Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 507/2025

 

Αριθμός    507/2025

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Nαυτικό Τμήμα    

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Μαρία Παπαδογρηγοράκου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα  Κ.Σ

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις   …………, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :

ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ:  ……………. ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιά του δικηγόρο Σταυρούλα Κουβάτσου.

ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ:  Εταιρίας με την επωνυμία «………..», η οποία εδρεύει στο Πέραμα (………) (ΑΦΜ ………) και εκπροσωπείται νόμιμα, εκπροσωπήθηκε δε από τον πληρεξούσιό της δικηγόρο Μάριο Χαλακόπουλπ  (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).

Ο εκκαλών κατέθεσε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από  29.9.2023 (ΓΑΚ/ΕΑΚ  …………./2023) ανακοπή καθώς και τον από 21.12.2023 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………../2023) πρόσθετο λόγο ανακοπής, επί των οποίων εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ  550/2024  απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που δέχθηκε τα σε αυτήν αναφερόμενα.

Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου ο ανακόπτων-ασκών πρόσθετο λόγο ανακοπής και ήδη εκκαλών με την από  22.3.2024 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ΠΡΩΤ  ……/2024 -ΓΑΚ/ΕΑΚ ΕΦΕΤ  ………../2024) έφεσή του, της οποίας δικάσιμος ορίσθηκε η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.

Η πληρεξούσια δικηγόρος του εκκαλούντος, αφού έλαβε τον λόγο από την Πρόεδρο, αναφέρθηκε στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε και ο πληρεξούσιος δικηγόρος της εφεσίβλητης, ο οποίος  παραστάθηκε με δήλωση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ανέπτυξε τους ισχυρισμούς του με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσε.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η κρινόμενη από 22.3.2024 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………../2024 και προσδιορισμού …………/2024 έφεση κατά της οριστικής με αριθμό 550/2024 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών και απέρριψε τη με αριθμό ………./2023 ανακοπή του ανακόπτοντος – ήδη εκκαλούντος και του με αριθμό …………/2023 προσθέτου λόγου αυτής αφενός κατά της με αριθμό ………/2022 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και αφετέρου κατά της από 28.9.2023 επιταγής προς πληρωμή παρά πόδας αντιγράφου εξ απογράφου πρώτου εκτελεστού, έχει ασκηθεί νομότυπα (άρθρα 495 επ., 511, 513, 516 παρ.1, 517 εδ.α΄, 591 παρ.1 ΚΠολΔ) και εμπρόθεσμα (άρθρο 518 παρ. 1 του ΚΠολΔ), εντός της τριακονθήμερης προθεσμίας από την έκδοση της εκκαλουμένης απόφασης αφού από το προσκομιζόμενο αντίγραφο αυτής ως σχετικό 33α με τη σχετική επισημείωση του δικαστικού επιμελητή στην περιφέρεια του Εφετείου Αθηνών …………… αποδεικνύεται ότι αυτή κοινοποιήθηκε στις 22.2.2024. Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να εξετασθεί περαιτέρω από το Δικαστήριο τούτο, που είναι καθ΄ύλη και κατά τόπο αρμόδιο, κατά την ίδια διαδικασία με την οποία εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της και μέσα στα πλαίσια που καθορίζονται από αυτούς (άρθρα 19, 522, 533 παρ.1,2 ΚΠολΔ). Έχει κατατεθεί δε, από τον εκκαλούντα, το προβλεπόμενο από τη διάταξη του άρθρου 495 παρ.3 εδ.α΄ του ΚΠολΔ, με αριθμό ……../2024 παράβολο ύψους 100 ευρώ για το παραδεκτό της άσκησης της εφέσεως και οι προκαταβολές εισφορών, όπως αναφέρεται στην ως άνω έκθεση κατάθεσής της στη Γραμματεία του Πρωτοδικείο Πειραιώς και το με αριθμό ………… γραμμάτιο του Δικηγορικού Συλλόγου Πειραιώς.

Με το δικόγραφο της ανακοπής του καθώς και με τον πρόσθετο λόγο που ασκήθηκε με ξεχωριστό δικόγραφο ο εκκαλών ανακόπτων σώρευσε κατ’άρθρο 632 παρ. 6 του ΚΠολΔ την ανακοπή κατά της διαταγής πληρωμής και κατά της διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης και αιτήθηκε να ακυρωθεί η με αριθμό ……/2022 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και αφετέρου η από 28.9.2023 επιταγή προς πληρωμή που κοινοποιήθηκε παρά πόδας αντιγράφου εξ απογράφου πρώτου εκτελεστού δια της οποίας αυτός επιτασσόταν να καταβάλει στην καθ’ ης 21.500 ευρώ για επιδικασθέν κεφάλαιο, 2897,47 ευρώ για τόκους υπερημερίας κεφαλαίου από 30.4.2022 μέχρι τη σύνταξη της επιταγής πλέον δικαστικής δαπάνης, δαπάνης εκδόσεως απογράφου και σύνταξης της επιταγής προς πληρωμή και δηλαδή το συνολικό ποσό των 25.097,49 ευρώ εντόκως από την επίδοση της επιταγής προς πληρωμή του πληρεξουσίου δικηγόρου της επισπεύδουσας για την ικανοποίηση απαίτησης πηγάζουσας από ιδιωτικό συμφωνητικό αναγνώρισης χρέους. Με την εκκαλουμένη με αριθμό 550/2024 απόφασή του το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, έκρινε ότι η ανακοπής και ο πρόσθετος αυτής λόγος είχαν ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, ήτοι εντός της 15ήμερης προθεσμίας από τη δεύτερη επίδοση της διαταγής πληρωμής την 11.9.2023, που προβλέπεται από τη διάταξη του άρθρου 632 παρ. 2  εδ. α του ΚΠολΔ κατά το μέρος που ασκήθηκε κατά της διαταγής πληρωμής και εντός της 45ημερης προθεσμίας του άρθρου 934 παρ.1 α του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά το ν. 4335/2015, αφού επιδόθηκε πριν την αναγκαστική κατάσχεση του πλωτού γερανού την 5η.10.2023 σύμφωνα με τη με αριθμό ……./5.10.2023 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών ……………. με δεδομένο ότι η ανακοπή ασκήθηκε με την κατάθεσή της στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου στις 2.10.2023 και επιδόθηκε αυθημερόν στην καθ’ης εφεσίβλητη, κατά τα αναφερόμενα στην εκκαλουμένη. Επίσης έκρινε ότι ο πρόσθετος λόγος κατατέθηκε και επιδόθηκε στην καθής παραδεκτώς εντός της οκταήμερης προθεσμίας του άρθρου 933 παρ. 1γ του ΚΠολΔ πριν τη συζήτηση της ανακοπής. Αφού έκρινε ότι έχει υλική και τοπική αρμοδιότητα σύμφωνα με τις διατάξεις 632 παρ. 1 και 933 παρ. 1 του ΚΠολΔ σε συνδυασμό με το άρθρο 51 παρ. 1 α του ν. 2172/1993, προχώρησε στην εξέταση του παραδεκτού και βάσιμου των λόγων ανακοπής κατά την ειδική διαδικασία περί περιουσιακών διαφορών σύμφωνα με τις διατάξεις 632 παρ. 2β, 937 παρ. 3 και 614επ. του ΚΠολΔ. Εντέλει απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμη την ανακοπή ως προς όλους τους λόγους της και ειδικότερα αυτόν περί ακύρωσης της σύμβασης αναγνώρισης χρέους λόγω δυσαναλογίας παροχής αντιπαροχής ως αόριστο, τον περί πλάνης λόγω έλλειψης διαδικαστικής προϋπόθεσης ως απαράδεκτο, και αυτούς περί μη χαρτοσημανσης και απάτης αναφορικά με την σύμβαση ελλιμενισμού που αποτέλεσε την αιτία υπογραφής ιδιωτικών συμφωνητικών ως ουσιαστικά αβάσιμους. Ήδη κατά της παραπάνω οριστικής απόφασης παραπονείται ο ανακόπτων – εκκαλών, με την κρινόμενη έφεσή του, για τους λόγους που εκθέτει σ΄ αυτή και ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία κι εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητεί δε την εξαφάνισή της, ώστε να εκδικασθεί εξαρχής η ένδικη υπόθεση να γίνει δεκτή η ανακοπή του και ο πρόσθετος λόγος αυτής, να ακυρωθεί αφενός η με αριθμό ………/2022 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και αφετέρου η από 28.9.2023 επιταγή προς πληρωμή που κοινοποιήθηκε παρά πόδας αντιγράφου εξ απογράφου πρώτου εκτελεστού. Οι λόγοι αυτοί, που τυγχάνουν επαρκώς ορισμένοι, δεκτικοί δικαστικής αξιολόγησης και ως εκ τούτου παραδεκτά προβαλλόμενοι, πρέπει να εξεταστούν ως προς τη βασιμότητά τους, κατά την ίδια διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση.

Ο κώδικας τελών χαρτοσήμου (πδ 28.7.1931) υπέβαλε τις έγγραφες συμβάσεις με αναλογικό τέλος ύψους 3%. Το νομοθέτημα αυτό τροποποιήθηκε με μεταγενέστερους νόμους και ειδικότερα το βδ 24/9-20/10/1958 όρισε εκ νέου ποιες δικαιοπραξίες υποβάλλονται σε τέλος χαρτοσήμου. Στη συνέχεια ο ν. 1676/1986 κατήργησε την επιβολή τέλους χαρτοσήμου σε εταιρικές πράξη ώστε να προσαρμοστεί η ελληνική νομοθεσία την οδηγία 79/91/ΕΕ δηλαδή να συμμορφωθεί με το ενωσιακό δίκαιο και να αποφευχθεί η διπλή φορολόγηση. Έκτοτε οι διατυπώσεις χαρτοσήμανσης κύριες και παρεπόμενες, υπόκειντο πλέον στο νέο φορολογικό καθεστώς, που καθιερώνει ο νόμος αυτός (ΑΠ 43/2005 ΕλλΔνη 2005/1649, ΔΕΕ 2006/681, ΔΦΟΡΝ 2006/1331), ενώ η χρήση κινητού επισήματος, για είσπραξη οποιουδήποτε αναλογικού ή πάγιου τέλους χαρτοσήμου, καταργήθηκε με το άρθρο 25 του ν. 2873/2000 προκειμένου περί δανείων ή χρηματοδοτήσεων μεταξύ υποκειμένων σε φπα (βλ. ν. 2859/2000 (φεκ α, 248) ώστε να αποφευχθεί η διπλή φορολόγηση. Με τη διάταξη του άρθρου 25 παρ. 2 του Ν. 2873/2000 καταργήθηκε από 1.1.2001 το κινητό επίσημα, αλλά και τα πάγιο τέλος χαρτοσήμου, ως τρόπος εισπράξεως δημοσίων εσόδων, ενώ παρέμεινε σε ισχύ μόνο το αναλογικό τέλος χαρτοσήμου. Με την παραπάνω διάταξη ορίσθηκε ρητώς ότι «Με την επιφύλαξη των οριζομένων στην παράγραφο 1 του άρθρου αυτού και στα άρθρα 26 και 27, τα άρθρα 21 έως 29 του π.δ. της 28ης Ιουλίου 1931 καταργούνται, με εξαίρεση το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 9 του άρθρου 27 και την παράγραφο 9 του άρθρου 28. Με την ίδια επιφύλαξη καταργούνται τα πάγια τέλη χαρτοσήμου που προβλέπονται από τις λοιπές διατάξεις του ανωτέρω προεδρικού διατάγματος ή από άλλες διατάξεις. Δεν θίγονται τα τέλη χαρτοσήμου που προβλέπονται από τις διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 15α του ανωτέρω προεδρικού διατάγματος. Η κατάργηση αυτή δεν συνεπάγεται την επιβολή αναλογικών τελών χαρτοσήμου». Από 1.1.2001 παρέμεινε όμως σε ισχύ το αναλογικό τέλος χαρτοσήμου, που αφορά και τις προεκτεθείσες συμβάσεις των άρθρων 12 και 13 του Κώδικα Τελών Χαρτοσήμου, καθώς και τις συμβάσεις, εξοφλήσεις και αποδείξεις των άρθρων 14 και 15 παρ.ια του ίδιου Κώδικα (βλ. Εισηγητική έκθεση άρθρου 25 του Ν.2873/2000). Ήδη το άρθρο 63 ν. 2859/2000 όρισε ότι στις παραδόσεις αγαθών και παροχές υπηρεσιών που υπάγονται στο ΦΠΑ δεν επιβάλλεται κανένας άλλος φόρος, τέλος εισφπρά ή κράτηση υπέρ δημοσίου, νπδδ ή τρίτων εκτός από τον ίδιο το φπα ώστε να μην υπάρχει σωρευτική φορολόγηση αφού αυτό αντιβαίνει και στο ενωσιακό δίκαιο  (οδηγία 2006/112/ΕΕ). Εξάλλου σύμφωνα με τον πολύ πρόσφατο ν. 5144/2024 στο άρθρο 69 ορίζεται ότι στις πράξεις του άρθρου 2 του κώδικα φόρου προστιθέμενης αξίας και στα παρεπόμενα αυτών δεν επιβάλλεται τέλος χαρτοσήμου. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, στις περιπτώσεις του «παρεπόμενου συμφώνου», που απαλλάσσεται από την υποχρέωση καταβολής τελών χαρτοσήμου, περιλαμβάνεται και η αναγνώριση οφειλής και αναδοχή χρέους από συναλλαγή υποκείμενη σε αναλογικό Φ.Π.Α., που αποτελούσε και τη γενεσιουργό αιτία της αναγνώρισης ή αναδοχής, αφού διαφορετικά θα επρόκειτο για περίπτωση ανεπιθύμητης για το νομοθέτη διπλής φορολόγησης (ΑΠ 748/2011 δημοσιευμένη στη ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, η μη χαρτοσήμανση μια σύμβασης δεν επιφέρει την ακυρότητα αυτής, αφού οι σχετικές διατάξεις περί καταβολής του νόμιμου χαρτοσήμου δεν είναι δημόσιας τάξης, δεν εξυπηρετούν δηλαδή ανώτερο κοινωνικό σκοπό, αλλά μόνο το συμφέρον του Δημοσίου. Η παράλειψη χαρτοσήμανσης επισύρει μόνο διοικητικές κυρώσεις, (βλ. ΕφΔωδ 386/05 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Ι. Ρόκας, Συμβατικό Ασφαλιστικό Δίκαιο, 12η έκδοση, 2016, σελ 647).  Με άλλα λόγια οι περί χαρτοσήμου διατάξεις δεν ανάγονται στη δημόσια τάξη, αφού αποβλέπουν καθαρά σε φορολογικούς σκοπούς και δεν έχουν ταχθεί για την εξυπηρέτηση άλλου ανωτέρου κοινωνικού σκοπού, η παράβαση δε αυτών επάγεται ακυρότητα κάποιας διαδικαστικής πράξης μόνο σε περίπτωση βλάβης που δεν μπορεί να αποκατασταθεί διαφορετικά παρά μόνο με την κήρυξη της ακυρότητας, κατ’ άρθρο 159 παρ.3 ΚΠολΔ, η οποία πρέπει να προτείνεται από τον επικαλούμενο αυτή και δεν λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως (ΑΠ 1306/1990 ΕλλΔ/νη 1992.311, ΕφΔωδ 32/2008 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑΘ 7603/2002 ΕΕμπΔ ΝΓ.810). Άλλωστε, οι εν λόγω περί χαρτοσήμου διατάξεις πρέπει να λαμβάνονται υπόψη και να ερμηνεύονται σε συσχετισμό με τη διάταξη του άρθρου 20 παρ. 1 του Συντάγματος, η οποία διασφαλίζει την ελεύθερη υπεράσπιση των δικαιωμάτων ή συμφερόντων των ενδιαφερομένων ενώπιον του δικαστηρίου με τη χρησιμοποίηση του αντίστοιχου εγγράφου και ιδίως τη διάταξη του άρθρου. 25 παρ. 1 του Συντάγματος που διασφαλίζει την αρχή της αναλογικότητας υπό την έννοια της διακινδύνευσης της επιδιώξεως αποτελεσματικής προστασίας εκ μόνου του λόγου της μη τήρησης διατυπώσεως που έχει ταχθεί αποκλειστικά για φορολογικό σκοπό και δεν συνάπτεται με τη λειτουργία των δικαστηρίων και την απονομή της δικαιοσύνης από αυτά, λαμβάνοντας υπόψη σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση το οικονομικό ύψος της διατάξεως που παραβιάσθηκε, εάν δηλαδή η κύρωση που προβλέπεται από τον νόμο είναι ή μη δυσανάλογη προς την παράβαση της διατάξεως του νόμου (βλ. ΟλΑΠ 43/2005 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΟλΑΠ 20/98 ΕλλΔ/νη 98.311, ΑΠ 1698/2001 ΕλλΔ/νη 2004.113, ΕφΠατρ 605/2005 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Συνεπώς τυχόν ακύρωση διαταγής πληρωμής που μεταξύ των άλλων στηρίχθηκε σε φερόμενο μη νομίμως χαρτοσημασμένο έγγραφο θα παραβίαζε την αρχή της αναλογικότητας διότι οι διατάξεις αυτές αποσκοπούν σε φορολογικούς σκοπούς και δεν έχουν ταχθεί για την εξυπηρέτηση άλλου ανωτέρου κοινωνικού σκοπού και σίγουρα όχι για την προβολή προσκομμάτων εκ μέρους των οφειλετών σε βάρος των οποίων επισπεύδεται εκτέλεση αφού αυτό εκφεύγει του σκοπού του νομοθέτη. Η αναλογικότητα, ως γενική αρχή του δικαίου, αναγνωριζομένη παγίως από τη νομολογία των δικαστηρίων ως απορρέουσα εκ των διατάξεων των άρθρων 5 §1 και 25 §1 του Συντάγματος 1975, αλλά και των άρθρων 6 §1, 8 §2, 9 §2 και 10 §2 της ΕΣΔΑ και πριν από την αναγωγή της σε ρητή συνταγματική έννοια με την αναθεώρηση του Συντάγματος 1975, δια του από 6/17 Απριλίου 2001 Ψηφίσματος της Ζ` Αναθεωρητικής Βουλής, με το οποίο αντικατεστάθη η §1 του άρθρου 25 αυτού, διέπει την όλη δημοσία δράση και δεσμεύει το νομοθέτη, τη διοίκηση και το δικαστή (ΟλΑΠ 43/2005 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Με τον πρώτο λόγο έφεσης επαναφέρεται ο πρώτος λόγος της ανακοπής του με τον οποίο ο ανακόπτων ισχυρίζεται ότι η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής δεν στηρίχθηκε σε έγγραφα από τα οποία αφενός να προκύπτει ότι αφορούσαν συναλλαγή για την οποία αποδόθηκε εμπρόθεσμα ο ΦΠΑ, και αφετέρου σε έγγραφα από τα οποία προκύπτει η καταβολή αναλογικού τέλους χαρτοσήμου προκειμένου να εκδοθεί η διαταγή πληρωμής. Κατ` αρχάς πρέπει να αναφερθεί ότι από την επισκόπηση του προσκομιζόμενου ως σχετικό 3 από 8.4.2022 ιδιωτικού συμφωνητικού αποδεικνύεται ότι τα μέρη δεν ήθελαν να αποσυνδέσουν το χρέος από την αιτία του, αφού σε αυτό γίνεται μνεία της αιτίας του χρέους χωρίς να πραγματοποιείται οποιαδήποτε ουσιώδης τροποποίηση της οφειλής ως προς το ποσό ή τον τρόπο εκπλήρωσης της. Επιπλέον στο αρχικό από 16.10.2020 ιδιωτικό συμφωνητικό αναφέρεται ότι η συναλλαγή υπόκειται σε ΦΠΑ και συνεπώς ακόμη και αν η αιτούσα την έκδοση της διαταγής πληρωμής είχε χαρτοσημάνει τα σχετικά ιδιωτικά συμφωνητικά στη συνέχεια θα έπρεπε να καταβάλει και το ΦΠΑ επί της συναλλαγής. Συνεπώς, σύμφωνα με τα όσα προεκτέθηκαν στη νομική σκέψη, χαρτοσήμανση της σχετικής σύμβασης θα επιβάρυνε διπλά την υποβαλλόμενη σε ΦΠΑ καθής η ανακοπή εφεσίβλητη. Επομένως το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που αφενός έκρινε ότι η εφεσίβλητη δεν είχε υποχρέωση να χαρτοσημάνει αναλογικά το προαναφερόμενο συμφωνητικό διότι αυτό θα οδηγούσε σε διπλή φορολόγηση ορθά ερμήνευσε το νόμο. Σε κάθε περίπτωση όπως ήδη προαναφέρθηκε οι περί χαρτοσήμου διατάξεις δεν ανάγονται στη δημόσια τάξη, αφού αποβλέπουν καθαρά σε φορολογικούς σκοπούς και δεν έχουν ταχθεί για την εξυπηρέτηση άλλου ανωτέρου κοινωνικού σκοπού (ΑΠ 733/1993, ΑΠ 1306/1990 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), η παράβαση δε αυτών επάγεται ακυρότητα κάποιας διαδικαστικής πράξης μόνο αν ο δικαστής κρίνει ότι αυτή προκάλεσε στο διάδικο που της προτείνει, δικονομική βλάβη, η οποία δεν μπορεί να αποκατασταθεί διαφορετικά παρά μόνο με την κήρυξη της ακυρότητας (ΚΠολΔ 159 αριθμ. 3, ΑΠ 1306/1990, ΕφΑθ 7603/2002 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Τέτοια δε βλάβη δεν προτείνει στην προκειμένη περίπτωση ο ανακόπτων (ΕφΑθ 91/2004 ΔΕΕ 2004/427, ΕΠΙΣΚΕΜΠΔ 2005/104). Ακολούθως το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απορρίπτοντας το δεύτερο σκέλος του σχετικού λόγου ανακοπής, διότι έκρινε ότι αυτό δεν έχει έρεισμα στο νόμο επειδή η εφεσίβλητη δεν είχε εισπράξει τα μισθώματα από τη σύμβαση ελλιμενισμού και επομένως δεν υποχρεούτο να αποδώσει το ΦΠΑ, ορθά ερμήνευσε το νόμο. Εξάλλου όπως αποδεικνύεται από το με αριθμό ……../14.11.2023 τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών που αφορά τη συναλλαγή και προσκομίζεται ως σχετικό 5 και ως σχετικό 30, έχει πιστωθεί για τη συναλλαγή ΦΠΑ ύψους 24% ποσού 5.160 ευρώ και η εφεσίβλητη μάλιστα έχει προβεί σε δήλωση ΦΠΑ (σχετ. 6 και Ε3) και έχει καταβάλει τη σχετική δόση. Άρα αβασίμως πρωτίστως ο εκκαλών παραπονείται με τον πρώτο λόγο έφεσης διότι σε κάθε περίπτωση το παραστατικό της παροχής υπηρεσιών εξεδόθη και καταβλήθηκε και ο ΦΠΑ και θα συμπληρωθεί σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 534 του ΚΠολΔ η αιτιολογία της εκκαλουμένης. Ακολούθως ο σχετικός πρώτος λόγος έφεσης κρίνεται απορριπτέος ως αβάσιμος.

Κατά το άρθρο 873 ΑΚ, η σύμβαση με την οποία γίνεται υπόσχεση ή αναγνώριση χρέους, έτσι ώστε να γεννιέται ενοχή ανεξάρτητα από την αιτία του χρέους, είναι έγκυρη αν η υπόσχεση ή η δήλωση για την αναγνώριση γίνει εγγράφως. Έγγραφη υπόσχεση ή δήλωση αναγνώρισης, που δεν αναφέρει την αιτία του χρέους, λογίζεται σε περίπτωση αμφιβολίας ότι έγινε με τέτοιο σκοπό. Η δημιουργική ενέργεια της αφηρημένης υπόσχεσης ή αναγνώρισης χρέους συνίσταται στη θεμελίωση αυτοτελούς υποχρέωσης, ανεξάρτητης από την αιτία της (νέο θεμέλιο αξίωσης), όπου το θεμελιωτικό της αξίωσης πραγματικό εξαντλείται στην έγγραφη υπόσχεση παροχής. Από την ανωτέρω διάταξη σαφώς συνάγεται ότι η αναφερόμενη σ’ αυτή αυτοτελής και ετεροβαρής ενοχή από έγγραφη αφηρημένη υπόσχεση ή αναγνώριση χρέους γεννιέται στην περίπτωση που τα μέρη είχαν πρόθεση να δημιουργήσουν ενοχή ανεξάρτητα από την αιτία, πράγμα που θέλει εξακριβωθεί από αυτή την ίδια τη δήλωση και τις περιστάσεις, γι’ αυτό δε και δεν βλάπτει απλή αναφορά της αιτίας. Αν δηλαδή, στην έγγραφη υπόσχεση ή στην αναγνωριστική δήλωση μνημονεύεται η αιτία του χρέους, δεν αποκλείεται να πρόκειται για ενοχή αναιτιώδη, εφόσον τα μέρη ήθελαν να αποσυνδέσουν το χρέος από την αιτία του. Διότι η διάταξη του εδ. β΄ του άνω άρθρου εισάγει απλώς ερμηνευτικό κανόνα, προσδίδοντας στη δήλωση αυτή ορισμένη έννοια μόνο ενόσω δεν προκύπτει το αντίθετο (σε περίπτωση αμφιβολίας) (Ολ ΑΠ 2088/1986, ΑΠ 654/2014, ΑΠ 114/2013, ΑΠ 748/2011). Για το ορισμένο της αγωγής από σύμβαση αφηρημένης υπόσχεσης ή αναγνώρισης χρέους, ο ενάγων δανειστής οφείλει να επικαλεσθεί την κατάρτιση έγγραφης σύμβασης με περιεχόμενο την αναγνώριση ή υπόσχεση χρέους, από το οποίο (περιεχόμενο) να προκύπτει ότι τα μέρη ήθελαν να δημιουργήσουν ενοχή ανεξάρτητα από την αιτία. Η ανωτέρω σύμβαση (αφηρημένη υπόσχεση ή αναγνώριση χρέους) διαφέρει από τη σύμβαση με την οποία αναγνωρίζει κάποιος το χρέος που έχει από ορισμένη αιτία, η οποία δεν προβλέπεται ρητά από τον ΑΚ, ισχύει όμως διεπόμενη από το άρθρο 361 αυτού, το οποίο παρέχει ελευθερία σύναψης ποικίλου περιεχομένου συμβάσεων δεσμευτικά για τους συμβαλλόμενους, αρκεί το περιεχόμενό τους να μην προσκρούει σε απαγορευτικό νόμο ή στα χρηστά ήθη. Η σύμβαση αυτή (αιτιώδης αναγνώριση χρέους) καταρτίζεται, σε αντίθεση με την αφηρημένη υπόσχεση ή αναγνώριση χρέους, κατ’ αρχήν άτυπα και ιδρύει νέα ενοχική σχέση, που αποτελεί νέα αυτοτελή βάση υποχρέωσης προς εκπλήρωση της παροχής, δηλαδή ενοχή αυτοτελή και ανεξάρτητη από την υποκείμενη αιτία (όταν αυτό θέλησαν οι συμβαλλόμενοι και δεν απέβλεψαν μόνο στην παροχή αποδεικτικού μέσου για την ύπαρξη του χρέους ή στην επιβεβαίωση μιας υπάρχουσας έννομης σχέσης που διασφαλίζουν έτσι από ενδεχόμενα ελαττώματα). Γενική κατευθυντήρια γραμμή προς λύση του ζητήματος αν πρόκειται για νέα αυτοτελή ενοχή ή παροχή αποδεικτικού μέσου για την ύπαρξη του χρέους μπορεί να χρησιμεύσει ο κανόνας ότι κύρια σύμβαση αναγνώρισης υπάρχει όταν αντικείμενο αυτής είναι κάποια έννομη σχέση και ειδικότερα όταν, αναφορικά προς υπάρχουσα οφειλή, αναλαμβάνεται κάποια υποχρέωση, ενώ δεν υπάρχει σύμβαση αναγνώρισης όταν ομολογούνται απλώς ορισμένα γεγονότα, οπότε υπάρχει μόνο αποδεικτικό μέσο (ΑΠ 1125/2020, ΑΠ 387/2019, ΑΠ 1402/2018, ΑΠ 294/2018  Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω  σύμφωνα με το άρθρο 140 ΑΚ, αν κάποιος καταρτίσει δικαιοπραξία και η δήλωσή του δεν συμφωνεί, από ουσιώδη πλάνη, με τη βούλησή του, έχει δικαίωμα να ζητήσει την ακύρωση της δικαιοπραξίας, είναι δε πλάνη, η εσφαλμένη γνώση της για τον προσδιορισμό της βουλήσεως απαιτουμένης πραγματικής καταστάσεως, ενώ, κατά το άρθρο 141 ΑΚ, η πλάνη είναι ουσιώδης, όταν αναφέρεται σε σημείο τέτοιας σπουδαιότητας για την όλη δικαιοπραξία, ώστε ο πλανηθείς, εάν γνώριζε την αληθινή κατάσταση δεν θα επιχειρούσε τη δικαιοπραξία. Κατά την έννοια των διατάξεων αυτών, με  την πλάνη εξομοιούται και η άγνοια, δηλαδή η έλλειψη γνώσης της πραγματικής κατάστασης που απαιτείται για τον προσδιορισμό της βουλήσεως. Η άγνοια  όμως αυτή εξομοιούται  με την πλάνη, όταν δεν είναι συνειδητή από πλευράς του δηλούντος, όταν δηλαδή αυτός δεν είναι εν γνώσει ότι αγνοεί την απαιτούμενη κατάσταση, διότι αν έχει πλήρη επίγνωση της αγνοίας αυτής, τότε δεν πλανάται. Αυτός που υπογράφει έγγραφο χωρίς να γνωρίζει το περιεχόμενο του και έτσι προβαίνει στη σχετική (περιεχόμενη στο έγγραφο) δικαιοπρακτική δήλωση γνωρίζοντας ότι αγνοεί το περιεχόμενο του και με την ιδέα ότι θέλει αυτό, οποιοδήποτε και αν είναι ή ότι δεν το έχει κατανοήσει ή ακόμη και όταν δεν γνωρίζει τις έννομες συνέπειες ή και όταν αμφιβάλλει ότι είναι αυτό που ήθελε και παρόλα αυτή ενεργεί, δεν διατελεί σε πλάνη και δεν χωρεί προσβολή της καταρτισθείσας με τη δήλωση αυτή δικαιοπραξίας. Αν όμως, το υπογράφει με την εσφαλμένη ιδέα, ότι περιλαμβάνει ορισμένο περιεχόμενο, ενώ περιλαμβάνει διάφορο, τότε διατελεί σε πλάνη και είναι δυνατή η ακύρωση της δικαιοπραξίας (ΕφΠειρ 111/2021, ΕφΠειρ 244/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ 2946/1991 Αρμ. 1992.510). Εξάλλου, κατά το άρθρο 179 ΑΚ, το οποίο αποτελεί ειδικότερη περίπτωση εφαρμογής του άρθρου 178 του ΑΚ και εφαρμόζεται και στην προβλεπόμενη από το άρθρο 873 ΑΚ αμφοτεροβαρή σύμβαση του αναγνώρισης χρέους (ΑΠ 1441/2014, ΑΠ 1976/2007, ΑΠ 1244/2005 TNΠ ΝΟΜΟΣ), «άκυρη ως αντίθετη προς τα χρηστά ήθη είναι ιδίως η δικαιοπραξία με την οποία δεσμεύεται υπερβολικά η ελευθερία του προσώπου ή η δικαιοπραξία με την οποία εκμεταλλεύεται κάποιος την ανάγκη, την κουφότητα ή την απειρία του άλλου και πετυχαίνει έτσι να συνομολογήσει ή να πάρει για τον εαυτό του ή τρίτο, για κάποια παροχή, περιουσιακά ωφελήματα, που, κατά τις περιστάσεις, βρίσκονται σε φανερή δυσαναλογία προς την παροχή». Όπως προκύπτει από το συνδυασμό αυτών των διατάξεων και εκείνων των άρθρων 174 και 180 ΑΚ, για να χαρακτηριστεί μία δικαιοπραξία ως αισχροκερδής – καταπλεονεκτική και, συνεπώς, άκυρη, λόγω αντίθεσής της προς τα χρηστά ήθη, απαιτείται να συντρέχουν σωρευτικά τρία στοιχεία, δηλαδή α) προφανής δυσαναλογία μεταξύ παροχής και αντιπαροχής, β) ανάγκη ή κουφότητα ή απειρία, του ενός από τους συμβαλλομένους και γ) εκμετάλλευση από τον συμβαλλόμενο της γνωστής σε αυτόν ανάγκης ή κουφότητας ή απειρίας του αντισυμβαλλομένου του. Εκμετάλλευση υπάρχει όταν αυτός που γνωρίζει την ως άνω κατάσταση του αντισυμβαλλομένου του (ανάγκη, κουφότητα, απειρία) επωφελείται και με κατάλληλο χειρισμό επιτυγχάνει προφανώς μειωμένη αντιπαροχή. Τα στοιχεία της ανάγκης, της κουφότητας ή της απειρίας όμως δεν είναι απαραίτητο, όπως προκύπτει από τη σαφή διατύπωση της δεύτερης από τις πιο πάνω διατάξεις, να συντρέχουν σωρευτικά, αλλά αρκεί η συνδρομή και μόνο του ενός από αυτά (ΑΠ 492/2004). Απειρία είναι η έλλειψη συνήθους πείρας ως προς τα οικονομικά δεδομένα και μεγέθη, ως προς τις τιμές και ως προς τις συναλλαγές. Κουφότητα είναι η αδιαφορία για τις συνέπειες και τη σημασία των πράξεων, ενώ ανάγκη είναι και η οικονομική, αρκεί να είναι άμεση και επιτακτική. Η δυσαναλογία παροχής και αντιπαροχής πρέπει να είναι προφανής. Αν λείπει ένα από τα ανωτέρω στοιχεία δεν μπορεί να γίνει λόγος για ακυρότητα της δικαιοπραξίας ως αισχροκερδούς κατά το άρθρο 179 ΑΚ, γιατί απαιτείται να συντρέχουν και η φανερή δυσαναλογία μεταξύ παροχής και αντιπαροχής και η ανάγκη ή κουφότητα ή απειρία του άλλου συμβαλλόμενου και η εκμετάλλευση από τον συμβαλλόμενο μιας από τις γνωστές σε αυτόν ως άνω καταστάσεις του αντισυμβαλλόμενου, χωρίς να είναι αναγκαίο να έχει ροηγηθεί οποιαδήποτε ηθικά επιλήψιμη ενέργεια ή συμπεριφορά του συμβληθέντος που  αποσκοπεί στην επίτευξη της αισχροκέρδειας (ΑΠ 566/1989 ΕλλΔνη 1991.96). Φανερή δυσαναλογία μεταξύ παροχής και αντιπαροχής είναι αυτή που υποπίπτει στην αντίληψη λογικού και έχοντος πείρα των σχετικών συναλλαγών ανθρώπου, και η οποία υπερβαίνει το μέτρο κατά το οποίο είναι ανθρωπίνως φυσικό να αποκομίζει ο ένας κάποιο όφελος από σύμβαση οικονομικού περιεχομένου επί ζημία του άλλου, άλλως όταν, κατά την αντίληψη λογικού και έμπειρου στις συναλλαγές ανθρώπου, υπερβαίνει το φυσικό και επιτρεπτό κατά τη συναλλακτική καλή πίστη μέτρο. Η δυσαναλογία αυτή, η οποία διαπιστώνεται ενόψει των περιστάσεων και της φύσεως της συγκεκριμένης δικαιοπραξίας, κατά το χρόνο της κατάρτισής της (περιεχόμενο, σκοπός, αξία παροχών), χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι υποκειμενικές παραστάσεις ή επιθυμίες των μερών, αποτελεί νομική έννοια, και ως εκ τούτου η κρίση περί της υπάρξεως αυτής ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο (ΟλΑΠ 714/1973). Κατά την έννοια δε του νόμου, δεν αποκλείεται και μερική ακυρότητα της δικαιοπραξίας. Τούτο θα συμβεί εάν δύναται να προσδιοριστεί ακριβώς η μεταξύ της παροχής και των συνομολογηθέντων ή ληφθέντων περιουσιακών ωφελημάτων αναλογία, οπότε η δικαιοπραξία είναι αισχροκερδής μόνον κατά το υπερβάλλον (ΕφΑθ 404/1997 ΕλλΔνη 1998.154, ΜΠρΑθ 1384/2007 ΑρχΝ 2007/315, ΕρμΑΚ Α. Γεωργιάδη – Μ. Σταθόπουλου, άρθ. 179 αριθ. 4). Για να είναι ορισμένος ο ισχυρισμός της ακυρότητας δικαιοπραξίας ως αισχροκερδούς-καταπλεονεκτικής (άρθρα 179 εδ. β και 180 ΑΚ), πρέπει να εκτίθεται στο δικόγραφο αυτής η κατάρτιση της, η αξία της παροχής και της αντιπαροχής για να μπορεί να διαπιστωθεί η μεταξύ τους δυσαναλογία, η επίτευξη της ωφέλειας με εκμετάλλευση της ανάγκης ή της κουφότητας ή της απειρίας του αντισυμβαλλόμενου καθώς και τα περιστατικά της ανάγκης ή της κουφότητας ή της απειρίας. Το στοιχείο της προφανούς δυσαναλογίας και τα υπόλοιπα στοιχεία του ορισμένου πρέπει να επικαλεσθεί και αποδείξει εκείνος που ισχυρίζεται ότι η δικαιοπραξία είναι αισχροκερδής (ΕφΑθ 5827/2022, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Από τις ένορκες καταθέσεις του πατρός του εκκαλούντος και του εταίρου της εφεσίβλητης ναυπηγού …………… στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου που εκτιμώνται ανάλογα με το βαθμό αξιοπιστίας του κάθε μάρτυρα, από όλα τα προσκομιζόμενα από τα διάδικα μέρη έγγραφα μεταξύ των οποίων και φωτογραφικές απεικονίσεις, είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων όπως τις με αριθμό 1960/2023 και 2058/2023 αποφάσεις του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που εκδόθηκαν κατά την διαδικασία περί λήψεως ασφαλιστικών μέτρων, η πρώτη επί της αιτήσεως αναστολή της διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης δυνάμει της με αριθμό ……../5-10-2023 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης και η δεύτερη επί αιτήσεως συντηρητικής κατάσχεσης του πλωτού γερανού του εκκαλούντος, και τις με αριθμό 1058/2022 και 2071/2023 αποφάσεις περί λήψεως ασφαλιστικών μέτρων περί αιτήσεως συντηρητικής κατάσχεσης και περί διορθώσεως τιμής πλειστηριασμού, από τις με αριθμό …/2024, …/2024 και ../2024 ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιώς του ναυπηγού …….. του επιχειρηματία ……… και του ιδιοκτήτη όμορου ναυπηγείου …… . με τις διατυπώσεις των άρθρων 421επ. του ΚΠολΔ και μετά από προηγούμενη κλήτευση του άλλου διάδικου μέρους σύμφωνα με τη με αριθμό …/3.1.2024 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή …………., καθώς και τα αυτεπαγγέλτως λαμβανόμενα υπόψη διδάγματα της κοινής πείρας (άρθρο 336 παρ. 4 του ΚΠολΔ) πλήρως αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά που έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης: Ο εκκαλών είναι κύριος του υπό ελληνική σημαία πλωτού γερανού Π/Γ “Κ», με αριθμό νηολογίου Πειραιώς ………, ολικού μήκους 40 μέτρων, πλάτους νηολόγησης 18,80 μέτρων, βυθίσματος 2,55 μέτρων, Κ.Ο.Χ. 674,21 και Κ.Κ.Χ. 634,76. Δυνάμει του από 16-10-2020 ιδιωτικού συμφωνητικού συνήφθη μεταξύ του ήδη εκκαλούντος και της εφεσίβλητης εταιρίας, που διατηρεί ναυπηγείο στο Πέραμα Αττικής, σύμβαση μισθώσεως χώρου μπροστά από το ναυπηγείο της για τον ελλιμενισμό του παραπάνω πλωτού γερανού του ανακόπτοντος για χρονικό διάστημα τριών (3) μηνών, έναντι μηνιαίας αποζημίωσης χρήσης ποσού 2.000 ευρώ, το οποίο δεν περιλάμβανε Φ.Π.Α. Σε εκτέλεση λοιπόν της προαναφερόμενης σύμβασης ο πλωτός γερανός του ανακόπτοντος ελλιμενίστηκε στο θαλάσσιο χώρο έμπροσθεν του ναυπηγείου της εφεσίβλητης την 23-10-2020, όπου και παρέμεινε μέχρι τον Ιούλιο του έτους 2023, κατόπιν επανειλημμένων παρατάσεων της διάρκειας ισχύος της ένδικης σύμβασης με νεότερες συμφωνίες των διαδίκων. Ωστόσο, παρόλο που η εφεσίβλητη τήρησε τις συμβατικές της υποχρεώσεις καθώς παραχώρησε στον εκκαλούντα τη χρήση του παράκτιου χώρου για τον ελλιμενισμό του πλωτού γερανού του, ο εκκαλών δεν ήταν συνεπής ως προς την καταβολή της αποζημίωσης χρήσης, διότι προέβαινε μόνο σε τμηματικές καταβολές κατά καιρούς. Για την εξασφάλιση της απαίτησης της εκμισθώτριας εφεσίβλητης συμφωνήθηκε μεταγενέστερα μεταξύ των διαδίκων μερών ότι κάθε φορά που θα παρατεινόταν η διάρκειας της σύμβασης ελλιμενισμού και ακολούθως παρέμενε ο πλωτός γερανός στη ναυπηγείο της εφεσίβλητης, ο ήδη εκκαλών θα αναγνώριζε την έως τότε υφισταμένη οφειλή: Ειδικότερα και στα πλαίσια αυτής της συμφωνίας καταρτίστηκαν : α) το από 21-1-2021 έγγραφο συμφωνητικό με το οποίο παρατάθηκε η ισχύς της συμβάσεως έως την 23η-4-2021 και ταυτόχρονα αναγνωρίστηκε η μέχρι τότε οφειλή του εκκαλούντος, η οποία έως τότε ανερχόταν σε 2.000 ευρώ , β) το από 23-4-2021 έγγραφο συμφωνητικό με το οποίο παρατάθηκε η ισχύς της συμβάσεως έως την 23-7-2021, γ) το από 8-9-2021 έγγραφο συμφωνητικό με το οποίο παρατάθηκε η ισχύς της συμβάσεως έως την 23-10-2021 και αναγνωρίστηκε η μέχρι τότε οφειλή του εκκαλούντος, η οποία ανερχόταν στο ποσό των 14.000 ευρώ, δ) το από 18-11-2021 έγγραφο συμφωνητικό με το οποίο παρατάθηκε η ισχύς της συμβάσεως έως την έως την 23-1-2022 και αναγνωρίστηκε η μέχρι τότε οφειλή του εκκαλούντος, η οποία ανερχόταν στο ποσό των 13.500 ευρώ και ε) το από 8-4-2022 έγγραφο συμφωνητικό με το οποίο παρατάθηκε η ισχύς της συμβάσεως έως την 23-4-2022 και αναγνωρίστηκε η μέχρι τότε οφειλή του εκκαλούντος, η οποία ανερχόταν στο ποσό των 21.500 ευρώ, και ταυτόχρονα ο εκκαλών υποσχέθηκε να καταβάλει το συνολικό ποσό έως την 29η-4-2022. Επειδή όμως παρήλθε η προαναφερόμενη ημερομηνία, η ήδη εφεσίβλητη υπέβαλε ενώπιον του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 22-6-2022 αίτηση για έκδοση διαταγής πληρωμής, επί της οποίας εκδόθηκε η ανακοπτόμενη με αριθμό ……/2022 διαταγή πληρωμής του παραπάνω Δικαστή, δυνάμει της οποίας διατάχθηκε ο ήδη εκκαλών να καταβάλει στην εφεσίβλητη το ποσό των 21.500 ευρώ εντόκως από τις 30.4.2022 πλέον δικαστικής δαπάνης. Η προαναφερόμενη διαταγή πληρωμής κοινοποιήθηκε για πρώτη φορά στον εκκαλούντα την 28-6-2022, χωρίς να ασκηθεί κατά αυτής ανακοπή και ακολούθως κοινοποιήθηκε για δεύτερη φορά την 11-9-2023. Στις 28.9.2023 κοινοποιήθηκε στον εκκαλούντα αντίγραφο εξ απογράφου πρώτου εκτελεστού της προαναφερόμενης διαταγής πληρωμής με την παρά πόδας αυτής προσβαλλόμενης από 28.9.2023 επιταγής προς πληρωμή δια της οποίας ο εκκαλών επιτασσόταν να καταβάλει στην εφεσίβλητη το συνολικό ποσό των 25.097,49 ευρώ εντόκως από την επίδοση της επιταγής προς πληρωμή οπότε και ασκήθηκε η ανακοπή επί της οποίας εξεδόθη η απορριπτική εκκαλουμένη απόφαση. Ο ήδη εκκαλών Αιγυπτιακής καταγωγής, επαναφέρει το δεύτερο λόγο ανακοπής που προτάθηκε ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και παραπονείται για κακή εκτίμηση αποδείξεων, αφού αυτός ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ισχυρίστηκε ότι τα προαναφερόμενα ιδιωτικά συμφωνητικά υπεγράφησαν από τον πατέρα του και όχι από τον ίδιο. Ότι αυτός είχε δώσει εντολή μόνο για την παράταση της σύμβασης ελλιμενισμού και όχι για την υπογραφή αναγνώρισης χρέους, και ότι ο πατέρας του δεν γνωρίζει ελληνική γραφή και ανάγνωση. Ότι η πλάνη του οφείλεται στην παράσταση ψευδών παραστάσεων από την πλευρά των προστηθέντων της εφεσίβλητης με αποτέλεσμα όλα τα προαναφερόμενα πέντε ιδιωτικά συμφωνητικά, με βάση το πρώτο από τα οποία εξεδόθη η διαταγή πληρωμής, να είναι ακυρώσιμα λόγω απάτης, ενώ ισχυρίζεται ότι αυτά υπεγράφησαν από τον πατέρα του χωρίς να υπάρχει έγγραφη εξουσιοδότηση. Από την επισκόπηση των προαναφερόμενων πανομοιότυπων ως προς τους όρους ιδιωτικών συμφωνητικών και ιδίως του από 8.4.2022 ιδιωτικού συμφωνητικού δυνάμει του οποίου εξεδόθη η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής του δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς αποδεικνύεται ότι οι συμβαλλόμενοι απέβλεψαν απλώς και μόνον στην αναγνώριση της προϋφιστάμενης οφειλής ποσού 21.500 ευρώ, αφού έγινε ρητή αναφορά στο συγκεκριμένο χρέος, και από όλο το περιεχόμενο των συμφωνητικών δεν συνάγεται βούληση των συμβαλλόμενων να παραχθεί από την αιτιώδη αυτή αναγνώριση χρέους νέα αυτοτελής αιτία ενοχής και γι’αυτό εξάλλου μετά το πρώτο συμφωνητικό από 16.10.2020 ακολούθησαν και τα επόμενα ιδιωτικά συμφωνητικά με τα οποία ταυτόχρονα ανανεωνόταν η διάρκεια της σύμβασης ελλιμενισμού. Συγκεκριμένα στο από 8.4.2022 ιδιωτικό συμφωνητικό (προσκομιζόμενο ως σχετικό 3) με βάση το οποίο εκδόθηκε ο εκτελεστός τίτλος γινόταν αναφορά στην από 16.10.2020 σύμβαση ελλιμενισμού διάρκειας τριών μηνών και οι παρατάσεις αυτής, ώστε να συνεχίσει ο πλωτός γερανός πλοιοκτησίας του εκκαλούντος να βρίσκεται στο χώρο του ναυπηγείου της εφεσίβλητης, αφού στην παράγραφο 2 αυτού αναγράφεται ακριβώς η ημερομηνία εισόδου και η κατάρτιση των από 23.10.2020, 21.1.2021, 23.4.2021 και 8.9.2021 προγενέστερων συμφωνητικών. Επιπλέον στις παραγράφους 4 και 5 υφίσταται αναλυτική αναφορά στο ύψος της οφειλής, όπως αυτή εξελίσσεται χρονικά, και τέλος υφίσταται κατηγορηματική δήλωση του υπογράφοντος κάτω από τη σφραγίδα της επιχείρησης που δεν δημιουργεί καμία αμφιβολία περί αναγνωρίσεως της ήδη υφισταμένης οφειλής εκ της προαναφερόμενης συμβάσεως ελλιμενισμού ύψους 21.500 ευρώ. Ταυτόχρονα από την επισκόπηση του συμφωνητικού δεν συνάγεται βούληση των διαδίκων μερών να καταρτίσουν νέα ενοχή. Αφού λοιπόν δεν συνάγεται στο προαναφερόμενο συμφωνητικό που υπεγράφη από τον πατέρα του εκκαλούντος βούληση των διαδίκων για κατάρτιση νέας ενοχής, αλυσιτελώς ο εκκαλών προτείνει ισχυρισμούς περί πλάνης λόγω απάτης και ακυρώσιμης σύμβασης. Επίσης ο πατέρας του ανακόπτοντος ήδη εκκαλούντος ο οποίος και υπέγραψε, όπως δεν αμφισβητείται, τα ιδιωτικά συμφωνητικά, είχε την απαραίτητη προς τούτο εξουσιοδότηση να υπογράψει αυτά αντιπροσωπεύοντας τον ανακόπτοντα που με προφορική δήλωση παρείχε εξουσία αντιπροσώπευσης (πληρεξουσιότητα) (άρθρο 216 του ΑΚ) στον πατέρα του, αλλά και γνώριζε το περιεχόμενο αυτών που υπέγραφε, αφού η κατάθεση του στο ακροατήριο δεν κρίνεται πειστική λόγω του εννόμου συμφέροντος που έχει από την έκβαση της δίκης. Τούτο δε διότι το σύνολο της κατάθεσης του έρχεται σε αντίθεση με τα διδάγματα της κοινής πείρας ότι δηλαδή ότι του ζητήθηκε να υπογράψει έγγραφο για το λιμεναρχείο, χωρίς να του εξηγηθεί ότι αφορούσε και αναγνώριση του χρέους που ήδη υπήρχε, καθώς από τον εταίρο της αντισυμβαλλόμενης πλευράς που εξετάστηκε στο ακροατήριο σε συνδυασμό με το προσκομιζόμενο ως σχετικό 10 ηλεκτρονικό μήνυμα από τη δικηγόρο Αθηνών ………… προς το δικηγόρο …………… αποδεικνύεται ότι έγινε ανταλλαγή ηλεκτρονικών μηνυμάτων μεταξύ των δικηγόρων για λογαριασμό των διαδίκων μερών, με αντικείμενο το περιεχόμενο των προαναφερόμενων ιδιωτικών συμφωνητικών που υπεγράφησαν με βάση τα οποία εξεδόθη ο εκτελεστός τίτλος. Επομένως ο ανακόπτων εκκαλών αβασίμως επικαλείται ότι ο πατέρας του δεν γνώριζε ότι τα προαναφερόμενα ιδιωτικά συμφωνητικά αφορούσαν μόνο παράταση της χρονικής διάρκειας της σύμβασης ελλιμενισμού ενώ στην πραγματικότητα αυτά εμπεριείχαν και αναγνώριση χρέους. Μάλιστα από τον προσκομιζόμενο ως σχετικό Π5 από 17.5.2019 τιμοκατάλογο της ανωνύμου εταιρίας “…………” αποδεικνύεται ότι τα τέλη ελλιμενισμού στο ναυπηγείο της εφεσίβλητης ήταν χαμηλότερα από τις χρεώσεις άλλων ναυπηγείων της περιοχής και για το λόγο αυτό δεν μπορεί να γίνει λόγος για εκμετάλλευση της ανάγκης ή της κουφότητας του εκκαλούντος καθόσον η παραμονή του πλωτού γερανού στο χώρο του συγκεκριμένου ναυπηγείου ήταν συμφέρουσα γι’αυτόν. Η κρίση αυτή ενισχύεται και από την ένορκη κατάθεση του ………… ο οποίος αναφέρει ότι οι χρεώσεις για θέσεις ελλιμενισμού για σκάφη του μεγέθους του επίδικου πλωτού γερανού κυμαίνονταν σε ποσά άνω των 150 ευρώ ημερησίως. Για τον ίδιο λόγο εξάλλου δεν είναι καταχρηστική η άσκηση του δικαιώματος της εκκαλούσας η οποία κοινοποίησε πρώτη φορά στις 28.6.2022 την ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής. Την έκδοση της προαναφερόμενης είχε αιτηθεί στις 22.6.2022 δηλαδή σχεδόν δίμηνο μετά την πάροδο της προθεσμίας της 29.4.2022 κατά την οποία είχε συμφωνηθεί με το τελευταίο συμφωνητικό ότι έπρεπε ο εκκαλών να καταβάλει το ποσό των 21.500 ευρώ και όχι μετά από διετία όπως αβάσιμα ο εκκαλών αναφέρει στην προτελευταία σελίδα της εφέσεως του. Συνεπώς η εφεσίβλητη δεν δημιούργησε στον εκκαλούντα την εντύπωση ότι δεν θα ασκήσει την αξίωση της ώστε η πολύ σύντομη μεταγενέστερη άσκηση της αξίωσης να παρίσταται καταχρηστική. Εξάλλου ο εκκαλών επαναφέρει τον πέμπτο λόγο ανακοπής περί ανυπαίτιας υπερημερίας του (άρθρα 342 του ΑΚ) καθόσον δεν ενημερώθηκε επαρκώς για τον τρόπο εκπλήρωσης της οφειλής. Όμως μετά την υποβολή της με αριθμό ………./2022 αίτηση της εφεσίβλητης περί λήψεως ασφαλιστικών μέτρων στα πλαίσια προσωρινής διαταγής την 19.4.2023 παραστάθηκε για λογαριασμό του ανακόπτοντος ήδη εκκαλούντος δικηγόρος ο οποίος με ηλεκτρονικό του μήνυμα το οποίο προσκομίζεται ως σχετικό 13 αιτήθηκε αριθμό τραπεζικού λογαριασμού προκειμένου να καταβάλει ο εκκαλών την αναγνωρισθείσα οφειλή. Ο εκκαλών παραπονείται ότι η εφεσίβλητη δεν του γνωστοποίησε λογαριασμό δικό της για να καταβάλει την οφειλή αλλά μόνο λογαριασμό άλλου φυσικού προσώπου και ειδικότερα της δικηγόρου ….. …… Πρωτίστως να αναφερθεί ότι από τα διδάγματα της κοινής πείρας αποδεικνύεται η πρακτική να ορίζεται δικηγόρος υπεύθυνος προς είσπραξη και ο οφειλέτης εάν καταβάλει σε αυτόν εξοφλεί κατ’άρθρο 417 του ΑΚ. Πράγματι στη συγκεκριμένη περίπτωση από το περιεχόμενο των ηλεκτρονικών μηνυμάτων που προσκομίζονται ως σχετικό 9 αποδεικνύεται πράγματι ότι η εκκαλούσα γνωστοποίησε λογαριασμούς δύο τραπεζών με δικαιούχο την προαναφερόμενη δικηγόρο για την καταβολή, αλλά επιπλέον παρείχε στον εκκαλούντα και την εναλλακτική της τραπεζικής επιταγής με οπισθογράφηση από τον εκκαλούντα. Καταβλήθηκε τόσο μεγάλη προσπάθεια από την πλευρά της εφεσίβλητης για την είσπραξη των οφειλόμενων εκ της συμβάσεως με βάση την οποία εκδόθηκε ο εκτελεστός τίτλος, αφού προτάθηκε στον εκκαλούντα να υπογραφεί ιδιωτικό συμφωνητικό που να διευκολύνει τη μεταφορά εμβάσματος από το εξωτερικό. Να σημειωθεί στο σημείο αυτό και αναφορικά με τον ισχυρισμό του εκκαλούντος ότι η αυστηρότητα της μεταφοράς κεφαλαίων από την Τουρκία στην Ελλάδα λόγω των περιορισμών του έτους 2015 συνετέλεσε σε ανυπαίτια υπερημερία, ότι με το άρθρο 86 του ν. 4624/2019 καταργήθηκαν οι διατάξεις του ν. 4350/2015 περί περιορισμών στην ανάληψη κεφαλαίων από το εξωτερικό και συνεπώς ο εκκαλών υπαιτίως δεν έχει καταβάλει μέχρι σήμερα το ποσό το οποίο διατάχθηκε να καταβάλει με την ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής. Επομένως αυτός (ο εκκαλών) δεν απέδειξε ως όφειλε ότι η υπερημερία του και τα προσκόμματα που θέτει έως και σήμερα οφείλονται σε γεγονός για το οποίο δεν έχει ευθύνη, δεδομένου ότι μέχρι σήμερα δεν έχει καταβάλει το οφειλόμενο ποσό των 21.500 ευρώ το οποίο αφορά ο εκτελεστός τίτλος. Τέλος ο εκκαλών επαναφέρει τον προβληθέντα ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ισχυρισμό που ουσιαστικά συνιστά άρνηση της βασιμότητας της απαίτησης με βάση την οποία εξεδόθη η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής. Ειδικότερα ισχυρίζεται ότι ο πλωτός γερανός πλοιοκτησίας της ελλιμενιζόταν σε χώρο άλλου ναυπηγείου και ειδικότερα σε αυτό του όμορου ναυπηγείου «………..». Όμως ο ισχυρισμός αυτός δεν αποδείχθηκε καθώς από την ένορκη βεβαίωση του    …….., πρώην εταίρου και διαχειριστή του ως άνω ναυπηγείου, ο οποίος εξακολουθεί και μετά τη συνταξιοδότηση του και τη μεταβίβαση των εταιρικών του μεριδίων να ασχολείται σε καθημερινή βάση με τα θέματα του παραπάνω ναυπηγείου, επιβεβαίωσε ότι ο πλωτός γερανός βρισκόταν εξαρχής και καθ’ όλη τη διάρκεια του ελλιμενισμού του, με πλώρη προς την ξηρά και πρύμνη προς τη  θάλασσα μπροστά από το ναυπηγείο της εφεσίβλητης και η ένορκη αυτή κατάθεση επιβεβαιώνεται από τα όσα χαρακτηριστικά αναφέρει στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ο μάρτυρας της εφεσίβλητης που καταθέτει για “πλώρα, πρίμα, στεριά θάλασσα”. Το γεγονός ότι το μήκος του πλωτού γερανού είναι μεγαλύτερο από τα μέτρα του ναυπηγείου της εφεσίβλητης δεν αρκεί για να απαλλάξει τον εκκαλούντα από τις συμβατικές του υποχρεώσεις από τη σύμβαση ελλιμενισμού καθόσον ο πλωτός γερανός πλοιοκτησίας του παρέμεινε μπροστά στο ναυπηγείο της εφεσίβλητης κατά τη συμφωνία και δεν στερήθηκε των παροχών του ελλιμενισμού, αφού ο εκκαλών δεν προέβαλε τέτοιο ισχυρισμό. Και αν ακόμη είχε επιλεγεί για λόγους ασφαλείας κάβος πρόσδεσης που βρίσκεται στο όμορο ναυπηγείο αυτό καταδεικνύει ναυτοσύνη των προστηθέντων της εφεσίβλητης εργαχζόμενων στο ναυπηγείο της όπου ήταν ελλιμενισμένος ο γερανός. Επομένως το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο το οποίο έκρινε ότι ο εκκαλών γνώριζε ακριβώς τι αφορούσε κάθε φορά το ιδιωτικό συμφωνητικό στην υπογραφή του οποίου αυτός νόμιμα με προφορική δήλωση παρείχε εξουσία αντιπροσώπευσης (πληρεξουσιότητα) (άρθρο 216 του ΑΚ) στον πατέρα του προς υπογραφή, ότι με ηλεκτρονικό μήνυμα ενημερώθηκε ο πληρεξούσιος δικηγόρος του ανακόπτοντος σχετικά με τους τραπεζικούς λογαριασμούς στους οποίους όφειλε να καταθέσει το ποσό των 21.500 ευρώ κρίνοντας μάλιστα ότι υπήρξε και ειδική διαπραγμάτευση σχετικά με ποσό που ο εκκαλών είχε καταθέσει ύψους 12.500 ευρώ, σχετικά με την έκδοση τιμολογίων αφού στο ποσό αυτό δεν συμπεριλαμβανόταν ο ΦΠΑ, ότι δεν υφίσταται ανυπαίτια υπερημερία του εκκαλούντος και ότι η αίτηση για έκδοση της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής και η επιταγή προς πληρωμή που συντάχθηκε και επιδόθηκε δεν συνιστούν κατάχρηση δικαιώματος, και απέρριψε όλους τους λόγους ανακοπής που διανθίζονταν στο δικόγραφο προσθέτων λόγων, ορθά ερμήνευσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις και δεν παραβίασε τα διδάγματα της κοινής πείρας ως παραπονείται αβασίμως ο εκκαλών. Αυτό επομένως ορθά απέρριψε την ανακοπή και τον πρόσθετο λόγο αυτής κατά της με αριθμό ……./2022 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και της από 28.9.2923 κάτωθι του αντιγράφου εξ απογράφου πρώτου εκτελεστού επιταγής προς πληρωμή και στη συνέχεια επικύρωσε την ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής. Συνεπώς οι σχετικοί περί του αντιθέτου δεύτερος, τρίτος και τέταρτος λόγος εφέσεως κρίνονται απορριπτέοι ως αβάσιμοι. Πρέπει, συνεπώς, μη απομένοντος άλλου λόγου έφεσης προς εξέταση, η κρινόμενη έφεση να απορριφθεί κατ΄ ουσίαν και να διαταχθεί η εισαγωγή στο Δημόσιο ταμείο, του παραβόλου της έφεσης, που κατέθεσε ο εκκαλών, κατ΄άρθρο 495 παρ. 4 εδ. τελ. ΚΠολΔ. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, θα επιβληθούν εις βάρος του ηττηθέντος εκκαλούντος λόγω της ήττας του, όπως ορίζονται στο διατακτικό (άρθρα 176, 183 και 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει, αντιμωλία των διαδίκων, την από 22.3.2024 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……./2024 και προσδιορισμού ………./2024 έφεση κατά της με αριθμό 550/2024 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών

Δέχεται τυπικά την έφεση και

Απορρίπτει αυτή στην ουσία.

Επιβάλλει τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, εις βάρος του εκκαλούντος, τα οποία ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ.

Διατάσσει να εισαχθεί στο Δημόσιο ταμείο, το κατατεθέν, από τον  εκκαλούντα για την άσκηση της έφεσης, παράβολο με αριθμό ……………/2024, ποσού 100 ευρώ

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 4 Αυγούστου  2025, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η    ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ