ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Αριθμός Απόφασης 433 /2025
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Γεωργία Παναγιωτοπούλου, Εφέτη, την οποία όρισε η Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς και τη Γραμματέα Κ.Σ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά, στις …….., για να δικάσει τις υποθέσεις μεταξύ:
Α) Του εκκαλούντος: ………….., ο οποίος εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από την πληρεξούσια δικηγόρο του Μαρία Χάλαρη – Ανδρουλάκη (ΑΜ ΔΣΠ ……..), που κατέθεσε την από 7.5.2025 έγγραφη δήλωση (άρθρ. 242 παρ.2 ΚΠολΔ).
Των εφεσιβλήτων: 1) Της εταιρείας με την επωνυμία “………….” που εδρεύει στα …………… και εκπροσωπείται νόμιμα, με ΑΦΜ ………….. και 2) της εταιρείας με την επωνυμία “………..” που εδρεύει στην ………. και εκπροσωπείται νόμιμα, με ΑΦΜ ………, οι οποίες εκπροσωπήθηκαν στο ακροατήριο από την πληρεξούσια δικηγόρο τους Γαρυφαλλιά Δάρρα (ΑΜ ΔΣΠ ……….).
Β) Των εκκαλουσών: 1) Της εταιρείας με την επωνυμία “………” που εδρεύει στα ……….. και εκπροσωπείται νόμιμα, με ΑΦΜ ……….. και 2) της εταιρείας με την επωνυμία “………..” που εδρεύει στην ………… και εκπροσωπείται νόμιμα, με ΑΦΜ ……., οι οποίες εκπροσωπήθηκαν στο ακροατήριο από την πληρεξούσια δικηγόρο τους Γαρυφαλλιά Δάρρα (ΑΜ ΔΣΠ …..).
Του εφεσιβλήτου: ………., ο οποίος εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από την πληρεξούσια δικηγόρο του Μαρία Χάλαρη – Ανδρουλάκη (ΑΜ ΔΣΠ …), που κατέθεσε την από 7.5.2025 έγγραφη δήλωση (άρθρ. 242 παρ.2 ΚΠολΔ).
Ο εκκαλών της υπό στοιχ. Α έφεσης και εφεσίβλητος της υπό στοιχ. Β έφεσης, άσκησε σε βάρος των εφεσιβλήτων της υπό στοιχ. Α έφεσης, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, την από 22.12.2021 (με γεν.αριθ.κατάθ. ………../2021 και ειδ. αριθ.καταθ. ………../2021) αγωγή, με την οποία ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται σε αυτήν. Το Δικαστήριο εκείνο εξέδωσε την υπ’αριθ. 1228/2023 οριστική απόφαση, με την οποία έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή, διατάσσοντας τα σε αυτήν αναφερόμενα.
Την απόφαση αυτή προσέβαλαν ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου αμφότερες οι αντίδικες πλευρές και συγκεκριμένα ο ενάγων με την από 23.11.2023 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ………../18.12.2023 έφεση (υπό στοιχ Α) και οι εναγόμενες ναυτικές εταιρίες με την από 23.1.2024 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ……./2.2.2024 έφεση (υπό στοιχ Β), οι οποίες προσδιορίστηκαν προς συζήτηση αρχικά για τη δικάσιμο της 21.11.2024 και μετά από νόμιμη αναβολή για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκαν στο πινάκιο.
Οι υποθέσεις εκφωνήθηκαν στη σειρά τους από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκαν αντιμωλία των διαδίκων.
Κατά τη συζήτηση των υποθέσεων, η πληρεξούσια δικηγόρος των εκκαλουσών της υπό στοιχ Β έφεσης – εφεσιβλήτων της υπό στοιχ Α έφεσης, αφού έλαβε το λόγο από τη Δικαστή, αναφέρθηκε στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε, ενώ η πληρεξούσια δικηγόρος του εκκαλούντος της υπό στοιχ Α έφεσης – εφεσιβλήτου της υπό στοιχ Β έφεσης, η οποία παραστάθηκε με δήλωση ενώπιον του Δικαστηρίου, ανέπτυξε τις απόψεις της με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσε.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Οι κρινόμενες αντίθετες εφέσεις και, συγκεκριμένα, α) η από 23.11.2023 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ενδίκου μέσου του Πρωτοδικείου Πειραιώς ……./23.11.2023 και αριθμό εκθέσεως προσδιορισμού δικογράφου του Εφετείου Πειραιώς ……/18.12.2023 έφεση του εκκαλούντος – ενάγοντος [υπό στοιχ Α΄] και β) η από 23.1.2024 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ενδίκου μέσου του Πρωτοδικείου Πειραιώς ……./24.1.2024 και αριθμό εκθέσεως προσδιορισμού δικογράφου του Εφετείου Πειραιώς ……./2.2.2024 έφεση των εκκαλουσών – εναγομένων [υπό στοιχ Β΄], που στρέφονται κατά της υπ’ αριθμ. 1228/2023 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατ’ αντιμωλία των διαδίκων και κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών (άρθρα 614 αρ. 3, 621 ΚΠολΔ και 82 ΚΙΝΔ) και δέχθηκε εν μέρει ως και ουσιαστικά βάσιμη την από 22.12.2021 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ………./24.12.2021 αγωγή του πρώτου κατά των αντιδίκων του, ασκήθηκαν νομότυπα και εμπρόθεσμα κατ’ άρθρα 495, 511, 513, 516 § 1, 517 εδαφ. α΄, 518 §§ 1, 2 και 520 § 1 ΚΠολΔ, η μεν υπό στοιχ Α΄ έφεση εντός της νόμιμης καταχρηστικής προθεσμίας από τη δημοσίευση της εκκαλουμένης στις 19.4.2023 και πριν από την επίδοσή της, που, ενεργηθείσα με παραγγελία του ενάγοντος, επακολούθησε στις 27.12.2023 προς την δεύτερη εφεσίβλητη (βλ. την υπ’ αριθμ. ……..΄/27.12.2023 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιώς με έδρα στο Πρωτοδικείο Πειραιώς ………..) και στις 12.1.2024 προς την πρώτη εφεσίβλητη (βλ. τη με αριθμό ……….΄/12.1.2024 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Κρήτης με έδρα στο Πρωτοδικείο Χανίων ……….), η δε υπό στοιχ Β΄ έφεση εντός της γνήσιας τριακονθήμερης προθεσμίας που αφετηριάστηκε με την ως άνω επίδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως, ενώ για το παραδεκτό τους, μολονότι ασκήθηκαν μετά την ισχύ του άρθρου 12 § 2 του Ν. 4055/2012, δεν απαιτείται η κατάθεση παραβόλου του άρθρου 495 ΚΠολΔ, λόγω της φύσεως της διαφοράς ως εργατικής. Εφόσον δε οι ένδικες εφέσεις αρμοδίως φέρονται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 § 2 του Ν. 3994/2011), πρέπει να γίνουν τυπικά δεκτές και, αφού ενωθούν και συνεκδικαστούν, με σκοπό την διευκόλυνση και επιτάχυνση της διεξαγωγής της δίκης, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 246, 524 § 1 εδαφ. α΄ και 591 § 1 εδαφ. α΄ ΚΠολΔ, πρέπει να εξεταστούν περαιτέρω κατά την αυτή ως άνω ειδική διαδικασία, για να ελεγχθούν το παραδεκτό και η βασιμότητα των λόγων τους, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 532, 533 § 1 και 591 § 1 εδαφ. α΄ ΚΠολΔ.
Με την αγωγή του ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, ο ενάγων εξέθετε ότι με προσύμφωνο ναυτολογήσεως που κατήρτισε στον Πειραιά στις 15.6.2020, με την πρώτη εναγομένη, ναυτολογήθηκε για αόριστο χρόνο, ως Γ’ Μηχανικός στο υπό ελληνική σημαία ρυμουλκό πλοίο <<Π>> Νηολογίου Πειραιά ……., πλοιοκτησίας της πρώτης εναγομένης, αντί μηνιαίων <<κλειστών>> αποδοχών που περιελάμβαναν το βασικό μισθό και τα επιδόματα της Συλλογικής Σύμβασης Ναυτικής Εργασίας (στο εξής ΣΣΝΕ) των πληρωμάτων ρυμουλκών πλοίων έτους 2019-2020, την ισχύ της οποίας ρητά συμφώνησαν οι διάδικοι. Ότι την 23.6.2020 προήχθη σε Β’ Μηχανικό και παρέμεινε ναυτολογημένος στο ως άνω πλοίο έως την 7.12.2020, οπότε απολύθηκε από τον πλοίαρχο λόγω αδείας, στην πραγματικότητα όμως με καταγγελία του πλοιάρχου, χωρίς δική του υπαιτιότητα. ‘Οτι για την απασχόλησή του στο ως άνω πλοίο καθ’όλο το ανωτέρω χρονικό διάστημα δικαιούται για διαφορές αποδοχών βάσει της συμφωνηθείσας ΣΣΝΕ (βασικό μισθό, επίδομα Κυριακών, επίδομα μερικής τροφοδοσίας, επίδομα εξειδικευμένης εργασίας, ειδικό επίδομα ISM, άδεια και τροφή αδείας, ενοίκιο, οδοιπορικά, επίδομα τροφοδοσίας, αμοιβή για υπερωριακή εργασία κατά τις αναφερόμενες καθημερινές, Σάββατα, Κυριακές και αργίες κατά τις οποίες απασχολήθηκε υπερωριακά τις αναφερόμενες ώρες ανά ημέρα, αμοιβή για μη παροχή ημέρας ανάπαυσης, ειδικό επίδομα ταξιδίων εσωτερικού με τροφοδοσία, έξτρα αμοιβή πληρωμάτων βάσεων και αμοιβή για επιφυλακή ρυμουλκού ασφαλείας λιμένα Πειραιά), για συμφωνηθείσα αμοιβή για επισκευαστικές εργασίες που εκτέλεσε επί του ρυμουλκού και για αποζημίωση απόλυσης, το συνολικό ποσό των 33.655,08 ευρώ, όπως αυτό εξειδικεύεται κατά τα επιμέρους κονδύλια, από το οποίο αφαίρεσε, κατόπιν παραδεκτής, με τις προτάσεις του στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και με δήλωση της πληρεξουσίας δικηγόρου του στο ακροατήριο, που καταχωρήθηκε στα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, τα κονδύλια καταβολής ενοικίου, ποσού 1.268,66 ευρώ και οδοιπορικών, ποσού 288,33 ευρώ, με αποτέλεσμα το τελικά αξιούμενο ποσό να διαμορφώνεται στο ποσό των 32.098,09 ευρώ. ‘Οτι υπόχρεη για την καταβολή του ανωτέρω ποσού είναι η πρώτη εναγομένη ως πλοιοκτήτρια και εργοδότης του και ότι η δεύτερη εναγομένη ευθύνεται αλληλεγγύως και εις ολόκληρον με την πρώτη, κατά τις διατάξεις του άρθρου 479 ΑΚ, καθόσον αυτή αγόρασε το ρυμουλκό πλοίο με σύμβαση πώλησης, δυνάμει της οποίας αυτό της μεταβιβάστηκε στις 26.7.2021, εν γνώσει της ότι αποτελούσε το μοναδικό περιουσιακό στοιχείο της πρώτης εναγομένης και ότι δεν καταλείπονταν στην τελευταία άλλα εμφανή και άξια λόγου περιουσιακά στοιχεία. Με βάση το ιστορικό αυτό και κατόπιν της κατά τα άνω παραίτησής του από τα κονδύλια καταβολής ενοικίου και οδοιπορικών, ποσών 1.268,66 και 288,33 ευρώ αντίστοιχα και της μετατροπής (με τις προτάσεις του ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου και με προφορική δήλωση της πληρεξουσίας δικηγόρου του στο ακροατήριο) από καταψηφιστικό σε έντοκο αναγνωριστικό κατά ποσοστό 1/2 του αιτήματός του για έκαστο από τα λοιπά αγωγικά κονδύλια, συνολικού ποσού 32.098,09 ευρώ, ο ενάγων ζητούσε να υποχρεωθούν οι εναγόμενες, εις ολόκληρον έκαστη, να του καταβάλουν για τις άνω αιτίες, το ποσό των 32.098,09:2 = 16.049,04 ευρώ και να αναγνωριστεί ότι οφείλουν να του καταβάλουν, για τις ίδιες αιτίες το ως άνω ποσό, με το νόμιμο τόκο από την απόλυσή του την 7.12.2020, άλλως από την επίδοση της αγωγής μέχρις εξοφλήσεως. Επίσης ζητούσε να κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή η απόφαση που θα εκδοθεί για τα αιτούμενα ποσά, να αναγνωριστεί κατ’άρθρο 207 ΚΙΝΔ ότι το προνόμιο της απαίτησής του επί του ανωτέρω ρυμουλκού πλοίου (που μετά τη συμβατική εκποίησή του μετονομάσθηκε σε ΛΣ) εξακολουθεί να υφίσταται έναντι της δεύτερης εναγομένης και μετά τη μεταβίβασή του, η οποία ενεγράφη στο νηολόγιο στις 26.7.2021 και να καταδικαστούν οι εναγόμενες στη δικαστική του δαπάνη. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε την αγωγή ορισμένη και νόμιμη και αφού απέρριψε ως αόριστη και σε κάθε περίπτωση ως νόμω αβάσιμη την ένσταση καταχρηστικής άσκησής της που προέβαλαν οι εναγόμενες, προχώρησε στην ουσιαστική της έρευνα. Κατόπιν δε αξιολόγησης των αποδείξεων, έκρινε αυτήν εν μέρει ουσιαστικά βάσιμη και με την εκκαλουμένη απόφασή του υποχρέωσε τις εναγόμενες, εις ολόκληρον, να καταβάλουν στον ενάγοντα, το ποσό των 7.331,53 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρις εξοφλήσεως, κήρυξε την απόφαση εν μέρει προσωρινά εκτελεστή και δη ως προς το ποσό των 2.000,00 ευρώ, αναγνώρισε το προνόμιο των απαιτήσεων του ενάγοντος έναντι της δεύτερης εναγομένης επί του ως άνω ρυμουλκού πλοίου και μετά την εκποίησή του και συμψήφισε μεταξύ των διαδίκων τη δικαστική δαπάνη. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονούνται ήδη με τις ένδικες εφέσεις τους αμφότερες οι διάδικες πλευρές και, αποδίδοντάς της εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου καθώς και κακή εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού, ζητούν την ουσιαστική παραδοχή των εφέσεών τους, την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, την αναδίκαση της υποθέσεως από το Δικαστήριο τούτο και την εν συνόλω παραδοχή ή απόρριψη της αγωγής αντιστοίχως, ενώ οι εκκαλούσες της υπό στοιχ.Β έφεσης υποβάλλουν με τις προτάσεις τους αίτημα επαναφοράς των πραγμάτων στην προηγούμενη της εκτέλεσης κατάσταση, κατ’ άρθρο 914 ΚΠολΔ, επειδή η πρώτη εξ αυτών κατέβαλε στον αντίδικό τους το χρηματικό ποσό των 2.000,00 ευρώ, σε συμμόρφωση της προσωρινώς εκτελεστής διάταξης της εκκαλουμένης.
Ι. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 111 § 2, 118 αρ. 4, 216 § 1 στοιχ. α΄, 262 αρ. 1, 338 § 1 ΚΠολΔ και 416 ΑΚ συνάγεται ότι επί αγωγής μισθωτού για την επιδίκαση διαφορών από τη μη καταβολή των δεδουλευμένων αποδοχών του, που οφείλονται από περισσότερες αιτίες (λ.χ. μισθός, επιδόματα, αμοιβή υπερωριακής απασχόλησης), η αναφορά στο δικόγραφό της του χρηματικού ποσού που καταβλήθηκε συνολικά στον ενάγοντα για τις αιτίες αυτές (και όχι για άλλες, για τις οποίες δεν προβάλλεται αξίωση: ΑΠ 1003/2018, πρώτη δημοσίευση σε Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών [ΤΝΠ] ΝΟΜΟΣ), χωρίς εξειδίκευση του ποσού που αντιστοιχεί σε κάθε αγωγικό κονδύλι, δεν καθιστά αόριστη και ως εκ τούτου απαράδεκτη την αγωγή κατά τα επιμέρους κεφάλαιά της, αφού οι καταβολές αυτές αποτελούν μέρος του συνόλου των αξιώσεων του ενάγοντος από διάφορες αιτίες, που θεμελιώνουν και την ιστορική βάση της αγωγής του, από το άθροισμα δε όλων των επίδικων απαιτήσεων, όπως θα προκύψουν από την αποδεικτική διαδικασία, οι οποίες και αποτελούν το αντικείμενο της διαφοράς, θα αφαιρεθεί το συνολικό ποσό που στην αγωγή αναγράφεται ως καταβληθέν. Και τούτο διότι η παράλειψη αναφοράς του ύψους των εν λόγω καταβολών χωριστά για κάθε κονδύλιο δεν επάγεται αδυναμία άμυνας του εναγόμενου εργοδότη, δεδομένου ότι ο ενάγων δεν απαιτείται να τις αποδείξει, καθώς οι ίδιες καταβολές στηρίζουν ισχυρισμό του εναγόμενου περί ολικής ή μερικής εξόφλησης της οφειλής του, που επήλθε με καταβολές και όχι ισχυρισμό του ενάγοντος, που δια της μνείας τους στο αγωγικό δικόγραφο είτε συνομολογεί τη μερική εξόφλησή του είτε αρνείται καθ’ υποφοράν την ένσταση του εναγόμενου περί ολικής εξόφλησης, με αποτέλεσμα να μην καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος της ύπαρξης και της ακρίβειας της τελικής απαίτησης του ενάγοντος προς ικανοποίηση της οποίας επέρχεται η επιδίκαση (ΑΠ 1242/2020, ΑΠ 1004/2017, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Συναφώς, αόριστη δεν καθίσταται η αγωγή ούτε στην περίπτωση κατά την οποία στο δικόγραφό της δεν καθορίζεται ότι οι καταβολές αυτές αφορούν καθαρά ή ακαθάριστα ποσά. Και τούτο διότι αντικείμενο της αξιώσεως επί των αποδοχών του μισθωτού, άρα και της σχετικής δίκης, είναι οι ακαθάριστες (μικτές) αποδοχές του, δηλαδή εκείνες στις οποίες περιλαμβάνονται και οι κατά νόμο κρατήσεις είτε υπέρ ασφαλιστικών οργανισμών είτε υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου, τις οποίες οφείλει ο εργοδότης να παρακρατά από τις αποδοχές του μισθωτού. Επομένως, οι γινόμενες από τον εργοδότη σχετικές καταβολές αναφέρονται στα ακαθάριστα αυτά ποσά αποδοχών, τα οποία αφορούν και οι δικαστικά επιδικαζόμενες αντίστοιχες διαφορές αποδοχών (ΑΠ 1131/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 332/2008, Ε7 2009/1153, 1705, ΑΠ 2126/2007, ΔΕΝ 2009/478, ΜονΕφΠειρ. 554/2018, ΜονΕφΠειρ 408/2024, διαθέσιμες στην ιστοσελίδα του Δικαστηρίου στο Διαδίκτυο). Περαιτέρω, στη ναυτική πρακτική, «κλειστός» μισθός ονομάζεται η συμφωνία αμοιβής του ναυτικού με πάγιο μηνιαίο μισθό, στον οποίο περιλαμβάνονται ο βασικός μισθός και τα επιδόματα ή άλλες παροχές που προβλέπονται από την οικεία ΣΣΝΕ, η οποία είναι έγκυρη κατ’ άρθρο 361 ΑΚ, με την προϋπόθεση ότι οι παραπάνω νόμιμες αποδοχές δεν είναι μεγαλύτερες από τον συμβατικό «κλειστό» μισθό, διαφορετικά, αν δηλαδή ο μισθός αυτός δεν καλύπτει το σύνολο των ελάχιστων νόμιμων αποδοχών, η σχετική συμφωνία δεν είναι έγκυρη και ο ναυτικός δικαιούται να αξιώσει τη διαφορά (ΑΠ 1013/2003, ΕΝαυτΔ 2003/345, ΑΠ 225/2002, Δνη 44/160 = ΔΕΝ 2002/1314 = ΕΕΔ 2003/1166 = ΔΕΕ 2003/331, ΑΠ 1700/1998, ΔΕΝ 1999/851 = ΕΕΔ 2000/176 = ΕΝαυτΔ 1999/465, ΜονΕφΠειρ. 48/2021, 202/2021, 464/2021, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Η έννοια του «κλειστού» μισθού προϋποθέτει υφιστάμενο ένα νόμιμα καθοριζόμενο όριο ελάχιστων αποδοχών του εργαζομένου, προς το οποίο ο συμβατικός μισθός μπορεί είτε να ισούται είτε να το υπερβαίνει, όπως συμβαίνει όταν με την ατομική σύμβαση ναυτικής εργασίας έχει συμφωνηθεί και καταβάλλεται τακτικώς και παγίως στο ναυτικό, κατά τη διάρκεια της παροχής των υπηρεσιών του, εκτός από το μισθό και τα επιδόματα που προβλέπονται για την ειδικότητά του στην οικεία ΣΣΝΕ και πρόσθετο χρηματικό ποσό, αποκαλούμενο στη ναυτική ορολογία «επιμίσθιο», ως αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας του, της δραστηριότητας και του ζήλου του κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του. Αν στην αγωγή περί καταβολής διαφοράς αποδοχών από ναυτική εργασία γίνεται επίκληση συμφωνίας για κλειστό μισθό, που περιλαμβάνει τις απολαβές μόνον της ΣΣΝΕ, χωρίς αναφορά καταβολής επιμισθίου, το δικαστήριο υποχρεούται να εκτιμήσει ότι, υπό τα εκτιθέμενα, οι επίμαχες συμβατικές αποδοχές ταυτίζονται με τις νόμιμες, χωρίς να τις υπερβαίνουν και να θεωρήσει, αφενός, έγκυρη την επικαλούμενη συμφωνία περί καταβολής «κλειστού» μισθού κατά την ως άνω έννοια και, αφετέρου, ορισμένη την αγωγή, ακόμα και αν στο δικόγραφό της δεν αναφέρεται το ύψος του μισθού αυτού, αφού κατά νομική αναγκαιότητα θα ισούται προς το σύνολο των νόμιμων αποδοχών του ενάγοντος ναυτικού. Εξ ετέρου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 223 και 295 § 1 ΚΠολΔ συνάγεται η δυνατότητα περιορισμού εκ μέρους του ενάγοντος, του αιτήματος της αγωγής, που συνιστά μερική παραίτηση από το δικόγραφό της κατά το αίτημα που περιορίζεται, το οποίο θεωρείται ότι από την αρχή δεν υποβλήθηκε. Τέτοιον περιορισμό συνιστά και η μετατροπή του αιτήματος από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό, εν όλω ή εν μέρει (ΑΠ 538/2019, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 315/2010, ΕΠολΔ 2010/734). Με την παραίτηση, όμως, δεν πρέπει να προκαλείται αοριστία ως προς το υπόλοιπο τμήμα της αγωγής, που εμποδίζει τη συγκεκριμενοποίηση της διαφοράς που έχει αχθεί στη δικαστική κρίση. Ειδικότερο ζήτημα ανακύπτει όταν το αγωγικό αίτημα συντίθεται από περισσότερα κονδύλια. Και τούτο διότι στην περίπτωση αυτή πρέπει να διευκρινίζεται ποίων συγκεκριμένων αξιώσεων ζητείται πλέον η αναγνώριση και ποίων η καταψήφιση, αφού άλλως δεν είναι δυνατόν να διαγνωσθεί, σε περίπτωση που θα κριθούν νόμιμες ή ουσιαστικά βάσιμες, αν πρόκειται για αξιώσεις, των οποίων ζητείται η αναγνώριση ή η καταψήφιση και ιδίως να αποφασισθεί ποιες από τις γενόμενες δεκτές υπόλοιπες αξιώσεις πρέπει να αναγνωρισθούν και ποιες να επιδικασθούν στον ενάγοντα. Επομένως, στην περίπτωση αυτή, ο περιορισμός επιχειρείται παραδεκτά μόνο εφόσον διευκρινίζεται σε ποια κονδύλια αφορά ή όταν περιορίζεται κατά σαφή δήλωση του ενάγοντος κατά κλάσμα ή κατά ποσοστό του όλου αιτήματος και επέρχεται έτσι αντίστοιχη ανάλογη (σύμμετρη) μείωση όλων των κονδυλίων. Άλλως η αγωγή καθίσταται (επιγενομένως) αόριστη στο σύνολό της (ΟλΑΠ 3/2008, ΑρχΝ 2009/172, ΟλΑΠ 30/2007, ΕφΑΔ 2008/331 = ΝοΒ 2007/2388, ΑΠ 652/2023, ΑΠ 392/2021, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1299/2018, ΧρΙΔ 2019/213, ΑΠ 1675/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1893/2013, ΕφΑΔ 2014/161 = ΝοΒ 2014/1147, ΑΠ 25/2013, ΕφΑΔ 2013/442, ΑΠ 1314/ 2009, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Γ. Παναγιώτου, Ο περιορισμός του αιτήματος της αγωγής [χρονικά όρια – επιγενόμενη αοριστία], ΕΕΔ 2015/1117 επομ.). Η επιγενόμενη αυτή αοριστία της αγωγής ερευνάται μάλιστα αυτεπαγγέλτως κατά την έκκλητη δίκη (ΑΠ 971/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ 408/2024, διαθέσιμη στην ιστοσελίδα του Εφετείου Πειραιώς).
Στην προκειμένη περίπτωση, ο ενάγων αναφέρει στο δικόγραφο της αγωγής του, τη συμβατική αμοιβή του, που συμφωνήθηκε να περιλαμβάνει το βασικό μισθό και τα επιδόματα της ΣΣΝΕ των πληρωμάτων των ρυμουλκών για τα έτη 2019–2020, την ισχύ της οποίας, όσον αφορά τους όρους της εργασίας και της αμοιβής του, ρητά συμφώνησε, η οποία (αμοιβή) χαρακτηρίστηκε ως «κλειστός» μισθός και, ακολούθως, για τον προσδιορισμό του χρηματικού αντικειμένου της αγωγής, αθροίστηκαν οι διεκδικούμενες αξιώσεις του ενάγοντος, και από το σύνολό τους (45.420,38 ευρώ) αφαιρέθηκαν οι επικαλούμενες καταβολές της πρώτης εναγομένης ανά μήνα του επίδικου χρονικού διαστήματος, συνολικού ποσού 15.634,62 ευρώ (όπως προκύπτει από το άθροισμα των επιμέρους ποσών αντί του εσφαλμένου αθροίσματος των 14.632,42 ευρώ που αναφέρει στην αγωγή), για δε τη διαφορά τους, ποσού 32.098,09 ευρώ (όπως το αιτούμενο ποσό διαμορφώθηκε κατόπιν παραίτησής του από τα κονδύλια του ενοικίου και των οδοιπορικών, ύψους 1,268,66 ευρώ και 288,33 ευρώ αντίστοιχα, πλέον του υπολοίπου της αιτούμενης ως οφειλόμενης αποζημίωσης απολύσεώς του ποσού 2.869,32 ευρώ), διατυπώθηκε αίτημα επιδικάσεώς της καταψηφιστικώς, το οποίο με τις προτάσεις του ενάγοντος περιορίστηκε σε εν μέρει αναγνωριστικό κατά κλασματικό ποσοστό εφ’ εκάστου αγωγικού κονδυλίου και, συγκεκριμένα, κατά 1/2. Με τις προτάσεις τους ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, οι εναγόμενες προέβαλαν ισχυρισμό περί απαραδέκτου, λόγω αοριστίας της αγωγής, υποστηρίζοντας ειδικότερα ότι ο ενάγων δεν ανέφερε το ύψος του «κλειστού» μισθού του ούτε τα επιμέρους ποσά που του καταβλήθηκαν χωριστά ανά αιτία, καθώς και ότι οι γενόμενες καταβολές, μολονότι αφορούν καθαρές αποδοχές, εντούτοις αφαιρούνται από τις οφειλόμενες ακαθάριστες (μικτές). Επίσης με την προσθήκη επί των προτάσεών τους ισχυρίστηκαν ότι η τροπή του καταψηφιστικού αιτήματος της αγωγής σε αναγνωριστικό ήταν απαράδεκτη, διότι ο ενάγων δεν ζήτησε με αυτήν την «καταβολή κάποιου ποσού ανά κονδύλιο» αλλά το συνολικό ποσό του υπολοίπου των δεδουλευμένων αποδοχών και της αποζημίωσης απόλυσης. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε την αγωγή ορισμένη και τον περιορισμό του αιτήματός της παραδεκτό και απέρριψε τους ισχυρισμούς αυτούς. Έτσι που έκρινε ορθώς τις διατάξεις που προπαρατέθηκαν ερμήνευσε και εφάρμοσε και επομένως, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος ο πρώτος λόγος της έφεσης των εκκαλουσών – εναγομένων (υπό στοιχ Β), με τον οποίο επαναφέρεται ο ισχυρισμός, ότι οι γενόμενες καταβολές στον ενάγοντα, μολονότι αφορούν καθαρές αποδοχές, εσφαλμένα αφαιρέθηκαν από τις οφειλόμενες ακαθάριστες (μικτές) και συγκεκριμένα ισχυρίζονται ότι η εκκαλουμένη, ενώ δέχθηκε ότι ο ενάγων δικαιούται για διαφορές αποδοχών το ποσό των 22.178,81 ευρώ μικτά και ότι η πρώτη εναγομένη έχει καταβάλει σε αυτόν το ποσό των 24.285,32 ευρώ μικτά, εκ των οποίων ποσό 16.945,86 ευρώ καθαρές αποδοχές και ποσό 7.339,46 ευρώ κρατήσεις, εντούτοις αφαίρεσε από τις ανωτέρω μικτές αποδοχές των 22.178,81 ευρώ, μόνο το ποσό των καθαρών αποδοχών εκ 16.945,86 ευρώ και δεν έλαβε υπόψη ότι ο ενάγων έχει λάβει επιπλέον ποσό 2.106,51 ευρώ, με αποτέλεσμα οι μικτές αποδοχές, εκ ποσού 24.285,32 ευρώ που έλαβε από την πρώτη εναγομένη να υπερβαίνουν το ποσό των 22.178,81 ευρώ που κατ’αρχήν επιδικάστηκε σε αυτόν. Ωστόσο, όπως εκτέθηκε στην ανωτέρω νομική σκέψη, αντικείμενο της αξίωσης, συνεπώς και της δίκης για αποδοχές μισθωτού είναι οι ακαθάριστες (μικτές) αποδοχές του, δηλαδή εκείνες στις οποίες περιλαμβάνονται και οι κατά νόμο κρατήσεις είτε υπέρ ασφαλιστικών οργανισμών είτε υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου, οι οποίες δεν αφαιρούνται από το Δικαστήριο που επιδικάζει οφειλόμενες στο σύνολό τους ή κατά ένα μέρος αποδοχές, αλλά παρακρατούνται από τον εργοδότη κατά την εκτέλεση της απόφασης επί των τελικά επιδικαζομένων με αυτήν αποδοχών του μισθωτού και αποδίδονται στους τρίτους δικαιούχους (ΑΠ 506/2017, ΑΠ 1131/2015 δημ. ΝΟΜΟΣ). Με τον ίδιο λόγο (πρώτο) της υπό στοιχ Β έφεσης, οι εκκαλούσες – εναγόμενες επαναφέρουν την ένσταση συμψηφισμού ποσού 9.617,73 ευρώ, που ισχυρίζονται ότι κατέβαλε η πρώτη εναγομένη στον ενάγοντα, η οποία ορθά εκτιμήθηκε από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ως ένσταση εξόφλησης, ερειδόμενη στη διάταξη του άρθρου 416 ΑΚ και ως τέτοια κρίθηκε – καθόσον δεν προβλήθηκε ότι η πρώτη εναγομένη διατηρεί αμοιβαία και ληξιπρόθεσμη απαίτηση κατά του ενάγοντος αλλά μόνο ότι έχει καταβάλει σε αυτόν το ανωτέρω ποσό – και επομένως ο ανωτέρω ερευνόμενος λόγος τυγχάνει απορριπτέος ως αβάσιμος και ως προς το σκέλος αυτό.
Από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που οι διάδικοι νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν, τα οποία το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη του είτε προς άμεση απόδειξη είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (άρθρα 336 παρ.3, 339 και 395 ΚΠολΔ), μερικά από τα οποία μνημονεύονται στη συνέχεια χωρίς να παραλείπεται κανένα κατά την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς, έστω και αν για ορισμένα θα γίνει αναφορά παρακάτω, από την υπ’αριθ. …./3.10.2022 ένορκη βεβαίωση του ……………., ενώπιον της συμβολαιογράφου Νεάπολης Βοιών ………… και την υπ’αριθ. ……../3.10.2022 ένορκη βεβαίωση του ………. ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιά ………, που λήφθηκαν ύστερα από νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση των εκπροσώπων των εναγομένων (βλ. υπ’αριθ. ……../21.9.2022 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Κρήτης με έδρα το Πρωτοδικείο Χανίων, ………….. και την υπ’αριθ. …../21.9.2022 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Θράκης με έδρα το Πρωτοδικείο Αλεξανδρούπολης ……….), τις υπ’αριθ. ……../3.10.2022 και ………./10.10.2022 ένορκες βεβαιώσεις του ……….. και την υπ’αριθ. ……./10.10.2022 ένορκη βεβαίωση του …………., που λήφθηκαν ενώπιον της συμβολαιογράφου Χανίων . ………, που λήφθηκαν ύστερα από νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση του ενάγοντος (βλ. υπ’αριθ. ……./28.9.2022 και ……./5.10.2022 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιά με έδρα το Πρωτοδικείο Πειραιά …………), εκ των οποίων οι υπ’αριθ. ……./10.10.2022 και ……../10.10.2022 ένορκες βεβαιώσεις λήφθησαν σε αντίκρουση ισχυρισμών που προέβαλε ο ενάγων το πρώτον με τις προτάσεις του ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και προσάγονται νόμιμα και παραδεκτά, παρά τον περί του αντιθέτου ισχυρισμό του ενάγοντος που προβάλεται με τις ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου προτάσεις του, χωρίς το γεγονός ότι οι ανωτέρω μάρτυρες του ενάγοντος τυγχάνουν αντίδικοι των εναγομένων επειδή έχουν ασκήσει εναντίον τους άλλη, δική τους, αγωγή με παρόμοιο περιεχόμενο, να αποκλείει μόνο αυτό την αποδεικτική αξία των λεγομένων τους (Εφ.Πειρ. 543/2022, Εφ.Πειρ. 509/2022 δημοσιευμένες στην ιστοσελίδα του Εφετείου Πειραιώς), από τα μετ’επικλήσεως προσαγόμενα από τον ενάγοντα, το πρώτον ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, έγγραφα με αριθμό σχετικού εγγράφου Ζ, Ζ1, Θ, Ι και Ξ , για τα οποία δεν προέκυψε κατά την κρίση του Δικαστηρίου, πρόθεση στρεψοδικίας ή βαριά αμέλεια του ενάγοντος (άρθρ. 529 ΚΠολΔ) παρά τους περί του αντιθέτου ισχυρισμούς των εναγομένων που προβάλλονται με την προσθήκη – αντίκρουση των προτάσεών τους, από τις φωτογραφίες των οποίων η γνησιότητα δεν αμφισβητήθηκε (άρθρα 444 παρ.1 εδ.γ, 448 παρ.2 και 457 παρ.4ΚΠολΔ), χωρίς να ληφθεί υπόψη η αποτύπωση της επικοινωνίας μέσω της εφαρμογής viber, μεταξύ του ενάγοντος και του αρχιμηχανικού της πρώτης εναγομένης που έλαβε χώρα την 5.10.2022, διότι αφορά επικοινωνία στην οποία μετέχει και μη διάδικο πρόσωπο, χωρίς παράλληλα να προκύπτει ότι η πρώτη εναγομένη που την προσκομίζει μετ’επικλήσεως, στερείται άλλου αποδεικτικού μέσου προς απόδειξη του σχετικού ισχυρισμού της, εφόσον το περιεχόμενο της επικοινωνίας αυτής περιέχεται σε δύο από τις ένορκες βεβαιώσεις που μετ’επικλήσεως προσκομίζει η ίδια, με αποτέλεσμα η ανωτέρω αποτύπωση επικοινωνίας να αποτελεί παράνομο αποδεικτικό μέσο (Εφ.Δωδ 14/2022, δημ. ΝΟΜΟΣ), από τις ομολογίες των διαδίκων, που συνάγονται από τα δικόγραφά τους, αναφέρονται στα πιο κάτω ειδικώς μνημονευόμενα θέματα αποδείξεως και εκτιμώνται κατ’ άρθρα 261 εδαφ. β, 352 § 1 και 591 § 1 ΚΠολΔ, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει σύμβασης ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, που καταρτίστηκε μεταξύ του νομίμου εκπροσώπου της πρώτης εναγομένης και του ενάγοντα, ‘Eλληνα απογεγραμμένου ναυτικού με αριθμό ναυτικού φυλλαδίου ΑΑ …, ο τελευταίος ναυτολογήθηκε στο Κερατσίνι στις 15.6.2020, ως Γ’ Μηχανικός, στο υπό ελληνική σημαία Ρ/Κ πλοίο <<Π>>, νηολογίου Πειραιά …., ΙΜΟ …., κ.ο.χ. 389. αντί μηνιαίων αποδοχών που προβλέπονταν από τη Συλλογική Σύμβαση Ναυτικής Εργασίας Πληρωμάτων Ρυμουλκών Πλοίων ετών 2019-2020. Στο ως άνω πλοίο παρέμεινε ναυτολογημένος αρχικά έως την 23.6.2020, οπότε απολύθηκε στο Κερατσίνι λόγω προαγωγής του σε Β’ Μηχανικό και επαναυτολογήθηκε αυθημερόν στο ίδιο πλοίο με την ειδικότητα πλέον αυτή, έως την 7.12.2020 που απολύθηκε λόγω αδείας, σύμφωνα με τη σχετική αναγραφή στο ναυτικό του φυλλάδιο. Η εφαρμογή εν προκειμένω των όρων της από 22.10.2019 ΣΣΝΕ Πληρωμάτων ρυμουλκών, ετών 2019 – 2020 (ΦΕΚ Β 4580/13.12.2019) στην ατομική σύμβαση ναυτικής εργασίας του ενάγοντος δεν προκύπτει εγγράφως, αφού εξαιτίας της άτυπης κατάρτισής της ελλείπει γραπτό συμβατικό κείμενο, όμως δεν αμφισβητείται από τους διαδίκους και επιβεβαιώνεται τόσον από την εγγραφή στο ναυτικό φυλλάδιό του, στο οποίο στις 15.6.2020 και ακολούθως στις 23.6.2020 που επαναυτολογήθηκε μετά την προαγωγή του σε Β’ Μηχανικό, αναγράφηκε ότι συμφωνήθηκε ο μισθός της «ΣΣ», όσον και από τις εκδοθείσες από την πρώτη εναγόμενη αποδείξεις πληρωμής των αποδοχών του, που δεν φέρουν μεν την υπογραφή του, συνδυάζονται όμως με τις πραγματικές πληρωμές της εργοδότριας, που αποδεικνύονται από τις εκ μέρους της προσκομιζόμενες αποδείξεις καταβολής των αντίστοιχων χρηματικών ποσών στον τραπεζικό του λογαριασμό. Από τα αποδεικτικά αυτά στοιχεία προκύπτει ότι ο ενάγων ελάμβανε σε μηνιαία βάση το βασικό μισθό και τα επιδόματα της ως άνω ΣΣΝΕ («επίδομα μερικής τροφοδοσίας», «αποδοχές άδειας», «επίδομα εξειδικευμένης εργασίας» και «επίδομα Κυριακής»), καθώς και ένα ακόμα χρηματικό ποσό ανά μήνα, μη προβλεπόμενο στη ΣΣΝΕ, ύψους εξήντα τεσσάρων (64,00) ευρώ, χαρακτηριζόμενο στις αποδείξεις πληρωμής αποδοχών ως «αντίτιμο τροφής». Το τελευταίο αυτό ποσό δεν αποτελούσε μέρος των νόμιμων αποδοχών του ενάγοντος και η καταβολή του μόνη αιτία είχε τη συμβατική βούληση των μερών που συμβλήθηκαν για την κατάρτιση της ατομικής σύμβασης εργασίας του ενάγοντος. Σύμφωνα με τη ΣΣΝΕ, ο ενάγων δικαιούνταν να λαμβάνει ως τακτικές (μικτές) μηνιαίες αποδοχές, βασικό μισθό 2.054,15 ευρώ (άρθρ. 1 ΣΣΝΕ), επίδομα μερικής τροφοδοσίας 102,70 ευρώ (άρθρ.2 αρ.1), επίδομα εξειδικευμένης εργασίας 102,70 ευρώ (άρθρ.2 αρ.2), επίδομα Κυριακών 452,00 ευρώ (άρθρ. 7) και αποδοχές αδείας 723,04 ευρώ {[2.054,15 + 102,70 + 102,70=] 2.259,55 ευρώ/25=90,38 ευρώ χ (96 ημέρες αδείας ανά έτος:12 μήνες=) 8 =} και συνολικά (νόμιμες μικτές αποδοχές) 3.434,59 ευρώ (2.054,15 + 102,70 + 102,70 + 452,00 + 723,04=). Συμπεριλαμβανομένου και του ποσού των 64,00 ευρώ μηνιαίως για αντίτιμο τροφής, οι μηνιαίες αποδοχές του ανέρχονταν στο ποσό των 3.498,59 ευρώ (3.434,59+64,00=). Εξάλλου, από τις ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων αποδείξεως, που επιβεβαιώνονται από τις εγγραφές στο ημερολόγιο του πλοίου, αυτό ναυλοχούσε συνήθως στο Νέο Μώλο Πειραιώς και εκτελούσε εργασίες ρυμούλκησης άλλων πλοίων είτε στη ράδα του λιμένος Πειραιώς είτε στο Σκαραμαγκά είτε στην Ελευσίνα. Επομένως, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 5 στοιχ. α΄, β΄ και γ΄ της ως άνω ΣΣΝΕ, που ορίζουν ότι «α) Έδρα των ελληνικών ρυμουλκών για την εφαρμογή των όρων της παρούσας συλλογικής σύμβασης, ορίζεται ο Πειραιάς και η Θεσσαλονίκη. β) Όλοι οι άλλοι λιμένες, εκτός περιοχής λιμένος Πειραιώς και Θεσσαλονίκης, θεωρούνται βάσεις. γ) Η περιοχή λιμένος Πειραιώς ορίζεται σε ακτίνα 35 Ν/Μ από τον Κεντρικό λιμένα, με όλους τους εντός αυτής συμπεριλαμβανομένους λιμένες, ακτές, εγκαταστάσεις, διυλιστήρια, ναυπηγεία, L.P.G., καρνάγια, επισκευαστική ζώνη κ.λπ. Για όλα τα άλλα λιμάνια της χώρας, ορίζεται ως περιοχή του λιμένα της βάσεως σε ακτίνα 30 Ν/Μ», πρέπει να γίνει δεκτό ότι το Ρ/Κ <<Π>> είχε την έδρα του στο λιμάνι του Πειραιώς και ότι το λιμάνι αυτό δεν μπορεί να θεωρηθεί ως «βάση» κατά την έννοια των παραπάνω διατάξεων, αφού κρίσιμο για τον προσδιορισμό της έδρας ή της βάσης των ελληνικών ρυμουλκών στοιχείο είναι η περιφέρεια εντός της οποίας ασκείται η εμπορική τους δραστηριότητα και όχι ο τόπος της έδρας του φορέα εκμετάλλευσής τους ή ο λιμένας νηολογήσεώς τους ή ο τόπος κατοικίας εκάστου των μελών του πληρώματός τους (βλ. και άρθρο 14 στοιχ. γ΄ εδαφ. β΄ της ΣΣΝΕ). Τούτο σημαίνει ότι ο ενάγων δεν δικαιούται του επιδόματος των εκατό (100) ευρώ μηνιαίως ούτε της μηνιαίας κατ’ αποκοπή αμοιβής (υπολογιζόμενης στα 17/24 του βασικού μισθού του), που προβλέπονται στο άρθρο 14 της ΣΣΝΕ για τα πληρώματα των ρυμουλκών που εργάζονται σε βάση και όχι σε έδρα, όπως ο Πειραιάς. Συνεπώς το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ορθώς απέρριψε το κονδύλιο των 576,66 ευρώ που αιτούνταν ο ενάγων ως επίδομα απασχόλησης σε βάση καθώς και αυτό των 8.390,63 ευρώ ως κατ’ αποκοπή αμοιβή κατά το άρθρο 14 της ΣΣΝΕ, ο δε τέταρτος λόγος της υπό στοιχ Α έφεσης, με τον οποίο ο ενάγων επαναφέρει το αίτημά του αυτό επικαλούμενος ότι «το ρυμουλκό είχε έδρα την ……. και όχι τον Πειραιά» είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. Με βάση τα ανωτέρω, ο ενάγων εδικαιούτο να λάβει για ολόκληρο το χρονικό διάστημα της ναυτολόγησής του α) για βασικό μισθό (άρθρο 1 ΣΣΝΕ) το ποσό των 11.777,12 ευρώ [(2.054,15 χ 5 μήνες) = 10.270,75 + (2.054,15 /30 χ 22 ημέρες =) 1.506,37 =], β) για επίδομα Κυριακών (άρθρο 2 ΣΣΝΕ) το ποσό των [(451,13 χ 5 μήνες =) 2.255,65 + (451,13 /30 χ 22 ημέρες =) 330,82] 2.586,47 ευρώ, γ) για επίδομα μερικής τροφοδοσίας (άρθρο 2 αρ.1 ΣΣΝΕ) το ποσό των 588,81 ευρώ [(102,70 χ 5 μήνες =) 513,50 + (102,70/30χ 22 ημέρες =) 75,31 =], δ) για επίδομα εξειδικευμένης εργασίας (άρθρο 2 αρ.2) το ποσό των 588,81 ευρώ [(102,70 χ 5 μήνες =) 513,50 + (102,70/30χ 22 ημέρες =) 75,31 =], ε) για αποδοχές αδείας (άρθρο 8 ΣΣΝΕ) το ποσό των [(723,04 χ 5 μήνες =) 3.615,20 + (723,04/30χ 22=) 530,22 =] 4.145,42 ευρώ και στ) για αντίτιμο τροφής το ποσό των [(64 χ 5 μήνες =) 320 + (64/30χ22=) 46,93 =] 366,93 ευρώ και συνολικά το ποσό των (11.777,12 + 2.586,47 + 588,81 + 588,81 + 4.145,42 + 366,93 =) 20.053,56 ευρώ. Στις ως άνω τακτικές (μικτές) μηνιαίες αποδοχές του ενάγοντος δεν περιλαμβάνεται το ποσό των 220 ευρώ για έξοδα ενοικίου και το ποσό των 50 ευρώ για έξοδα οδοιπορικών, καθώς αυτός παραιτήθηκε του λόγου έφεσης (πρώτου) κατά το σκέλος που αφορά τα εν λόγω κονδύλια, με τις από 20.11.2024 έγγραφες προτάσεις του, η δε νομότυπη αυτή παραίτησή του έχει ως αποτέλεσμα ότι η υπό στοιχ Α έφεση ως προς τα εν λόγω σκέλη του πρώτου λόγου της, θεωρείται ότι δεν ασκήθηκε. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που επιδίκασε, για τις ανωτέρω αιτίες, τα παραπάνω ποσά ορθά το νόμο εφάρμοσε και τις αποδείξεις εκτίμησε. Οσον αφορά την τροφή αδείας ύψους 154,14 ευρώ που αιτείται ο ενάγων, δεν προβλέπεται από την ανωτέρω ΣΣΝΕ και επομένως ορθά δεν επιδικάστηκε, ενώ η καταβολή του επιδόματος τροφοδοσίας (8,65 ευρώ ημερησίως) δεν περιλαμβάνεται στις τακτικές μηνιαίες αποδοχές του ενάγοντος αλλά είναι συνδεδεμένη κατ’άρθρο 13 της ανωτέρω ΣΣΝΕ με τη διενέργεια ταξιδιών του ρυμουλκού, όπως θα αναφερθεί κατωτέρω. Μετά ταύτα, ο πρώτος λόγος της υπό στοιχ Α έφεσης τυγχάνει απορριπτέος ως αβάσιμος. Περαιτέρω, όπως προκύπτει από το ημερολόγιο του ρυμουλκού, κατά την ένδικη περίοδο, αυτό πραγματοποίησε τα ακόλουθα ταξίδια στο εσωτερικό της Χώρας: α) από το Κερατσίνι στη Χαλκίδα, με χρόνο έναρξης την 16.10 της 17.6.2020 και πέρας την 19.15 της 19.6.2020, έχοντας πραγματοποιήσει ταξίδι διάρκειας 51 ωρών, β) από το Κερατσίνι στην Πάτρα, με χρόνο έναρξης την 19.00 της 30.6.2020 και πέρας την 22.00 της 2.7.2020, έχοντας πραγματοποιήσει ταξίδι διάρκειας 51 ωρών και γ) από το Κερατσίνι στη Χαλκίδα, με χρόνο έναρξης την 21.30 της 9.11.2020 και πέρας την 13.30 της 13.11.2020, έχοντας πραγματοποιήσει ταξίδι διάρκειας 88 ωρών και συνολικά πραγματοποίησε 190 ώρες ταξιδίου και όχι 214 ώρες όπως εσφαλμένα υποστηρίζει ο ενάγων με το δεύτερο λόγο της έφεσής του. Επομένως ο ενάγων δικαιούται να λάβει α) ως επίδομα τροφοδοσίας του άρθρου 13 της ΣΣΝΕ, το ποσό των 68,42 ευρώ (8,65 ευρώ χ 7,91 ημέρες που αντιστοιχούν σε 190 ώρες) και β) ως ειδικό επίδομα ταξιδιών εσωτερικού .ίσο με 21 ώρες προσαυξημένες με 1,075 το 24ωρο, το ποσό των 267,96 ευρώ [21 ώρες χ 12,76 ευρώ/ώρα=] για κάθε 24ωρο και συνολικά για 190 ώρες ταξιδίου, το ποσό των 2.121,35 ευρώ [(267,96 ευρώ χ 190 ώρες) : 24 =]. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο επιδίκασε στον ενάγοντα το ορθό ποσό (68,42 ευρώ) για επίδομα τροφοδοσίας του άρθρου 13 ΣΣΝΕ, ωστόσο έσφαλε κατά τον υπολογισμό του ειδικού επιδόματος ταξιδίου καθώς επιδίκασε στον ενάγοντα το ποσό των 1.855,35 ευρώ αντί του ποσού των 2.121,35 ευρώ που πράγματι δικαιούται. Μετά ταύτα πρέπει να γίνει δεκτός εν μέρει ως ουσιαστικά βάσιμος ο δεύτερος λόγος της υπό στοιχ Α έφεσης, κατά το συναφές πρώτο σκέλος του και να επιδικαστεί στον ενάγοντα, ως ειδικό επίδομα ταξιδίων το ποσό των 2.121,35 ευρώ. Περαιτέρω από τα ίδια αποδεικτικά μέσα προκύπτει ότι στα καθημερινά καθήκοντα του ενάγοντος ως μηχανικού ανάγονταν η διαδικασία ενεργοποίησης των μηχανών του ρυμουλκού, η παρακολούθηση, μετά την εκκίνηση των μηχανών και κατά τη διάρκεια της λειτουργίας τους, της πίεσης του λαδιού και της λίπανσης και της εν γένει καλής λειτουργίας τους και η διαδικασία για την κράτηση και το πέρας του συνόλου του μηχανοστασίου, κατά την επιστροφή του ρυμουλκού στη βάση του. Η συντήρηση των μηχανών και η αποκατάσταση τυχόν ζημιών δεν γίνονταν αμέσως μετά το πέρας της εργασίας, καθώς λόγω των υψηλών θερμοκρασιών που αναπτύσσονταν από τη λειτουργία τους, ήταν αδύνατη η προσέγγισή τους από το πλήρωμα έως ότου επανέλθουν σε θερμοκρασία περιβάλλοντος και επομένως ουδείς λόγος παραμονής του ενάγοντος στο πλοίο μετά την επιστροφή του συνέτρεχε αφού δεν εκτελούνταν εργασίες. Εξάλλου από το ημερολόγιο γέφυρας του ρυμουλκού πλοίου <<Π>>, που είναι θεωρημένο από την αρμόδια Λιμενική Αρχή, προκύπτει ότι τις περισσότερες ημέρες, η απασχόληση του ενάγοντος ξεκινούσε από ώρα 06.00 οπότε άρχιζαν οι εργασίες επί του πλοίου και διαρκούσε έως ώρα 14.00 οπότε αποδεσμευόταν το πλήρωμα, ενώ κατά τις ημερομηνίες 15/9, 22/9, 27/9, 30/9, 6/10, 9/10, 13/10, 16/10, 23/10, 27/10 και 6/11 ο ενάγων απασχολήθηκε από ώρα 14.00 έως ώρα 22.00 και την 30/11 από ώρα 7.15 έως ώρα 15.15. ‘Οσον αφορά τις ημέρες 16/6, 23/6, 25/6, 6/7, 7/7, 8/7, 13/7, 15/7, 16/7, 20/7, 29/7, 3/8, 4/8, 10/8, 11/8, 12/8, 17/8, 18/8, 19/8, 25/8, 26/8, 28/8, 2/9, 3/9, 4/9, 7/9, 9/9, 10/9, 11/9, 15/9, 17/9, 22/9, 23/9, 24/9, 25/9, 27/9, 30/9, 1/10, 2/10, 5/10, 6/10, 7/10, 8/10, 9/10, 12/10, 13/10, 14/10, 15/10, 16/10, 21/10, 22/10, 23/10, 27/10, 3/11, 4/11, 5/11, 6/11, 20/11, 23/11, 26/11, 27/11, 30/11, 1/12 και 2/12, επιβεβαιώνεται από τις εγγραφές στο ημερολόγιο του πλοίου ότι ο ενάγων δεν εργάσθηκε πέραν του νομίμου οκταώρου. Εξάλλου, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας, η έναρξη εργασίας πριν από τις 06.00 θα επιβάλλονταν μόνο εάν είχε αναληφθεί από τον φορέα εκμετάλλευσης του πλοίου εργασία ρυμούλκησης, για την οποία θα πραγματοποιούνταν ο απόπλους νωρίτερα από την παραπάνω ώρα και αντίστοιχα εάν το πλοίο επέστρεφε στην έδρα του μετά από εκτέλεση εργασίας ρυμούκλησης οπότε θα δικαιολογούνταν η απασχόληση του πληρώματος μετά τις 14.00. Ωστόσο από το ημερολόγιο του πλοίου προκύπτει ότι ο ενάγων εργάστηκε πέραν του οκταώρου στις 17/6 (2 ώρες και 10′ της ώρας), στις 24/6 (1 ώρα), στις 5/8 (1 ώρα και 45′ της ώρας), στις 7/8 (1 ώρα και 20′ της ώρας), στις 16/8 (1 ώρα), στις 20/8 (1 ώρα), στις 8/9 (2 ώρες), στις 28/9 (2 ώρες), στις 4/10 (2 ώρες), στις 20/10 (2 ώρες), στις 2/11 (1 ώρα και 40′ της ώρας), στις 25/11 (2 ώρες) και στις 4/12 (1 ώρα), ήτοι εργάστηκε υπερωριακά κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα 21 ώρες και επιπλέον 4 ώρες στις 17/6 και στις 18/11, ήτοι συνολικά 29 ώρες (τις οποίες αποδέχονται οι εναγόμενες) και επομένως δικαιούται να λάβει για την αιτία αυτή, το ποσό των 456,17 ευρώ (29 ώρες χ 15,73 ευρώ/ώρα). Επίσης από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα προκύπτει ότι ο ενάγων εργάστηκε πέραν του οκταώρου στις 27/7 (3 ώρες και 45′ της ώρας), στις 21/9 (5 ώρες), στις 17/10 (5 ώρες και 10′ της ώρας), στις 19/11 (4 ώρες και 45′ της ώρας) και στις 3/12 (4 ώρες), ήτοι εργάστηκε υπερωριακά κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα 22,5 ώρες και επιπλέον 7 ώρες στις 1/9 και στις 9/11, ήτοι συνολικά 36,5 ώρες (τις οποίες αποδέχονται οι εναγόμενες) και επομένως δικαιούται να λάβει για την αιτία αυτή, το ποσό των 574,14 ευρώ (36,5 ώρες χ 15,73 ευρώ/ώρα). Επιπλέον από το ημερολόγιο του πλοίου προκύπτει ότι ο ενάγων εργάστηκε πέραν του οκταώρου στις 27/8 (7 ώρες και 15’ της ώρας) και επιπλέον 10 ώρες στις 30/7, στις 13/8 και στις 31/8, ήτοι συνολικά 37,6 ώρες (τις οποίες αποδέχονται οι εναγόμενες) και επομένως δικαιούται να λάβει για την αιτία αυτή, το ποσό των 591,44 ευρώ (37,6 ώρες χ 15,73 ευρώ/ώρα). Επομένως ο ενάγων δικαιούται να λάβει συνολικά για υπερωριακή εργασία που εκτέλεσε το χρονικό διάστημα της ναυτολόγησής του, το ποσό των 1.621,75 ευρώ (456,17 + 574,14 + 591,44=) κατά μερική παραδοχή ως ουσιαστικά βάσιμου του τρίτου λόγου της έφεσης του εκκαλούντος – ενάγοντος (υπό στοιχ Α) κατά το συναφές σκέλος αυτού [Ι (Α,Β,Γ,Δ)]. ‘Οσον αφορά τα αιτούμενα κονδύλια για υπερωριακή εργασία τα Σάββατα, τις Κυριακές και τις αργίες, αποδείχθηκε ότι στις 19/9 (ημέρα Σάββατο), στις 28/11 (ημέρα Σάββατο) και στις 28/10 δεν εκτελέστηκαν από τον ενάγοντα υπερωριακές εργασίες και επομένως το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε όμοια, ορθά τις αποδείξεις εκτίμησε, απορριπτόμενου ως αβάσιμου του τρίτου λόγου της έφεσής του (υπό στοιχ Α) κατά το συναφές σκέλος αυτού [ΙΙ (Α,Β)].
ΙΙ. Στις διατάξεις των άρθρων 3 και 4 της ως άνω ΣΣΝΕ ορίζεται ότι «Τα πληρώματα των ρυμουλκών θα εργάζονται επί οκτώ (8) συνεχείς ώρες την ημέρα σε βάρδιες (φυλακές) από Δευτέρα μέχρι Παρασκευή, του Σαββάτου και της Κυριακής θεωρουμένων ως ημερών αργίας (άρθρο 3 αρ. 1 στοιχ. α΄) … «Τα πληρώματα δεν θα εργάζονται τα Σάββατα. Αναγνωρίζεται, όμως, η υποχρέωσή τους να εργάζονται κατ’ απόλυτη σειρά τα Σάββατα επί 8ωρο από 00:01 έως 24:00 σύμφωνα με τις ανάγκες της εργασίας, εφόσον τους ζητηθεί τούτο κατά τη λήξη της εργασίας της προηγουμένης ημέρας, αμειβόμενα υπερωριακώς ως στο άρθρο 4 ορίζεται, μη δικαιούμενα αντιστοίχου ημέρας αναπαύσεως» (άρθρο 3 αρ. 2), … «Τα πληρώματα των ρυμουλκών από 01/01/2003 και στο εξής θα εργάζονται τις Κυριακές, κατ’ απόλυτη σειρά σε βάρδιες επί 8ωρο, λόγω της φύσεως της εργασίας, εφόσον τους ζητηθεί τούτο κατά τη λήξη της εργασίας της τελευταίας εργάσιμης ημέρας της εβδομάδος και όχι μετά από αυτήν και θα αμείβονται σύμφωνα με το άρθρο 7 της παρούσας Σ.Σ.Ε» (άρθρο 3 αρ. 3 στοιχ. α΄) … «Τα πληρώματα των ρυμουλκών δεν θα εργάζονται τις Εορτές. Αναγνωρίζεται, όμως, ότι είναι υποχρέωσή τους, λόγω της φύσεως της εργασίας, να εργάζονται κατ’ απόλυτη σειρά σε βάρδιες τις εορτές επί 7ωρο, εφόσον τους ζητηθεί τούτο κατά τη λήξη της εργασίας της τελευταίας εργάσιμης ημέρας και όχι μετά από αυτήν. Για κάθε αργία που εργάζονται, πέραν της οριζόμενης κατωτέρω έξτρα αμοιβής, δικαιούνται και μία εργάσιμη ανάπαυσης (ρεπό), που θα δίδεται υποχρεωτικά κατά τις επόμενες δεκαπέντε ημέρες. Στην μεμονωμένη περίπτωση, που δεν δοθεί εργάσιμη ημέρα ανάπαυσης (ρεπό), κατά τις ως άνω περιπτώσεις, στη διάρκεια των επόμενων δεκαπέντε ημερών, η 8ωρη απασχόληση κατά την τελευταία εργάσιμη ημέρα θα αμείβεται υπερωριακώς, με προσαύξηση της υπερωρίας, όπως ορίζει το άρθρο 4 παρ. β για τη συγκεκριμένη περίπτωση, επιπλέον της οριζόμενης έξτρα αμοιβής» (άρθρο 3 στοιχ. α΄ και β΄) … «Για την 7ωρη εργασία στο λιμάνι κατά τις Εορτές (και τις Εορτές που συμπίπτουν με Κυριακή ή Σάββατο), καταβάλλεται και έξτρα αμοιβή ίση με το 75% του 1/25 του βασικού μισθού, της ημέρας υπολογιζόμενης από 00:01 μέχρι 24:00. Η αποζημίωση για κάθε ώρα υπερωριακής εργασίας ορίζεται σε 1/173 του βασικού μισθού, προσαυξημένου κατά 32,5% για τις ώρες υπερωριακής εργασίας από Δευτέρα έως Παρασκευή και κατά 57,5% για όλες τις ώρες εργασίας του Σαββάτου, για τις πέραν του 8ώρου ώρες εργασίας των Κυριακών και τις πέραν του 7ωρου ώρες εργασίας των Εορτών» (άρθρο 4 στοιχ. α΄ και β’). Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι κατά τις ημέρες αργίας τα πληρώματα των ρυμουλκών κατά κανόνα δεν εργάζονται και απασχολούνται μόνο κατ’ εξαίρεση και υπό προϋποθέσεις, στην τελευταία δε περίπτωση λαμβάνουν μία (1) ημέρα ανάπαυσης (ρεπό) στη διάρκεια των δεκαπέντε (15) ημερών που έπονται της αργίας κατά την οποία απασχολήθηκαν. Η ημέρα αυτή (ρεπό) πρέπει μάλιστα να είναι εργάσιμη και όχι Σάββατο ή Κυριακή, αφού οι ημέρες αυτές θεωρούνται ημέρες αργίας. Και ναι μεν τα μέλη του πληρώματος των ρυμουλκών είναι δυνατόν να απασχοληθούν κατ’ εξαίρεση και τα Σάββατα ή τις Κυριακές, χωρίς να δικαιούνται τότε αντίστοιχης ημέρας ανάπαυσης, όμως αυτό προβλέπεται επειδή για την κατ’ εξαίρεση αυτή εργασία τους σε ημέρα αργίας (Σαββάτου ή Κυριακής) λαμβάνουν αντάλλαγμα, δηλαδή υπερωριακή αμοιβή. Συνεπώς, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως ημέρα αναπαύσεως το Σάββατο ή η Κυριακή, κατά τις οποίες ο ναυτικός δεν εργάζεται κατ’ εξαίρεση και δεν αμείβεται για την απασχόλησή του αυτή. Στην προκειμένη περίπτωση, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα προέκυψε ότι στον ενάγοντα δεν χορηγήθηκε άλλη εργάσιμη ημέρα αναπαύσεως (ρεπό) εντός δεκαπέντε (15) ημερών μετά την απασχόλησή του κατά την αργία της 28.10.2020, δεδομένου ότι ως τέτοια δεν νοείται η 31.10.2020 και η 1.11.2020, οι οποίες αναφέρονται ως αργίες και χορηγήθηκαν ανεξαιρέτως σε όλο το πλήρωμα του ρυμουλκού. Δικαιούται, συνεπώς, για την αιτία αυτή το χρηματικό ποσόν των 197,12 ευρώ (8 ώρες Χ 24,64 ευρώ το ωρομίσθιο =), κατά μερική παραδοχή του τρίτου λόγου της έφεσης του εκκαλούντος – ενάγοντος (υπό στοιχ Α) κατά το συναφές σκέλος αυτού (ΙΙΙ), με τον οποίο παραπονείται ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο κατ’εσφαλμένη κρίση απέρριψε το εν λόγω κονδύλιο. Περαιτέρω, από τις αποφάσεις του Υπουργείου Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής/Κ.Λ.Π/Γραφείο Γενικής Αστυνομίας (08/31.08.2020, 09/30.09.2020 και 10/30.10,2020) που έχουν δημοσιευθεί και αναρτηθεί στο διαδίκτυο, προκύπτει ότι το πλοίο <<Π>> ήταν σε επιφυλακή τις παρακάτω ημερομηνίες και ώρες: α) την 18.9.2020 από ώρα 20.00 έως ώρα 06.00 της επομένης (10 ώρες), β) την 29.10.2020 από ώρα 20.00 έως ώρα 06.00 της επομένης (10 ώρες) και γ) την 15.11.2020 από ώρα 20.00 έως ώρα 06.00 της επομένης (10 ώρες), ήτοι συνολικά 30 ώρες, ενώ την 17.11.2020 σε επιφυλακή ήταν το πλοίο <<Α>>. Επομένως ο ενάγων δικαιούται να λάβει από την παραπάνω αιτία, το ποσό των 382,80 ευρώ (30 ώρες χ 12,76 ευρώ/ώρα), όπως ορθά δέχθηκε και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και του επιδίκασε το ανωτέρω ποσό, απορριπτόμενου ως αβάσιμου του πέμπτου λόγου της έφεσής του (υπό στοιχ Α), με τον οποίο ο εκκαλών – ενάγων υποστηρίζει ότι το ένδικο πλοίο ήταν σε επιφυλακή περισσότερες ώρες (συνολικά 42) και ότι εκτέλεσε υπηρεσία φυλακής και την 17.11.2020. Με τον έκτο λόγο της έφεσής του (υπό στοιχ Α), ο εκκαλών – ενάγων παραπονείται ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εσφαλμένα κρίνοντας, απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμο το αξιούμενο κονδύλιο των 6.500 ευρώ, για επισκευαστικές εργασίες που εκτέλεσε στα μηχανικά μέρη του ένδικου πλοίου, κατόπιν εντολής της πρώτης εναγομένης και ρητής συμφωνίας του με αυτήν, δια των εκπροσώπων της. Ωστόσο από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα, δεν αποδείχθηκε η κατάρτιση σύμβασης μεταξύ του ενάγοντος και της πρώτης εναγομένης, με αντικείμενο την εκτέλεση επισκευαστικών εργασιών επί της κύριας μηχανής, των ηλεκτρομηχανών, των αντλιών, των κομπρεσέρ και άλλων μηχανημάτων του μηχανοστασίου του ρυμουλκού, καθαρισμούς δεξαμενών, ψυγείων μηχανοστασίου και λοιπών εν γένει εργασιών επισκευών του ρυμουλκού. Πέραν του γεγονότος ότι πολλές από τις ανωτέρω εργασίες εντάσσονται στις συμβατικές υποχρεώσεις του ενάγοντος, ως εκ της θέσεως και της ειδικότητάς του ως μηχανικού, η πρώτη εναγομένη προσκομίζει μετ’επικλήσεως τιμολόγια παροχής υπηρεσιών από τα οποία προκύπτει ότι επί του ένδικου πλοίου είχαν συντελεστεί εκτεταμένες επισκευαστικές εργασίες που εκτελέστηκαν από εξωτερικά συνεργεία και όχι από τον ενάγοντα. Ειδικότερα, όσον αφορά την επισκευή και τοποθέτηση μηχανικού στροφόμετρου τοπικά, αλλαγή λαδιών και φίλτρων πετρελαίου λόγω συμπλήρωσης ωρών, άντληση δεκαέξι κυβικών σεντινόλαδων και 4 sludge σε δεξαμενή slops, καθάρισμα υαλοδείκτη βόθρου, ρύθμιση και γρασάρισμα ταχύκλειστων πετρελαίου στην κουβέρτα, καθάρισμα και διευθέτηση αποθηκών ρυμουλκών, επισκευή και γρασάρισμα μηχανική επωτίδα στην κουβέρτα, αλλαγή ροδελών στο φυγοκεντρικό διαχωριστή του λαδιού για διαρροή, καθάρισμα στα σωληνάκια σε όλο το δίκτυο πετρελαίου Νο2, επισκευή της emergency fire pump, συντήρηση του δικτύου λάτρας, αυτά υπάγονται στα καθήκοντα του μηχανικού, συγκαταλέγονται στις συμβατικές υποχρεώσεις της εργασίας του και δεν συνεπάγονται επιπλέον αμοιβής. Αλλες εργασίες, ανατέθηκαν και εκτελέστηκαν από εξωτερικά συνεργεία, όπως προκύπτει από τις σχετικές τιμολογήσεις και τα παραστατικά, στα οποία περιγράφονται οι εργασίες, το κόστος εργασιών, υλικών κλπ και για τα οποία έχουν εκδοθεί τα υπ’αριθ. …/26.8.2020 και …./2.11.2020 τιμολόγια από την επιχείρηση ……………. (…………..) στο όνομα της εκναυλώτριας του πλοίου <<………>> (……….) με τις συνημμένες σε αυτά και προσαγόμενες μετ’επικλήσεως, από 26.8.2020 και 3.11.2020 έγγραφες περιγραφές υλικών και εργασιών και δη: επισκευή χειριστηρίου γερανού, επισκευή αντλιών βόθρου, επισκευή alarm σεντινών μηχανοστασίου, επισκευή μπόμπας για την άγκυρα, επισκευή ηλεκτρονικού governor Νο1, Νο2, Νο3, αλλαγή solenoidstop για λόγους ασφαλιστικών διατάξεων στη Νο3, αλλαγή στο χειριστήριο τιμονιού αριστερά στη γέφυρα, αλλαγή ρύθμισης και τοποθέτησης κεραίας AIS (από την εταιρεία ……………… και εκδόθηκε το προσκομιζόμενο μετ’επικλήσεως υπ’αριθ. ……../15.7.2020 δελτίο αποστολής – τιμολόγιο και οι προσαγόμενες μετ’επικλήσεως υπ’αριθ. ……../01/13.7.2020 και 14.7.2020 εκθέσεις επιθεώρησης). Επίσης η αλλαγή και τοποθέτηση αντλίας πετρελαίου έγινε από την εταιρεία <<…………………>> και εκδόθηκε το προσκομιζόμενο μετ’επικλήσεως υπ’αριθ. 391/22.5.2020 τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών κατόπιν της από 7.4.2020 έγγραφη προσφοράς της. Ολα τα ανωτέρω τιμολόγια εκδόθηκαν στο όνομα της εκναυλώτριας εταιρείας. Αναφορικά δε με την εργασία της επιθεώρησης AVR γενικά στις ηλεκτρομηχανές, δεν εκτελέστηκε από τον ενάγοντα, καθώς αποτελεί μία απόλυτα εξειδικευμένη εργασία ειδικότητας ηλεκτρολόγου, ενώ η τοποθέτηση σπειρώματος στο δίκτυο πετρελαίου για διαρροή στο Νο2 δεν υφίσταται ως εργασία γενικά. Η επισκευή και αντικατάσταση φωτιστικών στο χώρο των καμπινών και του μηχανοστασίου, επίσης δεν εκτελέστηκαν από τον ενάγοντα, ενώ οι εργασίες επισκευής διαρροής στο δίκτυο πετρελαίου, επισκευής διαρροής σε πρύμνιο SEACHEST ηλεκτρομηχανών, αλλαγής των κεντρικών επιστομίων SEACHESTS στο δίκτυο της θάλασσας λόγω μη απομόνωσής τους στο δίκτυο ψύξης στην κύρια μηχανή, εκτελέστηκαν από προσωπικό της εκναυλώτριας εταιρείας του ρυμουλκού <<…………….>. Μετά ταύτα, εφόσον δεν αποδείχθηκε ότι ο ενάγων συμφώνησε με την πρώτη εναγομένη την εκτέλεση των ανωτέρω εργασιών, ούτε ότι εκτέλεσε εργασίες επισκευής και συντήρησης, που δεν εντάσσονται στα συμβατικά του καθήκοντα, δεν δικαιούται το αξιούμενο ποσό των 6.500 ευρώ, το δε πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο κρίνοντας όμοια, απέρριψε το εν λόγω κονδύλιο ορθά τις αποδείξεις εκτίμησε και επομένως ο ερευνητέος έκτος λόγος της έφεσης του εκκαλούντος – ενάγοντος (υπό στοιχ Α), με τον οποίο υποστηρίζει τα αντίθετα, τυγχάνει απορριπτέος ως αβάσιμος. Με βάση τα ανωτέρω ο ενάγων εδικαιούτο να λάβει κατά τη διάρκεια της ναυτολόγησής του, το συνολικό ποσό των 24.445,00 ευρώ (11.777,12 + 2.586,47 + 588,81 + 588,81 + 4.145,42 + 366,93 + 68,42 + 2.121,35 + 1.621,75 + 197,12 + 382,80=), κατά μερική παραδοχή του έβδομου λόγου της έφεσής του (υπό στοιχ Α) με τον οποίο παραπονείται ότι η εκκαλουμένη του επιδίκασε μόνο το ποσό των 22.178,81 ευρώ. Περαιτέρω, από τις αποδείξεις μισθοδοσίας σε συνδυασμό με συνδυασμό με τα οικεία εμβάσματα πληρωμών, που προσκομίζει μετ’επικλήσεως η πρώτη εναγομένη, προκύπτει ότι κατά το ένδικο χρονικό διάστημα κατεβλήθη στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των 16.945,86 ευρώ ως καθαρές αποδοχές, πλέον του ποσού των 7.339,46 ευρώ ως κρατήσεις και επομένως πρέπει να επιδικαστεί σε αυτόν το ποσό των 7.499,14 ευρώ (24.445,00 – 16.945,86=). Επίσης αποδείχθηκε ότι ο ενάγων απολύθηκε λόγω αδείας την 7.12.2020 και ότι στη συνέχεια, ενώ ζήτησε την εκ νέου ναυτολόγησή του στο ρυμουλκό <<Π>> το αίτημά του δεν έγινε δεκτό. Εφόσον λοιπόν η πρώτη εναγομένη κατήγγειλε μονομερώς τη σύμβαση ναυτικής εργασίας που είχε καταρτίσει με τον ενάγοντα, χωρίς υπαιτιότητά του, ο τελευταίος δικαιούται να λάβει την προβλεπόμενη από τη διάταξη του άρθρου 76 ΚΙΝΔ αποζημίωση απόλυσης, που στη συγκεκριμένη περίπτωση ανέρχεται σε αποδοχές 15 ημερών και υπολογίζεται με βάση το σύνολο των τακτικών αποδοχών κατά τον τελευταίο μήνα, που καταβάλλονται με καθεστώς πλήρους απασχόλησης. Επομένως ο ενάγων δικαιούται να λάβει ως αποζημίωση απόλυσης το ποσό των 1.890,72 ευρώ [3.498,59 ευρώ οι συνολικές τακτικές μηνιαίες αποδοχές του κατά τα προεκτεθέντα + 282,86 ευρώ (1.621,75 : 172 ημέρες χ 30 ημέρες) ο μέσος όρος της υπερωριακή αμοιβής του κατά το ένδικο χρονικό διάστημα της ναυτολόγησής του = 3.781,45 ευρώ : 2 =]. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο έκρινε ότι ο ενάγων δικαιούται για την ανωτέρω αιτία το υψηλότερο ποσό των 2.098,57 ευρώ, εσφαλμένα τις αποδείξεις εκτίμησε, ο δε όγδοος λόγος της έφεσης του εκκαλούντος – ενάγοντος (υπό στοιχ Α), με τον οποίο παραπονείται ότι η εκκαλουμένη επιδίκασε σε αυτόν μικρότερο ποσό από αυτό που δικαιούται και το οποίο κατά τους ισχυρισμούς του ανέρχεται σε 2.819,09 ευρώ, τυγχάνει απορριπτέος ως αβάσιμος. Περαιτέρω, με τον δεύτερο λόγο της έφεσής τους (υπό στοιχ Β), οι εκκαλούσες – εναγόμενες παραπονούνται ότι η εκκαλουμένη κατ’εσφαλμένη κρίση δέχθηκε ότι ο ενάγων δικαιούται αποζημίωση απόλυσης και ακολούθως επιδίκασε σε αυτόν το ποσό των 2.098,57 ευρώ, για το οποίο σε κάθε περίπτωση έχει εξοφληθεί, αφού η πρώτη εναγομένη έχει καταβάλει σε αυτόν συνολικά το ποσό των 24.285,32 ευρώ που είναι μεγαλύτερο του καταρχήν επιδικασθέντος κονδυλίου ποσού 22.178,81 ευρώ και η προκύπτουσα διαφορά ανέρχεται σε 2.106,51 ευρώ (24.285,32 – 22.178,81). Ο λόγος αυτός τυγχάνει απορριπτέος ως αβάσιμος, αφενός διότι όπως αποδείχθηκε, ο ενάγων δικαιούται αποζημίωση απόλυσης αφού η σύμβαση ναυτικής εργασίας του καταγγέλθηκε μονομερώς και άνευ υπαιτιότητάς του από την πρώτη εναγομένη, αφετέρου διότι κατά τα προεκτεθέντα, οι αποδοχές (καθαρές) που καταβλήθηκαν στον ενάγοντα, από την πρώτη εναγομένη – εργοδότριά του, κατά το χρονικό διάστημα της ναυτολόγησής του ανέρχονται σε 16.945,86 ευρώ και όχι σε 24.285,32 ευρώ όπως ισχυρίζεται η πρώτη εναγομένη, ενώ από το καταρχήν επιδικασθέν ποσό των 22.178,81 ευρώ αφαιρούνται οι κατά νόμο κρατήσεις είτε υπέρ ασφαλιστικών οργανισμών είτε υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου, και παρακρατούνται από τον εργοδότη κατά την εκτέλεση της απόφασης επί των τελικά επιδικαζομένων με αυτήν αποδοχών του μισθωτού προκειμένο να αποδοθούν στους τρίτους δικαιούχους (βλ. σχετικά ανωτέρω εκτεθέντα κατά την εξέταση του πρώτου λόγου της υπό στοιχ Β έφεσης). Μετά ταύτα ο ενάγων δικαιούται να λάβει για διαφορές αποδοχών κατά το χρονικό διάστημα της ναυτολόγησής του και για αποζημίωση απόλυσης συνολικά το ποσό των 9.389,86 ευρώ (7.499,14 + 1.890,72).
Με τον τρίτο λόγο της υπό στοιχ Β έφεσης, η πρώτη εναγομένη επαναφέρει τον ισχυρισμό που προέβαλε πρωτοδίκως και απορρίφθηκε ως αόριστος άλλως ως μη νόμιμος, ότι είναι καταχρηστική η άσκηση της αγωγής, επειδή ο ενάγων έχει επιδείξει αντιφατική συμπεριφορά άλλως ότι το δικαίωμά του έχει αποδυναμωθεί διότι προσήλθε πολλές φορές και της ζήτησε εργασία, με αποτέλεσμα η αγωγή να έχει ασκηθεί για λόγους εκδίκησης και μόνο, ενώ με τον τρόπο αυτό δημιουργήθηκε σε αυτήν η εύλογη πεποίθηση ότι ουδεμία αξίωση θα ασκήσει ο ενάγων, η οποία (πεποίθηση) κατέστη βεβαιότητα όσο εκείνος αδρανούσε. Ο ισχυρισμός της αυτός είναι μη νόμιμος, προεχόντως διότι η διάταξη του άρθρου 281 Α.Κ. δεν εφαρμόζεται όταν ο εναγόμενος αρνείται το αγωγικό δικαίωμα (Εφ.Πειρ. 543/2022, Εφ.Πειρ. 435/2022, Εφ.Πειρ. 173/2022, Εφ.Πειρ. 464/2021, Εφ.Πειρ. 593/2021, ιστοσελίδα Εφετείου Πειραιά), όπως συμβαίνει στην προκείμενη περίπτωση, κατά την οποία η πρώτη εναγόμενη – εκκαλούσα της υπό στοιχ Β έφεσης, παρότι επικαλείται καταχρηστικότητα κατά την ενάσκηση του επιδίκου δικαιώματος του ενάγοντος, αμφισβητεί ταυτόχρονα την ύπαρξη οποιουδήποτε δικαιώματος του τελευταίου που απορρέει από σύμβαση εξαρτημένης ναυτικής εργασίας, υποστηρίζοντας ότι τον έχει εξοφλήσει πλήρως. Κι αν ακόμα γινόταν όμως δεκτό ότι ο ισχυρισμός αυτός προβάλλεται επικουρικά, κατά την έννοια του άρθρου 219 Κ.Πολ.Δ, για την περίπτωση δηλαδή που ήθελε κριθεί ότι οι αγωγικές αξιώσεις πράγματι γεννήθηκαν, τα επικαλούμενα περιστατικά, και αληθή υποτιθέμενα, δεν δύνανται κατά νόμο να συγκροτήσουν το πραγματικό της διάταξης του άρθρου 281 Α.Κ, αφού ο ενάγων δεν μπορούσε να στερηθεί του δικαιώματός του στη δικαστική επιδίωξη των νόμιμων απαιτήσεών του από την παροχή της εργασίας του. Τούτο διότι, κατά γενική αρχή του εργατικού δικαίου, εφόσον ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά, είναι άκυρη η παραίτηση του εργαζομένου από το δικαίωμα να λάβει τα κατά νόμο, τις Σ.Σ.Ε. και άλλες κανονιστικές διατάξεις ελάχιστα όρια των αποδοχών του, έστω και υπό τη μορφή της άφεσης χρέους, καθώς και η παραίτησή του από άλλα δικαιώματά του που απορρέουν από τη σχέση εργασίας και αναγνωρίζονται από κανόνες δημόσιας τάξης, όπως είναι το δικαίωμά του για την καταβολή της νόμιμης αμοιβής του από την υπερωριακή του απασχόληση και άλλες πρόσθετες αμοιβές που αποδεικνύονται (Α.Π. 1569/2017, Α.Π. 1554/2011, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Α.Π. 1089/2006, Δ.Ε.Ε. 2006, 1178, Α.Π. 75/2003, Τ.Ν.Π. ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ, Εφ.Πειρ. 388/2024, διαθέσιμη στην ιστοσελίδα του Εφετείου Πειραιά, Εφ.Πειρ. 48/2021, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Ι. Ληξουριώτη, «Ατομικές Εργασιακές Σχέσεις», σ. 66). Ακόμη, μόνο το οικονομικό κόστος που θα προκαλέσει στην εναγόμενη η ευδοκίμηση της αγωγής δεν μπορεί να στοιχειοθετήσει ένσταση καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος (Εφ.Πειρ. 549/2022, ό.α.). Κατά συνέπεια, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του επίσης απέρριψε ως μη νόμιμη την ανωτέρω ένσταση κατ’ άρθρο 281 ΑΚ, της πρώτης εναγόμενης – εκκαλούσας της υπό στοιχ Β έφεσης,, έστω με πιο συνοπτική αιτιολογία, που αντικαθίσταται με αυτήν της παρούσας (άρθρο 534 Κ.Πολ.Δ.), δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και είναι αβάσιμος και απορριπτέος ο τρίτος λόγος της έφεσής της (υπό στοιχ Β), με τον οποίον αυτή υποστηρίζει τα αντίθετα.
ΙΙΙ. Με τη διάταξη του άρθρου 479 Α.Κ, στην οποία ορίζεται ότι: «αν με σύμβαση μεταβιβάστηκε περιουσία ή επιχείρηση, αυτός που αποκτά ευθύνεται απέναντι στο δανειστή έως την αξία των μεταβιβαζομένων στοιχείων για τα χρέη που ανήκουν στην περιουσία ή στην επιχείρηση. Η ευθύνη αυτού που μεταβιβάζει εξακολουθεί να υπάρχει. …», καθιερώνεται αναγκαστική εκ του νόμου σωρευτική αναδοχή των χρεών με την έννοια του άρθρου 477 Α.Κ. και δημιουργείται έτσι παθητική εις ολόκληρον ενοχή μεταξύ του μεταβιβάζοντος και του αποκτώντος, από αυτούς δε τους δύο ο μεν πρώτος ευθύνεται απεριόριστα, ο δε δεύτερος περιορισμένα και συγκεκριμένα μέχρι την αξία των μεταβιβαζομένων κατά το χρόνο της μεταβίβασης. Ο εν λόγω περιορισμός της ευθύνης του αποκτώντος επέρχεται κατόπιν ενστάσεως αυτού και δεν αποτελεί στοιχείο της κατ’ αυτού αγωγής η αναφορά και η αξία των μεταβιβασθέντων περιουσιακών αντικειμένων (Α.Π. 318/2008, ΕλλΔνη 2009, 482). Για τη δημιουργία, όμως, της σωρευτικής αυτής αναδοχής απαιτείται να περιλαμβάνει η μεταβίβαση ένα προς ένα όλα τα στοιχεία που συνιστούν το ενεργητικό της περιουσίας, έστω και αν εξαιρέθηκαν από αυτήν αντικείμενα ασήμαντης αξίας. Επί μεταβιβάσεως μεμονωμένων αντικειμένων πρέπει αυτά να αποτελούν όλο το ενεργητικό της περιουσίας ή το σημαντικότερο ποσοστό αυτής. Επιπλέον, ο αποκτών πρέπει να τελούσε εν γνώσει ότι του μεταβιβάστηκε όλη περιουσία ως σύνολο ή το σημαντικότερο ποσοστό της. Η γνώση αυτή θεωρείται ότι υπάρχει και όταν, ενόψει των συνθηκών υπό τις οποίες έγινε η μεταβίβαση, γνώριζε ο αποκτών την εν γένει περιουσιακή κατάσταση του μεταβιβάζοντος και μπορούσε να αντιληφθεί ότι η περιουσία που του μεταβιβάστηκε αποτελούσε το σύνολο αυτής ή το σημαντικότερο ποσοστό της (Α.Π. 451/2012, Α.Π. 909 και 910/2010, Α.Π. 1384/2005, Εφ.Πειρ. 726/2010, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Στην περίπτωση δε κατά την οποία μεταβιβάσθηκε επιχείρηση ή άλλη περιουσιακή ομάδα, ως τέτοια, η γνώση του αποκτώντος προκύπτει από αυτή την ίδια τη σύμβαση και, ως εκ τούτου, δεν παρίσταται ανάγκη να γίνει ιδιαίτερη επίκληση και απόδειξη αυτής (Α.Π. 829/2003, Α.Π. 591/2002, Εφ.Πειρ. 459/2015, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Ως επιχείρηση η ελληνική νομολογία αντιλαμβάνεται και το εν λειτουργία ευρισκόμενο πλοίο (Α.Π. 1129/1983, Νο.Β. 32, 667, Εφ.Πειρ. 207/2011 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), πολύ περισσότερο μάλιστα διότι συνηθέστατος τύπος οργάνωσης της εκμετάλλευσης πλοίου είναι η «μονοβάπορη» εταιρεία (Εφ.Πειρ. 726/2010, με περαιτέρω παραπομπές στη θεωρία και τη νομολογία). Οι πιο πάνω ρυθμίσεις ισχύουν και όταν ολόκληρη η περιουσία ή η επιχείρηση του οφειλέτη μεταβιβάζεται σε άλλον όχι με μία, αλλά με περισσότερες μεταβιβαστικές πράξεις και μάλιστα είτε συγχρόνως είτε διαδοχικά, με την προϋπόθεση, όμως, στην τελευταία περίπτωση οι πράξεις να αποτελούν μεταξύ τους ενότητα ή, με άλλη διατύπωση, να βρίσκονται σε στενή χρονική και οικονομική σχέση. Οι διατάξεις, όμως, αυτές δεν εφαρμόζονται όταν το σύνολο περιουσίας ή επιχειρήσεως μεταβιβάζεται τμηματικά σε περισσότερα διαφορετικά πρόσωπα, εκτός αν εκείνοι που αποκτούν γνωρίζουν αυτό, ότι, δηλαδή, οι πλείονες συμβάσεις έγιναν με τον αυτό σκοπό της μεταβίβασης της περιουσίας, οπότε η ευθύνη καθενός από αυτούς περιορίζεται ανάλογα με το τμήμα της περιουσίας που αποκτά. Ως χρέη της περιουσίας που μεταβιβάστηκε νοούνται οποιασδήποτε φύσεως, είτε εκ συμβάσεως είτε εξ αδικοπραξίας (εκτός των προσωποπαγών), αρκεί ο γενεσιουργός αυτών νομικός λόγος να υπήρχε κατά το χρόνο της μεταβίβασης, με την έννοια δε αυτή περιλαμβάνονται και εκείνα που κατά το χρόνο της μεταβιβαστικής σύμβασης τελούν υπό προθεσμία ή αίρεση, καθώς και εκείνα που προέρχονται από μεταβολή ή επέκταση της ενοχής, η οποία υπήρχε κατά το χρόνο της μεταβίβασης. Για την ευθύνη του αποκτώντος δεν απαιτείται να γνώριζε αυτός την ύπαρξη των χρεών, κατά το χρόνο της μεταβίβασης, ούτε επίσης απαιτείται αυτά να είχαν αναγνωρισθεί δικαστικώς σε δίκη μεταξύ του μεταβιβάζοντος οφειλέτη και του δανειστή μέχρι του χρόνου της μεταβίβασης (Α.Π. 909/2010, Α.Π. 1948/2008, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), αρκεί μόνο ο νομικός λόγος γένεσής τους να έχει προηγηθεί της σύμβασης μεταβίβασης, ακόμη και αν αυτά κατέστησαν μεταγενεστέρως ληξιπρόθεσμα και απαιτητά (Α.Π. 1154/1998, ΕλλΔνη 1998, 1572). Με τις παραπάνω διατάξεις επεκτείνεται απλώς ο ενοχικός δεσμός και στο πρόσωπο του αποκτώντος την περιουσία, ο οποίος καθίσταται πρόσθετος οφειλέτης του ίδιου χρέους, που περιέρχεται σε αυτόν στην κατάσταση που βρισκόταν κατά το χρόνο της μεταβιβάσεως, χωρίς να μεταβάλλεται η φύση και το περιεχόμενό του εκ του ότι, μετά τη μεταβίβαση, η ενοχή κάθε συνοφειλέτη είναι αυτοτελής ως προς την ύπαρξη και την εξέλιξή της, αφού τα γεγονότα που αφορούν τους συνοφειλέτες μπορεί να ενεργούν αντικειμενικά για όλους ή υποκειμενικά για τον έναν από αυτούς, σύμφωνα με τα άρθρα 483 – 486 Α.Κ.. Επομένως, αν για τη δικαστική επιδίωξη της εκπλήρωσης του χρέους εφαρμόζονται ορισμένοι δικονομικοί κανόνες, οι ίδιοι δικονομικοί κανόνες θα εφαρμοσθούν και όταν η δικαστική επιδίωξη του χρέους γίνεται κατ’ εκείνου που το αναδέχτηκε (Α.Π. 776/2003, ΕλλΔνη 2005, 163, Εφ.Πειρ. 207/2011, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Μεταξύ δε των άνω συνοφειλετών υπάρχει απλή ομοδικία (Εφ.Πειρ. 459/2015, Εφ.Πειρ. 207/2011, Εφ.Θεσ. 424/2008, Εφ.Αθ. 6812/2005, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).
IV. Με τη διάταξη του άρθρου 205 του προϊσχύσαντος Κ.Ι.Ν.Δ. (ν. 3816/1958) καθιερώνεται ειδική σειρά κατάταξης και προσδιορίζονται τα ναυτικά προνόμια σε τέσσερις κατηγορίες, που αποκαλούνται τάξεις, στις οποίες εντάσσονται και κατατάσσονται: 1) Στην πρώτη τάξη και κατά την οριζόμενη σειρά: α) τα προς το κοινό συμφέρον των δανειστών γενόμενα δικαστικά έξοδα, β) τα τέλη και δικαιώματα που βαρύνουν το πλοίο, γ) οι συναφείς προς τη ναυσιπλοΐα φόροι και δ) τα έξοδα φύλαξης και συντήρησης του πλοίου από τον κατάπλου του στο τελευταίο λιμάνι. 2) Στη δεύτερη τάξη κατατάσσονται: α) οι απαιτήσεις του πλοιάρχου και του πληρώματος από τη σύμβαση εργασίας και β) τα δικαιώματα υπέρ του Ναυτικού Απομαχικού Ταμείου. 3) Στην τρίτη τάξη κατατάσσονται τα έξοδα και οι αμοιβές λόγω επιθαλάσσιας αρωγής διάσωσης και ναυαγιαίρεσης και 4) στην τέταρτη τάξη κατατάσσονται οι λόγω σύγκρουσης ή πρόσκρουσης πλοίων οφειλόμενες αποζημιώσεις για ζημίες σε πλοία, επιβάτες και φορτία (Εφ.Πατρ. 286/2021, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 207 του ιδίου Κώδικα, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 8 του ν. 1711/1987, «Όταν εκποιηθεί το πλοίο συμβατικά, το προνόμιο εξακολουθεί να υφίσταται, εφόσον με απόφαση δικαστηρίου αναγνωρισθεί έναντι αυτού που απόκτησε το πλοίο, κατόπιν σχετικής αγωγής η οποία εγείρεται μέσα σε αποσβεστική προθεσμία τριών μηνών από την εγγραφή της εκποιητικής σύμβασης στο νηολόγιο. Προκειμένου περί προνομιούχων απαιτήσεων από τη σύμβαση εργασίας του πλοιάρχου και του πληρώματος, καθώς και των από την ναυτολόγηση αυτών δικαιωμάτων του Ναυτικού Απομαχικού Ταμείου, η ανωτέρω αποσβεστική προθεσμία ορίζεται σε ένα έτος». Από την τελευταία διάταξη συνάγεται ότι όταν το πλοίο εκποιείται συμβατικά, το ναυτικό προνόμιο δεν αποσβένεται, αλλά μπορεί να ασκηθεί, υπό προϋποθέσεις, κατά του νέου ιδιοκτήτη, ακόμα και καλόπιστου. Τούτο δε γίνεται είτε με την απευθείας επιβολή αναγκαστικής κατάσχεσης στο μεταβιβασθέν πλοίο, είτε με την άσκηση αγωγής αναγνώρισης του προνομίου ενώπιον των δικαστηρίων, ελλείψει εκτελεστού τίτλου. Κατ’ αυτό τον τρόπο το ναυτικό προνόμιο εξοπλίζεται με εξουσία παρακολούθησης και ο δανειστής της ναυτικής απαίτησης μπορεί να ικανοποιηθεί προνομιακά από το πλοίο, το οποίο περιέρχεται βεβαρημένο στον διάδοχο. Μετά τη συμβατική εκποίηση του πλοίου, η αναγνώριση με δικαστική απόφαση του ναυτικού προνομίου δεν έχει ως συνέπεια ότι ο νέος αγοραστής καθίσταται προσωπικός οφειλέτης έναντι του προνομιούχου δανειστή, αλλά ότι είναι υποχρεωμένος να ανεχθεί αναγκαστική εκτέλεση επί του πλοίου, εφόσον ασκηθεί η εμπράγματη αξίωση (Εφ.Πειρ. 388/2024, διαθέσιμη στην ιστοσελίδα του Εφετείου Πειραιά, με αναφορά σε Ιωάννη Ρόκα, Ναυτικό Δίκαιο, Γ’ έκδοση, σ. 61, π.ρ.β.λ. και Δ. Καμβύση, Ιδιωτικό Ναυτικό Δίκαιον, 1982, υπ’ άρθρο 207, σ. 583, Αντάπαση, Απαιτήσεις Απολαύουσαι Ναυτικών Προνομίων, σ. 120, 121, 122, 123, Δημ. Εθνικό Αρχείο Διδακτορικών Διατριβών).
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως συνομολογείται από τη δεύτερη εναγομένη, με το από 28.06.2021 ιδιωτικό συμφωνητικό αγοραπωλησίας πλοίου, η πρώτη εναγομένη της μεταβίβασε, το πλοίο «Π», όπως καταχωρήθηκε στα βιβλία των Νηολογίων Πειραιά στις 26.07.2021, οπότε εκδόθηκε νέο έγγραφο στο όνομα της δεύτερης εναγομένης, με το νέο όνομα του πλοίου «ΛΣ». Το πλοίο δε αυτό μεταβιβάσθηκε ως σύνολο περιουσίας, δηλαδή ως μοναδικό περιουσιακό στοιχείο ή τουλάχιστον ως το πλέον σημαντικό περιουσιακό στοιχείο αυτής, γεγονός, το οποίο η δεύτερη εναγομένη γνώριζε κατά το χρόνο της μεταβίβασης, ευθυνόμενη συνεπώς για τα μέχρι το χρόνο της μεταβίβασης χρέη, κατ’ άρθρα 479 και 477 Α.Κ, εις ολόκληρο με την πρώτη εναγόμενη, ως κρίθηκε πρωτόδικα και δεν αμφισβητείται.
Μετά ταύτα, εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος έφεσης προς εξέταση, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη η υπό στοιχ. Β έφεση, να γίνει εν μέρει δεκτή ως και ουσιαστικά βάσιμη η υπό στοιχ. Α έφεση, κατά τους ως άνω ευδοκιμήσαντες λόγους της και να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση στο σύνολό της, δηλαδή και κατά το μη πληγέν και μη ανατραπέν μέρος της για την ενότητα του τίτλου της αναγκαστικής εκτέλεσής της (ΑΠ 748/1984, Δνη 26/642, ΜονΕφΠειρ. 605/2014, αδημ. ΕφΠειρ. 700/2011, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 277/2005, ΔΕΕ 2005/685, ΕφΠειρ. 91/2004, Πειρ. Νομ. 2004/160) και, αφού η υπόθεση κρατηθεί προς κατ’ ουσίαν εκδίκαση από το παρόν Δικαστήριο, να γίνει δεκτή η αγωγή κατά ένα μέρος ως και ουσιαστικά βάσιμη και να υποχρεωθούν οι εναγόμενες εις ολόκληρον, να καταβάλουν στον ενάγοντα το ποσό των 9.389,86 ευρώ (7.499,14 + 1.890,72), νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την πλήρη και ολοσχερή εξόφληση. Κατόπιν αυτών παρέλκει ως αλυσιτελής η εξέταση του θεμελιωθέντος στη διάταξη του άρθρου 914 ΚΠολΔ και υποβληθέντος, με την υπό στοιχ Β έφεση, αιτήματος της πρώτης εναγομένης – εκκαλούσας, για επαναφορά των πραγμάτων στην κατάσταση που βρίσκονταν πριν από την εκ μέρους της καταβολή στον ενάγοντα, του χρηματικού ποσού των 2.000 ευρώ, πλέον τόκων από 22.4.2023, σε συμμόρφωση προς την προσωρινώς εκτελεστή διάταξη της εκκαλουμένης, αφού το χρηματικό ποσό της τελεσίδικης καταψήφισης υπερβαίνει το καταβληθέν. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων, αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, πρέπει να συμψηφιστούν στο σύνολό τους, επειδή η ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόστηκαν από το Δικαστήριο ήταν ιδιαίτερα δυσχερής (άρθρ. 179 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Συνεκδικάζει αντιμωλία των διαδίκων την από 23.11.2023 (υπό ΓΑΚ/ΕΑΚ/………/2023) υπό στοιχ Α έφεση και την από 23.1.2024 (υπό ΓΑΚ/ΕΑΚ/……/2024) υπό στοιχ Β έφεση, στρεφόμενες κατά της υπ’αριθ. 1228/2023 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (διαδικασία περιουσιακών – εργατικών διαφορών).
Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ’ουσίαν την από 23.1.2024 (υπό στοιχ Β) έφεση.
Δέχεται τυπικά και εν μέρει κατ’ουσίαν την από 23.11.2023 (υπό στοιχ Α) έφεση.
Εξαφανίζει την εκκαλουμένη απόφαση.
Κρατεί και δικάζει την αγωγή κατ’ουσίαν.
Δέχεται αυτήν εν μέρει.
Υποχρεώνει τις εναγόμενες εις ολόκληρον, να καταβάλουν στον ενάγοντα το ποσό των εννέα χιλιάδων τριακοσίων ογδόντα εννέα ευρώ και ογδόντα έξι λεπτών (9.389,86), νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την πλήρη και ολοσχερή εξόφληση.
Απορρίπτει αίτημα επαναφοράς των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση.
Συμψηφίζει στο σύνολό τους τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων, αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριο του συνεδρίαση, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους στις 3 Ιουλίου 2025.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ