ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Δ΄ ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 489/2025
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΑΠΟΤΕΛΟΥΜΕΝΟ από τη Δικαστή Ελένη Σκριβάνου, Εφέτη, η οποία ορίστηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Κ.Σ.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά στις ………., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Α΄ ΕΦΕΣΗ:
Του ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: Δήμου Κερατσινίου – Δραπετσώνας, που εδρεύει στο Κερατσίνι Αττικής, οδός ……….., με ΑΦΜ …….. Ε΄ΔΟΥ Πειραιώς, όπως εκπροσωπείται νόμιμα από τον Δήμαρχο αυτού, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Χρυσούλα Μυργιαλή, με δήλωση, κατ΄ άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ.
Των ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1) ………. και 2) ………….., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσια δικηγόρο τους Δήμητρα Πατσάκη (Δ. ΠΑΤΣΑΚΗ – Μ. ΓΑΡΥΦΑΛΑΚΗ Δικηγορική Εταιρεία), με δήλωση, κατ΄ άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ.
Β΄ ΕΦΕΣΗ:
Του ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: Ελληνικού Δημοσίου, όπως νόμιμα εκπροσωπείται από τον Υπουργό Οικονομικών, με ΑΦΜ …….., που εδρεύει στην Αθήνα (οδός ……..), το οποίο εκπροσωπήθηκε από τον δικαστικό πληρεξούσιο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους Δημήτριο Βολτή, με δήλωση, κατ΄ άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ.
Των ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1) ………. και 2) …………., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσια δικηγόρο τους Δήμητρα Πατσάκη (Δ. ΠΑΤΣΑΚΗ – Μ. ΓΑΡΥΦΑΛΑΚΗ Δικηγορική Εταιρεία), με δήλωση, κατ΄ άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ.
ΟΙ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΙ άσκησαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κατά του εναγόμενων – ήδη εκκαλούντων, την από 19-9-2013 και με αριθμό κατάθεσης …../2013 αγωγή. Το παραπάνω Δικαστήριο, δικάζοντας κατά την τακτική διαδικασία, εξέδωσε επί της αγωγής αυτής, αρχικά την υπ΄αρ. 4813/2014 μη οριστική απόφαση και κατόπιν την υπ΄αρ. 2189/2017 επίσης μη οριστική απόφαση (όπως η τελευταία διορθώθηκε με την υπ΄αρ. 140/2021 απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου) και τέλος την υπ΄αρ. 2040/2024 οριστική απόφασή του με την οποία έκανε δεκτή την αγωγή.
Την απόφαση αυτή, καθώς και τις συμπροσβαλλόμενες με αυτή, ως άνω προηγηθείσες μη οριστικές αποφάσεις, προσβάλλουν: Α) ο δεύτερος εναγόμενος Δήμος Κερατσινίου – Δραπετσώνας, με την κρινόμενη από 4-7-2024 (υπό στοιχείο Α΄) έφεσή του κατά των εναγόντων – εφεσίβλητων, απευθυνόμενη στο παρόν Δικαστήριο, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιώς με αριθμό κατάθεσης (Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ.) ……../4-7-2024, αντίγραφο της οποίας κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με αριθμό κατάθεσης (Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ.) ……../29-7-2024, προσδιορίστηκε δε προς συζήτηση για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο με αρ. 27. Β) Το πρώτο εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο με την κρινόμενη από 27-9-2024 (υπό στοιχείο Β΄) έφεσή του κατά των εναγόντων – εφεσίβλητων, απευθυνόμενη στο παρόν Δικαστήριο, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιώς με αριθμό κατάθεσης (Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ.) ……../27-9-2024, αντίγραφο της οποίας κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με αριθμό κατάθεσης (Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ.) ……/30-9-2024, προσδιορίστηκε δε προς συζήτηση για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο με αρ. ……..
ΚΑΤΑ ΤΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ της υπόθεσης και κατά την εκφώνηση των εφέσεων από το πινάκιο, ο δικαστικός πληρεξούσιος του εκκαλούντος στη Β΄ έφεση και οι πληρεξούσιες δικηγόροι των λοιπών διαδίκων, ύστερα από δήλωσή τους, που έγινε σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 242 παρ.2 ΚΠολΔ, δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, αλλά προκατέθεσαν προτάσεις.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟΝ ΝΟΜΟ
Φέρονται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου: Α) η από 4-7-2024 και με Ειδικό Αριθμό Κατάθεσης (Ε.Α.Κ.) …../2024 έφεση και Β) η από 27-9-2024 και με Ε.Α.Κ. …./2024 έφεση. Των εφέσεων αυτών πρέπει να διαταχθεί η συνεκδίκαση, καθώς στρέφονται κατά της ίδιας απόφασης (άρθρο 246 ΚΠολΔ).
Οι ως άνω υπό κρίση εφέσεις κατά της υπ΄αρ. 2040/17-6-2024 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία, (καθώς και των συμπροσβαλλόμενων με αυτήν προηγηθεισών υπ΄αρ. 4813/2014 και υπ΄αρ. 2189/2017 μη οριστικών αποφάσεων του ίδιου Δικαστηρίου, όπως η τελευταία διορθώθηκε με την υπ΄αρ. 140/2021 απόφαση αυτού), έχουν ασκηθεί νομότυπα (άρθρα 495 επ., 511, 513, 516 παρ.1 ΚΠολΔ) και εντός της 30ημερης προθεσμίας που ορίζεται από το άρθρο 518 παρ.1 ΚΠολΔ, καθώς αυτή επιδόθηκε στον εκκαλούντα της Α΄ έφεσης και στο εκκαλούν της Β΄ έφεσης την 1-7-2024 και 28-6-2024 αντίστοιχα (βλ. υπ΄αρ. …/1-7-2024 και …./28-6-2024 εκθέσεις επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών ……………), οι δε ένδικες εφέσεις (Α΄ και Β΄) ασκήθηκαν ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, όπως προκύπτει από τις αναφερόμενες στην αρχή της παρούσας, εκθέσεις κατάθεσης, στις 4-7-2024 και 27-9-2024 αντίστοιχα, δεδομένου ότι για την εν λόγω προθεσμία, δεν υπολογίζεται το χρονικό διάστημα από 1 έως 31 Αυγούστου (άρθρο 147 παρ.2 ΚΠολΔ). Πρέπει, επομένως, να γίνουν τυπικά δεκτές και να εξεταστούν περαιτέρω, από το Δικαστήριο τούτο, που είναι καθ΄ύλη και κατά τόπο αρμόδιο, στην ουσία τους, κατά την ίδια διαδικασία κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων τους και μέσα στο πλαίσιο που καθορίζεται από αυτούς (άρθρα 19, 522, 533 παρ.1,2 ΚΠολΔ). Εξάλλου, ο εκκαλών στην Α΄ έφεση Δήμος, ως εκ της ιδιότητάς του ως ΝΠΔΔ, δεν υποχρεούται στην καταβολή του προβλεπόμενου από τη διάταξη του άρθρου 495 παρ. 3 εδ.α ΚΠολΔ παραβόλου (άρθρο 7 παρ. 8Β εδ.δ Ν. 4205/2013), ενώ από την υποχρέωση καταβολής του εν λόγω παραβόλου εξαιρείται και το εκκαλούν στη Β΄ έφεση Ελληνικό Δημόσιο (άρθρο 19 παρ. 1 του καν. δ/τος της 26 Ιουνίου/10 Ιουλίου 1944 ‘’περί κώδικος των νόμων περί δικών του Δημοσίου’’).
I. Κατά τις διατάξεις των νόμων 8 παρ. 1 Κωδ. (7.39), 9 παρ. 1 Πανδ. (50.14), 2 παρ. 20 Πανδ. (41.4), 6 Πανδ. (44.3), 76 παρ. 1 Πανδ. (18.1) και 7 παρ. 3 Πανδ. (23.3) του προϊσχύσαντος βυζαντινορωμαϊκού δικαίου, οι οποίες, σύμφωνα με το άρθρο 51 του ΕισΝΑΚ, έχουν εφαρμογή για την απόκτηση κυριότητας, εφόσον τα δικαιογόνα γεγονότα έγιναν κατά τον χρόνο, που αυτές ίσχυαν, ήταν επιτρεπτή η κτήση κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία σε ακίνητα, που ανήκαν στο Δημόσιο, ακόμη και αν αυτά ήταν δημόσια δάση ή δασικές εκτάσεις. Σύμφωνα με τις προαναφερθείσες διατάξεις, μπορούσε να αποκτηθεί η κυριότητα ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία, κατόπιν άσκησης νομής επ’ αυτού με καλή πίστη και διάνοια κυρίου, για χρονικό διάστημα μιας συνεχούς τριακονταετίας, με τη δυνατότητα εκείνου που χρησιδέσποζε, να συνυπολογίσει στο χρόνο της δικής του νομής και εκείνο του δικαιοπαρόχου του, εφόσον είχε γίνει με νόμιμο τρόπο καθολικός ή ειδικός διάδοχος αυτού. Σύμφωνα δε με τις διατάξεις των ν. 20,12 Πανδ.(5.8) ν. 27 Πανδ. (18.1), 10,15 παρ.3,17 και 48 Πανδ. (41.3), 3 και 5 παρ.1 Πανδ. (41.10), 109 Πανδ. (50.16) και 2 παρ.7 και 1 Πανδ. (51.4), ως “καλή πίστη” θεωρείτο η ειλικρινής πεποίθηση του χρησιδεσπόζοντος, ότι με την κτήση της νομής του πράγματος δεν προσβάλλεται κατ’ ουσία το δικαίωμα κυριότητας άλλου. Από τον συνδυασμό των διατάξεων αυτών, προς εκείνες των άρθρων 18 και 21 του ν. ΔΞΗ/1912 και των διαταγμάτων “περί δικαιοστασίου”, που εκδόθηκαν βάσει αυτού και του άρθρου 21 του ν.δ. της 22/16-5-1926 “περί διοικητικής αποβολής από των κτημάτων της Αεροπορικής Αμύνης”, συνάγεται ότι προκειμένου περί δημόσιων κτημάτων (ακόμη και εκείνων που περιήλθαν στο Ελληνικό Δημόσιο, με βάση την από 9 Ιουλίου 1832 συνθήκη της Κωνσταντινουπόλεως, καθώς και τα από 6 Ιουνίου 1830 και 7 Ιουλίου 1830 πρωτόκολλα του Λονδίνου), στα οποία περιλαμβάνονται και τα δημόσια δάση, για την κτήση επ’ αυτών κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία έπρεπε η τριακονταετής, με διάνοια κυρίου και καλή πίστη του νομέα, νομή να είχε συμπληρωθεί μέχρι και τις 11-9-1915 (Ολ.ΑΠ 75/1987, ΑΠ 1133/2020, ΑΠ 7/2019, ΑΠ 8/2019, ΑΠ 826/2018, ΑΠ 582/2018, ΑΠ 1443/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Μον.Εφ.Πειρ. 340/2024, Μον.Εφ.Πειρ. 626/2023, Μον.Εφ.Πειρ. 506/2019 Ιστοσελ.Εφ.Πειρ.). Εφόσον δε, είχε συμπληρωθεί μέχρι τις 11-9-1915 ο χρόνος της έκτακτης χρησικτησίας, δεν έχουν εφαρμογή και δεν ασκούν καμιά έννομη επιρροή σε σχέση με την κυριότητα, που αποκτήθηκε με αυτή, οι διατάξεις του άρθρου 215 του ν. 4173/1929, όπως τροποποιήθηκαν και συμπληρώθηκαν με τις διατάξεις των άρθρων 37 του α.ν. 1539/1938 και 16 του α.ν. 192/1946, επαναλήφθηκαν δε σε εκείνη του άρθρου 58 του ν.δ. 86/1969 “περί δασικού κώδικος”, με τις οποίες ορίζεται ότι νομέας σε δημόσια κτήματα θεωρείται το Δημόσιο, έστω και αν δεν ενήργησε σ` αυτά καμία πράξη νομής και ότι μόνον η βοσκή επί δημόσιων δασών, μερικώς δασοσκεπών εκτάσεων, λιβαδιών και χορτολιβαδικών εδαφών δεν θεωρείται ποτέ ως πράξη νομής ή οιονεί νομής και ότι η νομή από τρίτους στα ακίνητα αυτά θεωρείται ότι ασκείται μόνο με την υλοτομία ή την εκμετάλλευση αυτών ως ιδιωτικών εκτάσεων με βάση άδεια της δασικής αρχής (ΑΠ 7/2019 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 8/2019 ό.π., ΑΠ 1023/2018 ό.π.). Ούτε ασκεί επιρροή στην κυριότητα, που αποκτήθηκε, η μεταγενέστερη διάταξη του άρθρου 62 παρ. 1 του ν. 998/1979 “περί προστασίας των δασών και των δασικών εν γένει εκτάσεων της χώρας”, με την οποία ορίζεται ότι “σε κάθε φύσεως αμφισβητήσεις ή διενέξεις ή δίκες μεταξύ του Δημόσιου και φυσικού ή νομικού προσώπου, το οποίο επικαλείται ή αξιώνει οποιαδήποτε δικαιώματα εμπράγματα ή όχι επί των δασών, των δασικών εκτάσεων κ.λπ., το ως άνω φυσικό ή νομικό πρόσωπο οφείλει να αποδείξει την ύπαρξη του δικαιώματος του” και πολύ περισσότερο η εκδιδόμενη με βάση το άρθρο 191 του ν.δ. 86/1969 απόφαση του Νομάρχη, με την οποία κηρύσσεται η επίδικη έκταση δασωτέα ή αναδασωτέα, αφού ο ιδιοκτήτης της συγκεκριμένης έκτασης εξακολουθεί να παραμένει κύριος αυτής και μετά την κήρυξή της ως αναδασωτέα (Ολ.ΑΠ 21/2005, ΑΠ 279/2019 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 7/2019 ό.π.). Επίσης, από τις ρυθμίσεις, που ακολούθησαν της Συνθήκης του Λονδίνου της 6 Ιουνίου 1827 και περιέχονται στο Πρωτόκολλο του Λονδίνου της 21-1/3-2-1830 “περί ανεξαρτησίας της Ελλάδος” και στα ερμηνευτικά αυτού πρωτόκολλα της 4/16-6-1830 και της 19.6/1-7-1830, σε συνδυασμό με τις ρυθμίσεις της από 27-6/9-7-1832 Συνθήκης της Κωνσταντινουπόλεως “περί οριστικού διακανονισμού των ορίων της Ελλάδος” και του άρθρου 16 του ν. της 21-6/10-7-1837 “περί διακρίσεως δημοσίων κτημάτων”, προκύπτει ότι το Ελληνικό Δημόσιο δεν έγινε καθολικός διάδοχος του Τουρκικού Κράτους, αλλά στην κυριότητά του περιήλθαν εκείνα μόνο τα κτήματα των Οθωμανών, τα οποία κατά τη διάρκεια του πολέμου κατέλαβε με τις στρατιωτικές δυνάμεις και δήμευσε και εκείνα, τα οποία, κατά το χρόνο υπογραφής των άνω τριών πρωτοκόλλων, είχαν εγκαταλειφθεί από τους αναχωρήσαντες από την απελευθερωθείσα Ελλάδα Οθωμανούς, πρώην κυρίους αυτών και δεν είχαν καταληφθεί από τρίτους έως την έναρξη ισχύος του ανωτέρω νόμου περί διακρίσεως κτημάτων, όχι, όμως, και όσα, κατά την έναρξη της Ελληνικής επανάστασης και ακολούθως, κατέχονταν από Έλληνες ιδιώτες, με διάνοια κυρίου, έστω και χωρίς έγκυρο και ισχυρό, κατά το οθωμανικό δίκαιο, τίτλο (ταπί, χοτζέτι ή βουγιουρδί). Σημειωτέον, ότι ως προς τα ευρισκόμενα στην Αττική οθωμανικά κτήματα δεν μπορεί να γίνει λόγος για την περιέλευσή τους στην κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου με το δικαίωμα του πολέμου, αφού η Αττική δεν κατακτήθηκε με τα όπλα, αλλά παραχωρήθηκε στο Ελληνικό Κράτος, στις 31-3-1833, με βάση την από 27-6/9-7-1832 Συνθήκη της Κωνσταντινουπόλεως και κατόπιν σχετικών συμφωνιών μεταξύ των ελληνικών και των τουρκικών αρχών, ενώ, εξάλλου, κατά τη διάρκεια της τρίτης τουρκικής κυριαρχίας στην Αττική (25-5-1827 έως 31-3-1833) και, ειδικότερα, κατά το έτος 1829, ο Σουλτάνος, ως έχων, κατά το οθωμανικό δίκαιο, την κυριαρχία εφ’ όλης της γης, που ανήκε στο οθωμανικό κράτος, είχε εκδώσει θέσπισμα, με το οποίο παραχώρησε δωρεάν στους Αθηναίους -Οθωμανούς και Έλληνες- την κυριότητα των ήδη κατεχομένων από αυτούς ακινήτων της Αττικής, τα σχετικά δε ιδιοκτησιακά δικαιώματά τους αναγνωρίσθηκαν ακολούθως με το από 21-1/3-2-1830 Πρωτόκολλο “περί ανεξαρτησίας της Ελλάδος” και με την προαναφερόμενη Συνθήκη της Κωνσταντινουπόλεως (ΑΠ 279/2019, ΑΠ 7/2019, ΑΠ 1182/2018, ΑΠ 73/2018 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 826/2018 ό.π., Μον.Εφ.Πειρ. 506/2019 ό.π.).
II. Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 966-968 και 971 ΑΚ, οι οποίες εφαρμόζονται σύμφωνα με το άρθρο 55 του ΕισΝΑΚ, προκειμένου να κριθεί, μετά την εισαγωγή του ΑΚ η ιδιότητα ενός πράγματος ως εκτός συναλλαγής ή κοινοχρήστου, συνάγεται ότι μεταξύ των κοινοχρήστων πραγμάτων περιλαμβάνονται και οι οδοί, αδιακρίτως. Οι οδοί, με βάση το άρθρο 1 του π.δ. της 25/28-11-1929 ‘’περί κωδικοποιήσεως των κειμένων διατάξεων για την κατασκευή και συντήρηση των οδών’’ διακρίνονται σε εθνικές, επαρχιακές, δημοτικές και κοινοτικές. Οι διατάξεις των άρθρων 2 και 3 του ίδιου προεδρικού διατάγματος, καθορίζουν τη διαδικασία η οποία απαιτείται για να χαρακτηρισθεί μια οδός ως εθνική ή επαρχιακή. Η απόκτηση όμως του ιδιαίτερου γνωρίσματος μιας οδού ως δημοτικής ή κοινοτικής, συνιστά, σύμφωνα με το άρθρο 4 του αυτού προεδρικού διατάγματος, ζήτημα πραγματικό, διότι ο νόμος δεν προβλέπει ειδική διαδικασία, η οποία να προσδίδει στην οδό την ανωτέρω ιδιότητα. Έτσι η οδός χαρακτηρίζεται ως δημοτική ή κοινοτική εφόσον, σύμφωνα με το άρθρο 4 του ν. 3155/1955 ‘’περί κατασκευής και συντηρήσεως οδών’’ εξυπηρετεί τις ανάγκες ενός δήμου ή μιας κοινότητας, που δημιουργούνται μέσα στα διοικητικά όρια αυτών. Από καμιά διάταξη της κείμενης νομοθεσίας και ιδιαίτερα του Δημοτικού και Κοινοτικού Κώδικα, δεν καθορίζεται ειδική διοικητική διαδικασία για τον χαρακτηρισμό οδών ως δημοτικών ή κοινοτικών και δεν παρέχεται στα όργανα των Δήμων και Κοινοτήτων αρμοδιότητα για τον χαρακτηρισμό τέτοιων οδών, η δε τυχόν εκδιδόμενη από το Δημοτικό ή Κοινοτικό Συμβούλιο πράξη χαρακτηρισμού μιας οδού ως δημοτικής ή κοινοτικής, δεν έχει καμία νομική σημασία, γιατί δεν αποτελεί εκτελεστή διοικητική πράξη. Επί του ζητήματος του χαρακτήρα μιας οδού ως δημοτικής ή κοινοτικής αποφαίνονται τα δικαστήρια. Οι δημοτικές και κοινοτικές οδοί και οι πλατείες αποκτούν την ιδιότητα του κοινοχρήστου πράγματος: α) από τον νόμο, ήτοι με τον χαρακτηρισμό τους ως οδών ή πλατειών από το εγκεκριμένο ρυμοτομικό διάγραμμα του σχεδίου πόλης, β) από τη βούληση των ιδιοκτητών, η οποία πρέπει να γίνει με νομότυπη δικαιοπραξία (διαθήκη ή δωρεά) ή και με παραίτηση από την κυριότητα, για την οποία όμως (παραίτηση) απαιτείται δήλωση του κυρίου περιβαλλόμενη τον τύπο του συμβολαιογραφικού εγγράφου και υποβαλλόμενη σε μεταγραφή, αφού περιέχει κατάργηση εμπραγμάτου δικαιώματος και γ) με την αμνημονεύτου χρόνου αρχαιότητα, την οποία προέβλεπε το προϊσχύσαν βυζαντινορωμαϊκό δίκαιο (ν.3 παρ. 2 Πανδ. 43.7, ν. 2 παρ. 8, Πανδ. 39. 3, ν. 28 Πανδ. 22. 3) και σύμφωνα με την οποία η χρήση του πράγματος από Κοινότητα ή Δήμο ή από τους δημότες αυτών, μπορούσε να προσδώσει σε ακίνητο την ιδιότητα του κοινόχρηστου, εφόσον η αρχαιότητα στην άνω χρήση υπήρξε συνεχής επί δύο γενεές, η καθεμία των οποίων εκτείνεται σε σαράντα έτη (vetustas), οι οποίες έτσι γνώρισαν την παρούσα κατάσταση και είχε, συμπληρωθεί πριν από την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα (23-2-1946), ενόψει του ότι ο Κώδικας αυτός δεν αναγνωρίζει το θεσμό της αμνημονεύτου χρόνου αρχαιότητας (ΑΠ 94/2025, ΑΠ 481/2024, 175/2020, ΑΠ 1124/2018, ΑΠ 1823/2014, ΑΠ 410/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Μετά την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα, μπορεί έμμεσα να επιτευχθεί παρόμοιο αποτέλεσμα με βάση το άρθρο 281 αυτού, αν δηλαδή ο κύριος άφησε επί μακρό χρόνο το πράγμα εκτεθειμένο στην κοινή χρήση ‘’ανεχόμενος ή πολύ περισσότερο επιθυμών αυτό να καταστεί κοινής χρήσεως’’. Τούτο, ειδικότερα, μπορεί να συμβεί και στην περίπτωση που κάποιος χώρος αφήνεται από τον κύριο να χρησιμεύσει ως κοινοτική οδός, για τον καθορισμό και την ανακήρυξη της οποίας δεν προβλέπεται ορισμένη νόμιμη διαδικασία ή ακόμη και την από το ίδιο άρθρο (ΑΚ 281) ένσταση του γενικού δόλου (exception doli generalis) κατά του ιδιοκτήτη, ο οποίος άφησε το πράγμα εκτεθειμένο στην κοινή χρήση για πολύ χρόνο, υπό την έννοια όμως ότι δεν προσπορίζεται η κυριότητα του ακινήτου στον οικείο ΟΤΑ με χρησικτησία, αλλά απλώς προστατεύεται η κοινή χρήση έναντι του κυρίου (ΑΠ 94/2025 ό.π., ΑΠ 481/2024 ό.π., ΑΠ 481/2024 ό.π., ΑΠ 425/2023, ΑΠ 1032/2019, ΑΠ 293/2018, ΑΠ 46/2018, ΑΠ 954/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Με τη χρήση αυτή δεν αποκτάται η νομή και κατοχή του πράγματος, γιατί δεν προσπορίζεται άμεση εξουσία επί του κοινοχρήστου, αλλά ένα ιδιόρρυθμο δικαίωμα που απορρέει από την προσωπικότητα του χρήστη, το οποίο προσβάλλεται σε περίπτωση παρεμπόδισης της εν λόγω χρήσης και είναι προστατευτέο από τη διάταξη του άρθρου 57 εδ. α ΑΚ, κατά την οποία ‘’όποιος προσβάλλεται παράνομα στην προσωπικότητά του, έχει δικαίωμα να απαιτήσει να αρθεί η προσβολή και να μην επαναληφθεί στο μέλλον’’. Προϋπόθεση, δηλαδή, της παρεχόμενης με την διάταξη αυτήν προστασίας είναι η συνδρομή παράνομης πράξης, από την οποία επέρχεται μειωτική διαταραχή της προσωπικότητας σε κάποια έκφανσή της, αυτή δε η προσβολή δημιουργείται και όταν παρακωλυθεί η χρήση δημοτικής ή κοινοτικής οδού (ΑΠ 94/2025 ό.π., ΑΠ 1639/2018 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
ΙΙΙ. Εξάλλου, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 369, 1033, 1192, 1194 και 1198 ΑΚ, συνάγεται ότι αποκτά κάποιος κυριότητα ακινήτου με παράγωγο τρόπο, ύστερα από συμφωνία με τον κύριο του ακινήτου ότι μετατίθεται σ` αυτόν η κυριότητα για κάποια νόμιμη αιτία, εφόσον η σχετική συμφωνία γίνεται με συμβολαιογραφικό έγγραφο και υποβάλλεται σε μεταγραφή. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, επίσης, ότι, μεταξύ των προϋποθέσεων που απαιτούνται για την απόκτηση της κυριότητας ακινήτου με σύμβαση, είναι, ο μεταβιβάσας να ήταν κύριος του ακινήτου που μεταβιβάστηκε. Περαιτέρω, κατά μεν τη διάταξη του άρθρου 1045 ΑΚ, εκείνος που έχει στη νομή του για μια εικοσαετία πράγμα κινητό ή ακίνητο γίνεται κύριος αυτού με έκτακτη χρησικτησία, κατά δε το άρθρο 974 του ίδιου Κώδικα, όποιος απέκτησε τη φυσική εξουσία πάνω στο πράγμα (κατοχή) είναι νομέας, αν ασκεί την εξουσία αυτή με διάνοια κυρίου. Με τις διατάξεις αυτές, για την κτήση της κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία, απαιτείται άσκηση νομής επί συνεχή εικοσαετία, με τη δυνατότητα εκείνου που απέκτησε τη νομή του πράγματος με καθολική ή με ειδική διαδοχή να συνυπολογίσει στον χρόνο της δικής του νομής και το χρόνο νομής του δικαιοπαρόχου του, κατ` άρθρο 1051 ΑΚ. Εξάλλου, από το συνδυασμό των προαναφερόμενων διατάξεων με εκείνες των άρθρων 1094 ΑΚ, 70, 216 παρ.1 ΚΠολΔ προκύπτει, ότι, για την πληρότητα της αναγνωριστικής αγωγής κυριότητας ακινήτου, του οποίου η κυριότητα αποκτήθηκε με παράγωγο τρόπο, πρέπει ο ενάγων να αναφέρει, εκτός των άλλων, ότι κατέστη κύριος του επίδικου ακινήτου για ορισμένη αιτία με συμβολαιογραφικό έγγραφο και μεταγραφή και ότι ο άμεσος δικαιοπάροχος του ήταν κύριος του πράγματος που μεταβίβασε. Ο τρόπος κτήσης της κυριότητας επί του επιδίκου από τον δικαιοπάροχο του ενάγοντος δεν είναι στοιχείο της αγωγής. Μόνο, αν ο εναγόμενος ήθελε αμφισβητήσει με τις προτάσεις του της πρώτης πρωτοβάθμιας συζήτησης την κυριότητα του τελευταίου και των προ αυτού κτητόρων του επιδίκου, υποχρεούται ο ενάγων, για το ορισμένο της αγωγής, να αναφέρει είτε με την αγωγή καθ` υποφορά, είτε με τις προτάσεις του της ίδιας συζήτησης της αγωγής ορισμένο νόμιμο τρόπο με τον οποίο ο δικαιοπάροχος του έγινε κύριος του ακινήτου, τέτοιος δε τρόπος μπορεί να είναι εκείνος της κτήσης της κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία. Συνίσταται δε ο εν λόγω τρόπος στο ότι ο δικαιοπάροχος του ενάγοντος έχει στη νομή του, δηλαδή στην φυσική του εξουσία με διάνοια κυρίου, το ακίνητο για μια συνεχή εικοσαετία, ενώ κατά το βυζαντινορωμαϊκό δίκαιο, που ίσχυε μέχρι την εισαγωγή του ΑΚ (στις 23-2-1946), ο τρόπος αυτός συνίστατο στο ότι το ίδιο πρόσωπο είχε στην νομή του με καλή πίστη το ακίνητο για μια συνεχή τριακονταετία. Επίσης, για το ορισμένο της αγωγής, σ` αυτήν την τελευταία περίπτωση, πρέπει ο ενάγων στο δικόγραφο της αγωγής του να αναφέρει τις διακατοχικές πράξεις του δικαιοπαρόχου του στο ακίνητο (ΑΠ 1125/2018, ΑΠ 96/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 2065/2009 ΝοΒ 2010.1991, AΠ 1879/2008, Εφ.Πειρ. 584/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Αν η αγωγή στηρίζεται σε έκτακτη χρησικτησία, πρέπει ο ενάγων να αναφέρει τις υλικές και εμφανείς πράξεις νομής που άσκησε συνεχώς επί 20 τουλάχιστον έτη πάνω στο ακίνητο, με τις οποίες φανερώνεται η βούλησή του να το έχει σαν δικό του, δυνάμενος να συνυπολογίσει, όπως ήδη προαναφέρθηκε, στον χρόνο της δικής του νομής και το χρόνο νομής του δικαιοπαρόχου του. Τα ίδια ισχύουν και επί αναγνωριστικής αγωγής κυριότητας ακινήτου μεταξύ ιδιώτη (ως ενάγοντα) και Ελληνικού δημοσίου (ως εναγόμενου). Στη σχετική δίκη ο ιδιώτης έχει υποχρέωση, για το ορισμένο της αγωγής του, να επικαλεστεί ότι απέκτησε το επίδικο ακίνητο με κάποιο νόμιμο τρόπο. Σε περίπτωση που ο τίτλος κτήσης του είναι παράγωγος (π.χ. αγορά), εάν το Δημόσιο αμφισβητήσει την κυριότητα του δικαιοπαρόχου του, τότε ο ιδιώτης θα πρέπει, συμπληρώνοντας με τις προτάσεις του την αγωγή στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, να επικαλεστεί τον τρόπο κτήσης κυριότητας των δικαιοπαρόχων του μέχρι να αναχθεί σε πρωτότυπο τρόπο, που κατά κανόνα θα είναι η έκτακτη χρησικτησία (ΑΠ 1125/2018 ό.π., Εφ.Πειρ. 584/2015 ό.π.). Ο ιδιώτης, όμως, δεν είναι υποχρεωμένος να επικαλεστεί και ότι το επίδικο ακίνητο είναι δεκτικό χρησικτησίας (επειδή π.χ. δεν είναι δημόσιο, μετά τη συμπλήρωση έκτακτης χρησικτησίας κατά το βυζαντινορωμαϊκό δίκαιο σε βάρος του Δημοσίου, μέχρι τις 11-9-1915) ή ότι εξαιρείται από αυτή, ως δημόσιο κτήμα (άρθρα 21 του ν.δ 22-4/16-5-1926 και 4 του ν.δ. 1539/1938), καθόσον ο ισχυρισμός ότι το ακίνητο δεν είναι δεκτικό ή εξαιρείται της χρησικτησίας δεν αποτελεί στοιχείο του ορισμένου της πιο πάνω αγωγής, αλλά ένσταση, η οποία πρέπει να προταθεί και να αποδειχθεί από το Δημόσιο (ΑΠ 1125/2018 ό.π., ΑΠ 1535/2003, ΑΠ 325/2002 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
IV. Τέλος, από τον συνδυασµό των διατάξεων των άρθρων 6 παρ. 2 παρ. α και β και 17 παρ. 4 του ν. 2664/1998, προκύπτει ότι, σε περίπτωση ανακριβούς πρώτης εγγραφής ως προς το δικαιούχο εμπράγματου δικαιώµατος στα κτηµατολογικά βιβλία, δηλαδή όταν στο κτηµατολογικό φύλλο και δη στις πρώτες εγγραφές αναγράφεται ως δικαιούχος κυριότητας (ή άλλου εµπράγµατου δικαιώµατος) διαφορετικό πρόσωπο από τον πραγµατικό δικαιούχο, µπορεί, όποιος έχει έννοµο συµφέρον, στρεφόµενος κατά του αναγραφόµενου στο κτηµατολογικό φύλλο ως κυρίου ή των καθολικών του διαδόχων και σε περίπτωση που εχώρησε µεταβίβαση και κατά του ειδικού διαδόχου, να ζητήσει την αναγνώριση του προσβαλλόµενου µε την ανακριβή εγγραφή δικαιώµατος και τη διόρθωση της πρώτης εγγραφής. Η εν λόγω αγωγή του άρθρου 6 παρ. 2 του ν. 2664/1998 απευθύνεται ενώπιον του αρμόδιου καθ΄ύλη και κατά τόπο (Μονοµελούς ή Πολυµελούς) Πρωτοδικείου, το οποίο συγκροτείται από τον κτηµατολογικό δικαστή (άρθρο 17 παρ. 4 του ν. 2664/1998), δικάζοντος κατά την τακτική διαδικασία. Κρίσιµος δε χρόνος για την ύπαρξη εµπράγµατου δικαιώµατος, που προσβάλλεται µε τις ανακριβείς πρώτες εγγραφές, είναι αυτός της έναρξης του κτηµατολογίου σε µία περιοχή, όπως καθορίζεται µε σχετική απόφαση του ΟΚΧΕ, και όχι αυτό της έγερσης της αγωγής του άρθρου 6 παρ. 2 του ν. 2664/1998.
Στην προκείμενη περίπτωση, οι ενάγοντες – ήδη εφεσίβλητοι, εξέθεταν στην ως άνω από 19-9-2013 και με αριθμό κατάθεσης ………./2013 αγωγή τους, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, όπως αυτή παραδεκτά διορθώθηκε με δήλωση του πληρεξούσιου δικηγόρου τους, που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την προαναφερθείσα υπ΄αρ. 4813/2014 μη οριστική απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, πρακτικά, αλλά και με τις κατατεθείσες ενώπιον αυτού προτάσεις τους, ότι είναι συγκύριοι, σε ποσοστό ½ εξ αδιαιρέτου έκαστος εξ αυτών, ενός αγροτεμαχίου, που βρίσκεται στη θέση ‘…. ή …… της περιφέρειας του Δήμου Πειραιώς και ήδη της κτηματικής περιφέρειας του Δήμου Κερατσινίου, εκτός σχεδίου πόλης, όπως αυτό αναλυτικά περιγράφεται, κατ’ είδος, θέση, έκταση, όρια και αξία στην αγωγή. Ότι, απέκτησαν την συγκυριότητα του ως άνω ακινήτου ως εξ αδιαθέτου κληρονόμοι του πατέρα τους ……….., που απεβίωσε στις 2-7-1996, χωρίς να αφήσει διαθήκη, δυνάμει της υπ΄αρ. ……../1998 πράξης αποδοχής κληρονομίας της συμβολαιογράφου Πειραιώς . ……, που μεταγράφηκε νόμιμα. Ότι, στον ως άνω δικαιοπάροχό τους η κυριότητα του επίδικου ακινήτου είχε περιέλθει με παράγωγο τρόπο, βάσει αδιάκοπης σειράς των αναλυτικά αναφερόμενων στην αγωγή τίτλων κτήσης, που μεταγράφηκαν νόμιμα, µε χρονικά απώτατο τίτλο αυτόν του ………….., ο οποίος ήταν κύριος ευρύτερης έκτασης, δυνάµει των επίσης νόμιμα μεταγραμμένων υπ΄αρ. …/24-7-1885 και …./25-7-1885 συµβολαίων του συµβολαιογράφου Πειραιώς ….… και του υπ΄αρ. …….. παραχωρητηρίου του Υπουργείου Οικονοµικών. Ότι, περαιτέρω, απέκτησαν την κυριότητα του επιδίκου και µε τα προσόντα της τακτικής άλλως της έκτακτης χρησικτησίας, καθώς τόσο οι ίδιοι όσο και ο άμεσος δικαιοπάροχος πατέρας τους αλλά και οι απώτεροι δικαιοπάροχοι αυτών, τον χρόνο νομής των οποίων προσμετρούν στον δικό τους, ασκούσαν, ήδη από το έτος 1885 και μετά, µε διάνοια κυρίου, νόμιμο τίτλο και καλή πίστη, συνεχώς και αδιακώλυτα τις περιγραφόµενες στην αγωγή πράξεις νοµής. Ότι, κατά την κτηµατογράφηση της περιοχής το ως άνω ακίνητό τους δεν καταχωρήθηκε ενιαίο, αλλά ως τµήµα των ιδιοκτησιών µε ΚΑΕΚ ………… στο κτηµατολογικό φύλλο των οποίων δικαιούχος κυριότητας καταχωρίσθηκε το πρώτο εναγόµενο – ήδη εκκαλούν στη Β΄ έφεση Ελληνικό Δηµόσιο, και ως τμήματα της οδού με ΚΑΕΚ ………….. στο κτηµατολογικό φύλλο της οποίας καταχωρίσθηκε ως δικαιούχος κυριότητας ο δεύτερος εναγόµενος – ήδη εκκαλών στην Α΄ έφεση Δήµος Κερατσινίου – Δραπετσώνας, όπως τα τµήµατα του επιδίκου εντός των ανωτέρω ΚΑΕΚ λεπτοµερώς περιγράφονται στην αγωγή. Με βάση τα παραπάνω, οι ενάγοντες, παραιτούμενοι παραδεκτά από του δικογράφου της προηγουμένως ασκηθείσας από 10-7-2013 και με αριθμό κατάθεσης …………/2013 αγωγής τους, επικαλούμενοι έννομο συμφέρον από την προσβολή του εµπράγµατου δικαιώµατός τους ένεκα της ανακριβούς κτηματολογικής εγγραφής, ζητούσαν να αναγνωριστεί το δικαίωµα της συγκυριότητάς τους στο επίδικο ακίνητο και να διαταχθεί η διόρθωση της ανακριβούς εγγραφής στο Κτηµατολογικό Γραφείο Πειραιά, ώστε να αποτυπωθεί το ακίνητό τους ως αυτοτελές και ενιαίο µε την αντίστοιχη διόρθωση των κτηµατολογικών χαρτών και να καταχωρηθούν οι ίδιοι συγκύριοι του ακινήτου αυτού, σε ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου έκαστος, δυνάµει της ανωτέρω αποδοχής κληρονοµίας.
Το ως άνω Δικαστήριο (Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς), δικάζοντας κατά την τακτική διαδικασία, εξέδωσε αρχικά την υπ΄αρ. 4813/2014 μη οριστική απόφαση, με την οποία, αφού έκρινε την αγωγή ως παραδεκτά και εμπρόθεσμα ασκηθείσα, ορισμένη και νόμιμη, ακολούθως διέταξε την επανάληψη της συζήτησης προκειμένου: α) ο δεύτερος εναγόμενος να προβεί στην αναφερόμενη στο σκεπτικό της παραπάνω απόφασης, συμπλήρωση και β) οι ενάγοντες να προσκομίσουν αντίγραφο της με αρ. κατάθεσης ………/21-4-2010 αγωγής του άρθρου 6 παρ.2 του ν. 2664/1998 της …….. και του ……… και της με αρ. κατάθεσης 3161/2011 κύριας παρέμβασης του Παλαιού Εκκλησιαστικού Ταμείου, που έχουν καταχωρισθεί στο κτηματολογικό φύλλο του ακινήτου με ΚΑΕΚ ………… Κατόπιν, εκδόθηκε από το ίδιο Δικαστήριο η υπ΄αρ. 2189/2017 μη οριστική επίσης απόφαση (όπως αυτή διορθώθηκε δυνάμει της υπ΄αρ. 140/2021 απόφασης αυτού), με την οποία διατάχθηκε η διεξαγωγή τεχνικής πραγματογνωμοσύνης από τους διορισθέντες με την ίδια απόφαση πραγματογνώμονες, ήτοι α) τον αγρονόμο – τοπογράφο μηχανικό ……….. και β) τον δασολόγο – περιβαλλοντολόγο ………. Στη συνέχεια, μετά τη διενέργεια των πραγματογνωμοσυνών αυτών, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εξέδωσε την υπ΄αρ. 2040/2024 οριστική απόφασή του, με την οποία έκανε δεκτή την αγωγή και ως ουσιαστικά βάσιμη κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα σε αυτήν και επέβαλε τη δικαστική δαπάνη των εναγόντων εις βάρος των εναγόμενων, την οποία όρισε μειωμένη στο ποσό των 300 ευρώ.
Ήδη κατά της ως άνω οριστικής απόφασης (καθώς και των συμπροσβαλλόμενων με αυτήν προηγηθεισών ως άνω μη οριστικών αποφάσεων του ίδιου Δικαστηρίου), παραπονείται τόσο ο δεύτερος εναγόμενος Δήμος Κερατσινίου – Δραπετσώνας με την κρινόμενη υπό στοιχείο Α΄ έφεσή του, όσο και το πρώτο εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο με την υπό στοιχείο Β΄ έφεσή του, για τους λόγους που εκθέτουν σ΄ αυτές, αντίστοιχα, οι οποίοι ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητούν δε την εξαφάνισή της, ώστε να απορριφθεί, στο σύνολό της, η αγωγή των αντιδίκων τους και να καταδικαστούν οι τελευταίοι στη δικαστική τους δαπάνη και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας.
Στο σημείο αυτό πρέπει να αναφερθεί ότι η κρινόμενη αγωγή είναι ορισμένη, όπως ορθά κρίθηκε από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, καθώς περιέχει όλα τα απαιτούμενα από τον νόμο για τη θεμελίωσή της στοιχεία, σύμφωνα και με όσα αναφέρθηκαν στην οικεία μείζονα σκέψη, παρά τους αβάσιμους περί του αντιθέτου ισχυρισμούς του δεύτερου εναγόμενου – εκκαλούντος στην Α΄ έφεση, που επαναφέρει στον δεύτερο λόγο της έφεσής του, αλλά και του πρώτου εναγόμενου – εκκαλούντος στη Β΄ έφεση, που επαναφέρει με τον πρώτο λόγο της έφεσής του, οι οποίοι είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι. Ειδικότερα, το επίδικο ακίνητο περιήλθε στον δικαιοπάροχο των εναγόντων, κατά τα αναφερόμενα στην αγωγή, όχι ως μέρος ευρύτερης έκτασης, αλλά αυτοτελώς ως διακριτό ακίνητο και όπως αυτό περιγράφεται κατά θέση, είδος, έκταση και όρια, χωρίς να ενδιαφέρει αν σε παρελθόντα χρόνο σε απώτερη δικαιοπάροχο των εναγόντων αυτό είχε περιέλθει ως τμήμα μεγαλύτερης εδαφικής έκτασης και επομένως δεν απαιτείται η λεπτομερής περιγραφή του επιδίκου εντός της μείζονος έκτασης, όπως υποστηρίζει το πρώτο εναγόμενο – εκκαλούν στη Β΄ έφεση (βλ. και Μον.Εφ.Πειρ.669/2023 Ιστοσελ. Εφ.Πειρ.). Περαιτέρω, αναφέρονται στην αγωγή συγκεκριμένες πράξεις νομής, τις οποίες ασκούσε ο ως άνω δικαιοπάροχος των εναγόντων (επίβλεψη, εποπτεία), καθώς επίσης παραδεκτά, κατά τα ειδικότερα εκτεθέντα στην οικεία (υπό στοιχ. III) μείζονα σκέψη, συμπληρώνονται οι πράξεις νομής αυτές [περίφραξη σε μέρος αυτού, τοποθέτηση εμπορευματοκιβωτίου (κοντέϊνερ) το οποίο χρησιμοποιούσε για την αποθήκευση μηχανημάτων και εμπορευμάτων της βιοτεχνίας που διατηρούσε κ.α.], αλλά και εκείνες που ασκούσαν οι απώτεροι δικαιοπάροχοι αυτών επί του επίδικου (επίβλεψη, εποπτεία, μεταβίβαση), με τις ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου από 28-4-2014 προτάσεις των εναγόντων.
Από την εκτίμηση των ένορκων καταθέσεων των μαρτύρων των διαδίκων ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου τούτου, ήτοι του μάρτυρα των εναγόντων – ήδη εφεσίβλητων …………… και του μάρτυρα του πρώτου εναγόμενου – ήδη εκκαλούντος στην υπό στοιχείο Β΄ έφεση Ελληνικού Δημοσίου, ………………….., οι οποίες περιέχονται στα ταυτάριθμα με την προαναφερθείσα υπ΄αρ. 4813/2014 μη οριστική απόφαση πρακτικά αυτού, της από Οκτωβρίου 2023 (με αρ. πράξης κατάθ. …./31-10-2023) έκθεσης πραγματογνωμοσύνης του, διορισθέντος με την επίσης προαναφερθείσα υπ’ αρ. 2189/2017 μη οριστική απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (όπως αυτή διορθώθηκε δυνάμει της υπ΄αρ. 140/2021 απόφασής του), πραγματογνώμονα αγρονόμου – τοπογράφου μηχανικού …………. και της από Μαΐου 2021 (με αρ. πράξης κατάθ. ……/6-9-2021) έκθεσης πραγματογνωμοσύνης – φωτοερμηνείας του διορισθέντος με την ίδια ως άνω απόφαση, πραγματογνώμονα δασολόγου – περιβαλλοντολόγου …………, καθώς και όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων, που νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, μεταξύ των οποίων και οι φωτογραφίες και αεροφωτογραφίες, των οποίων η γνησιότητα δεν αμφισβητήθηκε, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:
Στις 2-7-1996 απεβίωσε στη Νίκαια Αττικής, χωρίς να αφήσει διαθήκη, ο . ……….., ο οποίος κληρονομήθηκε εξ αδιαθέτου από τους ενάγοντες – τέκνα του, κατά ποσοστό 1/2 % εξ αδιαιρέτου από έκαστο εξ αυτών. Στην κληρονομιαία περιουσία του ανωτέρω κληρονομούμενου ανήκε και ένα αγροτεμάχιο που βρίσκεται στη θέση ‘…… ή ……… της Περιφέρειας του Δήμου Πειραιώς και ήδη της κτηματικής περιφέρειας του Δήμου Κερατσινίου, εκτός σχεδίου πόλης. Το αγροτεμάχιο αυτό απαρτίζεται από τα επιμέρους ένα (1), δύο (2), τρία (3), δέκα εφτά (17) και δέκα οκτώ (18) αγροτεμάχια, έχει έκταση 820,57 τ.μ., εμφαινόμενο με τα κεφαλαία αλφαβητικά ψηφία Α-Β-Γ-Δ-Α στο από Ιουλίου 1981 τοπογραφικό διάγραμμα της αρχιτέκτονα – μηχανικού ………., το οποίο έχει προσαρτηθεί στο με αριθμό ………../1981 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Πειραιώς ………. και συνορεύει ανατολικά σε πλευρά Γ-Δ του παραπάνω διαγράμματος, μέτρων 29, με ιδιοκτησία αγνώστων, βόρεια σε πλευρά Δ-Α μέτρων 5,40, με ιδιοκτησία αγνώστων, δυτικά σε πλευρά Α-Β μέτρων 35,50, με ιδιωτική οδό πλάτους 8 μέτρων, και νότια σε πλευρά Β-Γ μέτρων 41,20, με ιδιωτική οδό πλάτους 8 μέτρων. Κατά νεότερη δε καταμέτρηση, το αγροτεμάχιο έχει έκταση 785,34 τ.μ., σύμφωνα με το από Μαΐου 2011 τοπογραφικό διάγραμμα του τοπογράφου μηχανικού ………., εμφαινόμενο με τα αριθμητικά και αλφαβητικά ψηφία Α-Β-14-Γ-Δ-Ε-Ζ-Η-Θ-Ι-Κ-Λ-Α. Την κληρονομία του παραπάνω αποβιώσαντα αποδέχθηκαν οι ενάγοντες με την υπ΄αρ. ………/1998 πράξη αποδοχής κληρονομίας της συμβολαιογράφου Πειραιώς, …….., που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Πειραιώς, (στον τόμ. … με α.α. …). Ο δικαιοπάροχος και πατέρας των εναγόντων, κατέστη κύριος του ανωτέρω αγροτεμαχίου δυνάμει του υπ΄αρ. ……./20-7-1981 συμβολαίου του συμβολαιογράφου Πειραιώς ………., νόμιμα μεταγραμμένου στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Πειραιώς (στον τόμ. …. με α.α. …..), με αγορά από την ………. και της ……… Η τελευταία κατέστη κυρία του ως άνω αγροτεμαχίου από κληρονομία του αποβιώσαντος στην Αθήνα στις 24-4-1960 αδελφού της ………., την οποία αποδέχθηκε με την υπ΄αρ. ……../24-12-1960 πράξη αποδοχής κληρονομίας και εξώδικου συμβιβασμού του συμβολαιογράφου Πειραιώς …………, η οποία μεταγράφηκε νόμιμα στα ως άνω βιβλία μεταγραφών (στον τόμ. …. με α.α. ….). Δυνάμει του παραπάνω συμβολαίου περιήλθε σε αυτήν ένας αγρός συνολικής έκτασης 4.147 τ.μ., κείμενος στη θέση ‘…. ή ….. της περιφέρειας του Δήμου Κερατσινίου, τέως Δήμου Πειραιώς, εκτός εγκεκριμένου σχεδίου πόλης και εκτός ζώνης, εμφαινόμενος με τον αριθμό 8 του στοιχείου ΑΙ, στο από 12-8-1929 διάγραμμα του μηχανικού ………., το οποίο έχει προσαρτηθεί στο υπ΄αρ. ……../13-9-1929 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Πειραιώς ……… και συνορευόμενος ανατολικά με ιδιοκτησία ……… επί πλευράς μέτρων 30, δυτικά με πρώην κληρονόμους …… και ήδη ……. και ……. επί πλευράς μέτρων 93, βόρεια με οδό άγουσα στον ……. και νότια επί πλευράς μέτρων 67, με πρώην ιδιοκτησία ……… και ήδη αγνώστων. Τον αγρό αυτό, η ………. τον διαίρεσε σε 18 συνολικά τμήματα, διαχωριζόμενα με οδό πλάτους μέτρων 8 και εμφαινόμενα με τους αριθμούς 1 έως και 18 στο από Μαΐου 1973 τοπογραφικό διάγραμμα της πολιτικού μηχανικού ………., το οποίο προσαρτάται στο υπ΄αρ. …./1973 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Πειραιώς …………. και στο υπ΄αρ. …../1981 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Πειραιώς ………….. Από τα ανήκοντα δε σε αυτή αγροτεμάχια, η ………. πώλησε στον ……… – δικαιοπάροχο των εναγόντων, το ως άνω περιγραφόμενο αγροτεμάχιο. Ο δικαιοπάροχος της ……….., είχε καταστεί κύριος του ανωτέρω αγρού έκτασης 4.147 τ.μ., δυνάμει του υπ΄αρ. …………./2-4-1938 αγοραπωλητηρίου συμβολαίου του συμβολαιογράφου Πειραιώς …….., το οποίο μεταγράφηκε νόμιμα στα ανωτέρω βιβλία μεταγραφών (στον τόμ. … με α.α. …), από τον ………, ο οποίος, με τη σειρά του, είχε καταστεί κύριος του αγρού αυτού με αγορά από τον ………., δυνάμει του υπ΄αρ. …/26-06-1930 αγοραπωλητηρίου συμβολαίου του συμβολαιογράφου Πειραιώς ………., που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Πειραιώς (στον τόμ. … με α.α. …). Ο ………. απέκτησε την κυριότητα του ανωτέρω αγρού, δυνάμει του υπ΄αρ. …/1930 συμβολαίου αγοράς του συμβολαιογράφου Πειραιώς ………., που επίσης μεταγράφηκε νόμιμα στα ίδια βιβλία μεταγραφών (στον τόμ. … με α.α. …), από τον . ………… Ο τελευταίος κατέστη κύριος του εν λόγω αγρού, δυνάμει του υπ΄αρ. …/29-10-1924 συμβολαίου αγοραπωλησίας του συμβολαιογράφου Πειραιώς ……., νόμιμα μεταγραμμένου στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Πειραιώς (στον τόμ. …, με α.α. …), σε συνδυασμό με το υπ΄αρ. …../24-4-1929 διανεμητήριο συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Πειραιώς ………., νόμιμα μεταγραμμένου στα ως άνω βιβλία (στον τόμ. …., με α.α. …). Ειδικότερα, δυνάμει του ως άνω υπ΄αρ. …/1924 συμβολαίου του συμβολαιογράφου Πειραιώς ………., ο .. … και ο ……., κατέστησαν κύριοι από κοινού, εξ αδιαιρέτου και κατ΄ισομοιρία, λόγω αγοράς από τον ……., μείζονος έκτασης αποτελούμενης από τους αγρούς στη θέση ‘…. ή …. που περιγράφονται κατ’ όρια και έκταση στο συμβόλαιο αυτό και αποτυπώνονται στο από 9 Απριλίου 1918 σχεδιάγραμμα του μηχανικού ………, το οποίο επισυνάφθηκε στο υπ΄αρ. …./1918 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Πειραιώς ………… Τους αγρούς αυτούς διένειμαν μεταξύ τους με το προαναφερθέν υπ΄αρ. …./24-4-1929 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Πειραιώς ….. Με τη διανομή αυτή περιήλθε στον ……….. κατά πλήρη κυριότητα, νομή και κατοχή μεταξύ άλλων κτημάτων, το υπό στοιχεία ΑΙ υπό τα ψηφία Ξ.Ο.Π.Ρ.Μ.Ν.Ξ περιγραφόμενο κτήμα, έκτασης στρεμμάτων 33 και μέτρων 176, συνορευόμενο ανατολικά με το ΑΙΙ τεμάχιο του ……… και εν μέρει με κληρονόμους ……, δυτικά με κληρονόμους ……., αρκτικώς με πετρώδη έκταση του ιδίου μέχρι της κορυφής του βουνού και μεσημβρινώς με τα ΑΙΙ και ΒΙΙΙ τεμάχια του ……….. και εν μέρει με κληρονόμους …………, τμήμα του οποίου αποτελεί και ο ως άνω αγρός, που εν συνεχεία πώλησε στον …………. Ο δικαιοπάροχος του ……….., ………….., κατέστη κύριος της ανωτέρω περιγραφόμενης έκτασης, τμήμα της οποίας αποτελεί ο αγρός αυτός, με τα υπ΄αρ. …./3-8-1910 και …./3-8-1910 συμβόλαια του συμβολαιογράφου Πειραιώς ….., που μεταγράφηκαν νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Δήμου Πειραιώς (στον τόμ. ΤΚΑ με α.α. …. και …. αντίστοιχα), σε συνδυασμό με το υπ΄αρ. …./10-4-1918 συμβόλαιο διανομής ακινήτου του συμβολαιογράφου Πειραιώς ……….., νόμιμα μεταγραμμένο στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Πειραιώς (στον τόμ. …. με α.α. ….). Ειδικότερα, δυνάμει του ως άνω υπ΄αρ. …../1910 συμβολαίου του συμβολαιογράφου Πειραιώς ………., ο ………. και ο ………., κατέστησαν συγκύριοι κατά ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου έκαστος, με αγορά από τον μέχρι τότε κύριο …………., ενός κτήματος έκτασης 610 στρεμμάτων κείμενο στη θέση ‘…. ή …., συνορευόμενο ανατολικά με ρέμα …. και αγρούς … και ….., δυτικά με βουνό, μεσημβρινώς με αγρούς …………. και αρκτικώς με βουνό και κτήμα …… Περαιτέρω, δυνάμει του ως άνω υπ΄αρ. ………/1910 συμβολαίου του ίδιου συμβολαιογράφου, ο ……….. αγόρασε από τον ………. το 1/2 εξ αδιαιρέτου ενός αγρού συνολικής έκτασης 160 στρεμμάτων, ο οποίος αποτελείται: α) από έναν αγρό 30 στρεμμάτων στον Πειραιά, στη θέση ‘…. ή … του Δήμου Πειραιώς, συνορευόμενο βόρεια και δυτικά με βουνό ….., ανατολικομεσημβρινώς με ……… και ρέμα, δυτικά με …. και ανατολικά με ….., τον οποίο είχε αποκτήσει δυνάμει του με αριθμό …../1909 συμβολαίου του συμβολαιογράφου Αθηνών, ……., β) έναν αγρό έκτασης 60 στρεμμάτων κείμενο στην ίδια θέση και συνορευόμενο ανατολικά με ……., μεσημβρινώς με ………. και άλλον αγρό έκτασης 20 στρεμμάτων, συνορευόμενο ανατολικά με …. και …., δυτικά με βουνό, αρκτικώς με …. και μεσημβρινώς με …., τους οποίους είχε αποκτήσει δυνάμει του υπ΄αρ. …../1909 συμβολαίου του συμβολαιογράφου Αθηνών ….., γ) έναν αγρό κείμενο στην ίδια θέση έκτασης 25 στρεμμάτων συνορευόμενο πανταχόθεν με … και έναν άλλο αγρό στην ίδια θέση έκτασης 25 στρεμμάτων, συνορευόμενο ανατολικά με …., δυτικά με …, αρκτικώς με … και μεσημβρινώς με … και …, τους οποίους είχε αποκτήσει με το υπ΄αρ. …./1910 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Πειραιώς ….. Στη συνέχεια, δυνάμει του υπ΄αρ. …../10-4-1918 συμβολαίου διανομής ακινήτου του συμβολαιογράφου Πειραιώς ……….., διένειμαν μεταξύ τους το κείμενο στη θέση ‘’Κερατσίνι’’ ενιαίο κτήμα τους έκτασης 770 στρεμμάτων συνολικά. Με τη διανομή αυτή περιήλθαν στον …….., κατά πλήρη κυριότητα, νομή και κατοχή τα αγροτεμάχια τα οποία εν συνέχεια αυτός πώλησε δυνάμει του υπ΄αρ. …………/1924 συμβολαίου του συμβολαιογράφου …………. στους ………. και ………… Στους δικαιοπαρόχους του …………. τα ανωτέρω κτήματα περιήλθαν ως εξής: α) ο ……….., δικαιοπάροχος του ……… και …….., κατέστη κύριος 610 στρεμμάτων στη θέση ‘…. ή …. δυνάμει του υπ΄αρ. …/12-7-1908 πωλητηρίου συμβολαίου του συμβολαιογράφου Πειραιώς …. ., νόμιμα μεταγραμμένου στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Πειραιώς (στον τόμ. … με α.α. …), λόγω αγοράς από τον μέχρι τότε κύριο ………., στον οποίο είχε περιέλθει δυνάμει του υπ΄αρ. …./11-7-1908 του ίδιου ως άνω συμβολαιογράφου, νόμιμα επίσης μεταγραμμένου στα ίδια βιβλία (στον τόμ. … με α.α. ..), λόγω αγοράς από τη ………….. Η ………., είχε καταστεί κυρία της εν λόγω έκτασης κατά 1/5 εξ αδιαιρέτου δυνάμει του υπ΄αρ. ………../19-11-1904 συμβολαίου δωρεάς εν ζωή του συμβολαιογράφου Πειραιώς ………., νόμιμα μεταγραμμένου στα ως άνω βιβλία μεταγραφών (στον τόμ. .. με α.α. …) λόγω δωρεάς από τον μέχρι τότε κύριο …… και κατά τα 4/5 εξ αδιαιρέτου δυνάμει του υπ΄αρ. ………/5-1-1905 συμβολαίου δωρεάς εν ζωή του ανωτέρω συμβολαιογράφου, νόμιμα μεταγραμμένου στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Πειραιώς (στον τόμ. ….. με α.α. ….), λόγω δωρεάς από τον μέχρι τότε κύριο ………… Ο ………. είχε καταστεί κύριος κατά το ποσοστό του 1/5 εξ αδιαιρέτου της έκτασης που δώρισε στην ……….., δυνάμει του υπ΄αρ. ………./19-11-1904 πωλητηρίου συμβολαίου του συμβολαιογράφου Πειραιώς ……….., νόμιμα μεταγραμμένου στα ως άνω βιβλία μεταγραφών (στον τόμ. ……. με α.α. …….), με αγορά από τον ………, στον οποίο είχε περιέλθει λόγω προικός που είχε συστήσει ο μέχρι τότε κύριος ……., δυνάμει του υπ΄αρ. ……../8-6-1888 συμβολαίου του συμβολαιογράφου Αθηνών ………, που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Πειραιώς (στον τόμ. … με α.α. …), ενώ ο ………., είχε καταστεί κύριος της έκτασης αυτής, δυνάμει του με αριθμό ………/30-1-1886 πωλητηρίου συμβολαίου του ως άνω συμβολαιογράφου, που μεταγράφηκε νόμιμα στα ίδια βιβλία μεταγραφών (στον τόμ. … με α.α. …) με αγορά από τον ……., στον οποίο είχε περιέλθει, δυνάμει του υπ΄αρ. …../28-1-1886 συμβολαίου του ίδιου συμβολαιογράφου (……….), νόμιμα επίσης μεταγραμμένου στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Πειραιώς, (στον τόμο …. με α.α. ..), με αγορά από τον ………, στον οποίο είχαν περιέλθει με παραχώρηση από τους μέχρι τότε κυρίους ……………., δυνάμει των υπ΄αρ. …/14-9-1880, …./21-10-1880, …/26-10-1880…./14-10-1880 συμβολαίων του συμβολαιογράφου Πειραιώς ………, νόμιμα μεταγραμμένων στα ως άνω βιβλία μεταγραφών (στον τόμ. ΝΒ με α.α. …, το πρώτο, στον τόμο ΝΓ με α.α. …., το δεύτερο, στον τόμ. ΝΓ με α.α. …, το τρίτο και στον τόμ. ΝΓ με α.α. …, το τέταρτο) και δυνάμει των υπ΄αρ. … και …/1881 συμβολαίων του ως άνω συμβολαιογράφου, νόμιμα μεταγραμμένων στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Πειραιώς (στον τόμ. ΝΕ με α.α. … και …. αντίστοιχα), καθώς και των υπ΄αρ. …. και ……./1882 συμβολαίων του ίδιου συμβολαιογράφου, νόμιμα μεταγραμμένων στα ανωτέρω βιβλία μεταγραφών (στον τόμ. … με α.α. …, το πρώτο, και στον τόμ. ….. με α.α. ….., το δεύτερο). Όλα τα ανωτέρω τα απέκτησε σύμφωνα με το νόμο ΥΛΑ της 25ης Μαρτίου 1871 και ΨΜΤ περί διανομής εθνικής γης. Ο ……………. κατέστη κύριος των κτημάτων που αγόρασε κατά ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου στον ……….. ως εξής: Δυνάμει του υπ΄αρ. ………../1908 συμβολαίου του συμβολαιογράφου …………, που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Πειραιώς (στον τόμ. ….. με α.α. …..) με αγορά από τον ……….., έναν αγρό κείμενο στο ‘’Κερατσίνι’’ του Δήμου Πειραιώς, έκτασης 30 στρεμμάτων, ο οποίος περιγράφεται: ‘’μεταξύ των κτημάτων … και …. συνορευόμενον αρκτικοδυτικώς με βουνόν και παλαιόν καμίνι …., ανατολικομεσημβρινώς με …………. και ρέμα, δυτικώς με κτήμα ……. και ανατολικώς με κτήμα ……….. Δυνάμει του υπ΄αρ. …./1909 συμβολαίου του συμβολαιογράφου Αθηνών ………., που μεταγράφηκε νόμιμα στα ως άνω βιβλία μεταγραφών (στον τόμ. ….. με α.α. ………), απέκτησε με αγορά: α) έναν αγρό ξηρικό έκτασης εξήντα στρεμμάτων κείμενο στη θέση Κερατσίνι, συνορευόμενο ανατολικά με ….. και μεσημβρινώς με ………. και β) έναν αγρό ξηρικό έκτασης 20 στρεμμάτων, κείμενο στη θέση Κερατσίνι της περιφέρειας του Δήμου Πειραιώς, συνορευόμενο ανατολικά με …….. και …….. και μεσημβρινώς με …… Δυνάμει του υπ΄αρ. …./1910 συμβολαίου του συμβολαιογράφου Πειραιώς ………… που μεταγράφηκε επίσης νόμιμα στα ως άνω βιβλία (στον τόμο …… με α.α. …), απέκτησε με αγορά από τον ……..: α) έναν αγρό ξηρικό προερχόμενο από τη διαλελυμένη Μονή Αγίου ……., κείμενο στη θέση Κερατσίνι της περιφέρειας του Δήμου Πειραιώς, συνορευόμενο γύρωθεν και πανταχόθεν με …………, έκτασης 25 στρεμμάτων και β) έτερο ξηρικό αγρό της ίδιας διαλελυμένης μονής, έκτασης 35 στρεμμάτων, κείμενο στην ίδια θέση Κερατσίνι του Δήμου Πειραιά και συνορευόμενο ανατολικά με …., δυτικά με …., αρκτικώς με …. και μεσημβρινώς με ………. Ο …….. είχε καταστεί κύριος όλων των παραπάνω αγρών δυνάμει των υπ΄αρ. …./24-7-1885 και ………../25-7-1885 συμβολαίων του συμβολαιογράφου …., που μεταγράφηκαν νόμιμα στα ίδια ως άνω βιβλία (στον τόμ. …… με α.α… και …., αντίστοιχα). Από την επισκόπηση της ως άνω αδιάκοπης σειράς τίτλων των εναγόντων και των δικαιοπαρόχων αυτών που ξεκινούν από το έτος 1880, καθώς και σύμφωνα με τις διαπιστώσεις του διορισθέντος από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο πραγματογνώμονα αγρονόμου – τοπογράφου μηχανικού ………. στην προαναφερθείσα από Οκτωβρίου 2023 έκθεση πραγματογνωμοσύνης του, τα συμπεράσματα της οποίας δεν αντικρούστηκαν ειδικά από κάποιο άλλο αποδεικτικό στοιχείο, η επίδικη έκταση που αποτυπώνεται στο από Μαΐου 2011 τοπογραφικό διάγραμμα του τοπογράφου μηχανικού …………., που προσκομίζουν οι ενάγοντες, εμπεριέχεται και περιγράφεται στους ανωτέρω αναφερθέντες, νόμιμα μεταγραμμένους, τίτλους ιδιοκτησίας των εναγόντων αλλά και σε αυτούς των απώτερων και απώτατων δικαιοπαρόχων τους. Περαιτέρω, την επίδικη έκταση, όπως αυτή αποτυπώνεται στο ως άνω τοπογραφικό διάγραμμα του ………, αλλά και στο υπό στοιχεία T-1 τοπογραφικό διάγραμμα, του ανωτέρω πραγματογνώμονα τοπογράφου μηχανικού …………. και επισυνάπτεται στην ανωτέρω έκθεση πραγματογνωμοσύνης αυτού, υπό στοιχεία Α-Β-Γ-Δ-Α, νέμονταν καλόπιστα με διάνοια κυρίου οι απώτεροι και απώτατοι δικαιοπάροχοι των εναγόντων, όσο και οι τελευταίοι, από το έτος 1880 έως και σήμερα ασκώντας τις προσιδιάζουσες στη φύση της πράξεις νομής, η οποίες περιελάμβαναν την εποπτεία, την επίβλεψη, την επίσκεψη της ευρύτερης έκτασης αλλά και τη μεταβίβαση αυτής, από το έτος 1880 έως και το έτος 1915, με διαδοχικές μεταβιβάσεις. Για την ευρύτερη έκταση, η οποία προήλθε από τον δικαιοπάροχο ………., όπως ανωτέρω αναφέρθηκε, ο χρόνος τριακονταετούς νομής συμπληρώθηκε το έτος 1912, ενώ για την έκταση η οποία προήλθε από τον ……….., ο χρόνος αυτός συμπληρώθηκε τον Ιούνιο του έτους 1915. Κατά τους ανωτέρω χρόνους, κύριοι της ευρύτερης έκτασης ήταν οι …………, απώτεροι δικαιοπάροχοι των εναγόντων. Συνεπώς, βάσει των προεκτεθέντων, μέχρι την 1-9-1915, είχε συμπληρωθεί ο χρόνος για την κτήση κυριότητας έναντι του Ελληνικού Δημοσίου, με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας, σύμφωνα με το ισχύσαν, μέχρι την εισαγωγή του ΑΚ, βυζαντινορωμαϊκό δίκαιο, κατά τα προεκτεθέντα στην οικεία (υπό στοιχ. I) μείζονα σκέψη.
Με τον δεύτερο (και τελευταίο) λόγο της Β΄ έφεσης, το πρώτο εναγόµενο – εκκαλούν στην έφεση αυτή Ελληνικό Δηµόσιο υποστηρίζει, επαναλαµβάνοντας τους πρωτοδίκως προβληθέντες ισχυρισµούς του, ότι η κυριότητα του επίδικου ακινήτου, το οποίο αποτελεί τμήμα της με κωδικό αριθμό 7109 δημόσιας δασικής έκτασης, περιήλθε σε αυτό: α) µε τη συνθήκη της Κωνσταντινουπόλεως και τα πρωτόκολλα του Λονδίνου, β) άλλως κατά τις διατάξεις των άρθρων 1,2,3 του από 29-11-1836 β.δ. ‘’περί ιδιωτικών δασών’’, γ) άλλως κατά τις διατάξεις του από 3/15-12-1833 β.δ. ως λιβάδι ή βοσκότοπος, δ) άλλως κατά τις διατάξεις του από 10-7-1837 β.δ. ως αδέσποτο κατά το χρόνο εκείνο και ε) άλλως µε τακτική και έκτακτη χρησικτησία, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην έφεση. Οι ισχυρισµοί αυτοί όμως, και επομένως ο ως άνω λόγος της έφεσης, είναι απορριπτέοι για τους εξής λόγους: ο πρώτος ως µη νόµιµος, διότι, κατά τα προεκτεθέντα στην ως άνω (υπό στοιχ. I) μείζονα σκέψη, για ακίνητα, όπως το επίδικο, τα οποία ευρίσκονται εντός της Αττικής, δεν δύναται να γίνει λόγος για περιέλευσή τους στο Ελληνικό Δηµόσιο ‘’δικαιώµατι πολέµου’’, αφού η Αττική δεν είχε κατακτηθεί διά των όπλων αλλά παραχωρήθηκε στο Ελληνικό Κράτος την 31η Μαρτίου 1833 βάσει της από 27-6/9-7-1832 Συνθήκης της Κωνσταντινουπόλεως. Οι δε δεύτερος, τρίτος και τέταρτος εκ των ως άνω ισχυρισμών, αλυσιτελώς προβάλλονται, καθώς, όπως επίσης εκτέθηκε στην ίδια μείζονα σκέψη, ακόμη κι αν θεωρηθεί το επίδικο δημόσιο κτήμα και δασική έκταση ή αδέσποτο, δεν αναιρείται η δυνατότητα κτήσης κυριότητας επ΄ αυτού με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας, συμπληρωθέντος του χρόνου αυτής έως το έτος 1915, όπως συνέβη εν προκειμένω. Σε κάθε περίπτωση, ουδόλως αποδείχθηκε η ουσιαστική βασιμότητα των ανωτέρω, καθώς και του πέμπτου των προαναφερθέντων ισχυρισμών του πρώτου εναγόμενου – εκκαλούντος στη Β΄ έφεση, αφού, από το προδιαληφθέν αποδεικτικό υλικό και τα όσα αναλυτικά εκτέθηκαν, δεν προέκυψε ότι το επίδικο ανήκε κάποτε σε Οθωµανούς ή ότι υπήρξε λιβάδι ή βοσκότοπος κατά την ηµεροµηνία της 3/15-12-1833 ή ότι ήταν αδέσποτο, καθώς επίσης δεν αποδείχθηκε ότι το Ελληνικό Δημόσιο άσκησε ποτέ πράξεις νομής επ΄ αυτού. Ακόμη, ως προς τον ισχυρισμό του Ελληνικού Δημοσίου περί του χαρακτήρα του επίδικου ως δασικής έκτασης, αυτός ουδόλως επίσης αποδείχθηκε. Ειδικότερα, η επίδικη έκταση εμπίπτει μεν, σύμφωνα με τη δήλωση του Δημοσίου του ν. 2308/97 για τις δασικές εκτάσεις ΟΤΑ Κερατσινίου στην ευρύτερη δασική έκταση με κωδικό ΔΑ ….. που έχει οριστεί από τη Διεύθυνση Δασών, αλλά, σύμφωνα με το ΦΕΚ 819Δ/2022, με το οποίο πραγματοποιήθηκε η κύρωση του δασικού χάρτη τοπικών/δημοτικών κοινοτήτων, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και ο Δήμος Κερατσινίου-Δραπετσώνας, η επίδικη έκταση έχει πλέον χαρακτηριστεί ως μη δασική και συνεπώς δεν διέπεται από τη δασική νομοθεσία. Εξάλλου, ο μη δασικός χαρακτήρας της επίδικης έκτασης προκύπτει, όπως επισημαίνει και ο ως άνω πραγματογνώμονας …………….., και από την φωτοερμηνεία των διαθέσιμων αεροφωτογραφιών και συγκεκριμένα αυτών των ετών 1945 έως και 2015, από τις οποίες αποδεικνύεται ότι οι επίδικες επιφάνειες βρίσκονται σε πλαγιά λόφου με ήπια νότια κλίση στη θέση ‘…………’’ Κερατσινίου, εντός του οικιστικού ιστού του Δήμου Κερατσινίου και στην ευρύτερη περιοχή παρατηρούνται δρόμοι και κτίσματα. Όπως σημειώνεται δε και στην προαναφερθείσα έκθεση πραγματογνωμοσύνης του διορισθέντος από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο πραγματογνώμονα δασολόγου …………., η μορφή της βλάστησης στην ευρύτερη περιοχή είναι φρυγανώδης – αγρωστώδης σε πυκνότητα κάτω του 2%, η οποία δεν προσδίδει χαρακτηρισμό δάσους, διότι δεν υπάρχει δασικό δένδρο αλλά ούτε και δασική έκταση. Στις εξεταζόμενες επιφάνειες των οικοπέδων η μορφή της βλάστησης είναι φρυγανική κάτω του 2% πάνω σε βραχώδες έδαφος, χωρίς την ύπαρξη δασικών δένδρων. Στην επιφάνεια του οικοπέδου με ΚΑΕΚ ………… βρίσκεται τοποθετημένη προσωρινή κατασκευή (container). Κατά την παρατήρηση της επιφάνειας των οικοπέδων ανά έτος δεν παρατηρούνται ανθρωπογενείς παρεμβάσεις στις εξεταζόμενες επιφάνειες από το έτος 1945 έως και το έτος 2015. Σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις και συγκεκριμένα με τις αρχικές διατάξεις του άρθρου 3 του ν. 998/1979 ‘’Περί προστασίας των Δασών και των δασικών εν γένει εκτάσεων της χώρας’’, όπως αυτό αντικαταστάθηκε από το άρθρο 32 του ν. 4840/14, οι εξεταζόμενες επιφάνειες οικοπέδων πρέπει να χαρακτηριστούν ως μη δασικού χαρακτήρα και να καταταγούν στις εκτάσεις της παρ. 6 του άρθρου 32 του ν. 4280/2014, μη υπαγόμενες στις διατάξεις της δασικής νομοθεσίας, οι οποίες λόγω της κλίσης του εδάφους και του είδους της βλάστησης δεν δεσμεύονται από τις δασικές διατάξεις. Με βάση τα παραπάνω, η επίδικη έκταση ουδέποτε ήταν δασική και συνεπώς δεν υφίσταται επ’ αυτής τεκμήριο κυριότητας του Ελληνικού Δημοσίου.
Περαιτέρω, προέκυψε ότι, η περιοχή του Κερατσινίου κηρύχθηκε υπό κτηματογράφηση προ της 2ας-8-2006 ως ημερομηνία δε έναρξης του κτηματολογίου ορίστηκε η 11η-6-2007 (υπ’ αρ. 419/2/31-5-2007 απόφαση του ΔΣ του ΟΚΧΕ, ΦΕΚ 934/Β/11-6-2007). Κατά τη διαδικασία δε της κτηματογράφησης, το ανωτέρω αγροτεμάχιο δεν καταχωρίσθηκε στα κτηματολογικά βιβλία ως ενιαία ιδιοκτησία αλλά: α) τμήμα 331,7 τ.μ., το οποίο αποτυπώνεται με τα αλφαβητικά και αριθμητικά ψηφία 3-Γ-Δ-Ζ-Η-6-5-4-3 στο από Μαϊου 2011 τοπογραφικό διάγραμμα του τοπογράφου μηχανικού ………., καταχωρίσθηκε ως τμήμα του ΚΑΕΚ …………. με δικαιούχο κυριότητας το πρώτο εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο, β) τμήμα 249,7 τ.μ., το οποίο αποτυπώνεται με τα κεφαλαία και αριθμητικά ψηφία Κ-3-4-5-6-Ι-Κ, στο ίδιο ως άνω τοπογραφικό, καταχωρίσθηκε ως τμήμα του ΚΑΕΚ …………, με δικαιούχο κυριότητας το πρώτο εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο γ) τμήμα 72,9 τ.μ., αποτυπώνεται με τα κεφαλαία και αριθμητικά ψηφία Α-Β-14-Λ-Α στο ίδιο ως άνω τοπογραφικό, καταχωρίσθηκε ως τμήμα του ΚΑΕΚ ……….., με δικαιούχο κυριότητας το πρώτο εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο και δ) τμήματα 117,5 τ.μ., 10,60 τ.μ. και 0,9 τ.μ., τα οποία αποτυπώνονται με τα αλφαβητικά αριθμητικά στοιχεία το πρώτο εξ αυτών Λ-14-Γ-3-Κ-Λ, το δεύτερο με τα Ι-Θ-Η-6-1, το τρίτο με τα Ζ-Δ-Ε-Ζ στο ίδιο ως άνω τοπογραφικό, καταχωρίσθηκαν ως τμήματα των οδών …………, με δικαιούχο κυριότητας τον δεύτερο εναγόμενο Δήμο. Ο τελευταίος – ήδη εκκαλών στην Α΄ έφεση, ισχυρίζεται ότι, οι ενάγοντες δεν έχουν δικαίωμα επί της επίδικης έκτασης, διότι τμήματα έκτασης 116,15 τ.μ., 10,80 τ.μ. και 3,76 τ.μ., αποτελούν τμήματα δημοτικών οδών συνολικής έκτασης 16.799 τ.μ. με την ονομασία, το μεν πρώτο, τμήμα της οδού ….., το δε δεύτερο και τρίτο τμήμα της οδού …… και έχουν καταχωρηθεί στα οικεία κτηματολογικά βιβλία του Κτηματολογικού Γραφείου Πειραιώς με αριθμό ΚΑΕΚ ……….., ως δρόμος, ο οποίος έχει ταχθεί στην εξυπηρέτηση των δημοτών από το έτος 1957. Ότι, περαιτέρω, περιήλθε ο δρόμος αυτός στην πλήρη κυριότητα, νομή και κατοχή του από το έτος 1957 με τα προσόντα της τακτικής, άλλως έκτακτης χρησικτησίας, μετά από συνεχή και ανεμπόδιστη νομή και κατοχή της επίδικης έκτασης για χρονικό διάστημα άνω της πεντηκονταετίας, ασκώντας πράξεις νομής, άλλως ότι τα επίδικα τμήματα περιήλθαν σε αυτόν με το άρθρο 28 εδ. α και β του ν. 1337/1983, άλλως κατά το άρθρο 4 του ν. 3155/1955. Ωστόσο, όπως ορθά έγινε δεκτό και από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, από κανένα στοιχείο δεν αποδείχθηκε ότι η ανωτέρω οδός διανοίχθηκε το έτος 1957, καθώς ναι μεν υπήρχαν και είχαν διανοιχθεί δρόμοι στην ευρύτερη περιοχή και περιμετρικά της επίδικης έκτασης, ο συγκεκριμένος όμως δρόμος, ο οποίος διέρχεται μέσα από την επίδικη έκταση, εμφανίζεται το πρώτον στις αεροφωτογραφίες του έτους 1984, ενώ στην αεροφωτογραφία του έτους 1965 δεν φαίνεται να έχει δημιουργηθεί δρόμος στο επίδικο τμήμα. Έστω κι αν υποτεθεί ότι, ο Δήμος Κερατσινίου απέβαλε από την νομή του επίδικου τμήματος την κυρία αυτού …………, το έτος 1979, με βάση προσκομιζόμενη αεροφωτογραφία, ο διάδοχος αυτής ………., άμεσος δικαιοπάροχος των εναγόντων, κατέθεσε αίτηση για την προσωρινή ρύθμιση της κατάστασης ενώπιον του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιώς, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄αρ. 7/1983 απόφαση προσωρινής ρύθμισης, η οποία διέταξε τον αντίδικό του Δήμο Κερατσινίου, να επαναφέρει τα πράγματα στην προτέρα κατάσταση (στον στη θέση “……….” του Δήμου Κερατσινίου κείμενο αγρό έκτασης 820,57 τ.μ., συνορευόμενου βορειοανατολικά, επί πλευράς 50,07 μ., με ιδιοκτησία αγνώστων, δυτικά, επί πλευράς 35,5 μ., με ιδιωτική οδό, μεσημβρινώς, επί πλευράς 41,20 μ., με ιδιωτική οδό πλάτους 8μ.) και να αποδώσει τη νομή του επίδικου ακινήτου στον αιτούντα, την οποία παράνομα κατέλαβε με τη διάνοιξη δρόμου. Έκτοτε, ο ως άνω ……….. συνέχισε να νέμεται την επίδικη έκταση, την οποία περιέφραξε, τοποθέτησε εντός αυτής κοντέϊνερ, όπως αναφέρθηκε και παραπάνω, που υπάρχει μέχρι και σήμερα και για το οποίο καταβάλει το σχετικό πρόστιμο διατήρησης στην Πολεοδομία, θεμελιώνοντας, σε κάθε περίπτωση, κυριότητα επί της έκτασης αυτής κατά πρωτότυπο τρόπο, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, καθώς η εν λόγω έκταση ουδέποτε αποτέλεσε δημόσιο ή αδέσποτο κτήμα, ώστε να έχουν εφαρμογή οι επικαλούμενες από τον εκκαλούντα Δήμο διατάξεις των άρθρων 2 α.ν. 1539/1938 σε συνδ. με το ν.δ. 31/1968, που ορίζουν ότι τα ακίνητα που ανήκουν στον Δήμο είναι ανεπίδεκτα νομής τρίτου ή χρησικτησίας. Ακόμη, το επίδικο ουδέποτε επίσης προέκυψε ότι απέκτησε την ιδιότητα της κοινόχρηστης οδού, με κάποιον από τους αναφερόμενους στο άρθρο 4 του ν. 3155/1955 τρόπους, όπως αυτοί ειδικότερα αναφέρθηκαν στην υπό στοιχ. II μείζονα σκέψη, ώστε να βρίσκει εφαρμογή ο νόμος αυτός. Εξάλλου, δεν υφίσταται πεδίο εφαρμογής ούτε του άρθρου 28 εδ. α και β του ν. 1337/1983, το οποίο αφορά σε ιδιωτικούς δρόμους που βρίσκονται μέσα σε εγκεκριμένα σχέδια πόλεων και όχι σε εκτός σχεδίου πόλης εκτάσεις, όπως εν προκειμένω, απορριπτομένων ως ουσία αβάσιμων των ισχυρισμών του δεύτερου εναγόμενου, που επαναπροβάλλει με τους τρεις λόγους της (υπό στοιχείο Α΄) έφεσής του.
Κατ΄ ακολουθία των ανωτέρω, η αγωγή πρέπει να γίνει δεκτή και ως ουσιαστικά βάσιμη, και να αναγνωριστούν οι ενάγοντες συγκύριοι, σε ποσοστό ½ έκαστος εξ αυτών, του επίδικου ακινήτου, ήτοι ενός αγροτεμαχίου που βρίσκεται στη θέση ‘…. ή ….. της Περιφέρειας του Δήμου Πειραιώς και ήδη της κτηματικής περιφέρειας του Δήμου Κερατσινίου, εκτός σχεδίου πόλης, το οποίο απαρτίζεται από τα επιμέρους ένα (1), δύο (2), τρία (3), δέκα εφτά (17) και δέκα οκτώ (18) αγροτεμάχια, έχει έκταση 820,57 τ.μ., εμφαινόμενο με τα κεφαλαία αλφαβητικά ψηφία Α-Β-Γ-Δ-Α στο από Ιουλίου 1981 τοπογραφικό διάγραμμα της αρχιτέκτονα – μηχανικού ……….., το οποίο έχει προσαρτηθεί στο υπ΄αρ. ……../1981 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Πειραιώς ……… και συνορεύει ανατολικά σε πλευρά Γ-Δ του παραπάνω διαγράμματος, μέτρων 29, με ιδιοκτησία αγνώστων, βόρεια σε πλευρά Δ-Α μέτρων 5,40, με ιδιοκτησία αγνώστων, δυτικά σε πλευρά Α-Β μέτρων 35,50, με ιδιωτική οδό, πλάτους 8 μέτρων, και νότια σε πλευρά Β-Γ μέτρων 41,20, με ιδιωτική οδό πλάτους 8 μέτρων. Κατά νεότερη δε καταμέτρηση, το αγροτεμάχιο έχει έκταση 785,34 τ.μ. σύμφωνα με το από Μαϊου 2011 τοπογραφικό διάγραμμα του τοπογράφου μηχανικού ………, εμφαινόμενο με τα αριθμητικά και αλφαβητικά ψηφία Α-Β-14-Γ-Δ-Ε-Ζ-Η-Θ-Ι-Κ-Λ-Α, και με τα στοιχεία Α-Β-Γ-Δ-Α στο υπό στοιχείο T-1, με ημερομηνία Οκτώβριος 2023, τοπογραφικό διάγραμμα του τοπογράφου μηχανικού ……………. που επισυνάπτεται στην κατατεθείσα στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 31-10-2023, από Οκτωβρίου 2023 έκθεση τεχνικής πραγματογνωμοσύνης του τελευταίου. Περαιτέρω, πρέπει να διαταχθεί η διόρθωση των ανακριβών πρώτων εγγραφών ώστε το ανωτέρω ακίνητο να αποτυπωθεί αυτοτελές και ενιαίο με αντίστοιχη διόρθωση των κτηματολογικών διαγραμμάτων και χαρτών και ειδικότερα: Α) να αποσπασθεί: α) τμήμα 331,7 τ.μ., το οποίο αποτυπώνεται με τα αλφαβητικά και αριθμητικά ψηφία 3-Γ-Δ-Ζ-Η-6-5-4-3 στο από Μαϊου 2011 τοπογραφικό διάγραμμα του τοπογράφου μηχανικού ………….., που καταχωρίσθηκε εσφαλμένα ως τμήμα του ΚΑΕΚ ……….. από το ΚΑΕΚ αυτό, β) τμήμα 249,7 τ.μ., το οποίο αποτυπώνεται με τα κεφαλαία και αριθμητικά ψηφία Κ-3-4-5-6-Ι-Κ, στο ίδιο ως άνω τοπογραφικό, που καταχωρίσθηκε εσφαλμένα ως τμήμα του ΚΑΕΚ …………. από το ΚΑΕΚ αυτό, γ) τμήμα 72,9 τ.μ., το οποίο αποτυπώνεται με τα κεφαλαία και αριθμητικά ψηφία Α-Β-14-Λ-Α στο ίδιο ως άνω τοπογραφικό, που καταχωρίσθηκε εσφαλμένα ως τμήμα του ΚΑΕΚ ./….., από το ΚΑΕΚ αυτό και δ) τμήματα 117,5 τ.μ., 10,60 τ.μ. και 0,9 τ.μ., τα οποία αποτυπώνονται, στο ίδιο ως άνω τοπογραφικό, με τα αλφαβητικά και αριθμητικά στοιχεία: Λ-14-Γ-3-Κ-Λ, το πρώτο εξ αυτών, Ι-Θ-Η-6-1, το δεύτερο και Ζ-Δ-Ε-Ζ, το τρίτο, και καταχωρίσθηκαν εσφαλμένα ως τμήματα των οδών …………., από το ΚΑΕΚ αυτό. Β) Στα ανωτέρω αποσπασθέντα τμήματα, τα οποία θα αποτελέσουν ενιαίο γεωτεμάχιο, θα αποδοθεί νέος ΚΑΕΚ, στο κτηματολογικό φύλλο του οποίου θα καταχωρηθούν ως κύριοι κατά ποσοστό πλήρους κυριότητας 50% εξ αδιαιρέτου έκαστος των εναγόντων, με τίτλο κτήσης την υπ΄αρ. ……/1998 πράξη αποδοχής κληρονομίας της συμβολαιογράφου Πειραιώς ………., η οποία μεταγράφηκε στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Πειραιώς (στον τόμ. … με α.α. ….).
Κατόπιν τούτων, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που, με την εκκαλουμένη απόφασή του, κατέληξε στην ίδια κρίση με το παρόν και έκανε δεκτή την αγωγή και ως ουσιαστικά βάσιμη, αναγνώρισε τους ενάγοντες συγκύριους του επίδικου ακινήτου, διέταξε δε ακολούθως, κατά τα προεκτεθέντα, τη διόρθωση της ανακριβούς πρώτης κτηματολογικής εγγραφής, δεν έσφαλε και ορθά εφάρμοσε τον νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις. Πρέπει, συνεπώς, οι κρινόμενες εφέσεις, να απορριφθούν κατ΄ ουσία, ενώ τα δικαστικά έξοδα, για τον δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, θα συμψηφιστούν συνολικά μεταξύ των διαδίκων των εν λόγω εφέσεων, αντίστοιχα, λόγω του δυσερμήνευτου, κατά την κρίση του Δικαστηρίου τούτου, των κανόνων δικαίου που εφαρμόστηκαν.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει, κατ΄ αντιμωλία των διαδίκων: Α) την από 4-7-2024 (Ε.Α.Κ. …./2024) έφεση και Β) την από 27-9-2024 (Ε.Α.Κ. …./2024) έφεση κατά της υπ΄αρ. 2040/2024 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία, (καθώς και των συμπροσβαλλόμενων με αυτήν προηγηθεισών υπ΄αρ. 4813/2014 και 2189/2017 μη οριστικών αποφάσεων του ίδιου Δικαστηρίου, όπως η τελευταία διορθώθηκε με την υπ΄αρ. 140/2021 απόφαση αυτού).
Δέχεται τυπικά τις ως άνω εφέσεις.
Απορρίπτει αυτές στην ουσία.
Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα, για τον δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, συνολικά μεταξύ των διαδίκων της Α΄ και Β΄ έφεσης, αντίστοιχα.
KPIΘHKE, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, στο ακροατήριό του και σε έκτακτη δημόσια αυτού συνεδρίαση στις 22 Ιουλίου 2025, απόντων των διαδίκων, του δικαστικού πληρεξουσίου του Ελληνικού Δημοσίου και των πληρεξούσιων δικηγόρων των λοιπών διαδίκων.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ H ΓPAMMATEAΣ