ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Αριθμός Απόφασης 470/2025
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Γεωργία Παναγιωτοπούλου, Εφέτη, την οποία όρισε η Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς και τη Γραμματέα Ε.Δ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά, στις …………, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της εκκαλούσας: Της εταιρείας με την επωνυμία <<…………..>>, η οποία εδρεύει στο . ……….. και εκπροσωπείται νόμιμα, με ΑΦΜ … ΔΟΥ Πλοίων Πειραιά, η οποία εκπροσωπήθηκε στην παρούσα δίκη από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Δημήτριο Ψυχάρη (ΑΜ ΔΣΑ …) [ΔΕ ΠΑΠΑΠΕΤΡΟΣ – ΠΑΠΑΓΓΕΛΗΣ – ΤΑΤΑΓΙΑ ΚΑΙ ΣΥΝΕΤΑΙΡΟΙ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΑΜ ΔΣΑ ….].
Των εφεσιβλήτων: 1. Της εταιρείας με την επωνυμία <<………….>> που εδρεύει στη ………, όπως νόμιμα εκπροσωπείται, με ΑΦΜ ……… ΔΟΥ Πλοίων Πειραιά, η οποία εκπροσωπήθηκε στην παρούσα δίκη από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Μιχαήλ Μαρκουλάκο (ΑΜ ΔΣΑ ……..) [ΔΕ Ι. ΚΑΙ Μ. ΜΑΡΚΟΥΛΑΚΟΣ ΚΑΙ ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ Δικηγορική Εταιρεία ΑΜ ΔΣΑ ………..), που κατέθεσε την από 19.3.2025 έγγραφη δήλωση (άρθρ. 242 παρ.2 ΚΠολΔ) και 2. Του ……….., δικηγόρου, κατοίκου . ………., ο οποίος κατέθεσε την από 18.3.2025 έγγραφη δήλωση (άρθρ. 242 παρ.2 ΚΠολΔ)
Η ενάγουσα, εταιρεία με την επωνυμία <<………..>>, ήδη πρώτη εφεσίβλητη, άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, σε βάρος της εταιρείας με την επωνυμία <<……..>>, ήδη εκκαλούσας και του ………., ήδη δεύτερου εφεσίβλητου, την από 23.12.2021 και με αριθμό κατάθεσης ΓΑΚ/../ΕΑΚ/…../2021 αγωγή (υπό στοιχ Α), με την οποία ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται σε αυτήν. Επίσης η ενάγουσα, εταιρεία με την επωνυμία <<<<……..>>, ήδη εκκαλούσα, άσκησε ενώπιον του ιδίου ως άνω Δικαστηρίου σε βάρος της εταιρείας με την επωνυμία <<………>>, ήδη πρώτης εφεσίβλητης και του ………., ήδη δεύτερου εφεσίβλητου, την από 25.5.2022 και με αριθμό κατάθεσης ΓΑΚ/…../ΕΑΚ/…/2022 αγωγή (υπό στοιχ Β), με την οποία ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται σε αυτήν.
Το Δικαστήριο εκείνο συνεκδίκασε αντιμωλία των διαδίκων τις αγωγές και εξέδωσε την υπ’αριθ. 3736/2023 οριστική απόφαση, με την οποία απέρριψε την από 23.12.2021 αγωγή (υπό στοιχ Α) ως προς την πρώτη εναγομένη, έκανε αυτήν δεκτή ως προς τον δεύτερο εναγόμενο και συμψήφισε τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων, ενώ απέρριψε την από 25.5.2022 αγωγή (υπό στοιχ Β) και καταδίκασε την ενάγουσα της αγωγής αυτής στα δικαστικά έξοδα των εναγομένων.
Την απόφαση αυτή προσέβαλε η εν όλω ηττηθείσα ενάγουσα της υπό στοιχ Β αγωγής, με την από 22.12.2023, στο εκδόν δικαστήριο με γεν.αριθ.καταθ. …/28.12.2023 και ειδ. αριθ.καταθ. …/28.12.2023 έφεση, η οποία προσδιορίστηκε στο Εφετείο με γεν.αριθ.καταθ. …/28.12.2023 και ειδ.αριθ.καταθ. ……/28.12.2023 και ορίστηκε η συζήτηση αυτής για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο.
Η υπόθεση εκφωνήθηκε στη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε αντιμωλία των διαδίκων.
Κατά τη συζήτηση των υποθέσεων, ο πληρεξούσιος δικηγόρος της εκκαλούσας αφού έλαβε το λόγο από τη Δικαστή, αναφέρθηκε στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε, ενώ ο πληρεξούσιος δικηγόρος της πρώτης εφεσίβλητης και ο δεύτερος εφεσίβλητος, οι οποίοι παραστάθηκαν με δήλωση ενώπιον του Δικαστηρίου, ανέπτυξαν τις απόψεις τους με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσαν.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η υπό κρίση έφεση κατά της υπ’αριθ. 3736/2023 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, έχει ασκηθεί νόμιμα και εμπρόθεσμα, με κατάθεση του δικογράφου της, στις 28.12.2023, στη Γραμματεία του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, που εξέδωσε την εκκαλουμένη απόφαση, εντός της γνήσιας προθεσμίας των τριάντα [30] ημερών, η οποία άρχεται από την επομένη της επίδοσης της εκκαλουμένης [άρθρα 511, 513 παρ. 1 περ. β΄, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 1 ΚΠολΔ, όπως το άρθρο 518 ισχύει, λόγω του χρόνου άσκησής της, μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο τρίτο και τέταρτο του άρθρου 1 σε συνδ. με άρθρο 1 του ένατου άρθρου παρ. 4 του Ν. 4335/2015], καθόσον, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου της δικογραφίας, η ενάγουσα της υπό στοιχ Α αγωγής, ήδη πρώτη εφεσίβλητη, επέδωσε την εκκαλουμένη απόφαση στην πρώτη εναγομένη της υπό στοιχ Α αγωγής – ενάγουσα της υπό στοιχ Β αγωγής, ήδη εκκαλούσα, στις 4.12.2023 (βλ. την υπ’αριθ. …………./4.12.2023 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών ……….), με την επίδοση δε αυτή εκκίνησε η προθεσμία άσκησης έφεσης. Πρέπει συνεπώς η έφεση να γίνει τυπικά δεκτή (άρθρ. 532 ΚΠολΔ) και να ερευνηθεί περαιτέρω από το παρόν Δικαστήριο, κατά την ίδια ως άνω τακτική διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε και η εκκαλουμένη απόφαση, ως προς το παραδεκτό και τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα των προβαλλόμενων λόγων της, μέσα στα όρια που καθορίζονται από αυτήν (άρθρ. 522, 524 και 533 παρ.1 ΚΠολΔ), δεδομένου ότι για το παραδεκτό αυτής έχει κατατεθεί από την εκκαλούσα, το προβλεπόμενο από το άρθρο 495 ΚΠολΔ παράβολο Δημοσίου, συνολικού ποσού εκατό (100,00) ευρώ, που μνημονεύεται ρητά στη συνταχθείσα από το Γραμματέα του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, με αριθμό ……………./2023, έκθεση καταθέσεως δικογράφου ενδίκου μέσου.
Με την από 23.12.2021 (υπό στοιχ Α) αγωγή, η ενάγουσα, ήδη πρώτη εφεσίβλητη, εξέθετε ότι η πρώτη εναγομένη, ήδη εκκαλούσα, εταιρεία με την επωνυμία <<………>> είναι ιδιοκτήτρια του σκάφους ΑΠ (AP), ολικού μήκους 23,98 μέτρων, ΚΟΧ 88,99, Η.Ι.Ν ……., ΔΔΣ ……….., τύπου Ferreti 810, κατασκευασμένο το έτος 2004 στην Ιταλία, εφοδιασμένο με δύο κινητήρες MTU 12V000M91, συνολικής ιπποδύναμης 3002ΒΗΡ, εγγεγραμένου στα νηολόγια Α’ κλάσης του νηολογίου Πειραιά με αριθμό νηολόγησης ….., κατόπιν μεταφοράς από τα νηολόγια Β’ κλάσης όπου είχε αρχικά καταχωρηθεί με αριθμό …. Οτι μεταξύ της ενάγουσας και της πρώτης εναγομένης καταρτίστηκε το από 20.5.2021 προσύμφωνο αγοραπωλησίας του ανωτέρω σκάφους, το οποίο η πρώτη εναγομένη – πωλήτρια εγγυήθηκε ελεύθερο βαρών, χρεών, τελών και λοιπών οφειλών και γενικά απαλλαγμένο από κάθε νομικό ελλάτωμα, έναντι τιμήματος 770.000 ευρώ (εξαιρουμένου του ΦΠΑ). Οτι το σκάφος συμφωνήθηκε να παραδοθεί στην ενάγουσα ταυτόχρονα με την εξόφληση του τιμήματος, το αργότερο έως την 15.9.2021, οπότε θα παραδιδόταν το πωλητήριο έγγραφο (bill of sale) και όλα τα συμφωνηθέντα έγγραφα προκειμένου να γίνει η νηολόγησή του στο όνομα της αγοράστριας. ‘Οτι όπως προβλέφθηκε δυνάμει του όρου Γ.1, η ενάγουσα – αγοράστρια παρέδωσε ταυτόχρονα με την υπογραφή του προσυμφώνου, την υπ’αριθ. …………. επιταγή της τράπεζας Eurobank, ποσού 170.000 ευρώ, στα χέρια του δεύτερου εναγόμενου, ως προκαταβολή για την εγγύηση της εκτέλεσης των όρων αυτού και έναντι τιμήματος της πώλησης, ενώ το υπόλοιπο τίμημα ποσού 600.000 ευρώ, συμφωνήθηκε να καταβληθεί διατραπεζικά το αργότερο έως την 15.9.2021, που ήταν η συμφωνηθείσα καταληκτική ημερομηνία ολοκλήρωσης της αγοραπωλησίας.΄Οτι την ανωτέρω επιταγή παρέλαβε ο δεύτερος εναγόμενος, ήδη δεύτερος εφεσίβλητος, ο οποίος συμβλήθηκε στο ανωτέρω προσύμφωνο ως μεσεγγυούχος, προς το σκοπό εγγύησης της εκτέλεσης των όρων του προσυμφώνου και της διασφάλισης του κινδύνου ματαίωσης της αγοραπωλησίας, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στον όρο Ζ. ΄Οτι επιπλέον συμφωνήθηκε, για την ολοκλήρωση της αγοραπωλησίας, ότι θα πραγματοποιηθεί θαλάσσια δοκιμή του σκάφους με έξοδα της πωλήτριας και επιθεώρηση ξηράς ή υποβρύχια επιθεώρηση με δύτη κατά τη διακριτική ευχέρεια και με έξοδα της αγοράστριας και ότι σε περίπτωση διαπίστωσης ελλατώματος στα ύφαλα του σκάφους, θα επέλθει νέα συμφωνία ή θα ακυρωθεί το προσύμφωνο.΄Οτι με τον όρο Ε συμφωνήθηκε ότι η πωλήτρια θα παρέδιδε στην αγοράστρια έγγραφα από τα οποία θα αποδεικνυόταν η νομική και πραγματική κατάσταση του σκάφους, ενώ με τον όρο Ζ προβλέφθηκε ότι σε περίπτωση κατά την οποία ματαιωθεί η αγοραπωλησία αδικαιολόγητα από υπαιτιότητα της πωλήτριας, η τελευταία υποχρεούται να καταβάλει στην αγοράστρια τα έξοδα στα οποία είχε υποβληθεί για την προετοιμασία εγγράφων, συμφωνητικών και δοκιμαστικών πλόων και ο δεύτερος εναγόμενος, υποχρεούται να επιστρέψει στην αγοράστρια το ποσό της προκαταβολής, ενώ εάν η αγοραπωλησία ματαιωνόταν με υπαιτιότητα της αγοράστριας, τότε ο θεματοφύλακας όφειλε να παραδώσει την επιταγή στην πωλήτρια ως εύλογη αποζημίωση.΄Οτι περαιτέρω συμφωνήθηκε μεταξύ της ενάγουσας και της πρώτης εναγομένης, δυνάμει του όρου 1ζ, η δυνατότητα ναύλωσης του σκάφους μόνο σε συγγενείς, συνεργάτες και φίλους του ιδιοκτήτη της πωλήτριας και της αγοράστριας ή σε τρίτο πρόσωπο που θα υποδείξει η αγοράστρια για χρονικό διάστημα είκοσι ημερών και ότι το ποσό της ναύλωσης θα αφαιρούνταν από το τελικό τίμημα της αγοραπωλησίας.΄Οτι η πρώτη εναγομένη παρέβη τις υποχρεώσεις της από το προσύμφωνο, καθώς εκδίωξε τους ναυλωτές της ενάγουσας από το σκάφος πριν από τη συμφωνημένη λήξη της ναύλωσης, ενώ παρέλειψε να της παραδώσει όλα τα αναγκαία έγγραφα για τον έλεγχο της νομικής και πραγματικής κατάστασης του σκάφους, ουδέποτε έθεσε το σκάφος στη διάθεσή της ώστε να το επιθεωρήσει και επιπλέον αυτό εξακολουθούσε να παραμένει διαθέσιμο προς πώληση σε διάφορες ιστοσελίδες.΄Οτι εν αναμονή των εγγράφων και της προβλεπόμενης επιθεώρησης, περιήλθε σε γνώση της ενάγουσας ότι το σκάφος είχε νομικό ελλάτωμα που εμπόδιζε την πώληση αυτού ελεύθερο βαρών, καθώς είχε επιβληθεί επ’αυτού η με αρ. 166 έκθεση δέσμευσης πλοίου του Σώματος Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος και τελούσε υπό δικαστική μεσεγγύηση ήδη από την 6.10.2010 δυνάμει της υπ’αριθ. …./2010 εντολής ελέγχου του πλοίου υπό τον προηγούμενο αριθμό νηολόγησής του.΄Οτι η πρώτη εναγομένη της απέκρυψε με δόλο την ύπαρξη του ανωτέρω ελλατώματος και ψευδώς εγγυήθηκε το σκάφος ελεύθερο από κάθε διεκδίκηση, βάρος και κατάσχεση. ‘Οτι ενώ όχλησε την πρώτη εναγομένη προκειμένου να λάβει περαιτέρω πληροφορίες για την ισχύ της δέσμευσης του σκάφους, η τελευταία αρνούνταν οποιαδήποτε πληροφορία και συνεργασία, ισχυριζόμενη καταχρηστικώς ότι αναμένει την ολοκλήρωση της μεταξύ τους συμφωνίας στις 15.9.2021, ενώ μετά την πάροδο αυτής απέστειλε στην ενάγουσα την από 16.9.2021 εξώδικη διαμαρτυρία με την οποία επέρριπτε σε αυτήν την ευθύνη για τη μη εκτέλεση του προσυμφώνου. ‘Οτι για τους ανωτέρω λόγους ματαιώθηκε η αγοραπωλησία του σκάφους με αποκλειστική υπαιτιότητα της πρώτης εναγομένης. ‘Οτι από τη συμπεριφορά της πρώτης εναγομένης, η ενάγουσα υπέστη ζημία ύψους 170.000 ευρώ που αντιστοιχεί στο ποσό της προκαταβολής, που καταβλήθηκε έναντι του συμφωνηθέντος τιμήματος και επιπλέον υπέστη ηθική βλάβη λόγω της αδικοπρακτικής συμπεριφοράς της πρώτης εναγομένης, η οποία έπληξε το όνομα, τη φήμη και την αξιοπιστία της ενώ δημιούργησε προβλήματα στη δραστηριότητά της, το εμπορικό της μέλλον και το κύρος της έναντι των πελατών της. ‘Οτι με την από 14.10.2021 εξώδικη δήλωσή της, ζήτησε από τον δεύτερο εναγόμενο να της επιστρέψει την επιταγή που του είχε παραδώσει προς εγγύηση εκτέλεσης του προσυμφώνου και ότι ο τελευταίος αρνήθηκε να το πράξει και εξακολουθεί να την κατέχει ως μεσεγγυούχος, υποχρεούμενος σε απόδοση μόνο με τη συναίνεση όλων των καταθετών ή μετά από δικαστική απόφαση. Με βάση το ιστορικό αυτό, η ενάγουσα επικαλούμενη την ενδοσυμβατική εκ του προσυμφώνου ευθύνη της πρώτης εναγομένης και επικουρικά την ευθύνη της από αδικοπραξία, αλλά και την ευθύνη του δεύτερου εναγομένου, ερειδόμενη στη διάταξη του άρθρου 831 ΑΚ, ζητούσε α) να υποχρεωθεί η πρώτη εναγομένη να της καταβάλει το ποσό των εκατόν εβδομήντα χιλιάδων (170.000) ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρις εξοφλήσεως, ως αποζημίωση λόγω μη εκπλήρωσης της παροχής της από τη συμφωνηθείσα μεταξύ τους αγοραπωλησία, άλλως να υποχρεωθεί να της καταβάλει το ίδιο ποσό λόγω της αδικοπρακτικής συμπεριφοράς της καθώς και το ποσό των πενήντα χιλιάδων (50.000) ευρώ για ανόρθωση της βλάβης που υπέστη στη φήμη και την πελατεία της από την ως άνω αδικοπρακτική συμπεριφορά της πρώτης εναγομένης και β) να υποχρεωθεί ο δεύτερος εναγόμενος ως μεσεγγυούχος να επιστρέψει στην ενάγουσα την υπ’αριθ. …………… επιταγή της τράπεζας Eurobank ποσού εκατόν εβδομήντα χιλιάδων (170.000) ευρώ, να κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή η εκδοθησομένη απόφαση και να επιβληθεί σε βάρος της πρώτης εναγομένης η δικαστική της δαπάνη. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε την ανωτέρω αγωγή ορισμένη, πλην του κονδυλίου της ηθικής βλάβης, το οποίο απέρριψε ως αόριστο, ενώ απέρριψε την αγωγή ως προς την πρώτη εναγομένη, ως μη νόμιμη τόσο ως προς την κύρια όσο και ως προς την επικουρική της βάση και προχώρησε κατά τα λοιπά στην ουσιαστική της έρευνα. Κατόπιν δε αξιολόγησης των αποδείξεων, έκρινε αυτήν ουσιαστικά βάσιμη ως προς τον δεύτερο εναγόμενο, τον οποίο υποχρέωσε να επιστρέψει στην ενάγουσα την προαναφερθείσα επιταγή και συμψήφισε τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων.
Με την από 25.5.2022 (υπό στοιχ Β) αγωγή, η ενάγουσα, ήδη εκκαλούσα εξέθετε ότι δυνάμει του από 20.5.2021 προσυμφώνου αγοραπωλησίας πλοίου, η πρώτη εναγομένη, ήδη πρώτη εφεσίβλητη, συμφώνησε να αγοράσει το υπό την πλοιοκτησία της ενάγουσας, επαγγελματικό – τουριστικό σκάφος αναψυχής ΑΠ (AP), ολικού μήκους 23,98 μέτρων, ΚΟΧ 88,99, με ΔΔΣ …….., κατασκευασμένο το έτος 2004 στην Ιταλία, εφοδιασμένο με δύο κινητήρες MTU 12V000M91, συνολικής ιπποδύναμης 3002ΒΗΡ, που ήταν εγγεγραμένο στα νηολόγια Α’ κλάσης του νηολογίου Πειραιά με αριθμό νηολόγησης ……., κατόπιν μεταφοράς από τα νηολόγια Β’ κλάσης όπου είχε αρχικά καταχωρηθεί με αριθμό ……. ‘Οτι το τίμημα για την αγορά του σκάφους συμφωνήθηκε σε 770.000 ευρώ (εξαιρουμένου του ΦΠΑ). ‘Οτι η παράδοση του σκάφους συμφωνήθηκε να γίνει στην πρώτη εναγομένη ταυτόχρονα με την εξόφληση του τιμήματος, το αργότερο έως την 15.9.2021, ημερομηνία κατά την οποία θα παραδίδονταν το πωλητήριο έγγραφο (bill of sale) και όλα τα συμφωνηθέντα έγγραφα ώστε να είναι εφικτή η νηολόγησή του στο όνομα της αγοράστριας. ‘Οτι κατά την υπογραφή της οριστικής συμφωνίας πώλησης, το σκάφος θα ήταν ελεύθερο οποιασδήποτε οφειλής, τέλους, υποθήκης, κατάσχεσης, κληρονομικού δικαιώματος, διεκδικήσεως τρίτου, φόρου και οποιουδήποτε βάρους εν γένει. ‘Οτι όπως προβλέφθηκε δυνάμει του όρου Γ.1, η αγοράστρια – πρώτη εναγομένη παρέδωσε ταυτόχρονα με την υπογραφή του προσυμφώνου, στα χέρια του δεύτερου εναγόμενου ως μεσεγγυούχου, την υπ’αριθ. …………… επιταγή της τράπεζας Eurobank, ποσού 170.000 ευρώ, εις διαταγήν της νομίμου εκπροσώπου της, την οποία η τελευταία οπισθογράφησε, ως προκαταβολή έναντι του τιμήματος αγοράς του σκάφους και ως εγγύηση της πιστής τήρησης των όρων της σύμβασης αλλά και ως εύλογη αποζημίωση της ενάγουσας σε περίπτωση ματαίωσης της πώλησης με υπαιτιότητα της αγοράστριας, ενώ το υπόλοιπο τίμημα ποσού 600.000 ευρώ συμφωνήθηκε να καταβληθεί με έμβασμα τραπέζης το αργότερο έως την 15.9.2021, που ήταν η συμφωνηθείσα καταληκτική ημερομηνία ολοκλήρωσης της αγοραπωλησίας. ‘Οτι παρά το γεγονός ότι στο προσύμφωνο αναφέρεται ότι η ανωτέρω επιταγή δόθηκε ως προκαταβολή, εντούτοις δεν συνιστά προκαταβολή, καθώς δεν υπήρξε οποιαδήποτε περιουσιακή διάθεση από την πρώτη εναγομένη προς την ενάγουσα. ‘Οτι επιπλέον συμφωνήθηκε, για την ολοκλήρωση της αγοραπωλησίας, ότι θα πραγματοποιηθεί θαλάσσια δοκιμή του σκάφους με έξοδα της πωλήτριας και επιθεώρηση ξηράς ή υποβρύχια επιθεώρηση με δύτη κατά τη διακριτική ευχέρεια και με έξοδα της αγοράστριας σε ημερομηνία που θα συμφωνείτο μεταξύ των μερών. ‘Οτι περαιτέρω, με τον όρο Ε του προσυμφώνου, συμφωνήθηκε ότι η πωλήτρια θα παρέδιδε στην αγοράστρια τα συμφωνηθέντα έγγραφα, μερικά εκ των οποίων η τελευταία όφειλε να προσκομίσει, μαζί με έγγραφα που θα είχε καταρτίσει η ίδια, στο τμήμα νηολογίου του Λιμεναρχείου για τη νηολόγηση του σκάφους στο όνομά της, ενώ με τον όρο Ζ προβλέφθηκε ότι σε περίπτωση κατά την οποία ματαιωθεί η αγοραπωλησία αδικαιολόγητα από υπαιτιότητα της πωλήτριας, η τελευταία υποχρεούται να καταβάλει στην αγοράστρια τα έξοδα στα οποία είχε υποβληθεί για την προετοιμασία εγγράφων της επιθεώρησης και των δοκιμαστικών πλόων του σκάφους και ο δεύτερος εναγόμενος όφειλε να επιστρέψει στην αγοράστρια το ποσό της προκαταβολής, ενώ εάν η αγοραπωλησία ματαιωνόταν με υπαιτιότητα της αγοράστριας, τότε ο θεματοφύλακας όφειλε να παραδώσει την επιταγή στην πωλήτρια προκειμένου να την εισπράξει ως εύλογη αποζημίωση, καθώς και ότι με κανέναν όρο της σύμβασης δεν θεσπίστηκε δικαίωμα συμβατικής υπαναχώρησης της πρώτης εναγομένης. ‘Οτι σύμφωνα με τους όρους της σύμβασης, οι υποχρεώσεις που ανέλαβε η ενάγουσα ήταν α) να θέσει το σκάφος στη διάθεση της πρώτης εναγομένης για επιθεώρηση εφόσον η τελευταία της το ζητούσε σε ημερομηνία που θα συμφωνούσαν από κοινού και β) να παραδώσει στην πρώτη εναγομένη τα πρωτότυπα έγγραφα που όφειλε σύμφωνα με τον όρο Ε1 της σύμβασης με την εξόφληση του τιμήματος. ‘Οτι ωστόσο, μετά την κατάρτιση της σύμβασης, η πρώτη εναγομένη ουδέποτε ζήτησε από την ενάγουσα να θέσει το σκάφος στη διάθεσή της προς επιθεώρηση, ούτε της κατέβαλε το συμφωνηθέν τίμημα στις 15.9.2021, προκειμένου η ενάγουσα να της παραδώσει τα πρωτότυπα έγγραφα που είχαν συμφωνήσει, αλλά αντίθετα, σε συνάντηση των νομίμων εκπροσώπων τους που έλαβε χώρα στις 14.7.2021, της δήλωσε ότι δεν θα προβεί στην αγορά του σκάφους χωρίς να της παρέχει οποιαδήποτε αιτιολόγηση ή εξήγηση για την ανωτέρω απόφασή της. ΄Οτι η δήλωση αυτή της πρώτης εναγομένης, δεν συνιστά ούτε συμβατική υπαναχώρηση, αφού τέτοιο δικαίωμα δεν της επιφυλάχθηκε με το προσύμφωνο, ούτε νόμιμη υπαναχώρηση, μη πληρουμένων των προϋποθέσεων των άρθρων 382, 383 ΑΚ. ‘Οτι συνεπεία των ανωτέρω έχει καταπέσει υπέρ αυτής (ενάγουσας), η συμφωνηθείσα ποινική ρήτρα ποσού 170.000 ευρώ, κατά τα προβλεπόμενα στον όρο Ζ της σύμβασης. ‘Οτι κατόπιν αυτών, η ενάγουσα κοινοποίησε στους εναγόμενους την από 16.9.2021 εξώδικη δήλωση, με την οποία διαμαρτύρονταν για την εξ υπαιτιότητας της πρώτης εναγομένης ματαίωση της οριστικής σύμβασης πώλησης και ζητούσε από τον δεύτερο εναγόμενο, να της παραδώσει άμεσα, όπως είχε υποχρέωση την επιταγή ποσού 170.000 ευρώ, ώστε να προβεί στην είσπραξή της, χωρίς να τάξει εύλογη προθεσμία στην πρώτη εναγομένη για την καταβολή του τιμήματος και την ολοκλήρωση της αγοραπωλησίας, αφενός διότι τούτο ήταν άσκοπο λόγω της πλήρους αδιαφορίας της πρώτης εναγομένης και αφετέρου διότι η ίδια (ενάγουσα) δεν είχε πλέον συμφέρον στην κατάρτιση της οριστικής σύμβασης πώλησης. ‘Οτι ο δεύτερος εναγόμενος αρνήθηκε να παραδώσει την επιταγή διότι η πρώτη εναγομένη δεν παρείχε την συναίνεσή της προς τούτο. ‘Οτι ακολούθως η πρώτη εναγομένη της κοινοποίησε την από 14.10.2021 εξώδικη δήλωση, στην οποία αφού επιβεβαίωσε την ματαίωση της αγοραπωλησίας του σκάφους, προέβαλε για πρώτη φορά έωλους και αβάσιμους ισχυρισμούς επιχειρώντας να καταστήσει την ίδια (ενάγουσα) υπεύθυνη για την εν λόγω ματαίωση. Με βάση το ιστορικό αυτό ζητούσε α) να αναγνωρισθεί ότι κατέπεσε οριστικά υπέρ της και σε βάρος της πρώτης εναγομένης, η συμφωνηθείσα με τον όρο Ζ της σύμβασης ποινική ρήτρα ύψους 170.000 ευρώ λόγω ματαίωσης της αγοραπωλησίας του σκάφους με υπαιτιότητά της και β) να καταδικαστεί ο δεύτερος εναγόμενος να της παραδώσει το σώμα της υπ’αριθ. ……………. επιταγής της τράπεζας Eurobank Ergasias AE ποσού 170.000 ευρώ, να κηρυχθεί η εκδοθησομένη απόφαση προσωρινά εκτελεστή και να καταδικαστεί η πρώτη εναγομένη στη δικαστική της δαπάνη. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε την ανωτέρω αγωγή ορισμένη και νόμιμη και αφού προχώρησε στην ουσιαστική της έρευνα απέρριψε αυτήν ως κατ’ουσίαν αβάσιμη. Κατά της απόφασης αυτής, η οποία εκδόθηκε κατόπιν συνεκδίκασης των ανωτέρω αγωγών, παραπονείται η ενάγουσα της υπό στοιχ Β αγωγής, με την κρινόμενη έφεση και με τους διαλαμβανόμενους σε αυτήν λόγους, που ανάγονται, σε εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία του νόμου και σε κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη, άλλως επικουρικώς να μεταρρυθμιστεί υπέρ αυτής, ώστε, αναδικαζομένης της υπόθεσης, να γίνει καθ’ολοκληρία δεκτή η από 25.5.2022 αγωγή της και να απορριφθεί η από 23.12.2021 αγωγή της πρώτης εφεσίβλητης εναντίον του δεύτερου εφεσίβλητου, καταδικαζομένης της πρώτης εφεσίβλητης στη δικαστική της δαπάνη αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας.
Με τον πρώτο λόγο της κρινόμενης έφεσης, η εκκαλούσα παραπονείται ότι η εκκαλουμένη, ενώ ορθά απέρριψε την αγωγή της πρώτης εφεσίβλητης κατά το μέρος που στρεφόταν κατ’αυτής (εκκαλούσας) ως νομικά αβάσιμη, τόσο ως προς την κύρια όσο και ως προς την επικουρική της βάση, στη συνέχεια έκανε δεκτή την εν λόγω αγωγή κατά το μέρος που στρεφόταν κατά του δεύτερου εναγόμενου, ήδη δεύτερου εφεσίβλητου, τον οποίο υποχρέωσε να επιστρέψει στην πρώτη εφεσίβλητη την επιταγή, παρά το γεγονός ότι προϋπόθεση για να γίνει δεκτή η αγωγή κατά του δεύτερου εναγόμενου, ήδη δεύτερου εφεσίβλητου, ήταν η προηγούμενη αποδοχή του αγωγικού ισχυρισμού της πρώτης εφεσίβλητης ότι η αγοραπωλησία ματαιώθηκε με ευθύνη της εκκαλούσας. Στην προκειμένη περίπτωση, οι εναγόμενοι της από 25.5.2022 αγωγής, ήδη εφεσίβλητοι, συνδέονται μεταξύ τους με το δεσμό της απλής ομοδικίας (άρθρο 74 ΚΠολΔ), στην οποία σωρεύονται υποκειμενικά σε κοινή διαδικασία περισσότερες ανεξάρτητες μεταξύ τους δίκες και υφίστανται τόσα αντικείμενα δίκης όσα και οι απλοί ομόδικοι, ενώ και η απόφαση που θα εκδοθεί μπορεί να έχει διάφορο περιεχόμενο για κάθε ομόδικο (Κεραμεύς/Κονδύλης/Νίκας, Ερμηνεία ΚΠολΔ, εκδόσεις Σάκκουλα 2000, τόμος Ι, σελ. 171). Επομένως η απόρριψη της αγωγής κατά της πρώτης εναγομένης – εκκαλούσας ως νόμω αβάσιμη δεν κωλύει την κατ’ουσίαν εξέτασή της κατά του δεύτερου εναγόμενου, ήδη δεύτερου εφεσίβλητου, ενώ προκειμένου να κριθεί εάν ο δεύτερος εναγόμενος υποχρεούται να παραδώσει την επιταγή στην ενάγουσα ή στην πρώτη εναγομένη, αναλόγως της εξέλιξης της μεταξύ τους συμφωνίας, το Δικαστήριο αυτονοήτως θα πρέπει να ερευνήσει, κατά την εκτίμηση των αποδείξεων, με υπαιτιότητα ποίου μέρους ματαιώθηκε η σύναψη της σύμβασης πώλησης. Μετά ταύτα ο ερευνώμενος (πρώτος) λόγος αυτός της έφεσης τυγχάνει απορριπτέος ως αβάσιμος.
Ι. Σύμβαση ακριβόχρονης εκτέλεσης, κατά την έννοια του άρθρου 401 ΑΚ, είναι η αμφοτεροβαρής σύμβαση, κατά την οποία οι συμβαλλόμενοι όρισαν ότι η παροχή πρέπει να εκπληρωθεί αποκλειστικά σε ορισμένο χρόνο ή αποκλειστικά μέσα σε ορισμένη προθεσμία, πλην, όμως, η καθυστερημένη εκπλήρωση της παροχής είναι δυνατή (και, ενδεχομένως, χρήσιμη για το δανειστή) και σε μεταγενέστερο χρόνο, παρότι έχει συμφωνηθεί ότι αυτή δεν μπορεί να αποτελέσει εκπλήρωση. Αντιδιαστέλλεται αυτή η σύμβαση, που πρόκειται για γνήσια – σχετική σύμβαση ακριβόχρονης εκτέλεσης, στην οποία μόνο εφαρμόζεται η διάταξη του άρθρου 401 ΑΚ, κατά την οποία ο δανειστής δικαιούται, σε περίπτωση αμφιβολίας, να υπαναχωρήσει για μόνη την καθυστέρηση, ανεξάρτητα από υπαιτιότητα του οφειλέτη, αν δεν προτιμά την απαίτηση της παροχής, οπότε οφείλει να ανακοινώσει τούτο αμέσως στον οφειλέτη, από τη μη γνήσια – απόλυτη σύμβαση ακριβόχρονης εκτέλεσης, που υπάρχει όταν ο χρόνος παροχής είναι έτσι καθορισμένος, ώστε η εκπλήρωση της παροχής από τη φύση της μόνο μέσα στο χρόνο αυτόν να είναι, κατά τον συμβατικό σκοπό, δυνατή, οπότε η καθυστερημένη εκπλήρωση, μετά την πάροδο του χρόνου παροχής, την καθιστά αδύνατη ή άχρηστη για το δανειστή και δεν εφαρμόζεται στην περίπτωση αυτή η διάταξη του άρθρου 401 ΑΚ, αλλά οι διατάξεις για την αδυναμία παροχής των άρθρων 335 επ. του ίδιου Κώδικα (ΑΠ 1369/2007, πρβλ. ΑΠ 1410/2013, ΑΠ 67/1998). Ειδικότερα, ο καθορισμός ορισμένου χρόνου εκπλήρωσης της παροχής είναι μεν αναγκαίος, δεν αρκεί όμως για να προσδώσει στη σύμβαση την έννοια της ακριβόχρονης εκτέλεσης, κατ` άρθρ. 401 ΑΚ. Απαιτείται, επιπλέον του καθορισμού δήλου χρόνου, και συμφωνία (υποκειμενικό στοιχείο) ότι η παροχή θα εκτελεστεί αποκλειστικά ή ακριβώς ή το αργότερο ή μόνο τον ορισμένο χρόνο ή μέσα στην ορισμένη προθεσμία. Ο αποκλειστικός χρονικός προσδιορισμός εκπλήρωσης της παροχής πρέπει να αποτελεί, κατά το σκοπό των συμβαλλομένων, τέτοιο ουσιώδες στοιχείο της σύμβασης, ώστε, κατά τη θέλησή τους, αν αυτή είναι καθυστερημένη, να μη συνιστά εκπλήρωση και να επέρχεται η πτώση όλης της σύμβασης, την οποία τα μέρη δεν θα είχαν συνάψει χωρίς την πίστη για την τήρηση του χρόνου εκπλήρωσης. Οι διατυπούμενες στη σύμβαση ρήτρες, όπως “η παροχή πρέπει να εκτελεστεί ακριβώς” ή “αποκλειστικά” ή “μόνο” ή “το αργότερο μέχρι ορισμένης προθεσμίας”, δηλώνουν, κατ` αρχήν, ακριβόχρονη εκτέλεση, η ύπαρξη όμως τέτοιων όρων δεν αποδίδει, αυτόματα, πάντοτε στη σύμβαση το εννοιολογικό στοιχείο της ακριβόχρονης εκτέλεσης. Με την, κατά την καλή πίστη, ερμηνεία της σύμβασης θα εξακριβώνεται αν τα μέρη θέλησαν σχετικά ή απόλυτα ακριβόχρονη εκπλήρωση ή τίποτε από τα δύο. Σε περίπτωση αμφιβολίας, θα προτιμάται η λιγότερο έντονη για τα μέρη δέσμευση. Κρίσιμο κριτήριο για το χαρακτηρισμό της σύμβασης ως γνήσιας – σχετικής σύμβασης ακριβόχρονης εκτέλεσης πρέπει να αποτελεί η ειδική συμφωνία των μερών που αποτυπώνει τη σύνδεση του συμφέροντος του δανειστή στη χρήση της παροχής με ορισμένο χρονικό σημείο, χωρίς βέβαια η παρέλευση αυτού να καθιστά την παροχή άχρηστη για το δανειστή, αφού τότε θα επρόκειτο για απόλυτα ακριβόχρονη εκτέλεση. Σε μία τέτοια περίπτωση που, εξαιτίας της καθυστέρησης εκπλήρωσης της παροχής, ματαιώνεται το συμφέρον χρήσης (ο σκοπός της χρήσης) της παροχής για το δανειστή, επέρχεται, κατ` επιλογή του, η έννομη συνέπεια με ευθεία εφαρμογή της ΑΚ 401. Σε κάθε άλλη περίπτωση που δεν υπάρχει ειδική συμβατική σύνδεση του συμφέροντος χρήσης του δανειστή με ορισμένο χρονικό σημείο εκπλήρωσης, πρόκειται για απλή ενοχή, στην οποία εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 340 επ. και 383 επ. ΑΚ. Επομένως, αν η παροχή μπορεί να εκπληρωθεί και αργότερα χωρίς να καταστεί άχρηστη για το δανειστή, προκύπτει όμως συμβατικά ενδιαφέρον του τελευταίου για εκπλήρωση μόνο στον συγκεκριμένο χρόνο, η σύμβαση χαρακτηρίζεται ως σχετικά ακριβόχρονης εκτέλεσης, ενώ, σε κάθε άλλη περίπτωση και όταν υπάρχει αμφιβολία, η σύμβαση δεν είναι ακριβόχρονης εκτέλεσης. Για την, κατ` εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 401 ΑΚ, άσκηση του προς υπαναχώρηση δικαιώματος του δανειστή, κατά τους όρους των άρθρων 383 επ. ΑΚ, δεν απαιτείται να συντρέχουν οι προϋποθέσεις της υπερημερίας του οφειλέτη, αλλά το δικαίωμα του δανειστή γεννιέται από μόνη την καθυστέρηση, ανεξάρτητα από την υπαιτιότητα του οφειλέτη. Ο δανειστής βαρύνεται με την απόδειξη της φύσης της σύμβασης ως ακριβόχρονης εκτέλεσης, από την οποία και αντλεί το δικαίωμα της υπαναχώρησης (ΑΠ 1100/2023, ΑΠ 1636/2018, διαθέσιμες στην ιστοσελίδα του Αρείου Πάγου).
ΙΙ. Κατά το άρθρο 404 ΑΚ ο οφειλέτης μπορεί να υποσχεθεί στο δανειστή ως ποινή χρηματικό ποσό ή κάτι άλλο (ποινική ρήτρα), για την περίπτωση που δεν θα εκπλήρωνε ή που δεν θα εκπλήρωνε προσηκόντως την παροχή, κατά δε το άρθρο 405 παρ. 1 ίδιου Κώδικα η ποινή καταπίπτει αν ο οφειλέτης αδυνατεί υπαίτια να εκπληρώσει την παροχή ή αν περιέλθει σε υπερημερία. Η ποινική ρήτρα, κατά τις ανωτέρω διατάξεις, είναι η υπόσχεση του οφειλέτη στο δανειστή του ότι θα του καταβάλει ορισμένη παροχή σαν ποινή εάν δεν εκπληρώσει ή δεν εκπληρώσει κατά τον προσήκοντα τρόπο την κύρια παροχή του. Ο όρος «ποινική ρήτρα» δηλώνει τόσο τη συμφωνία όσο και αυτή την ίδια την ποινή. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι ο οφειλέτης μπορεί να υποσχεθεί στο δανειστή, ως ποινή, χρηματικό ποσό για την περίπτωση που δεν θα εκπληρώσει ή δεν θα εκπληρώσει προσηκόντως την παροχή, η ποινή δε αυτή καταπίπτει, αν ο οφειλέτης αδυνατεί υπαίτια να εκπληρώσει την παροχή ή αν περιέλθει σε υπερημερία, ενώ η κατάπτωση της ποινής επέρχεται και αν ακόμη ο δανειστής δεν έχει υποστεί καμία ζημία (ΑΠ 224/2012 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 891/2010 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 1848/2007 ΕλλΔνη 48.1434, ΑΠ 1460/2005 ΕλλΔνη 47.184, ΕφΛαρ 188/2010 ΤΝΠ ΔΣΑ-ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ, ΕφΑΘ 1890/2003 ΕλλΔνη 45.250, ΕφΑΘ 3264/2003 ΕλλΔνη 45.1508), οπότε υφίσταται εναντίον του οφειλέτη αγώγιμη αξίωση του δανειστή για την ποινή και κατά τις διακρίσεις των άρθρων 406 και 407 ΑΚ. Η γνήσια ως άνω ποινική ρήτρα, η οποία αποτελεί παρεπόμενη συμφωνία και μέσο πίεσης στην εξασφάλιση της εκπλήρωσης της κύριας ενοχής (ΑΠ 611/1998 ΕλλΔνη 40.141), άλλως μέσο εξαναγκασμού της εκπλήρωσης της κύριας σύμβασης ερχόμενο σε ενίσχυση αυτής (ΕφΑΘ 3264/2003 ΕλλΔνη 45.1509), θεμελιώνει ενοχή η οποία τελεί υπό την ιδιόρρυθμη αίρεση της μη εκπλήρωσης ή της μη προσήκουσας εκπλήρωσης της παροχής που πηγάζει από την κύρια σύμβαση (ΕφΑΘ 11643/1995 ΕλλΔνη 38.1620, ΕφΑΘ 332/1994 ΕλλΔνη 36.1302). Η κατάπτωση δηλαδή της ποινής επέρχεται ως συμφωνημένη κύρωση για την υπαίτια μη εκπλήρωση ή την υπαίτια μη προσήκουσα εκπλήρωση της κύριας ενοχής (βλ. Ταμπάκη σε Γεωργιάδη-Σταθόπουλο, Αστικός Κώδιξ, τόμος II, έκδοση Π. Ν. Σάκκουλας, 1979, άρθρο 405, σελ. 414, αριθ. 12). Στη γνήσια ποινική ρήτρα υπάρχουν δύο αυτοτελείς ενοχές μεταξύ των ίδιων προσώπων, και συγκεκριμένα η μία είναι από την κύρια ενοχή και η άλλη από τη συμφωνία για την ποινική ρήτρα (βλ. Ταμπάκη σε Γεωργιάδη-Σταθόπουλο, ο.π., σελ. 411, αριθ. 11). Εκτός, όμως, από τη γνήσια ποινική ρήτρα, υπάρχει και η μη γνήσια ποινική ρήτρα, η οποία δεν ρυθμίζεται από τον ΑΚ και η οποία είναι έγκυρη κατά την αρχή της ελευθερίας των συμβάσεων (άρθρο 361 ΑΚ). Στη μη γνήσια αυτή ποινική ρήτρα, η οποία αποτελεί αυτοτελή σύμβαση που δεν εξαρτάται και δεν έχει σκοπό την ενίσχυση άλλης (“κύριας”) σύμβασης, υπάρχει μία ενοχή μεταξύ των συμβαλλομένων, αυτή που απορρέει από την περί ποινής συμφωνία. Η ενοχή αυτή τελεί υπό την αίρεση πράξεως ή παραλείψεως του υποσχεθέντος, το αντίθετο των οποίων δεν αποτελεί παροχή άλλης κυρίας ενοχής (ΑΠ 1433/1998). Όμως αυτός που υπόσχεται ποινή εάν πράξει (ή παραλείψει) το τάδε, υπόσχεται συνάμα εμμέσως ως κύρια υποχρέωση ότι δεν θα πράξει (ή δεν θα παραλείψει) το τάδε, οπότε τέτοιας ούσης της έμμεσης βούλησης των μερών, πληρούνται όλοι οι όροι της ποινικής ρήτρας, οπότε και επί της μη γνήσιας ποινικής ρήτρας εφαρμόζεται αναλογικά και το άρθρο 409 του ΑΚ (ΑΠ 869/2017 και Γεώργιος Μπαλής, Ενοχικό Δίκαιο, έκδοση τρίτη, Αφοί Π. Σάκκουλα,& 100, αρ. 8, σελ. 342-343). Κατά την άποψη Ταμπάκη σε Γεωργιάδη-Σταθόπουλο, γνήσια είναι και η ποινική ρήτρα που συνομολογήθηκε με την αίρεση της ενέργειας ή της παράλειψης, η οποία δεν αποτελεί παροχή άλλης ενοχής (βλ. Ταμπάκη σε Γεωργιάδη-Σταθόπουλο, ο.π., άρθρο 404, σελ. 411, αρ. 11). Περαιτέρω ο όρος «μη εκπλήρωση της παροχής» καλύπτει τις περιπτώσεις αδυναμίας παροχής, της υπερημερίας του οφειλέτη ως και της πλημμελούς εκπλήρωσης που δεν είναι ρυθμισμένη στον ΑΚ. Η διάταξη του άρθρου 406 παρ. 1 ΑΚ καλύπτει, από τις ανωτέρω περιπτώσεις, την πρώτη, οι λοιπές καλύπτονται από την διάταξη του άρθρου 407 ΑΚ. Από την κατάπτωση της ποινικής ρήτρα γεννιέται αυτοτελής απαίτηση ως προς το αντικείμενο (χρήμα ή κάτι άλλο) της ποινής, η οποία είναι παράλληλη προς την απαίτηση που απορρέει από την κύρια ενοχή, περιεχόμενο της οποίας είναι η εκπλήρωση της κύριας ενοχής. Οι δύο ενοχές αυτές είναι μεν αυτοτελείς αλλά κατά κάποιο τρόπο αντιφατικές στην περίπτωση που η κατάπτωση επέρχεται για τη μη εκπλήρωση. Η ανωτέρω σχέση είναι απόρροια του σκοπού της ποινικής ρήτρας, η οποία παίρνει τη θέση της μη εκπληρούμενης συμβατικής παροχής. Έτσι από τις διατάξεις των άρθρων 404, 405 και 406 ΑΚ, προκύπτει – εφόσον δεν έχει συμφωνηθεί κάτι άλλο μεταξύ των συμβαλλομένων, λόγω του ενδοτικού χαρακτήρα της διάταξης – ότι σε περίπτωση που η ποινή συμφωνήθηκε για την περίπτωση της μη εκπλήρωσης της κύριας παροχής ή της πράξης ή παράλειψης που ανέλαβε ο οφειλέτης, και εχώρησε κατάπτωση της ποινής, ο δανειστής δικαιούται να απαιτήσει την ποινή (ανεξαρτήτως ζημίας, ανεξάρτητα δηλαδή από το εάν υπάρχει ή όχι ζημία). Εάν απαιτήσει την ποινή που κατέπεσε, αποκλείεται να ζητήσει την εκπλήρωση της κύριας παροχής. Εάν όμως ο δανειστής αντί για εκπλήρωση έχει δικαίωμα αποζημίωσης (δευτερογενούς αποζημίωσης από τη μη εκπλήρωση) τότε μπορεί να απαιτήσει σωρευτικά την ποινή που κατέπεσε καθώς και την επιπλέον αποδεικνυομένη ζημία, δεν μπορεί όμως να ζητήσει σωρευτικά την ποινή και πλήρη αποζημίωση, εκτός εάν υπάρχει σχετική συμφωνία των μερών. Το άρθρο 406 ΑΚ έχει εφαρμογή και στη μερική εκπλήρωση. Από δε τις διατάξεις των άρθρων 404, 405 και 407 του ΑΚ προκύπτει ότι, αν η ποινική ρήτρα συμφωνήθηκε για την περίπτωση της μη προσήκουσας και ιδίως της μη έγκαιρης εκπλήρωσης της παροχής, ο δανειστής, εφόσον απαιτεί την ποινή που έχει καταπέσει, λόγω περιέλευσης του οφειλέτη σε υπερημερία, μπορεί να ζητήσει και την εκπλήρωση (προσήκουσα) της παροχής. Έχει, δε, επιπρόσθετα το δικαίωμα να ζητήσει και την αποκατάσταση της ζημίας που δεν καλύπτεται από την καταπεσούσα και απαιτηθείσα ποινή (βλ. Ταμπάκης σε Γεωργιάδη- Σταθόπουλο, ο.π., άρθρο 407, σελ. 418- 419). Σημειώνεται ότι οι διατάξεις των άρθρων 404-407 ΑΚ είναι ενδοτικού δικαίου και εφαρμόζονται εφόσον κάτι άλλο δεν προκύπτει από τη βούληση των συμβαλλομένων (βλ. Ταμπάκης σε Γεωργιάδη-Σταθόπουλο, ο.π., άρθρο 406, αριθ. 1, σελ. 415, Γ. Μπαλής, ο.π., & 100, σελ. 338, ΜονΕφΑθ 2533/2022, δημ. ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
ΙΙΙ. Το προσύμφωνο είναι η σύμβαση με την οποία τα μέρη αναλαμβάνουν την υποχρέωση να συνάψουν ορισμένη σύμβαση, σύμφωνα με τους όρους που έχουν καθορισθεί και υπόκειται στον τύπο που ο νόμος ορίζει για τη σύμβαση που πρέπει να συναφθεί (αρθρ. 166 ΑΚ). Πρόκειται για τέλεια, αυθύπαρκτη και αυτοτελή σύμβαση, που δημιουργεί την υποχρέωση για κατάρτιση της οριστικής συμβάσεως. Εφ` όσον το ως άνω άρθρο δεν διαλαμβάνει ειδικές διατάξεις, που να διέπουν το προσύμφωνο, για την ταυτότητα του νομικού λόγου εφαρμόζονται αναλογικώς επί των σχέσεων που πηγάζουν από αυτό, οι κανόνες που αφορούν γενικά σε όλες τις συμβάσεις ή στην ειδική κατηγορία στην οποία υπάγεται ορισμένη σύμβαση (ΑΠ 568/2014). Έτσι σε περίπτωση προσυμφώνου πωλήσεως έχουν εφαρμογή τόσον οι γενικές διατάξεις για την πλημμελή εκπλήρωση της παροχής, όσο και οι ειδικές διατάξεις της συγκεκριμένης συμβάσεως, όπως εκείνες που αφορούν στην ευθύνη του πωλητή για νομικά ή πραγματικά ελαττώματα και για έλλειψη συνομολογημένων ιδιοτήτων κατά τα άρθρα 515 και 534 – 537 ΑΚ, οπότε ο εκ προσυμφώνου αγοραστής έχει τα παρεχόμενα από τα άρθρα 516 και 540 και 543 ΑΚ δικαιώματα (ΑΠ 708/2016) και συνεπώς δικαιούται και να υπαναχωρήσει από τη σύναψη της οριστικής συμβάσεως (ΑΠ 514/2016). Ειδικότερα, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 514, 515 παρ.1 και 516 ΑΚ προκύπτει ότι η αξίωση του αγοραστή σε περίπτωση υπάρξεως νομικού ελαττώματος να ζητήσει αποζημίωση και πριν ακόμη του αφαιρεθεί με δικαστική απόφαση το πράγμα, καταλύεται, αν ο πωλητής ισχυρισθεί και αποδείξει ότι εκείνος (αγοραστής) γνώριζε τα ελαττώματα του πράγματος που υπήρχαν κατά το χρόνο της πωλήσεως, δηλ. ότι είχε θετική αυτών γνώση. Όμως ο καθιερούμενος από την ως άνω ενδοτικού δικαίου διάταξη του άρθρου 515 παρ.1 ΑΚ λόγος απαλλαγής του πωλητή από την ευθύνη του για νομικά ελαττώματα του πωληθέντος πράγματος αδρανεί, αν οι συμβαλλόμενοι έχουν συμφωνήσει διαφορετικά, όπως αν συμφωνήσουν ότι ο πωλητής αναλαμβάνει ευθύνη και για γεγονότα που δεν συνιστούν νομικά ελαττώματα κατά την έννοια της ΑΚ 514 ή να χαρακτηρίσουν ως νομικό ελάττωμα, για να υπάρχει αυτή η ευθύνη, πράξη ή παράλειψη του πωλητή που κατά την ΑΚ 514 δεν είναι νομικό ελάττωμα. Συνεπώς, αν ο δια προσυμφώνου υποσχεθείς τη μεταβίβαση πράγματος δεν εκπληρώνει τις επιβαλλόμενες σ` αυτόν υποχρεώσεις λόγω αδυναμίας παροχής, την οποία συνιστούν τόσο η έλλειψη στο πρόσωπο του κυριότητος επί του υπό μεταβίβαση πράγματος, όσο και η επιγενόμενη απώλεια αυτής ή οποιαδήποτε άλλη νομική αδυναμία μεταβιβάσεως πριν την κατάρτιση της οριστικής συμβάσεως, έχουν εφαρμογή οι γενικές διατάξεις των άρθρων 380 και 382 του ΑΚ (ΑΠ 590/2017). Έτσι, σε περίπτωση πωλήσεως πράγματος, όπου στο πωλητήριο συμβόλαιο περιέχεται ο όρος ότι το πωλούμενο μεταβιβάζεται “ελεύθερο διεκδίκησης ή δικαιώματος τρίτου”, ο πωλητής υπέχει υποχρέωση να αποζημιώσει τον αγοραστή για τα νομικά ελαττώματα του πωληθέντος πράγματος και αν ακόμη ο τελευταίος γνώριζε αυτά (ΑΠ 1230/2017). Κατά την έννοια αυτή, η προβολή των αξιώσεων αυτών, ανεξαρτήτως βασιμότητάς τους, ενεργοποιεί την αυξημένη, κατά τον ως άνω όρο, εγγυητική ευθύνη του πωλητή, οπότε εφαρμογής τυγχάνουν οι γενικές διατάξεις για την ανώμαλη εξέλιξη των ενοχών (αρθρ. 380 επ. ΑΚ), αφού εξαιτίας των αξιώσεων αυτών, η παροχή του πωλητή δεν είναι πλέον η προσήκουσα και αντίθετα αυτός τελεί, κατά περίπτωση, σε αδυναμία ή υπερημερία να μεταβιβάσει το πωλούμενο ελεύθερο διεκδίκησης. Η ευθύνη του πωλητή για ύπαρξη νομικών ελαττωμάτων είναι ευθύνη για μη εκπλήρωση, γιατί η ύπαρξη νομικού ελαττώματος συνιστά παράβαση της κύριας υποχρεώσεως του πωλητή να μεταβιβάσει το πράγμα ελεύθερο από δικαιώματα τρίτων (514 ΑΚ). Η ΑΚ 516 ναι μεν παραπέμπει στις διατάξεις για τις αμφοτεροβαρείς συμβάσεις (ΑΚ 374 επ.) και ιδίως σ` εκείνες που ρυθμίζουν την περίπτωση υπερημερίας ή υπαίτιας αδυναμίας του οφειλέτη (380 ΑΚ επ.), ωστόσο παραπέμπει σε αυτές μόνον ως προς τις έννομες συνέπειες, όχι ως προς τις προϋποθέσεις, και επομένως είναι αδιάφορο αν η αδυναμία του πωλητή να άρει ή εξαλείψει το νομικό ελάττωμα είναι υπαίτια ή ανυπαίτια. ο πωλητής “εγγυάται” περίπου ότι κατά τον χρόνο της πωλήσεως (πρβλ. 514 ΑΚ) είναι σε θέση να εξαλείψει τα τυχόν νομικά ελαττώματα του αντικειμένου της πωλήσεως. Εάν δεν εκπληρώσει την παροχή του αυτή, ο αγοραστής δικαιούται να αρνηθεί την πληρωμή του τιμήματος (ΑΚ 374) , να υπαναχωρήσει από την πώληση (382, 383 ΑΚ), να ζητήσει αποζημίωση λόγω μη εκπλήρωσης (382, 383 ΑΚ) ή να θεωρήσει την πώληση ως άνευ αντικειμένου (380 ΑΚ) (ΑΠ 825/2019, δημ. ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Με τον δεύτερο λόγο της έφεσης, η εκκαλούσα παραπονείται ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έσφαλε διότι έκρινε ότι η σύμβαση πώλησης του σκάφους ματαιώθηκε με υπαιτιότητα της ίδιας, επειδή η δέσμευση που είχε επιβάλει επ’αυτού το Σώμα Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος συνιστά νομικό ελάττωμα που επέφερε την αδυναμία μεταβίβασης του σκάφους στην πρώτη εφεσίβλητη ελεύθερο βαρών, ενώ ορθώς εάν ερμήνευε και εφάρμοζε το νόμο και τις αποδείξεις εκτιμούσε, θα έκρινε ότι το σκάφος ήταν ελεύθερο βαρών και ότι η προαναφερθείσα δέσμευση ουδόλως αποτελούσε νομικό ελάττωμα. Με τον τρίτο λόγο της έφεσης, η εκκαλούσα παραπονείται ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε ότι το προσύμφωνο που κατήρτισε με την πρώτη εφεσίβλητη, αποτελούσε μη γνήσια- αποκλειστική σύμβαση ακριβόχρονης εκπλήρωσης και ότι η ύπαρξη του νομικού ελαττώματος, λόγω της δέσμευσης του σκάφους, ανεξαρτήτως εάν είχε ως συνέπεια την απαγόρευση μεταβίβασης του σκάφους στην πρώτη εφεσίβλητη, αποτέλεσε αδυναμία παροχής με αποτέλεσμα η τελευταία να δύναται να θεωρήσει την πώληση ως άνευ αντικειμένου στις 15.9.2021 οπότε και έληγε η προθεσμία υπογραφής της οριστικής σύμβασης κατά τους όρους του προσυμφώνου, ενώ ορθώς εάν ερμήνευε και εφάρμοζε το νόμο και τις αποδείξεις εκτιμούσε, θα έκρινε ότι το προσύμφωνο αποτελούσε γνήσια – σχετική σύμβαση ακριβόχρονης εκπλήρωσης με αποτέλεσμα ακόμη και εάν η δέσμευση του σκάφους αποτελούσε νομικό ελάττωμα, η ίδια (εκκαλούσα) να μην περιέλθει σε αδυναμία παροχής αλλά να ευθύνεται μόνο για πλημμελή εκπλήρωση παροχής. Με τον τέταρτο λόγο της έφεσης, η εκκαλούσα παραπονείται ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έσφαλε διότι α) απέρριψε τον ισχυρισμό της ότι κατά τη συνάντηση μεταξύ των εκπροσώπων της εκκαλούσας και της πρώτης εφεσίβλητης στις 14.7.2021, η τελευταία δήλωσε ότι δεν θα προβεί στην οριστική σύμβαση πώλησης, β) έκρινε ότι αν και οι σχέσεις των ανωτέρω είχαν διαταραχθεί, εντούτοις ο ενεργών για λογαριασμό της πρώτης εφεσίβλητης, ……………., ενέμεινε στα συμφωνηθέντα και ζήτησε να ορίσουν ημερομηνία επιθεώρησης του σκάφους καθώς και τη χορήγηση όλων των αναγκαίων για την πώληση εγγράφων για την έλεγχο της νομικής κατάστασης του σκάφους, γ) έκρινε ότι η εκκαλούσα απέφυγε να ορίσει ημερομηνία για την τελική επιθεώρηση του σκάφους, δ) έκανε δεκτό τον ισχυρισμό της πρώτης εφεσίβλητης ότι έλαβε γνώση της ένδικης δέσμευσης του σκάφους το πρώτον στις αρχές Σεπτεμβρίου 2021 καθώς και ε) τον ισχυρισμό της (πρώτης εφεσίβλητης) ότι ενημέρωσε προφορικά την εκκαλούσα για την ύπαρξη της ανωτέρω δέσμευσης, την οποία θεώρησε νομικό ελάττωμα και της ζήτησε ενημέρωση σχετικά με τις ενέργειές της για την άρση, στην οποία ωστόσο η τελευταία δεν προέβη μέχρι τις 15.9.2021. Επίσης παραπονείται ότι επί τη βάσει των ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε τον ισχυρισμό της ότι η ματαίωση της αγοραπωλησίας οφειλόταν σε μεταμέλεια της πρώτης εφεσίβλητης και ότι μετά τη ματαίωση της σύμβασης, στην προσπάθειά της να εξεύρει λόγο για να μην παραδώσει την επιταγή στην εκκαλούσα, ανακάλυψε τη δέσμευση του σκάφους, την οποία χρησιμοποίησε εκ των υστέρων ως άλλοθι για να αποφύγει την ευθύνη της για τη ματαίωση της αγοραπωλησίας με υπαιτιότητά της. Με τον πέμπτο λόγο της έφεσης, η εκκαλούσα παραπονείται ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έσφαλε διότι έκρινε ότι η ίδια γνώριζε την ύπαρξη της δέσμευσης του σκάφους πριν από την κατάρτιση του προσυμφώνου και ότι δολίως την απέκρυψε από την πρώτη εφεσίβλητη. Τέλος με τον έκτο λόγο της έφεσης, η εκκαλούσα παραπονείται ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έσφαλε διότι έκρινε ότι η σύμβαση ναύλωσης του επίδικου σκάφους σε εταιρεία συμφερόντων της πρώτης εφεσίβλητης λύθηκε αντισυμβατικά από την εκκαλούσα, ενώ ορθώς εάν ερμήνευε και εφάρμοζε το νόμο και τις αποδείξεις εκτιμούσε, θα έκρινε ότι η εν λόγω ναύλωση λύθηκε λόγω επιθυμίας των επιβατών της ναυλώτριας. Άπαντες οι ανωτέρω λόγοι έφεσης, οι οποίοι αποδίδουν στην εκκαλουμένη σφάλμα ως προς την εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού, είναι νόμιμοι και πρέπει να ερευνηθούν ως προς την ουσιαστική τους βασιμότητα.
Από την επανεκτίμηση όλων των εγγράφων, που νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, είτε προς άμεση απόδειξη είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων σε μερικά των οποίων θα γίνει ειδική μνεία παρακάτω, χωρίς να παραλείπεται κανένα κατά την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς, καθώς και με τις μερικές μόνον παραδοχές και ομολογίες των διαδίκων που συνάγονται από τα δικόγραφα τους, από την υπ’αριθ. …../1.4.2022 ένορκη βεβαίωση του ………… ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών …………., που λήφθηκε με επιμέλεια της ενάγουσας της υπό στοιχ Α αγωγής, ήδη πρώτης εφεσίβλητης, κατόπιν νόμιμης κλήτευσης των εναγομένων δύο τουλάχιστον εργάσιμες ημέρες πριν από τη λήψη της βεβαίωσης (βλ. υπ’αριθ. ……/28.3.2022 και ………/29.3.2022 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών ……….), χωρίς όμως να λαμβάνεται καθόλου υπόψη η υπ’αριθ. ……/1.4.2022 ένορκη βεβαίωση της ………….. ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών ……….., που λήφθηκε ομοίως με επιμέλεια της ενάγουσας της υπό στοιχ Α αγωγής, ήδη πρώτης εφεσίβλητης, διότι η ανωτέρω τυγχάνει νόμιμη εκπρόσωπος – Πρόεδρος του ΔΣ της ενάγουσας της υπό στοιχ Α αγωγής, όπως προκύπτει από την προσκομιζόμενη μετ’επικλήσεως υπ’αριθ…………./2021 βεβαίωση του Υπουργείου Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής τμήμα επαγγελματικών τουριστικών σκαφών και ΝΕΠΑ και ως εκ τούτου αποτελεί ανυπόστατο αποδεικτικό μέσο αφού η ίδια δεν δύναται να είναι ταυτόχρονα διάδικος και μάρτυρας δυνάμενη να καταθέσει ενόρκως (ΑΠ 1910/2011 δημ. ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), από τις υπ’αριθ. …………/4.4.2022 και …………./4.4.2022 ένορκες βεβαιώσεις των …….. και ……….. αντίστοιχα ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιά …………, που λήφθηκαν με επιμέλεια της ενάγουσας της υπό στοιχ Β αγωγής – πρώτης εναγόμενης της υπό στοιχ Α αγωγής και ήδη εκκαλούσας, κατόπιν νόμιμης κλήτευσης των λοιπών διαδίκων δύο τουλάχιστον εργάσιμες ημέρες πριν από τη λήψη των ενόρκων βεβαιώσεων (βλ. υπ’αριθ. …./30.3.2022 και …../30.3.2022 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Πειραιά …………..), την υπ’αριθ. …./21.10.2022 ένορκη βεβαίωση του ……… ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών …….. που προσκομίστηκε με επιμέλεια της πρώτης εναγομένης της υπό στοιχ Β αγωγής ήδη πρώτης εφεσίβλητης, κατόπιν κλήτευσης των λοιπών διαδίκων (βλ. υπ’αριθ. ……../17.10.2022 και ……./18.10.2022 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών ……..), χωρίς να λαμβάνεται καθόλου υπόψη, η υπ’αριθ. ………/29.9.2023 ένορκη βεβαίωση της ……., προσκομιζόμενη από την εκκαλούσα, η οποία αποτελεί ανυπόστατο αποδεικτικό μέσο και δεν λαμβάνεται υπόψη ούτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, καθόσον λήφθηκε μετά τη συζήτηση της υπόθεσης επί της οποίας εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, στο πλαίσιο ποινικής δίκης μεταξύ των διαδίκων, και δεν προκύπτει νόμιμη κλήτευση των αντιδίκων της επισπεύδουσας τη λήψη τους δύο τουλάχιστον εργάσιμες ημέρες πριν από αυτήν (ΑΠ 8/2025 δημ. ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ με αναφορά σε ΑΠ 2116/2014, ΑΠ 509/2011, ΑΠ 771/2010) καθώς και α) το αποδεικτικό της φορολογικής ενημερότητας της πρώτης εναγομένης της υπό στοιχ Α αγωγής που προσκομίστηκε απαραδέκτως με την προσθήκη καθώς δεν αφορά την αντίκρουση ισχυρισμών που προβλήθηκαν με τις προτάσεις, ενώ λαμβάνονται υπόψη τα σχετικά έγγραφα 35, 36 και 36α που αφορούν τη νομιμοποίηση της ως άνω εναγομένης, καίτοι προσκομίστηκαν με την προσθήκη (άρθρ. 227 ΚΠολΔ) και β) όλα τα έγγραφα που προσκομίστηκαν απαραδέκτως με την προσθήκη στις προτάσεις από την ενάγουσα και την εναγομένη που αφορούν νομοθεσία και νομολογία καθώς δεν αφορούν την αντίκρουση ισχυρισμών που προβλήθηκαν με τις προτάσεις, από τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, τα οποία λαμβάνονται αυτεπαγγέλτως υπόψη από το Δικαστήριο (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ) και από όλη γενικά την αποδεικτική διαδικασία, αποδείχθηκαν, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει του από 20.5.2021 προσυμφώνου αγοραπωλησίας σκάφους που καταρτίστηκε στην Αθήνα μεταξύ της εκκαλούσας και της πρώτης εφεσίβλητης, συμφωνήθηκε η πώληση και μεταβίβαση κατά κυριότητα στην πρώτη εφεσίβλητη, του επαγγελματικού – τουριστικού σκάφους “ΑΠ” (AP”), ολικού μήκους 23,98 μέτρων, ΚΟΧ 88,99, Η.Ι.Ν ….., ΔΔΣ ……, τύπου Ferreti 810, κατασκευασμένο το έτος 2004 στην Ιταλία, εφοδιασμένο με δύο κινητήρες MTU 12V000M91, συνολικής ιπποδύναμης 3002ΒΗΡ, μαζί με τα παραρτήματα αυτού, όπως περιγράφονται στη σχετική κατάσταση απογραφής, εγγεγραμένου στα νηολόγια Α’ κλάσης του Νηολογίου Πειραιά με αριθμό νηολόγησης ….., κατόπιν μεταφοράς από τα νηολόγια Β’ κλάσης όπου είχε αρχικά καταχωρηθεί με αριθμό νηολογίου ….., πλοιοκτησίας (τότε) της εκκαλούσας. Το τίμημα πώλησης του σκάφους συμφωνήθηκε στο ποσό των 770.000 ευρώ, το οποίο ορίστηκε να καταβληθεί το αργότερο έως τις 15.9.2021, ημερομηνία κατά την οποία συμφωνήθηκε να παραδοθεί στην αγοράστρια μαζί με τα αναγκαία για τη μεταβίβαση και νηολόγησή του στο όνομα της αγοράστριας έγγραφα. Ο ανωτέρω όρος του προσυμφώνου, ότι η καταβολή του τιμήματος και η παράδοση του σκάφους συμφωνήθηκε να λάβουν χώρα το αργότερο έως τις 15.9.2021, προσέδωσαν στη σύμβαση χαρακτήρα μη γνήσιας ακριβόχρονης εκτέλεσης, υπό την έννοια ότι ο χρόνος παροχής είναι έτσι καθορισμένος, ώστε η εκπλήρωση της παροχής από τη φύση της μόνο μέσα στο χρόνο αυτόν να είναι, κατά τον συμβατικό σκοπό, δυνατή, οπότε η καθυστερημένη εκπλήρωση, μετά την πάροδο του χρόνου παροχής, την καθιστά αδύνατη ή άχρηστη για το δανειστή και δεν εφαρμόζεται στην περίπτωση αυτή η διάταξη του άρθρου 401 του ΑΚ αλλά οι διατάξεις για την αδυναμία παροχής των άρθρων 335 επ. του ίδιου Κώδικα. Τούτο προκύπτει από το περιεχόμενο της συμφωνίας και ιδίως από τις ρήτρες της συμφωνίας όπου προβλέπεται ότι “Το υπόλοιπο ποσό του τιμήματος …..υπόσχεται να καταβάλει η Αγοράστρια στην Πωλήτρια το αργότερο έως τις 15.9.2021” (όρος Γ2) και “Το Σκάφος θα παραδοθεί στη Μαρίνα Αλίμου το αργότερο μέχρις τις 15.9.2021” (όρος Δ3), δηλαδή έχει καθορισθεί δήλος χρόνος και συμφωνία των μερών ότι η παροχή θα εκτελεστεί το αργότερο μέσα στην ορισμένη προθεσμία, ο δε αποκλειστικός χρονικός προσδιορισμός εκπλήρωσης της παροχής αποτελεί, κατά το σκοπό των συμβαλλομένων μερών, τέτοιο ουσιώδες στοιχείο της σύμβασης, ώστε, κατά τη θέλησή τους, αν αυτή είναι καθυστερημένη, να μη συνιστά εκπλήρωση και να επέρχεται η πτώση όλης της σύμβασης, την οποία τα μέρη δεν θα είχαν συνάψει χωρίς την πίστη για την τήρηση του χρόνου εκπλήρωσης (βλ. σχετ. υπό στοιχ Ι μείζονα σκέψη). Περαιτέρω, ως δεν αμφισβητείται, η πρώτη εφεσίβλητη, εξέδωσε, σε διαταγή της νομίμου εκπροσώπου της ………, την υπ’αριθ. …-… επιταγή της τράπεζας Eurobank Ergasias AE, ποσού 170.000 ευρώ, με ημερομηνία έκδοσης την 20.5.2021, την οποία η πρώτη εφεσίβλητη παρέδωσε, ταυτόχρονα με την υπογραφή του προσυμφώνου, στα χέρια του δεύτερου εφεσίβλητου – μεσεγγυούχου, για την εγγύηση της εκτέλεσης των όρων του προσυμφώνου. Συμφωνήθηκε επίσης ότι η αγοράστρια είχε τη δυνατότητα είτε να καταβάλλει ολόκληρο το τίμημα εκ ποσού 770.000 ευρώ την ημέρα της ολοκλήρωσης της αγοραπωλησίας και να αναλάβει το σώμα της επιταγής από τον δεύτερο εφεσίβλητο, είτε να καταβάλλει το υπόλοιπο ποσό των 600.000 ευρώ και να εξοφλήσει την ανωτέρω επιταγή (όρος Γ). Επίσης με τον όρο Α2β του συμφωνητικού, η εκκαλούσα ως πωλήτρια εγγυήθηκε ρητά ότι το σκάφος είναι ελεύθερο και απαλλαγμένο από κάθε διεκδίκηση, χρέος, βάρος, υποθήκη, κατάσχεση, προνόμιο, λιμενικά τέλη, οφειλές προς πληρώματα, αμοιβές ναυαγιαίρεσης, επιθαλάσσιας αρωγής, αποζημιώσεις από συγκρούσεις, απαιτήσεις ή οφειλές από εργασίες ή προμήθειές του, απαιτήσεις ασφαλίστρων και λοιπών οφειλών προς ασφαλιστές, αξιώσεις προς οποιονδήποτε και γενικά από κάθε νομικό ελάττωμα. Η ανωτέρω ρητή δήλωση της πωλήτριας που περιλαμβάνεται στο προσύμφωνο, επέφερε επίταση της ευθύνης της, ώστε αυτή να ευθύνεται για κάθε διεκδίκηση, ενώ οι συμβαλλόμενοι διάδικοι προσέδωσαν στις προβλεπόμενες συνέπειες της ευθύνης της πωλήτριας, τον χαρακτήρα του νομικού ελαττώματος η ύπαρξη του οποίου επιφέρει αδυναμία εκ μέρους της να εκπληρώσει την αναληφθείσα υποχρέωση περί μεταβιβάσεως του σκάφους ελευθέρου διεκδικήσεων (βλ. σχετ. βλ.ΑΠ 825/2019, ΑΠ 514/2016, διαθέσιμες στην ιστοσελίδα του Αρείου Πάγου). Περαιτέρω, με τον όρο Α2ζ η πωλήτρια δήλωσε ότι το σκάφος δεν ήταν διαθέσιμο στην αγορά σκαφών προς πώληση και προς ναύλωση, εξαιρουμένων των συγγενικών (ευρύτερη οικογένεια) συνεργατών και φίλων του ιδιοκτήτη της πωλήτριας και της αγοράστριας ή τρίτο πρόσωπο που θα υποδείξει η αγοράστρια για χρονικό διάστημα 20 ημερών εκ των οποίων το πρώτο δεκαήμερο συμφωνήθηκε από 1.7.2021 έως και 10.7.2021 και για το δεύτερο δεκαήμερο οι ακριβείς ημερομηνίες θα συμφωνούνταν κοινή συναινέσει πωλήτριας και αγοράστριας. Επίσης οι συμβαλλόμενοι συμφώνησαν το ποσό της εν λόγω ναύλωσης να αφαιρεθεί από το τελικό τίμημα της αγοραπωλησίας και ο ναυλωτής να επιβαρυνθεί με το ΦΠΑ της ναύλωσης. ‘Οσον αφορά δε τα έξοδα του σκάφους (καύσιμα, προμήθειες, τροφοδοσία), για την περίοδο που θα τελούσε υπό ναύλωση από την αγοράστρια ή τρίτο πρόσωπο που αυτή θα υποδείκνυε, συμφωνήθηκε ότι θα βαρύνουν την αγοράστρια. Με τον όρο Δ του συμφωνητικού ορίστηκε ότι το σκάφος είχε ήδη επιθεωρηθεί από την αγοράστρια και βρέθηκε κατάλληλο για τη χρήση που το προορίζει, ενώ αμοιβαία συμφωνήθηκε, για την ολοκλήρωση της πώλησής του, να πραγματοποιηθεί θαλάσσια δοκιμή του σκάφους (sea trial) με έξοδα της πωλήτριας και επιθεώρηση ξηράς (dry docking inspection) ή υποβρύχια επιθεώρηση με δύτη κατά τη διακριτική ευχέρεια και με έξοδα της αγοράστριας πριν την ολοκλήρωση της αγοραπωλησίας, σε ημερομηνία που θα συμφωνούνταν μεταξύ των μερών. Επίσης συμφωνήθηκε το σκάφος να παραδοθεί στην Μαρίνα Αλίμου το αργότερο μέχρι την 15.9.2021, ταυτόχρονα με την καταβολή του τιμήματος και την παράδοση των ρητά μνημονευόμενων στο προσύμφωνο εγγράφων που ήταν αναγκαία για την αγοραπωλησία. Περαιτέρω με τον όρο Ζ συμφωνήθηκε ότι σε περίπτωση κατά την οποία ματαιωθεί η αγοραπωλησία αδικαιολόγητα από υπαιτιότητα της πωλήτριας, τότε αυτή θα καταβάλει στην αγοράστρια τα έξοδα που έχει υποστεί για την προετοιμασία εγγράφων, συμφωνητικών επιθεώρησης και των δοκιμαστικών πλόων και ο θεματοφύλακας οφείλει να επιστρέψει στην αγοράστρια το ποσό της ονομαζόμενης προκαταβολής που δόθηκε σύμφωνα με τα παραπάνω, ενώ εάν ματαιωθεί η ολοκλήρωση της μεταβίβασης της κυριότητας του σκάφους από υπαιτιότητα της αγοράστριας, όπως ενδεικτικά επί μη καταβολής του τιμήματος αγοραπωλησίας, ο θεματοφύλακας οφείλει να παραδώσει την ονομαζόμενη προκαταβολή στην πωλήτρια ως εύλογη αποζημίωση ενώ και στις δύο παραπάνω περιπτώσεις οι συμβαλλόμενοι δεν δικαιούνται να ζητήσουν περαιτέρω αποζημίωση. Από τα προεκτεθέντα σαφώς συνάγεται ότι η παράδοση της επιταγής στον δεύτερο εφεσίβλητο έχει την έννοια όχι της προκαταβολής, αλλά της ποινικής ρήτρας, η κατάπτωση της οποίας ορίστηκε ως συμφωνημένη κύρωση για την υπαίτια μη εκπλήρωση της κύριας ενοχής, ήτοι της αγοραπωλησίας του σκάφους. Περαιτέρω, σε εκτέλεση του όρου Α2ζ του προσυμφώνου, καταρτίστηκε το από 23.6.2021 ναυλοσύμφωνο με το οποίο η εταιρεία με την επωνυμία <<…………………>>, συμφερόντων της πρώτης εφεσίβλητης, η οποία την υπέδειξε, ναύλωσε το ανωτέρω σκάφος από 24.6.2021 έως και 10.7.2021, με παράδοση του σκάφους στη μαρίνα Αλίμου. Κατά τη συμφωνηθείσα ημερομηνία έναρξης της ναύλωσης επιβιβάστηκαν στο σκάφος η ………. και η ……….., κόρη της, μέλη της διοίκησης της ναυλώτριας καθώς και συγγενείς τους, ήτοι ο δύο ετών υιός της δεύτερης και ο ………., σύζυγος της πρώτης και πατέρας της δεύτερης μαζί με την οικιακή βοηθό τους. Τις επόμενες ημέρες αποβιβάστηκαν από το σκάφος η …….. και ο ………. και επιβιβάστηκε ο ………….., σύζυγος της ……….., προκειμένου να συνεχίσουν τις οικογενειακές διακοπές τους. Κατά τη διάρκεια της ναύλωσης, στις 6.7.2021, δημιουργήθηκαν προστριβές μεταξύ του πλοιάρχου και των επιβατών λόγω διαφωνίας τους αναφορικά με το χρόνο λήξης της ναύλωσης. Οι επιβάτες επέμειναν στην επιθυμία τους να παραταθεί η παραμονή τους στο σκάφος μέχρι την 12.7.2021, όπως αυτή είχε εκδηλωθεί με το από 22.6.2021 μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου του …………. στον νόμιμο εκπρόσωπο της πλοιοκτήτριας, παρά τη μεταξύ τους έγγραφη συμφωνία για λήξη της ναύλωσης στις 10.7.2021, ενώ ο πλοίαρχος, ακολουθώντας ρητές εντολές της εκκαλούσας και δη του κυρίου μετόχου αυτής ………., ενημέρωσε τους επιβάτες ότι λόγω της αναμενόμενης κακοκαιρίας στις 7, 8 και 9 Ιουλίου 2021, το σκάφος, που τότε βρισκόταν στη νήσο Πολύαιγο, δεν θα μπορούσε να εκτελέσει πλόες στο νοτιοανατολικό Αιγαίο και ότι μετά τη βελτίωση των καιρικών συνθηκών που αναμένονταν στις 9 Ιουλίου, θα απέμενε μόνο μία ημέρα για τη λήξη της ναύλωσης και τότε το σκάφος θα έπρεπε να επιστρέψει στο λιμένα παράδοσης που ήταν η μαρίνα Αλίμου. Εξαιτίας της παραπάνω διαφωνίας, οι επιβάτες του σκάφους, ήτοι η …………, ο σύζυγός της και το ανήλικο τέκνο τους αποβιβάστηκαν στον όρμο Καλαφάτη της Μυκόνου στις 23.45 της ίδιας ημέρας, ενέργεια στην οποία ουδένα λόγο είχαν να προβούν εάν δεν είχε προηγηθεί η σφοδρή αντιπαράθεση μεταξύ του πληρώματος – και ιδίως του πλοιάρχου – και των επιβατών σχετικά με την εξέλιξη της ναύλωσης (βλ. σχετ υπ’αριθ. ……/4.4.2022 ένορκη βεβαίωση του πλοιάρχου …….. σε συνδυασμό με την υπ’αριθ. ………./1.4.2022 ένορκη βεβαίωση του ………), ενώ δεν πρέπει να παραβλεφθεί το γεγονός ότι το σκάφος αμέσως μετά την αποβίβαση των επιβατών, απέπλευσε για τη μαρίνα Αλίμου, όπου κατέπλευσε περί ώρα 03.45 της 7ης Ιουλίου, παρά τους ισχυρισμούς του πλοιάρχου ότι δεν ήταν δυνατή η εκτέλεση πλόων στο νοτιοανατολικό Αιγαίο εξαιτίας των ανέμων κατά τις παραπάνω ημερομηνίες (βλ. σχετ. ανωτέρω ένορκη βεβαίωση του …….). Η κατά τα ανωτέρω πρόωρη λήξη της ναύλωσης εκ μέρους της εκκαλούσας, δια του πλοιάρχου της στις 6.7.2021 συνιστά αντισυμβατική εκ μέρους της συμπεριφορά, η οποία όμως δεν συνέχεται με την προσυμφωνηθείσα αγοραπωλησία του σκάφους, καθώς αποτελεί παρεπόμενη υποχρέωση αυτής, αλλά δύναται ενδεχομένως να δημιουργήσει δικαίωμα της ναυλώτριας προς αποζημίωση. Στις 14.7.2021 πραγματοποιήθηκε συνάντηση του ……….. με το νόμιμο εκπρόσωπο της εκκαλούσας, για την απόδοση των εξόδων της ναύλωσης, όπου ο πρώτος εξέφρασε την πλήρη δυσαρέσκειά του για τη συμπεριφορά της εκκαλούσας και επιφυλάχθηκε των δικαιωμάτων του. Επιπλέον ζήτησε από τον νόμιμο εκπρόσωπο της εκκαλούσας να τον ενημερώσει σχετικά με την προετοιμασία των αναγκαίων για την ολοκλήρωση της αγοραπωλησίας εγγράφων που επρόκειτο να παραδοθούν κατά την οριστική συμφωνία καθώς και να ορίσουν ημερομηνία επιθεώρησης του σκάφους σύμφωνα με το σχετικό όρο του συμφωνητικού. Η εκκαλούσα, δια του νομίμου εκπροσώπου της, απέφυγε να ορίσει ημερομηνία επιθεώρησης του σκάφους, καθώς επρόκειτο να χρησιμοποιηθεί από τον κύριο μέτοχο της, όπως είχε δικαίωμα βάσει των όρων του προσυμφώνου. ‘Εκτοτε δεν υπήρξε άλλη συνάντηση ή επικοινωνία μεταξύ των συμβαλλομένων. Στις αρχές Σεπτεμβρίου 2021 η πρώτη εφεσίβλητη έλαβε γνώση ότι στο σκάφος είχε επιβληθεί δέσμευση δυνάμει της υπ’ αριθ. ………/6.10.2010 έκθεσης δέσμευσης πλοίου της Περιφερειακής Διεύθυνσης Αττικής Σώματος Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος, η οποία παρέμεινε σε ισχύ τουλάχιστον έως την 9.12.2021 (βλ. την από 9.12.2021 βεβαίωση της Γενικής Διεύθυνσης Σ.Δ.Ο.Ε). Κατόπιν τούτου ο ………….. επικοινώνησε με τον εκπρόσωπο της εκκαλούσας, στον οποίο διαμαρτυρήθηκε για την ύπαρξη του εν λόγω νομικού ελαττώματος παρά τη ρητή διαβεβαίωση της πωλήτριας ότι το σκάφος είναι ελεύθερο βαρών. Ο νόμιμος εκπρόσωπος της εκκαλούσας αρνήθηκε την ύπαρξη του ελαττώματος και κάλεσε την πρώτη εφεσίβλητη να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της για την ολοκλήρωση της συμφωνίας πώλησης (βλ. σχετ. ένορκη βεβαίωση του …………). Η εκκαλούσα με τις προτάσεις της ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, τις οποίες επαναφέρει νόμιμα και ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ισχυρίζεται ότι δεν γνώριζε το νομικό ελάττωμα αφού ουδέποτε της κοινοποιήθηκε η υπ’αριθ. ………../6.10.2010 έκθεση δέσμευσης πλοίου του Σώματος Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος, αλλά, όπως διαπίστωσε εκ των υστέρων, αυτή παραλήφθηκε από τον υπεύθυνο της μαρίνας Αλίμου και ότι ουδέποτε κλήθηκε να παράσχει εξηγήσεις ούτε έλαβε γνώση οποιασδήποτε ποινικής διαδικασίας σε βάρος της στο πλαίσιο διενεργηθείσας προκαταρκτικής εξέτασης του άρθρου 31 του τότε ισχύοντος ΚΠΔ για την ανίχνευση της τέλεσης ποινικού αδικήματος αναφορικά με την καταβολή του αναλογούντος ΦΠΑ κατά την αγορά του σκάφους. Επίσης αναφέρει ότι η εν λόγω δέσμευση, ακόμη και εάν υφίστατο, δεν συνιστά κώλυμα για την διάθεση του σκάφους αφού ουδέποτε ενεγράφη στο οικείο νηολόγιο, ότι παρόμοιες εκθέσεις δέσμευσης από όργανα του Σ.Δ.Ο.Ε. έχουν κριθεί αντισυνταγματικές με την υπ’αριθ. 3316/2014 απόφαση της Ολομέλειας του ΣτΕ, ότι σε κάθε περίπτωση από την ως άνω δέσμευση παράγεται σχετική ακυρότητα, την οποία μόνο το Δημόσιο, για την εξυπηρέτηση των συμφερόντων του οποίου επιβλήθηκε, μπορούσε να την επικαλεσθεί, μη δυνάμενη να αντιταχθεί κατά της αγοράστριας και ότι η τελευταία έλαβε γνώση αυτής μετά την 14.7.2021 καθώς σε αντίθετη περίπτωση θα την είχε επικαλεσθεί στη συνάντηση που έλαβε χώρα μεταξύ του ……….. αβάσιμοι. Ειδικότερα, η ως άνω δέσμευση του επίδικου σκάφους, δεν συνιστά διοικητικό μέτρο προληπτικού χαρακτήρα αλλά πράξη δικαστικής αρχής, ενταχθείσα στο πλαίσιο προκαταρκτικής εξέτασης, κατόπιν της υπό ΑΒΜ: ……… παραγγελίας του αρμόδιου Εισαγγελέα για τη διακρίβωση της τέλεσης ή μη ποινικού αδικήματος αναφορικά με την καταβολή του αναλογούντος ΦΠΑ κατά την αγορά του πλοίου, καθώς οι υπάλληλοι του Σ.Δ.Ο.Ε που την επέβαλαν ενήργησαν ως ειδικοί ανακριτικοί υπάλληλοι του άρθρου 34 ΚΠΔ, οι οποίοι έχουν την αρμοδιότητα να ασκούν τέτοιες πράξεις σύμφωνα με την περ.γ της παρ.5 του άρθρου 30 του ν.3296/2004 και τις οικείες διατάξεις του ΚΠΔ για τα αδικήματα που προβλέπονται από τη σχετική νομοθεσία και ανάγονται στην καθ’ύλην αρμοδιότητα του Σ.Δ.Ο.Ε. Η ανωτέρω δέσμευση ανεξάρτητα εάν είχε ως συνέπεια την απαγόρευση διάθεσης του σκάφους ή όχι, συνιστά νομικό ελάττωμα που κατ’αρχήν συνεπάγεται την αδυναμία μεταβίβασης αυτού χωρίς βάρη, όπως ρητά εγγυήθηκε η εκκαλούσα με επίταση της ευθύνης της. Επίσης αποδείχθηκε ότι η εκκαλούσα γνώριζε την ύπαρξη του εν λόγω νομικού ελαττώματος αφού η Περιφερειακή Διεύθυνση ΣΔΟΕ Αττικής κοινοποίησε σε αυτήν το υπ’αριθ. …………/19.9.2011 έγγραφο, ενημερώνοντάς την για τη δυνατότητα υπαγωγής της στις διατάξεις του άρθρου 19 του ν.4002/2011, ενώ με την υπ’αριθ. ……../12.7.2012 Πρόσκληση για προσκόμιση στοιχείων, ζητήθηκε από την εκκαλούσα ως πλοιοκτήτρια του σκάφους να προσκομίσει τα απαιτούμενα για τον έλεγχο στοιχεία που απαριθμούνται στην πορισματική αναφορά. Ανταποκρινόμενη δε στην παραπάνω πρόσκληση, η ελεγχόμενη επιχείρηση ………. προσκόμισε τα αναφερόμενα στην πορισματική αναφορά έγγραφα και στοιχεία. Τα ανωτέρω προκύπτουν από την υπ’αριθ. ……../2022 αναφορά αρχειοθέτησης του αρμόδιου Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών και διαψεύδουν τους ισχυρισμούς της εκκαλούσας ότι αγνοούσε τη δέσμευση του σκάφους της. Αντίθετα αποδείχθηκε ότι η εκκαλούσα όχι μόνο γνώριζε το εν λόγω νομικό ελάττωμα και το απέκρυψε από την πρώτη εφεσίβλητη, αλλά ρητά εγγυήθηκε ότι το πωλούμενο σκάφος είναι ελεύθερο παντός βάρους και εν γένει νομικού ελαττώματος. Το γεγονός της μεταγενέστερης, ήτοι μετά την 15.9.2021, πώλησης του σκάφους με το εν λόγω βάρος, στην εταιρία <<…….>>, ουδεμία επιρροή ασκεί στους προμνησθέντες ισχυρισμούς της εκκαλούσας, αφού δεν αναιρεί το γεγονός της ύπαρξης του εν λόγω νομικού ελαττώματος κατά το χρόνο κατάρτισης του προσυμφώνου, το οποίο μάλιστα απέκρυψε η εκκαλούσα από την πρώτη εφεσίβλητη, εγγυώμενη το σκάφος ελεύθερο νομικών ελαττωμάτων, ενώ δεν αποκλείεται η αγοράστρια εταιρία <<……………>> να τελούσε σε γνώση του εν λόγω ελαττώματος και να διαπραγματεύθηκε μικρότερο τίμημα. Επίσης το γεγονός ότι η δέσμευση του σκάφους τελικά ήρθη με ενέργειες της εκκαλούσας στις 24.10.2022 ουδεμία έννομη επιρροή ασκεί, καθώς η σύμβαση πώλησης του σκάφους ήταν ακριβόχρονης εκτέλεσης και η αγοράστρια δεν ήταν υποχρεωμένη να αναμείνει την άρση του νομικού ελαττώματος σε χρόνο μεταγενέστερο από την ορισθείσα ημερομηνία αγοραπωλησίας, ούτε να εμπλακεί σε μία αβέβαιη και χρονοβόρα διαδικασία άρσης του νομικού ελαττώματος, ούτε να αναμιχθεί σε δικαστική αντιδικία με το Δημόσιο σε περίπτωση που το τελευταίο θα ασκούσε τυχόν αξιώσεις του. Πρέπει δε να σημειωθεί ότι στην από 24.10.2022 έκθεση αποδέσμευσης πλοίου, μεταξύ των εγγράφων που λήφθηκαν υπόψη αναφέρεται και η από 24.8.2022 έγκριση της Εισαγγελέως Εφετών Αθηνών περί αρχειοθέτησης της από 6.6.2022 αναφοράς της Εισαγγελέως Πρωτοδικών Αθηνών. Οσον αφορά το επικαλούμενο από την εκκαλούσα, από 1.9.2021, πιστοποιητικό βαρών πλοίου, από το οποίο προκύπτει ότι το σκάφος δεν φέρει κανένα βάρος, αυτό απεικονίζει τη νομική του κατάσταση μετά την καταχώρησή του στα Νηολόγια Α/Π Α’ κλάσης, κατόπιν μεταφοράς του από τα Νηολόγια Α/Π Β’ κλάσης στις 20.8.2019. Με βάση τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν ως αληθή, κρίνεται ότι η εκκαλούσα περιήλθε σε υπαίτια αδυναμία παροχής και η πρώτη εφεσίβλητη δικαιούνταν να αρνηθεί την καταβολή του τιμήματος (άρθρ. 374 ΑΚ) στις 15.9.2021, να υπαναχωρήσει συμβατικά ή νόμιμα από την πώληση λόγω μη εκπλήρωσης (άρθρ, 382 ΑΚ) ή να θεωρήσει την πώληση άνευ αντικειμένου (άρθρ. 380 ΑΚ) όπως έπραξε στην προκειμένη περίπτωση, μη προσερχόμενη στις 15.9.2021 για την υπογραφή της οριστικής σύμβασης. Περαιτέρω, μετά την πάροδο της καθορισθείσας ημερομηνίας για την ολοκλήρωση της σύμβασης πώλησης, η εκκαλούσα κοινοποίησε στους εφεσιβλήτους την από 16.9.2021 εξώδικη δήλωση με την οποία διαμαρτύρονταν για την εκ μέρους της πρώτης εφεσίβλητης μη καταβολή του τιμήματος της αγοραπωλησίας έως την καταληκτική ημερομηνία της 15.9.2021, γεγονός που είχε ως αποτέλεσμα τη ματαίωση της πώλησης με υπαιτιότητα της και κάλεσε τον δεύτερο εφεσίβλητο να της παραδώσει την επιταγή ποσού 170.000 ευρώ προκειμένου να την εισπράξει. Ο δεύτερος εφεσίβλητος, με την από 21.9.2021 επιστολή του, ζήτησε από την πρώτη εφεσίβλητη να του γνωρίσει εάν συναινεί να παραδώσει την επιταγή στην εκκαλούσα. Η πρώτη εφεσίβλητη με την από 22.9.2021 επιστολή απάντησε ότι υπαίτια για τη ματαίωση της πώλησης είναι η εκκαλούσα και ως εκ τούτου δεν συναινεί στην παράδοση της επιταγής, την οποία ζήτησε από τον δεύτερο εφεσίβλητο να επιστρέψει στην ίδια. Ακολούθως η πρώτη εφεσίβλητη, με τις από 14.10.2021 εξώδικες δηλώσεις της, κοινοποιηθείσες στην εκκαλούσα και στο δεύτερο εφεσίβλητο στις 15.10.2021 και στις 18.10.2021 αντίστοιχα, διαμαρτυρήθηκε για την αντισυμβατική συμπεριφορά της εκκαλούσας και απέδωσε αε αυτήν την υπαιτιότητα για τη ματαίωση της σύμβασης πώλησης εξαιτίας της ύπαρξης του νομικού ελαττώματος του σκάφους. Μετά ταύτα ο δεύτερος εφεσίβλητος με την από 12.10.2021 εξώδικη απάντηση – δήλωση, κοινοποιηθείσα στην εκκαλούσα και στην πρώτη εφεσίβλητη στις 25.10.2021 και στις 20.10.2021 αντίστοιχα, δήλωσε ρητά ότι δεν προτίθεται να παραδώσει την επιταγή σε κανένα από τα δύο μέρη παρά μόνο μετά από σχετική μεταξύ τους συμφωνία ή ελλείψει αυτής, μετά την έκδοση οριστικής απόφασης. Ενόψει όσων προεκτέθηκαν, αποδείχθηκε ότι η ματαίωση της σύμβασης πώλησης του σκάφους οφείλεται σε υπαιτιότητα της εκκαλούσας, η οποία ενώ εγγυήθηκε αυτό ελεύθερο βαρών κατά το προσύμφωνο με επίταση της ευθύνης της, εντούτοις σε καμία ενέργεια δεν προέβη έως την 15.9.2021 που συμφωνήθηκε η ακριβόχρονη εκτέλεση της σύμβασης, προκειμένου να άρει το νομικό ελάττωμα, το οποίο γνώριζε ήδη από το χρόνο κατάρτισης του προσυμφώνου και δολίως απέκρυψε από την αγοράστρια. Μετά ταύτα επήλθε η λύση της σύμβασης του προσυμφώνου και η πρώτη εφεσίβλητη δικαιούνταν να ζητήσει την επιστροφή του σώματος της επιταγής που έδωσε στον δεύτερο εφεσίβλητο. Κατόπιν τούτου το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε όμοια και απέρριψε την αγωγή (υπό στοιχ Β) της ενάγουσας – εκκαλούσας, ακολούθως δε έκανε δεκτή την αγωγή (υπό στοιχ Α) της ενάγουσας – πρώτης εφεσίβλητης ως προς τον δεύτερο εναγόμενο – δεύτερο εφεσίβλητο, δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, ούτε κατά την εκτίμηση των αποδείξεων, αλλά ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις προμνημονευόμενες διατάξεις, συνεκτιμώντας και αξιολογώντας επιμελώς όλα ανεξαιρέτως τα μετ’ επικλήσεως προσκομιζόμενα από τους διαδίκους με τις έγγραφες προτάσεις τους και την προσθήκη αυτών αποδεικτικά μέσα, μη υποπίπτοντας σε καμία πλημμέλεια σχετικά με τις αποδείξεις και, κατά συνέπεια, όσα αντίθετα υποστηρίζει η εκκαλούσα με τους σχετικούς λόγους της έφεσής της (δεύτερο έως και έκτο), κρίνονται απορριπτέα στο σύνολό τους ως ουσιαστικά αβάσιμα. Κατόπιν τούτου, εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος έφεσης προς έρευνα, πρέπει η κρινόμενη έφεση να απορριφθεί ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη και να διαταχθεί η εισαγωγή του υπ’ αριθ. …………../2023 ηλεκτρονικού παραβόλου της έφεσης στο δημόσιο ταμείο (άρθρο 495 παρ. 3 ΚΠολΔ, όπως η αρχική παρ. 4 προστέθηκε με το άρθρο 12 παρ. 2 Ν. 4055/2012 και αναριθμήθηκε σε παρ. 3 με το άρθρο 1 άρθρο τρίτο Ν. 4335/2015, ισχύοντος από 1.1.2016, και εν συνεχεία τροποποιήθηκε από το άρθρο 35 παρ. 2 Ν. 4446/2016). Τα δικαστικά έξοδα για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, πρέπει να συμψηφισθούν στο σύνολό τους μεταξύ των διαδίκων, λόγω της δυσχερούς ερμηνείας των κανόνων που εφαρμόστηκαν (άρθρα 179 και 183 του ΚΠολΔ, όπως το πρώτο άρθρο τροποποιήθηκε με το άρθρο 116 παρ. 1β’ του Ν. 4842/2021 και διορθώθηκε με το άρθρο 65 παρ. 1 του Ν. 4871/2021 ΦΕΚ Α’ 246/10.12.2021 και εφαρμόζεται και σε εκκρεμείς υποθέσεις ως ειδικότερο του άρθρου 533 παρ. 2 του ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων την από 22.12.2023 (με γεν.αριθ.καταθ. …./2023 και ειδ.αριθ.καταθ. ……/2023) έφεση, κατά της υπ’αριθ. 3736/2023 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, εκδοθείσας κατά την τακτική διαδικασία.
ΔΕΧΕΤΑΙ την έφεση τυπικά και .
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ αυτήν κατ΄ουσίαν.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή του υπ’αριθ. …………/2023 παραβόλου της έφεσης στο δημόσιο ταμείο.
ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ στο σύνολό τους τα δικαστικά έξοδα για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας μεταξύ των διαδίκων.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, στο ακροατήριό του, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξουσίους δικηγόρους στις 16 Ιουλίου 2025.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ