ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αριθμός 485/2025
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
3° Τμήμα
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Χριστίνα Λίμουρα, Εφέτη, η οποία ορίστηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιά και από τη Εραμματέα Κ.Σ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις …………. για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της εκκαλούσας: Της υπό εκκαθάριση ομόρρυθμης εταιρείας με την επωνυμία «……………..», που εδρεύει στην ………… Αττικής, όπως νόμιμα εκπροσωπείται, η οποία παραστάθηκε δια του πληρεξούσιου δικηγόρου Γεωργίου Γκότση και εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο Γεώργιο Γκούσκο με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.
Της εφεσίβλητης: ……………., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο Σταμάτη Ντεβέ με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.
Της εκκαλούσας: ………………., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο Σταμάτη Ντεβέ με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.
Της εφεσίβλητης: Της υπό εκκαθάριση ομόρρυθμης εταιρείας με την επωνυμία «…………….», που εδρεύει στην …………. Αττικής, όπως νόμιμα εκπροσωπείται, η οποία παραστάθηκε δια του πληρεξούσιου δικηγόρου Γεωργίου Γκότση και εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο Γεώργιο Γκούσκο με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.
Ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά άσκησε η εκκαλούσα ………. την με αριθμό εκθ. καταθ. …………./2023 αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η με αριθ. 2691/2024 απόφαση του ανωτέρω δικαστηρίου, η οποία έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή. Την απόφαση αυτή προσέβαλαν ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου οι εκκαλούντες με τις με αριθμ. εκθ. καταθ. …./2024 και ……/2025 εφέσεις, δικάσιμος επί των οποίων ορίστηκε η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, αφού ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους με τις έγγραφες προτάσεις τους ζήτησαν να γίνουν αυτοί δεκτοί.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Εισάγονται προς συζήτηση ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου οι υπό κρίση εφέσεις, οι οποίες στρέφονται αμφότερες κατά της υπ’ αριθμ. 2691/2024 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (άρθρα 614, 621 ΚΠολΔ), αντιμωλία των διαδίκων και οι οποίες πρέπει να ενωθούν και συνεκδικαστούν λόγω της φανερής συνάφειας τους και για οικονομία χρόνου και δαπάνης (άρθρα 246, 524 παρ. 1 και 591 παρ. 1 ΚΠολΔ).
Οι υπό κρίση εφέσεις (άρθρα 495, 518 παρ. 2 ΚΠολΔ) ασκήθηκαν νομότυπα και εμπρόθεσμα, καθόσον δεν προκύπτει επίδοση της εκκαλουμένης. Επομένως, εφόσον φέρονται παραδεκτά προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος δικαστηρίου (άρθρα 19, 511 ΚΠολΔ), πρέπει να γίνουν τυπικά δεκτές και να ερευνηθούν περαιτέρω μέσα στα όρια που καθορίζονται με αυτές, κατά την ίδια ανωτέρω ειδική διαδικασία, για το παραδεκτό και βάσιμο των προβαλλομένων λόγων τους (άρθρα 522, 533 σε συνδ. με 591 ΚΠολΔ).
Με την υπό κρίση αγωγή ισχυρίζεται η ενάγουσα ότι προσελήφθη από την εναγομένη, η οποία διατηρεί επιχείρηση καφέ αναψυκτήριο στις 5.6.2018 για να εργαστεί ως υπάλληλος μπουφέ με μερική απασχόληση αορίστου χρόνου παρέχοντας τις υπηρεσίες της δυο ημέρες την εβδομάδα. Ότι ενώ η παρεχόμενη εργασία της δεν ανταποκρινόταν στην δηλωθείσα από την εναγομένη καθόσον εργαζόταν περισσότερες ημέρες, κατόπιν αλλεπάλληλων οχλήσεών της η εναγομένη το Νοέμβριο του έτους 2018 τροποποίησε τη σύμβαση εργασίας της ως προς τις ημέρες εργασίας της, οι οποίες όμως και πάλι δεν αντιστοιχούσαν στην εργασία που προσέφερε στην εναγόμενη, αφού από την έναρξη της εργασιακής της σύμβασης μέχρι και την 7.7.2021, που έληξε η σύμβαση εργασίας της, εργαζόταν αρχικά όλες τις ημέρες της εβδομάδας, ενώ αργότερα εργαζόταν έξι ημέρες της εβδομάδας, κατά τα αναλυτικά αναφερόμενα στην αγωγή της λαμβάνοντας ως ημερομίσθιο το ποσό των 24 ευρώ. Ζητεί περαιτέρω με την υπό κρίση αγωγή να υποχρεωθεί η εναγομένη να της καταβάλει το συνολικό ποσό των 47.880,97 ευρώ με το νόμιμο τόκο, που αφορά μισθολογικές διαφορές, αμοιβή για την εργασία της σε ημέρα Σάββατο, Κυριακή και αργίες, για νυκτερινή εργασία, για υπερεργασία και παράνομη υπερωριακή απασχόληση για δώρα εορτών, αποδοχές αδείας και επίδομα αδείας που της οφείλει η εναγομένη για την απασχόλησή της καθόλο το χρονικό διάστημα της εργασιακής της σχέσης κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στην αγωγή.
Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφασή του έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται οι εκκαλούντες με τις υπό κρίση εφέσεις, επικαλούμενοι εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων.
Η υπό κρίση αγωγή είναι επαρκώς ορισμένη, αναφορικά με τα αιτούμενα κονδύλια για καταβολή αμοιβής και αποζημίωσης για υπερεργασία και υπερωριακή απασχόληση, περιέχουσα όλα τα απαιτούμενα εκ του άρθρου 216 ΚΠολΔ στοιχεία, που εξειδικεύουν και επαρκώς προσδιορίζουν τις απαιτήσεις της ενάγουσας, ήτοι την κατάρτιση της σύμβασης εργασίας της, το χρόνο παροχής των υπηρεσιών της, αναφέροντας ειδικότερα το ωράριο εργασίας της τα αναφερόμενα στην αγωγή χρονικά διαστήματα κατά τα οποία αιτείται την καταβολή των μισθολογικών διαφορών, το είδος της παρασχεθείσας εργασίας της και τις νόμιμες ή καταβαλλόμενες αποδοχές, βάση των οποίων υπολογίζεται το ημερομίσθιό της, απορριπτομένου του σχετικού λόγου εφέσεως ως αβάσιμου (ΑΠ 1752/2022, ΑΠ 1003/2018).
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 174 και 180 ΑΚ προκύπτει ότι σε περίπτωση έλλειψης πιστοποιητικού υγείας, η σύμβαση εργασίας των απασχολούμενων μισθωτών σε επιχειρήσεις υγειονομικού ενδιαφέροντος, είναι άκυρη και λογίζεται ως μη γενομένη (ΑΠ 454/2019, ΑΠ 167/2018). Η ακυρότητα της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας, λόγω έλλειψης του βιβλιαρίου υγείας, ερευνάται και αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο, επειδή αφορά τη δημόσια τάξη, καθόσον η ύπαρξη του βιβλιαρίου υγείας, αποβλέπει στην προστασία της δημόσιας υγείας και έχει ως συνέπεια ότι ο εργαζόμενος τελεί σε απλή σχέση εργασίας με τον εργοδότη του (ΑΠ 1470/2018, ΑΠ 468/2012). Εάν ο εργαζόμενος σε εκτέλεση της άκυρης σύμβασης παρέχει την εργασία του στον εργοδότη, δεν δικαιούται να λάβει τις συμφωνηθείσες ή νόμιμες αποδοχές, αλλά έχει αξίωση κατά τις διατάξεις των άρθρων 904 επ. ΑΚ, για απόδοση της ωφέλειας που αποκόμισε ο εργοδότης από την παροχή της εργασίας του σε εκτέλεση της άκυρης εργασιακής σύμβασης. Επομένως σε περίπτωση που η βάση της αγωγής από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό σωρεύεται κατά δικονομική επικουρικότητα υπό την αίρεση της απόρριψης της κύριας βάσης της αγωγής από την σύμβαση εργασίας, όπως εν προκειμένω, αρκεί για την πληρότητα της επικουρικής βάσης από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό να γίνεται απλή επίκληση της ακυρότητας της σύμβασης, χωρίς να αναφέρονται και οι λόγοι στους οποίους οφείλεται η ακυρότητα (ΑΠ 950/2023, ΑΠ 126/2015).
Περαιτέρω αναφορικά με την επικουρική βάση της αγωγής επιστηριζόμενη στις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεις, η αγωγή είναι απορριπτέα ως αόριστη αφού η ενάγουσα δεν επικαλείται ακυρότητα της σύμβασης εργασίας της, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη, απορριπτομένου του σχετικού λόγου εφέσεως ως αβάσιμου.
Από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων των διαδίκων, που εξετάστηκαν ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, τις υπ’ αριθμ. …./2024, ……/2024 ένορκες βεβαιώσεις μαρτύρων της ενάγουσας, οι οποίες ελήφθησαν κατόπιν νομίμου κλητεύσεως της εναγόμενης και όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, τα οποία επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι είτε για να ληφθούν υπόψη ως αποδεικτικά στοιχεία, είτε ως δικαστικά τεκμήρια, σε συνδυασμό με τους εν γένει ισχυρισμούς των διαδίκων που περιέχονται στις προτάσεις τους ενώπιον του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και παραδεκτά επαναφέρονται ενώπιον του παρόντος, αποδεικνύονται πλήρως τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η ενάγουσα προσλήφθηκε από την εναγόμενη, η οποία λειτουργεί επιχείρηση καφέ αναψυκτήριο στη …… Αττικής, με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου στις 5.6.2018 προκειμένου να απασχοληθεί ως υπάλληλος μπουφέ στο ανωτέρω κατάστημα της εναγομένης. Στην αναγγελία πρόσληψής της στην οποία προέβη η εναγομένη δήλωσε ότι η ενάγουσα θα απασχολείται με σύμβαση μερικής απασχόλησης για οκτώ ώρες εβδομαδιαίως.
Αποδείχθηκε όμως ότι η σύμβαση εργασίας της ενάγουσας ήταν πλήρους εξαήμερης απασχόλησης, ενώ το κατάστημα καφετερία της εναγομένης ήταν ανοιχτό κάθε ημέρα συμπεριλαμβανομένων και των Κυριακών. Ο ισχυρισμός όμως της ενάγουσας ότι εργαζόταν δεκαεπτά ώρες ημερησίως όλες τις ημέρες της εβδομάδας από την έναρξη της εργασίας της στην εναγομένη ήτοι από 5.6.2018 μέχρι 30.9.2018, ενώ για το μεταγενέστερο χρονικό διάστημα της απασχόλησής της και μέχρι την αποχώρησή της επικαλείται μειωμένο με το ανωτέρω ωράριο εργασίας της, κατά τα αναφερόμενα χρονικά διαστήματα σε δέκα ώρες και ακολούθως περαιτέρω μείωση σε εννέα ώρες, δεν κρίνεται πειστικός από το παρόν δικαστήριο, λαμβανομένου υπόψη αφενός ότι το επικαλούμενο από την ενάγουσα ωράριο εργασίας είναι αφενός εξαντλητικό και υπερβολικό για κάθε εργαζόμενο, αφετέρου ότι η έλευση του κορονοϊού μετέβαλε τις συνθήκες λειτουργίας της εναγομένης εταιρείας, η οποία λόγω της οικονομικής ζημίας την οποία υπέστη λύθηκε και τέθηκε σε εκκαθάριση, ενώ και οι συμβάσεις εργασίας των εργαζομένων της, μεταξύ των οποίων και της ενάγουσας λύθηκαν, όπως προκύπτει από την από 7.7.2021 αναγγελία οικειοθελούς αποχώρησής της. Αποδείχθηκε όμως ότι από την έναρξη λειτουργίας της επιχείρησης της εναγομένης, ήτοι από 5.6.2018 μέχρι 30.9.2018 κατά το οποίο ανωτέρω χρονικό διάστημα η ενάγουσα ήταν η μοναδική υπάλληλος της εναγομένης εργαζόταν όλες τις ημέρες της εβδομάδας επί δεκαπέντε ώρες ημερησίως, ενώ κατά το μεταγενέστερο χρονικό διάστημα και μέχρι την αποχώρηση της ενάγουσας από την επιχείρηση της εναγομένης συμφωνήθηκε μεταξύ των διαδίκων να απασχολείται η ενάγουσα στην επιχείρηση της εναγομένης έξι ημέρες την εβδομάδα εργαζόμενη οκτάωρο ημερησίως, απορριπτομένου του ισχυρισμού της περί υπερεργασίας και υπερωριακής της απασχόλησης, ενώ απορριπτέο κρίνεται και το αίτημά της για αμοιβή της για την εργασία της το Σάββατο και προσαύξηση του ωρομισθίου της, αφού ισχύει το σύστημα της εξαήμερης απασχόλησης της ενάγουσας, οπότε η απασχόλησή της το Σάββατο συμπεριλαμβάνεται στις εργάσιμες ημέρες για τις οποίες ελάμβανε τις συμφωνηθείσες αποδοχές. Αποδείχθηκε περαιτέρω ότι η ενάγουσα κατά το προαναφερόμενο χρονικό διάστημα της εργασίας της στην εναγομένη απασχολήθηκε και Κυριακές με οκτάωρη όμως απασχόληση. Περαιτέρω η ενάγουσα η οποία εργαζόταν ως υπάλληλος σε επιχείρηση υγειονομικού ενδιαφέροντος δεν ήταν εφοδιασμένη με βιβλιάριο υγείας, γεγονός που καθιστά τη σύμβαση εργασία της άκυρη, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη. Επομένως η ενάγουσα λόγω ακυρότητας της σύμβασής της διατελούσε σε απλή σχέση εργασίας και μπορεί να διεκδικήσει την αμοιβή της για την ακύρως παρασχεθείσα εργασία της δυνάμει των διατάξεων του αδικαιολόγητου πλουτισμού. Η επικουρική όμως βάση της αγωγής επιστηριζόμενη στις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού απορρίφθηκε ως αόριστη, σύμφωνα με τα ανωτέρω αναφερόμενα, απορριπτομένων και των σχετικών αιτημάτων της. Δικαιούται όμως ευθέως εκ του νόμου τα επιδόματα εορτών και αδείας, τις αποδοχές αδείας και τις προσαυξήσεις για την παροχή της εργασίας της τις Κυριακές και αργίες καθώς και για την υπερεργασία και την προσαύξηση λόγω παράνομης υπερωριακής απασχόλησης που υπολογίζονται με βάση τις πράγματι καταβαλλόμενες τακτικές αποδοχές που περιλαμβάνουν τον καταβαλλόμενο μισθό ή ημερομίσθιο (ΑΠ 768/2018, ΑΠ 950/2014). Με βάση το Ν. 4093/2012 άρθρο πρώτο, το ημερομίσθιο ορίστηκε στο ποσό των 26,18 ευρώ, ενώ από 1.2.2019 στο ποσό των 29,04 ευρώ, ενώ το καταβαλλόμενο στην ενάγουσα ημερομίσθιο ανέρχετο στο ποσό των 24 ευρώ και το ωρομίσθιο ορίστηκε στο ποσό των 3,93 ευρώ και 4,36 ευρώ αντίστοιχα. Η ενάγουσα, η οποία το χρονικό διάστημα από 5.6.2018, που προσλήφθηκε στην εναγομένη μέχρι 30.9.2018 εργαζόταν όλες τις ημέρες της εβδομάδας και επομένως και τις Κυριακές και αργίες, όπως προαναφέρθηκε, δικαιούται αφενός την προσαύξηση 75% επί του ωρομισθίου της ποσού 2,95(3,93Χ 75%) και συνολικά (18 Κυριακές X 15 ώρες Χ2,95) 796,5 ευρώ και αφετέρου την προσαύξηση για την εργασία της πέραν του οκτάωρου, ποσού 3,93Χ80%Χ162 ώρες και συνολικά το ποσό των 509,33 ευρώ. Περαιτέρω η ενάγουσα για το προαναφερόμενο χρονικό διάστημα κατά το οποίο εργαζόταν έξι ημέρες την εβδομάδα επί δεκαπέντε ώρες ημερησίως, εκ των οποίων οι 8 ώρες επιπλέον του εβδομαδιαίου ορίου εργασίας των 40 ωρών συνιστούν υπερεργασία, ενώ οι υπόλοιπες αποτελούν υπερωρία, η οποία είχε το χαρακτήρα της κατ’ εξαίρεση υπερωρίας διότι η εναγομένη δεν είχε τηρήσει τις προβλεπόμενες από το νόμο διαδικασίες έγκρισης, δικαιούται για την προσαύξηση λόγω υπερεργασίας το ποσό των 106,01 ευρώ (3,93Χ προσαύξηση ωρομισθίου 20% X 8 ώρες XI6,86 εβδομάδες), για την προσαύξηση της κατ’ εξαίρεση υπερωρίας το ποσό των 4.346,64 ευρώ (3,93 ωρομίσθιο X 80% προσαύξηση XI 6,86 εβδομάδες X 82 ώρες την εβδομάδα). Αναφορικά με το μεταγενέστερο χρονικό διάστημα από 1.10.2018 και μέχρι την αποχώρηση από την εργασίας της η ενάγουσα εργάστηκε 21 αργίες και 40 Κυριακές κατά τις οποίες απασχολήθηκε 8 ώρες ημερησίως και συνεπώς δικαιούται την προσαύξηση 75% επί του ωρομισθίου της συνολικού ποσού (3,93Χ75%=2,95Χ96 ώρες εργασίας =283,20 ευρώ και 4,36Χ75%=3,27X392 ώρες και συνολικά 1.565,04 ευρώ. Ο ισχυρισμός όμως της ενάγουσας ότι καθ’ όλο το χρονικό διάστημα που απασχολήθηκε στην εναγομένη εργαζόταν όλες τις Κυριακές και αργίες δεν αποδείχθηκε βάσιμος λαμβανομένου υπόψη ότι στην επιχείρηση της εναγόμενης εργάζονταν και άλλοι υπάλληλοι, όπως κατέθεσαν και οι μάρτυρες των διαδίκων ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου ενώ η παράθεση από την ενάγουσα όλων των υφιστάμενων Κυριακών και αργιών κατά τη διάρκεια της εργασίας της για να στοιχειοθετήσει τον ισχυρισμό της ότι εργάστηκε τις αναφερόμενες ημέρες κρίνεται υπερβολικός και απορριπτέος. Περαιτέρω ο ισχυρισμός της εναγομένης ότι κατέβαλε στην ενάγουσα τα δώρα εορτών και τα επιδόματα αδείας, τα οποία λάμβανε η ενάγουσα από το ταμείο του καταστήματος και ότι της χορηγούσε ετησίως την άδεια που δικαιούταν τις ημερομηνίες που δήλωνε, δεν αποδείχθηκε βάσιμος. Ειδικότερα αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα δικαιούται το ποσό των 602,67 ευρώ για αναλογία δώρου Χριστουγέννων 2018, το ποσό των 756,25 ευρώ για το δώρο Χριστουγέννων 2019, το ποσό των 756,25 ευρώ για το δώρο Χριστουγέννων 2020, το ποσό των 219,61 ευρώ για αναλογία δώρου Χριστουγέννων 2021, το ποσό των 453,75 ευρώ για δώρο Πάσχα 2019, το ποσό των 453,75 ευρώ για δώρο Πάσχα 2020, το ποσό των 453,75 ευρώ για δώρο Πάσχα 2021 και συνολικά οφείλει η εναγομένη στην ενάγουσα για τις ανωτέρω αιτίες το ποσό των 3.696,03 ευρώ. Δικαιούται περαιτέρω η ενάγουσα για αποδοχές μη χορηγηθείσης άδειας 12 ημερών του έτους 2018 το ποσό των 314,16 ευρώ (26,18 Χ12 ) και για επίδομα αδείας το ποσό των 314,16 ευρώ, για αποδοχές μη χορηγηθείσης άδειας 21 ημερών του έτους 2019 το ποσό των 609,84 ευρώ ( 29,04 Χ21 ) και για επίδομα αδείας το ποσό των 377,52 ευρώ, για αποδοχές μη χορηγηθείσης άδειας 22 ημερών του έτους 2020 το ποσό των 638,88 ευρώ και για επίδομα αδείας το ποσό των 377,52 ευρώ, για αποδοχές μη χορηγηθείσης άδειας 10 ημερών του έτους 2021 το ποσό των 290,40 ευρώ και για επίδομα αδείας το ποσό των 290,40 ευρώ και συνολικά οφείλει η εναγομένη στην ενάγουσα το ποσό των 3.212,88 ευρώ. Περαιτέρω το αίτημα της ενάγουσας να υποχρεωθεί η εναγομένη να της καταβάλει την προσαύξηση 100% για τις αποδοχές μη χορηγηθείσης αδείας των ανωτέρω ετών κρίνεται απορριπτέο ως ουσιαστικά αβάσιμο διότι δεν αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα ζήτησε από την εναγομένη να της χορηγηθεί η κανονική της άδεια των ανωτέρω ετών προ της λήξεως εκάστου ημερολογιακού έτους και η εναγομένη αρνήθηκε και συνεπώς δεν υφίσταται υπαιτιότητα της εναγομένης για τη μη χορήγησή της (ΑΠ 1180/2017, ΑΠ1174/2014). Ισχυρίζεται η εναγομένη ότι η ενάγουσα με την από 26.7.2021 αίτησή της στην Επιθεώρηση Εργασίας για διενέργεια εργατικής διαφοράς ανέφερε μόνο την οφειλή της εναγομένης που αφορά στην άδεια και το επίδομα αδείας του έτους 2021, ενώ δεν αναφέρθηκε σε οφειλές που αποτελούν αντικείμενο της υπό κρίση αγωγής. Ο ισχυρισμός όμως αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος διότι η προσφυγή της ενάγουσας στην Επιθεώρηση Εργασίας με το ανωτέρω περιεχόμενο, δεν αναιρεί την ύπαρξη περισσότερων αξιώσεων της ενάγουσας σε βάρος της εναγομένης, όπως οι αξιώσεις αυτές αναλυτικά αναφέρονται στην υπό κρίση αγωγή.
Σε αυτό το συμπέρασμα καταλήγοντας και η εκκαλουμένη απόφαση ορθά εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις και ως εκ τούτου θα πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι οι σχετικοί λόγοι της έφεσης των εκκαλούντων με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω πρέπει να απορριφθούν οι υπό κρίση εφέσεις στο σύνολό τους ως ουσιαστικά αβάσιμες και να καταδικαστούν οι εκκαλούντες, λόγω της ήττας τους, στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων των εφεσίβλητων (άρθρα 176 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Συνεκδικάζει αντιμωλία των διαδίκων τις υπό κρίση εφέσεις.
Δέχεται τυπικά και απορρίπτει ουσιαστικά τις εφέσεις.
Καταδικάζει τους εκκαλούντες στη δικαστική δαπάνη των εφεσίβλητων, την οποία ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στον Πειραιά σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 21.7.2025 χωρίς να παρίστανται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ