ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αριθμός 431/2025
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
3° Τμήμα
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Χριστίνα Λίμουρα, Εφέτη, η οποία ορίστηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιά και από τη Γραμματέα Κ.Σ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ……….. για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της εκκαλούσας: Της εταιρίας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία « ………………», η οποία εδρεύει στον Πειραιά και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία παραστάθηκε δια του πληρεξούσιου δικηγόρου Αριστοτέλη Μερεκούλια με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.
Του εφεσίβλητου: …………, ο οποίος παραστάθηκε δια του πληρεξούσιου δικηγόρου Βασιλείου Σαξώνη, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.
Του εκκαλούντος: ………….., ο οποίος παραστάθηκε δια του πληρεξούσιου δικηγόρου Βασιλείου Σαξώνη, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.
Της εφεσίβλητης: Της εταιρίας με την επωνυμία « ………….», η οποία εδρεύει στον Πειραιά και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία παραστάθηκε δια του πληρεξούσιου δικηγόρου Αριστοτέλη Μερεκούλια με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΓΤολΔ.
Ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά άσκησε ο εκκαλών την με αριθμό εκθ. καταθ. ……/2023 αγωγή του επί της οποίας εκδόθηκε η με αριθ. 1979/2024 απόφαση του ανωτέρω δικαστηρίου, η οποία έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή. Την απόφαση αυτή προσέβαλαν ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου οι εκκαλούντες με τις με αριθμ. εκθ. καταθ. …./2024 και …../2024 εφέσεις, δικάσιμος επί των οποίων ορίστηκε η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, αφού ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους με τις έγγραφες προτάσεις τους ζήτησαν να γίνουν αυτοί δεκτοί.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Εισάγονται προς συζήτηση ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου οι υπό κρίση εφέσεις, οι οποίες στρέφονται αμφότερες κατά της υπ’αριθμ. 1979/2024 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (άρθρα 614, 621 ΚΠολΔ), αντιμωλία των διαδίκων και οι οποίες πρέπει να ενωθούν και συνεκδικαστούν λόγω της φανερής συνάφειας τους και για οικονομία χρόνου και δαπάνης (άρθρα 246,524 παρ. 1 και 591 παρ. 1 ΚΠολΔ).
Οι υπό κρίση εφέσεις (άρθρα 495, 518 παρ. 1 ΚΠολΔ) ασκήθηκαν νομότυπα και εμπρόθεσμα. Επομένως, εφόσον φέρονται παραδεκτά προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος δικαστηρίου (άρθρα 19, 511 ΚΠολΔ), πρέπει να γίνουν τυπικά δεκτές και να ερευνηθούν περαιτέρω μέσα στα όρια που καθορίζονται με αυτές, κατά την ίδια ανωτέρω ειδική διαδικασία, για το παραδεκτό και βάσιμο των προβαλλομένων λόγων τους (άρθρα 522, 533 σε συνδ. με 591 ΚΠολΔ).
Με την υπό κρίση αγωγή του ισχυρίζεται ο ενάγων ότι στις 17.3.2020 προσελήφθη από την εναγομένη εταιρεία, η οποία δραστηριοποιείται στον τομέα γενικών επισκευών και συντήρησης πλοίων, με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου προκειμένου να απασχοληθεί με την ειδικότητα του βοηθού τεχνίτη ελασματουργού, επί πενθήμερο εβδομαδιαίως και επτάωρο ημερησίως και με μικτό ημερομίσθιο ποσού 69,60 ευρώ. Ότι εργάστηκε στην εναγόμενη με την προαναφερόμενη ιδιότητα μέχρι την 9.6.2021, οπότε προέβη σε καταγγελία της σύμβασής του. Ότι κατά τη διάρκεια της εργασίας του στην εναγόμενη απασχολήθηκε Σάββατα, Κυριακές και αργίες ενώ παρείχε και υπερωριακή εργασία καθημερινά, χωρίς η εναγομένη να του καταβάλει τη νόμιμη αμοιβή για τις επιπλέον ώρες απασχόλησής του, ενώ του οφείλει αναλογία επιδομάτων εορτών, αποζημίωση αδείας και αναλογία επιδόματος αδείας. Ότι για τις ανωτέρω αιτίες δικαιούται το συνολικό ποσό των 72.634,30 ευρώ. Ζητεί περαιτέρω κατόπιν νομότυπης τροπής μέρους του ανωτέρω ποσού από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό, να αναγνωριστεί η υποχρέωση της εναγομένης να του καταβάλει το ποσό των 53.520,10 ευρώ και να υποχρεωθεί να του καταβάλει το ποσό των 19.114,20 ευρώ με το νόμιμο τόκο τα ανωτέρω αναφερόμενα ποσά.
Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφασή του έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται οι εκκαλούντες με τις υπό κρίση εφέσεις, επικαλούμενοι εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων.
Από τις διατάξεις των άρθρων 111 παρ. 2 και 216 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ, προκύπτει ότι το δικόγραφο της αγωγής πρέπει να περιέχει σαφή έκθεση των γεγονότων, τα οποία θεμελιώνουν κατά νόμο την αγωγή και δικαιολογούν την άσκηση αυτής από τον ενάγοντα κατά του εναγόμενου, ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και ορισμένο αίτημα. Η έκθεση στο δικόγραφο της αγωγής των πραγματικών περιστατικών, τα οποία πρέπει να είναι όσα είναι νομικώς ικανά και αναγκαία για τη θεμελίωση του δικαιώματος, η προστασία του οποίου ζητείται και τα οποία πρέπει να αναφέρονται με τέτοια σαφήνεια, ώστε να εξατομικεύουν την επίδικη έννομη σχέση και να μην καταλείπεται αμφιβολία περί της αξιώσεως, η οποία απορρέει από αυτά, είναι απαραίτητη για να υπάρχει η δυνατότητα, το μεν δικαστήριο να κρίνει τη νομική βασιμότητα της αγωγής και να διατάξει τις δέουσες αποδείξεις, ο δε εναγόμενος να μπορεί να αμυνθεί κατά της αγωγικής αξιώσεως που θεμελιώνεται επ’αυτών με ανταπόδειξη ή ένσταση. Η έλλειψη, η ανεπάρκεια κάποιου από τα γεγονότα αυτά, συνιστά έλλειψη προδικασίας και καθιστά την αγωγή αόριστη και συνεπώς απαράδεκτη. Η αοριστία δε αυτή ερευνάται και αυτεπαγγέλτως (ΑΠ 1134/2017, ΑΠ 127/2016 Νόμος). Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 648 ΑΚ και 216 ΚΠολΔ συνάγεται ότι για το ορισμένο της αγωγής με την οποία ζητείται η επιδίκαση δεδουλευμένων αποδοχών ή άλλων παροχών που οφείλονται από σύμβαση εργασίας, πρέπει να αναφέρονται σε αυτήν, μεταξύ άλλων, ο χρόνος καταρτίσεως της συμβάσεως, ο συμφωνηθείς ή νόμιμος μισθός, το είδος της παρασχεθείσης εργασίας, οι όροι παροχής και ο χρόνος για τον οποίο οφείλονται. Η αναφορά του στοιχείου της εξαρτήσεως δεν είναι απαραίτητη γιατί τούτο κρίνεται από τους όρους της παροχής της εργασίας (ΑΠ 1686/2007 Νόμος).
Σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν η υπό κρίση αγωγή είναι επαρκώς ορισμένη περιέχουσα όλα τα απαιτούμενα εκ του άρθρου 216 ΚΠολΔ στοιχεία, που εξειδικεύουν και επαρκώς προσδιορίζουν τις απαιτήσεις του ενάγοντος σε βάρος του εναγομένου, ήτοι την κατάρτιση της σύμβασης εργασίας του, το χρόνο παροχής των υπηρεσιών του, το είδος της παρασχεθείσας εργασίας του και το νόμιμο μισθό του, απορριπτομένου του σχετικού λόγου εφέσεως ως αβάσιμου.
Κατά το άρθρο 281 ΑΚ «η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται, αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος». Σύμφωνα με την ανωτέρω διάταξη, η οποία αποσκοπεί στην πάταξη της κακοπιστίας και της ανηθικότητας στις συναλλαγές και γενικώς στην άσκηση κάθε δικαιώματος, για να θεωρηθεί η άσκηση του δικαιώματος καταχρηστική, πρέπει η προφανής υπέρβαση των ορίων που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο οικονομικός και κοινωνικός σκοπός του δικαιώματος να προκύπτει από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου και του υπόχρεου ή από την πραγματική κατάσταση που δημιουργήθηκε και από τις περιστάσεις που μεσολάβησαν ή από άλλα περιστατικά, τα οποία, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν τη γέννηση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή την άσκησή του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου, ως αντιτιθέμενη στο περί δικαίου αίσθημα και την ηθική τάξη και προκαλούσα έντονη εντύπωση αδικίας. Απαιτείται δηλαδή για να χαρακτηρισθεί καταχρηστική η άσκηση δικαιώματος, να έχει δημιουργηθεί στον υπόχρεο από τη συμπεριφορά του δικαιούχου, και μάλιστα ευλόγως, η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμά του. Επίσης οι πράξεις του υπόχρεου και η κατάσταση πραγμάτων που διαμορφώθηκε υπέρ αυτού πρέπει να τελούν σε αιτιώδη σχέση με την προηγουμένη συμπεριφορά του δικαιούχου, αφού, κατά τους κανόνες της καλής πίστεως, οι συνέπειες που απορρέουν από πράξεις άσχετες προς αυτή τη συμπεριφορά δεν συγχωρείται να προβάλλονται προς απόκρουση του δικαιώματος. Στην περίπτωση αυτή η επιχειρούμενη από τον δικαιούχο ανατροπή της κατάστασης προκαλεί επιπτώσεις στα συμφέροντα του υπόχρεου, οι οποίες, για την κατάφαση της καταχρηστικότητας, αρκεί να είναι δυσμενείς. Εξάλλου, μόνη η αδράνεια του δικαιούχου στην άσκηση του δικαιώματος, ακόμη και αν δημιούργησε στον οφειλέτη την πεποίθηση ότι δεν υπάρχει το δικαίωμα ή ότι δεν πρόκειται πλέον να ασκηθεί, δεν αρκεί για να καταστήσει καταχρηστική τη μεταγενέστερη άσκησή του, αλλά απαιτείται να συντρέχουν επιπρόσθετα ειδικές συνθήκες και περιστάσεις, προερχόμενες κυρίως από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου και του οφειλέτη, ενόψει των οποίων και της αδρανείας του δικαιούχου η επακολουθούσα άσκηση του δικαιώματος που τείνει σε ανατροπή της κατάστασης που δημιουργήθηκε υπό τις παραπάνω ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε επί μακρό χρόνο, να εξέρχεται των ορίων που τίθενται με τη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ. Η ειρημένη αδράνεια του δικαιούχου πρέπει να υφίσταται επί μακρό χρονικό διάστημα από τότε που ο δικαιούχος μπορούσε να ασκήσει το δικαίωμά του. Στην περίπτωση αυτή η επιχειρούμενη από τον δικαιούχο ανατροπή της κατάστασης προκαλεί συνέπειες για τον υπόχρεο. Το ζήτημα δε αν οι συνέπειες που επάγεται η άσκηση του δικαιώματος είναι επαχθείς για τον υπόχρεο πρέπει να αντιμετωπίζεται και σε συνάρτηση με τις αντίστοιχες συνέπειες που μπορεί να επέλθουν σε βάρος του δικαιούχου από την παρακώλυση της ικανοποιήσεως του δικαιώματος του (ΟλΑΠ 10/2012, ΑΠ 207/2014 Νόμος).
Στην προκειμένη περίπτωση η εναγομένη προβάλλει την ένσταση περί καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος του ενάγοντος να διεκδικήσει την καταβολή των δεδουλευμένων αποδοχών του, ισχυριζόμενη ότι ουδέποτε κατά τη διάρκεια που η σύμβαση εργασίας του ήταν ενεργή, διαμαρτυρήθηκε με οποιοδήποτε τρόπο για τον καταβαλλόμενο μισθό του ή ότι δεν έχει εξοφληθεί για την παρασχεθείσα εργασία του. Ότι με την ανωτέρω συμπεριφορά του δημιούργησε στην εναγομένη την πεποίθηση ότι δεν πρόκειται να ασκήσει στο μέλλον οποιαδήποτε αξίωση εναντίον της. Τα ανωτέρω όμως επικαλούμενα από την εναγομένη περιστατικά και αληθή υποτιθέμενα δεν συγκροτούν κατά νόμο το πραγματικό του κανόνα δικαίου του άρθρου 281 ΑΚ, αφού μόνη η αδράνεια του δικαιούχου στην άσκηση του δικαιώματος, ακόμη και αν δημιούργησε στον οφειλέτη την πεποίθηση ότι δεν υπάρχει το δικαίωμα ή ότι δεν πρόκειται πλέον να ασκηθεί, δεν αρκεί για να καταστήσει καταχρηστική τη μεταγενέστερη άσκησή του, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη, απορριπτομένου του σχετικού λόγου εφέσεως ως αβάσιμου.
Από την εκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων των διαδίκων και από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, τα οποία επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι είτε για να ληφθούν υπόψη ως αποδεικτικά στοιχεία, είτε ως δικαστικά τεκμήρια, σε συνδυασμό με τους εν γένει ισχυρισμούς των διαδίκων που περιέχονται στις προτάσεις τους ενώπιον του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και παραδεκτά επαναφέρονται ενώπιον του παρόντος, αποδεικνύονται πλήρως τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η εναγομένη εταιρεία η οποία δραστηριοποιείται στον τομέα γενικών επισκευών και συντήρησης πλοίων προσέλαβε τον ενάγοντα στις 17.3.2020 με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου προκειμένου να απασχοληθεί με την ειδικότητα του βοηθού τεχνίτη ελασματουργού σε εργασίες επισκευής και συντήρησης πλοίων που είχε αναλάβει η εναγομένη. Κατά τους όρους της καταρτισθείσας συμβάσεως εργασίας του συμφωνήθηκε να απασχολείται ο ενάγων επί πενθήμερο εβδομαδιαίως και επτά ώρες ημερησίως αντί μικτού ημερομισθίου 69,60 ευρώ. Ο ενάγων προσλήφθηκε σύμφωνα με την από 8.11.2017 Συλλογική Σύμβαση Ναυπηγοεπισκευαστικών Εργασιών για εργασίες που γίνονται σε πλοία και πλωτά μέσα, είτε αυτά βρίσκονται στη θάλασσα είτε στην ξηρά. Ο ενάγων απασχολήθηκε στην εναγομένη μέχρι και την 9.6.2021, οπότε η εναγομένη προέβη σε καταγγελία της συμβάσεως εργασίας του. Αποδείχθηκε περαιτέρω ότι ο ενάγων, όπως και οι λοιποί εργαζόμενοι καθ’ όλο το χρονικό διάστημα της απασχόλησής του στην εναγομένη αμείβονταν κάθε εβδομάδα με καταβολή του μισθού του στον τραπεζικό του λογαριασμό, γεγονός που επιβεβαιώνει και ο μάρτυρας του ενάγοντος στην κατάθεσή του ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου αναφέροντας ότι οι εργαζόμενοι της εναγομένης εισέπρατταν στον τραπεζικό τους λογαριασμό επιπλέον χρήματα του συμφωνηθέντος μισθού τους, χωρίς ουδέποτε να διαμαρτυρηθούν για μειωμένες αποδοχές σε σχέση με την παρεχόμενη εργασία τους. Επισημαίνεται ότι ο ενάγων καθ’ όλο το χρονικό διάστημα που παρείχε την εργασία του στην εναγομένη δεν διαμαρτυρήθηκε σε αυτήν για καταβολή μειωμένων αποδοχών σχετικά με την υπερωριακή του απασχόληση, την εργασία του τα Σάββατα, τις Κυριακές και τις αργίες, ενώ ουδέποτε πρόβαλε αξιώσεις για αναλογία επιδομάτων εορτών, αποδοχών αδείας και επιδόματος αδείας, αφού η με τον ανωτέρω τρόπο καταβολή του συμφωνηθέντος μισθού του στον τραπεζικό του λογαριασμό παρείχε σε αυτόν τη δυνατότητα να ελέγχει κάθε εβδομάδα τη μισθοδοσία του. Ενόψει των ανωτέρω τα αιτούμενα με την υπό κρίση αγωγή κονδύλια που αφορούν διαφορές αποδοχών από την εργασία του ενάγοντος το χρονικό διάστημα της απασχόλησής του στην εναγομένη εταιρεία δεν αποδεικνύονται βάσιμα. Επομένως η υπό κρίση αγωγή πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη.
Συνεπώς το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την εκκαλουμένη απόφασή του έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή ως ουσιαστικά βάσιμη έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων. Επομένως, πρέπει να απορριφθεί η με αριθμ. εκθ. καταθ. …/2024 έφεση και να γίνει δεκτή η με αριθμ. εκθ. καταθ. ……/2024 έφεση ως βάσιμη και από ουσιαστική άποψη. Ακολούθως αφού εξαφανισθεί η προσβαλλόμενη απόφαση στο σύνολό της, να απορριφθεί η αγωγή ως ουσιαστικά αβάσιμη, σύμφωνα με τα ανωτέρω διαλαμβανόμενα και να καταδικαστεί ο ενάγων στη δικαστική δαπάνη της εναγομένης, λόγω της ήττας του, κατ’ άρθρο 176 ΚΠολΔ, αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Συνεκδικάζει αντιμωλία των διαδίκων τις υπό κρίση εφέσεις.
Δέχεται τυπικά και απορρίπτει ουσιαστικά την με αριθμ. εκθ. καταθ. …../2024 έφεση.
Καταδικάζει τον εκκαλούντα στη δικαστική δαπάνη της εφεσίβλητης, την οποία ορίζει στο ποσό των πεντακοσίων (500) ευρώ.
Δέχεται τυπικά και ουσιαστικά την με αριθμ. εκθ. καταθ. …../2024 έφεση.
Εξαφανίζει την υπ’ αριθ. 1979/2024 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά.
Κρατεί την υπόθεση και δικάζει επί της με αριθμό εκθ. καταθ. …../2023 αγωγής. Απορρίπτει την αγωγή.
Καταδικάζει τον ενάγοντα στη δικαστική δαπάνη της εναγομένης και των δυο βαθμών δικαιοδοσίας, την οποία ορίζει στο ποσό των (1000) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στον Πειραιά σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 2.7.2025 χωρίς να παρίστανται οι διάδικοι και πληρεξούσιοι δικηγόροι τους.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ