18 παρ.1 της ΥΑ 3525.1.5/01/2014 του Υπουργού Ναυτιλίας και Αιγαίου «Κύρωση Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων, έτους 2014» (ΦΕΚ Β’ 1664/24-6-2014), που εφαρμόζεται στην προκειμένη περίπτωση, ορίζονται τα ακόλουθα : «…Οι ώρες της υποχρεωτικής εβδομαδιαίας εργασίας εν πλώ και στο λιμάνι για όλους τους ναυτικούς που αφορά η ανωτέρω Συλλογική Σύμβαση ορίζονται σε 40 εβδομαδιαίως, δηλαδή 8 ώρες την ημέρα από Δευτέρας μέχρι Παρασκευής, της εργασίας του Σαββάτου αμειβόμενης υπερωριακώς. …Ειδικά για το προσωπικό γενικών υπηρεσιών εν γένει, πλην των Ραδιοτηλεγραφητών, η οκτάωρη εργασία κατανέμεται από της 06.00 ώρας μέχρι της 22.00 ώρας με μία ώρα διακοπή. … Κάθε εργασία που εκτελείται από τους ναυτικούς εν πλω και στο λιμάνι, πέραν των κανονικών εργασίμων ημερών και ωρών, όπως αυτές καθορίζονται στα άρθρα 11 και 12 της παρούσης, περιλαμβανόμενων και των εργασιών κατάπλου και απόπλου, θεωρείται πρόσθετη (υπερωριακή) και καταβάλλεται στους απασχολούμενους ναυτικούς πρόσθετη αμοιβή η οποία υπολογίζεται ως εξής : Το ποσόν του μηνιαίου μισθού ενεργείας της παραγρ. 1 του άρθρου 1 (αφορά το βασικό μισθό) διαιρείται δια των ωρών της μηνιαίας υποχρεωτικής απασχόλησης, τούτων εξευρισκομένων δια της διαιρέσεως των εβδομάδων του έτους δια δώδεκα μηνών και του πολλαπλασιασμού του εκ της διαιρέσεως ταύτης προκύπτοντος πηλίκου 4,3 επί τας ώρας της ισχυούσης εβδομαδιαίας υποχρεωτικής απασχόλησης. Βάσει του ανωτέρω υπολογισμού, οι ώρες της μηνιαίας υποχρεωτικής απασχόλησης ανέρχονται σε εκατόν εβδομήντα τρεις (173)… Για την πρόσθετη (υπερωριακή) εργασία περί της οποίας η προηγούμενη παράγραφος, η προκύπτουσα εκ της εφαρμογής της υπερωριακή αμοιβή του ναυτικού προσαυξάνεται κατά 25%… Για την πρόσθετη υπερωριακή απασχόληση του πληρώματος κατά τα Σάββατα και τις αργίες, όπως αυτές ορίζονται από το άρθρον 18 της παρούσης, καταβάλλεται υπερωριακή αμοιβή η προσδιοριζόμενη από την παρόντος άρθρου, προσαυξημένη κατά ποσοστό 50% για όλες τις ώρες της υπερωριακής απασχόλησης Σαββάτου και αργιών…. Οι κατωτέρω κατονομαζόμενες θρησκευτικές εορτές θεωρούνται ως ημέρες αργίας. Εργασίες εκτελούμενες κατά τις αργίες αυτές εν πλω και στο λιμάνι αμείβονται υπερωριακώς , σύμφωνα με την παραγρ. 5 του άρθρου 13 της Συλλογικής Σύμβασης… α. Η 1η του Έτους, β. Η εορτή των Θεοφανείων. γ. Η Καθαρή Δευτέρα, δ. Η 25η Μαρτίου, ε. Η Μεγάλη Παρασκευή, στ.Η Δευτέρα του Πάσχα. ζ. Η ημέρα του Αγίου Γεωργίου, η. Η 1η Μαΐου. θ. Η ημέρα της Αναλήψεως. ι. Η 15η Αυγούστου. ια. Η 14η Οκτωβρίου, ιβ. Η 28η Οκτωβρίου, ιγ. Η ημέρα του Αγίου Νικολάου. ιδ.Η ημέρα των Χριστουγέννων, ιε. Η δεύτερη ημέρα των Χριστουγέννων….».
Σύμφωνα με την ανωτέρω ΣΣΝΕ, οι μηνιαίοι μισθοί ενεργείας των αξιωματικών και κατωτέρων πληρωμάτων, που εργάζονται στα εν λόγω πλοία, όπως και τα πάσης φύσεως επιδόματα, πρόσθετες αμοιβές και έξτρα εργασίες, παρέμειναν, ως κυρώθηκαν, με εκείνη του έτους 2013, για την χρονική περίοδο ισχύος της αντίστοιχα. Ειδικότερα, ο μηνιαίος μισθός ενεργείας του μάγειρα Β΄ πλοίων άνω των 1500 κ.ο.χ., ορίστηκε σε χίλια τριακόσια εξήντα τρία ευρώ και τέσσερα λεπτά (1.363,04 €), ενώ του μάγειρα Γ΄ σε χίλια εκατό πενήντα επτά ευρώ και ενενήντα εννέα (1.157,99 €), το επίδομα Κυριακών σε ποσοστό 22% επί του μισθού ενέργειας, δηλαδή αντίστοιχα σε διακόσια ενενήντα εννέα ευρώ και ογδόντα επτά (299,87 €) και διακόσια πενήντα τέσσερα ευρώ και εβδομήντα έξι λεπτά (254,76), το αντίτιμο της σε είδος παρεχόμενης τροφοδοσίας σε δεκαεννέα ευρώ και είκοσι ένα λεπτά (19,21 €) την ημέρα, δηλαδή σε πεντακόσια εβδομήντα έξι ευρώ και τριάντα λεπτά (19,21 €/ημέρα Χ 30 ημέρες = 576,30 €) το μήνα, το επίδομα βαρείας και ανθυγιεινής εργασίας σε τριάντα πέντε ευρώ και είκοσι δύο λεπτά (35,22 €) το μήνα και οι αποδοχές της αδείας μετά τροφοδοσίας αντίστοιχα σε τετρακόσια εβδομήντα τέσσερα ευρώ [(1.363,04 € + 299,87 €) : 22 = 75,59 € Χ 5 ημέρες + (19,21 ευρώ το ημερήσιο αντίτιμο τροφής Χ 5 ημέρες) = 474 €] και τετρακόσια δέκα επτά ευρώ και δώδεκα λεπτά [(1.157,99 € + 254,76 €) : 22 = 64,215 € Χ 5 ημέρες + (19,21 ευρώ το ημερήσιο αντίτιμο τροφής Χ 5 ημέρες) = 417,12 €], το δε ωρομίσθιο του μάγειρα Β΄ των ανωτέρω πλοίων καθορίστηκε στο χρηματικό ποσό των επτά ευρώ και ογδόντα οκτώ λεπτών (7,88 €), ενώ του μάγειρα Γ΄ σε έξι ευρώ και εξήντα εννέα λεπτά (6,69 €). Εξάλλου, όπως προκύπτει από τον περιλαμβανόμενο στην ανωτέρω υπουργική απόφαση πίνακα υπερωριακής αμοιβής του άρθρου 13 παρ.6 περ.Ι, κατά βαθμό, ειδικότητα και ωρομίσθιο, προκειμένου για μάγειρα Β΄ πλοίων άνω των 1500 κ.ο.χ., αυτή ορίστηκε σε 9,85 € (με προσαύξηση 25%) και 11,82 € (με προσαύξηση 50%), του δε μάγειρα Γ΄ σε 8,37 ευρώ και 10,04 ευρώ αντιστοίχως. Επισημαίνεται, περαιτέρω, καθ’ όσον αφορά ειδικώς στην υπερωριακή απασχόληση κατά την ήμερα της Κυριακής, ότι η ως άνω Συλλογική Σύμβαση Ναυτικής Εργασίας προβλέπει στο άρθρο 6 ότι «Σε όλους τους ναυτολογημένους ναυτικούς, για τις διανυόμενες μηνιαίως Κυριακές αργίες εν πλω και στο λιμάνι, καταβάλλεται ιδιαίτερη αμοιβή υπό τύπον επιδόματος δια τας μέχρι οκταώρου εργασίας κατά Κυριακή, ανερχομένη μηνιαίως σε ποσοστό είκοσι δύο τοις εκατόν (22%) επί του μισθού ενεργείας, που προβλέπεται από το άρθρο 1 παρ. 1 της παρούσας Συμβάσεως. Διευκρινίζεται ότι το επίδομα αυτό θα καταβάλλεται σε όλο το πλήρωμα και για όλες τις Κυριακές, ανεξαρτήτως παροχής εκ μέρους αυτού ή μη υπηρεσίας», δηλαδή το ειδικό αυτό επίδομα συνιστά ιδιαίτερη αμοιβή για την παρεχομένη εντός του βασικού οκταώρου εργασία κατά τις Κυριακές, η οποία δεν θεωρείται υπερωριακή, ενώ αντιθέτως υπερωριακή θεωρείται η πέραν του οκταώρου εργασία της Κυριακής, αμειβομένη όμως με προσαύξηση 25% και όχι 50% (ΕφΠειρ 328/2014, ΕφΠειρ 626/2014, ΕφΠειρ 630/2014, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 27/2011, ΕφΠειρ 803/2009, ΕφΠειρ 529/2009, ΕφΠειρ 1128/2006, ΕφΠειρ 735/2006 ΕΝΔ 34 351, ΕφΠειρ 236/2006, ΕφΠειρ 741/2005 ΕΝΔ 33.444, ΕφΠειρ 567/2005 ΕΝΔ 33.345, ΕφΠειρ 608/2001 ΕΝΔ 29.446).
- IV. Από την ένορκη ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου κατάθεση του μάρτυρος του ενάγοντος, που περιλαμβάνεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης τούτου, …. …., την υπ’αριθμ…….. ένορκη βεβαίωση του ………., ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιά, που συντάχθηκε με επιμέλεια του ενάγοντος-εκκαλούντος, κατόπιν νομότυπης, κατ’ άρθρο 422 ΚΠολΔ, κλήτευσης της εναγομένης-εκκαλούσας (υπ’αριθ………. έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Εφετείο Ανατολικής Κρήτης …….), τις υπ’αριθμ…. και ……. ένορκες βεβαιώσεις, του …… και ….. αντίστοιχα, ενώπιον της συμβολαιογράφου Ηρακλείου Κρήτης, ……., που συντάχθηκαν με επιμέλεια της εναγομένης-εκκαλούσας, κατόπιν νομότυπης, κατ’ άρθρο 422 ΚΠολΔ, κλήτευσης του ενάγοντος- εφεσιβλήτου (υπ’αριθ……… έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιά ……..), οι οποίες εκτιμώνται από το Δικαστήριο κατά το μέτρο της αξιοπιστίας και το βαθμό της γνώσεως εκάστου μάρτυρα, όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που οι διάδικοι νομίμως προσκομίζουν και επικαλούνται, είτε για να ληφθούν υπόψη ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε ως δικαστικά τεκμήρια, σε συνδυασμό προς τις μερικές μόνον παραδοχές και ομολογίες των διαδίκων, που συνάγονται από τα δικόγραφα τους και εκτιμώνται κατ’ άρθρα 264 εδαφ. β, 352 § 1 και 591 § 1 ΚΠολΔ, αλλά και προς τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, αποδεικνύονται κατά την κρίση του Δικαστηρίου τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης: Δυνάμει διαδοχικών συμβάσεων ναυτικής εργασίας, που καταρτίστηκαν στο Ηράκλειο Κρήτης, μεταξύ του νομίμου εκπροσώπου της εναγομένης ναυτικής εταιρείας με την επωνυμία «……….», πλοιοκτήτριας του υπό ελληνική σημαία επιβατηγού – οχηματαγωγού (Ε/Γ – Ο/Γ) πλοίου «ΦΠ», με αριθμό νηολογίου Ηρακλείου Κρήτης …., κόρων ολικής χωρητικότητας (κ.ο.χ.) 24352,2 και του ενάγοντος, ………, απογεγραμμένου ναυτικού, ο τελευταίος ναυτολογήθηκε αυθημερόν, με την ειδικότητα του μάγειρα Γ΄, στο ως άνω πλοίο και παρείχε τις υπηρεσίες του από 1.4.2015 μέχρι 1.11.2015, που απολύθηκε στον Πειραιά αμοιβαία συναινέσει. Ακολούθως επαναυτολογήθηκε με την ίδια ειδικότητα και υπηρέτησε στο εν λόγω πλοίο από 18.12.2015 μέχρι τις 7.1.2016, οπότε και απολύθηκε στο λιμάνι Πειραιώς, ομοίως με κοινή συμφωνία των συμβληθέντων μερών, ενώ ναυτολογήθηκε εκ νέου, ως μάγειρας Β΄ και απασχολήθηκε στο ανωτέρω πλοίο από 1.4.2016 μέχρι 31.10.2016, που απολύθηκε, λόγω ασθενείας. Στις εργασιακές αυτές συμβάσεις συνομολογήθηκε ο ενάγων να λαμβάνει τις προβλεπόμενες από την ισχύουσα ΣΣΝΕ του έτους 2014 για τα πληρώματα των ακτοπλοϊκών επιβατηγών πλοίων αποδοχές. Ειδικότερα, καθ’όλη την διάρκεια ναυτολόγησης του, οι πάσης φύσεως αποδοχές του ενάγοντος και οι όροι της εργασιακής σχέσης του, κατά ρητή συμφωνία των συμβληθέντων, ρυθμίζονταν από την από 8-4-2014 Συλλογική Σύμβαση Εργασίας Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων του έτους 2014, που κυρώθηκε με την ΥΑ 3525.1.5/01/2014 (ΦΕΚ Β’ 1664/24-6-2014), ενώ η από 16-6-2016 τοιαύτη Συλλογική Σύμβαση του έτους 2016, που κυρώθηκε με την ΥΑ 2242.5-1.5/72672/2016 (ΦΕΚ Β’ 2796/5-9-2016), άρχισε να ισχύει ολίγον πριν την οριστική απόλυση του. Σημειωτέον ότι στις Σ.Σ.Ν.Ε. έτους 2014 και 2016 αναγράφεται ότι αυτές έχουν αναδρομική ισχύ από την 1-1-2014 και 1-1-2016 αντίστοιχα, όμως ανεξαρτήτως του εάν η εναγομένη και ο ενάγων είναι μέλη των οργανώσεων, που συμβλήθηκαν κατά τη σύναψη τους, αυτές δεν εφαρμόζονται αναδρομικώς, αλλά από την ημέρα δημοσίευσης στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως της προαναφερθείσας Υπουργικής Απόφασης (Υ.Α.), που τις κύρωσε, ήτοι από 24-6-2014 και 5-9-2016 αντιστοίχως, διότι οι κανονιστικές αυτές διοικητικές πράξεις (Υ.Α.) δεν μπορούν να αποκτήσουν αναδρομική ισχύ, λόγω ελλείψεως σχετικής νομοθετικής εξουσιοδότησης (κατά τις διατάξεις του α.ν.3276/1944, ΑΠ 1267/1987 ΕΕργΔ 1988 1128, ΕφΠειρ 740/2015, ΕφΠειρ 770/2008 ΕΝαυτΔ 2008 275, ΕφΠειρ 1132/2005 2005 429, ΕφΠειρ 457/2000 ΔΕΕ 2000 895).
Κατά τα επίδικα χρονικά διαστήματα το πλοίο ήταν δρομολογημένο στην ακτοπλοϊκή γραμμή Πειραιάς – Ηράκλειο Κρήτης – Πειραιάς, μεταφέροντας επιβάτες και οχήματα και εκτελούσε κυκλικό ταξείδι αποπλέοντας από το λιμάνι του Πειραιώς την 21.30 ώρα και καταπλέοντας στο λιμάνι του Ηρακλείου την 06.00 ώρα της επόμενης ημέρας, ακολούθως δε την 21.30 της αυτής ημέρας απέπλεε πάλι για το λιμάνι του Πειραιώς, στο οποίο κατέπλεε περί ώρα 06.00 της επόμενης ημέρας, παρεκτός κατά τους μήνες Ιούλιο και Αύγουστο εκάστου έτους το πλοίο αναχωρούσε για το βραδινό δρομολόγιο από τον Πειραιά την 22.00 ώρα και κατέπλεε στο Ηράκλειο στις 06.30 της επομένης και ακολούθως απέπλεε στις 22.00 της ίδιας ημέρας και κατέφθανε στον Πειραιά στις 06.30 της επομένης, ενώ τρεις ημέρες εβδομαδιαίως το πλοίο, πέραν των προαναφερθέντων τακτικών πλόων του, πραγματοποιούσε και ημερήσιους πλόες στην ίδια γραμμή με απόπλου είτε από το λιμάνι του Πειραιώς είτε από το λιμάνι του Ηρακλείου την 11.00 ώρα, με αντίστοιχο κατάπλου στα λιμάνια προορισμού στις 18.00 και ακολούθως αναχωρούσε στις 22.00 για το βραδινό δρομολόγιο.
Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι, κατά τα ως άνω χρονικά διαστήματα της ναυτολόγησης του, ο ενάγων με την ιδιότητα του μάγειρα Γ΄ και Β΄ αντίστοιχα, απασχολείτο ειδικότερα με τα ανατεθειμένα σ’αυτόν από τον Αρχιμάγειρα καθήκοντα του σφαγέα, εφόσον δεν είχε προσληφθεί τέτοιος στο πλοίο (άρθρα 123 και 127 του ΒΔ 683/1960). Ειδικότερα, τελούσε υπό τις άμεσες διαταγές και τον έλεγχο του Αρχιμάγειρα προϊσταμένου και επιμελούνταν της συντηρήσεως και της μεταφοράς από τους ψυκτικούς θαλάμους των κρεάτων στο μαγειρείο, καθώς και για τον τεμαχισμό αυτών, προς παρασκευή των εδεσμάτων, που προορίζονταν για το πλήρωμα του πλοίου, αλλά και τους επιβάτες, που εξυπηρετούνταν στις τραπεζαρίες «self service” και διακεκριμένης θέσης, εφόσον το επίδικο πλοίο παρείχε σ’αυτούς τροφή παρασκευαζομένη εντός τούτου, ενώ ασχολούνταν και με τον καθαρισμό του χώρου κοπής των κρεάτων και την τακτοποίηση των κρεάτων στους χώρους συντήρησης. Επιπλέον, ήταν επιφορτισμένος με την διανομή των μαγειρεμένων φαγητών στο εστιατόριο «self service» των επιβατών. Σημειωτέον ότι πρόκειται για ένα από τα πολυτελέστερα και μεγαλύτερα πλοία στην κατηγορία του χωρητικότητας μέχρι 2.500 ατόμων την καλοκαιρινή περίοδο και 1.600 την χειμερινή. Προς κάλυψη των ποικίλων λειτουργικών αναγκών επαρκούς σίτισης του πληρώματος και των επιβατών του επίδικου πλοίου, ο ενάγων απασχολούνταν με τις ως άνω εργασίες, καθημερινώς, συμπεριλαμβανομένων Σαββάτων και Κυριακών και μάλιστα πέραν της προβλεπομένης οκτάωρης διάρκειας της εργασίας του, προκειμένου να ανταποκριθεί στα καθήκοντα του, που αφορούσαν τις εργασίες αυτές, για την εκτέλεση των οποίων δεν επαρκούσε απασχόληση μόνον οκτώ ωρών πραγματοποιώντας καθημερινά υπερωριακή εργασία, γεγονός άλλωστε που επιβεβαιώνεται και από το ότι κάθε μήνα καταβαλλόταν σε αυτόν ένα χρηματικό ποσό για την υπερωριακή του απασχόληση, όπως προκύπτει από τους λογαριασμούς μισθοδοσίας, που νόμιμα προσκόμισαν και επικαλέστηκαν οι διάδικοι και όπως συνομολογείται από την εναγομένη-εκκαλούσα-εφεσίβλητη (αρθ. 352 ΚΠολΔικ) αναγνωριζομένης εκ προοιμίου της ανάγκης υπερωριακής εργασίας του. Για την υπερωριακή απασχόληση του ενάγοντος κατέθεσαν ενόρκως τόσο ο μάρτυρας του, ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, …….., ήδη συνταξιούχος ναυτικός, που είχε διατελέσει παλαιότερα Αρχιμάγειρας στο ένδικο πλοίο, καθώς και ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιά, ο μάρτυρας του, ………, ομοίως συνταξιούχος ναυτικός, που είχε υπηρετήσει με την ειδικότητα του θαλαμηπόλου στα πλοία της εναγομένης στην εν λόγω ακτοπλοϊκή γραμμή, συντασσομένης της υπ’αριθμ…….. ένορκης βεβαίωσης, όσο και ο μάρτυρας της εναγομένης, …….., ενώπιον της συμβολαιογράφου Ηρακλείου Κρήτης, ………, συντασσομένης της υπ’αριθμ……. ένορκης βεβαίωσης, που συνυπηρέτησε, ως Αρχιμάγειρας, κατά το μεγαλύτερο χρονικό διάστημα με τον ενάγοντα στο εν λόγω πλοίο και εξακολουθεί να εργάζεται στην εναγομένη εταιρεία, διαφοροποιούνται όμως ως προς την διάρκεια της υπερωριακής εργασίας του ενάγοντα. Οι ένορκες αυτές μαρτυρίες λαμβάνονται υπόψη κατά το μέτρο αξιοπιστίας και κατά το λόγο γνώσεως καθενός μάρτυρος και συνεκτιμώνται ελευθέρως μετά των λοιπών αποδεικτικών μέσων, σύμφωνα και με τα διδάγματα της κοινής πείρας και τους κανόνες της λογικής.
Επομένως, από τα προαναφερθέντα, που αφορούν τις συνθήκες που επικρατούσαν κατά την απασχόληση του ενάγοντος επί του εν λόγω πλοίου, ενόψει της φύσης και του αντικειμένου της απασχόλησης του, τις μόνιμες ανάγκες σίτισης των μελών του πληρώματος, που ικανοποιούσε το μαγειρείο, ανεξαρτήτως αν το πλοίο ταξίδευε ή παρέμενε στο λιμάνι, σε συνδυασμό με το γεγονός της σταθερής καταβολής κάθε μήνα προς αυτόν χρηματικών ποσών για αμοιβή υπερωριακής εργασίας, η διάρκεια της οποίας, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, ήταν μεγαλύτερη κατά τη θερινή περίοδο, λόγω της αυξημένης επιβατικής κίνησης και μικρότερη τη χειμερινή, υπερέβαινε δε την συνήθη κατά τους μήνες Ιούλιο και Αύγουστο κάθε έτους, που εκτελούνταν επιπλέον και ημερήσια δρομολόγια, συνάγεται ότι προς εξυπηρέτηση των αναγκών, που δημιουργούνταν από τις ανωτέρω εκτιθέμενες συνθήκες λειτουργίας του πλοίου και στα πλαίσια της εκτέλεσης των καθηκόντων της ειδικότητας του, ο μέσος όρος της συνολικής ημερήσιας απασχόλησης του ενάγοντος, κατά τα ως άνω χρονικά διαστήματα της ναυτολόγησης του, ήταν δώδεκα (12) ώρες, παρεκτός των μηνών Ιουλίου και Αυγούστου των κρίσιμων ετών, που ανέρχονταν σε δεκατέσσερις (14) ώρες, όπως παραδέχεται και η εναγομένη και όχι σε δεκατέσσερις (14) ώρες και δεκαεπτά (17) αντιστοίχως, όπως καθ’ υπερβολή ισχυρίζεται ο ενάγων. Κατά συνέπεια, σύμφωνα με την εφαρμοζομένη Σ.Σ.Ν.Ε., αυτός παρείχε, κατά τις καθημερινές και Κυριακές τέσσερις (4) ώρες υπερωριακής εργασίας, πλην των μηνών Ιουλίου και Αυγούστου, που πραγματοποιούσε έξι (6) ώρες υπερωρίες, ενώ κατά τα Σάββατα και τις αργίες δώδεκα (12) ώρες τέτοιας εργασίας, πλην εκείνων των μηνών Ιουλίου και Αυγούστου, που εργαζόταν υπερωριακώς δεκατέσσερις (14) ώρες, απορριπτομένων του μεν αγωγικού ισχυρισμού, που επαναφέρεται με τον πρώτο λόγο της έφεσης του ενάγοντος, ως προς το υπερβάλλον, του δε ισχυρισμού της εναγόμενης, που διαλαμβάνεται στον σχετικό πρώτο λόγο της έφεσης της, ότι η υπερωριακή απασχόληση του ενάγοντος στο ανωτέρω πλοίο δεν υπερέβαινε εκείνη, που αντιστοιχούσε στην κατ’ αποκοπή αμοιβή, συνολικού ποσού 610,79 ευρώ, ως μάγειρας Γ΄ και 718,95 ευρώ, ως μάγειρας Β΄, που είχε συμφωνηθεί και ελάμβανε μηνιαίως για εξήντα έξι (66) υπερωρίες και συγκεκριμένα για τριάντα πέντε (35) ώρες υπερωριακής εργασίας κατά τα Σάββατα (4,33 Σάββατα ανά μήνα επί οκτώ [8] ώρες εργασίας) και για τριάντα μία (31) ώρες εργασίας, πέραν των οκτώ (8) ωρών, κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές, πλέον της υπερωριακής αμοιβής του οκταώρου των αργιών, ως ουσιαστικά αβασίμων, εφόσον δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα μη δυνάμενοι να δικαιολογηθούν υπό τις εκτιθέμενες περιστάσεις. Εξάλλου, το γεγονός ότι η παραπάνω υπερωριακή εργασία του ενάγοντος δεν αναγραφόταν στο βιβλίο υπερωριών και ιδιαίτερων αμοιβών του πληρώματος, το οποίο τηρούσε η εναγομένη, δια του προεστημένου οργάνου της, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 157 του Κανονισμού εσωτερικής υπηρεσίας επιβατηγών πλοίων και 19 της οικείας Σ.Σ.Ν.Ε. Πληρωμάτων Επιβατηγών Ακτοπλοϊκών Πλοίων και το γεγονός ότι ο ενάγων υπέγραφε το εν λόγω βιβλίο χωρίς επιφύλαξη, δεν μπορούν να αποτελέσουν δικαστικό τεκμήριο σε βάρος των συναφών αντίθετων ισχυρισμών τούτου (ΕφΠειρ 452/2010, ΕφΠειρ 768/2003, ΕφΠειρ 1/2003, ΕφΠειρ 778/2001 αδημ.). Περαιτέρω, ο ισχυρισμός που προβάλλεται πρωτοδίκως από την εναγομένη και επαναφέρεται με τον πρώτο λόγο της έφεσης της, ότι καθ’ όλη την διάρκεια ναυτολόγησης του στο ανωτέρω πλοίο, ουδέποτε εξέφρασε παράπονο σχετικά με την εργασία του λαμβάνοντας τις μηνιαίες αποδοχές του, χωρίς οποιαδήποτε επιφύλαξη, δεν αναιρεί το αποδεικνυόμενο γεγονός ότι ο ενάγων απασχολούνταν υπερωριακώς πέραν των υπερωριών, που πληρωνόταν με την κατ’ αποκοπή συμφωνημένη αμοιβή, η δε ανεπιφύλακτη προσυπογραφή των μισθοδοτικών λογαριασμών λάμβανε χώρα αναγκαστικά υπό τον φόβο της απόλυσης του, αν διαμαρτυρόταν. Άλλωστε αυτή δεν συνιστά, ούτε συνεπάγεται παραίτηση από τις επίδικες αξιώσεις του και σε κάθε περίπτωση είναι άνευ έννομης επιρροής, αφού κάθε παραίτηση του εργαζομένου από τα νόμιμα δικαιώματα του, που πηγάζουν είτε από τον νόμο είτε από συλλογικές συμβάσεις εργασίας και καθορίζουν τα κατώτερα όρια προστασίας είναι άκυρη (ΑΠ 1635/2012, ΑΠ 1554/2011, ΑΠ 587/2006, ΑΠ 495/2006, ΑΠ 1013/2003, ΕφΠειρ 361/2013, ΕφΠειρ 501/2012, ΕφΠειρ 185/2012, ΕφΠειρ 506/2011, ΕφΠειρ 377/2011, ΕφΠειρ 795/2010, ΕφΠειρ 34/2008, ΕφΠειρ 1/2003 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).
Κατά συνέπεια, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που δέχθηκε ότι ο ενάγων εργαζόταν καθημερινά, καθώς και τα Σάββατα, τις Κυριακές και τις αργίες των επίδικων περιόδων, κατά μέσο όρο, επί δώδεκα (12) ώρες στο ανωτέρω πλοίο, πλην των μηνών Ιουλίου και Αυγούστου, που απασχολούνταν επί δεκατέσσερις (14) ώρες, δεν έσφαλε, ως προς την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων και συνεπώς, οι περί του αντιθέτου ισχυρισμοί, που διαλαμβάνονται στον πρώτο λόγο της έφεσης του ενάγοντος και στον πρώτο εκείνο της έφεσης της εναγομένης και πλήττουν τις επιδικασθείσες ώρες της υπερωριακής απασχόλησης του ενάγοντος, πρέπει να απορριφθούν, ως κατ’ουσίαν αβάσιμοι.
Υπό τις ανωτέρω παραδοχές και σύμφωνα με τις ρυθμίσεις της ως άνω εφαρμοζομένης συλλογικής συμβάσεως εργασίας, ο ενάγων που εργάστηκε υπερωριακώς, όπως προεκτέθηκε, κατά τα ανωτέρω χρονικά διαστήματα ναυτολόγησης του αντίστοιχα με την ειδικότητα του μάγειρα Γ΄ και του μάγειρα Β΄, δικαιούται για κάθε ώρα υπερωριακής απασχόλησης κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές αμοιβή ίση με το 1/173 του μισθού ενεργείας προσαυξημένο κατά 25%, για δε τα Σάββατα και τις αργίες υπερωριακή αμοιβή ίση με το 1/173 του μισθού ενεργείας προσαυξημένο κατά 50%, σύμφωνα και με όσα αναφέρθηκαν στη μείζονα σκέψη της παρούσας, ήτοι τα ποσά των 8,37 € και 9,85 € αντίστοιχα για κάθε ώρα υπερωριακής απασχόλησης τις καθημερινές και τις Κυριακές και τα ποσά των 10,04 € και 11,82 € αντίστοιχα για κάθε ώρα υπερωριακής απασχόλησης τις αργίες και τα Σάββατα. Κατά συνέπεια, ο ενάγων για τα κρίσιμα χρονικά διαστήματα της ναυτολόγησης του, ως μάγειρας Γ΄, από 1.4.2015 μέχρι 1.11.2015 και από 18.12.2015 έως 7.1.2016, αφαιρουμένων των ημερών κατά τις οποίες ο ενάγων δεν συμμετείχε στους πλόες, λόγω άδειας διανυκτερεύσεως [26.4.2015 (Κυριακή), 27.4.2015 (Δευτέρα), 5.6.2015 (Παρασκευή), 6.6.2015 (Σάββατο), 23.6.2015 (Τρίτη), 24.6.2015 (Τετάρτη), 27.7.2015 (Δευτέρα), 28.7.2015 (Τρίτη), 20.9.2015 (Κυριακή), 21.9.2015 (Δευτέρα), 23.10.2015 (Παρασκευή), 24.10.2015 (Σάββατο)] δικαιούται τα ακόλουθα ποσά: α) i) για υπερωριακή αμοιβή 168 καθημερινών και Κυριακών Χ 4 ώρες υπερωρίας = 672 ώρες Χ 8,37 ευρώ το ωρομίσθιο = 5.624,64 ευρώ και ii) για υπερωριακή αμοιβή 14 καθημερινών και Κυριακών Χ 6 ώρες υπερωρίας = 84 ώρες Χ 8,37 ευρώ το ωρομίσθιο = 703,08 ευρώ και β) i) για υπερωριακή αμοιβή 22 Σαββάτων και 11 αργιών, δηλαδή συνολικά 33 ημερών Χ 12 ώρες υπερωρίας = 396 ώρες Χ 10,04 το ωρομίσθιο = 3.975,84 ευρώ και ii) για υπερωριακή αμοιβή 8 Σαββάτων Χ 14 ώρες υπερωρίας = 112 ώρες Χ 10,04 το ωρομίσθιο = 1.124,48 ευρώ και συνολικά 11.428,04 ευρώ.
Περαιτέρω, ο ενάγων για το κρίσιμο χρονικό διάστημα της ναυτολόγησης του, ως μάγειρας Β΄, από 1.4.2016 μέχρι 31.10.2016, αφαιρουμένων των ημερών κατά τις οποίες ο ενάγων δεν συμμετείχε στους πλόες, αφενός, λόγω άδειας διανυκτερεύσεως [15.5.2016 (Κυριακή), 16.5.2016 (Δευτέρα), 28.6.2016 (Τρίτη), 29.6.2016 (Τετάρτη), 19.7.2016 (Τρίτη), 20.7.2016 (Τετάρτη), 21.8.2016 (Κυριακή), 22.8.2016 (Δευτέρα), 12.9.2016 (Δευτέρα), 13.9.2016 (Τρίτη), 15.10.2016 (Σάββατο), 16.10.2016 (Κυριακή)] και αφετέρου, λόγω συμμετοχής του στην απεργία της Π.Ν.Ο. [από 6.5.2016 ημέρα Παρασκευή έως 10.5.2016 ημέρα Τρίτη (τετραήμερη) και από 22.9.2016 ημέρα Πέμπτη έως 24.9.2016 ημέρα Σάββατο (48ωρη)] δικαιούται τα ακόλουθα ποσά: α) i) για υπερωριακή αμοιβή 148 καθημερινών και Κυριακών Χ 4 ώρες υπερωρίας = 592 ώρες Χ 9,85 ευρώ το ωρομίσθιο = 5.831,20 ευρώ και ii) για υπερωριακή αμοιβή 12 καθημερινών και Κυριακών Χ 6 ώρες υπερωρίας = 72 ώρες Χ 9,85 ευρώ το ωρομίσθιο = 709,20 ευρώ και β) i) για υπερωριακή αμοιβή 20 Σαββάτων και 7 αργιών, δηλαδή συνολικά 27 ημερών Χ 12 ώρες υπερωρίας = 324 ώρες Χ 11,82 το ωρομίσθιο = 3.829,68 ευρώ και ii) για υπερωριακή αμοιβή 9 Σαββάτων Χ 14 ώρες υπερωρίας = 126 ώρες Χ 11,82 το ωρομίσθιο = 1.489,32 ευρώ, ήτοι το συνολικό ποσό των 11.859,40 ευρώ. Επομένως, ο ενάγων δικαιούνταν να λάβει, ως υπερωριακή αμοιβή, καθ’όλη την διάρκεια ναυτολόγησης του, το ποσό των 23.287,44 ευρώ (11.428,04 ευρώ + 11.859,40 ευρώ). Έναντι του ποσού αυτού ο ενάγων έλαβε από την εναγομένη το συνολικό ποσό των 11.421,79 ευρώ (5.506,44, ως μάγειρας Γ΄ + 5.915,35, ως μάγειρας Β΄), όπως συνομολογεί και προκύπτει από τους πρoσκoμιζόμενoυς λογαριασμούς μισθοδοσίας και αφορούσε την «κλειστή» αμοιβή, που είχε συμφωνηθεί και περιελάμβανε αμοιβή για συνολικά 66 υπερωρίες μηνός, εκ των οποίων 31 αμειβόμενες ως καθημερινές και 35 αμειβόμενες με την εκάστοτε ισχύουσα προσαύξηση για την εργασία Σαββάτου, ως προς δε την εργασία των αργιών αμειβόταν ως οκτάωρο σε κάθε περίπτωση υπερωριακά, επιπλέον των 66 υπερωριών, οπότε εξακολουθεί να του οφείλεται το ποσό των 11.865,65 ευρώ, κατά παραδοχή μερικώς της ένστασης εξόφλησης της εναγομένης, που προβλήθηκε πρωτοδίκως και επαναφέρεται με τον πρώτο λόγο της έφεσης της, ως εν μέρει νόμω και ουσία βάσιμης αναφορικά με τα ανωτέρω ποσά, που καταβλήθηκαν στον ενάγοντα, ως κατ’αποκοπή υπερωριακή αμοιβή.
Περαιτέρω, η εναγομένη προβάλει, κατ’ορθό νομικό χαρακτηρισμό, την ένσταση συμψηφισμού στην ανωτέρω απαίτηση του ενάγοντος, αφενός του εκάστοτε ποσού της προμήθειας επιστασίας μαγειρείου, που καταβάλλονταν σ’αυτόν κάθε μήνα και αναφέρεται σε όλους τους αναλυτικούς μισθοδοτικούς λογαριασμούς του, ως «Προμήθεια μαγειρείου», που αντιστοιχούσε σε ποσοστό 2% επί των καθαρών εισπράξεων της τραπεζαρίας και του εστιατορίου «self service” και κατανέμετο με ευθύνη του προϊσταμένου της επιστασίας στα μέλη της, όπως τα εν λόγω ποσά παρατίθενται αναλυτικά στις πρωτόδικες προτάσεις της και δεν αμφισβητούνται από τον ενάγοντα και αφετέρου του ποσού των 1.654,76 ευρώ, που ισχυρίζεται ότι του καταβλήθηκε επιπλέον, ως πρόσθετη αμοιβή για την εκτέλεση ημερήσιων δρομολογίων, που δεν πραγματοποιήθηκαν.
- V. Κατά το άρθρο 3 παρ. 1 του ν. 3239/1955, ατομική σύμβαση εργασίας, καταρτιζόμενη από κάποιον που δεσμεύεται από Συλλογική Σύμβαση Εργασίας (Σ.Σ.Ε.), θεωρείται ότι περιέχει αυτοδικαίως τους καθορισθέντες στη Σ.Σ.Ε. όρους, ακυρουμένων των τυχόν αντίθετων συμφωνιών. Όμως, όροι ατομικής συμβάσεως εργασίας ευνοϊκότεροι για το μισθωτό από τους διαλαμβανόμενους σε Σ.Σ.Ε. είναι επικρατέστεροι. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι, εάν με την ατομική σύμβαση εργασίας συμφωνήθηκαν αποδοχές υπέρτερες των προβλεπομένων από τη Σ.Σ.Ε. και περιελήφθη όρος ότι κάθε άλλη παροχή θα καλύπτεται από τις καταβαλλόμενες πέραν των νομίμων, ο όρος είναι ισχυρός. Τούτο ισχύει όχι μόνο για τις αποδοχές που υφίστανται κατά το χρόνο της συνάψεως της ατομικής εργασιακής συμβάσεως, αλλά και για τις μέλλουσες, δηλαδή και για εκείνες οι οποίες θεσπίσθηκαν μετά την κατάρτιση της σχετικής συμβάσεως. Επίσης, τα προεκτεθέντα ισχύουν και για τις αξιώσεις από ναυτική εργασία, οι οποίες θεμελιώνονται σε ειδικές διατάξεις, που καθορίζουν, κατ’ αποκοπή, το ποσό της δικαιούμενης αμοιβής για πρόσθετη υπερωριακή εργασία, διότι η διάταξη του άρθρου 8 παρ. 4 του ν.δ. 4020/1959, η οποία προβλέπει ακυρότητα της συμβάσεως καλύψεως των υπερωριακών αμοιβών με τις πέραν των ελάχιστων ορίων συμβατικές αποδοχές στη χερσαία εργασία, δεν εφαρμόζεται στην πάγια, κατ’ αποκοπή, αμοιβή υπερωριών, που προβλέπουν οι Συλλογικές Συμβάσεις Ναυτικής Εργασίας (Σ.Σ.Ν.Ε) για μερικές ειδικότητες ναυτικών, η οποία μάλιστα, φέρει το χαρακτήρα όχι αποζημιώσεως, αλλά πρόσθετης αμοιβής. Συνεπώς, εάν συμφωνηθεί μεταξύ των συμβληθέντων στη σύμβαση ναυτικής εργασίας και καταβάλλεται τακτικώς και παγίως στο ναυτικό, κατά την διάρκεια της παροχής των υπηρεσιών του, εκτός του προβλεπομένου από την οικεία Σ.Σ.Ν.Ε. μισθού και πρόσθετο χρηματικό ποσό, αποκαλούμενο στη ναυτική ορολογία «επιμίσθιο», ως αντάλλαγμα της παρεχομένης εργασίας, της δραστηριότητος και του ζήλου τούτου στην εκτέλεση των καθηκόντων του, άνευ προβλέψεως «καταλογισμού» αυτού προς άλλες αποδοχές, το πρόσθετο τούτο ποσόν αποτελεί μέρος του μισθού και όχι δωρεάν παροχή του πλοιοκτήτη, ελευθέρως ανακλητή ή δυναμένη μονομερώς να καταλογισθεί προς άλλες αξιώσεις του ναυτικού, απορρέουσες από τη σύμβαση. Όμως, το ως άνω πρόσθετο χρηματικό ποσό («επιμίσθιο») μπορεί να συμψηφισθεί προς τις προβλεπόμενες από τις οικίες Σ.Σ.Ν.Ε. αποδοχές, μόνον όταν υπήρξε σχετική συμφωνία στη σύμβαση ναυτικής εργασίας περί του καταλογισμού αυτών στις παρεχόμενες συμβατικές αποδοχές. Σε διαφορετική περίπτωση, εάν δηλαδή δεν έχει συμφωνηθεί κάτι τέτοιο, ορισμένως και ειδικώς, μεταξύ των συμβαλλομένων μερών, ο εργοδότης δεν έχει τη δυνατότητα να προβεί στον ως άνω συμψηφισμό, περιορίζοντας, έτσι, μονομερώς τις συμβατικές αποδοχές του εργαζομένου (ΑΠ 1013/2003 ΕΝαυτΔ 2003 345, ΑΠ 225/2002 ΔΕΝ 2002 1314, ΕφΠειρ 526/2012 ΕΝαυτΔ 2012 381, ΕφΠειρ 185/2012 ΕΝαυτΔ 2012 397, ΕφΠειρ 471/2011 ΕΝαυτΔ 2011 257, Ι. Κοροτζή «Ναυτικό Δίκαιο τ. 1ος αρθρ. 60 σελ. 326).
Στην προκειμένη περίπτωση αποδείχθηκε ότι στις από 1.4.2015, 18.12.2015 και 1.4.2016 έγγραφες συμβάσεις ναυτικής εργασίας, που καταρτίστηκαν μεταξύ των διαδίκων, συνομολογήθηκε ρητά στον με στοιχεία 4Γ όρο, ότι στις αποδοχές του ναυτικού, πέραν των νομίμων αποδοχών του, περιλαμβάνονται και τα ποσοστά που αναφέρονται στην επιστασία μαγειρείου στο παράρτημα I της σύμβασης, που αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα της, ήτοι ποσοστό 2% επί των καθαρών εισπράξεων στα είδη της τραπεζαρίας και του εστιατορίου «self service”, τα οποία ποσοστά κατανέμονται με ευθύνη του εκάστοτε προϊσταμένου της επιστασίας στα μέλη της. Περαιτέρω, στο δεύτερο εδάφιο του εν λόγω όρου περιλήφθηκε ειδική συμφωνία με το εξής περιεχόμενο: «Οι ως άνω αμοιβές – παροχές υπό στοιχείο β΄ (κατ’αποκοπή υπερωριακή αμοιβή) και γ΄ (ποσοστά επιστασίας μαγειρείου), καθώς και οποιοδήποτε ποσό ήθελε καταβληθεί στον ναυτικό πέραν των προαναφερομένων, υπόκειται σε συμψηφισμό με τυχόν αξιώσεις του για παροχή υπερωριακής εργασίας.». Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι η εναγομένη κατέβαλε στον ενάγοντα κατά τους μήνες ναυτολόγησης του, διάφορα χρηματικά ποσά, ως επιμίσθιο, με την αιτιολογία «προμήθεια μαγειρείου», συνολικού ύψους 2.328,69 ευρώ, όπως διαλαμβάνεται στους αντίστοιχους προσκομιζόμενους λογαριασμούς μισθοδοσίας, που αντιστοιχούσαν σε ποσοστό 2% επί των καθαρών εισπράξεων των εστιατορίων του πλοίου και κατανέμονταν με ευθύνη του αρχιμάγειρα στα μέλη του προσωπικού μαγειρείου με την μισθοδοσία τους. Από το περιεχόμενο του εν λόγω συμβατικού όρου, που αφορούσε όλες τις εργασιακές του συμβάσεις, δεδομένου ότι ο ενάγων επαναυτολογούνταν με τους ίδιους όρους και συμφωνίες, ερμηνευομένου όπως απαιτεί η καλή πίστη, λαμβανομένων υπόψη των συναλλακτικών ηθών, προκύπτει ότι τα συμβληθέντα μέρη συμφώνησαν ώστε να συμψηφίζονται τα καταβαλλόμενα στον εργαζόμενο επιπρόσθετα του μισθού του χρηματικά ποσά, με τις αξιώσεις του, που απορρέουν από τις υπό κρίση συμβάσεις ναυτικής εργασίας, λόγω παροχής υπερωριακής εργασίας. Επομένως, σύμφωνα με τις προεκτεθείσες σκέψεις, ως προς τα εν λόγω ποσά, συντρέχουν οι προϋποθέσεις συμψηφισμού τους με τις ένδικες αξιώσεις του ενάγοντος, καθόσον η εν λόγω οικονομική παροχή με την ένδειξη “προμήθεια μαγειρείου”, η οποία καταβαλλόταν παγίως και τακτικά στον ενάγοντα, ως προσωπικό του μαγειρείου και η οποία ουδόλως συνδέεται με την παροχή υπερωριακής εργασίας στα εστιατόρια του πλοίου, έχει χαρακτήρα «επιμισθίου» (bonus) για τη βελτίωση της αποδόσεως του προσωπικού του μαγειρείου και ρητά συμφωνήθηκε να υπόκειται σε συμψηφισμό με τυχόν αξίωση του ενάγοντος για παροχή υπερωριακής εργασίας, πέραν της συμβατικά προβλεπομένης αμοιβής «κλειστών» υπερωριών και συνεπώς, μπορούν να καταλογιστούν στην οφειλόμενη στον ενάγοντα πρόσθετη υπερωριακή αμοιβή για τις υπερωρίες, που πραγματοποίησε, το δε γεγονός ότι τα καταβαλλόμενα αυτά ποσά προμήθειας, δεν ήταν εκ των προτέρων προκαθορισμένα, αλλά το ύψος τους εξαρτιόταν από τις εισπράξεις των εστιατορίων του πλοίου, δεν καθιστά την συμφωνία περί συμψηφισμού τους αόριστη, ως αβασίμως ισχυρίζεται ο ενάγων, εφόσον είχε προβλεφθεί ότι ανέρχονταν σε συγκεκριμένο ποσοστό 2% επί των εισπράξεων, ήτοι το μέγεθος τους προσδιορίζονταν κατά τρόπο ορισμένο, προβλέπονταν δε ειδικά ο συμψηφισμός τους με τις τυχόν αξιώσεις υπερωριακής εργασίας. Ενόψει των ανωτέρω, πρέπει να γίνει μερικώς δεκτή, κατ’ουσίαν, η προβληθείσα από την εναγομένη ένσταση περί αποσβέσεως της οφειλής δια συμψηφισμού των προαναφερθέντων επιμίσθιων χρηματικών ποσών, τα οποία κατέβαλε στον ενάγοντα πέραν των νομίμων αποδοχών του και με ειδική συμφωνία, κατά τα προαναφερθέντα, για καταλογισμό τούτων στις αξιώσεις του από παρασχεθείσα υπερωριακή εργασία, η οποία επαναφέρεται στην παρούσα δίκη και αφορά το σχετικό κονδύλιο της αγωγής περί της υπερωριακής αμοιβής και να αφαιρεθεί το συνολικό ποσό των 2.328,69 ευρώ από το, ως άνω, δικαιούμενο από τον ενάγοντα χρηματικό ποσό για την αιτία αυτή, απομένοντος υπολοίπου προς απόληψη 9.536,96 ευρώ (11.865,65 – 2.328,69). Κατά συνέπεια, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την εκκαλουμένη απόφαση του αφαίρεσε τα εν λόγω ποσά, που καταβλήθηκαν στον ενάγοντα και αντιστοιχούσαν στις προμήθειες του μαγειρείου επί των εισπράξεων των εστιατορίων του πλοίου, από την αμοιβή, που δικαιούνταν για υπερωριακή απασχόληση, κατά σιωπηρή αποδοχή της σχετικής ένστασης της εναγομένης, έκρινε ορθά κατ’αποτέλεσμα, αν και με διαφορετική αιτιολογία, που αντικαθίσταται με την παρούσα (534ΚΠολΔ), απορριπτομένων, ως αβασίμων, των περί του αντιθέτου αιτιάσεων του ενάγοντος, που διαλαμβάνονται στον δεύτερο λόγο της έφεσης του και, ως εκ τούτου, κρίνεται απορριπτέος, ως ουσιαστικά αβάσιμος. Περαιτέρω όμως, συμπεραίνοντας η εκκαλουμένη ότι για την κρινόμενη υπερωριακή του απασχόληση οφείλεται στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των 12.034,52 ευρώ (6.515,02 + 5.519,50), έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων, κατά τους σχετικούς εν μέρει βάσιμους δεύτερο και τρίτο λόγους της έφεσης της εναγομένης περί εσφαλμένου υπολογισμού από την εκκαλουμένη της δικαιούμενης υπερωριακής αμοιβής.
Επιπρόσθετα, η εναγόμενη προέβαλε ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ένσταση συμψηφισμού στη δικαιούμενη από τον ενάγοντα αμοιβή για υπερωριακή εργασία, το ποσό των 1.654,76 ευρώ, που καταβλήθηκε σ’αυτόν και, όπως ισχυρίζεται, αντιστοιχεί σε πρόσθετη αμοιβή για δρομολόγια «εξπρές», που δεν πραγματοποιήθηκαν, εφόσον εισέπραξε για την αιτία αυτή το ποσό των 2.378,42 ευρώ, ενώ κανονικά δικαιούνταν το ποσό των 723,66 ευρώ για τα 6 δρομολόγια εξπρές, που εκτελέστηκαν (3 το έτος 2015 και 3 το έτος 2016).
Από τα ίδια, ως άνω, αποδεικτικά μέσα αποδεικνύεται ότι κατά τους μήνες Ιούλιο, Αύγουστο και Σεπτέμβριο των ετών 2015 και 2016, που υπηρετούσε ο ενάγων στο εν λόγω πλοίο με τις ανωτέρω ειδικότητες αντίστοιχα, πραγματοποιήθηκαν δρομολόγια, που είχαν το χαρακτήρα «εξπρές», δεδομένου ότι, όπως παραδέχεται η εναγομένη, πέραν των τακτικών εκτελούνταν και ημερήσια δρομολόγια, εφόσον από τον κατάπλου αντιστοίχως στο λιμάνι αφετηρίας ή προορισμού στις 06.30, τούτο απέπλεε όχι στις 22.00 το βράδυ, κατά τις ανωτέρω διακρίσεις, αλλά στις 11.00 και μετά τον κατάπλου στο αντίστοιχο λιμάνι στις 18.00 της ίδιας ημέρας, απέπλεε πριν τη συμπλήρωση παραμονής έξι ωρών, για το τακτικό βραδινό δρομολόγιο στις 22.00, ενώ η διάρκεια του εκάστοτε κυκλικού ταξιδιού ήταν μεγαλύτερη των δώδεκα ωρών, όπως δε προκύπτει από τους επικαλούμενους και προσκομιζόμενους λογαριασμούς μισθοδοσίας, που δεν αμφισβητούνται από τον ενάγοντα, εκτελέστηκαν τα ακόλουθα «εξπρές» δρομολόγια με την ένδειξη «ημερήσια»: τον Ιούλιο 2015 4,66, τον Αύγουστο 2015 8,66 και τον Σεπτέμβριο 2015 0,67 και συνολικά 13,99, ενώ τον Ιούλιο 2016 5,33, τον Αύγουστο 2016 7,33 και τον Σεπτέμβριο 2016 0,67, ήτοι 13,33 και συνολικά 27,32 «εξπρές» δρομολόγια και όχι έξι, ως εντελώς αβασίμως υποστηρίζει. Επομένως, ο ενάγων δικαιούται πρόσθετης αμοιβής για την εν λόγω αιτία, όπως προβλέπεται στην παράγραφο 7 σε συνδυασμό με την παράγραφο 5 του άρθρου 33 της ως άνω ΣΣΝΕ, με αποτέλεσμα η δικαιούμενη αμοιβή για κάθε δρομολόγιο «εξπρές», που πραγματοποιήθηκε, να ισούται προς το 1/30ο των συνολικών τακτικών μηνιαίων αποδοχών του. Σημειωτέον, ότι στις αποδοχές αυτές, βάσει των οποίων υπολογίζονται, εκτός της πρόσθετης αμοιβής δρομολογίων «εξπρές» και τα επιδόματα εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα, συμπεριλαμβάνεται κάθε παροχή καταβαλλόμενη παγίως και σταθερώς ως συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας του ναυτικού τακτικά κάθε μήνα ή κατ’ επανάληψη περιοδικώς σε ορισμένα χρονικά διαστήματα (ΑΠ 1013/2003 ΔΕΕ 2004 214ΕφΠειρ 587/2011 ΕΝαυτΔ 2012 19, ΕφΠειρ 506/2011 ΕΝαυτΔ 2011 387, ΕφΠειρ 377/2011 ΕΝαυτΔ 2011 262, ΕφΠειρ 46/2011 ΕΝαυτΔ 2011 97, ΕφΠειρ 283/2009 ΕΝαυτΔ 2009 102). Έτσι, στις τακτικές αποδοχές περιλαμβάνεται και η αμοιβή για την ως άνω υπερωριακή εργασία, υπολογιζόμενη κατά μέσο όρο, το επίδομα Κυριακών, το επίδομα βαρείας και ανθυγιεινής εργασίας, το αντίτιμο τροφής και το επίδομα αδείας (με το αντίτιμο τροφής), ενώ το επίδομα ιματισμού δεν πρέπει να συνυπολογισθεί σ’ αυτές, γιατί αυτό δεν αποτελεί παροχή καταβαλλόμενη ως αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας, καθώς και λόγω της παροχής σε είδος αυτού (ΑΠ 774/2003 ΔΕΝ 59 1300, ΕφΠειρ 526/2012 ΕΝαυτΔ 2012 381, βλ. Ι. Κοροτζή «Ναυτικό Δίκαιο» τ. 1ος αρθρ. 60 σελ. 332 και αρθρ. 76 σελ. 387).
Ενόψει τούτων, ο ενάγων με βάση τις συνολικές τακτικές μηνιαίες αποδοχές του, αφενός, ως μάγειρα Γ΄, οι οποίες ανέρχονταν κατά τον κρίσιμο χρόνο, σύμφωνα με την ισχύουσα ως άνω Σ.Σ.Ν.Ε., στο ποσό των 3.931,35 ευρώ [1.157,99 € μισθός ενεργείας + 254,76 € επίδομα Κυριακών + 35,22 € επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας + 576,30 € αντίτιμο τροφής 30 ημερών (19,21 € Χ 30) + 417,12 € αποδοχές αδείας μετά τροφοδοσίας [(1.157,99 € + 254,76 €) : 22 = 64,215 € Χ 5 ημέρες + (19,21 ευρώ το ημερήσιο αντίτιμο τροφής Χ 5 ημέρες)] + 1.489,96 € μέσος όρος υπερωριών (11.428,04 € σύνολο υπερωριακής αμοιβής : 7,67 μήνες)] δικαιούται πρόσθετη αμοιβή για τα δρομολόγια εξπρές κατά το έτος 2015, ποσού 1.833,24 ευρώ [3.931,35 ευρώ Χ 1/30 = 131,04 ευρώ Χ 13,99), έναντι του οποίου ο ενάγων έλαβε από την εναγόμενη το ποσό των 960,07 ευρώ, όπως προκύπτει από τις αντίστοιχες αποδείξεις πληρωμής μισθοδοσίας του. Αφετέρου, οι συνολικές μικτές τακτικές μηνιαίες αποδοχές του ενάγοντος, ως μάγειρα Β΄, ανέρχονταν κατά τον κρίσιμο χρόνο στο ποσό των 4.442,63 ευρώ [1.363,04 € μισθός ενεργείας + 299,87 € επίδομα Κυριακών + 35,22 € επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας + 576,30 € αντίτιμο τροφής 30 ημερών (19,21 € Χ 30) + 474 € αποδοχές αδείας μετά τροφοδοσίας [(1.363,04 € + 299,87 €) : 22 = 75,59 € Χ 5 ημέρες + (19,21 ευρώ το ημερήσιο αντίτιμο τροφής Χ 5 ημέρες)] + 1.694,20 € μέσος όρος υπερωριών (11.859,40 € σύνολο υπερωριακής αμοιβής : 7 μήνες)]. Επομένως, δικαιούται για πρόσθετη αμοιβή για τα δρομολόγια εξπρές κατά το έτος 2016, το ποσό των 1.973,90 ευρώ [4.442,63 ευρώ Χ 1/30 = 148,08 ευρώ Χ 13,33), έναντι του οποίου έλαβε από την εναγόμενη το ποσό των 1.073,98 ευρώ, όπως προκύπτει από τις αντίστοιχες αποδείξεις πληρωμής μισθοδοσίας του. Κατά συνέπεια, δεν προκύπτει ότι έλαβε αμοιβή μεγαλύτερη από αυτήν που δικαιούνταν για την κρινόμενη αιτία, τουναντίον έλαβε μικρότερη και ως εκ τούτου, δεν υφίσταται ποσό που να μπορεί να τεθεί σε συμψηφισμό με το οφειλόμενο στον ενάγοντα ποσό για υπερωριακή απασχόληση. Επομένως, έσφαλε η εκκαλουμένη δεχόμενη την ένσταση συμψηφισμού, που υπέβαλε η εναγομένη, καθ’όσον αφορά τα καταβληθέντα στον ενάγοντα ποσά, που αναγράφονταν στους μισθοδοτικούς λογαριασμούς του, ως «ημερήσια» και χορηγούνταν για πρόσθετη αμοιβή των δρομολογίων «εξπρές», εφόσον δεν υπερέβαιναν τις ελάχιστες νόμιμες αποδοχές του, όπως προβλέπονταν από την οικεία Σ.Σ.Ν.Ε., για την αίτια αυτή, ούτως ώστε να μην συντρέχουν οι προϋποθέσεις συμψηφισμού τους με τις υπερωρίες, που εκτέλεσε, κατά παραδοχή του τρίτου λόγου της κρινομένης έφεσης του ενάγοντος, που πλήττει την εκκαλουμένη ως προς τον συμψηφισμό του εν λόγω ποσού, ως ουσιαστικά βασίμου.
- VI. Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 14 της οικείας Σ.Σ.Ν.Ε., σε συνδυασμό προς εκείνες των παραγράφων 1, 2, 3 και 7 της υπ’ αριθμ. 70109/8008/14-12-1982 Αποφάσεως του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας «περί των προϋποθέσεων χορηγήσεως επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα προς τους δικαιούμενους ναυτικούς» (ΦΕΚ Β΄ 1/7-1-1982), προκύπτει ότι οι ως άνω ναυτικοί δικαιούνται επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα ίσων προς ένα μηνιαίο μισθό και μισθό 15 ημερών αντιστοίχως, εάν η σχέση εργασίας διήρκησε καθ’ όλο το διάστημα από 1ης Μαΐου μέχρι 31ης Δεκεμβρίου και από 1ης Ιανουαρίου μέχρι 30ης Απριλίου αντιστοίχως, ή 2/25 του μηνιαίου μισθού ανά έκαστο δεκαεννεαήμερο χρονικό διάστημα και 1/15 του ημίσεως του μηνιαίου μισθού ανά έκαστο οκταήμερο χρονικό διάστημα, αντιστοίχως ή ανάλογο κλάσμα επί χρονικού διαστήματος μικρότερου του δεκαεννεαημέρου ή του οκταημέρου, εάν η σχέση εργασίας δεν διήρκησε καθ’ όλο το ως άνω διάστημα, αντιστοίχως. Επίσης, για τον υπολογισμό των προαναφερθέντων επιδομάτων λαμβάνεται υπόψη ο πραγματικά καταβαλλόμενος μισθός τη 10η Δεκεμβρίου και τη 15η ημέρα πριν από το Πάσχα, αντιστοίχως, δηλαδή το σύνολο των τακτικών αποδοχών του ναυτικού, στις οποίες περιλαμβάνονται ο μισθός και κάθε άλλη παροχή, εφόσον καταβάλλεται από τον εργοδότη ως συμβατικό η νόμιμο αντάλλαγμα της εργασίας που του παρέχει ο ναυτικός, τακτικώς, κάθε μήνα ή περιοδικώς, κατ’ επανάληψη και καθ’ ορισμένα διαστήματα χρόνου (ΑΠ 1013/2003 ΔΕΕ 2004 214, ΕφΠειρ 587/2011 ΕΝαυτΔ 2012 19, ΕφΠειρ 506/2011 ΕΝαυτΔ 2011 387, ΕφΠειρ 377/2011 ΕΝαυτΔ 2011 262, ΕφΠειρ 46/2011 ΕΝαυτΔ 2011 97, ΕφΠειρ 283/2009 ΕΝαυτΔ 2009 102). Μάλιστα, ως τέτοιες παροχές, προσδιορίζονται ενδεικτικώς στην ως άνω Υπουργική Απόφαση: α) η προσαύξηση της νομίμου και τακτικής εργασίας κατά τις Κυριακές, εφόσον δίνεται στο μισθωτό σταθερά και μόνιμα σαν τακτικό αντάλλαγμα για την παροχή εργασίας κατά τις ανωτέρω ημέρες τακτικά κάθε μήνα, β) η αμοιβή που καταβάλλεται από τον εργοδότη στο μισθωτό για νόμιμη υπερωριακή εργασία, εφόσον η υπερωριακή αμοιβή για παροχή υπερωριακής εργασίας δεν καταβάλλεται υπό μορφή επιδόματος παγίως και τακτικώς κατά μήνα, υπολογίζεται κατά μέσον όρο αν κατά τα κρίσιμα χρονικά διαστήματα καταβάλλεται τακτικώς, γ) το επίδομα αδείας (με το αντίτιμο τροφής) και οι λοιπές τακτικές παροχές. Επιπλέον, στις τακτικές μηνιαίες αποδοχές του ενάγοντος, βάσει των οποίων υπολογίζονται τα επιδόματα εορτών, συμπεριλαμβάνεται και η αμοιβή για δρομολόγια «εξπρές», όπως και το επίδομα άγονης γραμμής, εφόσον το πλοίο εκτελεί τακτικώς τέτοια δρομολόγια και η πρόσθετη αμοιβή της εργασίας έχμασης, αν κατά τα κρίσιμα χρονικά διαστήματα καταβάλλεται τακτικώς, υπολογιζομένων κατά μέσο όρο, ενώ το επίδομα ιματισμού δεν πρέπει να συνυπολογισθεί σ’αυτές, γιατί αυτό δεν αποτελεί παροχή καταβαλλόμενη ως αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας, καθώς και λόγω της παροχής σε είδος αυτού (ΑΠ 774/2003 ΔΕΝ 59 1300, ΕφΠειρ 740/2015, ΕφΠειρ 526/2012 ΕΝαυτΔ 2012 381, Ι. Κοροτζή «Ναυτικό Δίκαιο» τ. 1ος αρθρ. 60 σελ. 332 και αρθρ. 76 σελ. 387). Ειδικότερα, όσον αφορά τις αποδοχές αδείας, από τις διατάξεις του άρθρου 15 της οικείας Σ.Σ.Ν.Ε. προκύπτει ότι η άδεια, σε αντίθεση με ότι συμβαίνει στη χερσαία εργασία, παρέχεται μόνο αν, κατά την κρίση του πλοιάρχου, οι ανάγκες του πλοίου επιτρέπουν τη χορήγηση της και σε περίπτωση μη χορήγησης της ο ναυτικός δικαιούται της αποζημίωσης που ορίζεται στην παρ. 2 του άνω άρθρου. Ακριβώς δε για το λόγο ότι κατά κανόνα οι συνθήκες της ναυτικής εργασίας δεν επιτρέπουν την παροχή της άδειας in natura, οι επί πλέον αποδοχές, που δικαιούται για την περίπτωση αυτή ο ναυτικός, προσλαμβάνουν τον χαρακτήρα τακτικού ανταλλάγματος (μισθού) για την παροχή της εργασίας.
Στην προκειμένη περίπτωση οι συνολικές μικτές τακτικές μηνιαίες αποδοχές του ενάγοντος, ως μάγειρα Γ΄, ανέρχονταν στο ποσό των 3.931,35 ευρώ [1.157,99 € μισθός ενεργείας + 254,76 € επίδομα Κυριακών + 35,22 € επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας + 576,30 € αντίτιμο τροφής 30 ημερών (19,21 € Χ 30) + 417,12 € αποδοχές αδείας μετά τροφοδοσίας [(1.157,99 € + 254,76 €) : 22 = 64,215 € Χ 5 ημέρες + (19,21 ευρώ το ημερήσιο αντίτιμο τροφής Χ 5 ημέρες)] + 1.489,96 € μέσος όρος υπερωριών (11.428,04 € σύνολο υπερωριακής αμοιβής : 7,67 μήνες)]. Επομένως, ο ενάγων με την ανωτέρω ειδικότητα δικαιούται, ως επιδόματα εορτών, τα ακόλουθα ποσά: α) για αναλογία επιδόματος Πάσχα 2015, ποσό που ισούται προς το 1/15 του μισού μηνιαίου μισθού του για κάθε 8ήμερο χρονικό διάστημα διάρκειας της εργασιακής σχέσης του, δηλαδή μηνιαίος μισθός 3.931,35 ευρώ : 2 = 1.965,67 ευρώ Χ 1/15 = 131,04 ευρώ Χ 3,75 8ήμερα = 491,40, έναντι του οποίου έλαβε 257,44 ευρώ, κατά τον βάσιμο ισχυρισμό της εναγομένης, που προκύπτει από τις αντίστοιχες προσκομιζόμενες από αμφότερους τους διαδίκους αποδείξεις πληρωμής μισθοδοσίας του, κατά συνέπεια δικαιούται τη σχετική διαφορά ποσού 233,96 ευρώ και β) για αναλογία επιδόματος Χριστουγέννων 2015, δικαιούται ποσό που ισούται προς 2/25 του μηνιαίου μισθού ανά έκαστο δεκαεννεαήμερο χρονικό διάστημα, δηλαδή το ποσό των 3.226,77 ευρώ (3.931,35 € μηνιαίες αποδοχές Χ 2/25 = 314,50 Χ 10,26 δεκαεννεαήμερα), έναντι του οποίου έλαβε 1.673,02 ευρώ, όπως συνομολογεί και προκύπτει από τις αντίστοιχες προσκομιζόμενες εκατέρωθεν αποδείξεις πληρωμής μισθοδοσίας του και επομένως, δικαιούται τη σχετική διαφορά ποσού 1.553,75 ευρώ. Περαιτέρω, οι συνολικές μικτές τακτικές μηνιαίες αποδοχές του ενάγοντος, ως μάγειρα Β΄, ανέρχονταν στο ποσό των 4.442,63 ευρώ [1.363,04 € μισθός ενεργείας + 299,87 € επίδομα Κυριακών + 35,22 € επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας + 576,30 € αντίτιμο τροφής 30 ημερών (19,21 € Χ 30) + 474 € αποδοχές αδείας μετά τροφοδοσίας [(1.363,04 € + 299,87 €) : 22 = 75,59 € Χ 5 ημέρες + (19,21 ευρώ το ημερήσιο αντίτιμο τροφής Χ 5 ημέρες)] + 1.694,20 € μέσος όρος υπερωριών (11.859,40 € σύνολο υπερωριακής αμοιβής : 7 μήνες)]. Συνεπώς, για επιδόματα εορτών κατά το χρονικό διάστημα ναυτολόγησης του με αυτήν την ειδικότητα δικαιούται: α) για αναλογία επιδόματος Πάσχα 2016, ποσό που ισούται προς το 1/15 του μισού μηνιαίου μισθού του για κάθε 8ήμερο χρονικό διάστημα διάρκειας της εργασιακής σχέσης του, δηλαδή μηνιαίος μισθός 4.442,63 ευρώ : 2 = ευρώ Χ 1/15 = 148,08 ευρώ Χ 3,75 8ήμερα = 555,30 ευρώ, έναντι του οποίου έλαβε 372,98 ευρώ, όπως συνομολογεί και προκύπτει από τις αντίστοιχες προσκομιζόμενες από αμφότερους τους διαδίκους αποδείξεις πληρωμής μισθοδοσίας του, απομένοντος υπολοίπου ποσού 182,32 ευρώ και β) για αναλογία επιδόματος Χριστουγέννων 2016, δικαιούται ποσό που ισούται προς 2/25 του μηνιαίου μισθού ανά έκαστο δεκαεννεαήμερο χρονικό διάστημα, δηλαδή το ποσό των 3.440,27 ευρώ (4.442,63 € μηνιαίες αποδοχές Χ 2/25 = 355,40 Χ 9,68 δεκαεννεαήμερα), έναντι του οποίου έλαβε 1.772,52 ευρώ, όπως τελικά συνομολόγησε παραιτούμενος κατά το ποσό αυτό και κατά τον βάσιμο ισχυρισμό της εναγομένης, που προκύπτει από τις αντίστοιχες προσκομιζόμενες από έκαστο των διαδίκων αποδείξεις πληρωμής μισθοδοσίας του και επομένως, δικαιούται τη σχετική διαφορά ποσού 1.667,75 ευρώ και συνολικά για δώρα εορτών 3.637,78 ευρώ, δεκτής γενομένης εν μέρει της σχετικής ένστασης εξόφλησης της εναγομένης, που προτάθηκε πρωτοδίκως και επαναφέρεται με τον τέταρτο λόγο της έφεσης της, ως ουσιαστικά βάσιμης. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφαση του έκρινε ότι οφείλονται στον ενάγοντα για επιδόματα εορτών Πάσχα και Χριστουγέννων των ετών 2015 και 2016, τα ποσά των 423,63 ευρώ, 416,15 ευρώ και 2.130 ευρώ και 2.301,51 ευρώ αντίστοιχα, έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων, κατά τον σχετικό εν μέρει βάσιμο τέταρτο λόγο της έφεσης της εναγομένης, ως προς τον εσφαλμένο υπολογισμό των δώρων εορτών, απορριπτομένου τούτου κατά τα λοιπά, καθόσον αφορά τον υπολογισμό των τακτικών αποδοχών και εντεύθεν των επιδομάτων εορτών, με βάση την κατ’ αποκοπή καταβληθείσα από την εναγομένη μηνιαίως υπερωριακή αμοιβή.
VII. Σύμφωνα με όσα γίνονται δεκτά στη θεωρία και στη νομολογία, καθώς και στη διεθνή ναυτιλιακή πρακτική, είδος της υπό ευρεία έννοια ναυλώσεως είναι η χρονοναύλωση γυμνού πλοίου («bareboat charter» ή «charter by demise»), κατά την οποία ο κύριος του πλοίου – εκναυλωτής θέτει, έναντι ανταλλάγματος, στη διάθεση του ναυλωτή, για ορισμένο χρόνο, πλοίο κατάλληλο μεν για θαλασσοπλοΐα, αλλά χωρίς εξοπλισμό και επάνδρωση ή με ατελή επάνδρωση και εξοπλισμό, τους δε τελευταίους προσλαμβάνει και αναλαμβάνει ο χρονοναυλωτής, στις εντολές του οποίου αυτοί υπακούν, αναφορικά με τη ναυτική και εμπορική διεύθυνση του πλοίου (ΕΠ 452/2008 ΕΝΔ 2009.39 ΕπισκΕμπΔ 2008.1086, ΕΠ 2/1998 ΠειρΝομ 1998.44, ΕΕμπΔ 1998.121, ΕΠ 1961/1988 ΕΝΔ 17.409, ΕΕμπΔ 1989.623, ΜονΕΠ 809/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Αντ. Αντάπασης, Εκμετάλλευση του πλοίου από τρίτο και προστασία των ναυτικών δανειστών, στον τόμο Α΄ Διεθνούς Συνεδρίου Ναυτικού Δικαίου, σελ. 437-454, Ν. Δελούκας, Ναυτικό Δίκαιο, έκδοση 1979, § 169). Περαιτέρω, από τα άρθρα 105 και 106 εδάφ. β΄ ΚΙΝΔ προκύπτει ότι η εκμετάλλευση του πλοίου με την έννοια του εφοπλισμού υπάρχει και στη σύμβαση χρονοναυλώσεως (εφοπλιστική χρονοναύλωση), όταν στον ναυλωτή ανήκει η εκμετάλλευση και η ναυτική διεύθυνση αυτού (πλοίου). Στην περίπτωση αυτή ο μεν ναυλωτής τυγχάνει εφοπλιστής του πλοίου, ο δε κύριος αυτού ευθύνεται έναντι των τρίτων πραγματοπαγώς και συγκεκριμένα μόνο δια του πλοίου, κατ΄ άρθρο 106 εδάφ. β΄ ΚΙΝΔ. Αντιθέτως, αν ο κύριος του πλοίου – εκναυλωτής θέτει στη διάθεση του ναυλωτή, έναντι ανταλλάγματος και για ορισμένο χρόνο, πλοίο εξοπλισμένο μαζί με τις υπηρεσίες του πλοιάρχου ή του πληρώματος, διατηρώντας ο ίδιος (χρονοεκναυλωτής) την τεχνική (ναυτική) διαχείριση του πλοίου, παρέχοντας δε σε εκείνον (χρονοναυλωτή) τη δυνατότητα να χρησιμοποιεί, επί ένα χρονικό διάστημα, το πλοίο και τις υπηρεσίες του πλοιάρχου και του πληρώματος, αυτός εξακολουθεί να είναι πλοιοκτήτης και να φέρει απεριορίστως τους κινδύνους από την εκμετάλλευση αυτή (ΕΠ 375/2016 δημ.ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕΠ 874/2013 ΕΝΔ 2013.422, ΕΠ 452/2008 ΕΝΔ 2009.39, ΕΠ 882/2000 ΕΝΔ 2001.122, ΕΠ 2/1998 ΕΕμπΔ 1998.121, ΠειρΝομ 1998.44, Αλ. Κιάντου – Παμπούκη, Ναυτικό Δίκαιο, έκδοση 2007, τόμος 2ος , §115, σελ. 20 επόμ.,). Ενόψει τούτων, γίνεται δεκτό ότι υπάρχει εφοπλισμός, που συνεπάγεται την εφαρμογή των πιο πάνω διατάξεων, όταν ο πλοιοκτήτης παραχώρησε τη χρήση του πλοίου του γυμνού, διότι στην τελευταία περίπτωση ο μισθωτής – ναυλωτής του πλοίου εξουσιάζει τούτο, τόσο από την πλευρά της τεχνικής διεύθυνσης, όσο και από αυτή της εμπορικής του διαχειρίσεως, έχει δε τη βούληση να ασκήσει και ασκεί πράγματι, για ίδιο λογαριασμό, την επιχείρηση της κερδοσκοπικής εκμεταλλεύσεως του (Αντ. Αντάπασης, όπ.π., σελ. 458, Ν. Δελούκας, όπ.π., σελ. 128, Ι. Κοροντζής σε ΕλλΔνη 27. 1102). Στην περίπτωση αυτή ο μεν ναυλωτής τυγχάνει εφοπλιστής του πλοίου, ο δε κύριος αυτού ευθύνεται έναντι των τρίτων πραγματοπαγώς και συγκεκριμένα μόνο δια του πλοίου, κατ΄ άρθρο 106 εδ. β` του ΚΙΝΔ. Αντιθέτως, εάν τη ναυτική διαχείριση του πλοίου διατηρεί ο εκναυλωτής, αυτός εξακολουθεί να είναι πλοιοκτήτης και να φέρει απεριορίστως τους κινδύνους από την εκμετάλλευση αυτή. Στην τελευταία αυτή περίπτωση ο πλοιοκτήτης ευθύνεται για τις δικαιοπραξίες που επιχειρούνται από τους αντιπροσώπους του μέσα στα πλαίσια της εκμετάλλευσης του πλοίου. Έτσι, οι συμβάσεις που συνάπτονται από τον χρονοναυλωτή ή τον πλοίαρχο χρονοναυλωμένου πλοίου με τρίτους δεσμεύουν τον πλοιοκτήτη, έστω και αν, σύμφωνα με τους όρους του ναυλοσυμφώνου, έχουν συναφθεί για λογαριασμό του χρονοναυλωτή. Και τούτο, γιατί οι όροι του ναυλοσυμφώνου αφορούν τις εσωτερικές σχέσεις των συμβληθέντων κατά την κατάρτιση του, δηλαδή τον εκναυλωτή και το χρονοναυλωτή, ενώ για τους τρίτους είναι res inter alios. Ο πλοιοκτήτης δεν ευθύνεται για τις ως άνω δικαιοπραξίες, μόνο στην περίπτωση που γνωστοποιήθηκε στους τρίτους, πριν την κατάρτιση της συμβάσεως, αφενός ότι το πλοίο είναι χρονοναυλωμένο και αφετέρου ότι, δυνάμει ειδικού όρου του ναυλοσυμφώνου, για την πληρωμή του συγκεκριμένου χρέους θα ευθύνεται μόνο ο χρονοναυλωτής (ΕΠ 2/2002 ΕπισκΕμπΔ 2002.237, με περαιτέρω παραπομπές στη θεωρία και στη νομολογία).
Στην προκειμένη περίπτωση από τα, ως άνω, αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε ότι δυνάμει της από 14.6.2013 σύμβασης ναυτικής εργασίας, που καταρτίστηκε μεταξύ του ενάγοντος και του πλοίαρχου του πλοίου με το όνομα «HCE», σημαίας Ιταλίας, νηολογίου Παλέρμο Ιταλίας με αριθμό …, ΙΜΟ …, ΔΔΣ IBEV, χωρητικότητας 54310 κόρων, ως εκπροσώπου της πλοιοκτήτριας εταιρείας με την επωνυμία «……..» που εδρεύει στην πόλη του …. της νήσου Σικελίας της Ιταλίας και είναι μέλος του Ομίλου «…….» όπως και η εναγομένη, αυτός ναυτολογήθηκε στο λιμάνι της Πάτρας με την ιδιότητα του μάγειρα Γ΄ σύμφωνα με τους όρους και συμφωνίες της εγκεκριμένης ΣΣΝΕ και υπηρέτησε σ΄αυτό έως τις 3.10.2013, οπότε απολύθηκε, μετά από συμφωνία των συμβληθέντων μερών, συμφωνήθηκε δε ως εφαρμοστέο το ιταλικό δίκαιο. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι δυνάμει του από 4.9.2009 χρονοναυλοσύμφωνου, που συνήψε η ανωτέρω πλοιοκτήτρια του εν λόγω πλοίου ιταλική εταιρεία, ως εκναυλώτρια, με την εναγομένη εταιρεία, ως ναυλώτρια, όπως τροποποιήθηκε με τα από 23.9.2010, 30.9.2011, 11.10.2012, 18.7.2013, 10.12.2013, 1.1.2014, 12.7.2014, 30.9.2014 και 31.12.2014 προσαρτήματα, συμφωνήθηκε η εκναύλωση του πλοίου για χρονικό διάστημα ενός έτους, με δικαίωμα παράτασης και διαδοχικά αυτή επεκτάθηκε μέχρι τις 30.9.2015. Στα πλαίσια της καταρτισθείσης συμβάσεως, το πλοίο ήταν παραδοτέο στη ναυλώτρια αξιόπλοο, πλήρως και κατάλληλα εξοπλισμένο από κάθε άποψη, καθώς και επανδρωμένο με αξιωματικούς και πλήρωμα, ενώ τους μισθούς και τα έξοδα απόλυσης του πλοιάρχου, των αξιωματικών και των μελών του πληρώματος του πλοίου, τα προξενικά τέλη, καθώς και τα έξοδα για τις λιμενικές υπηρεσίες, που τα αφορούν, ανέλαβε, μεταξύ άλλων, να πληρώνει η πλοιοκτήτρια, όπως και να παρέχει την ασφάλιση του και να το διατηρεί και συντηρεί σε άριστη κατάσταση, η δε ναυλώτρια ανέλαβε την υποχρέωση να φροντίζει και να πληρώνει για τα καύσιμα του πλοίου και τα λιμενικά τέλη και να καταβάλει το συμφωνημένο ναύλο. Ο πλοίαρχος του χρονοναυλωμένου πλοίου, παρόλο που είχε οριστεί από την πλοιοκτήτρια, συμφωνήθηκε να βρίσκεται υπό τις διαταγές και οδηγίες της ναυλώτριας, όσον αφορά την απασχόληση και την αντιπροσωπεία. Ενόψει τούτων, αποδεικνύεται ότι η πλοιοκτήτρια εκναυλώτρια εταιρεία διατήρησε την εμπορική και ναυτική διαχείριση και εκμετάλλευση του πλοίου ασκώντας την διεύθυνση της ναυσιπλοΐας του, φέροντας τους κινδύνους και αποκομίζοντας τα κέρδη από την εκμετάλλευση του, συνάμα δε είχε την ιδιότητα της εργοδότριας, καθόσον η ίδια προέβη στην πρόσληψη του ενάγοντος, ως μέλος του προσωπικού μαγειρείου, μέσω του πλοιάρχου του πλοίου, που ενήργησε κατά τον κρίσιμο χρόνο σύναψης της επίμαχης εργασιακής σύμβασης, όπως εναργώς προκύπτει από το περιεχόμενο της, στο όνομα και για λογαριασμό αυτής, ως πλοιοκτήτριας εταιρείας, που άλλωστε ήταν υπόχρεη στην καταβολή του μισθού του και των ασφαλιστικών του εισφορών. Αντίθετα, από κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν αποδείχθηκε ότι η εναγομένη εταιρεία ασκούσε πράγματι την διεύθυνση, διαχείριση και εκμετάλλευση του εν λόγω πλοίου για δικό της λογαριασμό, ήτοι τον εφοπλισμό του, όπως αβασίμως υποστηρίζει ο ενάγων, παρά μόνο χρησιμοποιούσε το πλοίο και το πλήρωμα τούτου για τους σκοπούς της ναύλωσης, ούτε προέβαινε στην πρόσληψη και απόλυση των μελών του πληρώματος, μεταξύ των οποίων του ενάγοντος, και, ως εκ τούτων, δεν τύγχανε ούτε εφοπλίστρια, μήτε εργοδότρια του και κατά συνέπεια, δεν ενέχονταν στην καταβολή των ασφαλιστικών του εισφορών, ως εργαζομένου, δεκτής γενομένης της ένστασης ελλείψεως παθητικής νομιμοποίησης της, που προβλήθηκε πρωτοδίκως και επαναφέρεται ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, όσον αφορά την καταβολή του ποσού, που αυτός δαπάνησε για την εξαγορά της θαλάσσιας υπηρεσίας του από το ΝΑΤ, ως ουσιαστικά βάσιμης. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που απέρριψε το κρινόμενο αγωγικό αίτημα, ως αβάσιμο κατ’ουσίαν, κατά παραδοχή της ένστασης της εναγομένης περί ελλείψεως παθητικής νομιμοποίησης, με εν μέρει διαφορετική και αντιφατική αιτιολογία, που συμπληρώνεται και αντικαθίσταται από την παρούσα (534 ΚΠολΔ), ορθά κατ’αποτέλεσμα εφάρμοσε τον νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις, απορριπτομένου του τέταρτου λόγου της έφεσης του ενάγοντος-εκκαλούντος, που πλήττει το κεφάλαιο αυτό της εκκαλουμένης, ως κατ’ουσίαν αβασίμου.
Τέλος, το υποβαλλόμενο από την εκκαλούσα-εφεσίβλητη με τις προτάσεις της ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου αίτημα περί διαγραφής ανάρμοστης φράσης, κατ’άρθρο 206 ΚΠολΔ, κρίνεται απορριπτέο, ως αβάσιμο, διότι η διαλαμβανόμενη στην σελίδα 23 του δικογράφου της έφεσης του εκκαλούντος φράση : «..με απειλούσε ότι αν προβώ σε δικαστική διεκδίκηση τους, θα έχανα την εργασία μου», ανεξαρτήτως της αληθείας ή αναλήθειας της, δεν συνιστά ανάρμοστη φράση και ως εκ τούτου, δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της επικαλούμενης διάταξης, όπως αβασίμως υπολαμβάνει η εφεσίβλητη-εκκαλούσα.
VIII. Κατ’ ακολουθίαν των προεκτεθέντων, εφόσον δεν υπάρχουν προς έρευνα άλλοι λόγοι έφεσης, πρέπει να γίνουν εν μέρει δεκτές κατ’ ουσίαν οι ένδικες εφέσεις, κατά τους σχετικούς βάσιμους αντίστοιχα λόγους, να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση στο σύνολο της, χάριν της ενότητας της εκτέλεσης, ώστε να εκδοθεί ενιαία απόφαση, στην οποία περιλαμβάνονται όσα κεφάλαια της προσβαλλόμενης απόφασης παρέμειναν αλώβητα και όσα έχουν μεταρρυθμισθεί στην προκειμένη κατ’ έφεση δίκη (ΑΠ 1279/2004 ΕλλΔνη 2005.141, ΑΠ 748/1984 ΕλλΔνη 26, 642, ΕφΠειρ 602/2011, ΕφΛαμ 18 και 15/2011, ΕφΠειρ 587/2008 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 44/2006 ΕλλΔνη 48, 1507, Σ. Σαμουήλ, Η έφεση, έκδοση 2009, σελ. 447 επ.). Εν συνεχεία, αφού κρατηθεί η υπόθεση για εκδίκαση από το Δικαστήριο τούτο (άρθρο 535 παρ. 1 ΚΠολΔ), πρέπει η προαναφερθείσα αγωγή να γίνει εν μέρει δεκτή, ως και ουσιαστικά βάσιμη και να υποχρεωθεί η εναγομένη-εφεσίβλητη να καταβάλει στον ενάγοντα-εκκαλούντα το ποσό των 13.174,74 ευρώ για τις ανωτέρω αιτίες, με το νόμιμο τόκο από την επόμενη της απόλυσης του στις 31.10.2016, παρεκτός του επιδόματος Χριστουγέννων 2016 ποσού 1.667,75 ευρώ, που δεν είχε καταστεί τότε ληξιπρόθεσμο, ούτε κατά τον χρόνο επίδοσης της αγωγής και κατέστη τοκοφόρο από την παρέλευση της νόμιμης προθεσμίας καταβολής του, ήτοι από 1.1.2017. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας πρέπει να κατανεμηθούν μεταξύ τους, αναλόγως της μερικής νίκης και ήττας τους (άρθρο 178 § 1 ΚΠολΔ) και να επιβληθεί μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος – εκκαλούντος, κατόπιν σχετικού αιτήματος του (άρθρα 183, 189παρ.1 και 191 § 2 ΚΠολΔ), σε βάρος της εναγομένης – εφεσίβλητης, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Συνεκδικάζει κατ’ αντιμωλία των διαδίκων τις ένδικες εφέσεις.
Δέχεται τις εφέσεις τυπικά και εν μέρει κατ’ ουσίαν.
Εξαφανίζει την εκκαλουμένη υπ’ αριθμ.5204/2017 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.
Κρατεί και δικάζει την από 22.12.2016 αγωγή.
Δέχεται αυτήν εν μέρει.
Υποχρεώνει την εναγομένη – εφεσίβλητη να καταβάλει στον ενάγοντα – εκκαλούντα το ποσό των δεκατριών χιλιάδων εκατόν εβδομήντα τεσσάρων και εβδομήντα τεσσάρων λεπτών (13.174,74) ευρώ, με τον νόμιμο τόκο από την επομένη της απόλυσης του, παρεκτός του επιδόματος Χριστουγέννων 2016, ποσού 1.667,75 ευρώ, νομιμοτόκως από την 1η.1.2107.
Επιβάλλει στην εναγομένη – εφεσίβλητη μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος – εκκαλούντος και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, το οποίο ορίζει στο ποσό των χιλίων διακοσίων ευρώ (1.200 €).
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριο του συνεδρίαση, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους στις 5 Μαρτίου 2019.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ