ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
Αριθμός αποφάσεως 468/2025
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από τον Δικαστή Βασίλειο Πορτοκάλλη, Εφέτη, που όρισε το Τριμελές Συμβούλιο Διοικήσεως του Εφετείου Πειραιώς και από την Γραμματέα E.Δ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις …………., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της εκκαλούσας – εφεσίβλητης ………….., η οποία παραστάθηκε διά της πληρεξουσίας δικηγόρου της Άννας Κούπα (Α.Μ. Δ.Σ. Πειραιώς ………….).
Του εφεσίβλητου ………. ο οποίος παραστάθηκε μετά της πληρεξουσίας δικηγόρου του Άννας Κούπα (Α.Μ. Δ.Σ. Πειραιώς ……).
Του εφεσίβλητου – εκκαλούντος ………., ο οποίος παραστάθηκε διά της πληρεξουσίας δικηγόρου του Μαρίας Πνιγούρα (Α.Μ. Δ.Σ.Α ………), με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ.
Ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος – εκκαλών, άσκησε σε βάρος των εναγομένων και ήδη εκκαλούσας – εφεσίβλητης και εφεσίβλητου, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, την από 14/10/2021 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …………/2021 αγωγή, με την οποία ζητούσε τα αναφερόμενα σε αυτήν. Το ως άνω Δικαστήριο, συζήτησε την ως άνω αγωγή στις 29/9/2022, αντιμωλία των διαδίκων και με την υπ’ αριθ. 3825/2023 οριστική απόφασή του, απέρριψε την αγωγή ως προς τον δεύτερο εναγόμενο και δέχθηκε εν μέρει την αγωγή ως προς την πρώτη εναγομένη. Κατά της προαναφερόμενης αποφάσεως, η πρώτη εναγομένη άσκησε την από 9/1/2024 έφεση της, με αριθμό έκθεσης κατάθεσης: α) ένδικου μέσου …./2024 και β) δικογράφου …../2024, ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, η οποία προσδιορίσθηκε προς συζήτηση για την ανωτέρω δικάσιμο και ο ενάγων άσκησε την από 15/1/2024 έφεση του, με αριθμό έκθεσης κατάθεσης: α) ένδικου μέσου ……./2024 και β) δικογράφου …………/2024, ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, η οποία προσδιορίσθηκε προς συζήτηση για την ανωτέρω δικάσιμο
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη από 9/1/2024 έφεση της πρώτης εναγομένης, με αριθμό έκθεσης κατάθεσης: α) ένδικου μέσου ……./2024 και β) δικογράφου ………/2024, η οποία στρέφεται κατά της υπ’ αριθ. 3825/2023 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε, κατά την τακτική διαδικασία, επί της από 14/10/2021 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……./2021 αγωγής του ενάγοντος και ήδη εφεσίβλητου – εκκαλούντος, κατά των εναγομένων και ήδη εκκαλούσας – εφεσίβλητης και εφεσίβλητου, η οποία συζητήθηκε αντιμωλία των διαδίκων, αρμοδίως και παραδεκτά φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρο 19 ΚΠολΔ), έχει, δε, ασκηθεί νομότυπα, με κατάθεση της στη Γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου (άρθρο 495 παρ. 1, 2, 511, 513 παρ.1 εδ. β΄, 516, 517, 520 ΚΠολΔ) και εμπρόθεσμα, στις 16/1/2024, ήτοι εντός 30 ημερών από την επίδοση της απόφασης στην πληρεξούσια δικηγόρο και αντίκλητη της πρώτης εναγομένης, που έλαβε χώρα στις 18/12/2023 (βλ. την υπ’ αριθ. ……../2024 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών, …………) (άρθρο 518 παρ.1 ΚΠολΔ), έχει, δε, κατατεθεί και το απαιτούμενο παράβολο (άρθρο 495 περ. 3A ΚΠολΔ). Επομένως πρέπει η από 9/1/2024 έφεση να γίνει τυπικά δεκτή (άρθρο 532 ΚΠολΔ) και να εξεταστεί ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της, κατά την τακτική διαδικασία, που εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση (533 ΚΠολΔ).
Περαιτέρω, η κρινόμενη από 15/1/2024 έφεση του ενάγοντος, με αριθμό έκθεσης κατάθεσης: α) ένδικου μέσου ………../2024 και β) δικογράφου ………/2024, η οποία στρέφεται κατά της ίδιας ως άνω αποφάσεως, αρμοδίως και παραδεκτά φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρο 19 ΚΠολΔ), πρέπει, δε, να συνεκδικαστεί με την ως άνω από 9/1/2024 έφεση, λόγω της πρόδηλης μεταξύ τους συνάφειας (άρθρα 31, 246, 524 παρ.1 ΚΠολΔ), έχει ασκηθεί νομότυπα, με κατάθεση της στη Γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου (άρθρο 495 παρ. 1, 2, 511, 513 παρ.1 εδ. β΄, 516, 517, 520 ΚΠολΔ) και εμπρόθεσμα, στις 16/1/2024, ήτοι προ πάσης επιδόσεως της απόφασης στον ενάγοντα και εντός δύο (2) ετών από της δημοσιεύσεως της, που έλαβε χώρα στις 27/11/2023 (άρθρο 518 παρ. 2 ΚΠολΔ), έχει, δε, κατατεθεί και το απαιτούμενο παράβολο (άρθρο 495 περ. 3A ΚΠολΔ). Επομένως πρέπει η έφεση να γίνει τυπικά δεκτή (άρθρο 532 ΚΠολΔ) και να εξεταστεί ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της, κατά την τακτική διαδικασία, που εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση (533 ΚΠολΔ).
Με την κρινόμενη αγωγή του, ο ενάγων εκθέτει ότι δυνάμει του από 15.2.2006 ιδιωτικού συμφωνητικού μίσθωσης, νομίμως κατατεθειμένου στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. της Αίγινας, μίσθωσε από την πρώτη εναγόμενη το περιγραφόμενο μίσθιο ακίνητο επί οικοπεδικού τμήματος κάθετης ιδιοκτησίας στη θέση Λιμάνι του οικισμού «……» στην Αίγινα, έκτασης 226,53 τ.μ. για δεκαέξι έτη, με ετήσιο μίσθωμα 3.500 ευρώ και συμφωνηθέντα όρο να εκδοθεί πολεοδομική άδεια για κατασκευή και προσθήκη οικοδομής με δικά του έξοδα ώστε να υφίσταται συνολική επιφάνεια καταστήματος 70 τ.μ. το οποίο λειτούργησε νομίμως έκτοτε και μέχρι σήμερα, κατά τη μισθωτική συμφωνία, ως επιχείρηση καφέ – μπαρ. Ότι στον όρο 14 του μισθωτηρίου προβλέφθηκε ότι σε περίπτωση που η εκμισθώτρια αποφασίσει να πουλήσει το μίσθιο θα τον καλέσει εγγράφως να δώσει τελευταία προσφορά για την αγορά του μισθίου και τυχόν τρίτο πρόσωπο, που επιθυμεί να το αγοράσει θα υποχρεούται να αποζημιώσει τον μισθωτή για όλα του τα έξοδα για την επισκευή και προσθήκη του κτιρίου. Ότι σε παράρτημα της ανωτέρω συμφωνίας που υπογράφηκε αυθημερόν, προβλέφθηκε επιπλέον πως όταν αποφασίσει η εκμισθώτρια να πουλήσει το μίσθιο σε τρίτο υπόσχεται να καταβάλει στον μισθωτή τον «αέρα» της επιχείρησης. Ότι με την σύμφωνη γνώμη της ενάγουσας και τις απαραίτητες πολεοδομικές άδειες, ο ενάγων κατεδάφισε το παλαιό κτίσμα και ανήγειρε νέο επιφάνειας 61,90 τ.μ. με εξώστη για τραπεζοκαθίσματα και χωριστές τουαλέτες, που συνολικά κόστισε 129.850 ευρώ και λειτούργησε σε αυτά επικερδώς την επιχείρησή του καφέ – μπαρ, αποκλειστικά επί τη βάσει της προσδοκίας του να αγοράσει μελλοντικά το οικοπεδικό τμήμα με τα μίσθιο κατάστημα. Ότι περαιτέρω, προσδοκώντας την εν λόγω μελλοντική αγορά και την επιπλέον ανάπτυξη της επιχείρησής του, αγόρασε από την εκμισθώτρια και τις έτερες δύο κάθετες ιδιοκτησίες του ιδίου οικοπέδου, ειδικότερα το οικοπεδικό τμήμα 1 επιφανείας 400,15 τ.μ. με ποσοστό συνιδιοκτησίας στο οικόπεδο 51,05% εξ αδιαιρέτου στις 19.5.2008 έναντι τιμήματος 150.000 ευρώ και το οικοπεδικό τμήμα 2, επιφανείας 157,14 τ.μ. με ποσοστό συνιδιοκτησίας στο οικόπεδο 20,05% εξ αδιαιρέτου στις 6.11.2014 αντί τιμήματος 18.000 ευρώ. Ότι αίφνης τον Ιούνιο του 2018 πληροφορήθηκε πως η εκμισθώτρια είχε εν κρυπτώ πωλήσει το μίσθιο ακίνητο της επιχείρησής του, που βρίσκεται στο οικοπεδικό τμήμα 3, κατά ψιλή κυριότητα στον δεύτερο εναγόμενο αντί τιμήματος μόλις 30.000 ευρώ, παρακρατώντας για τον εαυτό της την επικαρπία με το με αριθμό …………./29.12.2017 συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Πειραιώς ………. που μεταγράφηκε νόμιμα, χωρίς καμία αναφορά σε αυτό στην ύπαρξη της επαγγελματικής μίσθωσης και χωρίς η ίδια προηγουμένως να τηρήσει τον όρο της συμφωνίας περί κλήσης του ιδίου ως μισθωτή για υποβολή προσφοράς αγοράς, αθετώντας τη συμβατική υποχρέωσή της, σε συμπαιγνία με τον αγοραστή, ο οποίος δεν τυγχάνει ένας καλόπιστος τρίτος, αλλά ο επί χρόνια λογιστής της, που λόγω της ιδιότητας του τελούσε σε γνώση όλων των συμφωνιών της. Ότι το κατάστημα που ανήγειρε ο ενάγων τυγχάνει μια νέα οικοδομή σύμφωνα με την από 21.12.2005 τεχνική περιγραφή του αρχιτέκτονα μηχανικού ……….. και σύμφωνα με την από Σεπτεμβρίου 2021 τεχνική έκθεση της αρχιτέκτονα ……….., το συνολικό κόστος του ανήλθε στο ποσό των 129.850 ευρώ, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα. Ότι λόγω σοβαρών προβλημάτων υγείας δεν αντέδρασε άμεσα αλλά με την από 5.6.2019 εξώδικη δήλωση του διαμαρτυρήθηκε στην πρώτη εναγόμενη ζητώντας αποζημίωση για την παραβίαση της συμφωνίας εκ μέρους της, που επέφερε την οικονομική του βλάβη, συνιστάμενη στην αγορά των έτερων κάθετων ιδιοκτησιών, αλλά και στην επένδυση για την αναμόρφωση του μισθίου, στις οποίες προέβη με την πεποίθηση ότι θα αποκτήσει το μίσθιο ακίνητο. Ότι εν συνεχεία για την αγορά του μισθίου προσέφερε στον δεύτερο εναγόμενο ψιλό κύριο το ποσό των 90.000 ευρώ χωρίς να επιτευχθεί συμφωνία. Ότι ο δεύτερος εναγόμενος δεν τυγχάνει καλόπιστος, διότι γνώριζε την εν λόγω συμφωνία μεταξύ της πρώτης εναγόμενης και του ενάγοντος την οποία θέλησε να ματαιώσει, περαιτέρω δε είχε πλήρη γνώση και θέλησε να εκμεταλλευτεί την αλματώδη αύξηση της αξίας του μισθίου, λόγω της λειτουργίας μια επικερδούς επιχείρησης από τον ενάγοντα, η αγοραία αξία της οποίας περιλαμβάνει τα πάγια αλλά και τα άυλα αγαθά, όπως τα πελατολόγιο και τη φήμη τα οποία ανέπτυξε προσωπικά ο ενάγων, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα. Ότι επιπλέον, ο δεύτερος εναγόμενος παρότι μετείχε σε διαπραγματεύσεις, εν τέλει ματαίωσε την, αντί τιμήματος 130.000 ευρώ, πώληση σε τρίτο πρόσωπο, και δη στον ενδιαφερόμενο αγοραστή ………., της επιχείρησης που διατηρεί ο ενάγων αρνούμενος πριν την τελική συμφωνία να υπογράψει τη νέα σύμβαση δεκαετούς μίσθωσης με τον νέο αγοραστή. Ότι με βάση όλα τα ανωτέρω ο ενάγων υπέστη ζημία για την οποία του οφείλεται αποζημίωση, από αθέτηση της συμβατικής υποχρέωσης της πρώτης εναγομένης άλλως και όλως επικουρικά επειδή οι εναγόμενοι κατέστησαν πλουσιότεροι σε βάρος της δικής του περιουσίας χωρίς νόμιμη αιτία και η ωφέλεια σώζεται μέχρι και σήμερα, άλλως επικουρικά οι εναγόμενοι όντας σε συμπαιγνία και κατά παράβαση των χρηστών ηθών, παράνομα και υπαίτια του προκάλεσαν την ανωτέρω ζημία. Ότι ειδικότερα, η παράλειψη ενημέρωσής του για την επικείμενη πώληση, ώστε να δώσει προσφορά για την αγορά τον ακινήτου και η κατάρτιση της πώλησης μεταξύ των εναγομένων έλαβαν χώρα ως συμπαιγνία των αντιδίκων του, οι οποίοι επιθυμούσαν να επωφεληθούν σε βάρος του, η μεν πρώτη εναγόμενη το αυξημένο μίσθωμα εφ’ όρου ζωής ως επικαρπώτρια και ο δεύτερος εναγόμενος την αυξημένη αξία της ιδιοκτησίας του, με ζημία του ενάγοντα, ο οποίος είχε, με προσωπικές του δαπάνες κι εργασία αυξήσει την αξία του ακινήτου, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα. Ότι η θετική του ζημία ανέρχεται στο ποσό των 129.850 ευρώ που δαπάνησε για την ανέγερση του κτίσματος και στο ποσό των 105.000 ευρώ για την αξία της επιχείρησης του και για την ηθική του βλάβη, που προκλήθηκε από την αδικοπρακτική συμπεριφορά των εναγομένων πρέπει να του επιδικασθεί αποζημίωση ποσού 10.000 ευρώ. Με βάση αυτό το ιστορικό και κατόπιν τροπής του αιτήματος του, από καταψηφιστικό σε έντοκο αναγνωριστικό με τις προτάσεις του (άρθρα 223, 295 παρ.1 εδ.β ΚΠολΔ), ζητά να αναγνωρισθεί ότι οι εναγόμενοι οφείλουν να του καταβάλλουν αλληλεγγύως και εις ολόκληρο το ποσό των 129.850 ευρώ για τη θετική του ζημία, το ποσό των 105.000 ευρώ για την άυλη αξία της επιχείρησής του και συνολικά το ποσά των 234.850 ευρώ καθώς και το ποσό των 10.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση της ηθικής του βλάβης, με τον νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την ολοσχερή εξόφληση, καθώς και να καταδικασθούν οι εναγόμενοι στην καταβολή της δικαστικής του δαπάνης.
Το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, με την υπ’ αριθ. 3825/2023 απόφαση του, απέρριψε την αγωγή ως προς τον δεύτερο εναγόμενο και έκανε εν μέρει δεκτή την δικαιοπρακτική βάση της αγωγής ως προς την πρώτη εναγομένη, αναγνωρίζοντας ότι αυτή πρέπει να καταβάλλει στον ενάγοντα ποσό 105.000 ευρώ για την άυλη αξία (αέρα) της επιχείρησης του. Ήδη, με την από 9/1/2024 κρινόμενη έφεση της, η πρώτη εναγομένη προσβάλλει την ανωτέρω απόφαση κατά το μέρος αυτής που δέχθηκε την αγωγή του ενάγοντος, παραπονούμενη για εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητώντας να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση και να απορριφθεί εν όλω η αγωγή του ενάγοντος ενώ ο τελευταίος με την από 15/1/2024 κρινόμενη έφεση του, προσβάλλει την ανωτέρω απόφαση κατά το μέρος αυτής που απέρριψε την αγωγή του, παραπονούμενος για εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητώντας να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση και να γίνει δεκτή εν όλω η αγωγή του.
Κατ’ άρθρο 527 ΚΠολΔ, είναι απαράδεκτη η προβολή στην κατ’ έφεση δίκη πραγματικών ισχυρισμών που δεν προτάθηκαν στην πρωτόδικη δίκη εκτός αν: 1) προτείνονται από τον εφεσίβλητο, ενάγοντα, εναγόμενο ή εκείνον που είχε παρέμβει, ως υπεράσπιση κατά της έφεσης και δεν μεταβάλλεται με τους ισχυρισμούς αυτούς η βάση της αγωγής ή της παρέμβασης, ή προτείνονται από εκείνον που παρεμβαίνει για πρώτη φορά στην κατ’ έφεση δίκη με πρόσθετη παρέμβαση, θεωρείται όμως αναγκαίος ομόδικος του αρχικού διαδίκου, 2) γεννήθηκαν μετά τη συζήτηση στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, 3) λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως ή μπορούν να προταθούν σε κάθε στάση της δίκης, 4) το δικαστήριο κρίνει ότι δεν προβλήθηκαν εγκαίρως με τις προτάσεις ή, στην περίπτωση της παρ. 5 του άρθρου 237 και της παρ. 1 του άρθρου 238, με τις συμπληρωματικές προτάσεις από δικαιολογημένη αιτία· αυτό ισχύει και για την ένσταση κατάχρησης δικαιώματος, 5) προέκυψαν για πρώτη φορά μεταγενέστερα και 6) αποδεικνύονται εγγράφως ή με δικαστική ομολογία του αντιδίκου. Το απαράδεκτο λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως.
Με τον πρώτο λόγο της εφέσεως της η πρώτη εναγομένη παραπονείται, ότι εσφαλμένα η εκκαλουμένη απόφαση επιδίκασε αποζημίωση στον ενάγοντα για την άυλη εμπορική αξία (αέρα) της επιχείρησης του αφού το άρθρο 60 παρ.1 Π.Δ 34/1995 που προβλέπει σχετική νομική ευχέρεια, έχει καταργηθεί και αντικατασταθεί από το Ν. 4242/2014, στον οποίο δεν υπάρχει αντίστοιχη διάταξη. Επικουρικά ισχυρίζεται ότι η έννοια του «αέρα» της επιχείρησης απαντάται μόνο σε περιπτώσεις πώλησης επιχείρησης και έναρξης μίσθωσης επιχείρησης και επομένως δεν τυγχάνει εφαρμογής στην επίδικη περίπτωση. Ο ως άνω λόγος εφέσεως πρέπει πρωτίστως να απορριφθεί ως απαράδεκτος δεδομένου ότι με αυτόν εισάγεται το πρώτον στην κατ’ έφεση δίκη πραγματικός ισχυρισμός που δεν προτάθηκε στην πρωτοβάθμια δίκη και δεν εμπίπτει στις εξαιρέσεις του ως άνω άρθρου 527 ΚΠολΔ. Σε κάθε περίπτωση η ως άνω αποζημίωση επιδικάστηκε βάσει ρητού συμβατικού όρου της από 15/2/2006 σύμβασης μισθώσεως μεταξύ των διαδίκων κατ’ εφαρμογή του άρθρου 361 ΑΚ.
Ομοίως με τον τρίτο λόγο της εφέσεως της η πρώτη εναγομένη παραπονείται, ότι εσφαλμένα η εκκαλουμένη απόφαση δεν προέβη στην ακύρωση της επίδικης συμβάσεως μίσθωσης λόγω ακυρότητας αυτής ως αντίθετης προς τα χρηστά ήθη κατ’ άρθρο 179 ΑΚ. Ο ως άνω λόγος εφέσεως πρέπει πρωτίστως να απορριφθεί ως απαράδεκτος δεδομένου ότι με αυτόν εισάγεται το πρώτον στην κατ’ έφεση δίκη πραγματικός ισχυρισμός που δεν προτάθηκε στην πρωτοβάθμια δίκη και δεν εμπίπτει στις εξαιρέσεις του ως άνω άρθρου 527 ΚΠολΔ.
Κατά την διάταξη του άρθρου 460 ΚΠολΔ “κάθε έγγραφο μπορεί να προσβληθεί ως πλαστό. Τα ιδιωτικά και όταν με παραβολή προς άλλα αποδείχθηκαν γνήσια”. Κατά την διάταξη, δε, του άρθρου 461 ΚΠολΔ, “αν η πλαστογραφία αποδίδεται σε ορισμένο πρόσωπο, μπορεί να προταθεί σε οποιαδήποτε στάση της δίκης, με κύρια ή παρεμπίπτουσα αγωγή ή με τις προτάσεις, όπως και με τους τρόπους που προβλέπει ο κώδικας ποινικής δικονομίας”. Τέλος, κατά την διάταξη του άρθρου 463 ΚΠολΔ «όποιος προβάλλει ισχυρισμούς για την πλαστότητα εγγράφου είναι ταυτόχρονα υποχρεωμένος να προσκομίσει τα έγγραφα που αποδεικνύουν την πλαστότητα και να αναφέρει ονομαστικά τους μάρτυρες και τα άλλα αποδεικτικά μέσα, αλλιώς οι ισχυρισμοί του είναι απαράδεκτοι». Η τελευταία αυτή διάταξη είναι ενταγμένη στο κεφάλαιο της αποδείξεως και συνιστά, εν όψει της θέσεως της, κανόνα της αποδεικτικής μόνον διαδικασίας, ο εισαγόμενος δε με αυτή περιορισμός τείνει στην ανατροπή της στρεψοδικίας και της παρελκύσεως της εκκρεμούς δίκης (ΟλΑΠ 23/1999, ΤΝΠ Νόμος). Εν όψει τούτων, η ανωτέρω διάταξη του άρθρου 463 ΚΠολΔ αναφέρεται είτε σε δημόσια είτε σε ιδιωτικά έγγραφα, είτε αυτά προσκομίζονται προς άμεση είτε προς έμμεση απόδειξη, αρκεί ο ισχυρισμός περί πλαστότητας να προβάλλεται κατ’ ένσταση ή με παρεμπίπτουσα αγωγή. Ο κατ’ ένσταση δε προβαλλόμενος ισχυρισμός, χωρίς την προσκομιδή των αποδεικτικών της πλαστότητας εγγράφων και την αναφορά του προσώπου στο οποίο αποδίδεται η πλαστογραφία (άρθρο 461 ΚΠολΔ), των μαρτύρων και των άλλων αποδεικτικών μέσων, είναι απαράδεκτος και το δικαστήριο της ουσίας, αν δεν τον λάβει υπ’ όψη, δεν υποπίπτει στην πλημμέλεια από τον αριθμό 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ (ΑΠ 1377/2005, ΤΝΠ Νόμος). Εξ άλλου, για το παραδεκτό του περί πλαστότητας εγγράφου ισχυρισμού, απαιτείται η κατά το άρθρο 98 ΚΠολΔ ειδική πληρεξουσιότητα. Τέτοια ειδική πληρεξουσιότητα δεν απαιτείται όταν το αδίκημα της πλαστογραφίας έχει παραγραφεί. Στην περίπτωση όμως αυτή (παραγραφής του αδικήματος), αν η πλαστογραφία αποδίδεται σε ορισμένο πρόσωπο, ο περί αυτής ισχυρισμός δεν μπορεί να προτείνεται σε κάθε στάση της δίκης, αλλά πρέπει να προταθεί, επί ποινή απαραδέκτου, κατά την συζήτηση, κατά την οποία προσήχθη το έγγραφο. Και τούτο γιατί εκλείπουν οι ποινικές συνέπειες που ενδιαφέρουν τη δημόσια τάξη και επέβαλαν την εν λόγω ρύθμιση (ad hoc ΑΠ 979/2010 areiospagos.gr).
Με τον δεύτερο λόγο της εφέσεως της η πρώτη εναγομένη παραπονείται, ότι εσφαλμένα η εκκαλουμένη απόφαση δεν δέχθηκε την ακυρότητα του από 15/2/2006 παραρτήματος ιδιωτικού συμφωνητικού επαγγελματικής μισθώσεως διότι η φράση που βρίσκεται στο τέλος της δεύτερης παραγράφου αυτού [… όταν αποφασίσει η εκμισθώτρια να πωλήσει το μίσθιο σε τρίτο, υπόσχεται να καταβάλει στο μισθωτή τον «αέρα» της επιχείρησης] έχει προστεθεί από τον ενάγοντα ή την σύντροφο του μετά την σύνταξη και υπογραφή του κυρίου κειμένου, νοθεύοντας το περιεχόμενο αυτού και επομένως η εκκαλούσα ουδεμία υποχρέωση έχει περί αποζημίωσης του «αέρα» της επιχείρησης του ενάγοντος, ελλείψει σχετικού έγκυρου συμβατικού όρου. Ο ως άνω λόγος εφέσεως πρέπει ομοίως να απορριφθεί ως απαράδεκτος, εφόσον σύμφωνα με τα ανωτέρω εκτεθέντα στην μείζονα σκέψη, έπρεπε να προταθεί κατά την πρωτοβάθμια δίκη, οπότε και προσκομίστηκε το πρώτον το επίδικο έγγραφο από αμφότερους τους διαδίκους και αυτό διότι αν και κατονομάζεται ο πλαστογράφος, το αδίκημα της πλαστογραφίας, το οποίο φέρεται να τελέστηκε τον Φεβρουάριο 2006, έχει ήδη παραγραφεί κατά τον χρόνο άσκησης της επίδικης εφέσεως τον Ιανουάριο 2024 και επομένως εκλείπουν οι ποινικές συνέπειες που ενδιαφέρουν τη δημόσια τάξη και επέβαλαν την ρύθμιση του άρθρου 461 ΚΠολΔ και την πρόταση του ως άνω ισχυρισμού σε κάθε στάση της δίκης.
Τέλος με τον τέταρτο λόγο εφέσεως της, κατ’ ορθή εκτίμηση αυτού, η πρώτη εναγομένη παραπονείται, ότι εσφαλμένα η εκκαλουμένη απόφαση αποτίμησε την άυλη εμπορική αξία (αέρα) της επιχείρησης του ενάγοντος στο ποσό των 105.000 ευρώ, το οποίο κρίνει υπερβολικό. Ο λόγος αυτός που αφορά κακή εκτίμηση των αποδείξεων, προβάλλεται νομίμως και θα εξετασθεί στην ουσία του.
Από την εκτίμηση της υπ’ αριθ. …../23.10.2024 ένορκης βεβαίωσης του μάρτυρα ………….., ενώπιον της Συμβολαιογράφου Πειραιώς ……….., την οποία προσκομίζουν οι εναγόμενοι, το πρώτον ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρο 422 παρ.3 ΚΠολΔ) και ελήφθη κατόπιν εμπρόθεσμης και νομοτύπου κλητεύσεως του εφεσίβλητου – εκκαλούντος (βλ. την με αριθμό ………./17.10.2024 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιώς, ………..), των υπ’ αριθ. ….., …. και …../21.1.2022 ενόρκων βεβαιώσεων των μαρτύρων ………………, ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιά, τις οποίες προσκομίζουν οι εναγόμενοι και λήφθηκαν κατόπιν εμπρόθεσμης και νομότυπης κλήσης του ενάγοντος (βλ. την με αριθμό ………./29.11.2021 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιώς …………), της με αριθμό πρωτοκόλλου ΔΣΑ ΕΒ ………../10.1.2022 ένορκης βεβαίωσης του μάρτυρα ……………., ενώπιον της δικηγόρου ………… (Α.Μ. Δ.Σ.Α. ……….), την οποία προσκομίζει ο ενάγων και λήφθηκε κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης κλήτευσης των εναγομένων (βλ. τις με αριθμό …………/22.10.2021 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών ……….. και με αριθμό ………./22.10.2021 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιώς …………), καθώς και από όλα τα έγγραφα, που επικαλούνται και νομίμως προσκομίζουν οι διάδικοι, μεταξύ των οποίων και φωτογραφίες, η γνησιότητα των οποίων δεν αμφισβητείται (άρθρα 444 παρ.1 αρ. 3, 448 παρ. 2 και 457 παρ.4 ΚΠολΔ) καθώς και έγγραφα που παραδεκτώς προσκομίσθηκαν το πρώτον ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρο 529 παρ.1 εδ.α ΚΠολΔ), εφόσον δεν προέκυψε ότι δεν προσκομίσθηκαν πρωτοδίκως από πρόθεση στρεψοδικίας ή βαριά αμέλεια και τα οποία λαμβάνονται υπόψη είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, για μερικά από τα οποία γίνεται ειδική αναφορά κατωτέρω, χωρίς, όμως, να έχει παραλειφθεί κάποιο για την ουσιαστική διάγνωση της ένδικης διαφοράς (ΑΠ 1628/2003 ΕλλΔνη 2004/723), χωρίς να λαμβάνεται υπόψη ούτε συμπληρωματικά, ως μη πληρούν τους όρους του νόμου, διότι αποτελεί ανεπίτρεπτο αποδεικτικά μέσο η από 8.2.2022 υπεύθυνη δήλωση του …………, που προσκομίζει με επίκληση ο ενάγων, διότι από το περιεχόμενό της προκύπτει ότι περιέχει μαρτυρία και δόθηκε επίτηδες για να χρησιμοποιηθεί στα πλαίσια αυτής της δίκης που ανοίχθηκε (ΟλΑΠ 8/1987, ΑΠ 887/2015, ΑΠ 635/2008, ΕφΠειρ 55/2020 ΤΝΠ Νόμος), σε συνδυασμό με τα διδάγματα της κοινής πείρας, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως (άρθρο 336 παρ.4 ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν, πλήρως, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:
Η πρώτη εναγομένη, δυνάμει του από 15.10.2002 ιδιωτικού συμφωνητικού μίσθωσης εκμίσθωσε στον ενάγοντα ένα ισόγειο κατάστημα στην περιοχή της …….. στην Αίγινα για έξι έτη, μέχρι τις 14.9.2008, με ορισθέν ετήσιο μίσθωμα για το πρώτο μισθωτικό έτος το ποσό των 2.641,23 ευρώ πλέον χαρτοσήμου 3,6% και με συμφωνηθείσα τιμαριθμική αναπροσαρμογή αυτού στα επόμενα έτη. Η χρήση προέβλεπε τη λειτουργία στο μίσθιο, επιχείρησης σνακ μπαρ – καφετέριας και ρητός όρος προέβλεπε ότι οποιαδήποτε μεταβολή ή προσθήκη, που τυχόν γίνει θα παραμείνει εις όφελος του μισθίου, μη αποκλειομένου του δικαιώματος της εκμισθώτριας να αξιώσει την επαναφορά των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση. Με το τέλος της ανωτέρω μίσθωσης, μεταξύ των ιδίων συμβαλλομένων μερών, υπογράφηκε μια νέα συμφωνία μίσθωσης του ιδίου ακινήτου, σύμφωνα με την οποία το μίσθιο που πλέον έχει επιφάνεια 28 τ.μ., θα επεκταθεί με έξοδα του μισθωτή και άδεια οικοδομής σε 70 τ.μ. περίπου. Στη νέα συμφωνία προβλέφθηκε ότι η διάρκεια της μίσθωσης ανέρχεται σε 16 έτη, αρχόμενη στις 10 Μαρτίου 2006 και λήγουσα στις 27 Φεβρουαρίου 2022, με μίσθωμα 3.500 ετησίως και ότι θα χρησιμοποιηθεί αποκλειστικά για τη λειτουργία του καφέ μπαρ ΝΟΤΟΣ. Περιλήφθηκε δε στον ειδικό όρο με αριθμό 14 του μισθωτηρίου, ο οποίος αναπτύχθηκε χειρόγραφα ότι: «Ο μισθωτής δικαιούται να δώσει τελευταία προσφορά για την αγορά του μισθίου σε περίπτωση που η εκμισθώτρια αποφασίσει να το πουλήσει γι’ αυτό θα τον καλέσει εγγράφως. Τυχόν τρίτο πρόσωπο που επιθυμεί να το αγοράσει θα υποχρεούται να αποζημιώσει τον μισθωτή, για όλα του τα έξοδα για την επισκευή – προσθήκη του κτιρίου». Εν συνεχεία, σε έτερο έγγραφο, με τίτλο «παράρτημα ιδιωτικού συμφωνητικού επαγγελματικής μίσθωσης» ορίσθηκε ότι όταν αποφασίσει η εκμισθώτρια να πουλήσει το μίσθιο σε τρίτον υπόσχεται να καταβάλλει στον μισθωτή, τον «αέρα» της επιχείρησης και ότι σε περίπτωση που μετά την ολοκλήρωση του μισθίου, αποφασίσει να το αγοράσει ο ήδη μισθωτής από το τίμημα θα αφαιρεθούν το έξοδα του μισθωτή χάρη στα οποία θα έχει ανατιμηθεί η αξία του. Ας σημειωθεί ότι, ανεξαρτήτως της πρόβλεψης στο παράρτημα που αφορά σε τρίτο πρόσωπο, στο βασικό μισθωτήριο δοθέντος ότι η εκμισθώτρια δεσμεύθηκε για ένα μακρύ χρονικό διάστημα στη μίσθωση, ήτοι για 16 χρόνια και μάλιστα με ένα ιδιαίτερα χαμηλό μίσθωμα, ο μισθωτής δεν απαίτησε να περιλαμβάνεται όρος υποχρέωσης της εναγόμενης να καταβάλλει τα χρήματα για την ανέγερση του νέου κτίσματος στο ακίνητό της, θεωρώντας ότι αυτά τα έξοδα βαρύνουν τον ίδιο, παρά μόνο φρόντισε να συμπεριληφθεί ο όρος, που προβλέπει την καταβολή σε αυτόν από την εκμισθώτρια του αέρα της επιχείρησης, στην περίπτωση που αυτή πωλήσει σε τρίτο. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι στο εν λόγω μίσθιο, όντως ο ενάγων εξέδωσε αρχικά τη με αριθμό ……./2006 άδεια κατεδάφισης και εν συνεχεία την με αριθμό ……./2006 οικοδομική άδεια για την ανέγερση νέου ισογείου καταστήματος έκτασης 69,83 τ.μ. ενώ επιπλέον έλαβε από τον Δήμο Αίγινας την με αριθμό πρωτοκόλλου ……./25.7.2006 άδεια ίδρυσης και λειτουργίας καταστήματος καφετέρια – μπαρ, στον εν λόγω ισόγειο χώρο. Στο ως άνω κατάστημα ο ενάγων ξεκίνησε να λειτουργεί έκτοτε σε διευρυμένη σεζόν λόγω της εγγύτητα της Αίγινας με την Αθήνα, τη συγκεκριμένη επιχείρηση, η οποία αναπτύσσεται σε δυναμικότητα 4 διθέσιων καναπέδων και 18 σκαμπό εντός του καταστήματος, 40 κινητών καθισμάτων στην ιδιόκτητη πρασιά και 60 κινητών καθισμάτων στη ζώνη λιμένος ……… που του παραχωρεί το Λιμενικό Ταμείο Αίγινας, εξελίχθηκε σε μια δημοφιλή επιχείρηση με σταθερή πελατεία. Επιπλέον όμως, αποδείχθηκε ότι η αύξηση μισθώματος που είχε προβλεφθεί τόσο στο αρχικό μισθωτήριο που είχε συναφθεί το έτος 2002 όσο και στο επίδικο μισθωτήριο του έτους 2006, ουδέποτε καταβλήθηκε στην εκμισθώτρια από τον ενάγοντα, παρότι αυτός λειτουργούσε για πολλά έτη μια ιδιαίτερα επικερδή επιχείρηση με ιδιαίτερα χαμηλό μίσθωμα. Η πρώτη εναγόμενη ουδέποτε κινήθηκε νομικά για να αξιώσει τις ανωτέρω απαιτήσεις της, ωστόσο, λόγω του γεγονότος ότι ο ενάγων επέδειξε την ανωτέρω ασυνεπή συναλλακτικά συμπεριφορά, ιδίως όσον αφορά στις οικονομικές συναλλαγές και λαμβάνοντας αυτή υπόψη, το χαρακτήρα, την έντονη προσωπικότητά του, τη φήμη πού τον ήθελε να έχει παραβατική συμπεριφορά, όπως ιδίως αποδεικνύεται από τις καταθέσεις των μαρτύρων απόδειξης, η πρώτη εναγόμενη θέλησε να προστατευθεί από την επιβλητική και επεκτατική οικονομικά συμπεριφορά του ενάγοντα και να διασφαλίσει για τον εαυτό της μελλοντικά μια πια ισορροπημένη και ωφέλιμη διαχείριση στην περιουσία της. Μόνο για το λόγο αυτόν και στο πλαίσιο της ελευθερίας των συμβάσεων, αισθανόμενη διαπραγματευτικά αδύναμη έναντι του ενάγοντα λόγω της κακής εμπειρίας που είχε απευθύνθηκε στον δεύτερο εναγόμενο και του πρότεινε να αγοράσει το μίσθιο κατά ψιλή κυριότητα, ώστε η ίδια να έχει έναν συνεργάτη και εκείνος να διαπραγματευθεί μια καλύτερη τιμή για το μίσθιο που ουσιαστικά της απέδιδε τα προς το ζήν. Έτσι, προέβη στη κατάρτιση του με αριθμό ……./29.12.2017 συμβολαίου αγοραπωλησίας της συμβολαιογράφου Πειραιώς ……………., νομίμως μεταγραφέντος για την μεταβίβαση της ψιλής κυριότητας και παράλληλα πρόσμενε τη λήξη του μισθωτικού συμβολαίου το έτος 2022, προκειμένου ο ψιλός κύριος να διαπραγματευθεί καλύτερο μίσθωμα για λογαριασμό της ως επικαρπώτριας. Να σημειωθεί ότι κατά το χρόνο που τη πρώτη εναγόμενη δρομολόγησε την πώληση του μισθίου στον δεύτερο εναγόμενο, γνώριζε την εκ της σύμβασης υποχρέωσή της να προσκαλέσει εγγράφως τον ενάγοντα να υποβάλλει τελευταία προσφορά, πλην όμως συνειδητά δεν το έπραξε, όχι από κακοπιστία ή δόλο πρόκλησης οικονομικής ζημίας σε εκείνον αλλά λόγω της προηγούμενης αντισυναλλακτικής συμπεριφοράς εκείνου. Άλλωστε, η πρώτη εναγόμενη δεν είχε άλλους λόγους για να μην πωλήσει το ακίνητο στον ενάγοντα, στην πράξη δε επέδειξε αντίθετη πρόθεση και μάλιστα ήδη είχε πωλήσει στον ενάγοντα τις άλλες δυο γειτονικές κάθετες ιδιοκτησίες και δεν είχε λόγο να μην του μεταβιβάσει και το επίδικο μίσθιο, παρά μόνο το γεγονός ότι βιοποριζόταν από τα μισθώματα και ο ενάγων είχε προηγουμένως και επανειλημμένως επιδείξει αντισυναλλακτική συμπεριφορά, καθότι ουδέποτε της κατέβαλλε αύξηση στο μίσθωμα και ουδέποτε είχε τηρήσει τα προς εξόφλησή της συμφωνηθέντα στην πώληση της έτερης κάθετης ιδιοκτησίας. Συνεπώς και υπό τις ανωτέρω συνθήκες, η πρώτη εναγόμενη απευθύνθηκε στον δεύτερο εναγόμενο στον οποίο μεταβίβασε τη ψιλή κυριότητα του μισθίου κατόπιν της μεταξύ τους συμφωνίας, πρώτον διότι θέλησε να πωλήσει το ακίνητο της και δεύτερον προκειμένου ο δεύτερος να της εξασφαλίσει διαπραγματευτικά ένα καλύτερο μίσθωμα. Το τίμημα των 30.000 ευρώ για την μεταβίβαση της ψιλής κυριότητας τον ακινήτου κρίνεται ως χαμηλό πλην όμως δεν εκφεύγει του πλαισίου της ελευθερίας των συμβάσεων και του δικαιώματος της πωλήτριας να διαθέσει την περιουσία της κατά τη βούλησή της σε όποιον επιθυμεί, δοθέντος ότι ουδέποτε είχε αναλάβει την υποχρέωση να μεταβιβάσει στον ενάγοντα το μίσθιο, ουδέποτε είχαν εισέλθει σε στάδιο διαπραγματεύσεων για την πώληση σε αυτόν του επίδικου ακινήτου, παρά μόνο είχε προβλεφθεί στην μεταξύ τους σύμβαση, η υποχρέωσής της να τον καλέσει να υποβάλλει τελευταία προσφορά και μάλιστα άνευ προβλεπόμενης έννομης συνέπειας για την περίπτωση που δεν θα το έκανε. Προβλέφθηκε δε, μόνο η υποχρέωσή της, να καταβάλλει στον ενάγοντα τον αέρα της επιχείρησης, αν πωλούσε το μίσθιο σε τρίτο και το γεγονός ότι ο ενάγων δεν διασφάλισε με ισχύοντα όρο στο μισθωτήριο την καταβολή σε αυτόν των δαπανών για την ανέγερση του κτίσματος. καταδεικνύει ότι δε θεωρούσε πως είχε αυτή την απαίτηση έναντι της πρώτης εναγόμενης. Ο δε δεύτερος εναγόμενος, λογιστής στο επάγγελμα και γνώριμος με την πρώτη εναγόμενη δεν είχε δόλο να ματαιώσει την ελπίδα του ενάγοντα να αγοράσει το ακίνητο, πλην όμως ήθελε να βοηθήσει την πρώτη εναγόμενη και ο ίδιος σε κάθε περίπτωση επωφελήθηκε από μια καλή αγοραστική ευκαιρία που του παρουσιάσθηκε, δρώντας και αυτός στο πλαίσιο της ελευθερίας των συμβάσεων. Περαιτέρω. αποδείχθηκε ότι μετά την πώληση του μισθίου στον δεύτερο εναγόμενο, ο ενάγων πρότεινε στον τελευταίο την αγορά του επιδίκου αντί ποσού 90.000 ευρώ χωρίς να επιτευχθεί συμφωνία, ενώ ο δεύτερος εναγόμενος επίσης δεν συναίνεσε στην υπογραφή νέου μισθωτηρίου συμβολαίου με τρίτο πρόσωπο που ενδιαφέρθηκε να αγοράσει την επιχείρηση του ενάγοντα έναντι 130.000 ευρώ, ποσό που κατά το μέρος των 105.000 ευρώ αφορούσε στον αέρα τη επιχείρηση και κατά ποσό 25.000 ευρώ στα πάγια και αντικείμενα αυτής. Η αποτίμηση της άυλης αξίας της επιχείρησης του ενάγοντα στο ποσό των 105.000 ευρώ κρίνεται ορθή και οφείλεται στην εργατικότητά του τελευταίου και στην αδιάλειπτη προσωπική του συμβολή επί είκοσι χρόνια, διότι, συν τοις άλλοις ο ίδιος με την ιδιότητα ταυ τραγουδιστή διοργάνωνε πολλές παραστάσεις με ορχήστρα καθιστώντας την επιχείρηση πόλο έλξης μιας σταθερής και μόνιμης πελατείας και η πολυετής επιτυχημένη λειτουργία της αναβάθμισε όλη την περιοχή της ……… Άλλωστε και έτερες επιχειρήσεις παρόμοιας δραστηριότητας με αυτήν του ενάγοντα στην Αίγινα πωλήθηκαν έναντι αντίστοιχου τιμήματος και ειδικότερα το έτος 2017 πωλήθηκε στην παραλία της Αίγινας το ½ της επιχείρησης με την επωνυμία «……..» αντί τιμήματος 150.000 ευρώ, το έτος 2019 πωλήθηκε όμοια επιχείρηση στην παραλία της Αίγινας με την επωνυμία «…….» αντί τιμήματος 100.000 ευρώ και έτερη επιχείρηση με την επωνυμία «……..» αντί τιμήματος 100.000 ευρώ. Συνεπώς, εξ όσων ανωτέρω εκτέθηκαν ως αποδειχθέντα, προέκυψε η ενδοσυμβατική ευθύνη της πρώτης εναγόμενης σύμφωνα με την μισθωτική συμφωνία τους και το σχετικό όρο, να καταβάλλει στον ενάγοντα την αξία του «αέρα» της επιχείρησης, ενώ περαιτέρω δεν αποδείχθηκε στην ουσία αδικοπρακτική και σε αντίθεση με τα χρηστά ήθη δόλια συμπεριφορά των εναγομένων, στην οποία να θεμελιώνεται αξίωση του ενάγοντα για περαιτέρω αποζημίωση αυτού. Συνεπώς, ορθά έκρινε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο απορρίπτοντας την αγωγή ως προς τον δεύτερο εναγόμενο και κάνοντας εν μέρει δεκτή την αγωγή ως προς την πρώτη εναγομένη για το ποσό των 105.000 ευρώ που αφορά την άυλη αξία της επιχείρησης του ενάγοντος, απορριπτομένων παράλληλα του τέταρτου λόγου εφέσεως της πρώτης εναγομένης και του μοναδικού λόγου εφέσεως του ενάγοντος.
Κατόπιν αυτών και μη υπάρχοντος άλλου λόγου προς εξέταση στις επίδικες εφέσεις, αυτές πρέπει να απορριφθούν στο σύνολό τους, ως αβάσιμες στην ουσία και να καταδικασθεί ο εφεσίβλητος – εκκαλών, λόγω της ήττας του, στα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας (άρθρα 176, 183 και 191 § 2 ΚΠολΔ) ενώ η δικαστική δαπάνη μεταξύ του εφεσίβλητου – εκκαλούντος και της εκκαλούσας – εφεσίβλητης για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, πρέπει να συμψηφισθεί λόγω της ήττας αμφοτέρων (άρθρα 178, 183 και 191 § 2 ΚΠολΔ). Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή των παραβόλων, που κατέβαλαν τόσο η εκκαλούσα – εφεσίβλητη, όσο και ο εφεσίβλητος – εκκαλών, στο δημόσιο ταμείο, λόγω της ήττας αμφοτέρων των πλευρών (άρθρο 495 παρ.3 εδαφ.τελευτ ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Συνεκδικάζει, αντιμωλία των διαδίκων τις από 9/1/2024 και 15/1/2024 εφέσεις.
Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ’ ουσίαν τις ως άνω εφέσεις.
Συμψηφίζει την δικαστική δαπάνη των εκκαλούντων για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας.
Επιβάλλει σε βάρος του εφεσίβλητου – εκκαλούντος τα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου, τα οποία ορίζει, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, στο ποσό των χιλίων διακοσίων (1.200) ευρώ.
Διατάσσει την εισαγωγή του παραβόλου για την άσκηση των εφέσεων στο Δημόσιο Ταμείο.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στον Πειραιά σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του στις 15 Ιουλίου 2025.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Β. ΠΟΡΤΟΚΑΛΛΗΣ ΕΛΕΝΗ ΔΟΥΚΑ