Αριθμός 477 /2025
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Τμήμα 4ο
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Σοφία Καλούδη, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Κ.Σ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις …………, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :
ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: Ελληνικού Δημοσίου, όπως εκπροσωπείται νόμιμα, από τον Υπουργό Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, ο οποίος κατοικοεδρεύει στην Αθήνα (οδός ………) (ΑΦΜ ………), το οποίο εκπροσωπήθηκε από τη δικαστική πληρεξουσία ΝΣΚ Καλλιόπη Στόλη (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).
ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: …………… η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιά της δικηγόρο Αικατερίνη Μηλιώτη (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).
Ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς κατέθεσαν α) η εφεσίβλητη (μαζί με την μη διάδικο στην παρούσα δίκη, ………….., κάτοικο Νίκαιας) την από 11.5.2021 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ……./2021) αίτηση και β) το εκκαλούν την από 17.9.2021 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ……../2021) κύρια παρέμβαση. Επί αυτών εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ. 2446/2022 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που απέρριψε αμφότερες αίτηση και κύρια παρέμβαση.
Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου το κυρίως παρεμβαίνον και ήδη εκκαλούν με την από 24.7.2024 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ΠΡΩΤ ………../2024-ΓΑΚ/ΕΑΚ ΕΦΕΤ ……./2024) έφεσή του, της οποίας δικάσιμος ορίσθηκε η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης.
Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.
Η δικαστική πληρεξουσία ΝΣΚ του εκκαλούντος και η πληρεξούσια δικηγόρος της εφεσίβλητης, οι οποίες παραστάθηκαν με δήλωση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσαν.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Η υπό κρίση έφεση κατά της με αριθμό 2446/2022 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά τη διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας, παραδεκτά φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 του ΚΠολΔ) και έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, με την κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 25-7-2024, δηλαδή εντός της από το άρθρο 518 παρ. 2 ΚΠολΔ οριζόμενης προθεσμίας. Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά την ίδια διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ).
ΙΙ. Με την υπ’ αρίθμ. εκθ. κατάθ. ………/2021 αίτηση οι αιτούσες ζητούσαν: α) να αναγνωριστεί ότι ο δικαιοπάροχος τους, …………, ήταν αποκλειστικός κύριος του ειδικότερα περιγραφόμενου ακινήτου, εκτάσεως 194,51 τμ, που εσφαλμένα αποτυπώνεται ως το νότιο τμήμα του ακίνητου με ΚΑΕΚ ……….., εκτάσεως 630 τμ, που εμφανίζεται ως αγνώστου ιδιοκτήτη, το οποίο απέκτησε δυνάμει του υπ’ αρ. ……../1975 συμβολαίου αγοράς του συμβολαιογράφου Σαλαμίνας, …….., σε συνδυασμό με την υπ’ αρ. ………/1978 συμβολαιογραφική πράξη εξόφλησης του ιδίου ως άνω συμβολαιογράφου, που μεταγράφηκαν νομίμως, άλλως, να αναγνωριστεί ότι αυτό περιήλθε κατά ψιλή κυριότητα στην πρώτη εξ αυτών και κατά επικαρπία στη δεύτερη δυνάμει της υπ’ αρ. ………../2010 νόμιμα μεταγραμμένης πράξης αποδοχής κληρονομιάς του ως άνω δικαιοπαρόχου τους, που συνέταξε η συμβολαιογράφος Αθηνών, …………., β) να διαταχθεί η διόρθωση της ανακριβούς πρώτης κτηματολογικής εγγραφής στο ανωτέρω ΚΑΕΚ, ώστε να δημιουργηθεί νέο ΚΑΕΚ για το επίδικο ακίνητο, όπου θα καταχωρηθεί το δικαίωμα πλήρους κυριότητας του ως άνω δικαιοπαρόχου τους, άλλως τα δικά τους εμπράγματα δικαιώματα (ψιλή κυριότητα και επικαρπία, αντίστοιχα), καθώς και γ) να διαταχθεί ο προϊστάμενος του οικείου κτηματολογικού γραφείου να προβεί σε κάθε απαιτούμενη νόμιμη ενέργεια. Επιπλέον, το Ελληνικό Δημόσιο, και ήδη εκκαλούν, με την με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………./2021 κύρια παρέμβαση του επικαλούμενο δικό του δικαίωμα κυριότητας, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα, σε τμήμα του ως άνω επιδίκου, εκτάσεως 134 τμ, που περιγράφεται συγκεκριμένα, ζητούσε να απορριφθεί η αίτηση και να διαταχθεί η διόρθωση της αρχικής εγγραφής στο κτηματολογικό φύλλο, που αντιστοιχεί στο ανωτέρω μείζον ΚΑΕΚ, ώστε να δημιουργηθεί αυτοτελές ΚΑΕΚ, που θα αντιστοιχεί στο επίδικο ακίνητο, εκτάσεως 134 τμ και να καταχωρηθεί σε αυτό το ίδιο ως πλήρης και αποκλειστικός κύριος. Η αίτηση και η κύρια παρέμβαση συνεκδικάστηκαν από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφαση, με την οποία η μεν αίτηση απορρίφθηκε ως απαράδεκτη, κατ’ άρθρο 6 παρ. 3 ζ του ν. 2664/1998, επειδή δεν είχε προσαρτηθεί στο δικόγραφο το εκδιδόμενο από την ηλεκτρονική εφαρμογή αποδεικτικό υποβολής τοπογραφικού διαγράμματος γεωμετρικής μεταβολής, η δε κύρια παρέμβαση απορρίφθηκε ως ουσιαστικά αβάσιμη, επειδή έγινε δεκτή κατ’ ουσίαν η προβληθείσα νομίμως από τις καθών -αιτούσες στη συνεκδικαζόμενη κατά τα ανωτέρω αίτηση ερειδόμενη επι της διάταξης του άρθρου 4 παρ. 1 εδ. α του ν. 3127/ 2003 ένσταση. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται το εκκαλούν με την υπό κρίση έφεση του, επικαλούμενο εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, και ζητεί την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, ώστε να γίνει δεκτή η κύρια παρέμβαση του.
ΙΙΙ. Από τα άρθρα 1 παρ. 1α και 3, 6 παρ. 1-3, και 7, 9, 13,15 του ν. 2664/1998, όπως ισχύουν μετά τους ν. 3127/2003, 3481/2006 και 3559/2007 προκύπτει, ότι, όταν πρόκειται για ακίνητο το οποίο στα κτηματολογικά βιβλία και συγκεκριμένα στις πρώτες εγγραφές φέρεται ως “αγνώστου ιδιοκτήτη”, ο ισχυριζόμενος ότι είναι κύριος του ακινήτου αυτού ή δικαιούχος οποιουδήποτε άλλου εγγραπτέου στο Κτηματολόγιο δικαιώματος επί του ακινήτου, και επιπλέον-κατ’ αναλογική εφαρμογή της παραγράφου 2 του ίδιου άρθρου (6 του ν. 2664/1998)-, και όποιος έχει έννομο συμφέρον (π.χ. δανειστής του πραγματικού κυρίου), μπορεί, προκειμένου να διορθώσει την ανακριβή αυτή εγγραφή, να υποβάλει αίτηση ενώπιον του Κτηματολογικού Δικαστή της τοποθεσίας του ακινήτου, δικάζοντος κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, με την οποία θα ζητεί τη διόρθωση του οικείου κτηματολογικού φύλλου, ώστε αντί “άγνωστος” να αναγράφεται ο πραγματικός κύριος. Σύμφωνα δε με την παράγραφο 3 του άρθρου 6 του ίδιου νόμου, η ρυθμιστέα έννομη σχέση που επιτρέπει ο νομοθέτης να εξεταστεί κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας είναι η ορθότητα ή μη της πρώτης εγγραφής στις σχετικές κτηματολογικές εγγραφές οι οποίες αφορούν εγγραφή που έχει καταχωρηθεί σε “άγνωστο ιδιοκτήτη” και εξετάζεται υπό την προϋπόθεση, ότι ο αιτών έχει εγγραπτέο στο κτηματολόγιο δικαίωμα, το οποίο ελέγχεται παρεμπιπτόντως, αφού αποτελεί προϋπόθεση για τη ζητούμενη διόρθωση, χωρίς όμως το ζήτημα αυτό, δηλαδή η ύπαρξη ή μη του εν λόγω δικαιώματος να καλύπτεται από την απόφαση που εκδίδεται επί της εν λόγω αίτησης με ισχύ δεδικασμένου. Τα αυτά ισχύουν και για την κύρια παρέμβαση και, συνεπώς, όποιος έχει έννομο συμφέρον για την άσκηση παρέμβασης, οφείλει, αφενός μεν να εκθέτει ότι έχει εγγραπτέο στο κτηματολόγιο δικαίωμα και αφετέρου να ζητεί την εγγραφή αυτού του δικαιώματος στα κτηματολογικά βιβλία. Σύμφωνα με τα παραπάνω, δηλαδή, αντικείμενο της δίκης αυτής είναι η διαπίστωση της ύπαρξης εγγραπτέου δικαιώματος του αιτούντος και η διόρθωση της ανακριβούς πρώτης εγγραφής σύμφωνα με αυτή τη διαπίστωση, χωρίς τη διάγνωση κανενός αμφισβητούμενου δικαιώματος, αφού η εγγραφή “αγνώστου ιδιοκτήτη” δεν ενέχει τέτοια αμφισβήτηση, αλλά ακριβώς την έλλειψη διαπίστωσης του υπάρχοντος δικαιώματος. Συνεπεία τούτου, καθίσταται σαφές ότι δεν απαιτείται να ζητηθεί με την εν λόγω αίτηση η αναγνώριση δικαιώματος που προσβάλλεται με την ανακριβή πρώτη εγγραφή στο κτηματολογικά φύλλο του ακινήτου, ούτε να περιληφθεί αντίστοιχη διάταξη στην απόφαση που θα εκδοθεί, καθώς αντικείμενο της δίκης που ανοίγεται δεν είναι η αυθεντική διάγνωση δικαιώματος που αμφισβητείται, ανεξαρτήτως του ότι ελέγχεται ως προϋπόθεση η ύπαρξη συγκεκριμένου δικαιώματος για την ζητούμενη διόρθωση της ανακριβούς πρώτης εγγραφής, χωρίς όμως να καλύπτεται με ισχύ δεδικασμένου. Γι’ αυτό άλλωστε η διάταξη του άρθρου 6 παρ.3 του ν. 2664/1998, όπως αντικαταστάθηκε από τη διάταξη του άρθρου 2 παρ.2 του ν. 3481/2006, αναφέρεται μόνο στη διόρθωση της πρώτης εγγραφής και όχι και στην αναγνώριση του δικαιώματος που προσβάλλεται με την εγγραφή αυτή, όπως προβλέπει η διάταξη του άρθρου 6 παρ.2 του ν.2664/1998 στο πλαίσιο της αμφισβητούμενης δικαιοδοσίας (ΑΠ 208/2017, ΑΠ 698/2016, ΑΠ 583/2016, ΑΠ 75/2015. ΑΠ 1364/2014, ΑΠ 148/2014, ΑΠ 632/2013, ΑΠ 309/2012 δημ. ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 4 παρ.1 του ν. 3127/2003 “τροποποίηση και συμπλήρωση των ν.2308/1995 και 2664/1998 για την κτηματογράφηση και το Εθνικό Κτηματολόγιο και άλλες διατάξεις”, ορίζονται τα εξής; 1. Σε ακίνητο που βρίσκεται μέσα σε σχέδιο πόλεως ή μέσα σε οικισμό που προϋφίσταται του έτους 1923 ή μέσα σε οικισμό κάτω των 2.000 κατοίκων, που έχει οριοθετηθεί, ο νομέας του θεωρείται κύριος έναντι του Δημοσίου, εφόσον: α) νέμεται, μέχρι την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού (17-3-2003), αδιαταράκτως για δέκα (10) έτη το ακίνητο, με νόμιμο τίτλο από επαχθή αιτία, υπέρ του ιδίου ή του δικαιοπαρόχου του, που έχει καταρτισθεί και μεταγραφεί μετά την 23-2-1945, εκτός εάν κατά την κτήση της νομής βρισκόταν σε κακή πίστη ή β) νέμεται, μέχρι την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού, το ακίνητο αδιαταράκτως για χρονικό διάστημα τριάντα (30) ετών, εκτός εάν κατά την κτήση της νομής βρισκόταν σε κακή πίστη. Στο χρόνο νομής που ορίζεται στις περιπτώσεις α’ και β’ προσμετράται και ο χρόνος νομής των δικαιοπαρόχων που διανύθηκε με τις ίδιες προϋποθέσεις. Η διάταξη της περίπτωσης β` εφαρμόζεται για ακίνητο εμβαδού μέχρι 2.000 τ.μ.. Σε κακή πίστη βρίσκεται ο νομέας, εφόσον δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 1042 του Α.Κ.». Από τις εν λόγω διατάξεις συνάγεται, ότι θεσπίζεται με αυτές εξαίρεση του κανόνα του άρθρου 21 του Ν. Δ/τος της 22.4/16.5.1926 “Περί διοικητικής αποβολής από των κτημάτων της Αεροπορικής Αμύνης” (που διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του ΑΚ με το άρθρο 53 του ΕισΝΑΚ και επαναλήφθηκε στο άρθρο 4 του ΑΝ1539/1938 “Περί προστασίας των δημοσίων κτημάτων”), σύμφωνα με τον οποίο στα δημόσια κτήματα νομέας είναι το Δημόσιο και ότι αυτά είναι ανεπίδεκτα νομής ή αποσβεστικής παραγραφής, εκτός αν η τριακονταετής νομή της έκτακτης χρησικτησίας είχε συμπληρωθεί μέχρι τις 11.9.1915, αφού, μετά τη χρονολογία αυτή, δεν επιτρέπεται ούτε έκτακτη χρησικτησία στα ακίνητα του Δημοσίου. Οι παραπάνω διατάξεις εφαρμόζονται μόνο σε δημόσια κτήματα, ήτοι σε ακίνητα που ανήκουν κατά κυριότητα στο Ελληνικό Δημόσιο (ΟλΑΠ 15/2011) και προστατεύουν εκείνον που προβάλλει κυριότητα σε δημόσιο, με την παραπάνω έννοια, κτήμα, παρέχοντάς του τη δυνατότητα, με την επίκληση της συνδρομής των προϋποθέσεων των εν λόγω διατάξεων, να αποκτήσει την κυριότητα του κτήματος αυτού έναντι του Δημοσίου, την οποία, άλλως, χωρίς, δηλαδή, τις διατάξεις αυτές, μόνο με τη συνδρομή των ανωτέρω αυστηρότερων προϋποθέσεων του, προ του νόμου αυτού, νομικού καθεστώτος, θα μπορούσε να αποκτήσει (ΑΠ 121/2022, 22/2021, ΑΠ 807/2019, ΑΠ 23/2019). Άλλωστε στον ίδιο νόμο δεν περιέχεται, όσον αφορά το άρθρο 4, η γενική καταργητική ρήτρα, που κατά κανόνα τίθεται στους νόμους, ότι κάθε διάταξη που είναι αντίθετη με τον παρόντα νόμο ή ρυθμίζει θέματα που διέπονται από αυτόν καταργείται. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 984 ΑΚ νομή προσβάλλεται είτε με διατάραξη είτε με αποβολή του νομέα. Διατάραξη της νομής, η έννοια της οποίας δεν είναι νομοθετικά καθορισμένη, υπάρχει όταν δεν αποβάλλεται ο νομέας από το πράγμα, αλλά εξακολουθεί να διατηρεί τη νομή του σ` αυτό, συνιστά δε διατάραξη της νομής κάθε θετική πράξη ή παράλειψη που αποτελεί παρενόχληση του νομέα στην άσκηση της νομής του. Θετικά εκδηλώνεται η διατάραξη είτε με πράξη του προσβολέα στο πράγμα είτε με παρεμπόδιση πράξης του νομέα, ενώ αρνητικά, με παράλειψη, όταν ο προσβολέας δεν προβαίνει στην επιβαλλόμενη ενέργεια προς αποτροπή ή παύση της διατάραξης. Δεν συνιστά διατάραξη η απλή προφορική αμφισβήτηση του δικαιώματος του νομέα, η οποία αντιμετωπίζεται με την αναγνωριστική αγωγή (άρθρο 70 του ΚΠολΔ). Η διατάραξη της νομής κατά την έννοια της ανωτέρω διάταξης του άρθρου 984 ΑΚ αναφέρεται σε προσβολή της νομής και σε προστασία της νομής από την προσβολή της με διατάραξη κατά το άρθρο 989 του ΑΚ. Η έννοια του «νέμεται αδιαταράκτως» στην ως άνω διάταξη του άρθρου 4 του Ν. 3127/2003 αναφέρεται σε μη παρενόχληση του νεμόμενου το δημόσιο κτήμα από τον κατά τον νόμο αληθή νομέα του δημοσίου κτήματος που είναι το Ελληνικό Δημόσιο. Η παρενόχληση αυτή μπορεί να γίνει με οποιονδήποτε νόμιμο τρόπο μπορεί να προστατεύσει τη νομή του επί του δημοσίου κτήματος το Ελληνικό Δημόσιο (ΟλΑΠ 11/2015). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 1042 ΑΚ, ο νομέας βρίσκεται σε καλή πίστη, όταν χωρίς βαριά αμέλεια έχει την πεποίθηση ότι απέκτησε την κυριότητα. Από τον συνδυασμό των διατάξεων αυτών προκύπτει, ότι για να αποκτηθεί η κυριότητα ακινήτου που ανήκει στο Δημόσιο, σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ. 1 του Ν.3127/2003 πρέπει ο νομέας, μεταξύ άλλων, να έχει την πεποίθηση, χωρίς να τον βαρύνει βαριά αμέλεια, ότι απέκτησε την κυριότητα του ακινήτου και η πεποίθηση του αυτή, πρέπει να υφίσταται κατά το χρόνο κτήσης της νομής του ακινήτου (ΑΠ 863/2011 TNΠ NOMOΣ). Εξάλλου, ανεπίδεκτα τακτικής ή έκτακτης χρησικτησίας ακίνητα του Ελληνικού Δημοσίου κατά τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 966-968 και 1054 ΑΚ είναι τα εκτός συναλλαγής, στα οποία συγκαταλέγονται τα κοινής χρήσης και τα προορισμένα σε εξυπηρέτηση δημοσίων σκοπών. Τα ακίνητα που ανήκουν στην ιδιωτική περιουσία του ελληνικού δημοσίου κατά πλήρη κυριότητα και τα οποία διαχειρίζεται (επ’ ονόματι του ελληνικού δημοσίου) το Υπουργείο Οικονομίας υπάγονται στη ρύθμιση του άρθρου 4 ν. 3127/2003, αφού ο νόμος δεν διακρίνει (ΑΠ 712/2020, 165/2017, Α’ Δημοσίευση ΝΟΜΟΣ). Επίσης, η συνταγματική προστασία των δασών και η συνακόλουθη εφαρμογή των διατάξεων της δασικής νομοθεσίας, που την εξειδικεύουν, δεν εκτείνεται στις περιοχές που έχουν ενταχθεί σε ρυμοτομικό σχέδιο, εφόσον η σχετική εγκριτική πράξη της Διοίκησης δεν έχει ανακληθεί ή ακυρωθεί και ειδικότερα, σε τμήματα των περιοχών αυτών που δεν έχουν χαρακτηρισθεί κοινόχρηστοι χώροι πρασίνου (ΣτΕ 2108/2010, 2753/1994). Τέλος, από τις διατάξεις των άρθρων 744 και 759 παρ. 3 ΚΠολΔ προκύπτει ότι, το δικαστήριο, κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, όπου ισχύει το ανακριτικό σύστημα που καταλαμβάνει τις γνήσιες και τις μη γνήσιες υποθέσεις εκούσιας δικαιοδοσίας, δηλαδή και εκείνες τις ιδιωτικές διαφορές που ο νόμος παραπέμπει στην ειδική αυτή διαδικασία λόγω της απλότητας και της συντομίας από την οποία κυριαρχείται, μπορεί και αυτεπαγγέλτως να διατάζει κάθε μέτρο πρόσφορο για την εξακρίβωση πραγματικών γεγονότων, ακόμη και εκείνων που δεν έχουν προταθεί και ιδιαίτερα γεγονότων που συντελούν στην προστασία των ενδιαφερομένων ή της έννομης σχέσης ή του γενικότερου κοινωνικού συμφέροντος και ότι το δικαστήριο ακόμη και αποκλίνοντας από τις διατάξεις που ρυθμίζουν την απόδειξη, διατάσσει αυτεπαγγέλτως κάθε τι που κατά τη κρίση του είναι απαραίτητο για την εξακρίβωση της αλήθειας των πραγματικών γεγονότων (ΑΠ115/2023 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
ΙV. Από την επανεκτίμηση της κατάθεσης του μάρτυρα, που εξετάστηκε ενόρκως στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του, και από όλα τα έγγραφα που προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι, αποδείχθηκαν τα εξής πραγματικά περιστατικά: Με το υπ’ αρίθμ. ………./1975 συμβόλαιο αγοράς του συμβολαιογράφου Σαλαμίνας, ……., σε συνδυασμό με την υπ’ αρίθμ. ……../1978 συμβολαιογραφική πράξη εξόφλησης τιμήματος και άρσης διαλυτικής αφέσεως του ιδίου ως άνω συμβολαιογράφου, που μεταγράφηκαν νόμιμα, ο δικαιοπάροχος της εφεσίβλητης, παππούς της, ……….., αγόρασε από τον ………., αντί τιμήματος 52.000 δρχ., ένα αγροτεμάχιο, κείμενο στη θέση «………» της περιφέρειας …….. της τότε κοινότητας Αιαντείου Σαλαμίνας. Αυτό σύμφωνα με το από 11-7-1973 σχεδιάγραμμα του πολιτικού μηχανικού, ….., έχει έκταση 304 τμ, και συνορεύει βόρεια επί πλευράς μέτρων 18,20 με το υπ’ αρίθμ. …… αγροτεμάχιο, ιδιοκτησίας ……….., ανατολικά επί πλευράς μέτρων 13,10 με ιδιωτική οδό, νότια επί πλευράς μέτρων 23 με το υπ’ αρίθμ. .. αγροτεμάχιο και δυτικά επί πλευράς μέτρων 16,60 με τα υπ’ αρίθμ. … και … αγροτεμάχια του ανωτέρω σχεδιαγράμματος. Ο πωλητής, ………, απέκτησε το ανωτέρω ακίνητο ως εκ διαθήκης κληρονόμος του αποβιώσαντος στις 6-7-1971 πατέρα του, ………, αποδεχόμενος την κληρονομιά αυτού δυνάμει της υπ’ αρίθμ. ………../1971 νομίμως μεταγραμμένης συμβολαιογραφικής πράξης αποδοχής κληρονομιάς του συμβολαιογράφου Σαλαμίνας, ………….., ενώ στον τελευταίο, αυτό είχε περιέλθει, ως τμήμα μείζονος ακινήτου, δυνάμει του, ομοίως νομίμως μεταγραμμένου, υπ’ αρίθμ. ……../1914 συμβολαίου αγοράς του συμβολαιογράφου Σαλαμίνας, ………… Στις 2-11-2012 ο …….. απεβίωσε και δυνάμει της από 5-1-2012 ιδιόγραφης διαθήκης του, νομίμως δημοσιευθείσας δυνάμει του υπ αρ. …/12-4-2013 πρακτικού δημόσιας συνεδρίασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κατέλειπε στην εφεσίβλητη, εγγονή του, και τη σύζυγο του (δεύτερη αιτούσα- καθής η κύρια παρέμβαση και ήδη αποβιώσασα στις 19-3-2022) την ψιλή κυριότητα και την επικαρπία του επιδίκου αντίστοιχα, οι οποίες αποδέχθηκαν νόμιμα την επαχθείσα κληρονομία με την υπ’ αρίθμ. ………/2020 συμβολαιογραφική πράξη αποδοχής κληρονομιάς της συμβολαιογράφου Αθηνών, ……., που καταχωρήθηκε στο κτηματολογικό φύλλο του μείζονος ακινήτου με ΚΑΕΚ ………., σύμφωνα με το άρθρο 7Α ν. 2664/1998 (αρ. κατ. ……./14-5-2021). Σε αυτήν, το ως άνω ακίνητο περιγράφεται ως οικόπεδο (πρώην αγροτεμάχιο) κείμενο εντός σχεδίου στην πολεοδομική ενότητα …. ή …….. της κοινότητας Αιαντείου Σαλαμίνας του δήμου Σαλαμίνας, εντός του υπ’ αρίθμ. Γ …….. Ο.Τ. και επί της διασταυρώσεως της οδού ……….., πλάτους 8,00 μέτρων (μερικώς διανοιγμένης) και πεζόδρομου, μερικώς διανοιγμένου, πλάτους 8,00 μέτρων (περιφερειακή οδός σχεδίου πόλεως), εμφαινόμενο στο από Αυγούστου 2015 τοπογραφικό διάγραμμα του αγρονόμου-τοπογράφου μηχανικού ………, περιμετρικά με τα στοιχεία Ν2-7-Ν1-Τ9-Ν2. Περαιτέρω, από το από Φεβρουαρίου 2014 τοπογραφικό διάγραμμα του αγρονόμου-τοπογράφου μηχανικού ………, το οποίο θεωρήθηκε τον Απρίλιο 2014 από τη Διεύθυνση Τεχνικών Υπηρεσιών του Δήμου Σαλαμίνας, προκύπτει, ότι το ανωτέρω ακίνητο εντάχθηκε στο σχέδιο πόλης με το διάταγμα της 5ης-4-1990, σύμφωνα με την 16/95 πράξη εφαρμογής της περιοχής …….., που κυρώθηκε νόμιμα, και προήλθε από το γεωτεμάχιο με στοιχεία 7-Ν1-Α-Β-Ν2-7, το οποίο εμπίπτει εντός μεγαλύτερου γεωτεμαχίου με Κ.Α. ……., μετά, δε, τη σύνταξη διορθωτικής πράξης της πράξης εφαρμογής, αυτό φέρει τον αριθμό …. στο Ο.Τ. 369, ενώ σύμφωνα, με το από 23-3-2021 τοπογραφικό διάγραμμα γεωμετρικών μεταβολών του αγρονόμου-τοπογράφου μηχανικού, ………, αυτό εμπίπτει στο μείζον ακίνητο, που φέρει ΚΑΕΚ ………… , εμβαδού 630 τμ, και εμφαίνεται με τα στοιχεία 13- 4-3-12-10-13, συνορεύει δε κατά την πλευρά 13-10 μήκους 8,30 μέτρων με το νέο γεωτεμάχιο 3, κατά την πλευρά 13-3 μήκους 17,56 μέτρων με το ΚΑΕΚ ………, κατά την πλευρά 3-12 μήκους 12,99 μέτρων με ΚΑΕΚ ……., κατά την πλευρά 12-10 μήκους 19,44 μέτρων με νέο γεωτεμάχιο 2. Εξάλλου, με την υπ’ αρίθμ. 16Α1/2015 διορθωτική πράξη της υπ’ αρίθμ. 16/95 πράξης εφαρμογής, η οποία εκδόθηκε κατόπιν αίτησης της εφεσίβλητης, διορθώθηκαν τα όρια του ακινήτου εντός της ιδιοκτησίας με Κ.Α. ……. και ΚΑΕΚ …………, και εμφανίζεται ως ιδιοκτήτης του, κατά το χρόνο κύρωσης της Πράξης εφαρμογής 16/95, ο δικαιοπάροχος αυτής, δυνάμει του προαναφερόμενου υπ’ αρίθμ ……../1975 συμβολαίου αγοράς, ενώ σύμφωνα με τον συνημμένο πίνακα της ανωτέρω διορθωτικής πράξης εφαρμογής αυτό μετά τις εισφορές σε γη και τη γενόμενη ρυμοτόμηση, καταλήγει με εμβαδόν 194,51 τμ. Ακόμη, αποδείχθηκε ότι το εν λόγω ακίνητο εμπίπτει, κατά έκταση 134 τμ, στο καταγεγραμμένο δημόσιο κτήμα με Α.Β.Κ. …, συνολικής εκτάσεως 21 στρεμμάτων και 741 τμ.(βλ. το από Ιανουαρίου 2021 τοπογραφικό διάγραμμα του τοπογράφου-μηχανικού . ……). Αυτό αποτελούσε βραχώδη έκταση, τελείως επικλινή, που αυθαιρέτως κατείχε και νεμόταν αρχικώς ο ………., κατά μεν την έκταση των 17 στρεμμάτων μετά το 1900 και πριν το 1926, και κατά την υπόλοιπη μετά το 1926 (βλ. την από 12-4-1955 έκθεση επανεκτίμησης αξίας του ΒΚ …), ο οποίος την εκχέρσωσε και κατασκεύασε εντός πεζούλια (τοιχοποιία) για τη συγκράτηση του εδάφους, και ακολούθως ο υιός του, …….., δικαιοπάροχος του …………… Ωστόσο, από ουδέν στοιχείο προέκυψε ότι και ο τελευταίος ευρισκόταν σε κακή πίστη κατά τον χρόνο κτήσης της νομής του ακινήτου, ήτοι ευθύς μετά την αγορά του κατά τα ανωτέρω, με συμβολαιογραφικό έγγραφο νομίμως μεταγραμμένο. Ειδικότερα, όπως αποδείχθηκε, αυτός το περιέφραξε, το δενδροφύτεψε με λεμονιές και πορτοκαλιές και το επισκεπτόταν συχνά, ενώ, επίσης, υπέβαλε και σχετική δήλωση ιδιοκτησίας για αυτό κατά το χρόνο κύρωσης της υπ’ αρίθμ. 16/95 πράξης εφαρμογής (βλ. το υπ αρ. ……../27-11-2015 έγγραφο της διεύθυνσης τεχνικών υπηρεσιών του δήμου Σαλαμίνας), δίχως ποτέ να ενοχληθεί από τρίτους στην ενάσκηση της νομής του και δη από το Ελληνικό Δημόσιο, το οποίο ουδέποτε προέβη στη σύνταξη πρωτοκόλλου καθορισμού αποζημίωσης ή διοικητικής αποβολής σε βάρος του ως παρανόμως και αυθαιρέτως διακατέχοντα δημόσια έκταση. Τέλος, ουδόλως αποδείχθηκε ότι περιήλθαν σε γνώση αυτού οι προ της αγοράς του επιδίκου αιτήσεις των δικαιοπάροχων του προς το Ελληνικό Δημόσιο για εξαγορά της μείζονος έκτασης ή τα πρωτοκόλλα καθορισμού αποζημίωσης που εκδόθηκαν σε βάρος τους από τον οικονομικό Έφορο Σαλαμίνας για αυθαίρετη χρήση αυτής. Με βάση τα ανωτέρω, καθίσταται σαφές ότι αυτός νεμόταν το επίδικο ακίνητο, που ήδη από το έτος 1990 βρίσκεται εντός σχεδίου πόλεως, με νόμιμο τίτλο και καλή πίστη, πιστεύοντας, χωρίς βαριά αμέλεια, ότι το είχε αποκτήσει από αληθινό κύριο και ότι δεν προσβάλλει το δικαίωμα κυριότητας ετέρου (δεδομένου και του ότι στον ως άνω τίτλο κτήσης του αναφέρονται συγκεκριμένα οι συμβολαιογραφικοί τίτλοι κτήσης των δικαιοπαρόχων του, την εγκυρότητα των οποίων δεν εδύνατο να ελέγξει), και δη για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των 10 ετών μέχρι την έναρξη ισχύος του ν. 3127/2003, ενώ ουδέποτε του γνωστοποιήθηκε δικαίωμα κυριότητας του Ελληνικού Δημοσίου, το οποίο υπέβαλε μεν προς τον ΟΚΧΕ την με αρ. πρωτ. …../13-6-2000 δήλωση, με την οποία δήλωσε ως ιδιοκτησία του μεταξύ άλλων και το ΑΒΚ …, και ακολούθως την ένσταση, όσον αφορά ειδικώς στο επίδικο γεωτεμάχιο, χωρίς, όμως, να προκύπτει ότι επ’ αυτής εκδόθηκε απόφαση, που γνωστοποιήθηκε στον δικαιοπάροχο της εφεσίβλητης. Ομοίως, ουδέν εκ των ανωτέρω κοινοποιήθηκε ούτε άλλως πως κατέστη γνωστό σε αυτόν πριν την έναρξη ισχύος του ν.3127/2003 (19.3.2003), ώστε να θεωρείται ότι υφίσταται παρενόχληση σε βάρος του από τον κατά νόμο αληθή νομέα του δημοσίου κτήματος, Ελληνικό Δημόσιο (ΑΠ 290/2023, 727/ 2022, 443/ 2021, 712/ 2020 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Κατά συνέπεια, αυτός κατέστη κύριος του επιδίκου με χρησικτησία εις βάρος του Ελληνικού Δημοσίου κατ’ άρθρο 4 του Ν. 3127/2003, όπως ορθώς έκρινε και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που για τον λόγο αυτό, κατά ουσιαστική παραδοχή της σχετικής ένστασης, που προέβαλαν παραδεκτά οι καθών, απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμη την κύρια παρέμβαση, οι δε λόγοι της έφεσης, με τους οποίους το τελευταίο διατείνεται τα αντίθετα είναι απορριπτέοι ως ουσιαστικά αβάσιμοι, όπως και η έφεση. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, πρέπει να συμψηφισθούν μεταξύ τους (179, 741 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει την έφεση με την παρουσία των διαδίκων.
Δέχεται την έφεση τυπικά και απορρίπτει αυτήν κατ’ουσίαν.
Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, μεταξύ τους.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 17 Ιουλίου 2025, χωρίς την παρουσία των διαδίκων, της δικαστικής πληρεξουσίας του εκκαλούντος και της πληρεξουσίας δικηγόρου της εφεσίβλητης.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ