Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 483/2025

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός 483/2025

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

3° Τμήμα

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Χριστίνα Λίμουρα Εφέτη, η οποία ορίστηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιά και από τη Γραμματέα Ε.Δ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ………… για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Του εκκαλούντος: …………, ο οποίος παραστάθηκε δια του πληρεξούσιου δικηγόρου Ιωάννη Πετρόγλου, με δήλωση άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.

Της εφεσίβλητης: Της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «…………» και τον διακριτικό τίτλο «………», που εδρεύει στη ………. Αττικής, όπως νόμιμα εκπροσωπείται, η οποία παραστάθηκε δια του πληρεξούσιου δικηγόρου Ιωάννη Καρούζου, με δήλωση άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.

Ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά άσκησε ο εκκαλών την με αριθμό εκθ. καταθ. ……/2024 αγωγή του, επί της οποίας εκδόθηκε η με αριθμό 1227/2025 απόφαση του ανωτέρω δικαστηρίου, η οποία απέρριψε την αγωγή. Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου ο εκκαλών με την με αριθμ. εκθ. καταθ. ……/2025 έφεση, δικάσιμος επί της οποίας ορίστηκε η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, αφού ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους με τις έγγραφες προτάσεις τους ζήτησαν να γίνουν αυτοί δεκτοί.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η υπό κρίση έφεση του εκκαλούντος κατά της 1227/2025 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (άρθρα 614 επ. ΚΠολΔ), αντιμωλία των διαδίκων, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495, 518 παρ. 1 ΚΠολΔ). Επομένως, εφόσον φέρεται παραδεκτά προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος δικαστηρίου (άρθρα 19, 511 ΚΠολΔ), πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή η έφεση και να ερευνηθεί περαιτέρω μέσα στα όρια που καθορίζονται με αυτήν, κατά την ίδια ανωτέρω ειδική διαδικασία, για το παραδεκτό και βάσιμο των προβαλλομένων λόγων της (άρθρα 522,533 σε συνδ. με 591 παρ. 1 ΚΠολΔ).

Με την υπό κρίση αγωγή ισχυρίζεται ο ενάγων ότι προσλήφθηκε από την εναγομένη εταιρεία, η οποία δραστηριοποιείται επιχειρηματικά σε επενδύσεις ακινήτων στην Ελλάδα και τη Νότια Γαλλία, την 1.1.2021 με άτυπη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, πλήρους απασχόλησης, επί πενθήμερο και οκτάωρο ημερησίως, αναλαμβάνοντας τη θέση του οικονομικού διευθυντή της εταιρείας. Ότι οι μηνιαίες αποδοχές του συμφωνήθηκαν στο ποσό των 2.500 ευρώ, ενώ η εναγομένη του παρείχε επιπλέον παροχές καλύπτοντας το κόστος βενζίνης ποσού 150 ευρώ και το ποσό των 35 ευρώ για εταιρικό κινητό τηλέφωνο. Ότι παρείχε ανελλιπώς την εργασία του στην εναγομένη με επιμέλεια και εργατικότητα, επιτυγχάνοντας το Νοέμβριο του έτους 2022 την εισαγωγή της εναγομένης εταιρείας στο Χρηματιστήριο Παρισιού, ενώ από τον Δεκέμβριο του έτους 2022 ασκούσε καθήκοντα de facto Γενικού Διευθυντή, ο οποίος είχε αποχωρήσει. Ότι από την 1-3-2023 η εναγομένη προέβη σε γνωστοποίηση των όρων εργασίας του και αναγγελία στην επιθεώρηση εργασίας, ενώ συμφωνήθηκε αύξηση των αποδοχών του και ειδικότερα με την καταβολή στην Ελλάδα ποσού 1.500 ευρώ καθαρά και μέσω της ευρισκόμενης στην ……. εταιρείας «………….» το ποσό των 2.000 ευρώ καθαρά, ήτοι λαμβάνοντας συνολικά το ποσό των 3.500 ευρώ μηνιαίως. Ότι η εναγόμενη διαμέσου του εκπροσώπου της, λόγω της εισαγωγής της στο Χρηματιστήριο του Παρισιού, υποσχέθηκε στον ενάγοντα μπόνους 50.000 ευρώ και 2.000 μετοχές της εταιρείας, εκ των οποίων του καταβλήθηκε το ποσό των 10.000 ευρώ έναντι και του οφείλεται το ποσό των 40.000 ευρώ, ενώ υλοποιήθηκε και η μεταβίβαση των μετοχών. Ότι από τον Νοέμβριο του έτους 2023 η εναγομένη δια του κυρίου μετόχου της …………… σταμάτησε να παρέχει στον ενάγοντα το ποσό των 150 ευρώ για έξοδα μετακίνησής του, ενώ παραμονή Χριστουγέννων 2023 αρνήθηκε να του χορηγήσει άδεια που ο ενάγων αιτήθηκε. Τα ανωτέρω περιστατικά σε συνδυασμό με τα ειδικότερα αναφερόμενα στην αγωγή επέφεραν ρήξη των σχέσεων των διαδίκων, η οποία είχε ως συνέπεια την από 2.2.2024 καταγγελία της συμβάσεως εργασίας του ενάγοντος, η οποία κατά τους ισχυρισμούς του είναι άκυρη ως καταχρηστική γιατί έγινε από λόγους εκδίκησης λόγω της αντίδρασης της εναγομένης στην άσκηση των νομίμων δικαιωμάτων του καθώς και λόγω μη καταβολής της νόμιμης αποζημίωσης απόλυσης. Ζητεί περαιτέρω ο ενάγων με την υπό κρίση αγωγή του να αναγνωριστεί η ακυρότητα της γενομένης από 2.2.2024 καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας του και να υποχρεωθεί η εναγομένη να αποδέχεται τις προσηκόντως προσφερόμενες υπηρεσίες του υπό τους όρους που ίσχυαν προ της καταγγελίας της σύμβασής του, με την απειλή χρηματικής ποινής και προσωπικής κράτησης του νομίμου εκπροσώπου της σε περίπτωση που δεν συμμορφωθεί στην εκδοθησομένη απόφαση, να αναγνωριστεί η υποχρέωση της εναγομένης να του καταβάλει το ποσό των 27.366,85 ευρώ για μισθούς υπερημερίας τα αναφερόμενα στην αγωγή χρονικά διαστήματα, επικουρικά και σε περίπτωση που η σύμβαση εργασίας του κριθεί έγκυρη να αναγνωριστεί ότι οφείλει να του καταβάλει τη νόμιμη αποζημίωση απόλυσης, να αναγνωριστεί η υποχρέωση της εναγομένης να του καταβάλει το ποσό των 5.904 ευρώ για δεδουλευμένες αποδοχές, το ποσό των 40.000 ευρώ που αφορά υπόλοιπο του συμφωνηθέντος μπόνους, το ποσό των 21.840 ευρώ για δώρα εορτών και επιδόματος αδείας των ετών 2021, 2022 και 2023 με το νόμιμο τόκο τα ανωτέρω αναφερόμενα ποσά και να αναγνωριστεί η υποχρέωση της εναγομένης να του καταβάλει το ποσό των 50.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη, την οποία υπέστη από την αδικοπρακτική συμπεριφορά της με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επιδόσεως της αγωγής.

Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφασή του απέρριψε την αγωγή ως ουσιαστικά αβάσιμη. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται ο εκκαλών με την κρινόμενη έφεσή του, επικαλούμενος εσφαλμένη ερμηνεία του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί την εξαφάνισή της με σκοπό να γίνει δεκτή η αγωγή.

Από τις διατάξεις των άρθρων 1 και 3Ν. 2112/2020, 1,2 και 5 Ν. 3198/1955 προκύπτει ότι η καταγγελία, ρητή ή σιωπηρή, με την οποία λύεται η σύμβαση ιδιωτικού δικαίου εξηρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, είναι μονομερής, απευθυντέα και κατά κανόνα αναιτιώδης δικαιοπραξία, δηλαδή δεν απαιτείται να αιτιολογείται από τον εργοδότη και το κύρος της δεν εξαρτάται από την ύπαρξη ή την ελαττωματικότητα της αιτίας. Επίσης, έχει άμεση διαπλαστική ενέργεια, ήτοι μόλις περιέλθει η σχετική δήλωση βουλήσεως στον αντισυμβαλλόμενο εργαζόμενο, αδιακρίτως του τρόπου ανακοινώσεώς της σε αυτόν λύεται για το μέλλον η έννομη σχέση είτε αμέσως (απρόθεσμη καταγγελία) είτε με την πάροδο ορισμένης προθεσμίας. Η μη καταβολή της νόμιμης αποζημιώσεως από τον εργοδότη, που κατήγγειλε τη σύμβαση ιδιωτικού δικαίου εξηρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου καθώς και η μη τήρηση του έγγραφου τύπου και με ιδιωτικό έγγραφο και με εγχείρησή του στον εργαζόμενο προς τον οποίο απευθύνεται, ώστε να λάβει γνώση του περιεχομένου του, συνεπάγεται την ακυρότητα της καταγγελίας. Η νόμιμη αποζημίωση πρέπει να καταβάλλεται άσχετα από το λόγο, που προκάλεσε την καταγγελία, εκτός από τις περιπτώσεις, που αναγράφονται περιοριστικά στον νόμο, όπως υποβολή μηνύσεως για αξιόποινη πράξη, ή ανώτερη βία. Η άσκηση όμως του δικαιώματος του εργοδότη καταγγελίας της εργασιακής σύμβασης, όπως και κάθε δικαιώματος, υπόκειται στον περιορισμό του άρθρου 281 ΑΚ, δηλαδή της μη υπέρβασης των ορίων, που επιβάλλει η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός και οικονομικός σκοπός του δικαιώματος, η υπέρβαση δε των ορίων αυτών, καθιστά την καταγγελία άκυρη, σύμφωνα με τα άρθρα 174 και 180 ΑΚ. Εξάλλου η καταγγελία της σύμβασης εργασίας από τον εργοδότη είναι άκυρη ως καταχρηστική, όταν υπαγορεύεται από ταπεινά ελατήρια, που δεν εξυπηρετούν το σκοπό του δικαιώματος, όπως συμβαίνει στις περιπτώσεις που η καταγγελία οφείλεται σε εμπάθεια, μίσος ή έχθρα ή σε λόγους εκδίκησης, συνεπεία προηγηθείσας νόμιμης αλλά μη αρεστής στον εργοδότη, συμπεριφοράς του εργαζομένου. Δεν συντρέχει όμως περίπτωση καταχρηστικής καταγγελίας, όταν δεν υπάρχει γι’ αυτήν κάποια αιτία, αφού, ενόψει όσων εκτέθηκαν για τον αναιτιώδη χαρακτήρα της καταγγελίας και την άσκηση αυτής καθ’ υπέρβαση των ορίων του άρθρου 281 ΑΚ, για να θεωρηθεί η καταγγελία άκυρη ως καταχρηστική, δεν αρκεί ότι οι λόγοι, που επικαλέστηκε γι’ αυτήν ο εργοδότης ήταν αναληθείς ή ότι δεν υπήρχε καμία εμφανής αιτία αλλά απαιτείται η καταγγελία να οφείλεται σε συγκεκριμένους λόγους, εξαιτίας των οποίων η άσκηση του σχετικού δικαιώματος του εργοδότη, να υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλει το άρθρο 281 ΑΚ. Δεν θεωρείται καταχρηστική η καταγγελία, όταν έχει ως πραγματικό κίνητρο την πλημμελή εκτέλεση των καθηκόντων του απολυομένου ή την από πλευράς του παράβαση των συμβατικών του υποχρεώσεων, καθώς και όταν οφείλεται σε πραγματική και ηθελημένη ανάρμοστη συμπεριφορά του προς τον εργοδότη ή τους νομίμους εκπροσώπους του ή προς συνάδελφό του εξαιτίας της οποίας διαταράσσεται η εύρυθμη λειτουργία ή η πειθαρχική έννομη τάξη της εργοδοτικής επιχείρησης (ΑΠ 123/2016, ΑΠ 904/2012). Τους συγκεκριμένους λόγους για τους οποίους η άσκηση του δικαιώματος καταγγελίας είναι καταχρηστική, ο εργαζόμενος οφείλει να επικαλεστεί σαφώς και ορισμένως στο δικόγραφο της αγωγής για την αναγνώριση της ακυρότητας της καταγγελίας και να αποδείξει. Η άρνηση του εργοδότη, ύστερα από άκυρη εκ μέρους του καταγγελία, να δεχθεί την εργασία του εργαζομένου, τον καθιστά υπερήμερο περί την αποδοχή της εργασίας του εργαζομένου. Υποχρεούται τότε να καταβάλει στον εργαζόμενο τις αποδοχές του, μισθούς υπερημερίας, δηλαδή τον νόμιμο ή συμφωνημένο μισθό του και ότι άλλο ο εργαζόμενος θα εισέπραττε, ακόμη και για το χρόνο μετά την άσκηση της αγωγής του εργαζομένου μέχρι την άρση της υπερημερίας (ΑΠ 1512/2018, ΑΠ 1003/2017). Ο εργαζόμενος δικαιούται είτε να εμμείνει στην ακυρότητα της καταγγελίας είτε να θεωρήσει έγκυρη την καταγγελία. Αν ο εργαζόμενος εμμείνει στην ακυρότητα της καταγγελίας, δικαιούται να ζητήσει τους μισθούς υπερημερίας, ενώ δεν υποχρεούται σε πραγματική και προσήκουσα προσφορά των υπηρεσιών του, αφού στην καταγγελία του εργοδότη εμπεριέχεται και η δήλωση βουλήσεώς του να μην αποδεχθεί στο μέλλον τις υπηρεσίες του απολυθέντος. Δημιουργείται ακόμη υποχρέωση του εργοδότη με αντίστοιχο δικαίωμα του εργαζομένου, αν κριθεί άκυρη η καταγγελία, με δικαστική, έστω και οριστική απόφαση, να απασχολεί πραγματικά τον εργαζόμενο. Αν ο εργαζόμενος θεωρήσει έγκυρη την καταγγελία, δικαιούται να αξιώσει τη νόμιμη αποζημίωση. Κατά ταύτα η ακυρότητα της καταγγελίας τάσσεται υπέρ του εργαζομένου, είναι συνεπώς, σχετική. Ο εργαζόμενος μπορεί να παραιτηθεί, ρητώς ή σιωπηρώς από το δικαίωμά του προσβολής της καταγγελίας ως άκυρης και να ζητήσει τη νόμιμη αποζημίωση (ΑΠ 105/2020, ΑΠ 671/2018).

Από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης της μάρτυρα του ενάγοντος, που εξετάστηκε στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, τις υπ’ αριθμ. …, …, …/23.10.2024 ένορκες βεβαιώσεις μαρτύρων του ενάγοντος, οι οποίες ελήφθησαν με επιμέλεια του ενάγοντος κατόπιν νομίμου κλητεύσεως της εναγομένης και τις υπ’ αριθμ. …, ….. και …/23.10.2024 ένορκες βεβαιώσεις μαρτύρων, οι οποίες ελήφθησαν με επιμέλεια της εναγομένης κατόπιν νομίμου κλητεύσεως του ενάγοντος και από όλα τα έγγραφα, τα οποία επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι είτε για να ληφθούν υπόψη ως αποδεικτικά στοιχεία, είτε ως δικαστικά τεκμήρια, τους εν γένει ισχυρισμούς των διαδίκων που περιέχονται στις προτάσεις τους ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και παραδεκτά επαναφέρονται ενώπιον του παρόντος, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η εναγομένη είναι εταιρεία επενδύσεων ακινήτων η οποία δραστηριοποιείται επιχειρηματικά επενδύοντας σε ξενοδοχειακά και εμπορικά ακίνητα στην Ελλάδα και τη Νότια Γαλλία, τα οποία αποκτά είτε κατά κυριότητα είτε με μακροχρόνια μίσθωση, της οποίας κύριος μέτοχος και νόμιμος εκπρόσωπος είναι ο ………….. Ο ενάγων είναι πτυχιούχος του Οικονομικού Τμήματος του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, με μεταπτυχιακές σπουδές στη λογιστική και διοίκηση επιχειρήσεων έχοντας πολύχρονη επαγγελματική σταδιοδρομία σε διευθυντικές θέσεις σε πολυεθνικές και ημεδαπές εταιρείες. Κατά τη διάρκεια της επαγγελματικής του δραστηριότητας δημιούργησε την εταιρεία « ……………», με έδρα την ……Θεσσαλονίκης της οποίας διετέλεσε Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος και η οποία αποτελεί εγκεκριμένο σύμβουλο εισαγωγής εταιρειών στην εναλλακτική αγορά, ενώ κατά τη διάρκεια της εργασίας του στην ανωτέρω εταιρεία απέκτησε ιδιαίτερη εμπειρία στην εισαγωγή εταιρειών σε Χρηματιστήρια. Μεταξύ της εναγομένης εταιρείας, η οποία αρχικά ήταν εταιρεία περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία « …………..» με έδρα στη ….. Κύπρου, νομίμως εκπροσωπούμενη από τον …..…. και της προαναφερόμενης εταιρείας του ενάγοντος καταρτίστηκε η από 15.5.2019 σύμβαση παροχής συμβουλευτικών και παρεπόμενων υπηρεσιών με αντικείμενο την παροχή υπηρεσιών συμβούλου με σκοπό την εισαγωγή των μετοχών της εναγομένης εταιρείας στο Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου, η διαδικασία έγκρισης εισαγωγής της οποίας ολοκληρώθηκε τον Οκτώβριο του έτους 2020, όπως αποδεικνύεται από το από 26.10.2020 έγγραφο του Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου, το οποίο απέστειλε ο ενάγων με την ιδιότητα του διευθύνοντος συμβούλου της εταιρείας « …………..» στον νόμιμο εκπρόσωπο της εναγομένης. Ενόψει των ανωτέρω προκύπτει ότι μεταξύ του ενάγοντος και του νομίμου εκπροσώπου της εναγομένης αναπτύχθηκε σχέση επαγγελματικής εμπιστοσύνης, η οποία οφείλεται στην επιτυχή προσπάθεια του ενάγοντος να εισαχθεί η εναγόμενη στο Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου. Η συνεργασία μεταξύ τους συνεχίστηκε και με την νέο-ιδρυθείσα από 1.2.2021 εταιρεία του ενάγοντος με την επωνυμία «………….» με έδρα τη ……. Κύπρου, ο σκοπός της οποίας είναι η παροχή οικονομικών συμβουλών, την οποία ίδρυσε ο ενάγων έχοντας ήδη αποχωρήσει από την εταιρεία «………….», προκειμένου να παρέχει οικονομικές συμβουλές στην εναγομένη με τη μορφή της σύμβασης έργου- παροχής υπηρεσιών, γεγονός που συνέφερε φορολογικά αμφότερα τα διάδικα μέρη αφού η προαναφερόμενη κυπριακή εταιρεία ήταν συμφερόντων του ενάγοντος, ενώ τα προσκομιζόμενα τιμολόγια εκδοθέντα από την ανωτέρω εταιρεία «…………» ποσών 5.000 ευρώ, 2.500 ευρώ και 2.000 ευρώ των ετών 2021, 2022 και 2023, τα οποία δεν αμφισβητούνται αφορούν παροχή οικονομικών συμβουλευτικών υπηρεσιών της ανωτέρω εταιρείας του ενάγοντος προς την εναγομένη, απορριπτομένου ως αβάσιμου του ισχυρισμού του ενάγοντος ότι προσλήφθηκε από την εναγομένη το έτος 2021 με άτυπη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου και ότι η ανωτέρω εταιρεία ιδρύθηκε από αυτόν κατόπιν απαίτησης του ……….. προκειμένου να καταβάλλεται μέρος της αμοιβής του στην ανωτέρω κυπριακή εταιρεία. Αποδείχθηκε περαιτέρω ότι κατά το χρονικό διάστημα της συνεργασίας του με την εναγομένη εταιρεία προσφέροντας τις υπηρεσίες του σε αυτήν διαμέσου των εταιρειών που είχε ιδρύσει και έχοντας δημιουργηθεί μεταξύ του ιδίου και του νομίμου εκπροσώπου της εναγομένης σχέση εμπιστοσύνης, προσλήφθηκε από την εναγομένη την 1.3.2023 με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, όπως προκύπτει από την γνωστοποίηση των όρων εργασίας και αναγγελία στην επιθεώρηση εργασίας, προκειμένου να προσφέρει τις υπηρεσίες του ως Οικονομικός Διευθυντής, με μηνιαίες

μεικτές αποδοχές 2.067,35 ευρώ, ενώ ανέλαβε και τα καθήκοντα του γενικού διευθυντή της εταιρείας, ο οποίος είχε αποχωρήσει. Επισημαίνεται περαιτέρω ότι τα προσκομισθέντα από τον ενάγοντα μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου που αφορούν εργασίες του ως οικονομικού διευθυντή ανάγονται στο έτος 2023, που έγινε η πρόσληψή του από την εναγομένη, ενώ δεν προσκομίζονται αντίστοιχα μηνύματα για το έτος 2021, που ισχυρίζεται ο ενάγων ότι προσλήφθηκε από την εναγομένη. Η εναγομένη εταιρεία, η οποία διατήρησε τη συνεργασία της με την εταιρεία του ενάγοντος, με σκοπό να εισαχθεί στο Χρηματιστήριο Παρισιού συμβλήθηκε με τη γαλλική εταιρεία «…………», η οποία παρείχε συμβουλές σε θέματα εταιρικής χρηματοδότησης για εισηγμένες η μη εισηγμένες εταιρείες. Με τον Διευθύνοντα εταίρο ……., επικοινωνούσε τόσο ο νόμιμος εκπρόσωπος της εναγομένης ………. όσο και ο ενάγων για την επίτευξη της εισαγωγής της εναγομένης στο Χρηματιστήριο Παρισιού. Σε επιστολή του ο ………… προς οποιοδήποτε μέλος ΔΣ για τα προσόντα του ενάγοντος αναφέρει ότι ο ίδιος έχει προσωπικά ενεργήσει ως σύμβουλος εισαγωγής της εναγομένης, όταν η τελευταία αιτήθηκε και έλαβε την έγκριση για εισαγωγή στο τμήμα αγοράς ……… στο Παρίσι τον Νοέμβριο του έτους 2022 και ότι κατά την προσπάθεια εισαγωγής της εναγομένης, ο ενάγων συνέβαλε στη διαγραφή της από το Χρηματιστήριο Κύπρου και τη μεταφορά της έδρας της εναγομένης από την Κύπρο στην Ελλάδα. Ενόψει των ανωτέρω αποδεικνύεται η καλή συνεργασία που υπήρχε μεταξύ του ενάγοντος και του …………, όπως προκύπτει από μπόνους 10.000 ευρώ σε μετρητά που έλαβε ο ενάγων τον Ιούνιο του έτους 2023 καθώς και 2.000 μετοχές της εναγομένης εταιρείας. Οι ανωτέρω οικειοθελείς παροχές που δίνονται από τον εργοδότη προς τους εργαζόμενους, χωρίς να υφίσταται νομική υποχρέωση χορηγούνται εκουσίως, από ελευθεριότητα και όχι ως αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας του εργαζομένου και επομένως δεν έχουν μισθολογικό χαρακτήρα, αφού δεν υφίσταται υποχρέωση του εργοδότη και αντίστοιχο δικαίωμα του εργαζομένου αναφορικά με αυτές τις παροχές με αποτέλεσμα ο εργοδότης να έχει τη δυνατότητα να ανακαλέσει τη χορήγησή τους οποτεδήποτε ο ίδιος το επιθυμεί. Ο ισχυρισμός επομένως του ενάγοντος ότι η εναγομένη του οφείλει επιπλέον μπόνους 40.000 ευρώ, το οποίο του είχε υποσχεθεί ο νόμιμος εκπρόσωπος της εναγομένης δεν αποδείχθηκε βάσιμος, λαμβανομένου υπόψη ότι το ανωτέρω ποσό που δόθηκε στον ενάγοντα αποτελεί οικειοθελή παροχή λόγω της καλής συνεργασίας του με την εναγομένη και δεν συνιστά αγώγιμη αξίωση, ενώ δεν αποδείχθηκε ότι κατέστη επιχειρησιακή συνήθεια, ήτοι ότι χορηγείται σταθερά επί σειρά ετών, ώστε να παρέχει αξίωση του εργαζομένου για συνέχιση καταβολής της παροχής. Περαιτέρω όμως η εναγόμενη στις 2.2.2024 κατήγγειλε τη σύμβαση εργασίας του ενάγοντος, η οποία ανωτέρω καταγγελία όπως ισχυρίζεται ο ενάγων με την υπό κρίση αγωγή του είναι άκυρη ως καταχρηστική διότι έγινε από λόγους εκδίκησης της εναγομένης προς το πρόσωπό του λόγω της ενάσκησης των νομίμων δικαιωμάτων του. Ειδικότερα ισχυρίζεται ο ενάγων ότι η καταγγελία της συμβάσεώς του οφείλεται στο ότι ενώ είχε συμφωνήσει με την εναγομένη να καλύπτει το κόστος βενζίνης προκειμένου να μεταβαίνει στα γραφεία της εταιρείας, με την καταβολή σε αυτόν του ποσού των 150 ευρώ μηνιαίος, η εναγομένη διέκοψε την ανωτέρω καταβολή, γεγονός στο οποίο ο ίδιος ανατάχθηκε, ισχυρισμός όμως ο οποίος δεν αποδείχθηκε βάσιμος καθόσον η εναγομένη ενώ διέκοψε την προαναφερόμενη παροχή και σε άλλους εργαζόμενους, διότι παρατηρήθηκαν οικονομικές ατασθαλίες, παρασχέθηκε όμως στον ενάγοντα αυτοκίνητο προκειμένου να μεταβαίνει στην εργασία του. Ισχυρίζεται περαιτέρω ο ενάγων ότι τις εορτές των Χριστουγέννων του έτους 2023 ζήτησε και έλαβε άδεια, παρά την εναντίωση του εκπροσώπου της εναγομένης, ζήτησε να του καταβληθεί το υπόλοιπο ποσό μπόνους των 40.000 ευρώ, που του όφειλε η εναγομένη και ότι ενώ ο υιός του είχε προσληφθεί ως σερβιτόρος με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου σε εταιρεία συμφερόντων του ………., με αντικείμενο δραστηριότητας την λειτουργία κέντρων διασκέδασης, ενημέρωσε τη διαχειρίστρια εταιρεία για την υποχρέωση εξόφλησης του δώρου Χριστουγέννων του έτους 2023 στους εργαζόμενούς της, συμπεριλαμβανομένου και του υιού του και συνεπώς η διεκδίκηση των ανωτέρω νόμιμων δικαιωμάτων του επέφερε την καταγγελία της συμβάσεώς εργασίας του. Οι ανωτέρω όμως ισχυρισμοί του ενάγοντος δεν αποδεικνύονται βάσιμοι προκειμένου να χαρακτηριστεί η καταγγελία της συμβάσεώς εργασίας του καταχρηστική, λαμβανομένου υπόψη ότι αναφορικά με την καταβολή του μπόνους των 40.000 ευρώ δεν αποδείχθηκε ότι ο ενάγων το δικαιούται, όπως προαναφέρθηκε, καθόσον δεν υφίσταται υποχρέωση της εναγομένης για καταβολή του ανωτέρω ποσού, ενώ το αίτημά του για άδεια ανάπαυσης και ο ισχυρισμός του ότι επειδή ενημέρωσε την εταιρεία συμφερόντων του νομίμου εκπροσώπου της εναγομένης για την υποχρέωση εξόφλησης του δώρου Χριστουγέννων απολύθηκε, δεν θεωρούνται κατά την κρίση του παρόντος δικαστηρίου, περιστατικά που θα μπορούσαν να αποτελέσουν λόγους απόλυσης του ενάγοντος. Αποδείχθηκε όμως περαιτέρω ότι ο εναγών το τελευταίο διάστημα πριν την απόλυσή του ήταν εριστικός και συμπεριφερόταν ανάρμοστα προς τους συναδέλφους του, δεν είχε καλή συνεργασία με τους άμεσους συνεργάτες του, ούτε και με τον γενικό διευθυντή που είχε προσληφθεί τον Δεκέμβριο του έτους 2023, ενώ σχολίαζε αρνητικά τα έξοδα στα οποία προέβαινε ο ……………., όπως με αφορμή τη διοργάνωση εταιρικής εκδήλωσης από την εναγομένη τον Οκτώβριο του έτους 2023 για την οποία εκδόθηκε τιμολόγιο το οποίο καταχωρήθηκε στα έξοδα της εναγομένης εταιρείας, αναφέροντας δυσμενή σχόλια για την προσωπική ζωή του ………. και της συζύγου του, ισχυριζόμενος ότι διάγουν πολυτελή βίο τον οποίο πληρώνουν οι εργαζόμενοι. Η ανωτέρω όμως συμπεριφορά του ενάγοντος δημιούργησε αρνητικό κλίμα και ένταση στις σχέσεις των διαδίκων κλόνισε την εμπιστοσύνη της εναγομένης εταιρείας στο πρόσωπό του, με συνέπεια σε συνδυασμό και με την εριστική και ανάρμοστη συμπεριφορά προς τους συνεργάτες του να διαταράσσεται η εύρυθμη λειτουργία της εργοδοτικής επιχείρησης. Επομένως η καταγγελία της συμβάσεως εργασίας του ενάγοντος δεν έγινε από μίσος και εκδικητικότητα της εναγομένης, για τους λόγους που ισχυρίζεται ο ενάγων, αλλά προκειμένου να διασφαλιστεί η ομαλή λειτουργία της, απορριπτομένου του ισχυρισμού του περί ακυρότητας της καταγγελίας ως καταχρηστικής και συνακόλουθα και των αιτημάτων του να υποχρεωθεί η εναγομένη να αποδέχεται την εργασία του και να αναγνωριστεί η υποχρέωσή της για την καταβολή μισθών υπερημερίας κατά τα αναφερόμενα στην υπό κρίση αγωγή. Περαιτέρω απορριπτέο ως ουσιαστικά αβάσιμο κρίνεται και το αιτούμενο κονδύλιο για την καταβολή αποζημίωσης απόλυσης σε περίπτωση που η καταγγελία της σύμβασης εργασίας του κριθεί νόμιμη, διότι ο ενάγων προσλήφθηκε από την εναγομένη την 1.3.2023 και επομένως δεν συμπληρώθηκε έτος μέχρι την καταγγελία της σύμβασής του. Περαιτέρω ο ισχυρισμός του ενάγοντος ότι η εναγομένη του οφείλει το ποσό των 5.904 ευρώ που αφορά δεδουλευμένες αποδοχές Δεκεμβρίου 2023 και Ιανουάριου 2024 είναι απορριπτέος ως ουσιαστικά αβάσιμος διότι οι ανωτέρω αποδοχές αφορούν μέρος του μισθού του ενάγοντος και ειδικότερα το ποσό των 2.952 ευρώ μεικτά, που ισχυρίζεται ο ενάγων ότι καταβάλλεται μέσω της εταιρείας του στην Κύπρο, ισχυρισμός όμως ο οποίος δεν αποδείχθηκε, απορριπτομένου συνακόλουθα και του αιτήματος του για την καταβολή δώρου Πάσχα, επιδόματος αδείας και δώρου Χριστουγέννων για το έτος 2023, συνολικού ποσού 5.904 ευρώ, που αφορά την καταβολή μέρους του μισθού του στην Κύπρο για το οποίο δεν του καταβλήθηκαν δώρα και επιδόματα, ισχυρισμός όμως ο οποίος δεν αποδείχθηκε. Απορριπτέα ως ουσιαστικά αβάσιμα κρίνονται και τα αιτούμενα κονδύλια για δώρα εορτών και επιδόματα αδείας που αφορούν τα έτη 2021 και 2022 κατά τα οποία όμως δεν υφίσταται σχέση εξαρτημένης εργασίας μεταξύ του ενάγοντος και της εναγομένης. Το αίτημα του ενάγοντος για την καταβολή χρηματικής ικανοποίησης για την ηθική βλάβη, την οποία υπέστη κρίνεται απορριπτέο ως ουσιαστικά αβάσιμο διότι δεν αποδείχθηκε παράνομη και υπαίτια προσβολή της προσωπικότητάς του από την εναγομένη με την καταγγελία της σύμβασης εργασίας του. Επομένως η υπό κρίση αγωγή είναι απορριπτέα ως ουσιαστικά αβάσιμη, απορριπτομένης ως αβάσιμης και της υπό κρίση εφέσεως.

Σε αυτό το συμπέρασμα καταλήγοντας και η εκκαλουμένη απόφαση ορθά εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις και ως εκ τούτου θα πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι οι σχετικοί λόγοι της έφεσης του εκκαλούντος με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω πρέπει να απορριφθεί η υπό κρίση έφεση στο σύνολό της ως ουσιαστικά αβάσιμη και να καταδικαστεί ο εκκαλών, λόγω της ήττας του, στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της εφεσίβλητης (άρθρα 176 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων την υπό κρίση έφεση.

Δέχεται τυπικά και απορρίπτει ουσιαστικά την έφεση.

Καταδικάζει τον εκκαλούντα στη δικαστική δαπάνη της εφεσίβλητης, την οποία ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600 ) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στον Πειραιά σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 21.7.2025 χωρίς να παρίστανται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι  δικηγόροι τους.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ