Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 124/2019

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός: 124/2019

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

 Αποτελούμενο από τον Δικαστή Νικόλαο Κουτρούμπα, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Κ. Δ.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η κρινόμενη με Γ.Α.Κ …….. και Ε.Α.Κ…….. έφεση της εναγόμενης και ήδη εκκαλούσας κατά της υπ`αριθμ. 4396/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών-εργατικών διαφορών (άρθρο 614 αρ.3, 621επ. του ΚΠολΔ, όπως αντικ. από άρθρο 1 άρθρο τέταρτο του ν. 4335/2015, ΦΕΚ Α’ 87/23.7.2015), αντιμωλία των διαδίκων, ασκήθηκε νομότυπα με την κατάθεση του δικογράφου στη γραμματεία του ανωτέρω Δικαστηρίου (άρθρο 495 παρ.1 Κ.Πολ.Δ) και εμπροθέσμως, εφόσον δεν προκύπτει από κάποιο έγγραφο ότι η εκκαλούμενη απόφαση επιδόθηκε από τον έναν αντίδικο στον άλλο, ενώ από τον χρόνο δημοσίευσης αυτής στις 2.10.2017 μέχρι την άσκηση της ένδικης έφεσης στις 22.1.2018, δεν παρήλθε διετία κατ’ άρθρο 518 παρ.2 ΚΠολΔ. Επομένως, η ως άνω έφεση η οποία αρμοδίως φέρεται ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 Κ.Πολ.Δ), πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξετασθεί το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 Κ.Πολ.Δ.), κατά την ίδια διαδικασία που εφάρμοσε και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο.

Με την από 2.9.2016 (με Γ.Α.Κ. ……… και αριθμό κατάθεσης δικογράφου ……..) αγωγή της, η ενάγουσα και νυν εφεσίβλητη υποστήριξε ότι προσλήφθηκε από την εναγόμενη και νυν εκκαλούσα εταιρία που δραστηριοποιείται στο χώρο της παροχής υπηρεσιών ασφαλείας και φύλαξης, αρχικά το Δεκέμβριο του 2004, ότι έκτοτε και έως την 23.3.2016, απασχολήθηκε με άλλες νεότερες συμβάσεις, οι οποίες από την 12.4.2006, άλλως από την 5.1.2011 ήταν και χρονικά συναπτές και οι οποίες άλλοτε χαρακτηρίζονταν από την εργοδότρια ως συμβάσεις έργου, άλλοτε ως εργασίας, πλην όμως στην ουσία αποτελούσαν συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας και μάλιστα μία ενιαία σύμβαση, βάσει της οποίας αυτή απασχολείτο έχοντας τυπικά την ειδικότητα του φύλακα, στην πραγματικότητα όμως βάσει των ασκούμενων καθηκόντων της την ειδικότητα του αρχιφύλακα, με αμοιβή την προβλεπόμενη από την εκάστοτε ισχύουσα ΣΣΕ «για τους όρους αμοιβής και εργασίας των Εργαζομένων στις Επιχειρήσεις Παροχής Υπηρεσιών Ασφαλείας και Συστημάτων Ασφαλείας όλης της Χώρας». Ότι η εναγόμενη της κατέβαλλε κατά το επίδικο χρονικό διάστημα, ήτοι από 1.1.2011 έως 23.3.2016, οπότε κατήγγειλε τη σύμβαση εργασίας της, μηνιαίες αποδοχές υπολειπόμενες των νομίμων, ενώ την απασχολούσε καθημερινά πέραν του συμβατικού και νομίμου ωραρίου της, καθώς και ορισμένα Σάββατα, καθ’ υπέρβαση της πενθήμερης εργάσιμης εβδομάδας και Κυριακές, κατά τα ειδικότερα διαλαμβανόμενα στην αγωγή, χωρίς να της καταβάλλει τη νόμιμη για παραπάνω εργασία της, αμοιβή. Ότι επιπλέον, η εναγόμενη της οφείλει δώρα εορτών, επιδόματα αδείας και αποζημίωση απόλυσης, αφού στην πραγματικότητα η ενάγουσα εργαζόταν με την ίδια σύμβαση εργασίας από 12.4.2006, άλλως από 5.1.2011. Ενόψει των ανωτέρω, η ενάγουσα ζητούσε, κατόπιν παραδεκτού περιορισμού της αγωγής της με μερική τροπή του καταψηφιστικού αιτήματός της σε έντοκο αναγνωριστικό: 1) να αναγνωρισθεί ότι η σχέση εργασίας που τη συνέδεε με την εναγόμενη από την 2.7.2011 έως την 5.10.2015 συνιστά σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου και ότι από την 12.4.2006, άλλως από την 5.1.2011 έως την 23.3.2016 συνδεόταν με αυτήν με μία ενιαία σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, 2) να υποχρεωθεί η εναγόμενη να της καταβάλει, για διαφορές δεδουλευμένων αποδοχών το ποσό των 1.264,44€, για αμοιβή λόγω εργασίας της σε ημέρες Σαββάτου το ποσό των 3.630,93€, για αμοιβή λόγω εργασίας της σε ημέρες Κυριακής το ποσό των 3.481,40€, για δώρα εορτών το ποσό των 6.620,52€, για επιδόματα αδείας το ποσό των 3.255,75€ και για χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης, που υπέστη συνεπεία της συμπεριφοράς της εναγομένης, ήτοι του τρόπου με τον οποίο την απέλυσε προκαλώντας της σοβαρό οικονομικό πρόβλημα και προσβάλλοντας βάναυσα την προσωπικότητά της, το ποσό των 5.000 € και 3) να αναγνωρισθεί η υποχρέωση της εναγομένης να της καταβάλει για αμοιβή υπερεργασίας, για αποζημίωση λόγω κατ’ εξαίρεση υπερωριακής απασχόλησης και για προσαύξηση νυχτερινής εργασίας το ποσό των 52.574,97€ και για αποζημίωση απόλυσης το ποσό των 4.740,98€, άλλως το ποσό των 2.844,59€, όλα δε τα ανωτέρω νομιμότοκα από το χρόνο που έκαστο επί μέρους κονδύλιο κατέστη ληξιπρόθεσμο και απαιτητό, άλλως από την επίδοση της αγωγής της και έως την πλήρη εξόφληση.

Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την 4396/2017 απόφασή του δέχθηκε εν μέρει την αγωγή υπό την ιδιότητα όμως της ενάγουσας ως φύλακα και όχι αρχιφύλακα και 1) αναγνώρισε ότι τα διάδικα μέρη συνδέονταν από 2.7.2011 έως 4.7.2012 και από 1.1.2013 έως 5.10.2015 με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας και ότι από 1.1.2013 έως 23.3.2016 συνδέονταν με μία ενιαία σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, 2) υποχρέωσε την εναγόμενη να καταβάλει στην ενάγουσα για διαφορές δεδουλευμένων αποδοχών το ποσό των 581,04 ευρώ, για αμοιβή λόγω εργασίας σε ημέρες Σαββάτου το ποσό των 2.537,81 ευρώ, για αμοιβή λόγω εργασίας σε ημέρες Κυριακής το ποσό των 3.205,70 ευρώ, για δώρα εορτών το ποσό των 5.381,24 ευρώ και για επιδόματα αδείας το ποσό των 2.409,32 ευρώ, ήτοι συνολικά το ποσό των 14.115,11 ευρώ μικτά με το νόμιμο τόκο κατά τα αναφερόμενα στην απόφαση, η οποία κηρύχθηκε προσωρινά εκτελεστή και 3) αναγνώρισε την υποχρέωση της εναγόμενης να καταβάλει στην ενάγουσα ως υπόλοιπο αμοιβής λόγω υπερεργασίας, κατ’ εξαίρεση υπερωρίας και νυκτερινής εργασίας το ποσό των 40.694,37 ευρώ μικτά και ως αποζημίωση απόλυσης το ποσό των 1.914,64 ευρώ, ήτοι συνολικά το ποσό των 42.609,01 ευρώ, με το νόμιμο τόκο κατά τα διαλαμβανόμενα στην ως άνω απόφαση.

Ήδη με την υπό κρίση έφεσή της, η εκκαλούσα-εναγόμενη παραπονείται για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων. Ειδικότερα, με τον πρώτο λόγο της έφεσής της η εκκαλούσα, κατά το πρώτο του σκέλος, υποστηρίζει ότι εσφαλμένα το πρωτοβάθμιο δικαστήριο απέρριψε την προβληθείσα από εκείνη ένσταση αοριστίας της αγωγής, καθώς όταν με το αγωγικό δικόγραφο ζητείται η επιδίκαση στον ενάγοντα της διαφοράς μεταξύ των νόμιμων ή συμβατικών και των καταβαλλόμενων αποδοχών του και μάλιστα όταν πρόκειται για διαφορές δεδουλευμένων αποδοχών, δώρα εορτών, άδειες και επιδόματα αδείας, υπερεργασία, παράνομη υπερωρία, αμοιβή εργασίας Σαββάτου, Κυριακής, αργιών, νυκτερινής εργασίας πρέπει να αναφέρονται μεταξύ άλλων: α) η αρμόζουσα εν προκειμένω για την ειδικότητα της ενάγουσας συλλογική σύμβαση εργασίας, εάν αυτή ήταν υποχρεωτική ή όχι, β) ο νόμιμος μισθός με ανάλυση (βασικός μισθός + επίδομα προϋπηρεσίας + επίδομα γάμου κλπ), β1) ο συμβατικός μισθός και πώς συμφωνήθηκε και πότε, από πού τούτο προκύπτει, κατά πόσο αυτός ξεπερνά το νόμιμο μισθό με ειδικότερη επ’ αυτού ανάλυση, γ) το ημερήσιο ωράριο εργασίας του μισθωτού και ακριβώς την έκτασή του, το εβδομαδιαίο ωράριο εργασίας, δ) οι ακριβείς ημέρες εργασίας του εργαζόμενου και ε) τα χρηματικά ποσά που έχουν καταβληθεί στον ενάγοντα μέχρι τη συζήτηση της αγωγής για καθένα από τα κεφάλαια των αποδοχών χωριστά (δηλ. βασικό μισθό ή ημερομίσθιο και επιδόματα) και όχι συγκεντρωτικά στο σύνολό τους. Ότι η ενάγουσα στην υπό κρίση αγωγή της προσδιόρισε ανά χρονικά διαστήματα, τις κατ’ αυτήν νόμιμες μικτές αποδοχές που έπρεπε να λαμβάνει και επ’ αυτών υπολόγισε το σύνολο των κατ’ αυτήν απαιτήσεών της για υπερεργασία, παράνομη υπερωρία, Σάββατου, Κυριακής, νύκτας κλπ. Ότι αναφορικά όμως με τις καταβαλλόμενες αποδοχές της από την εναγόμενη, σχετικά με τις ανωτέρω αιτίες που αφορούν τις εν λόγω πλείονες της μιας διεκδικήσεις της ανέφερε συνολικά τα ποσό που φέρεται να έλαβε από την τελευταία (π.χ. 527 ευρώ τον μήνα Οκτώβριο του έτους 2011), ανά περίοδο, χωρίς καμία ανάλυση επ’ αυτών ως όφειλε, ήτοι π.χ. 100 ευρώ τον συγκεκριμένο μήνα για υπερεργασία, 200 ευρώ τον ίδιο μήνα για παράνομη υπερωρία, 50 ευρώ για εργασία Σαββάτου, 50 ευρώ τον μήνα αυτό για εργασία Κυριακής και 27 ευρώ για νυκτερινή εργασία και ούτω καθεξής, μολονότι αξιώνει πλείονες της μίας αξιώσεις, προβαίνοντας τελικά, στον μεταξύ των ανωτέρω ποσών συμψηφισμό και αξιώνοντας την προκύπτουσα διαφορά. Ότι επίσης στην προκειμένη περίπτωση, η αοριστία των επίδικων κονδυλίων επιτείνεται έτι περισσότερο από το πραγματικό γεγονός ότι η εφεσίβλητη-ενάγουσα τεχνηέντως και προς ίδιον όφελος υπολογίζει σε καθαρά ποσά τις αποδοχές που λάμβανε από την εκκαλούσα χωρίς τον Φ.Π.Α. και αφαιρεί μετά τις καθαρές δήθεν αποδοχές που λάμβανε, χωρίς ανάλυση. Ότι συνεπώς, μόνη η εκ μέρους της αναφορά ενός ποσού καταβαλλόμενων μηνιαίων αποδοχών, χωρίς τον επιμέρους ανωτέρω προσδιορισμό και μάλιστα αφαιρώντας επί της ουσίας συνολικές καθαρές αποδοχές χωρίς να προστεθεί ο Φ.Π.Α. για να αναχθούν αυτές σε μικτές και να αφαιρούνται μικτές από μικτές αποδοχές, δεν εδύνατο να καταδείξει αν πράγματι υφίστατο μισθολογική διαφορά για τις πλείονες αιτίες που εκείνη αξιώνει, καθώς οι νόμιμες αποδοχές της υπολογίσθηκαν αόριστα και αβάσιμα με λάθος σ.σ.ε. και μη υποχρεωτική, ενώ οι καταβαλλόμενες ανήλθαν σε ένα φανταστικό υποτιθέμενο  συνολικό καθαρό υπολογιζόμενο από αυτήν ποσό, χωρίς επίσης καμία ανάλυση σε τι αυτό αφορά και το πιο σημαντικό ποια ξεχωριστά από τα δικά της ποσά αποσβένει.

Ο παραπάνω λόγος εφέσεως τυγχάνει απορριπτέος ως μη νόμιμος. Ειδικότερα, για να είναι ορισμένη η αγωγή του απασχολούμενου µε σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου μισθωτού, µε την οποία ζητούνται διαφορές μεταξύ των αποδοχών τις οποίες ο εργαζόμενος δικαιούται, κατ` εφαρμογή ΣΣΕ ή ΔΑ ή µε βάση το νόμο και εκείνων που του καταβλήθηκαν, πρέπει να προσδιορίζονται στην αγωγή, πλην άλλων, οι αποδοχές που αυτός δικαιούται με χωριστή αναφορά στο βασικό μισθό και τα τυχόν επιδόματα που αυτός δικαιούται κατά το αντίστοιχο χρονικό διάστημα και εκείνες τις οποίες αυτός έλαβε, ώστε να προκύπτει υπέρ αυτού η αιτούμενη διαφορά για το επίδικο χρονικό διάστημα (ΑΠ 276/2015, ΑΠ 2203/2014, ΑΠ 1133/2010 στη Νόμος). Δεν απαιτείται όμως για το ορισμένο της αγωγής η αναγραφή των ποσών που ο ενάγων μισθωτός έλαβε από τον εναγόμενο εργοδότη του χωριστά για κάθε επί μέρους αγωγικό κονδύλιο (βασικός μισθός, επιδόματα κλπ), διότι οι καταβολές αυτές θεμελιώνουν κατά το άρθρο 416 του ΑΚ ένσταση εξόφλησης εκ μέρους του εναγόμενου εργοδότη (ΑΠ 965/1998 στη Νόμος), η δε αναφορά στο δικόγραφο της αγωγής του συνόλου του ληφθέντος ποσού ενέχει καθ` υποφοράν άρνηση του ισχυρισμού (ένστασης) του εναγόμενου εργοδότη περί περαιτέρω καταβολών και δεν καθιστά αόριστη και ως εκ τούτου απαράδεκτη την αγωγή, στην οποία αναφέρονται συνολικές μόνο καταβολές έναντι των αγωγικών αξιώσεων, χωρίς επιμερισμό των καταβολών κατά κονδύλιο (ΑΠ 1291/1994 στη Νόμος). Και τούτο διότι οι καταβολές αυτές αποτελούν μέρος του συνόλου των αξιώσεων του μισθωτού από διάφορες αιτίες που θεμελιώνουν και την ιστορική βάση της αγωγής, από το άθροισμα δε όλων των επίδικων απαιτήσεων του ενάγοντος που θα προκύψουν από την αποδεικτική διαδικασία και αποτελούν το αντικείμενο της διαφοράς, θα αφαιρεθεί το συνολικό ποσό που στην αγωγή αναγράφεται ως καταβληθέν και κατά συνέπεια δεν διώκεται από τον ενάγοντα (έτσι ΑΠ 533/2018, 570/2018, στη Νόμος). Πέραν αυτού και σε ό,τι αφορά τα τυχόν ποσά που δόθηκαν στην εφεσίβλητη-ενάγουσα ως φόρος προστιθέμενης αξίας για να τα αποδώσει στο Δημόσιο, λόγω του από τους συμβαλλόμενους χαρακτηρισμού της μεταξύ των διαδίκων σχέσης όχι ως σύμβασης εργασίας αλλά ως σύμβασης ανεξάρτητων υπηρεσιών, αυτά επειδή δεν δόθηκαν για κάποια από τις αιτίες που αναφέρει στην αγωγή της η εφεσίβλητη στα πλαίσια σύμβασης εξαρτημένης εργασίας, δεν όφειλε αυτή να τα αφαιρέσει από κάποιο κονδύλιο της αγωγής.

Παρακάτω, με το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου έφεσής της η εκκαλούσα αιτιάται την εκκαλουμένη, γιατί το πρωτοβάθμιο δικαστήριο δεν απέρριψε την ως άνω αγωγή της εφεσίβλητης ως αόριστη, παρόλο που δεν αναφερόταν σε αυτή εάν η Κλαδική ΣΣΕ με την οποία η ενάγουσα διεκδίκησε τις απαιτήσεις της ήταν υποχρεωτική εκ του νόμου κι ενώ εντέλει η εν λόγω ΚΣΣΕ δεν κηρύχθηκε υποχρεωτική. Το εν λόγω υπό στοιχείο Β’ σκέλος του πρώτου λόγου εφέσεως τυγχάνει απορριπτέο ως μη νόμιμο. Όταν με την αγωγή ζητούνται δεδουλευμένοι μισθοί ή άλλες παροχές που οφείλονται από έγκυρη εργασιακή σύμβαση, εφόσον οι αποδοχές πηγάζουν από ΣΣΕ ή Δ.Α. δεν είναι απαραίτητη η αναφορά της ΣΣΕ ή της Δ.Α., ούτε αν κηρύχθηκαν υποχρεωτικές, αφού οι κανονιστικές διατάξεις των ΣΣΕ αποτελούν ουσιαστικό δίκαιο, το οποίο εφαρμόζεται οίκοθεν από το δικαστήριο (ΕφΑθ 8042/2002, ΕλλΔνη 2004, σελ. 543, ΕφΛαρ 61/2004, Δικογρ. 2004, σελ. 310).

Επίσης σε ό,τι αφορά την αιτίαση του υπό στοιχείο Γ’ σκέλους του πρώτου λόγου έφεσης ότι η εφεσίβλητη δεν ανέφερε στην αγωγή της ρητά και συγκεκριμένα τα χρονικά διαστήματα των μεταξύ των διαδίκων συμβάσεων εργασίας και συμβάσεων έργου, ομοίως αυτή δεν ευσταθεί και απορριπτέος τυγχάνει και ο σχετικός λόγος έφεσης στην ουσία του. Ειδικότερα από την επισκόπηση του αγωγικού δικογράφου προκύπτει ότι σε αυτό η ενάγουσα εκθέτει αναλυτικά τους χρόνους που καταρτίσθηκαν και διήρκεσαν οι εν λόγω συμβάσεις και συγκεκριμένα ότι τον Δεκέμβριο του έτους 2004 προσλήφθηκε από την εναγόμενη με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου ως φύλακας, ότι τον Δεκέμβριο του 2005 υπέγραψε μετά από πιέσεις της εναγόμενης το έντυπο της οικειοθελούς της αποχώρησης, ότι προσλήφθηκε από την εταιρία και πάλι στις 12.4.2006 με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας με την ίδια ειδικότητα αλλά στις 31.12.2010 η εναγόμενη κατήγγειλε τη σύμβαση εργασίας της χωρίς να της καταβάλει τη νόμιμη αποζημίωση, ότι στις 5.1.2011 προσλήφθηκε ξανά με νέα σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ως φύλακας πλην όμως ότι την 1.7.2011 η εναγόμενη την υποχρέωσε να υπογράψει ξανά το έντυπο αποχώρησης και να συνεχίσει να παρέχει την εργασία της σε αυτήν με σύμβαση έργου πλέον, ότι το εν λόγω ιδιωτικό συμφωνητικό που τιτλοφορήθηκε «Σύμβαση έργου-παροχής υπηρεσιών ασφαλείας» είχε διάρκεια μέχρι τον Σεπτέμβριο του έτους 2015, οπότε η εναγόμενη προέβη στη λύση του και στην εκ νέου σύναψη σύμβασης εξαρτημένης εργασίας με την ενάγουσα με την ίδια πάντα ειδικότητα και ότι στις 23.3.2016 η εταιρία της κοινοποίησε την από 17.3.2016 καταγγελία της σύμβασης εργασίας της, χωρίς να της καταβάλει αποζημίωση, αφού κατ’ αυτήν η ενάγουσα δεν είχε συμπληρώσει ένα έτος εργασίας στην εταιρία.

Περαιτέρω και σε ό,τι αφορά το υπό στοιχείο Δ’ σκέλος του πρώτου λόγου έφεσης ότι η αγωγή έπασχε από αοριστία γιατί δεν αναφερόταν στο σχετικό δικόγραφο ποιες ήταν οι αδήριτες ανάγκες που υπαγόρευαν την υπεραπασχόληση της ενάγουσας και από πού αυτή προκύπτει και γιατί διαφέρει τόσο, ήτοι γιατί στην αρχή της αγωγής της αναφέρει πως εργαζόταν δέκα ώρες μόνο, ενώ στη συνέχεια, τη μία φορά αναφέρει δώδεκα ώρες εργασίας ημερησίως, την άλλη δεκατέσσερις ώρες ημερησίως και άλλοτε δεκαέξι και δεκαεπτά ώρες ημερησίως, πρέπει να σημειωθεί ότι τα παραπάνω στοιχεία (αδήριτες ανάγκες υπεραπασχόλησης, από πού αυτή προκύπτει και γιατί διαφέρει τόσο) δεν αποτελούν υποχρεωτικό περιεχόμενο της αγωγής με την οποία ζητείται αμοιβή για υπερεργασία και υπερωρία, ούτε άλλωστε υπάρχει αντίφαση στις αναφερόμενες στην αγωγή ώρες ημερήσιας εργασίας, καθώς στην αρχή της αγωγής της και δη στη σελίδα τέσσερα, στη δέκατη πέμπτη σειρά, η ενάγουσα υποστηρίζει ότι εργαζόταν «επί τουλάχιστον 10 ώρες» και όχι για «10 ώρες», όπως αβάσιμα υποστηρίζει στο εφετήριο η εκκαλούσα-εναγόμενη.

Ακόμη, απορριπτέο τυγχάνει ως μη νόμιμο και το υπό στοιχείο Ε’ σκέλος του πρώτου λόγου έφεσης περί αοριστίας της αγωγής γιατί η ενάγουσα δεν ανέφερε στην αγωγή της από ποιον δεχόταν εντολές για την προαναφερόμενη πολύωρη απασχόλησή της και αν είχε γραπτή άδεια και έγκριση από την εναγόμενη για να εκτελέσει αυτή, στοιχεία ωστόσο τα οποία δεν απαιτείται να διαλαμβάνονται στο αγωγικό δικόγραφο για τη θεμελίωση της απαίτησης αμοιβής για υπερεργασία και υπερωρία.

Επίσης απορριπτέος ως μη νόμιμος τυγχάνει ο διαλαμβανόμενος στο υπό στοιχείο Στ’ του πρώτου λόγου έφεσης λόγος ότι η αγωγή έπρεπε να απορριφθεί ως αόριστη γιατί δεν αναφερόταν σε αυτή ως αναγκαίο στοιχείο του αγωγικού δικογράφου ότι η ενάγουσα ήταν κάτοχος νόμιμης άδειας φύλακα. Η ύπαρξη της απαιτούμενης άδειας της αρμόδιας αρχής για να απασχοληθεί κάποιος ως φύλακας σε επιχείρηση παροχής υπηρεσιών ασφαλείας κατ’ άρθρο 3 παρ.1 ου ν. 2518/1997 δεν αποτελεί στοιχείο της αγωγής με την οποία επιδιώκεται η πληρωμή των οφειλόμενων από σύμβαση εργασίας ή ανεξαρτήτων υπηρεσιών μισθών ή αμοιβών, διότι η έλλειψη της σχετικής άδειας αποτελεί ένσταση του εναγόμενου περί ακυρότητας της σύμβασης, η παραδοχή της οποίας συνεπάγεται την απόρριψη της αγωγής ως ουσιαστικά αβάσιμης και όχι ως αόριστης (ΑΠ 65/2009, ΕφΛαμ 55/2011 στη Νόμος), ο δε ισχυρισμός περί επικύρωσης της σύμβασης αποτελεί αντένσταση (ΜονΕφΘεσσαλ 2165/2017, ομοίως στη Νόμος).

Ομοίως με το υπό στοιχείο Ζ’ σκέλος του πρώτου λόγου της υπό κρίση έφεσης η εκκαλούσα υποστηρίζει ότι η αγωγή έπρεπε να απορριφθεί ως αόριστη, γιατί η ενάγουσα δεν ανέφερε σε αυτή γιατί διεκδικεί υπαλληλική αποζημίωση αφ’ ης στιγμής σύμφωνα με την πάγια νομολογία των δικαστηρίων, ο φύλακας είναι εργάτης χωρίς μάλιστα να αναλύει τα καθήκοντά της και τι είναι αυτό που την καθιστά υπάλληλο αφ’ ης στιγμής και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με αντιφατική αιτιολογία σε σχέση με την ύπαρξη ή μη υπαλληλικών καθηκόντων έκρινε πως αυτή δεν ήταν Αρχιφύλακας. Ωστόσο, τούτο αλυσιτελώς προβάλλεται και ο σχετικός λόγος έφεσης τυγχάνει απορριπτέος ως απαράδεκτος κατ’ άρθρο 68 ΚΠολΔ, καθώς η ενάγουσα με την αγωγή της υποστηρίζει ότι απασχολείτο εντέλει ως αρχιφύλακας, με καθήκοντα την κατάρτιση των ημερήσιων προγραμμάτων φύλαξης στον χώρο ευθύνης της, την ανάθεση καθηκόντων στους φύλακες, την εκπαίδευσή τους, τον προγραμματισμό των αδειών τους, την αναφορά προβλημάτων από τους φύλακες στην ίδια και την επίλυσή τους ει δυνατόν, ή τη μεταβίβασή τους στον προϊστάμενο κ. ….., δηλαδή αναφέρει την εκτέλεση καθηκόντων στα οποία υπερέχει το πνευματικό στοιχείο έναντι του σωματικού και χαρακτηρίζονται από την ανάληψη πρωτοβουλιών. Ως εκ τούτου, με ορισμένο τρόπο αιτήθηκε η ενάγουσα με την αγωγή της την επιδίκαση αποζημίωσης απολύσεως υπαλλήλου. Είναι διαφορετικό το ζήτημα αν από την εκτίμηση των αποδείξεων θα προκύψει ότι αυτή εντέλει ήταν φύλακας, οπότε μπορεί να της επιδικασθεί μόνο αποζημίωση απολύσεως εργατοτεχνίτη, κάτι που θα εξετασθεί παρακάτω.

Επίσης, με το υπό στοιχείο Η’ σκέλος του πρώτου λόγου έφεσης, η εκκαλούσα υποστηρίζει ότι η αγωγή ήταν αόριστη και ως προς τα κεφάλαια σχετικά με την προσαύξηση της νυκτερινής εργασίας και την προσαύξηση της εργασίας κατά τις Κυριακές και τις αργίες, καθώς η ενάγουσα διεκδίκησε τα εν λόγω κονδύλια όχι με τις νόμιμες αποδοχές που ορίζει ο νόμος, δηλαδή βάσει της Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας αλλά με ένα συμβατικό μισθό και αντιστοίχως ωρομίσθιο για κάθε επίδικη περίοδο χωριστά, χωρίς να διευκρινίζει αν αυτό συμπίπτει με το νόμιμο, καθώς ο συμβατικός μισθός που διεκδίκησε αντιστοιχούσε στην Κλαδική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας του έτους 2011 για τις εταιρίες παροχής υπηρεσιών ασφαλείας, η οποία δεν κηρύχθηκε ποτέ υποχρεωτική και οι διάδικοι ως μη μέλη των αντίστοιχων εργοδοτικών και εργατικών οργανώσεων δεν είχαν υποχρέωση να την εφαρμόσουν και ότι η ενάγουσα στο δικόγραφό της δεν ανέφερε τεχνηέντως, καίτοι όφειλε, εάν αυτή κηρύχθηκε υποχρεωτική για τα μέρη. Ότι στη συνέχεια η ενάγουσα ζητούσε να υποχρεωθεί η εναγόμενη να της καταβάλλει την προσαύξηση 25% επί του συμβατικού ωρομισθίου της για τη φερόμενη ως νυκτερινή της εργασία και την προσαύξηση 75% ομοίως επί του συμβατικού ωρομισθίου της μη αρμόζουσας Κλαδικής ΣΣΕ για κυριακάτικη και κατά τις αργίες εργασία. Ότι το ορθό όμως θα ήταν να γίνει ο σχετικός υπολογισμός σύμφωνα με την ΚΥΑ 8900/1946 των Υπουργών Εργασίας και Οικονομικών αντίστοιχα, όπως συμπληρώθηκε, ερμηνεύτηκε και ισχύει σήμερα και την ΚΥΑ 18310/1946 των Υπουργών Εργασίας και Οικονομικών αντίστοιχα, βάσει των οποίων η προσαύξηση 25% για τη νυκτερινή εργασία και η προσαύξηση 75% για την εργασία του μισθωτού κατά τις Κυριακές και τις αργίες αντίστοιχα, υπολογίζονται πάντοτε επί του νόμιμου ωρομισθίου της ΕΓΣΣΕ και όχι επί του καταβαλλόμενου ωρομισθίου. Ο λόγος αυτός τυγχάνει απορριπτέος ως μη νόμιμος. Καταρχήν για να είναι ορισμένη κατά τα άρθρα 216 παρ.1 ΚΠολΔ και 648 ΑΚ, η αγωγή με την οποία ζητείται η επιδίκαση διαφορών αποδοχών και προσαυξήσεων για εργασία κατά τις Κυριακές και αργίες και τη νύκτα αρκεί να αναφέρονται συνολικά ο βασικός μισθός και τα επιδόματα και επιπλέον ο αριθμός των Κυριακών, αργιών και ωρών νυκτερινής εργασίας και τα αξιούμενα από τις αιτίες αυτές ποσά (ΑΠ 965/1998, ΕλλΔνη 40, σελ. 315). Τα στοιχεία αυτά αναφέρονται από την ενάγουσα ως προς τις διεκδικήσεις της για προσαύξηση αμοιβής κυριακάτικης και νυκτερινής εργασίας. Περαιτέρω, κατά τις διατάξεις της υπ’ αριθμ. 8900/1946 κοινής απόφασης των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας, «περί καθορισμού αυξημένης αμοιβής εις τους εργαζόμενους εν γένει κατά τας Κυριακάς και εορτάς»,  όπως αυτή ερμηνεύθηκε με την με αριθ. 25825/1951 απόφαση των ίδιων Υπουργών και το άρθρο 2 του ν. 435/76, σε περίπτωση απασχόλησης μισθωτού που αμείβεται με ημερομίσθιο, κατά την Κυριακή ή εξαιρετέες εορτές καταβάλλεται, ανεξαρτήτως του κύρους της συμφωνίας για την απασχόληση αυτή και των άλλων ενδεχομένως συνεπειών, το κανονισμένο ημερομίσθιο, αυξημένο κατά 75%. Η προσαύξηση αυτή υπολογίζεται στο νόμιμο ημερομίσθιο, ήτοι εκείνο που προκύπτει από το νομίμως θεσπισμένο για κάθε κατηγορία μισθωτών, κατώτατο όριο μισθού ή ημερομισθίου, με τις κάθε φύσης προσαυξήσεις, λόγω πολυετίας, οικογενειακών βαρών κλπ., όπως καθορίζεται από το νόμο ή από την οικεία ΣΣΕ ή Δ.Α. για τη συγκεκριμένη κατηγορία εργαζομένων (βλ. ΕφΑθ 1950/1995, ΝοΒ 43, σελ. 843, ΕφΑθ 8141/1991, ΕλλΔνη 34, σελ. 148). Ομοίως η προβλεπόμενη προσαύξηση του 25% για τη νυκτερινή εργασία υπολογίζεται επί των νόμιμων μισθών ή των νόμιμων ημερομισθίων, ήτοι εκείνων που προβλέπονται είτε από το νόμο, είτε από συλλογικές συμβάσεις, είτε από διαιτητικές ή υπουργικές αποφάσεις (βλ. ΕφΠατρ 11/1987, ΑχΝομ 1988, σελ. 36). Άρα τα όσα διαλαμβάνει η εκκαλούσα στον ως άνω λόγο έφεσης, καθώς και στον τέταρτο λόγο αυτής ότι οι ως άνω προσαυξήσεις υπολογίζονται επί του νομίμου ωρομισθίου της ισχύουσας Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας απορριπτέα τυγχάνουν ως μη νόμιμα. Ομοίως μη νόμιμα υποστηρίζει η εκκαλούσα στον τέταρτο λόγο της έφεσής της ότι οι παραπάνω προσαυξήσεις διεκδικούνται βάσει των διατάξεων περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, χωρίς να συνυπολογίζονται οι προσαυξήσεις του βασικού μισθού, που οφείλονται στις ιδιαίτερες προσωπικές ιδιότητες του συγκεκριμένου εργαζόμενου (οικογενειακά επιδόματα, επιδόματα τέκνων, επίδομα προϋπηρεσίας, ανθυγιεινής εργασίας), αφού οι παραπάνω προσαυξήσεις οφείλονται ευθέως εκ του νόμου και υπολογίζονται επί του βασικού μισθού και των επιδομάτων που προβλέπει ο νόμος (βλ. ΑΠ 209/1981, ΕΑΕΔ 17, σελ.613, ΕφΑθ 1950/1995, ΝοΒ 43, σελ. 843), οπότε απορριπτέος τυγχάνει ο παραπάνω λόγος έφεσης κατά το σχετικό σκέλος του.

Περαιτέρω, με τον δεύτερο λόγο έφεσης η εκκαλούσα παραπονείται για κακή εφαρμογή του νόμου, καθώς η αγωγή έπρεπε να απορριφθεί από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο ως μη νόμιμη, άλλως έγινε κακή εκτίμηση των αποδείξεων σε ό,τι αφορά το χρονικό διάστημα από 2.7.2011 έως 5.10.2015, αφού έπρεπε να κριθεί ότι η φύση των συμβάσεων που συνέδεε τους διαδίκους στο εν λόγω διάστημα ήταν όχι αυτή της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας, αλλά εκείνης των ανεξάρτητων υπηρεσιών ή έργου. Ότι εν προκειμένω δεν υπήρχε το στοιχείο της νομικής-προσωπικής εξάρτησης της εφεσίβλητης από την εκκαλούσα, ότι ουδόλως απέβλεψαν οι διάδικοι στην εργασία αυτή καθ’ εαυτή της εφεσίβλητης αλλά αποκλειστικώς στο αποτέλεσμα αυτής, ήτοι στην επαρκή φύλαξη του κτιρίου, που η εκκαλούσα είχε αναλάβει και είχε αναθέσει υπεργολαβικά στην εφεσίβλητη. Ότι τον τόπο, χρόνο και τρόπο παροχής των υπηρεσιών της καθόριζε αποκλειστικά η εφεσίβλητη σε συνεννόηση με τον κύριο του έργου, η δε εκκαλούσα της απέστελλε μήνυμα ως προς τις ώρες που είχε ενημερωθεί ότι ο κύριος του έργου επιθυμούσε να υπάρχει φύλαξη ανά περίοδο, χωρίς καμία απολύτως παρέμβαση από εκείνη και χωρίς να υπόκειται η εφεσίβλητη στο διευθυντικό της δικαίωμα, η τελευταία δε μπορούσε να χρησιμοποιεί για τη φύλαξη δικούς της προστηθέντες, όπως και έπραξε, αφού δεν μπορούσε να εργάζεται προσωπικά στη φύλαξη ακόμη και 16 έως 17 ώρες την ημέρα, ενώ λειτουργώντας ως ατομική επιχείρηση μπορούσε να απασχολεί προσωπικό και σε άλλα έργα, χωρίς καμία δέσμευση από την πλευρά της εκκαλούσας.

Ως προς τη διάκριση μεταξύ σύμβασης εξαρτημένης εργασίας, σύμβασης έργου και ανεξαρτήτων υπηρεσιών πρέπει να σημειωθούν τα εξής: Από τις διατάξεις των άρθρων 648 επ. ΑΚ και 6 ν. 765/1943, που κυρώθηκε με την ΠΥΣ 324/1946 και διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του ΑΚ (αρθρ. 38 Εισ. ΝΑΚ), συνάγεται ότι σύμβαση εξαρτημένης εργασίας υπάρχει, όταν οι συμβαλλόμενοι αποβλέπουν στην παροχή της συμφωνηθείσης εργασίας και στον μισθό, ανεξάρτητα από τον τρόπο πληρωμής του, και ο εργαζόμενος υπόκειται σε νομική και προσωπική εξάρτηση από τον εργοδότη που εκδηλώνεται με το δικαίωμα του τελευταίου να δίνει δεσμευτικές για τον εργαζόμενο εντολές και οδηγίες ως προς τον τρόπο και τον χρόνο παροχής της εργασίας και ν’ ασκεί εποπτεία και έλεγχο για τη διαπίστωση της συμμόρφωσης του εργαζομένου προς αυτές. Η υποχρέωση, μάλιστα, του εργαζομένου να δέχεται τον έλεγχο του εργοδότη και να συμμορφώνεται προς τις οδηγίες του ως προς τον τρόπο παροχής της εργασίας αποτελεί το βασικό γνώρισμα της εξάρτησης αυτής, η οποία μπορεί να είναι χαλαρότερη στις περιπτώσεις που ο εργαζόμενος αναπτύσσει πρωτοβουλία κατά την εκτέλεση της εργασίας του λόγω των επιστημονικών ή ειδικών γνώσεων του και του αντικειμένου της εργασίας, αλλά θα πρέπει να υπάρχει για να θεωρηθεί η εργασία ως εξαρτημένη. Η σύμβαση αυτή διακρίνεται από την αναφερόμενη στο άρθρο 681 ΑΚ σύμβαση μίσθωσης έργου, επί της οποίας δεν έχουν εφαρμογή οι διατάξεις του εργατικού δικαίου, κυρίως διότι με τη σύμβαση εργασίας οι συμβαλλόμενοι αποβλέπουν στην εργασία, που θα παρέχεται σε ορισμένο ή αόριστο χρόνο, ενώ με τη σύμβαση μίσθωσης έργου οι συμβαλλόμενοι αποβλέπουν στην επίτευξη του συμφωνηθέντος τελικού αποτελέσματος, η πραγμάτωση του οποίου συνεπάγεται την αυτόματη λύση της μεταξύ των συμβαλλομένων συμβατικής σχέσης. Αντίθετα σύμβαση ανεξαρτήτων υπηρεσιών, στην οποία δεν εφαρμόζονται επίσης οι διατάξεις του εργατικού δικαίου, υπάρχει, όταν ο εργαζόμενος παρέχει αντί μισθού τις υπηρεσίες του, χωρίς να υπόκειται στον έλεγχο και την εποπτεία του εργοδότη και να είναι υποχρεωμένος να συμμορφώνεται προς τις εντολές και οδηγίες αυτού, ιδίως ως προς τον τρόπο και τον χρόνο παροχής των υπηρεσιών του. Και στη σύμβαση αυτή, πάντως, υπάρχει κάποια δέσμευση και εξάρτηση, όπως συμβαίνει σε κάθε περίπτωση που αναλαμβάνονται υποχρεώσεις με ενοχική σύμβαση και γι’ αυτό ακριβώς η συμμόρφωση του παρέχοντος υπηρεσίες προς τους όρους της σύμβασής του, που μπορούν να έχουν σχέση και με τον τόπο ή τα χρονικά πλαίσια παροχής της εργασίας δεν υποδηλώνουν, χωρίς άλλο, εξάρτηση αυτού από τον εργοδότη με την προεκτεθείσα έννοια. Οπωσδήποτε το δικαίωμα του εργοδότη να δίνει εντολές και οδηγίες ως προς τον τρόπο, τον τόπο και τον χρόνο παροχής της εργασίας και να ελέγχει τη συμμόρφωση του εργαζομένου προς αυτές, καθώς και η έκταση των αντιστοίχων υποχρεώσεων του τελευταίου, αποτελούν ενδεικτικά στοιχεία της ύπαρξης εξάρτησης η οποία, όμως, δεν εξαρτάται μόνο από τη συνδρομή όλων ή των περισσοτέρων από τα στοιχεία αυτά, διότι εκείνο που διακρίνει την εξαρτημένη εργασία από την ανεξάρτητη δεν είναι το ποσοτικό στοιχείο, δηλαδή η σώρευση περισσοτέρων ενδείξεων δέσμευσης και εξάρτησης, αλλά το ποιοτικό, δηλαδή η ιδιαίτερη ποιότητα της δέσμευσης και εξάρτησης, η οποία έχει για τον υποβαλλόμενο σ’ αυτήν εργαζόμενο συνέπειες που καθιστούν απαραίτητη την ιδιαίτερη ρύθμιση της σχέσης του με τον εργοδότη και δικαιολογούν την ειδική προστασία του από το εργατικό δίκαιο. Το ποιοτικό αυτό στοιχείο συνάγεται από την εκτίμηση των όρων και των εν γένει συνθηκών παροχής της εργασίας και διαφέρει, κατά περίπτωση, ανάλογα με το είδος και τη φύση της εργασίας, συνδυαζόμενο δε και με τις υφιστάμενες ενδείξεις εξάρτησης, παρέχει ασφαλέστερο κριτήριο για τη διάκριση της εξαρτημένης εργασίας από την ανεξάρτητη (Ολ.ΑΠ 28/2005 στη Νόμος). Ακόμη, δεν αποτελούν αποφασιστικά κριτήρια υπέρ του χαρακτηρισμού της απασχόλησης ως σύμβασης παροχής ανεξαρτήτων υπηρεσιών, η μη ασφάλιση του εργαζομένου στο ΙΚΑ και η μη χορήγηση σ` αυτόν βεβαιώσεων μισθωτών υπηρεσιών, η ασφάλισή του στο ΤΕΒΕ και η έκδοση δελτίου παροχής υπηρεσιών, η παρακράτηση από τον εργοδότη φόρου ελεύθερων επαγγελματιών.

Περαιτέρω, κατά το άρθρο 1 παρ. 1 εδαφ. α` του νόμου 2639/1998 “ρύθμιση εργασιακών σχέσεων…”, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του Ν.3846/2010 (ΦΕΚ Α/66 11.5.2010) «Η συμφωνία μεταξύ εργοδότη και απασχολούμενου για παροχή υπηρεσιών ή έργου, για ορισμένο ή αόριστο χρόνο, ιδίως στις περιπτώσεις αμοιβής κατά μονάδα εργασίας (φασόν), τηλεργασίας, κατ` οίκον απασχόλησης, τεκμαίρεται ότι υποκρύπτει σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, εφόσον η εργασία παρέχεται αυτοπροσώπως, αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο στον ίδιο εργοδότη για εννέα (9) συνεχείς μήνες” και κατά την παράγραφο 2 του αυτού άρθρου «Μέσα σε διάστημα εννέα (9) μηνών από την δημοσίευση του παρόντος νόμου, κάθε εργοδότης υποχρεούται να υποβάλει στην οικεία επιθεώρηση εργασίας συγκεντρωτική κατάσταση, αναφορικά με τις υφιστάμενες συμφωνίες μεταξύ αυτού και των απασχολούμενων για παροχή υπηρεσιών ή έργου, στην οποία θα αναγράφονται η χρονολογία κατάρτισης των συμφωνιών αυτών και το ονοματεπώνυμο του απασχολουμένου. Σε περίπτωση παράλειψης υποβολής της κατάστασης αυτής θεωρείται ότι η σχετική συμφωνία υποκρύπτει σύμβαση εξαρτημένης εργασίας». Με τις διατάξεις αυτές, όπως σαφώς προκύπτει από την διατύπωση και το περιεχόμενο τους, δεν επιχειρείται παρέμβαση του νομοθέτη στο ουσιαστικό μέρος των άνω συμβάσεων, έτσι ώστε αυτές να ερμηνεύονται αυθεντικά ως συμβάσεις έργου ή ανεξαρτήτων υπηρεσιών στις περιπτώσεις της παραγράφου 1 ή ως συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας στην περίπτωση της παραγράφου 2, αλλά απλά τόσο με τον όρο “τεκμαίρεται” της πρώτης παραγράφου όσο και με τον ταυτόσημο όρο “θεωρείται” της δεύτερης παραγράφου, καθιερώνονται μαχητά τεκμήρια, υπέρ του ότι, στην μεν πρώτη περίπτωση οι μεταξύ εργοδότη και εργαζομένου συμφωνίες δεν υποκρύπτουν σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, στην δε δεύτερη περίπτωση ότι πράγματι υποκρύπτεται τέτοια σύμβαση, και συνεπώς παρέχεται δυνατότητα ανταπόδειξης κατ’ άρθρο 338 παρ. 2 του ΚΠολΔ. ( βλ. ΑΠ 2325/2009, στη Νόμος, ΑΠ 1935/2008, ΕλΔ 50/149, ΕφΠειρ 417/2014 στη Νόμος). Τέλος, ο ορθός νομικός χαρακτηρισμός μιας σχέσης ως σύμβασης έργου ή εξαρτημένης εργασίας, ορισμένου ή αορίστου χρόνου ή ανεξαρτήτων υπηρεσιών αποτελεί κατ’ εξοχήν έργο της δικαιοδοτικής λειτουργίας του δικαστηρίου που μετά από εκτίμηση όλων των συγκεκριμένων περιστάσεων χαρακτηρίζει αυτεπάγγελτα την καταρτισθείσα σύμβαση με βάση το περιεχόμενό της που έγινε ανέλεγκτα δεκτό και υπάγει αυτό στην έννοια μιας ρυθμισμένης σύμβασης, χωρίς να ασκεί οποιαδήποτε επιρροή ο χαρακτηρισμός που έδωσαν σ’ αυτή τα συμβαλλόμενα μέρη (Ολ.ΑΠ 20, 19/2007, 18/2006, ΑΠ 793/2013 ΜονΕφΑθ 3395/2018 στη Νόμος).

Εν προκειμένω, από την επισκόπηση της ένδικης αγωγής δεν προκύπτει νομική αβασιμότητά της για το διάστημα που κατά το εν λόγω δικόγραφο είχε υπογραφεί σύμβαση έργου, καθώς η ενάγουσα-εφεσίβλητη στις σειρές από 19 έως 29 στη σελίδα 4 της αγωγής της διαλαμβάνει ότι κατά το διάστημα αυτό, εκείνη συνέχισε να εργάζεται με τους ίδιους ακριβώς όρους, που εργαζόταν και πριν, δηλαδή ότι η εκκαλούσα της παρείχε όλο τον απαραίτητο εξοπλισμό, της ανέθετε έργο, καθόριζε τον τόπο και τον χρόνο της εργασίας της, για να της χορηγηθεί άδεια, έπρεπε να υποβάλει αίτηση και ακολουθούσε τις οδηγίες και εντολές των προϊσταμένων της, χωρίς να της επιτρέπεται η εργασία σε άλλον εργοδότη, ενώ τα τιμολόγια που εξέδιδε αφορούσαν αποκλειστικά στην εκκαλούσα. Παρακάτω, ο ίδιος λόγος θα εξετασθεί από τη σκοπιά της τυχόν εσφαλμένης εκτίμησης των αποδείξεων.

Πριν προχωρήσει το Δικαστήριο στην εκτίμηση αυτή, επισημαίνεται ότι δεν θα ληφθούν υπόψη, δεκτής γενομένης της σχετικής ενστάσεως της εφεσίβλητης, οι προσκομιζόμενες από την εκκαλούσα ενώπιον της Ειρηνοδίκη Αθηνών δοθείσες υπ’ αριθμ. ……….. και ……… ένορκες βεβαιώσεις των ………. και ………., κατόπιν της από 28/9/2018 γνωστοποίησης-κλήσης για εξέταση μαρτύρων, επιδοθείσας με θυροκόλληση στην εφεσίβλητη την 1.10.2018 (βλ. την υπ’ αριθμ. ……. έκθεση επίδοσης του δικ. επιμελητή στο Εφετείο Αθηνών ………καθώς αυτές αντικρούουν το περιεχόμενο της αγωγής και όχι ισχυρισμούς που προτάθηκαν από την εφεσίβλητη το πρώτον με τις προτάσεις της και δεν προσκομίσθηκαν μαζί με τις προτάσεις της εκκαλούσας κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο αυτού του Δικαστηρίου στις 4.10.2018, αν και γίνεται επίκλησή τους σε αυτές, αλλά ελήφθησαν την επομένη της συζητήσεως της εφέσεως στις 5.10.2018, οπότε και προσκομίσθηκαν, πλην όμως απαραδέκτως. Ειδικότερα, κατά το άρθρο 524 §1 Κ.Πολ.Δικ., όπως οι διατάξεις του ισχύουν, μετά την αντικατάστασή τους με το ν. 4335/2015 και εφαρμόζονται στην προκειμένη περίπτωση, σύμφωνα με τα άρθρα 12, 24 παρ. 1 εδ. β και 69 ΕισΝΚΠολΔικ και το ταυτόσημο, προς τα άρθρα 12 και 24, άρθρο ένατο του ν. 4335/2015, ως εκ του χρόνου, που έλαβαν χώρα οι ένδικες διαδικαστικές πράξεις «1. Στη διαδικασία της δευτεροβάθμιας δίκης εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 227, 233 έως 236, 237 παρ. 8 έως 11, 240 έως 312, 591 παράγραφος 1 εδάφιο α` έως γ` και 591 παράγραφος 4. Η κατάθεση των προτάσεων γίνεται έως την έναρξη της συζήτησης και η κατάθεση της προσθήκης σε αυτές έως τη δωδέκατη ώρα της τρίτης εργάσιμης ημέρας μετά τη συζήτηση …». Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι στο Εφετείο, οι διάδικοι οφείλουν να προσάγουν μέχρι την έναρξη της συζήτησης στο ακροατήριο όλα τα αποδεικτικά τους μέσα (μάρτυρες, ένορκες βεβαιώσεις, έγγραφα) και, συνεπώς, είναι απαράδεκτα τα αποδεικτικά μέσα, αν οι διάδικοι τα προσάγουν μετά το τέλος της συζητήσεως στο ακροατήριο (Νίκας, Εγχειρίδιο Πολιτικής Δικονομίας 2016 σελ 827). Μετά το πέρας της συζητήσεως στο ακροατήριο και έως τη δωδεκάτη ώρα της τρίτης ημέρας από τη συζήτηση οι διάδικοι μπορούν να καταθέσουν προσθήκη στις προτάσεις τους, η οποία περιορίζεται στην αξιολόγηση των αποδείξεων (βλ. σχετ. και ΑΠ 944/2010 ΝοΒ 2010, 2.493, ΑΠ 942/2010 ΝοΒ 2010. 2.493, ΑΠ 61/2010 ΝοΒ 2010, 1482, ΑΠ 1405/2009 Ελλ.Δνη 2010.45, ΑΠ 614/2006 ΤΝΠ ΝΟ­ΜΟΣ, ΑΠ 1272/2002 Ελλ.Δνη 2004.405, ΕφΠατρ 216/2011  ΑΧΑΝΟΜ 2012/400) [έτσι ΕφΘεσσαλ 2467/2017, στη Νόμος, βλ. και Α. Διακονή σε Κυριάκου Οικονόμου, Η έφεση, έκδοση 2017, άρθρο 529, σελ. 312 παρ.5].

Στη συνέχεια από την εκτίμηση των υπόλοιπων αποδεικτικών μέσων και δη των ένορκων επ’ ακροατηρίω καταθέσεων των μαρτύρων των διαδίκων, οι οποίες περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλούμενη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης και από όλα, ανεξαιρέτως, τα έγγραφα, που οι διάδικοι προσκομίζουν με επίκληση με τις προτάσεις τους ακόμη και αυτά που προσκομίζονται μετ’ επικλήσεως στις προτάσεις έστω και στον δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας χωρίς η παράλειψη προσκομιδής τους στον πρώτο βαθμό να έχει γίνει από πρόθεση στρεψοδικίας ή από βαριά αμέλεια κατ’ άρθρο 529 παρ.2 ΚΠολΔ, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά: Η ενάγουσα, όντας κάτοχος της υπ’αριθμ. πρωτ. ………….. άδειας εργασίας προσωπικού ασφαλείας ιδιωτικών επιχειρήσεων παροχής υπηρεσιών ασφαλείας της Διεύθυνσης Ασφάλειας Αττικής προσλήφθηκε από την εναγόμενη εταιρεία παροχής υπηρεσιών φύλαξης με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, την 12.4.2006, με την ειδικότητα του φύλακα και απασχολήθηκε έως την 31.12.2010, οπότε η εργοδότρια κατήγγειλε τη μεταξύ τους σύμβαση, χωρίς να καταβάλει τη νόμιμη αποζημίωση απόλυσης (η εναγόμενη προσκομίζει την, από 31.12.2010, έγγραφη καταγγελία υπογεγραμμένη από την ενάγουσα, αλλά καμία απόδειξη περί της επικαλούμενης από εκείνη καταβολής της αποζημίωσης απόλυσης). Η μη καταβολή ωστόσο της νόμιμης αποζημίωσης απόλυσης στην ενάγουσα, η οποία δημιουργεί σχετική (υπέρ του εργαζομένου) ακυρότητα της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας, δεν έχει πλέον κάποια έννομη συνέπεια, δηλαδή η ως άνω σύμβαση εργασίας λύθηκε με την καταγγελία αυτή, παρελθούσης απράκτου της σχετικής αποσβεστικής προθεσμίας άσκησης του δικαιώματος της ενάγουσας να προσβάλλει αυτή λόγω μη τήρησης των νομίμων διατυπώσεων. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι μεταξύ των μερών καταρτίσθηκε, την 5.1.2011, νέα σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, δυνάμει της οποίας η ενάγουσα προσλήφθηκε, με την ίδια ειδικότητα, έως την 3.7.2011, οπότε γνωστοποιήθηκε στον ΟΑΕΔ η  οικειοθελής αποχώρησή της (βλ. την άνευ υπογραφής της ενάγουσας, από 03.07.2011, αναγγελία οικειοθελούς αποχώρησης μισθωτού) και αφού είχε εκδοθεί στο όνομα της ενάγουσας από τη Διεύθυνση Ασφαλείας Αττικής νέα άδεια εργασίας προσωπικού ασφαλείας και δη η υπ’ αριθμ. πρωτ. …………. της 16.3.2011. Εν συνεχεία, και αφού η ενάγουσα προέβη σε έναρξη ατομικής επιχείρησης στην αρμόδια Δ.Ο.Υ., καταρτίσθηκαν μεταξύ των διαδίκων διαδοχικές συμβάσεις ορισμένου χρόνου προς παροχή υπηρεσιών φύλαξης και δη τέσσερις συμβάσεις, με διάρκεια από 4.7.2011 έως 4.7.2012, από 1.1.2013 έως 30.4.2014, από 1.5.2014 έως 31.12.2014 και από 1.10.2014 έως 31.10.2015, δυνάμει των οποίων η ενάγουσα αναλάμβανε την υποχρέωση να εκτελεί το έργο του φύλακα έναντι ανταλλάγματος από 5,3€ έως 5,6€/ ώρα, πλέον ΦΠΑ, με τον οποίον επιβαρυνόταν η ίδια. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι η τελευταία σύμβαση «έργου παροχής ανεξάρτητων υπηρεσιών» λύθηκε πρόωρα, με συμφωνία των διαδίκων, η οποία έγινε εγγράφως, με το από 5.10.2015, ιδιωτικό συμφωνητικό, στο οποίο συνομολογήθηκε από την πλευρά της εργοδότριας εταιρείας οφειλή ύψους 5.477,03€ προς την ενάγουσα, η οποία δήλωσε ότι με την εξόφληση του ποσού αυτού δεν διατηρεί άλλη αξίωση έναντι της εναγόμενης, δήλωση που ωστόσο δεν μπορεί να ισχύσει ως παραίτηση από δικαιώματά της που απορρέουν από αναγκαστικού δικαίου διατάξεις. Στη συνέχεια καταρτίσθηκε μεταξύ των μερών η από 2.10.2015, σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, με την οποία η ενάγουσα προσλήφθηκε ξανά με την ειδικότητα του φύλακα, με μικτές αποδοχές τις προβλεπόμενες στην ΕΓΣΣΕ όπως παραδέχεται στην αγωγή της η ίδια και προβλέφθηκε, κατά παρέκταση, με ρητή συμφωνία των μερών, η αρμοδιότητα των δικαστηρίων του Πειραιά για κάθε διαφορά με αιτία ή αφορμή τη σύμβαση αυτή. Η εν λόγω σύμβαση καταγγέλθηκε εγγράφως από την πλευρά της εναγόμενης εταιρείας, την 23.03.2016 (βλ. την, από 18.03.2016 εξώδικη δήλωση καταγγελίας με την από 23.03.2016 επισημείωση της Δικαστικής Επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Αθηνών …………). Όπως δέχθηκε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο και όπως η σχετική παραδοχή της εκκαλουμένης δεν αμφισβητήθηκε από την ενάγουσα με άσκηση έφεσης, οι υπηρεσίες που αυτή παρείχε κατά το επίδικο χρονικό διάστημα ήταν αυτές του φύλακα και όχι του αρχιφύλακα όπως ανέφερε στην αγωγή της. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα, κατά το ίδιο αυτό διάστημα, συνδεόταν με την εναγόμενη με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, προσχηματικά δε καταρτίζονταν από την τελευταία συμφωνητικά παροχής ανεξάρτητων υπηρεσιών, υπογράφονταν δε από την ενάγουσα με την προσδοκία διατήρησης της θέσης εργασίας της, δεδομένου ότι είχε απόλυτη ανάγκη των εισοδημάτων από αυτή, ως διαζευγμένη μητέρα δύο ανήλικων τέκνων. Ειδικότερα αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα παρείχε καθ’ όλο το επίδικο διάστημα υπηρεσίες φύλακα στο ως άνω κτίριο επί της ……, κυρίως δε στην είσοδο ……. αυτού, κάνοντας χρήση του πάγιου εξοπλισμού της εναγόμενης, υπό τις δεσμευτικές οδηγίες αυτής, ως προς τον τρόπο και χρόνο παροχής της εργασίας της, που δίνονταν δια των προστηθέντων υπαλλήλων της, ιδίως του …………, ο οποίος και ασκούσε συνεχή εποπτεία και έλεγχο για τη συμμόρφωσή της στις οδηγίες αυτές, χωρίς η ίδια να έχει κάποιο πεδίο ανάπτυξης πρωτοβουλίας ή να παραδίδει κάποιο έργο κατά το πέρας του ωραρίου της. Εξάλλου, όπως προκύπτει από την αδιάκοπη σειρά των εκδοθέντων τιμολογίων επ’ ονόματι της εναγόμενης εταιρείας, η ενάγουσα παρείχε την εργασία της αποκλειστικά στην εταιρεία αυτή και μάλιστα αυτοπροσώπως, αφού ο ισχυρισμός της εναγόμενης, κατά τον οποίο η ενάγουσα χρησιμοποιούσε και προστηθέντες από αυτήν υπαλλήλους, ουδόλως αποδείχθηκε. Μάλιστα στο από 22/7/2016 υπόμνημα («ΔΙΕΥΚΡΙΝΗΣΕΙΣ ΕΠΙ ΑΙΤΟΥΜΕΝΗΣ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΔΙΑΦΟΡΑΣ») που κατέθεσε η εναγόμενη στην Επιθεώρηση Εργασίας Νέας Ιωνίας στα πλαίσια προσπάθειας επίλυσης της μεταξύ των διαδίκων διαφοράς, σε κανένα σημείο αυτή δεν αναφέρει ότι η ενάγουσα από τον Ιούλιο του 2011 απασχόλησε τρίτο πρόσωπο, προστηθέντα από αυτή στη φύλαξη του ως άνω κτιρίου, αλλά απεναντίας αναφέρει ότι «…5. Από τον ΙΟΥΛΙΟ του έτους προτίμησε να εργάζεται με σύμβαση ανεξαρτήτων υπηρεσιών ως ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ με έδρα την οδό …………. με αρμόδια Δ.Ο.Υ. την Ε Πειραιά. Για τις υπηρεσίες που προσέφερε εξέδιδε κάθε μήνα Τ.Π.Υ. Στο τέλος κάθε μήνα έκανε εκκαθάριση των προσφερομένων υπηρεσιών και υπολόγιζε την αμοιβή της σύμφωνα με τις ώρες εργασίας και την ωριαία αποζημίωση που είχε συμφωνηθεί με την εταιρεία». Έτσι η ενάγουσα, καθ’ όλο το επίδικο διάστημα παρείχε τις ίδιες ακριβώς υπηρεσίες, ουδεμία δε μεταβολή των όρων εργασίας της επήλθε απ’ όταν καταρτίσθηκαν τα ιδιωτικά συμφωνητικά ανεξάρτητων υπηρεσιών, εφόσον δε παρείχε τις υπηρεσίες της βάσει αυτών, αυτοπροσώπως, αποκλειστικά στην επιχείρηση της εναγόμενης, για διάστημα που κάθε φορά υπερέβαινε τους εννέα μήνες, τεκμαίρεται κατ’ άρθρο 1 παρ.1 εδ. α’ του ν. 2639/1998 ότι οι ως άνω συμφωνίες υπέκρυπταν σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, το τεκμήριο δε αυτό δεν ανέτρεψε, σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν, η εναγόμενη, ενώ από την 1.1.2013 παρείχε τις υπηρεσίες της με μία -ενιαία- σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου. Συνακόλουθα, δεχθέν τα ίδια το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, ορθά τις αποδείξεις εκτίμησε και τυγχάνει απορριπτέος στην ουσία του ο δεύτερος λόγος έφεσης κατά το μέρος που η εκκαλούσα υποστηρίζει ότι θα έπρεπε να γίνει δεκτό πως κατά το επίδικο χρονικό διάστημα η εφεσίβλητη-ενάγουσα συνδεόταν με αυτή με σύμβαση ανεξαρτήτων υπηρεσιών, άλλως έργου και όχι με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας και να απορριφθεί γι’ αυτό η αγωγή της, όπως και ο όγδοος λόγος της έφεσης κατά το μέρος αυτού, με το οποίο η εναγόμενη παραπονείται ότι δεν εκτιμήθηκε ορθά η κατάθεση του μάρτυρά της στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, ………., Διευθυντή Ανθρώπινου Δυναμικού στην εταιρία για τη φύση της σύμβασης παροχής υπηρεσιών με την ενάγουσα, καθώς και οι  προσκομισθείσες από την εναγόμενη συμβάσεις ανεξαρτήτων υπηρεσιών, τα τιμολόγια που εξέδιδε η ενάγουσα, τα προγράμματα που η εναγόμενη κατέθετε στην οικεία Επιθεώρηση Εργασίας, οι εξοφλητικές αποδείξεις μισθοδοσίας και η καταγγελία της σύμβασης εργασίας της ενάγουσας, αποδεικτικά μέσα ωστόσο που σωστά εκτιμήθηκαν από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο. Σημειωτέον ότι ο παραπάνω μάρτυρας της εναγόμενης και νυν εκκαλούσας δεν ανέφερε κατά την εξέτασή του στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου ούτε ένα όνομα εργαζομένου που να υπέπεσε στην αντίληψή του ότι είχε απασχοληθεί από την ενάγουσα με σχέση πρόστησης στο κτίριο της …………, κατά το διάστημα που η τελευταία είχε υπογράψει με την εναγόμενη συμβάσεις παροχής ανεξάρτητων υπηρεσιών (βλ. τα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά), τα δε ως άνω επικαλούμενα από την εκκαλούσα έγγραφα δεν έχουν δεσμευτική αποδεικτική δύναμη ως προς τη φύση της μεταξύ των διαδίκων σύμβασης, ως ανεξαρτήτων υπηρεσιών και όχι εξαρτημένης εργασίας, αλλά σημασία έχει το πραγματικό γεγονός αν ο προσφέρων τις υπηρεσίες του υπόκειται στον έλεγχο και στην εποπτεία του εργοδότη και αν είναι υποχρεωμένος να συμμορφώνεται προς τις εντολές και οδηγίες αυτού, ιδίως ως προς τον τρόπο και τον χρόνο παροχής των υπηρεσιών του, κάτι που συνέτρεχε εν προκειμένω όπως από την επανεκτίμηση όλων των προαναφερόμενων αποδεικτικών μέσων προέκυψε κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου και όπως το σχετικό τεκμήριο δεν ανέτρεψε αποδεικτικά η εκκαλούσα-εναγόμενη.

Περαιτέρω, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφασή του δέχθηκε ότι εφαρμοστέα στις ως άνω συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας για τα διαστήματα από 1.1.2011 έως 30.6.2011 και από 1.7.2011 έως 2.10.2015 ήταν η από 1.9.2011 κλαδική συλλογική σύμβαση εργασίας για τους όρους αμοιβής και εργασίας των εργαζομένων στις Επιχειρήσεις Παροχής Υπηρεσιών Ασφαλείας και Συστημάτων Ασφαλείας όλης της χώρας (Π.Κ. Υπ. Εργασίας 33/7.9.2011), η οποία σημειωτέον είχε τριετή διάρκεια κατά το άρθρο 2 αυτής και δεν κηρύχθηκε υποχρεωτική, λαμβανομένου υπόψη ότι η εναγόμενη δεν αμφισβήτησε την ιδιότητά της ως μέλους της συμβαλλομένης στην παραπάνω ΚΣΣΕ εργοδοτικής οργάνωσης. Με τον τρίτο λόγο της έφεσής της η εκκαλούσα-εναγόμενη εργοδότρια εταιρία παραπονείται για εσφαλμένη εφαρμογή της ως άνω ΚΣΣΕ, καθώς ούτε αυτή, ούτε η εφεσίβλητη-ενάγουσα τυγχάνουν μέλη των οικείων οργανώσεων που συμβλήθηκαν για την εν λόγω ΚΣΣΕ, υποστηρίζοντας μάλιστα ότι την ιδιότητά της ως μέλους της οικείας εργοδοτικής συνδικαλιστικής οργάνωσης αμφισβήτησε ρητά στον πρώτο βαθμό. Ότι σε κάθε περίπτωση η αμφισβήτηση αυτή δεν είχε σημασία, γιατί το δικαστήριο εάν δεν γνώριζε εάν οι διάδικοι ήταν μέλη των οικείων συνδικαλιστικών οργανώσεων όφειλε να οδηγηθεί στην εφαρμογή της Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας, βάσει της οποίας δεν προβλέπεται επίδομα επικινδυνότητας για τον μισθωτό και από 14.2.2012 δεν προβλέπεται επίδομα γάμου, με αποτέλεσμα να έχουν επιδικασθεί μη οφειλόμενα ποσά, με την εκκαλούμενη απόφαση. Επί των ισχυρισμών αυτών πρέπει να σημειωθούν τα εξής: Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 3 παρ. 1 και 4, 6 παρ. 2 και 11 παρ. 2 ν. 1876/1990, οι κλαδικές συλλογικές συμβάσεις εργασίας αφορούν τους εργαζομένους σε περισσότερες ομοειδείς ή συναφείς εκμεταλλεύσεις ή επιχειρήσεις, ορισμένης πόλης ή περιφέρειας ή και όλης της χώρας, συνάπτονται δε μεταξύ πρωτοβάθμιων ή δευτεροβάθμιων συνδικαλιστικών οργανώσεων, που καλύπτουν εργαζομένους, ανεξάρτητα από επάγγελμα ή ειδικότητα, σε ομοειδείς ή συναφείς επιχειρήσεις (και εκμεταλλεύσεις) και εργοδοτικών οργανώσεων που εκπροσωπούν τον αντίστοιχο κλάδο στην τοπική έκταση ισχύος της κλαδικής συλλογικής σύμβασης εργασίας. Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 3 παρ. 1 περ.β. 8 παρ. 2 και 11 παρ. 2 και 3 του ίδιου νόμου προκύπτει ότι οι κλαδικές και ομοιοεπαγγελματικές συλλογικές συμβάσεις εργασίας δεσμεύουν κατ` αρχήν τα μέλη των συμβαλλόμενων εργοδοτικών και συνδικαλιστικών οργανώσεων (βλ. ΑΠ 1405/2014, 1137/2013 και ΑΠ 1561/2011  στη Νόμος). Έτσι, σύμφωνα με τον ανωτέρω κανόνα της αμφιμερούς δέσμευσης, δεν αρκεί το ένα μέρος της εργασιακής σχέσης (εργαζόμενος ή εργοδότης) να είναι μέλος της αντίστοιχης εργατικής ή εργοδοτικής οργάνωσης που συμβλήθηκε για τη σύναψη κλαδικής ή ομοιοεπαγγελματικής συλλογικής σύμβασης εργασίας, αλλά αυτό θα πρέπει να συμβαίνει ταυτόχρονα και για τα δύο μέρη (βλ. Ιωάννη Ληξιουριώτη, Συλλογικές Εργασιακές Σχέσεις, έκδ. 2013, σελ.290). Ωστόσο, αν η κλαδική συλλογική σύμβαση εργασίας κηρυχθεί, με απόφαση του Υπουργού Εργασίας, γενικώς υποχρεωτική, η ισχύς της επεκτείνεται από το χρόνο έκδοσης της σχετικής Υπουργικής απόφασης (όχι αναδρομικώς) σε όλους τους εργοδότες και τους εργαζομένους του κλάδου ή του επαγγέλματος που αυτή αφορά, που δεν είναι μέλη των συμβληθεισών οργανώσεων, εφόσον αυτοί θα μπορούσαν να είναι μέλη των οργανώσεων που μετείχαν στη σύναψή της (ΑΠ 132/2016, 1409/2014, 56/2012 στη Νόμος), ενώ για το προηγούμενο της κήρυξης της ΣΣΕ ως γενικά υποχρεωτικής χρονικό διάστημα ισχύει η, αυτεπάγγελτα εφαρμοζόμενη, προηγουμένως ισχύουσα ΣΣΕ που ήδη είχε κηρυχθεί γενικά υποχρεωτική, από τον χρόνο κήρυξής της ως γενικά υποχρεωτικής (ΑΠ 43/2017, ΑΠ 1405/2014 Νόμος, ΑΠ 1137/2013 Νόμος, ΑΠ 723/2011, ΑΠ 1561/2011 Νόμος). Ενόψει αυτών, η ιδιότητα του μέλους των παραπάνω συνδικαλιστικών οργανώσεων, ως στοιχείο προσδιοριστικό των υποκειμενικών ορίων της κανονιστικής ισχύος των ως άνω συλλογικώς συμβάσεων εργασίας, αποτελεί προϋπόθεση της γένεσης των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που απορρέουν από αυτές και συνακόλουθα στοιχείο που απαιτείται για τη θεμελίωση της αγωγής. Το στοιχείο αυτό, όμως, ενόψει της πιο πάνω φύσης των συλλογικών συμβάσεων εργασίας δεν είναι απαραίτητο να αναφέρεται πανηγυρικά στο δικόγραφο της αγωγής, αλλά αρκεί να συνάγεται από το περιεχόμενό του, τούτο δε συμβαίνει και όταν ο εργαζόμενος ζητεί μισθούς ή άλλες παροχές από κλαδική η ομοιοεπαγγελματική συλλογική σύμβαση εργασίας που δεν έχει κηρυχθεί γενικά υποχρεωτική ή για χρόνο προγενέστερο της κήρυξής της ως υποχρεωτικής, θεωρώντας την έτσι δεσμευτική για τον εργοδότη του. Στην περίπτωση αυτή, αν ο εναγόμενος εργοδότης αμφισβητήσει ειδικά την ιδιότητα αυτού ή του εργαζομένου ως μελών των συνδικαλιστικών οργανώσεων, οι οποίες κατάρτισαν τη συλλογική σύμβαση εργασίας, ο ενάγων εργαζόμενος δικαιούται και οφείλει να επικαλεστεί, κατ’ επιτρεπτή συμπλήρωση της αγωγής του με τις προτάσεις, σύμφωνα με το άρθρο 224 εδ. β` ΚΠολΔ. και να αποδείξει, σύμφωνα με τους ορισμούς των άρθρων 335 και 338 παρ. 1 ΚΠολΔ, ότι αυτός και ο εναγόμενος είναι μέλη των οικείων συνδικαλιστικών οργανώσεων. (ΑΠ 1561/2011 στη Νόμος). Στην προκειμένη περίπτωση η ενάγουσα ζήτησε την επιδίκαση σε αυτή διαφορών δεδουλευμένων με βάση την ως άνω από 1.9.2011 ΚΣΣΕ για τους όρους αμοιβής και εργασίας των εργαζομένων στις Επιχειρήσεις Παροχής Υπηρεσιών Ασφαλείας και Συστημάτων Ασφαλείας όλης της χώρας, η δε εναγόμενη παρά τα αντίθετα από αυτή υποστηριζόμενα στο εφετήριό της, δεν αμφισβήτησε ούτε στο ακροατήριο, ούτε με τις προτάσεις της στον πρώτο βαθμό ότι είτε αυτή, είτε η ενάγουσα είναι μέλη των οικείων συνδικαλιστικών οργανώσεων που κατάρτισαν την εν λόγω ΚΣΣΕ, συναχθείσας ως προς το θέμα αυτό σιωπηρής ομολογίας κατ’ άρθρο 261 ΚΠολΔ. Επομένως, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο ορθά εφάρμοσε την παραπάνω ΚΣΣΕ, κατά τα αναφερόμενα στην προηγηθείσα νομική σκέψη. Η εκκαλούσα-εναγόμενη αρνούμενη με τον σχετικό λόγο έφεσης ότι αυτή και η εφεσίβλητη-ενάγουσα είναι μέλη των οικείων συνδικαλιστικών οργανώσεων νομίμως μεν κατ’ άρθρο 354 του ΚΠολΔ ανακαλεί τη συναχθείσα από τη σιωπή της στον πρώτο βαθμό ομολογία της (βλ. Μιχαήλ και Άντα Μαργαρίτη, Ερμηνεία ΚΠολΔ Ι, έκδοση 2018, σελ. 625 παρ.3), πλην όμως επέρχεται αντιστροφή του βάρους απόδειξης και θα έπρεπε αυτή πλέον να αποδείξει το γεγονός αυτό. Στο δικονομικό αυτό βάρος της δεν ανταποκρίθηκε, αφού δεν προσκομίζει π.χ. κάποια βεβαίωση από τις οικείες συνδικαλιστικές οργανώσεις ότι η ίδια ή η εφεσίβλητη δεν είναι μέλη της, ούτε από κάποιο άλλο αποδεικτικό μέσο προκύπτει ο ισχυρισμός της αυτός, οπότε απορριπτέος τυγχάνει στην ουσία του και ο τρίτος λόγος έφεσης. Ως εκ τούτου, εφαρμοστέα τυγχάνει η από 1.9.2011 ΚΣΣΕ για τους όρους αμοιβής και εργασίας των εργαζομένων στις Επιχειρήσεις Παροχής Υπηρεσιών Ασφαλείας και Συστημάτων Ασφαλείας όλης της χώρας, με την εξής ωστόσο διάκριση: Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 2 της Πράξης Υπουργικού Συμβουλίου, με αριθμό 6/28.2.2012 «Ρύθμιση θεμάτων για την εφαρμογή της παρ. 6 του άρθρου 1 του 4046/2012» (ΦΕΚ Τεύχος Α 38/28.2.2012): «1. Οι Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας συνάπτονται εφεξής για ορισμένο χρόνο ισχύος, η διάρκεια του οποίου δεν μπορεί να είναι μικρότερη από ένα (1) έτος και δεν μπορεί να υπερβαίνει τα τρία (3) έτη. 2. Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας που βρίσκονται σε ισχύ, ήδη 24 μήνες μέχρι την 14-2-2012 ή και περισσότερο, λήγουν στις 14-2-2013.  3. Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας που την 14-2-2012 βρίσκονταν σε ισχύ για χρονικό διάστημα μικρότερο των 24 μηνών, λήγουν με τη συμπλήρωση τριών (3) ετών από την ημερομηνία έναρξης ισχύος τους, εκτός και αν καταγγελθούν νωρίτερα κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 12 του ν. 1876/1990 (Α` 27). 4. Οι κανονιστικοί όροι Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας που θα λήξει ή θα καταγγελθεί, εξακολουθούν να ισχύουν επί ένα τρίμηνο από τη λήξη ή την καταγγελία τους. Κανονιστικοί όροι Συλλογικής Σύμβασης που έχει ήδη λήξει ή καταγγελθεί ισχύουν για ένα τρίμηνο από την ισχύ του ν. 4046/2012. Με την πάροδο του τριμήνου και εφόσον εν τω μεταξύ δεν έχει συναφθεί νέα Συλλογική Σύμβαση Εργασίας, εξακολουθούν να ισχύουν από τους κανονιστικούς αυτούς όρους αποκλειστικώς οι όροι εκείνοι που αφορούν α) τον βασικό μισθό ή το βασικό ημερομίσθιο και β) τα επιδόματα ωρίμανσης, τέκνων, σπουδών και επικινδύνου εργασίας, εφόσον τα επιδόματα αυτά προβλέπονταν στις Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας που έληξαν ή καταγγέλθηκαν, ενώ παύει αμέσως να ισχύει κάθε άλλο προβλεπόμενο σε αυτές επίδομα. Η προσαρμογή των συμβάσεων στις διατάξεις του προηγούμενου εδαφίου γίνεται χωρίς να απαιτείται προηγούμενη σύμφωνη γνώμη των εργαζομένων. Οι όροι του τρίτου εδαφίου που διατηρούνται, εξακολουθούν να ισχύουν μέχρις ότου αντικατασταθούν από εκείνους της νέας Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας ή της νέας ή της τροποποιημένης ατομικής σύμβασης. 5. Οι διατάξεις των παραγράφων 1, 4 και 5 του άρθρου 9 του ν. 1876/1990 (Α` 27) παύουν να ισχύουν.» Εν προκειμένω η από 1.9.2011 Κλαδική ΣΣΕ των εργαζομένων στις επιχειρήσεις  παροχής υπηρεσιών ασφαλείας και συστημάτων ασφαλείας όλης της χώρας του νόμου 2518/97, η οποία κατά το άρθρο 2 αυτής ήταν τριετής με έναρξη ισχύος από την 1.1.2011 δεν είχε συμπληρώσει 24 μήνες στις 12.4.2012. Ως εκ τούτου, τούτη εφαρμόζεται ως προς τους κανονιστικούς της όρους καθ’όλη την προβλεπόμενη στο άρθρο 2 παρ.1 αυτής τριετία, συν τρεις μήνες από τη λήξη της, δηλαδή μέχρι τις 31.3.2014. Από την 1.4.2014 και μετά, ισχύουν από τους κανονιστικούς της όρους αποκλειστικώς οι όροι εκείνοι που αφορούν α) τον βασικό μισθό ή το βασικό ημερομίσθιο και β) τα επιδόματα ωρίμανσης, τέκνων, σπουδών και επικινδύνου εργασίας, όχι όμως και το επίδομα γάμου που εσφαλμένα συνυπολόγισε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο στην εκκαλούμενη απόφαση.

Αποδείχθηκε, λοιπόν, ότι σύμφωνα με την, από 1.9.2011 ΚΣΣΕ για τους όρους αμοιβής και εργασίας των Εργαζομένων στις Επιχειρήσεις Παροχής Υπηρεσιών Ασφαλείας και Συστημάτων Ασφαλείας όλης της χώρας, έτους 2011 (Π.Κ. Υπ. Εργασίας 33/7.9.2011), η ενάγουσα δικαιούτο κατά το χρονικό διάστημα από 01.01.2011 έως 30.06.2011 μηνιαίες αποδοχές ποσού [ 795,57€ (βασικός μισθός) + 74,28€ (επίδομα επικινδυνότητας) + 79,57€ (επίδομα γάμου) + 39,78€ (επίδομα τέκνων) =] 989,20€ και ωρομίσθιο ποσού (989,20:25Χ6:40=) 5,93€, από 01.07.2011 έως 31.3.2014, σύμφωνα με την προβλεπόμενη από την ως άνω ΣΣΕ αύξηση 1,6% μηνιαίες αποδοχές ποσού [808,30€ (βασικός μισθός) + 74,28€ (επίδομα επικινδυνότητας) + 80,83€ (επίδομα γάμου) + 40,41€ (επίδομα τέκνων) =] 1.003,82€ και ωρομίσθιο ποσού (1.003,82:25Χ6:40=) 6,02€, από 1.4.2014 έως 2.10.2015 βάσει της ίδιας ΣΣΕ χωρίς συνυπολογισμό όμως του επιδόματος γάμου μηνιαίες αποδοχές ποσού [808,30€ (βασικός μισθός) + 74,28€ (επίδομα επικινδυνότητας) + 40,41€ (επίδομα τέκνων) =] 922,99€ και ωρομίσθιο ποσού (922,99:25Χ6:40=) 5,54€, και από 02.10.2015, σύμφωνα με την ισχύουσα ΕΓΣΣΕ, βάσει της οποίας συμφωνήθηκε να αμείβεται πλέον η ενάγουσα, μηνιαίες αποδοχές ποσού 752,75 ευρώ (30,11 ευρώ το ημερομίσθιο εργάτη με προϋπηρεσία μίας τριετίας συμπεριλαμβανομένου του επιδόματος γάμου που δίνεται και σε διαζευγμένους κατ’ άρθρο 20 παρ.2 ν. 1849/89 σε συνδυασμό με το άρθρο 1 της ΕΓΣΣΕ της 14.5.13 και το άρθρο 3 της ΕΓΣΣΕ της 26.3.14 που θεώρησαν τον σχετικό όρο θεσμικό όρο x 25 ημέρες εργασίας ανά μήνα). Από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε επίσης ότι η ενάγουσα εργαζόταν κατά κύριο λόγο, όπως  συνομολογείται από τους διαδίκους, στην είσοδο 2 του ως άνω κτιρίου στη ………, στην οποία αυτή είχε αναλάβει να παρέχει φύλαξη έως και το Σεπτέμβριο του 2011 καθημερινά, συμπεριλαμβανομένων Σαββάτων, Κυριακών και αργιών, ενώ από 1.10.2011 αποφασίστηκε από τις εταιρείες – πελάτες της εναγόμενης η κατάργηση της φύλαξης της εισόδου 2 κατά τις ημέρες Σαββάτου, Κυριακής και αργιών. Η εναγόμενη προσκόμισε τα προγράμματα εργασίας, που είχε καταθέσει στην Επιθεώρηση Εργασίας για το διάστημα από Φεβρουάριο 2011 έως και 15.7.2011, στα οποία η ενάγουσα εμφανίζεται να εργάζεται επί πενθήμερης εβδομαδιαίας βάσης, οκτώ ώρες ημερησίως, πλην όμως από την επισκόπηση αυτών προκύπτει ότι βάσει των ωρών εργασίας που δηλώνονται για τους φύλακες της συγκεκριμένης φύλαξης, δεν καλύπτονται οι ώρες φύλαξης που η εναγόμενη είχε αναλάβει κατά τους ισχυρισμούς της να παρέχει στο εν λόγω κτίριο και ως εκ τούτου τα προγράμματα αυτά δεν αποτελούν έρεισμα ασφαλούς δικανικής κρίσης περί των ωρών εργασίας της ενάγουσας κατά το διάστημα αυτό. Αντίθετα, αξιόπιστα κρίνονται τα προγράμματα εργασίας που προσκομίζει η ενάγουσα, τα οποία δεν έχουν κατατεθεί ενώπιον της αρμόδιας αρχής, ούτε και είναι υπογεγραμμένα από την εναγόμενη, πλην όμως λαμβάνονται υπόψιν ως μη πληρούντα τους όρους του νόμου αποδεικτικά μέσα, σε συνδυασμό με τους προσκομιζόμενους από την ενάγουσα πίνακες ωρών εργασίας, που κατήρτιζε η ίδια και απέστελλε εν συνεχεία στην εναγόμενη, οι οποίοι επίσης λαμβάνονται υπόψιν ως μη πληρούντα τους όρους του νόμου αποδεικτικά μέσα και δεδομένου ότι η εναγομένη δεν απέδειξε τον τρόπο με τον οποίον καλύπτονταν τα τρία πόστα φύλαξης στο συγκεκριμένο κτίριο.   Ενόψει λοιπόν των ανωτέρω, η ενάγουσα εργάσθηκε, κατά το χρονικό διάστημα από 5.1.2011 έως 1.7.2011 και από 4.7.2011 έως και 30.9.2011, σύμφωνα με τα στοιχεία των πινάκων, όπου η ίδια κατέγραφε, κατ’ εντολήν της εναγομένης, τις ώρες εργασίας των φυλάκων και των δικών της ωρών, τις ακόλουθες ημέρες και ώρες:

Ιανουάριος 2011: 1/1: από 06.00 έως 18.00, 2/1: από 08.00 έως 22.00, 3/1: από 06.00 έως 20.00, 4/1: από 06.00 έως 20.00, 5/1: από 06.00 έως 20.00, 6/1: από 06.00 έως 22.00, 7/1: από 04.00 έως 20.00, 8/1: από 06.00 έως 18.00, 9/1: από 06.00 έως 20.00, 10/1: από 06.00 έως 20.00, 11/1: από 06.00 έως 20.00, 12/1: από 06.00 έως 20.00, 13/1: από 06.00 έως 20.00, 14/1: από 06.00 έως 20.00, 15/1: από 06.00 έως 20.00, 16/1: από 06.00 έως 22.00, 17/1: από 06.00 έως 20.00, 18/1: από 06.00 έως 20.00, 19/1: από 06.00 έως 20.00, 20/1: από 06.00 έως 20.00, 21/1: από 06.00 έως 20.00, 22/1: από 06.00 έως 14.00, 23/1: από 06.00 έως 22.00, 24/1: από 06.00 έως 20.00, 25/1: από 06.00 έως 20.00, 26/1: από 06.00 έως 20.00, 27/1: από 06.00 έως 20.00, 28/1: από 05.00 έως 20.00, 29/1: από 08.00 έως 14.00, 30/1: από 06.00 έως 23.00 και 31/1: από 08.00 έως 20.00, ήτοι συνολικά το μήνα αυτό παρείχε 21 ώρες υπερεργασίας, που παρασχέθηκαν κατά την πενθήμερη εβδομάδα, 158 ώρες κατ’ εξαίρεση υπερωρίας, εκ των οποίων 16 ώρες καθ’ ημέρα Σαββάτου και 37 ώρες καθ’ ημέρα Κυριακής, 1 ώρα κατ’ εξαίρεση υπερωρίας κατά τη νύχτα και 5 ώρες νυχτερινής εργασίας, εκ των οποίων η 1 καθ’ ημέρα Κυριακής και δικαιούτο συνεπώς το ποσό των [ (21 Χ {5,93€+20%=} 7,1€=) 149,10€ + (105Χ {5,93€+80%=} 10,67€=) 1.120,35€ + (16 Χ {5,93€+80%+30%=) 13,88€=) 222,08€ + (37 Χ {5,93€+80%+75%=} 18,68€=) 691,16€ + ( 4 Χ {5,93€+25%=} 7,41€=) 29,64€ + (7,41€+75%=) 12,97€=] 2.225,30€, έναντι του οποίου η εναγόμενη ουδέν της κατέβαλε.

Φεβρουάριος 2011: 2/2:από 08.00 έως 20.00, 3/2: από 06.00 έως 20.00, 4/2: από 06.00 έως 20.00, 5/2: από 06.00 έως 14.00, 6/2: από 06.00 έως 22.00, 7/2: από 06.00 έως 20.00, 8/2: από 06.00 έως 20.00, 9/2: από 06.00 έως 20.00, 10/2: από 06.00 έως 20.00, 11/2: από 06.00 έως 20.00, 12/2: από 06.00 έως 22.00, 13/2: από 06.00 έως 18.00, 14/2: από 06.00 έως 20.00, 15/2: από 08.00 έως 20.00, 16/2: από 06.00 έως 20.00, 17/2: από 06.00 έως 20.00, 18/2: από 05.00 έως 20.00, 19/2: από 06.00 έως 18.00, 20/2: από 06.00 έως 22.00, 21/2: από 08.00 έως 20.00, 22/2: από 06.00 έως 20.00, 23/2: από 06.00 έως 24.00, 24/2: από 08.00 έως 22.00, 25/2: από 06.00 έως 20.00, 26/2: από 06.00 έως 20.00, 27/2: από 06.00 έως 24.00 και 28/2: από 06.00 έως 20.00, ήτοι συνολικά το μήνα αυτό παρείχε 16 ώρες υπερεργασίας που παρασχέθηκαν κατά την πενθήμερη εβδομάδα και όχι 19 όπως τις άθροισε η εκκαλούμενη, καθώς την Τρίτη 1.2 η ενάγουσα δεν εργάσθηκε οπότε η 9η ώρα των καθημερινών ημερών της πρώτης εβδομάδας του Φεβρουαρίου δεν υπερέβαινε τις 40 ώρες την εβδομάδα για να υπολογισθεί ως υπερεργασία, 138 ώρες κατ’ εξαίρεση υπερωρίας, εκ των οποίων οι 16 καθ’ ημέρα Σαββάτου και οι 28 καθ’ ημέρα Κυριακής, 4 ώρες κατ΄ εξαίρεση υπερωρίας κατά τη διάρκεια της νύχτας, εκ των οποίων οι 2 καθ’ ημέρα Κυριακής και 1 ώρα νυχτερινής εργασίας και δικαιούτο συνεπώς το ποσό των [ (19Χ5,93€=) 94,88€ + (92Χ10,67€=) 981,64€ + (16Χ13,88€=) 222,08€ + (28Χ18,68€=) 523,04€ + (2Χ13,34€=) 26,68€ + (2Χ23,34€=)46,68€ + 7,41€=] 1.902,41€, έναντι του οποίου η εναγόμενη ουδέν της κατέβαλε, το δε πρωτοβάθμιο δικαστήριο που επιδίκασε μεγαλύτερο ποσό έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων.

Μάρτιος 2011: 1/3: από 06.00 έως 20.00, 2/3: από 06.00 έως 20.00, 3/3: από 06.00 έως 20.00, 4/3: από 06.00 έως 20.00, 5/3: από 06.00 έως 22.00, 6/3: από 06.00 έως 22.00, 7/3: από 06.00 έως 22.00, 8/3: από 06.00 έως 20.00, 9/3: από 06.00 έως 20.00, 10/3: από 06.00 έως 20.00, 11/3: από 06.00 έως 20.00, 12/3: από 06.00 έως 22.00, 13/3: από 06.00 έως 16.00, 14/3: από 06.00 έως 20.00, 15/3: από 06.00 έως 20.00, 16/3: από 06.00 έως 20.00, 17/3: από 06.00 έως 20.00, 18/3: από 06.00 έως 20.00, 19/3: από 06.00 έως 22.00, 20/3: από 06.00 έως 22.00, 21/3: από 06.00 έως 20.00, 22/3: από 06.00 έως 20.00, 23/3: από 06.00 έως 20.00, 24/3: από 06.00 έως 20.00, 26/3: από 06.00 έως 22.00, 27/3 : από 06.00 έως 22.00, 28/3: από 06.00 έως 20.00, 29/3: από 06.00 έως 20.00, 30/3: από 06.00 έως 20.00 και 31/3: από 06.00 έως 20.00, ήτοι συνολικά το μήνα αυτό παρείχε 18 ώρες υπερεργασίας που παρασχέθηκαν κατά την πενθήμερη εβδομάδα και όχι 22 όπως τις υπολόγισε η εκκαλούμενη, αφού την Παρασκευή 25.3.11 η ενάγουσα δεν εργάσθηκε και άρα η 9η ώρα τις καθημερινές από 21 έως 24.3.11 δεν υπερβαίνει την 40η ώρα εβδομαδιαίως για να υπολογισθεί ως υπερεργασία και 170 ώρες κατ’ εξαίρεση υπερωρίας, εκ των οποίων 32 καθ’ ημέρα Σαββάτου και 32 καθ’ ημέρα Κυριακής και δικαιούτο συνεπώς το ποσό των [ (18Χ 7,1€=) 127,8€ + (106Χ10,67€=) 1.131,02€ + (32Χ13,88€=) 444,16€ + (32Χ18,68€=) 597,76€ =] 2.300,74€, έναντι του οποίου η εναγομένη ουδέν της κατέβαλε, το δε πρωτοβάθμιο δικαστήριο που επιδίκασε μεγαλύτερο ποσό έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων.

Απρίλιος 2011: 1/4: από 06.00 έως 20.00, 2/4: από 06.00 έως 20.00, 3/4: από 06.00 έως 22.00, 4/4: από 06.00 έως 20.00, 5/4: από 06.00 έως 20.00, 6/4: από 06.00 έως 20.00, 7/4: από 06.00 έως 20.00, 8/4: από 06.00 έως 20.00, 9/4: από 06.00 έως 22.00, 10/4: από 06.00 έως 22.00, 11/4: από 06.00 έως 18.00, 13/4: από 06.00 έως 20.00, 14/4: από 06.00 έως 20.00, 15/4: από 06.00 έως 20.00, 16/4: από 06.00 έως 22.00, 17/4: από 06.00 έως 22.00, 18/4: από 06.00 έως 20.00, 19/4: από 08.00 έως 20.00, 20.04: από 06.00 έως 20.00, 21/4: από 06.00 έως 20.00, 22/4: από 06.00 έως 22.00, 23/4: από 06.00 έως 22.00, 24/4: από 06.00 έως 22.00, 25/4: από 06.00 έως 22.00, 26/4: από 06.00 έως 20.00, 27/4: από 06.00 έως 20.00, 28/4: από 06.00 έως 20.00, 29/4: από 06.00 έως 20.00 και 30/4: από 06.00 έως 22.00, ήτοι συνολικά το μήνα αυτό παρείχε 16 ώρες υπερεργασίας, που παρασχέθηκαν κατά την πενθήμερη εβδομάδα και όχι 20 που δέχθηκε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο αφού η ενάγουσα στις 12.4.11 ημέρα Τρίτη δεν εργάσθηκε και άρα τις υπόλοιπες καθημερινές της ίδιας εβδομάδας ήτοι 11, 13, 14 και 15.4 με την 9η ώρα εργασίας ανά ημέρα δεν υπερέβαινε τις 40 ώρες εργασίας την εβδομάδα και 163 ώρες κατ’ εξαίρεση υπερωρίας, εκ των οποίων οι 38 καθ’ ημέρα Σαββάτου και οι 32 καθ’ ημέρα Κυριακής και δικαιούτο συνεπώς το ποσό των [ (20Χ7,1€=) 113,6€ + (93Χ10,67€=) 992,31€ + (38Χ13,88€=) 527,44€ + (32Χ18,68€=) 597,76€=] 2.117,51€, έναντι του οποίου η εναγομένη ουδέν της κατέβαλε, το δε πρωτοβάθμιο δικαστήριο που επιδίκασε μεγαλύτερο ποσό έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων.

Μάιος 2011: 1/5: από 06.00 έως 22.00, 2/5: από 06.00 έως 18.00, 3/5: από 06.00 έως 20.00, 4/5: από 06.00 έως 20.00, 5/5: από 06.00 έως 20.00, 6/5: από 06.00 έως 20.00, 7/5: από 06.00 έως 22.00, 8/5: από 06.00 έως 22.00, 9/5: από 06.00 έως 20.00, 10/5: από 06.00 έως 20.00, 11/5: από 06.00 έως 20.00, 12/5: από 08.00 έως 20.00, 13/5: από 06.00 έως 20.00, 14/5: από 06.00 έως 22.00, 15/5: από 06.00 έως 22.00, 16/5: από 06.00 έως 20.00, 17/5: από 06.00 έως 20.00, 18/5: από 06.00 έως 20.00, 19/5: από 06.00 έως 20.00, 20/5: από 06.00 έως 20.00, 21/5: από 06.00 έως 20.00, 22/5: από 06.00 έως 20.00, 23/5: από 06.00 έως 20.00, 26/5: από 06.00 έως 20.00, 27/5: από 06.00 έως 20.00, 28/5: από 06.00 έως 22.00, 29/5: από 06.00 έως 22.00, 30/5: από 06.00 έως 20.00 και 31/5: από 06.00 έως 20.00, ήτοι συνολικά το μήνα αυτό παρείχε 17  ώρες υπερεργασίας, που παρασχέθηκαν κατά την πενθήμερη εβδομάδα και όχι 20 όπως δέχθηκε η εκκαλούμενη αφού το πενθήμερο από 23 μέχρι 27.5.11 η ενάγουσα δεν εργάσθηκε στις 24 και 25, Τρίτη και Τετάρτη αντίστοιχα, οπότε η 9η ώρα εργασίας τις υπόλοιπες καθημερινές της εβδομάδας δεν παρεχόταν μετά τη συμπλήρωση των 40 ωρών την εβδομάδα, η δε 10η ώρα εκάστης ημέρας αποτελεί κατ’ εξαίρεση υπερωρία  και 164 ώρες κατ’ εξαίρεση υπερωρίας, εκ των οποίων 30 καθ’ ημέρα Σαββάτου και 38 καθ’ ημέρα Κυριακής και δικαιούτο συνεπώς το ποσό των [ (17Χ7,1€=) 120,7€ + (96Χ10,67€=) 1.024,32€ + (30Χ13,88€=) 416,40€ + (38Χ18,68€=) 709,84€=] 2.271,26€, έναντι του οποίου η εναγόμενη ουδέν της κατέβαλε, το δε πρωτοβάθμιο δικαστήριο που επιδίκασε μεγαλύτερο ποσό έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων.

Ιούνιος 2011: 1/6: από 06.00 έως 20.00, 2/6: από 06.00 έως 20.00, 3/6: από 06.00 έως 20.00, 4/6: από 06.00 έως 20.00, 5/6: από 06.00 έως 22.00, 6/6: από 06.00 έως 20.00, 7/6: από 06.00 έως 20.00, 8/6: από 06.00 έως 20.00, 10/6: από 06.00 έως 20.00, 11/6: από 06.00 έως 22.00, 12/6: από 06.00 έως 22.00, 13/6: από 08.00 έως 20.00, 14/6: από 06.00 έως 20.00, 15/6: από 06.00 έως 20.00, 16/6: από 06.00 έως 20.00, 17/6: από 06.00 έως 18.00, 18/6: από 06.00 έως 22.00, 19/6: από 06.00 έως 22.00, 20/6: από 06.00 έως 20.00, 21/6: από 06.00 έως 20.00, 22/6: από 10.00 έως 20.00, 23/6: από 06.00 έως 20.00, 24/6: από 06.00 έως 20.00, 25/6: από 06.00 έως 22.00, 26/6: από 06.00 έως 22.00, 27/6: από 06.00 έως 20.00, 28/6: από 06.00 έως 20.00, 29/6: από 06.00 έως 20.00 και 30/6: από 06.00 έως 15.00, ήτοι συνολικά το μήνα αυτό παρείχε 17  ώρες υπερεργασίας, που παρασχέθηκαν κατά την πενθήμερη εβδομάδα και όχι 21 ώρες όπως δέχθηκε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, αφού στις 9.6.11 ημέρα Πέμπτη η ενάγουσα δεν εργάσθηκε οπότε στις 6, 7, 8 και 10.11 η 9η ώρα εργασίας αθροιζόμενη δεν υπερέβαινε τις 40 ώρες την εβδομάδα και 155 ώρες κατ’ εξαίρεση υπερωρίας, εκ των οποίων 30 καθ’ ημέρα Σαββάτου και 32 καθ’ ημέρα Κυριακής και δικαιούτο συνεπώς το ποσό των [(21Χ7,1€=) 120,7€ + (93Χ10,67€=) 992,31€ + (30Χ13,88€=) 416,40€ + (32Χ18,68€=) 597,76€=]  2.127,17€, έναντι του οποίου η εναγόμενη ουδέν της κατέβαλε, το δε πρωτοβάθμιο δικαστήριο που επιδίκασε μεγαλύτερο ποσό έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων.

Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα εργάσθηκε από την 1.10.2011 (σημειωτέον ότι για το διάστημα από Ιούλιο 2011 έως και Σεπτέμβριο 2011 δεν ζητείται με την αγωγή υπερωριακή αμοιβή) έως τις 4.7.2012 τις ακόλουθες ημέρες και ώρες:

Οκτώβριος 2011: 3/10: από 07.00 έως 20.00, 4/10: από 07.00 έως 20.00, 11/10: από 07.00 έως 20.00, 12/10: από 08.00 έως 20.00, 13/10: από 08.00 έως 20.00, 14/10: από 08.00 έως 20.00, 17/10: από 08.00 έως 20.00, 18/10: από 08.00 έως 20.00, 19/10: από 08.00 έως 20.00, 20/10: από 08.00 έως 20.00, 21/10: από 08.00 έως 20.00, 24/10: από 06.00 έως 20.00, 25/10: από 08.00 έως 20.00, 26/10: από 08.00 έως 20.00, 27/10: από 08.00 έως 20.00 και 31/10: από 08.00 έως 20.00, ήτοι συνολικά το μήνα αυτό παρείχε 6 ώρες υπερεργασίας που παρασχέθηκαν κατά την πενθήμερη εβδομάδα και όχι 16 που δέχθηκε η εκκαλουμένη, καθώς εργάσθηκε επί πενθήμερο μόνο στο διάστημα από 17-21.10.11, καθώς και την εβδομάδα που ξεκίνησε με τη Δευτέρα 31.10.11, ακόμη 52 ώρες κατ’ εξαίρεση υπερωρίας πλην όμως η εκκαλουμένη υπολόγισε αντίστοιχα 50 ώρες κατ’ εξαίρεση υπερωρίας τις καθημερινές οπότε το Δικαστήριο αυτό δεν μπορεί να χειροτερεύσει ως προς τη σχετική κρίση τη θέση της εκκαλούσας, και δικαιούτο συνεπώς το ποσό των [ (6Χ{6,02€+20%=}7,22€=)43,32€+(50Χ{6,02€+80%=} 10,83€=) 541,50€] 584,82€. Η εναγόμενη της κατέβαλε κατά το μήνα αυτό, για την πρόσθετη χρονικά εργασία της, πέραν των βασικών της αποδοχών, όπως συνομολογεί η ενάγουσα στην αγωγή της, χωρίς να συνυπολογίζει στις καταβολές που επικαλείται με την αγωγή της τον αποδοθέντα από αυτήν ΦΠΑ,  το ποσό των [1.612,08€ – 1.003,82€ (βασικές αποδοχές)=] 608,26€ και συνεπώς δεν της οφείλει κανένα επιπλέον ποσό. Έσφαλε, λοιπόν, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, το οποίο δέχθηκε αφενός ότι για τον παραπάνω μήνα η ενάγουσα εργάσθηκε και ορισμένα Σάββατα και Κυριακές και μάλιστα υπερωριακά και τη νύκτα, ενώ και στην ίδια την εκκαλούμενη απόφαση γινόταν δεκτό ότι από τον Οκτώβριο του 2011, δεν πραγματοποιείτο φύλαξη στην είσοδο ….. του κτιρίου στη ……… αρ………, αφετέρου ότι εκείνη παρείχε 16 ώρες υπερεργασίας αντί για 6 ώρες, με αποτέλεσμα να επιδικασθεί υπέρ της εναγόμενης οφειλόμενο υπόλοιπο για τις παραπάνω αιτίες ύψους 439,09 ευρώ, ενώ δεν της οφειλόταν καμία διαφορά.

Νοέμβριος 2011: 1/11: από 07.00 έως 20.00, 2/11: από 07.00 έως 20.00, 3/11: από 07.00 έως 20.00, 4/11: από 07.00 έως 20.00, 7/11: από 07.00 έως 20.00, 8/11: από 07.00 έως 20.00, 9/11: από 07.00 έως 20.00, 10/11: από 07.00 έως 20.00, 11/11: από 07.00 έως 20.00,  14/11: από 07.00 έως 20.00, 15/11: από 07.00 έως 20.00, 16/11: από 07.00 έως 20.00, 17/11: από 07.00 έως 20.00, 18/11: από 07.00 έως 20.00, 21/11: από 07.00 έως 23.00, 22/11: από 07.00 έως 20.00, 23/11: από 07.00 έως 20.00, 24/11: από 07.00 έως 20.00 ,25/11: από 06.00 έως 20.00, 28/11: από 06.00 έως 20.00, 29/11: από 07.00 έως 20.00 και 30/11: από 06.00 έως 20.00, ήτοι συνολικά το μήνα αυτό παρείχε 22 ώρες υπερεργασίας, που παρασχέθηκαν κατά την πενθήμερη εβδομάδα και 94 ώρες κατ’ εξαίρεση υπερωρίας, χωρίς η ενάγουσα να εργασθεί Σάββατο και Κυριακή παρά τα αντίθετα υποστηριζόμενα από αυτή, τα οποία εσφαλμένως δέχθηκε η εκκαλούμενη απόφαση και δικαιούτο συνεπώς το ποσό των [ (22Χ7,22€=) 158,84€ + (94Χ10,83€=) 1.018,02€] 1.176,86€. Η εναγομένη της κατέβαλε κατά το μήνα αυτό, για την πρόσθετη χρονικά εργασία της, πέραν των βασικών της αποδοχών,  το ποσό των [ 2.038,04€ – 1.003,82€ (βασικές αποδοχές)=] 1.034,22€ και συνεπώς της οφείλει ακόμη το ποσό των  (1.176,86 – 1.034,22=) 142,64€. Έσφαλε, επομένως, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που επιδίκασε το μεγαλύτερο ποσό των 273,81 ευρώ.

Κατά το μήνα Δεκέμβριο 2011 η ενάγουσα εργάσθηκε όλες τις καθημερινές (από Δευτέρα έως και Παρασκευή), εκτός από την 19 και την 26/12, με ωράριο από 06.30 έως 20.30, ήτοι επί 14 ώρες καθημερινά και δικαιούτο: για τις εβδομάδες που έκλεισε πενθήμερο εργασίας ήτοι από 1.12 έως και 16.12 ήτοι για 12 καθημερινές (12 ημέρες Χ 1 ώρα=) 12 ώρες υπερεργασία το ποσό των (12Χ7,22€=) 86,64€ δεδομένου ότι τις υπόλοιπες εβδομάδες που δεν εργάσθηκε Δευτέρα, η 9η ώρα των επόμενων καθημερινών δεν ήταν πέραν των 40 ωρών εργασίας εβδομαδιαίως και για (20 ημέρες Χ 5 ώρες=) 100 ώρες κατ’ εξαίρεση υπερωρίας το ποσό των (100Χ10,83€=) 1.083€, ήτοι συνολικά το ποσό των 1.169.64€. Η εναγόμενη της κατέβαλε κατά το μήνα αυτό, για την πρόσθετη χρονικά εργασία της, πέραν των βασικών της αποδοχών, το ποσό των [ 1.680,00€ – 1.003,82€ (βασικές αποδοχές)=] 676,18€ και συνεπώς της οφείλει ακόμη το ποσό των  (1.169,64 – 676,18=) 493,46€, το δε πρωτοβάθμιο δικαστήριο που επιδίκασε μεγαλύτερο ποσό έσφαλε κατά την εκτίμηση των αποδείξεων.

Από τον Ιανουάριο του 2012 και εντεύθεν η ενάγουσα εργαζόταν από Δευτέρα έως και Παρασκευή, με ωράριο από 06.30 έως 20.30 και ειδικότερα : τον Ιανουάριο του 2012, κατά τον οποίο η ενάγουσα δεν απασχολήθηκε την Παρασκευή 6.1 και την Τετάρτη 11.1, οπότε τις καθημερινές κατά τις αντίστοιχες εβδομάδες δεν συμπλήρωσε ώρες υπερεργασίας, παρείχε 12 ώρες υπερεργασίας, για τις οποίες δικαιούτο το ποσό των (12Χ7,22€=) 86,64€ και 100 ώρες κατ΄ εξαίρεση υπερωρίας,  για τις οποίες δικαιούτο το ποσό των (100Χ10,83€=)1.083€, ήτοι συνολικά το ποσό των 1.169,64€. Η εναγόμενη της κατέβαλε κατά το μήνα αυτό, για την πρόσθετη χρονικά εργασία της, πέραν των βασικών της αποδοχών, το ποσό των [1.624,00€ – 1.003,82€ (βασικές αποδοχές)=] 620,18€ και συνεπώς της οφείλει ακόμη το ποσό των  (1.169,64 – 620,18=) 549,46€, το δε πρωτοβάθμιο δικαστήριο που επιδίκασε μεγαλύτερο ποσό έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων.

Το Φεβρουάριο του 2012 παρείχε 18 ώρες υπερεργασίας στο διάστημα από 1 έως 24.2, αφού την τελευταία εβδομάδα δεν εργάσθηκε τη Δευτέρα 27.2 ώστε να συμπληρώσει 40 ώρες εργασίας από την καθημερινή 8ωρη εργασία οπότε η 9η ώρα της 28 και 29.2 δεν υπερέβαινε την 40η ώρα εργασίας εβδομαδιαίως και για τις οποίες (ώρες υπερεργασίας) δικαιούτο το ποσό των (18Χ7,22€=) 129,96€ και 100 ώρες κατ΄εξαίρεση υπερωρίας (όλες τις καθημερινές από την 10η έως και τη 14η ώρα),  για τις οποίες δικαιούτο το ποσό των (105Χ10,83€=) 1.083€, ήτοι συνολικά το ποσό των 1.212,96€. Η εναγόμενη της κατέβαλε κατά το μήνα αυτό, για την πρόσθετη χρονικά εργασία της, πέραν των βασικών της αποδοχών, το ποσό των [ 1.506,40€ – 1.003,82€ (βασικές αποδοχές)=] 502,58€ και συνεπώς της οφείλει ακόμη το ποσό των  (1.212,96 – 502,58=) 710,38€, το δε πρωτοβάθμιο δικαστήριο που επιδίκασε μεγαλύτερο ποσό έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων.

Τον Μάρτιο του 2012 παρείχε 20 ώρες υπερεργασίας καθώς κατά την εβδομάδα η οποία έληξε στις 2.3.2012, η ενάγουσα δεν είχε εργασθεί τη Δευτέρα 27.2, οπότε δεν είχε συμπληρώσει την 9η ώρα της 1ης  και της 2.3.12, 40 ώρες εργασίας, οπότε δεν υπολογίζεται η 9η ώρα για τις ημέρες αυτές ως υπερεργασία αλλά μόνο για τις υπόλοιπες καθημερινές του μήνα και για τις οποίες (ώρες υπερεργασίας) δικαιούτο το ποσό των (20Χ7,22€=)144,4€ και 110 ώρες κατ΄εξαίρεση υπερωρίας καθ’όλες τις καθημερινές του μήνα υπολογιζόμενης της υπερωρίας από την 10η έως και την 14η ώρα εργασίας, για τις οποίες δικαιούτο το ποσό των (110Χ10,83€=) 1.191,30€, ήτοι συνολικά το ποσό των 1.335,7€. Η εναγόμενη της κατέβαλε κατά το μήνα αυτό, για την πρόσθετη χρονικά εργασία της, πέραν των βασικών της αποδοχών, το ποσό των [ 1.696,80€ – 1.003,82€ (βασικές αποδοχές)=] 692,98€ και συνεπώς της οφείλει ακόμη το ποσό των  (1.335,7 – 692,98=) 642,72€, οπότε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που επιδίκασε μεγαλύτερο ποσό έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων.

Τον Απρίλιο του 2012, κατά τον οποίο σύμφωνα με την αγωγή δεν εργάσθηκε στις 13 και 16.4, ημέρες Παρασκευή και Δευτέρα αντίστοιχα, παρείχε 10 ώρες υπερεργασίας (τις καθημερινές από 2.4 έως και 6.4 και από 23.4 έως και 27.4), αφού τις υπόλοιπες εβδομάδες δεν συμπλήρωσε τις καθημερινές πενθήμερο εργασίας, οπότε όσες ημέρες απασχολήθηκε, η 9η ώρα εργασίας ανά καθημερινή δεν υπερέβαινε τις 40 ώρες εργασίας ανά εβδομάδα (βλ. Ι. Κουκιάδη, Εργατικό Δίκαιο, έκδοση 2017, σελ 510, 511), η δε 10η ώρα εργασίας ανά καθημερινή συνιστά κατ’ εξαίρεση υπερωρία και για τις οποίες (ώρες υπερεργασίας),  δικαιούτο το ποσό των (10Χ7,22€=) 72,2€ και 95 ώρες κατ΄ εξαίρεση υπερωρίας (οι ώρες από 10η έως και 14η όλες τις καθημερινές),  για τις οποίες δικαιούτο το ποσό των (95Χ10,83€=) 1.028,85€, ήτοι συνολικά το ποσό των 1.101,05€. Η εναγομένη της κατέβαλε κατά το μήνα αυτό, για την πρόσθετη χρονικά εργασία της, πέραν των βασικών της αποδοχών, το ποσό των [ 1.523,20€ – 1.003,82€ (βασικές αποδοχές)=] 519,38€ και συνεπώς της οφείλει ακόμη το ποσό των  (1.101,05 – 519,38=) 581,67€, το δε πρωτοβάθμιο δικαστήριο που επιδίκασε μεγαλύτερο ποσό έσφαλε στην εκτίμηση των αποδείξεων.

Τον Μάιο του 2012, κατά τον οποίον, σύμφωνα με την αγωγή, δεν εργάσθηκε την 1/5 και 2/5, Τρίτη και Τετάρτη αντίστοιχα, παρείχε 19 ώρες υπερεργασίας (τις καθημερινές στο διάστημα από 7.5 έως και 31.5), αφού την πρώτη εβδομάδα, λόγω μη απασχόλησής της τις ημέρες Τρίτη και Τετάρτη δεν συμπλήρωσε τις καθημερινές πενθήμερο εργασίας, οπότε όσες ημέρες απασχολήθηκε, η 9η ώρα εργασίας ανά καθημερινή δεν υπερέβαινε τις 40 ώρες εργασίας ανά εβδομάδα (βλ. Ι. Κουκιάδη, Εργατικό Δίκαιο, έκδοση 2017, σελ 510, 511), η δε 10η ώρα εργασίας ανά καθημερινή συνιστά κατ’ εξαίρεση υπερωρία, για τις δε ώρες υπερεργασίας δικαιούτο το ποσό των (19Χ7,22€=)137,18€, επιπλέον δε εργάσθηκε 105 ώρες κατ΄εξαίρεση υπερωρίας (τις καθημερινές από τη 10η έως και τη 14η ώρα ημερησίως), για τις οποίες δικαιούτο το ποσό των (105Χ10,83€=)1.137,15€, ήτοι συνολικά το ποσό των 1.274,33€. Η εναγόμενη της κατέβαλε κατά το μήνα αυτό, για την πρόσθετη χρονικά εργασία της, πέραν των βασικών της αποδοχών, το ποσό των [ 1.691,20€ – 1.003,82€ (βασικές αποδοχές)=] 687,38€ και συνεπώς της οφείλει ακόμη το ποσό των  (1.274,33 – 687,38=) 586,95€, το δε πρωτοβάθμιο δικαστήριο που επιδίκασε μεγαλύτερο ποσό έσφαλε κατά την εκτίμηση των αποδείξεων.

Τον Ιούνιο του 2012, κατά τον οποίον, σύμφωνα με την αγωγή, δεν εργάσθηκε την 25/6 ημέρα Δευτέρα, παρείχε 16 ώρες υπερεργασίας (τις καθημερινές από 1.6 έως και 23.6), αφού την τελευταία εβδομάδα, λόγω μη απασχόλησής της τη Δευτέρα δεν συμπλήρωσε τις καθημερινές πενθήμερο εργασίας, οπότε τις ημέρες αυτές που απασχολήθηκε η 9η ώρα εργασίας ανά καθημερινή δεν υπερέβαινε τις 40 ώρες εργασίας ανά εβδομάδα (βλ. Ι. Κουκιάδη, Εργατικό Δίκαιο, έκδοση 2017, σελ 510, 511), η δε 10η ώρα εργασίας ανά καθημερινή συνιστά κατ’ εξαίρεση υπερωρία και για τις οποίες (ώρες υπερεργασίας), δικαιούτο το ποσό των (16Χ7,22€=) 115,52€ και 95 ώρες κατ΄εξαίρεση υπερωρίας (όλες τις καθημερινές που απασχολήθηκε από τη 10η έως και τη 14η ώρα),  για τις οποίες δικαιούτο το ποσό των (95Χ10,83€=) 1.028,85€, ήτοι συνολικά το ποσό των 1.144,37€. Η εναγομένη της κατέβαλε κατά το μήνα αυτό, για την πρόσθετη χρονικά εργασία της, πέραν των βασικών της αποδοχών, το ποσό των [1.612,80€ – 1.003,82€ (βασικές αποδοχές)=] 608,98€ και συνεπώς της οφείλει ακόμη το ποσό των  (1.144,37 – 608,98=) 535,59€, το δε πρωτοβάθμιο δικαστήριο που επιδίκασε μεγαλύτερο ποσό έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων.

Κατά το διάστημα από 2.7.2012 έως 4.7.2012, οπότε έληξε η διάρκεια της σύμβασης εργασίας της ενάγουσας, η οποία σημειωτέον δεν ισχυρίζεται με την αγωγή της ότι η διάρκεια αυτής παρατάθηκε σιωπηρώς, δεν παρείχε υπερεργασία αφού δεν συμπλήρωσε πενθήμερο εργασίας κατά τις εργάσιμες από 2.7 έως 6.7.12, ώστε η 9η ώρα εργασίας στις 2, 3 και 4 Ιουλίου του 2012 να υπερβαίνει τις 40 ώρες εργασίας εβδομαδιαίως, ενώ παρείχε 15 ώρες κατ’ εξαίρεση υπερωρίας (10η έως και 14η ώρα εργασίας τις παραπάνω τρεις ημέρες), για τις οποίες δικαιούτο το ποσό των (15Χ10,83€=) 162,45€. Η εναγόμενη της κατέβαλε κατά το μήνα αυτό, για την πρόσθετη χρονικά εργασία της, πέραν των βασικών της αποδοχών, το ποσό των [1.176,00€ – 1.003,82€ (βασικές αποδοχές)=]172,18€ και συνεπώς κανένα υπόλοιπο δεν της οφείλει, το δε πρωτοβάθμιο δικαστήριο που έκρινε ότι της οφείλει αμοιβή υπερεργασίας έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων.

Περαιτέρω, κατά το χρονικό διάστημα από 01.01.2013 έως 30.04.2014 η ενάγουσα εξακολουθούσε να εργάζεται με το ίδιο ωράριο εργασίας, ήτοι από Δευτέρα έως και Παρασκευή, από 06.30 έως 20.30 και ειδικότερα : τον Ιανουάριο του 2013, κατά τον οποίο, σύμφωνα με τους αγωγικούς ισχυρισμούς, η ενάγουσα δεν εργάσθηκε  στις 1/1, 16/1 και 17/1, ημέρες Τρίτη, Τετάρτη και Πέμπτη αντίστοιχα, παρείχε 14 ώρες υπερεργασίας (τις καθημερινές από 7.1 έως και 11.1 και τις καθημερινές στο διάστημα από 21 έως 31.1), αφού τις υπόλοιπες εβδομάδες δεν συμπλήρωσε τις καθημερινές πενθήμερο, οπότε σε αυτές η 9η ώρα εργασίας ανά καθημερινή δεν υπερέβαινε τις 40 ώρες εργασίας ανά εβδομάδα (βλ. Ι. Κουκιάδη, Εργατικό Δίκαιο, έκδοση 2017, σελ 510, 511), η δε 10η ώρα εργασίας ανά καθημερινή συνιστά κατ’ εξαίρεση υπερωρία και για τις οποίες (ώρες υπερεργασίας) δικαιούτο το ποσό των (14Χ7,22€=)101,08€ και 100 ώρες κατ΄εξαίρεση υπερωρίας (όλες τις καθημερινές που εργάσθηκε από τη 10η έως και τη 14η ώρα),  για τις οποίες δικαιούτο το ποσό των (100Χ10,83€=)1.083,00€, ήτοι συνολικά το ποσό των 1.184,08€, έναντι του οποίου η εναγομένη ουδέν της κατέβαλε, το δε πρωτοβάθμιο δικαστήριο που επιδίκασε μεγαλύτερο ποσό έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων.

Το Φεβρουάριο του 2013, σύμφωνα με την αγωγή, την Παρασκευή 15/2 η ενάγουσα δεν εργάσθηκε, οπότε αυτή παρείχε 15 ώρες υπερεργασίας ( τις καθημερινές από 1.2 έως και 8.2 και τις καθημερινές από 18.2 έως και 28.2), αφού την εβδομάδα από 11 έως 17/2/2013 δεν συμπλήρωσε τις καθημερινές πενθήμερο, οπότε σε αυτές η 9η ώρα εργασίας ανά καθημερινή δεν υπερέβαινε τις 40 ώρες εργασίας ανά εβδομάδα (βλ. Ι. Κουκιάδη, Εργατικό Δίκαιο, έκδοση 2017, σελ 510, 511), η δε 10η ώρα εργασίας ανά καθημερινή συνιστά κατ’ εξαίρεση υπερωρία και για τις οποίες (ώρες υπερεργασίας),  δικαιούτο το ποσό των (15Χ7,22€=) 108,3€ και 95 ώρες κατ΄εξαίρεση υπερωρίας (για όλες τις καθημερινές που εργάσθηκε από τη 10η έως και τη 14η ώρα),  για τις οποίες δικαιούτο το ποσό των (95Χ10,83€ =) 1.028,85€, ήτοι συνολικά το ποσό των 1.137,15€, έναντι του οποίου η εναγόμενη ουδέν της κατέβαλε, το δε πρωτοβάθμιο δικαστήριο που επιδίκασε μεγαλύτερο ποσό έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων.

Τον Μάρτιο του 2013, κατά τον οποίον, σύμφωνα με τους αγωγικούς ισχυρισμούς δεν εργάσθηκε στις 18/3, 25/3 και 28/3, αντίστοιχα ημέρες Δευτέρα, Δευτέρα και Πέμπτη, η ενάγουσα παρείχε 11 ώρες υπερεργασίας( τις καθημερινές από 1.3 έως και 15.3), αφού τις υπόλοιπες εβδομάδες δεν συμπλήρωσε τις καθημερινές πενθήμερο, οπότε σε αυτές η 9η ώρα εργασίας ανά καθημερινή δεν υπερέβαινε τις 40 ώρες εργασίας ανά εβδομάδα (βλ. Ι. Κουκιάδη, Εργατικό Δίκαιο, έκδοση 2017, σελ 510, 511), η δε 10η ώρα εργασίας ανά καθημερινή συνιστά κατ’ εξαίρεση υπερωρία και για τις οποίες (ώρες υπερεργασίας), δικαιούτο το ποσό των (11Χ7,22€=)79,42€ και 90 ώρες κατ΄ εξαίρεση υπερωρίας (για όλες τις καθημερινές που εργάσθηκε από τη 10η έως και τη 14η ώρα εργασίας ανά ημέρα),  για τις οποίες δικαιούτο το ποσό των (90Χ10,83€=)974,70€, ήτοι συνολικά το ποσό των 1.054,12€, έναντι του οποίου η εναγόμενη ουδέν της κατέβαλε, το δε πρωτοβάθμιο δικαστήριο που επιδίκασε μεγαλύτερο ποσό έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων.

Τον Απρίλιο του 2013, κατά τον οποίον σύμφωνα με τους αγωγικούς ισχυρισμούς δεν εργάσθηκε στις 9/4 Τρίτη, η ενάγουσα παρείχε 15 ώρες υπερεργασίας (τις καθημερινές από 1.4 έως και 5.4, από 15.4 έως και 26.4), αφού τις υπόλοιπες εβδομάδες δεν συμπλήρωσε τις καθημερινές πενθήμερο (την τελευταία εβδομάδα του Απριλίου δεν συμπληρώνει πενθήμερο γιατί την Παρασκευή 3/5 δεν εργάσθηκε), οπότε σε αυτές η 9η ώρα εργασίας ανά καθημερινή δεν υπερέβαινε τις 40 ώρες εργασίας ανά εβδομάδα, η δε 10η ώρα εργασίας ανά καθημερινή συνιστά κατ’ εξαίρεση υπερωρία και για τις οποίες (ώρες υπερεργασίας), δικαιούτο το ποσό των (15Χ7,22€=) 108,3€ και 105 ώρες κατ΄εξαίρεση υπερωρίας (για όλες τις καθημερινές που εργάσθηκε από τη 10η ώρα έως και τη 14η ώρα),  για τις οποίες δικαιούτο το ποσό των (105Χ10,83€=) 1.137,15€, ήτοι συνολικά το ποσό των 1.245,45€.  Η εναγόμενη της κατέβαλε κατά το μήνα αυτό, για την πρόσθετη χρονικά εργασία της, πέραν των βασικών της αποδοχών, το ποσό των [ 1.596,00€ – 1.003,82€ (βασικές αποδοχές)=] 592,18€ και συνεπώς της οφείλει ακόμη το ποσό των  (1.245,45 – 592,18=) 653,27€, το δε πρωτοβάθμιο δικαστήριο που επιδίκασε μεγαλύτερο ποσό έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων.

Τον Μάιο του 2013, κατά τον οποίον, σύμφωνα με τους αγωγικούς ισχυρισμούς, δεν εργάσθηκε στις 3, 6, και 7/5, ημέρες Παρασκευή, Δευτέρα και Τρίτη αντίστοιχα, η ενάγουσα  παρείχε 15 ώρες υπερεργασίας (τις καθημερινές από 13 έως και 31.5), αφού τις υπόλοιπες εβδομάδες δεν συμπλήρωσε τις καθημερινές πενθήμερο, οπότε σε αυτές η 9η ώρα εργασίας ανά καθημερινή δεν υπερέβαινε τις 40 ώρες εργασίας ανά εβδομάδα, η δε 10η ώρα εργασίας ανά καθημερινή συνιστά κατ’ εξαίρεση υπερωρία και για τις οποίες (ώρες υπερεργασίας), δικαιούτο το ποσό των (15Χ7,22€=)108,3€ και 100 ώρες κατ΄εξαίρεση υπερωρίας (για όλες τις καθημερινές που εργάσθηκε η 10η έως και 14η ώρες),  για τις οποίες δικαιούτο το ποσό των (100Χ10,83€=)1.083€, ήτοι συνολικά το ποσό των 1.191,3€. Η εναγόμενη της κατέβαλε κατά το μήνα αυτό, για την πρόσθετη χρονικά εργασία της, πέραν των βασικών της αποδοχών, το ποσό των [1.523,20€ – 1.003,82€ (βασικές αποδοχές)=] 519,38€ και συνεπώς της οφείλει ακόμη το ποσό των  (1.191,3 – 519,38=) 671,92€. Επομένως, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που επιδίκασε μεγαλύτερο ποσό έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων.

Τον Ιούνιο του 2013,  κατά τον οποίο, σύμφωνα με τους αγωγικούς ισχυρισμούς, δεν εργάσθηκε στις 25/6 ημέρα Τρίτη, η ενάγουσα παρείχε 15 ώρες υπερεργασίας ( τις καθημερινές από 3.6 έως και 21.6), αφού την τελευταία εβδομάδα του Ιουνίου δεν συμπλήρωσε τις καθημερινές πενθήμερο, οπότε σε αυτές η 9η ώρα εργασίας ανά καθημερινή δεν υπερέβαινε τις 40 ώρες εργασίας ανά εβδομάδα, η δε 10η ώρα εργασίας ανά καθημερινή συνιστά κατ’ εξαίρεση υπερωρία και για τις οποίες (ώρες υπερεργασίας), δικαιούτο το ποσό των (15Χ7,22€=) 108,3 € και 95 ώρες κατ΄εξαίρεση υπερωρίας (όλες τις καθημερινές που απασχολήθηκε από τη 10η έως και τη 14η ώρα εργασίας),  για τις οποίες δικαιούτο το ποσό των (95Χ10,83€=) 1.028,85€, ήτοι συνολικά το ποσό των 1.137,15€. Η εναγόμενη της κατέβαλε κατά το μήνα αυτό, για την πρόσθετη χρονικά εργασία της, πέραν των βασικών της αποδοχών, το ποσό των [ 1.433,60€ – 1.003,82€ (βασικές αποδοχές)=] 429,78€ και συνεπώς της οφείλει ακόμη το ποσό των  (1.137,15 – 429,78=) 707,37€, το δε πρωτοβάθμιο δικαστήριο που επιδίκασε μεγαλύτερο ποσό έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων.

Τον Ιούλιο του 2013,  κατά τον οποίον, σύμφωνα με την αγωγή, δεν εργάσθηκε στις 12/7 ημέρα Παρασκευή και 23/7 ημέρα Τρίτη, η ενάγουσα παρείχε 13 ώρες υπερεργασίας (τις καθημερινές από 1.7 έως και 5.7, από 15.7 έως και 19.7 και από 29 έως 31.7), αφού τις υπόλοιπες εβδομάδες δεν συμπλήρωσε τις καθημερινές πενθήμερο, οπότε σε αυτές η 9η ώρα εργασίας ανά καθημερινή δεν υπερέβαινε τις 40 ώρες εργασίας ανά εβδομάδα, η δε 10η ώρα εργασίας ανά καθημερινή συνιστά κατ’ εξαίρεση υπερωρία και για τις οποίες (ώρες υπερεργασίας), δικαιούτο το ποσό των  (13Χ7,22€=)93,86€  και 105 ώρες κατ΄εξαίρεση υπερωρίας (για όλες τις καθημερινές που εργάσθηκε από τη 10η έως και την 14η ώρα),  για τις οποίες δικαιούτο το ποσό των (105Χ10,83€=)1.137,15€, ήτοι συνολικά το ποσό των 1.231,01€. Η εναγόμενη της κατέβαλε κατά το  μήνα αυτό, για την πρόσθετη χρονικά εργασία της, πέραν των βασικών της αποδοχών, το ποσό των [1.680,00€ – 1.003,82€ (βασικές αποδοχές)=] 676,18€ και συνεπώς της οφείλει ακόμη το ποσό των  (1.231,01 – 676,18=) 554,83€, το δε πρωτοβάθμιο δικαστήριο που επιδίκασε μεγαλύτερο ποσό έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων.

Τον Αύγουστο του 2013,  κατά τον οποίον, σύμφωνα με τους αγωγικούς ισχυρισμούς, δεν εργάσθηκε από 3/8 έως και 25/8, η ενάγουσα παρείχε 5 ώρες υπερεργασίας (αποδείχθηκε ότι παρείχε 7 ώρες υπερεργασίας ήτοι στις 1 και 2/8 καθώς και από 26 έως και 30/8, αλλά το παρόν δικαστήριο δεσμεύεται από την κρίση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου για 5 μόνο ώρες υπερεργασίας από 26 έως και 30/8), για τις οποίες δικαιούτο το ποσό των (5Χ7,22€=) 36,10€  και 35 ώρες κατ΄εξαίρεση υπερωρίας (εδώ περιλαμβάνονται και οι ημέρες 1 και 2/8, καθώς και το διάστημα από 26 έως και 30/8 επί πέντε ώρες υπερωρίας την ημέρα),  για τις οποίες δικαιούτο το ποσό των (35Χ10,83€=) 379,05€, ήτοι συνολικά το ποσό των 415,15€, έναντι του οποίου η εναγόμενη ουδέν της κατέβαλε.

Το Σεπτέμβριο του 2013,  κατά τον οποίο, σύμφωνα με τους αγωγικούς ισχυρισμούς, δεν εργάσθηκε στις 2/9 ημέρα Δευτέρα, η ενάγουσα παρείχε 16 ώρες υπερεργασίας (τις καθημερινές από 9.9 έως και 30.9), αφού την πρώτη εβδομάδα του Σεπτεμβρίου δεν συμπλήρωσε τις καθημερινές πενθήμερο, οπότε σε αυτές η 9η ώρα εργασίας ανά καθημερινή δεν υπερέβαινε τις 40 ώρες εργασίας ανά εβδομάδα, η δε 10η ώρα εργασίας ανά καθημερινή συνιστά κατ’ εξαίρεση υπερωρία και για τις οποίες (ώρες υπερεργασίας) δικαιούτο το ποσό των (16Χ7,22€=) 115,52€ και 100 ώρες κατ΄εξαίρεση υπερωρίας (ήτοι για όλες τις καθημερινές που εργάσθηκε από τη 10η ώρα έως και τη 14η ώρα εργασίας), για τις οποίες δικαιούτο το ποσό των (100Χ 10,83€=)1.083,00€, ήτοι συνολικά το ποσό των 1.198,52€. Η εναγόμενη της κατέβαλε κατά το μήνα αυτό, για την πρόσθετη χρονικά εργασία της, πέραν των βασικών της αποδοχών, το ποσό των [1.568,00€ – 1.003,82€ (βασικές αποδοχές)=] 564,18€ και συνεπώς της οφείλει ακόμη το ποσό των  (1.198,52 – 564,18=) 634,34€, το δε πρωτοβάθμιο δικαστήριο που επιδίκασε μεγαλύτερο ποσό έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων.

Τον Οκτώβριο του 2013,  κατά τον οποίον, σύμφωνα με τους αγωγικούς ισχυρισμούς, δεν εργάσθηκε στις 8/10, 9/10, 28/10, 30/10 και 31/10, η ενάγουσα παρείχε 14 ώρες υπερεργασίας, ( τις καθημερινές από 1.10 έως και 4.10 και από 14.10 έως και 25.10), αφού τις υπόλοιπες εβδομάδες του Οκτωβρίου δεν εργάσθηκε τις καθημερινές επί πενθήμερο, οπότε σε αυτές η 9η ώρα εργασίας ανά καθημερινή δεν υπερέβαινε τις 40 ώρες εργασίας ανά εβδομάδα, η δε 10η ώρα εργασίας ανά καθημερινή συνιστά κατ’ εξαίρεση υπερωρία και για τις οποίες (ώρες υπερεργασίας) δικαιούτο το ποσό των    (14Χ7,22€=) 101,08€ και 90 ώρες κατ΄εξαίρεση υπερωρίας (ήτοι για όλες τις καθημερινές που εργάσθηκε από τη 10η ώρα έως και τη 14η ώρα εργασίας), για τις οποίες δικαιούτο το ποσό των (90Χ10,83€=)974,47€, ήτοι συνολικά το ποσό των 1.075,55€. Η εναγομένη της κατέβαλε κατά το μήνα αυτό, για την πρόσθετη χρονικά εργασία της, πέραν των βασικών της αποδοχών, το ποσό των [1.489,60€ – 1.003,82€ (βασικές αποδοχές)=] 485,78€ και συνεπώς της οφείλει ακόμη το ποσό των  (1.075,55 – 485,78=) 589,77€, το δε πρωτοβάθμιο δικαστήριο που επιδίκασε μεγαλύτερο ποσό έσφαλε κατά την εκτίμηση των αποδείξεων.

Το Νοέμβριο του 2013,  κατά τον οποίο, σύμφωνα με τους αγωγικούς ισχυρισμούς, δεν εργάσθηκε στις 4/11 ημέρα Δευτέρα, η ενάγουσα παρείχε 15 ώρες υπερεργασίας (τις καθημερινές από 11.11 έως και 29.11), αφού τις υπόλοιπες εβδομάδες του Νοεμβρίου δεν εργάσθηκε τις καθημερινές επί πενθήμερο, οπότε σε αυτές η 9η ώρα εργασίας ανά καθημερινή δεν υπερέβαινε τις 40 ώρες εργασίας ανά εβδομάδα, η δε 10η ώρα εργασίας ανά καθημερινή συνιστά κατ’ εξαίρεση υπερωρία και για τις οποίες (ώρες υπερεργασίας), δικαιούτο το ποσό των (15 Χ7,22€=)108,3€ και 100 ώρες κατ΄εξαίρεση υπερωρίας(ήτοι για όλες τις καθημερινές που εργάσθηκε από τη 10η ώρα έως και τη 14η ώρα εργασίας),  για τις οποίες δικαιούτο το ποσό των (100Χ10,83€=) 1.083,00€, ήτοι συνολικά το ποσό των 1.191,3€, έναντι του οποίου η εναγόμενη ουδέν της κατέβαλε, το δε πρωτοβάθμιο δικαστήριο που επιδίκασε μεγαλύτερο ποσό έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων.

Το Δεκέμβριο του 2013,  κατά τον οποίο, σύμφωνα με τους αγωγικούς ισχυρισμούς, δεν εργάσθηκε στις 2/12, 25/12, 26/12 και 27/12,  παρείχε 10 ώρες υπερεργασίας (από 9 έως και 13.12 και από 16 έως και 20.12), αφού τις υπόλοιπες εβδομάδες του Δεκεμβρίου δεν εργάσθηκε τις καθημερινές επί πενθήμερο, οπότε σε αυτές η 9η ώρα εργασίας ανά καθημερινή δεν υπερέβαινε τις 40 ώρες εργασίας ανά εβδομάδα, η δε 10η ώρα εργασίας ανά καθημερινή συνιστά κατ’ εξαίρεση υπερωρία και για τις οποίες (ώρες υπερεργασίας) δικαιούτο το ποσό των (10Χ7,22€=) 72,2€ και 90 ώρες κατ΄εξαίρεση υπερωρίας (ήτοι για όλες τις καθημερινές που εργάσθηκε από τη 10η ώρα έως και τη 14η ώρα εργασίας), για τις οποίες δικαιούτο το ποσό των (90Χ10,83€=)974,70€, ήτοι συνολικά το ποσό των 1.046,9 €. Η εναγόμενη της κατέβαλε κατά το μήνα αυτό, για την πρόσθετη χρονικά εργασία της, πέραν των βασικών της αποδοχών, το ποσό των [1.612,80€ – 1.003,82€ (βασικές αποδοχές)=] 608,98€ και συνεπώς της οφείλει ακόμη το ποσό των  (1.046,9 –  608,98=)  437,92€, το δε πρωτοβάθμιο δικαστήριο έσφαλε που επιδίκασε μεγαλύτερο ποσό.

Τον Ιανουάριο του 2014, κατά τον οποίο, σύμφωνα με τους αγωγικούς ισχυρισμούς, δεν εργάσθηκε στις 1/1, 6/1, 13/1 και 23/1, παρείχε 5 ώρες υπερεργασίας, για την εβδομάδα από 27 έως 31/1, αφού τις υπόλοιπες εβδομάδες του Ιανουαρίου δεν εργάσθηκε τις καθημερινές επί πενθήμερο, οπότε η 9η ώρα εργασίας ανά καθημερινή δεν υπερέβαινε τις 40 ώρες εργασίας ανά εβδομάδα, η δε 10η ώρα εργασίας ανά καθημερινή συνιστά κατ’ εξαίρεση υπερωρία, για τις οποίες (ώρες υπερεργασίας) δικαιούτο το ποσό των (5Χ7,22€=) 36,1€    και 95 ώρες κατ΄ εξαίρεση υπερωρίας, για τις οποίες δικαιούτο το ποσό των (95Χ10,83€=) 1.028,85€, ήτοι συνολικά το ποσό των 1.064,95€. Η εναγομένη της κατέβαλε κατά το μήνα αυτό, για την πρόσθετη χρονικά εργασία της, πέραν των βασικών της αποδοχών, το ποσό των [1.579,20€ – 1.003,82€ (βασικές αποδοχές)=] 575,38€ και συνεπώς της οφείλει ακόμη το ποσό των  (1.064,95 – 575,38=) 489,57€, το δε πρωτοβάθμιο δικαστήριο έσφαλε που επιδίκασε μεγαλύτερο ποσό.

Το Φεβρουάριο του 2014,  κατά τον οποίον, σύμφωνα με τους αγωγικούς ισχυρισμούς, δεν εργάσθηκε από 8/2 έως και 16/2, η ενάγουσα παρείχε 15 ώρες υπερεργασίας, για τις οποίες δικαιούτο το ποσό των (15Χ7,22€=) 108,30€  και 75 ώρες κατ΄εξαίρεση υπερωρίας,  για τις οποίες δικαιούτο το ποσό των (75Χ10,83€=) 812,25€, ήτοι συνολικά το ποσό των 920,55€. Η εναγόμενη της κατέβαλε κατά το μήνα αυτό, για την πρόσθετη χρονικά εργασία της, πέραν των βασικών της αποδοχών, το ποσό των [1.612,80€ – 1.003,82€ (βασικές αποδοχές)=] 608,98€ και συνεπώς της οφείλει ακόμη το ποσό των  (920,55 – 608,98=) 311,57€.

Το Μάρτιο του 2014,  κατά τον οποίον, σύμφωνα με τους αγωγικούς ισχυρισμούς, δεν εργάσθηκε στις 3/3 και 25/3, η ενάγουσα παρείχε 11 ώρες υπερεργασίας, μόνο τις εβδομάδες κατά τις οποίες εργάσθηκε επί πενθήμερο, ήτοι τις καθημερινές από 10 έως 21.3 και 31.3, για τις οποίες δικαιούτο το ποσό των (19Χ7,22€=)79,42 €  και 95 ώρες κατ΄εξαίρεση υπερωρίας, για τις οποίες δικαιούτο το ποσό των (95Χ10,83€=) 1.028,85€, ήτοι συνολικά το ποσό των 1.108,27€. Η εναγόμενη της κατέβαλε κατά το μήνα αυτό, για την πρόσθετη χρονικά εργασία της, πέραν των βασικών της αποδοχών, το ποσό των [1.290,80€ – 1.003,82€ (βασικές αποδοχές)=] 286,98€ και συνεπώς της οφείλει ακόμη το ποσό των  (1.108,27 – 286,98=) 821,29€, το δε πρωτοβάθμιο δικαστήριο που επιδίκασε μεγαλύτερο ποσό έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων.

Περαιτέρω, από 1.4.2014, οπότε η ως άνω Κλαδική ΣΣΕ έπαψε να μετενεργεί ως προς το καταβαλλόμενο επίδομα γάμου, οι μηνιαίες αποδοχές της ενάγουσας βάσει της ανωτέρω ΣΣΕ διαμορφώθηκαν στο ποσό των [808,3 ευρώ (βασικός μισθός) + 74,28  ευρώ (επίδομα επικινδυνότητας)+ 40,41 ευρώ (επίδομα τέκνων)=] 922,99 ευρώ και το ωρομίσθιό της στο ποσό των (922,99 : 25 x 6/40=) 5,54 ευρώ. Αντίστοιχα, η κάθε ώρα υπερεργασίας της πλέον θα αμειβόταν με το ποσό των (5,54+ 20%=) 6,65 ευρώ και η κάθε ώρα κατ’ εξαίρεση υπερωρίας με το ποσό των (5,54 +80%=) 9,97 ευρώ.

Επομένως τον Απρίλιο του 2014, κατά τον οποίον, σύμφωνα με τους αγωγικούς ισχυρισμούς, δεν εργάσθηκε τις 18/4, 21/4 και 29/4, η ενάγουσα εργάσθηκε με ωράριο από 06.30 έως 18.30, ήτοι επί 12 ώρες, τις 1/4, 2/4, 3/4, 4/4, 7/4, 8/4, 9/4, 15/4, 22/4, 24/4, 25/4 και 28/4 και με ωράριο από 06.30 έως 20.30, ήτοι επί 14 ώρες, τις 10/4, 11/4, 14/4, 16/4, 17/4, 23/4 και 30/4, ήτοι παρείχε 9 ώρες υπερεργασίας κατά τις εβδομάδες που συμπλήρωσε πενθήμερο εργασίας τις καθημερινές ήτοι εντός του διαστήματος από 1 έως και 11.4, για τις οποίες δικαιούτο το ποσό των (9Χ 6,65€=) 59,85€ και 71 ώρες κατ’ εξαίρεση υπερωρίας, για τις οποίες δικαιούτο το ποσό των (71Χ9,97€=)707,87€, ήτοι συνολικά το ποσό των 767,72€. Η εναγόμενη της κατέβαλε κατά το μήνα αυτό, για την πρόσθετη χρονικά εργασία της, πέραν των βασικών της αποδοχών, το ποσό των [1.290,80€ – 922,99€ (βασικές αποδοχές)=] 367,81€ και συνεπώς της οφείλει ακόμη το ποσό των  (767,72 – 367,81=) 399,91€, το δε πρωτοβάθμιο δικαστήριο που επιδίκασε μεγαλύτερο ποσό έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων.

Κατά το χρονικό διάστημα από 01.5.2014 έως 31.12.2014 η ενάγουσα εργάσθηκε, από Δευτέρα έως και Παρασκευή, με το ακόλουθο ωράριο:

Τον Μάιο του 2014,  κατά τον οποίο, σύμφωνα με τους αγωγικούς ισχυρισμούς, δεν εργάσθηκε την 1/5, η ενάγουσα εργάσθηκε με ωράριο από 06.30 έως 18.30, εκτός από τις 8/5 και 26/5, κατά τις οποίες εργάσθηκε με ωράριο από 06.30 έως 20.30, ήτοι παρείχε 20 ώρες υπερεργασίας, αφού δεν εργάσθηκε επί πενθήμερο τις καθημερινές την πρώτη εβδομάδα του Μαΐου και για τις οποίες δικαιούτο το ποσό των  (20Χ6,65€=) 133€ και 67 ώρες κατ΄εξαίρεση υπερωρίας, για τις οποίες δικαιούτο το ποσό των (67Χ 9,97€=)667,99€, ήτοι συνολικά το ποσό των 800,99€. Η εναγόμενη της κατέβαλε κατά το μήνα αυτό, για την πρόσθετη χρονικά εργασία της, πέραν των βασικών της αποδοχών, το ποσό των [1.321,60€ – 922,99€ (βασικές αποδοχές)=] 398,61€ και συνεπώς της οφείλει ακόμη το ποσό των  (800,99 – 398,61=) 402,38€, πλην όμως λαμβάνεται υπόψιν το αιτούμενο με την αγωγή ποσό των 268,16€ (106 Κ.Πολ.Δ.).

Τον Ιούνιο του 2014,  κατά τον οποίον, σύμφωνα με τους αγωγικούς ισχυρισμούς, δεν εργάσθηκε στις 5/6, 6/6, 9/6 και 12/6, η ενάγουσα εργάσθηκε με ωράριο από 06.30 έως 18.30, εκτός από τις 3/6, 13/6, 16/6 και 30/6, κατά τις οποίες εργάσθηκε με ωράριο από 06.30 έως 20.30, ήτοι παρείχε 11 ώρες υπερεργασίας, τις εβδομάδες που έκλεισε πενθήμερη εργασία τις καθημερινές ήτοι εντός του διαστήματος από 16 έως 30.6, για τις οποίες δικαιούτο το ποσό των (11Χ 6,65€=) 73,15€ και 59 ώρες κατ΄εξαίρεση υπερωρίας, για τις οποίες δικαιούτο το ποσό των (59Χ9,97€=) 588,23€, ήτοι συνολικά το ποσό των 661,38€. Η εναγόμενη της κατέβαλε κατά το μήνα αυτό, για την πρόσθετη χρονικά εργασία της, πέραν των βασικών της αποδοχών, το ποσό των [1.321,60€ – 922,99€ (βασικές αποδοχές)=] 398,61€ και συνεπώς της οφείλει ακόμη το ποσό των  (661,38 – 398,61=) 262,77€, το δε πρωτοβάθμιο δικαστήριο που επιδίκασε μεγαλύτερο ποσό έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων.

Τον Ιούλιο του 2014,  η ενάγουσα εργάσθηκε με ωράριο από 06.30 έως 18.30, εκτός από τις 9/7, 14/7, 21/7, 29/7, 30/7 και 31/7, κατά τις οποίες εργάσθηκε με ωράριο από 06.30 έως 20.30, ήτοι παρείχε 23 ώρες υπερεργασίας, για τις οποίες δικαιούτο το ποσό των  (23Χ6,65€=) 152,95€ και 81 ώρες κατ΄εξαίρεση υπερωρίας,  για τις οποίες δικαιούτο το ποσό των (81Χ9,97€=)807,57€, ήτοι συνολικά το ποσό των 960,52€. Η εναγόμενη της κατέβαλε κατά το μήνα αυτό, για την πρόσθετη χρονικά εργασία της, πέραν των βασικών της αποδοχών, το ποσό των [1.405,59€ – 922,99€ (βασικές αποδοχές)=] 482,6€ και συνεπώς της οφείλει ακόμη το ποσό των  (960,52 – 482,6=) 477,92€, πλην όμως λαμβάνεται υπόψην το αιτούμενο με την αγωγή ποσό των 411,13€ (106 Κ.Πολ.Δ.).

Τον Αύγουστο του 2014,  κατά τον οποίον, σύμφωνα με τους αγωγικούς ισχυρισμούς, δεν εργάσθηκε από 9/8 έως και 17/8, η ενάγουσα εργάσθηκε με ωράριο από 06.30 έως 20.30, ήτοι παρείχε 16 ώρες υπερεργασίας, για τις οποίες δικαιούτο το ποσό των (16Χ6,65€=) 106,4€ και 80 ώρες κατ΄εξαίρεση υπερωρίας,  για τις οποίες δικαιούτο το ποσό των (80Χ9,97€=) 797,6€, ήτοι συνολικά το ποσό των 904€, έναντι του οποίου η εναγόμενη ουδέν της κατέβαλε, το δε πρωτοβάθμιο δικαστήριο έσφαλε που επιδίκασε μεγαλύτερο ποσό

Το Σεπτέμβριο του 2014, κατά τον οποίο, σύμφωνα με τους αγωγικούς ισχυρισμούς, δεν εργάσθηκε στις 10/9, η ενάγουσα εργάσθηκε με ωράριο από 06.30 έως 20.30, εκτός από τις 1/9, 3/9 και 5/9, κατά τις οποίες εργάσθηκε με ωράριο από 06.30 έως 18.30, ήτοι παρείχε 17 ώρες υπερεργασίας κατά τις εβδομάδες που έκλεισε πενθήμερη εργασία τις καθημερινές (ήτοι με εξαίρεση το πενθήμερο 8 έως 12.9), για τις οποίες δικαιούτο το ποσό των (17Χ6,65€=)113,05€ και 99 ώρες κατ΄εξαίρεση υπερωρίας, για τις οποίες δικαιούτο το ποσό των (99Χ 9,97€=) 987,03€, ήτοι συνολικά το ποσό των 1.100,08€, έναντι του οποίου η εναγόμενη ουδέν της κατέβαλε, το δε πρωτοβάθμιο δικαστήριο που επιδίκασε μεγαλύτερο ποσό έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων.

Τον Οκτώβριο του 2014,  κατά τον οποίον, σύμφωνα με τους αγωγικούς ισχυρισμούς, δεν απασχολήθηκε στις 28/10, η ενάγουσα εργάσθηκε με ωράριο από 06.30 έως 20.30, εκτός από τις 2/10, κατά την οποία εργάσθηκε με ωράριο από 06.30 έως 18.30, ήτοι παρείχε 18 ώρες υπερεργασίας, καθώς την τελευταία εβδομάδα δεν έκλεισε πενθήμερο εργασίας τις καθημερινές λόγω της απουσίας της την Τρίτη 28 Οκτωβρίου, για τις οποίες δικαιούτο το ποσό των (18Χ 6,65€=)119,7€ και 108 ώρες κατ΄εξαίρεση υπερωρίας,  για τις οποίες δικαιούτο το ποσό των (108Χ 9,97€=) 1.076,76€, ήτοι συνολικά το ποσό των 1.196,46€. Η εναγόμενη της κατέβαλε κατά το μήνα αυτό, για την πρόσθετη χρονικά εργασία της, πέραν των βασικών της αποδοχών, το ποσό των [1.568,00€ – 922,99€ (βασικές αποδοχές)=] 645,01€ και συνεπώς της οφείλει ακόμη το ποσό των (1.196,46 – 645,01=) 551,45€, το δε πρωτοβάθμιο δικαστήριο που επιδίκασε μεγαλύτερο ποσό έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων.

Το Νοέμβριο του 2014,  κατά τον οποίον, σύμφωνα με τους αγωγικούς ισχυρισμούς, δεν εργάσθηκε τη Δευτέρα 24/11, η ενάγουσα εργάσθηκε με ωράριο από 06.30 έως 20.30, ήτοι παρείχε 15 ώρες υπερεργασίας δεδομένου ότι την τελευταία εβδομάδα δεν συμπλήρωσε πενθήμερο εργασίας, για τις οποίες δικαιούτο το ποσό των  (15Χ6,65€=) 99,75€  και  95 ώρες κατ΄εξαίρεση υπερωρίας,  για τις οποίες δικαιούτο το ποσό των (95Χ 9,97€=) 947,15€, ήτοι συνολικά το ποσό των 1.046,9 €, έναντι του οποίου η εναγόμενη ουδέν της κατέβαλε. Σημειωτέον δε ότι η ενάγουσα δεν αξιώνει διαφορές υπερωριακής αμοιβής για  το Δεκέμβριο του 2014.

Τέλος, κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.2015 έως 31.10.2015 η ενάγουσα εργάσθηκε, από Δευτέρα έως και Παρασκευή, με το ακόλουθο ωράριο: Τον Ιανουάριο του 2015,  κατά τον οποίο, σύμφωνα με τους αγωγικούς ισχυρισμούς, δεν εργάσθηκε στις 1/1, 6/1 και 16/1, η ενάγουσα εργάσθηκε με ωράριο από 06.30 έως 20.30, εκτός από την 15/1, κατά την οποία εργάσθηκε με ωράριο από 06.30 έως 18.30, ήτοι παρείχε 10 ώρες υπερεργασίας, αφού μόνο τις δύο τελευταίες εβδομάδες του μήνα εργάσθηκε πλήρες πενθήμερο εργασίας, για τις οποίες δικαιούτο το ποσό των (10Χ6,65€=) 66,5€ και 93 ώρες κατ’ εξαίρεση υπερωρίας πλην όμως το παρόν δικαστήριο δεσμεύεται από την κρίση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου για 88 ώρες κατ΄εξαίρεση υπερωρίας, μη δυνάμενο να χειροτερεύσει τη θέση της εκκαλούσας, για τις οποίες δικαιούτο το ποσό των (88Χ9,97€=) 877,36€, ήτοι συνολικά το ποσό των 943,86€, έναντι του οποίου η εναγόμενη ουδέν της κατέβαλε, το δε πρωτοβάθμιο δικαστήριο που επιδίκασε μεγαλύτερο ποσό έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων.

Το Φεβρουάριο του 2015,  κατά τον οποίον, σύμφωνα με τους αγωγικούς ισχυρισμούς, δεν εργάσθηκε στις 23/2,  η ενάγουσα εργάσθηκε με ωράριο από 06.30 έως 20.30, ήτοι παρείχε 15 ώρες υπερεργασίας, αφού την τελευταία εβδομάδα δεν έκλεισε πενθήμερο εργασίας, για τις οποίες δικαιούτο το ποσό των (15Χ6,65€=) 99,75€ και 95 ώρες κατ΄εξαίρεση υπερωρίας,  για τις οποίες δικαιούτο το ποσό των (95Χ9,97€=)947,15€, ήτοι συνολικά το ποσό των 1.046,9€. Η εναγόμενη της κατέβαλε κατά το μήνα αυτό, για την πρόσθετη χρονικά εργασία της, πέραν των βασικών της αποδοχών, το ποσό των [1.579,40€ – 922,99€ (βασικές αποδοχές)=] 656,41€ και συνεπώς της οφείλει ακόμη το ποσό των  (1.046,9 – 656,41=) 390,49€, το δε πρωτοβάθμιο δικαστήριο που επιδίκασε μεγαλύτερο ποσό έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων.

Τον Μάρτιο του 2015,  κατά τον οποίον, σύμφωνα με τους αγωγικούς ισχυρισμούς, δεν εργάσθηκε στις 6/3, 9/3, 13/3 και 25/3, η ενάγουσα εργάσθηκε με ωράριο από 06.30 έως 20.30, ήτοι παρείχε 7 ώρες υπερεργασίας, αφού πλήρες πενθήμερο εργάσθηκε από 16 έως 20.3.15 και την εβδομάδα που ξεκίνησε με τις 30 και 31.3.15, για τις οποίες δικαιούτο το ποσό των  (7Χ6,65€=) 46,55€ και 90 ώρες κατ΄ εξαίρεση υπερωρίας,  για τις οποίες δικαιούτο το ποσό των (90Χ 9,97€=) 897,3€, ήτοι συνολικά το ποσό των 943,85€. Η εναγόμενη της κατέβαλε κατά το μήνα αυτό, για την πρόσθετη χρονικά εργασία της, πέραν των βασικών της αποδοχών, το ποσό των [1.409,80€ – 922,99€ (βασικές αποδοχές)=] 486,81€ και συνεπώς της οφείλει ακόμη το ποσό των  (943,85 – 486,81=) 457,04€, το δε πρωτοβάθμιο δικαστήριο που επιδίκασε μεγαλύτερο ποσό έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων.

Τον Ιούνιο του 2015 (σημειωτέον ότι η ενάγουσα δεν αξιώνει διαφορά υπερωριακής αμοιβής για τον Απρίλιο και τον Μάιο του 2015),  κατά τον οποίο, σύμφωνα με τους αγωγικούς ισχυρισμούς, δεν εργάσθηκε την 4/6,  η ενάγουσα εργάσθηκε με ωράριο από 06.30 έως 20.30, ήτοι παρείχε 17 ώρες υπερεργασίας, καθώς την πρώτη εβδομάδα του Ιουνίου δεν έκλεισε πενθήμερο εργασίας, για τις οποίες δικαιούτο το ποσό των (17Χ6,65€=) 113,05€ και 105 ώρες κατ΄εξαίρεση υπερωρίας,  για τις οποίες δικαιούτο το ποσό των (105Χ9,97€=) 1.046,85€, ήτοι συνολικά το ποσό των 1.159,9€, έναντι του οποίου η εναγόμενη ουδέν της κατέβαλε, το δε πρωτοβάθμιο δικαστήριο που επιδίκασε μεγαλύτερο ποσό, έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων.

Τον Αύγουστο του 2015 (για τον Ιούλιο του 2015 η ενάγουσα δεν αξιώνει διαφορά υπερωριακής αμοιβής),  κατά τον οποίον, σύμφωνα με τους αγωγικούς ισχυρισμούς, δεν εργάσθηκε από 1/8 έως και 16/8, η ενάγουσα εργάσθηκε με ωράριο από 06.30 έως 20.30, ήτοι παρείχε 10 ώρες υπερεργασίας, καθώς την εβδομάδα που ξεκίνησε με την 31.8 η ενάγουσα δεν εργάσθηκε την Τετάρτη 2.9 με αποτέλεσμα να μην κλείσει πενθήμερο εργασίας και να μη δικαιούται ούτε για τις 31.8 για την 9η ώρα απασχόλησης αμοιβή υπερεργασίας και για τις οποίες δικαιούτο το ποσό των  (10Χ6,65€) 66,5€  και 55 ώρες κατ΄εξαίρεση υπερωρίας, για τις οποίες δικαιούτο το ποσό των (55Χ9,97€=) 548,35€, ήτοι συνολικά το ποσό των 614,85€, έναντι του οποίου η εναγόμενη ουδέν της κατέβαλε, το δε πρωτοβάθμιο δικαστήριο που επιδίκασε μεγαλύτερο ποσό έσφαλε κατά την εκτίμηση των αποδείξεων.

Το Σεπτέμβριο του 2015, κατά τον οποίον, σύμφωνα με τους αγωγικούς ισχυρισμούς, δεν εργάσθηκε στις 2/9, 11/9, 18/9 και 28/9, η ενάγουσα εργάσθηκε με ωράριο από 06.30 έως 20.30, ήτοι παρείχε 5 ώρες υπερεργασίας, αφού μόνο την εβδομάδα από 21 έως 27.9 έκλεισε πενθήμερο εργασίας και για τις οποίες δικαιούτο το ποσό των (5Χ6,65€=) 33,25€ και 90 ώρες κατ΄εξαίρεση υπερωρίας,  για τις οποίες δικαιούτο το ποσό των (90Χ 9,97€=) 897,3€, ήτοι συνολικά το ποσό των 930,55€. Η εναγόμενη της κατέβαλε κατά το μήνα αυτό, για την πρόσθετη χρονικά εργασία της, πέραν των βασικών της αποδοχών, το ποσό των [1.303,80€ – 922,99€ (βασικές αποδοχές)=] 380,81€ και συνεπώς της οφείλει ακόμη το ποσό των  (930,55 – 380,81=) 549,74€, το δε πρωτοβάθμιο δικαστήριο έσφαλε που επιδίκασε μεγαλύτερο ποσό, ενώ για τον Οκτώβριο του 2015 η ενάγουσα δεν αξιώνει διαφορά υπερωριακής αμοιβής.

Συνολικά, επομένως, η εναγόμενη οφείλει στην ενάγουσα, ως υπόλοιπο αμοιβής λόγω υπερεργασίας, κατ’ εξαίρεση υπερωρίας και νυχτερινής εργασίας το ποσό των 37.101,19€.

Αποδείχθηκε, επίσης, ότι η ενάγουσα δικαιούτο για δεδουλευμένες τακτικές αποδοχές κατά το χρονικό διάστημα από 01.01.2011 έως 30.06.2011 το ποσό των (989,20€ Χ 6 μήνες=) 5.935,20€, έλαβε δε από την εναγόμενη για το διάστημα αυτό το ποσό των (967,47€ Χ 6 μήνες=) 5.804,82€, όπως η ίδια συνομολογεί και συνεπώς δικαιούται διαφορά ποσού 130,38€, όπως ορθά δέχθηκε και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο. Για το χρονικό διάστημα από 2.10.2015 έως 23.03.2016, κατά το οποίο η ενάγουσα αμειβόταν βάσει της Ε.Γ.Σ.Σ.Ε. και δεδομένου ότι στον φύλακα υπερέχει το σωματικό και όχι το πνευματικό στοιχείο της εργασίας, οπότε αυτός ανήκει στην κατηγορία του εργάτη και όχι του υπαλλήλου κατά την έννοια του άρθρου 10 Ν. 3514/1928, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 ν.δ.2655/1953 (βλ. ΑΠ 262/1986 στον Ισοκράτη) έπρεπε να λαμβάνει κάθε μήνα ως νόμιμο μικτό μισθό το ποσό των 752,75 ευρώ (30,11 ευρώ το ημερομίσθιο εργάτη με προϋπηρεσία μίας τριετίας συμπεριλαμβανομένου του επιδόματος γάμου και για διαζευγμένους κατ’ άρθρο 20 παρ.2 ν. 1849/89 σε συνδυασμό με το άρθρο 1 της ΕΓΣΣΕ της 14.5.13 και το άρθρο 3 της ΕΓΣΣΕ της 26.3.14 που θεώρησαν τον σχετικό όρο θεσμικό όρο x 25 ημέρες εργασίας ανά μήνα), οπότε δικαιούτο συνολικά για την παραπάνω αιτία το ποσό των [(752,75€ Χ 4 μήνες=) 3.011€  + 728,47€ (Οκτώβριος 2015) + 558,49€ (Μάρτιος 2016) =] 4.297,96€, έλαβε δε από την εναγόμενη για το διάστημα αυτό το ποσό των 4.219,80€, όπως η ίδια συνομολογεί και συνεπώς δικαιούται διαφορά ποσού 78,16€. Συνολικά, επομένως, για διαφορές δεδουλευμένων αποδοχών, η εναγόμενη οφείλει στην ενάγουσα το ποσό των 208,54€, το δε πρωτοβάθμιο δικαστήριο που επιδίκασε μεγαλύτερο ποσό έσφαλε ως προς την ορθή εφαρμογή του νόμου, γενομένου εν μέρει δεκτού του τρίτου λόγου έφεσης της εκκαλούσας που πλήττει το νόμιμο υπολογισμό των σχετικών ποσών.

Περαιτέρω και σε ό,τι αφορά τον πέμπτο λόγο έφεσης με τον οποίο η εκκαλούσα παραπονείται γιατί το πρωτοβάθμιο δικαστήριο δεν απέρριψε ως μη νόμιμες τις αξιώσεις της εφεσίβλητης για επιδίκαση αμοιβής τις ημέρες του Σαββάτου, καίτοι αυτή δεν επικαλέσθηκε βάση αδικαιολόγητου πλουτισμού, ως όφειλε, αφού η εργασία κατά την ημέρα αυτή είναι άκυρη και ο μισθωτός δικαιούται τη σχετική ωφέλεια του εργοδότη συνιστάμενη στο 1/25 επί του κατώτατου βασικού μισθού του προσαυξημένου κατά 30% βάσει του άρθρου 8 του ν. 3846/2010, πρέπει να σημειωθεί ότι ο σχετικός λόγος τυγχάνει απορριπτέος ως μη νόμιμος. Στο άρθρο 8 παρ.1 του ν. 3846/2010 ορίζεται ότι «Η εργασία, που παρέχεται την έκτη ημέρα της εβδομάδος, κατά παράβαση του συστήματος πενθήμερης εργασίας, ανεξάρτητα από τις προβλεπόμενες κυρώσεις, αμείβεται με το καταβαλλόμενο ημερομίσθιο προσαυξημένο κατά 30%». Ο νομοθέτης δηλαδή δεν προβλέπει πια ότι είναι άκυρη η παροχή εργασίας την ημέρα του Σαββάτου και ως αμοιβή προβλέπει για το Σάββατο το καταβαλλόμενο ημερομίσθιο και όχι το κατώτερο νόμιμο και εκείνο προσαυξημένο κατά 30%. Τα ανωτέρω προβαλλόμενα από την εκκαλούσα, ως προς τον τρόπο αμοιβής των απασχολουμένων κατά την έκτη ημέρα της εβδομάδας σε επιχειρήσεις όπου εφαρμόζεται το πενθήμερο, βάσει των περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεων, ίσχυαν κατά το χρονικό διάστημα πριν την έναρξη εφαρμογής του Ν. 3846/11-5-2010, με τον οποίο ρυθμίσθηκε το πρώτον νομοθετικά ο τρόπος αμοιβής του μισθωτού για απασχόλησή του την έκτη ημέρα της εβδομάδας σε επιχειρήσεις που εφαρμόζεται το σύστημα της πενθήμερης εργασίας. (έτσι η ΑΠ 1985/2017 και η ΑΠ 1004/2017 στη Νόμος). Υπέρ τούτου συνηγορεί και η αιτιολογική έκθεση του ν.3846/2010 σχετικά με το άρθρο 8, όπου αναφέρεται ότι: «Έχει παρατηρηθεί στην πράξη ότι σε πολλές περιπτώσεις, ο εργοδότης απασχολεί τον εργαζόμενο κατά παράβαση του πενθημέρου και την έκτη μέρα της εβδομάδος. Τα δικαστήρια έχουν δεχθεί ότι η εργασία αυτή είναι παράνομη και ο μισθωτός έχει αξίωση μισθού κατά τις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού. Με τον τρόπο αυτό ο εργοδότης μπορεί να απασχολεί τον εργαζόμενο παράνομα, µε το μικρότερο κόστος. Για να µην ζημιώνεται ο εργαζόμενος από την παράνομη αυτή απασχόλησή του, θεσπίζεται ως αμοιβή για την ημέρα αυτή, το καταβαλλόμενο ημερομίσθιό του, προσαυξημένο…». Ορθά λοιπόν το πρωτοβάθμιο δικαστήριο έκρινε νόμιμη την απαίτηση της εφεσίβλητης για εργασία τις ημέρες του Σαββάτου, χωρίς να γίνεται επίκληση του αδικαιολόγητου πλουτισμού και έθεσε ως βάση για τον υπολογισμό της το καταβαλλόμενο ημερομίσθιο και όχι το προβλεπόμενο κατώτατο από την ΕΓΣΣΕ. Έτσι, η ενάγουσα, για την εργασία της καθ’ ημέρα Σαββάτου κατά το έτος 2011 και δη για 49 Σάββατα (1/1, 8/1, 15/1, 22/1, 29/1, 5/2, 12/2, 19/2, 26/2, 5/3, 12/3, 19/3, 26/3, 2/4, 9/4, 16/4, 23/4, 30/4, 7/5, 14/5, 21/5, 28/5, 4/6, 11/6, 18/6, 25/6, 2/7, 9/7, 16/7, 23/7, 30/7, 6/8, 13/8, 20/8, 27/8, 3/9, 10/9, 17/9, 24/9, 1/10, 15/10, 22/10, 29/10, 5/11, 12/11, 19/11, 26/11, 3/12, 24/12) δικαιούτο το συνολικό ποσό των  [(989,20€:25=) 39,57€ + 30% = 51,44€ Χ 26 Σάββατα = 1.337,44€ + (1.003,82€:25=) 40,15€ + 30%= 52,19€ Χ 23 Σάββατα = 1.200,37€ =] 2.537,81€, έναντι του οποίου η εναγόμενη ουδέν της κατέβαλε.

Αντίθετα, βάσιμα αιτιάται η εκκαλούσα την εκκαλουμένη με τον τέταρτο λόγο έφεσης για την επιδίκαση αμοιβής ίσης με το 1/25 του μισθού για εργασία κατά τις Κυριακές χωρίς να γίνεται επίκληση των στοιχείων της βάσης περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, λόγω μη χορήγησης αναπληρωματικής ημέρας ανάπαυσης στην εφεσίβλητη. Συνακόλουθα, για τις ημέρες της Κυριακής του έτους 2011, κατά τις οποίες η ενάγουσα εργάσθηκε, η αγωγή είναι νόμιμη μόνο ως προς την προσαύξηση του 75%, η οποία πράγματι αποδεικνύεται ότι οφείλεται. Συγκεκριμένα, για την εργασία της καθ’ ημέρα Κυριακής κατά το έτος 2011 και δη για 46 Κυριακές (2/1, 9/1, 16/1, 23/1, 30/1, 6/2, 13/2, 20/2, 27/2, 6/3, 13/3, 20/3, 27/3, 3/4, 10/4, 17/4, 24/4, 1/5, 8/5, 15/5, 22/5, 29/5, 5/6, 12/6, 19/6, 26/6, 3/7, 10/7, 17/7, 24/7, 31/7, 7/8, 14/8, 21/8, 28/8, 4/9, 11/9, 18/9, 25/9, 2/10, 16/10, 23/10,) η ενάγουσα δικαιούτο το συνολικό ποσό των  [(989,20€:25=) 39,57€ x 75%= 29,68€ Χ 26 Κυριακές = 771,68€ + (1.003,82€:25=) 40,15€ x 75%= 30,56€ Χ 16 Κυριακές = 488,96 =] 1.260,64€, έναντι του οποίου η εναγόμενη ουδέν της κατέβαλε, το δε πρωτοβάθμιο δικαστήριο που επιδίκασε και την αμοιβή για παροχή αναπληρωματικής ημέρας ανάπαυσης έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου, ενώ ως προς την προσαύξηση για κυριακάτικη εργασία το Νοέμβριο του 2011 έσφαλε και κατά την εκτίμηση των αποδείξεων. Όπως δε προεκτέθηκε, κατά το υπόλοιπο επίδικο χρονικό διάστημα, η ενάγουσα εργαζόταν μόνο επί πενθήμερης εβδομαδιαίας βάσης, από Δευτέρα έως και Παρασκευή, απορριπτομένου κατ’ ουσίαν του οικείου αγωγικού κονδυλίου κατά το μέρος που αναφέρεται στο διάστημα αυτό. Περαιτέρω, για Δώρο Χριστουγέννων 2011 η ενάγουσα δικαιούτο το ποσό των 989,20€, για Δώρο Πάσχα 2012 το ποσό των (989,20:2=) 494,60€, για αναλογία Δώρου Χριστουγέννων 2012, ήτοι για την εργασία της από 1.5.2012 έως 4.7.2012 το ποσό των (1.003,82€:25= 40,15€Χ6,84=) 274,63€, για Δώρο Πάσχα 2013 το ποσό των (1.003,82€:2=) 501,91€, για Δώρο Χριστουγέννων 2013 το ποσό των 1.003,82€, για Δώρο Πάσχα 2014 το ποσό των [(1.003,82€ x ¾) + (922,99 x ¼)] :2= 491,81€ και όχι 501,91 ευρώ, για Δώρο Χριστουγέννων 2014 το ποσό των 922,99€ και όχι το ποσό των 1.003,82 ευρώ, για Δώρο Πάσχα 2015 το ποσό των (922,99€:2=) 461,5€ και όχι 501,91€, έναντι των οποίων ουδέν έλαβε και για Δώρο Χριστουγέννων 2015 το ποσό των 752,75€, έναντι του οποίου η εναγόμενη της κατέβαλε το ποσό των 703,30€ και συνεπώς της οφείλει 49,45€. Ήτοι, συνολικά, για δώρα εορτών Χριστουγέννων η εναγομένη οφείλει στην ενάγουσα το ποσό των  3.240,09€ και όχι των 3.380,91€  που εσφαλμένα έκρινε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο και για δώρα εορτών Πάσχα  το ποσό των 1.949,82€ και όχι των 2.000,33€, όπως εσφαλμένα έκρινε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο. Η ενάγουσα δικαιούτο, επίσης, για επίδομα αδείας 2011 το ποσό των (989,20€:2=) 494,60€,  για επίδομα αδείας 2012 και 2013 το ποσό των (1.003,82€:2= 501,91€ Χ 2 =) 1.003,82€, για επίδομα αδείας του έτους 2014 το ποσό των (922,99€:2=) 461,5€   και για επίδομα αδείας 2015 το ποσό των (752,75€:2=) 376,38€, ήτοι συνολικά το ποσό των 2.336,3€, έναντι του οποίου ουδέν έλαβε, το δε πρωτοβάθμιο δικαστήριο που επιδίκασε μεγαλύτερο ποσό έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου. Τέλος, αποδείχθηκε ότι η αποζημίωση λόγω καταγγελίας της σύμβασης εργασίας της ενάγουσας, με δεδομένο ότι κατά το χρόνο που έλαβε χώρα αυτή, ήτοι την 23.03.2016, η τελευταία είχε συμπληρώσει, από 1.1.2013, 3 έτη υπηρεσίας στην εναγόμενη, ισούται με τις αποδοχές δεκαπέντε ημερομισθίων βάσει των άρθρων 3 και 5 του β.δ/τος της 16/18 Ιουλίου 1920 σε συνδυασμό με το άρθρο 3 της από 12-4-2006 ΕΓΣΣΕ ετών 2006 – 2007 με προσαύξηση 1/6 προκειμένου να ληφθούν υπόψη τα επιδόματα εορτών και αδείας στο ύψος του μισθού και δεδομένου ότι ο φύλακας ανήκει στην κατηγορία των εργατών, δηλαδή η ενάγουσα δικαιούτο αποζημίωση απολύσεως ύψους [(30,11 ευρώ το ημερομίσθιο x 15) + (30,11 ευρώ το ημερομίσθιο x 15 x 1/6)= ] 526,93 ευρώ. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο ορθά μεν έκρινε ότι οφείλεται αποζημίωση απολύσεως στην ενάγουσα, εκτιμώντας ομοίως ορθά τις αποδείξεις αναφορικά με το γεγονός ότι τους διαδίκους συνέδεε από 1.1.2013 έως 23.3.2016 μία ενιαία σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου κατά τα προαναφερθέντα, απορριπτομένου του πρώτου σκέλους του έκτου λόγου της εφέσεως της εκκαλούσας-εναγόμενης, πλην όμως εσφαλμένως και με λανθασμένη εκτίμηση των αποδείξεων επιδίκασε στην εφεσίβλητη αποζημίωση απολύσεως για υπάλληλο ύψους 2 μηνών μαζί με τις σχετικές προσαυξήσεις των επιδομάτων εορτών και αδείας,  σύμφωνα με τη διάταξη της περίπτωσης 2 της υποπαραγράφου ΙΑ. 12 του άρθρου πρώτου του Ν. 4093/2012, με το οποίο αντικαταστάθηκε η παράγραφος 1 του άρθρου 3 του Ν. 2112/1920, καθώς στην εργασία της ενάγουσας υπερείχε το σωματικό στοιχείο, γενομένου δεκτού στην ουσία του του δεύτερου σκέλους του έκτου λόγου της ένδικης εφέσεως, με το οποίο η εκκαλούσα υποστηρίζει ότι έπρεπε να επιδικασθούν στην εφεσίβλητη έως 15 αναλογούντα ημερομίσθια και όχι δύο μηνιαίοι μισθοί.

Παρακάτω και σε ό,τι αφορά τον προβληθέντα και με τις προτάσεις στον πρώτο βαθμό ισχυρισμό της εναγόμενης-εκκαλούσας περί καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος της ενάγουσας-εφεσίβλητης να της επιδικασθούν τα παραπάνω ποσά, για την απόρριψη του οποίου ως μη νόμιμου παραπονείται η εκκαλούσα με τον έβδομο λόγο της έφεσής της και τον οποίο (ισχυρισμό) επαναφέρει, πρέπει να σημειωθούν τα εξής: Η εναγόμενη υποστηρίζει ότι η συνεργασία της με την ενάγουσα ξεκίνησε το έτος 2004 και ότι έκτοτε μέχρι και τον Μάρτιο του 2016 συνεργάσθηκαν είτε με συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας, είτε με συμβάσεις ανεξαρτήτων υπηρεσιών, χωρίς ποτέ η τελευταία να  οχλήσει την πρώτη ότι είχε κάποιο παράπονο ή κάποια αξίωση από τη μεταξύ τους συνεργασία. Ότι με τις επίδικες αξιώσεις της η ενάγουσα αμφισβητεί αιφνιδιαστικά και κακόπιστα ότι μεταξύ τους στο διάστημα 2011-2015 είχαν συναφθεί συμβάσεις ανεξάρτητων υπηρεσιών, διεκδικώντας ένα υπέρογκο ποσό, παρότι δεν είχε διαμαρτυρηθεί προηγουμένως για αμοιβές ή ασφαλιστικές εισφορές προσήκουσες στη σύμβαση εργασίας, ούτε είχε αμφισβητήσει ότι υπήρχαν μεταξύ τους τέσσερις συμβάσεις ανεξαρτήτων υπηρεσιών που τις υπέγραφε η ίδια και εν συνεχεία λύθηκαν, για να καταρτίσουν πάλι σύμβαση εξαρτημένης εργασίας. Ότι όταν έληξε η νόμιμη άδεια άσκησης επαγγέλματος για προσωπικό ασφαλείας της ενάγουσας στις 16.3.2016, η εναγόμενη της κοινοποίησε με το από 23.3.2016 εξώδικό της την καταγγελία της σύμβασής της, πλην όμως στις 29.3.2016, η ενάγουσα δείχνοντας ότι θέλει να συνεχίσει να εργάζεται για εκείνη, της απέστειλε τη νέα άδειά της, ζητώντας να επαναπροσληφθεί, κάτι το οποίο δεν δέχθηκε η εναγόμενη. Ότι μετά την άρνηση αυτή και μετά από πέντε σχεδόν χρόνια συνεργασίας και αφού έγινε η καταγγελία της σύμβασης της ενάγουσας, τότε μόνο η τελευταία προσέφυγε στην Επιθεώρηση Εργασίας στις 6.6.2016 και άσκησε την ένδικη αγωγή στις 2.9.2016, όπου για πρώτη φορά αμφισβητούσε τη φύση της μεταξύ τους σχέσης ανεξάρτητων υπηρεσιών, αξιώνοντας ένα τεράστιο ποσό για υπερεργασία και υπερωρία. Ότι η αδράνειά της να ασκήσει οποιοδήποτε δικαίωμά της σε χρόνο νωρίτερο των πέντε ετών ή σε χρόνο που έληγε κάθε μία από τις συμβάσεις ανεξάρτητων υπηρεσιών, με την καλόπιστη ανανέωση της συνεργασίας εκ μέρους της εναγόμενης, σε συνδυασμό με την καλόπιστη πεποίθησή της ότι δεν υπήρχε κατ’ αυτής δικαίωμα ή ότι δεν είχε σκοπό να το ασκήσει η ενάγουσα καθώς ποτέ δεν είχε διαμαρτυρηθεί, καθιστά καταχρηστική την άσκηση της αγωγής της.

Ως προς τον λόγο αυτό έφεσης πρέπει να σημειωθούν τα εξής: Κατά το άρθρο 281 ΑΚ, η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, το δικαίωμα θεωρείται ότι ασκείται καταχρηστικά, όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου, που προηγήθηκε ή η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε, κατά το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε, ή οι περιστάσεις που μεσολάβησαν, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν τη γένεση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή τη μεταγενέστερη άσκησή του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου. Τούτο συμβαίνει, ιδίως, όταν από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου έχει δημιουργηθεί στον υπόχρεο, και μάλιστα ευλόγως, η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμά του. Μόνη δε η αδράνεια του δικαιούχου για μακρό χρόνο και πάντως μικρότερο απ` αυτόν της παραγραφής, δεν αρκεί για να καταστήσει καταχρηστική την μετέπειτα άσκηση του δικαιώματος, ακόμη και όταν δημιούργησε στον οφειλέτη την πεποίθηση ότι δεν υπάρχει το δικαίωμα ή ότι δεν πρόκειται πλέον να ασκηθεί, αλλά απαιτείται να συντρέχουν επιπλέον ειδικές συνθήκες και περιστάσεις, προερχόμενες κυρίως από τη συμπεριφορά των μερών και σε αιτιώδη μεταξύ τους συνάφεια ευρισκόμενες, με βάση τις οποίες, καθώς και την αδράνεια του δικαιούχου, η μεταγενέστερη άσκηση του δικαιώματος, που τείνει σε ανατροπή της κατάστασης, που δημιουργήθηκε υπό τις παραπάνω ειδικές συνθήκες και περιστάσεις και διατηρήθηκε για μακρό χρόνο, να εξέρχεται των ορίων που επιβάλλει η διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ. Δεν είναι πάντως απαραίτητο η επιχειρούμενη από το δικαιούχο ανατροπή της διαμορφωμένης αυτής κατάστασης να προκαλεί αφόρητες ή δυσβάστακτες συνέπειες στον οφειλέτη, αλλά αρκεί να έχει και απλώς δυσμενείς επιπτώσεις στα συμφέροντά του (Oλ ΑΠ 8/2018, Ολ ΑΠ 7/2002, ΟλΑΠ 8/2001 στη Νόμος).

Ο παραπάνω ισχυρισμός της εναγόμενης περί καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος ορθά απορρίφθηκε με την εκκαλουμένη ως μη νόμιμος, καθώς αφενός συνιστά άρνηση της αγωγής, δεδομένου ότι η εναγόμενη αρνείται την ύπαρξη σύμβασης εξαρτημένης εργασίας στο διάστημα 2011-2015, άρα δεν μπορεί κατά την ίδια να υφίστανται δικαιώματα της ενάγουσας από σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, τα οποία να μπορεί να θεωρηθεί ότι ασκούνται καταχρηστικά με την υπό κρίση αγωγή, αφετέρου η απλή αδράνεια, έστω και μακροχρόνια του δικαιούχου και όταν ακόμη δημιούργησε στον οφειλέτη την πεποίθηση ότι δεν υπάρχει δικαίωμα ή ότι δεν πρόκειται να το ασκήσει δεν αρκεί για να καταστήσει καταχρηστική τη μεταγενέστερη άσκησή του αλλά απαιτείται να συντρέχουν επιπρόσθετα στοιχεία απορρέοντα από τη θετική συμπεριφορά του δικαιούχου, εξαιτίας της οποίας ο οφειλέτης πείσθηκε ότι εκείνος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμά του, τέτοια δε συμπεριφορά δεν αποτελεί εν προκειμένω, η υπογραφή έγγραφων συμβάσεων ανεξάρτητων υπηρεσιών, εφόσον κατά τα διαλαμβανόμενα στην αγωγή υπέκρυπταν σύμβαση εξαρτημένης εργασίας.

Μετά ταύτα, γενομένης εν μέρει δεκτής και στην ουσία της, της υπό κρίση έφεσης, πρέπει να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση και μάλιστα για το ενιαίο της εκτελέσεως ακόμη και για τα κεφάλαια εκείνα που κρίθηκε ότι εκτιμήθηκαν σωστά στον πρώτο βαθμό, ακολούθως δε πρέπει το Δικαστήριο αυτό να κρατήσει και δικάσει την από 2.9.2016 (με Γ.Α.Κ. ……… και αριθμό κατάθεσης δικογράφου …….) αγωγή, να γίνει αυτή εν μέρει δεκτή ως κατ’ ουσίαν βάσιμη και Α. να αναγνωρισθεί ότι η ενάγουσα συνδεόταν με την εναγόμενη από 02.07.2011 έως 04.07.2012 και από 01.01.2013 έως 05.10.2015 με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας και ότι από 01.01.2013 έως 23.03.2016 αυτές συνδέονταν μεταξύ τους με μία -ενιαία- σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου,  Β. να υποχρεωθεί η εναγόμενη να καταβάλει στην ενάγουσα για διαφορές δεδουλευμένων αποδοχών το ποσό των 208,54€, για αμοιβή λόγω εργασίας της καθ’ ημέρα Σαββάτου το ποσό των  2.537,81€, για αμοιβή λόγω εργασίας καθ΄ ημέρα Κυριακής το ποσό των 1.260,64€, για Δώρα εορτών το ποσό των (3.240,09 + 1.949,82=) 5.189,91€ και για επιδόματα αδείας το ποσό των 2.336,3€, ήτοι συνολικά το ποσό των 11.533,2€ («μεικτά») και Γ. να αναγνωρισθεί η υποχρέωση της εναγομένης να καταβάλει στην ενάγουσα, ως υπόλοιπο αμοιβής λόγω υπερεργασίας, κατ’ εξαίρεση υπερωρίας και νυχτερινής εργασίας το ποσό των 37.101,19€ («μεικτά») και ως αποζημίωση απόλυσης το ποσό των 526,93€, ήτοι συνολικά το ποσό των 37.628,12€, νομιμότοκα ως ακολούθως: για τις διαφορές δεδουλευμένων αποδοχών και την αμοιβή λόγω εργασίας καθ’ ημέρα Σαββάτου από την πρώτη ημέρα του επομένου του μηνός εντός του οποίου οφείλονται, για τα Δώρα Χριστουγέννων και τα επιδόματα αδείας από την 1η Ιανουαρίου του επομένου του έτους εντός του οποίου οφείλονται, για τα Δώρα Πάσχα από την 1η Μαΐου του έτους εντός του οποίου οφείλονται, για την αποζημίωση απόλυσης από την επομένη της καταγγελίας, ήτοι από 24.03.2016 και για την αμοιβή λόγω υπερεργασίας, κατ’ εξαίρεση υπερωρίας, νυχτερινής εργασίας και εργασίας κατά τις Κυριακές από την επομένη επίδοσης της υπό κρίση αγωγής έως και την πλήρη εξόφληση. Τέλος, μέρος της δικαστικής δαπάνης της εφεσίβλητης-ενάγουσας και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας πρέπει να επιβληθεί σε βάρος της εκκαλούσας-εναγομένης, κατά το λόγο της νίκης και ήττας των διαδίκων, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 183, 178 αρ. 1, 191 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά και εν μέρει κατ’ ουσίαν την από 22.12.2017 (με Γ.Α.Κ. ……. και Ε.Α.Κ. …… στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά) έφεση.

Εξαφανίζει για το ενιαίο της εκτελέσεως εν όλω την 4396/2017 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά δικάσαντος κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών-εργατικών διαφορών.

Κρατεί και δικάζει την από την από 2.9.2016 (με Γ.Α.Κ. …… και αριθμό κατάθεσης δικογράφου ………) αγωγή.

Απορρίπτει ό,τι έκρινε απορριπτέο.

Δέχεται εν μέρει αυτή.

Αναγνωρίζει ότι η ενάγουσα συνδεόταν με την εναγόμενη από 02.07.2011 έως 04.07.2012 και από 01.01.2013 έως 05.10.2015 με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας και ότι από 01.01.2013 έως 23.03.2016 συνδέονταν μεταξύ τους με μία -ενιαία- σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου.

Υποχρεώνει την εναγόμενη να καταβάλει στην ενάγουσα το συνολικό ποσό των έντεκα χιλιάδων πεντακοσίων τριάντα τριών ευρώ και είκοσι λεπτών (11.533,2€,) νομιμοτόκως σύμφωνα με τις διαλαμβανόμενες στο σκεπτικό διακρίσεις έως την πλήρη εξόφληση.

Αναγνωρίζει την υποχρέωση της εναγόμενης να καταβάλει στην ενάγουσα το συνολικό ποσό των τριάντα επτά χιλιάδων εξακοσίων είκοσι οκτώ ευρώ και δώδεκα λεπτών (37.628,12€), νομιμοτόκως σύμφωνα με τις διαλαμβανόμενες στο σκεπτικό διακρίσεις έως την πλήρη εξόφληση.

Επιβάλλει στην εκκαλούσα-εναγόμενη μέρος των δικαστικών εξόδων της εφεσίβλητης-ενάγουσας και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας και ορίζει αυτό στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους, στις 6.3.2019.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                             Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ